Αθηροσκλήρωσησ

ΕΛΛΗΝ ΚΗ ΕΠ ΘΕΩΡΗΣΗ ΑΘΗΡΟΣΚΛΗΡΩΣΗΣ
ISSN 1792-4944
Τόμος 2 • Τεύχος 4 • ΟΚΤΩΒΡΙΟΣ-ΔΕΚΕΜΒΡΙΟΣ 2011
Volume 2 • No 4 • OCTOBER-DECEMBER 2011
ΕΛΛΗΝ ΚΗ ΕΠ ΘΕΩΡΗΣΗ
Αθηροσκλήρωσησ
Τόμος 2 • Τεύχος 4 • ΟΚΤΩΒΡΙΟΣ-ΔΕΚΕΜΒΡΙΟΣ 2011
4ο Συμπόσιο των Ομάδων Εργασίας
της Ελληνικής Εταιρείας Αθηροσκλήρωσης
2–3 Δεκεμβρίου 2011
Ξενοδοχείο Divani Caravel, Αθήνα
Περιλήψεις
Προφορικών και Αναρτημένων
Ανακοινώσεων
Θεματικές Ενότητες
Παθοφυσιολογία της Αθηροσκλήρωσης
Επιδημιολογία και Πρόληψη της Αθηροσκλήρωσης
Μεταβολικό Σύνδρομο
Οικογενής Υπερχοληστερολαιμία
Υπέρταση
Τρόπος Ζωής, Ψυχοκοινωνικοί Παράγοντες και Αθηροσκλήρωση
Πρόληψη των Aγγειακών Eγκεφαλικών Eπεισοδίων
Ηellenic journal of Atherosclerosis
ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΕΠΙΘΕΩΡΗΣΗ
ΑΘΗΡΟΣΚΛΗΡΩΣΗΣ
Τριμηνιαία Έκδοση
της Ελληνικής Εταιρείας Αθηροσκλήρωσης
ΙΔΙΟΚΤΗΤΗΣ
Ελληνική Εταιρεία Αθηροσκλήρωσης
Μαιάνδρου 9, 115 28 Αθήνα
Τηλ.: 210-72 10 055, Fax: 210-72 10 055
PUBLISHER
Tselepis Alexandros
ΔΙΟΙΚΗΤΙΚΟ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟ
Treasurer
Bilianou Eleni
Μέλη
Ελισάφ Μωϋσής
Καραγιάννης Αστέριος
Λυμπερόπουλος Ευάγγελος
Πίτσαβος Χρήστος
Τζιόμαλος Κωνσταντίνος
Τσελέπης Αλέξανδρος
Vice-Chairman
Ganotakis Emmanouil
Members
Elisaf Moses
Karagiannis Asterios
Liberopoulos Evangelos
Pitsavos Christos
Tziomalos Konstantinos
Tselepis Alexandros
ΣΥΝΤΑΚΤΙΚΗ ΕΠΙΤΡΟΠΗ
Αναπληρωτές
Διευθυντές Σύνταξης
Γανωτάκης Εμμανουήλ
Λυμπερόπουλος Ευάγγελος
Παναγιωτάκος Δημοσθένης
Τζιόμαλος Κωνσταντίνος
Χατζητόλιος Απόστολος
EDITORIAL BOARD
Editor-in-Chief
Tselepis Alexandros
Ταμίας
Μπιλιανού Ελένη
Αντιπρόεδρος
Γανωτάκης Εμμανουήλ
Διευθυντής Σύνταξης
Τσελέπης Αλέξανδρος
Άθυρος Βασίλειος
Αντωνοπούλου Σμαραγδή
Αχείμαστος Απόστολος
Banach Maciej (Poland)
Βέμμος Κωνσταντίνος
Benetos Athanassios (France)
Chapman John (France)
Γουδέβενος Ιωάννης
Δεδούσης Γεώργιος
Δημόπουλος Κωνσταντίνος
Ελισάφ Μωϋσής
Gavras Haralambos (USA)
Giugliano Dario (Italy)
Karabina Sonia (France)
Καραγιάννης Αστέριος
Kariolou Marios (Cyprus)
Koenig Wolfgang (Germany)
Kokkinos Peter (USA)
Κολοβού Γενοβέφα
Κωνσταντινίδης Σταύρος
Κώτσης Βασίλειος
EXECUTIVE COMMITTEE
Chairman
Athyros Vassilios
Πρόεδρος
Άθυρος Βασίλειος
Ειδ. Γραμματέας
Νικολάου Βασίλειος
Three-monthly Journal
of the Hellenic Atherosclerosis Society
OWNER
Hellenic Atherosclerosis Society
9 Meandrou str., 115 28 Athens, Greece
Tel.: (+30) 210-72 10 055, Fax: (+30) 210-72 10 055
ΕΚΔΟΤΗΣ
Τσελέπης Αλέξανδρος
Γεν. Γραμματέας
Παναγιωτάκος Δημοσθένης
HELLENIC JOURNAL
OF ATHEROSCLEROSIS
ΜΕΛΗ
Lansberg Peter (The Netherlands)
Leslie David (UK)
Λιονής Χρήστος
Madias Nikolaos (USA)
Μανωλόπουλος Ευάγγελος
Μηλιώνης Χαράλαμπος
Mikhailidis Dimitri (UK)
Μπιλιανού Ελένη
Μυγδάλης Ηλίας
Νικολάου Βασίλειος
Ninio Ewa (France)
Παππάς Σταύρος
Περρέα Δέσποινα
Πίτσαβος Χρήστος
Schaefer Katrin (Germany)
Ταυρίδου Άννα
Τέλλης Κωνσταντίνος
Τζιακάς Δημήτριος
Tsimikas Sotirios (USA)
Ferrannini Ele (Italy)
Χρυσοχόου Χριστίνα
Αδριανείου 3 & Κατεχάκη, 115 25 Αθήνα (Ν. Ψυχικό)
Τηλ.: 210-67 14 371 – 210-67 14 340, Fax: 210-67 15 015
E-mail: [email protected], Ε-shop: www.betamedarts.gr, EN ISO 9001:2000
Υπεύθυνος τυπογραφείου
Α. Βασιλάκου, Αδριανείου 3 – 115 25 Αθήνα, Τηλ.: 210-67 14 340
www.atherosclerosis-gr.org
Secretary General
Panagiotakos Demosthenes
Secretary Special
Nikolaou Vasileios
MEMBERS
Achimastos Apostolos
Αntonopoulou Smaragdi
Athyros Vassilios
Banach Maciej (Poland)
Benetos Athanassios (France)
Bilianou Eleni
Chapman John (France)
Chrysohoou Christina
Dedousis Georgios
Demopoulos Constantinos
Elisaf Moses
Ferrannini Ele (Italy)
Gavras Haralambos (USA)
Giugliano Dario (Italy)
Goudevenos John
Karabina Sonia (France)
Karagiannis Asterios
Kariolou Marios (Cyprus)
Koenig Wolfgang (Germany)
Kokkinos Peter (USA)
Kolovou Genovefa
Associate Editors
Ganotakis Emmanouil
Liberopoulos Evangelos
Panagiotakos Demosthenes
Tziomalos Konstantinos
Ηatzitolios Apostolos
Konstantinides Stavros
Kotsis Vasilios
Lansberg Peter (The Netherlands)
Leslie David (UK)
Lionis Christos
Madias Nikolaos (USA)
Manolopoulos Evangelos
Migdalis Ilias
Mikhailidis Dimitri (UK)
Milionis Charalambos
Nikolaou Vasileios
Ninio Ewa (France)
Pappas Stavros
Perrea Despina
Pistavos Christos
Schaefer Katrin (Germany)
Tavridou Anna
Tellis Constantinos
Tsimikas Sotirios (USA)
Tziakas Dimitrios
Vemmos Konstantinos
3, Adrianiou str., GR-115 25 Αthens-Greece
Τel.: (+30)210-67 14 371 – (+30)210-67 14 340, Fax: (+30)210-67 15 015
E-mail: [email protected], E-shop: www.betamedarts.gr, EN ISO 9001:2000
Printing supervision
A. Vassilakou 3, Adrianiou str. – GR-115 25 Athens, Tel.: (+30)210-67 14 340
[email protected]
ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΕΠΙΘΕΩΡΗΣΗ
ΑΘΗΡΟΣΚΛΗΡΩΣΗΣ
Τριμηνιαία Έκδοση
της Ελληνικής Εταιρείας Αθηροσκλήρωσης
HELLENIC JOURNAL
OF ATHEROSCLEROSIS
Three-monthly Journal
of the Hellenic Atherosclerosis Society
ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΑ
CONTENTS
Προφορικές Ανακοινώσεις ............................................. 239
Oral Presentations ............................................................. 239
Αναρτημένες Ανακοινώσεις ............................................261
Poster Presentations ..........................................................261
Ευρετήριο Συγγραφέων .................................................. 297
Index of Authors ................................................................ 297
Οδηγίες για τους Συγγραφείς ........................................ 299
Instructions to Authors .................................................... 301
Π Ρ Ο Φ Ο Ρ Ι Κ Ε Σ
Α Ν Α Κ Ο Ι Ν Ω Σ Ε Ι Σ
Ελληνική Επιθεώρηση Αθηροσκλήρωσης 2(4):239–260
Hellenic Journal of Atherosclerosis 2(4):239–260
ΠΑ1
THE AMINOTERMINAL 1-185 DOMAIN OF HUMAN APOLIPOPROTEIN E SUFFICES
FOR THE DE NOVO BIOGENESIS OF APOE-CONTAINING HDL-LIKE PARTICLES
IN APOA-I DEFICIENT MICE
P.A. Petropoulou,1 D.L. Gantz,2 Y. Wang,3 P.C.N. Rensen,3 K.E. Kypreos1
1
Pharmacology Unit, University of Patras, Medical School, Rio Achaias, Greece, 2 Department of Physiology and Biophysics, Boston
University School of Medicine, Boston, USA, 3Department of General Internal Medicine, Endocrinology, and Metabolic Diseases, Leiden
University Medical Center, Leiden, The Netherlands
Indroduction-Aims: Recently we showed that apo lipoprotein E promotes the de novo biogenesis of apoE-containing
HDL particles in a process that requires the function of
the lipid transporter ABCA1. Here, we sought to identify
the domain of apoE that is responsible for its functional
interactions with ABCA1 and the formation of apoE-rich HDLlike particles. Materials-Methods: Recombinant attenuated
adenoviruses expressing carboxy-terminal truncated forms
of apoE4 apoE4(1–259), apoE4(1–229), apoE4(1–202), and
apoE4(1–185) were administered to apoA-I-deficient mice at
a low dose of 8x108 pfu and five days post-infection plasma
samples were isolated and analyzed for HDL formation via
molecular, biochemical and imaging methods. Results:
Fractionation of plasma lipoproteins of the infected mice by
density gradient ultracentrifugation and FPLC revealed that
all forms were capable of promoting HDL formation. Negative
staining electron microscopy analysis of the HDL density
fractions confirmed that all C-terminal truncated forms of
apoE4 promoted the formation of particles with diameters
in the HDL region. Interestingly, apoE4(1–259), apoE4(1–229),
and apoE4(1-202) led to the formation of spherical particles
while plasma from apoE4(1-185) expressing mice contained
a mixture of spherical and discoidal particles. Conclusions:
Taken together, our data establish that the aminoterminal 1 to
185 region of apoE suffices for the formation of HDL particles
in vivo. Our findings may have important ramifications in
the design of new biological drugs for the treatment of
dyslipidemia, atherosclerosis and coronary heart disease.
ΠΑ2
Η ΕΠΙΔΡΑΣΗ ΤΗΣ ΣΙΜΒΑΣΤΑΤΙΝΗΣ Ή ΤΟΥ ΣΥΝΔΥΑΣΜΟΥ ΣΙΜΒΑΣΤΑΤΙΝΗΣ
ΜΕ ΕΖΕΤΙΜΙΜΠΗ ΣΤΗΝ ΕΚΦΡΑΣΗ ΤΩΝ TOLL-LIKE ΥΠΟΔΟΧΕΩΝ 2 ΚΑΙ 4
ΚΑΙ ΣΤΗΝ ΕΠΑΓΩΜΕΝΗ ΑΠΟ ΛΙΠΟΛΥΣΑΚΧΑΡΙΔΑΣΗ ΠΑΡΑΓΩΓΗ ΚΥΤΤΑΡΟΚΙΝΩΝ
ΣΕ ΜΟΝΟΚΥΤΤΑΡΑ ΥΠΕΡΧΟΛΗΣΤΕΡΟΛΑΙΜΙΚΩΝ ΑΣΘΕΝΩΝ
Ε. Μουτζούρη,1 Κ. Τέλλης,2 K. Ρουσούλη,2 Μ. Ελισάφ,1 Α. Τσελέπης2
1
Β' Παθολογική Κλινική Παν/μίου Ιωαννίνων, Ιατρική Σχολή, 2Τμήμα Χημείας, Τομέας Βιοχημείας, Παν/μίου Ιωαννίνων, Ιωάννινα
Εισαγωγή-Σκοπός: Οι υποδοχείς τύπου Toll (Toll-like receptors,
TLRs) ανήκουν στο σύστημα της μη ειδικής ανοσίας. Σύγχρονα
δεδομένα δείχνουν ότι οι TLR2 και TLR4 συμμετέχουν στη διαδικασία της αθηρογένεσης. Σκοπός της παρούσας μελέτης ήταν
η σύγκριση της επίδρασης της μονοθεραπείας με σιμβαστατίνη με το συνδυασμό σιμβαστατίνης/εζετιμίμπης όσον αφορά
στην έκφραση των υποδοχέων TLR2 και TLR4 στα μονοκύτταρα ασθενών με πρωτοπαθή υπερχοληστερολαιμία. ΥλικόΜέθοδος: Μετά από 3 μήνες υγιεινοδιαιτητικής παρέμβασης,
υπερχοληστερολαιμικοί ασθενείς (Ν=60) (μέση ηλικία 55±13)
τυχαιοποιήθηκαν σε θεραπεία με σιμβαστατίνη 40 mg (Ν=30)
ή σιμβαστατίνη/εζετιμίμπη 10/10 mg (Ν=30) ημερησίως, για
12 εβδομάδες. Στη μελέτη συμμετείχαν ακόμα 30 υγιείς εθελοντές σταθμισμένοι ως προς το βάρος και την ηλικία (ομάδα
ελέγχου). H μελέτη της έκφρασης των TLR2 και TLR4 σε περιφερικά μονοκύτταρα (CD14+) έγινε με τη χρήση αντι-TLR2 και
αντι-TLR4 αντισωμάτων, αντίστοιχα. Στη συνέχεια, τα μονοκύτ-
ταρα ενεργοποιήθηκαν με λιπολυσακχαριδάση και μελετήθηκε
η ενδοκυττάρια παραγωγή κυτταροκινών (ιντερλευκίνη-1β και
ιντερλευκίνη-6). Οι αναλύσεις έγιναν με κυτταρομετρία ροής.
Αποτελέσματα: Οι υπερχοληστερολαιμικοί ασθενείς εμφάνιζαν
αυξημένα επίπεδα των TLR2 και TLR4 σε σύγκριση με την ομάδα
ελέγχου (p<0,001). Τόσο η χορήγηση σιμβαστατίνης 40 mg όσο
και του συνδυασμού σιμβαστατίνης/εζετιμίμπης μείωσαν σημαντικά την έκφραση των TLR2 και TLR4 (P<0,05, σε σύγκριση με
τις αρχικές τιμές), χωρίς σημαντικές διαφορές μεταξύ τους. Και
στις δύο ομάδες παρατηρήθηκε μείωση της παραγωγής ιντερλευκίνης-1β και ιντερλευκίνης-6 σε ενεργοποιημένα μονοκύτταρα, σε σύγκριση με τις αρχικές τιμές. Συμπεράσματα: Τόσο η
χορήγηση σιμβαστατίνης 40 mg όσο και του συνδυασμού σιμβαστατίνης/εζετιμίμπης μείωσαν στον ίδιο βαθμό την έκφραση
των υποδοχέων TLR2, TLR4, καθώς και την επακόλουθη παραγωγή ιντερλευκίνης-1β και ιντερλευκίνης-6 στα μονοκύτταρα
υπερχοληστερολαιμικών ασθενών.
© 2011 Ελληνική Εταιρεία Αθηροσκλήρωσης
240
Ελληνική Επιθεώρηση Αθηροσκλήρωσης 2(4)
ΠΑ3
Η ΠΡΩΙΜΗ ΑΠΟΚΡΙΣΗ ΤΟΥ ΑΓΓΕΙΑΚΟΥ ΕΝΔΟΘΗΛΙΟΥ
ΣΤΗΝ ΑΛΛΑΓΗ ΤΗΣ ΔΙΑΤΜΗΤΙΚΗΣ ΤΑΣΗΣ
ΜΕΤΑ ΑΠΟ ΜΕΡΙΚΗ ΑΠΟΛΙΝΩΣΗ ΤΗΣ ΚΟΙΝΗΣ ΚΑΡΩΤΙΔΑΣ ΚΟΝΙΚΛΟΥ
Α. Βαρελά,1,2 Μ. Κατσιμπούλας,3 Κ. Πολίτη,4 Θ.Γ. Παπαϊωάννου,5 Σ. Βαϊνά,5
Κ. Δάβος,2 Χ. Πιπέρη,1 Χ. Στεφανάδης,5 Ε. Μπάσδρα,1 Α.Γ. Παπαβασιλείου1
1
2
Εργαστήριο Βιολογικής Χημείας, Ιατρική Σχολή, ΕΚΠΑ
Ίδρυμα Ιατροβιολογικών Ερευνών Ακαδημίας Αθηνών, Κέντρο Κλινικής Έρευνας, Τομέας Καρδιάς-Αγγείων
3
Ίδρυμα Ιατροβιολογικών Ερευνών Ακαδημίας Αθηνών, Κέντρο Πειραματικής Χειρουργικής
4
Τμήμα Κυτταροπαθολογίας, «Αρεταίειο» Νοσοκομείο, Ιατρική Σχολή, ΕΚΠΑ
5
Α' Καρδιολογική Κλινική, Ιπποκράτειο Νοσοκομείο, Ιατρική Σχολή, ΕΚΠΑ, Αθήνα
Εισαγωγή: Ο μοριακός μηχανισμός απόκρισης του ενδοθηλίου στις αλλαγές της ροής αίματος δεν είναι πλήρως
διευκρινισμένος. Τα μηχανοευαίσθητα μόρια, όπως οι διαμεμβρανικές πρωτεΐνες πολυκυστίνη (PC) 1 και 2, έχουν
σχετισθεί με την ενδοθηλιακή απόκριση σε διαφορετικά
επίπεδα ροών. Σκοπός: Η δημιουργία μιας απλής και αξιόπιστης χειρουργικής τεχνικής, για τη μελέτη διαφοροποίησης
της αιματικής ροής. Η πιστότητα της μεθόδου εκτιμήθηκε
υπερηχογραφικά και σε μοριακό επίπεδο από την πρώιμη
απόκριση του ενδοθηλίου μέσω της ενεργοποίησης των PC
1 και PC 2. Υλικό-Μέθοδος: Απολινώθηκε μερικώς η αριστερή κοινή καρωτίδα (ΑΚΚ) 6 υγιών αρσενικών κονίκλων
(4 mo, 3,02±0,21 kg). Παράλληλα με τον αυλό του αγγείου,
στην εξωτερική πλευρά, τοποθετήθηκε ένα ειδικό πλαστικό
εξάρτημα που ελεγχόμενα μείωνε τη διάμετρο. Η δεξιά κοι-
νή καρωτίδα (ΔΚΚ) παρέμεινε ανέπαφη. Αξιολογήθηκαν υπερηχογραφικά (Vivid 7, GE) οι ροές και οι διατμητικές τάσεις
(εξίσωση Hagen-Poisseuille) πριν και μετά την απολίνωση.
Πέντε ημέρες μετά, (ευθανασία), συλλέχθηκαν ιστικά καρωτιδικά τεμάχια και πραγματοποιήθηκε ανοσοϊστοχημική ανάλυση για τις πρωτεΐνες PC1 και 2. Αποτελέσματα: Μετά την
απολίνωση, η διατμητική τάση μειώθηκε στην ΑΚΚ (p<0,05,
πίνακας 1). Στα ιστικά δείγματα παρατηρήθηκε αυξημένη
έκφραση των πολυκυστινών (ΑΚΚ, p<0,05). Συμπεράσματα:
Η παρούσα χειρουργική τεχνική αποτελεί μια αξιόπιστη και
απλή μέθοδο για τη μελέτη της πρώιμης απόκρισης του ενδοθηλίου σε αλλαγές της διατμητικής τάσης. Η έκφραση των
PC1 και PC2 φαίνεται να επηρεάζεται από αυτές τις αλλαγές.
Ο ρόλος τους ως μηχανοδιαβιβαστές χρήζει περαιτέρω διερεύνησης.
Πίνακας 1
N=6
baseline
24,2±0,23
ΔΚΚ
post ligation
37,0±0,61
Mean shear stress
(dynes/cm2)
Peak shear stress
40,2±0,026
61,8±0,97
(dynes/cm2)
* p<0,05 vs baseline, (mean±standard error SEM).
© 2011 Ελληνική Εταιρεία Αθηροσκλήρωσης
euthanasia
28,4±0,21
baseline
23,7±0,21
ΑΚΚ
post ligation
7,3±0,19*
euthanasia
5,3±0.18*
43,8±0,40
37,7±0,26
15,0±0,37*
10,6±0,35*
Hellenic Journal of Atherosclerosis 2(4)
241
ΠΑ4
ΣΥΣΧΕΤΙΣΗ ΤΩΝ ΕΠΙΠΕΔΩΝ ΤΗΣ C-ΑΝΤΙΔΡΩΣΑΣ ΠΡΩΤΕΪΝΗΣ
ΜΕ ΤΟΝ ΒΑΘΜΟ ΥΠΟΚΛΙΝΙΚΗΣ ΑΘΗΡΩΜΑΤΩΣΗΣ
Β. Μεταξά,1 Χ. Πίτσαβος,1 Ι. Σκούμας,1 Α. Μήλιου,2 Ε. Οικονόμου,1
Κ. Μασούρα,1 Χ. Στεφανάδης1
1
2
Μονάδα Λιπιδίων, Α' Καρδιολογική Κλινική, Πανεπιστημίου Αθηνών, ΓΝΑ «Ιπποκράτειο»
Βιοχημικό Εργαστήριο και Μοριακής Ανάλυσης, Α' Καρδιολογικής Κλινικής Πανεπιστημίου Αθηνών, Αθήνα
Εισαγωγή-Σκοπός: Τα υψηλά επίπεδα διαφόρων δεικτών
φλεγμονής έχουν συσχετιστεί με τον κίνδυνο αθηρωμάτωσης. Η συσχέτιση των επιπέδων της C-αντιδρώσας πρωτεΐνης (CRP), με το πάχος του έσω-μέσου χιτώνα των καρωτίδων, σε ασθενείς με οικογενή υπερχοληστερολαιμία.
Υλικό-Μέθοδος: Μελετήθηκαν 120 hfH ασθενείς, κλινικά
διαγνωσμένοι βάσει των κριτηρίων Dutch Lipid Clinic, οι
οποίοι δεν είχαν λάβει υπολιπιδαιμική αγωγή στο παρελθόν.
Χαρακτηριστικά ασθενών
Νο (αριθμός ασθενών)
Καταγράφηκαν οι βιοχημικές παράμετροι, τα λιπίδια ορού και
τα επίπεδα της CRP, πριν την έναρξη αγωγής. Υποβλήθηκαν
σε μοριακή ανάλυση του γονιδίου του υποδοχέα της LDL
(LDL-R) με αλληλούχιση και αγγειακή υπερηχογραφία για την
μέτρηση του πάχους έσω-μέσου χιτώνα καρωτίδων (c-IMT).
Αποτελέσματα: Τα 69 άτομα του πληθυσμού στα οποία βρέθηκε μετάλλαξη στο γονίδιο του LDL-R, συγκρίθηκαν με τα 51
άτομα τα οποία δεν έφεραν κάποια μετάλλαξη.
Χωρίς μετάλλαξη
Με μετάλλαξη
51
69
p value
Φύλο (Α/Γ)
20/31
32/37
p=0,32
Μέση ηλικία (έτη)
28±14
31±16
p=0,20
58±14,5
57±16,2
p=0,61
78±12
77±11
p=0,82
293 (256–344)
327 (298–388)
p=0,002
225 (183–243)
255 (220–300)
p=0,001
107 (96–135,75)
152 (131–183)
p<0,001
Βάρος σώματος (kg)
Περιφέρεια μέσης (cm)
Ολική χοληστερόλη (mg/dL)
LDL (mg/dL)
Apo-B (mg/dL)
Lpa (mg/dL)
10 (4–58)
21 (10–53)
p=0,096
296 (254–400)
291 (233–336)
p=0,53
CRP (mg/L)
0,17 (0,1–0,3)
0,7 (0,46–1)
p<0,001
c-IMT (mm)
0,71±0,14
0,92±0,16
p<0,001
Ινωδογόνο (mg/dL)
Η ανάλυση πολλαπλής γραμμικής παλινδρόμησης έδειξε ότι,
το c-IMT επηρεάζεται στατιστικά σημαντικά από την ύπαρξη
μετάλλαξης, ανεξάρτητα από ηλικία, φύλο, BMI, επίπεδα ολικής
και LDL χοληστερόλης (p<0,001). Ακόμη, το c-IMT φάνηκε να
συσχετίζεται με τα επίπεδα της CRP (rho=0,319, p=0,037), για κά-
θε αύξηση των επιπέδων της κατά 0,1, αναμένεται αύξηση του
c-IMT κατά 0,051 mm (b=0,314, p=0,042), ανεξάρτητα από ηλικία, φύλο, επίπεδα ολικής και LDL χοληστερόλης. Συμπέρασμα:
Από τα ευρήματά μας φαίνεται ότι, τα επίπεδα της CRP επηρεάζουν τον βαθμό της υποκλινικής αθηρωμάτωσης.
© 2011 Ελληνική Εταιρεία Αθηροσκλήρωσης
242
Ελληνική Επιθεώρηση Αθηροσκλήρωσης 2(4)
ΠΑ5
ΜΕΛΕΤΗ ΤΗΣ ΕΠΙΔΡΑΣΗΣ ΦΑΙΝΟΛΙΚΩΝ ΕΝΩΣΕΩΝ
ΣΤΗΝ ΕΠΑΓΟΜΕΝΗ ΑΠΟ IL-1β ΣΥΝΘΕΣΗ PAF ΣΕ U-937
Ι.Χ. Βλαχογιάννη,1 Ε. Φραγκοπούλου,1 Γ. Σταματάκης,2 Σ. Αντωνοπούλου1
1
Χαροκόπειο Πανεπιστήμιο, Τμήμα Επιστήμης Διαιτολογίας και Διατροφής
Εθνικό και Καποδιστριακό Πανεπιστήμιο Αθηνών, Τμήμα Χημείας, Αθήνα
2
Εισαγωγή-Σκοπός: O Παράγοντας Ενεργοποίησης Αιμοπεταλίων (PAF) αποτελεί λιποειδικό μεσολαβητή ο οποίος
παράγεται από τα μονοκύτταρα και εμπλέκεται στους μηχανισμούς της φλεγμονής. Η IL-1β επάγει την παραγωγή του PAF
στα U-937 μέσω αύξησης της δραστικότητας των βιοσυνθετικών του ενζύμων. Σκοπός της παρούσας εργασίας είναι η
μελέτη της επίδρασης φαινολικών ενώσεων στην επαγόμενη
από IL-1β παραγωγή PAF. Υλικό-Μέθοδος: Τα μονοκύτταρα
U-937 διεγέρθηκαν με IL-1β (2,5 ng/mL) παρουσία ή απουσία
ρεσβερατρόλης και τυροσόλης (50–200 μΜ) για διάφορες
χρονικές στιγμές. Σε όλες τις περιπτώσεις μετρήθηκαν τα επίπεδα PAF και παραλήφθηκε το ομογενοποίημα των κυττάρων
όπου μετρήθηκαν τα ένζυμα βιοσύνθεσης λυσο-PAF: ακετυλοCoA ακετυλοτρανσφεράση (PAF-AT), αλκυλοακετυλογλυκερόλη: CDP-χολίνη φωσφοχολινοτρανσφεράση (PAF-CPT) και
το αποικοδομητικό ένζυμο PAF-ακετυλοϋδρολάση (PAF-AH).
Αποτελέσματα: Η IL-1β προκαλεί αύξηση της δραστικότητας
της PAF-AT και της PAF-CPT κατά 100 και 30% αντίστοιχα καθώς και των ενδοκυτταρικών επιπέδων του PAF κατά 90%, σε
σχέση με τα μη διεγερμένα κύτταρα. Η ρεσβερατρόλη όσο και
η τυροσόλη προκαλούν αναστολή της δραστικότητας της PAFAT, ενώ δεν επηρεάζουν σε σημαντικό βαθμό τη δράση των
ενζύμων PAF-CPT και PAF-AH σε σχέση με τα διεγερμένα με
IL-1β κύτταρα. Οι φαινολικές ενώσεις μειώνουν την επαγόμενη από IL-1β παραγωγή ενδοκυττάριου PAF στην ίδια χρονική
στιγμή (3 ώρες) με την αναστολή που προκαλούν στην PAF-AT.
Συμπεράσματα: Η αντι-φλεγμονώδης δράση της ρεσβερατρόλης και της τυροσόλης φαίνεται να επιτυγχάνεται εν μέρει
μέσω μείωσης της δραστικότητας της PAF-AT η οποία συνάδει
με τη μείωση των επιπέδων του ενδοκυτταρικού PAF.
ΠΑ6
ΣΥΣΧΕΤΙΣΗ ΔΥΣΛΙΠΙΔΑΙΜΙΑΣ, ΦΛΕΓΜΟΝΗΣ ΚΑΙ ΑΘΗΡΟΓΕΝΕΣΗΣ
ΜΙΑ ΝΕΑ ΠΡΟΣΕΓΓΙΣΗ
Χ.Χ. Καραντώνης
Τμήμα Επιστήμης Τροφίμων και Διατροφής, Πανεπιστήμιο Αιγαίου, Μύρινα, Λήμνος
Μετά την αποδοχή της «θεωρία της φλεγμονής» ως την πλέον
αποδεκτή για την εξήγηση της αθηρογένεσης, η συσχέτιση της
δυσλιπιδαιμίας με την φλεγμονή και την αθηρογένεση αποτελεί σήμερα μια πρόκληση. Σαν απάντηση μέσα από μια διαφορετική από τις υπάρχουσες προσέγγιση στο θέμα, παρουσιάζονται πειραματικά αποτελέσματα in vitro, in vivo και ex vivo
σε κυταροκαλλιέργειες, πειραματόζωα και ανθρώπους από τα
οποία φαίνεται ότι: H δυσλιπιδαιμία προκαλεί αύξηση στο αίμα
των επιπέδων του φλεγμονώδους παράγοντα PAF. Η αύξηση
αυτή επιβεβαιώνεται από τη μελέτη των μεταβολικών ενζύμων του PAF και αποκαλύπτεται η πηγή προέλευσης του PAF
στο αίμα, που είναι τα έμμορφα συστατικά του, καθώς επίσης
και διάφορες παθοφυσιολογικές καταστάσεις και μολυσματικοί
παράγοντες και μικροοργανισμοί. Τα υψηλά επίπεδα PAF στο
αίμα προκαλούν αθηρογένεση. Οι στατίνες, πέρα από τη μείωση των επιπέδων της χοληστερόλης, με τις πλειοτροπικές αντι-
© 2011 Ελληνική Εταιρεία Αθηροσκλήρωσης
φλεγμονώδεις δράσεις τους, αναστέλλουν τις βιολογικές δράσεις του PAF και μειώνουν τα επίπεδά του, αναστέλλοντας τη
βιοσύνθεσή του. Επειδή μία από τις γνωστές και μελετημένες
βιολογικές δράσεις του PAF είναι και η επίδρασή του στην καρδιακή λειτουργία αποκτά ιδιαίτερη σημασία η μελέτη των δράσεων των στατινών (ως αναστολέων του PAF) στην επίδραση
του PAF στην καρδιακή λειτουργία. Τα διάφορα φυσικά συστατικά (που απαντώνται κυρίως στα τρόφιμα της Μεσογειακής
δίαιτας) αναστέλλουν τη δέσμευση του PAF στον υποδοχέα
του και τις βιολογικές του δράσεις, ενώ μειώνουν και τα επίπεδα του PAF, αναστέλλοντας τη βιοσύνθεσή του. Συγχρόνως
όμως συντείνουν στην μείωση των επιπέδων του PAF, μέσα από
την αντιοξειδωτική τους δράση και τη μείωση του οξειδωτικού
στρες. Έτσι, δίνονται πιθανές εξηγήσεις για την προστατευτική
δράση των στατινών και των συστατικών της Μεσογειακής δίαιτας, έναντι των καρδιαγγειακών παθήσεων.
Hellenic Journal of Atherosclerosis 2(4)
243
ΠΑ7
5% ΑΠΩΛΕΙΑ ΣΩΜΑΤΙΚΟΥ ΒΑΡΟΥΣ
ΒΕΛΤΙΩΝΕΙ ΤΟ ΜΕΤΑΒΟΛΙΚΟ ΠΡΟΦΙΛ ΑΣΘΕΝΩΝ
ΜΕ ΜΕΤΑΒΟΛΙΚΟ ΣΥΝΔΡΟΜΟ
Ε. Φάππα,1 Μ. Γιαννακούλια,1 Ν. Τιλελή,1 Π. Καίσαρη,1
Ι. Σκούμας,2 Χ. Πίτσαβος,2 Χ. Στεφανάδης2
1
2
Τμήμα Επιστήμης Διαιτολογίας-Διατροφής, Χαροκόπειο Πανεπιστήμιο
Α' Καρδιολογική Κλινική, Ιατρική Σχολή, Εθνικό Καποδιστριακό Πανεπιστήμιο Αθηνών, Αθήνα
Εισαγωγή-Σκοπός: Η αντιμετώπιση του Μεταβολικού Συνδρόμου (ΜΣ) περιλαμβάνει, μεταξύ άλλων, απώλεια σωματικού βάρους 5–10% του αρχικού. Σκοπός της παρούσας
ανάλυσης είναι να αξιολογήσει την επίδραση 5% απώλειας
του αρχικού σωματικού βάρους (ΣΒ) στους παράγοντες του
ΜΣ. Υλικό-Μέθοδος: Στη μελέτη συμμετείχαν 41 ασθενείς
με ΜΣ (49% άντρες, ηλικία 24–73 ετών), οι οποίοι συμμετείχαν σε πρόγραμμα διατροφικής παρέμβασης διάρκειας ενός
έτους. Αξιολόγηση των συμμετεχόντων έγινε στην αρχή και
στο τέλος της παρέμβασης. Για τις ανάγκες της ανάλυσης, οι
ασθενείς χωρίστηκαν σε δύο ομάδες: αυτοί οι οποίοι στην
αξιολόγηση έτους είχαν ΣΒ τουλάχιστον 5% μικρότερο εν
συγκρίσει με το αρχικό (Ομάδα Α) και αυτοί που δεν είχαν
(Ομάδα Β). Αποτελέσματα: Η κανονικότητα των αξιολογούμενων χαρακτηριστικών ελέγχθηκε με το Kolmogorov-
Smirnoff τεστ. O έλεγχος t κατά student για ανεξάρτητα
δείγματα έδειξε στατιστικά σημαντική διαφορά μεταξύ των
ομάδων στην περιφέρεια μέσης (p=0,017) και τη συγκέντρωση γλυκόζης νηστείας (0,039). Στην αξιολόγηση έτους,
ο έλεγχος εντός των ομάδων έδειξε ότι η Ομάδα Α, βελτίωσε την περιφέρεια μέσης (94,4±8,5 vs 100,6±6,4, p=0,002),
τη συγκέντρωση τριγλυκεριδίων (142,9±64,8 vs 205,9±93,2,
p=0,013) και τη συγκέντρωση γλυκόζης νηστείας (94,7±11,0
vs 102,8±11,1, p=0,023) συγκριτικά με την έναρξη της μελέτης. Αντίστοιχα, η Ομάδα Β, βελτίωσε μόνο τη συγκέντρωση
τριγλυκεριδίων (161,2±51,6 vs 289,8±160,6, p<0,001) συγκριτικά με την έναρξη της μελέτης. Συμπεράσματα: Από τα παραπάνω αποτελέσματα φαίνεται ότι, η μέτρια απώλεια σωματικού βάρους ενδεχομένως βελτιώνει επιπρόσθετα τους
παράγοντες του ΜΣ.
ΠΑ8
ΣΥΣΧΕΤΙΣΗ ΤΗΣ ΒΙΤΑΜΙΝΗΣ D
ΜΕ ΑΝΑΔΥΟΜΕΝΟΥΣ ΠΑΡΑΓΟΝΤΕΣ ΚΙΝΔΥΝΟΥ
ΣΕ ΑΤΟΜΑ ΜΕ ΜΕΤΑΒΟΛΙΚΟ ΣΥΝΔΡΟΜΟ
Σ. Μακαρίου,1,2 Ε. Λυμπερόπουλος,2 Μ. Φλορεντίν,2 Κ. Λαγός,2
Ε. Γαζή,2 Α. Χάλλα,1 Μ. Ελισάφ2
1
2
Τομέας Υγείας του Παιδιού, Ιατρική Σχολή, Πανεπιστήμιο Ιωαννίνων
Τομέας Εσωτερικής Παθολογίας, Ιατρική Σχολή, Πανεπιστήμιο Ιωαννίνων, Ιωάννινα
Εισαγωγή-Σκοπός: Ποικίλες μελέτες υποδηλώνουν την ύπαρξη ανάστροφης σχέσης μεταξύ βιταμίνης D και μεταβολικού
συνδρόμου (ΜΣ) τόσο σαν σύνολο όσο και με καθένα από
τα επιμέρους χαρακτηριστικά του. Σκοπός μας ήταν να διερευνήσουμε την ύπαρξη πιθανής σχέσης μεταξύ βιταμίνης
D και κάποιων αναδυόμενων παραγόντων κινδύνου του ΜΣ,
όπως η συγκέντρωση της small dense low density lipoprotein
cholesterol (sdLDL-C), η ενεργότητα της lipoprotein-associated
phospholipase A2 (LpPLA2) και η high-sensitive C reactive
protein (hsCRP). Υλικό-Μέθοδος: Μελετήσαμε 100 υγιή άτομα, 49 εκ των οποίων είχαν ΜΣ και 54 τα οποία δεν πληρούσαν
τα κριτήρια, χρησιμοποιήθηκαν σαν μάρτυρες. Η ανάλυση των
υποκλασμάτων LDL έγινε με ηλεκτροφόρηση σε γέλη πολυακριλαμιδίου. Η ενεργότητα της LpPLA2 προσδιορίστηκε σε
ολικό και σε κεκαθαρμένο από απολιποπρωτεΐνη Β πλάσμα
(HDL-LpPLA2). Η 25(ΟΗ)Vit D προσδιορίστηκε ποσοτικά με
ανοσοενζυμική μέθοδο. Αποτελέσματα: Τα άτομα με ΜΣ είχαν χαμηλότερα επίπεδα 25(ΟΗ)Vit D από τους μάρτυρες. Η
μονοπαραγοντική ανάλυση έδειξε ότι η 25(ΟΗ)Vit D είχε αντίστροφη συσχέτιση με τα τριγλυκερίδια (r=–0,416, p=0,003) και
με τη sdLDL-C (r=–0,305, p=0,004). Δεν υπήρχε συσχέτιση της
25(ΟΗ)Vit D με την περίμετρο μέσης, την αρτηριακή πίεση, την
HDL-C, την γλυκόζη νηστείας, ούτε και με το μέγεθος LDL, την
ενεργότητα LpPLΑ2 και την hsCRP. Η πολυπαραγοντική ανάλυση έδειξε ότι η ανάστροφη σχέση μεταξύ 25(ΟΗ)Vit D και
sdLDL-C έγινε μη σημαντική όταν συμπεριλάβαμε σε αυτή τα
τριγλυκερίδια. Συμπεράσματα: Οι ασθενείς με ΜΣ παρουσιάζουν χαμηλότερα επίπεδα 25(ΟΗ)Vit D. Η χαμηλή 25(ΟΗ)Vit D
συσχετίστηκε με υψηλά επίπεδα sdLDL-C, πιθανόν λόγω των
υψηλών τριγλυκεριδίων.
© 2011 Ελληνική Εταιρεία Αθηροσκλήρωσης
244
Ελληνική Επιθεώρηση Αθηροσκλήρωσης 2(4)
ΠΑ9
ΥΠΑΡΧΕΙ ΣΥΣΧΕΤΙΣΗ ΤΗΣ ΠΡΩΙΜΗΣ ΑΘΗΡΩΜΑΤΩΣΗΣ
ΚΑΙ ΤΟΥ ΚΑΡΔΙΑΓΓΕΙΑΚΟΥ ΚΙΝΔΥΝΟΥ ΣΕ ΔΙΑΒΗΤΙΚΟΥΣ ΑΣΘΕΝΕΙΣ;
Μ.Π. Κουκούλη,1 Ε. Μπιλιανού,3 A. Στριλάκου,2 Γ. Νίκας,4 Γ. Μαστοράκης,4
Β. Αδαμοπούλου,3 Α. Μελιδώνης,1,2 Φ. Τρυποσκιάδης5
1
Διαβητολογικό Κέντρο, 2Α΄ Παθολογικό Τμήμα, 3Καρδιολογικό Τμήμα, 4Ακτινολογικό Τμήμα, ΓΝΠ «Τζάνειο»
5
Ιατρική Σχολή, Πανεπιστημίου Θεσσαλίας
Σκοπός: Σκοπός της μελέτης ήταν να αξιολογηθεί η συσχέτιση
μεταξύ της πρώιμης αθηρωμάτωσης, με τη διαστρωμάτωση
του καρδιαγγειακού κινδύνου. Υλικό-Μέθοδος: Μελετήθηκαν
77 ασθενείς με ιστορικό ΣΔ. Έγινε πλήρης εργαστηριακός
έλεγχος, υπολογισμός της αρτηριακής σκληρίας (PWV) και
μέτρηση του έσω-μέσου καρωτιδικού χιτώνα (ΙΜΤ). Για τη διαστρωμάτωση του καρδιαγγειακού κινδύνου χρησιμοποιήθηκε το Framingham Risk Score (FRS) και η UKPDS risk engine.
Έγινε χρήση απλής και πολλαπλής γραμμικής παλινδρόμησης.
Αποτελέσματα: Η μέση IMT του δείγματος ήταν 0,75±0,16
mm και η μέση PWV 11,42±2,67 m/sec. Βάσει FRS ταξινόμησης,
32,5%, 46,7% και 20,8% του δείγματος ανήκαν στην ομάδα χαμηλού, ενδιάμεσου και υψηλού κινδύνου αντίστοιχα. Κατόπιν
προσαρμογής για φύλο, Δείκτη Μάζας Σώματος (ΔΜΣ), αναλογία μέσης-ισχίων, διάρκεια διαβήτη και μικρολευκωματινου-
ρία, δεν βρέθηκε ένδειξη για συσχέτιση μεταξύ IMT και FRS
(p=0,66), ενώ αύξηση της μέσης PWV κατά ένα τεταρτημόριο συνεπάγεται αύξηση της μέσης τιμής της FRS κατά 2,41%
(p=0,03). Αναφορικά με τις κατηγορίες της UKPDS, η ΙΜΤ δεν
φάνηκε να σχετίζεται με τον δεκάχρονο κίνδυνο ΣΝ (p=0,14),
θανατηφόρας ΣΝ (p=0,10) ή θανατηφόρου ΑΕΕ (p=0,46), ενώ
βρέθηκε να σχετίζεται θετικά με τον δεκάχρονο κίνδυνο ΑΕΕ
(p=0,02). Αύξηση της PWV κατά ένα τεταρτημόριο συνεπάγεται στατιστικά σημαντική αύξηση των μέσων δεκάχρονων κινδύνων ΣΝ κατά 2,44%, θανατηφόρας ΣΝ κατά 2,43% και ΑΕΕ
κατά 2,30%, ενώ δεν βρέθηκε ένδειξη για συσχέτιση μεταξύ
PWV και θανατηφόρου ΑΕΕ (p=0,47). Συμπέρασμα: Υπάρχει
θετική συσχέτιση της αύξησης του ΙΜΤ με τον 10χρονο κίνδυνο ΑΕΕ. Αναφορικά με το PWV υπάρχει θετική συσχέτιση με το
FRS και τον 10χρονο κίνδυνο ΣΝ και ΑΕΕ.
ΠΑ10
SAFETY AND IMPACT ON CARDIOVASCULAR EVENTS
OF LONG-TERM MULTIFACTORIAL TREATMENT IN PATIENTS WITH METABOLIC SYNDROME AND
ABNORMAL LIVER FUNCTION TESTS A POST HOC ANALYSIS OF THE ATTEMPT STUDY*
V. Athyros, C. Pitsavos, O. Giouleme, E.S. Ganotakis, A. Achimastos, M. Elisaf,
K. Tziomalos, D. Petridis, A. Karagiannis, D.P. Mikhailidis
Hellenic Atherosclerosis Society
Aim: To assess the effects of long-term multifactorial
intervention, including a statin, on liver function tests (LFTs)
and their association with cardiovascular disease (CVD)
events in patients with metabolic syndrome (MetS) and
modestly increased LFTs without diabetes mellitus (DM)
or CVD. Patients-Methods: This prospective, randomized,
target driven study included 1,123 patients (45.6% men, age
45–65 years), who were being followed up in outpatient
clinics. Patients received multifactorial treatment including a
statin aiming at a low density lipoprotein cholesterol (LDL-C)
target of <100 mg/dL (group A) or LDL-C<130 mg/dL (group
B). Among them, 326 patients had modestly elevated LFTs
and ultrasonographic (US) evidence of non-alcoholic fatty
liver disease (NAFLD) [165 patients in group A (group A2)
and 161 patients in group B (group B2)]. Intensive lifestyle
intervention and pharmacotherapy were used: atorvastatin in
all patients, inhibitors of the renin-angiotensin-aldosterone
axis and calcium channel blockers for hypertension,
metformin for dysglycaemia and orlistat for obesity. Results:
© 2011 Ελληνική Εταιρεία Αθηροσκλήρωσης
NAFLD resolved during the 42-month treatment period in
86% of patients in group A2 and in 74% of patients in group
B2 (p<0.001). In group A2, 92% of patients had LDL-C<100
mg/dL and triglyceride (TG) levels <150 mg/dL. Mean LDL-C
and TG levels were higher while in group B2 than in group
A2 (p<0.001 for both comparisons). There were no CVD
events in group A2 whereas 5 non-fatal events occurred
in group B2 (log-rank-p=0.024). There were no major sideeffects. Conclusions: Attaining treatment targets with
multifactorial intervention is safe and beneficial in primary
prevention patients with MetS and NAFLD. Lipid levels and
LFTs normalized, US findings of NAFLD resolved and no CVD
events occurred in patients who achieved LDL-C levels <100
mg/dL (group A2). Resolution of NAFLD was more frequent
in the latter patients and this might have contributed to the
prevention of CVD events.
* for the ATTEMPT Collaborative Group
Hellenic Journal of Atherosclerosis 2(4)
245
ΠΑ11
ASSESSING THE TREATMENT EFFECT IN METABOLIC SYNDROME WITHOUT PERCEPTIBLE
DIABETES (ATTEMPT). A PROSPECTIVE-RANDOMIZED STUDY
IN MIDDLE AGED MEN AND WOMEN
V.G. Athyros, E.S. Ganotakis, G. Kolovou, V. Nikolaou, A. Achimastos, E. Bilianou,
T. Alexandrides, A. Karagiannis, K. Paletas, E.N. Liberopoulos, K. Tziomalos, D. Petridis,
A. Kakafika, M.S. Elisaf, D.P. Mikhailidis
Hellenic Atherosclerosis Society
Aim: To assess the reduction in estimated cardiovascular
disease (e-CVD) risk after multifactorial treatment for 6
months and follow this change during the next 3-years.
Patients-Methods: This prospective, randomized, target
driven study included 1,123 subjects (512/611 men/women,
aged 45–65 years) with metabolic syndrome (MetS)
without diabetes or CVD referred to specialist outpatient
clinics. Patients were randomized to two treatment groups:
group A with low density lipoprotein cholesterol (LDL-C)
target of <100 mg/dL and group B with a target of <130
mg/dL. Atorvastatin was used in both groups on top of
optimal multifactorial treatment, (quinapril, amlodipine,
hydrochlorothiazide for hypertension, metformin for impaired fasting glucose, and orlistat for obesity). The e-CVD
risk was calculated using the Framingham, the PROCAM and
Reynold’s equations. Results: Reductions in e-CVD risk at 6
months were >50% in all patients, but were superior in group
A and in women. Reductions were even greater during the
next 3-years and were mainly attributed to changes in lipid
profile. Actual CVD events were 1 in group A and 13 in group
B, p=0.0012. Conclusions: Attaining the treatment target of
LDL-C<100 mg/dL within multifactorial treatment of MetS by
expert clinics, is achievable and beneficial even in patients
without diabetes or known CVD. This induces a considerable
e-CVD risk reduction in MetS patients. Actual CVD events
were negligible, suggesting that e-CVD risk overestimates
actual CVD risk in MetS, at least in patients achieving LDLC<100 mg/dL. (ClinicalTrials.gov ID: NCT00416741).
* for the ATTEMPT Collaborative Group
ΠΑ12
ΣΥΣΧΕΤΙΣΗ ΤΩΝ EΠΙΠΕΔΩΝ ΤΗΣ ΛΙΠΟΠΡΩΤΕΙΝΗΣ Lp(a)
ΣΕ ΑΣΘΕΝΕΙΣ ΠΟΥ ΠΑΣΧΟΥΝ ΑΠΟ ΣΑΚΧΑΡΩΔΗ ΔΙΑΒΗΤΗ (ΣΔ) ΤΥΠΟΥ ΙΙ
ΚΑΙ ΤΗΣ ΓΛΥΚΑΙΜΙΚΗΣ ΡΥΘΜΙΣΗΣ ΤΩΝ ΑΣΘΕΝΩΝ ΑΥΤΩΝ
Δ. Κουμουτσέα,1,2 Μ. Δηλανάς,1,2 Β. Γέρμαν,1 Σ. Παπαοικονόμου,1,2 Δ. Δουλγεράκης,1
Σ. Χρυσανθόπουλος,3 Π. Ζαγαρέλος,1,2 I. Φωτόπουλος,1,4 Π. Θαλασσινού,1
Ι. Μέγας,2 Α. Χατζηιωαννίδης,2,5 †Κ. Καραμήτσος4
1
Εξωτερικά Ιατρεία, Α΄ Παθολογικό Τμήμα, 2Ενδοκρινολογικό Τμήμα, 3Καρδιολογικό Τμήμα, 4Νεφρολογικό Τμήμα, 401 ΓΣΝΑ
5
Εξωτερικά Ιατρεία, Ενδοκρινολογικού Τμήματος, 417 ΝΙΜΤΣ, Aθήνα
Εισαγωγή-Σκοπός: Είναι γενικά γνωστό ότι τα επίπεδα των
λιπιδίων του ορού αποτελούν ισχυρό παράγοντα εκτίμησης
και προσδιορισμού του συνολικού καρδιαγγειακού κινδύνου,
ενώ σε ασθενείς που πάσχουν από ΣΔ τύπου ΙΙ μπορεί να διαπιστωθούν ειδικότερες δυσλιπιδαιμικές διαταραχές. Σκοπός
της εργασίας μας ήταν η διερεύνηση της συσχέτισης των
επιπέδων της λιποπρωτεΐνης Lp(a) σε ασθενείς με ΣΔ τύπου
ΙΙ και της γλυκαιμικής ρύθμισης των ασθενών αυτών. ΥλικόΜέθοδος: Διερευνήθηκαν 64 εξωτερικοί ασθενείς με ΣΔ τύπου ΙΙ, οι οποίοι βρίσκονταν είτε υπό αγωγή με ινσουλίνη, είτε
υπό αγωγή με αντιδιαβητικά δισκία. Μετρήθηκαν σε όλους αυτούς τους ασθενείς η γλυκοζυλιωμένη αιμοσφαιρίνη (ΗbA1C),
τα τριγλυκερίδια, η ολική χοληστερόλη, η LDL-χοληστερόλη, η
HDL-χοληστερόλη και η λιποπρωτεΐνη Lp(a). Aποτελέσματα:
Διερευνήθηκαν συγκεκριμένα 31 άνδρες και 33 γυναίκες με
μέση ηλικία 59,8 έτη και μέση διάρκεια ΣΔ 8,3 έτη, ενώ η μέση
τιμή της ΗbA1C ήταν 8,1%. Ακολούθως, οι ασθενείς με βάση
την τιμή της HbA1C χωρίσθηκαν σε δύο διακριτές ομάδες, την
ομάδα Χ με 28 ασθενείς και τιμή ΗbA1C<7% και την ομάδα Υ
με 36 ασθενείς και τιμή HbA1C>7%. H μέση τιμή της λιποπρωτείνης Lp(a) στη Χ ομάδα ήταν 12,9 ng/dL (2,3–66,8, φτ≤30),
ενώ στη Υ ομάδα ήταν 18,6 ng/dL (3,6–70,9, φτ≤30), (p<0,1,
ΝS). Σαφέστατα σημαντικές απέβησαν οι διαφορές μεταξύ των
δύο διακριτών oμάδων ως προς τα τριγλυκερίδια (179±50 vs
224±102 mgr/dL, p<0,01), την ολική χοληστερόλη (252±28,4 vs
290±31,8 mgr/dL, p<0,05), την LDL-χοληστερόλη (160,2±26,8
vs 197,2±24,9 mgr/dL, p<0,05), ενώ δεν διαπιστώθηκαν στατιστικά σημαντικές διαφορές στην HDL-χοληστερόλη (p<0,1,
NS). Συμπεράσματα: Διαπιστώθηκε διαφορά σε σχέση με τα
επίπεδα της λιποπρωτείνης Lp(a) μεταξύ ασθενών με ΣΔ τύπου ΙΙ και καλή (αποδεκτή) γλυκαιμική ρύθμιση και ασθενών
με ΣΔ τύπου ΙΙ και μη αποδεκτή γλυκαιμική ρύθμιση (γλυκαιμική ρύθμιση εκτός αποδεκτού στόχου), η οποία όμως δεν
έφθασε τα επίπεδα της στατιστικής σημαντικότητας. Αντίθετα
και κατά τα αναμενόμενα, τα επίπεδα των τριγλυκεριδίων απέβησαν στατιστικά σημαντικά πιο αυξημένα σε ασθενείς με ΣΔ
τύπου ΙΙ και μη αποδεκτό γλυκαιμικό έλεγχο (γλυκαιμικό έλεγχο εκτός αποδεκτού στόχου).
© 2011 Ελληνική Εταιρεία Αθηροσκλήρωσης
246
Ελληνική Επιθεώρηση Αθηροσκλήρωσης 2(4)
ΠΑ13
ΜΕΛΕΤΗ ΤΗΣ ΔΙΑΣΤΟΛΙΚΗΣ ΚΑΙ ΣΥΣΤΟΛΙΚΗΣ ΛΕΙΤΟΥΡΓΙΑΣ ΑΜΦΟΤΕΡΩΝ ΤΩΝ ΚΟΙΛΙΩΝ
ΑΣΘΕΝΩΝ ΜΕ ΧΡΟΝΙΑ ΣΥΣΤΟΛΙΚΗ ΚΑΡΔΙΑΚΗ ΑΝΕΠΑΡΚΕΙΑ ΣΕ ΣΥΣΧΕΤΙΣΗ
ΜΕ ΤΙΣ ΔΙΑΤΡΟΦΙΚΕΣ ΣΥΝΗΘΕΙΕΣ
Χ. Χρυσοχόου,1 Γ. Μεταλληνός,1 Χ. Αντωνίου,1 Δ. Παναγιωτάκος,2 Χ. Πίτσαβος,1
Σ. Μπρίλη,1 Ε. Οικονόμου,1 Γ. Τσιτσινάκης,1 Α. Τσαντίλας,1 Ε. Χριστοφοράτου,1
Δ. Τούσουλης,1 Χ. Στεφανάδης1
1
Α' Καρδιολογική Κλινική, Ιατρικής Σχολής Πανεπιστημίου Αθηνών, ΓΝΑ «Ιπποκράτειο»
2
Τμήμα Διαιτολογίας και Διατροφής, Χαροκόπειο Πανεπιστήμιο Αθηνών, Αθήνα
Εισαγωγή-Σκοπός: Η εκτίμηση πιθανής συσχέτισης ανάμεσα στην συστολική και διαστολική λειτουργία των κοιλιών
και τις διατροφικές συνήθειες ασθενών με χρονία καρδιακή
ανεπάρκεια. Υλικό και Μέθοδος: 372 συνεχόμενοι ασθενείς
με χρονία καρδιακή ανεπάρκεια ενετάχθησαν στην μελέτη.
Μετρήθηκαν η συστολική λειτουργία της αριστεράς κοιλίας,
δείκτες παλμικού και ιστικού Doppler, η ταχύτητα διάδοσης
της ροής εντός της αριστεράς κοιλίας (Vp), το κλάσμα εξώθησης του αριστερού κόλπου (LAEF) και η κινητική ενέργεια
του αριστερού κόλπου (LAKE). Οι διαιτητικές συνήθειες καταγράφηκαν χρησιμοποιώντας ερωτηματολόγια αναφορικά
με την συχνότητα κατανάλωσης διαφόρων τροφίμων και η
προσκόλληση στη Μεσογειακή Διατροφή αξιολογήθηκε με το
MedDietScore. Αποτελέσματα: Το MedDietScore εμφάνισε
θετική συσχέτιση με τον λογάριθμο του συστολικού κύματος
του μιτροειδικού δακτυλίου (logSmv), το κλάσμα εξώθησης
του αριστερού κόλπου και την Vp, ενώ αρνητική συσχέτιση
διαπιστώθηκε με τους λογαρίθμους των λόγων των κυμάτων
της διαμιτροειδικής ροής και των διαστολικών κυμάτων του
μιτροειδικού δακτυλίου (logΕ/A και logEmv/Amv) (p<0,05).
Μετά τη διόρθωση για πιθανούς συγχυτικούς παράγοντες,
μόνον ο logE/A συσχετιζόταν αρνητικά με το MedDietScore
(p<0,05). Στην κατά τρόφιμο ανάλυση, ο logE/A συσχετίστηκε
αρνητικά με την κατανάλωση ψαριών και τη χρήση ελαιολάδου˙ ο logEmv/Amv συσχετίστηκε αρνητικά με την κατανάλωση ψαριών˙ ο logStv (συστολικό κύμα του τριγλωχινικού
δακτυλίου) συσχετίστηκε θετικά με την κατανάλωση ψαριών,
ελαιολάδου και ζυμαρικών˙ η Vp συσχετίστηκε αρνητικά με
την κατανάλωση φρούτων και λαχανικών, ενώ ο logLAKE συσχετίστηκε θετικά με την κατανάλωση ελαιολάδου και αλκοόλ
(p<0,05 για όλες τις συσχετίσεις). Συμπεράσματα: Η παρούσα
μελέτη καταδεικνύει για πρώτη φορά μία ακόμη δυνητική θετική συνεισφορά της Μεσογειακής Διατροφής στη συστολική
και διαστολική λειτουργία των κοιλιών ασθενών με χρονία
καρδιακή ανεπάρκεια.
ΠΑ14
ΕΠΙΔΡΑΣΗ ΤΗΣ ΘΕΡΑΠΕΙΑΣ ΜΕ ΣΙΜΒΑΣΤΑΤΙΝΗ 40 mg, ΣΥΝΔΥΑΣΜΟ ΣΙΜΒΑΣΤΑΤΙΝΗΣ/
ΕΖΕΤΙΜΙΜΠΗΣ 10/10 mg Ή ΡΟΣΟΥΒΑΣΤΑΤΙΝΗ 10 mg ΣΕ ΠΑΡΑΜΕΤΡΟΥΣ ΤΟΥ ΟΞΕΙΔΩΤΙΚΟΥ
STRESS ΣΕ ΑΣΘΕΝΕΙΣ ΜΕ ΠΡΩΤΟΠΑΘΗ ΔΥΣΛΙΠΙΔΑΙΜΙΑ
Ε. Μουτζούρη,1 Κ. Τέλλης,2 Α. Τσελέπης,2 Μ. Κωσταπάνος,1 Χ. Μηλιώνης,1 Μ. Ελισάφ1
1
2
Β' Παθολογική Κλινική, Ιατρική Σχολή Πανεπιστημίου Ιωαννίνων
Τμήμα Χημείας, Τομέας Βιοχημείας, Πανεπιστημίου Ιωαννίνων, Iωάννινα
Εισαγωγή-Σκοπός: Πλήθος μελετών δείχνουν ότι οι στατίνες διαθέτουν πλειοτροπικές δράσεις, ανεξάρτητα από την
υπολιπιδαιμική τους δράση. Σκοπός της παρούσας μελέτης
ήταν η σύγκριση της δράσης 3 διαφορετικών υπολιπιδαιμικών
σχημάτων στα επίπεδα της οξειδωμένης LDL χοληστερόλης
και των ισοπροστανίων του πλάσματος σε ασθενείς με πρωτοπαθή δυσλιπιδαιμία. Υλικό-Μέθοδος: Μετά από 3 μήνες
διαιτητικής παρέμβασης, 150 δυσλιπιδαιμικοί ασθενείς (56
άνδρες, μέση ηλικία 60 έτη) τυχαιοποιήθηκαν σε θεραπεία
με σιμβαστατίνη 40 mg, συνδυασμό σιμβαστατίνης/εζετιμίμπης 10/10 mg ή ροσουβαστατίνη 10 mg ημερησίως, για 12
εβδομάδες. Μελετήθηκαν τα επίπεδα της οξειδωμένης LDL
χοληστερόλης (oxidized LDL) και των ισοπροστανίων του
πλάσματος (8-isoprostanes, 8-epiPGF2a), πριν και μετά τη
© 2011 Ελληνική Εταιρεία Αθηροσκλήρωσης
θεραπεία. Αποτελέσματα: Και στις 3 ομάδες παρατηρήθηκε
σημαντική μείωση των επιπέδων της οξειδωμένης LDL χοληστερόλης (p<0,001, σε σύγκριση με τις αρχικές τιμές), χωρίς
σημαντικές διαφορές μεταξύ των ομάδων. Η μείωση των επιπέδων της οξειδωμένης LDL χοληστερόλης δεν συσχετιζόταν
με τη μείωση της ολικής ή της LDL χοληστερόλης, ενώ και στις
3 ομάδες παρατηρήθηκε μείωση του λόγου της οξειδωμένης
LDL χοληστερόλης/LDL χοληστερόλη (p<0,05, σε σύγκριση
με τις αρχικές τιμές). Σε καμία ομάδα δεν παρατηρήθηκε μεταβολή των επιπέδων των ισοπροστανίων του πλάσματος.
Συμπεράσματα: Τα 3 υπολιπιδαιμικά σχήματα που μελετήθηκαν μείωσαν σημαντικά και συγκρίσιμα τα επίπεδα της οξειδωμένης LDL χοληστερόλης, χωρίς να μεταβάλουν τα επίπεδα
των ισοπροστανίων.
Hellenic Journal of Atherosclerosis 2(4)
247
ΠΑ15
ΣΥΣΧΕΤΙΣΗ ΤΗΣ ΠΡΟΣΩΠΙΚΟΤΗΤΑΣ ΤΥΠΟΥ D ΚΑΙ ΤΟΥ ΜΕΤΑΒΟΛΙΚΟΥ ΣΥΝΔΡΟΜΟΥ
Δ. Τζιάλλας,1 Μ. Κωσταπάνος,1 Κ. Σάββας,1 Κ. Καστανιώτη,2 Π. Σκαπινάκης,3
Β. Μαυρέας,3 Μ. Ελισάφ,1
1
Παθολογική Κλινική, Πανεπιστημιακό Γενικό Νοσοκομείο Ιωαννίνων, Ιωάννινα, 2ΑΤΕΙ Καλαμάτας, Καλαμάτα
3
Ψυχιατρική Κλινική Πανεπιστημιακό Γενικό Νοσοκομείο Ιωαννίνων, Ιωάννινα
Εισαγωγή-Σκοπός: Το μεταβολικό σύνδρομο (ΜΣ) περιλαμβάνει τη συνύπαρξη πολλαπλών καρδιαγγειακών παραγόντων κινδύνου. Σκοπός της μελέτης είναι να διερευνήσει εάν
ο επιπολασμός της προσωπικότητας τύπου D είναι υψηλότερος σε ασθενείς με ΜΣ σε σύγκριση με την ομάδα ελέγχου,
ανεξάρτητα της παρουσίας άγχους και συμπτωμάτων κατάθλιψης. Μέθοδος-Υλικό: Μελετήθηκαν 749 νέοι διαδοχικοί
ασθενείς με καρδιομεταβολικές διαταραχές που απευθύνονταν στο Ιατρείο Λιπιδίων του ΠΓΝΙ από το 2007 έως το 2009
για την αξιολόγηση και αντιμετώπιση του ΜΣ. 359 ασθενείς
πληρούσαν τα κριτήρια εισόδου στη μελέτη. Το ΜΣ ορίστηκε σύμφωνα με τον ορισμό του IDF. Τα διαγνωστικά κριτήρια για την ύπαρξη προσωπικότητας Τύπου D εκτιμήθηκαν
με βάση την κλίμακα DS-14. Το άγχος και τα συμπτώματα
κατάθλιψης αξιολογήθηκαν από την επικυρωμένη ελληνική
έκδοση της κλίμακας του άγχους και της κατάθλιψης (HADS).
Αποτελέσματα: Από τους 359 ασθενείς, 206 (57,4%) πληρούσαν τα διαγνωστικά κριτήρια για το ΜΣ και 153 (42,6%),
αποτέλεσαν την ομάδα ελέγχου. Η επικράτηση του τύπου
προσωπικότητας D ήταν σημαντικά υψηλότερη στην Ομάδα
του ΜΣ σε σύγκριση με την ομάδα ελέγχου (44% έναντι 15%
αντίστοιχα, p<0,001). Κάθε στοιχείο του τύπου προσωπικότητας D, κοινωνική αναστολή και αρνητική συναισθηματικότητα, ήταν συχνότερη στην ομάδα του ΜΣ από ό,τι στην ομάδα
ελέγχου. Η παρουσία της προσωπικότητας τύπου D συνδέθηκε σημαντικά με το μεταβολικό σύνδρομο ανεξάρτητα από
άλλους κλινικούς παράγοντες, το άγχος και τα συμπτώματα
κατάθλιψης. Συμπεράσματα: Η μελέτη μας έδειξε ότι η προσωπικότητα Τύπου D φαίνεται να συνδέεται με τη διάγνωση
του μεταβολικού συνδρόμου. Δεδομένου ότι το ΜΣ αποτελεί
πρόδρομο στάδιο της αθηροσκλήρωσης και κατά συνέπεια
της καρδιαγγειακής νόσου, η απόδειξη της συσχέτισης ΜΣ
και προσωπικότητας ενισχύει την ύπαρξη μιας αιτιώδους
σχέσης ανάμεσα στο ψυχοκοινωνικό προφίλ και στο ΜΣ και
αυτό θα πρέπει να λαμβάνεται υπόψη κατά τη θεραπευτική
διαδικασία.
ΠΑ16
ΕΥΕΡΓΕΤΙΚΗ ΕΠΙΔΡΑΣΗ ΤΗΣ ΣΩΜΑΤΙΚΗΣ ΔΡΑΣΤΗΡΙΟΤΗΤΑΣ
ΣΤΗΝ ΕΝΔΟΘΗΛΙΑΚΗ ΛΕΙΤΟΥΡΓΙΑ ΜΕΣΗΣ ΚΑΙ ΜΕΓΑΛΗΣ ΗΛΙΚΙΑΣ ΚΑΤΟΙΚΩΝ ΠΕΡΙΟΧΗΣ
ΜΕ ΥΨΗΛΑ ΠΟΣΟΣΤΑ ΜΑΚΡΟΒΙΟΤΗΤΑΣ: ΜΕΛΕΤΗ ΙΚΑΡΙΑ
Γ. Σιάσος, Χ. Χρυσοχόου, Ε. Οικονόμου, Δ. Tούσουλης, M. Zαρομυτίδου, K. Zήσιμος,
Γ. Τριανταφύλλου, Δ. Μιχαλοπούλου, Σ. Βογιατζόγλου, Β. Ζούλια, Σ. Δελαπόρτα,
Σ. Πλυταριά, Χ. Πίτσαβος, Χ. Στεφανάδης
Α΄ Πανεπιστημιακή Καρδιολογική Κλινική, ΓΝΑ «Ιπποκράτειο», Αθήνα
Εισαγωγή-Σκοπός: Η σωματική δραστηριότητα (ΣΔ) έχει σημαντικά καρδιαγγειακά οφέλη. Στην παρούσα μελέτη αξιολογήσαμε την επίδραση της καθημερινής ΣΔ στην ενδοθηλιακή
λειτουργία σε δείγμα κατοίκων της Ικαρίας. Υλικό-Μέθοδος:
Από τον πληθυσμό της μελέτης ΙΚΑΡΙΑΣ επιλέχθηκε τυχαία ένα
δείγμα αποτελούμενο από 185 μέσης ηλικίας (40–65 ετών) και
από 142 μεγάλης ηλικίας (66–91 ετών) συμμετέχοντες. Η ενδοθηλιακή λειτουργία εκτιμήθηκε υπερηχογραφικά με τη μέθοδο
της ενδοθηλιοεξαρτώμενης αγγειοδιαστολής (FMD). Η εκτίμηση της ΣΔ έγινε με τη βοήθεια του Διεθνούς Ερωτηματολογίου
ΣΔ (IPAQ) κατατάσσοντας τους συμμετέχοντες σε ομάδες χαμηλής, μέτριας και έντονης ΣΔ. Τα άτομα χαμηλής ΣΔ χαρακτηρίστηκαν ως σωματικά αδρανή και τα υπόλοιπα ως σωματικά δραστήρια. Αποτελέσματα: Στο συνολικό πληθυσμό οι
τιμές του FMD (5,79±3,19%) εμφάνιζαν αντίστροφη συσχέτιση
με την ηλικία (r=–0,242, p<0,001).Τα σωματικά αδρανή άτομα
είχαν σημαντικά χαμηλότερες τιμές FMD σε σχέση με τα σω-
ματικά δραστήρια (4,95±3,02% έναντι 6,06±3,23%, p=0,008).
Μεταξύ των σωματικά δραστήριων ατόμων τα άτομα μέσης
ηλικίας είχαν σημαντικά υψηλότερο FMD σε σχέση με τα άτομα μεγάλης ηλικίας (6,64±3,24% έναντι 5,34±3,07%, p=0,008).
Παρόλ' αυτά δεν υπήρχε διαφορά στις τιμές του FMD μεταξύ
των μέσης ηλικίας σωματικά αδρανών ατόμων και των μεγάλης ηλικίας σωματικά δραστήριων ατόμων (5,04±3,32% εν.
5,34±3,07%, p=0,99). Η ανάλυση γραμμικής παλινδρόμησης
μετά από προσαρμογή για γνωστούς συγχυτικούς παράγοντες αποκάλυψε ότι τα μέσης ηλικίας άτομα που είχαν έντονη
[b=1,76 95% CI: (0,039, 3,49), p=0,045) και μέτρια (b=2,12 95%
CI: (0,75, 3,48), p=0,002] ΣΔ είχαν υψηλότερες τιμές FMD σε
σύγκριση με τα άτομα χαμηλής ΣΔ. Συμπεράσματα: H παρούσα μελέτη υποδεικνύει τον καρδιοπροστατευτικό ρόλο της
ΣΔ στην ενδοθηλιακή λειτουργία εισάγοντας την υπόθεση ότι
η ΣΔ μπορεί να περιορίσει την επίδραση της ηλικίας στην ενδοθηλιακή λειτουργία.
© 2011 Ελληνική Εταιρεία Αθηροσκλήρωσης
248
Ελληνική Επιθεώρηση Αθηροσκλήρωσης 2(4)
ΠΑ17
THE LONG-TERM IMPACT OF MULTIFACTORIAL TREATMENT ON THE INCIDENCE OF NEW ONSET
DIABETES AND RELATED CARDIOVASCULAR EVENTS IN PATIENTS WITH METABOLIC SYNDROME
A POST HOC ANALYSIS OF THE ATTEMPT STUDY*
V. Athyros, M. Elisaf, T. Alexandridis, A. Achimastos, E.S. Ganotakis, E. Bilianou,
A. Karagiannis, E.N. Liberopoulos, K. Tziomalos, D.P. Mikhailidis
Hellenic Atherosclerosis Society
Aim: To assesses the long-term incidence of new onset 42-month follow-up was very low, 0.83/100 patient-years in
diabetes (NOD) and related cardiovascular events in patients patients with MetS and 1.00/100 patient-years in patients with
with metabolic syndrome (MetS). Patients-Methods: The MetS and IFG. The incidence of NOD did not differ between
prospective, randomized, target-driven Assessing The groups A and B. Baseline glucose levels, statin treatment and
Treatment Effect in Metabolic Syndrome Without Perceptible statin dose were not related to NOD. Older age, increased waist
diabeTes (ATTEMPT) study included 1,123 patients (45.6% circumference and persistent MetS despite treatment were
males, aged 45–65 years) with MetS without diabetes or the main determinants of NOD risk. There was no substantial
cardiovascular disease (CVD), who were referred to specialist contribution of NOD to CVD events; 1 CVD non-fatal event
outpatient clinics; 793 patients had impaired fasting glucose occurred in the 28 patients with NOD. Conclusions: Attaining
(IFG). Patients were randomized to 2 treatment groups: group the treatment targets of MetS with multifactorial (lifestyle
A with a low density lipoprotein cholesterol (LDL-C) target and drug) intervention is achievable and beneficial even in
<100 mg/dL and group B with a target <130 mg/dL. On top of patients without diabetes or known CVD. NOD incidence and
intensive lifestyle intervention, a multifactorial drug treatment CVD events were negligible and similar to the rates observed
was used: mainly inhibitors of renin-angiotensin-aldosterone in the general population.
system and calcium channel blockers for hypertension,
metformin for IFG, orlistat for obesity, while atorvastatin was
used in all patients. Results: The incidence of NOD during the * for the ATTEMPT Collaborative Group
ΠΑ18
ΑΝΑΓΝΩΡΙΣΗ ΠΡΟΤΥΠΩΝ ΤΡΟΠΟΥ ΖΩΗΣ ΠΟΥ ΣΧΕΤΙΖΟΝΤΑΙ ΜΕ ΤΗΝ ΕΜΦΑΝΙΣΗ
ΙΝΣΟΥΛΙΝΟΑΝΤΙΣΤΑΣΗΣ ΣΕ ΕΛΛΗΝΙΚΟ ΠΑΙΔΙΚΟ ΠΛΗΘΥΣΜΟ
ΜΕΛΕΤΗ HEALTHY GROWTH
Χ. Μαυρογιάννη, Γ. Μοσχώνης, Ο. Ανδρούτσος, Β. Ιατρίδη, Λ. Δαμιανίδη, Ε. Πολιτίδου,
Χ. Κατσαρού, Δ. Γιαννακούλια, A. Σκενδέρη, Ι. Μανιός
Τμήμα Επιστήμης Διαιτολογίας-Διατροφής, Χαροκόπειο Πανεπιστήμιο Αθηνών, Αθήνα
Εισαγωγή-Σκοπός: Διάφορες μεμονωμένες συμπεριφορές
υγείας έχουν συσχετισθεί με αυξημένα επίπεδα δεικτών καρδιομεταβολικού κινδύνου στα παιδιά. Σκοπός της παρούσας
μελέτης ήταν η διερεύνηση της συσχέτισης διαφόρων συμπεριφορών υγείας με δείκτες ινσουλινοαντίστασης, μέσω
της χρήσης πολυμεταβλητής ανάλυσης. Υλικό-Mέθοδος:
Πραγματοποιήθηκε συλλογή ανθρωπομετρικών, διατροφικών
(ανακλήσεις 24ώρου), βιοχημικών (γλυκόζη, ινσουλίνη), κλινικών (στάδια ανάπτυξης κατά Tanner), κοινωνικο-οικονομικών
δεδομένων και δεδομένων φυσικής δραστηριότητας (ΦΔ)/διάρκειας ύπνου από αντιπροσωπευτικό δείγμα 2026 παιδιών
9–13 ετών της μελέτης Healthy Growth. Ο ορισμός της ινσουλινοαντίστασης βασίστηκε σε βιβλιογραφικά διαθέσιμες
κατωφλικές τιμές των δεικτών HOMA και FGIR. Η ανάλυση σε
κύριες συνιστώσες (PCA) χρησιμοποιήθηκε για την αναγνώριση πέντε διακριτών προτύπων τρόπου ζωής. Αποτελέσματα:
Ο επιπολασμός της ινσουλινοαντίστασης βρέθηκε να κυμαίνεται μεταξύ 6–32,2% και ήταν μεγαλύτερος στα κορίτσια
συγκριτικά με τα αγόρια (p<0,05). Μετά από διόρθωση για
© 2011 Ελληνική Εταιρεία Αθηροσκλήρωσης
διάφορους πιθανούς συγχυτικούς παράγοντες, τα δύο πρότυπα που συσχετίστηκαν θετικά και αρνητικά με το ΗΟΜΑ ήταν
αυτό που χαρακτηριζόταν από αυξημένο χρόνο τηλεθέασης/
χρήσης υπολογιστή, λιγότερες ώρες ύπνου και υψηλότερη
κατανάλωση ζαχαρούχων ποτών και αυτό που χαρακτηριζόταν από αυξημένο χρόνο μέτριας-προς-υψηλής έντασης ΦΔ
και συχνότερα γεύματα, αντίστοιχα. Αντίστοιχες συσχετίσεις
βρέθηκαν για το FGIR. Επιπλέον, τα παιδιά που είχαν τη μεγαλύτερη προσκόλληση στο δεύτερο από τα παραπάνω πρότυπα (4ο τεταρτημόριο) είχαν 38,4–45% μικρότερη πιθανότητα
εμφάνισης ινσουλινοαντίστασης, συγκριτικά με εκείνα που
είχαν μικρότερη προσκόλληση σε αυτό. Συμπεράσματα: Η
εφαρμογή πολυμεταβλητής ανάλυσης επιτρέπει μια πιο ολιστική διερεύνηση των συνδυαστικών επιδράσεων διαφόρων
συμπεριφορών, αποφεύγοντας παράλληλα το πρόβλημα της
πολυσυγγραμικότητας. Με τη χρήση της PCA η παρούσα μελέτη έδειξε ότι τα παιδιά που συνδύαζαν υψηλότερα επίπεδα
ΦΔ και συχνότερα γεύματα, είχαν μικρότερη πιθανότητα να
εμφανίζουν ινσουλινοαντίσταση.
Hellenic Journal of Atherosclerosis 2(4)
249
ΠΑ19
ARTERIAL STIFNESS IN SUBTYPES OF ACUTE ISCHEMIC STROKE
L. Gamvrili, S. Papakatsika, G. Karafillis, S. Goulopoulou, V. Kotsis
Hypertension, 24h ABPM Center, Papageorgiou Hospital, Aristotle University of Thessaloniki, Thessaloniki, Greece
Objectives: To study differences in arterial stiffness in patients
diagnosed for subtypes of acute ischemic stroke. PatientsMethods: 85 consecutive patients who hospitalized for acute
ischemic stroke were examined. Patients were diagnosed for
acute ischemic stroke from their onset of symptoms during the
last 24h and the diagnosis was confirmed with CT scan or MRI.
According to the TOAST criteria ischemic strokes were classified
based on aetiopathogenic mechanisms into the following
groups: large artery atherosclerosis (atherosclerotic stroke),
cardioembolic stroke, small artery occlusion (lacunar stroke)
and infarct of undetermined cause. Carotid-femoral pulse
wave velocity method was used to determine arterial stiffness.
Results: Average age was 77.3±5.9 years. Average PWV was
found 15.14±4.13 m/sec. Arterial stiffness was found significantly
higher in patients with atherosclerotic stroke (95% CI 15.77 to
18.87 m/sec) compared to patients with lacunar stroke (95% CI
12.29 to 16.75 m/sec). The difference was significant at the 0.05
level after adjustment for age and gender. 95% CI of arterial
stiffness was found 12.29 to 16.75 m/sec for cardioembolic
stroke patients and 11.81 to 18.83 m/sec for patients with
infarct of undetermined cause. The differences between all
other subtypes of stroke were not significant. Conclusions:
Patients with large artery atherosclerotic stroke have increased
arterial stifness compared to patients with small artery disease.
These arterial stiffness differences may also suggest differences
in long term cardiovascular mortality in patients with large
artery atherosclerotic and probably propose a new target for
secondary stroke prevention.
ΠΑ20
ΣΥΓΚΡΙΣΗ ΤΗΣ ΕΠΙΔΡΑΣΗΣ ΤΗΣ ΑΤΕΝΟΛΟΛΗΣ, ΤΗΣ ΝΕΜΠΙΒΟΛΟΛΗΣ, ΤΗΣ ΚΙΝΑΠΡΙΛΗΣ
ΚΑΙ ΤΗΣ ΑΛΙΣΚΙΡΕΝΗΣ ΣΤΗΝ ΑΟΡΤΙΚΗ ΣΚΛΗΡΙΑ ΣΕ ΑΣΘΕΝΕΙΣ ΜΕ ΑΡΤΗΡΙΑΚΗ ΥΠΕΡΤΑΣΗ
X. Κουμαράς,1 E. Σταυρινού,2 Μ. Τζήμου,1 Α. Παπαγεωργίου,1
Β. Άθυρος,1 Π. Γκελερής,3 Α. Καραγιάννης1
1
Β΄ Προπαιδευτική Παθολογική Κλινική, «Ιπποκράτειο» Νοσοκομείο Θεσσαλονίκης, 2Νεφρολογική Κλινική, «Ιπποκράτειο»
Νοσοκομείο Θεσσαλονίκης, 3Γ΄ Καρδιολογική Κλινική, «Ιπποκράτειο» Νοσοκομείο Θεσσαλονίκης, Θεσσαλονίκη
Εισαγωγή-Σκοπός: Η αορτική σκληρία αποτελεί ανεξάρτητο
παράγοντα κινδύνου ασθενών με αρτηριακή υπέρταση (ΑΥ).
Σκοπός αυτής της προοπτικής τυχαιοποιημένης μελέτης είναι
να προσδιοριστούν οι επιδράσεις 4 αντιυπερτασικών φαρμάκων σε παραμέτρους της αορτικής σκληρίας. Υλικό-Μέθοδος:
Συνολικά, 66 ασθενείς με πρωτοδιαγνωσθείσα, ανεπίπλεκτη
ήπια-μέτρια ΑΥ τυχαιοποιήθηκαν να λάβουν ατενολόλη (n=17)
ή νεμπιβολόλη (n=13) ή κιναπρίλη (n=20) ή αλισκιρένη (n=16).
Για τη μέτρηση της αρτηριακής πίεσης (ΑΠ) χρησιμοποιήθηκε υδραργυρικό πιεσόμετρο, ενώ η κεν τρική αορτική πίεση,
η κεντρική (αορτική) πίεση σφυγμού, ο δείκτης ανάκλασης
του σφυγμικού κύματος, η ταχύτητα του σφυγμικού κύματος (δείκτες της αορτικής σκληρίας) προσδιορίστηκαν πριν, 2
εβδομάδες και 8 εβδομάδες μετά την έναρξη της θεραπείας,
με τη μη επεμβατική τεχνική του συστήματος SphygmoCor.
Αποτελέσματα: Η περιφερική ΑΠ, η περιφερική πίεση σφυγμού, η κεντρική αορτική πίεση και η ταχύτητα του σφυγμικού
κύματος μειώθηκαν σε ανάλογο βαθμό με οποιοδήποτε από
τα 4 φάρμακα, αλλά η κεντρική (αορτική) πίεση σφυγμού και ο
δείκτης ανάκλασης του σφυγμικού κύματος βελτιώθηκαν στα-
τιστικά σημαντικά μόνο στους ασθενείς που έλαβαν κιναπρίλη
(από 38±10,8 σε 31,9±7,3 mmHg, p=0,005 και από 26,65±8,34%
σε 19,60±8,34%, p<0,05 ), αντίστοιχα) ή αλισκιρένη (από
45,9±11,6 σε 34,8±7,2 mmHg, p=0,001 και από 34,56±7,04% σε
27,06±10,3%, <0,05, αντίστοιχα). Στους ασθενείς που έλαβαν
ατενολόλη οι τιμές διαμορφώθηκαν από 38,76±11,3 σε 34,7±9,4
mmHg, p=0,516, για την κεντρική πίεση σφυγμού και από
22,82±8,25% σε 25,00±11,90%, p=0,790, για τον δείκτη ανάκλασης του σφυγμικού κύματος. Στους ασθενείς που έλαβαν νεμπιβολόλη οι τιμές διαμορφώθηκαν από 44,76±15,4 σε 37,84±7,9
mmHg, p=0,05, για την κεντρική πίεση σφυγμού, αλλά για τον
δείκτη ανάκλασης του σφυγμικού κύματος από 33,46±10,9%
σε 28,38±14,64%, p=0,445. Συμπέρασμα: Συμπερασματικά, τα
παραπάνω φάρμακα, αν και βελτιώνουν σημαντικά και σε ανάλογο βαθμό σημαντικές παραμέτρους της ΑΠ και της αορτικής
σκληρίας, διαφέρουν ως προς την επίδρασή τους τόσο στην
κεντρική πίεση σφυγμού, όσο και στον δείκτη ανάκλασης του
σφυγμικού κύματος, που αποτελούν παράγοντες κινδύνου σε
ασθενείς με ΑΥ. Οι θεραπευτικές επιλογές ενδεχομένως να επηρεάζονται από τις παραπάνω παρατηρήσεις.
© 2011 Ελληνική Εταιρεία Αθηροσκλήρωσης
250
Ελληνική Επιθεώρηση Αθηροσκλήρωσης 2(4)
ΠΑ21
ΥΠΟΛΟΓΙΖΟΜΕΝΟΣ ΚΑΡΔΙΑΓΓΕΙΑΚΟΣ ΚΙΝΔΥΝΟΣ
ΣΕ ΥΠΕΡΤΑΣΙΚΟΥΣ ΑΣΘΕΝΕΙΣ
Κ. Τζιόμαλος, Μ. Μπαλτατζή, Ι. Ράπτης, Α. Χατζόπουλος, Α. Παυλίδης, Β. Δούρλιου,
Κ. Κουλούσιος, Π. Σιδερά, Α. Μύρου, Χ. Σαββόπουλος, Α.Ι. Χατζητόλιος
Α΄ Προπαιδευτική Παθολογική Κλινική, Ιατρικής Σχολής Αριστοτελείου Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης,
Νοσοκομείο ΑΧΕΠΑ, Θεσσαλονίκη
Εισαγωγή-Σκοπός: Η αρτηριακή υπέρταση συχνά συνυπάρχει
με άλλους παράγοντες καρδιαγγειακού κινδύνου και η θεραπευτική αντιμετώπιση των υπερτασικών ασθενών πρέπει να
λαμβάνει υπόψη τον συνολικό καρδιαγγειακό κίνδυνο. Σκοπός
της παρούσας μελέτης ήταν η καταγραφή του καρδιαγγειακού κινδύνου υπερτασικών ασθενών με βάση την εξίσωση
Framingham. Υλικό-Μέθοδος: Αναλύθηκε η πιο πρόσφατη
επίσκεψη στο υπερτασιολογικό ιατρείο της κλινικής μας 1810
υπερτασικών ασθενών (40,4% άνδρες, μέση ηλικία 56,5±13,5
έτη). Αποτελέσματα: Το 82,8% των ασθενών (n=1499) δεν είχαν καρδιαγγειακή νόσο ή σακχαρώδη διαβήτη. Σε αυτούς
τους 1499 ασθενείς, το 63,2% ήταν χαμηλού καρδιαγγειακού
κινδύνου, το 21,6% ήταν ενδιάμεσου και το 15,2% υψηλού κινδύνου (υπολογιζόμενος καρδιαγγειακός κίνδυνος <10%, 10–
20% και >20% αντίστοιχα). Οι ασθενείς υψηλού κινδύνου ήταν
συχνότερα άντρες και καπνιστές και είχαν υψηλότερη συστολική αρτηριακή πίεση και υψηλότερα επίπεδα LDL χοληστερόλης
και χαμηλότερα επίπεδα HDL χοληστερόλης από τους ασθενείς
ενδιάμεσου και χαμηλού κινδύνου (p<0,001 για τις συγκρίσεις
όλων των παραμέτρων μεταξύ των τριών ομάδων). Επιπλέον, το
μεταβολικό σύνδρομο ήταν συχνότερο στους ασθενείς υψηλού κινδύνου (32,9%, 38,5% και 56,4% στους ασθενείς χαμηλού,
ενδιάμεσου και υψηλού κινδύνου αντίστοιχα, p<0,005) και τα
επίπεδα τριγλυκεριδίων ήταν υψηλότερα στους τελευταίους
(137±63, 179±104 και 181±76 mg/dL αντίστοιχα, p<0,001), όπως
και τα επίπεδα γλυκόζης (99±17, 104±23 και 106±24 mg/dL
αντίστοιχα, p<0,05). Συμπεράσματα: Σημαντικό ποσοστό των
υπερτασικών ασθενών χωρίς καρδιαγγειακή νόσο ή σακχαρώδη διαβήτη είναι υψηλού καρδιαγγειακού κινδύνου. Επιπλέον,
οι ασθενείς αυτοί εμφανίζουν και άλλους παράγοντες καρδιαγγειακού κινδύνου που δεν περιλαμβάνονται στην εξίσωση
Framingham. Η επιθετική αντιμετώπιση όλων των παραγόντων
κινδύνου είναι απαραίτητη ιδιαίτερα στους ασθενείς αυτούς για
την ελάττωση των καρδιαγγειακών συμβαμάτων.
ΠΑ22
BLOOD PRESSURE LEVELS CONSTITUTE THE MOST IMPORTANT DETERMINANT
OF THE METABOLIC SYNDROME IN A MEDITERRANEAN POPULATION:
A DISCRIMINATION ANALYSIS*
T. Chimonas, A. Karagiannis, V. Athyros, A. Achimastos, M. Elisaf, D. Panagiotakos
Hellenic Atherosclerosis Society
Background: The aim of the study was to evaluate the relative first one was heavily loaded by BP (28.6% of the total variation
importance of the determinants of the metabolic syndrome explained), followed by a component characterised by lipid
(MetS) in a sample with MetS from the Greek population. variables (21.7%) and a component characterised by FG
Patients-Methods: A random sample of 824 male (56±11 and waist circumference measurements (18.1% explained
years) and 1,199 female (58±10 years) subjects with MetS variation). Conclusions: The most dominant characteristic
(NCEP ATP III), but without diabetes mellitus or established of MetS participants from a Mediterranean country (Greece)
cardiovascular disease, was selected from all over Greece. was elevated BP levels, which was present in all 8 most
Principal components analysis (PCA) was applied to evaluate common combinations of MetS components, rendering the
the inter-relationships between the inherent characteristics of “hypertensive aspect” of MetS the most common one. Since
the MetS. Results: Among the participants, 87.6% had elevated a significant proportion of hypertensive subjects with MetS
blood pressure (BP) levels, 79.9% had hypertriglyceridaemia, receive no treatment, or are poorly controlled, targeting
62.6% had low high density lipoprotein cholesterol (HDL-C) BP levels in the general population may assist in better
levels, 71.4% had impaired fasting glucose (FG) and 91.5% preventing MetS and its complications.
had abdominal obesity. The most common combination
was elevated BP levels, abdominal obesity, impaired FG * for the Assessing The Treatment Effect in Metabolic Syndrome
and hypertriglyceridaemia (14.2%). PCA revealed 3 main
Without Perceptible diabeTes (ATTEMPT) Collaborative
components that explained 68.4% of the total variation. The
Group.
© 2011 Ελληνική Εταιρεία Αθηροσκλήρωσης
Hellenic Journal of Atherosclerosis 2(4)
251
ΠΑ23
NIGHTTIME PULSE PRESSURE IS A DETERMINANT OF ARTERIAL STIFNESS AND EARLY
VASCULAR AGEING IN ACUTE ISCHEMIC STROKE PATIENTS
V. Kotsis, L. Gamvrili, S. Papakatsika, G. Karafillis, S. Goulopoulou, M. Sion
Hypertension, 24h ABPM Center, Papageorgiou Hospital, Aristotle University of Thessaloniki, Thessaloniki, Greece
Objectives: To study arterial stiffness in acute ischemic
stroke patients. Patients-Methods: 85 consecutive patients who hospitalized for acute ischemic stroke were
examined. Patients were diagnosed for AISTR from their
onset of symptoms during the last 24h and the diagnosis
was confirmed with CT or MRI. Carotid-femoral pulse wave
velocity method was used to determine arterial stiffness. The
presence of early vascular ageing (EVA) was defined as carotidfemoral pulse wave velocity higher than the normal values
for age reported in the reference values for arterials’ stiffness
collaboration. Clinic BP and 24 h blood pressure monitoring
was measured in all subjects during the first day of hospital
admission. Results: Average age was 77.3±5.9 years. Average
clinic systolic BP was found 147.5±21.0 mmHg and diastolic
BP 83.0± 15.1 mmHg. Average 24 h systolic BP was found
144.5±21.8 mmHg and 24 h diastolic BP 78.6±10.8 mmHg.
Average PWV was found 15.14±4.13 m/sec. Arterial stiffness
was significantly related to clinic systolic BP (r=0.17, p<0.05),
average 24 h systolic BP (r=0.34, p<0.001), 24 h pulse pressure
(r=0.35, p<0.001), daytime systolic BP (r=0.34, p<0.001),
daytime pulse pressure (r=0.34, p<0.001), nighttime systolic BP
(r=0.31, p<0.001), nighttime pulse pressure (r=0.35, p<0.001)
and fasting serum glucose (r=0.32, p<0.01). Clinic and 24 h
diastolic BP values, heart rate values and lipid profile were not
significantly associated with arterial stiffness. In multivariate
linear regression analysis only night-time pulse pressure was
remained to be significantly associated with arterial stiffness
(R=0.33, p<0.01). In logistic regression analysis night-time
pulse pressure was the only determinant associated with the
presence of EVA (Exp(B)=1.026, p<0.05). Conclusions: Nightime pulse pressure is a determinant of arterial stifness in
acute ischemic stroke patients.
ΠΑ24
ΣΥΓΚΡΙΣΗ ΤΟΥ ΕΠΙΠΟΛΑΣΜΟΥ ΤΟΥ ΜΕΤΑΒΟΛΙΚΟΥ ΣΥΝΔΡΟΜΟΥ
ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΔΙΑΦΟΡΕΤΙΚΟΥΣ ΟΡΙΣΜΟΥΣ ΣΕ ΜΙΑ ΟΜΑΔΑ ΥΠΕΡΤΑΣΙΚΩΝ ΑΣΘΕΝΩΝ
Ε. Λιουδάκη, Γ. Βρέντζος, Ε. Μαυρογένη, Μ.Ε. Ζενιώδη, Ε. Γανωτάκης, Ι. Παπαδάκης
Πανεπιστημιακή Κλινική, Γενικής Παθολογίας, Πανεπιστήμιο Κρήτης, Κρήτη
Εισαγωγή-Σκοπός: Το μεταβολικό σύνδρομο (ΜΣ) συνοδεύεται από αυξημένο κίνδυνο ανάπτυξης καρδιαγγειακής νόσου
και σακχαρώδους διαβήτη. Αρκετοί διεθνείς οργανισμοί έχουν
προτείνει ορισμούς για το ΜΣ. Σκοπός της παρούσας μελέτης
ήταν να εκτιμηθεί και να συγκριθεί ο επιπολασμός του ΜΣ σε
ένα Μεσογειακό υπερτασικό πληθυσμό με βάση τους ορισμούς
του National Cholesterol Education Program Adult Treatment
Panel (NCEP ATP) III), American Heart Association-National
Heart Lung and Blood Institute (AHA-NHLBI), International
Diabetes Federation (IDF) και του Joint Interim Statement
(JIS). Υλικό-Μέθοδος: Μελετήθηκαν αναδρομικά τα αρχεία
των ασθενών που εξετάσθηκαν στο εξωτερικό ιατρείο υπέρτασης του Πανεπιστημιακού Νοσοκομείου Ηρακλείου από τον
Ιανουάριο 2001 ως τον Ιούνιο 2009. Συνολικά στη μελέτη συ-
μπεριλήφθηκαν 384 ασθενείς (146 άνδρες). Αποτελέσματα:
Ο επιπολασμός του ΜΣ σύμφωνα με τους ορισμούς του IDF
και JIS ήταν σημαντικά υψηλότερος σε σχέση με τον ορισμό
του NCEP ATP III και στα 2 φύλα (IDF: p=0,009 και p=0,002, JIS:
p=0,002 και p=0,001 για τους άνδρες και τις γυναίκες αντίστοιχα). Ο ορισμός του AHA-NHLBI έδειξε σημαντικά μεγαλύτερο
επιπολασμό ΜΣ συγκριτικά με αυτόν του NCEP ATP III μόνο για
τις γυναίκες (p=0,03). Η συχνότητα των επιμέρους στοιχείων
του ΜΣ διέφερε σημαντικά μεταξύ των ασθενών με ΜΣ και αυτών χωρίς ΜΣ ανεξάρτητα από τον ορισμό που εφαρμόζονταν.
Συμπεράσματα: Ο επιπολασμός του ΜΣ διαφέρει ανάλογα με
τον ορισμό που εφαρμόζεται σε έναν Μεσογειακό υπερτασικό πληθυσμό. Αυτές οι διαφορές πιθανόν να επηρεάζουν την
εκτίμηση του καρδιαγγειακού κινδύνου.
© 2011 Ελληνική Εταιρεία Αθηροσκλήρωσης
252
Ελληνική Επιθεώρηση Αθηροσκλήρωσης 2(4)
ΠΑ25
IN SILICO ΑΝΑΛΥΣΗ ΝΕΩΝ ΜΕΤΑΛΛΑΞΕΩΝ ΣΤΟ ΓΟΝΙΔΙΟ LDLR
ΣΕ ΑΣΘΕΝΕΙΣ ΜΕ ΟΙΚΟΓΕΝΗ ΥΠΕΡΧΟΛΗΣΤΕΡΟΛΑΙΜΙΑ
Β. Μολλάκη, Π. Πρόγιας, Α. Σκούμα, Ε. Δρογκάρη
Εργαστήριο Μεταβολικών Νοσημάτων, Α' Παιδιατρική Κλινική, Πανεπιστημίου Αθηνών, Χωρέμειο Ερευνητικό Εργαστήριο,
Νοσοκομείο Παίδων «Αγία Σοφία», Αθήνα
Εισαγωγή-Σκοπός: Η οικογενής υπερχοληστερολαιμία (FH)
είναι μια αυτοσωμική επικρατής νόσος που κληρονομείται με
επικρατούντα χαρακτήρα με αναφερόμενη συχνότητα 1:500
στην ετερόζυγη μορφή της. Οφείλεται κυρίως σε μεταλλάξεις
στο γονίδιο του υποδοχέα λιποπρωτεΐνης χαμηλής πυκνότητας
(LDLR) προκαλώντας υψηλά επίπεδα LDL, ολικής χοληστερόλης
και πρώιμη αθηροσκλήρωση. Η μοριακή διάγνωση της FH και
ο προσδιορισμός νέων μεταλλάξεων στο γονίδιο LDLR στην
Ελλάδα. Υλικό-Μέθοδος. Μελετήθηκαν 200 οικογένειες με φαινότυπο FH. Η ανάλυση πραγματοποιήθηκε με αλληλούχιση του
LDLR και οι νέες αλλαγές εκτιμήθηκαν in silico. Αποτελέσματα.
Το ~50% των οικογενειών ήταν θετικές για μία από τις 27 γνωστές μεταλλάξεις για τον Ελληνικό πληθυσμό. Βρέθηκαν επίσης
22 νέες αλλαγές στη νουκλεοτιδική αλληλουχία του LDLR, 7
από τις οποίες είναι μεταλλάξεις που προκαλούν τη νόσο σύμφωνα με την ανάλυση in silico: c.709C>T (p. R237C) στο εξόνιο 5,
c.977C>G (p.S326C) στο εξόνιο 7, c.1124A>C (p.Y375S) στο εξόνιο 8, c.1381G>T (p.G461C) στο εξόνιο 10, c.628_643dup{636del}
και c.661-673dup στο εξόνιο 4, και 13 c.1987+1_+33del στο εσόνιο 13. Οι νέες μεταλλάξεις είναι συνδεδεμένες με τα υψηλά επίπεδα λιπιδίων στα άτομα που τις φέρουν και αναφέρονται για
πρώτη φορά παγκοσμίως σε ασθενείς με FH. Συμπεράσματα.
Ο συνολικός αριθμός των μεταλλάξεων στο LDLR στην Ελλάδα
αναμένεται να αυξηθεί καθώς η μοριακή ανάλυση επεκτείνεται
σε όλα τα τμήματα του γονιδίου (εξόνια, εσόνια και όρια εξονίων-εσονίων) και σε περισσότερους ασθενείς. Ο προσδιορισμός
νέων μεταλλάξεων είναι απαραίτητος για την έγκαιρη διάγνωση της FH από την παιδική ηλικία.
ΠΑ26
ΒΑΘΜΟΣ ΣΥΜΜΟΡΦΩΣΗΣ ΣΤΗΝ ΑΓΩΓΗ ΚΑΙ ΕΚΤΙΜΗΣΗ ΤΗΣ ΕΠΙΠΤΩΣΗΣ ΤΩΝ ΚΑΡΔΙΑΓΓΕΙΑΚΩΝ
ΣΥΜΒΑΜΑΤΩΝ ΣΕ ΑΣΘΕΝΕΙΣ ΜΕ ΟΙΚΟΓΕΝΗ ΥΠΕΡΧΟΛΗΣΤΕΡΟΛΑΙΜΙΑ
Β. Μεταξά, Ι. Σκούμας, Χ. Πίτσαβος, Ε. Οικονόμου, Κ. Μασούρα,
Ε. Τσετσέκου, Χ. Στεφανάδης
Μονάδα Λιπιδίων, Α΄ Καρδιολογικής Κλινικής, Πανεπιστημίου Αθηνών, ΓΝΑ «Ιπποκράτειο» Αθηνών, Αθήνα
Εισαγωγή: Οι ασθενείς με οικογενή υπερχοληστερολαιμία
θεωρούνται υψηλού κινδύνου ασθενείς, στην εμφάνιση καρδιαγγειακής νόσου. Σκοπός: Η αξιολόγηση του βαθμού συμμόρφωσης ασθενών με οικογενή υπεχοληστερολαιμία στη
θεραπευτική αγωγή και η εκτίμηση της επίπτωσης των καρδιαγγειακών συμβαμάτων, ανάλογα με τον βαθμό συμμόρφωσης. Υλικό-Μέθοδος: 443 ασθενείς με ετερόζυγο οικογενή
υπερχοληστερολαιμία (172 άνδρες, 271 γυναίκες), μέσης ηλικίας 40,48±15 έτη, παρακολουθήθηκαν στην Μονάδα Λιπιδίων
της Κλινικής μας. Εκτιμήθηκαν οι βιοχημικές παράμετροι και
τα λιπίδια του ορού πριν και μετά την έναρξη φαρμακευτικής
αγωγής και καταγράφηκαν τα καρδιαγγειακά συμβάματα, κατά τη διάρκεια της παρακολούθησής τους. Όλοι οι ασθενείς
έλαβαν οδηγίες για έναρξη υγιεινοδιαιτητικής και φαρμακευτικής αγωγής και ετέθησαν υπό συστηματική παρακολούθηση. Αποτελέσματα: Η μέση διάρκεια παρακολούθησης των
ασθενών ήταν 8 έτη (1–21 έτη). Το 26,6% του πληθυσμού (118
άτομα) έδειξε χαμηλή συμμόρφωση στη θεραπευτική αγωγή
© 2011 Ελληνική Εταιρεία Αθηροσκλήρωσης
και τις οδηγίες συστηματικής παρακολούθησης. Η επίπτωση
των καρδιαγγειακών συμβαμάτων (οξέα στεφανιαία σύνδρομα, αγγειακά εγκεφαλικά επεισόδια, θάνατος από καρδιαγγειακά αίτια) ήταν 8% (35 συμβάματα). Τα 16 συμβάμματα παρατηρήθηκαν στο ποσοστό τού υπό μελέτη πληθυσμού που
έδειξε τη χαμηλότερη συμμόρφωση και 19 συμβάματα στα
άτομα που ακολουθούσαν τις δοθείσες οδηγίες (13,5% έναντι
5,8%, p=0,001). Η πολυπαραγοντική ανάλυση έδειξε ότι η κατά 1 έτος αύξηση της συστηματικής παρακολούθησης και αύξηση της συμμόρφωσης, ελαττώνει τα συμβάματα κατά μέσο
όρο 1,33%, ανεξάρτητα από ηλικία, φύλο, BMI, προϋπάρχουσα
στεφανιαία νόσο, αρτηριακή υπέρταση, σακχαρώδη διαβήτη,
συνήθειες καπνίσματος, αρχικά επίπεδα ολικής και LDL χοληστερόλης και δοθείσας αγωγής. Συμπέρασμα: Ένα σημαντικό
ποσοστό ασθενών με οικογενή υπερχοληστερολαιμία δείχνει
χαμηλή συμμόρφωση στη θεραπευτική αγωγή και αυτό αποτελεί ανεξάρτητο προγνωστικό παράγοντα μειζόνων καρδιαγγειακών συμβαμάτων.
Hellenic Journal of Atherosclerosis 2(4)
253
ΠΑ27
ΕΚΤΙΜΗΣΗ ΤΩΝ ΕΠΙΠΕΔΩΝ ΔΕΙΚΤΩΝ ΦΛΕΓΜΟΝΗΣ,
ΣΕ ΑΣΘΕΝΕΙΣ ΜΕ ΟΙΚΟΓΕΝΗ ΥΠΕΡΧΟΛΗΣΤΕΡΟΛΑΙΜΙΑ
Β. Μεταξά,1 Χ. Πίτσαβος,1 Ι. Σκούμας,1 Α. Μήλιου,2 Ε. Οικονόμου,1
Κ. Μασούρα,1 Χ. Στεφανάδης1
1
2
Μονάδα Λιπιδίων, Α' Καρδιολογικής Κλινικής Πανεπιστημίου Αθηνών, ΓΝΑ «Ιπποκράτειο», Αθήνα
Βιοχημικό Εργαστήριο και Μοριακής Ανάλυσης, Α' Καρδιολογικής Κλινικής Πανεπιστημίου Αθηνών,
ΠΓΝ «Ιπποκράτειο», Αθήνα
Εισαγωγή: Τα υψηλά επίπεδα διαφόρων δεικτών φλεγμονής έχουν συσχετιστεί με αυξημένο καρδιαγγειακό κίνδυνο.
Σκοπός: Η αξιολόγηση των επιπέδων δεικτών φλεγμονής
(CRP, ινωδογόνο) σε ασθενείς με ετερόζυγο οικογενή υπερχοληστε-ρολαιμία(hfH). Υλικό-Μέθοδος: Μελετήθηκαν 120
hfH ασθενείς, κλινικά διαγνωσμένοι βάσει των κριτηρίων
Dutch Lipid Clinic, οι οποίοι δεν είχαν λάβει υπολιπιδαιμική
αγωγή στο παρελθόν. Καταγράφηκαν οι βιοχημικές παράμετροι, λιπίδια ορού, CRP και ινωδογόνο και υποβλήθηκαν σε
μοριακή ανάλυση του γονιδίου του υποδοχέα της LDL-c(LDLR), με αλληλούχιση. Αποτελέσματα: Τα 69 άτομα του πληθυσμού (57%) στα οποία βρέθηκε κάποια μετάλλαξη του LDL-R
(43 άτομα με Genoa-Palermo, 19 άτομα με Africaner 2, 4 με
Greece 2 και 3 με Sicily), συγκρίθηκαν με τα 51 άτομα στα
Χαρακτηριστικά ασθενών
Νο (αριθμός)
Φύλο (Α/Γ)
Μέση ηλικία (έτη)
Βάρος σώματος (kg)
Περιφέρεια μέσης (cm)
Ολική χοληστερόλη (mg/dL)
LDL (mg/dL)
Apo-B (mg/dL)
Lpa (mg/dL)
Ινωδογόνο (mg/dL)
CRP (mg/L)
Χωρίς μετάλλαξη
οποία δεν βρέθηκε κάποια μετάλλαξη. Η ανάλυση πολλαπλής γραμμικής παλινδρόμησης έδειξε ότι οι φορείς κάποιας
μετάλλαξης του LDL-R, παρουσίαζαν στατιστικά σημαντικά
αυξημένα επίπεδα CRP συγκρινόμενα με τα άτομα που δεν
έφεραν μετάλλαξη (p<0,001), ανεξάρτητα από ηλικία, φύλο,
επίπεδα ολικής και LDL χοληστερόλης, BMI. Επίσης συγκρίνοντας τους φορείς της μετάλλαξης Genoa-Palermo με τους
Africaner 2, διαπιστώσαμε ότι εμφάνιζαν στατιστικά σημαντική διαφορά στα επίπεδα της CRP (CRPGenoa-Palermo: 0,8
(0,65–1,28) προς CRPAFRICANER 2:0,42 (0,15–0,65), p=0,001).
Συμπέρασμα: Από τα ευρήματά μας φαίνεται ότι η οικογενής υπερχοληστερολαιμία συνοδεύεται από υψηλά επίπεδα
CRP και το είδος της μετάλλαξης του LDL-R, έχει διαφορετική
επίδραση στα επίπεδα αυτά.
Με μετάλλαξη
p value
51
69
20/31
32/37
p=0,32
28±14
31±16
P=0,20
58±14,5
57±16,2
p=0,61
78±12
77±11
p=0,82
293 (256–344)
327 (298–388)
p=0,002
225 (183–243)
255 (220–300)
p=0,001
107 (96–135,75)
152 (131–183)
p<0,001
10 (4–58)
21 (10–53)
p=0,096
296 (254–400)
291 (233–336)
p=0,53
0,17 (0,1–0,3)
0,7 (0,46–1)
p<0,001
© 2011 Ελληνική Εταιρεία Αθηροσκλήρωσης
254
Ελληνική Επιθεώρηση Αθηροσκλήρωσης 2(4)
ΠΑ28
Η ΕΠΙΔΡΑΣΗ ΤΗΣ ΧΟΡΗΓΗΣΗΣ ΝΙΚΟΤΙΝΙΚΟΥ ΟΞΕΟΣ ΣΤΟ ΛΙΠΙΔΑΙΜΙΚΟ ΠΡΟΦΙΛ
ΚΑΙ ΣΤΟΝ ΦΑΙΝΟΤΥΠΟ ΤΩΝ LDL ΣΩΜΑΤΙΔΙΩΝ ΣΕ ΑΣΘΕΝΕΙΣ ΜΕ ΜΙΚΤΗ ΔΥΣΛΙΠΙΔΑΙΜΙΑ
Α. Κεή,1 Α. Τσελέπης,2 Ε. Λυμπερόπουλος,1 Χ. Ρίζος,1 Μ. Ελισάφ1
1
2
Τομέας Παθολογίας, Ιατρική Σχολή, Πανεπιστημίου Ιωαννίνων
Τομέας Βιοχημείας-Κλινικής Χημείας, Χημικό Τμήμα, Πανεπιστημίου Ιωαννίνων, Ιωάννινα
Εισαγωγή-Σκοπός: Πρόσφατα κυκλοφόρησε στην Ελλάδα
σκεύασμα νικοτινικού οξέος σε συνδυασμό με laropiprant για
τη μείωση των εξάψεων. Σκοπός της παρούσας μελέτης ήταν
η διερεύνηση της επίδρασης του συνδυασμού νικοτινικού
οξέος/laropiprant στα επίπεδα των λιπιδαιμικών παραμέτρων
καθώς και στην κατανομή των υποκλασμάτων των LDL σωματιδίων σε ασθενείς με μικτή δυσλιπιδαιμία. Υλικό-Μέθοδος:
Στη μελέτη έλαβαν μέρος 40 ασθενείς. Όλοι οι ασθενείς
έπαιρναν μία συμβατική δόση στατίνης (10–40 mg σιμβαστατίνη ή 10–20 mg ατορβαστατίνη ή 5–20 mg ροσουβαστατίνη)
και δεν είχαν επιτύχει τον στόχο όσον αφορά τα επίπεδα της
LDL ή της non-HDL χοληστερόλης. Χορηγήθηκε επιπρόσθετη θεραπεία με νικοτινικό οξύ/laropiprant (1000/20 mg για
1 μήνα και στη συνέχεια 2000/40 mg για τους επόμενους 2
μήνες). Πριν την έναρξη και μετά από 3 μήνες θεραπείας εκτιμήθηκε το λιπιδαιμικό προφίλ καθώς και η συγκέντρωση και
ο φαινότυπος των υποκλασμάτων των LDL σωματιδίων με τη
χρήση του Lipoprint LDL System. Αποτελέσματα: Η χορήγηση 2000/40 mg νικοτινικού οξέος/laropiprant προκάλεσε
μείωση της ολικής χοληστερόλης κατά 15% (από 213±47 σε
180±44 mg/dL, p<0,001), της LDL χοληστερόλης κατά 17%
(από 119±36 σε 99±38 mg/dL, p=0,001), των τριγλυκεριδίων
κατά 44% [από 226 (85–655) σε 126 (39–297) mg/dL, p<0,001],
ενώ τα επίπεδα της HDL χοληστερόλης αυξήθηκαν κατά 19%
(από 47±12 σε 56±19 mg/dL, p=0,004), σε σύγκριση με τα αρχικά επίπεδα αυτών των παραμέτρων. Επιπρόσθετα, το μέγεθος των LDL σωματιδίων αυξήθηκε κατά 0,8% (από 260±5 σε
262±4, p=0,03), ενώ η χοληστερόλη των μικρών πυκνών LDL
σωματιδίων μειώθηκε κατά 43% [από 21 (4–64) σε 12 (4–39)
mg/dL, p=0,007] και των μεγάλων LDL σωματιδίων μόνο κατά 10% [από 49±12 σε 44±12 mg/dL, p=0,03] σε σύγκριση με
τα επίπεδα πριν την έναρξη της θεραπείας. Συμπεράσματα:
Η συγχορήγηση νικοτινικού οξέος/laropiprant με συμβατική δόση στατίνης βελτιώνει συνολικά τόσο το λιπιδαιμικό
προφίλ όσο και τον φαινότυπο των υποκλασμάτων των LDL
σωματιδίων, συμβάλλοντας στην επίτευξη των στόχων της
υπολιπιδαιμικής αγωγής και πιθανά στην πρόληψη των καρδιαγγειακών συμβαμάτων.
ΠΑ29
ΣΥΣΧΕΤΙΣΗ ΤΟΥ ΠΟΛΥΜΟΡΦΙΣΜΟΥ AluI (A/G) ΤΟΥ ESR2 ΜΕ ΙΣΧΑΙΜΙΚΟ ΕΓΚΕΦΑΛΙΚΟ ΕΠΕΙΣΟΔΙΟ
Σ. Μαρκούλα,1 Χ. Μηλιώνης,2 Δ. Χατζηστεφανίδης,1 Λ. Λάζαρος,3 Κ. Σπέγγος,4
Σ. Βασιλοπούλου,4 Ν. Γρηγοριάδης,3 Ι. Γεωργίου,3 Α.Π. Κυρίτσης1
1
Νευρολογική Κλινική, Ιατρική Σχολή, Πανεπιστημίου Ιωαννίνων, 2Παθολογική Κλινική, Ιατρική Σχολή Πανεπιστημίου Ιωαννίνων,
3
Εργαστήριο Ιατρικής Γενετικής, Ιατρική Σχολή Πανεπιστημίου Ιωαννίνων, Ιωάννινα, 4A' Νευρολογική Κλινική, Ιατρική Σχολή,
Πανεπιστημίου Αθηνών, Αιγινήτειο, Αθήνα
Εισαγωγή-Σκοπός: Το γονίδιο του άλφα υποδοχέα οιστρογόνων (ESR1) έχει σχετιστεί με καρδιαγγειακή νόσο σε αρκετές
μελέτες, δεν υπάρχουν ωστόσο δεδομένα για την επίδραση
των πολυμορφισμών του γονιδίου του βήτα υποδοχέα οιστρογόνων (ESR2). Στη μελέτη αυτή εξετάσαμε τη συσχέτιση
μεταξύ του πολυμορφισμού AluI (A/G) του γονιδίου του ESR2
(rs 4986938) και των ισχαιμικών αγγειακών εγκεφαλικών επεισοδίων (ΑΕΕ). Υλικό-Μέθοδος: Συμπεριελήφθησαν ασθενείς
που νοσηλεύτηκαν με πρώτο ισχαιμικό ΑΕΕ σε τρία Κέντρα
Αναφοράς στη διάρκεια ενός έτους. Στην ομάδα ελέγχου συμπεριλήφθηκαν άτομα με παρόμοια με τους ασθενείς ηλικία
και φύλο. Εξετάστηκε η σχέση μεταξύ του πολυμορφισμού
και των ΑΕΕ και η σχέση μεταξύ του πολυμορφισμού και της
ηλικίας εγκατάστασης ΑΕΕ. Αποτελέσματα: Στη μελέτη συμπεριελήφθησαν 423 ασθενείς και 430 υγιή άτομα. Δεν παρα-
© 2011 Ελληνική Εταιρεία Αθηροσκλήρωσης
τηρήθηκε καμιά συσχέτιση μεταξύ των μορφών του γονιδίου
ESR2 και του κινδύνου για ΑΕΕ. Η κατανομή των γονότυπων
και των αλληλομόρφων του ESR2 δεν διέφερε μεταξύ των
διαφόρων ειδών ΑΕΕ. Ωστόσο παρατηρήθηκε κάποια σχέση
μεταξύ του αλληλομόρφου Α και της εγκατάστασης ΑΕΕ σε
νεότερη ηλικία στους άρρενες ασθενείς (63,35±12,628 έναντι
68,53±11,352, p=0,01). Συμπεράσματα: Δεν προέκυψε καμιά
σημαντική διαφορά στην κατανομή των αλληλομόρφων και
των γονοτύπων μεταξύ της ομάδας ελέγχου και των ασθενών
ή μεταξύ των υπο-ομάδων των ασθενών με lacunars και με
νόσο των μεγάλων αγγείων. Παρατηρήθηκε, ωστόσο, υψηλή
επίπτωση του αλληλομόρφου Α στους νεότερους άρρενες
ασθενείς. Επομένως, ο πολυμορφισμός AluI (A/G) ίσως παίζει
κάποιο ρόλο στην εγκατάσταση ΑΕΕ, επηρεάζοντας την ηλικία
εμφάνισής του στους άρρενες ασθενείς.
Hellenic Journal of Atherosclerosis 2(4)
255
ΠΑ30
Η ΜΕΛΕΤΗ EU-PACT: ΑΡΧΙΚΑ ΑΠΟΤΕΛΕΣΜΑΤΑ ΤΗΣ ΚΛΙΝΙΚΗΣ ΕΦΑΡΜΟΓΗΣ
ΤΟΥ ΦΑΡΜΑΚΟΓΕΝΩΜΙΚΟΥ ΑΛΓΟΡΙΘΜΟΥ ΔΟΣΟΛΟΓΙΑΣ
ΣΤΗΝ ΑΝΤΙΠΗΚΤΙΚΗ ΘΕΡΑΠΕΙΑ ΜΕ ΚΟΥΜΑΡΙΝΙΚΑ
Γ. Ράγια,1 Β. Κολοβού,2 Ε. Μαλτέζος,3 Σ. Κωνσταντινίδης,4 Δ. Τζιακάς,4 Α. Ταυρίδου,1
Γ. Κολοβού,2 Ε.Γ. Μανωλόπουλος1
1
Εργαστήριο Φαρμακολογίας και Κλινικής Φαρμακολογίας, Ιατρική Σχολή, Δημοκρίτειο Πανεπιστήμιο Θράκης, Αλεξανδρούπολη
2
Ωνάσειο Καρδιοχειρουργικό Κέντρο, Αθήνα, 3Β' Πανεπιστημιακή Παθολογική Κλινική, Πανεπιστημιακό Γενικό Νοσοκομείο
Αλεξανδρούπολης, Ιατρική Σχολή, Δημοκρίτειο Πανεπιστήμιο Θράκης, Αλεξανδρούπολη, 4Πανεπιστημιακή Καρδιολογική Κλινική,
Πανεπιστημιακό Γενικό Νοσοκομείο Αλεξανδρούπολης, Ιατρική Σχολή, Δημοκρίτειο Πανεπιστήμιο Θράκης, Αλεξανδρούπολη
Εισαγωγή-Σκοπός: Το στενό θεραπευτικό εύρος και η σημαντική ποικιλομορφία στην απόκριση των ασθενών που λαμβάνουν κουμαρινικά αντιπηκτικά καθιστούν επιτακτική ανάγκη τη συχνή μέτρηση και τις προσαρμογές της δόσης κατά
τη θεραπεία. Γενετικοί πολυμορφισμοί των ενζύμων CYP2C9
και VKORC1 προβλέπουν 35–50% της ποικιλομορφίας στην
απαιτούμενη δόση έναρξης και συντήρησης των κουμαρινικών αντιπηκτικών. Για την αξιοποίηση της συμβολής της
γενετικής πληροφορίας στην κλινική πράξη, έχουν αναπτυχθεί αλγόριθμοι καθορισμού της δόσης που στηρίζονται στο
γονότυπο. Η μελέτη EU-PACT (European Pharmacogenetics
of Anticoagulant Therapy) έχει ως σκοπό να εκτιμήσει την
ασφάλεια και κλινική χρησιμότητα της δοσολογίας που στηρίζεται στον γονότυπο για τα τρία κύρια κουμαρινικά παράγωγα που χρησιμοποιούνται στην Ευρώπη. Υλικό-Μέθοδος: Η
μελέτη EU-PACT είναι η πρώτη ευρείας κλίμακας μονή-τυφλή,
τυχαιοποιημένη μελέτη ελέγχου με 3μηνη περίοδο παρακο-
λούθησης των ασθενών που έχει ξεκινήσει σε 6 Ευρωπαϊκές
χώρες και εκτιμά έναν αλγόριθμο δοσολογίας για τα κουμαρινικά αντιπηκτικά που περιλαμβάνει γενετικές πληροφορίες
(CYP2C9 και VKORC1) καθώς και δημογραφικά στοιχεία (φύλο,
ηλικία, ύψος, βάρος). Στη μελέτη θα ενταχθούν συνολικά 3000
ασθενείς με κολπική μαρμαρυγή ή φλεβική θρομβοεμβολή
που χρειάζονται θεραπεία με κουμαρινικά αντιπηκτικά. Στην
Ελλάδα θα ενταχθούν στη μελέτη στο σκέλος της ασενοκουμαρόλης 294 ασθενείς (Πανεπιστημιακό Γενικό Νοσοκομείο
Αλεξανδρούπολης και Ωνάσειο Καρδιοχειρουργικό Κέντρο).
Αποτελέσματα: Θα παρουσιαστεί η πορεία της μελέτης και
η αποτελεσματικότητα του αλγόριθμου δοσολογίας στους
ασθενείς που έχουν ενταχθεί στη μελέτη από τους φορείς που
συμμετέχουν στην Ελλάδα. Συμπεράσματα: Αναμένεται ότι η
δοσολογία σύμφωνα με τον γονότυπο θα βελτιώσει την ασφάλεια της αντιπηκτικής θεραπείας με κουμαρινικά παράγωγα
μέσω βελτίωσης της ακρίβειας της δόσης.
ΠΑ31
ΑΠΟΤΙΜΗΣΗ ΤΗΣ ΑΞΙΟΠΙΣΤΙΑΣ ΤΟΥ ΜΕΣΟΓΕΙΑΚΟΥ ΔΙΑΤΡΟΦΙΚΟΥ ΣΚΟΡ ΚΑΙ ΤΩΝ ΣΥΝΙΣΤΩΣΩΝ
ΤΟΥ ΣΤΗΝ ΕΚΤΙΜΗΣΗ ΤΗΣ ΠΙΘΑΝΟΤΗΤΑΣ ΕΜΦΑΝΙΣΗΣ ΑΓΓΕΙΑΚΟΥ ΕΓΚΕΦΑΛΙΚΟΥ ΕΠΕΙΣΟΔΙΟΥ
Σ. Μπίτση,1 Χ.Μ. Καστορίνη,1,2 Χ. Μηλιώνης,2 Β. Ευθυμίου,1 Ε. Τριχιά,1 Ε. Μπίκα,2 Β. Νικολάου,3
Κ. Βέμμος,4 Ι. Γουδέβενος,2 Δ. Παναγιωτάκος1
1
Τμήμα Επιστήμης Διαιτολογίας-Διατροφής, Χαροκόπειο Πανεπιστήμιο, Αθήνα, 2Ιατρική Σχολή, Πανεπιστήμιο Ιωαννίνων, Ιωάννινα,
3
Καρδιολογική Κλινική, Γενικό Νοσοκομείο «Κοργιαλένειο-Μπενάκειο, Ελληνικός Ερυθρός Σταυρός (ΕΕΣ)», Αθήνα, 4Μονάδα
Αγγειακών Εγκεφαλικών Επεισοδίων, Θεραπευτική Κλινική, Πανεπιστημίου Αθηνών, Γενικό Νοσοκομείο «Αλεξάνδρα», Αθήνα
Εισαγωγή-Σκοπός: Η σχέση μεταξύ διατροφικών προτύπων και
αγγειακού εγκεφαλικού επεισοδίου έχει ελάχιστα διερευνηθεί. Η
παρούσα μελέτη αποσκοπεί στην αποτίμηση της αξιοπιστίας
του MedDietScore και των συνιστωσών του στην εκτίμηση της
πιθανότητας εμφάνισης αγγειακού εγκεφαλικού επεισοδίου και
στη διερεύνηση της σχέσης μεταξύ Μεσογειακής διατροφής και
αγγειακού εγκεφαλικού επεισοδίου. Υλικό-Μέθοδος: Κατά το
διάστημα 2009–2010, στη μελέτη εντάχθηκαν 250 διαδοχικοί
ασθενείς με πρώτη εκδήλωση ισχαιμικού αγγειακού εγκεφαλικού επεισοδίου (ηλικίας 77,12±8,81 ετών, 139 άνδρες) και 500
υγιείς τυχαία επιλεγμένοι (ηλικίας 62,43±13,39 ετών, 311 άνδρες).
Καταγράφηκαν κοινωνικο-δημογραφικά, κλινικά, ανθρωπομετρικά, διατροφικά, ψυχολογικά χαρακτηριστικά, η φυσική δραστηριότητα και οι καπνιστικές συνήθειες των συμμετεχόντων.
Η αξιολόγηση της προσκόλλησης στη Μεσογειακή διατροφή
έγινε μέσω του διατροφικού δείκτη MedDietScore (θεωρητικό
εύρος 0–55). Αποτελέσματα: Τα αποτελέσματα της πολλαπλής
λογαριθμικής παλινδρόμησης κατέδειξαν ότι αύξηση 1/55 μονάδας στο MedDietScore σχετίζεται με μείωση της πιθανότητας
παρουσίας ΑΕΕ κατά 9,5% (ΣΛ=0,905, 95% ΔΕ=0,830–0,987).
Όταν στο υπόδειγμα προστέθηκε η κατάθλιψη, χάθηκε οριακά
η στατιστική σημαντικότητα (ΣΛ=0,920, 95% ΔΕ=0,834–1,014).
Στην ανάλυση ευαισθησίας-ειδικότητας, το εμβαδόν κάτω από
την καμπύλη για το MedDietScore προέκυψε ίσο με 0,663 (95%
Διάστημα Εμπιστοσύνης 0,618–0,708, p<0,001). Οι παρακάτω
συνιστώσες διέθεταν στατιστικά σημαντικό εμβαδόν κάτω από
την καμπύλη: λαχανικά και σαλάτες, φρούτα και χυμοί, δημητριακά ολικής αλέσεως, ελαιόλαδο στην καθημερινή μαγειρική, αλκοολούχα ποτά και κόκκινο κρέας και προϊόντα. Συμπέρασμα:
Η προσκόλληση στη Μεσογειακή διατροφή φαίνεται να σχετίζεται αντίστροφα με την παρουσία ισχαιμικού αγγειακού εγκεφαλικού επεισοδίου. Ο δείκτης MedDietScore διαθέτει μέτρια διαγνωστική ικανότητα και μπορεί να αποτελέσει χρήσιμο εργαλείο
στην ανίχνευση ατόμων με αγγειακό εγκεφαλικό επεισόδιο.
© 2011 Ελληνική Εταιρεία Αθηροσκλήρωσης
256
Ελληνική Επιθεώρηση Αθηροσκλήρωσης 2(4)
ΠΑ32
ΔΙΑΤΡΟΦΙΚΕΣ ΣΥΝΗΘΕΙΕΣ ΚΑΙ ΠΙΘΑΝΟΤΗΤΑ ΑΝΑΠΤΥΞΗΣ ΟΞΕΟΣ ΣΤΕΦΑΝΙΑΙΟΥ ΣΥΝΔΡΟΜΟΥ
Ή ΙΣΧΑΙΜΙΚΟΥ ΕΓΚΕΦΑΛΙΚΟΥ ΕΠΕΙΣΟΔΙΟΥ: ΑΠΟΤΕΛΕΣΜΑΤΑ ΜΕΛΕΤΗΣ ΑΣΘΕΝΩΝ-ΜΑΡΤΥΡΩΝ
Χ.Μ. Καστορίνη,1,2 Χ. Μηλιώνης,1 Μ. Κωσταπάνος,1 Σ. Μπίτση,2 Β. Ευθυμίου,2 Π. Σάββαρη,4
Β. Νικολάου,3 Κ. Βέμμος,4 Ι. Γουδέβενος,1 Δ.Β. Παναγιωτάκος2
1
3
Ιατρική Σχολή, Πανεπιστήμιο Ιωαννίνων, Ιωάννινα, 2Τμήμα Επιστήμης Διαιτολογίας-Διατροφής, Χαροκόπειο Πανεπιστήμιο
Καρδιολογική Κλινική, Γενικό Νοσοκομείο «Κοργιαλένειο-Μπενάκειο, Ελληνικός Ερυθρός Σταυρός (ΕΕΣ)», 4Μονάδα Αγγειακών
Εγκεφαλικών Επεισοδίων, Θεραπευτική Κλινική, Πανεπιστημίου Αθηνών, Γενικό Νοσοκομείο «Αλεξάνδρα», Αθήνα
Εισαγωγή-Σκοπός: Σκοπός της παρούσας εργασίας είναι η
αξιολόγηση της σχέσης μεταξύ της προσκόλλησης σε διατροφικά πρότυπα και της ανάπτυξης καρδιαγγειακών νοσημάτων. Υλικό-Μέθοδος: Κατά τη διάρκεια 2009–2010, 1000
συμμετέχοντες εντάχθηκαν στη μελέτη: 250 διαδοχικοί ασθενείς με πρώτη εκδήλωση ΟΣΣ, 250 διαδοχικοί ασθενείς με
πρώτη εκδήλωση ισχαιμικού εγκεφαλικού επεισοδίου (AEE)
και 500 υγιή άτομα, εξομοιωμένα κατά φύλο και ηλικία με
τους ασθενείς. Καταγράφηκαν κοινωνικο-δημογραφικά, κλινικά, ψυχολογικά, διατροφικά και άλλα χαρακτηριστικά του
τρόπου ζωής των συμμετεχόντων. Οι διατροφικές συνήθειες αξιολογήθηκαν με χρήση ερωτηματολογίου συχνότητας
κατανάλωσης τροφίμων. Αποτελέσματα: Για την ανίχνευση
των διατροφικών προτύπων των συμμετεχόντων χρησιμοποιήθηκε η πολυμεταβλητή μέθοδος, ανάλυση σε κύριες
συνιστώσες. Αναδείχτηκαν 5 κύρια διατροφικά πρότυπα που
ερμηνεύουν 47% της συνολικής μεταβλητότητας της πληροφορίας. Το πρότυπο 1 χαρακτηρίζεται από την κατανάλωση
αβγών, ρυζιού, ζυμαρικών και πατάτας, το πρότυπο 2 από την
κατανάλωση ψαριών, οσπρίων, λαχανικών και φρούτων, το 3
από την κατανάλωση κόκκινου και επεξεργασμένου κρέατος,
το 4 από την κατανάλωση καφέ, τσαγιού και αλκοόλ και το
5 από την κατανάλωση πουλερικών, τυριού, γάλακτος και γιαουρτιού. Η πολλαπλή λογαριθμιστική παλινδρόμηση μετά
από έλεγχο για πιθανούς συγχυτικούς παράγοντες, έδειξε ότι
τα άτομα που ακολουθούν το πρότυπο 1 έχουν 39% (95%ΔΕ:
1,09–1,76) μεγαλύτερη πιθανότητα να εκδηλώσουν ΟΣΣ και
40% (95%ΔΕ: 1,05–1,87) μεγαλύτερη πιθανότητα να εκδηλώσουν ισχαιμικό ΑΕΕ. Αντίθετα, τα άτομα που ακολουθούν το
πρότυπο 2, έχουν 33% (95%ΔΕ: 0,53–0,85) μικρότερη πιθανότητα παρουσίας ΟΣΣ και 33% (95%ΔΕ: 0,50–0,92) μικρότερη
πιθανότητα παρουσίας ισχαιμικού ΑΕΕ. Συμπεράσματα: Η
υιοθέτηση ενός υγιεινού διατροφικού προτύπου, το οποίο
χαρακτηρίζεται από την κατανάλωση φρούτων, λαχανικών,
οσπρίων και ψαριού, σχετίζεται με προστασία έναντι στην εκδήλωση καρδιαγγειακών νοσημάτων.
ΠΑ33
ΠΡΟΣΤΑΣΙΑ ΤΟΥ ΜΕΣΟΓΕΙΑΚΟΥ ΠΡΟΤΥΠΟΥ ΔΙΑΤΡΟΦΗΣ ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΗΝ ΕΚΔΗΛΩΣΗ
ΙΣΧΑΙΜΙΚΩΝ ΕΓΚΕΦΑΛΙΚΩΝ ΕΠΕΙΣΟΔΙΩΝ ΑΚΟΜΑ ΚΑΙ ΣΕ ΑΤΟΜΑ ΜΕ ΥΠΕΡΧΟΛΗΣΤΕΡΟΛΑΙΜΙΑ
ΑΠΟΤΕΛΕΣΜΑΤΑ ΜΕΛΕΤΗΣ ΑΣΘΕΝΩΝ-ΜΑΡΤΥΡΩΝ
Χ.Μ. Καστορίνη,1,2 Χ. Μηλιώνης,1 Μ. Κωσταπάνος,1 Σ. Μπίτση,2 Β. Ευθυμίου,2 Π. Σάββαρη,4
Β. Νικολάου,3 Κ. Βέμμος,4 Ι. Γουδέβενος,1 Δ.Β. Παναγιωτάκος2
1
3
Ιατρική Σχολή, Πανεπιστήμιο Ιωαννίνων, Ιωάννινα, 2Τμήμα Επιστήμης Διαιτολογίας-Διατροφής, Χαροκόπειο Πανεπιστήμιο
Καρδιολογική Κλινική, Γενικό Νοσοκομείο «Κοργιαλένειο-Μπενάκειο, Ελληνικός Ερυθρός Σταυρός (ΕΕΣ)», 4Μονάδα Αγγειακών
Εγκεφαλικών Επεισοδίων, Θεραπευτική Κλινική, Πανεπιστημίου Αθηνών, Γενικό Νοσοκομείο «Αλεξάνδρα», Αθήνα
Εισαγωγή-Σκοπός: Ο ρόλος της Μεσογειακής διατροφής
σχετικά με την εμφάνιση στεφανιαίας νόσου έχει μελετηθεί αρκετά, ωστόσο η σχέση μεταξύ της υιοθέτησης της
Μεσογειακής διατροφής και της ανάπτυξης εγκεφαλικών επεισοδίων δεν έχει πλήρως κατανοηθεί. Σκοπός της παρούσας
εργασίας είναι η αξιολόγηση της σχέσης μεταξύ της υιοθέτησης της Μεσογειακής διατροφής και της εμφάνισης ισχαιμικού εγκεφαλικού επεισοδίου σε άτομα με ή χωρίς υπερχοληστερολαιμία. Υλικό-Μέθοδος: Κατά τη διάρκεια 2009–2010,
1000 συμμετέχοντες εντάχθηκαν στη μελέτη: 250 διαδοχικοί
ασθενείς με πρώτη εκδήλωση οξέος στεφανιαίου συνδρόμου,
250 διαδοχικοί ασθενείς με πρώτη εκδήλωση ισχαιμικού εγκεφαλικού επεισοδίου και 500 υγιή άτομα, εξομοιωμένα κατά
φύλο και ηλικία με τους ασθενείς. Καταγράφηκαν κοινωνικοδημογραφικά, κλινικά, ψυχολογικά, διατροφικά και άλλα χα© 2011 Ελληνική Εταιρεία Αθηροσκλήρωσης
ρακτηριστικά του τρόπου ζωής των συμμετεχόντων. Η υιοθέτηση της Μεσογειακής διατροφής αξιολογήθηκε με τη χρήση
του MedDietScore (θεωρητικό εύρος: 0–55). Αποτελέσματα:
Μετά από έλεγχο για ποικίλους συγχυτικούς παράγοντες, η
υιοθέτηση της Μεσογειακής διατροφής συσχετίστηκε με 16%
μικρότερη πιθανότητα εκδήλωσης ισχαιμικού εγκεφαλικού
επεισοδίου σε άτομα χωρίς υπερχοληστερολαιμία (95%ΔΕ:
0,84–0,96) και 12% μικρότερη πιθανότητα εκδήλωσης ισχαιμικού εγκεφαλικού επεισοδίου σε άτομα με υπερχοληστερολαιμία (95%ΔΕ: 0,81–0,96). Συμπεράσματα: Τα ευρήματα της παρούσας εργασίας διευρύνουν την υπάρχουσα γνώση αναφορικά με τα καρδιοπροστατευτικά οφέλη από την υιοθέτηση της
Μεσογειακής διατροφής, αναδεικνύοντας την προστατευτική
της δράση σχετικά με την εκδήλωση ισχαιμικού εγκεφαλικού
επεισοδίου ακόμα και σε άτομα με υπερχοληστερολαιμία.
Hellenic Journal of Atherosclerosis 2(4)
257
ΠΑ34
ΑΝΤΙΣΤΡΟΦΗ ΣΧΕΣΗ ΤΗΣ ΔΙΑΡΚΕΙΑΣ ΜΕΤΑΞΥ ΔΕΙΠΝΟΥ ΚΑΙ ΥΠΝΟΥ ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ
ΜΕ ΤΗΝ ΠΑΡΟΥΣΙΑ ΙΣΧΑΙΜΙΚΩΝ ΕΓΚΕΦΑΛΙΚΩΝ ΕΠΕΙΣΟΔΙΩΝ:
ΑΠΟΤΕΛΕΣΜΑΤΑ ΜΕΛΕΤΗΣ ΑΣΘΕΝΩΝ-ΜΑΡΤΥΡΩΝ
Χ.Μ. Καστορίνη,1,2 Χ. Μηλιώνης,1 Δ. Κάντας,1 Α. Λιτσαρδοπούλου,2 Α. Κατσαρού,2
Α. Βέμμου,4 Β. Νικολάου,3 Κ. Βέμμος,4 Ι. Γουδέβενος,1 Δ.Β. Παναγιωτάκος2
1
3
Ιατρική Σχολή, Πανεπιστήμιο Ιωαννίνων, Ιωάννινα, 2Τμήμα Επιστήμης Διαιτολογίας-Διατροφής, Χαροκόπειο Πανεπιστήμιο
Καρδιολογική Κλινική, Γενικό Νοσοκομείο «Κοργιαλένειο-Μπενάκειο, Ελληνικός Ερυθρός Σταυρός (ΕΕΣ)», 4Μονάδα Αγγειακών
Εγκεφαλικών Επεισοδίων, Θεραπευτική Κλινική, Πανεπιστημίου Αθηνών, Γενικό Νοσοκομείο «Αλεξάνδρα», Αθήνα
Εισαγωγή-Σκοπός: Σκοπός της παρούσας εργασίας ήταν να
αξιολογηθεί η σχέση μεταξύ της διάρκειας του χρόνου που μεσολαβεί από τη λήξη του δείπνου μέχρι τον βραδινό ύπνο, όσον
αφορά την παρουσία οξέων στεφανιαίων συνδρόμων (ΟΣΣ)
και ισχαιμικών εγκεφαλικών επεισοδίων. Υλικό-Μέθοδος:
Κατά τη διάρκεια 2009–2010, 1000 συμμετέχοντες εντάχθηκαν στη μελέτη: 250 διαδοχικοί ασθενείς με πρώτη εκδήλωση
ΟΣΣ, 250 διαδοχικοί ασθενείς με πρώτη εκδήλωση ισχαιμικού
εγκεφαλικού επεισοδίου και 500 υγιή άτομα, εξομοιωμένα
κατά φύλο και ηλικία με τους ασθενείς. Καταγράφηκαν κοινωνικο-δημογραφικά, κλινικά, ψυχολογικά, διατροφικά και άλλα
χαρακτηριστικά του τρόπου ζωής των συμμετεχόντων. Οι διατροφικές συνήθειες αξιολογήθηκαν με χρήση ερωτηματολογίου συχνότητας κατανάλωσης τροφίμων, ενώ οι συνήθειες του
ύπνου με ειδικό ερωτηματολόγιο. Αποτελέσματα: Μετά από
έλεγχο για ποικίλους συγχυτικούς παράγοντες (ηλικία, φύλο,
φυσική δραστηριότητα, ΔΜΣ, κάπνισμα, MedDietScore, οικογενειακό ιστορικό καρδιαγγειακής νόσου, ατομικό ιστορικό
υπέρτασης, υπερχοληστερολαιμίας και σακχαρώδους διαβή-
τη), οι συμμετέχοντες που δήλωσαν ότι μεταξύ δείπνου και
ύπνου μεσολαβούν 60–120 min (δεύτερο τεταρτημόριο) είχαν
63% μικρότερη πιθανότητα παρουσίας εγκεφαλικού επεισοδίου (95%ΔΕ: 0,19–0,73) σε σχέση με τη μεσολάβηση λιγότερο
από μιας ώρας (πρώτο τεταρτημόριο), εκείνοι που δήλωσαν
ότι μεσολαβούν 120–180 min (τρίτο τεταρτημόριο) είχαν 70%
μικρότερη πιθανότητα (95%ΔΕ: 0,14–0,64), ενώ οι συμμετέχοντες που δήλωσαν ότι μεσολαβούν πάνω από 180 min (τέταρτο
τεταρτημόριο) είχαν 69% μικρότερη πιθανότητα εκδήλωσης
εγκεφαλικού επεισοδίου (95% ΔΕ: 0,13–0,74) συγκριτικά με το
πρώτο τεταρτημόριο. Παρόμοιες τάσεις, χωρίς όμως σημαντικές συσχετίσεις, παρατηρήθηκαν αναφορικά με τη διάρκεια
του χρονικού διαστήματος μεταξύ δείπνου και ύπνου και της
πιθανότητας εμφάνισης ΟΣΣ. Συμπεράσματα: Η μεσολάβηση
διαστήματος μεγαλύτερου της μίας ώρας μεταξύ δείπνου και
ύπνου, φαίνεται να έχει προστατευτικό αποτέλεσμα σχετικά
με την εμφάνιση εγκεφαλικού επεισοδίου, μια παρατήρηση η
οποία αξίζει περαιτέρω μελέτης, για την ένταξή της ως σύσταση στην καθημερινή κλινική πράξη.
ΠΑ35
ΠΑΡΑΓΟΝΤΕΣ ΚΙΝΔΥΝΟΥ ΓΙΑ ΙΣΧΑΙΜΙΚΟ ΑΓΓΕΙΑΚΟ ΕΓΚΕΦΑΛΙΚΟ ΕΠΕΙΣΟΔΙΟ
ΣΕ ΥΠΕΡΤΑΣΙΚΟΥΣ ΑΣΘΕΝΕΙΣ
Κ. Τζιόμαλος, Μ. Μπαλτατζή, Μ. Αποστολοπούλου, Η. Ευθυμίου, Κ. Ψιάνου, Δ. Μάγκου,
Σ. Μπουζιανά, Ν. Κατσίκη, Γ. Ντάιος, Χ. Σαββόπουλος, Α.Ι. Χατζητόλιος
Α' Προπαιδευτική Παθολογική Κλινική, Ιατρικής Σχολής Αριστοτελείου Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης,
Νοσοκομείο ΑΧΕΠΑ, Θεσσαλονίκη
Εισαγωγή-Σκοπός: Η αρτηριακή υπέρταση είναι ο κυριότερος τροποποιήσιμος παράγοντας κινδύνου για ισχαιμικό αγγειακό εγκεφαλικό επεισόδιο (ΑΕΕ). Ωστόσο, και άλλοι παράγοντες αυξάνουν την επίπτωση των ΑΕΕ. Σκοπός της παρούσας μελέτης ήταν η εκτίμηση των παραγόντων κινδύνου για
ΑΕΕ σε υπερτασικούς ασθενείς. Υλικό-Μέθοδος: Αναλύθηκε
η πιο πρόσφατη επίσκεψη στο υπερτασιολογικό ιατρείο της
κλινικής μας 1810 υπερτασικών ασθενών (40,4% άνδρες,
μέση ηλικία 56,5±13,5 έτη). Αποτελέσματα: Ογδόντα δύο
ασθενείς (4,5%) είχαν ιστορικό ΑΕΕ. Οι ασθενείς αυτοί ήταν
πιο ηλικιωμένοι (61,1±12,7 έναντι 56,3±13,5 έτη, p<0,005), είχαν σε μεγαλύτερο ποσοστό σακχαρώδη διαβήτη (ΣΔ, 31,2
έναντι 7,4%, p<0,001) και είχαν οριακά μικρότερο δείκτη μάζας σώματος (28,2±3,9 έναντι 30,2±5,7 kg/m2, p=0,055) από
τους ασθενείς χωρίς ιστορικό ΑΕΕ. Αντίθετα, τα επίπεδα LDL
χοληστερόλης (p=0,73), HDL χοληστερόλης (p=0,51) και τρι-
γλυκεριδίων (p=0,66) δεν διέφεραν μεταξύ των 2 ομάδων.
Επιπλέον, η συστολική και η διαστολική αρτηριακή πίεση
ήταν παρόμοιες στις 2 ομάδες (p=0,43 και p=0,47 αντίστοιχα). Συμπεράσματα: Η παρούσα μελέτη χρονικής στιγμής
υποδεικνύει ότι η ηλικία και ο ΣΔ είναι οι σημαντικότεροι παράγοντες κινδύνου για ΑΕΕ σε υπερτασικούς ασθενείς. Ο επιπολασμός του ΑΕΕ είναι υψηλός ακόμα και σε σχετικά νεαρής
ηλικίας υπερτασικούς ασθενείς. Η τάση για ανάστροφη σχέση
μεταξύ του δείκτη μάζας σώματος και ΑΕΕ πιθανώς οφείλεται
στην υποθρεψία μετά το ΑΕΕ. Σε συμφωνία με προηγούμενες
μελέτες στον γενικό πληθυσμό, η δυσλιπιδαιμία δεν φαίνεται
να εμφανίζει ισχυρή σχέση με την εμφάνιση ΑΕΕ. Με δεδομένη την προοδευτική γήρανση του πληθυσμού, η πρόληψη και
η επιθετική αντιμετώπιση της υπέρτασης και του ΣΔ, ιδιαίτερα όταν συνυπάρχουν, είναι απαραίτητες για την ελάττωση
της επίπτωσης των ΑΕΕ.
© 2011 Ελληνική Εταιρεία Αθηροσκλήρωσης
258
Ελληνική Επιθεώρηση Αθηροσκλήρωσης 2(4)
ΠΑ36
ΑΠΟΔΟΜΗΣΗ ΤΩΝ ΣΥΝΙΣΤΩΣΩΝ ΤΟΥ MEDDIETSCORE ΣΤΗΝ ΕΚΤΙΜΗΣΗ ΤΗΣ ΠΙΘΑΝΟΤΗΤΑΣ
ΕΜΦΑΝΙΣΗΣ ΟΞΕΟΣ ΣΤΕΦΑΝΙΑΙΟΥ ΣΥΝΔΡΟΜΟΥ
ΔΙΑΚΡΙΝΟΥΣΑ ΑΝΑΛΥΣΗ
Β. Ευθυμίου,1 Χ.Μ. Καστορίνη,1,2 Χ. Μηλιώνης,2 Ε. Τριχιά,1 Σ. Μπίτση,1 Ε. Κορομπόκη,4
Β. Νικολάου,3 Κ. Βέμμος,4 Ι. Γουδέβενος,2 Δ. Παναγιωτάκος1
1
Τμήμα Επιστήμης Διαιτολογίας-Διατροφής, Χαροκόπειο Πανεπιστήμιο, Αθήνα, 2Ιατρική Σχολή, Πανεπιστήμιο Ιωαννίνων, Ιωάννινα
3
Καρδιολογική Κλινική, Γενικό Νοσοκομείο «Κοργιαλένειο-Μπενάκειο, Ελληνικός Ερυθρός Σταυρός (ΕΕΣ)», 4Μονάδα Αγγειακών
Εγκεφαλικών Επεισοδίων, Θεραπευτική Κλινική Πανεπιστημίου Αθηνών, Γενικό Νοσοκομείο «Αλεξάνδρα», Αθήνα
Εισαγωγή-Σκοπός: Στην υπάρχουσα βιβλιογραφία, οι περισσότεροι διατροφικοί δείκτες είναι μη σταθμισμένοι. Η παρούσα μελέτη στοχεύει στην αποδόμηση των συνιστωσών του
MedDietScore στην εκτίμηση της πιθανότητας εμφάνισης οξέος στεφανιαίου συνδρόμου (ΟΣΣ) και στην επακόλουθη ταξινόμησή τους, με απώτερο σκοπό την κατασκευή ενός σταθμικού
διατροφικού δείκτη. Υλικό-Μέθοδος: Κατά το διάστημα 1-102009 έως 31-12-2010, εντάχθηκαν στη μελέτη 250 διαδοχικοί
ασθενείς (60,24±12,18 ετών, 208 άνδρες) με πρώτη εκδήλωση
ΟΣΣ και 500 τυχαία επιλεγμένοι υγιείς, εξομοιωμένοι ως προς
το φύλο και την ηλικία (62,43±13,39 ετών, 311 άνδρες). Η προσκόλληση στη Μεσογειακή Διατροφή αξιολογήθηκε μέσω του
διατροφικού δείκτη MedDietScore (θεωρητικό εύρος: 0–55).
Αποτελέσματα: Σύμφωνα με τη διακρίνουσα ανάλυση, ο δείκτης MedDietScore ερμηνεύει την παρουσία ΟΣΣ σε ποσοστό
9,5% (Lambda=0,905, p<0,001). Αντίστοιχα, στατιστικά σημαντι-
κά αποτελέσματα προέκυψαν για τις συνιστώσες «φρούτα και
χυμοί», «λαχανικά και σαλάτες», «κόκκινο κρέας και προϊόντα»
και «πουλερικά». Μετά από έλεγχο για πιθανούς συγχυτικούς
παράγοντες, η πολλαπλή λογαριθμική παλινδρόμηση έδειξε
ότι αύξηση του MedDietScore κατά 1/55 μονάδα συσχετίζεται
με 6% μειωμένη πιθανότητα (95% ΔΕ=0,89–0,98) παρουσίας
ΟΣΣ. Παρομοίως, οι συνιστώσες «φρούτα και χυμοί», «λαχανικά
και σαλάτες» και «κόκκινο κρέας και προϊόντα» σχετίστηκαν με
μειωμένη πιθανότητα παρουσίας ΟΣΣ. Συμπεράσματα: Η υιοθέτηση της Μεσογειακής διατροφής σχετίζεται αντίστροφα με
την παρουσία ΟΣΣ. Οι συνιστώσες του MedDietScore μπορούν
να ταξινομηθούν κατά σειρά φθίνουσας ικανότητας ερμηνείας
του ΟΣΣ ως εξής: (α) «φρούτα και χυμοί», (β) «λαχανικά και σαλάτες», (γ) «κόκκινο κρέας και προϊόντα» και (δ) «πουλερικά». Η
στάθμιση του δείκτη με ειδικά βάρη μπορεί να οδηγήσει στη
δημιουργία ενός αρτιότερου εργαλείου ανίχνευσης του ΟΣΣ.
ΠΑ37
PREVALENCE OF CARDIOVASCULAR DISEASE RISK FACTORS AND ESTIMATED 10-YEAR
CARDIOVASCULAR RISK, USING VARIOUS EQUATIONS, IN GREEK MEN
AND WOMEN WITH METABOLIC SYNDROME*
T. Chimonas, V. Athyros, E.S. Ganotakis, V. Nikolaou, D. Panagiotakos, D. Mikhailidis, M. Elisaf
Hellenic Atherosclerosis Society
Background: The aim of the study was to evaluate gender 10-year risk for fatal CVD events using HellenicSCORE was
differences in CVD risk factor prevalence and estimated the almost twofold higher in men (7.9±6.1% vs. 4.0±3.5%; p<0.001).
10-year CVD risk in people with MetS in Greece. Patients- Similar results were observed using the ESC SCORE and the
Methods: A random sample of 846 Greek men and 1221 Framingham models. Moreover, the 3 risk estimation models
women with MetS (NCEP ATPIII), but without diabetes mellitus demonstrated good agreement in classifying people into risk
or established CVD, was selected. Ten-year risk estimates for categories. Conclusions: Different factors characterized MetS
fatal CVD were calculated using 3 different risk equations, in men and women. Men were at a significantly higher risk for
the HellenicSCORE, the ESC SCORE and the Framingham CVD.
models. Results: Blood pressure and triglyceride criteria
were more common in men (89.8 vs. 85.9% and 87.0 vs. 75.3%,
respectively; p<0.001), whereas high density lipoprotein * for the Assessing The Treatment Effect in Metabolic Syndrome
Without Perceptible diabeTes (ATTEMPT) Collaborative
cholesterol and abdominal obesity were more common in
women (58.6% vs. 65.1% and 84.0% vs. 97.0%, p<0.001). The
Group
© 2011 Ελληνική Εταιρεία Αθηροσκλήρωσης
Hellenic Journal of Atherosclerosis 2(4)
259
ΠΑ38
ΔΙΕΡΕΥΝΗΣΗ ΤΗΣ ΠΑΡΟΥΣΙΑΣ ΚΑΙ ΤΟΥ ΒΑΘΜΟΥ ΣΟΒΑΡΟΤΗΤΑΣ
ΤΗΣ ΣΤΕΦΑΝΙΑΙΑΣ ΝΟΣΟΥ ΜΕ ΒΑΣΗ ΤΟ ΛΙΠΙΔΑΙΜΙΚΟ ΠΡΟΦΙΛ
ΤΩΝ ΛΙΠΟΠΡΩΤΕΪΝΩΝ ΤΟΥ ΠΛΑΣΜΑΤΟΣ
Χ. Κωσταρά,1 Α. Παπαθανασίου,2 Μ.Τ. Cung,3 Μ. Ελισάφ,2 Ι. Γουδέβενος,2 Ε. Μπαϊρακτάρη1
1
Εργαστήριο Κλινικής Χημείας, 2Τομέας Παθολογίας, Ιατρική Σχολή, Πανεπιστήμιο Ιωαννίνων, Ιωάννινα,
3
Laboratoire de Chimie-Physique Macromoleculaire, CNRS-INPL, ENSIC, 54001 Nancy Cedex, France
Εισαγωγή-Σκοπός: Οι διαταραχές του μεταβολισμού των λιποπρωτεϊνών του πλάσματος και κατά συνέπεια της λιπιδιακής
τους σύστασης αποτελούν παράγοντα κινδύνου για την εμφάνιση πρώιμης στεφανιαίας νόσου. Η φασματοσκοπία 1H-NMR
είναι μια μη επεμβατική απεικονιστική τεχνική για τη μελέτη
της λιπιδιακής σύστασης. Στην παρούσα μελέτη, διερευνήθηκε η συμβολή του λιπιδαιμικού προφίλ των λιποπρωτεϊνών
στην ανίχνευση της παρουσίας και του βαθμού σοβαρότητας
της στεφανιαίας νόσου. Υλικό-Μέθοδος: Συλλέχθηκαν δείγματα ορού από 159 ασθενείς με στεφανιαία νόσο: 30 με νόσο
1-αγγείου, 29 με νόσο 2-αγγείων και 40 με νόσο 3-αγγείων
και 60 ασθενείς με φυσιολογικά αγγεία. Εκχυλίστηκαν τα λιπίδια των HDL και non-HDL λιποπρωτεϊνών και το λιπιδαιμικό
προφίλ τους καταγράφηκε με φασματοσκοπία 1H-NMR. Για
την πρόβλεψη της παρουσίας και του βαθμού σοβαρότητας
της νόσου δημιουργήθηκαν ισχυρά στατιστικά μοντέλα με
εφαρμογή τεχνικών αναγνώρισης προτύπων. Αποτελέσματα:
Παρατηρήθηκαν σημαντικές διαφορές στο λιπιδαιμικό προφίλ των λιποπρωτεϊνών των ασθενών με νόσο και αυτών με
φυσιολογικά αγγεία, καθώς και μεταξύ των 3 υπο-ομάδων των
ασθενών. Τα συστατικά των λιπιδίων των λιποπρωτεϊνών τα
οποία κυρίως χαρακτήριζαν τα αρχικά στάδια της νόσου ήταν
τα κορεσμένα, ακόρεστα και ω-3 λιπαρά οξέα, ο αριθμός των
λιπαρών οξέων, η σφιγγομυελίνη, φωσφατιδυλοχολίνη, χοληστερόλη και το λινελαϊκό οξύ. Η περαιτέρω εξέλιξη της νόσου συνοδεύεται κυρίως από αυξημένα επίπεδα κορεσμένων
λιπαρών οξέων, αριθμού λιπαρών οξέων, χοληστερόλης (στα
non-HDL σωματίδια) και μειωμένα επίπεδα ακόρεστων και
ω-3 λιπαρών οξέων, βαθμού ακορεστότητας και φωσφολιπιδίων
(φωσφατιδυλοχολίνης και σφιγγομυελίνης). Συμπεράσματα: Η
καταγραφή του λιπιδαιμικού προφίλ των αθηρογόνων και αντιαθηρογόνων λιποπρωτεϊνών του πλάσματος θα μπορούσε να
αναδείξει, μη επεμβατικά, λιπιδαιμικούς δείκτες για την παρουσία αλλά και τον βαθμό σοβαρότητας της νόσου.
ΠΑ39
Η ΠΡΟΓΝΩΣΤΙΚΗ ΑΞΙΑ ΤΗΣ ΣΥΣΤΟΛΙΚΗΣ ΛΕΙΤΟΥΡΓΙΑΣ ΤΗΣ ΔΕΞΙΑΣ ΚΟΙΛΙΑΣ ΤΡΟΠΟΠΟΙΕΙΤΑΙ
ΑΠΟ ΤΟ ΕΠΙΠΕΔΟ ΤΗΣ ΝΕΦΡΙΚΗΣ ΔΥΣΛΕΙΤΟΥΡΓΙΑΣ ΣΕ ΑΣΘΕΝΕΙΣ
ΜΕ ΝΕΟΔΙΑΓΝΩΣΘΕΙΣΑ ΣΥΣΤΟΛΙΚΗ ΚΑΡΔΙΑΚΗ ΑΝΕΠΑΡΚΕΙΑ
Χ. Χρυσοχόου, Χ. Αντωνίου, Ι. Κοτρογίαννης, Γ. Μεταλληνός, Α. Αγγελής, Ι. Ανδρέου,
Σ. Μπρίλη, Δ. Τούσουλης, Χ. Πίτσαβος, Χ. Στεφανάδης
Μονάδα Καρδιακής Ανεπάρκειας, Α' Καρδιολογική Κλινική, Πανεπιστημίου Αθηνών, «Ιπποκράτειο» Νοσοκομείο, Αθήνα
Εισαγωγή-Σκοπός: Η συστολική λειτουργία της δεξιάς κοιλίας έχει αναγνωρισθεί ως σημαντικός προγνωστικός παράγοντας στην χρονία καρδιακή ανεπάρκεια. Μελετήσαμε
την επίπτωση στην πρόγνωση της συστολικής λειτουργίας
της δεξιάς κοιλίας, εκτιμηθείσας βάσει της μεγίστης συστολικής ταχύτητας του πλαγίου τριγλωχινικού δακτυλίου, σε
ασθενείς με νεοδιαγνωσθείσα συστολική καρδιακή ανεπάρκεια. Υλικό-Μέθοδος: 180 συνεχόμενοι ασθενείς (17% θήλεις, μέση ηλικία 64±14 έτη) με νεοδιαγνωσθείσα καρδιακή
ανεπάρκεια ενετάχθησαν στην μελέτη. Μετά την κλινική
σταθεροποίηση διενεργήθηκε ηχωκαρδιογραφική αξιολόγηση της λειτουργίας αμφοτέρων των κοιλιών. Μετρήσεις
ιστικού Doppler ελήφθησαν από τον τριγλωχινικό δακτύλιο
και καταγράφηκε η μεγίστη ταχύτητα κατά την συστολή
(Stv). Οι ασθενείς παρακολουθήθηκαν για δύο έτη και καταγράφηκαν τα κλινικά συμβάματα (θάνατοι ή νοσηλείες λόγω
καρδιακής ανεπάρκειας). Αποτελέσματα: Κατά την παρακολούθηση 79 ασθενείς (44%) εμφάνισαν κλινικά συμβάματα.
Παρατηρήθηκε η ύπαρξη ανάστροφης συσχέτισης μεταξύ
της Stv και της πιθανότητας κλινικού συμβάματος (OR=87%,
95% Όρια Αξιοπιστίας 0,346–1.000). Αυτή η συσχέτιση παρέμεινε στατιστικώς σημαντική (p=0,044) μετά την διόρθωση
για πιθανούς συγχυτικούς παράγοντες˙ ωστόσο, η Stv απώλεσε τη στατιστική σημαντικότητα σε ασθενείς με διαταραγμένη νεφρική λειτουργία (οριζόμενη ως CrCl<60 mL/min).
Κανένας άλλος δείκτης συστολικής ή διαστολικής λειτουργίας δεν έφθασε σε επίπεδα στατιστικής σημαντικότητας κατά
την πολυπαραγοντική ανάλυση. Η αιτιολογία της καρδιακής
ανεπάρκειας ωστόσο βρέθηκε στατιστικώς σημαντική, με
την ισχαιμική να συσχετίζεται με περισσότερα συμβάματα
(OR=8,096, 95%CI 1.382–47.422). Συμπεράσματα: Οι μετρήσεις με ιστικό Doppler της μεγίστης ταχύτητας του πλαγίου
τριγλωχινικού δακτυλίου, που αντανακλούν τη συστολική
λειτουργία της δεξιάς κοιλίας, έχουν προγνωστική αξία σε
νεοδιαγνωσθέντες ασθενείς με συστολική καρδιακή ανεπάρκεια και διατηρημένη νεφρική λειτουργία, μετά τη διόρθωση
για συγχυτικούς παράγοντες, εκτιμώντας την πιθανότητα
θανάτου ή νοσηλείας λόγω καρδιακής ανεπάρκειας.
© 2011 Ελληνική Εταιρεία Αθηροσκλήρωσης
260
Ελληνική Επιθεώρηση Αθηροσκλήρωσης 2(4)
ΠΑ40
ΑΞΙΟΛΟΓΗΣΗ ΤΗΣ ΑΝΤΙΛΗΨΗΣ ΤΗΣ ΣΠΟΥΔΑΙΟΤΗΤΑΣ ΤΩΝ ΠΑΡΑΓΟΝΤΩΝ ΚΑΡΔΙΑΓΓΕΙΑΚΟΥ
ΚΙΝΔΥΝΟΥ ΑΠΟ ΑΣΘΕΝΕΙΣ ΜΕ ΠΡΩΤΗ ΕΚΔΗΛΩΣΗ ΚΑΡΔΙΑΓΓΕΙΑΚΗΣ ΝΟΣΟΥ
ΚΑΙ ΑΠΟ ΥΓΙΗ ΑΤΟΜΑ: ΑΠΟΤΕΛΕΣΜΑΤΑ ΜΕΛΕΤΗΣ ΑΣΘΕΝΩΝ-ΜΑΡΤΥΡΩΝ
Χ.Μ. Καστορίνη,1,2 Χ. Μηλιώνης,1 Ε. Γεωργουσοπούλου,2 Α. Ιωαννίδη,2 Δ. Κάντας,1
Α. Κατσαρού,2 Β. Νικολάου,3 Κ. Βέμμος,4 Ι. Γουδέβενος,1 Δ.Β. Παναγιωτάκος2
1
Ιατρική Σχολή, Πανεπιστήμιο Ιωαννίνων, Ιωάννινα, 2Τμήμα Επιστήμης Διαιτολογίας-Διατροφής, Χαροκόπειο Πανεπιστήμιο Αθηνών
3
Καρδιολογική Κλινική, Γενικό Νοσοκομείο «Κοργιαλένειο-Μπενάκειο, Ελληνικός Ερυθρός Σταυρός (ΕΕΣ)», 4Μονάδα Αγγειακών
Εγκεφαλικών Επεισοδίων, Θεραπευτική Κλινική, Πανεπιστημίου Αθηνών, Γενικό Νοσοκομείο «Αλεξάνδρα», Αθήνα
Εισαγωγή-Σκοπός: Σκοπός της παρούσας εργασίας είναι η
αξιολόγηση της αντίληψης της σπουδαιότητας των παραγόντων κινδύνου για την εκδήλωση καρδιαγγειακών νοσημάτων από ασθενείς με πρώτη εκδήλωση οξέος στεφανιαίου
συνδρόμου (ΟΣΣ), ισχαιμικού εγκεφαλικού επεισοδίου (AEE)
και από υγιή άτομα. Υλικό-Μέθοδος: Κατά τη διάρκεια
2009–2010, 1000 συμμετέχοντες εντάχθηκαν στη μελέτη: 250
διαδοχικοί ασθενείς με πρώτη εκδήλωση ΟΣΣ, 250 διαδοχικοί ασθενείς με πρώτη εκδήλωση ισχαιμικού ΑΕΕ και 500 υγιή
άτομα, εξομοιωμένα κατά φύλο και ηλικία με τους ασθενείς.
Καταγράφηκαν κοινωνικο-δημογραφικά, κλινικά, ψυχολογικά,
διατροφικά και άλλα χαρακτηριστικά του τρόπου ζωής των
συμμετεχόντων. Επίσης αξιολογήθηκε η σπουδαιότητα 8 παραγόντων καρδιαγγειακού κινδύνου: οικογενειακό ιστορικό,
ατομικό ιστορικό σακχαρώδους διαβήτη, υπεροχληστερολαιμίας ή υπέρτασης, υπερβάλλον σωματικό βάρος, κάπνισμα,
παθητικό κάπνισμα, καθιστική ζωή, άγχος, κακή διατροφή,
με χρήση κλίμακας από 1–9, μεγαλύτερες τιμές υποδηλώνουν
μεγαλύτερη επίδραση του παράγοντα. Αποτελέσματα: Οι
ασθενείς με ΟΣΣ θεωρούν σπουδαιότερο παράγοντα καρδιαγγειακού κινδύνου το άγχος, ενώ ακολουθούν το κάπνισμα
και η κακή διατροφή. Οι ασθενείς με ισχαιμικό ΑΕΕ θεωρούν
σημαντικότερο παράγοντα το κάπνισμα, σε δεύτερη θέση
ακολουθεί η παρουσία σακχαρώδους διαβήτη, υπερχοληστερολαιμίας ή υπέρτασης και τρίτη θέση έχει το υπερβάλλον
βάρος. Οι υγιείς πιστεύουν πως σημαντικότερος παράγοντας
για την εμφάνιση καρδιαγγειακής νόσου είναι το κάπνισμα,
ενώ ακολουθούν το αυξημένο άγχος και η κακή διατροφή. Τα
άτομα με ΟΣΣ, και υγιείς θεωρούν λιγότερο σημαντικό παράγοντα το παθητικό κάπνισμα, ενώ οι ασθενείς με ΑΕΕ το
οικογενειακό ιστορικό. Συμπεράσματα: Παρατηρούνται διαφορές στις αντιλήψεις για τη σοβαρότητα των παραγόντων
καρδιαγγειακού κινδύνου σε ασθενείς με πρώτη εκδήλωση
καρδιαγγειακής νόσου και υγιείς, αναδεικνύοντας τον ρόλο
της κατάστασης υγείας για την προτεραιότητα που δίνουν τα
άτομα στους παράγοντες κινδύνου.
ΠΑ41
IMPROVING THE IMPLEMENTATION OF CURRENT GUIDELINES FOR THE MANAGEMENT OF FOUR
MAJOR CORONARY ARTERY DISEASE RISK FACTORS BY VEERING OLD HABITS
THE IMPERATIVE RENAL ANALYSIS*
V.G. Athyros, A.I. Hatzitolios, A. Karagiannis, N. Katsiki, K. Tziomalos, D. Petridis,
C. Savopoulos, T.D. Didangelos, A. Kakafika, D.P. Mikhailidis
2nd DYPE, Hellenic Atherosclerosis Society, Greek Society of General Practitioners, Greece
Aim: To prospectively assess the short-term effect of Treatment strategy induced an enhanced compliance to
multifactorial treatment on renal function and serum uric lifestyle measures and use of evidence-based medication,
acid levels (SUA) in patients with stage 3 chronic kidney including a statin. Multifactorial treatment was related to an
disease (CKD) and multiple cardiovascular disease (CVD) risk increase in eGFR by 5.6% (p<0.001) in those patients and a
factors, including dyslipidemia, diabetes mellitus, arterial reduction by 6.1% (p<0.001) in SUA levels. From patients 127
hypertension or metabolic syndrome. Patients-Methods: This (10%) returned to stage 2 CKD and only 9 (0.7%) advanced to
is joint post hoc analysis of 5 different “best practice” studies stage 4 CKD by the end of the 6-month study period. There
that included 4,083 patients with multiple CVD risk factors. were no major side-effect of drug treatment. Conclusions:
Estimated glomerular filtration rate (eGFR) was assessed using Multitargeted treatment in patients with several CVD risk
the MDRD formula. Stage 3 CKD patients were characterized factors may improve renal function and reduce SUA as soon as
those with an eGFR ranging from 30–59 mL/min/1.73 m2. 6 months, offsetting thus early two potential CVD risk factors
There was a baseline visit, followed by a concerted effort in patients already exposed to high CVD risk.
from previously trained physicians to improve adherence to
lifestyle advice and optimize drug treatment for all vascular
risk factors. After 6 months the patients were re-evaluated.
Results: From 4,083 patients 1,235 had stage 3 CKD (30%). * for the IMPERATIVE Collaborative Group.
© 2011 Ελληνική Εταιρεία Αθηροσκλήρωσης
Α Ν Α Ρ Τ Η Μ Ε Ν Ε Σ
Α Ν Α Κ Ο Ι Ν Ω Σ Ε Ι Σ
Ελληνική Επιθεώρηση Αθηροσκλήρωσης 2(4):261–298
Hellenic Journal of Atherosclerosis 2(4):261–298
ΑΑ1
ASSOCIATION BETWEEN THE CHANGES IN RENAL FUNCTION AND SERUM URIC ACID LEVELS
DURING MULTIFACTORIAL INTERVENTION AND CLINICAL OUTCOME IN PATIENTS WITH
METABOLIC SYNDROME: A POST HOC ANALYSIS OF THE ATTEMPT STUDY*
V. Athyros, A. Karagiannis, E.S. Ganotakis, K. Paletas, V. Nicolaou, G. Bacharoudis,
K. Tziomalos, T. Alexandrides, E.N. Liberopoulos, D.P. Mikhailidis
Hellenic Atherosclerosis Society, Greece
Aim: To assess the effects of long-term multifactorial
intervention on renal function and serum uric acid (SUA)
levels and their association with estimated cardiovascular
disease (eCVD) risk and actual CVD events. PatientsMethods: This prospective, randomized, target-driven
study included 1,123 subjects (45.6% men, age 45–65 years)
with metabolic syndrome (MetS) but without diabetes or
CVD. Patients were randomized to multifactorial treatment.
Atorvastatin was titrated from 10–80 mg/d aiming at a low
density lipoprotein cholesterol (LDL-C) target of <100 mg/
dL (group A) or an LDL-C target of <130 mg/dL (group B).
Changes in estimated glomerular filtration rate (eGFR) and
SUA levels were recorded in all patients and in the subgroup
with stage 3 chronic kidney disease (CKD; eGFR = 30–59 ml/
min/1.73 m2; n=349). We used ANOVA to compare changes
within the same group, unpaired student-T test to compare
results between groups at specific time points and log-rank
test to compare event free survival. Results: The eCVD-
risk reduction was greater in group A. In the overall study
population, eGFR increased by 3.5% (p<0.001) and SUA levels
fell by 5.6% (p<0.001). In patients from group A with stage
3 CKD (group A1; n=172), eGFR increased by 11.1% (p<0.001)
from baseline in and by 7.5% (p<0.001) in group B1 (n=177;
p<0.001 vs the change in group A1). The corresponding fall in
SUA levels was 10.7% in group A1 (p<0.001 vs baseline) and
8.3% in group B1 (p<0.001 vs baseline and group A1). These
changes were mainly attributed to atorvastatin treatment.
Among the CKD stage 3 patients there were no CVD events
in group A1, while 6 events occurred in group B1 (p=0.014).
Conclusions: Multifactorial intervention in patients with
MetS without established CVD improved renal function and
reduced SUA levels. These changes were more prominent
in stage 3 CKD patients and might have contributed to the
reduction in eCVD risk and clinical events.
* for the ATTEMPT Collaborative Group
AΑ2
ΜΙΑ ΑΠΛΗ ΠΕΙΡΑΜΑΤΙΚΗ ΠΟΡΕΙΑ ΕΚΦΡΑΣΗΣ ΚΑΙ ΚΑΘΑΡΙΣΜΟΥ
ΤΗΣ ΑΝΘΡΩΠΙΝΗΣ ΑΝΑΣΥΝΔΥΑΣΜΕΝΗΣ ΑΠΟΛΙΠΟΠΡΩΤΕΪΝΗΣ Ε
Λ. Αργύρη,1 Β. Σκαμνάκη,1 Ε. Στρατίκος,2 Α. Χρόνη1
1
2
Ινστιτούτο Βιολογίας, Εθνικό Κέντρο Έρευνας Φυσικών Επιστημών «Δημόκριτος»
Εργαστήριο Χημείας Πρωτεϊνών, ΙΡΡΠ, Εθνικό Κέντρο Έρευνας Φυσικών Επιστημών «Δημόκριτος», Αθήνα
Εισαγωγή-Σκοπός: Η απολιποπρωτεΐνη Ε (αποΕ) είναι κύρια
πρωτεΐνη του συστήματος μεταφοράς λιπιδίων μέσω λιποπρωτεϊνών και παίζει σημαντικό ρόλο στην αθηροσκλήρωση,
τη δυσλιπιδαιμία, αλλά και σε διάφορες νευροπαθολογικές
πορείες. H αποΕ έχει τρεις κοινές ισόμορφες στους ανθρώπους, τις αποΕ2, αποΕ3 και αποΕ4. Η αποΕ4 είναι κύριος παράγοντας κινδύνου για τη νόσο Alzheimer, αλλά επίσης έχει
συσχετιστεί με την αθηροσκλήρωση των καρωτίδων και
είναι σημαντικός παράγοντας κινδύνου για τη στεφανιαία
νόσο. Στην παρούσα εργασία περιγράφουμε μια απλή πειραματική πορεία για την έκφραση και τον καθαρισμό της
ανασυνδυασμένης αποΕ4. Υλικό-Μέθοδος-Αποτελέσματα:
Η προσέγγισή μας βασίζεται στην έκφραση σε βακτήρια
της αποΕ4 που είναι συνδεδεμένη στο Ν-τελικό άκρο της με
ετικέτα θειορεδοξίνης και κατόπιν στην απομάκρυνση της
ετικέτας θειορεδοξίνης χρησιμοποιώντας την υψηλής ειδικότητας 3C πρωτεάση. Με αυτή τη μέθοδο αποφεύγονται τα
ακριβά, χρονοβόρα και κοπιώδη βήματα της λιπιδίωσης και
απολιπιδίωσης της αποΕ που είχαν χρησιμοποιηθεί μέχρι σήμερα για την παραγωγή αυτής της πρωτεΐνης από βακτήρια.
Η προσέγγισή μας οδηγεί στη γρήγορη, φθηνή και με υψηλή
απόδοση, παραγωγή δομικά και λειτουργικά σωστής αποΕ4,
όπως αποδεικνύεται από τη μέτρηση της δευτεροταγούς δομής, το προφίλ της θερμικής και χημικής αποδιάταξης, καθώς
και την κινητική της διαύγασης διαλύματος φωσφολιπιδικών
κυστιδίων. Συμπεράσματα: Η μέθοδός μας είναι κατάλληλη
για εργαστήρια με μικρή εμπειρία στη βιοχημεία των απολιποπρωτεϊνών και θα διευκολύνει μελλοντικές μελέτες πάνω
στον ρόλο της αποΕ στην παθογένεση της καρδιαγγειακής
νόσου, καθώς και της νόσου Alzheimer.
© 2011 Ελληνική Εταιρεία Αθηροσκλήρωσης
262
Ελληνική Επιθεώρηση Αθηροσκλήρωσης 2(4)
ΑΑ3
ΑΝΙΧΝΕΥΣΗ ΤΩΝ ΜΗΧΑΝΟΕΥΑΙΣΘΗΤΩΝ ΠΟΛΥΚΥΣΤΙΝΩΝ
ΣΕ ΑΘΗΡΩΜΑΤΙΚΕΣ ΑΛΛΟΙΩΣΕΙΣ ΤΥΠΟΥ V ΚΑΙ VI
Α. Βαρελά,1 Χ. Πιπέρη,1 Φ. Σιγάλα,2 Γ. Αγορόγιαννης,3
Κ. Δάβος,4 Ε. Μπάσδρα,1 Α.Γ. Παπαβασιλείου1
1
Εργαστήριο Βιολογικής Χημείας, Ιατρική Σχολή, ΕΚΠΑ, 2Α' Χειρουργική Κλινική, Ιατρική Σχολή, ΕΚΠΑ, 3Εργαστήριο
Παθολογοανατομίας, Ιατρική Σχολή, ΕΚΠΑ, 4 Ίδρυμα Ιατροβιολογικών Ερευνών Ακαδημίας Αθηνών, Κέντρο Κλινικής Έρευνας,
Τομέας Καρδιάς Αγγείων, Αθήνα
Εισαγωγή: Ο μοριακός μηχανισμός μέσω του οποίου η ροή
μπορεί να παρεμβαίνει στην ανάπτυξη αθηρωματικών αλλοιώσεων παραμένει υπό διερεύνηση. Το μηχανοευαίσθητο
σύμπλοκο πολυκυστίνης 1 (Polycystin, PC1) και 2 (PC2) σχετίζεται με την κυτταρική απόκριση σε χαμηλά επίπεδα διατμητικών τάσεων. Σκοπός: Η ανίχνευση της πρωτεϊνικής έκφρασης των μηχανοευαίσθητων πολυκυστινών σε αθηρωματικές
αλλοιώσεις τύπου V και VI. Υλικό-Μέθοδος: Μελετήθηκαν
ιστικά τεμάχια αθηρωματικής αλλοίωσης τύπου Vα (n=15), Vβ
(n=38) και VI (n=15) εξήντα οκτώ ασθενών που υποβλήθηκαν
σε ενδαρτηρεκτομή. Η αξιολόγηση έγινε με ανοσοϊστοχημική ανάλυση για τις πρωτεΐνες PC1 και PC2. Αποτελέσματα:
Παρατηρήθηκε ότι οι πολυκυστίνες εκφράζονται στο ενδοθήλιο των νεοαγγείων, στα λεία μυϊκά και στα μακροφάγα
κύτταρα. Παρά τους περιορισμούς που επιβάλλουν οι διαφορές στον αριθμό των δειγμάτων, φαίνεται ότι, συνολικά, η PC1
συγκριτικά με την PC2 εκφράζεται περισσότερο καθώς εξελίσσεται η αλλοίωση (1,75±0,9 vs 1,4±0,9/ p=0,05). Φαίνεται
επίσης, διαφορά στην έκφραση της PC2 στην ομάδα Vβ
(P<0,01), στοιχείο που ενδεχομένως σχετίζεται με τον μικρό
αριθμό του δείγματος. Συμπεράσματα: Απαιτείται περαιτέρω λειτουργική διερεύνηση του ρόλου της αιματικής ροής
σε συνάρτηση με την ενεργοποίηση των μηχανοευαίσθητων
πολυκυστινών στην ανάπτυξη αθηρωματικών αλλοιώσεων
καθώς και συσχέτιση με κλινικά δεδομένα. Τα πρωταρχικά
ευρήματα της μελέτης είναι ενθαρρυντικά στην κατεύθυνση
της αναζήτησης μοριακών δεικτών και θεραπευτικών παρεμβάσεων για την αντιμετώπιση της αθηρωματικής νόσου.
ΑΑ4
ΜΕΛΕΤΗ ΤΟΥ ΡΟΛΟΥ ΤΗΣ ΥΨΗΛΗΣ ΠΥΚΝΟΤΗΤΑΣ ΛΙΠΟΠΡΩΤΕΪΝΗΣ (HDL)
ΚΑΙ ΤΗΣ ΠΑΡΑΟΞΟΝΑΣΗΣ-1 (PON-1) ΣΤΗΝ ΑΝΤΙΑΙΜΟΠΕΤΑΛΙΑΚΗ ΑΠΟΤΕΛΕΣΜΑΤΙΚΟΤΗΤΑ
ΤΗΣ ΚΛΟΠΙΔΟΓΡΕΛΗΣ ΣΕ ΑΣΘΕΝΕΙΣ ΜΕ ΟΞΥ ΣΤΕΦΑΝΙΑΙΟ ΣΥΝΔΡΟΜΟ
Α.Δ. Τσελέπης,1 Μ.Ε. Τσουμάνη,1 Κ.Ι. Καλαντζή,2 Α.A. Δημητρίου,1 Ι.Β. Ντάλας,1
Κ.Κ. Τέλλης,1 Ι.A. Γουδέβενος1
1
Εργαστήριο Βιοχημείας, Τμήμα Χημείας, 2Καρδιολογική Κλινική, Τμήμα Ιατρικής, Πανεπιστήμιο Ιωαννίνων, Ιωάννινα
Εισαγωγή-Σκοπός: Η παραοξονάση-1 (PON-1) συνδεδεμένη
στο πλάσμα με την υψηλής πυκνότητας λιποπρωτεΐνη (HDL)
επηρεάζει σημαντικά τον σχηματισμό του ενεργού θειολικού
μεταβολίτη της κλοπιδογρέλης. Μελετήθηκε η πιθανή συσχέτιση των επιπέδων της HDL και ενεργότητας της PON-1 με
την αντιαιμοπεταλιακή δράση της κλοπιδογρέλης σε ασθενείς με οξύ στεφανιαίο σύνδρομο (ΟΣΣ). Υλικό-Μέθοδος: 62
ασθενείς με ΟΣΣ υποβλήθηκαν σε αγγειοπλαστική και έλαβαν δόση φόρτισης (600 mg) κλοπιδογρέλης ακολουθούμενη
από ημερήσια δόση 75 mg. Προσδιορίστηκαν τα επίπεδα της
HDL-χοληστερόλης, οι ενεργότητες παραοξονάση και αρυλεστεράση της PON-1 πριν τη χορήγηση της δόσης φόρτισης
καθώς και 5 ημέρες μετά. Μελετήθηκε η συσσώρευση των
αιμοπεταλίων στο ADP (5 και 10 μΜ), με τη μέθοδο LTA (Light
Transmission Aggregometry) καθώς και η φωσφορυλίωση
της VASP και η έκφραση της P-σελεκτίνης, με κυτταρομετρία
ροής. Αποτελέσματα: Οι τιμές συσσώρευσης των αιμοπε© 2011 Ελληνική Εταιρεία Αθηροσκλήρωσης
ταλίων και της έκφρασης της P-σελεκτίνης 5 ημέρες μετά τη
δόση φόρτισης ήταν σημαντικά μειωμένες σε σχέση με αυτές
πριν τη χορήγηση της κλοπιδογρέλης. Η HDL-χοληστερόλη
συσχετίστηκε αρνητικά με τις παραμέτρους αυτές πριν και 5
ημέρες μετά τη δόση φόρτισης. Στις 5 ημέρες, παρατηρήθηκε ισχυρή αρνητική συσχέτιση μεταξύ της ενεργότητας παραοξονάση της PON-1 και (1) των τιμών PRI (r=0,545, p<0,01),
(2) της μέγιστης συσσώρευσης των αιμοπεταλίων σε 5μΜ
ADP (r=0,652, p<0,001) και 10μΜ ADP (r=0,601, p<0,001) και
3. της έκφρασης της P-σελεκτίνης (r=0,521, p<0,01). Καμία συσχέτιση δεν παρατηρήθηκε μεταξύ των παραπάνω παραμέτρων πριν τη χορήγηση της κλοπιδογρέλης. Συμπεράσματα:
Η ενεργότητα παραοξονάση της PON-1 αλλά όχι τα επίπεδα
της HDL-χοληστερόλης επηρεάζει σημαντικά την αντιαιμοπεταλιακή αποτελεσματικότητα της κλοπιδογρέλης σε ασθενείς με ΟΣΣ.
Hellenic Journal of Atherosclerosis 2(4)
263
ΑΑ5
ΜΕΛΕΤΗ ΤΗΣ ΑΝΤΙΑΙΜΟΠΕΤΑΛΙΑΚΗΣ ΔΡΑΣΗΣ
ΤΟΥ ΒΕΤΟΥΛΙΝΙΚΟΥ ΟΞΕΟΣ ΣΤΑ ΑΝΘΡΩΠΙΝΑ ΑΙΜΟΠΕΤΑΛΙΑ
Μ. Τσουμάνη,1 Β. Κοντογιάννη,1 Μ. Ευθυμίου,1 Ε. Κυριάκου,1 J. Hwa,2 A.Γ. Τζάκος,1 Α.Δ. Τσελέπης1
2
1
Τμήμα Χημείας, Πανεπιστήμιο Ιωαννίνων, Ιωάννινα
Yale School of Medicine, Section of Cardiovascular Medicine, New Haven, USA
Εισαγωγή-Σκοπός: Το φυσικό προϊόν βετουλινικό οξύ είναι
ένα πεντα-κυκλικό τριτερπένιο που έχει ποικίλες βιολογικές
δράσεις όπως αντιβακτηριακές, αντιφλεγμονώδεις και αντιοξειδωτικές. Στην εργασία αυτή, μελετήθηκε η πιθανή αντιαιμοπεταλιακή δράση του βετουλινικού οξέος και διερευνήθηκαν οι φαρμακοφόρες ομάδες του μορίου του, υπεύθυνες
για τη δράση του. Υλικό-Μέθοδος: Μελετήθηκε η πιθανή
ανασταλτική δράση του βετουλινικού οξέος στη συσσώρευση των αιμοπεταλίων μετά από ενεργοποίηση με ADP, TRAP
και Αραχιδονικό οξύ με τη μέθοδο LTA. Επίσης, μελετήθηκε η
επίδρασή του στην έκφραση της P-σελεκτίνης καθώς και στην
πρόσδεση του PAC-1 στα αιμοπετάλια με κυτταρομετρία ροής.
Για την εύρεση των φαρμακοφόρων ομάδων υπεύθυνων για τη
δράση του βετουλινικού οξέος, πραγματοποιήθηκε αναζήτηση
σε βάση δεδομένων με αντιθρομβωτικά φάρμακα. Η τρισδιάστατη δομή της ουσίας που εξάχθηκε με τη μέθοδο πυρηνικού
μαγνητικού συντονισμού (NMR) συγκρίθηκε με την ήδη γνωστή δομή αγωνιστών του υποδοχέα της προστακυκλίνης (PGI2).
Αποτελέσματα: Το βετουλινικό οξύ αναστέλλει τη συσσώρευση των αιμοπεταλίων που προκαλείται και από τους τρεις αγωνιστές και μειώνει τη δέσμευση του PAC-1 και τη μεμβρανική
έκφραση της P-σελεκτίνης στα αιμοπετάλια. Σημαντικό ρόλο
στην αντιαιμοπεταλιακή δράση του βετουλινικού οξέος διαδραματίζει η καρβοξυλομάδα του. Επίσης, το βετουλινικό οξύ
και τα δομικά ανάλογα της PGI2 έχουν κοινές φαρμακοφόρες
ιδιότητες. Συμπέρασμα: Το βετουλινικό οξύ αναστέλλει ισχυρά την ενεργοποίηση των αιμοπεταλίων, γεγονός που συσχετίζεται σε μεγάλο βαθμό με την καρβοξυλική ομάδα του. Η πιθανή επικάλυψη μεταξύ των φαρμακοφόρων του βετουλινικού
οξέος και των αναλόγων της PGI2 δείχνουν ότι η αντιαιμοπεταλιακή δράση του ασκείται πιθανώς διαμέσου του υποδοχέα της
PGI2, εύρημα που χρήζει περαιτέρω διερεύνησης.
ΑΑ6
ΕΠΙΔΡΑΣΗ ΟΞΕΙΔΩΜΕΝΩΝ ΦΩΣΦΟΛΙΠΙΔΙΩΝ ΣΤΗΝ ΕΚΡΟΗ ΧΟΛΗΣΤΕΡΟΛΗΣ
ΑΠΟ ΤΑ ΜΑΚΡΟΦΑΓΑ ΠΟΝΤΙΚΟΥ J774
Π.Α. Κουσιάππας,1 Μ.Π. Πετράκη,1 Α. Χρόνη,2 Α.Δ. Τσελέπης1
1
Εργαστήριο Βιοχημείας, Τμήμα Χημείας, Πανεπιστήμιο Ιωαννίνων, Ιωάννινα,
2
Εθνικό Κέντρο Έρευνας Φυσικών Επιστημών «Δημόκριτος»
Εισαγωγή-Σκοπός: Η υψηλής πυκνότητας λιποπρωτεΐνη
(HDL) και το κυριότερο πρωτεϊνικό συστατικό της, η απολιποπρωτεΐνη A-I (apoA-I), διαδραματίζουν πρωταρχικό ρόλο
στην εκροή χοληστερόλης από τα κύτταρα. H λιποπρωτεϊνική φωσφολιπάση Α2 (Lp-PLA2), σημαντικό συστατικό της
HDL, υδρολύει βιοδραστικά μόρια όπως ο PAF και τα οξειδωμένα φωσφολιπίδια (oxPL). Τα oxPL παρουσιάζουν φλεγμονώδεις και αντιφλεγμονώδεις δράσεις, έτσι η Lp-PLA2
μπορεί να διαδραματίζει σημαντικό ρόλο στην παθοφυσιολογία της φλεγμονής και της αθηρογένεσης. Μελετήσαμε την
εκροή χοληστερόλης από μακροφάγα τα οποία εκφράζουν
τη μεμβρανική πρωτεΐνη μεταφοράς ABCA1, επιδρώντας διάφορα φωσφολιπίδια (PAPC, oxPAPC, POVPC, LysoPC και PAF),
οξειδωμένα ή μη, και σε διάφορους συνδυασμούς με επιμέρους συστατικά της HDL, όπως η αpoA-I και Lp-PLA2. ΥλικόΜέθοδος: Τα μακροφάγα καλλιεργήθηκαν σε DMEM/10%
FCS/αντιβιοτικά και η εκροή χοληστερόλης μελετήθηκε,
μετά από επίδραση των διαφόρων ουσιών, σε κύτταρα ραδιοσημασμένα με (3Η)-χοληστερόλη. Αποτελέσματα: Τα
PL είτε παρουσία, είτε απουσία κάποιου αποδέκτη, πάντοτε
αυξάνουν την παθητική (αυθόρμητη) εκροή χοληστερόλης.
Ωστόσο, από μόνα τους μειώνουν την ειδική εκροή, μέσω
της ABCA1, σε σχέση με το control. Επίσης, ελαττώνουν την
ειδική εκροή όταν συνδυαστούν με την ApoA-I, με εξαίρεση
τα οξειδωμένα προϊόντα της PAPC, oxPAPC και POVPC που
τη διατηρούν στα ίδια επίπεδα. Η ταυτόχρονη παρουσία των
PL, της Lp-PLA2 και της ApoA-I στο ίδιο περιβάλλον προκαλεί μείωση της εκροής χοληστερόλης. Συμπεράσματα: Η LpPLA2 απουσία οξειδωτικού στρες (μεμονωμένη είτε σε συνδυασμό με την apoA-I) αυξάνει την εκροή χοληστερόλης μέσω της ABCA1 ενώ σε οξειδωτικό περιβάλλον και παρουσία
οξειδωμένων υποστρωμάτων της όπως είναι τα oxPL oxPAPC
και POVPC δρα ακριβώς αντίστροφα, δηλαδή αναστέλλει την
εκροή.
© 2011 Ελληνική Εταιρεία Αθηροσκλήρωσης
264
Ελληνική Επιθεώρηση Αθηροσκλήρωσης 2(4)
ΑΑ7
Ο ΒΑΘΜΟΣ ΑΝΙΣΟΚΥΤΤΩΣΗΣ ΤΩΝ ΕΡΥΘΡΩΝ ΑΙΜΟΣΦΑΙΡΙΩΝ ΣΥΣΧΕΤΙΖΕΤΑΙ
ΜΕ ΤΗΝ ΠΕΡΙΕΚΤΙΚΟΤΗΤΑ ΤΩΝ ΕΡΥΘΡΟΚΥΤΤΑΡΙΚΩΝ ΜΕΜΒΡΑΝΩΝ ΣΕ ΧΟΛΗΣΤΕΡΙΝΗ
ΣΤΗ ΣΤΕΦΑΝΙΑΙΑ ΝΟΣΟ
Δ. Τζιακάς,1 Γ. Χαλικιάς,1 Ι. Τέντες,2 Δ. Στάκος,1 Π. Κίκας,1 Α. Θωμαΐδη,1 Σ. Κωνσταντινίδης1
1
2
Πανεπιστημιακή Καρδιολογική Κλινική, Ιατρική Σχολή, Δημοκρίτειο Πανεπιστήμιο Θράκης
Εργαστήριο Βιοχημείας, Ιατρική Σχολή, Δημοκρίτειο Πανεπιστήμιο Θράκης, Αλεξανδρούπολη
Εισαγωγή-Σκοπός: Το εύρος κατανομής μεγέθους των
ερυθρών αιμοσφαιρίων (RDW) –μέτρο του βαθμού ανισοκύττωσης των κυκλοφορούντων ερυθροκυττάρων– έχει
συσχετισθεί με κακή πρόγνωση σε ασθενείς με καρδιαγγειακές παθήσεις. Οι μηχανισμοί μέσω των οποίων η έντονη
ανισοκύττωση των ερυθρών αιμοσφαιρίων οδηγεί σε αυξημένο καρδιαγγειακό κίνδυνο δεν είναι διευκρινισμένοι μέχρι
σήμερα. Πρόσφατα, η περιεκτικότητα σε χοληστερόλη των
ερυθροκυτταρικών μεμβρανών (CEM) έχει συσχετισθεί με
την κλινική αστάθεια στη Στεφαναία Νόσο ενώ παράλληλα
αποτελεί παράγοντα που καθορίζει το σχήμα και το μέγεθος
των ερυθροκυττάρων. Με την παρούσα μελέτη διερευνήσαμε τη συσχέτιση μεταξύ των επίπεδων CEM και του εύρους
κατανομής μεγέθους των ερυθρών αιμοσφαιρίων (RDW) σε
ασθενείς με Στεφανιαία Νόσο. Υλικό-Μέθοδος: Μελετήσαμε
296 διαδοχικούς ασθενείς με Στεφανιαία Νόσο (69±2 ετών,
236 άρρενες) εκ των οποίων οι 160 έπασχαν από χρόνια σταθερή στηθάγχη (ΧΣΣ) και οι 136 από πρόσφατο οξύ στεφανιαίο σύνδρομο (ΟΣΣ). Τα επίπεδα CEM προσδιορίσθηκαν με
ενζυματική μέθοδο ενώ η περιεκτικότητα των ερυθροκυτταρικών μεμβρανών σε πρωτεΐνη με τη μέθοδο Bradford.
H ανισοκύττωση των ερυθρών αιμοσφαιρίων προσδιορίσθηκε με τη συμβατική μέθοδο (γενική ανάλυση αίματος).
Αποτελέσματα: Αυξημένα επίπεδα CEM (121,6 μg/mg (40,1)
vs 74,4 μg/mg (26,6), p<0,001) καθώς και μεγαλύτερο βαθμό
ανισοκύττωσης (13,9% (0,9) vs 13,3% (0,7), p<0,001) παρουσίασαν τα ερυθρά αιμοσφαίρια ασθενών με ΟΣΣ συγκριτικά με
αυτά ασθενών με ΧΣΣ. Απλή ανάλυση γραμμικής συσχέτισης
έδειξε ότι τα επίπεδα CEM συσχετίζονται με τις τιμές RDW
(r=0,320, p<0,001). Η μέθοδος πολλαπλής γραμμικής παλινδρόμησης έδειξε ότι τα επίπεδα CEM παρέμειναν σε θετική
συσχέτιση με τις τιμές RDW ανεξάρτητα από πιθανούς συγχέοντες παράγοντες (φλεγμονώδεις, διαιτητικούς, νεφρολογικούς και αιματολογικούς παράγοντες). Συμπεράσματα:
Κλινικά και εργαστηριακά δεδομένα καταδεικνύουν τη συσχέτιση μεταξύ της περιεκτικότητας σε χοληστερόλη των
ερυθροκυτταρικών μεμβρανών με τον βαθμό ανισοκύττωσης. Τα αυξημένα επίπεδα CEM –ένας νέος δείκτης κλινικής
αστάθειας στη Στεφανιαία Νόσο– μπορεί να βοηθήσουν στην
κατανόηση του μηχανισμού μέσω του οποίου η ανισοκύττωση συσχετίζεται με αυξημένη νοσηρότητα και θνητότητα
στις καρδιαγγειακές παθήσεις.
ΑΑ8
ΠΕΠΤΙΔΙΑ ΠΡΟΕΡΧΟΜΕΝΑ ΑΠΟ ΤΟ ΕΞΩΚΥΤΤΑΡΙΟ ΚΑΙ ΕΝΔΟΚΥΤΤΑΡΙΟ ΤΜΗΜΑ
ΤΗΣ ΙΝΤΕΓΚΡΙΝΗΣ αIIbβ3 ΩΣ ΑΝΑΣΤΟΛΕΙΣ ΤΗΣ ΑΙΜΟΠΕΤΑΛΙΑΚΗΣ ΣΥΣΣΩΡΕΥΣΗΣ
Δ. Τσουκάτος
Τομέας Οργανικής Χημείας και Βιοχημείας, Τμήμα Χημείας, Πανεπιστήμιο Ιωαννίνων, Ιωάννινα
Εισαγωγή-Σκοπός: Η ιντεγκρίνη αIIbβ3 παίζει αποφασιστικό
ρόλο στη συσσώρευση των αιμοπεταλίων. Το YMESRADR είναι
ένα πεπτίδιο που αντιστοιχεί στην εξωκυττάρια αλληλουχία
313–320 του αIIb και αναστέλλει την αιμοπεταλιακή συσσώρευση. Επίσης το πεπτίδιο παλμιτοΰλ- K-1000LEEDDEEGE1008,
που αντιστοιχεί σε μια όξινη, μη οργανωμένη, απομακρυσμένη από τη μεμβράνη αλληλουχία του ενδοκυττάριου τμήματος
της αIIb υπομονάδας, εισχωρεί στα αιμοπετάλια και αναστέλλει την αιμοπεταλιακή συσσώρευση. Σκοπός της παρούσας
μελέτης ήταν να αναζητηθεί ο μηχανισμός των παραπάνω
αναστολών και να διευκρινιστεί κατά πόσο τα πεπτίδια αυτά
μπορούν να συμβάλουν στην κατανόηση του μηχανισμού της
από τα μέσα προς τα έξω και από τα έξω προς τα μέσα ενεργοποίησης της ιντεγκρίνης. Υλικό-Μέθοδος: Περιγράφονται
στις εργασίες (1–4). Αποτελέσματα: Το YMESRADR ανέστειλε
την από τη θρομβίνη ενεργούμενη αιμοπεταλιακή συσσώρευση την πρόσδεση του Ινωδογόνου σε ενεργοποιημένα από το
ADP αιμοπετάλια. Την πρόσδεση του PAC-1 αλλά όχι τη μεμβρανική έκθεση της P-σελεκτίνης σε αιμοπετάλια ενεργοποιημένα με θρομβίνη ή ADP. Επίσης προξένησε μικρή έκθεση
LIBS (προερχόμενες από το Πρόσδεμα Θέσεις Σύνδεσης) και
ανέστειλε τη φωσφορυλίωση της FAK και της ERK Το πεπτίδιο
© 2011 Ελληνική Εταιρεία Αθηροσκλήρωσης
ανέστειλε την προσκόλληση των επιμολυσμένων CHO κυττάρων, που εκφράζουν τον άγριο τύπο του αIIbβ3 ή μεταλλαγμένο στη RADR αλληλουχία στο Ινωδογόνο ή στον vWF υπό συνθήκες ροής με διαφορετικό τρόπο. Το ενδοκυττάριο πεπτίδιο
προερχόμενο από το απομακρυσμένο από τη μεμβράνη όξινο
1000LEEDDEEGE1008 άκρο της αIIb υπομονάδας αναστέλλει
την αιμοπεταλιακή συσσώρευση και την πρόσδεση του ινωδoγόνου στα ενεργοποιημένα αιμοπετάλια της πρόσδεσης
του Ινωδoγόνου, του PAC-1 σε αιμοπετάλια ενεργοποιημένα
με θρομβίνη ή ADP. Ανέστειλε τη σύνδεσης του αIIbβ3 με τον
κυτταροσκελετό και τη πρόσδεση της Tαλίνης στον υποδοχέα.
καθώς και τη φωσφορυλίωση των σηματοδοτικών πρωτεϊνών
ERK και FAK. Συμπεράσματα: Η θηλιά του αΙΙb που αντιστοιχεί
στην ΥMESRADR αλληλουχία μπορεί να παίζει σημαντικό ρόλο
στην από τα έξω προς τα μέσα ενεργοποίηση της ιντεγκρίνης.
Η όξινη, μη οργανωμένη, απομακρυσμένη από τη μεμβράνη
αλληλουχία του ενδοκυττάριου τμήματος της αIIb υπομονάδας μπορεί να είναι μοριακος διακόπτης της από τα μέσα προς
τα έξω ενεργοποίησης του αIIbβ3.
(1) Nikolaos Biris et al. Eur J Biochem 2003, 270:3760–3767, (2) Mitsios JV
et al. Eur J Biochem 2004, 271:855–862, 3. Koloka V et al. Platelets 2008,
19:502–511, (4) Legendre P et al. J Thromb Haemost 2006, 4:236–246
Hellenic Journal of Atherosclerosis 2(4)
265
AΑ9
ΔΟΜΙΚΟΣ ΚΑΙ ΛΕΙΤΟΥΡΓΙΚΟΣ ΧΑΡΑΚΤΗΡΙΣΜΟΣ HDL ΣΩΜΑΤΙΔΙΩΝ ΑΠΟΜΟΝΩΜΕΝΩΝ
ΑΠΟ ΝΕΑΡΟΥΣ ΑΣΥΜΠΤΩΜΑΤΙΚΟΥΣ ΑΣΘΕΝΕΙΣ
ΜΕ ΟΞΥ ΕΜΦΡΑΓΜΑ ΤΟΥ ΜΥΟΚΑΡΔΙΟΥ
A. Κάβο,1 Λ. Ραλλίδης,2 Γ. Σακελλαρόπουλος, S. Lehr,3 S. Hartwig,3 Π. Μποζατζή,1
Μ. Αναστασίου,2 Π. Τσικρικά,1 Κ. Κυπραίος1
1
Τομέας Φαρμακολογίας, Πανεπιστήμιο Πατρών, Πάτρα, 2Καρδιολογική Μονάδα, «Αττικόν» Νοσοκομείο, Ιατρική Σχολή
Πανεπιστημίου Αθηνών, Αθήνα, 3Τμήμα Βιοχημείας, Γερμανικό Διαβητολογικό Κέντρο
Εισαγωγή-Σκοπός: Η άποψη ότι η HDL ποιότητα αποτελεί
μια σημαντική παράμετρο στην αθηροπροστασία, κερδίζει
όλο και περισσότερο έδαφος με ελάχιστα όμως δεδομένα
να την υποστηρίζουν. Στην προσπάθεια μας να προσδιορίσουμε τις ποιοτικές παραμέτρους της HDL που σχετίζονται
με αυξημένο κίνδυνο πρώιμης εμφάνισης εμφράγματος του
μυοκαρδίου (MI), μελετήσαμε τα χαρακτηριστικά της HDL νεαρών ασθενών (≤35 ετών) με οξύ έμφραγμα του μυοκαρδίου.
Υλικό-Μέθοδος: Απομονώσαμε πλάσμα από 20 MI ασθενείς
και 20 υγιείς εθελοντές και διεξήγαμε πειράματα ηλεκτρονικής μικροσκοπίας, φασματοσκοπία μάζας, Elisa, Western blot,
μη αποδιατακτική δυσδιάστατη ηλεκτροφόρηση και δοκιμή
αντιοξειδωτικής ικανότητας της HDL. Αποτελέσματα: Η HDL
των ασθενών παρουσίαζε μειωμένα επίπεδα απολιποπρωτεΐνης A-I (apoA-I), απολιποπρωτεΐνης M, και παραοξονάσης
1. Ο HDL apoA-I/apoC-III λόγος ήταν 0,24±0,01 στους ασθενείς έναντι 4,88±0,90 της ομάδας αναφοράς (p<0,001). Οι
δομικές αυτές αλλαγές σχετίζονται με αυξημένη οξειδωτική
ισχύ της HDL των νεαρών εμφραγματιών συγκριτικά με την
ομάδα αναφοράς (2,5 φορές, p=0,026). Η ηλεκτρονική μικροσκοπία δεν έδειξε σημαντική διαφορά στη μέση διάμετρο
της HDL μεταξύ των δύο ομάδων, ωστόσο παρατηρήθηκε
σημαντική διαφορά στην κατανομή των HDL διαμέτρων. Η
ύπαρξη διαφορετικών HDL υποπληθυσμών επιβεβαιώθηκε από τη μη αποδιατακτική δισδιάστατη ηλεκτροφόρηση
καθώς οι MI ασθενείς εμφάνιζαν μειωμένα επίπεδα pre-β1α,
pre-β1b, α2, και αυξημένα επίπεδα α1, α3, και pre-α4 HDL.
Συμπεράσματα: Μείωση στον λόγω apoA-I/apoC-III HDL, αλλαγές στην κατανομή των HDL (υπο)πληθυσμών και αύξηση
στην οξειδωτική ισχύ της HDL σχετίζονται με την ανάπτυξη
εμφράγματος του μυοκαρδίου στους νεαρούς εμφραγματίες.
Η πιθανότητα οι αλλαγές αυτές να δρουν ως βιοδείκτες για
την πρώιμη πρόγνωση της νόσου, πρέπει να διερευνηθεί περαιτέρω.
AΑ10
ΣΧΕΣΗ ΤΩΝ ΕΠΙΠΕΔΩΝ PAF ΚΑΙ ΤΗΣ ΔΡΑΣΤΙΚΟΤΗΤΑΣ
ΤΩΝ ΚΥΡΙΟΤΕΡΩΝ ΕΝΖΥΜΩΝ ΤΟΥ ΜΕ ΤΑ ΕΠΙΠΕΔΑ ΑΔΙΠΟΝΕΚΤΙΝΗΣ
Π. Ντετοπούλου, Ι. Πατηνειώτη, Τ. Νομικός, Ε. Φραγκοπούλου, Α. Μικελλίδη, Σ. Αντωνοπούλου
Τμήμα Επιστήμης Διαιτολογίας-Διατροφής, Χαροκόπειο Πανεπιστήμιο, Αθήνα
Εισαγωγή-Σκοπός: Η αδιπονεκτίνη ασκεί αθηροπροστατευτική και αντιφλεγμονώδη δράση. Πρόσφατα στοιχεία υποστηρίζουν ότι μειώνει τη συσσώρευση αιμοπεταλίων λειτουργώντας ως αντιθρομβωτικός παράγοντας. Ο PAF αποτελεί ένα
λιποειδές που εμπλέκεται στην αθηροσκλήρωση, τη φλεγμονή και τη θρόμβωση. Σκοπός της εργασίας ήταν η διερεύνηση της σχέσης του PAF και των ενζύμων του με την αδιπονεκτίνη σε φαινομενικά υγιείς εθελοντές. Υλικό-Μέθοδος: Σε
106 φαινομενικά υγιείς εθελοντές (44±13 ετών με ΔΜΣ 27±5
kg/m2) μετρήθηκαν: (α) τα επίπεδα PAF, (β) οι δραστικότητες των βιοσυνθετικών του ενζύμων λυσο-PAF:ακετυλο-CoA
ακετυλοτρανσφεράση και DTT ανεξάρτητη CDP-χολίνη: αλκυλοακετυλογλυκερόλη φωσφοχολινοτρανσφεράση σε ομογενοποίημα λευκοκυττάρων, (γ) η δραστικότητα του αποικο-
δομητικού του ενζύμου Lp-PLA2 (ισομορφή πλάσματος) και
η λευκοκυτταρική PAF-AH (ενδοκυτταρική ισομορφή) και (δ)
τα επίπεδα αδιπονεκτίνης. Aποτελέσματα: H δραστικότητα
της PAF-AH συσχετίστηκε θετικά με τα επίπεδα αδιπονεκτίνης
(Β±SE, 0,006±0,002, p=0,002) μετά από στάθμιση για το φύλο,
την ηλικία, τα επίπεδα φυσικής δραστηριότητας, το κοιλιακό
λίπος και τις καπνιστικές συνήθειες. Στην κατά φύλο ανάλυση
η παραπάνω σχέση εντοπίστηκε μόνο στους άνδρες (Β±SE,
0,007±0,002, p=0,001) και μάλιστα σε αυτούς που είχαν κοιλιακό λίπος μικρότερο της διαμέσου (3,09 kg) (Β±SE, 0,011±0,002,
p<0,001). Συμπεράσματα: Η θετική σχέση της PAF-AH με την
αδιπονεκτίνη δηλώνεται για πρώτη φορά και γεννά υποθέσεις
για έναν πρόσθετο μηχανισμό της αθηροπροστατευικής της
δράσης μέσω της μείωσης των επιπέδων του PAF.
© 2011 Ελληνική Εταιρεία Αθηροσκλήρωσης
266
Ελληνική Επιθεώρηση Αθηροσκλήρωσης 2(4)
ΑΑ11
Η ΒΕΣΥΛΙΚΗ ΚΛΟΠΙΔΟΓΡΕΛΗ ΕΜΦΑΝΙΖΕΙ ΠΑΡΟΜΟΙΑ ΑΝΑΣΤΑΛΤΙΚΗ ΔΡΑΣΗ ΣΕ ΣΥΓΚΡΙΣΗ
ΜΕ ΤΗΝ ΟΞΙΝΗ ΘΕΙΙΚΗ ΚΛΟΠΙΔΟΓΡΕΛΗ ΣΕ ΑΣΘΕΝΕΙΣ ΜΕ ΟΞΥ ΣΤΕΦΑΝΙΑΙΟ ΣΥΝΔΡΟΜΟ
Μ.Ε. Τσουμάνη,1 Κ.Ι. Καλαντζή,2 Α.Α. Δημητρίου,1 Ι.Β. Ντάλας,2
Ι.Α. Γουδέβενος,2 Α.Δ. Τσελέπης1
1
Εργαστήριο Βιοχημείας, Τμήμα Χημείας, 2Καρδιολογική Κλινική, Ιατρική Σχολή, Πανεπιστήμιο Ιωαννίνων, Ιωάννινα
Εισαγωγή-Σκοπός: H κλοπιδογρέλη διατίθεται σε γενόσημα
σκευάσματα που διαφοροποιούνται από το πρωτότυπο (όξινη θειϊκή κλοπιδογρέλη, CHS) στη σύσταση του άλατος που
είναι βενζυλοσουλφονικό (βεσυλικό, CB) ή υδροχλωρικό άλας.
Μελετήθηκε η αντιαιμοπεταλιακή δράση της CB συγκριτικά
με την CHS σε ασθενείς με οξύ στεφανιαίο σύνδρομο (ΟΣΣ)
που υποβλήθηκαν σε αγγειοπλαστική (PCI). Υλικό-Μέθοδος:
63 ασθενείς που υποβλήθηκαν σε PCI, έλαβαν δόση φόρτισης
(600 mg) είτε CHS (Plavix®) (n=27) είτε CB (Clovelen®) (n=36)
ακολουθούμενη από ημερήσια δόση 75 mg. Προσδιορίστηκε
η συσσώρευση των αιμοπεταλίων στο ΑDP (10, 5, 2,5 μΜ), με
τη μέθοδο LTA (Light Transmission Aggregometry), η μεμβρανική έκφραση της Ρ-σελεκτίνης και η αλληλεπίδραση
αιμοπεταλίων-λευκοκυττάρων με κυτταρομετρία ροής, πριν
και 5 ημέρες μετά τη χορήγηση της κλοπιδογρέλης. Επίσης,
μελετήθηκε η αντίσταση στην κλοπιδογρέλη με τη μέθοδο
φωσφορυλίωσης του VASP. Αποτελέσματα: Το 22% και το
17% των ασθενών που έλαβαν CHS και CB, αντίστοιχα, παρουσίασαν κακή απόκριση στην κλοπιδογρέλη (PRI ≥50%).
Τα δύο άλατα κλοπιδογρέλης παρουσιάζουν παρόμοια ανασταλτική δράση στη συσσώρευση των αιμοπεταλίων από το
ADP (CHS: 26,4%, 30,8% και 31,5% και CB: 23,5%, 26,2% και
29,0%) για 2,5 μΜ, 5 μΜ και 10 μΜ ADP, αντίστοιχα. Δεν παρατηρήθηκε στατιστικά σημαντική διαφορά στην έκφραση
της P-σελεκτίνης στα εν ηρεμία ή στα ενεργοποιημένα με
ADP αιμοπετάλια (CHS: 34±10% και 61±20%, αντίστοιχα; CB:
42±15% και 59±17%, αντίστοιχα) και στην αλληλεπίδραση
αιμοπεταλίων-λευκοκυττάρων, 5 ημέρες μετά τη φόρτιση με
κλοπιδογρέλη. Συμπέρασμα: Η αντιαιμοπεταλιακή δράση
της CB δεν διαφοροποιείται σημαντικά από αυτή της CHS σε
ασθενείς με ΟΣΣ που υποβάλλονται σε PCI, 5 ημέρες μετά τη
φόρτιση με κλοπιδογρέλη.
ΑΑ12
H ΕΠΙΔΡΑΣΗ ΔΙΑΙΤΑΣ ΣΥΝΔΥΑΣΜΩΝ ΛΙΠΩΝ ΣΤΑ ΕΠΙΠΕΔΑ ΛΙΠΙΔΙΩΝ ΤΟΥ ΟΡΟΥ ΣΕ ΕΠΙΜΥΕΣ
Α. Κώτσιου, Κ. Σαπουνάκης, Χ. Τεσσερομμάτη
Εργαστήριο Φαρμακολογίας, Ιατρικής Σχολής Πανεπιστημίου Αθηνών, Αθήνα
Εισαγωγή-Σκοπός: Τα λίπη αποτελούν πηγή ενέργειας και
θερμιδικής κάλυψης. Οι ανάγκες λιπιδίων ανέρχονται από 5
(ενήλικες)–30% (παιδιά)/ημερ. Τα λίπη της διατροφής είναι
μονοακόρεστα (π.χ. αραβοσιτέλαιο), πολυακόρεστα (ελαιόλαδο,) και κεκορεσμένα (βούτυρο). Mελετήθηκε η επίδραση
διαφόρων λιπιδίων της τροφής στις λιπιδαιμικές παραμέτρους του ορού αρσενικών επιμύων τύπου Wistar ηλικίας
5–6 εβ. Υλικό-Μέθοδος: Xρησιμοποιήθηκαν 4 ομάδες πειραματοζώων Α1 μάρτυρες, Α2 ελαιολάδου, Α3 αραβοσιτελαίου και Α4 βοείου βουτύρου με διατροφή 50% συνήθους
τροφής τρωκτικών δημητριακών και 50% του αντίστοιχου
λίπους. Σε 20 μέρες τα ζώα θυσιάστηκαν και μετρήθηκαν
Oμάδες
g/L
Α1
Αε
Ααρ
Αβ
στον ορό ελεύθερα λιπαρά οξέα (FFA), ολική χοληστερόλη
(TC), τριγλυκερίδια (TG), λιποπρωτεϊνη χαμηλής πυκνότητας (HDL), αθηρωματικός δείκτης (TC/HDL), δραστηριότητα
της λεκιθινοχοληστερολική-ακυλτρανφεράση (LCAT) και το
ινωδογόνο. Αποτελέσματα: Λιπιδαιμικές παράμετροι ορού
επιμύων με λιπαρή δίαιτα . Συμπεράσματα: Τα πολυ-/μονοακόρεστα λίπη της διατροφής βελτίωσαν HDL και TC/HDL
σε σχέση με μάρτυρες. Ακόρεστα και κεκορεσμένα λίπη αύξησαν δραστηριότητα LCAT η οποία συσχετίζεται με τα επίπεδα της HDL. Τα κεκορεσμένα λίπη αύξησαν το ινωδογόνο,
σημαντικό παράγοντα προσκόλλησης της αθηρωματικής
πλάκας.
FFA
μΕqu/L
TC mg/dL
TG mg/dL
HDL mg/dL
TC/HDL
LCAT nmol •
mL–1 • h–1
Ινωδογόνο
g/L
0,490±0,13
0,890±0,041*
0,920±0,24*
0,850±0,3*
78,15±16,8
80,7± 4,36
112±6,7*
74±3,65
57,7±15,2
78,5±5,8
95±8,61*
70±2,5
27,4±6,6
52,3±3,67*
70±0,17*
53±4,53*
2.85±2,5
1,54±1,19*
1,60±1,4*
1,40±0,8
26±12
52,1±8*
49,02±10,3*
72±15
108,4±1,1
104±0,3
107±2
127±3,3*
* p<0,05
© 2011 Ελληνική Εταιρεία Αθηροσκλήρωσης
Hellenic Journal of Atherosclerosis 2(4)
267
AΑ13
ΕΠΙΔΡΑΣΗ ΤΗΣ ΗΛΙΚΙΑΣ ΣΤΗ ΔΡΑΣΗ ΤΗΣ ΟΥΣΙΑΣ N-ACETYLCYSTEINE
ΚΑΙ ΤΟΥ ΣΗΣΑΜΕΛΑΙΟΥ ΣΕ ΥΠΕΡΧΟΛΗΣΤΕΡΟΛΑΙΜΙΚΟΥΣ ΜΥΕΣ
Λ. Κορού,1 Γ. Αγρογιάννης,2 Ά. Παντοπούλου,1 Ι. Βλάχος,1 Χ. Κορός,3 Ε. Κιτράκη,4
Δ. Ηλιόπουλος,1 Θ. Καρατζάς,1 Δ. Περρέα1
1
2
Εργαστήριο Πειραματικής Χειρουργικής και Χειρουργικής Ερεύνης «Ν.Σ. Χρηστέας», Ιατρική Σχολή, Πανεπιστημίου Αθηνών
Εργαστήριο Παθολογικής Ανατομικής, Ιατρική Σχολή Πανεπιστημίου Αθηνών, 3Α΄ Νευρολογική Κλινική, «Αιγινήτειο Νοσοκομείο»,
Πανεπιστήμιο Αθηνών, 4Τομέας Βασικών Επιστημών Βιολογίας Στόματος, Εργαστήριο Βασικών Ιατροβιολογικών Επιστημών,
Οδοντιατρική Σχολή, Πανεπιστημίου Αθηνών, Αθήνα
Εισαγωγή-Σκοπός: Eπιδημιολογικά δεδομένα δείχνουν ότι με
την αύξηση της ηλικίας αυξάνεται ο κίνδυνος εκδήλωσης διάφορων παθολογικών καταστάσεων που σχετίζονται με τη χοληστερόλη. Σκοπός της παρούσας μελέτης είναι η διερεύνηση
της επίδρασης της ηλικίας, στην ενδεχόμενη ευεργετική δράση της ουσίας N-acetylcysteine (NAC) και του σησαμελαίου σε
υπερχοληστερολαιμικούς μύες. Υλικό-Μέθοδος: Αρσενικοί
μύες C57bl/6, ηλικίας 3 και 8 μηνών, χωρίστηκαν στις ακόλουθες ομάδες ανά ηλικία: control, cholesterol diet, cholesterol
diet+NAC, cholesterol diet+σησαμέλαιο και επιπλέον στους
μύες ηλικίας 8 μηνών, ομάδες control diet+NAC/σησαμέλαιο.
Οκτώ εβδομάδες μετά, προσδιορίστηκε η λιπιδαιμική εικόνα
των ζώων, τα επίπεδα των ολικών υπεροξειδίων, των οξειδίων αζώτου και της ALP του ορού τους. Τμήματα ήπατος και
αορτής αξιολογήθηκαν ιστολογικά. Αποτελέσματα: Στους
μύες που ελάμβαναν NAC, μειώθηκαν τα επίπεδα ολικής και
LDL χοληστερόλης, σε σχέση με την ομάδα χοληστερόλης. Τα
ολικά υπεροξείδια μειώθηκαν από τη χορήγηση NAC και σησαμελαίου στα πειραματόζωα νεαρής ηλικίας και μόνο από
τη χορήγηση ΝAC στους μέσης ηλικίας μύες. Αναφορικά με
τα επίπεδα οξειδίων αζώτου, και οι δύο μελετούμενοι παράγοντες αύξησαν τη βιοδιαθεσιμότητά του. Η ΑLP μειώθηκε
λόγω χορήγησης NAC στα μέσης ηλικίας ζώα. Η υπερχολεστερολαιμική δίαιτα οδήγησε σε λιπώδη διήθηση του ήπατος, η
οποία ήταν μειωμένη στα επίπεδα της ομάδας ελέγχου στους
μύες νεαρής ηλικίας που χορηγούνταν ΝAC, ενώ εξομαλύνθηκε χωρίς να αναστραφεί πλήρως, στους μύες μέσης ηλικίας.
Συμπεράσματα: Η ουσία N-acetylcysteine παρουσιάζει σημαντική υπολιπιδαιμική, αντιοξειδωτική και ηπατοπροστατευτική δράση, δρώντας ευεργετικότερα στα νεαρά σε σχέση
με τα μέσης ηλικίας πειραματόζωα, ενώ παράλληλα όπως και
το σησαμέλαιο έχει αγγειοπροστατευτικές ιδιότητες.
AΑ14
ΟΞΕΙΔΩΤΙΚO ΣΤΡΕΣ ΚΑΙ ΔΙΑΤΑΡΑΧH ΤΩΝ ΜΟΛΥΒΔΑΙΝΟ-ΕΝΖYΜΩΝ ΣΕ ΙΣΧΑΙΜΙΚΟYΣ ΑΣΘΕΝΕIΣ
Β. Δρίτσα,1 Κ. Πισσαρίδη,1 Ι. Μαμαρέλης,2 Ε. Κουτουλάκης,1,2 Γρ. Καραγκιούζης,1,2
Χρ. Κωττούλας,2,3 Ι. Αναστασοπούλου1
1
Εθνικό Μετσόβειο Πολυτεχνείο, Σχολή Χημικών Μηχανικών, Ακτινοχημεία Βιοφασματοσκοπία, Πολυτεχνειούπολη Ζωγράφου,
2
Καρδιολογική Κλινική, 401 Γενικό Στρατιωτικό Νοσοκομείο Αθηνών, 3Καρδιολογική Κλινική «ΙΑΣΩ», Αθήνα
Εισαγωγή-Σκοπός: Σκοπός της εργασίας είναι η FT-IR φασματοσκοπική μελέτη του μηχανισμού ανάπτυξης της στεφανιαίας νόσου και ο ρόλος της ξανθίνης στην ανάπτυξη οξειδωτικού στρες και της διαταραχής του ουρικού οξέος στον ορό
των ασθενών με ισχαιμική καρδιοπάθεια. Το δραστικό κέντρο
της ξανθίνης στον καταλυτικό της κύκλο με τελικό προϊόν το
ουρικό οξύ είναι το μολυβδαίνιο (Μο) και ενδιάμεσα προϊόντα,
ελεύθερες ρίζες ανιόντων υδροϋπεροξυλίου (O2-) και υπεροξείδιο του υδρογόνου (Η2Ο2). Υλικό-Μέθοδος: Από 90 ασθενείς
που υποβλήθηκαν σε καρδιοχειρουργική επέμβαση λήφθηκε
τμήμα του ωτίου του δεξιού κόλπου. Τα FT-IR φάσματα καταγράφηκαν με φασματοφωτόμετρο Nicolet. Αποτελέσματα:
Από τη σύγκριση των FT-IR φασμάτων ασθενών με ισχαιμία με
αντίστοιχους ασθενείς χωρίς ισχαιμικό συμβάν, διαπιστώθηκε
αύξηση των ελεύθερων τερματικών ομάδων NH2 δεικνύοντας
τη μεταβολή της ευκινησίας των μεμβρανών, ως αποτέλεσμα
της επίδρασης των ΟH. Η αύξηση της έντασης της ταινίας
στα 1735 cm-1 αντιστοιχεί στην μαλοναλδεΰδη και συνδέεται
με τη μεταβολή των FT-IR φασμάτων στην περιοχή 900–400
cm-1, που δείχνει ότι η ξανθίνη παράγει ελεύθερες ρίζες οξυγόνου (Ο2-), που οδηγούν σε οξειδωτικό στρες και αύξηση του
ουρικού οξέος στο αίμα των ασθενών σύμφωνα με το σχήμα.
Η ανίχνευση μολυβδαινίου στα αθηρώματα επιβεβαιώνει την
αδρανοποίηση της ξανθίνης. Συμπεράσματα: Οι μεταβολές
των FT-IR φασμάτων δείχνουν ότι σε ασθενείς με ισχαιμία
αδρανοποιούνται τα μολυβδαινο-ένζυμα με αποτέλεσμα την
έντονη αύξηση του ουρικού οξέος και την παραγωγή Ο2- οι
οποίες προκαλούν οξειδωτικό στρες και υπεροξείδωση των λιπιδίων, παρεμποδίζοντας τη λειτουργία της γλουταθειόλης και
επομένως την ενδογενή επιδιόρθωση των βλαβών.
© 2011 Ελληνική Εταιρεία Αθηροσκλήρωσης
268
Ελληνική Επιθεώρηση Αθηροσκλήρωσης 2(4)
AΑ15
ABACAVIR ΚΑΙ ΑΥΞΗΣΗ ΚΑΡΔΙΑΓΓΕΙΑΚΟΥ ΚΙΝΔΥΝΟΥ ΣΕ ΑΣΘΕΝΕΙΣ ΜΕ HIV ΛΟΙΜΩΞΗ:
Ο ΡΟΛΟΣ ΤΟΥ ΠΑΡΑΓΟΝΤΑ ΕΝΕΡΓΟΠΟΙΗΣΗΣ ΑΙΜΟΠΕΤΑΛΙΩΝ
Β.Δ. Παπακωνσταντίνου,1 Α. Τσούπρας,1 Μ. Χίνη,2 Ν. Μαγκαφάς,2 Ν. Τσόγκας,2
Π. Γαργαλιάνος-Κακολύρης,3 Γ. Σταματάκης,1 Ε. Φραγκοπούλου,4 Α. Ψαρρά,5 Χ. Παπαστεριάδη,5
Σ. Αντωνοπούλου,4 Κ.Α. Δημόπουλος,1 Μ.Κ. Λαζανάς2
1
Εργαστήριο Βιοχημείας, Τμήμα Χημείας, Πανεπιστήμιο Αθηνών, 2Γ΄ Παθολογικό Τμήμα-Μονάδα Λοιμώξεων, ΓΝΑ «KοργιαλένειοΜπενάκειο» ΕEΣ, 3Α΄ Παθολογικό Τμήμα-Μονάδα Λοιμώξεων, ΓΝΑ «Γ. Γεννηματάς»
4
Εργαστήριο Βιοχημείας, Τμήμα Επιστήμης Διαιτολογίας-Διατροφής, Χαροκόπειο Πανεπιστήμιο
5
Τμήμα Ανοσολογίας και Ιστοσυμβατότητας, ΓΝΑ «Ευαγγελισμός», Aθήνα
Εισαγωγή-Σκοπός: Ο Παράγοντας Ενεργοποίησης Αιμοπεταλίων (PAF), ως ισχυρός διαμεσολαβητής της φλεγμονής,
εμπλέκεται στην παθογένεση της αθηροσκλήρωσης και ορισμένων εκδηλώσεων της HIV λοίμωξης. Σκοπός μας ήταν η
in vivo μελέτη της επίδρασης ενός αντιρετροϊκού σχήματος
με abacavir στον μεταβολισμό και στα επίπεδα του PAF για
τη διερεύνηση του μηχανισμού αύξησης του καρδιαγγειακού κινδύνου σε ασθενείς με HIV λοίμωξη. Υλικό-Μέθοδος:
Μελετήθηκαν επίπεδα/μεταβολισμός του PAF, οι κυτταροκίνες IL-1β, ΙL-6, IL-8, IL-10p70, IL-12, TNFa καθώς και ο αυξητικός
παράγοντας VEGF στο αίμα 10 μη προθεραπευμένων ασθενών
με HIV λοίμωξη πριν και 1, 3, 6, 9, 12 μήνες μετά την έναρξη
abacavir/lamivudine/efavirenz. Η στατιστική ανάλυση πραγματοποιήθηκε με τη μέθοδο Repeated-Measures-ANOVA και
ο έλεγχος κανονικής κατανομής με τη μέθοδο KolmogorovSmirnov. Αποτελέσματα: Παρατηρήθηκε ενεργοποίηση της
de novo βιοσυνθετικής οδού του PAF στα λευκοκύτταρα τον
9ο και τον 12ο μήνα αγωγής και μια απότομη ενεργοποίηση
της οδού αναδιαμόρφωσής του τον 3ο μήνα θεραπείας τόσο
στα λευκοκύτταρα όσο και στα αιμοπετάλια, με επαναφορά
στα αρχικά επίπεδα τον 12ο μήνα. Η καταβολική οδός ενεργοποιείται τον 9ο και τον 12ο μήνα στα αιμοπετάλια και τον 3ο
μήνα στα λευκοκύτταρα. Η ειδική δραστικότητα της LpPLA2
είναι σταθερά αυξημένη καθ’ όλη τη διάρκεια της αγωγής με
μια περαιτέρω αύξηση τον 9ο μήνα. Τα επίπεδα του PAF στο
αίμα, κατ’ αναλογία με τη δραστικότητα των βιοσυνθετικών
του ενζύμων, εμφάνισαν αύξηση τον 3ο μήνα θεραπείας. Ο
TNFa αυξάνεται τον 1ο και τον 3ο μήνα ενώ οι ΙL-10p70 και IL-12
μειώνονται τον 12ο μήνα αγωγής. Συμπεράσματα: Από τα in
vivo αποτελέσματά μας προκύπτει ότι το αντιρετροϊκό σχήμα
abacavir/lamivudine/efavirenz επάγει τη βιοσύνθεση και αυξάνει τα επίπεδα του PAF στο αίμα κυρίως κατά τον 3ο μήνα
θεραπείας, μια διεργασία που πιθανόν αποτελεί έναν από τους
μηχανισμούς αύξησης του καρδιαγγειακού κινδύνου σε ασθενείς με HIV λοίμωξη που λαμβάνουν abacavir.
ΑΑ16
MULTI-SITE DIRECTED ANTIHYPERLIPIDEMIC AGENTS
A. Kourounakis, A. Matralis, M. Katselou, A. Nikitakis
Department of Medicinal Chemistry, Faculty of Pharmacy, University of Athens
Introduction-Aim: As multiple mechanisms are involved in
the development of atherosclerosis (hyperlipidemia, oxidative
stress and inflammation), we have recently applied a strategy
that involves the design of a single chemical compound able
to simultaneously modulate more than one targets.1,2 In
this study, we present the design, synthesis and evaluation
of novel benzoxazine1,3 and benzothiazine2,4 derivatives.
Patients-Methods: Antioxidant, antihyperlipidemic and
squalene synthase activity were evaluated according to
literature.1,2 Pharmacokinetic studies were performed using
a RP-HPLC method. Results: The synthesized compounds
inhibit microsomal lipid peroxidation (IC 50 =9 μΜ), LDL
oxidation (complete inhibition at 10 μΜ), as well as squalene
synthase activity (IC50 values 5–16 μΜ). Docking studies of
these derivatives revealed a different mode of binding to
the active site of SQS compared to reference compounds.1,2
Further, these compounds show antidyslipidemic and
antioxidant properties in vivo (at a dose of 56 umol/kg),
decreasing total cholesterol, LDL, triglyceride and MDA levels
of hyperlipidemic rats by 26–74%. Finally, by determining their
in vivo concentration (up to 24 h) in target tissues (i.e. blood/
© 2011 Ελληνική Εταιρεία Αθηροσκλήρωσης
liver) it is shown that both 1 and 2 reach their targets in the
μM range. Conclusion: The new compounds seem interesting
multifunctional molecules aimed towards the development
of a new pharmacophore for disease-modifying agents useful
in the treatment of atherosclerosis. (1) Kourounakis AP et al. J
Med Chem 2008, 51:5864–5865, (2) Kourounakis AP et al. Bioorg
Med Chem 2010, 51:7402–7412
Hellenic Journal of Atherosclerosis 2(4)
269
AΑ17
ΣΧΕΣΗ ΤΩΝ ΕΠΙΠΕΔΩΝ PAF ΚΑΙ ΤΗΣ ΔΡΑΣΤΙΚΟΤΗΤΑΣ
ΤΩΝ ΚΥΡΙΟΤΕΡΩΝ ΕΝΖΥΜΩΝ ΤΟΥ ΜΕ ΔΕΙΚΤΕΣ ΟΞΕΙΔΩΤΙΚΟΥ ΣΤΡΕΣ
Π. Ντετοπούλου,1 Ι. Λελέκη,1 Τ. Νομικός,1 Ε. Φραγκοπούλου,1 Γ. Σταματάκης,2 Σ. Αντωνοπούλου1
1
Τμήμα Επιστήμης Διαιτολογίας-Διατροφής, Χαροκόπειο Πανεπιστήμιο, 2Τμήμα Xημείας, ΕΚΠΑ, Αθήνα
Εισαγωγή-Σκοπός: Ο PAF αποτελεί έναν ισχυρό φλεγμονώδη
μεσολαβητή, που εμπλέκεται στην αθηροσκλήρωση, επάγει
το οξειδωτικό στρες και επάγεται από αυτό. Σκοπός της εργασίας ήταν η διερεύνηση της σχέσης του PAF και των ενζύμων
του με δείκτες οξειδωτικού στρες σε φαινομενικά υγιείς εθελοντές. Υλικό-Μέθοδος: Σε 106 φαινομενικά υγιείς εθελοντές
(44±13 ετών με ΔΜΣ 27±5 kg/m2) μετρήθηκαν: (α) τα επίπεδα
PAF, (β) οι δραστικότητες των βιοσυνθετικών του ενζύμων
λυσο-PAF: ακετυλο-CoA ακετυλοτρανσφεράση και DTT ανεξάρτητη CDP-χολίνη: αλκυλοακετυλογλυκερόλη φωσφοχολινοτρανσφεράση σε ομογενοποίημα λευκοκυττάρων, (γ) η
δραστικότητα του αποικοδομητικού του ενζύμου Lp-PLA2
(ισομορφή πλάσματος) και η λευκοκυτταρική PAF-AH (ενδοκυτταρική ισομορφή) και (δ) η οξειδωμένη LDL, η μηλονηλοδιαλδεΰδη (TBARS), η υπεροξειδάση της γλουταθειόνης στον
ορό (GPX-3) και στα λευκοκύτταρα (GPX-1) καθώς και η αντί-
σταση του ορού στην οξείδωση με χαλκό. Aποτελέσματα: H
δραστικότητα της PAF-AH συσχετίστηκε θετικά με την αντίσταση του ορού στην οξείδωση (Β±SE: 3x10 -4±10 -4, p=0,05) και
τη GPX-1 (Β±SE: 3x10 -5±10 -5, p=0,003) σε μοντέλα πολλαπλής
γραμμικής παλινδρόμησης μετά από στάθμιση για το φύλο,
την ηλικία, το κάπνισμα, τα επίπεδα φυσικής δραστηριότητας και το κοιλιακό λίπος. Επιπρόσθετα, τα επίπεδα του PAF
συσχετίστηκαν οριακά θετικά με τη δραστικότητα της GPX-1
σε αντίστοιχα πολυπαραγοντικά μοντέλα (Β±SE: 0,002±0,001,
p=0,08). Η δραστικότητα της Lp-PLA2 συσχετίστηκε αρνητικά με τα επίπεδα της οξειδωμένης LDL (Β±SE: –0,01±0,05,
p=0,06). Συμπεράσματα: Η θετική σχέση της δραστικότητας
της GPX-1 με τη δραστικότητα της PAF-AH και τα επίπεδα του
PAF υποδηλώνει μια ταυτόχρονη ενεργοποίηση των δύο ενζύμων με σκοπό ο οργανισμός να εξισορροπήσει το αυξημένο
οξειδωτικό στρες και τη φλεγμονή.
ΑΑ18
ΜΕΤΑΒΟΛΕΣ ΤΟΥ ΛΙΠΙΔΑΙΜΙΚΟΥ ΠΡΟΦΙΛ ΣΕ ΑΣΘΕΝΕΙΣ ΜΕ ΛΕΠΤΟΣΠΕΙΡΩΣΗ
Φ. Αποστόλου,1 Ε. Λυμπερόπουλος,1 Ε. Γαζή,1 Θ. Φιλιππάτος,1 K. Τέλλης,2 Χ. Κωσταρά,3
Ε. Μπαϊρακτάρη,3 Α. Τσελέπης,2 Μ. Ελισάφ1
1
3
Τομέας Παθολογίας, Ιατρικής Σχολής, 2Τομέας Βιοχημείας, Τμήματος Χημείας,
Εργαστήριο Κλινικής Χημείας Ιατρικής Σχολής Πανεπιστημίου Ιωαννίνων, Ιωάννινα
Εισαγωγή-Σκοπός: Μεταβολές των λιποπρωτεϊνών παρατηρούνται σε φλεγμονώδεις καταστάσεις και πιθανά συσχετίζονται με την εξέλιξη της αθηρωμάτωσης. Σκοπός της παρούσας
μελέτης είναι η εκτίμηση των μεταβολών των λιποπρωτεϊνών
σε ασθενείς με λοίμωξη από Leprospira interrogans. ΥλικόΜέθοδος: Μελετήθηκαν έντεκα ασθενείς (10 άνδρες και 1 γυναίκα, ηλικίας 49,5±8,4 ετών) με λεπτοσπείρωση κατά τη διάγνωση και 4 μήνες μετά την αποδρομή της λοίμωξης, καθώς
και 11 υγιή άτομα της ίδιας ηλικίας και φύλου. Σε όλα τα άτομα
της μελέτης προσδιορίσθηκαν οι παρακάτω παράμετροι: ολική χοληστερόλη (TC), χοληστερόλη των υψηλής πυκνότητας
λιποπρωτεϊνών (HDL-C), τριγλυκερίδια (TGs), χοληστερόλη των
χαμηλής πυκνότητας λιποπρωτεϊνών (LDL-C), απολιποπρωτεΐνες (Αpo) AΙ, B, E, CII, CIII, λιποπρωτεΐνη (a) [Lp(a)], ενεργότητα
της ολικής Lp-PLA2 (lipoprotein-associated phospholipase
A2), ενεργότητα της PON1 (paraoxonase1) [paraoxonase/
arylesterase], κυτταροκίνες (IL-1β, IL-6 και TNFa), καθώς και τα
υποκλάσματα των LDL με τη μέθοδο Lipoprint LDL System.
Αποτελέσματα: Οι ασθενείς με λεπτοσπείρωση είχαν σημαντικά χαμηλότερα επίπεδα TC, HDL-C, LDL-C, apoAI, apoΒ και Lp(a),
υψηλότερα επίπεδα TG, apoE και κυτταροκινών, ελαττωμένη
ενεργότητα της ολικής Lp-PLA2, αυξημένα επίπεδα sdLDL-C,
μικρότερο μέγεθος των LDL σωματιδίων και την ενεργότητα
της ΡΟΝ1 σε σύγκριση με τις αντίστοιχες τιμές 4 μήνες μετά την
αποδρομή της λοίμωξης. Τα επίπεδα της HDL-C και η ενεργότητα της ΡΟΝ1 ήταν ελαττωμένα στους ασθενείς με λεπτοσπείρωση, αυξήθηκαν 4 μήνες μετά την αποδρομή της λοίμωξης,
ωστόσο παρέμειναν χαμηλά σε σύγκριση με τις αντίστοιχες
τιμές της ομάδας ελέγχου. Συμπεράσματα: Η λεπτοσπείρωση
προκαλεί σημαντικές ποσοτικές και ποιοτικές μεταβολές των
λιποπρωτεϊνών και των λιπιδίων που δεν αποκαθίστανται πλήρως 4 μήνες μετά την αποδρομή της λοίμωξης.
© 2011 Ελληνική Εταιρεία Αθηροσκλήρωσης
270
Ελληνική Επιθεώρηση Αθηροσκλήρωσης 2(4)
ΑΑ19
Η ΕΠΙΔΡΑΣΗ ΤΟΥ ΣΥΝΔΥΑΣΜΟΥ ΡΟΣΟΥΒΑΣΤΑΤΙΝΗΣ ΜΕ ΣΑΡΤΑΝΕΣ ΔΙΑΦΟΡΕΤΙΚΗΣ
ΙΚΑΝΟΤΗΤΑΣ ΕΝΕΡΓΟΠΟΙΗΣΗΣ ΤΩΝ PPARγ ΥΠΟΔΟΧΕΩΝ ΣΤΗ ΜΑΖΑ ΚΑΙ ΕΝΕΡΓΟΤΗΤΑ
ΤΗΣ ΛΙΠΟΠΡΩΤΕΪΝΙΚΗΣ ΦΩΣΦΟΛΙΠΑΣΗΣ Α2 ΠΛΑΣΜΑΤΟΣ
Χ. Ρίζος,1 Ε. Λυμπερόπουλος,1 K. Τέλλης,2 Μ. Φλωρεντίν,1 Μ. Ελισάφ,2 Α. Τσελέπης2
1
2
Τομέας Παθολογίας, Ιατρικής Σχολής Πανεπιστημίου Ιωαννίνων
Τομέας Βιοχημείας Χημικού Τμήματος Πανεπιστημίου Ιωαννίνων, Ιωάννινα
Εισαγωγή-Σκοπός: Τα αυξημένα επίπεδα της λιποπρωτεϊνικής φωσφολιπάσης Α2 (Lp-PLA2) συσχετίζονται με αυξημένο
καρδιαγγειακό κίνδυνο. Σε άτομα με πολλαπλούς παράγοντες κινδύνου συχνά συγχορηγείται στατίνη σε συνδυασμό
με μια σαρτάνη. Σκοπός: Η διερεύνηση της επίδρασης του
συνδυασμού ροσουβαστατίνης με σαρτάνες διαφορετικής
ικανότητας ενεργοποίησης των PPARγ υποδοχέων στη μάζα
και την ενεργότητα της Lp-PLA2 πλάσματος σε ασθενείς με
υπέρταση, δυσλιπιδαιμία και διαταραχή γλυκόζης νηστείας.
Υλικό-Μέθοδος: Σε 151 ασθενείς με υπέρταση σταδίου 1,
διαταραχή γλυκόζης νηστείας, αυξημένα τριγλυκερίδια (≥150
mg/dL) και LDL χοληστερόλη (≥160 mg/dL) δόθηκαν υγιεινοδιαιτητικές οδηγίες και ροσουβαστατίνη 10 mg/ημέρα. Οι
ασθενείς τυχαιοποιήθηκαν επιπρόσθετα σε (α) μια σαρτάνη
με σημαντική ικανότητα μερικής ενεργοποίησης των PPARγ
υποδοχέων (τελμισαρτάνη 80 mg/ημέρα, ομάδα Ρ/Τ), (β)
μια σαρτάνη μικρής ικανότητας μερικής ενεργοποίησης των
PPARγ υποδοχέων (ιρμπεσαρτάνη 300 mg/ημέρα, ομάδα Ρ/Ι)
και (γ) μια σαρτάνη που δεν ενεργοποιεί τους PPARγ υποδοχείς
(ολμεσαρτάνη 20 mg/ημέρα, ομάδα Ρ/Ο). Προσδιορίσθηκαν
η μάζα και η ενεργότητα της Lp-PLA2 πλάσματος πριν και 6
μήνες μετά τη θεραπεία. Αποτελέσματα: Η ενεργότητα της
Lp-PLA2 μειώθηκε με όλους τους συνδυασμούς (Ρ/Τ-38%, Ρ/Ι
38% και Ρ/Ο –43%, p<0,001 σε σύγκριση με την αρχική τιμή).
Η μάζα της Lp-PLA2 μειώθηκε σε όλες τις ομάδες (Ρ/Τ–28%,
p=0,001, Ρ/Ι,32%, P=0=0,01, και Ρ/Ο –27%, p=0,001 σε σύγκριση με την αρχική τιμή). Δεν παρατηρήθηκε καμία διαφορά μεταξύ των ομάδων όσον αφορά στις μεταβολές της
μάζας και της ενεργότητας της Lp-PLA2. Συμπεράσματα: Η
συγχορήγηση ροσουβαστατίνης με σαρτάνες διαφορετικής
ικανότητας ενεργοποίησης των PPARγ υποδοχέων συσχετίζεται με παρόμοια μείωση της μάζας και της ενεργότητας τής
Lp-PLA2 πλάσματος σε ασθενείς με υπέρταση, δυσλιπιδαιμία
και διαταραχή γλυκόζης νηστείας.
ΑΑ20
ΜΕΛΕΤΗ ΤΗΣ ΔΡΑΣΤΙΚΟΤΗΤΑΣ ΤΩΝ ΑΙΜΟΠΕΤΑΛΙΩΝ, ΤΩΝ ΕΠΙΠΕΔΩΝ ΤΟΥ PAF
ΚΑΙ ΤΩΝ ΜΕΤΑΒΟΛΙΚΩΝ ΤΟΥ ΕΝΖΥΜΩΝ ΣΕ ΑΣΘΕΝΗ ΜΕ ΤΗ ΝΟΣΟ ΤΑΓΓΕΡΗ
Β. Κολοβού,1,2 Β. Παπακωνσταντίνου,1 Γ. Σταματάκης,1 Γ. Κολοβού,2 Κ.Α. Δημόπουλος1
1
Εργαστήριο Βιοχημείας, Τμήμα Χημείας, Εθνικό Καποδιστριακό Πανεπιστήμιο Αθηνών
2
Α΄ Καρδιολογική Κλινική, Ωνάσειο Καρδιοχειρουργικό Κέντρο, Αθήνα
Εισαγωγή-Σκοπός: Η έλλειψη της πρωτεΐνη ABCA1 οφείλεται
σε γενετική μετάλλαξη που προκαλεί τη νόσο της Ταγγέρης,
που έχει συσχετιστεί με την ύπαρξη στεφανιαίας νόσου και με
υψηλή δραστικότητα της λιποπρωτεϊνικής φωσφολιπάσης Α2
(LpPLA2), αποικοδομητικού ενζύμου του παράγοντα ενεργοποίησης αιμοπεταλίων (PAF). O PAF εμπλέκεται σε καταστάσεις χρόνιας φλεγμονής καθώς και στην αρτηριοσκλήρωση.
Σκοπός είναι η μελέτη, σε άτομο με τη νόσο Ταγγέρη στο
οποίο απουσιάζει η πρωτεΐνη ABCA1 λόγω της μετάλλαξης
C2033A στο εξώνιο 12, της συσχέτισης με υγιείς ανθρώπους
α) της ικανότητας συσσώρευσης του πλάσματος πλούσιο σε
αιμοπετάλια από τον PAF (EC50) (β) των επιπέδων του PAF
στο αίμα και (γ) της δραστικότητας των ρυθμιστικών ενζύμων
του μεταβολισμού του PAF στο αίμα και στα έμμορφα συστατικά του αίματος, φωσφοχολινο-τρανσφεράσης (PAF-CPT),
ακετυλο-τρανσφεράσης (lyso PAF-AT), ακετυλο-υδρολάσης
(PAF-AH) και LpPLA2. Υλικό-Μέθοδος: H συσσώρευση του
πλάσματος πλούσιο σε αιμοπετάλια από τον PAF μετρήθηκε
σε συσσωρευματόμετρο. Ο προσδιορισμός των επιπέδων του
PAF έγινε μετά από εκχύλιση Bligh-Dyer, χρωματογραφικό
© 2011 Ελληνική Εταιρεία Αθηροσκλήρωσης
καθαρισμό και βιολογική δοκιμασία σε πλυμένα αιμοπετάλια
κουνελιού. Για τον προσδιορισμό των βιοσυνθετικών ενζύμων
(PAF-CPT και lyso PAF-AT) ύστερα από ενζυμική δοκιμασία και
χρωματογραφικό διαχωρισμό έγινε προσδιορισμός του παραγόμενου PAF με βιολογική δοκιμασία σε πλυμένα αιμοπετάλια
κουνελιού. Ο προσδιορισμός του αποικοδομητικού ενζύμου
της PAF-AH και της LpPLA2 έγινε από την διάσπαση ραδιενεργού PAF. Αποτελέσματα: Το EC50 για τον PAF ήταν 36,5x10 -7 Μ
PAF. Tα επίπεδα του PAF αίμα ήταν 3,23 pg/mL αίματος. Οι ενζυμικές δραστικότητες εκφράζονται σε pmoles/min/mg πρωτεΐνης. Για το ένζυμο PAF-CPT στα λευκοκύτταρα, αιμοπετάλια
και ερυθροκύτταρα ήταν 45,29, 5,61 και 0,11 αντίστοιχα. Για
την lyso-PAF-AT 5,52, 0,37 και 0,13 αντίστοιχα. Για την PAF-AH
ήταν 77,56, 821,41 και 9,2 αντίστοιχα, ενώ η LpPLA2 ήταν 37,12
pmoles/min/μL. Συμπεράσματα: Οι τιμές αυτές κυμαίνονται
στα φυσιολογικά όρια. Η ασθενής ενώ έχει τη νόσο Ταγγέρη
δεν έχει εμφανίσει στεφανιαία νόσο και αθηροσκλήρωση με
αποτέλεσμα να μην υπάρχει χρόνια φλεγμονή και για τον λόγο
αυτόν οι σχετικές με τον PAF μετρήσεις να έχουν φυσιολογικές
τιμές.
Hellenic Journal of Atherosclerosis 2(4)
271
ΑΑ21
Ο ΡΟΛΟΣ ΤΩΝ ΕΛΕΥΘΕΡΩΝ ΡΙΖΩΝ ΣΤΗΝ ΑΘΗΡΩΜΑΤΩΣΗ
Κ. Πισσαρίδη, Β. Δρίτσα, Ι. Αναστασοπούλου
Εργαστήριο Ακτινοχημείας Βιοφασματοσκοπίας, Σχολή Χημικών Μηχανικών,
Εθνικό Μετσόβιο Πολυτεχνείο, Πολυτεχνειούπολη Ζωγράφου Αθήνα.
Εισαγωγή-Σκοπός: Σκοπός της παρούσης εργασίας είναι η
μελέτη του ρόλου των ελευθέρων ριζών στην υπεροξείδωση
των λιπιδίων και την αθηρογένεση στις αρτηρίες. Οι ελεύθερες ρίζες διαπιστώθηκε ότι συμμετέχουν σε πολλές βιολογικές και βιοχημικές διεργασίες. Το ερώτημα αν είναι το αίτιο ή
το αποτέλεσμα της δράσης τους δεν έχει ακόμη επακριβώς
απαντηθεί. Εκτός από τις ρίζες ΟΗ τα ανιόντα του οξυγόνου
παίζουν καθοριστικό ρόλο στην υπεροξείδωση των λιπιδίων.
Η υπέρυθρη φασματοσκοπία χρησιμοποιείται για τη μελέτη
του ρόλου των ελευθέρων ριζών στην υπεροξείδωση των λιπιδίων. Υλικό-Μέθοδος: Εξετάστηκαν αθηρώματα από 180
ασθενείς. Τα FT-IR φάσματα καταγράφηκαν με φασματοφωτόμετρο Nicolet. Αποτελέσματα: Από την αύξηση των εντά-
σεων των χαρακτηριστικών ταινιών στην περιοχή 3000–2800
cm -1 των FT-IR φασμάτων των αθηρωμάτων καρωτίδων αρτηριών διαπιστώνεται ότι κύρια βλάβη αποτελεί η μεταβολή
της ευκινησίας των μεμβρανών (σχήμα 1α, β), με αποτέλεσμα
την διαταραχή ανταλλαγής μέσω των καναλιών Ca, K, Na. Τα
προϊόντα υπεροξείδωσης δείχνουν την πρόκληση οξειδωτικού στρες, που λόγω του ιστορικού των ασθενών, αποδίδεται
σε περιβαλλοντικές κατ’ αρχήν συνθήκες. Συμπεράσματα: Η
ανίχνευση τοξικών μετάλλων (Ag, Pb) και το γεγονός ότι ήταν
όλοι καπνιστές δικαιολογεί τον σχηματισμό ελευθέρων ριζών,
λόγω οξειδωτικού στρες. Τα FT-IR φάσματα των τελικών προϊόντων αθηρωμάτωσης ενισχύουν την άποψη συμμετοχής
ελευθέρων ριζών στην αθηρωγένεση.
αβ
αα
Σχήμα 1. (α) FT-IR φάσματα αθηρωμάτων στην περιοχή 3700–2700 cm-1. Περιοχή ευκινησίας μεμβρανών, (β) Μεταβολή της ευκινησίας των μεβρανών αθηρωματικών ιστών.
© 2011 Ελληνική Εταιρεία Αθηροσκλήρωσης
272
Ελληνική Επιθεώρηση Αθηροσκλήρωσης 2(4)
ΑΑ22
ΠΡΟΣΛΗΨΗ ΦΛΑΒΟΝΟΕΙΔΩΝ ΣΕ ΠΑΧΥΣΑΡΚΟΥΣ ΑΣΘΕΝΕΙΣ
ΚΑΙ ΣΥΣΧΕΤΙΣΗ ΜΕ ΚΛΙΝΙΚΟΥΣ ΚΑΙ ΒΙΟΧΗΜΙΚΟΥΣ ΔΕΙΚΤΕΣ
Χ. Δερδεμέζης,1,2 Δ. Κιόρτσης,1 Θ. Φιλιππάτος,2 Β. Τσιμιχόδημος,2 Π. Βεζυράκη,1
Μ. Αργυροπούλου,3 Α. Τσελέπης,4 Α. Ευαγγέλου,1 Μ. Ελισάφ2
1
Εργαστήριο Φυσιολογίας, Ιατρική Σχολή, Πανεπιστημίου Ιωαννίνων, 2Β΄ Παθολογική Κλινική, Πανεπιστημιακό Γενικό Νοσοκομείο
Ιωαννίνων, 3Ακτινολογικό Τμήμα, Πανεπιστημιακό Γενικό Νοσοκομείο Ιωαννίνων, 4Εργαστήριο Βιοχημείας, Τμήμα Χημείας
Πανεπιστημίου Ιωαννίνων, Ιωάννινα
Εισαγωγή–Σκοπός: Η παχυσαρκία συσχετίζεται με αυξημένη προδιάθεση για την εκδήλωση αθηροσκλήρωσης και αυξημένη επίπτωση στεφανιαίας νόσου. Η διατροφή είναι γνωστό ότι συσχετίζεται με την πρόληψη και τη θεραπεία, τόσο
των καρδιαγγειακών νοσημάτων, όσο και της παχυσαρκίας.
Αντιοξειδωτικές πολυφαινολικές ουσίες, όπως είναι τα φλαβονοειδή που περιέχονται κυρίως σε φρούτα και λαχανικά,
φαίνεται ότι προστατεύουν από καρδιαγγειακά συμβάματα.
Σκοπός της μελέτης είναι η διερεύνηση της συσχέτισης της
πρόσληψης των φλαβονοειδών της διατροφής με κλινικούς
και βιοχημικούς δείκτες σε άτομα με παχυσαρκία. ΥλικόΜέθοδος: Συμμετείχαν 100 παχύσαρκοι ασθενείς (20 άνδρες
& 80 γυναίκες). Η πρόσληψη των φλαβονοειδών εκτιμήθηκε
με τη συμπλήρωση ερωτηματολογίων συχνότητας κατανάλωσης τροφίμων. Η διατασιμότητα των αγγείων ελέγχθηκε σε 20 από τους παραπάνω ασθενείς με μαγνητική τομογραφία της αορτής. Αποτελέσματα: Η συνολική πρόσληψη
φλαβονοειδών ήταν 275,38 (77,21–823,03) mg ανά ημέρα.
Βρέθηκαν θετικές συσχετίσεις της πρόσληψης φλαβονοειδών με την ηλικία (r=0,27, P<0,05) και την HDL χοληστερόλη
(r=0,27, P<0,05), καθώς και αρνητική συσχέτιση των προσλαμβανόμενων φλαβονοειδών με τα τριγλυκερίδια (r=–0,21,
P<0,05) και την ινσουλίνη (r=–0,26, P<0,05). Επιπρόσθετα, η
ημερήσια πρόσληψη φλαβονοειδών και προανθοκυανιδινών
συσχετίζονταν αρνητικά με τη δραστικότητα της αμινοτρανσφεράσης της αλανίνης (r=–0,25 & r=–0,22, P<0,05 και για τα
δύο), ενώ τα προσλαμβανόμενα φλαβονοειδή συσχετίζονταν
επιπλέον αρνητικά με τη δραστικότητα της γλουταμινικής
αμινοτρανσφεράσης(r=–0,23, P<0,05). Η διατασιμότητα της
αορτής δεν εμφάνισε καμία συσχέτιση με την πρόσληψη φλαβονοειδών. Συμπεράσματα: Είναι πιθανόν να υπάρχουν ευνοϊκές επιδράσεις των φλαβονοειδών στον μεταβολισμό των
λιπιδίων, των υδατανθράκων και της ηπατικής λειτουργίας σε
παχύσαρκα άτομα.
ΑΑ23
Η ΕΠΙΔΡΑΣΗ ΤΗΣ ΧΟΡΗΓΗΣΗΣ ΝΙΚΟΤΙΝΙΚΟΥ ΟΞΕΟΣ/ΛΑΡΟΠΙΠΡΑΝΤΗΣ ΣΤΙΣ ΠΑΡΑΜΕΤΡΟΥΣ
ΤΩΝ ΑΙΜΟΠΕΤΑΛΙΩΝ ΣΕ ΑΣΘΕΝΕΙΣ ΜΕ ΜΙΚΤΗ ΔΥΣΛΙΠΙΔΑΙΜΙΑ
Α. Κεή, Ζ. Μητρογιάννη, Μ. Ελισάφ
Τομέας Παθολογίας, Ιατρική Σχολή Πανεπιστημίου Ιωαννίνων, Ιωάννινα
Εισαγωγή-Σκοπός: Η χορήγηση νικοτινικού οξέος έχει συσχετισθεί με μείωση της καρδιαγγειακής νοσηρότητας και
θνητότητας. Πέρα από την ευεργετική επίδραση στο λιπιδαιμικό προφίλ, το νικοτινικό οξύ έχει και πλειοτροπικές ιδιότητες, όπως αντιθρομβωτικές και αντιφλεγμονώδεις δράσεις.
Πρόσφατα μελέτες έδειξαν ότι τόσο ο μέσος όγκος (mean
platelet volume, MPV) όσο και το εύρος κατανομής των αιμοπεταλίων (platelet distribution width, PDW) αποτελούν
ανεξάρτητους παράγοντες κινδύνου για την εμφάνιση καρδιαγγειακής νόσου. Σκοπός της παρούσας μελέτης ήταν να
μελετηθεί η επίδραση του νικοτινικού οξέος στους παραπάνω αιμοπεταλιακούς δείκτες. Υλικό-Μέθοδος: Στη μελέτη
έλαβαν μέρος 50 ασθενείς. Όλοι οι ασθενείς έπαιρναν μία
συμβατική δόση στατίνης (10–40 mg σιμβαστατίνη ή 10–20
mg ατορβαστατίνη ή 5–20 mg ροσουβαστατίνη) και δεν είχαν
επιτύχει τον στόχο όσον αφορά τα επίπεδα LDL ή non-HDL
© 2011 Ελληνική Εταιρεία Αθηροσκλήρωσης
χοληστερόλης. Στους ασθενείς χορηγήθηκε επιπρόσθετη θεραπεία με νικοτινικό οξύ/λαροπιπράντη (1000/20 mg για 1 μήνα και στη συνέχεια 2000/40 mg για τους επόμενους 2 μήνες).
Πριν την έναρξη και μετά από 3 μήνες θεραπείας εκτιμήθηκε ο
συνολικός αριθμός των αιμοπεταλίων καθώς και ο MPV και το
RDW. Αποτελέσματα: Η χορήγηση νικοτινικού οξέος/λαροπιπράντης συσχετίσθηκε με μείωση του συνολικού αριθμού των
αιμοπεταλίων κατά 20% [από 277.150 (163.000–223.400)/μL σε
220.480/μL (141.000/μL–319.000)/μL, p<0,001], ενώ παρατηρήθηκε αύξηση του MPV κατά 3,5% [από 11,4 (9,2–13,6) fl σε
11,8 (9,5–14,1) fl, P=0,01], χωρίς μεταβολή του PDW [από 14,6 (
10,5–19,3) fl σε 14,5 (11–21,1) fl, p=NS]. Συμπεράσματα: Η χορήγηση του νικοτινικού οξέος είχε ως αποτέλεσμα μείωση του
συνολικού αριθμού των αιμοπεταλίων και αύξηση των επιπέδων του MPV, η κλινική σημασία της οποίας πρέπει να διευκρινισθεί από τα αποτελέσματα μεγάλων προοπτικών μελετών.
Hellenic Journal of Atherosclerosis 2(4)
273
ΑΑ24*
ΕΠΙΔΡΑΣΗ ΤΗΣ ΑΣΚΗΣΗΣ ΚΑΙ ΤΗΣ ΧΟΡΗΓΗΣΗΣ ΣΤΑΤΙΝΗΣ
ΣΤΟ ΛΙΠΙΔΑΙΜΙΚΟ ΠΡΟΦΙΛ ΥΠΕΡΛΙΠΙΔΑΙΜΙΚΩΝ ΜΥΩΝ
Ε. Δουκιαντζάκης,1 Ε. Τζανετάκου,1 Α. Παντοπούλου,1 Α. Καρύδης1
Η. Δουλάμης,1 Δ. Τζιβράς,1 Δ. Τούσουλης,2 Χρ. Στεφανάδης,2 Δ. Περρέα1
1
Εργαστήριο Πειραματικής Χειρουργικής και Χειρουργικής Ερεύνης «ΝΣ Χρηστέας», Ιατρική Σχολή, ΕΚΠΑ
2
Α' Καρδιολογική Κλινική, Πανεπιστημίου Αθηνών, ΓΝΑ «Ιπποκράτειο», Αθήνα
Εισαγωγή-Σκοπός: Σκοπός της παρούσας εργασίας είναι η δημιουργία ενός αξιόπιστου πειραματικού μοντέλου υπερλίπιδαιμίας για τη μελέτη της επίδρασης της σωματικής άσκησης και
της χορήγησης στατίνης στο λιπιδαιμικό προφίλ. Υλικό-μέθοδος: Επιλέχθηκε η διαιτητική παρέμβαση σε ποντίκια C57BL/6.
Χρησιμοποιήθηκαν 34 ποντίκια που χωρίστηκαν στις παρακάτω ομάδες: Α: κανονική διατροφή (ομάδα ελέγχου), Β: υπερλιπιδαιμική διατροφή, Γ: υπερλιπιδαιμική διατροφή και σωματική
άσκηση σε κυλιόμενο τάπητα, Δ: υπερλιπιδαιμική διατροφή και
σωματική άσκηση και χορήγηση στατίνης. Στα πειραματόζωα
έγιναν αιμοληψίες στην έναρξη, μετά από 8 και μετά από 12
εβδομάδες και προσδιορίστηκαν η γλυκόζη, η ολική χοληστερόλη, η HDL-χοληστερόλη, η LDL-χοληστερόλη και τα τριγλυκερίδια. Αποτελέσματα: Η ομάδα Β παρουσίασε από την 8η
εβδομάδα σημαντική αύξηση της ολικής και της LDL-χοληστερόλης, με συνοδό μείωση της HDL-χοληστερόλης, σε σχέση με
την ομάδα ελέγχου. Η ομάδα Γ παρουσίασε στις 8 εβδομάδες
μείωση της ολικής και της LDL-χοληστερόλης, αλλά όχι σημαντική διαφορά στην HDL-χοληστερόλη σε σχέση με την ομάδα
Β, παρουσίασε όμως στις 12 εβδομάδες σημαντική αύξηση της
HDL-χοληστερόλης. Η ομάδα Δ παρουσίασε στις 12 εβδομάδες
σημαντική αύξηση της HDL-χοληστερόλης, σε σχέση με την
ομάδα Β. Η ομάδα Δ παρουσίασε στις 12 εβδομάδες σημαντική μείωση της ολικής και της LDL-χοληστερόλης σε σύγκριση
με την ομάδα Γ. Συμπεράσματα: Το συγκεκριμένο πειραματικό
μοντέλο υπερλιπιδαιμίας αποτελεί ένα αξιόπιστο εργαλείο για
τη μελέτη της παθογένειας, της εξέλιξης και της αντιμετώπισης
των καρδιαγγειακών νοσημάτων. Η σωματική άσκηση μείωσε
την ολική και LDL-χοληστερόλη και μακροπρόθεσμα αύξησε
την HDL-χοληστερόλη. Η χορήγηση στατίνης μείωσε επιπλέον
την ολική και LDL-χοληστερόλη.
ΑΑ25
ΣΥΣΧΕΤΙΣΗ ΔΙΑΤΡΟΦΙΚΩΝ ΣΥΝΗΘΕΙΩΝ ΚΑΙ ΤΗΣ ΔΡΑΣΤΙΚΟΤΗΤΑΣ ΤΗΣ ΥΠΕΡΟΞΕΙΔΑΣΗΣ
ΤΗΣ ΓΛΟΥΤΑΘΕΙΟΝΗΣ ΣΕ ΕΛΛΗΝΙΚΟ ΠΑΙΔΙΚΟ ΠΛΗΘΥΣΜΟ: ΜΕΛΕΤΗ HEALTHY GROWTH
Π.Ε. Σιατίτσα, Τ. Νομικός, Γ. Μοσχώνης, Ο. Ανδρούτσος, Δ. Πατίκας, A. Ζλατίνστη,
Χ. Αγά, Σ. Τανάγρα, E. Αργύρη, Ι. Μανιός
Εργαστήριο Μεταβολικών Νοσημάτων, Α' Παιδιατρική Κλινική, Πανεπιστημίου Αθηνών, Χωρέμειο Ερευνητικό Εργαστήριο,
Νοσοκομείο Παίδων «Αγία Σοφία», Αθήνα
Εισαγωγή: Το σελήνιο είναι ένα ιχνοστοιχείο απαραίτητο για
τη φυσιολογική λειτουργία του οργανισμού και την πρόληψη
χρονίων νοσημάτων. Ωστόσο, οι διατροφικές συνήθειες που
το επηρεάζουν δεν έχουν ακόμα διευκρινιστεί. Σκοπός: Στην
παρούσα μελέτη συσχετίστηκε η δραστικότητα της υπεροξειδάσης της γλουταθειόνης (GPx3) πλάσματος με τις διατροφικές
συνήθειες ελληνικού παιδικού πληθυσμού. Η GPx3 αποτελεί
δείκτη πρόσληψης σεληνίου, αλλά εμφανίζει και αντιοξειδωτική δράση στην κυκλοφορία. Υλικό-Μέθοδος: Η παρούσα
ανάλυση βασίστηκε σε ένα υπό-δείγμα 489 παιδιών ηλικίας 913 ετών στο πλαίσιο της μελέτης Healthy Growth. Στο πλάσμα
των παιδιών προσδιορίστηκε η δραστικότητα της GPx3 με φωτομετρική μέθοδο, ενώ παράλληλα υπήρχαν δεδομένα διατροφικής πρόσληψης (ερωτηματολόγια συχνότητας κατανάλωσης
τροφίμων, ανακλήσεις 24ώρου) από τον συνολικό πληθυσμό
της μελέτης. Αποτελέσματα: Η δραστικότητα της GPX-3 δε
διέφερε σημαντικά στα δύο φύλα, ενώ ήταν μειωμένη στα παι-
διά με αυξημένο στάδιο ανάπτυξης. Επιπλέον, η GPX-3 συσχετίστηκε αρνητικά με την ενεργειακή πρόσληψη, την κατανάλωση φρούτων και αναψυκτικών και θετικά με την πρόσληψη
ασβεστίου και την κατανάλωση ψωμιού. Οι περισσότερες από
τις παραπάνω συσχετίσεις παρέμειναν σημαντικές μόνο στα
ελλειποβαρή/νορμοβαρή, αλλά όχι στα υπέρβαρα/παχύσαρκα
παιδιά. Τέλος, στα παιδιά από τη Θεσσαλονίκη βρέθηκε σημαντικά υψηλότερη δραστικότητα της GPx3 σε σχέση με τα παιδιά
από την Αθήνα και την Κρήτη, εν μέρει λόγω των διαφορετικών
διατροφικών συνηθειών τους. Συμπεράσματα: Αναδείχτηκαν
νέες θετικές συσχετίσεις της δραστικότητας της GPx3 με την
πρόσληψη ασβεστίου και την κατανάλωση ψωμιού. Ωστόσο, η
επίδραση της διατροφής είναι πολυπαραγοντική και γίνεται πιο
εμφανής σε πληθυσμούς με χαμηλή πρόσληψη σεληνίου ή με
μικρές μεταβολικές διαταραχές που θα μπορούσαν διαφορετικά να καλύψουν την επίδραση αυτή.
* H παρούσα έρευνα έχει συγχρηματοδοτηθεί από την Ευρωπαϊκή Ένωση (Ευρωπαϊκό Κοινωνικό Ταμείο, ΕΚΤ) και από εθνικούς πόρους μέσω
του Επιχειρησιακού Προγράμματος «Εκπαίδευση και Διά Βίου Μάθηση» του Εθνικού Στρατηγικού Πλαισίου Αναφοράς (ΕΣΠΑ) – Ερευνητικό
Χρηματοδοτούμενο Έργο: Ηράκλειτος ΙΙ. Επένδυση στην κοινωνία της γνώσης μέσω του Ευρωπαϊκού Κοινωνικού Ταμείου
© 2011 Ελληνική Εταιρεία Αθηροσκλήρωσης
274
Ελληνική Επιθεώρηση Αθηροσκλήρωσης 2(4)
ΑΑ26
ΜΕΤΑΒΟΛΕΣ ΤΩΝ ΗΠΑΤΙΚΩΝ ΕΝΖΥΜΩΝ ΜΕ ΤΗ ΣΥΓΧΟΡΗΓΗΣΗ ΡΟΣΟΥΒΑΣΤΑΤΙΝΗΣ
ΜΕ ΣΑΡΤΑΝΕΣ ΔΙΑΦΟΡΕΤΙΚΗΣ ΙΚΑΝΟΤΗΤΑΣ ΕΝΕΡΓΟΠΟΙΗΣΗΣ ΤΩΝ PPARγ ΥΠΟΔΟΧΕΩΝ
Χ. Ρίζος, Ε. Λυμπερόπουλος, Ζ. Μητρογιάννη, Ε. Ρίζος, Μ. Ελισάφ
Τομέας Παθολογίας, Ιατρικής Σχολής Πανεπιστημίου Ιωαννίνων, Ιωάννινα
Εισαγωγή: Τα άτομα με μεταβολικό σύνδρομο έχουν συχνά
λιπώδη διήθηση του ήπατος με αυξημένες τιμές ηπατικών
ενζύμων. Οι στατίνες μπορούν να αυξήσουν τα επίπεδα των
ηπατικών ενζύμων. Η ενεργοποίηση των PPARγ υποδοχέων
από τις θειαζολιδινενδιόνες συσχετίζεται με βελτίωση της
ηπατικής βιολογίας σε άτομα με λιπώδη διήθηση του ήπατος. Ορισμένες σαρτάνες ενεργοποιούν μερικώς τους PPARγ
υποδοχείς. Σκοπός: Η διερεύνηση της επίδρασης του συνδυασμού ροσουβαστατίνης με σαρτάνες διαφορετικής ικανότητας ενεργοποίησης των PPARγ υποδοχέων στα επίπεδα των
ηπατικών ενζύμων σε ασθενείς με υπέρταση, μικτή δυσλιπιδαιμία και διαταραχή γλυκόζης νηστείας. Υλικό-Μέθοδος:
Σε 151 ασθενείς με υπέρταση σταδίου 1, διαταραχή γλυκόζης
νηστείας, αυξημένα τριγλυκερίδια (≥150 mg/dL) και LDL χοληστερόλη (≥160 mg/dL) δόθηκαν υγιεινοδιαιτητικές οδηγίες και
ροσουβαστατίνη 10 mg/ημέρα. Οι ασθενείς τυχαιοποιήθηκαν
επιπρόσθετα σε (α) μια σαρτάνη με σημαντική ικανότητα μερι-
κής ενεργοποίησης των PPARγ υποδοχέων (τελμισαρτάνη 80
mg/ημέρα), (β) μια σαρτάνη μικρής ικανότητας μερικής ενεργοποίησης των PPARγ υποδοχέων (ιρμπεσαρτάνη 300 mg/
ημέρα) και (γ) μια σαρτάνη που δεν ενεργοποιεί τους PPARγ
υποδοχείς (ολμεσαρτάνη 20 mg/ημέρα). Προσδιορίσθηκαν τα
επίπεδα των ηπατικών ενζύμων (AST, ALT, γGT και ALP) πριν
και 6 μήνες μετά τη θεραπεία. Αποτελέσματα: Τα επίπεδα
των ηπατικών ενζύμων δεν μεταβλήθηκαν σημαντικά σε όλες
τις ομάδες κατά τη διάρκεια της αγωγής. Επιπρόσθετα, δεν
παρατηρήθηκαν διαφορές μεταξύ των ομάδων όσον αφορά
τη μεταβολή των ηπατικών ενζύμων. Συμπεράσματα: Ο συνδυασμός ροσουβαστατίνης με σαρτάνες διαφορετικής ικανότητας ενεργοποίησης των PPARγ υποδοχέων είναι ασφαλής
όσον αφορά στις παραμέτρους της ηπατικής βιολογίας. Δεν
υπήρξε καμία διαφορά μεταξύ των ομάδων αναφορικά με την
επίδραση τής συνδυασμένης αγωγής στα επίπεδα των ηπατικών ενζύμων.
ΑΑ27
Ο ΡΟΛΟΣ ΤΗΣ ΗΛΙΚΙΑΣ ΣΤΟ ΛΙΠΙΔΑΙΜΙΚΟ ΠΡΟΦΙΛ C57BL/6 ΜΥΩΝ,
ΠΟΥ ΑΚΟΛΟΥΘΟΥΝ ΥΠΕΡΛΙΠΙΔΑΙΜΙΚΗ ΔΙΑΙΤΑ
Η. Δουλάμης, Ε. Τζανετάκου, Μ. Κορού, Ι. Βλάχος, Κ. Παρασκευάς,
Π. Κωνσταντόπουλος, Δ. Τζιβράς, Δ. Περρέα
Εργαστήριο Πειραματικής Χειρουργικής και Χειρουργικής Ερεύνης «Ν.Σ. Χρηστέας», Ιατρική Σχολή Αθηνών, ΕΚΠΑ, Αθήνα
Εισαγωγή-Σκοπός: Μία από τις κυριότερες πανδημίες της εποχής μας είναι η παχυσαρκία η οποία συνιστά γενεσιουργό αιτία
πολλών άλλων νοσημάτων ιδιαίτερα επικίνδυνων για την υγεία
μας. Η παχυσαρκία είναι μία πολυπαραγοντική νόσος. Κυρίαρχο
ρόλο στην παχυσαρκία παίζει η λήψη τροφών πλουσίων σε
λιπαρά. Σκοπός της μελέτης είναι, να διερευνηθεί ο ρόλος της
ηλικίας στην έκφραση του λιπιδαιμικού προφίλ μυών C57BL6
που ακολουθούν υπερλιπιδαιμική δίαιτα. Υλικό-Μέθοδος: Για
τον σκοπό αυτό χρησιμοποιήθηκαν 33 αρσενικοί μύες C57bl/6
10 εβδομάδων που χωρίστηκαν σε Ομάδα Α (n=9) και Ομάδα
Β (n=24) καθώς και 33 αρσενικοί μύες C57bl/6 54 εβδομάδων
οι οποίοι χωρίστηκαν σε Ομάδα Γ (n=9) και Ομάδα Δ (n=24). Οι
ομάδες Α, Γ λάμβαναν φυσιολογική τροφή εμπορίου, ενώ οι
© 2011 Ελληνική Εταιρεία Αθηροσκλήρωσης
ομάδες Β, Δ τροφή εμπλουτισμένη με 45% λίπος για διάστημα
3 μηνών. Στην αρχή και στο τέλος του πειράματος μετρήθηκαν
η γλυκόζη αίματος, HDL-ch, LDL-ch, TG, TChol και το βάρος
των ζώων. Αποτελέσματα: Η στατιστική ανάλυση έδειξε ότι οι
ποσοστιαίες μεταβολές όλων των προαναφερόμενων παραγόντων διέφερε σε βαθμό στατιστικά σημαντικό (p<0,001) μεταξύ των ομάδων Α-Γ και Β-Δ. Συμπεράσματα: Η επίδραση της
ίδιας διατροφής σε μύες διαφορετικής ηλικίας έχει διαφορετικά αποτελέσματα στη μεταβολή συγκεκριμένων παραμέτρων
παχυσαρκίας. Πιο συγκεκριμένα παρατηρούνται περισσότερο
οξείες μεταβολές στα μεγαλύτερα ζώα. Ωστόσο απαιτούνται
περαιτέρω κλινικές μελέτες για ασφαλή αναγωγή αυτών των
συμπερασμάτων στον άνθρωπο.
Hellenic Journal of Atherosclerosis 2(4)
275
ΑΑ28
ΠΡΩΤΕΪΝΙΚΗ ΠΡΟΣΛΗΨΗ ΚΑΙ ΔΕΙΚΤΕΣ ΝΕΦΡΙΚΗΣ ΛΕΙΤΟΥΡΓΙΑΣ
ΚΑΙ Ο ΡΟΛΟΣ ΤΟΥΣ ΣΤΟΥΣ ΠΑΡΑΓΟΝΤΕΣ ΚΙΝΔΥΝΟΥ
ΓΙΑ ΤΗΝ ΕΜΦΑΝΙΣΗ ΜΕΤΑΒΟΛΙΚΟΥ ΣΥΝΔΡΟΜΟΥ ΣΕ ΥΓΙΗ ΠΛΗΘΥΣΜΟ
Β. Μπουντζιούκα,1 N. Βαλιάνου,2 M. Μπόνου,2 A. Ευαγγελόπουλος,1 E. Βογιατζάκης,2
Α. Γιωτοπούλου,1 Π. Αυγερινός,2 Ι. Μπαρμπετσέας,2 Δ.Β. Παναγιωτάκος1
1
Τμήμα Επιστήμης Διαιτολογίας-Διατροφής, Χαροκόπειο Πανεπιστήμιο, Αθήνα
2
Γενικό Νοσοκομείο Αθηνών «Πολυκλινική», Αθήνα
Εισαγωγή-Σκοπός: Ο τρόπος ζωής εμπεριέχει ένα σύνολο παραγόντων κινδύνου (ΠΚ) (π.χ. διατροφή, άσκηση) οι
οποίοι προοδευτικά μπορούν να οδηγήσουν στην εμφάνιση
Μεταβολικού Συνδρόμου (ΜΣ) και άλλων χρονίων νοσημάτων. Σκοπός αυτής της μελέτης ήταν να διερευνηθεί ο ρόλος
των διαφόρων ειδών πρωτεϊνών και βιοχημικών δεικτών στον
αριθμό των ΠΚ για εμφάνιση ΜΣ. Υλικό-Μέθοδος: Στη μελέτη
συμμετείχαν εθελοντικά 490 υγιείς ενήλικες (46±16 years, 40%
άνδρες). Μετρήθηκαν ανθρωπομετρικά (βάρος, ύψος, περιφέρεια μέσης), κλινικά (συστολική και διαστολική πίεση) και
βιοχημικά χαρακτηριστικά [γλυκόζη (mg/dL), κυστατίνη (mg/
L), κρεατινίνη (mg/dL), ουρία (mg/dL) και ουρικό οξύ (mg/dL)],
ακολουθώντας καθιερωμένη διαδικασία. Οι ΠΚ για την εμφάνιση ΜΣ καθορίστηκαν βάσει των κριτηρίων NCEP ATPIII. Η
πρωτεϊνική πρόσληψη εκτιμήθηκε από ένα έγκυρο ερωτηματολόγιο και ταξινομήθηκε σε αιμική (κρέας & ψάρι), μη αιμική
(γαλακτοκομικά) και φυτική πρωτεΐνη. Μοντέλα λογαριθμικής
παλινδρόμησης εφαρμόστηκαν για τη διερεύνηση της υπόθεσης. Αποτελέσματα: Μεταξύ των συμμετεχόντων 7 στους
10 έχει τουλάχιστον έναν ΠΚ, ενώ το 3% έχει τέσσερεις ΠΚ του
ΜΣ. Τα αποτελέσματα ανέδειξαν ότι, μεταξύ των βιοχημικών
δεικτών, το ουρικό οξύ σχετίζεται με αυξημένες πιθανότητες
της παρουσίας τουλάχιστον ενός ΠΚ (λαμβάνοντας υπόψη
το φύλο, την ηλικία, τον Δείκτη Μάζας Σώματος, τη φυσική
δραστηριότητα και το κάπνισμα). Επιπρόσθετη προσαρμογή
του μοντέλου, για την αιμική πρωτεΐνη, ανέδειξε ότι αύξηση
του ουρικού οξέος κατά 1 mg/dL αυξάνει την πιθανότητα παρουσίας τουλάχιστον ενός ΠΚ κατά 76% (95% ΔΕ: 1,30–2,37).
Συμπεράσματα: Η αλλαγή κυρίως στις διατροφικές συνήθειες συνιστάται για τη μείωση των πιθανοτήτων εμφάνισης
παραγόντων κινδύνου του μεταβολικού συνδρόμου, βελτιώνοντας τα επίπεδα ουρικού οξέος.
ΑΑ29
ΣΥΣΧΕΤΙΣΗ ΜΕΤΑΒΟΛΙΚΟΥ ΣΥΝΔΡΟΜΟΥ ΜΕ ΔΕΙΚΤΕΣ ΝΕΦΡΙΚΗΣ ΛΕΙΤΟΥΡΓΙΑΣ
Χ. Κατσαγώνη,1 Β. Μπουντζιούκα,1 Α. Ευαγγελόπουλος,1 Α. Γιωτοπούλου,1 M. Μπόνου,2
Ν. Βαλλιάνου,2 Π. Αυγερινός,2 Ε. Βογιατζάκης,2 Γ. Μπαρμπετσέας,2 Δ. Παναγιωτάκος1
1
Τμήμα Επιστήμης Διαιτολογίας-Διατροφής, Χαροκόπειο Πανεπιστήμιο, Αθήνα
2
Γενικό Νοσοκομείο Αθηνών «Πολυκλινική», Αθήνα
Εισαγωγή-Σκοπός: Η διαθέσιμη βιβλιογραφία σχετικά με το
ρόλο του MetS στην κατανομή των διαφόρων δεικτών νεφρικής λειτουργίας είναι περιορισμένη. Σκοπός της παρούσας
μελέτης ήταν να αξιολογηθεί κατά πόσο η παρουσία MetS
και των διαφόρων συνιστωσών του, σχετίζονται με τα επίπεδα ουρίας, κρεατινίνης και τον μεταβολισμό ουρικού οξέος
σε φαινομενικά υγιή άτομα. Υλικό-Μέθοδος: Κατά το 2009,
συμμετείχαν συνολικά 490 εθελοντές (46±16 ετών, 40% άνδρες). Μετρήθηκαν ανθρωπομετρικά, κλινικά και βιοχημικά
χαρακτηριστικά, ενώ για τον ορισμό του MetS χρησιμοποιήθηκαν τα κριτήρια του NCEP-ATP III (National Cholesterol
Education Program-Adult treatment Panel III). Για τη διερεύνηση της παραπάνω υπόθεσης χρησιμοποιήθηκε η μέθοδος
της πολλαπλής γραμμικής παλινδρόμησης. Αποτελέσματα:
Μεταξύ των συμμετεχόντων, 17% είχαν μεταβολικό σύνδρομο, με ποσοστό υψηλότερο στους άντρες συγκριτικά με τις
γυναίκες (p=0,006). Οι έχοντες MetS είχαν υψηλότερα επίπεδα
UA (6,3±1,5 vs. 4,9±1,5, p<0,001) και κρεατινίνης (0,90±0,21 vs.
0,83±0,17, p=0,003). Συγκεκριμένα, μέσω πολλαπλής γραμμικής παλινδρόμησης, λαμβάνοντας υπόψη την ηλικία και το
φύλο, φάνηκε ότι τα επίπεδα UA στα άτομα με MetS ήταν κατά
0,9mg/dl υψηλότερα (R2=37%). Επιπρόσθετα, η DBP, η WC και
τα επίπεδα τριγλυκεριδίων συσχετίστηκαν θετικά με αύξηση των επιπέδων UA (b±se: 0,02±0,008, p=0,009, 0,03±0,005,
p<0,001, 0,003±0,001, p=0,002, αντιστοίχως), με βάση την ηλικία και το φύλο. Επιπλέον, η ηλικία, το φύλο και οι παράγοντες
κινδύνου για MetS (δηλαδή SBP, DBP, WC, επίπεδα γλυκόζης,
HDL-χοληστερόλη και επίπεδα τριγλυκεριδίων) εξήγησαν το
45% της συνολικής διακύμανσης των επιπέδων UA, με τη WC
να έχει τη μεγαλύτερη επίδραση (Wald test=5,65), ακολουθούμενο από τα επίπεδα τριγλυκεριδίων (Wald test=3,11) και
την DBP (Wald test=2,62). Η SBP, DBP και η HDL-χοληστερόλη
σχετίστηκαν με αλλαγή των επιπέδων ουρίας (b±se: 0,11±0,04,
p=0,013, –0,18±0,07, p=0,011, 0,12±0,05, p=0,014, αντιστοίχως),
ενώ καμία συσχέτιση δεν προέκυψε μεταξύ των παραγόντων
κινδύνου για MetS και επιπέδων κρεατινίνης. Συμπεράσματα:
Η παρουσία μεταβολικού συνδρόμου φαίνεται να σχετίζεται
θετικά με τους δείκτες νεφρικής λειτουργίας και κυρίως με αύξηση των επιπέδων ουρικού οξέος που προοδευτικά μπορεί
να οδηγήσουν σε έκπτωση της νεφρικής λειτουργίας.
© 2011 Ελληνική Εταιρεία Αθηροσκλήρωσης
276
Ελληνική Επιθεώρηση Αθηροσκλήρωσης 2(4)
ΑΑ30
ΜΕΤΑΒΟΛΙΚΟ ΣΥΝΔΡΟΜΟ, ΜΕΣΟΓΕΙΑΚΗ ΔΙΑΤΡΟΦΗ
ΚΑΙ ΚΟΛΟΟΡΘΙΚΟΣ ΚΑΡΚΙΝΟΣ:
ΑΠΟΤΕΛΕΣΜΑΤΑ ΕΛΛΗΝΙΚΗΣ ΜΕΛΕΤΗΣ ΑΣΘΕΝΩΝ–ΜΑΡΤΥΡΩΝ
Ν. Κόντου,1,2 Θ. Ψαλτοπούλου,3 Ε. Πολυχρονόπουλος,1 Ν. Σούπος,3
Δ. Ξυνόπουλος,2 Δ. Δημητρουλόπουλος,2 Δ. Κυπραίος,2 Χ. Πανόπουλος,2
Ν. Πισταλματζιάν,2 Μ. Δεμίρη,2 Α. Λινού,3 Δ.Β. Παναγιωτάκος1
1
Τμήμα Επιστήμης Διαιτολογίας-Διατροφής, Χαροκόπειο Πανεπιστήμιο Αθηνών
2
ΑΟΝΑ «Ο Άγιος Σάββας»
3
Ιατρική Σχολή, Πανεπιστήμιο Αθηνών, Αθήνα
Εισαγωγή-Σκοπός: Το μεταβολικό σύνδρομο πέρα από την
άμεση συσχέτισής του με τα καρδιαγγειακά νοσήματα φαίνεται να σχετίζεται με διάφορες μορφές καρκίνου, όπως του παχέος εντέρου, πιθανότατα μέσω της ινσουλινοαντίστασης. Ο
σκοπός της μελέτης είναι η διερεύνηση της πιθανής συσχέτιση του με τον κολοορθικό καρκίνο σε μεσογειακό πληθυσμό.
Υλικό-μέθοδος: Πρόκειται για μελέτη ασθενών-μαρτύρων.
Από τον Δεκέμβριο 2009, έως τον Δεκέμβριο 2010 συλλέχθηκαν επιδημιολογικά δεδομένα για 250 ασθενείς με πρωτοπαθές κολοορθικό καρκίνο και 250 υγιείς, εξομοιωμένους
ως προς το φύλο και την ηλικία. Η αποτίμηση της υιοθέτησης
της μεσογειακής διατροφής έγινε με τη χρήση του modifiedMedDietScore (θεωρητικό εύρος 0–75), δείκτης ο οποίος
ελέγχθηκε για την αξιοπιστία του στον κολοορθικό καρκίνο.
Για τον χαρακτηρισμό της ύπαρξης μεταβολικού συνδρόμου
χρησιμοποιήθηκαν τα NCEP ATPIII κριτήρια. Αποτελέσματα:
© 2011 Ελληνική Εταιρεία Αθηροσκλήρωσης
Το μεταβολικό σύνδρομο βρέθηκε να σχετίζεται με τον κολοορθικό καρκίνο (p=0,02). Σε πλήρως εξομοιωμένη πολυπαραγοντική ανάλυση, βρέθηκε ότι η ύπαρξη του μεταβολικού
συνδρόμου συνδέεται θετικά με τον κολοορθικό καρκίνο
(ΣΛ=1,66, 95% CI 1,02, 2,69), ενώ η μεσογειακή διατροφή δρα
προστατευτικά, και αύξηση κατά 1 μονάδα στο modifiedMedDietScore οδηγεί σε μείωση των πιθανοτήτων κατά 12%
(ΣΛ=0,88, 95% CI 0,84, 0,92). Συμπεράσματα: Το μεταβολικό
σύνδρομο, αν και μέχρι τώρα ήταν παράγοντας κινδύνου για
καρδιαγγειακά νοσήματα, φαίνεται να συνδέεται και με την
εμφάνιση κολοορθικού καρκίνου. Φαίνεται ότι η διατροφή,
μέσω ποικίλων μηχανισμών, όπως της εμφάνισης της παχυσαρκίας και του μεταβολικού συνδρόμου, σχετίζεται με τους
καρκίνους του κατώτερου γαστρεντερικού συστήματος, γι’
αυτό και πρέπει να αποτελεί σημαντικό στόχο των μηνυμάτων δημόσιας υγείας.
Hellenic Journal of Atherosclerosis 2(4)
277
ΑΑ31
ΕΠΙΠΕΔΑ C-ANTΙΔΡΩΣΑΣ ΠΡΩΤΕΪΝΗΣ (CRP) ΚΑΙ ΜΕΤΑΒΟΛΙΚΟ ΣΥΝΔΡΟΜΟ (ΜΣ)
ΣΕ ΑΣΘΕΝΕΙΣ ΜΕ ΧΡΟΝΙΑ ΝΕΦΡΙΚΗ ΑΝΕΠΑΡΚΕΙΑ (ΧΝΑ) ΤΕΛΙΚΟΥ ΣΤΑΔΙΟΥ
ΥΠΟ ΧΡΟΝΙΑ ΠΕΡΙΟΔΙΚΗ ΑΙΜΟΚΑΘΑΡΣΗ
1,2
Σ.Δ. Κουμουτσέα, Ι. Φωτόπουλος,3 Δ. Δημητριάδη,4 Ι. Γριβέας,2 Π. Θαλασσινού,5
Σ. Παπαοικονόμου,1,2 Σ. Κουρούκλης,1,2 Σ. Γιασσάς,1,2 Δ. Ασλάνογλου,1,2 †Κ. Καραμήτσος1,2
1
Παθολογικός Τομέας και ΜΤΝ Κλινικής ΙΑΣΙΣ Πειραιώς (Ομίλου Ιατρικού Αθηνών), 2ΜΤΝ 401 ΓΣΝΑ, 3Β' Παθολογική Κλινική,
Θριάσειο Νοσοκομείο, Αθήνα 4Ειδικευόμενη Ιατρός, «Τζάνειο» Νοσοκομείο Πειραιώς, Πειραιάς, 56ο Νοσοκομείο ΙΚΑ
Εισαγωγή-Σκοπός: Είναι γνωστό ότι το Μεταβολικό Σύνδρομο
(ΜΣ) αποτελεί έναν από τους επαρκώς τεκμηριωμένους παράγοντες κινδύνου για τη χρόνια νεφρική νόσο (ΧΝΝ) και η επίπτωσή
του στην πληθυσμιακή ομάδα των χρονίως αιμοκαθαιρομένων
ασθενών αναδεικνύεται υψηλή. Εξάλλου, από πολλές μελέτες
τόσο πρόσφατες, όσο και παλαιότερες έχει επίσης τεκμηριωθεί
ότι το ΜΣ συσχετίζεται με τη φλεγμονή, κατεξοχήν δείκτης της
οποίας παραμένει η CRP. Σκοπός της μελέτης ήταν η διερεύνηση
της σχέσης μεταξύ των επιπέδων της CRP και του ΜΣ σε ασθενείς με XNA τελικού σταδίου υπό χρόνια περιοδική αιμοκάθαρση. Υλικό-Μέθοδος: Μελετήθηκαν συνολικά 43 ασθενείς κατά
τη διάρκεια χρονικής περιόδου περίπου 4,5 ετών, στους οποίους
αποκλείσθηκαν λοιμώδεις νόσοι, κακοήθεις νεοπλασματικές νόσοι και νόσοι του κολλαγόνου. Τα επίπεδα της CRP μετρήθηκαν
πριν από την έναρξη των συνεδριών της αιμοκάθαρσης και καθορίσθηκαν φυσιολογικές οι τιμές CRP έως 0,8 mg/dL (μέθοδος
κινητικής νεφελομετρίας). Για τον ορισμό του ΜΣ εφαρμόσθηκαν
τα γνωστά κριτήρια του ΝCEP Αdult Treatment Panel III (NCEP
ATP III-2001). Οι ασθενείς χωρίσθηκαν σε δύο ομάδες, την ομάδα
X στην οποία περιελήφθησαν ασθενείς χωρίς ΜΣ και την ομάδα
Υ στην οποία περιελήφθησαν ασθενείς με ΜΣ (δηλαδή ασθενείς
που πληρούσαν τα κριτήρια ορισμού του ΜΣ σύμφωνα με το
NCEP ATP III-2001). Έγινε στατιστική ανάλυση και επεξεργασία
με τη χρήση των γνωστών στατιστικών πακέτων SPSS (version
13). Αποτελέσματα: Η ομάδα Χ αποτελείτο από 22 ασθενείς χωρίς ΜΣ, 17 άνδρες και 5 γυναίκες, μέσης ηλικίας 69,14±11,89 ετών
με μέση διάρκεια αιμοκάθαρσης 36,58±14,62 μήνες. Η ομάδα
Υ αποτελείτο από 21 ασθενείς με ΜΣ, 13 άνδρες και 8 γυναίκες,
μέσης ηλικίας 63,56±18,82 ετών με μέση διάρκεια αιμοκάθαρσης 35,72±24,78 μήνες. Στην ομάδα Χ τα επίπεδα της CRP ήταν
2,38±2,26 mg/dL, ενώ 9 ασθενείς είχαν CRP>0,8 mg/dL και στην
ομάδα Υ τα επίπεδα της CRP ήταν 4,93±4,41 mg/dL, ενώ 19 ασθενείς είχαν CRP>0,8 mg/dL. Από τη στατιστική ανάλυση και επεξεργασία προέκυψε στατιστικά σημαντική διαφορά στα επίπεδα
της CRP μεταξύ των δύο ομάδων (επίπεδο στατιστικής σημαντικότητας p<0,05).
Ηλικία (έτη)
Διάρκεια αιμοκάθαρσης (μήνες)
CRP (mg/dL)
Ομάδα Χ
69,14±11,89
36,58±14,62
Ομάδα Υ
63,56±18,82
35,72±24,78
p
2,38±2,26
4,93±4,41
p<0,05
Συμπεράσματα: Οι χρονίως αιμοκαθαιρόμενοι ασθενείς με ΜΣ
παρουσιάζουν στατιστικώς σημαντικά υψηλότερα επίπεδα CRP.
To γεγονός αυτό ενισχύει ακόμη περισσότερο την άποψη ότι η
CRP δεν αποτελεί απλώς και μόνον δείκτη φλεγμονής, αλλά και
σημαντικό μεσολαβητή που συμμετέχει, αφενός μεν, βραχυπρόθεσμα και άμεσα στην εξελικτική διαδικασία της αθηροσκλήρωσης και της αθηροθρόμβωσης, αφετέρου δε, μακροπρόθεσμα
και έμμεσα στη συνεπακόλουθη εγκατάσταση της αρτηριοσκλήρυνσης στη συγκεκριμένη πληθυσμιακή ομάδα των χρονίως αιμοκαθαιρομένων ασθενών.
© 2011 Ελληνική Εταιρεία Αθηροσκλήρωσης
278
Ελληνική Επιθεώρηση Αθηροσκλήρωσης 2(4)
ΑΑ32
Η ΙΝΣΟΥΛΙΝΗ ΣΧΕΤΙΖΕΤΑΙ ΜΕ ΤΗ ΜΙΚΡΟΛΕΥΚΩΜΑΤΟΥΡΙΑ
ΚΑΙ ΤΗ ΦΛΕΓΜΟΝΗ ΣΕ ΑΣΘΕΝΕΙΣ ΜΕ ΣΑΚΧΑΡΩΔΗ ΔΙΑΒΗΤΗ;
Μ.Π. Κουκούλη,1 Ε. Μπιλιανού,4 Σ. Ηρακλειανού,1 Ι. Σκουλαρίγκης,3
Η. Ζιντζαράς,3 Α. Μελιδώνης,1,2 Φ. Τρυποσκιάδης3
1
Διαβητολογικό Κέντρο, 2Α' Παθολογική Κλινική, ΓΝΠ «Τζάνειο», Πειραιάς, 3Ιατρική Σχολή, Πανεπιστημίου Θεσσαλίας
4
Καρδιολογικό Τμήμα, ΓΝΠ «Τζάνειο», Πειραιάς
Εισαγωγή-Σκοπός: H μικρολευκωματινουρία αποτελεί παράγοντα κινδύνου για διαβητική νεφροπάθεια και καρδιαγγειακά συμβάματα. Σκοπός της μελέτης είναι η διερεύνηση πιθανής συσχέτισης της μικρολευκωματινουρίας με την ινσουλινοαντίσταση ή τη φλεγμονή. Υλικό-Μέθοδος: Μελετήθηκαν
59 διαβητικοί ασθενείς. Οι ασθενείς υποβλήθηκαν σε πλήρη
εργαστηριακό έλεγχο. Για τη μέτρηση της μικρολευκωματινουρίας χρησιμοποιήθηκε ο δείκτης A/C (λευκωματίνη/κρεατινίνη), της φλεγμονής ο δείκτης hs-CRP (C-Reactive Protein)
και της ινσουλινοαντίστασης ο δείκτης ΗΟΜΑ (Ηomeostasis
Μodel Αssessment). Για τη στατιστική επεξεργασία των δεδομένων χρησιμοποιήθηκε γραμμική παλινδρόμηση, κατά την
οποία ελήφθησαν υπόψη το φύλο, η ηλικία, ο Δείκτης Μάζας
Σώματος (ΔΜΣ), η αναλογία μέσης-ισχίων(W/H), και η διάρκεια διαβήτη. Αποτελέσματα: Στη μελέτη έλαβαν μέρος 59
διαβητικοί ασθενείς (32 γυναίκες και 27 άντρες). Η μέση ηλικία
του δείγματος ήταν 58,71±10,46 έτη, η μέση διάρκεια διαβήτη
8,47±7,85 έτη, ο μέσος ΔΜΣ 29,47±4,75 kg/m2, η μέση αναλογία μέσης-ισχίων 0,92±0,08 cm και η μέση CRP 2,47±1,60 mg/L.
Από το σύνολο των 59 συμμετεχόντων, 16 (27,1%) διαγνώσθηκαν με μικρολευκωματινουρία (A/C≥16 mg/L). Τα μέσα επίπεδα HOMA ήταν 82,70±64,92 mU/L*mg/dL. Σύμφωνα με τα
αποτελέσματα της πολυπαραγοντικής ανάλυσης, μεταβολή
της CRP δεν φάνηκε να σχετίζεται με την μικρολευκωματινουρία (p=0,31). Όσον αφορά στη σχέση HOMA και μικρολευκωματινουρίας διαφαίνεται μια τάση για αρνητική συσχέτιση, η
οποία ωστόσο υπερβαίνει τα όρια της στατιστικής σημαντικότητας (p=0,06). Συμπέρασμα: Σε δείγμα διαβητικών ασθενών
δεν βρέθηκε ένδειξη για πιθανή συσχέτιση της μικρολευκωματινουρίας με την φλεγμονή και την ινσουλινοαντίσταση.
Χρειάζονται ευρύτερες προοπτικές μελέτες για τη διευρεύνηση αυτής της σχέσης.
ΑΑ33
ΣΤΑΤΙΣΤΙΚΑ ΜΟΝΤΕΛΑ ΠΟΥ ΑΞΙΟΛΟΓΟΥΝ ΤΟΝ ΡΟΛΟ ΤΩΝ ΔΙΑΤΡΟΦΙΚΩΝ ΥΠΗΡΕΣΙΩΝ,
ΣΕ ΣΧΕΣΗ ΜΕ ΤΗΝ ΠΑΡΟΥΣΙΑ ΥΠΕΡΤΑΣΗΣ ΚΑΙ ΥΠΕΡΧΟΛΗΣΤΕΡΟΛΑΙΜΙΑΣ ΗΛΙΚΙΩΜΕΝΩΝ
ΚΑΤΟΙΚΩΝ ΠΟΥ ΖΟΥΝ ΣΕ ΕΠΙΛΕΓΜΕΝΑ ΝΗΣΙΑ ΤΗΣ ΜΕΣΟΓΕΙΟΥ
Χ.Σ. Τυροβολάς,1 Ε. Πολυχρονόπουλος,1 Γ. Τούντας,2 Δ. Παναγιωτάκος1
1
2
Τμήμα Επιστήμης Διαιτολογίας-Διατροφής, Χαροκόπειο Πανεπιστήμιο, Αθήνα
Τμήμα Δημόσιας Υγείας, Επιδημιολογίας και Ιατρικής Στατιστικής, Ιατρική Σχολή, Πανεπιστήμιο Αθηνών, Αθήνα
Εισαγωγή-Σκοπός: Ο ρόλος των διατροφικών υπηρεσιών, στην
κατάσταση υγείας ηλικιωμένων ατόμων έχει ελάχιστα διερευνηθεί. Σκοπός της εργασίας, ήταν να διερευνηθεί η σχέση μεταξύ
των παρεχόμενων διατροφικών υπηρεσιών και της κατάστασης
της υγείας σε πληθυσμιακό επίπεδο. Υλικό-Μέθοδος: Το 2010,
συλλέχθηκαν πληροφορίες που αφορούσαν στις διατροφικές
υπηρεσίες από 9 ελληνικά νησιά και την Κύπρο, μέσω συνεντεύξεων από όλους σχεδόν τους διαιτολόγους n=88. Το ποσοστό
συμμετοχής ανά νησί ήταν: Νάξος 100%, Σύρος 50%, Λέσβος
100%, Ζάκυνθος 100%, Κρήτη 60%, Κεφαλονιά 100%, Κέρκυρα
50%, Κύπρος 39%, Σαμοθράκη και Λήμνος 0% (στα δύο τελευταία νησιά δεν βρέθηκαν διαιτολόγοι). Η κατάσταση υγείας του
ηλικιωμένου πληθυσμού (π.χ. επιπολασμός υπέρτασης, υπερχοληστερολαιμίας) βασίστηκε στα ήδη υπάρχοντα στοιχεία από
την επιδημιολογική μελέτη MEDIS. Αποτελέσματα: Ο κύριος
λόγος που οι ηλικιωμένοι επισκέπτονται τον διαιτολόγο ήταν η
© 2011 Ελληνική Εταιρεία Αθηροσκλήρωσης
ρύθμιση της γλυκόζης αίματος (78%), ενώ μικρό ποσοστό (4%)
τους επισκέπτονται για λόγους πρόληψης (μαθαίνω να τρώω).
Παρατηρήθηκε σημαντική μείωση του επιπολασμού της υπερχοληστερολαιμίας ανά πενταετία εργασιακής παρουσίας του
διαιτολόγου (p=0,008). Ακόμη μέσω της λογαριθμικής παλινδρόμησης φάνηκε ότι όσο μεγαλύτερη είναι η χρονική εργασιακή παρουσία που έχει ένας διαιτολόγος σε κάθε νησί, τόσο μικρότερη είναι και η πιθανότητα να παρατηρηθεί o επιπολασμός
υπέρτασης και υπερχοληστερολαιμίας πάνω από τη διάμεσο
τιμή του μελετώμενου πληθυσμού (π.χ., Σχετικός Λόγος, 95%ΔΕ:
0,59 (95%ΔΕ: 0,36, 0,94), 0,66 (95%ΔΕ: 0,46, 0,95), αντίστοιχα),
ύστερα από προσαρμογή για πιθανούς συγχυτικούς παράγοντες. Συμπεράσματα: Η προώθηση των διατροφικών υπηρεσιών μπορεί να συνεισφέρει στην καλύτερη διαχείριση της υπέρτασης και της υπερχοληστερολαιμίας σε ηλικιωμένα άτομα, και
συνεπώς να οδηγήσει στην βελτίωση της ποιότητας ζωής τους.
Hellenic Journal of Atherosclerosis 2(4)
279
ΑΑ34
Η ΕΠΙΔΡΑΣΗ ΤΗΣ ΠΑΡΟΧΗΣ ΔΙΑΤΡΟΦΙΚΩΝ ΥΠΗΡΕΣΙΩΝ ΑΠΟ ΤΟΝ ΔΗΜΟΣΙΟ ΚΑΙ ΙΔΙΩΤΙΚΟ
ΤΟΜΕΑ, ΣΤΟΝ ΚΑΡΔΙΑΓΓΕΙΑΚΟ ΚΙΝΔΥΝΟ ΗΛΙΚΙΩΜΕΝΩΝ ΚΑΤΟΙΚΩΝ
ΠΟΥ ΖΟΥΝ ΣΕ ΕΠΙΛΕΓΜΕΝΑ ΝΗΣΙΑ ΤΗΣ ΜΕΣΟΓΕΙΟΥ
Σ. Τυροβολάς,1 Ε. Πολυχρονόπουλος,1 Γ. Τούντας,2 Δ. Παναγιωτάκος1
1
2
Τμήμα Επιστήμης Διαιτολογίας-Διατροφής, Χαροκόπειο Πανεπιστήμιο
Τμήμα Δημόσιας υγείας, Επιδημιολογίας και Ιατρικής στατιστικής, Ιατρική Σχολή, Πανεπιστήμιο Αθηνών, Αθήνα
Εισαγωγή-Σκοπός: Ο ρόλος των διατροφικών υπηρεσιών,
στην κατάσταση υγείας ηλικιωμένων ατόμων έχει ελάχιστα
διερευνηθεί. Σκοπός της εργασίας, ήταν να διερευνηθεί η
σχέση μεταξύ των παρεχόμενων διατροφικών υπηρεσιών
τόσο στον δημόσιο όσο και στον ιδιωτικό τομέα και της κατάστασης της υγείας ηλικιωμένων ατόμων. Υλικό-Μέθοδος:
Το 2010, συλλέχθηκαν πληροφορίες που αφορούσαν στις διατροφικές υπηρεσίες από 9 ελληνικά νησιά και την Κύπρο, μέσω συνεντεύξεων από όλους σχεδόν τους διαιτολόγους n=88.
Το ποσοστό συμμετοχής ανά νησί ήταν: Νάξος 100%, Σύρος
50%, Λέσβος 100%, Ζάκυνθος 100%, Κρήτη 60%, Κεφαλονιά
100%, Κέρκυρα 50%, Κύπρος 39%, Σαμοθράκη και Λήμνος 0%.
Η κατάσταση υγείας του ηλικιωμένου πληθυσμού (π.χ. επιπολασμός υπέρτασης, παχυσαρκίας κ.λπ.) βασίστηκε στα ήδη
υπάρχοντα στοιχεία από την επιδημιολογική μελέτη MEDIS.
Αποτελέσματα: Τα νησιά που διέθεταν δημόσιες μονάδες
υγείας με ενεργό διαιτολογικό τμήμα παρουσίασαν σημαντι-
κά καλύτερο πληθυσμιακό επίπεδο υγείας όσον αφορά την
υπερχοληστερολαιμία (p=0,08), στον διαβήτη (p=0,005), την
παχυσαρκία (p=0,04) και στη φυσική δραστηριότητα (p=0,01)
σε σχέση με τα νησιά που οι διατροφικές υπηρεσίες δεν ήταν
διαθέσιμες στους ηλικιωμένους. Επιπρόσθετα τα νησιά αυτά
παρουσίασαν υψηλότερο βαθμό υιοθέτησης στη Μεσογειακή
δίαιτα (p=0,04). Ακόμη, η πολλαπλή λογαριθμική παλινδρόμηση έδειξε, ύστερα από προσαρμογή για πιθανούς συγχυτικούς παράγοντες, ότι η μεγαλύτερη χρονική εργασιακή παρουσία που έχει ένας διαιτολόγος, σχετίζεται την παρουσία
μικρότερου επιπολασμού παραγόντων καρδιαγγειακού κινδύνου στον ηλικιωμένο πληθυσμό αναφοράς (π.χ., Σχετικός
Λόγος, 95%ΔΕ: 0,69 (95%ΔΕ: 0,49, 0,97)). Συμπεράσματα: Οι
διατροφικές υπηρεσίες τόσο στον δημόσιο όσο και στον ιδιωτικό τομέα της υγείας, μπορεί να συνεισφέρουν στη βελτίωση της συνολικής εικόνας της υγείας και της ποιότητας ζωής
του ηλικιωμένου πληθυσμού.
ΑΑ35
ΕΦΑΡΜΟΓΗ ΠΟΛΥΜΕΤΑΒΛΗΤΗΣ ΑΝΑΛΥΣΗΣ ΓΙΑ ΤΗ ΔΙΕΡΕΥΝΗΣΗ ΤΗΣ ΣΥΣΧΕΤΙΣΗΣ ΔΙΑΦΟΡΩΝ
ΠΑΡΑΓΟΝΤΩΝ ΤΡΟΠΟΥ ΖΩΗΣ ΜΕ ΤΗΝ ΠΑΧΥΣΑΡΚΙΑ ΣΕ EΛΛΗΝΙΚΟ ΠΑΙΔΙΚΟ ΠΛΗΘΥΣΜΟ:
ΜΕΛΕΤΗ HEALTHY GROWTH
Γ. Μοσχώνης, Ε. Γραμματικάκη, Χ. Μαυρογιάννη, Ζ. Κρομμύδα, Ζ. Παπάζη, Ε. Μιχέλη,
Π. Κλειάσιος, Α. Σακελλαροπούλου, Ι. Μανιός
Τμήμα Επιστήμης Διαιτολογίας-Διατροφής, Χαροκόπειο Πανεπιστήμιο Αθηνών, Αθήνα
Εισαγωγή-Σκοπός: Δεδομένης της πολυπαραγοντικής αιτιολογίας της παχυσαρκίας, η παρούσα μελέτη είχε σκοπό να διερευνήσει τη συνδυαστική επίδραση διαφόρων παραγόντων
τρόπου ζωής μέσω της εφαρμογής πολυμεταβλητής ανάλυσης.
Υλικό-Μέθοδος: Πραγματοποιήθηκε συλλογή ανθρωπομετρικών (βάρος, ύψος, περιφέρεια μέσης), διατροφικών (ανακλήσεις
24ώρου), κλινικών (στάδια ανάπτυξης κατά Tanner), κοινωνικοοικονομικών δεδομένων και δεδομένων φυσικής δραστηριότητας (ΦΔ)/διάρκειας ύπνου από αντιπροσωπευτικό δείγμα 2073
παιδιών 9–13 ετών της μελέτης Healthy Growth. Τα κριτήρια
του IOTF χρησιμοποιήθηκαν για τον ορισμό της παχυσαρκίας. Η
ανάλυση σε κύριες συνιστώσες (PCA) χρησιμοποιήθηκε για την
αναγνώριση προτύπων τρόπου ζωής. Αποτελέσματα: Ο επιπολασμός της παχυσαρκίας ήταν 11,2%, μεγαλύτερος στα αγόρια
συγκριτικά με τα κορίτσια (p<0,05). H PCA ανέδειξε πέντε διακριτά πρότυπα. Μετά από διόρθωση για διάφορους πιθανούς
συγχυτικούς παράγοντες, τα δύο πρότυπα που συσχετίστηκαν
αρνητικά με τον Δείκτη Μάζας Σώματος (ΔΜΣ) και την περιφέρεια μέσης ήταν αυτό που χαρακτηριζόταν από υψηλότερη
κατανάλωση γαλακτοκομικών και πιο επαρκή κατανάλωση
πρωινού και αυτό που χαρακτηριζόταν από αυξημένο χρόνο
μέτριας-προς-υψηλής έντασης άσκησης και συχνότερα γεύματα. Επιπλέον, τα παιδιά που είχαν τη μεγαλύτερη προσκόλληση στα παραπάνω πρότυπα (4ο τεταρτημόριο) είχαν 39,4%
και 38% μικρότερη πιθανότητα να είναι υπέρβαρα/παχύσαρκα,
συγκριτικά με εκείνα που είχαν μικρότερη προσκόλληση σε
αυτά. Συμπεράσματα: Η μελέτη των προτύπων τρόπου ζωής
πιθανώς ερμηνεύει πιο ολιστικά τη σχέση ανάμεσα σε διάφορες συμπεριφορές υγείας και την παχυσαρκία. Με τη χρήση
της PCA η παρούσα μελέτη έδειξε ότι τα παιδιά που συνδύαζαν
υψηλότερη κατανάλωση γαλακτοκομικών με ένα πιο επαρκές
πρωινό, καθώς και εκείνα που συνδύαζαν υψηλότερα επίπεδα
ΦΔ με συχνότερα γεύματα, είχαν μικρότερη πιθανότητα να είναι υπέρβαρα/παχύσαρκα.
© 2011 Ελληνική Εταιρεία Αθηροσκλήρωσης
280
Ελληνική Επιθεώρηση Αθηροσκλήρωσης 2(4)
ΑΑ36
ΚΑΤΑΝΑΛΩΣΗ ΤΡΟΦΗΣ ΥΠΟ ΣΤΡΕΣΟΓΟΝΕΣ ΣΥΝΘΗΚΕΣ ΑΥΞΑΝΕΙ ΤΗΝ ΠΙΘΑΝΟΤΗΤΑ
ΠΑΡΟΥΣΙΑΣ ΟΞΕΩΝ ΣΤΕΦΑΝΙΑΙΩΝ ΣΥΝΔΡΟΜΩΝ ΚΑΙ ΕΓΚΕΦΑΛΙΚΩΝ ΕΠΕΙΣΟΔΙΩΝ:
ΑΠΟΤΕΛΕΣΜΑΤΑ ΜΕΛΕΤΗΣ ΑΣΘΕΝΩΝ-ΜΑΡΤΥΡΩΝ
Χ.Μ. Καστορίνη,1,2 Χ. Μηλιώνης,1 Κ. Καλαντζή,1 Ζ. Κονιδάρη,2 Γ. Παπαγιαννοπούλου,2
Ε. Κορομπόκη,4 Β. Νικολάου,3 Κ. Βέμμος,4 Ι. Γουδέβενος,1 Δ.Β. Παναγιωτάκος2
1
3
Ιατρική Σχολή, Πανεπιστήμιο Ιωαννίνων, Ιωάννινα, 2Τμήμα Επιστήμης Διαιτολογίας-Διατροφής, Χαροκόπειο Πανεπιστήμιο,
Καρδιολογική Κλινική, Γενικό Νοσοκομείο «Κοργιαλένειο-Μπενάκειο, Ελληνικός Ερυθρός Σταυρός (ΕΕΣ)», Αθήνα, Ελλάδα, 4Μονάδα
Αγγειακών Εγκεφαλικών Επεισοδίων, Θεραπευτική Κλινική Πανεπιστημίου Αθηνών, Γενικό Νοσοκομείο «Αλεξάνδρα», Αθήνα
Εισαγωγή-Σκοπός: Σκοπός της παρούσας εργασίας ήταν να
αξιολογηθεί η σχέση μεταξύ της κατανάλωσης τροφής υπό
στρεσογόνες συνθήκες, όσον αφορά στην παρουσία οξέων
στεφανιαίων συνδρόμων (ΟΣΣ) και ισχαιμικών εγκεφαλικών
επεισοδίων (ΑΕΕ). Υλικό-Μέθοδος: Κατά τη διάρκεια 2009–
2010, 1000 συμμετέχοντες εντάχθηκαν στη μελέτη: 250 διαδοχικοί ασθενείς με πρώτη εκδήλωση ΟΣΣ, 250 διαδοχικοί
ασθενείς με πρώτη εκδήλωση ισχαιμικού ΑΕΕ και 500 υγιή
άτομα, εξομοιωμένα κατά φύλο και ηλικία με τους ασθενείς.
Καταγράφηκαν κοινωνικο-δημογραφικά, κλινικά, ψυχολογικά, διατροφικά και άλλα χαρακτηριστικά του τρόπου ζωής
των συμμετεχόντων. Οι διατροφικές συνήθειες αξιολογήθηκαν με χρήση ερωτηματολογίου συχνότητας κατανάλωσης
τροφίμων, ενώ οι διατροφικές συμπεριφορές με ειδικό ερωτηματολόγιο. Αποτελέσματα: Μετά από έλεγχο για ποικίλους
συγχυτικούς παράγοντες (ηλικία, φύλο, φυσική δραστηριότητα, κάπνισμα, οικογενειακό ιστορικό καρδιαγγειακής νόσου, ατομικό ιστορικό υπέρτασης, υπερχοληστερολαιμίας και
σακχαρώδους διαβήτη), οι συμμετέχοντες που κατανάλωναν
τροφή ενώ ήταν αγχωμένοι και πριν ηρεμήσουν, τουλάχιστον
1 φορά/εβδομάδα, είχαν 73% (95%ΔΕ: 1,08–2,79) αυξημένη
πιθανότητα για παρουσία ΟΣΣ και 49% (95%ΔΕ: 0,78–2,83) μεγαλύτερη πιθανότητα για παρουσία ισχαιμικού ΑΕΕ, σε σχέση
με άτομα που ήταν σπάνια αγχωμένα την ώρα του φαγητού.
Επιπρόσθετα τα άτομα που κατανάλωναν τροφή ενώ παράλληλα εργάζονταν (δηλαδή χωρίς να κάνουν διάλειμμα), για
τουλάχιστον 1 φορά/εβδομάδα, είχαν διπλάσια πιθανότητα
για παρουσία ΟΣΣ (95%ΔΕ: 1,13,4,01) και 45% μεγαλύτερη πιθανότητα για παρουσία ισχαιμικού ΑΕΕ (95%ΔΕ: 0,53–3,94) σε
σχέση με άτομα που κατανάλωναν τροφή την ώρα διαλείμματος και όχι εν ώρα εργασίας. Συμπεράσματα: Η κατανάλωση
τροφής υπό συνθήκες πίεσης και άγχους έχει επιβαρυντικές
συνέπειες όσον αφορά στην εκδήλωση καρδιαγγειακών συμβαμάτων και ιδιαίτερα ΟΣΣ, μια παρατήρηση η οποία αξίζει
περαιτέρω μελέτης, για την ένταξή της ως σύσταση στην καθημερινή κλινική πράξη.
ΑΑ37
Ο ΕΥΕΡΓΕΤΙΚΟΣ ΡΟΛΟΣ ΤΗΣ ΜΕΣΟΓΕΙΑΚΗΣ ΔΙΑΙΤΑΣ ΣΤΗ ΔΥΣΜΕΝΗ ΕΠΙΔΡΑΣΗ
ΤΗΣ ΚΑΤΑΘΛΙΠΤΙΚΗΣ ΣΥΜΠΤΩΜΑΤΟΛΟΓΙΑΣ ΣΤΗΝ ΠΡΩΙΜΗ ΕΚΒΑΣΗ ΤΩΝ ΗΛΙΚΙΩΜΕΝΩΝ
ΑΣΘΕΝΩΝ ΠΟΥ ΕΠΙΒΙΩΝΟΥΝ ΜΕΤΑ ΑΠΟ ΕΝΑ ΟΞΥ ΣΤΕΦΑΝΙΑΙΟ ΣΥΝΔΡΟΜΟ
Χ. Χρυσοχόου,1 Κ. Λιόντου,1 Π. Αγγελόπουλος,1 Χ.Μ. Καστορίνη,2 Α. Αγγελής,1 Ε. Τσιάμης,1
Μ. Βαβουρανάκης,1 Χ. Πίτσαβος,1 Χ. Στεφανάδης1
1
Α΄ Πανεπιστημιακή Καρδιολογική Κλινική, ΓΝΑ «Ιπποκράτειο», 2Τμήμα Διαιτολογίας-Διατροφής, Χαροκόπειο Πανεπιστήμιο
Εισαγωγή: Πρόσφατη μετα-ανάλυση αναφέρει ότι η καταθλιπτική συμπτωματολογία αυξάνει τον κίνδυνο εμφράγματος
μυοκαρδίου (ΕΜ) και στεφανιαίου θανάτου. Παρόμοια, σε
ασθενείς που αναρρώνουν μετά από οξύ στεφανιαίο σύνδρομο (ΟΣΣ), ακόμα και η παρουσία μετρίως αυξημένων καταθλιπτικών συμπτωμάτων (ΚΣ) συσχετίζεται με χειρότερη πρόγνωση. Πολλές μελέτες παρέχουν επιστημονικές ενδείξεις ότι η
Μεσογειακή δίαιτα (ΜΔ) συσχετίζεται με μείωση ολικής θνησιμότητας και βελτίωση καρδιαγγειακών παραγόντων κινδύνου.
Σκοπός: Στη μελέτη αυτή, εκτιμήσαμε την αλληλεπίδραση
μεταξύ ΚΣ και διαιτητικών συνηθειών στην ανάπτυξη καρδιαγγειακής νόσου (θάνατος/επανεισαγωγή) στις 30 ημέρες, ηλικιωμένων επιζώντων μετά από ΟΣΣ. Υλικό-Μέθοδος: Κατά τα
έτη 2007–2008, καταγράψαμε 277 μη θανατηφόρες ΟΣΣ εισαγωγές (75±6 ετών, 70% άνδρες, 70% με διάγνωση ΕΜ) με πλήρη παρακολούθηση 30 ημερών. Η αξιολόγηση των πρόσφατων
ΚΣ βασίστηκε στην κλίμακα CES-D (εύρος 0–60). Τα κοινωνικοδημογραφικά, βιοκλινικά, διαιτητικά χαρακτηριστικά και χα© 2011 Ελληνική Εταιρεία Αθηροσκλήρωσης
ρακτηριστικά τρόπου ζωής εκτιμήθηκαν βάσει καθιερωμένων
διαδικασιών, ενώ τα έμφυτα χαρακτηριστικά της ΜΔ μέσω του
MedDietScore. Αποτελέσματα: 22% των ασθενών εμφάνισαν
καρδιαγγειακό επεισόδιο κατά τη διάρκεια των πρώτων 30
ημερών (14,8% επανεισήχθησαν και 9,4% πέθαναν). Οι ασθενείς στο υψηλότερο τριτημόριο της κλίμακας CES-D (>18) είχαν
μεγαλύτερη επίπτωση καρδιαγγειακών επεισοδίων συγκριτικά
με αυτούς στο χαμηλότερο (21% έναντι 8%, p =0,01). Η πολυπαραγοντική παλινδρόμηση αποκάλυψε ότι αύξηση κατά μία
μονάδα στην κλίμακα CES-D συσχετιζόταν με 4% υψηλότερες
πιθανότητες (95% CI 1,008–1,076, p =0,01) υποτροπής καρδιαγγειακού επεισοδίου. Ωστόσο, όταν το MedDietScore εισήχθη
στο μοντέλο, η κλίμακα CES-D έχασε τη σημαντικότητά της
(p=0,20). Συμπέρασμα: Η βραχείας διάρκειας καταθλιπτική
συμπτωματολογία συσχετίζεται με χειρότερη πρόγνωση 30
ημερών των ηλικιωμένων ασθενών που επιβιώνουν μετά από
ΟΣΣ, ωστόσο, η σχέση αυτή επηρεάζεται από την υιοθέτηση
της ΜΔ.
Hellenic Journal of Atherosclerosis 2(4)
281
ΑΑ38
Η ΜΕΣΟΓΕΙΑΚΗ ΔΙΑΙΤΑ ΩΣ ΤΡΟΠΟΣ ΖΩΗΣ ΣΥΝΔΕΕΤΑΙ ΜΕ ΜΕΙΩΜΕΝΗ ΕΠΙΠΤΩΣΗ
ΥΠΕΡΟΥΡΙΧΑΙΜΙΑΣ ΣΕ ΥΠΕΡΗΛΙΚΑ ΑΤΟΜΑ ΧΩΡΙΣ ΓΝΩΣΤΗ ΚΑΡΔΙΑΓΓΕΙΑΚΗ ΝΟΣΟ:
ΜΕΛΕΤΗ ΙΚΑΡΙΑ
Χ. Χρυσοχόου, Ι. Σκούμας, Γ. Λάζαρος, Γ. Τσιτσινάκης, Α. Μαργαζάς, Σ. Λαγουδάκου,
Ι. Φελέκος, Ν. Γαλιατσάτος, Χ. Πίτσαβος, Χ. Στεφανάδης
Α' Πανεπιστημιακή Καρδιολογική Κλινική, «Ιπποκράτειο» ΓΝΑ, Αθήνα
Εισαγωγή-Σκοπός: Ο σκοπός αυτής της μελέτης ήταν να εκτιμήσει την επίδραση της προσήλωσης στη Μεσογειακή Δίαιτα
στα επίπεδα του ουρικού οξέος ορού (UA) σε ηλικιωμένα άτομα χωρίς γνωστή καρδιαγγειακή νόσο. Υλικό-Μέθοδος: Κατά
τη διάρκεια του 2009, 281 γυναίκες (75±6 ετών) και 257 άντρες
(75±7 ετών) μόνιμοι κάτοικοι του νησιού ενσωματώθηκαν εθελοντικά στη μελέτη. Χρησιμοποιήθηκε ένα διατροφικό σκορ
που αποτιμά τα εγγενή χαρακτηριστικά της Μεσογειακής
Δίαιτας (MedDietScore, όρια 0–55). Τα επίπεδα του ουρικού
οξέος ορού καθορίστηκαν χρησιμοποιώντας ένα ενζυματικό
χρωμομετρικό τεστ με τη μέθοδο της ουρικάσης-περοξειδάσης. Ως υπερουριχαιμία ορίστηκε η τιμή του UA>7 mg/dL
στους άντρες και 6 mg/dL στις γυναίκες. Αποτελέσματα: Το
ποσοστό της υπερουριχαιμίας ήταν 34% στους άντρες και 25%
στις γυναίκες (p=0,02). Η μέση προσήλωση στη Μεσογειακή
Δίαιτα ήταν 35±2. Η στατιστική ανάλυση γραμμικής παλιν-
δρόμησης αποκάλυψε ότι το MedDietScore ήταν αντίστροφα
συνδεδεμένο με τα επίπεδα ουρικού οξέος (b±SE: –1,48±0,17,
p<0,001) στο συνολικό δείγμα, έχοντας ελέγξει για διάφορους
συγχυτικούς παράγοντες όπως η υπέρταση, η υπερχοληστερολαιμία, ο σακχαρώδης διαβήτης, η κάθαρση κρεατινίνης,
η φυσική δραστηριότητα και η κατανάλωση καφέ. Όταν η
στατιστική ανάλυση διαστρωματώθηκε με βάση το φύλλο,
το MedDietScore συνδεόταν αντίστροφα με τα επίπεδα ουρικού οξέος στους άντρες (b±SE: –1,10±0,42, p=0,009), αλλά όχι
και στις γυναίκες (b±SE: 0,04±0,41, p=0,92). Συμπεράσματα:
Ακόμα μία καρδιοπροστατευτική δράση της Μεσογειακής
Διατροφής αποκαλύφθηκε μέσω της τροποποίησης των επιπέδων του ουρικού οξέος σε ηλικιωμένα άτομα. Το εν δυνάμει διαφορετικό μέγεθος επίδρασης όσον αφορά στη σχέση
μεταξύ δίαιτας και επιπέδων ουρικού οξέος ανάμεσα στα δύο
φύλλα, χρειάζεται περαιτέρω διερεύνηση.
AΑ39
ΣΧΕΣΗ ΒΙΤΑΜΙΝΗΣ D, ΣΥΣΤΑΣΗΣ ΣΩΜΑΤΟΣ ΚΑΙ ΦΥΣΙΚΗΣ ΔΡΑΣΤΗΡΙΟΤΗΤΑΣ
ΣΕ ΕΛΛΗΝΙΚΟ ΠΑΙΔΙΚΟ ΠΛΗΘΥΣΜΟ: ΜΕΛΕΤΗ HEALTHY GROWTH
Α. Κουμπίτσκι,1 Γ. Μοσχώνης,1 O. Ανδρούτσος,1 Κ. Μπουγιούκας,2 Α. Καραγκιοζίδης,2
Κ. Μαραγκοπούλου,1 Α. Γιαννοπούλου,1 Κ. Σιώπη,1 Ι. Μανιός1
1
2
Τμήμα Επιστήμης Διαιτολογίας και Διατροφής, Χαροκόπειο Πανεπιστήμιο Αθηνών, Αθήνα
Τμήμα Επιστήμης Φυσικής Αγωγής και Αθλητισμού, Αριστοτέλειο Πανεπιστήμιο Θεσσαλονίκης, Θεσσαλονίκη
Εισαγωγή-Σκοπός: Η υποβιταμίνωση D αποτελεί μια πολύ συχνή θρεπτική ανεπάρκεια. Σκοπός της παρούσας μελέτης ήταν
να εξετάσει τη σχέση μεταξύ επιπέδων βιταμίνης D, δεικτών
σύστασης σώματος και επιπέδων φυσικής δραστηριότητας σε
παιδιά στην Ελλάδα. Υλικό-Μέθοδος: Στο πλαίσιο της μελέτης Healthy Growth, πραγματοποιήθηκε συλλογή δεδομένων
σε δείκτες σύστασης σώματος και φυσικής δραστηριότητας
καθώς και αναλύσεις αίματος για την εκτίμηση των επιπέδων
της 25-υδροξυβιταμίνης D (25-OHD) σε αντιπροσωπευτικό
δείγμα 397 παιδιών (9–13 ετών). Η υποβιταμίνωση ορίστηκε
για επίπεδα 25-OHD ορού<25 ng/mL. Αποτελέσματα: Ο επιπολασμός της υποβιταμίνωσης D ήταν 27% (31,9% στα κορίτσια, 21,5% στα αγόρια). Υψηλότερα ποσοστά παρατηρήθηκαν τον χειμώνα (41,9%) σε σύγκριση με το καλοκαίρι (12,1%).
Ο Δείκτης Μάζας Σώματος (ΔΜΣ), το πάχος του αθροίσματος
των δερματικών πτυχών, η λιπώδης μάζα (kg) και το ποσοστό
κοιλιακού λίπους βρέθηκαν να σχετίζονται αρνητικά με τα επίπεδα της 25-ΟΗD. Ο ΔΜΣ και η λιπώδης μάζα (kg) διατήρησαν
την αρνητική συσχέτιση ακόμα και μετά από διόρθωση για το
φύλο και τη βιολογική ηλικία των παιδιών (στάδιο Tanner). Η
οργανωμένη φυσική δραστηριότητα συσχετίστηκε θετικά με
την 25-ΟΗ D μόνο τον χειμώνα (β=0,135, p-value=0,049). Στα
κορίτσια όλοι οι δείκτες σύστασης σώματος και η οργανωμένη
φυσική δραστηριότητα σχετίστηκαν με τα επίπεδα βιταμίνης
D, ενώ στα αγόρια δεν παρατηρήθηκε καμία σημαντική συσχέτιση. Συμπεράσματα: Τον χειμώνα είναι σημαντικό το παιδί να συμμετέχει σε οργανωμένες μορφές φυσικής δραστηριότητας. Επιπρόσθετα των υπολοίπων ωφελειών υγείας της, η
άσκηση φαίνεται να συμβάλει και στη βελτίωση των επιπέδων
βιταμίνης D του οργανισμού, πιθανότατα λόγω της αύξησης
της έκθεσης στην ηλιακή ακτινοβολία που είναι απαραίτητη
για την ενδογενή σύνθεση βιταμίνης D.
© 2011 Ελληνική Εταιρεία Αθηροσκλήρωσης
282
Ελληνική Επιθεώρηση Αθηροσκλήρωσης 2(4)
AΑ40
ΜΕΤΑΓΕΥΜΑΤΙΚΗ ΕΠΙΔΡΑΣΗ ΚΡΑΣΙΟΥ ΣΤΗΝ ΙΚΑΝΟΤΗΤΑ ΣΥΣΣΩΡΕΥΣΗΣ ΤΩΝ ΑΙΜΟΠΕΤΑΛΙΩΝ
Μ.Ν. Ξανθοπούλου, Κ. Καλαθαρά, Κ. Αραμπατζή, Σ. Αντωνοπούλου, Ε. Φραγκοπούλου
Τμήμα Επιστήμης Διαιτολογίας-Διατροφής, Χαροκόπειο Πανεπιστήμιο, Αθήνα
Εισαγωγή-Σκοπός: Τα τελευταία χρόνια έχει διαπιστωθεί η
ευεργετική επίδραση της κατανάλωσης κρασιού. Παρόλ’ αυτά
υπάρχει περιορισμένος αριθμός μελετών που αφορούν τη μεταγευματική επίδραση του κρασιού στην ικανότητα συσσώρευσης των αιμοπεταλίων. Σκοπός επομένως της παρούσας εργασίας είναι η μελέτη της μεταγευματικής επίδρασης κρασιών
που περιέχουν ανταγωνιστές του Παράγοντα Ενεργοποίησης
Αιμοπεταλίων (PAF). Yλικό-Μέθοδος: Εννέα εθελοντές μη καπνιστές (ηλικίας 35±3, ΒΜΙ 24±2) συμμετείχαν τυχαιοποιημένα
σε τέσσερεις παρεμβάσεις, με 4 mL ποτού ή νερού/kg εθελοντή
(λευκό ή κόκκινο κρασί ή 12% αιθανόλη) παράλληλα με την κατανάλωση γεύματος (λίπος 53%). Συλλέχθηκαν δείγματα αίματος πριν, αμέσως μετά την κατανάλωση γεύματος και σε συγκεκριμένες στιγμές για τις επόμενες 6 ώρες. Μετρήθηκαν τα επίπεδα χοληστερόλης, HDL, LDL, τριακυλογλυκερολών και γλυκόζης,
καθώς επίσης και η ικανότητα συσσώρευσης των αιμοπεταλίων
έναντι του PAF. Αποτελέσματα: Όσον αφορά στους βιοχημικούς δείκτες παρατηρήθηκαν σημαντικές διαφοροποιήσεις
μεταξύ των παρεμβάσεων στα επίπεδα χοληστερόλης (p=0,02)
και LDL (p=0,001), ενώ δεν επηρεάστηκαν τα επίπεδα των υπολοίπων. Όσον αφορά στην ικανότητα συσσώρευσης των αιμοπεταλίων παρατηρήθηκε σημαντική διαφοροποίηση μεταξύ
των παρεμβάσεων (p=0,04), η οποία εντοπίσθηκε και στα δύο
είδη κρασιού ως μείωση της ικανότητας συσσώρευσης σε σχέση με το νερό (λευκό p=0,01, κόκκινο p=0,07) και στο λευκό ως
μείωση σε σύγκριση με την αιθανόλη (p=0,03). Στις επιμέρους
συγκρίσεις φάνηκε ότι στο λευκό η μείωση παρατηρείται στα
30, 210 και 300 min μετά την παρέμβαση, ενώ στο κόκκινο οριακά στα 90 και 210 min. Συμπεράσματα: Φαίνεται επομένως
ότι η κατανάλωση κρασιού παράλληλα με ένα γεύμα μπορεί να
μειώσει τη μεταγευματική υπερευαισθησία των αιμοπεταλίων
στη συσσώρευση.
ΑΑ41
ΣΥΣΧΕΤΙΣΗ ΑΝΑΜΕΣΑ ΣΤΗΝ ΥΙΟΘΕΤΗΣΗ ΔΙΑΤΡΟΦΙΚΩΝ ΠΡΟΤΥΠΩΝ ΚΑΙ ΤΗΝ ΠΑΡΟΥΣΙΑ
ΜΗ ΑΛΚΟΟΛΙΚΗΣ ΛΙΠΩΔΟΥΣ ΝΟΣΟΥ ΤΟΥ ΗΠΑΤΟΣ
Μ. Γεωργούλης,1 Μ. Κοντογιάννη,1 Ν. Τιλελή,1 Α. Μαργαρίτη,2 Ρ. Ζαφειροπούλου,2
Ι. Μανιός,1 Γ. Παπαθεοδωρίδης2
1
2
Τμήμα Επιστήμης Διαιτολογίας-Διατροφής, Χαροκόπειο Πανεπιστήμιο
Β΄ Πανεπιστημιακή Παθολογική Κλινική, Γενικό Νοσοκομείο Αθηνών «Ιπποκράτειο», Αθήνα
Εισαγωγή-Σκοπός: Υπάρχουν ενδείξεις πως οι μακροχρόνιες διαιτητικές συνήθειες εμπλέκονται στην εμφάνιση και
εξέλιξη της μη αλκοολικής λιπώδους νόσου του ήπατος
(NAFLD). Σκοπός της παρούσας μελέτης ήταν να διερευνήσει τη συσχέτιση ανάμεσα στην υιοθέτηση διαφόρων διατροφικών προτύπων και την παρουσία της NAFLD. ΥλικόΜέθοδος: Στη μελέτη συμμετείχαν 52 ασθενείς με NAFLD
και 31 υγιείς μάρτυρες ταιριασμένοι ως προς το φύλο, την
ηλικία και τον δείκτη μάζας σώματος. Για όλους τους εθελοντές πραγματοποιήθηκε λήψη ιατρικού ιστορικού, αξιολόγηση σωματικής δραστηριότητας, μέτρηση ανθρωπομετρικών παραμέτρων και ανάλυση σύστασης σώματος. Οι
διαιτητικές συνήθειες αξιολογήθηκαν με ερωτηματολόγιο
συχνότητας κατανάλωσης τροφίμων και τα διατροφικά
πρότυπα αποτιμήθηκαν με τη μέθοδο της ανάλυσης σε κύριες συνιστώσες. Αποτελέσματα: Η στατιστική ανάλυση
ανέδειξε 8 διατροφικά πρότυπα που εξηγούσαν το 79% της
© 2011 Ελληνική Εταιρεία Αθηροσκλήρωσης
διακύμανσης της διαιτητικής πρόσληψης. Από αυτά, ένα
διατροφικό πρότυπο που χαρακτηριζόταν από υψηλή κατανάλωση αμυλούχων τροφίμων ολικής άλεσης, λαχανικών,
πουλερικών και ελαιολάδου και χαμηλή κατανάλωση ξηρών
καρπών σχετιζόταν με μειωμένη πιθανότητα παρουσίας της
NAFLD (OR=0,383, 95% CI=0,158–0,929, p=0,034), καθώς
επίσης και ένα πρότυπο που χαρακτηριζόταν από χαμηλή
κατανάλωση γλυκών και άλλων σακχάρων και υψηλή κατανάλωση ψαριών (OR=0,302, 95% CI=0,110–0,831, p=0,020),
λαμβάνοντας υπόψη διάφορους συγχυτικούς παράγοντες
όπως το φύλο, την ηλικία, τις καθιστικές δραστηριότητες,
το σπλαγχνικό λίπος και τα λιπίδια ορού. Συμπεράσματα: Η
υιοθέτηση ενός διατροφικού προτύπου, πλούσιου σε ολικής
άλεσης δημητριακά, λαχανικά και ελαιόλαδο ή/και ενός διατροφικού προτύπου πλούσιου σε ψάρι και φτωχού σε γλυκά
και άλλα σάκχαρα σχετίζεται με μειωμένη πιθανότητα παρουσίας της NAFLD.
Hellenic Journal of Atherosclerosis 2(4)
283
AΑ42
ΕΠΙΔΡΑΣΗ ΤΗΣ ΘΕΡΑΠΕΙΑΣ ΜΕ ΣΙΜΒΑΣΤΑΤΙΝΗ 40 mg, ΣΥΝΔΥΑΣΜΟ ΣΙΜΒΑΣΤΑΤΙΝΗΣ/
ΕΖΕΤΙΜΙΜΠΗΣ 10/10 mg Ή ΡΟΣΟΥΒΑΣΤΑΤΙΝΗ 10 mg ΣΤΟΝ ΜΕΤΑΒΟΛΙΣΜΟ ΤΟΥ ΟΥΡΙΚΟΥ ΟΞΕΟΣ
ΣΕ ΑΣΘΕΝΕΙΣ ΜΕ ΠΡΩΤΟΠΑΘΗ ΔΥΣΛΙΠΙΔΑΙΜΙΑ
Ε. Μουτζούρη,1 Χ. Μηλιώνης,1 Ε. Λυμπερόπουλος,1 Α. Αγγουρίδης,1 Χ. Ρίζος,1
Σ. Μακαρίου,1 Μ. Ελισάφ1
1
Β' Παθολογική Κλινική, Ιατρική Σχολή Πανεπιστημίου Ιωαννίνων, 2Τμήμα Χημείας, Τομέας Βιοχημείας,
Πανεπιστημίου Ιωαννίνων, Ιωάννινα
Εισαγωγή-Σκοπός: Τα σύγχρονα δεδομένα της βιβλιογραφίας δείχνουν ότι τα επίπεδα του ουρικού οξέος πιθανόν αποτελούν ανεξάρτητο παράγοντα καρδιαγγειακού κινδύνου.
Η επίδραση της υπολιπιδαιμικής θεραπείας στον μεταβολισμό του ουρικού οξέος δεν είναι πλήρως αποσαφηνισμένη.
Σκοπός της παρούσας μελέτης ήταν η σύγκριση 3 διαφορετικών υπολιπιδαιμικών σχημάτων στον μεταβολισμό του ουρικού οξέος, σε ασθενείς με πρωτοπαθή δυσλιπιδαιμία. ΥλικόΜέθοδος: Μετά από 3 μήνες υγιεινοδιαιτητικής παρέμβασης,
190 δυσλιπιδαιμικοί ασθενείς (76 άνδρες, μέση ηλικία 60 έτη)
τυχαιοποιήθηκαν σε θεραπεία με σιμβαστατίνη 40 mg, συνδυασμό σιμβαστατίνης/εζετιμίμπης 10/10 mg ή ροσουβαστατίνη 10 mg την ημέρα, για 12 εβδομάδες. Μελετήθηκαν
τα επίπεδα του ουρικού οξέος του ορού, η κλασματική απέκκριση του ουρικού οξέος στα ούρα καθώς και η νεφρική λει-
τουργία (κρεατινίνη ορού, ρυθμός σπειραματικής διήθησης
και λόγος πρωτεΐνης προς κρεατινίνης σε δείγμα ούρων),
πριν και μετά τη θεραπεία. Αποτελέσματα: Και στις 3 ομάδες παρατηρήθηκε μείωση των επιπέδων του ουρικού οξέος
στον ορό (p<0,05, σε σύγκριση με τις αρχικές τιμές), και μη
σημαντική αύξηση της κλασματικής απέκκρισης του ουρικού
οξέος, χωρίς να υπάρχουν σημαντικές διαφορές μεταξύ των
ομάδων. Η μείωση του ουρικού οξέος στον ορό συσχετιζόταν
αρνητικά με την κλασματική απέκκριση του ουρικού οξέος
στα ούρα και στις 3 ομάδες (p<0,001). Δεν παρατηρήθηκε σημαντική μεταβολή της νεφρικής λειτουργίας σε καμία ομάδα
ασθενών. Συμπεράσματα: Τα 3 υπολιπιδαιμικά σχήματα που
μελετήθηκαν έχουν παρόμοια επίδραση στην ομοιοστασία
του ουρικού οξέος (μικρή μείωση των επιπέδων με παράλληλη αύξηση της νεφρικής απέκκρισης).
ΑΑ43
Η ΚΑΤΑΝΑΛΩΣΗ ΨΑΡΙΟΥ ΕΧΕΙ ΕΥΕΡΓΕΤΙΚΗ ΕΠΙΔΡΑΣΗ
ΣΤΗΝ ΚΑΤΑΘΛΙΠΤΙΚΗ ΣΥΜΠΤΩΜΑΤΟΛΟΓΙΑ ΗΛΙΚΙΩΜΕΝΩΝ ΑΤΟΜΩΝ: ΜΕΛΕΤΗ ΙΚΑΡΙΑ
Γ. Τσιτσινάκης, Χ. Χρυσοχόου, Θ. Ψαλτοπούλου, Β. Μεταξά, Α. Μήλιου, Γ. Βογιατζή,
Μ. Ζαρομυτίδου, Ε. Οικονόμου, Χ. Πίτσαβος, Χ. Στεφανάδης
Α' Πανεπιστημιακή Καρδιολογική Κλινική, «Ιπποκράτειο» ΓΝΑ, Αθήνα
Εισαγωγή-Σκοπός: Ο σκοπός της μελέτης είναι να εξετάσει
τη συσχέτιση της καταθλιπτικής συμπτωματολογίας με τις διατροφικές συνήθειες ηλικιωμένων ατόμων. Υλικό-Μέθοδος:
Μελετήθηκαν 330 άντρες και 343 γυναίκες (65–100 ετών)
μόνιμοι κάτοικοι Ικαρίας. Μεταξύ των διαφόρων χαρακτηριστικών η κατάθλιψη εκτιμήθηκε με την κλίμακα γηριατρικής
κατάθλιψης GDS (Geriatric Depression Scale, όρια 0–15), ενώ
οι διατροφικές συνήθειες αξιολογήθηκαν μέσω του έγκυρου ερωτηματολογίου FFQ (Food Frequency Questionnaire).
Αποτελέσματα: Οι γυναίκες είχαν σημαντικά υψηλότερες τιμές στην κλίμακα GDS σε σχέση με τους άντρες (4,8±3,5 έναντι 3,3±3,1, p=0,001). Οι συμμετέχοντες που ανήκαν στο άνω
τριτημόριο της κλίμακας κατάθλιψης έτρωγαν λιγότερο συχνά λαχανικά, φρούτα και ψάρια και πιο συχνά δημητριακά
ολικής αλέσεως, ενώ κατανάλωναν μεγαλύτερες ποσότητες
αλκοόλ σε σχέση με αυτούς που ανήκαν στο κατώτερο τριτη-
μόριο της κλίμακας (όλα p<0,05). Σχετικά με την κατανάλωση
ψαριού, το 50% των ατόμων αναφέρει ότι καταναλώνει 1–2
φορές εβδομαδιαίως, το 32% 3–5 φορές την εβδομάδα, το
11% 2–3 φορές τον μήνα, ενώ το 4,5% αναφέρει σπάνια κατανάλωση ψαριού και το 1,2% καθημερινή. Εκείνοι που κατανάλωναν ψάρι 3 ή περισσότερες φορές την εβδομάδα είχαν
χαμηλότερο σκορ στην κλίμακα GDS σε σχέση με τους συμμετέχοντες που τρέφονταν με ψάρι σπάνια ή ποτέ (3,3±3,1
έναντι 5,2±4,1, p<0,001). Η στατιστική ανάλυση παλινδρόμησης αποκάλυψε ότι η αυξημένη κατανάλωση ψαριού (>3 φορές/βδομάδα έναντι σπάνια/ποτέ) συνδεόταν αντίστροφα με
την πιθανότητα GDS σκορ πάνω από τη μέση τιμή (δηλαδή 4)
(odds ratio=0,34, 95%CI 0,19, 0,61), έχοντας ελέγξει για τους
διάφορους συγχυτικούς παράγοντες. Συμπεράσματα: Η συχνή κατανάλωση ψαριού φαίνεται να επηρεάζει ευεργετικά
την καταθλιπτική συμπτωματολογία σε υπερήλικα άτομα.
© 2011 Ελληνική Εταιρεία Αθηροσκλήρωσης
284
Ελληνική Επιθεώρηση Αθηροσκλήρωσης 2(4)
ΑΑ44
ΣΧΕΣΗ ΜΗΤΡΙΚΟΥ ΘΗΛΑΣΜΟΥ ΚΑΙ ΔΙΑΙΤΗΤΙΚΗΣ ΠΡΟΣΛΗΨΗΣ ΑΣΒΕΣΤΙΟΥ ΜΕ ΔΕΙΚΤΕΣ
ΠΑΧΥΣΑΡΚΙΑΣ ΣΤΗΝ ΠΡΟΕΦΗΒΙΚΗ ΗΛΙΚΙΑ: ΜΕΛΕΤΗ HEALTHY GROWTH
Γ. Μοσχώνης, Χ. Τσικνή, Κ. Παπαϊωάννου, Γ. Τσαλής, Κ. Κούτσικας, Α. Πετρίδου,
Ε. Βουτσαδάκη, Ε. Δασκάλου, Κ. Μιχαηλίδου, Ι. Μανιός
Τμήμα Επιστήμης Διαιτολογίας και Διατροφής, Χαροκόπειο Πανεπιστήμιο Αθηνών, Αθήνα
Εισαγωγή: Συγκεκριμένα χαρακτηριστικά της διατροφής
των παιδιών φαίνεται να σχετίζονται σημαντικά με την εμφάνιση παχυσαρκίας. Σκοπός: Να διερευνηθεί η σχέση μεταξύ του αποκλειστικού θηλασμού κατά τη βρεφική ηλικία
και της επαρκούς διαιτητικής πρόσληψης ασβεστίου σε παιδιά ή του συνδυασμού τους με την πιθανότητα εμφάνισης
παχυσαρκίας. Υλικό-Μέθοδος: Σε αντιπροσωπευτικό δείγμα 2611 παιδιών 9–13 ετών στο πλαίσιο της μελέτης Healthy
Growth πραγματοποιήθηκαν ανθρωπομετρήσεις, και συλλογή δεδομένων διατροφικής πρόσληψης. Τα κριτήρια του
IOTF χρησιμοποιήθηκαν για την κατηγοριοποίηση των παιδιών σε υπέρβαρα και παχύσαρκα. Επιπλέον πληροφορίες
για τη σίτιση των παιδιών κατά τη βρεφική ηλικία ελήφθησαν από τους γονείς τους. Ως αποκλειστικός θηλασμός στην
παρούσα μελέτη ορίστηκε η σίτιση των παιδιών με μητρικό
γάλα, νερό και τσάι ή/και χαμομήλι για τους πρώτους 5 μήνες
της ζωής τους. Αποτελέσματα: Ο επιπολασμός υπέρβαρων
και παχύσαρκων παιδιών ήταν 30,3% και 11,5%, αντίστοιχα.
Ο αποκλειστικός θηλασμός βρέθηκε να αυξάνει την πιθανότητα επαρκούς πρόσληψης ασβεστίου (>RDA: 1300 mg/ημέρα) στην παιδική ηλικία (ΣΛ=1,41, p=0,028). Ο συνδυασμός
αποκλειστικού θηλασμού και επαρκούς πρόσληψης ασβεστίου βρέθηκε να μειώνει την πιθανότητα υπέρβαρων και
παχύσαρκων παιδιών (ΣΛ=0,48 με p=0,01). Ωστόσο διορθώνοντας για πιθανούς συγχυτικούς παράγοντες, μόνο η επαρκής πρόσληψη ασβεστίου βρέθηκε να σχετίζεται αρνητικά
με την πιθανότητα εμφάνισης υπέρβαρου/παχυσαρκίας στα
αγόρια και στα κορίτσια (ΣΛ=0,64, p=0,005 και ΣΛ=0,62 με
p=0,011 αντίστοιχα). Συμπεράσματα: Αν και ο συνδυασμός
αποκλειστικού θηλασμού στη βρεφική ηλικία και επαρκούς
διαιτητικής πρόσληψης ασβεστίου στην παιδική ηλικία φαίνεται να είναι προστατευτικός έναντι της εμφάνισης υπέρβαρου και παχυσαρκίας, μετα από διόρθωση για διάφορους
συγχυτικούς παράγοντες μόνο η επαρκής πρόσληψη ασβεστίου παρέμεινε ως ανεξάρτητος προστατευτικός παράγοντας.
ΑΑ45
Η ΜΑΚΡΟΠΡΟΘΕΣΜΗ ΚΑΤΑΝΑΛΩΣΗ ΚΑΦΕ ΣΧΕΤΙΖΕΤΑΙ ΜΕ ΒΕΛΤΙΩΣΗ ΤΗΣ ΕΝΔΟΘΗΛΙΑΚΗΣ
ΛΕΙΤΟΥΡΓΙΑΣ ΣΕ ΑΤΟΜΑ ΜΕΓΑΛΗΣ ΗΛΙΚΙΑΣ: ΜΕΛΕΤΗ ΙΚΑΡΙΑ
M. Zαρομυτίδου, Γ. Σιάσος, Ε. Oικονόμου, Χ. Χρυσοχόου, Δ. Tούσουλης, Γ. Mαρίνος,
Γ. Τριανταφύλλου, Δ. Μιχαλοπούλου, Σ. Βογιατζόγλου, Β. Ζούλια, Σ. Δελαπόρτα,
Σ. Πλυταριά, Χ. Πίτσαβος, Χ. Στεφανάδης
Α' Πανεπιστημιακή Καρδιολογική Κλινική, ΓΝΑ «Ιπποκράτειο», Αθήνα
Εισαγωγή-Σκοπός: Οι μακροπρόθεσμες επιδράσεις της κατανάλωσης καφέ στην ενδοθηλιακή λειτουργία παραμένουν αμφιλεγόμενες. Εξετάσαμε τη συσχέτιση μεταξύ χρόνιας κατανάλωσης καφέ και ενδοθηλιακής λειτουργίας, σε ένα δείγμα μεγάλης ηλικίας κατοίκων της νήσου Ικαρίας. Υλικό-Μέθοδος:
Ένα τυχαίο δείγμα του πληθυσμού της μελέτης ΙΚΑΡΙΑΣ αποτελούμενο από 175 (95 άνδρες) ηλικιωμένους κατοίκους της
Ικαρίας, ηλικίας 65 έως 91 ετών, εξετάστηκε υπερηχογραφικά
με τη μέθοδο της ενδοθηλιοεξαρτώμενης αγγειοδιαστολής
(FMD) για την εκτίμηση της ενδοθηλιακής λειτουργίας. Οι διαιτητικές συνήθειες (συμπεριλαμβανομένου της κατανάλωσης
καφέ) εκτιμήθηκαν μέσω ενός ερωτηματολογίου κατανάλωσης τροφίμων. Αποτελέσματα: Μεταξύ των ηλικιωμένων, 28%
ήταν διαβητικοί, 29% είχαν υπερχοληστερολαιμία, 37% είχαν
BMI>30 kg/m2, 72% είχαν υπέρταση, ενώ ελληνικού τύπου καφέ κατανάλωνε το 97%. Ανάλυση γραμμικής παλινδρόμησης
μετά από προσαρμογή για συγχυτικούς παράγοντες όπως η
ηλικία, το φύλο, η ύπαρξη καρδιαγγειακής νόσου, υπερχολη© 2011 Ελληνική Εταιρεία Αθηροσκλήρωσης
στερολαιμίας, σακχαρώδους διαβήτη και υπέρτασης έδειξε ότι
οι συμμετέχοντες οι οποίοι κατανάλωναν λιγότερο από 7 φλιτζάνια καφέ την εβδομάδα είχαν σημαντικά χαμηλότερο FMD
συγκριτικά με αυτούς που κατανάλωναν 7 έως 14 φλιτζάνια
καφέ [b=1,37, 95% CI: (–0,005, 2,748), p=0,05]. Επιπλέον μετά
από προσαρμογή για συγχυτικούς παράγοντες όπως η ηλικία,
το φύλο, η ύπαρξη καρδιαγγειακής νόσου, η υπερχοληστερολαιμία, ο σακχαρώδης διαβήτης και η αγωγή με αντιυπερτασικά σκευάσματα, η ανάλυση γραμμικής παλινδρόμησης
στην ομάδα των υπερτασικών συμμετεχόντων ανέδειξε ότι η
κατανάλωση καφέ σε mL ανά εβδομάδα σχετίζεται με αύξηση
των τιμών του FMD [b=0,003, 95% C.I.: (0,000, 0,005) p=0,039].
Συμπεράσματα: Η μακροπρόθεσμη κατανάλωση, Ελληνικού
τύπου καφέ, ο οποίος χαρακτηρίζεται για τις αντιοξειδωτικές του ιδιότητες, σχετίζεται με βελτίωση της ενδοθηλιακής
λειτουργίας σε άτομα μεγάλης ηλικίας, υποδεικνύοντας έναν
ακόμη καρδιοπροστατευτικό διατροφικό μηχανισμό των ηλικιωμένων κατοίκων της Ικαρίας.
Hellenic Journal of Atherosclerosis 2(4)
285
ΑΑ46
ΚΟΙΝΩΝΙΚΟ-ΔΗΜΟΓΡΑΦΙΚΑ ΚΑΙ ΤΡΟΠΟΥ ΖΩΗΣ ΣΤΑΤΙΣΤΙΚΑ ΥΠΕΡΗΛΙΚΩΝ ΑΤΟΜΩΝ (>80 ΕΤΩΝ)
ΠΟΥ ΖΟΥΝ ΣΤΗ ΝΗΣΟ ΙΚΑΡΙΑ: ΜΕΛΕΤΗ ΙΚΑΡΙΑ
Δ. Παναγιωτάκος, Χ. Χρυσοχόου, Γ. Τσιτσινάκης, Γ. Σιάσος, Γ. Ζήσιμος, Χ. Μυλωνάκης,
Ε. Πουλιδάκης, Ι. Σκούμας, Χ. Πίτσαβος, Χ. Στεφανάδης
Α΄ Πανεπιστημιακή Καρδιολογική Κλινική, ΓΝΑ «Ιπποκράτειο», Αθήνα
Εισαγωγή-Σκοπός: Υπάρχουν μέρη ανά τον κόσμο όπου
οι άνθρωποι ζουν περισσότερο και είναι δραστήριοι ακόμα και σε ηλικία άνω των 100 ετών και οι οποίοι μοιράζονται κοινά χαρακτηριστικά συμπεριφοράς. Αυτά τα μέρη
(η Σαρδηνία στην Ιταλία, η Okinawa στην Ιαπωνία, η Loma
Linda στην Καλιφόρνια και η χερσόνησος Nicoya στην Κόστα
Ρίκα) ονομάστηκαν «Μπλε Ζώνες». Πρόσφατα, αναφέρθηκε
ότι οι κάτοικοι της Ικαρίας έχουν επίσης ένα από τα υψηλότερα προσδόκιμα ζωής παγκοσμίως. Ο σκοπός αυτής της
μελέτης ήταν να εκτιμήσει τα διάφορα δημογραφικά, τρόπου ζωής και ψυχολογικά χαρακτηριστικά των υπερηλίκων
ατόμων (>80 ετών) που συμμετείχαν στη Μελέτη «Ικαρία».
Υλικό-Μέθοδος: Ενσωματώθηκαν στη μελέτη 1420 άντρες
και γυναίκες (ηλικίας 30+) από την Ικαρία. Από αυτούς μελετήθηκαν 89 άντρες και 98 γυναίκες ηλικίας >80 ετών (13%
του δείγματος). Τα κοινωνικο-δημογραφικά, κλινικά, ψυχολογικά και τρόπου ζωής χαρακτηριστικά εκτιμήθηκαν
χρησιμοποιώντας έγκυρα ερωτηματολόγια και διαδικασίες.
Αποτελέσματα: Το 13% του δείγματος της μελέτης ήταν άνω
των 80 ετών. Επιπλέον το ποσοστό των ατόμων ηλικίας άνω
των 90 ετών (1,6 άντρες–1,1 γυναίκες) ήταν πολύ υψηλότερο
από τον μέσο όρο του ευρωπαϊκού πληθυσμού. Η μεγάλη
πλειοψηφία των υπερηλίκων συμμετεχόντων ανέφερε καθημερινή φυσική δραστηριότητα, υγιεινές διατροφικές συνήθειες, αποφυγή καπνίσματος, συχνό κοινωνικό συγχρωτισμό,
μεσημεριανό ύπνο και εξαιρετικά χαμηλά ποσοστά κατάθλιψης. Συμπεράσματα: Οι τροποποιήσιμοι παράγοντες κινδύνου, όπως η άσκηση, η διατροφή, η διακοπή καπνίσματος και
ο μεσημεριανός ύπνος, ίσως ν’ αποτελούν τα «μυστικά» των
μακρόβιων ανθρώπων. Αυτά τα ευρήματα προτείνουν ότι η
αλληλεπίδραση των περιβαλλοντικών χαρακτηριστικών, των
χαρακτηριστικών συμπεριφοράς μαζί με τα κλινικά χαρακτηριστικά πιθανώς να καθορίζουν τη μακροβιότητα και θα πρέπει να διερευνηθούν περαιτέρω.
ΑΑ47
Η ΕΠΙΔΡΑΣΗ ΤΟΥ ΚΑΦΕ ΣΤΗΝ ΑΝΤΙΟΞΕΙΔΩΤΙΚΗ ΙΚΑΝΟΤΗΤΑ ΟΡΟΥ ΥΓΙΩΝ ΕΘΕΛΟΝΤΩΝ
A. Γαβριέλη, E. Φραγκοπούλου, E. Σπυρέλη, M. Γιαννακούλια
Τμήμα Επιστήμης Διαιτολογίας-Διατροφής, Χαροκόπειο Πανεπιστήμιο, Αθήνα
Εισαγωγή-Σκοπός: Ο καφές, ένα από τα δημοφιλέστερα
ποτά στον κόσμο, είναι πλούσια πηγή αντιοξειδωτικών συστατικών. Ερευνητικά δεδομένα υποδεικνύουν ότι η αντιοξειδωτική ικανότητα του καφέ μπορεί να συνεισφέρει στη
μείωση του κινδύνου για καρδιαγγειακά. Σκοπός της παρούσας εργασίας είναι η μελέτη της επίδρασης της κατανάλωσης
καφέ στη μεταγευματική οξειδωτική κατάσταση υγιών εθελοντών. Υλικό-Μέθοδος: Δεκαέξι άνδρες (ηλικίας: 27,8±5,2
έτη, Δείκτη Μάζας Σώματος: 25,5±2,3 kg/m2) συμμετείχαν
σε τρεις δοκιμασίες μίας ημέρας με τυχαία σειρά. Σε κάθε
δοκιμασία οι εθελοντές λάμβαναν ένα τυποποιημένο πρωινό γεύμα (142 kcal) μαζί με 200 mL (α) καφεϊνούχου καφέ (3
mg καφεΐνης/kg σωματικού βάρους), (β) ντεκαφεϊνέ καφέ, (γ)
νερού. Σε διάστημα 3 ωρών, δείγματα αίματος λήφθηκαν στη
νηστεία και σε τακτά χρονικά διαστήματα μετά το πρωινό
γεύμα, στα οποία μετρήθηκε η ex vivo αντίσταση του ορού
στην προκαλούμενη από θειικό χαλκό οξείδωση, μετρώντας
τον σχηματισμό των συζυγών διενίων στα 234 nm, καθώς και
οι συγκεντρώσεις ιντερλευκίνης-6 με ELISA. Αποτελέσματα:
Δεν βρέθηκε στατιστικά σημαντική επίδραση του τύπου της
δοκιμασίας στην αντίσταση του ορού στην οξείδωση και
στις συγκεντρώσεις ινσουλίνης στο διάστημα των 3 ωρών.
Ωστόσο, βρέθηκε αρνητική συσχέτιση μεταξύ της αντίστασης του ορού στην οξείδωση στη νηστεία και της περιοχής
κάτω από την καμπύλη της ιντερλευκίνης-6 στη δοκιμασία
του νερού, p=0,05. Συμπεράσματα: Ο καφές δεν φάνηκε να
επηρεάζει την ex vivo αντίσταση του ορού στην οξείδωση.
Πιθανώς, η ενέργεια του πρωινού γεύματος δεν ήταν αρκετή για να αυξήσει το οξειδωτικό στρες και να αναδειχθεί μία
πιθανή δράση του καφέ. Περισσότερες έρευνες είναι απαραίτητες για την αποσαφήνιση της αντιοξειδωτικής ικανότητας
του καφέ.
© 2011 Ελληνική Εταιρεία Αθηροσκλήρωσης
286
Ελληνική Επιθεώρηση Αθηροσκλήρωσης 2(4)
ΑΑ48
ΕΠΙΔΡΑΣΗ ΜΕΣΟΓΕΙΑΚΗΣ ΔΙΑΤΡΟΦΗΣ ΣΤΑ ΕΠΙΠΕΔΑ ΟΥΡΙΚΟΥ ΟΞΕΟΣ
ΣΕ ΑΤΟΜΑ ΜΕ ΜΕΤΑΒΟΛΙΚΟ ΣΥΝΔΡΟΜΟ
Χ. Κατσαγώνη,1 Β. Μπουντζιούκα,1 Α. Ευαγγελόπουλος,1 Α. Γιωτοπούλου,1 M. Μπόνου,2
Ν. Βαλλιάνου,2 Π. Αυγερινός,2 Ε. Βογιατζάκης,2 Γ. Μπαρμπετσέας,2 Δ. Παναγιωτάκος1
1
Τμήμα Επιστήμης Διαιτολογίας-Διατροφής, Χαροκόπειο Πανεπιστήμιο
2
Γενικό Νοσοκομείο Αθηνών «Πολυκλινική», Αθήνα
Εισαγωγή-Σκοπός: Η ύπαρξη μεταβολικού συνδρόμου
(MetS) σχετίζεται με αυξημένα επίπεδα ουρικού οξέος.
Ωστόσο, ελάχιστα δεδομένα υπάρχουν σχετικά με τον ρόλο της Μεσογειακής διατροφής (ΜD) στα επίπεδα ουρικού
οξέος σε άτομα με MetS. Σκοπός της συγκεκριμένης μελέτης ήταν να διερευνηθεί η επίδραση της MD στον μεταβολισμό του ουρικού οξέος σε άντρες και γυναίκες με MetS.
Υλικό-Μέθοδος: Κατά το 2009, συμμετείχαν συνολικά 490
εθελοντές (46±16 ετών, 40% άνδρες). Μετρήθηκαν ανθρωπομετρικά, κλινικά και βιοχημικά χαρακτηριστικά, ενώ για
τον ορισμό του MetS χρησιμοποιήθηκαν τα κριτήρια του
NCEP-ATP III (National Cholesterol Education Program-Adult
Treatment Panel III). Η προσκόλληση στη Μεσογειακή διατροφή εκτιμήθηκε με τον δείκτη MedDietScore (εύρος
τιμών 0–55). Υψηλότερες τιμές του σκορ σήμαιναν μεγαλύτερη προσκόλληση στη Μεσογειακή διατροφή. Για την
εξέταση της παραπάνω υπόθεσης χρησιμοποιήθηκε η μέ-
θοδος της Multivariate ordinal logistic regression analysis.
Αποτελέσματα: Από την ανάλυση προέκυψε ότι οι άντρες με
MetS που είχαν υψηλότερες τιμές του δείκτη MedDietScore,
είχαν μικρότερη πιθανότητα για αυξημένα επίπεδα ουρικού
οξέος, συγκρινόμενοι με εκείνους που είχαν χαμηλότερες
τιμές του δείκτη, λαμβάνοντας υπόψη την ηλικία, τα επίπεδα γλυκόζης, τον ρυθμό σπειραματικής διήθησης (GFR), την
ύπαρξη υπέρτασης, και το ιστορικό καρδιαγγειακής νόσου
(OR=0,78, 95%CI: 0,62–0,98, p=0,037). Ανάλογα αποτελέσματα προέκυψαν και για τις γυναίκες με MetS και υψηλότερες
τιμές του δείκτη MedDietScore (OR=0,85, 95% CI: 0,74–0,99,
p=0,037). Συμπεράσματα: Δεδομένου ότι τα αυξημένα επίπεδα ουρικού οξέος είναι ένας ανεξάρτητος παράγοντας κινδύνου για την εμφάνιση καρδιαγγειακής νόσου, μεγαλύτερη
προσκόλληση στη Μεσογειακή διατροφή μπορεί να μειώσει
τα επίπεδα ουρικού οξέος ακόμη και σε άντρες και γυναίκες
που βρίσκονται σε καρδιομεταβολικό κίνδυνο.
AΑ49
Η ΣΩΜΑΤΙΚΗ ΔΡΑΣΤΗΡΙΟΤΗΤΑ ΩΣ ΤΡΟΠΟΣ ΖΩΗΣ ΜΕΙΩΝΕΙ
ΤΟΝ ΚΙΝΔΥΝΟ ΚΑΡΔΙΑΓΓΕΙΑΚΗΣ ΝΟΣΟΥ ΣΕ ΥΠΕΡΗΛΙΚΕΣ ΚΑΤΟΙΚΟΥΣ ΤΗΣ ΝΗΣΟΥ ΙΚΑΡΙΑΣ
Χ. Χρυσοχόου, Γ. Τσιτσινάκης, Δ. Τσιαχρής, Κ. Μασούρα, Ι. Ανδρέου, Σ. Κυβέλου,
Γ. Τριανταφύλλου, Ε. Γιακουμή, Χ. Πίτσαβος, Χ. Στεφανάδης
Α' Πανεπιστημιακή Καρδιολογική Κλινική, ΓΝΑ, «Ιπποκράτειο», Αθήνα
Εισαγωγή-Σκοπός: Η σωματική άσκηση συνδέεται διαχρονικά με χαμηλότερα ποσοστά καρδιαγγειακής νοσηρότητας
και θνητότητας. Πρόσφατα αναγνωρίστηκε ότι οι κάτοικοι
της Ικαρίας έχουν ένα από τα υψηλότερα ποσοστά μακροβιότητας παγκοσμίως. Ο σκοπός αυτής της μελέτης είναι να αξιολογηθεί η σχέση μεταξύ του επιπέδου φυσικής κατάστασης
και του καρδιαγγειακού κινδύνου σε ηλικιωμένους και υπερήλικες Ικαριώτες. Υλικό-Μέθοδος: Μελετήθηκαν 343 άντρες
και 330 γυναίκες (65–100 ετών) μόνιμοι κάτοικοι Ικαρίας, από
τους οποίους οι 187 (28%) ήταν άνω των 80 ετών. Μεταξύ
των διαφόρων κλινικών χαρακτηριστικών, των παραγόντων
καρδιαγγειακού κινδύνου και ανθρωπομετρικών δεικτών, η
σωματική δραστηριότητα εκτιμήθηκε με το έγκυρο ερωτηματολόγιο IPAQ. Αποτελέσματα: 121 άτομα (18% του δείγματος) είχαν καρδιαγγειακή νόσο. Επιπλέον 401 συμμετέχοντες
(60%) ανέφεραν μέτριο επίπεδο σωματικής δραστηριότητας,
159 (24%) υψηλό και οι υπόλοιποι χαμηλό. Επίσης, 83,7% των
υπερήλικων αντρών και 70,2% των υπερήλικων γυναικών
© 2011 Ελληνική Εταιρεία Αθηροσκλήρωσης
ήταν ακόμα σωματικά δραστήριοι. Σε συνάρτηση με το επίπεδο άσκησης τα άτομα που ακολουθούσαν υψηλότερη σωματική δραστηριότητα είχαν χαμηλότερη περιφέρεια μέσης
(p=0,001), υψηλότερο ποσοστό καπνίσματος (p=0,001), κατανάλωσης αλκοόλ (p=0,001), υψηλότερη HDL χοληστερόλη (p=0,001), χαμηλότερη επίπτωση σακχαρώδους διαβήτη
(p=NS) και χαμηλότερη επίπτωση καρδιαγγειακής νόσου
(p=0,001). Η στατιστική ανάλυση γραμμικής παλινδρόμησης
έδειξε ότι το επίπεδο φυσικής δραστηριότητας συνδεόταν
με 54% λιγότερες πιθανότητες εμφάνισης καρδιαγγειακής
νόσου (p=0,001), έχοντας ελέγξει για τους διάφορους συγχυτικούς παράγοντες. Αυτά τα ευρήματα ήταν σημαντικά ακόμα και όταν η ανάλυση διαστρωματώθηκε για προχωρημένη
ηλικία. Συμπεράσματα: Η σωματική δραστηριότητα φαίνεται να συνδέεται με χαμηλότερη επίπτωση καρδιαγγειακής
νόσου ακόμη και στους υπερήλικες και πρέπει να προωθηθεί
περισσότερο μέσα στο πλαίσιο του υγιεινού τρόπου ζωής
των ατόμων αυτών.
Hellenic Journal of Atherosclerosis 2(4)
287
AΑ50
Ο ΣΥΝΔΥAΣΜΟΣ ΥΨΗΛΟΤΕΡΩΝ ΕΠΙΠΕΔΩΝ ΑΣΚΗΣΗΣ ΚΑΙ ΣΥΧΝΟΤΕΡΩΝ ΓΕΥΜΑΤΩΝ ΣΧΕΤΙΖΕΤΑΙ
ΜΕ ΧΑΜΗΛΟΤΕΡΑ ΕΠΙΠΕΔΑ ΛΙΠΙΔΙΩΝ ΑΙΜΑΤΟΣ: ΜΕΛΕΤΗ HEALTHY GROWTH
Γ. Μοσχώνης, O. Ανδρούτσος, Ε. Αγγέλη, Π. Μαργιώλα, Δ. Γκακνή, Ε. Διονυσοπούλου,
Ν. Καρατσικάκη-Βλάμη, Γ. Σκούλη, Μ. Λυμπέρη, Ι. Μανιός
Τμήμα Επιστήμης Διαιτολογίας-Διατροφής, Χαροκόπειο Πανεπιστήμιο Αθηνών, Αθήνα
Εισαγωγή-Σκοπός: Διάφορες συνήθειες διατροφής και
άσκησης έχουν συσχετισθεί μεμονωμένα με αυξημένο
καρδιομεταβολικό κίνδυνο στα παιδιά. Σκοπός της παρούσας μελέτης ήταν διερεύνηση της συνδυαστικής επίδρασης διαφόρων παραγόντων τρόπου ζωής στο λιπιδαιμικό
προφίλ ελληνικού παιδικού πληθυσμού. Υλικό-Μέθοδος:
Πραγματοποιήθηκε συλλογή ανθρωπομετρικών, διατροφικών (ανακλήσεις 24ώρου), βιοχημικών (ολική, LDL & HDL
χοληστερόλη, τριγλυκερίδια), κλινικών (στάδια ανάπτυξης
κατά Tanner), κοινωνικο-οικονομικών δεδομένων και δεδομένων φυσικής δραστηριότητας (ΦΔ)/διάρκειας ύπνου από
αντιπροσωπευτικό δείγμα 2043 παιδιών 9–13 ετών της μελέτης Healthy Growth. Για τον ορισμό των δυσλιπιδαιμιών
χρησιμοποιήθηκαν οι κατωφλικές τιμές του NCEP. Η ανάλυση
σε κύριες συνιστώσες (PCA) χρησιμοποιήθηκε για την αναγνώριση προτύπων τρόπου ζωής. Αποτελέσματα: H PCA
ανέδειξε πέντε διακριτά πρότυπα. Μετά από διόρθωση για
διάφορους πιθανούς συγχυτικούς παράγοντες, το πρότυπο που χαρακτηριζόταν από αυξημένο χρόνο τηλεθέασης/
χρήσης υπολογιστή, λιγότερες ώρες ύπνου και υψηλότερη
κατανάλωση ζαχαρούχων ποτών συσχετίστηκε αρνητικά
με την HDL και θετικά με τον λόγο ολική: HDL χοληστερόλη. Αρνητική συσχέτιση βρέθηκε μεταξύ του προτύπου που
χαρακτηριζόταν από αυξημένο χρόνο μέτριας-προς-υψηλής
έντασης ΦΔ και συχνότερα γεύματα και των επιπέδων ολικής χοληστερόλης, LDL καθώς και με τον λόγο ολική: HDL
χοληστερόλη. Επιπλέον, τα παιδιά που είχαν τη μεγαλύτερη
προσκόλληση στο δεύτερο από τα παραπάνω πρότυπα (4ο
τεταρτημόριο) είχαν 38,1%, 33,3% και 39,7% μικρότερη πιθανότητα νε έχουν επίπεδα ολικής χοληστερόλης>170 mg/dL,
LDL>110 mg/dL και τον λόγο ολικής: HDL χοληστερόλης>4,5,
συγκριτικά με εκείνα που είχαν μικρότερη προσκόλληση σε
αυτό. Συμπεράσματα: Η ανάλυση προτύπων τρόπου ζωής
επιτρέπει τη διερεύνηση των συνδυαστικών επιδράσεων διαφόρων συνηθειών που σχετίζονται μεταξύ τους. Με τη χρήση
της PCA η παρούσα μελέτη έδειξε ότι τα παιδιά που συνδύαζαν υψηλότερα επίπεδα ΦΔ και συχνότερα γεύματα, είχαν
μικρότερη πιθανότητα να εμφανίζουν δυσλιπιδαιμίες.
ΑΑ51
ΔΙΑΦΟΡΕΤΙΚΗ ΕΠΙΔΡΑΣΗ ΤΗΣ ΚΑΘΗΜΕΡΙΝΗΣ ΣΩΜΑΤΙΚΗΣ ΑΣΚΗΣΗΣ ΣΤΗ ΔΙΑΡΚΕΙΑ
ΤΗΣ ΚΟΙΛΙΑΚΗΣ ΑΝΑΠΟΛΩΣΗΣ ΣΕ ΜΕΣΗΣ ΚΑΙ ΜΕΓΑΛΗΣ ΗΛΙΚΙΑΣ ΑΝΔΡΕΣ ΚΑΙ ΓΥΝΑΙΚΕΣ:
ΜΕΛΕΤΗ ΙΚΑΡΙΑ
Ε. Oικονόμου, Χ. Χρυσοχόου, Δ. Tσιαχρής, Γ. Βογιατζή, Γ. Τριανταφύλλου, Δ. Μιχαλοπούλου,
Σ. Βογιατζόγλου, Β. Ζούλια, Σ. Δελαπόρτα, Σ. Πλυταριά, Χ. Πίτσαβος, Χ. Στεφανάδης
A΄ Πανεπιστημιακή Καρδιολογική Κλινική, «Ιπποκράτειο» Νοσοκομείο Αθηνών, Αθήνα
Εισαγωγή-Σκοπός: Η σωματική δραστηριότητα (ΣΔ) έχει σημαντικά καρδιαγγειακά οφέλη. Το διάστημα QT αντιπροσωπεύει τη διάρκεια της κοιλιακής αναπόλωσης και η επιμήκυνσή
του σχετίζεται με αύξηση της θνητότητας. Στην παρούσα μελέτη εξετάσαμε τη συσχέτιση μεταξύ του QT διαστήματος και
ΣΔ σε ένα δείγμα μέσης και μεγάλης ηλικίας κατοίκων του νησιού Ικαρίας. Υλικό-Μέθοδος: Στη μελέτη συμμετείχαν 1071
κάτοικοι του νησιού Ικαρίας (65±13 ετών, 47% άνδρες). Η εκτίμηση της ΣΔ (χαμηλής, μέτριας, έντονης) έγινε με τη βοήθεια
του Διεθνούς Ερωτηματολογίου Σωματικής Δραστηριότητας
(IPAQ). Από το ηλεκτροκαρδιογράφημα επιφανείας υπολογίστηκε το QT διάστημα και το διορθωμένο έως προς την καρδιακή συχνότητα QTc διάστημα. Αποτελέσματα: 85% των
συμμετεχόντων ανέφεραν τουλάχιστον μέτριας εντάσεως ΣΔ.
Οι γυναίκες με έντονη ή μέτρια ΣΔ είχαν σημαντικά μικρότερο QTc συγκριτικά με την ομάδα της χαμηλής ΣΔ (408±2 msec
εν. 419±2 msec, p=0,002, 411±1 msec εν. 419±2 msec, p=0,002,
αντίστοιχα). Σε αντίθεση, οι άνδρες με μέτρια και έντονη ΣΔ
δεν εμφάνιζαν διαφορά ως προς το QTc σε σχέση με την ομάδα των ανδρών που κατηγοριοποιήθηκαν στην ομάδα της
χαμηλής ΣΔ (395±2 msec εν. 402±3 msec, p=0,29, 402±2 msec
εν. 402±3, p=0,99). Επιπλέον, η ανάλυση γραμμικής παλινδρόμησης ανέδειξε ότι το υψηλό επίπεδο ΣΔ σχετίζεται με βραχύτερο QTc στις γυναίκες (b=–12,5, p=0,001) ακόμα και μετά
από προσαρμογή για συγχυτικούς παράγοντες όπως η ηλικία,
ο Δείκτης Μάζας Σώματος, η μεσογειακή διατροφή, το κάπνισμα, οι καρδιαγγειακές παθήσεις, η υπέρταση, ο σακχαρώδης
διαβήτης, η υπερχοληστερολαιμία. Συμπεράσματα: Η αυξημένη ΣΔ σχετίζεται με βραχύτερο QTc διάστημα σε γυναίκες
μέσης και μεγάλης ηλικίας κατοίκους του νησιού Ικαρία υποδεικνύοντας καρδιοπροστατευτική επίδραση της καθημερινής άσκησης στο γυναικείο φύλο.
© 2011 Ελληνική Εταιρεία Αθηροσκλήρωσης
288
Ελληνική Επιθεώρηση Αθηροσκλήρωσης 2(4)
ΑΑ52
ΚΟΙΝΩΝΙΚΟ-ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΟ ΕΠΙΠΕΔΟ ΚΑΙ ΔΙΑΤΡΟΦΙΚΕΣ ΣΥΝΗΘΕΙΕΣ:
ΕΠΙΔΗΜΙΟΛΟΓΙΚΗ ΜΕΛΕΤΗ MEDIS
Μ.Χ. Πολυχρονοπούλου, Χ. Πρέκας, Κ.Δ. Μπαλαφούτη, Ο. Βλασερού, Ι. Τσιλιγιάννη,
Α. Ζεϊμπέκης, Ε. Γκότσης, Χ. Λιονής, Ε. Πολυχρονόπουλος, Δ. Παναγιωτάκος
Τμήμα Διαιτολογίας-Διατροφής, Χαροκόπειο Πανεπιστήμιο Αθηνών, Αθήνα
Εισαγωγή-Σκοπός: Σκοπός της παρούσας εργασίας ήταν να
αξιολογήσει την ύπαρξη συσχέτισης μεταξύ του κοινωνικοοικονομικού επιπέδου (ΚΟΕ) ηλικιωμένων ατόμων, που κατοικούν στα νησιά της Μεσογείου, και των αντίστοιχων διατροφικών συνηθειών που υιοθετούν. Υλικό-Μέθοδος: Κατά
τη διάρκεια των ετών 2005–2010, 979 ηλικιωμένοι άνδρες
και 980 ηλικιωμένες γυναίκες (μέση ηλικία 74,2±7,2 έτη) από
την Κύπρο, τη Μάλτα και 11 νησιά της Ελλάδας (Μυτιλήνη,
Σαμοθράκη, Κεφαλληνία, Λήμνος, Κρήτη, Κέρκυρα, Ζάκυνθος,
Σύρος, Νάξος, Ικαρία, Σαλαμίνα) συμμετείχαν στη μελέτη. Το
ΚΟΕ (προσδιοριζόμενο βάσει του μορφωτικού επιπέδου και
του εισοδήματος) διακρίθηκε σε χαμηλό, μεσαίο και υψηλό.
Οι διαιτητικές συνήθειες αξιολογήθηκαν μέσω συνοπτικού
ημι-ποσοτικοποιημένου ερωτηματολογίου διατροφής, ενώ
παράλληλα αξιολογήθηκαν βασικά δημογραφικά, συμπεριφοριστικά και βιο-κλινικά χαρακτηριστικά. Αποτελέσματα:
Το ΚΟΕ συσχετίζεται θετικά με τη συχνότητα κατανάλωσης
φρούτων (p=0,039), λαχανικών (p<0,0001), χορταρικών
(p=0,002), ψωμιού ολικής άλεσης (p<0,0001), γαλακτοκομι-
κών χαμηλών λιπαρών (p=0,003), αναψυκτικών χωρίς ζάχαρη
(p<0,0001), φυτικών στερολών (p=0,028), γλυκών (p<0,0001)
και καφέ τύπου nes café και φίλτρου (p<0,0001). Αντίθετα, το
ΚΟΕ συσχετίστηκε αρνητικά με τη συχνότητα κατανάλωσης
δημητριακών (p<0,0001) και ελαιολάδου (p=0,009). Το ΚΟΕ
των ατόμων δεν φάνηκε να συσχετίζεται με τις τιμές του δείκτη MedDietScore (p= 0,374) και το επίπεδο προσκόλλησης
στη Μεσογειακή δίαιτα (p=0,306). Επίσης, το ΚΟΕ των ατόμων συσχετίστηκε αρνητικά με την παρουσία παχυσαρκίας
(p=0,003), υπέρτασης (p=0,044), και υπερχοληστερολαιμίας
(p=0,003), σχέση που δεν ίσχυε για την παρουσία διαβήτη
(p=0,303). Συμπεράσματα: Σε ηλικιωμένα άτομα των νησιών της Μεσογείου τα κατώτερα κοινωνικο-οικονομικά στρώματα εμφανίζουν λιγότερο υγιεινές διατροφικές συμπεριφορές, και κατά συνέπεια μεγαλύτερη πιθανότητα εμφάνισης
διατροφικά σχετιζόμενων παραγόντων κινδύνου. Επομένως,
κρίνεται απαραίτητη η οργάνωση προγραμμάτων προαγωγής υγείας, που θα εστιάζουν πρωτίστως στα κατώτερα κοινωνικά στρώματα.
AΑ53
ΣΥΜΜΟΡΦΩΣΗ ΜΕ ΤΙΣ ΣΥΣΤΑΣΕΙΣ ΤΗΣ ΜΕΣΟΓΕΙΑΚΗΣ ΔΙΑΤΡΟΦΗΣ ΒΕΛΤΙΩΝΕΙ ΤΑ ΕΠΙΠΕΔΑ
ΠΡΩΤΕΪΝΩΝ ΤΟΥ ΟΡΟΥ ΣΕ ΥΓΙΗ ΠΛΗΘΥΣΜΟ
Β. Μπουντζιούκα,1 Α. Γιωτοπούλου,1 Ν. Βαλιάνου,2 Α. Ευαγγελόπουλος,1 Μ. Μπόνου,2
Ι. Μπαρμπετσέας,2 Π. Αυγερινός,2 E. Βογιατζάκης,2 Δ.Β. Παναγιωτάκος1
1
Τμήμα Επιστήμης Διαιτολογίας-Διατροφής, Χαροκόπειο Πανεπιστήμιο Αθηνών, Αθήνα
2
Γενικό Νοσοκομείο Αθηνών «Πολυκλινική», Αθήνα
Εισαγωγή-Σκοπός: Οι πρωτεΐνες του ορού αυξάνονται κατά τη διάρκεια φλεγμονής. Σκοπός ήταν να διερευνηθεί εάν
η Μεσογειακού τύπου διατροφή (ΜΔ) επηρεάζει τα επίπεδα
των πρωτεϊνών του ορού. Υλικό-Μέθοδος: Στη μελέτη συμμετείχαν εθελοντικά 490 υγιείς ενήλικες (46±16 years, 40%
άνδρες). Βιοχημικές αναλύσεις για τη μέτρηση αλβουμίνης
(S-Al), γλοβουλίνης (S-Gl), ολικών πρωτεϊνών (TP) και απτοσφαιρίνης (Hp) πραγματοποιήθηκαν έπειτα από 12ωρη νηστεία με τυποποιημένη διαδικασία. Ο δείκτης MedDietScore
(0–55) χρησιμοποιήθηκε για την αποτίμηση του βαθμού
συμμόρφωσης με τις συστάσεις της Μεσογειακής διατροφής. Πολυπαραγοντικά μοντέλα γραμμικής παλινδρόμησης
εφαρμόστηκαν για τη διερεύνηση της ερευνητικής υπόθεσης.
Αποτελέσματα: Αύξηση του MedDietScore κατά μία μονάδα,
οδηγεί σε μείωση κατά 1,61 mg/dL των επιπέδων Hp (τσ=0,76,
p=0,03), λαμβάνοντας υπόψη το φύλο, την ηλικία, τον Δείκτη
© 2011 Ελληνική Εταιρεία Αθηροσκλήρωσης
Μάζας Σώματος, τη φυσική δραστηριότητα και το κάπνισμα.
Αντίστοιχα, μείωση παρατηρήθηκε στα επίπεδα της S-Gl για
κάθε μονάδα αύξησης του MedDietScore (β±τσ: –0,01±0,004,
p=0,02), ενώ τα επίπεδα S-Al levels και ΤΡ δεν επηρεάστηκαν
(b±se: 0,006±0,003, p=0,06 και –0,004±0,005, p=0,43, αντίστοιχα), λαμβάνοντας υπόψη όλους τους προαναφερθέντες
παράγοντες. Από τα επιμέρους τρόφιμα που συνθέτουν τη
ΜΔ, η αυξημένη κατανάλωση (α) φρούτων και ψαριού, (β) μη
επεξεργασμένων δημητριακών και γ) λαχανικών και οσπρίων
μειώνουν τα επίπεδα των Hp, S-Gl και S-Al αντίστοιχα (όλες οι
τιμές p<0,05). Συμπεράσματα: Η Μεσογειακή διατροφή και τα
επιμέρους συστατικά της προάγουν τη μείωση των επιπέδων
των πρωτεϊνών του ορού, προστατεύοντας από την εμφάνιση
φλεγμονής και κατ’ επέκταση καρδιαγγειακών νοσημάτων. Η
μελέτη αυτή επιβεβαιώνει τον προστατευτικό χαρακτήρα της
ΜΔ, αναδεικνύοντας πρόσθετους μηχανισμούς δράσης.
Hellenic Journal of Atherosclerosis 2(4)
289
AΑ54
Η ΕΠΙΔΡΑΣΗ ΤΟΥ ΚΑΦΕ ΣΤΙΣ ΣΥΓΚΕΝΤΡΩΣΕΙΣ ΓΛΥΚΟΖΗΣ, ΣΤΗΝ ΑΡΤΗΡΙΑΚΗ ΠΙΕΣΗ
ΚΑΙ ΣΤΟΝ ΚΑΡΔΙΑΚΟ ΡΥΘΜΟ ΥΓΙΩΝ ΕΘΕΛΟΝΤΩΝ
A. Γαβριέλη, E. Καρφοπούλου, E. Φραγκοπούλου, M. Γιαννακούλια
Τμήμα Επιστήμης Διαιτολογίας-Διατροφής, Χαροκόπειο Πανεπιστήμιο Αθηνών, Αθήνα
Εισαγωγή-Σκοπός: Ο καφές είναι ένα από τα δημοφιλέστερα
ποτά στον κόσμο. Τα ερευνητικά δεδομένα, όμως, σχετικά με
την επίδρασή του στα μεταγευματικά επίπεδα γλυκόζης, καθώς και στην αρτηριακή πίεση είναι περιορισμένα ή/και αντικρουόμενα. Σκοπός της παρούσας μελέτης ήταν η διερεύνηση
της επίδρασης του καφέ στις συγκεντρώσεις γλυκόζης, στην
αρτηριακή πίεση και στον καρδιακό ρυθμό. Υλικό-Μέθοδος:
Εικοσιεννέα υγιείς άνδρες (ηλικία: 27,6±6,7 έτη, ΒΜΙ: 25,8±4,4
kg/m2) συμμετείχαν σε δύο δοκιμασίες μίας ημέρας με τυχαία
σειρά. Σε κάθε δοκιμασία οι εθελοντές λάμβαναν ένα τυποποιημένο πρωινό γεύμα μαζί με 200 mL είτε καφεϊνούχου καφέ (3
mg καφεΐνης/kg σωματικού βάρους) ή νερού. Σε διάστημα 3
ωρών και 15 min, εννέα δείγματα αίματος λήφθηκαν στη νηστεία και σε τακτά χρονικά διαστήματα μετά το πρωινό γεύμα.
Τα αίματα αναλύθηκαν για τις συγκεντρώσεις γλυκόζης. Η αρ-
τηριακή πίεση και ο καρδιακός ρυθμός μετρήθηκαν στην αρχή
και στο τέλος κάθε δοκιμασίας. Αποτελέσματα: Όσον αφορά
στις αλλαγές στις συγκεντρώσεις της γλυκόζης δεν βρέθηκε
σημαντική επίδραση της παρέμβασης. Ωστόσο, οι επιμέρους
αναλύσεις στις χρονικές στιγμές έδειξαν ότι οι μεταγευματικές
συγκεν τρώσεις της γλυκόζης μετά την κατανάλωση του καφεϊνούχου καφέ ήταν σημαντικά υψηλότερες στα 60 min σε σχέση
με τις αντίστοιχες μετά την κατανάλωση του νερού (p<0,003).
Όσον αφορά στην αρτηριακή πίεση, συστολική και διαστολική, καθώς και στον καρδιακό ρυθμό, δεν υπήρξε σημαντική
επίδραση της παρέμβασης. Συμπεράσματα: Ο καφεϊνούχος
καφές οδηγεί σε υψηλότερες μεταγευματικές συγκεντρώσεις
γλυκόζης μία ώρα μετά την κατανάλωσή του σε σχέση με την
κατανάλωση νερού, ενώ δεν έχει επίδραση στις τιμές της αρτηριακής πίεσης 3 ώρες μετά την κατανάλωσή του.
AΑ55
ΤΟ ΠΡΟΤΥΠΟ ΤΗΣ ΚΑΤΑΝΑΛΩΣΗΣ ΑΛΚΟΟΛ ΚΑΙ ΑΝΟΣΟΛΟΓΙΚΟΙ ΔΕΙΚΤΕΣ ΣΕ ΥΓΙΗ ΠΛΗΘΥΣΜΟ
Β. Μπουντζιούκα,1 A. Ευαγγελόπουλος,1 E. Βογιατζάκης,2 M. Μπόνου,2 N. Βαλιάνου,2
Χ. Κατσαγώνη,1 Π. Αυγερινός,2 Ι. Μπαρμπετσέας,2 Δ.Β. Παναγιωτάκος1
1
Τμήμα Επιστήμης Διαιτολογίας-Διατροφής, Χαροκόπειο Πανεπιστήμιο Αθηνών, Αθήνα
2
Γενικό Νοσοκομείο Αθηνών «Πολυκλινική», Αθήνα
Εισαγωγή-Σκοπός: Σκοπός της μελέτης ήταν η αποτίμηση
της σχέσης μεταξύ των διατροφικών προτύπων και των ανοσολογικών βιοχημικών δεικτών. Υλικό-Μέθοδος: Στη μελέτη
συμμετείχαν εθελοντικά 490 υγιείς ενήλικες (46±16 years, 40%
άνδρες). Βιοχημικές αναλύσεις για τη μέτρηση των ερυθροκυττάρων (RBC, 10^6/μL), αιμοσφαιρίνης (Hb, g/dL), λευκών κυττάρων (WBC, 10^3/μL), Ουδετερόφιλων κυττάρων (10^3/μL),
Λεμφοκυττάρων (10^3/μL) και Μονοκυττάρων (10^3/μL), πραγματοποιήθηκαν έπειτα από 12ωρη νηστεία, ακολουθώντας καθιερωμένη διαδικασία. Ανθρωπομετρικά, διατροφικά χαρακτηριστικά και ο τρόπος ζωής λήφθηκαν υπόψη ως πιθανοί συγχυτικοί παράγοντες. Τα διατροφικά πρότυπα ανιχνεύθηκαν μέσω
της Ανάλυσης σε Κύριες Συνιστώσες (ΑΚΣ). Αποτελέσματα: Η
ΑΚΣ ανάδειξε τέσσερα σημαντικά διατροφικά πρότυπα, ερμηνεύοντας το 35% της μεταβλητότητας της διατροφικής πληροφορίας («Δυτικού τύπου», «Μεσογειακού τύπου», «Χαμηλά
λιπαρά» και «Αλκοολούχα ποτά»). Από αυτά, το πρότυπο
«Αλκοολούχα ποτά» συσχετίστηκε με όλους σχεδόν τους δείκτες. Ειδικότερα, προσκόλληση σε αυτό το πρότυπο οδηγεί
σε μείωση των επιπέδων RBC (β±τσ: –0,05±0,02, p=0,015), Hb
(β±τσ: –0,09±0,05, p=0,046), WBC (β±τσ: –0,15±0,07, p=0,046),
Ουδετερόφιλων (β±τσ: –0,14±0,06, p=0,017) και Μονοκυττάρων
(β±τσ: –0,02±0,006, p=0,008), λαμβάνοντας υπόψη το φύλο,
την ηλικία, το Δείκτη Μάζας Σώματος, τη φυσική δραστηριότητα και το κάπνισμα. Αναφορικά με τα υπόλοιπα πρότυπα, αυτό
της «Μεσογειακής διατροφής» φαίνεται να συσχετίζεται θετικά
με τα επίπεδα των WBC και Λεμφοκυττάρων (β±τσ: 0,17±0,08,
p=0,029; β±τσ: 0,07±0,03, p=0,014, αντίστοιχα). Συμπέρασμα:
Αυξημένη κατανάλωση αλκοολούχων ποτών φαίνεται να μειώνει τα επίπεδα των ανοσολογικών δεικτών, αυξάνοντας την
ευαισθησία του οργανισμού σε φλεγμονή. Αντίθετα, ο προστατευτικός ρόλος της Μεσογειακής διατροφής στην επιβράδυνση
της φλεγμονής ενισχύεται με την αύξηση των επιπέδων WBC
και λεμφοκυττάρων.
© 2011 Ελληνική Εταιρεία Αθηροσκλήρωσης
290
Ελληνική Επιθεώρηση Αθηροσκλήρωσης 2(4)
ΑΑ56
Η ΕΠΙΔΡΑΣΗ ΤΟΥ ΜΕΤΑΒΟΛΙΚΟΥ ΣΥΝΔΡΟΜΟΥ ΣΤΗΝ ΠΡΟΣΤΑΤΕΥΤΙΚΗ ΣΧΕΣΗ
ΤΗΣ ΜΕΣΟΓΕΙΑΚΗΣ ΔΙΑΤΡΟΦΗΣ ΜΕ ΤΟΝ ΚΟΛΟΟΡΘΙΚΟ ΚΑΡΚΙΝΟ:
ΑΠΟΤΕΛΕΣΜΑΤΑ ΕΛΛΗΝΙΚΗΣ ΜΕΛΕΤΗΣ ΑΣΘΕΝΩΝ–ΜΑΡΤΥΡΩΝ
A.Ν. Κόντου,1,2 Θ. Ψαλτοπούλου,3 Ε. Πολυχρονόπουλος,2 Ν. Σούπος,3 Δ. Ξυνόπουλος,2
Δ. Δημητρουλόπουλος,2 Σ. Μπασιούκας,2 Α. Αρδαβάνης,2 Α. Ντόκου,2 Δ. Τρυφωνόπουλος,2
Α. Λινού,3 Δ.Β. Παναγιωτάκος1
1
Τμήμα Επιστήμης Διαιτολογίας-Διατροφής, Χαροκόπειο Πανεπιστήμιο Αθηνών, 2ΑΟΝΑ «Ο Άγιος Σάββας», Αθήνα
3
Ιατρική Σχολή, Πανεπιστήμιο Αθηνών, Αθήνα
Εισαγωγή – σκοπός: Η Μεσογειακή διατροφή έχει βρεθεί να
προστατεύει από την εμφάνιση κολοορθικού καρκίνου. Τα
τελευταία χρόνια το μεταβολικό σύνδρομο φαίνεται να σχετίζεται με την εμφάνιση κολοορθικού καρκίνου, και πλέον
συγκαταλέγεται μέσα στους παράγοντες κινδύνου. Σκοπός
της παρούσας μελέτης ήταν η διερεύνηση της επίδρασης
του μεταβολικού συνδρόμου στην προστατευτική σχέση της
Μεσογειακής διατροφής στον κολοορθικό καρκίνο. ΥλικόΜέθοδος: Πρόκειται για μελέτη ασθενών-μαρτύρων. Από τον
Δεκέμβριο 2009, έως τον Δεκέμβριο 2010 συλλέχθηκαν επιδημιολογικά στοιχεία για 250 ασθενείς με πρωτοπαθές κολοορθικό καρκίνο και 250 υγιείς, εξομοιωμένους ως προς το φύλο
και την ηλικία. Η αποτίμηση της υιοθέτησης της μεσογειακής
διατροφής έγινε με τη χρήση του modified-MedDietScore
(θεωρητικό εύρος 0–75), δείκτης ο οποίος ελέγχθηκε για την
αξιοπιστία του στον κολοορθικό καρκίνο. Για τον χαρακτηρι-
σμό της ύπαρξης μεταβολικού συνδρόμου χρησιμοποιήθηκαν
τα NCEP ATPIII κριτήρια. Αποτελέσματα: Η πολυπαραγοντική
ανάλυση έδειξε ότι η Μεσογειακή διατροφή δρα προστατευτικά έναντι του κολοορθικού καρκίνου τόσο σε άτομα χωρίς
μεταβολικό σύνδρομο (ΣΛ=0,89, 95%CI 0,85, 0,94), όσο και
σε αυτούς που εμφανίζουν μεταβολικό σύνδρομο (ΣΛ=0,84,
95%CI 0,76, 0,93). Μάλιστα, στη δεύτερη αυτή ομάδα υψηλού
κινδύνου, κανένας από τους γνωστούς παράγοντες κινδύνου,
δηλαδή το κάπνισμα και το κληρονομικό ιστορικό δεν βρέθηκε να έχει στατιστική συσχέτιση με τις μορφές αυτές καρκίνου. Συμπεράσματα: Η Μεσογειακή διατροφή έχει ισχυρά
προστατευτική επίδραση έναντι του κολοορθικού καρκίνου
ακόμα και σε ομάδες υψηλού κινδύνου, όπως είναι τα άτομα
με μεταβολικό σύνδρομο. Συνεπώς η προαγωγή της μπορεί
να αποτελέσει ένα αποτελεσματικό μέτρο μείωσης του επιπολασμού του κολοορθικού καρκίνου.
AΑ57
Η ΠΡΟΣΘΗΚΗ ΤΩΝ ΑΦΕΨΗΜΑΤΩΝ (ΚΑΦΕ ΚΑΙ ΤΣΑΓΙΟΥ) ΣΤΙΣ ΣΥΝΙΣΤΩΣΕΣ ΤΟΥ MedDietScore
ΒΕΛΤΙΩΝΕΙ ΤΗ ΔΙΑΓΝΩΣΤΙΚΗ ΑΞΙΑ ΤΟΥ ΓΙΑ ΤΑ ΚΑΡΔΙΑΓΓΕΙΑΚΑ ΝΟΣΗΜΑΤΑ
Π. Τριχιά Ε,1 Χ.Μ. Καστορίνη,1,2 Χ. Μηλιώνης,2 Δ. Κάντας,2 Α. Ιωαννίδη,1 Π. Σάββαρη,4
Β. Νικολάου,3 Κ. Βέμμος,4 Ι. Γουδέβενος,2 Δ.Β. Παναγιωτάκος1
1
Τμήμα Επιστήμης Διαιτολογίας-Διατροφής, Χαροκόπειο Πανεπιστήμιο, Αθήνα, 2Ιατρική Σχολή, Πανεπιστήμιο Ιωαννίνων, Ιωάννινα,
3
Καρδιολογική Κλινική, Γενικό Νοσοκομείο «Κοργιαλένειο-Μπενάκειο-Ελληνικός Ερυθρός Σταυρός (ΕΕΣ)», 4Μονάδα Αγγειακών
Εγκεφαλικών Επεισοδίων, Θεραπευτική Κλινική Πανεπιστημίου Αθηνών, Γενικό Νοσοκομείο «Αλεξάνδρα», Αθήνα
Εισαγωγή-Σκοπός: Η κατανάλωση καφέ και τσαγιού αφενός
συσχετίζεται με την ανάπτυξη οξέος στεφανιαίου συνδρόμου,
αφετέρου με τον βαθμό υιοθέτησης της Μεσογειακής διατροφής. Σκοπός της παρούσας εργασίας είναι να διερευνηθεί αν
η ευαισθησία και η ειδικότητα του MedDietScore, αναφορικά
με το οξύ στεφανιαίο σύνδρομο, μπορούν να βελτιωθούν με
την προσθήκη στις συνιστώσες του των αφεψημάτων αυτών.
Υλικό-Μέθοδος: Η μελέτη αυτή αποτελεί μία αναδρομική
μελέτη ασθενών-μαρτύρων. Κατά την περίοδο 2009–2010,
εντάχθηκαν στην μελέτη 1000 άτομα, από τα οποία τα 500
ήταν υγιείς, τα 250 ασθενείς με οξύ στεφανιαίο σύνδρομο και
τα υπόλοιπα 250 ασθενείς με αγγειακό εγκεφαλικό επεισόδιο.
Οι υγιείς εξομοιώθηκαν με τους ασθενείς ως προς την ηλικία
και το φύλο. Για την αποτίμηση κοινωνικο-δημογραφικών, κλινικών, ψυχολογικών, διατροφικών χαρακτηριστικών και χαρακτηριστικών του τρόπου ζωής χρησιμοποιήθηκε ειδικό ερωτηματολόγιο. Αποτελέσματα: Αφού λήφθηκαν υπόψη πιθα© 2011 Ελληνική Εταιρεία Αθηροσκλήρωσης
νοί συγχυτικοί παράγοντες, βρέθηκε ότι αύξηση κατά μία μονάδα στην κλίμακα των MedDietScore, MedDietScore-coffee,
MedDietScore-tea και MedDietScore-beverages συνεπάγεται
μείωση της πιθανότητας ανάπτυξης οξέος στεφανιαίου συνδρόμου κατά 7% (95% ΔΕ: 0,89–0,97), 8% (95% ΔΕ: 0,88–0,96),
7% (95% ΔΕ: 0,88–0,97) και 8% (95% ΔΕ: 0,88–0,96) αντίστοιχα.
Τέλος, για όλους τους δείκτες MedDietScore προέκυψαν ικανοποιητικοί συνδυασμοί ευαισθησίας-ειδικότητας (εμβαδόν
κάτω από την καμπύλη>0,5–p<0,001) με τον MedDietScorebeverages να εμφανίζει το μεγαλύτερο εμβαδόν, οπότε και
τους καλύτερους συνδυασμούς ευαισθησίας-ειδικότητας
(p<0,001). Συμπεράσματα: Ο κλασικός διατροφικός δείκτης
MedDietScore μπορεί να βελτιωθεί με την προσθήκη των
αφεψημάτων στις συνιστώσες του, οπότε μπορεί να κατασκευαστεί ο σύνθετος MedDietScore-beverages διατροφικός
δείκτης και να εντοπίζει με μεγαλύτερη ακρίβεια τα άτομα σε
αυξημένο κίνδυνο ανάπτυξης οξέος στεφανιαίου συνδρόμου.
Hellenic Journal of Atherosclerosis 2(4)
291
ΑΑ58
REPRODUCIBILITY OF NON-DIPPING STATUS IN ACUTE ISCHEMIC STROKE PATIENTS
V. Kotsis, L. Gamvrili, S. Papakatsika, G. Karafilis, S. Goulopoulou, M. Sion
Hypertension-24 h ABPM Center, Papageorgiou Hospital, Aristotle University of Thessaloniki, Greece
Objectives: To study nocturnal blood pressure fall in acute
ischemic stroke (AISTR) patients. Patients-Methods: 85
consecutive patients who hospitalized for AISTR were
examined. 24 h blood pressure monitoring was performed
for the first 3 days after admission at the hospital. Patients
were diagnosed for AISTR from their onset of symptoms
during the last 24 h and the diagnosis was confirmed with
CT or MRI. Patients were classified as risers if their night-time
SBP was higher than daytime SBP, dippers if the difference
of daytime and night-time SBP was higher than the 10% of
the daytime SBP and lower than 20%, extreme dippers if the
difference of daytime SBP and night-time was higher than the
20% of daytime values and finally non-dippers if difference
of daytime minus night-time was lower than the 10% of the
daytime SBP. Daytime to night-time SBP was also calculated
during each day of blood pressure monitoring. Night-time
was defined as the time from midnight to 6:00 and daytime
from 8:00 to 22:00 hours. Results: Average clinic systolic
BP during the three days was found 145.4±23.6 mmHg and
diastolic BP 81.5±13.1 mmHg. Average 24h systolic BP during
the three days was found 142.2±22.1 mmHg and 24h diastolic
BP 78.0±10.5 mmHg. No statistical significant differences were
not found in day to night-time SBP ratio (1.026±0.083 for day 1,
1.029±0.07 for day two and 1.034±0.086). Conclusions: Patient
with acute ischemic stroke have an impaired but reproducible
nocturnal circadian rhythm.
ΑΑ59
ΕΠΙΔΡΑΣΗ ΤΩΝ ΒΑΣΙΚΩΝ ΚΑΤΗΓΟΡΙΩΝ ΑΝΤΙΥΠΕΡΤΑΣΙΚΩΝ ΦΑΡΜΑΚΩΝ ΣΤΟ ΛΙΠΙΔΑΙΜΙΚΟ ΠΡΟΦΙΛ
Κ. Τζιόμαλος, Μ. Μπαλτατζή, Α. Παυλίδης, Κ. Κουλούσιος, Β. Δούρλιου, Α. Χατζόπουλος,
Β. Μπουγάτσα, Λ. Κιρκινέσκα, Α. Μύρου, Χ. Σαββόπουλος, Α.Ι. Χατζητόλιος
Α' Προπαιδευτική Παθολογική Κλινική, Ιατρικής Σχολής Αριστοτελείου Παν/μίου Θεσσαλονίκης, Νοσοκομείο ΑΧΕΠA, Θεσσαλονίκη
Εισαγωγή-Σκοπός: Υπάρχουν λίγες μόνο μελέτες που συνέκριναν την επίδραση των νεότερων β-αποκλειστών, των
χαμηλών δόσεων θειαζιδικών διουρητικών και των άλλων
κατηγοριών αντιυπερτασικών φαρμάκων στο λιπιδαιμικό
προφίλ. Σκοπός της παρούσας μελέτης ήταν η σύγκριση της
επίδρασης των βασικών κατηγοριών αντιυπερτασικών φαρμάκων στο λιπιδαιμικό προφίλ. Yλικό-Μέθοδος: Αναλύθηκε
η πιο πρόσφατη επίσκεψη στο υπερτασιολογικό ιατρείο της
κλινικής μας 1810 υπερτασικών ασθενών (40,4% άνδρες, μέση
ηλικία 56,5±13,5 έτη). Αποτελέσματα: Το 28,6% των ασθενών
(n=518) λάμβαναν μόνο ένα αντιυπερτασικό φάρμακο [διουρητικό (n=75), β-αποκλειστή (n=77), ανταγωνιστή διαύλων
ασβεστίου (n=152), αναστολέα του μετατρεπτικού ενζύμου της
αγγειοτενσίνης (αΜΕΑ, n=165) ή ανταγωνιστή των υποδοχέων
της αγγειοτενσίνης (ΑΤ-1, n=49)]. Σε αυτούς τους 518 ασθενείς,
τα επίπεδα LDL και HDL χοληστερόλης δεν διέφεραν μεταξύ
των κατηγοριών των αντιυπερτασικών φαρμάκων (p=0,120
και p=0,297 αντίστοιχα) ενώ τα επίπεδα των τριγλυκεριδίων
διέφεραν σημαντικά (153±75, 151±99, 159±77, 159±94 και
101±28 mg/dL αντίστοιχα, p<0,05). Στις post-hoc δοκιμασίες,
τα επίπεδα τριγλυκεριδίων ήταν χαμηλότερα στους ασθενείς
που λάμβαναν ΑΤ-1 σε σύγκριση με τους ασθενείς που λάμβαναν ανταγωνιστή διαύλων ασβεστίου ή αΜΕΑ (p<0,05 και για
τις δύο συγκρίσεις). Συμπεράσματα: Οι βασικές κατηγορίες
των αντιυπερτασικών φαρμάκων φαίνεται να έχουν παρόμοια
επίδραση στα επίπεδα LDL και HDL χοληστερόλης. Η χρήση
των νεότερων β-αποκλειστών και χαμηλών δόσεων θειαζιδικών διουρητικών φαίνεται ότι δεν συνοδεύεται από δυσμενή
επίδραση στο λιπιδαιμικό προφίλ. Απαιτούνται προοπτικές
μελέτες για να διευκρινιστεί αν οι ΑΤ-1 ασκούν ευνοϊκότερη
επίδραση στα επίπεδα των τριγλυκεριδίων σε σύγκριση με
τους ανταγωνιστές διαύλων ασβεστίου και τους αΜΕΑ ή αν
αυτή η διαφορά οφείλεται στον σχεδιασμό της παρούσας μελέτης (χρονικής στιγμής).
© 2011 Ελληνική Εταιρεία Αθηροσκλήρωσης
292
Ελληνική Επιθεώρηση Αθηροσκλήρωσης 2(4)
ΑΑ60
ΠΙΛΟΤΙΚΗ ΜΕΛΕΤΗ ΚΛΙΝΙΚΟΥ ΦΑΙΝΟΤΥΠΟΥ ΠΑΙΔΙΩΝ ΦΟΡΕΩΝ ΔΥΟ ΔΙΑΦΟΡΕΤΙΚΩΝ
ΜΕΤΑΛΛΑΞΕΩΝ ΤΑΞΗΣ ΙΙ ΟΙΚΟΓΕΝΟΥΣ ΥΠΕΡΧΟΛΗΣΤΕΡΟΛΑΙΜΙΑΣ ΣΤΗΝ ΕΛΛΑΔΑ
Α. Σκούμα,1 Κ. Σταματελόπουλος,2 Β. Μολλάκη,1 Π. Πρόγιας,1 Χ. Παπαμιχαήλ,2 Ε. Δρογκάρη1
1
Εργαστήριο Μεταβολικών Νοσημάτων, Α΄ Παιδιατρική Κλινική, Πανεπιστημίου Αθηνών, Χωρέμειο Ερευνητικό Εργαστήριο,
Νοσοκομείο Παίδων «Αγία Σοφία», Αθήνα
2
Αγγειολογικό Εργαστήριο, Θεραπευτικής Κλινικής του Πανεπιστημίου Αθηνών, Νοσοκομείο «Αλεξάνδρα», Αθήνα
Εισαγωγή-Σκοπός: Η Οικογενής Υπερχοληστερολαιμία είναι
κληρονομική διαταραχή του μεταβολισμού της Χοληστερόλης
και οδηγεί σε πρώιμη αθηρωμάτωση. Σύγκριση των δεικτών
πρώιμης αθηροσκλήρωσης παιδιών φορέων δύο πιο συχνών
τάξης ΙΙ μεταλλάξεων Οικογενούς Υπερχληστερολαιμίας στην
Ελλάδα. Υλικό-Μέθοδος: Μελετήσαμε 180 παιδιά (6–14
ετών) με ετερόζυγο Οικογενή Υπερχοληστερολαιμία, ασθενείς του Λιπιδαιμικού Ιατρείου της Α΄ Παιδιατρικής Κλινικής
του Πανεπιστημίου Αθηνών στο Νοσοκομείο Παίδων Αγία
Σοφία. Όλα είναι φορείς των μεταλλάξεων 1646G>A (Genoa,
n=60) και 858C>A (Greece 2, n=52) και είχαν αποκλεισθεί δευτερογενείς παράγοντες υπερλιπιδιαμίας. Σε 112 παιδιά έγινε
υπερηχογραφική μελέτη του πάχους του έσω-μέσου χιτώνα
(IMT) του ενδοθηλίου των καρωτίδων, μηριαίων και της κοιλιακής αορτής και της μεταβολής της ροής του αίματος μετά
από ίσχαιμο περίδεση (FMD) της δεξιάς βραχιονίου αρτηρίας.
Αποτελέσματα: Η μέση τιμή της Χοληστερόλης και της LDL
ήταν στατιστικά μεγαλύτερες (p<0,001) στα παιδιά της μετάλλαξης Genoa. H μέση τιμή όμως της FMD στα παιδιά της
Greece 2 ήταν στατιστικά μικρότερη αυτής των παιδιών της
Genoa (5,2±2,7% και 6,7±3,3% αντίστοιχα) (p<0,049). Δεν βρέθηκε στατιστικά σημαντική διαφορά στην IMT της αορτής,
των καρωτίδων και των μηριαίων μεταξύ των δύο ομάδων. Σε
αντίθεση με τα νεότερα παιδιά (<10 ετών), στην ηλικιακή ομάδα 10–14 ετών, τα παιδιά της Greece 2 είχαν χειρότερη FMD και
IMT από την ομάδα Genoa (p=0,033 και p=0,039 αντίστοιχα).
Συμπέρασμα: Τα παιδιά φορείς της Greece 2 μετάλλαξης παρουσιάζουν χειρότερους δείκτες πρώιμης αθηροσκλήρωσης
παρά τις χαμηλότερες τιμές λιπιδίων. Άλλοι επιπλέον γενετικοί
και περιβαλλοντικοί παράγοντες πρέπει να μελετηθούν.
ΑΑ61
ΠΑΡΑΓΟΝΤΕΣ ΚΙΝΔΥΝΟΥ ΤΗΣ ΑΘΗΡΩΜΑΤΙΚΗΣ ΝΟΣΟΥ
Μ. Χανιά
Γενικό Νοσοκομείο Σπάρτης, Σπάρτη
Η καρδιαγγειακή νόσος είναι η κύρια αιτία θανάτου των ατόμων με σακχαρώδη διαβήτη. Η αυξημένη αρτηριακή σκλήρυνση μπορεί να συνδέει τον σακχαρώδη διαβήτη με τον αυξημένο
καρδιαγγειακό κίνδυνο, λόγω του υψηλού κινδύνου νοσηρότητας και θνητότητας που τη συνοδεύουν. Η εργαστηριακή αξιολόγηση της πρώιμης αθηρωμάτωσης μπορεί να συντελεστεί με
τη μέτρηση της hsCRP, της μικρολευκωματινουρίας, οι οποίες
αποτελούν έναν προγνωστικό δείκτη κινδύνου για καρδιαγγειακή νόσο. Οι άνθρωποι με χαμηλά επίπεδα CRP μπορεί να πάθουν αθηροσκλήρωση με βραδύτερο ρυθμό από ό, τι άτομα με
υψηλά επίπεδα CRP και η έρευνα βρίσκεται σε εξέλιξη για να δι-
© 2011 Ελληνική Εταιρεία Αθηροσκλήρωσης
απιστωθεί εάν μείωση της φλεγμονής και τη μείωση των επιπέδων της CRP μπορεί επίσης να μειώσει τον κίνδυνο της αθηροσκλήρωσης. Επίσης σημαντικό ρόλο στην εν λόγω αξιολόγηση
αποτελούν αναίμακτες και με καλή επαναληψιμότητα μέθοδοι
όπως είναι η μέτρηση της ταχύτητας με την οποία διατρέχει
το σφυγμικό κύμα το αρτηριακό δένδρο (Pulse Wave Velocity)
καθώς και η εκτίμηση του πάχους του έσω μέσου χιτώνα των
καρωτίδων αρτηριών (Intima Media Thickness) και του σφυροβραχιόνιου δείκτη (ΣΒΔ). Σημαντική καθίσταται η ατομική πολυπαραγοντική αξιολόγηση του στεφανιαίου και ευρύτερα του
καρδιαγγειακού κινδύνου κάθε ασθενούς με ΣΔ.
Hellenic Journal of Atherosclerosis 2(4)
293
ΑΑ62
ΜΕΛΕΤΗ ΤΟΥ ΟΙΚΟΓΕΝΕΙΑΚΟΥ/ΚΛΗΡΟΝΟΜΙΚΟΥ ΙΣΤΟΡΙΚΟΥ ΑΘΗΡΟΣΚΛΗΡΥΝΣΗΣ
ΣΕ ΑΘΗΡΩΜΑΤΙΚΟΥΣ ΑΣΘΕΝΕΙΣ
A.Δ. Κουμουτσέα,1 Σ. Χρυσανθόπουλος,2,3 Γ. Δρακίου,3 Σ. Κουρούκλης,3 K. Ξενάκης,3,4
Β. Γέρμαν,2 Ν. Χριστοδούλου,3 Α. Γαρδικιώτης,3 Κ. Λαζαρίδης,3,4 Β. Τσιλιγγίρης5
1
Α' Παθολογικό Τμήμα 401 ΓΣΝΑ, 2Α' Παθολογικό Τμήμα 417 ΝΙΜΤΣ, 3Καρδιολογικό Τμήμα 401 ΓΣΝΑ, 4Καρδιολογικό Τμήμα 417
ΝΙΜΤΣ, 5Αγγειοχειρουργικό Τμήμα 401 ΓΣΝΑ, Αθήνα
Εισαγωγή-Σκοπός: Είναι γενικότερα γνωστό ότι το οικογενειακό ιστορικό αθηροσκλήρυνσης αυξάνει τον κίνδυνο αθηρωματικής στεφανιαίας νόσου. Κατά συνέπεια η αξιολόγηση των
παραγόντων κινδύνου αθηρωματικών στεφανιαίων ασθενών
με οικογενειακό ιστορικό αθηροσκλήρυνσης θεωρείται ιδιαίτερα χρήσιμη αν όχι αναγκαία. Υλικό-Μέθοδος: Εξετάσθηκαν
στη διάρκεια περίπου τριετίας 175 ασθενείς που υποβλήθηκαν
σε στεφανιογραφία και ισάριθμοι (175) συγγενείς τους 1ου
βαθμού στους οποίους διενεργήθηκε triplex καρωτίδων. Από
αυτούς 54 είχαν 1 (ένα) συγγενή 1ου βαθμού με αθηροσκλήρυνση (ομάδα Χ), 33 είχαν >1 (περισσότερους από ένα) συγγενείς 1ου βαθμού με αθηροσκλήρυνση (ομάδα Υ) δηλαδή
απλό και πολλαπλό οικογενειακό ιστορικό αντιστοίχως και 88
ασθενείς δεν είχαν συγγενή 1ου βαθμού με αθηροσκλήρυνση
(ομάδα Ζ). Αποτελέσματα: Μεταξύ των ασθενών με απλό και
πολλαπλό οικογενειακό ιστορικό η συχνότητα αιμοδυναμικά
σημαντικών στεφανιαίων στενώσεων (≥70%) δεν διαπιστώθηκε αυξημένη σε σύγκριση με αυτή εκείνων των ασθενών με
ελεύθερο ιστορικό (≈60–62%, p:NS). Παρακάτω φαίνονται οι
διαφορές μεταξύ των προαναφερθέντων Χ, Υ, Ζ ομάδων:
Ομάδες
Χ
Υ
Ζ
P
1 συγγενής
>1 συγγενείς
0 συγγενείς
<
Καπνιστές
53%
54%
67%
0,003
Θήλυ Φύλο
36%
46%
26%
0,002
Συμπεράσματα: Αντίθετα από τα αναμενόμενα, με βάση τα
ευρήματα και τα αποτελέσματα της δικής μας μελέτης, η αθηρωματική στεφανιαία νόσος δεν αναδεικνύεται συχνότερη
στους ασθενείς με οικογενειακό ιστορικό αθηροσκλήρυνσης
απ’ όσο στους ασθενείς εκείνους με ελεύθερο οικογενειακό
ιστορικό.
ΑΑ63
Η ΕΠΙΔΡΑΣΗ ΤΗΣ ΑΤΟΡΒΑΣΤΑΤΙΝΗΣ ΣΤΗ ΔΙΑΣΤΟΛΙΚΗ ΛΕΙΤΟΥΡΓΙΑ ΑΣΘΕΝΩΝ ΜΕ ΗΠΙΟΥ
ΕΩΣ ΜΕΤΡΙΟΥ ΒΑΘΜΟΥ ΣΤΕΝΩΣΗ ΑΟΡΤΙΚΗΣ ΒΑΛΒΙΔΟΣ
Γ. Σπυρομήτρος,1 Χ. Πλιάκος,2 Α. Ζιάκας,3 Α. Λαζαρίδης2
1
Γενικό Νοσοκομείο Κατερίνης, Καρδιολογική Κλινική, Κατερίνη, 2ΑΧΕΠΑ, Α' Πανεπιστημιακή Παθολογική Κλινική, Θεσσαλονίκη
3
ΑΧΕΠΑ, Α' Πανεπιστημιακή Καρδιολογική Κλινική, Θεσσαλονίκη
Εισαγωγή-Σκοπός: Ο έλεγχος της εξέλιξης της διαστολικής
δυσλειτουργίας σε ασθενείς με ηπίου έως μετρίου βαθμού
ασβεστοποιό στένωση αορτικής βαλβίδος ένα έτος μετά από
συνεχή λήψη ατορβαστατίνης. Υλικό-Μέθοδος: Σε 27 ασθενείς με ηπίου έως μετρίου βαθμού ασβεστοποιό στένωση αορτικής βαλβίδος έγινε έλεγχος της διαστολικής λειτουργίας πριν
και ένα έτος μετά από χορήγηση ατορβαστατίνης. Η διαστολική λειτουργία των ασθενών ελέγχθηκε διά μέσω της διαμιτροειδικής ροής με το παλμικό Doppler, στο επίπεδο των πνευμονικών φλεβών και στο ύψος του μιτροειδικού δακτυλίου με
το ιστικό παλμικό Doppler TDI. 18 ασθενείς ήταν γυναίκες, 9
άνδρες και ο μέσος όρος ηλικίας ήταν 69 έτη. Αποτελέσματα:
Από τους 27 ασθενείς με ηπίου έως μετρίου βαθμού ασβεστοποιό στένωση αορτικής βαλβίδος προ της έναρξης αγωγής με
ατορβαστατίνη οι 21 (77,7%) είχαν διαστολική δυσλειτουργία
τύπου παρατεταμένης χάλασης (Ι), 2 (7,4 %) είχαν ψευδοφυ-
σιολογικό τύπο διαστολικής δυσλειτουργίας (ΙΙ) και 4 (14,8%)
είχαν φυσιολογική διαστολική λειτουργία. Ένα έτος μετά από
συνεχή αγωγή με ατορβαστατίνη 21 ασθενείς (77,7%) εμφάνισαν διαστολική δυσλειτουργία τύπου παρατεταμένης χάλασης, 4 ασθενείς (14,8%) παρουσίασαν ψευδοφυσιολογικό
τύπο διαστολικής δυσλειτουργίας και 2 ασθενείς (7,4%) είχαν
φυσιολογική διαστολική λειτουργία. Αξίζει να σημειωθεί ότι οι
ασθενείς με ψευδοφυσιολογικό τύπο διαστολικής δυσλειτουργίας προ της έναρξης αγωγής με ατορβαστατίνη βελτίωσαν τη
διαστολική τους λειτουργία σε τύπου παρατεταμένης χάλασης
ένα έτος μετά την αγωγή με ατορβαστατίνη. Συμπεράσματα:
Η ατορβαστατίνη φαίνεται να καθυστερεί την εξέλιξη της διαστολικής δυσλειτουργίας σε ασθενείς με ηπίου έως μετρίου
βαθμού ασβεστοποιό στένωση αορτικής βαλβίδος, ασκώντας
δε ευνοϊκή επίδραση σε αυτούς με διαστολική δυσλειτουργία
ψευδοφυσιολογικού τύπου κατά την έναρξη χορήγησης.
© 2011 Ελληνική Εταιρεία Αθηροσκλήρωσης
294
Ελληνική Επιθεώρηση Αθηροσκλήρωσης 2(4)
ΑΑ64
Η ΔΙΕΡΕΥΝΗΣΗ ΛΗΨΗΣ ΣΤΑΤΙΝΩΝ ΣΕ ΑΣΘΕΝΕΙΣ ΜΕ STEMI
ΠΟΥ ΠΡΟΣΕΡΧΟΝΤΑΙ ΣΕ ΓΕΝΙΚΟ ΕΠΑΡΧΙΑΚΟ ΝΟΣΟΚΟΜΕΙΟ
Ε.Δ. Ασβεστάς, Ι. Τσιρώνης, Σ. Σαραφίδου, Γ. Σπυρομήτρος1
Καρδιολογική Κλινική Γενικό Νοσοκομείο Κατερίνης, Κατερίνη
Εισαγωγή-Σκοπός: Το οξύ έμφραγμα μυοκαρδίου και κυρίως
το STEMI, αποτελεί μία απο τις κυριότερες αιτίες θανάτου, παρά τις συνεχείς θεραπευτικές εξελίξεις. Η χρήση της στατίνης,
αδιαμφισβήτητα έχει αποδείξει τη μείωση των καρδιαγγειακών
συμβαμάτων στα πλαίσια τόσο της πρωτογενούς όσο και της
δευτερογενούς πρόληψης, μέσω μηχανισμών της υποστροφής
της εξέλιξης της αθηρωματικής πλάκας, όπως και των πλειοτρόπων δράσεών της. Η στατιστική καταγραφή του ποσοστού
των ασθενών που προσήλθαν στο νοσοκομείο μας με STEMI και
προηγηθείσα χρήση στατινών. Υλικό-Μέθοδος: Μελετήθηκαν
51 ασθενείς που προσήλθαν στο ΤΕΠ του νοσοκομείου μας με
τη διάγνωση STEMI σε περίοδο 6 μηνών. Aπό τους 51 ασθενείς,
35 ήταν άνδρες (69%), 16 γυναίκες (31%). Ο μέσος όρος ηλικίας
ήταν 63,2 έτη Οι ασθενείς αυτοί ταξινομήθηκαν σε δύο ομάδες
με βάση την ηλικία, το φύλο, το ιστορικό ΣΝ και τη χρήση στατινών προ της εισαγωγής. Αποτελέσματα: Στατίνες ελάμβαναν
συνολικά 11 ασθενείς (21%), από τους οποίους 6 άντρες (55%)
και 5 γυναίκες (45%). Ο μέσος όρος ηλικίας ήταν 65,45 έτη, οι
5(45%) είχαν γνωστό ιστορικό ΣΝ, οι υπόλοιποι 6(55%) δυσλιπιδαιμία με ή χωρίς άλλους παράγοντες κινδύνου ΣΝ. 40 ασθενείς
(79%), 29 άντρες (72%) και 11 γυναίκες (28%), δεν ελάμβαναν
στατίνη, 2(5%) είχαν γνωστό ιστορικό ΣΝ, 25 δεν ελάμβαναν
καμία αγωγή (63%), 22 είχαν έναν ή περισσότερους παράγοντες
κινδύνου ΣΝ (55%). Συμπεράσματα: Το μεγαλύτερο ποσοστό
των ασθενών και ιδιαίτερα οι άντρες, που προσέρχονται στο
ΤΕΠ με STEMI δεν λαμβάνουν στατίνες. Η χρήση στατίνης στους
ασθενείς με STEMI παρατηρείται συχνότερα σε αυτούς που είχαν γνωστό ιστορικό στεφανιαίας νόσου.
ΑΑ65
Ο ΡΟΛΟΣ ΤΗΣ ΦΥΣΙΚΗΣ ΔΡΑΣΤΗΡΙΟΤΗΤΑΣ ΣΤΟΝ ΚΑΡΔΙΑΓΓΕΙΑΚΟ ΚΙΝΔΥΝΟ ΗΛΙΚΙΩΜΕΝΩΝ
ΚΑΤΟΙΚΩΝ ΝΗΣΩΝ ΤΗΣ ΜΕΣΟΓΕΙΟΥ: ΜΕΛΕΤΗ MEDIS
Γ. Χαρίσης, Δ. Παναγιωτάκος, Ε. Πολυχρονόπουλος, Α. Ζεϊμπέκης, Π. Στραβοπόδης, Ε. Γκότσης,
Β. Μπουντζιούκα, Σ. Τυροβολάς, Ι. Πρωτόπαπα, S. Piscopo, Χ. Λιονής, Α.-Λ. Ματάλα
Τμήμα Επιστήμης Διαιτολογίας-Διατροφής, Χαροκόπειο Πανεπιστήμιο, Αθήνα
Εισαγωγή-Σκοπός: Στο πλαίσιο της επιδημιολογικής μελέτης
MEDIS, εξετάστηκε εάν η φυσική δραστηριότητα των ηλικιωμένων της μελέτης συσχετίζεται με χαμηλότερο καρδιαγγειακό κίνδυνο. Υλικό-Μέθοδος: Κατά τη διάρκεια των ετών 2005–2009,
1812 άνδρες και γυναίκες, χωρίς ιστορικό χρόνιας νόσου, άνω των
65 ετών και μόνιμοι κάτοικοι νήσων της Μεσογείου συμμετείχαν
στη μελέτη (300 από την Κύπρο, 250 από την Μάλτα, 142 από τη
Μυτιλήνη, 100 από τη Σαμοθράκη, 150 από τη Λήμνο, 131 από
την Κρήτη, 149 από την Κέρκυρα, 115 από την Κεφαλονιά, 151
από τη Σύρο, 145 από τη Νάξο, 76 από την Ικαρία και 103 από τη
Ζάκυνθο). H σωματική δραστηριότητα αποτιμήθηκε μέσω ενός
διεθνούς ερωτηματολογίου φυσικής δραστηριότητας (IPAQ),
όπου αποτιμήθηκε το είδος, η συχνότητα (φορές/εβδομάδα) και
η διάρκεια (σε λεπτά) οποιουδήποτε τύπου σωματικής δραστη-
© 2011 Ελληνική Εταιρεία Αθηροσκλήρωσης
ριότητας. Ο καρδιαγγειακός κίνδυνος αξιολογήθηκε από την παρουσία ή όχι τεσσάρων κλασσικών παραγόντων: υπέρταση, διαβήτης, δυσλιπιδαιμία και παχυσαρκία. Αποτελέσματα: 45% των
συμμετεχόντων δήλωσε έστω και ελαφρά σωματικά δραστήριοι.
Η μέση τιμή του σκορ καρδιαγγειακού κινδύνου ήταν 1,47±1,07
στους άνδρες και 1,97±1,11 στις γυναίκες. Η πολυπαραγοντική
ανάλυση, σταθμισμένη ως προς διάφορους συγχυτικούς παράγοντες (ηλικία, φύλο, κοινωνικο-οικονομικό επίπεδο, κάπνισμα,
κατάθλιψη και διατροφικές συνήθειες), ανέδειξε την επιβαρυντική επίδραση της καθιστικής ζωής στον καρδιαγγειακό κίνδυνο
(p=0,015). Συμπέρασμα: Για την προαγωγή της υγείας και της
ποιότητας ζωής των ηλικιωμένων ατόμων θα πρέπει να δοθεί
ιδιαίτερη έμφαση στην υιοθέτηση ενός σωματικά δραστήριου
τρόπου ζωής.
Hellenic Journal of Atherosclerosis 2(4)
295
ΑΑ66
ΔΕΚΑΕΤΗΣ ΠΑΡΑΚΟΛΟΥΘΗΣΗ ΑΣΘΕΝΩΝ ΜΕ ΔΥΣΛΙΠΙΔΑΙΜΙΑ ΜΕ Ή ΧΩΡΙΣ ΣΤΕΦΑΝΙΑΙΑ ΝΟΣΟ
Ε. Τραϊκόγλου, Γ. Κολοβού, Σ. Νανάς, Μ. Γουρνή, Χ. Μαρβάκη, Α. Κοτανίδου
Μεταπτυχιακό πρόγραμμα σπουδών, Μονάδες Εντατικής θεραπείας και Επείγουσα Νοσηλευτική, Εθνικό και Καποδιστριακό
Πανεπιστήμιο Αθηνών, Ιατρική Σχολή σε σύμπραξη με το Τμήμα Νοσηλευτικής Α΄ ΤΕΙ Αθήνας, Αθήνα
Εισαγωγή-Σκοπός: Σκοπός της μελέτης ήταν η εκτίμηση του λιπιδαιμικού προφίλ, η επίπτωση των καρδιαγγειακά συμβαμάτων και
η επιβίωσης των ασθενών κατά τη διάρκεια δεκαετούς παρακολούθησης κατόπιν πρωτογενούς και δευτερογενούς αντιμετώπισης. Υλικό-Μέθοδος: Αναδρομική μελέτη όπου επιλέχθηκαν τυχαία 120 άτομα που προσήλθαν προς διερεύνηση στα Εξωτερικά
Ιατρεία Καρδιοχειρουργικού Νοσοκομείου της Αθήνας (χρονικό
διάστημα 1993–2003). Η συλλογή των δεδομένων πραγματοποιήθηκε από τους ατομικούς φακέλους και το νοσοκομειακό ηλεκτρονικό πληροφορικό σύστημα. Όλες οι ποσοτικές μεταβλητές
περιγράφονται ως μέσοι και τυπικές αποκλίσεις, ενώ οι ποιοτικές
μεταβλητές περιγράφονται ως απόλυτες και σχετικές (%) συχνότητες. Όλοι οι έλεγχοι ήταν αμφίπλευροι, σε επίπεδο στατιστικής
σημαντικότητας P<0,05. Χρησιμοποιήθηκε το στατιστικό πακέτο
Stata™ (Version 9.0, Stata Corporation, College Station, TX 77845,
USA). Αποτελέσματα: Παρατηρήθηκε ότι η μέση ηλικία του συνολικού δείγματος ήταν τα 56±12 έτη, με τους άνδρες να έχουν
μέση ηλικία τα 54±12 έτη, ενώ για τις γυναίκες ήταν τα 61±10 έτη.
Το 66,22% του δείγματος προσήλθε με οικογενειακό ιστορικό, το
49,49% με ΣΝ, το 43,9% ως καπνίζοντες, το 52,63% με ιστορικό
αρτηριακής υπέρτασης, το 21,43% με σακχαρώδη διαβήτη. Κατά
την πρώτη εξέταση, ιστορικό προηγούμενου ΟΕΜ είχε το 42,05%
του δείγματος, εκ των οποίων, το 19,1% είχε ήδη αντιμετωπιστεί
με PCI, το 4,88% είχε ιστορικό επαναστένωσης των αγγείων ενώ
το 19,88% είχε ήδη προχωρήσει σε CABG. Κατά τη διάρκεια της
10ετούς παρακολούθησης το 66,96% του δείγματος δεν εκδήλωσε
κανένα καρδιαγγειακό σύμβαμα (ΟΕΜ, ΑΕΕ, CABG, PCI) ενώ ένα
ποσοστό 1,79% κατέληξε. Τα αποτελέσματα της μελέτης έδειξαν
επιπρόσθετο όφελος στη θεραπεία με στατίνες καθώς το 56,25%
του δείγματος που ελάμβαναν στατίνες, παρουσίασαν μείωση TC
(p=0,005), μείωση των TG (p=0,028), μείωση της LDL (p=0,011).
Επίσης το δείγμα που ελάμβανε φιμπράτη παρουσίασε μείωση TC
με στατιστική σημαντικότητα (p=0,013). Σύμφωνα με τα δεδομένα
στο τέλος της μελέτης παρατηρήθηκε πως όσοι κατά την έναρξη
ήταν υπερτασικοί ασθενείς παρουσίασαν στο τέλος σημαντικά μεγαλύτερη επιβίωση-μη εκδήλωση καρδιαγγειακών εκδηλώσεων
από ότι οι μη υπερτασικοί (p=0,040) εφόσον ελέγχθηκε η υπέρταση. Επίσης παρατηρήθηκε πως στο ίδιο δείγμα οι ασθενείς που
ελάμβαναν ατορβαστατίνη παρουσίασαν σημαντικά μεγαλύτερη
επιβίωση από ότι εκείνοι που δεν ελάμβαναν το ίδιο φάρμακο
(p=0,022). Αντίθετα, δεν παρατηρήθηκαν στατιστικά σημαντικές
διαφορές ως προς την επιβίωση μεταξύ ανδρών-γυναικών, καπνιστών και μη κ.ο.κ. Συμπεράσματα: Η τροποποιημένη θεραπεία
αναλόγως του λιπιδαιμικού προφίλ περιλαμβάνει στατίνες ή φιμπράτες, για την αποτελεσματική μείωση της ολικής και της LDLχοληστερόλης και τη μείωση του κινδύνου καρδιαγγειακών συμβαμάτων. Η σύγχρονη αντιμετώπιση της αρτηριακής υπέρτασης
προσφέρει ευνοϊκά αποτελέσματα. Η πρωτογενής και δευτερογενής πρόληψη σύμφωνα με τεκμηριωμένη στρατηγική και κριτική
ανασκόπηση βοηθά ώστε να αναγνωρίζονται οι ομάδες υψηλού
κινδύνου και να μειώνεται τόσο η θνησιμότητα όσο και η θνητότητα από τα καρδιαγγειακά νοσήματα.
ΑΑ67
ΔΙΑΦΟΡΕΣ ΦΥΛΟΥ ΣΤΗΝ ΕΠΙΔΡΑΣΗ ΤΗΣ ΦΥΣΙΚΗΣ ΔΡΑΣΤΗΡΙΟΤΗΤΑΣ ΣΤΗ ΣΥΣΤΟΛΙΚΗ ΛΕΙΤΟΥΡΓΙΑ
ΤΗΣ ΑΡΙΣΤΕΡΗΣ ΚΟΙΛΙΑΣ ΣΕ ΗΛΙΚΙΩΜΕΝΟΥΣ ΑΣΘΕΝΕΙΣ ΜΕ ΟΞΥ ΣΤΕΦΑΝΙΑΙΟ ΣΥΝΔΡΟΜΟ
Π. Αγγελόπουλος,1 Χ. Χρυσοχόου,1 Δ. Παναγιωτάκος,2 Χ. Πίτσαβος,1 Κ. Λιόντου,1
Λ. Παπαδημητρίου,1 Μ. Βαβουρανάκης,1 Ε. Τσιάμης,1 Χ. Στεφανάδης1
1
Α' Πανεπιστημιακή Καρδιολογική Κλινική, ΓΝΑ «Ιπποκράτειο», 2Τμήμα Διαιτολογίας-Διατροφής, Χαροκόπειο Πανεπιστήμιο, Αθήνα
Εισαγωγή : Η τακτική φυσική δραστηριότητα έχει συσχετιστεί με
μειωμένη σοβαρότητα του οξέος στεφανιαίου συνδρόμου, μειωμένη ενδονοσοκομειακή θνησιμότητα και βελτιωμένη πρώιμη
πρόγνωση. Σκοπός της μελέτης είναι η εκτίμηση της σχέσης μεταξύ του επιπέδου φυσικής δραστηριότητας, της ανάπτυξης συστολικής δυσλειτουργίας της αριστερής κοιλίας (ΣΔΑΚ) ανάλογα με το
φύλο, σε ηλικιωμένους ασθενείς που υπέστησαν ένα οξύ στεφανιαίο σύνδρομο (ΟΣΣ) και της φλεγμονής. Υλικό-Μέθοδος: Κατά
τη διάρκεια των ετών 2006–2009, 492 συνεχόμενοι ηλικιωμένοι
ασθενείς (≥65 ετών) με ένα ΟΣΣ εισήχθησαν στη μελέτη. Τα μοντέλα λογαριθμιστικής παλινδρόμησης εφαρμόστηκαν προκειμένου
να εκτιμηθεί η επίδραση του επιπέδου φυσικής δραστηριότητας
στην ανάπτυξη συστολικής δυσλειτουργίας της αριστερής κοιλίας, όπως αυτή εκτιμήθηκε με υπερηχοκαρδιογράφημα την 5η
ημέρα της νοσηλείας και στην φλεγμονώδη απάντηση κατά την
εισαγωγή. Αποτελέσματα: Η έλλειψη φυσικής δραστηριότητας
είχε μεγαλύτερη επίπτωση στις γυναίκες που ανάπτυξαν ΣΔΑΚ συγκριτικά με τις υπόλοιπες γυναίκες που διατήρησαν τη συστολική
λειτουργία (46% έναντι 20%, p=0,02). Υπήρχε μια σημαντική θετική συσχέτιση μεταξύ του επιπέδου φυσικής δραστηριότητας και
του κλάσματος εξώθησης στις γυναίκες (p=0,03) αλλά όχι στους
άνδρες (p=0,15). Η πολυπαραγοντική λογαριθμιστική ανάλυση
έδειξε ότι οι γυναίκες που ήταν φυσικά δραστήριες είχαν 76% χαμηλότερες πιθανότητες (95% CI 1–94%) να αναπτύξουν συστολική
δυσλειτουργία συγκριτικά με όσες διήγαν καθιστική ζωή. Επιπλέον,
η φυσική δραστηριότητα συσχετιζόταν αντίστροφα με τα επίπεδα της C-αντιδρώσας πρωτεΐνης και στα δύο φύλα (p<0,05).
Συμπέρασμα: Η μακροχρόνια υιοθέτηση ενός φυσικά δραστήριου τρόπου ζωής φαίνεται να συνεισφέρει περαιτέρω καρδιοπροστασία μειώνοντας τη φλεγμονώδη απάντηση και διατηρώντας τη
συστολική λειτουργία της αριστερής κοιλίας σε ηλικιωμένες γυναίκες με ΟΣΣ αλλά όχι και στους αντίστοιχους άνδρες.
© 2011 Ελληνική Εταιρεία Αθηροσκλήρωσης
296
Ελληνική Επιθεώρηση Αθηροσκλήρωσης 2(4)
ΑΑ68
ΜΕΛΕΤΗ ΤΗΣ ΣΥΣΧΕΤΙΣΗΣ ΤΩΝ ΕΠΙΠΕΔΩΝ ΤΟΥ ΟΥΡΙΚΟΥ ΟΞΕΟΣ (UA) ΣΤΟΝ ΟΡΟ ΜΕ ΤΟ ΛΕΙΤΟΥΡΓΙΚΟ
ΣΤΑΔΙΟ ΤΗΣ ΚΑΡΔΙΑΚΗΣ ΑΝΕΠΑΡΚΕΙΑΣ ΕΠΙ ΕΔΑΦΟΥΣ ΙΣΧΑΙΜΙΚΗΣ ΚΑΡΔΙΑΚΗΣ ΝΟΣΟΥ
Δ. Κουμουτσέα,1,3 Σ. Κουρούκλης,2,3 Σ. Χρυσανθόπουλος,2 K. Ξενάκης,2,4 Π. Μπαρμπαγιάννης,1
Π. Θαλασσινού,1 Γ. Μαμπλέκος,2 Α. Βασιλόπουλος,2 Α. Καφαντόγιας,2 Ν. Χριστοδούλου,2
Κ. Λαζαρίδης,4 Γ. Σταυγιαννουδάκης,5 †Κ. Καραμήτσος3
1
Α' Παθολογικό Τμήμα 401 ΓΣΝΑ, 2Καρδιολογικό Τμήμα 401 ΓΣΝΑ, 3Νεφρολογικό Τμήμα 401 ΓΣΝΑ, 4Καρδιολογικό Τμήμα 417
ΝΙΜΤΣ, 5Νεφρολογικό Τμήμα 417 ΝΙΜΤΣ, Αθήνα
Εισαγωγή-Σκοπός: Από παλαιότερες μελέτες είναι ήδη τεκμηριωμένη η παρουσία ισχυρής συσχέτισης μεταξύ των μεταβολών του ουρικού οξέος (UA) του ορού και ενός ευρέος φάσματος
παθολογικών καταστάσεων με κοινό ιδιαίτερο γνώρισμα την
ιστική υποξία. Στην εργασία μας αυτή, έγινε μία προσπάθεια διερεύνησης των μεταβολών των επιπέδων του UA του ορού σε
ασθενείς με οξεία επιδείνωση της καρδιακής ανεπάρκειας (ΚΑ)
λειτουργικού σταδίου ΙΙΙ και IV κατά NYHA, επί εδάφους ισχαιμικής καρδιακής νόσου (στεφανιαίας νόσου). Υλικό-Μέθοδος:
Διερευνήθηκαν 24 ασθενείς (21 άνδρες και 3 γυναίκες), μέσης
ηλικίας 76±7,4 έτη, με καρδιακή ανεπάρκεια (ΚΑ) λειτουργικού
σταδίου ΙΙΙ και IV κατά ΝΥΗΑ, επί εδάφους ισχαιμικής καρδιακής
νόσου (στεφανιαίας νόσου), για τους οποίους αποφασίσθηκε εισαγωγή λόγω οξείας επιδείνωσης της κλινικής εικόνας τους. Οι
ασθενείς αυτοί είχαν αρνητικό ιστορικό για σακχαρώδη διαβήτη, δυσλιπιδαιμία (τρέχον αρνητικό ιστορικό), υπερουριχαιμία,
νεφρική δυσλειτουργία, ενώ είχαν δείκτη μάζας σώματος ΔΜΣ
(ΒΜΙ): 21,5±2,4 kg/m2. Στη φαρμακευτική αγωγή τους συμπεριλαμβάνονταν δακτυλίτιδα, διουρητικά, α-ΜΕΑ ή ΑRBs, β-απο-
κλειστές, ανταγωνιστές της αλδοστερόνης, ηπαρίνη κ.λπ.. Οι
ασθενείς μετά την εισαγωγή τους τέθηκαν σε υποπρωτεϊνική
δίαιτα, ενώ μετρήθηκαν και αξιολογήθηκαν τα επίπεδα του UA
του ορού κατά το 1ο, 3ο, και 6ο 24ωρο της νοσηλείας τους. Η
στατιστική ανάλυση και επεξεργασία καθώς και η τελική εκτίμηση των ευρημάτων έγινε με τη μέθοδο t-test. Aποτελέσματα: Οι
διακυμάνσεις των επιπέδων του UA του ορού (mg/dL) φαίνονται
παρακάτω:
1o 24ωρο
3ο 24ωρο
6ο 24ωρο
p
NYHA III
9,08±1,82
NYHA IV
9,84±2,06
7,41±1,53
6,85±1,38
<0,05
8,63±1,94
7,98±1,86
<0,05
Συμπεράσματα: Διαπιστώνεται παθολογική μεταβολή των επιπέδων του UA του ορού που σχετίζεται άμεσα με το λειτουργικό
στάδιο της KA (p<0,05). Μετά την ολοκλήρωση της νοσηλείας
διαπιστώνεται βελτίωση των τιμών του UA του ορού (p<0,05)
που σχετίζεται τόσο με τη γενικότερη βελτίωση της κλινικής εικόνας των ασθενών, όσο και με τη βελτίωση της ιστικής υποξίας.
ΑΑ69
Η ΣΥΓΧΟΡΗΓΗΣΗ L-ΚΑΡΝΙΤΙΝΗΣ ΜΕ ΣΙΜΒΑΣΤΑΤΙΝΗ ΜΕΙΩΝΕΙ ΤΑ ΕΠΙΠΕΔΑ ΤΗΣ ΛΙΠΟΠΡΩΤΕΪΝΗΣ
(a): ΜΙΑ ΔΙΠΛΗ-ΤΥΦΛΗ ΤΥΧΑΙΟΠΟΙΗΜΕΝΗ ΕΛΕΓΧΟΜΕΝΗ ΜΕ ΕΙΚΟΝΙΚΟ ΦΑΡΜΑΚΟ
ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΠΟΛΥΚΕΝΤΡΙΚΗ ΠΡΟΟΠΤΙΚΗ ΜΕΛΕΤΗ
1
Ε. Λυμπερόπουλος , Β. Νικολάου,2 Χ. Πίτσαβος,3 Ε. Μπιλιανού,4 Μ. Φλωρεντίν,1 Μ. Ελισάφ1
1
Τομέας Παθολογίας, Ιατρικής Σχολής Πανεπιστημίου Ιωαννίνων, Iωάννινα, 2Καρδιολογικό Τμήμα, Νοσοκομείου Ελληνικού Ερυθρού
Σταυρού, Αθήνα, 3Καρδιολογικό Τμήμα, ΓΝΑ «Ιπποκράτειο», Αθήνα,
4
Καρδιολογικό Τμήμα Τζάνειου Νοσοκομείου Πειραιά, Πειραιάς
Εισαγωγή: Τα επίπεδα της λιποπρωτεΐνης (a) [Lp(a)] αποτελούν L-καρνιτίνης/σιμβαστατίνης (n=20) και placebo/σιμβαστατίνης
ανεξάρτητο παράγοντα κινδύνου για την εμφάνιση καρδιαγγει- (n=19) μειώθηκαν σημαντικά τα επίπεδα της LDL-C (–34,5% και
ακής νόσου. Ωστόσο, οι στατίνες δεν επηρεάζουν τα επίπεδα –37,6%, αντίστοιχα) και των τριγλυκεριδίων (–28,3% και –26,2%,
της Lp(a), ενώ ελάχιστες φαρμακευτικές παρεμβάσεις έχουν δεί- αντίστοιχα) χωρίς σημαντική διαφορά μεταξύ των δύο ομάδων.
ξει ότι μπορούν να τροποποιούν τα επίπεδα της Lp(a). Σκοπός: Στην ομάδα της L-καρνιτίνης/σιμβαστατίνης μειώθηκαν σημαΟ έλεγχος της αποτελεσματικότητας και ασφάλειας της L-καρ- ντικά τα επίπεδα της Lp(a) κατά 19,4% (από 51,6±36,6 σε 41,6
νιτίνης συγχορηγούμενης με σιμβαστατίνη στα επίπεδα της ±26,6 mg/dL, p=0,01), ενώ δεν μεταβλήθηκαν σημαντικά στην
Lp(a) σε ασθενείς με μικτή δυσλιπιδαιμία. Υλικό-Μέθοδος: ομάδα placebo/σιμβαστατίνης (από 56,2±23,9 σε 52,4±20,9
Στη μελέτη εντάχθηκαν ασθενείς με επίπεδα χοληστερόλης mg/dL, p=NS). Η μείωση της Lp(a) στην ομάδα της L-καρνιτίνης/
των χαμηλής πυκνότητας λιποπρωτεϊνών (LDL-C)>160 mg/dL, σιμβαστατίνης ήταν σημαντικά μεγαλύτερη σε σύγκριση με την
τριγλυκεριδίων >150 mg/dL και Lp(a) >20 mg/dL. Οι ασθενείς ομάδα της placebo/σιμβαστατίνης (p<0,0001). Συμπέρασμα: Η
τυχαιοποιήθηκαν να λάβουν διπλή τυφλή αγωγή με συνδυασμό συγχορήγηση L-καρνιτίνης (2 g/ημέρα) με σιμβαστατίνη μειώL-καρνιτίνης σε δόση 2 g/ημέρα και σιμβαστατίνης σε δόση 20 νει σημαντικά τα επίπεδα της Lp(a) σε σύγκριση με τη χορήγηmg/ημέρα ή placebo L-καρνιτίνης και σιμβαστατίνη σε δόση 20 ση μόνο σιμβαστατίνης σε ασθενείς με μικτή δυσλιπιδαιμία και
mg/ημέρα επί 12 εβδομάδες. Αποτελέσματα: Στις ομάδες της αρχικά επίπεδα Lp(a) >20 mg/dL.
Χορηγός: HELP Pharmaceuticals SA
© 2011 Ελληνική Εταιρεία Αθηροσκλήρωσης
Ε Υ Ρ Ε Τ Η Ρ Ι Ο
Σ Υ Γ Γ Ρ Α Φ Ε Ω Ν
ACHIMASTOS A, 244, 245, 248, 250
ALEXANDRIDES T, 245, 248, 261
ATHYROS V, 244, 245, 248, 250, 258,
260, 261
BACHAROUDIS G, 261
BILIANNOU E, 245, 248
CHIMONAS T, 250, 258
CUNG M, 259
DIDANGELOS T, 260
ELISAF M, 244, 245, 248, 250, 258
GAMVRILI L, 249, 251, 291
GANOTAKIS E, 244, 245, 248, 261
GANTZ D, 239
GIOULEME O, 244
GOULOPOULOU S, 249, 251, 291
HARTWIG S, 265
HATZITOLIOS A, 260
HWA J, 263
KAKAFIKA A, 245, 260, 291, 249
KARAFILLIS G, 251
KARAGIANNIS A, 244, 245, 248, 250,
260, 261
KATSELOU M, 268
KATSIFI N, 260
KOLOVOU G, 245
KOTSIS V, 249, 251, 291
KOUROUNAKIS A, 268
KYPREOS K, 239
LEHR S, 265
LIBEROPOULOS E, 245, 248, 261
MATRALIS A, 268
MIKHAILIDIS D, 244, 245, 248, 258,
260, 261
NIKITAKIS A 268
NIKOLAOU V, 245, 258, 261
PALETAS K, 245, 261
PANAGIOTAKOS D, 250, 258
PAPAKATSIKA S, 249, 251, 291
PETRIDIS D, 244, 245, 260
PETROPOULOU P, 239
PISCOPO S, 294
PITSAVOS C, 244
RENSEN P, 239
SAVOPOULOS C, 260
SION M, 251, 291
TZIOMALOS K, 244, 245, 248, 260, 261
WANG Y, 239
ΑΝΔΡΟΥΤΣΟΣ Ο, 248, 273, 281, 287
Δ
ΑΝΤΩΝΙΟΥ Χ, 246, 259
ΔΑΒΟΣ Κ, 240, 262
ΔΑΜΙΑΝΙΔΗ Λ, 248
ΔΑΣΚΑΛΟΥ Ε, 284
ΔΕΛΑΠΟΡΤΑ Σ, 247, 284, 287
ΔΕΜΙΡΗ Μ, 276
ΔΕΡΔΕΜΕΖΗΣ Χ, 272
ΔΗΛΑΝΑΣ Μ, 245
ΔΗΜΗΤΡΙΑΔΗ Δ, 277
ΔΗΜΗΤΡΙΟΥ Α, 262, 266
ΔΗΜΗΤΡΟΥΛΟΠΟΥΛΟΣ Δ, 276, 290
ΔΗΜΟΠΟΥΛΟΣ Κ, 268, 270
ΔΙΟΝΥΣΟΠΟΥΛΟΥ Ε, 287
ΔΟΥΚΙΑΝΤΖΑΚΗΣ Ε, 273
ΔΟΥΛΑΜΗΣ Η, 273, 274
ΔΟΥΛΓΕΡΑΚΗΣ Δ, 245
ΔΟΥΡΛΙΟΥ Β, 250, 291
ΔΡΑΚΙΟΥ Γ, 293
ΔΡΙΤΣΑ Β, 267, 271
ΔΡΟΓΚΑΡΗ Ε, 252, 292
Α
ΑΓΑ Χ, 273
ΑΓΓΕΛΗ Ε, 287
ΑΓΓΕΛΗΣ Α, 259, 280
ΑΓΓΕΛΟΠΟΥΛΟΣ Π, 280, 296
ΑΓΓΟΥΡΙΔΗΣ Α, 283
ΑΓΟΡΟΓΙΑΝΝΗΣ Γ, 262
ΑΓΡΟΓΙΑΝΝΗΣ Γ, 267
ΑΔΑΜΟΠΟΥΛΟΥ Β, 244
ΑΘΥΡΟΣ Β, 249
ΑΝΑΣΤΑΣΙΟΥ Μ, 265
ΑΝΑΣΤΑΣΟΠΟΥΛΟΥ Ι, 267, 271
ΑΝΔΡΕΟΥ Ι, 259, 286
ΓΙΑΝΝΟΠΟΥΛΟΥ Α, 281
ΑΝΤΩΝΟΠΟΥΛΟΥ Σ, 242, 265, 268,
269, 282
ΑΠΟΣΤΟΛΟΠΟΥΛΟΥ Μ, 257
ΑΠΟΣΤΟΛΟΥ Φ, 269
ΑΡΑΜΠΑΤΖΗ Κ, 282
ΑΡΓΥΡΗ Ε, 273, 261
ΑΡΓΥΡΟΠΟΥΛΟΥ Μ, 272
ΑΡΔΑΒΑΝΗΣ Α, 290
ΑΣΒΕΣΤΑΣ Ε, 294
ΑΣΛΑΝΟΓΛΟΥ Δ, 277
ΑΥΓΕΡΙΝΟΣ Π, 275, 286, 288, 289
B
ΒΑΒΟΥΡΑΝΑΚΗΣ Μ, 280, 296
ΒΑΪΝΑ Σ, 240
ΒΑΛΙΑΝΟΥ Ν, 275, 288, 289, 275, 286
ΒΑΡΕΛΑ Α, 240, 262
ΒΑΣΙΛΟΠΟΥΛΟΣ Α, 297
ΒΑΣΙΛΟΠΟΥΛΟΥ Σ, 254
ΒΕΖΥΡΑΚΗΣ Π, 272
ΒΕΜΜΟΣ Κ, 255–258, 260, 280, 290
ΒΕΜΜΟΥ Α, 257
ΒΛΑΣΕΡΟΥ Ο, 288
ΒΛΑΧΟΓΙΑΝΝΗ Ι, 242
ΒΛΑΧΟΣ Ι, 267, 274
ΒΟΓΙΑΤΖΑΚΗΣ Ε, 275, 286, 288, 289
ΒΟΓΙΑΤΖΗ Γ, 283, 287
ΒΟΓΙΑΤΖΟΓΛΟΥ Σ, 247, 284, 287
ΒΟΥΤΣΑΔΑΚΗ Ε, 284
ΒΡΕΝΤΖΟΣ Γ, 251
Γ
ΓΑΒΡΙΕΛΗ Α, 285, 289
ΓΑΖΗ Ε, 243, 269
ΓΑΛΙΑΤΣΑΚΟΣ Ν, 281
ΓΑΝΩΤΑΚΗΣ Ε, 251
ΓΑΡΓΑΛΙΑΝΟΣ-ΚΑΚΟΛΥΡΗΣ Π, 268
ΓΑΡΔΙΚΙΩΤΗΣ Α, 293
ΓΕΡΜΑΝ Β, 245, 293
ΓΕΩΡΓΙΟΥ Ι, 254
Ε
ΕΛΙΣΑΦ Μ, 239, 243, 246, 247, 254,
259, 269, 270, 272, 274, 283, 298
ΕΥΑΓΓΕΛΟΠΟΥΛΟΣ Α, 289, 275, 286,
288
ΕΥΑΓΓΕΛΟΥ Α, 272
ΕΥΘΥΜΙΟΥ Β, 255, 256, 258
ΕΥΘΥΜΙΟΥ Η, 257
ΕΥΘΥΜΙΟΥ Μ, 263
Ζ
ΖΑΓΑΡΕΛΟΣ Π, 245
ΖΑΡΟΜΥΤΙΔΟΥ Μ, 247, 283, 284
ΖΑΦΕΙΡΟΠΟΥΛΟΥ Ρ, 282
ΖΕΪΜΠΕΚΗΣ Α, 288, 294
ΖΕΝΙΩΔΗ Μ, 251
ΖΗΣΙΜΟΣ Γ, 285
ΖΗΣΙΜΟΣ Κ, 247
ΖΙΑΚΑΣ Α, 293
ΖΙΝΤΖΑΡΑΣ Η, 278
ΖΛΑΤΙΝΣΤΗ Α, 273
ΖΟΥΛΙΑ Β, 247, 284, 287
ΓΕΩΡΓΟΥΛΗΣ Μ, 282
Η
ΓΕΩΡΓΟΥΣΟΠΟΥΛΟΣ Ε, 260
ΓΙΑΚΟΥΜΗ Ε, 286
ΗΛΙΟΠΟΥΛΟΣ Δ, 267
ΗΡΑΚΛΕΙΑΝΟΥ Σ, 278
ΓΙΑΝΝΑΚΟΥΛΙΑ Μ, 243, 289
Θ
ΓΙΑΝΝΑΚΟΥΛΙΑ Δ, 248, 285
ΘΑΛΑΣΣΙΝΟΥ Π, 245, 277, 297
ΘΩΜΑΪΔΟΥ Α, 264
ΓΙΑΣΣΑΣ Σ, 277
ΓΙΩΤΟΠΟΥΛΟΥ Α, 275, 286, 288
ΓΚΑΚΝΗ Δ, 287
ΓΚΕΛΕΡΗΣ Π, 249
Ι
ΙΑΤΡΙΔΗ Β, 248
ΙΩΑΝΝΙΔΗ Α, 260, 290
ΓΚΟΤΗΣ Ε, 294, 288
Κ
ΓΟΥΔΕΒΕΝΟΣ Ι, 255–260, 262, 266,
280, 290
ΚΑΒΟ Α, 265
ΚΑΙΣΑΡΗ Π, 243
ΚΑΛΑΘΑΡΑ Κ, 282
ΚΑΛΑΝΤΖΗ Κ, 262, 266, 280
ΚΑΝΤΑΣ Δ, 257, 260, 290
ΚΑΡΑΓΙΑΝΝΗΣ Α, 249
ΓΟΥΡΝΗ Μ, 295
ΓΡΑΜΜΑΤΙΚΑΚΗ Ε, 279
ΓΡΗΓΟΡΙΑΔΗΣ Ν, 254
ΓΡΙΒΕΑΣ Ι, 277
ΚΑΡΑΓΚΙΟΖΙΔΗΣ Α, 281
ΚΑΡΑΓΚΙΟΥΖΗΣ ΓΡ, 267
ΚΑΡΑΜΗΤΣΟΣ Κ, 245, 277, 297
ΚΑΡΑΝΤΩΝΗΣ Χ, 242
ΚΑΡΑΤΖΑΣ Θ, 267
ΚΑΡΑΤΣΙΚΑΚΗ-ΒΛΑΜΗ Ν, 287
ΚΑΡΥΔΗΣ Α, 273
ΚΑΡΦΟΠΟΥΛΟΥ Ε, 289
ΚΑΣΤΑΝΙΩΤΗ Κ, 247
ΚΑΣΤΟΡΙΝΗ Χ, 255–258, 260, 280,
290
ΚΑΤΣΑΓΩΝΗ Χ, 275, 286, 289
ΚΑΤΣΑΡΟΥ Α, 257, 260
ΚΑΤΣΑΡΟΥ Χ, 248
ΚΑΤΣΙΚΗ Ν, 257
ΚΑΤΣΙΜΠΟΥΛΑΣ Μ, 240
ΚΑΦΑΝΤΟΓΙΑΣ Α, 297
ΚΕΗ Α, 254, 272
ΚΙΚΑΣ Π, 264
ΚΙΟΡΤΣΗΣ Δ, 272
ΚΙΡΚΙΝΕΣΚΑ Λ, 291
ΚΙΤΡΑΚΗ Ε, 267
ΚΛΕΙΑΣΙΟΣ Π, 279
ΚΟΛΟΒΟΥ Β, 255, 270
ΚΟΛΟΒΟΥ Γ, 255, 270, 295
ΚΟΝΙΔΑΡΗ Ζ, 280
ΚΟΝΤΟΓΙΑΝΝΗ Β, 263
ΚΟΝΤΟΓΙΑΝΝΗ Μ, 282
ΚΟΝΤΟΥ Ν, 276, 290
ΚΟΡΟΜΠΟΚΗ Ε, 258, 280
ΚΟΡΟΣ Χ, 267
ΚΟΡΟΥ Λ, 267, 274
ΚΟΤΑΝΙΔΟΥ Α, 295
ΚΟΤΡΟΓΙΑΝΝΗΣ Ι, 259
ΚΟΥΚΟΥΛΗ Μ, 244, 278
ΚΟΥΛΟΥΣΙΟΣ Κ, 250, 291
ΚΟΥΜΑΡΑΣ Χ, 249
ΚΟΥΜΟΥΤΣΕΑ Α, 293
ΚΟΥΜΟΥΤΣΕΑ Δ, 245, 297
ΚΟΥΜΟΥΤΣΕΑ Σ, 277
ΚΟΥΜΠΙΤΣΚΙ Α, 281
ΚΟΥΡΟΥΚΛΗΣ Σ, 277, 293, 297
ΚΟΥΣΙΑΠΠΑΣ Π, 263
ΚΟΥΤΟΥΛΑΚΗΣ Ε, 267
ΚΟΥΤΣΙΚΑΣ Κ, 284
ΚΡΟΜΜΥΔΑ Ζ, 279
ΚΥΒΕΛΟΥ Σ, 286
ΚΥΠΡΑΙΟΣ Δ, 276
ΚΥΠΡΑΙΟΣ Κ, 265
ΚΥΡΙΑΚΟΥ Ε, 263
ΚΥΡΙΤΣΗΣ Α, 254
ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΙΔΗΣ Σ, 255, 264
ΚΩΝΣΤΑΝΤΟΠΟΥΛΟΣ Π, 274
ΚΩΣΤΑΠΑΝΟΣ Μ, 246, 247, 256
ΚΩΣΤΑΡΑ Χ, 259, 269
ΚΩΤΣΙΟΥ Α, 266
ΚΩΤΤΟΥΛΑΣ ΧΡ, 267
Λ
ΛΑΓΟΣ Κ, 243
ΛΑΓΟΥΔΑΚΟΥ Σ, 281
298
ΛΑΖΑΝΑΣ Μ, 268
ΛΑΖΑΡΙΔΗΣ Α, 293
ΛΑΖΑΡΙΔΗΣ Κ, 293, 297
ΛΑΖΑΡΟΣ Γ, 281
ΛΑΖΑΡΟΣ Λ, 254
ΛΕΛΕΚΗΣ Ι, 269
ΛΙΝΟΥ Α, 276, 290
ΛΙΟΝΗΣ Χ, 288, 294
ΛΙΟΝΤΟΥ Κ, 280, 296
ΛΙΟΥΔΑΚΗ Ε, 251
ΛΙΤΣΑΡΔΟΠΟΥΛΟΥ Α, 257
ΛΥΜΠΕΡΗ Μ, 287
ΛΥΜΠΕΡΟΠΟΥΛΟΣ Ε, 243, 254, 269,
270, 274, 283, 298
Μ
ΜΑΓΚΑΦΑΣ Ν, 268
ΜΑΓΚΟΥ Δ, 257
ΜΑΚΑΡΙΟΥ Σ, 243, 283
ΜΑΛΤΕΖΟΣ Ε, 255
ΜΑΜΑΡΕΛΗΣ Ι, 267
ΜΑΜΠΛΕΚΟΣ Γ, 297
ΜΑΝΙΟΣ Ι, 248, 273, 279, 281, 282,
284, 287
ΜΑΝΩΛΑΚΟΠΟΥΛΟΣ Ε, 255
ΜΑΡΑΓΚΟΠΟΥΛΟΥ Κ, 281
ΜΑΡΒΑΚΗ Χ, 295
ΜΑΡΓΑΖΑΣ Α, 281
ΜΑΡΓΑΡΙΤΗ Α, 282
ΜΑΡΓΙΩΛΑ Π, 287
ΜΑΡΙΝΟΣ Γ, 284
ΜΑΡΚΟΥΛΑ Σ, 254
ΜΑΣΟΥΡΑ Κ, 241, 252, 253, 286
ΜΑΣΤΟΡΑΚΗΣ Γ, 244
ΜΑΤΑΛΑ Α, 294
ΜΑΥΡΕΑΣ Β, 247
ΜΑΥΡΟΓΕΝΗ Ε, 251
ΜΑΥΡΟΓΙΑΝΝΗ Χ, 248, 279
ΜΕΓΑΣ Ι, 245
ΜΕΛΙΔΩΝΗΣ Α, 244, 278
ΜΕΤΑΛΛΗΝΟΣ Γ, 246, 259
ΜΕΤΑΞΑ Β, 241, 252, 253, 283
ΜΗΛΙΟΥ Α, 241, 253, 283
ΜΗΛΙΩΝΗΣ Χ, 246, 254–258, 260,
280, 283, 290
ΜΗΤΡΟΓΙΑΝΝΗ Ζ, 272, 274
ΜΙΕΛΛΙΔΗ Α, 265
ΜΙΧΑΗΛΙΔΟΥ Κ, 284
ΜΙΧΑΛΟΠΟΥΛΟΥ Δ, 247, 284, 287
ΜΙΧΕΛΗ Ε, 279
ΜΟΛΛΑΚΗ Β, 252, 292
ΜΟΣΧΩΝΗΣ Γ, 248, 273, 279, 281,
284, 287
ΜΟΥΤΖΟΥΡΗ Ε, 239, 246
ΜΠΑΪΡΑΚΤΑΡΗ Ε, 259, 269
ΜΠΑΛΑΦΟΥΤΗ Κ, 288
ΜΠΑΛΤΑΤΖΗ Μ, 250, 257, 291
ΜΠΑΡΜΠΑΓΙΑΝΝΗΣ Π, 297
ΜΠΑΡΜΠΕΤΣΕΑΣ Ι, 275, 275, 286,
288, 289
ΜΠΑΣΔΡΑ Ε, 240, 262
ΜΠΑΣΙΟΥΚΑΣ Σ, 290
ΜΠΙΚΑ Ε, 255
ΜΠΙΛΙΑΝΟΥ Ε, 244, 278, 298
Ελληνική Επιθεώρηση Αθηροσκλήρωσης 2(4)
ΜΠΙΤΣΗ Σ, 255, 256, 258
ΜΠΟΖΑΤΖΗ Π, 265
ΜΠΟΝΟΥ Μ, 275, 286, 288, 289
ΜΠΟΥΓΑΤΣΑ Β, 291
ΜΠΟΥΓΙΟΥΚΑΣ Κ, 281
ΜΠΟΥΖΙΑΝΑ Σ, 257
ΜΠΟΥΝΤΖΙΟΥΚΑ Β, 275, 286, 288,
289, 294
ΜΠΟΥΤΖΟΥΡΗ Ε, 283
ΜΠΡΙΛΗ Σ, 246, 259
ΜΥΛΩΝΑΚΗΣ Χ, 285
ΜΥΡΟΥ Α, 250, 291
Ν
ΝΑΝΑΣ Σ, 295
ΝΙΚΑΣ Γ, 244
ΝΙΚΟΛΑΟΥ Β, 255, 256–258, 260, 280,
290, 298
ΝΟΜΙΚΟΣ T, 265, 273, 269
ΝΤΑΪΟΣ Γ, 257
ΝΤΑΛΑΣ Ι, 262, 266
ΝΤΕΤΟΠΟΥΛΟΥ Π, 265, 269
ΝΤΟΚΟΥ Α, 290
Ξ
ΞΑΝΘΟΠΟΥΛΟΥ Μ, 282
ΞΕΝΑΚΗΣ Κ, 293, 297
ΞΥΝΟΠΟΥΛΟΣ Δ, 276, 290
Ο
ΟΙΚΟΝΟΜΟΥ Ε, 241, 246, 247, 252,
253, 283, 284, 287
Π
ΠΑΝΑΓΙΩΤΑΚΟΣ Δ, 246, 255–258,
260, 275, 276–280, 285, 286, 288,
289, 290, 296
ΠΑΝΟΠΟΥΛΟΣ Χ, 276
ΠΑΝΤΟΠΟΥΛΟΥ Α, 267, 273
ΠΑΠΑΒΑΣΙΛΕΙΟΥ Α, 240, 262
ΠΑΠΑΓΕΩΡΓΙΟΥ Α, 249
ΠΑΠΑΓΙΑΝΟΠΟΥΛΟΥ Γ, 280
ΠΑΠΑΔΑΚΗΣ Ι, 251
ΠΑΠΑΔΗΜΗΤΡΙΟΥ Λ, 296
ΠΑΠΑΖΗ Ζ, 279
ΠΑΠΑΘΑΝΑΣΙΟΥ Α, 259
ΠΑΠΑΘΕΟΔΩΡΙΔΗΣ Γ, 282
ΠΑΠΑΪΩΑΝΝΟΥ Θ, 240
ΠΑΠΑΪΩΑΝΝΟΥ Κ, 284
ΠΑΠΑΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΥ Β, 268, 270
ΠΑΠΑΜΙΧΑΗΛ Χ, 292
ΠΑΠΑΟΙΚΟΝΟΜΟΥ Σ, 245, 277
ΠΑΠΑΣΤΕΡΙΑΔΗ Χ, 268
ΠΑΡΑΣΚΕΥΑΣ Κ, 274
ΠΑΤΗΝΕΙΩΤΗ Ι, 265
ΠΑΤΙΚΑΣ Δ, 273
ΠΑΥΛΙΔΗΣ Α, 250, 291
ΠΕΡΡΕΑ Δ, 267, 273, 274
ΠΕΤΡΑΚΗ Μ, 263
ΠΕΤΡΙΔΟΥ Α, 284
ΠΙΠΕΡΗ Χ, 240, 262
ΠΙΣΣΑΡΙΔΗ Κ, 267, 271
ΠΙΣΤΑΛΜΑΤΖΙΑΝ Ν, 276
ΠΙΤΣΑΒΟΣ Χ, 241, 243, 246, 247, 252,
253, 259, 280, 281, 283–287, 296,
298
© 2011 Ελληνική Εταιρεία Αθηροσκλήρωσης
ΠΛΙΑΚΟΣ Χ, 293
ΠΛΥΤΑΡΙΑ Σ, 247, 284, 287
ΠΟΛΙΤΗ Κ, 240
ΠΟΛΙΤΙΔΟΥ Ε, 248
ΠΟΛΥΧΡΟΝΟΠΟΥΛΟΣ Ε, 276, 278,
279, 288, 290, 294, 288
ΠΟΥΛΙΔΑΚΗΣ Ε, 285
ΠΡΕΚΑΣ Χ, 288
ΠΡΟΓΙΑΣ Π, 252, 292
ΠΡΩΤΟΠΑΠΑ Ι, 294
Ρ
ΡΑΓΙΑ Γ, 255
ΡΑΛΛΙΔΗΣ Λ, 265
ΡΑΠΤΗΣ Ι, 250
ΡΙΖΟΣ Ε, 274
ΡΙΖΟΣ Χ, 254, 270, 274, 283
ΡΟΥΣΟΥΛΗ Κ, 239
ΤΖΙΑΚΑΣ Δ, 255, 264
ΤΖΙΑΛΛΑΣ Δ, 247
ΤΖΙΒΡΑΣ Δ, 273, 274
ΤΖΙΟΜΑΛΟΣ Κ, 250, 257, 291
ΤΙΛΕΛΗ Ν, 243, 282
ΤΟΥΝΤΑΣ Γ, 278, 279
ΤΟΥΣΟΥΛΗΣ Δ, 246, 247, 259, 273,
284
ΤΡΑΪΚΟΓΛΟΥ Ε, 295
ΤΡΙΑΝΤΑΦΥΛΛΟΥ Γ, 247, 284, 286,
287
ΤΡΙΧΙΑ Ε, 255, 258, 290
ΤΡΥΠΟΣΚΙΑΔΗΣ Φ, 244, 278
ΤΡΥΦΩΝΟΠΟΥΛΟΣ Δ, 290
ΤΣΑΛΗΣ Γ, 284
ΤΣΑΝΤΙΛΑΣ Α, 246
ΤΣΕΛΕΠΗΣ Α, 239, 246, 254, 262, 263,
266, 269, 270, 272
Σ
ΤΣΕΤΣΕΚΟΥ Ε, 252
ΣΑΒΒΑΡΗ Π, 256, 290
ΣΑΒΒΑΣ Κ, 247
ΣΑΒΒΟΠΟΥΛΟΣ Χ, 250, 257, 291
ΣΑΚΕΛΛΑΡΟΠΟΥΛΟΣ Γ, 265
ΣΑΚΕΛΛΑΡΟΠΟΥΛΟΥ Α 279
ΣΑΠΟΥΝΑΚΗΣ Κ, 266
ΣΑΡΑΦΙΔΟΥ Σ, 294
ΣΙΑΣΟΣ Γ, 247, 284, 285
ΣΙΑΤΙΤΣΑ Π, 273
ΣΙΓΑΛΑ Φ, 262
ΣΙΔΕΡΑ Π, 250
ΣΙΩΠΗ Κ, 281
ΣΚΑΜΝΑΚΗ Β, 261
ΣΚΑΠΙΝΑΚΗΣ Π, 247
ΣΚΕΝΔΕΡΗ Α, 248
ΣΚΟΥΛΑΡΙΓΚΗΣ Ι, 278
ΣΚΟΥΛΗ Γ, 287
ΣΚΟΥΜΑ Α, 252, 292
ΣΚΟΥΜΑΣ Ι, 241, 243, 252, 253, 281,
285
ΣΟΥΠΟΣ Ν, 276, 290
ΣΠΕΓΓΟΣ Κ, 254
ΣΠΥΡΕΛΗ Ε, 285
ΣΠΥΡΟΜΗΤΡΟΣ Γ, 293, 294
ΣΤΑΚΟΣ Δ, 264
ΣΤΑΜΑΤΑΚΗΣ Γ, 242, 268, 269, 270
ΣΤΑΜΑΤΕΛΟΠΟΥΛΟΣ Κ, 292
ΣΤΑΥΓΙΑΝΝΟΥΔΑΚΗΣ Γ, 297
ΣΤΑΥΡΙΝΟΥ Ε, 249
ΣΤΕΦΑΝΑΔΗΣ Χ, 240, 241, 243, 246,
247, 252, 253, 259, 273, 280, 281,
283–287, 296
ΣΤΡΑΒΟΠΟΔΗΣ Π, 294
ΣΤΡΑΤΙΚΟΣ Ε, 261
ΣΤΡΙΛΑΚΟΥ Α, 244
ΤΣΙΑΜΗΣ Ε, 280, 296
Τ
ΤΑΝΑΓΡΑ Σ, 273
ΤΑΥΡΙΔΟΥ Α, 255
ΤΕΛΛΗΣ Κ, 239, 246, 262, 269, 270
ΤΕΝΤΕΣ Ι, 264
ΤΕΣΣΕΡΟΜΜΑΤΗ Χ, 266
ΤΖΑΚΟΣ Α, 263
ΤΖΑΝΕΤΑΚΟΥ Ε, 273, 274
ΤΖΗΜΟΥ Μ, 249
ΤΣΙΑΧΡΗΣ Δ, 286, 287
ΤΣΙΚΝΗ Χ, 284
ΤΣΙΚΡΙΚΑ Π, 265
ΤΣΙΛΙΓΓΙΡΗΣ Β, 293
ΤΣΙΛΙΓΙΑΝΝΗ Ι, 288
ΤΣΙΜΙΧΟΔΗΜΟΣ Β, 272
ΤΣΙΡΩΝΗΣ Ι, 294
ΤΣΙΤΣΙΝΑΚΗΣ Γ, 246, 281, 283, 285,
286
ΤΣΟΓΚΑΣ Ν, 268
ΤΣΟΥΚΑΤΟΣ Δ, 264
ΤΣΟΥΜΑΝΗ Μ, 262, 263, 266
ΤΣΟΥΠΡΑΣ Α, 268
ΤΥΡΟΒΟΛΑΣ Χ, 278, 279, 294
Φ
ΦΑΠΠΑ Ε, 243
ΦΕΛΕΚΟΣ Ι, 281
ΦΙΛΙΠΠΑΤΟΣ Θ, 269, 272
ΦΛΟΡΕΝΤΙΝ Μ, 243, 270, 298
ΦΡΑΓΚΟΠΟΥΛΟΥ Ε, 242, 265, 268,
269, 282, 285, 289
ΦΩΤΟΠΟΥΛΟΣ Ι, 245, 277
Χ
ΧΑΛΙΚΙΑΣ Γ, 264
ΧΑΛΛΑ Α, 243
ΧΑΝΙΑ Μ, 292
ΧΑΡΙΣΗΣ Γ, 294
ΧΑΤΖΗΙΩΑΝΝΙΔΗΣ Ι, 245
ΧΑΤΖΗΣΤΕΦΑΝΙΔΗΣ Δ, 254
ΧΑΤΖΗΤΟΛΙΟΣ Α, 250, 257, 291
ΧΙΝΗ Μ, 268
ΧΡΙΣΤΟΔΟΥΛΟΥ Ν, 293, 297
ΧΡΙΣΤΟΦΟΡΑΤΟΥ Ε, 246
ΧΡΟΝΗ Α, 261, 263
ΧΡΥΣΑΝΘΟΠΟΥΛΟΣ Σ, 245, 293, 297
ΧΡΥΣΟΧΟΟΥ Χ, 246, 247, 259, 280,
281, 283–287, 296
Ψ
ΨΑΛΤΟΠΟΥΛΟΥ Θ, 276, 283, 290
ΨΑΡΡΑ Α, 268
ΨΙΑΝΟΥ Κ, 257
ΟΔΗΓΙΕΣ ΠΡΟΣ ΤΟΥΣ ΣΥΓΓΡΑΦΕΙΣ
Hellenic Journal of Atherosclerosis 2(4)
Η «EΛΛΗΝΙΚΗ ΕΠΙΘΕΩΡΗΣΗ ΑΘΗΡΟΣΚΛΗΡΩΣΗΣ», έκδοση της Ελληνικής
Εταιρείας Αθηροσκλήρωσης, έχει στόχο τη συνεχή επιμόρφωση επιστημόνων
διαφόρων ειδικοτήτων όπως Ιατρών, Βιολόγων, Βιοχημικών, Διαιτολόγων,
κ.λπ. σε θέματα που αφορούν στην παθογένεια, τη διάγνωση και τη θεραπεία
της αθηρωματικής νόσου. Για την πραγμάτωση αυτού του σκοπού δημοσιεύονται στο περιοδικό:
1. Άρθρα Σύνταξης. Σύντομα άρθρα ανασκόπησης σε επίκαιρα ή και αμφιλεγόμενα θέματα σχετικά με την αθηροσκλήρωση και την καρδιαγγειακή
νόσο, χωρίς περίληψη (με έως και τρεις λέξεις κλειδιά), τα οποία γράφονται
με προτροπή της Συντακτικής Επιτροπής.
2. Ανασκοπήσεις. Ολοκληρωμένες αναλύσεις επίκαιρων θεμάτων σχετικών με την αθηροσκλήρωση και την καρδιαγγειακή νόσο.
3. Ερευνητικές εργασίες. Κλινικές δοκιμές, πειραματικές και επιδημιολογικές μελέτες προοπτικού ή αναδρομικού χαρακτήρα σχετικές με την αθηροσκλήρωση, οι οποίες πραγματοποιήθηκαν με βάση ερευνητικό πρωτόκολλο,
το οποίο θα περιγράφεται αναλυτικά στη μεθοδολογία. Οι εργασίες αυτές θα
πρέπει να περιέχουν πρωτότυπα αποτελέσματα (εξαιρούνται τα αποτελέσματα που έχουν δημοσιευτεί με τη μορφή περιλήψεων σε επιστημονικά). Οι κλινικές και οι επιδημιολογικές μελέτες που αφορούν στον Ελληνικό πληθυσμό
και έχουν γενικότερο ενδιαφέρον δημοσιεύονται κατά προτεραιότητα. Κατ’
εξαίρεση και μετά από απόφαση της Συντακτικής Επιτροπής δύνανται να δημοσιευθούν αυτούσιες ερευνητικές εργασίες Ελλήνων επιστημόνων, οι οποίες
δημοσιεύθηκαν σε έγκριτα διεθνή περιοδικά και των οποίων τα αποτελέσματα
αφορούν άμεσα στον ελληνικό χώρο. Οι εργασίες αυτές μεταφράζονται με τη
φροντίδα των συγγραφέων οι οποίοι και μεριμνούν για την εξασφάλιση γραπτής άδειας από τους έχοντες τα πνευματικά δικαιώματα.
4. Κλινικές απόψεις. Διαγνωστική, θεραπευτική και επιδημιολογική προσέγγιση διαφόρων κλινικών εκδηλώσεων της αθηρωματικής νόσου, με δεδομένα τα οποία παρουσιάζονται κατά προτίμηση με τη μορφή αλγορίθμου.
5. Ενδιαφέροντα περιστατικά. Γίνονται δεκτά άρθρα (μέχρι 6 συγγραφείς), τα οποία αφορούν σε νέες ή πολύ σπάνιες κλινικές εκδηλώσεις της αθηρωματικής νόσου, στις οποίες εφαρμόστηκαν νέα διαγνωστικά κριτήρια και
για τα οποία ακολουθήθηκε νέα θεραπευτική προσέγγιση.
6. Συνέδρια, σεμινάρια, στρογγυλά τραπέζια. Περιλήψεις ή σύντομα
κείμενα ομιλιών σε συνέδρια, σεμινάρια ή στρογγυλά τραπέζια σχετικά με
την αθηροσκλήρωση που διοργανώνει ή θέτει υπό την αιγίδα της η Ελληνική
Εταιρεία Αθηροσκλήρωσης ή περιλήψεις που ανακοινώθηκαν με τη μορφή
αναρτημένων ανακοινώσεων (posters) σε συνέδρια της Ελληνικής Εταιρείας
Αθηροσκλήρωσης.
7. Βιβλιοπαρουσιάσεις. Αναφέρονται ο τίτλος του βιβλίου, οι συγγραφείς,
η χρονολογία και ο τόπος έκδοσης, ο εκδοτικός οίκος και η τιμή πώλησης.
8. Γράμματα προς τη Σύνταξη. Περιέχουν κρίσεις για δημοσιευμένα
άρθρα, πρόδρομα αποτελέσματα εργασιών, παρατηρήσεις για ανεπιθύμητες
ενέργειες, κρίσεις για το περιοδικό κ.λπ. Δημοσιεύονται ενυπόγραφα.
Προηγούμενη ή ταυτόχρονη δημοσίευση. Τα άρθρα, που υποβάλλονται στην ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΕΠΙΘΕΩΡΗΣΗ ΑΘΗΡΟΣΚΛΗΡΩΣΗΣ, θα θεωρούνται για
δημοσίευση με την προϋπόθεση ότι τα αποτελέσματα ή το ίδιο κείμενο δεν
έχουν δημοσιευθεί και δεν έχουν υποβληθεί για δημοσίευση σε άλλο περιοδικό. Ο υπεύθυνος για την αλληλογραφία συγγραφέας πρέπει οπωσδήποτε
να αναφέρει στη συνοδευτική επιστολή, ότι η εργασία δεν έχει υποβληθεί για
δημοσίευση σε άλλο περιοδικό. Μπορούν όμως να δημοσιευθούν οριστικά
αποτελέσματα εργασιών που έχουν δημοσιευτεί υπό τη μορφή πρόδρομης
ανακοίνωσης. Αν έχουν κατά οποιονδήποτε τρόπο δημοσιευθεί πρόδρομα
αποτελέσματα, θα πρέπει να συνυποβάλονται αντίγραφα των δημοσιεύσεων
αυτών σε μορφή PDF.
Υποβολή εργασιών. Γίνονται δεκτές εργασίες στην ελληνική ή αγγλική
γλώσσα. Τα προς δημοσίευση άρθρα υποβάλλονται ηλεκτρονικά σε μορφή
299
PDF στον υπεύθυνο γραμματείας σύνταξης Δρ Τέλλη Κωνσταντίνο (Εργαστήριο Βιοχημείας, Τμήμα Χημείας, Πανεπιστήμιο Ιωαννίνων, 45 110
Ιωάννινα, Τηλ.: 26510-08326, Fax: 26510-08785, Ε-mail: hjathero@
cc.uoi.gr). Το άρθρο πρέπει να συνοδεύεται από επιστολή, που υπογράφεται από τον υπεύθυνο για την αλληλογραφία συγγραφέα και υποβάλλεται
επίσης ηλεκτρονικά σε μορφή PDF. Η συνοδευτική επιστολή πρέπει να περιλαμβάνει δήλωση ότι η εργασία έχει εγκριθεί από όλους τους συγγραφείς.
Επίσης ο υπεύθυνος για την αλληλογραφία συγγραφέας πρέπει να υποβάλει
ηλεκτρονικά σε μορφή PDF το ειδικό έντυπο της ΕΛΛΗΝΙΚΗΣ ΕΠΙΘΕΩΡΗΣΗΣ
ΑΘΗΡΟΣΚΛΗΡΩΣΗΣ, υπογεγραμμένο από όλους τους συγγραφείς με το οποίο
τα πνευματικά δικαιώματα μεταβιβάζονται στο περιοδικό. Σε περίπτωση υποβολής ερευνητικής εργασίας δημοσιευμένης σε περιοδικό του εξωτερικού
για αναδημοσίευση, θα τονίζεται ρητά ότι οι συγγραφείς έχουν εξασφαλίσει
την έγγραφη άδεια των εχόντων τα πνευματικά δικαιώματα, η οποία και θα
επισυνάπτεται. Όταν η εργασία γίνει αποδεκτή, το τελικό διορθωμένο κείμενο
υποβάλλεται ηλεκτρονικά σε μορφή WORD και PDF. Ό,τι δημοσιεύεται στην
ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΕΠΙΘΕΩΡΗΣΗ ΑΘΗΡΟΣΚΛΗΡΩΣΗΣ, δεν επιτρέπεται να αναδημοσιευθεί χωρίς γραπτή έγκριση του Διευθυντή Σύνταξης.
Έκταση άρθρων. Τα άρθρα σύνταξης δεν πρέπει να υπερβαίνουν τις 1000
λέξεις. Οι ανασκοπήσεις δεν πρέπει να υπερβαίνουν τις 5000 λέξεις συμπεριλαμβανομένων των πινάκων, των τίτλων των εικόνων και της βιβλιογραφίας
και μπορούν να περιέχουν έως 3 εικόνες. Η Σύνταξη διατηρεί το δικαίωμα
δημοσίευσης ανασκοπήσεων με μεγαλύτερη έκταση. Οι ερευνητικές εργασίες πρέπει να είναι συντομότερες και γενικά να μην υπερβαίνουν τις 4000
λέξεις συμπεριλαμβανομένων των πινάκων, των τίτλων των εικόνων και της
βιβλιογραφίας, και μπορούν να περιέχουν έως 6 εικόνες. Οι κλινικές απόψεις
δεν πρέπει να υπερβαίνουν τις 1.500 λέξεις, τα ενδιαφέροντα περιστατικά τις
1.000 λέξεις και τα γράμματα προς τη Σύνταξη τις 500 λέξεις.
Δομή του κειμένου. Η ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΕΠΙΘΕΩΡΗΣΗ ΑΘΗΡΟΣΚΛΗΡΩΣΗΣ
έχει αποδεχθεί τις oμοιόμορφες απαιτήσεις για τα Βιοϊατρικά Περιοδικά (σύστημα Vancouver) και οι οδηγίες της προς τους συγγραφείς είναι σύμφωνες
με τις απαιτήσεις αυτές. Τα κείμενα πρέπει να δακτυλογραφούνται σε διπλό
διάστημα συνηθισμένων διαστάσεων (ISO A4 210×297 mm), με περιθώρια
τουλάχιστον 3,5 cm. Πρέπει να χρησιμοποιούνται ξεχωριστές σελίδες για τον
τίτλο, την περίληψη και τις λέξεις-κλειδιά, το κυρίως κείμενο, τις ευχαριστίες,
τη βιβλιογραφία, τους πίνακες και τους τίτλους των εικόνων.
Σελίδα τίτλου. Περιλαμβάνει (α) τον τίτλο του άρθρου (μέχρι 12 λέξεις),
(β) βραχύ τίτλο (όχι μεγαλύτερο των 50 χαρακτήρων), (γ) ονόματα συγγραφέων (στην ονομαστική) και τίτλο, (δ) το νοσοκομείο (ή νοσοκομεία), την
κλινική (ή κλινικές), το εργαστήριο (ή εργαστήρια) όπου πραγματοποιήθηκε
ή εργασία, (ε) πλήρη ταχυδρομική διεύθυνση, αριθμό τηλεφώνου και FAX
καθώς και διεύθυνση e-mail του υπεύθυνου για επικοινωνία συγγραφέα. Σε
περίπτωση αναδημοσίευσης ερευνητικής εργασίας θα αναγράφεται επιπλέον
ο πρωτότυπος τίτλος, το περιοδικό στο οποίο δημοσιεύθηκε καθώς και το έτος,
ο τόμος και οι σελίδες του περιοδικού.
Περίληψη και λέξεις ευρετηρίου. Οι περιλήψεις των ανασκοπήσεων και
των ερευνητικών εργασιών πρέπει να αποτελούνται το πολύ από 250 λέξεις, ενώ
αυτές των επίκαιρων θεμάτων και των περιγραφών περιπτώσεων ασθενών, το
πολύ από 150 λέξεις. Για τις ανασκοπήσεις πρέπει να εφαρμόζονται οι περιγραφικές περιλήψεις (descriptive), οι οποίες αναφέρουν συνοπτικά όλα τα κεφάλαια
που περιέχει το άρθρο και σημαντικά συμπεράσματα. Οι περιλήψεις των ερευνητικών εργασιών πρέπει να χωρίζονται σε τέσσερεις παραγράφους, οι οποίες
φέρουν κατά σειρά την ακόλουθη επικεφαλίδα: Σκοπός, Υλικό-Μέθοδος, Αποτελέσματα, Συμπεράσματα. Μετά την περίληψη παρατίθενται 3–10 λέξεις κλειδιά.
Οι λέξεις αυτές πρέπει να αντιστοιχούν στους διεθνείς όρους που χρησιμοποιεί το
Index Medicus-MESH Ελλάς, Έκδοση ΕΙΣ, ΙΑΤΡΟΤΕΚ.
Κείμενο. Οι ερευνητικές εργασίες αποτελούνται συνήθως από τα κεφάλαια: Εισαγωγή, Υλικό ή ασθενείς και μέθοδος, Αποτελέσματα, Συζήτηση. Η
εισαγωγή περιλαμβάνει τις απαραίτητες βιβλιογραφικές παραπομπές και ανα-
300
φέρει τον λόγο για τον οποίο πραγματοποιήθηκε η εργασία. Στη μεθοδολογία
περιγράφεται το πρωτόκολλο, με βάση το οποίο εξελίχθηκε η έρευνα. Αναφέρονται λεπτομερώς ο τρόπος επιλογής ασθενών ή οποιουδήποτε υλικού,
καθώς και η μέθοδος η οποία εφαρμόστηκε, ώστε η ίδια έρευνα να μπορεί
να αναπαραχθεί από μελλοντικούς ερευνητές. Στην περίπτωση ερευνών που
αφορούν σε ανθρώπους, πρέπει να τονίζεται ότι η έρευνα πραγματοποιήθηκε με βάση τη Διακήρυξη του Ελσίνκι (1975). Οι φαρμακευτικές ουσίες που
χρησιμοποιήθηκαν στη μελέτη πρέπει να αναφέρονται με την κοινόχρηστη
ονομασία τους. Περιγράφεται το υλικό που αξιολογήθηκε κατά τη διάρκεια
της μελέτης και το κεφάλαιο ολοκληρώνεται με τα στατιστικά κριτήρια που
χρησιμοποιήθηκαν. Στο επόμενο κεφάλαιο παρουσιάζονται τα αποτελέσματα
ολοκληρωμένα, αλλά σύντομα. Όσα αναφέρονται σε πίνακες, δεν επαναλαμβάνονται στο κείμενο. Στη συζήτηση μπορεί να γίνει σύγκριση με τα αποτελέσματα άλλων ομοειδών εργασιών και περιγράφονται οι προοπτικές που
διανοίγονται με τα αποτελέσματα της μελέτης, καθώς και τα τελικά συμπεράσματα. Δεν επαναλαμβάνονται όσα έχουν αναφερθεί στα αποτελέσματα, τα
οποία πρέπει να συνδέονται με τους στόχους της μελέτης. Πρέπει να αποφεύγονται αυθαίρετα συμπεράσματα, τα οποία δεν τεκμηριώνονται με τα αποτελέσματα της εργασίας. Στα ενδιαφέροντα περιστατικά προηγείται η εισαγωγή
και ακολουθούν η περιγραφή του περιστατικού και η συζήτηση. Στα υπόλοιπα
είδη άρθρων, το κείμενο διαμορφώνεται ανάλογα με τις απαιτήσεις και τους
στόχους του συγγραφέα.
Ευχαριστίες. Απευθύνονται μόνο προς τα άτομα τα οποία έχουν βοηθήσει
ουσιαστικά.
Βιβλιογραφικές παραπομπές. Οι βιβλιογραφικές παραπομπές στο
κείμενο αριθμούνται με αύξοντα αριθμό, ανάλογα με τη σειρά που εμφανίζονται. Σε περίπτωση αναφοράς σε ονόματα συγγραφέων στο κείμενο,
εφόσον είναι ξένοι, μετά το επώνυμο του πρώτου συγγραφέα ακολουθεί
η συντομογραφία et al, ενώ στους Έλληνες συγγραφείς «και συν». Εφόσον
οι συγγραφείς είναι δύο, μεταξύ των επωνύμων τοποθετείται η λέξη «και».
Όλες οι βιβλιογραφικές παραπομπές του κειμένου –και μόνον αυτές– πρέπει να υπάρχουν στον βιβλιογραφικό κατάλογο. Ο αριθμός των βιβλιογραφικών παραπομπών πρέπει να περιορίζεται στον τελείως απαραίτητο. Στις
ανασκοπήσεις, οι βιβλιογραφικές παραπομπές δεν πρέπει να είναι περισσότερες από 100. Στα άρθρα επικαιρότητας (κλινικές απόψεις, ενδιαφέροντα
περιστατικά) πρέπει να αναφέρονται μέχρι 10 άρθρα ή μονογραφίες, για τα
οποία ο συγγραφέας πιστεύει ότι είναι απαραίτητα για την ολοκληρωμένη
πληροφόρηση του αναγνώστη για το θέμα. Τα γράμματα προς τη Σύνταξη
δεν πρέπει να έχουν περισσότερες από 5 βιβλιογραφικές παραπομπές.
Η σύνταξη του βιβλιογραφικού καταλόγου γίνεται αριθμητικά, με βάση τον
αύξοντα αριθμό και τη σειρά των βιβλιογραφικών παραπομπών στο κείμενο.
Αναφέρονται τα επώνυμα και τα αρχικά των ονομάτων όλων των συγγραφέων
μέχρι 3 (όταν είναι περισσότεροι ακολουθεί η ένδειξη et al), ο τίτλος της εργασίας, η συντομογραφία του τίτλου του περιοδικού, το έτος, ο τόμος, η πρώτη
και η τελευταία σελίδα της δημοσίευσης· π.χ. You CH, Lee KY, Chey WY et al.
The role of oxidative stress in atherosclerosis. Circulation 1980, 79:311–314.
Σε περίπτωση που δεν αναφέρεται όνομα συγγραφέως, σημειώνεται η λέξη
Ανώνυμος (για ελληνική δημοσίευση) ή Anonymous. Π.χ. Anonymous. Coffee
drinking and atherosclerosis (Editorial). Br Med J 1981, 283:628. Παραπομπές
οι οποίες αναφέρονται σε εργασίες που δημοσιεύονται σε συμπληρώματα
(supplements) εκδόσεων, πρέπει να συνοδεύονται με τον αριθμό του συμπληρώματος, που σημειώνεται σε παρένθεση μετά τον τόμο. π.χ. Eur Heart Journal
1996, 54(Suppl 1):26. Οι συντμήσεις των τίτλων των περιοδικών πρέπει να γίνονται με βάση το Index Medicus. Δεν τοποθετούνται τελείες στα ακρώνυμα
των συγγραφέων και στις συντμήσεις των περιοδικών. Για την καταχώρηση
συγγραμμάτων ή μονογραφιών στον βιβλιογραφικό κατάλογο, αναφέρονται
στη σειρά τα επώνυμα και τα αρχικά των συγγραφέων, ο τίτλος, ο αριθμός
έκδοσης, ο εκδότης, η πόλη έκδοσης, το έτος και οι σελίδες της αναφοράς. Η
αναφορά σε κεφάλαιο βιβλίου πρέπει να γίνεται με τον ακόλουθο τρόπο: Πα-
Ελληνική Επιθεώρηση Αθηροσκλήρωσης 2(4)
παθανασίου ΙΒ. Πλειοτροπικές δράσεις των στατινών. Στο: Υπολιπιδιαμική αγωγή στην αθηρωματική νόσο. ΒΗΤΑ, Αθήνα, 1983:67–113. Αν η βιβλιογραφική
παραπομπή αποτελεί κεφάλαιο συγγράμματος το οποίο έχει γραφεί από άλλο
συγγραφέα, η αναφορά γίνεται ως εξής: Κuhn L, Swartz MN. Toll-like receptors.
In: (Στο): Lee WA (ed) (ή eds ή Συντ.) Inflammation and Atherosclerosis.
Saunders, Philadelphia, 1987:457–472.
Μη δημοσιευμένες εργασίες καθώς και «προσωπικές επικοινωνίες» δεν
χρησιμοποιούνται ως βιβλιογραφικές παραπομπές. Άρθρα, τα οποία έχουν
γίνει δεκτά για δημοσίευση, μπορούν να περιληφθούν στη βιβλιογραφία.
Στην τελευταία περίπτωση, μετά τη συντομογραφία του περιοδικού σημειώνεται η ένδειξη «υπό δημοσίευση». Η αναφορά της ελληνικής βιβλιογραφίας είναι υποχρεωτική και είναι δυνατόν να αναζητηθεί από την Ελληνική
Βάση Ιατρικής Βιβλιογραφίας (ΙΑΤΡΟΤΕΚ), www.iatrotek.org.
Αγγλική περίληψη. Περιλαμβάνει τα ονόματα των συγγραφέων και την
ιδιότητά τους, τον τίτλο της εργασίας και το ίδρυμα ή το εργαστήριο από το
οποίο προέρχεται η εργασία. Η περίληψη δεν πρέπει να υπερβαίνει τις 250
λέξεις, ενώ για τα επίκαιρα θέματα και τις περιγραφές περιπτώσεων ασθενών
τις 150 λέξεις. Η δομή, η έκταση, το περιεχόμενο και οι λέξεις κλειδιά της Αγγλικής περίληψης πρέπει να είναι αντίστοιχα αυτών της Ελληνικής περίληψης.
Η ποιότητα των αγγλικών περιλήψεων πρέπει να είναι αρκετά ικανοποιητική,
επειδή αποτελεί σημαντικό κριτήριο αποδοχής του περιοδικού στους διεθνείς
καταλόγους βιοϊατρικών περιοδικών.
Αρίθμηση κεφαλαίων σε ανασκοπήσεις. Όλα τα κεφάλαια αριθμούνται με αραβικούς αριθμούς: 1, 2, 3 κ.λπ. Τα υποκεφάλαια φέρουν τον αριθμό
του αρχικού κεφαλαίου, τελεία και ακολουθεί ο αριθμός του υποκεφαλαίου:
1.1., 1.2. ή 1.1.1., 1.2.1. κ.ο.κ.
Πίνακες. Δακτυλογραφούνται με διπλό διάστημα, σε χωριστή σελίδα. Αριθμούνται με τη σειρά που εμφανίζονται στο κείμενο, με αραβικούς αριθμούς. Πρέπει να φέρουν περιεκτική σύντομη επεξήγηση, ώστε για την κατανόησή τους να
μην είναι απαραίτητο να καταφύγει ο αναγνώστης στο κείμενο. Κάθε στήλη φέρει επεξηγηματική σύντομη επικεφαλίδα. Οι επεξηγήσεις των συντομογραφιών,
καθώς και οι λοιπές διευκρινίσεις, γίνονται στο τέλος του πίνακα.
Εικόνες. Τα σχήματα, σχεδιασμένα σε υπολογιστή, και οι φωτογραφίες
πρέπει να στέλνονται στο πρωτότυπο, ώστε να είναι κατάλληλα για άμεση
αναπαραγωγή και εκτύπωση. Οι τίτλοι των εικόνων πρέπει να αναγράφονται
με τον αριθμό που αντιστοιχεί στην εικόνα, σε χωριστή σελίδα. Επεξηγήσεις
σχετικές με τις εικόνες μπορούν να αναφερθούν στον τίτλο. Για το μέγεθος
των εικόνων, συμβουλευθείτε το σχήμα του περιοδικού. Εφόσον χρησιμοποιούνται φωτογραφίες ασθενών, το πρόσωπο δεν πρέπει να φαίνεται. Στην
αντίθετη περίπτωση, επιβάλλεται έγγραφη συγκατάθεση του ασθενούς για
τη δημοσίευση της φωτογραφίας. Όλες οι εικόνες αναφέρονται στο κείμενο
και αριθμούνται με αραβικούς αριθμούς.
Ονοματολογία και μονάδες μέτρησης. Προκειμένου για την επιλογή
των όρων και των ονομάτων (ουσιών, οντοτήτων, οργανισμών, νοσημάτων
κ.λπ.), κρίνεται σκόπιμο οι συγγραφείς να συμβουλεύονται το Λεξιλόγιο σύγχρονων Ελληνοαγγλικών λεξικών Βιοϊατρικής Ορολογίας. Οι συγγραφείς πρέπει να χρησιμοποιούν τους παγκοσμίως παραδεκτούς τίτλους και τις μονάδες
μετρήσεων του SI.
Διόρθωση τυπογραφικών δοκιμίων. Πραγματοποιείται μία φορά από
τους συγγραφείς. Εκτεταμένες μεταβολές δεν γίνονται δεκτές.
Ανάτυπα. Απαγορεύεται η φωτοτυπική αναπαραγωγή των δημοσιευμένων εργασιών. Η προμήθεια από τους συγγραφείς ανατύπων γίνεται αποκλειστικά από την εκδοτική εταιρία ΒΗΤΑ.
INSTRUCTIONS TO AUTHORS
Hellenic Journal of Atherosclerosis 2(4)
The journal HELENIC JOURNAL OF ATHEROSCLEROSIS, edited by the Hellenic Society of Atherosclerosis, aims at the continuous education of scientists of various disciplines including Medical doctors, Biologists, Biochemists,
Dieticians, etc in various topics related to the pathogenesis, diagnosis and
treatment of atherosclerosis. To this purpose it is looking to promote scientific
papers on the following sections:
1. Editorials. Brief review articles on current and/or ambiguous topics related to Atherosclerosis and cardiovascular disease without abstract, written
after invitation of the Editorial Board. Three key-words should be listed.
2. Reviews. Detailed surveys of medical subjects with the emphasis on
current points of view related to atherosclerosis and cardiovascular disease.
3. Original papers. Reports on clinical trials or experimental work and
epidemiological prospective or retrospective research in topics related to
atherosclerosis, based on a research protocol described in detail in the methodology section. The results of the study should not have been previously
published (except in abstract form). Clinical and epidemiological studies
with particular interest to Greek healthcare workers will be given priority. Quite exceptionally original papers published in distinguished foreign
journals by Greek scientists especially when their results are relevant for
the Greek medical community can be republished in HELLENIC JOURNAL OF
ATHEROSCLEROSIS after been approved by the Editorial Board. These papers
must be translated by the authors, who also have to obtain written permission by the copyright owners.
301
tinos (Laboratory of Biochemistry, Department of Chemistry, University of Ioannina, 45 110 Ioannina, Greece, Τel.: +30 26510-08326,
Fax: +30 26510-08785, Ε-mail: [email protected]). All manuscripts
must be accompanied by a letter, in PDF form, signed by the author responsible for correspondence. The cover letter should include a statement, indicating that the manuscript has been approved by all authors. The corresponding
author should also submit to the journal the copywrite transfer agreement
form signed by all authors. In case of submission of an original paper been
already published in a foreign journal, it must be clearly stated that the authors have obtained the written permission of the copyright owners, a copy
of which must be attached. The final revised text will be resubmitted electronically in WORD and PDF form. All papers published in HELLENIC JOURNAL
OF ATHEROSCLEROSIS are owned by the journal and are not allowed to be
republished without the written consent of the Editor in chief.
Length of the articles. Editorials not exceed the 1000 words. Review articles should not exceed 5000 words including tables, legends to the figures
and references and could include up to three figures. However, the Editorial
Board may allow the publication of longer reviews upon judgement. Original papers should be shorter, generally not exceeding 4000 words including
tables, legends to the figures and references and could include up to six figures. Clinical points of view should not exceed 1500 words, case reports 1000
words and letters to the Editor 500 words.
5. Case reports. Reports on new or very rare clinical cases of atherosclerotic disease, new diagnostic criteria or new therapeutic methods with
proven results.
Assembling a manuscript. HELLENIC JOURNAL OF ATHEROSCLEROSIS
has agreed to conform to the Uniform Requirements for Manuscripts submitted to Biomedical Journals (Vancouver System) and its guidelines for authors
are in accordance to the above requirements. Papers must be typed doublespace of the usual dimensions (ISO A4 210x297 mm), with margins of at least
3.5 cm. A separate page must be used for the title, the abstract and keywords,
the main text, the acknowledgements, the references, the tables, the figures
and the figure legends.
6. Conferences, seminars, round tables. Abstracts or short texts of
speakers participated in conferences, seminars or round tables related to
atherosclerosis organized by, or been under, the auspices of the Hellenic
Atherosclerosis Society or abstracts presented as posters in conferences organized by the Hellenic Atherosclerosis Society.
Title page. It contains (a) the title of the article, which must be brief (up
to 12 words), (b) running title up to 50 characters, (c) name and position of
the authors(s), (d) institutional affiliation of each author, (e) name, address,
telephone number, fax number of the author responsible for correspondence.
7. Book presentations. They should refer to the title of the book, the
authors’ name(s), the number of pages, the name of the publisher, the date
and the place of publication and the price.
Abstract and key words. Abstracts are limited to 250 words with the
exception of clinical points of view and case reports whose length is limited
to 150 words. The abstracts of the reviews must be descriptive, mentioning
all chapters contained and the main conclusions. Abstracts of the original
papers, should be structured into four paragraphs, under the following captions: Aim, Material or Patients and Methods, Results, Conclusions. In the
same page, 3–10 key-words should be listed, chosen from the MeSH terms
of Index Medicus.
4. Clinical points of view. A diagnostic, therapeutic or epidemiological approach to several clinical syndromes of the atherosclerotic disease; the
data for and against should be in algorithmic form.
8. Correspondence. Letters containing comments on papers published
in the journal, preliminary results, remarks about untoward effects of drugs,
judgments concerning the journal etc. They must be signed.
Previous or duplicate publication. Papers submitted to HELLENIC
JOURNAL OF ATHEROSCLEROSIS are judged for publication on the condition
that the results or the paper itself have not been previously published or submitted for publication in another journal. The corresponding author should
report in the cover letter that the research work has not been published or
submitted for publication in an other journal. An exception to this rule is the
final research results that have been published as preliminary results or as
an abstract form. In this case, the author(s) should also submit electronically
these previous publications in a PDF form.
Submission of papers. Papers submitted to the journal should written
in Greek or English. All manuscripts should be submitted electronically in a
PDF form to the responsible of the editorial secretariat Dr Tellis Constan-
Text. Original papers usually contain the following chapters: Introduction, Material or Patients and Methods, Results, Discussion. The introduction contains the background and the necessary references and cites the
objective of the study. The study protocol must be thoroughly described
in the methodology section. Details such as the mode of patient or material selection, as well as the methodology applied must be fully disclosed
in order that the research may be reproduced by future investigators. In
the case of research related to human beings it must be stated that the
research was performed according to the principles of the Declaration of
Helsinki (1975). The pharmaceutical substances used must be mentioned
by their generic names. In the same chapter the data evaluated must be
302
described and the chapter should be completed by an analysis of the statistical criteria used. In the next chapter the results should be presented
fully but briefly. Results shown in tables should not be repeated in the
text. In the Discussion, the perspectives opened up by the results of the
study as well as the final conclusions are discussed. The results must not
be repeated in this section. A comparison with the results of other similar
studies may be done. The results may also be related to the objectives of
the study but it is advisable to avoid arbitrary conclusions, not emerging
from the results themselves.
Acknowledgements. They are addressed only to persons who have contributed substantially.
References. They are numbered in the order in which they are first cited
in the text. If author names are cited in the text, first author’s surname is followed by et al. If there are only two authors, place an “and” between the two
surnames. All references cited in the text –and those only– must be shown
in the reference section. The number of references must be limited to those
absolutely necessary. Reviews must have no more than 100 references, current issues and editorials up to 10 articles or monographs considered by the
author to be necessary for complete information on the subject, and letters
to the Editor up to 5 references. The reference section is organized numerically based on the consecutive numbers and order of references in the text.
Cite the surnames and initials of all authors up to three (if more, add et al after the third), the title of the article, the abbreviation of journal title, the year,
volume, first and last page of the publication; e.g. You CH, Lee KY, Chey WY et al.
The role of oxidative stress in atherosclerosis. Circulation 1980, 79:311–314. In
case that no author name is given, cite Anonymous; e.g. Anonymous. Coffee
drinking and atherosclerosis (Editorial). Br Med J 1981, 283:628. References
of papers published in supplements, must also note the number of supplement in parenthesis after the volume, e.g. Eur Heart Journal 1996, 54(Suppl
1):26. The abbreviations of journal titles must be compatible to Index Medicus. No full stops are placed after author acronyms and journal abbreviations.
For books or monographs, list the surnames and initials of the authors, the
title, and the number of edition, the editor, and the town of edition, the year
and the pages cited. For chapter in a book, the reference must be written
as follows: Papathanasiou IB. Pleiotropic actions of statins. In: Hypolipidemic
drugs in atherosclerosis. BETA, Athens, 1983:67–113. If the reference consists
of chapter in a book written by another author, it must be written as follows: Κuhn L, Swartz MN. Toll-like receptors. In: Lee WA (ed) Inflammation and
Atherosclerosis. Saunders, Philadelphia, 1987:457–472.
Unpublished material as well as personal communications should not be
used as references, whereas articles accepted for publication but not yet published may be included. In this last case after the journal title abbreviation
Ελληνική Επιθεώρηση Αθηροσκλήρωσης 2(4)
there should be an indication “to be published”. Citation of Greek references
is mandatory. Greek literature can be sought at the Data Base of the Greek
Medical Literature (IATROTEK), www.iatrotek.org.
Abstract in English. It must include the title, the names of the authors
and the institutional affiliation of each author. The abstract in English is limited to 250 words with the exception of current issues and case reports whose
length is limited to 150 words. Otherwise it has to be constructed in the same
way as the Greek one. It is important that the quality of the English abstract
should be excellent, because it is a major criterion for the acceptance of the
journal in the international lists of Biomedical journals.
Chapter numbering in reviews and current issues. All chapters must
be numbered with Arabic numbers 1, 2, 3 etc. Subchapters should have the
number of the initial chapter, point and the number of the subchapter, e.g.
1.1., 1.2. or 1.1.1., 1.2.1. etc.
Tables. They are typed double-space, in a separate page. They are numbered by the order they appear in the text, with Arabic numbers. They should
have a brief, comprehensive explanation so that the reader need not turn to
the text. Each column must have a brief explanatory heading. Explanations of
the abbreviations should be made at the bottom of the table.
Figures. The figures professionally drawn in china ink or prepared using
a computer and high resolution printer and the photographs, must be the
original ones, to facilitate immediate photographic reproduction and printing. Indicate by pencil on the back the number of the figure, its top (with
an arrow) and running title of paper. They must be placed in an envelope
between two sheets of cardboard to prevent wrinkling. Legends for figures
must be written in a separate page and have the number of the corresponding figure. Explanations concerning the figures may be cited in the legend.
Consult the format of the journal for the size of the figures. If photographs of
patients are used, make sure that their face is not shown. In the opposite case,
a written consent of the patient allowing the photograph to be published
should accompany the figure. All figures must be mentioned in the text and
be numbered with Arabic numbers.
Terms and units of measurement. The authors must use the universally accepted terms and the SI units of measurement. For the choice of terms
and names (of substances, entities, organizations, diseases etc.) please consult the MeSH of Index Medicus.
Review of proofs. It is done once by the authors. Major alterations are
not accepted.
Reprints. Photocopy reproduction of published papers is not allowed.
Authors can order reprints directly to the publishing company BETA.