Book 1.indb - Ελληνική Εταιρεία Αθηροσκλήρωσης

`±±a³ ¯a ` ²`¼ca·a °²acµ·¯±ac¼·a·
ISSN 1792-4944
Τόμος 1 • Τεύχος 1 • ΣΕΠΤΕΜΒΡΙΟΣ-ΔΕΚΕΜΒΡΙΟΣ 2010
Volume 1 • No 1 • SEPTEMBER-DECEMBER 2010
`±±a³ ¯a `Â ²`¼ca·a
°nlutvopÆu|vlv
Τόμος 1 • Τεύχος 1 • ΣΕΠΤΕΜΒΡΙΟΣ-ΔΕΚΕΜΒΡΙΟΣ 2010
4ο Πανελλήνιο Συνέδριο Αθηροσκλήρωσης
με διεθνή συμμετοχή
13–16 Οκτωβρίου 2010
Συνεδριακό Κέντρο Ξενοδοχείου Du Lac
Ιωάννινα
Περιλήψεις
Προφορικών και Αναρτημένων
Ανακοινώσεων
aellenic journal of Atherosclerosis
`±±a³ ¯a ` ²`¼ca·a °²acµ·¯±ac¼·a·
ISSN 1792-4944
Τόμος 1 • Τεύχος 1 • ΣΕΠΤΕΜΒΡΙΟΣ-ΔΕΚΕΜΒΡΙΟΣ 2010
Volume 1 • No 1 • SEPTEMBER-DECEMBER 2010
`±±a³ ¯a `Â ²`¼ca·a
°nlutvopÆu|vlv
Τόμος 1 • Τεύχος 1 • ΣΕΠΤΕΜΒΡΙΟΣ-ΔΕΚΕΜΒΡΙΟΣ 2010
4ο Πανελλήνιο Συνέδριο Αθηροσκλήρωσης
με διεθνή συμμετοχή
13–16 Οκτωβρίου 2010
Συνεδριακό Κέντρο Ξενοδοχείου Du Lac
Ιωάννινα
Περιλήψεις
Προφορικών και Αναρτημένων
Ανακοινώσεων
aellenic journal of Atherosclerosis
`±±a³b¯a `Âb²`¼ca·a
°²acµ·¯±ac¼·a·
Τετραμηνιαία Έκδοση
της Ελληνικής Εταιρείας Αθηροσκλήρωσης
ň¨ňŎʼnŒņŒņő
Ελληνική Εταιρεία Αθηροσκλήρωσης
Μαιάνδρου 9, 115 28 Αθήνα
Τηλ.: 210-72 10 055, Fax: 210-72 10 055
ńʼn¨ŎŒņő
Τσελέπης Αλέξανδρος
¨ňŎňʼnņŒňʼnŎ őœŋłŎœŊňŎ
Αναπληρωτής
Διευθυντής Σύνταξης
Παναγιωτάκος Δημοσθένης
PUBLISHER
Tselepis Alexandros
EXECUTIVE COMMITTEE
Μέλη
Ελισάφ Μωϋσής
Καραγιάννης Αστέριος
Λυμπερόπουλος Ευάγγελος
Πίτσαβος Χρήστος
Τζιόμαλος Κωνσταντίνος
Τσελέπης Αλέξανδρος
Vice-Chairman
Ganotakis Emmanouil
Members
Elisaf Moses
Karagiannis Asterios
Liberopoulos Evangelos
Pitsavos Christos
Tziomalos Konstantinos
Tselepis Alexandros
őœŌŒŁʼnŒňʼnņ ńŏňŒŐŎŏņ
Μέλη
Άθυρος Βασίλειος
Αχείμαστος Απόστολος
Γανωτάκης Εμμανουήλ
Δεδούσης Γεώργιος
Ελισάφ Μωϋσής
Καραγιάννης Αστέριος
Λιονής Χρήστος
Λυμπερόπουλος Ευάγγελος
Μανωλόπουλος Ευάγγελος
Μηλιώνης Χαράλαμπος
Μπιλιανού Ελένη
Μυγδάλης Ηλίας
Νικολάου Βασίλειος
Πίτσαβος Χρήστος
Τζιόμαλος Κωνσταντίνος
Χρυσοχόου Χριστίνα
EDITORIAL BOARD
Editor-in-Chief
Tselepis Alexandros
Αντιπρόεδρος
Γανωτάκης Εμμανουήλ
Διευθυντής Σύνταξης
Τσελέπης Αλέξανδρος
OWNER
Hellenic Atherosclerosis Society
9 Meandrou str., 115 28 Athens, Greece
Tel.: (+30) 210-72 10 055, Fax: (+30) 210-72 10 055
Treasurer
Bilianou, Eleni
Ταμίας
Μπιλιανού Ελένη
Ειδ. Γραμματέας
Νικολάου Βασίλειος
Four-monthly Journal
of the Hellenic Atherosclerosis Society
Chairman
Athyros Vassilios
Πρόεδρος
Άθυρος Βασίλειος
Γεν. Γραμματέας
Παναγιωτάκος Δημοσθένης
HELLENIC JOURNAL
OF ATHEROSCLEROSIS
Secretary General
Panagiotakos Demosthenes
Secretary Special
Nikolaou Vasileios
Associate Editor
Panagiotakos Demosthenes
Members
Athyros Vassilios
Achimastos Apostolos
Bilianou Eleni
Chrysohoou Christina
Dedousis Georgios
Elisaf Moses
Ganotakis Emmanouil
Karagiannis Asterios
Liberopoulos Evangelos
Lionis Christos
Manolopoulos Evangelos
Migdalis Ilias
Milionis Charalambos
Nikolaou Vasileios
Pitsavos Christos
Tziomalos Konstantinos
Αδριανείου 3 & Κατεχάκη, 115 25 Αθήνα (Ν. Ψυχικό)
Τηλ.: 210-67 14 371 – 210-67 14 340, Fax: 210-67 15 015
E-mail: [email protected], Ε-shop: www.betamedarts.gr, EN ISO 9001:2000
3, Adrianiou str., GR-115 25 Αthens-Greece
Τel.: (+30)210-67 14 371 – (+30)210-67 14 340, Fax: (+30)210-67 15 015
E-mail: [email protected], E-shop: www.betamedarts.gr, EN ISO 9001:2000
Υπεύθυνος τυπογραφείου
Α. Βασιλάκου, Αδριανείου 3 – 115 25 Αθήνα, Τηλ.: 210-67 14 340
Printing supervision
A. Vassilakou 3, Adrianiou str. – GR-115 25 Athens, Tel.: (+30)210-67 14 340
www.atherosclerosis-gr.org
[email protected]
Clopidogrel 75mg / 300mg
(Hydrogen Sulphate)
`±±a³b¯a `Âb²`¼ca·a
°²acµ·¯±ac¼·a·
Τετραμηνιαία Έκδοση
της Ελληνικής Εταιρείας Αθηροσκλήρωσης
HELLENIC JOURNAL
OF ATHEROSCLEROSIS
Four-monthly Journal
of the Hellenic Atherosclerosis Society
ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΑ
CONTENTS
Άρθρο Σύνταξης ........................................................... 11
Editorial ..............................................................................11
Προφορικές Ανακοινώσεις ....................................... 12
Oral Presentations ......................................................... 12
Αναρτημένες Ανακοινώσεις ..................................... 30
Poster Presentations .................................................... 30
Ευρετήριο Συγγραφέων .......................................... 115
Index of Αuthors ......................................................... 115
Όταν οι πρότυπες θεραπείες
δεν είναι επαρκείς
ή καλώς ανεκτές
Για περαιτέρω µείωση
της LDL- χοληστερόλης
απουσία συστηµατικής έκθεσης
ΣΥΝΤΜΗΣΗ ΧΑΡΑΚΤΗΡΙΣΤΙΚΩΝ ΠΡΟΪΟΝΤΟΣ
ΟΝΟΜΑΣΙΑ
Cholestagel 625mg δισκία επικαλυµµένα µε λεπτό υµένιο.
ΠΟΙΟΤΙΚΗ ΚΑΙ ΠΟΣΟΤΙΚΗ ΣΥΝΘΕΣΗ
Κάθε δισκίο περιέχει 625 mg υδροχλωρικής
κολεσεβελάµης (αναφεροµένη καθ’εξής ως κολεσεβελάµη).
ΘΕΡΑΠΕΥΤΙΚΕΣ ΕΝ∆ΕΙΞΕΙΣ
Το Cholestagel συγχορηγούµενο µε έναν αναστολέα της HMG-CoA ρεδουκτάσης (στατίνη)
ενδείκνυται ως συµπληρωµατική θεραπεία στη δίαιτα για την περαιτέρω ελάττωση των επιπέδων της LDL χοληστερόλης (LDL-C) σε ασθενείς µε πρωτοπαθή υπερχοληστερολαιµία, οι οποίοι δεν είναι επαρκώς ρυθµισµένοι µε τη µονοθεραπεία µε στατίνη.
Το Cholestagel ως µονοθεραπεία ενδείκνυται ως συµπληρωµατική θεραπεία στη διαίτα
για την ελάττωση των αυξηµένων επιπέδων της ολικής και LDL χοληστερόλης σε ασθενείς µε αµιγή πρωτοπαθή υπερχοληστερολαιµία οι οποίοι δεν µπορούν να λάβουν ή να
ανεχθούν καλά τις στατίνες. Το Cholestagel µπορεί επίσης να χρησιµοποιηθεί σε συνδυασµό µε εζετιµίµπη, µε ή χωρίς στατίνη, σε ενήλικες ασθενείς µε πρωτοπαθή υπερχοληστερολαιµία, συµπεριλαµβανοµένων ασθενών µε οικογενή υπερχοληστερολαιµία.
ΑΝΕΠΙΘΥΜΗΤΕΣ ΕΝΕΡΓΕΙΕΣ
Οι ανεπιθυµήτες ενέργειες ήταν σε γενικές γραµµές ήπιες ή µέτριας βαρύτητας. Σε κλινικές µελέτες στις οποίες συµµετείχαν περίπου 1400 ασθενείς, στη θεραπευτική οµάδα
του Cholestagel, δυσκοιλιότητα και δυσπεψία αναφέρθηκαν σε ποσοστά 10% και 6%
αντιστοίχως. Ποσοστό 2% των ασθενών που έλαβαν Cholestagel εµφάνισαν αύξηση των
επιπέδων των τριγλυκεριδίων 6 mmol/L· ποσοστό 7% εµφάνισε αύξηση των επιπέδων
των τριγλυκεριδίων 4 mmol/L. Αύξηση των επιπέδων των τρανσαµινασών ορού 3 φορές
των ανώτερων φυσιολογικών ορίων παρατηρήθηκε σε ποσοστό 0,1% των ασθενών που
έλαβαν µονοθεραπεία µε Cholestagel. Επιπρόσθετα, ποσοστό 0,4% των ασθενών µετά
από θεραπεία µε Cholestagel εµφάνισε µυαλγία. Το Cholestagel σε συνδυασµό µε κάποια στατίνη δεν προκάλεσε την εµφάνιση κάποιας συχνής ανεπιθύµητης ενέργειας συγκριτικά µε τη µονοθεραπεία µε στατίνη.
ΕΙ∆ΙΚΕΣ ΠΡΟΕΙ∆ΟΠΟΙΗΣΕΙΣ ΚΑΙ ΠΡΟΦΥΛΑΞΕΙΣ ΚΑΤΑ ΤΗ ΧΟΡΗΓΗΣΗ
Πριν από την έναρξη της αγωγής µε Cholestagel, δευτεροπαθείς αιτίες υπερχοληστερολαιµίας (δηλαδή, κακά ελεγχόµενος σακχαρώδης διαβήτης, υποθυρεοειδισµός, νεφρωσσικό σύνδροµο, δυσπρωτεϊναιµίες, αποφρακτική ηπατική νόσος, άλλες
φαρµακευτικές θεραπείες, αλκοολισµός) θα πρέπει να εξαιρούνται.. Όταν το Cholestagel
συγχορηγείται µε κάποια στατίνη, θα πρέπει να µελετάται το SPC της συγκεκριµένης στατίνης για την ύπαρξη κάποιας προειδοποίησης ή προφύλαξης κατά τη χορήγηση. Ασθενείς µε επίπεδα τριγλυκεριδίων µεγαλύτερα των 3,4 mmol/L (300mg/dL) θα πρέπει να
αντιµετωπίζονται µε προσοχή, λόγω της αυξητικής δράσης που ασκεί στα τριγλυκερίδια
το Cholestagel. Η ασφάλεια και η αποτελεσµατικότητα σε ασθενείς µε επίπεδα τριγλυκεριδίων µεγαλύτερα των 3,4 mmol/L (300mg/dL) δεν έχει αποδειχθεί, καθώς οι συγκεκριµένοι ασθενείς εξαιρέθηκαν των κλινικών µελετών. Η ασφάλεια και η
αποτελεσµατικότητα του Cholestagel σε ασθενείς µε δυσφαγία, διαταραχές κατάποσης,
φλεγµονώδη νόσο του εντέρου, ηπατική ανεπάρκεια ή ιστορικό µεγάλης επέµβασης στο
γαστρεντερικό σύστηµα δεν έχουν αποδειχθεί. Κατά συνέπεια, η χορήγηση Cholestagel
σε ασθενείς µε τις συγκεκριµένες διαταραχές θα πρέπει να γίνεται µε προσοχή. Το
Cholestagel µπορεί να προκαλέσει ή να επιδεινώσει προϋπάρχουσα δυσκοιλιότητα. Ο
κίνδυνος εµφάνισης δυσκοιλιότητας θα πρέπει να λαµβάνεται σοβαρά υπόψιν ειδικά σε
ασθενείς µε στεφανιαία νόσο και στηθάγχη. Η αντιπηκτική θεραπεία θα πρέπει να παρακολουθείται στενά σε ασθενείς που λαµβάνουν ουαρφαρίνη ή παρόµοια φάρµακα,
καθώς έχει αποδειχθεί ότι τα δεσµευτικά των χολικών οξέων ελαττώνουν την απορρόφηση της βιταµίνης Κ και παρεµβαίνουν στην αντιπηκτική δράση της ουαρφαρίνης.
ΑΝΤΕΝ∆ΕΙΞΕΙΣ
� Υπερευαισθησία στη δραστική ουσία ή σε κάποιο από τα έκδοχα � Εντερική ή χολική
απόφραξη. Όταν το Cholestagel συγχορηγείται µε κάποια στατίνη, θα πρέπει να µελετάται το SPC της συγκεκριµένης στατίνης για την ύπαρξη κάποιας αντένδειξης.
∆ιαβάστε προσεκτικά ολόκληρο το φύλλο οδηγιών χρήσης προτού αρχίσετε να παίρνετε αυτό το φάρµακο.
CHOL/07/09/10
Κάτοχος άδειας κυκλοφορίας: Genzyme Europe B.V. Gooimeer 10, NL-1411DD Naarden, Ολλανδία
Αρ. Αδείας Κυκλοφορίας: EU/1/03/268/001-003
Genzyme Eλλάς EΠΕ
Λεωφόρος Βουλιαγµένης 599, Αργυρούπολη Τ.Κ. 164 52, Αθήνα, Ελλάδα
Τηλ. 210 9949270, 210 9949280, 210 9949290, Φαξ: 210 9944062
Μ. ΠΙΤΣΙΛΙΔΗΣ Α.Ε.
ΠΕΡΙΛΗΨΗ ΤΩΝ ΧΑΡΑΚΤΗΡΙΣΤΙΚΩΝ ΤΟΥ ΠΡΟΪΟΝΤΟΣ: ΟΝΟΜΑΣΙΑ ΤΟΥ ΦΑΡΜΑΚΕΥΤΙΚΟΥ ΠΡΟΪΟΝΤΟΣ: Zodin 1000mg καψάκιο, μαλακό. ΠΟΙΟΤΙΚΗ ΚΑΙ ΠΟΣΟΤΙΚΗ ΣΥΝΘΕΣΗ: Ένα καψάκιο, μαλακό περιέχει: Αιθυλεστέρες των ω–3
λιπαρών οξέων 90, 1000mg που περιλαμβάνουν 840mg του αιθυλεστέρα του eicosapentaenoic acid (EPA) (460mg) και του αιθυλεστέρα του docosahexaenoic acid (DHA) (380mg). Θεραπευτικές ενδείξεις: Μετά από έμφραγμα του μυοκαρδίου:
Επικουρική αγωγή για δευτερογενή πρόληψη μετά από έμφραγμα του μυοκαρδίου ως συμπλήρωμα της κύριας αγωγής (π.χ. στατίνες, αντιαιμοπεταλιακά φάρμακα, β-αποκλειστές, αναστολείς του μετατρεπτικού ενζύμου της αγγειοτασίνης (αΜΕΑ)). Υπερτριγλυκεριδαιμία: Ενδογενής υπερτριγλυκεριδαιμία ως συμπλήρωμα στη δίαιτα όταν τα διαιτητικά μέτρα από μόνα τους κρίνονται ανεπαρκή για να προσφέρουν ικανοποιητική απόκριση: τύπου IV σε μονοθεραπεία, τύπου IIb/III σε
συνδυασμό με στατίνες, όταν ο έλεγχος των τριγλυκεριδίων είναι ανεπαρκής. Αντενδείξεις: Υπερευαισθησία στη δραστική ουσία, στη σόγια ή σε οποιοδήποτε από τα έκδοχα. Ιδιαίτερες προειδοποιήσεις και ιδιαίτερες προφυλάξεις κατά τη χρήση:
Λόγω της μέτριας αύξησης του χρόνου ροής (στην υψηλή δοσολογία, δηλ. 4 καψάκια) οι ασθενείς που λαμβάνουν αγωγή με αντιπηκτικά πρέπει να παρακολουθούνται και, αν χρειαστεί, η δοσολογία του αντιπηκτικού να προσαρμόζεται (βλ.
Αλληλεπιδράσεις με άλλα φάρμακα και άλλες μορφές αλληλεπίδρασης). Η χρήση του Zodin δεν καταργεί την ανάγκη παρακολούθησης που συνήθως απαιτείται για ασθενείς αυτού του τύπου. Να λαμβάνεται υπ’ όψη ο αυξημένος χρόνος ροής
στους ασθενείς με υψηλό κίνδυνο για αιμορραγία (εξαιτίας σοβαρού τραύματος, χειρουργικής επέμβασης, κλπ). Επειδή δεν υπάρχουν σχετικά στοιχεία αποτελεσματικότητας και ασφάλειας, δεν συνιστάται η χορήγηση του Zodin σε παιδιά και
εφήβους. Το Zodin δεν ενδείκνυται στην εξωγενή υπερτριγλυκεριδαιμία (τύπου 1 υπερχυλομικροναιμίας). Δεν υπάρχει επαρκής εμπειρία σε δευτερογενή ενδογενή υπερτριγλυκεριδαιμία (ιδιαίτερα μη ρυθμισμένο διαβήτη). Δεν υπάρχει εμπειρία
όσον αφορά την αντιμετώπιση της υπερτριγλυκεριδαιμίας σε συνδυασμό με φιμπράτες. Απαιτείται τακτική παρακολούθηση της ηπατικής λειτουργίας (ASAT και ALAT) σε ασθενείς με ηπατική δυσλειτουργία (ειδικά στις υψηλές δόσεις, δηλ. 4
καψάκια). Αλληλεπιδράσεις με άλλα φάρμακα και άλλες μορφές αλληλεπίδρασης: Από του στόματος αντιπηκτικά: Βλ. Παράγραφο Ιδιαίτερες προειδοποιήσεις και ιδιαίτερες προφυλάξεις κατά τη χρήση. Το Zodin έχει συγχορηγηθεί με βαρφαρίνη
χωρίς να παρουσιαστούν αιμορραγικές επιπλοκές. Πρέπει, όμως, να ελέγχεται ο χρόνος προθρομβίνης όταν το Zodin συγχορηγείται με βαρφαρίνη ή όταν διακόπτεται η αγωγή με Zodin. Ανεπιθύμητες Ενέργειες: Οι συχνότητες των
ανεπιθύμητων ενεργειών ιεραρχούνται σύμφωνα με τα ακόλουθα: πολύ συχνές (>1/10), συχνές (>1/100, <1/10), όχι συχνές (>1/1000, <1/100), σπάνιες (>1/10000, <1/1000), πολύ σπάνιες (<1/10000), περιλαμβανομένων μεμονωμένων αναφορών.
Λοιμώξεις και παρασιτώσεις: Όχι συχνές: γαστρεντερίτις. Διαταραχές του ανοσοποιητικού συστήματος: Όχι συχνές: υπερευαισθησία. Διαταραχές του μεταβολισμού και της θρέψης: Σπάνιες: υπεργλυκαιμία. Διαταραχές του νευρικού συστήματος:
Όχι συχνές: ζάλη, δυσγευσία Σπάνιες: κεφαλαλγία. Αγγειακές διαταραχές: Πολύ σπάνιες: υπόταση. Διαταραχές του αναπνευστικού συστήματος, του θώρακα και του μεσοθωρακίου: Πολύ σπάνιες: ξηρότητα ρινικού βλεννογόνου. Διαταραχές
του γαστρεντερικού συστήματος: Συχνές: δυσπεψία, ναυτία. Όχι συχνές: κοιλιακό άλγος, διαταραχές του γαστρεντερικού συστήματος, γαστρίτις, άλγος άνω κοιλιακής xώρας. Σπάνιες: γαστρεντερικό άλγος. Πολύ σπάνιες: αιμορραγία του κατώτερου
γαστρεντερικού σωλήνα. Διαταραχές ήπατος και των χοληφόρων: Σπάνιες: ηπατικές διαταραχές. Διαταραχές του δέρματος και του υποδόριου ιστού: Σπάνιες: ακμή, κνησμώδες εξάνθημα. Πολύ σπάνιες: κνίδωση. Γενικές διαταραχές και καταστάσεις
της οδού χορήγησης: Σπάνιες: ασαφώς καθοριζόμενες διαταραχές. Παρακλινικές εξετάσεις: Πολύ σπάνιες: αυξημένος αριθμός λευκοκυττάρων, αυξημένη γαλακτική αφυδρογονάση του αίματος. Μέτρια αύξηση των τρανσαμινασών έχει αναφερθεί
σε ασθενείς με υπερτριγλυκεριδαιμία. ΚΑΤΟΧΟΣ ΤΗΣ ΑΔΕΙΑΣ ΚΥΚΛΟΦΟΡΙΑΣ: Δικαιούχος σήματος: Pronova BioPharma Norge AS, Norway. Υπεύθυνος Κυκλοφορίας: Ferrer Galenica A.E., Ελευθερίας 4, Κηφισιά 145 64, τηλ.: 210 5281700.
ΑΡΙΘΜΟΣ ΑΔΕΙΑΣ ΚΥΚΛΟΦΟΡΙΑΣ: 69212 / 21-11-2005. Τρόπος Διάθεσης: Το φάρμακο αυτό χορηγείται με ιατρική συνταγή. Για πλήρεις συνταγογραφικές πληροφορίες παρακαλείσθε να απευθύνεστε στην Galenica A.E.
Αθήνα: Ελευθερίας 4, Κηφισιά 145 64, τηλ.: 210 5281700, Θεσσαλονίκη: Κουντουριώτου & Φασιανού 2, τηλ.: 2310 542685
Επιστημονικό Τμήμα: τηλ.: 210 5281731, Τμήμα Φαρμακοεπαγρύπνησης: τηλ.: 210 5281805
http://www.galenica.gr
Bοηθείστε να γίνουν τα φάρμακα πιο ασφαλή:
Συμπληρώστε την “ΚΙΤΡΙΝΗ ΚΑΡΤΑ”
Aναφέρατε:
• ΟΛΕΣ τις ανεπιθύμητες ενέργειες για τα Nέα φάρμακα N
• Tις ΣOBAPEΣ ανεπιθύμητες ενέργειες για τα Γνωστά φάρμακα
R
CRE/00095/0/0110
rosuvastatin
Η Περίληψη Χαρακτηριστικών του Προϊόντος δημοσιεύεται εντός του παρόντος εντύπου
Θεοτοκοπούλου 4 & Αστροναυτών, 151 25 Μαρούσι, Αθήνα
Τηλ.: 210 6871500, Fax: 2106859195, Τηλ. παραγγελιών: 210 5596970-72, Fax: 210 5596973
www.astrazeneca.gr
ΑΡΘΡΟ ΣΥΝΤΑΞΗΣ
Ελληνική Επιθεώρηση Αθηροσκλήρωσης 1(1):11
Editorial
Hellenic Journal of Atherosclerosis 1(1):11
Αγαπητοί Συνάδελφοι,
Με ιδιαίτερη χαρά και τιμή σας καλωσορίζω στο
πρώτο τεύχος της «ΕΛΛΗΝΙΚΗΣ ΕΠΙΘΕΩΡΗΣΗΣ ΑΘΗΡΟΣΚΛΗΡΩΣΗΣ», επίσημης έκδοσης της Ελληνικής
Εταιρείας Αθηροσκλήρωσης. Η σημαντική πρόοδος
που συνεχώς συντελείται στην κατανόηση της παθοφυσιολογίας της αθηροσκλήρωσης και της καρδιαγγειακής νόσου, έχει οδηγήσει σε νέες προσεγγίσεις ως προς
τις μεθόδους πρόληψης, διάγνωσης και θεραπευτικής
αντιμετώπισης της νόσου. Παράλληλα έχει αναδείξει
την πολυπλοκότητα των μηχανισμών που συμβάλλουν
στην ανάπτυξη της νόσου. Προκειμένου να καταστεί
δυνατή η πολύπλευρη και ολοκληρωμένη προσέγγιση
του επιστημονικού πεδίου της Αθηροσκλήρωσης, είναι
σήμερα αναγκαία η σύνθεση και η συμπληρωματική
δραστηριότητα επιστημόνων που καλύπτουν ένα ευρύ
φάσμα επιστημονικών εξειδικεύσεων, όπως βιοχημεία,
μοριακή βιολογία, φαρμακολογία, διαιτολογία, επιδημιολογία, καρδιολογία, υπέρταση, διαβητολογία, λιπιδιολογία, κ.λπ. Για το λόγο αυτό το ΔΣ της Ελληνικής
Εταιρείας Αθηροσκλήρωσης, ακολουθώντας τη διεθνή
πρακτική, αποφάσισε να προχωρήσει στην έκδοση του
επίσημου επιστημονικού περιοδικού της με την επωνυμία «ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΕΠΙΘΕΩΡΗΣΗ ΑΘΗΡΟΣΚΛΗΡΩΣΗΣ», πιστεύοντας ότι με τον τρόπο αυτό θα συμπληρώσει ένα
μεγάλο κενό στο χώρο των επιστημονικών εκδόσεων
στη χώρα μας.
Η συντακτική επιτροπή θα κάνει κάθε δυνατή προσπάθεια ώστε η ύλη του περιοδικού να είναι υψηλού
επιστημονικού επιπέδου και να καλύπτει όλο το φάσμα των εξειδικεύσεων που σχετίζονται με την αθηροσκλήρωση, καθιστώντας το περιοδικό χρήσιμο σε
επιστήμονες διαφορετικών ειδικοτήτων. Απώτερος
στόχος της συντακτικής επιτροπής είναι η δημιουργία
της αγγλικής έκδοσης της «ΕΛΛΗΝΙΚΗΣ ΕΠΙΘΕΩΡΗΣΗΣ
ΑΘΗΡΟΣΚΛΗΡΩΣΗΣ», έτσι ώστε το περιοδικό αυτό να
ενταχθεί στις διεθνείς βάσεις δεδομένων και να αποκτήσει συντελεστή απήχησης και διεθνή αναγνώριση.
Η «ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΕΠΙΘΕΩΡΗΣΗ ΑΘΗΡΟΣΚΛΗΡΩΣΗΣ» θα
κυκλοφορήσει αρχικά σε τρία τεύχη ετησίως, παράλληλα όμως θα καταβληθεί κάθε προσπάθεια ώστε ο ετήσιος αριθμός τευχών να αυξηθεί με την πάροδο του χρόνου, διατηρώντας το υψηλό επιστημονικό επίπεδο. Το
πρώτο τεύχος του περιοδικού θα φιλοξενήσει τις περιλήψεις του 4ου Πανελληνίου Συνεδρίου της Ελληνικής
Εταιρείας Αθηροσκλήρωσης.
Η συντακτική επιτροπή του περιοδικού καλεί όλους
τους επιστήμονες που δραστηριοποιούνται στο χώρο
της αθηροσκλήρωσης και της καρδιαγγειακής νόσου
να συμμετέχουν ενεργά στη νέα αυτή προσπάθεια της
Ελληνικής Εταιρείας Αθηροσκλήρωσης, καθιστώντας
την «ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΕΠΙΘΕΩΡΗΣΗ ΑΘΗΡΟΣΚΛΗΡΩΣΗΣ»
ένα από τα εγκυρότερα ελληνικά επιστημονικά περιοδικά με διεθνή εμβέλεια.
Αλέξανδρος Τσελέπης
Διευθυντής Σύνταξης
12
1(1)
Α Ν Α Κ ΟΕλληνική
Ι Ν Επιθεώρηση
Ω Σ Ε Αθηροσκλήρωσης
Ι Σ
Π Ρ Ο Φ Ο Ρ Ι Κ Ε Σ
Ελληνική Επιθεώρηση Αθηροσκλήρωσης 1(1):12–29
Hellenic Journal of Atherosclerosis 1(1):12–29
ΠΑ1
Μεσογειακή διατροφή, μεταβολικό σύνδρομο και παράγοντές του:
Μετα-ανάλυση 50 μελετών με 534.906 συμμετέχοντες
Χ. Καστορίνη,1,2 Χ. Μηλιώνης,1 K. Esposito,3 D. Giugliano,3 Ι. Γουδέβενος,1 Δ. Παναγιωτάκος2
1
Ιατρική Σχολή, Πανεπιστήμιο Ιωαννίνων, Ιωάννινα, Ελλάδα, 2Τμήμα Επιστήμης Διαιτολογίας-Διατροφής, Χαροκόπειο Πανεπιστήμιο,
Αθήνα, Ελλάδα, 3Τμήμα Γηριατρικής και Μεταβολικών Νοσημάτων, Δεύτερο Πανεπιστήμιο Νάπολης, Νάπολη, Ιταλία
Εισαγωγή-Σκοπός: Σκοπός της παρούσας εργασίας είναι η μετα-ανάλυ- –3,53, HDL-χοληστερόλη: 2,04 mg/dL, 95% ΔΕ: 1,01 έως 3,07, τριγλυκερίση επιδημιολογικών μελετών και κλινικών δοκιμών που έχουν εξετάσει δια: –8,63 mg/dL, 95% ΔΕ: –14,89 έως –2,36, ΣΑΠ: –1,41 mmHg, 95% ΔΕ:
τη σχέση μεταξύ της Μεσογειακής Διατροφής και του μεταβολικού συν- –4,08 έως 1,27, ΔΑΠ: –1,88 mmHg, 95% CI: –5,42 έως 1,67, γλυκόζη: –3,32
δρόμου, καθώς και των παραγόντων αυτού. Υλικό-Μέθοδος: Μετά από
mg/dL, 95% ΔΕ: –5,90 έως –0,74. Επιπλέον, τα αποτελέσματα των κλινιαναζήτηση στη διεθνή βιβλιογραφία (Pubmed, Scopus, SCI) στην ανάλυση κών δοκιμών επιβεβαιώνουν αυτά των επιδημιολογικών μελετών, δηλαδή
εντάχθηκαν 50 μελέτες (2 προοπτικές, 13 συγχρονικές και 35 κλινικές δο- ότι η Μεσογειακή Διατροφή συσχετίζεται με μικρότερη περιφέρεια μέσης:
κιμές), με 534.906 συμμετέχοντες. Η ανάλυση τυχαίων επιδράσεων εφαρ- –0,42 cm, 95% ΔΕ: –0,82 έως –0,02, χαμηλότερες τιμές HDL-χοληστερόλης:
μόσθηκε για να εξαχθεί το συνολικό αποτέλεσμα. Αποτελέσματα: Το συ- 1,17 mg/dL, 95% ΔΕ: 0,38 έως 1,96, τριγλυκεριδίων: –6,14 mg/dL, 95%
νολικό αποτέλεσμα δείχνει ότι η προσκόλληση στη Μεσογειακή Διατροφή ΔΕ: –10,35 έως –1,93, συστολικής (ΣΑΠ): –2,35 mmHg, 95% ΔΕ: –3,51
προστατεύει όσον αφορά στην εμφάνιση μεταβολικού συνδρόμου [log έως –1,18 και διαστολικής αρτηριακής πίεσης (ΔΑΠ): –1,58 mmHg, 95%
(ΣΚ): –0,36, 95% ΔΕ: –0,63 έως –0,09)]. Επίσης, το συνολικό αποτέλεσμα ΔΕ: –2,02 έως –1,13, γλυκόζης: –3,89 mg/dL, 95% CI:–5,84 έως –1,95.
από τα ευρήματα επιδημιολογικών μελετών δείχνει ότι η προσκόλληση στη
Συμπεράσματα: Η Μεσογειακή Διατροφή ασκεί προστατευτικό ρόλο
Μεσογειακή Διατροφή προστατεύει όσον αφορά στους επιμέρους παρά- όσον αφορά στην εμφάνιση του μεταβολικού συνδρόμου καθώς και των
γοντες του συνδρόμου: περιφέρεια μέσης: –4,87 cm, 95% ΔΕ: –6,21 έως επιμέρους παραγόντων αυτού.
ΠΑ2
Διαχρονική εξέλιξη (1997–2008) του υπέρβαρου και της παχυσαρκίας,
σε όλα τα παιδιά ηλικίας 8–9 ετών, αστικών και αγροτικών περιοχών
K. Τάμπαλης, Δ. Παναγιωτάκος, Λ. Συντώσης
Τμήμα Επιστήμης Διαιτολογίας-Διατροφής, Χαροκόπειο Πανεπιστήμιο, Αθήνα
Εισαγωγή-Σκοπός: Να διερευνηθεί η 12ετής (1997–2008) διαχρονική εξέλιξη του επιπολασμού του υπέρβαρου και της παχυσαρκίας σε παιδιά από αστικές και αγροτικές περιοχές της Ελλάδας. Υλικό-Μέθοδος: Τα πληθυσμιακά
δεδομένα προήλθαν από την ετήσια σχολική μελέτη υγείας η οποία διεξάχθηκε
μεταξύ του 1997 και του 2008, σε >80% του συνόλου των σχολείων. Το ύψος
και το βάρος από 725.662 παιδιά ηλικίας 8 έως 9 ετών (αγόρια: 51,2%) αναλύθηκαν. Για τον προσδιορισμό των cut-off points του Δείκτη Μάζας Σώματος
χρησιμοποιήθηκαν τα κριτήρια του International Obesity Task Force ανά φύλο.
Η κατανομή μεταξύ αστικών και αγροτικών περιοχών βασίστηκε στα κριτήρια
της Ελληνικής Στατιστικής Υπηρεσίας (απογραφή 2001). Αποτελέσματα: Ο
πίνακας 1 παρουσιάζει τον επιπολασμό του υπέρβαρου και της παχυσαρκίας
σε αστικές και αγροτικές περιοχές ανά φύλο. Τα τελευταία δύο χρόνια (2007–
2008) τα παιδιά των αγροτικών περιοχών παρουσιάζουν σημαντικά υψηλότερα ποσοστά παχυσαρκίας (p<0,05) σε σχέση με τους συνομηλίκους τους των
αστικών περιοχών, ενώ για τα προηγούμενα χρόνια (1997–2006) δεν καταγράφηκαν σημαντικές διαφορές. Επιπροσθέτως, περαιτέρω ανάλυση ανέδειξε
ότι, το τελευταίο έτος της έρευνάς μας (2008), οι περιοχές με τα υψηλότερα
ποσοστά παχυσαρκίας ήταν η Κρήτη, τα Δωδεκάνησα και τα νησιά του νοτίου
Αιγαίου. Συμπεράσματα: Καθώς ο επιπολασμός της παχυσαρκίας μεταξύ των
παιδιών της χώρα μας είναι ήδη ανησυχητικά υψηλός, στις αγροτικές περιοχές
συνεχίζεται η αυξητική του τάση αντίθετα από την τάση σταθεροποίησης των
αστικών, ενώ παράλληλα περιοχές οι οποίες παραδοσιακά ήταν πιο κοντά στη
Μεσογειακού τύπου διατροφή όπως η Κρήτη εμφανίζουν τα υψηλότερα ποσοστά παχυσαρκίας.
Πίνακας 1. Διαχρονική εξέλιξη του υπέρβαρου και της παχυσαρκίας μεταξύ των παιδιών αστικών και αγροτικών περιοχών.
Αγόρια
Έτος
1997
2008
% υπέρβαρων
Αστικές
Αγροτικές
19,7
17,7
25,5
23,6
p
0,013
0,017
% παχύσαρκων
Αστικές
Αγροτικές
8,1
8,2
12,6
14,1
Κορίτσια
p
0,884
0,017
Αστικές
20,2
29,5
% υπέρβαρων
Αγροτικές
19,4
28,6
p
0,335
0,381
Αστικές
7,2
11,4
% παχύσαρκων
Αγροτικές
7,0
13,0
p
0,742
<0,001
Hellenic Journal of Atherosclerosis 1(1)
13
ΠΑ3
Μακροβιότητα και παράγοντες καρδιαγγειακού
κινδύνου σε υπερήλικες με υψηλά ποσοστά επιβίωσης:
Επιδημιολογικά στοιχεία. Η μελέτη Ικαρία
Χ. Χρυσοχόου, Γ. Τσιτσινάκης, Κ. Ζήσιμος, Γ. Λάζαρος, Μ. Ζαρομυτίδου, Ν. Γαλιατσάτος, Θ. Δερμάτης,
Σ. Μαματάς, Χ. Πίτσαβος, Χ. Στεφανάδης
Α΄ Πανεπιστημιακή Καρδιολογική Κλινική, Γενικό Νοσοκομείο Αθηνών «Ιπποκράτειο», Αθήνα
Εισαγωγή-Σκοπός: Στην προσπάθεια να αξιολογήσουμε τα επίπεδα των
παραγόντων καρδιαγγειακού κινδύνου στην Ικαρία, πραγματοποιήθηκε
μια πληθυσμιακή έρευνα υγείας και διατροφής, η μελέτη ΙΚΑΡΙΑ. Σε αυτή
την εργασία παρουσιάζεται ο σχεδιασμός και η μεθοδολογία της μελέτης,
όπως τα κλινικά χαρακτηριστικά και οι συνήθειες τρόπου ζωής των συμμετεχόντων. Υλικό-Μέθοδος: Από τον Ιούνιο έως τον Οκτώβριο του 2009
συμπεριελήφθηκαν τυχαία 673 υπερήλικες (μέση ηλικία 75±6,5, 49% άνδρες) και 657 άτομα <65 ετών (μέση ηλικία 54±7,46% άνδρες) μόνιμοι
κάτοικοι Ικαρίας. Καταγράφηκαν πάνω από 300 δημογραφικές, τρόπου
ζωής, συμπεριφοράς, διατροφικές, κλινικές και βιοχημικές παράμετροι.
Αποτελέσματα: Οι υπερήλικες είχαν χαμηλότερη επίπτωση καπνίσματος
(17% έναντι 42%), υψηλότερη συχνότητα υπέρτασης (65% έναντι 29%), διαβήτη (23% έναντι 13%), καρδιαγγειακής νόσου (21% έναντι 4%), υπερλιπιδαιμίας (42% έναντι 40%), μεγαλύτερη συχνότητα μεταβολικού συνδρόμου
(58% έναντι 45%) σε σχέση με τους μεσήλικες (όλα p<0,05). Οι υπερήλικες
είχαν υψηλότερα επίπεδα συστολικής αρτηριακής πίεσης (143±19 έναντι
134±19, p=0,001), χαμηλότερα επίπεδα διαστολικής αρτηριακής πίεσης
(79±11 έναντι 82±11, p=0,01) χαμηλότερο δείκτη μάζα σώματος (28±4
έναντι 29±5, p=0,01), χαμηλότερη χοληστερίνη (197±41 έναντι 207±42,
p=0,001), LDL χοληστερόλη (123,7±33 έναντι 133±35, p=0,001), τριγλυκερίδια (140±73 έναντι 144±96, p=0,001) και υψηλότερες τιμές γλυκόζης
(108±33 έναντι 100±26, p=0,001). Οι υπερήλικες κατανάλωναν πιο συχνά
ψάρι, λαχανικά, όσπρια και τσάι και λιγότερο συχνά κόκκινο κρέας, αλκοόλ,
καφέ και ζυμαρικά και παρουσίαζαν υψηλότερο μεσογειακό διατροφικό σκορ
(p=0,001), διέθεταν περισσότερο χρόνο για μεσημεριανό ύπνο (p=0,001),
είχαν χαμηλότερα ποσοστά κατάθλιψης (p=0,01), ενώ παρουσίαζαν τα ιδία
επίπεδα σωματικής δραστηριότητας, και συμμετείχαν λιγότερο συχνά στα
κοινωνικά δρώμενα (p=0,02) σε σχέση με τους μεσήλικες. Συμπεράσματα:
Η συχνότητα των συνήθων παραγόντων καρδιαγγειακού κινδύνου στον πληθυσμό υπερηλίκων της νήσου Ικαρίας είναι υψηλή παρόλο που οι υπερήλικες
ακολουθούν πιο υγιεινή διατροφή, καπνίζουν λιγότερο και έχουν λιγότερη
καταθλιπτική διάθεση σε σχέση με τους μεσήλικες.
ΠΑ4
O ρόλος των διατροφικών υπηρεσιών στο βαθμό υιοθέτησης
της μεσογειακής διατροφής μεταξύ ηλικιωμένων ατόμων
που ζουν σε επιλεγμένα νησιά της Μεσογείου
Σ. Τυροβολάς,1 Ε. Πολυχρονόπουλος,1 Γ. Τούντας,2 Δ. Παναγιωτάκος1
1
Τμήμα Επιστήμης Διαιτολογίας-Διατροφής, Χαροκόπειο Πανεπιστήμιο, Αθήνα, 2Τμήμα Δημόσιας Υγείας, Επιδημιολογίας και Ιατρικής
Στατιστικής, Ιατρική Σχολή, Εθνικό & Καποδιστριακό Πανεπιστήμιο Αθηνών, Αθήνα
Εισαγωγή-Σκοπός: Ο ρόλος των διατροφικών υπηρεσιών, και η επίδρασή τους στις διατροφικές συνήθειες ηλικιωμένων ατόμων έχει ελάχιστα
διερευνηθεί. Σκοπός της παρούσας εργασίας ήταν να διερευνηθεί η σχέση μεταξύ των παρεχόμενων διατροφικών υπηρεσιών και του βαθμού
υιοθέτησης της Μεσογειακής διατροφής του ηλικιωμένου πληθυσμού.
Υλικό-Μέθοδος: Το 2010, συλλέχθηκαν πληροφορίες που αφορούσαν
στις διατροφικές υπηρεσίες από 9 ελληνικά νησιά (Σαμοθράκη, Λέσβος,
Λήμνος, Νάξος, Σύρος, Κρήτη, Κέρκυρα, Κεφαλονιά, Ζάκυνθος) και την
Κύπρο, μέσω συνεντεύξεων από όλους σχεδόν τους διαιτολόγους (n=89,
ποσοστό συμμετοχής ανά νησί: Νάξος 100%, Σύρος 67%, Λέσβος 100%,
Ζάκυνθος 100%, Κρήτη 60%, Κέρκυρα 55%, Κύπρος 39%, Σαμοθράκη
και Λήμνος 0%, τα δυο αυτά νησιά δε διέθεταν διαιτολόγους) που εργάζονταν στα νησιά αυτά. Ο βαθμός υιοθέτησης της Μεσογειακής διατροφής (MedDietScore 0–55) βασίστηκε στην επιδημιολογική μελέτη MEDIS.
Αποτελέσματα: Η πλειοψηφία των ηλικιωμένων που επισκέπτονται το
διαιτολόγο για τη θεραπεία της παχυσαρκίας (p=0,04) φάνηκε να βρίσκονται στο χαμηλότερο τριτημόριο υιοθέτησης Μεσογειακής διατροφής,
αντίστοιχα τα μεγαλύτερα ποσοστά των ατόμων με υπερχοληστερολαιμία
φάνηκαν να βρίσκονται στο μεσαίο και το υψηλό τριτημόριο του βαθμού
υιοθέτησης (p=0,008). Η πολλαπλή γραμμική παλινδρόμηση έδειξε, ύστερα από προσαρμογή για πιθανούς συγχυτικούς παράγοντες, ότι η παρουσία δέκα χρόνων και περισσότερο ενός διαιτολόγου στο νησί σχετίζεται
με 2,2% (1,2 βαθμούς) αύξηση του βαθμού υιοθέτησης της Μεσογειακής
διατροφής (p=0,03). Συμπεράσματα: Ενισχύοντας το ρόλο των διατροφικών υπηρεσιών μέσα στο σύστημα υγείας, μπορεί να συνεισφέρουμε
στην καλύτερη διατήρηση υγιεινών διατροφικών προτύπων, μεταξύ των
ηλικιωμένων, βελτιώνοντας έτσι την ποιότητα ζωής τους.
14
Ελληνική Επιθεώρηση Αθηροσκλήρωσης 1(1)
ΠΑ5
Διατροφική συμπεριφορά και παράγοντες μεταβολικού συνδρόμου
Β. Μπουντζιούκα,1 Χ. Κατσαγώνη,1 Α. Γιωτοπούλου,1 Ε. Βογιατζάκης,2 Μ. Μπόνου,3
Ν. Βαλλιάνου,3 Ι. Μπαρμπετσέας,3 Π. Αυγερινός,3 Δ. Παναγιωτάκος1
1
Τμήμα Επιστήμης Διαιτολογίας-Διατροφής, Χαροκόπειο Πανεπιστήμιο, Αθήνα, 2Αιματολογικό Εργαστήριο, Γενικό Νοσοκομείο
Αθηνών «Πολυκλινική», Αθήνα, 3Τομέας Παθολογίας, Γενικό Νοσοκομείο Αθηνών «Πολυκλινική», Αθήνα
Εισαγωγή-Σκοπός: Σκοπός της παρούσας εργασίας ήταν να διερευνηθεί η σχέση της διατροφικής συμπεριφοράς με τους παράγοντες
που εμπλέκονται στην ανάπτυξη του μεταβολικού συνδρόμου. ΥλικόΜέθοδος: Υγιείς ενήλικες προσερχόμενοι για τακτικό επανέλεγχο στο
ΓΝΑ «Πολυκλινική», συμμετείχαν στη μελέτη (ν=490, 46±16 ετών, 40%
άνδρες). Η διατροφική συμπεριφορά αποτιμήθηκε μέσω ενός δείκτη
(Healthy Behavior Index, HBI) ο οποίος αφορά σε πρακτικές και συνήθειες των συμμετεχόντων (κατανάλωση ορατού λίπους τροφίμων, κατανάλωση τροφίμων εκτός σπιτιού, λήψη πρωινού και αριθμός συνολικών
γευμάτων), στα πλαίσια των διατροφικών τους συνηθειών (εύρος τιμών
0–15, υψηλές τιμές: καλή διατροφική συμπεριφορά). Ανθρωπομετρικά
(περιφέρεια μέσης), κλινικά (συστολική/διαστολική αρτηριακή πίεση)
και βιοχημικά χαρακτηριστικά (γλυκόζη, HDL-χοληστερόλη, τριγλυκερίδια) μετρήθηκαν με τυποποιημένες διαδικασίες. Αποτελέσματα: Άτομα
τα οποία χαρακτηρίζονται από καλή διατροφική συμπεριφορά, είναι
μεγαλύτερης ηλικίας (48±17 vs 44±14, p=0,002), έχουν αυξημένες τιμές HDL-χοληστερόλης (52±14 vs 48±13, p=0,012) και χαμηλότερες
τιμές τριγλυκεριδίων (105±59 vs 118±71, p=0,04). Αναφορικά με τους
υπόλοιπους παράγοντες κινδύνου, δε φαίνεται να υπάρχει διαφορά στην
περιφέρεια μέσης, στη συστολική/ διαστολική αρτηριακή πίεση και στα
επίπεδα γλυκόζης, έναντι των ατόμων που δε χαρακτηρίζονται από καλή διατροφική συμπεριφορά. Παρόλα αυτά, αύξηση του ΗΒΙ κατά μία
μονάδα, μειώνει την περιφέρεια μέσης κατά 0,5 εκ (β± ΤΣ: -0,47±0,21,
p=0,024) και τη συστολική και διαστολική πίεση κατά 0,5 και 0,3 μονάδες αντίστοιχα (β±ΤΣ: -0,49±0,30, p=0,10, β± ΤΣ: -0,32±0,19, p=0,09),
λαμβάνοντας υπόψη το φύλο, την ηλικία και τις καπνιστικές συνήθειες.
Συμπεράσματα: Η συνύπαρξη των προαναφερθέντων μεταβολικών διαταραχών οδηγεί σε αυξημένη επίπτωση κυρίως καρδιαγγειακών επεισοδίων. Η υιοθέτηση απλών, υγιεινών διατροφικών πρακτικών φαίνεται να
βελτιώνει κάποιους ενοχοποιητικούς παράγοντες.
ΠΑ6
Διατροφικό και κλινικό προφίλ των ατόμων που καταναλώνουν
συμπληρώματα διατροφής
Β. Μπουντζιούκα,1 Α. Γιωτοπούλου,1 Χ. Κατσαγώνη,1 Ε. Βογιατζάκης,2 Α. Ευαγγελόπουλος,1
Μ. Μπόνου,3 Ν. Βαλλιάνου,3 Ι. Μπαρμπετσέας,3 Π. Αυγερινός,3 Δ. Παναγιωτάκος1
1
Τμήμα Επιστήμης Διαιτολογίας-Διατροφής, Χαροκόπειο Πανεπιστήμιο, Αθήνα, 2Αιματολογικό Εργαστήριο, Γενικό Νοσοκομείο
Αθηνών «Πολυκλινική», Αθήνα, 3Τομέας Παθολογίας, Γενικό Νοσοκομείο Αθηνών «Πολυκλινική», Αθήνα
Εισαγωγή-Σκοπός: Ο σύγχρονος τρόπος ζωής επιτάσσει τη λήψη διατροφικών σκευασμάτων, με σκοπό τη συμπλήρωση της συνήθους δίαιτας.
Σκοπός της παρούσας εργασίας ήταν να διερευνηθεί το διατροφικό, κλινικό
και βιοχημικό προφίλ των ατόμων που λαμβάνουν συμπληρώματα διατροφής. Υλικό-Μέθοδος: Υγιείς ενήλικες προσερχόμενοι για τακτικό επανέλεγχο στο ΓΝΑ «Πολυκλινική», συμμετείχαν στη μελέτη (ν=490, 46±16
ετών, 40% άνδρες). Οι συμμετέχοντες συμπλήρωσαν ένα αναλυτικό ερωτηματολόγιο συχνότητας κατανάλωσης τροφίμων, ενώ παράλληλα ρωτήθηκαν για το εάν λαμβάνουν συμπληρώματα διατροφής. Ανθρωπομετρικά
(δείκτης μάζας σώματος, περιφέρεια μέσης) και κλινικά (λιπιδαιμικό προφίλ, πρωτεΐνες οξεία φάσης) μετρήθηκαν με τυποποιημένες διαδικασίες.
Αποτελέσματα: Το 15% των συμμετεχόντων δήλωσαν ότι λαμβάνουν
συμπληρώματα διατροφής, με τις γυναίκες να αποτελούν το 12% αυτών
(p<0,001). Διαφορές μεταξύ των ατόμων που λαμβάνουν συμπληρώματα
διατροφής και αυτών που δε λαμβάνουν δεν παρατηρήθηκαν για το βαθμό παχυσαρκίας (p=0,47), την κεντρικού τύπου παχυσαρκία (p=0,99), τη
φυσική δραστηριότητα (p=0,17) και το κάπνισμα (p=0,23). Άτομα που
καταναλώνουν συμπληρώματα διατροφής φαίνεται να καταναλώνουν
περισσότερα λαχανικά (p=0,03), φρούτα (p=0,02), γαλακτοκομικά προϊόντα (p=0,03), ψάρι (p=0,02) και λιγότερα αλκοολούχα ποτά (p=0,01).
Διαφορές δεν παρατηρήθηκαν μεταξύ των ομάδων αναφορικά με το λιπιδαιμικό προφίλ και τις πρωτεΐνες οξείας φάσεως (όλες οι τιμές p>0,05).
Συμπεράσματα: Η χρήση συμπληρωμάτων διατροφής φαίνεται να συνοδεύεται με καλύτερες διατροφικές επιλογές και ενδείκνυται στις περιπτώσεις όπου δεν ακολουθείται ισορροπημένη διατροφή, ώστε να προληφθεί η
ανάπτυξη χρόνιων νοσημάτων.
Hellenic Journal of Atherosclerosis 1(1)
15
ΠΑ7
Επίδραση φλαβονοειδών στην έκκριση λιποκινών
από ανθρώπινα λιποκύτταρα
Χ. Δερδεμέζης,1,2 Μ. Πετράκη,2 Μ. Ελισάφ,3Δ. Κιόρτσης,1 Α. Τσελέπης2
1
Εργαστήριο Φυσιολογίας, Ιατρική Σχολή, Πανεπιστήμιο Ιωαννίνων, Ιωάννινα, 2Εργαστήριο Βιοχημείας, Τμήμα Χημείας, Πανεπιστήμιο
Ιωαννίνων, Ιωάννινα, 3Τομέας Παθολογίας, Ιατρική Σχολή, Πανεπιστήμιο Ιωαννίνων, Ιωάννινα
Εισαγωγή-Σκοπός: Η παχυσαρκία αποτελεί παράγοντα κινδύνου για την
εμφάνιση καρδιαγγειακής νόσου. O λιπώδης ιστός συμμετέχει στη διαδικασία της αθηροσκλήρωσης με διάφορους μηχανισμούς, στους οποίους
κεντρικό ρόλο διαδραματίζει η παραγωγή και η έκκριση λιποκινών. Τα
φλαβονοειδή είναι πολυφαινολικές ουσίες με αντιαθηρογόνες και καρδιοπροστατευτικές ιδιότητες. Σκοπός της μελέτης είναι η διερεύνηση της
επίδρασης των φλαβονοειδών στην έκκριση λιποκινών από ανθρώπινα λιποκύτταρα, σε καλλιέργεια. Υλικό-Μέθοδος: Καλλιεργήθηκαν ανθρώπινοι ινοβλάστες τύπου SGBS και διαφοροποιήθηκαν σε ώριμα λιποκύτταρα.
Στη συνέχεια έγινε επίδραση διαφορετικών συγκεντρώσεων (10 και 25 μM)
κουερσετίνης, γαλλικού εστέρα επιγαλλοκατεχίνης (EGCG) και ρεσβερατρόλης για 24 και 48 ώρες. Στο υπερκείμενο προσδιορίστηκαν στις αντίστοιχες
χρονικές στιγμές οι συγκεντρώσεις λεπτίνης, αδιπονεκτίνης και βισφατίνης
με ELISA και στο κυτταρόλυμα οι συγκεντρώσεις τριγλυκεριδίων και ολι-
κής πρωτεΐνης. Αποτελέσματα: Κατά τη διάρκεια της καλλιέργειας των
ώριμων SGBS απουσία των φλαβονοειδών παρατηρήθηκε έκκριση όλων
των παραπάνω λιποκινών. Ο EGCG δεν επηρέασε την έκκριση βισφατίνης,
ενώ η κουερσετίνη στη συγκέντρωση των 10 μΜ την ανέστειλε σημαντικά
κατά 16,6% και 18% σε 24 και 48 ώρες αντίστοιχα, και κατά 47% και 48%
στις αντίστοιχες χρονικές στιγμές στη συγκέντρωση των 25 μΜ. Επίσης, η
ρεσβερατρόλη μείωσε την έκκριση βισφατίνης μόνο στη μεγαλύτερη δόση
των 25 μΜ κατά 28% και 38%, σε 24 και 48 ώρες αντίστοιχα. Κανένα από τα
παραπάνω φλαβονοειδή δεν επηρέασε την έκκριση των λιποκινών λεπτίνη
και αντιπονεκτίνη. Συμπεράσματα: Από τα φλαβονοειδή που μελετήθηκαν, η κουερσετίνη και η ρεσβερατρόλη μείωσαν την έκκριση βισφατίνης.
Το φαινόμενο αυτό πιθανά αποτελεί μία ευεργετική επίδραση των παραπάνω φλαβονοειδών στο λιπώδη ιστό και συμβάλλει στις αντιαθηρογόνες
δράσεις αυτών των ουσιών.
ΠΑ8
Διατροφικές συνήθειες ασθενών με Οξύ Στεφανιαίο Σύνδρομο (ΟΣΣ),
σε δείγμα ασθενών τριτοβάθμιου Νοσοκομείου Θεσσαλονίκης
Α. Μπουφίδου,1 Κ. Καδόγλου,2 Π. Χαραλαμπίδης,1 Ζ. Παπά,1 Γ. Παπασωζόμενος,1
Α. Παρισιάδου,1 Μ. Καραμούζης,2 Ι.Χ. Στυλιάδης1
1
Α΄ Καρδιολογική Κλινική, Αριστοτέλειο Πανεπιστήμιο Θεσσαλονίκης, Πανεπιστημιακό Γενικό Νοσοκομείο Θεσσαλονίκης ΑΧΕΠΑ,
Θεσσαλονίκη, 2Βιοχημικό Εργαστήριο, Πανεπιστημιακό Γενικό Νοσοκομείο Θεσσαλονίκης ΑΧΕΠΑ, Θεσσαλονίκη
Εισαγωγή-Σκοπός: Καταγράφηκαν οι διατροφικές συνήθειες ασθενών
με ΟΣΣ σε σχέση με τη Μεσογειακή Δίαιτα (ΜΔ), συσχετίσθηκαν με την
προΰπαρξη ή μη ΣΝ, και μελετήθηκαν τα επίπεδα LDL-C σε σχέση με διατροφή και λήψη στατίνης. Υλικό-Μέθοδος: Μελετήθηκαν προοπτικά,
95 συνεχόμενοι ασθενείς με ΟΣΣ. Καταγράφηκαν τα δημογραφικά χαρακτηριστικά, ερωτηματολόγιο με την εβδομαδιαία συχνότητα κατανάλωσης τροφών στο πλαίσιο ΜΔ. Το score διατροφικών συνηθειών κυμάνθηκε
από 0 έως 5, όταν η συχνότητα κατανάλωσης τροφών ήταν η βέλτιστη
για ΜΔ. Προσδιορίστηκαν οι λιποπρωτεΐνες ορού μετά 12ωρη νηστεία
την επομένη της εισαγωγής. Οι ασθενείς χωρίστηκαν σε δύο ομάδες,
ΠΣΝ: Το ΟΣΣ ήταν η πρώτη εκδήλωση ΣΝ, ΓΣΝ: Όταν υπήρχε γνωστή ΣΝ.
Αποτελέσματα: Δε διέφερε σημαντικά το ποσοστό ασθενών που κατανάλωνε κρέας μέχρι 2 φορ/εβδ, ούτε >4 φορ/εβδ μεταξύ ΠΣΝ και ΓΝΣ
(66,7% vs 60% και 33,3% vs 32% αντίστοιχα). Η κατανάλωση λαχανικών
μέχρι 2 φορ/εβδ (68,9% vs 60%) ή >4 φορ/εβδ (31,1% vs 38%) δε διέφερε σημαντικά μεταξύ ΠΣΝ και ΓΣΝ. Σημαντικά υψηλότερο ποσοστό ασθενών με ΓΣΝ έκανε χρήση ψαριών >4 φορ/εβδ (16 % vs 2,2%, p=0,046). Η
καθημερινή κατανάλωση φρούτων ήταν χαμηλή και στις 2 ομάδες (0% vs
6%, p=NS). Δε διέφερε σημαντικά η χρήση αλκοόλ μέχρι 3 ποτήρια/ημ
μεταξύ ΠΣΝ και ΓΣΝ (48,9% vs 42%). Η χρήση ελαιολάδου ήταν καθολική στον πληθυσμό. Το score ΜΔ ήταν οριακά σημαντικά υψηλότερο στην
ΓΣΝ (8,8±2,6 vs 7,9±1,7, p=0,056). Η κατανάλωση κρέατος συνδεόταν
με σημαντικά χαμηλότερη LDL-C στους λαμβάνοντες στατίνη (77±11,5 vs
121,25±23 p<0,01). Συμπεράσματα: Οι ασθενείς με ΟΣΣ και γνωστή ΣΝ,
είχαν υιοθετήσει οριακά καλύτερη Μεσογειακή Διατροφή, και σε σημαντικά υψηλότερο ποσοστό, κατανάλωναν ψάρια >4 φορ/εβδ συγκρινόμενοι
με την ομάδα ΠΣΝ. Η λήψη στατίνης στους συχνά καταναλίσκοντες κρέας
εξασφάλιζε σημαντικά χαμηλότερα επίπεδα LDL-C.
16
Ελληνική Επιθεώρηση Αθηροσκλήρωσης 1(1)
ΠΑ9
Επίδραση ενός «μεσογειακού» τύπου πρωινού στην επακόλουθη
ενεργειακή πρόσληψη και σε αισθήματα που σχετίζονται με την όρεξη
Σ. Κοϊνάκη,1 Δ. Αγγελοπούλου,1 Ν. Γιαννακούρης,2 Μ. Γιαννακούλια1
1
Τμήμα Επιστήμης Διαιτολογίας-Διατροφής, Χαροκόπειο Πανεπιστήμιο, Αθήνα, 2Τμήμα Οικιακής Οικονομίας και Οικολογίας,
Χαροκόπειο Πανεπιστήμιο, Αθήνα
Εισαγωγή-Σκοπός: Κλινικές μελέτες που αξιολογούν την επίδραση διατροφικών παραγόντων στα αισθήματα που σχετίζονται με την όρεξη και
την επακόλουθη διαιτητική πρόσληψη, εστιάζουν στην πρόσληψη θρεπτικών συστατικών ή τροφίμων, ενώ ελάχιστα δεδομένα υπάρχουν για την επίδραση συνολικών διατροφικών προτύπων. Στόχος της παρούσας διασταυρούμενης μελέτης, ήταν η διερεύνηση της επίδρασης ενός «Μεσογειακού»
τύπου πρωινού γεύματος στα υποκειμενικά αισθήματα που σχετίζονται
με την όρεξη, καθώς και στην επακόλουθη ενεργειακή πρόσληψη υγιών
εθελοντών. Υλικό-Μέθοδος: Στην έρευνα συμμετείχαν 16 υγιείς άνδρες,
μη παχύσαρκοι και μη-καπνιστές, ηλικίας 25±4 ετών. Οι εθελοντές προσήλθαν 2 διαφορετικές μέρες στη Μεταβολική Μονάδα του Χαροκοπείου
Πανεπιστημίου και κατανάλωσαν 2 διαφορετικά πρωινά γεύματα. Τα γεύματα ήταν ισοθερμιδικά, παρόμοιας περιεκτικότητας σε μακροθρεπτκά
συστατικά: το ένα ήταν «Μεσογειακού» τύπου πρωινό (ΜΠ), με χαρακτηριστικά τρόφιμα της Κρητικής δίαιτας, πλούσιο σε διαιτητικές ίνες, και το
άλλο «Δυτικού» τύπου πρωινό (ΔΠ). Τέσσερις ώρες μετά την κατανάλωση
κάθε πρωινού, οι εθελοντές κλήθηκαν να καταναλώσουν «κατά βούληση»
από ποικιλία τροφίμων και η διαιτητική τους πρόσληψη καταγράφηκε. Πριν,
αμέσως μετά και κάθε 30 λεπτά μετά τη λήψη του πρωινού και μέχρι το «κατά βούληση» γεύμα, οι εθελοντές κατέγραφαν τα αισθήματα της πείνας, της
πληρότητας και της επιθυμίας για λήψη τροφής σε 10-βάθμιες αναλογικές
κλίμακες. Αποτελέσματα: Στατιστικά σημαντική διαφορά βρέθηκε μεταξύ των δύο τύπων πρωινού γεύματος αναφορικά με την επιθυμία για λήψη
τροφής, με τους εθελοντές να σημειώνουν μικρότερη βαθμολογία μετά την
κατανάλωση του ΜΠ (p=0,016). Επιπλέον, μετά από έλεγχο για την ενεργειακή πρόσληψη την προηγούμενη ημέρα, η ενεργειακή πρόσληψη στο
«κατά βούληση» γεύμα ήταν μεγαλύτερη μετά την κατανάλωση του ΔΠ σε
σχέση με το ΜΠ (1674±416 kcal και 1488±468 kcal, αντίστοιχα, p=0,045).
Συμπεράσματα: Η κατανάλωση ενός «Μεσογειακού» πρωινού οδηγεί σε
μικρότερη ενεργειακή πρόσληψη στο μεσημεριανό γεύμα σε σχέση με ένα
«Δυτικό» πρωινό. Το αποτέλεσμα αυτό ενδέχεται να οφείλεται στην υψηλότερη περιεκτικότητα του «Μεσογειακού» πρωινού σε διαιτητικές ίνες.
ΠΑ10
H κατανάλωση ψαριών βελτιώνει την καταθλιπτική συμπτωματολογία
σε ηλικιωμένους άνδρες και γυναίκες. Η μελέτη Ικαρία
Κ. Ζήσιμος, Ι. Σκούμας, Σ. Μαματάς, Ι. Φελέκος, Β. Μεταξά, Β. Ψαρουδάκη, Β. Ζούλια,
Ε. Γιακουμή, Χ. Πίτσαβος, Χ. Στεφανάδης
Α΄ Πανεπιστημιακή Καρδιολογική Κλινική, Γενικό Νοσοκομείο Αθηνών «Ιπποκράτειο», Αθήνα
Εισαγωγή-Σκοπός: Η κατάθλιψη αποτελεί συχνή αιτία νοσηρότητας και
σχετίζεται με αυξημένο καρδιαγγειακό κίνδυνο. Η κατανάλωση ψαριών,
μέσω ωμέγα-3 λιπαρών οξέων, έχει ευεργετική επίδραση στην κατάθλιψη.
Η νήσος Ικαρία έχει αναγνωριστεί ως τόπος με υψηλά ποσοστά μακροζωίας. Στην παρούσα μελέτη εξετάστηκε η συσχέτιση της καταθλιπτικής
συμπτωματολογίας με τις διατροφικές συνήθειες, σε ηλικιωμένα άτομα.
Υλικό-Μέθοδος: Από τον Ιούνιο μέχρι τον Οκτώβριο του 2009, μελετήσαμε 343 άνδρες και 330 γυναίκες, ηλικίας 65 έως 100 ετών. Μετρήθηκαν
παράγοντες καρδιαγγειακού κινδύνου και η κατάθλιψη αξιολογήθηκε με
την κλίμακα γηριατρικής κατάθλιψης (GDS 0–15), ενώ οι διατροφικές συνήθειες αξιολογήθηκαν μέσω ενός ερωτηματολογίου συχνότητας κατανάλωσης τροφίμων. Αποτελέσματα: Οι γυναίκες είχαν υψηλότερες τιμές GDS
συγκριτικά με τους άνδρες (4,8±3,4 έναντι 3,2±3, p=0,001). Τα άτομα στο
ανώτερο τριτημόριο της GDS είχαν υψηλότερο επιπολασμό μεταβολικού
συνδρόμου (67% έναντι 53%, p=0,01), χαμηλότερη σωματική δραστηριότητα (p=0,001) και υψηλότερο επιπολασμό καρδιαγγειακών νοσημάτων
(25% έναντι 17%, p=0,05). Όσοι βρίσκονταν στο ανώτερο τριτημόριο της
GDS έτρωγαν λιγότερο συχνά λαχανικά, φρούτα, ψάρια και συχνότερα δη-
μητριακά ολικής αλέσεως. Κατανάλωναν επίσης μεγαλύτερες ποσότητες
αλκοόλ, σε σύγκριση με όσους βρίσκονται στο χαμηλότερο τριτημόριο της
GDS (για όλα p<0,05). Το 50% των συμμετεχόντων ανέφεραν κατανάλωση
ψαριών 1–2 φορές εβδομαδιαίως, 32% 3–5 φορές εβδομαδιαίως, 11% 2–3
φορές μηνιαίως, 4,5% σπάνια και 2,5% καθημερινά. Όσοι κατανάλωναν
ψάρι 3–5 φορές εβδομαδιαίως είχαν χαμηλότερη βαθμολογία κατάθλιψης
(1,8±0,8 έναντι 2,5±0,8, p=0,001) και χαμηλότερο επιπολασμό γνωστών
καρδιαγγειακών νοσημάτων (20% έναντι 30%, p=0,05), σε σύγκριση με
όσους έτρωγαν ψάρι σπάνια ή ποτέ. Η πολλαπλή λογαριθμιστική παλινδρόμηση, μετά προσαρμογή για πολλούς συγχυτικούς παράγοντες αποκάλυψε
αντίστροφη συσχέτιση μεταξύ κατανάλωσης ψαριών και καταθλιπτικής
συμπτωματολογίας (β=–0,166, p=0,003). Λογαριθμιστική παλινδρόμηση
έδειξε ότι η σπάνια κατανάλωση ψαριών τριπλασιάζει την πιθανότητα υψηλής βαθμολογίας στην κλίμακα κατάθλιψης [Exp(b)=3,42, p=0,037], μετά
από προσαρμογή για γνωστούς συγχυτικούς παράγοντες. Συμπεράσματα:
Συχνή κατανάλωση ψαριών φαίνεται να δρα ευεργετικά στην καταθλιπτική
διάθεση ηλικιωμένων ατόμων.
Hellenic Journal of Atherosclerosis 1(1)
17
ΠΑ11
Η κατανάλωση τσαγιού έχει ευεργετική επίδραση στην ενδοθηλιακή
λειτουργία των μέσης και μεγάλης ηλικίας μη διαβητικών ανδρών
και γυναικών. Η μελέτη Ικαρία
Ε. Οικονόμου, Γ. Σιάσος, Δ. Τούσουλης, Μ. Ζαρομυτίδου, Κ. Ζήσιμος, Γ. Μαρίνος,
Α. Πλαστήρας, Θ. Παρασκευόπουλος, Χ. Πίτσαβος, Χ. Στεφανάδης
Α΄ Πανεπιστημιακή Καρδιολογική Κλινική, Γενικό Νοσοκομείο Αθηνών «Ιπποκράτειο», Αθήνα
Εισαγωγή-Σκοπός: Η ενδοθηλιακή δυσλειτουργία αποτελεί πρωταρχικό
στάδιο της αθηροσκλήρωσης και σχετίζεται με αυξημένη επίπτωση καρδιαγγειακών νοσημάτων. Η κατανάλωση τσαγιού, μέσω αντιοξειδωτικών
δράσεων, φαίνεται να σχετίζεται με θετικές δράσεις στο καρδιαγγειακό.
Αξιολογήσαμε τη συσχέτιση μεταξύ της πρόσληψης τσαγιού και της ενδοθηλιακής λειτουργίας, σε ένα δείγμα μέσης και μεγάλης ηλικίας, διαβητικών
και μη, κατοίκων της Ικαρίας, που έχει αναγνωρισθεί παγκοσμίως ως τόπος
με χαμηλά ποσοστά καρδιαγγειακής θνητότητας. Υλικό-Μέθοδος: Από
τον Ιούνιο έως τον Οκτώβριο του 2009 επιλέχθηκε τυχαία ένα δείγμα του
πληθυσμού της μελέτης ΙΚΑΡΙΑΣ, αποτελούμενο από 135 άνδρες και 145
γυναίκες, μέσης ηλικίας 63 ετών που εξετάστηκε υπερηχογραφικά με τη
μέθοδο της ενδοθηλιοεξαρτώμενης αγγειοδιαστολής (FMD) για την εκτίμηση της ενδοθηλιακής λειτουργίας. Οι διατροφικές συνήθειες αξιολογήθηκαν
μέσω ερωτηματολογίου συχνότητας κατανάλωσης τροφίμων. Η διάγνωση
του σακχαρώδους διαβήτη ετέθη όταν η γλυκόζη νηστείας ήταν μεγαλύτερη από 125 mg/dL ή επί ιστορικού χρήσης αντιδιαβητικών φαρμάκων.
Αποτελέσματα: 22% των ανδρών και 15% των γυναικών ήταν διαβητικοί,
15% των ανδρών και 10% των γυναικών ανέφεραν γνωστή καρδιαγγειακή
νόσο, 69% των ανδρών και 72% των γυναικών είχαν υπερχοληστερολαιμία, 58% των ανδρών και 63% των γυναικών είχαν υπέρταση. Το 54% των
συμμετεχόντων δήλωσαν ότι καταναλώνουν τσάι τουλάχιστον μία φορά την
εβδομάδα. Στους μη διαβητικούς ασθενείς βρέθηκε συσχέτιση μεταξύ της
κατανάλωσης τσαγιού και του FMD (r=0,157, p=0,082), ενώ δε βρέθηκε
αντίστοιχη συσχέτιση σε διαβητικούς ασθενείς. Στους μη διαβητικούς συμμετέχοντες, ακόμα και μετά από προσαρμογή για διάφορους συγχυτικούς
παράγοντες (ηλικία, καπνιστά, υπέρταση, υπερχοληστερολαιμία, ιστορικό
ύπαρξης καρδιαγγειακής νόσου), βρέθηκε η κατανάλωση τσαγιού να βελτιώνει την ενδοθηλιακή λειτουργία (beta=0,220, p=0,02). Συγκεκριμμένα
βρέθηκε ότι στους μη διαβητικούς αύξηση της κατανάλωσης τσαγιού κατά 100 mL/ημέρα οδηγεί σε κατά μέσο όρο βελτίωση του FMD κατά 0,6%.
Συμπεράσματα: Η κατανάλωση τσαγιού σχετίζεται με βελτίωση της ενδοθηλιακής λειτουργίας αποτυπώνοντας άλλη μία καρδιοπροστατευτική
διατροφική παράμετρο των μέσης και μεγάλης ηλικίας κατοίκων, με υψηλά
ποσοστά μακροζωίας, της νήσου Ικαρίας.
ΠΑ12
Η επίδραση του καφέ και της περιεχόμενης καφεΐνης
σε δείκτες φλεγμονής υγιών εθελοντών
Α. Γαβριέλη,1 Μ. Γιαννακούλια,1 Ε. Φραγκοπούλου,1 Δ. Μαργαριτόπουλος,1 J. Chamberland,2
Χ. Μαντζώρος2
1
Τμήμα Επιστήμης Διαιτολογίας-Διατροφής, Χαροκόπειο Πανεπιστήμιο, Αθήνα, Ελλάδα
2
Beth Isreal Deaconess Medical Center, Harvard Medical School, Boston, USA
Εισαγωγή-Σκοπός: Ο καφές είναι ένα από τα δημοφιλέστερα ποτά παγκοσμίως. Τα ερευνητικά δεδομένα, όμως, σχετικά με την επίδρασή του
μεταγευματικά σε μεταβολικούς δείκτες είναι περιορισμένα. Σκοπός της
παρούσας μελέτης ήταν η διερεύνηση της επίδρασης του καφέ με ή χωρίς
καφεΐνη σε δείκτες που σχετίζονται με τη φλεγμονή σε υγιείς εθελοντές.
Υλικό-Μέθοδος: Δεκαέξι, υγιείς άνδρες (ηλικία: 27,8±5,2 έτη, ΒΜΙ:
25,5±2,3 kg/m2) συμμετείχαν σε τρεις δοκιμασίες μιας ημέρας με τυχαία σειρά. Σε κάθε δοκιμασία οι εθελοντές λάμβαναν ένα τυποποιημένο
πρωινό γεύμα μαζί με 200 mL είτε καφεϊνούχου καφέ (3 mg καφεΐνης/kg
σωματικού βάρους), είτε ντεκαφεϊνέ καφέ ή νερού (πρωινό αναφοράς).
Σε διάστημα 3 ωρών και 15 λεπτών, εννέα δείγματα αίματος λήφθηκαν
στη νηστεία και σε τακτά χρονικά διαστήματα μετά το πρωινό γεύμα. Τα
αίματα αναλύθηκαν για τις συγκεντρώσεις κορτιζόλης, ιντερλευκίνης-6
(IL-6), ιντερλευκίνης-18 (IL-18) και αδιπονεκτίνης. Αποτελέσματα: Όσον
αφορά στις αλλαγές στα επίπεδα της κορτιζόλης, βρέθηκε στατιστικά
σημαντική αλληλεπίδραση του χρόνου με τις δοκιμασίες (p=0,02). Οι
επιμέρους αναλύσεις στις χρονικές στιγμές έδειξαν ότι τα επίπεδα της
κορτιζόλης μετά την κατανάλωση του πρωινού γεύματος με καφεϊνούχο
καφέ ήταν στατιστικά σημαντικά υψηλότερα στα 60, 90, 120, 150 και 180
λεπτά σε σχέση με τα αντίστοιχα μετά την κατανάλωση του πρωινού γεύματος αναφοράς (όλα τα p<0,05). Οι τιμές της κορτιζόλης στο αίμα μετά
την κατανάλωση πρωινού με ντεκαφεϊνέ καφέ διέφεραν σε σχέση με τις
αντίστοιχες του πρωινού αναφοράς μόνο στα 90 λεπτά (p=0,04). Για τους
υπόλοιπους δείκτες, αδιπονεκτίνη, IL-6 και IL-18, δε βρέθηκε στατιστικά
σημαντική συνολική επίδραση ούτε στατιστικά σημαντική αλληλεπίδραση μεταξύ χρόνου και δοκιμασιών. Συμπεράσματα: Η κατανάλωση
πρωινού γεύματος με καφεϊνούχο καφέ οδηγεί σε υψηλότερα μεταγευματικά επίπεδα κορτιζόλης σε σχέση με την κατανάλωση πρωινού γεύματος
χωρίς καφέ. Η επίδραση του ντεκαφεϊνέ καφέ δεν ήταν αντίστοιχα σημαντική, υποδεικνύοντας πιθανή δράση περισσότερο της καφεΐνης, και
λιγότερο των άλλων συστατικών του καφέ, στα μεταγευματικά επίπεδα
της κορτιζόλης.
18
Ελληνική Επιθεώρηση Αθηροσκλήρωσης 1(1)
ΠΑ13
Η περιεκτικότητα σε σφιγγομυελίνη των ερυθροκυτταρικών μεμβρανών
είναι αυξημένη σε ασθενείς με οξέα στεφανιαία σύνδρομα
και σε γραμμική συσχέτιση με το φορτίο χοληστερόλης της μεμβράνης
Δ. Τζιακάς,1 Γ. Χαλικιάς,1 Δ. Στάκος,1 Ι. Τέντες,2 Α. Θωμαΐδη,1 Π. Κίκας,1
Κ. Μητρούση,1 Α. Λαντζουράκη,1 Χ. Μπουντούλας,3 Σ. Κωνσταντινίδης1
1
Πανεπιστημιακή Καρδιολογική Κλινική, Δημοκρίτειο Πανεπιστήμιο Θράκης, Αλεξανδρούπολη, 2Εργαστήριο Βιοχημείας, Δημοκρίτειο
Πανεπιστήμιο Θράκης, Αλεξανδρούπολη, 3Κέντρο Κλινικών Ερευνών, Ίδρυμα Ιατροβιολογικών Ερευνών, Ακαδημία Αθηνών, Αθήνα
Εισαγωγή-Σκοπός: Κλινικές μελέτες έχουν δείξει αυξημένα επίπεδα ολικής χοληστερόλης (CEM) στις ερυθροκυτταρικές μεμβράνες ασθενών με
οξέα στεφανιαία σύνδρομα (ΟΣΣ) συγκριτικά με αυτά ασθενών με σταθερή στηθάγχη (ΣΣ). Η σφιγγομυελίνη (SM) «αιχμαλωτίζει» τη χοληστερόλη
εντός της μεμβράνης εμποδίζοντας την κίνησή της εντός και εκτός του
κυττάρου. Οι μηχανισμοί με τους οποίους η ερυθροκυτταρική μεμβράνη
φορτίζεται με χοληστερόλη είναι ακόμη άγνωστοι. Με την παρούσα μελέτη
διερευνήσαμε τη συσχέτιση της περιεκτικότητας των ερυθροκυτταρικών
μεμβρανών σε SM (SMEM) με τη CEM. Υλικό-Μέθοδος: Μελετήσαμε 72
ασθενείς εκ των οποίων 21 με ΣΣ, 39 με ΟΣΣ και 12 με φυσιολογικά στεφανιαία αγγεία (ομάδα ελέγχου). Τα επίπεδα SMEM και CEM προσδιορίσθηκαν
με ενζυματικές μεθόδους. Αποτελέσματα: Τα επίπεδα SMEM ήταν υψηλότερα στην υπο-ομάδα με ΟΣΣ (156,8 ±60,9 ug/mg) συγκριτικά με την
υπο-ομάδα με ΣΣ (127,7±28,8 ug/mg, p=0,028) και την ομάδα ελέγχου
(108,5±8,6 ug/mg, p=0,003). Τα επίπεδα SMEM ήταν παρόμοια μεταξύ
ασθενών με ΣΣ και την ομάδα ελέγχου (p=0,271). Παρατηρήθηκε μια θετική γραμμική συσχέτιση μεταξύ των επιπέδων CEM και SMEM (r=0,476,
p<0,001). Σε πολυπαραγοντικό μοντέλο γραμμικής συσχέτισης (R=0,608)
τα επίπεδα SMEM παρέμειναν ανεξάρτητα σε θετική συσχέτιση με τα επίπεδα CEM (b=0,444, p=0,001). Δεν παρατηρήθηκε συσχέτιση των επίπεδων
TCEM και SMEM με τα επίπεδα λιπιδίων πλάσματος. Συμπεράσματα: Η
παρούσα μελέτη έδειξε ότι τα επίπεδα SMEM είναι αυξημένα σε ασθενείς
με ΟΣΣ συγκριτικά με ασθενείς με ΣΣ. Επιπροσθέτως, αναδείχθηκε μια ανεξάρτητη και θετική γραμμική συσχέτιση μεταξύ των επίπεδων SMEM και
CEM η οποία καταδεικνύει έναν παθοφυσιολογικό ρόλο της SM στη διαχείριση της χοληστερόλης μεταξύ ερυθροκυττάρων και πλάσματος.
ΠΑ14
Βέλτιστη διαχείριση του διαβήτη τύπου 2 (ΔΤ2) συμπεριλαμβανομένης
της συγκριτικής αξιολόγησης και της καθιερωμένης θεραπείας.
Τα ελληνικά δεδομένα έναρξης της μελέτης Optimise
Μ. Ελισάφ,1 Γ. Γουργιώτη,2 Ν. Νίκας2
1
Β΄ Παθολογική Κλινική, Πανεπιστημιακό Γενικό Νοσοκομείο Ιωαννίνων, Ιωάννινα, 2Ιατρικό Τμήμα, Astrazeneca AΕ, Αθήνα
Εισαγωγή-Σκοπός: O ΔΤ2 εξελίσσεται σε μία παγκόσμια πανδημία. Παρά
τη διαθεσιμότητα θεραπειών για την αντιμετώπιση των παραγόντων κινδύνου, είναι φανερό ότι ο ΔΤ2 δεν ελέγχεται επαρκώς. Έχουν προταθεί
διάφοροι τρόποι βελτίωσης της παρεχόμενης περίθαλψης. Στόχος της
παρούσας μελέτης ήταν η διερεύνηση του ρόλου της συγκριτικής αξιολόγησης (benchmarking, η διαδικασία σύγκρισης της απόδοσης ενός ατόμου
με αυτή άλλων) σε επίπεδο πρωτοβάθμιας περίθαλψης, αναφορικά με τον
έλεγχο του ΔΤ2, ως προς το ποσοστό των ασθενών οι οποίοι επιτυγχάνουν
προκαθορισμένους στόχους για την HbA1c, την LDL-C και τη Συστολική
Αρτηριακή Πίεση (ΣΑΠ). Υλικό-Μέθοδος: Η OPTIMISE (NCT00681850)
ήταν μία Ευρωπαϊκή μελέτη παρατήρησης (προοπτική, κοορτής), η οποία
διεξήχθη σε 6 χώρες. Συμπεριέλαβε ασθενείς με ΔΤ2 οι οποίοι παρακολουθήθηκαν 4 φορές για ένα διάστημα 12 μηνών. Κατά τη διάρκεια των επισκέψεων, μεταξύ άλλων εξετάσεων ρουτίνας, οι ασθενείς υποβλήθηκαν σε
μέτρηση της ΑΠ, ενώ έγινε αιμοληψία για μέτρηση των γλυκαιμικών και λιπιδαιμικών παραμέτρων από κεντρικό εργαστήριο. Οι ερευνητές τυχαιοποιήθηκαν (3:1) στην ομάδα συγκριτικής αξιολόγησης ή στην ομάδα ελέγχου.
Όλοι τους λάμβαναν ενημέρωση για τους παράγοντες κινδύνου των ασθενών τους. Επιπρόσθετα, οι ιατροί της ομάδας της συγκριτικής αξιολόγησης
λάμβαναν ενημέρωση αναφορικά με τον έλεγχο της HbA1c, της LDL-C και
της ΣΑΠ σε σύγκριση με τους συναδέλφους τους, ανώνυμα. Παρουσιάζονται
τα δεδομένα έναρξης της Ελλάδας. Αποτελέσματα: 84 ιδιώτες ιατροί (61
ομάδα συγκριτικής αξιολόγησης/23 ομάδα ελέγχου) ενέταξαν 796 ασθενείς (57,29% άνδρες, 24,37% καπνιστές). Στο σύνολο της κοορτής, η μέση ηλικία ήταν 63,79±10,72 έτη και ο μέσος BMI ήταν 29,61±4,97 kg/m2.
Υπέρταση, ΣΝ, ΠΑΝ, εγκεφαλικό και αμφιβληστροειδοπάθεια αναφέρθηκαν
σε 77,23%, 23,79%, 11,1%, 6,29% και 7,21% των ασθενών, αντίστοιχα. Η
μέση ΣΑΠ ήταν 138,31±17,24 mmHg, η μέση HbA1c ήταν 7,17±1,31% και η
μέση LDL-C ήταν 111,79±35,47 mg/dL. Κατά την έναρξη, τα ποσοστά των
ασθενών στην Ελλάδα οι οποίοι είχαν πετύχει τους στόχους σύμφωνα με τις
κατευθυντήριες οδηγίες για τη ΣΑΠ (<130 mmHg), την HbA1c (<7%) και
την LDL-C (<100 mg/dL) ήταν 27,35%, 52,9% και 30,89%. Μόνον 5% των
ασθενών στην Ελλάδα είχαν πετύχει και τους 3 προκαθορισμένους στόχους.
Συμπεράσματα: Τα δεδομένα έναρξης έδειξαν ανεπαρκή έλεγχο του ΔΤ2
στην πρωτοβάθμια περίθαλψη, στην Ελλάδα. Τα αποτελέσματα στους 12
μήνες θα δώσουν απάντηση για το ρόλο της συγκριτικής αξιολόγησης στην
ποιότητα περίθαλψης του ΔΤ2. Χορηγός της μελέτης ήταν η AstraZeneca.
Hellenic Journal of Atherosclerosis 1(1)
19
ΠΑ15
Υψηλός επιπολασμός επιμενουσών διαταραχών των λιπιδίων
σε ασθενείς που θεραπεύονται με στατίνες στην Ελλάδα:
Αποτελέσματα από τη μελέτη Dysis (Dyslipidemia International Study)
Φ. Βλασερού,1 Ι. Παπαγεωργαντάς,1 Ζ. Μητρογιάννη,2 Μ. Δούμας,2 Μ. Ελισάφ2
1
Ιατρικό Τμήμα, VIANEX/MSD, Αθήνα, 2Β΄ Παθολογική Κλινική, Πανεπιστημιακό Γενικό Νοσοκομείο Ιωαννίνων, Ιωάννινα
ασθενείς, το 22,4% ήταν καπνιστές, το 68,6% είχε υπέρταση, το 28,7% διαβήτη και το 29,5% θετικό οικογενειακό ιστορικό καρδιαγγειακής νόσου.
Το 72,6% ήταν ασθενείς υψηλού κινδύνου. Το 29% είχε ΒΜΙ >30 kg/m2 και
το 61,8% είχε μεταβολικό σύνδρομο. Συμπεράσματα: Η πλειονότητα των
υπό στατίνη ασθενών στην Ελλάδα ήταν εκτός στόχου όσον αφορά στην
LDL CHOL και/ή είχαν παθολογικές τιμές HDL-CHOL και τριγλυκεριδίων. Τα
αποτελέσματα αυτά καταδεικνύουν ένα χάσμα μεταξύ των συστάσεων των
κατευθυντήριων οδηγιών και της κλινικής πρακτικής, καθώς και την ανάγκη πιο εντατικού και εμπεριστατωμένου ελέγχου των λιπιδίων σε αυτό τον
υψηλού κινδύνου πληθυσμό.
Εισαγωγή-Σκοπός: Η πλειονότητα των ασθενών με δυσλιπιδαιμία αντιμετωπίζεται με στατίνες. Ωστόσο, πολλοί ασθενείς δεν επιτυγχάνουν τους
θεραπευτικούς στόχους και οι συνυπάρχουσες λιπιδαιμικές διαταραχές πιθανά συμβάλλουν στον αυξημένο καρδιαγγειακό κίνδυνο αυτών των ασθενών. Υλικό-Μέθοδος: Έγινε επιδημιολογική καταγραφή των ασθενών με
δυσλιπιδαιμία που αντιμετωπίζονται με στατίνες. Συλλέχθηκαν στοιχεία
775 διαδοχικών ασθενών (μέση ηλικία 63,3 έτη, 62,7% άνδρες), που προσέρχονταν στο ιατρείο 78 παθολόγων και καρδιολόγων. Όλοι οι ασθενείς
υποβλήθηκαν σε κλινική εξέταση και καταγράφηκαν οι πιο πρόσφατες (3
μηνών) τιμές λιπιδίων υπό αγωγή με στατίνη. Αποτελέσματα: Από τους
Πίνακας 1. Διαταραχές λιπιδίων, σύμφωνα με τις Ευρωπαϊκές Οδηγίες (ESC).
LDL-C εκτός στόχου (%)+
Χαμηλή HDL-C (<40/45 mg/dL άνδρες/γυναίκες) (%)
Υψηλά TG (>150 mg/dL) (%)
Όλοι
οι ασθενείς
N=755
Υψηλού κινδύνου
ασθενείς*
N=548
62,8
30,6
39,9
61,0
32,9
41,7
ESC-Score ≥5%
N=349
με ΣΔ
χωρίς ΣΝ
N=91
N=108
ESC-Score
<5%
N=207
53,5
37,1
42,3
64,0
28,6
46,1
82,9
22,9
36,2
67,3
24,3
35,2
με ΣΝ
* Υψηλού κινδύνου: ΣΝ, ΣΔ και/ή κίνδυνος βάσει ESC-Score ≥5%, + LDL ≥115 mg/dL σε ασθενείς με ESC-Score <5% και LDL ≥100 mg/dL σε ασθενείς με ESC-Score ≥5% ΣΔ και/ή ΣΝ
ΠΑ16
The effect of simvastatin versus combined simvastatin/ezetimibe
treatment on the concentration of small dense low-density lipoprotein
particles in patients with primary hypercholesterolemia
M. Florentin,1 E. Liberopoulos,1 E. Moutzouri,1 C. Rizos,1 C. Kostara,1 A. Tselepis,2 M. Elisaf1
1
Department οf Internal Medicine, Medical School, University οf Ioannina, Ioannina
Laboratory οf Biochemistry, School of Chemistry, University οf Ioannina, Ioannina
2
Aim: To compare the effects of simvastatin 40 mg versus simvastatin/
ezetimibe 10/10 mg on small dense low-density lipoprotein cholesterol
(sdLDL-C) concentration in patients with primary hypercholesterolemia.
Methods: After a 3-month period of lifestyle changes patients with LDLC levels above those recommended by the National Cholesterol Education
Program Adult Treatment Panel III (NCEP-ATP III) based on each patient
risk factors were randomly allocated to open-label simvastatin 40 mg
(n=50) or simvastatin/ezetimibe 10/10 mg (n=50) daily. Small dense
LDL-C levels, LDL particle size and lipid profile were blindly assessed
at baseline and 3 months post-treatment. Results: Both simvastatin/
ezetimibe 10/10 mg and simvastatin 40 mg decreased total cholesterol
(–36% and –31%, respectively), LDL-C (–49% and –43%, respectively),
triglycerides (–19% and –17%, respectively), non-high-density lipoprotein cholesterol (non-HDL-C; –46% and –40%, respectively) and
sdLDL-C levels (–46% and –42%, respectively, all p<0.000) and
increased LDL particle size (+0.7% and +0.5%, respectively, both
p<0.05) compared with baseline. The changes in total cholesterol, LDLC and non-HDL-C were more pronounced with simvastatin/ezetimibe
treatment (all p<0.05). To determine the factors affecting the changes
in sdLDL-C levels we performed multivariate analysis including several
parameters (age, gender, smoking, waist circumference, body mass index,
choice of lipid-lowering agent as well as baseline levels and changes in
triglycerides, LDL-C and non-HDL-C) as predictors. The only significant
predictors were the baseline levels of sdLDL-C and triglycerides but
not the choice of hypolipidaemic agent. Similarly, baseline LDL particle
size and triglyceride levels were the only significant predictors for the
alterations in LDL size. Conclusions: The combination of low-dose
simvastatin (10 mg) plus ezetimibe (10 mg) is at least equally effective in
improving sdLDL-C concentration and LDL particle size with simvastatin
40 mg in patients with primary hypercholesterolemia.
20
Ελληνική Επιθεώρηση Αθηροσκλήρωσης 1(1)
ΠΑ17
Επίδραση της HIV λοίμωξης και της αντιρετροϊκής θεραπείας
στον παράγοντα ενεργοποίησης των αιμοπεταλίων και συσχέτισή της
με τον κίνδυνο καρδιαγγειακών επιπλοκών
Α.Β. Τσούπρας,1 Β.Δ. Παπακωνσταντίνου,1 Μ. Χίνη,2 Ν. Μαγκαφάς,2 Α. Λιονή,2
Σ. Αντωνοπούλου,3 Κ.Α. Δημόπουλος,1 Π. Γαργαλιάνος-Κακολύρης,4 Μ.Κ. Λαζανάς2
1
Εργαστήριο Βιοχημείας, Τμήμα Χημείας, Εθνικό & Καποδιστριακό Πανεπιστήμιο Αθηνών, Αθήνα, 2Γ΄ Παθολογικό Τμήμα-Μονάδα
Λοιμώξεων, Γενικό Νοσοκομείο Αθηνών «Κοργιαλένειο-Μπενάκειο ΕΕΣ» (Ερυθρός Σταυρός), Αθήνα, 3Εργαστήριο Βιοχημείας, Τμήμα
Επιστήμης Διαιτολογίας-Διατροφής, Χαροκόπειο Πανεπιστήμιο, Αθήνα, 4Α΄ Παθολογικό Τμήμα-Μονάδα Λοιμώξεων,
Γενικό Νοσοκομείο Αθηνών « Γ. Γεννηματάς», Αθήνα
Εισαγωγή-Σκοπός: Ο Παράγοντας Ενεργοποίησης Αιμοπεταλίων (PAF)
εμπλέκεται στην παθογένεση της αθηροσκλήρωσης και ορισμένων εκδηλώσεων της HIV-λοίμωξης. Σκοπός ήταν η διερεύνηση πιθανών διαταραχών του μεταβολισμού του PAF, η αλληλεπίδραση αντιρετροϊκής θεραπείας (HAART) και PAF και ο ρόλος τους στην αύξηση του καρδιαγγειακού
κινδύνου σε ασθενείς με HIV-λοίμωξη. Υλικό-Μέθοδος: Μελετήθηκαν:
Οι in vitro επιδράσεις των αντιρετροϊκών σε δράσεις/μεταβολισμό του
PAF σε πλυμένα αιμοπετάλια κουνελιού (WRPs) και καλλιέργειες ανθρώπινων μεσαγγειακών κυττάρων (HMCs). Ο μεταβολισμός του PAF στο
αίμα 8 μη προθεραπευμένων (naive) ασθενών με πρώιμη HIV-λοίμωξη
που δεν έχρηζαν θεραπείας, 19 naive ασθενών αμέσως πριν την έναρξη
HAART και 18 υγιών μαρτύρων. Τα επίπεδα/μεταβολισμός του PAF στο
αίμα naive ασθενών με HIV-λοίμωξη πριν την έναρξη HAART και 1,3,6
μήνες μετά με τα σχήματα tenofovir-DF/emtricitabine/efavirenz (ομάδα Α,
n=8) και abacavir/lamivudine/efavirenz (ομάδα Β, n=10). Έλεγχος κανονικής κατανομής έγινε με τη μέθοδο Kolmogorov-Smirnov, η στατιστική
ανάλυση με τις μεθόδους t-test, ANOVA και Repeated-Measures-ANOVA.
Αποτελέσματα: Παρατηρήθηκε ισχυρή in vitro ανασταλτική δράση ορισμένων αντιρετροϊκών έναντι του PAF στα WRPs, τα οποία ανέστειλαν
τη βιοσύνθεση και ενεργοποίησαν την αποικοδόμηση του PAF στα HMCs.
Στους naive ασθενείς, σε σχέση με υγιείς μάρτυρες, διαπιστώθηκε αυξημένη βιοσύνθεση του PAF, η οποία ήταν πιο ενεργοποιημένη σε πιο προχωρημένη HIV-λοίμωξη. Η αποικοδόμηση του PAF βρέθηκε επίσης αυξημένη,
πιθανόν ως απόκριση στα ανωτέρω. Χορήγηση σχήματος HAART ισχυρής
αντι-PAF δράσης στην ομάδα Α προκάλεσε μείωση τόσο στη βιοσύνθεση
όσο και στα επίπεδα του PAF. Αντίθετα, στην ομάδα Β η χορήγηση σχήματος με abacavir, που έχει ενοχοποιηθεί για την αύξηση του καρδιαγγειακού κινδύνου, οδήγησε σε αύξηση της βιοσύνθεσης και των επιπέδων του
PAF. Συμπεράσματα: Κατά την εξέλιξη της HIV-λοίμωξης παρατηρείται
ενεργοποίηση της βιοσύνθεσης του PAF, που μεταβάλλεται περαιτέρω
ανάλογα με το είδος της HAART. Η γνώση της αντι-PAF δράσης της HAART
μπορεί να συμβάλλει στην επιλογή ευνοϊκότερου σχήματος όσον αφορά
στον καρδιαγγειακό κίνδυνο σε ασθενείς με HIV-λοίμωξη.
ΠΑ18
Σφυροβραχιόνιος δείκτης: Ένας ανεξάρτητος προγνωστικός παράγοντας
θνητότητας σε ασθενείς με αγγειακό εγκεφαλικό επεισόδιο
Α. Σκαφίδα, Π. Σάββαρη, Α. Βέμμου, Α. Μέλλου, Ι. Ζαφειρίου, Κ. Ψυχογιός, Κ. Βέμμος
Θεραπευτική Κλινική Εθνικό και Καποδιαστριακό Πανεπιστήμιο Αθηνών, Γενικό Νοσοκομείο Αθηνών «Αλεξάνδρα», Αθήνα
Εισαγωγή-Σκοπός: Ο σφυροβραχιόνιος δείκτης (ABI) αποτελεί δείκτη
αθηρωμάτωσης με σημαντικό ρόλο στην εκτίμηση του καρδιαγγειακού
κινδύνου και της θνησιμότητας στο γενικό πληθυσμό. Παρόλα αυτά, λίγα
είναι γνωστά για την προγνωστική του αξία σε ασθενείς με οξύ αγγειακό
εγκεφαλικό επεισόδιο (AEE). Σκοπός: Στόχος της μελέτης είναι να εκτιμηθεί η πιθανή συσχέτιση του ABI με τη θνητότητα σε ασθενείς με οξύ AEE.
Υλικό-Μέθοδος: Προοπτική μελέτη 565 ασθενών, με οξύ πρώτο ΑΕΕ που
νοσηλεύτηκαν στη μονάδα οξέων ΑΕΕ του νοσοκομείου «Αλεξάνδρα» για
μία περίοδο 5 ετών. Εκτίμηση της νευρολογικής βαρύτητας στην είσοδο με
την κλίμακα National Institute of Health Stroke Scale (NIHSS), καταγραφή
παραγόντων κινδύνου, δημογραφικών στοιχείων και διερεύνηση της αιτίας
του ΑΕΕ. Ο ΑΒΙ μετρήθηκε κατά τη νοσηλεία του ασθενούς, ενώ τιμές του
<0,9 θεωρήθηκαν παθολογικές. Παρακολούθηση των ασθενών για 5 έτη και
στατιστική ανάλυση με καμπύλες επιβίωσης και Cox proportional hazards
model. Αποτελέσματα: Μελετήθηκαν 565 ασθενείς, μέσης ηλικίας
67,5±11,8 (387 άνδρες και 178 γυναίκες). Μέσος χρόνος παρακολούθησης
30,7±21,5 μήνες. ABI<0,9 είχαν 112 (19,8%) ασθενείς. Κατά την παρακολούθηση των ασθενών συνέβησαν 46 θάνατοι. Η πολυπαραγοντική ανάλυση, περιλαμβάνοντας μία σειρά παραγόντων (ηλικία, φύλο, νευρολογική
βαρύτητα μέσω της κλίμακας NIHSS, παράγοντες καρδιαγγειακού κινδύνου,
κατηγορίες ΑΕΕ) ανέδειξε ως ανεξάρτητους προγνωστικούς παράγοντες
πενταετούς επιβίωσης την ηλικία (HR 1,11, 95% CI 1,07–1,14) για κάθε 10
έτη αύξηση της ηλικίας, την κλίμακα NIHSS (HR 1,14, 95% CI 1,10–1,18) για
κάθε μονάδα αύξησης και τoν ΑΒΙ. Ασθενείς με ΑΒΙ<0,9 είχαν HR 2,34, 95%
CI 1,30–4,19. Η πενταετής επιβίωση ήταν σημαντικά χαμηλότερη για τους
ασθενείς με ΑΒΙ<0,9 συγκρινόμενοι με τους ασθενείς με ΑΒΙ>0,9 (75% έναντι 94,1% αντιστοίχως, Long rank=24,1, p<0,0001). Συμπεράσματα: Ο
σφυροβραχιόνιος δείκτης είναι ισχυρός ανεξάρτητος προγνωστικός παράγοντας θνητότητας σε ασθενείς με ΑΕΕ. Μπορεί επομένως να διαδραματίσει
σημαντικό ρόλο τόσο στην αναγνώριση ασθενών με εγκεφαλικό υψηλού
κινδύνου όσο και στην καλύτερη αντιμετώπισή τους.
Hellenic Journal of Atherosclerosis 1(1)
21
ΠΑ19
Υπεροξείδωση ενδογενών θειολών και αθηρογένεση στεφανιαίων αρτηριών
Κ. Πισσαρίδη,1 Ε. Κουτουλάκης,1,2 Γ. Καραγκιούζης,1,3 Χ. Κωτούλας,3 Ι. Μαμαρέλης,1,2
Β. Δρίτσα,1 Ι. Αναστασοπούλου1
1
Τμήμα Ακτινοχημείας και Βιοφασματοσκοπίας, Σχολή Χημικών Μηχανικών, Εθνικό Μετσόβιο Πολυτεχνείο, Αθήνα
2
Καρδιολογική Κλινική, 401 Γενικό Στρατιωτικό Νοσοκομείο Αθηνών, Αθήνα
3
Καρδιοχειρουργική Κλινική, Γενική Κλινική Αθηνών «Ιασώ», Αθήνα
Εισαγωγή-Σκοπός: Ο μηχανισμός αθηρoσκλήρωσης των στεφανιαίων
αρτηριών σε μοριακό επίπεδο δεν είναι ακόμη γνωστός. Στην παρούσα εργασία η υπέρυθρη φασματοσκοπία (Fourier Transform Infrared, FT-IR) μία
απόλυτα μη καταστρεπτική μέθοδος χρησιμοποιείται για τη μελέτη των πολύπλοκων βιολογικών αθηρωμάτων των αρτηριών. Από τις μεταβολές των
φασμάτων των αρτηριών εξάγονται συμπεράσματα για το ρόλο των ελευθέρων ριζών στην αθηρογένεση. Υλικό-Μέθοδος: 15 αθηρώματα στεφανιαίων αρτηριών ασθενών ηλικίας 53 μέχρι 80 ετών, που υποβλήθηκαν σε
στεφανιαία ενδαρτηρεκτομή κατά τη διάρκεια αορτοστεφανιαίας παράκαμψης μελετήθηκαν με υπέρυθρη φασματοσκοπία μετασχηματισμού Fourier
(FT-IR) σε συνδυασμό με ηλεκτρονική μικροσκοπία σάρωσης, Scanning
Electron Microscopy (SEM). Αποτελέσματα: Από τα FT-IR φάσματα βεβαιώνεται ότι οι ελεύθερες ρίζες υδροξυλίου (ΗΟ.) αντιδρούν με τις πρωτεΐνες
με αποτέλεσμα τη σχάση των ενδο και διαμοριακών δεσμών υδρογόνου
καταστρέφοντας την α-έλικα κυρίως του κολαγόνου σχηματίζοντας ινίδια.
Η παρουσία της ταινίας στα 1735 cm-1, μπορεί να χρησιμοποιηθεί για την
ανίχνευση μαλονδιαλδεΰδης, ενώ η ταινία στα 1711 cm-1, επιβεβαιώνει
την προσθήκη ελευθέρων των ριζών υδροξυλίου στη LDL, αφού σχηματίζεται ακόρεστη ανθρακική αλυσίδα. Η μορφή των ταινιών στην περιοχή
700–400 cm-1 και η ταινία στα 523 cm-1 δείχνει την οξείδωση της ενδοπροστατευτικής γλουταθειόλης (GSH), προς σχηματισμό GSSG, αυξάνοντας
τις γέφυρες S-S, με αποτέλεσμα να παρεμποδίζεται η περαιτέρω προστασία
των αρτηριών. Συμπεράσματα: Από τα FT-IR φάσματα των στεφανιαίων
αθηρωμάτων φαίνεται ότι η αθηρωμάτωση αρχίζει με την επίδραση των
οξειδωτικών ριζών (ROS) και σχηματισμό τοξικών προϊόντων, που ευνοούν
τη συσσώρευση ιόντων ασβεστίου. Οι ενδογενείς προστατευτικές ενώσεις
καταστρέφονται για την αντιμετώπιση του οξειδωτικού στρες στα αρχικά
του στάδια, οδηγώντας στην ανάπτυξη της νόσου.
ΠΑ20
Συσχέτιση της σύστασης των λιπαρών οξέων στη μεμβράνη
των ερυθροκυττάρων υγειών εθελοντών με το μεταβολισμό του PAF
Ε. Αλεπουδέα,1 Ε. Φραγκοπούλου,1 Β. Ντεντοπούλου,1 Τ. Νομικός,1 Γ. Σταματάκης,2
N. Καλογερόπουλος,1 Σ. Αντωνοπούλου1
1
Τμήμα Επιστήμης Διατροφής-Διαιτολογίας, Χαροκόπειο Πανεπιστήμιο, Αθήνα
2
Τμήμα Χημείας, Εθνικό & Καποδιστριακό Πανεπιστήμιο Αθηνών, Αθήνα
Εισαγωγή-Σκοπός: Η κατανάλωση τροφίμων που χαρακτηρίζονται από
χαμηλό λόγο ω-6 προς ω-3 λιπαρών οξέων έχει αναδειχθεί από πληθώρα
επιδημιολογικών και κλινικών μελετών ότι έχει ευεργετική δράση σε φλεγμονώδεις παθήσεις. Παρόλα αυτά δεν υπάρχουν δεδομένα για την επίδρασή
τους στο μεταβολισμό του PAF. Σκοπός της παρούσας μελέτης είναι η διερεύνηση της σχέσης της σύστασης των λιπαρών οξέων στα ερυθρά κύτταρα
των υγειών εθελοντών με τις διατροφικές τους συνήθειες και με το μεταβολισμό του PAF. Υλικό-Μέθοδος: Στη μελέτη συμμετείχαν 103 φαινομενικά
υγιείς άνδρες και γυναίκες. Η αξιολόγηση της διαιτητικής πρόσληψης των
εθελοντών έγινε με τη χρήση κατάλληλων ερωτηματολογίων. Εκτός των
κλασικών βιοχημικών δεικτών μετρήθηκαν τα επίπεδα του PAF στο αίμα, η
LpPLA2 στον ορό, τα ένζυμα λυσο-PAF-ΑΤ, PAF-CPT και PAF-AH στα λευκοκύτταρα, και τα λιπαρά οξέα στις μεμβράνες των ερυθρών κυττάρων των
εθελοντών. Για τη στατιστική ανάλυση των αποτελεσμάτων χρησιμοποιήθηκε το στατιστικό πρόγραμμα SPSS. Πραγματοποιήθηκαν partial συσχετίσεις
λαμβάνοντας ως συγχυτικούς παράγοντες την ηλικία, το φύλο και το BMI
καθώς και την ενεργειακή πρόσληψη των εθελοντών όταν χρησιμοποιήθηκε
η κατανάλωση τροφίμων. Αποτελέσματα: Τα αποτελέσματα έδειξαν ότι η
περιεκτικότητα σε συνολικά ω-3, σε EPA και σε DHA των ερυθρών κυττάρων
σχετίζεται με την κατανάλωση ψαριού και την υιοθέτηση Μεσογειακής διατροφής. Το σύνολο των πολυακόρεστων οξέων (PUFA) και το αραχιδονικό
(ΑΑ) και το DPA συσχετίστηκε θετικά με την κατανάλωση φυτικών ροφημάτων, ενώ το 18:2ω6 με την κατανάλωση ξηρών καρπών. Τα επίπεδα του PAF
σχετίστηκαν αρνητικά με τα PUFA, τα ω-6 και το λόγο ΑΑ/EPA και θετικά με
τα επίπεδα του 24:1ω-9. Τα MUFA και το 18:1ω9 σχετίστηκαν θετικά με τη
LpPLA2, ενώ τα MUFA αρνητικά με την PAF-ΑΤ και την PAF-CPT. Το ΑΑ σχετίστηκε αρνητικά με τη LpPLA2, και θετικά με τα δυο βιοσυνθετικά ένζυμα.
Συμπεράσματα: Η περιεκτικότητα των ερυθρών κυττάρων σε PUFA σχετίζεται με αυξημένη βιοσύνθεση και μειωμένη αποικοδόμηση του PAF, ενώ η
περιεκτικότητα σε MUFA παρουσιάζει τις αντίθετες συσχετίσεις.
22
Ελληνική Επιθεώρηση Αθηροσκλήρωσης 1(1)
ΠΑ21
Πεπτίδια προερχόμενα από το ενδοκυττάριο τμήμα της αΙΙb υπομονάδας.
Πιθανός μηχανισμός δράσης τους ως αναστολέων της αιμοπεταλιακής συσσώρευσης
Κ. Κιουπτσή, Α. Γκουρογιάννη, Β. Κολόκα, Β. Τσίκαρης, Ε. Πάννου, Μ. Σακαρέλλου-Δαϊτσιώτη, Δ. Τσουκάτος
Τμήμα Χημείας, Πανεπιστήμιο Ιωαννίνων, Ιωάννινα
Εισαγωγή-Σκοπός: Η ιντεγκρίνη αIIbβ3 παίζει αποφασιστικό ρόλο στη συσσώρευση των αιμοπεταλίων. Το ενδοκυττάριο τμήμα της αIIb υπομονάδας της περιέχει μια όξινη, μη οργανωμένη, απομακρυσμένη από τη μεμβράνη αλληλουχία,
την 1000LEEDDEEGE1008. Πεπτίδιο τροποποιημένο με λιπίδιο, που αντιστοιχεί
στην παραπάνω αλληλουχία, το παλμιτοΰλ- K-1000-1008, εισχωρεί στα αιμοπετάλια και αναστέλλει την αιμοπεταλιακή συσσώρευση που προκαλεί η Θρομβίνη
ή το πεπτίδιο αγωνιστής, που αντιστοιχεί στην πλησίον της μεμβράνης αλληλουχία 989KGVFFKR995.1 Σκοπός της παρούσας μελέτης ήταν να αναζητηθούν
τα κατάλοιπα τα υπεύθυνα για την ανασταλτική δράση καθώς και ο μηχανισμός
δράσης του πεπτιδίου. Υλικό-Μέθοδος: Πεπτιδική σύνθεση και αιμοπεταλιακή
συσσώρευση περιγράφονται στη βιβλιογραφική παραπομπή 1. Η πρόσδεση της
ταλίνης στον αIIbβ3 σε αιμοπεταλιακό NP-40 λύμα έγινε με ανοσοκαταβύθιση
και αποτύπωση κατά western. Η φωσφορυλίωση των πρωτεϊνών μελετήθηκε με
ανοσοαποτύπωση κατά western σε SDS/EDTA λύμα αιμοπεταλίων. Οι πρωτεΐνες
διαχωρίστηκαν με SDS-PAG ηλεκτροφόρηση. Αποτελέσματα: (α) Ελέγχθηκε η
ανασταλτική δραστικότητα (1) λιπιδικά τροποποιημένου πεπτιδίου με ανακατε-
μένη την όξινη αλληλουχία, (2) τροποποιημένων πεπτιδίων με αντικατάσταση
με αλανίνη των αμινοξέων 1001,1003,1004,1005, (3) δύο μικρότερων πεπτιδίων
του παλμιτοΰλ-K-1000LEEDDE1005 και του παλμιτοΰλ-K-1005EEGE1008. Τα αποτελέσματα υποδεικνύουν ότι το σύνολο της όξινης αλληλουχίας, παρά κάποιο
συγκεκριμένο κατάλοιπο, ευθύνεται για την ανασταλτική δράση. (β) Το παλμιτοΰλ-K-1000-1008 ανέστειλε εξαρτημένα από το χρόνο τη πρόσδεση της κυτταροσκελετικής πρωτεΐνης ταλίνης στον αIIbβ3. (γ) YMESRADR, ένα πεπτίδιο που
αντιστοιχεί στην εξωκυττάρια αλληλουχία 313-320 του αIIb, αναστέλλει την αιμοπεταλιακή ενεργοποίηση.2 Το παλμιτοΰλ-K-1000-1008 μαζί με το YMESRADR,
ανέστειλαν συνεργατικά την αιμοπεταλιακή συσσώρευση καθώς και τη φωσφορυλίωση των σηματοδοτικών πρωτεϊνών ERK και FAK. Συμπεράσματα: Όξινα
διαπερατά πεπτίδια είναι μοριακοί διακόπτες της από τα μέσα προς τα έξω ενεργοποίησης του αIIbβ3 και θα μπορούσαν να αποτελέσουν τη βάση μιας μη RGD
αντιαιμοπεταλιακής φαρμακολογίας.
1
Koloka A et al. Platelets 2008, 19: 502–511, 2Mitsios J et al. Eur J Biochem 2004, 271:855–862 FEB
ΠΑ22
Φαρμακογενετική των καρδιολογικών φαρμάκων: Αποτελέσματα φαρμακογενετικών μελετών και εφαρμογή στην κλινική πράξη
Ε.Γ. Μανωλόπουλος, Γ. Ράγια, Α. Ταυρίδου
Εργαστήριο Φαρμακολογίας, Ιατρική Σχολή, Δημοκρίτειο Πανεπιστήμιο Θράκης, Αλεξανδρούπολη
Εισαγωγή-Σκοπός: Ο τομέας της φαρμακογενετικής αναφέρεται στη μελέτη
των γενετικών παραγόντων που συμβάλλουν στην ποικιλόμορφη απόκριση στα
φάρμακα. Η εφαρμογή της φαρμακογενετικής στην κλινική πράξη συμβάλλει σημαντικά στον καθορισμό της κατάλληλης δόσης των φαρμάκων και στην πρόβλεψη και αποφυγή των ανεπιθύμητων ενεργειών αυτών. Τα τελευταία χρόνια το πεδίο της φαρμακογενετικής των καρδιολογικών φαρμάκων αναπτύσσεται ραγδαία.
Σκοπός της παρούσας εργασίας είναι η παρουσίαση των σημαντικότερων γενετικών παραγόντων που επηρεάζουν την απόκριση των ασθενών στις διάφορες κατηγορίες των καρδιολογικών φαρμάκων, όπως αντιαιμοπεταλιακά (κλοπιδογρέλη),
αντιπηκτικά (κουμαρινικά παράγωγα), υπολιπιδαιμικά (στατίνες) και αντιυπερτασικά (αναστολείς μετατρεπτικού ενζύμου αγγειοτενσίνης-αΜΕΑ, ανταγωνιστές
των υποδοχέων της αγγειοτενσίνης ΙΙ και β-αναστολείς). Υλικό-Μέθοδος: Με τη
χρήση κατάλληλων λέξεων κλειδιά (φαρμακογενετική, αντιαιμοπεταλιακά, αντιπηκτικά, υπολιπιδαιμικά, αντιυπερτασικά, γενετικοί πολυμορφισμοί) αναζητήθη-
καν συναφείς μελέτες από τη διεθνή βιβλιογραφία. Τα αποτελέσματα των μελετών
αξιολογήθηκαν ανά κατηγορία φαρμάκου. Αποτελέσματα-Συμπεράσματα: Η
έρευνα της φαρμακογενετικής των καρδιολογικών φαρμάκων επικεντρώνεται κυρίως σε τρεις ομάδες υποψήφιων γονιδίων: (1) γονίδια που κωδικοποιούν πρωτεΐνες που συμμετέχουν στο μεταβολισμό και/ή μεταφορά των φαρμάκων (φαρμακοκινητική διάσταση), (2) γονίδια που κωδικοποιούν πρωτεΐνες που συμμετέχουν
στο μηχανισμό δράσης των φαρμάκων (φαρμακοδυναμική διάσταση), (3) γονίδια
που κωδικοποιούν πρωτεΐνες που σχετίζονται με την εμφάνιση της παθολογικής
κατάστασης. Τα σημαντικότερα γονίδια των οποίων οι γενετικοί πολυμορφισμοί
σχετίζονται με την ανταπόκριση στις διάφορες κατηγορίες φαρμάκων παρουσιάζονται στον πίνακα 1. Θα συζητηθούν η επίδραση και η σημασία αυτών των
γενετικών παραγόντων στην κλινική απόκριση στα καρδιολογικά φάρμακα. Το
πεδίο της φαρμακογενετικής των καρδιολογικών φαρμάκων μπορεί να συμβάλλει
σημαντικά στη βελτίωση των κλινικών εφαρμογών των φαρμάκων αυτών.
Πίνακας 1. Γονίδια που σχετίζονται με την ποικιλόμορφη ανταπόκριση στα καρδιολογικά φάρμακα.
Κατηγορία καρδιολογικών φαρμάκων
Γονίδια που σχετίζονται με την ανταπόκριση στα καρδιολογικά φάρμακα
Αντιαιμοπεταλιακά
Κλοπιδογρέλη
CYP2C19
Αντιπηκτικά
Ασενοκουμαρόλη
Βαρφαρίνη
CYP2C9/VKORC1
Φαινπροκουμόνη
Υπολιπιδαιμικά
Στατίνες
CYP3A5/CYP2C9/OATPs
Αντιυπερτασικά
αΜΕΑ
ACE
Ανταγωνιστές υποδοχέων αγγειοτενσίνης ΙΙ
CYP2C9/AT1R
β-αναστολείς
CYP2D6/β1 υποδοχέας
CYP: Cytochrome P450, VKORC1: Vitamin K Epoxide Reductase Subunit 1, OATPs: Organic Anion Transporters, αMEA: αναστολείς μετατρεπτικού ενζύμου αγγειοτενσίνης, ACE: Αngiotensin
Converting Enzyme, AT1R: Angiotensin Receptor Type 1
Hellenic Journal of Atherosclerosis 1(1)
23
ΠΑ23
Πειραματική μελέτη διερεύνησης νέας διατροφικής παρέμβασης
στο χειρισμό μεταβολικού προφίλ σε C57BL/6 ποντίκια
Ε. Τζανετάκου, Η. Δουλάμης, Ι. Βλάχος, Α. Παντοπούλου, Ι. Ντούπης, Ν. Κατσιλάμπρος, Δ.Ν. Περρέα
Εργαστήριο Πειραματικής Χειρουργικής και Χειρουργικής Ερεύνης, «ΝΣ Χρηστέας»,
Ιατρική Σχολή, Εθνικό & Καποδιστριακό Πανεπιστήμιο Αθηνών, Αθήνα
Εισαγωγή-Σκοπός: Πληθώρα μελετών συσχετίζουν διατροφή πλούσια σε
υδατάνθρακες χαμηλού γλυκαιμικού δείκτη (ΧΓΔ) σε αντίθεση με υψηλού
(ΥΓΔ) με μετρήσιμα πλεονεκτήματα για την υγεία όπως ρύθμιση των επιπέδων γλυκόζης αίματος, της ινσουλιναιμίας, της λιπιδαιμίας και του σωματικού βάρους. Περαιτέρω έρευνες είναι απαραίτητες για να έχουμε ασφαλή
συμπεράσματα σχετικά με την επίδραση της διατροφής σε πειραματικά μοντέλα χειρισμού μεταβολικού προφίλ. Σκοπός της παρούσης μελέτης είναι
να εξετάσει την επίδραση διατροφής ΥΓΔ και ΧΓΔ στο μεταβολικό προφίλ
ποντικιών C57BL/6. Υλικό-Μέθοδος: Θηλυκά ενήλικα ποντίκια C57BL/6
(n=10) χωρίστηκαν σε 2 ομάδες: ΥΓΔ (45% υδατάνθρακας-αμυλοπεκτίνη) και ΧΓΔ (45% υδατάνθρακας-αμυλόζη). Στην κάθε ομάδα χορηγήθηκε
διαφορετικού τύπου ισοθερμιδική διατροφή για 4 μήνες. Διενεργήθηκαν
μέτρηση σωματικού βάρους και αιμοληψίες ανά 20 ημέρες στις οποίες
προσδιορίστηκαν: γλυκόζη, ινσουλίνη, ολική χοληστερόλη, LDL, HDL χοληστερόλη και τριγλυκερίδια. Αποτελέσματα: Η ομάδα ΧΓΔ παρουσίασε
σημαντικά υψηλότερη HDL χοληστερόλη και χαμηλότερη γλυκόζη από την
ομάδα ΥΓΔ από τον 1ο μήνα διατροφής. Η ομάδα ΥΓΔ τον 3ο μήνα εμφάνισε σημαντικά υψηλότερη ολική χοληστερόλη από τη ΧΓΔ. Τον 4ο μήνα η
ομάδα ΥΓΔ παρουσίασε σημαντική αύξηση βάρους και υψηλότερο βάρος
και ινσουλίνη από τη ΧΓΔ, ενώ η γλυκόζη νηστείας παρουσίασε σημαντική
ελάττωση και στις δυο ομάδες και ιδιαίτερα στη ΧΓΔ. Τα τριγλυκερίδια παρουσίασαν στατιστικά σημαντική μείωση στην ομάδα ΧΓΔ, ενώ η μεταβολή
τους στην ΥΓΔ δεν ήταν σημαντική. Συμπεράσματα: Κατανάλωση διατροφής πλούσια σε υδατάνθρακες ΥΓΔ προκαλεί αύξηση βάρους και τριγλυκεριδίων. Σε σχέση με τη ΧΓΔ, διατροφή, η ΥΓΔ αυξάνει την ινσουλίνη και
τη χοληστερόλη. Η δυτικού τύπου διατροφή πλούσια σε ευαπορρόφητους
υδατάνθρακες και ελαττωμένη σε προστατευτικά αντιοξειδωτικά μπορεί να
οδηγήσει σε αυξημένη επικινδυνότητα υπερινσουλιναιμίας και καρδιαγγειακών νοσημάτων σε αντίθεση με διατροφή μεσογειακού τύπου πλούσια σε
ΧΓΔ υδατάνθρακες. Η δημιουργία πρότυπου μεταβολικού μοντέλου μυών
C57/BL6 με διατροφή, χωρίς τη χορήγηση φαρμακευτικών σκευασμάτων
αποτελεί σημαντική συμβολή στον πειραματικό χώρο.
ΠΑ24
Σχεδιασμός και ανάπτυξη υποχοληστερολαιμικών
μορίων που βασίζεται στην παθοβιοχημεία της νόσου
Π. Κουρουνάκης,1 Ε. Ρέκκα,1 Κ. Τσιακιτζής,1 Δ. Γαλανάκης,1 Α. Κουρουνάκη2
1
Τομέας Φαρμακευτικής Χημείας, Τμήμα Φαρμακευτικής, Αριστοτέλειο Πανεπιστήμιο Θεσσαλονίκης, Θεσσαλονίκη
Τομέας Φαρμακευτικής Χημείας, Τμήμα Φαρμακευτικής, Εθνικό & Καποδιστριακό Πανεπιστήμιο Αθηνών, Αθήνα
2
Τα καρδιαγγειακά νοσήματα κατέχουν την πρώτη θέση, από άποψη θνητότητας, στις χώρες του δυτικού τρόπου διαβιώσεως. Η αθηρωμάτωση είναι
η σημαντικότερη αιτία των καρδιαγγειακών. Κατά την αθηρωμάτωση συμμετέχουν δυσλιπιδαιμία, οξειδωτικό στρες και φλεγμονή. Επιπλέον, είναι
γνωστή η εμπλοκή βιολογικού στρες στα καρδιαγγειακά νοσήματα και στο
οξειδωτικό στρες. Βιολογικό στρες είναι η ομοιοστατική, μη ειδική, απόκριση του οργανισμού σε κάθε πρόκληση. Εκδηλώνεται με ενιαία σειρά
αλλαγών, μορφολογικών, βιοχημικών και λειτουργικών, που μπορούν να
χρησιμεύσουν ως δείκτες για την εκτίμηση του βιολογικού στρες. Το βιολογικό στρες διεκπεραιώνεται με τη διέγερση του άξονα υποθάλαμος-υπόφυση-επινεφρίδια και τον άξονα συμπαθητικού/κατεχολαμινών-μυελού
επινεφριδίων. Ο δεύτερος διεγείρεται σχεδόν αμέσως, ο πρώτος μερικά
λεπτά μετά το δεύτερο. Κυριότερος σκοπός αυτών είναι η προμήθεια του
οργανισμού με εύκολα διαθέσιμη ενέργεια για το έργο της προσαρμογής.
Παρουσιάζουμε πρωτότυπες ενώσεις, οι οποίες αναμένεται να έχουν ευνοϊκή δράση στην αθηρωμάτωση, καθώς έχουν σχεδιαστεί ώστε να ελαττώνουν τη δυσλιπιδαιμία, να παρουσιάζουν αντιφλεγμονώδη, αντιοξειδω-
τική δράση και να μειώνουν το βιολογικό στρες. Τη σύνθεση των ενώσεων
ακολουθεί έλεγχος για: α) Αντιδυσλιπιδαιμική δράση: Επάγεται δυσλιπιδαιμία με τυλοξαπόλη, προσδιορίζονται ολική χοληστερόλη, LDL-χοληστερόλη και τριγλυκερίδια στο πλάσμα. β) Αντιοξειδωτική δράση: Αναστολή
λιπιδικής υπεροξείδωσης με χρήση ηπατικών μικροσωμικών μεμβρανών,
σύστημα FeSO4/ασκορβικό οξύ και χρωματομετρικός προσδιορισμός μηλονικής διαλδεΰδης, ως προϊόντος που αντιδρά με το 2-θειοβαρβιτουρικό
οξύ. γ) Αντιφλεγμονώδης δράση: (i) In vivo πρότυπο οιδήματος άκρου
ποδός προκαλουμένου από καρραγενίνη, (ii) in vitro αναστολή λιποξυγονάσης, με υπόστρωμα λινελαϊκό νάτριο και φασματοφωτομετρικό προσδιορισμό. δ) Έλεγχος επίδρασης στο βιολογικό στρες: Χρησιμοποιούμενοι
δείκτες, ελάττωση βάρους θύμου, αύξηση βάρους επινεφριδίων, αύξηση
ουροπεψινογόνου. Όλες οι ενώσεις που δοκιμάστηκαν κατέχουν τις αναμενόμενες από το μοριακό σχεδιασμό βιολογικές ιδιότητες. Πιστεύουμε
ότι πολυαιτιολογικές καταστάσεις όπως η αθηροσκλήρωση είναι δυνατόν
να αντιμετωπίζονται επιτυχέστερα με τη βοήθεια πολυλειτουργικών φαρμακοθεραπευτικών μέσων.
24
Ελληνική Επιθεώρηση Αθηροσκλήρωσης 1(1)
ΠΑ25
Neutral cholesteryl ester hydrolase ES-4 changes significantly cholesterol
metabolism in mice
M. Darvari, S. Parathath, E.A Fisher
Department οf Cardiology, School οf Medicine, New York University Medical Center, New York, USA
Aim: Atherosclerotic cardiovascular diseases are the leading causes
of mortality in industrialized countries. There is a significant effort to
understand the molecular mechanisms underlying the pathophysiology
of atherosclerosis and the factors that play a role in cholesterol
metabolism. A key factor in cholesterol metabolism is a class of enzymes
known as neutral cholesteryl ester hydrolases (NCEH). These enzymes
hydrolyze cholesteryl esters to generate free cholesterol, which can then
be effluxed, metabolized to oxysterols, bile acids or directly excreted
depending on the cell type. This study examines the role of a rat hepatic
NCEH, ES-4 in cholesterol metabolism. Methods: The present study was
designed to identify the role of ES-4 as a nCEH by employing multiple
types of assays, including functional measurements of CE hydrolysis in
intact primary rat hepatic cells. To explore the role of ES-4 in vivo we
over-expressed ES-4 in LDLrKO mice. Results: The suppression of ES-4
led to a significant decrease in hepatic CE hydrolysis (55% of control),
while over-expression of ES-4 led to a significant increase (140% above
control). In vivo studies revealed that there was a significant decrease in
serum cholesterol (30% reduction in total cholesterol) and decreased
CE in livers of LDLrKO mice injected with adenovirus over-expressing
ES-4. In addition we also see increased lipid excretion into the stool
in LDLrKO mice over-expressing ES-4. Conclusions: ES-4 is a neutral
cholesteryl ester hydrolase and over-expression of ES-4 led to decrease
in total cholesterol and CE pools in vitro and in vivo. This may have antiatherogenic properties.
ΠΑ26
H αμοιβαία ρύθμιση της αφυδρογονάσης τύπου Ι των 11β-υδροξυστεροειδών
και του υποδοχέα των γλυκοκορτικοειδών από τη δεξαμεθαζόνη
αναστέλλει τον πολλαπλασιασμό λείων μυϊκών κυττάρων ανθρωπίνων
στεφανιαίων αγγείων in vitro
Γ. Μίχας,1,2 Μ. Liberman,1 Κ. Becker,1 D. Handy,1 J. Loscalzo,1 J. Leopold1
1
Cardiovascular Division, Department of Medicine, Brigham and Women΄s Hospital, Harvard Medical School, Boston, USA
2
Μεταπτυχιακό Πρόγραμμα Μοριακής Ιατρικής, Τμήμα Ιατρικής, Πανεπιστήμιο Κρήτης, Ηράκλειο, Eλλάδα
Εισαγωγή-Σκοπός: Οι κυτταρικές δράσεις των γλυκοκορτικοειδών μεσολαβούνται κατά ένα μέρος από την αφυδρογονάση τύπου Ι των 11β-υδροξυστεροειδών (11β-HSD1) η οποία μετατρέπει κορτιζόνη σε κορτιζόλη. Τα
γλυκοκορτικοειδή αναστέλλουν τον πολλαπλασιασμό αγγειακών λείων
μυϊκών κυττάρων (ΛΜΚ). Σκοπός της εργασίας ήταν να εξετάσουμε το
ρόλο της 11β-HSD1 στον έλεγχο του πολλαπλασιασμού ΛΜΚ παρουσία
ή απουσία γλυκοκορτικοειδών. Υλικό-Μέθοδος: Καλλιεργήσαμε ΛΜΚ
ανθρώπινων στεφανιαίων αγγείων παρουσία 10-9M-10-6M δεξαμεθαζόνης. Μελετήσαμε το mRNA με qRT-PCR και προσδιορίσαμε τα επίπεδα πρωτεΐνης με ανοσοαποτύπωση. Μετρήσαμε τη δραστικότητα της
11β-HSD1 χρησιμοποιώντας ραδιενεργό υπόστρωμα. Χρησιμοποιήσαμε
εξειδικευμένα siRNA για την αναστολή της έκφρασης των πρωτεϊνώνστόχων. Προσδιορίσαμε τον κυτταρικό πολλαπλασιασμό με μέτρηση
ενσωμάτωσης BrdU στο DNA διαιρούμενων ΛΜΚ. Αποτελέσματα: H
δεξαμεθαζόνη με δοσοεξαρτώμενο και χρονοεξαρτώμενο τρόπο αύξησε
την έκφραση (14,16±1,6 φορές, p<0,001) και τη δραστικότητα (6,21±1,2
φορές, p<0,001) της 11β-HSD1 μετά από 72 h. Η αύξηση ήταν αποτέλεσμα
της ενεργοποίησης του υποδοχέα των γλυκοκορτικοειδών (ΥΓ) και των
μεταγραφικών παραγόντων C/EBPβ και C/EBPδ. Επιπρόσθετα, σε ΛΜΚ
διαμολυσμένα με siRNA προς την 11β-HSD1 η έκφραση του ΥΓ αυξήθηκε.
Το γεγονός αυτό συσχετίσθηκε με ενεργοποίηση της πρωτεϊνικής κινάσης
Α και φωσφορυλίωση του μεταγραφικού παράγοντα CREB. Για να μελετήσουμε την επίδραση της 11β-HSD1 στον πολλαπλασιασμό ελαττώσαμε την
έκφραση της 11β-HSD1 και διεγείραμε τα ΛΜΚ με αιμοπεταλιακό αυξητικό
παράγοντα (PDGF) (10 ng/mL). Ελαττωμένη έκφραση της 11β-HSD1 προκάλεσε αύξηση του κυτταρικού πολλαπλασιασμού σε σχέση με την ομάδα
ελέγχου τόσο παρουσία PDGF (236,10 ±13,11%, n=4, p<0,001) όσο και
απουσία του. Παράλληλα, σε ΛΜΚ διαμολυσμένα με siRNA προς την 11βHSD1 η ανασταλτική επίδραση της δεξαμεθαζόνης στον πολλαπλασιασμό
τους μετριάστηκε. Η ελάττωση της έκφρασης της 11β-HSD1 συσχετίσθηκε
με ελαττωμένη έκφραση του αναστολέα p27kip1 και αυξημένη φωσφορυλίωση του ρετινοβλαστώματος. Συμπεράσματα: Τα αποτελέσματά μας
φανερώνουν ότι στα ΛΜΚ στεφανιαίων αγγείων η έκφραση της 11β-HSD1
είναι απαραίτητη για τον έλεγχο του κυτταρικού πολλαπλασιασμού επηρεάζοντας την G1 φάση του κυτταρικού κύκλου τόσο παρουσία όσο και
απουσία γλυκοκορτικοειδών.
Hellenic Journal of Atherosclerosis 1(1)
25
ΠΑ27
Από τον τύπο προσωπικότητας στο μεταβολικό σύνδρομο:
Ανασκόπηση επιδημιολογικών και κλινικών δεδομένων
Δ. Τζιάλλας, Κ. Σάββας, Μ. Κωσταπάνος, Λ. Χριστογιάννης, Μ. Δούμας, Ε. Μπίκα,
Χ. Μηλιώνης, Π. Σκαπινάκης, Μ. Ελισάφ, Β. Μαυρέας
Ιατρική Σχολή, Πανεπιστήμιο Ιωαννίνων & Πανεπιστημιακό Γενικό Νοσοκομείο Ιωαννίνων, Ιωάννινα
Εισαγωγή: Είναι γνωστό ότι ο τύπος προσωπικότητας συμμετέχει στην
παθογένεια και τις εκδηλώσεις της καρδιαγγειακής νόσου. Το μεταβολικό
σύνδρομο (ΜΣ) χαρακτηρίζεται από την ταυτόχρονη παρουσία και αλληλεπίδραση πολλαπλών διαταραχών και συσχετίζεται με αυξημένο κίνδυνο
εμφάνισης καρδιαγγειακής νόσου. Σκοπός: Η ανάλυση και σύνθεση των
διαθέσιμων κλινικών και επιδημιολογικών δεδομένων, και η διερεύνηση
περαιτέρω του ρόλου της προσωπικότητας στην εμφάνιση του ΜΣ σε σχέση με την υποκείμενη παθοφυσιολογία. Υλικό-Μέθοδος: Έγινε ανασκόπηση των διαθέσιμων βιβλιογραφικών δεδομένων PubMed με τη χρήση
συνδυασμών λέξεων-κλειδιών των θεματικών περιοχών: προσωπικότητα,
παχυσαρκία, κορτιζόλη, υποκλινική φλεγμονή και αυτόνομο νευρικό σύστημα, μεταβολικό σύνδρομο. Συνολικά χρησιμοποιήθηκαν 226 άρθρα
(1999-2010). Από αυτά 79 πληρούσαν τα κριτήρια εισαγωγής στη μελέτη
μας. Αποτελέσματα: Από την ανάλυση των μελετών προέκυψε ότι οι
παθοφυσιολογικοί μηχανισμοί που σε συνάρτηση με την προσωπικότητα
εμπλέκονται στην εμφάνιση του ΜΣ μπορούν να κατηγοριοποιηθούν σε
τρεις ενότητες: (α) Οι ψυχοκοινωνικοί παράγοντες και ο τύπος προσωπικότητας που παρεμβαίνουν στον άξονα υποθάλαμος-υπόφυση-επινεφρίδια, αυξάνοντας την έκκριση γλυκοκορτικοστεροειδών, (β) το άγχος, η
κατάθλιψη και η ψυχική διάθεση που πιθανόν επηρεάζουν τη δραστηριότητα του συμπαθητικού νευρικού συστήματος, και (γ) η συσχέτιση των
χαρακτηριστικών της προσωπικότητας και των συναισθηματικών διαταραχών με τους δείκτες φλεγμονής. Συμπεράσματα: Οι μεταβολικές διαταραχές που χαρακτηρίζουν το ΜΣ φαίνεται ότι προάγονται από το στρες
με τη διαμεσολάβηση αλλαγών στη νευροενδοκρινική και ανοσολογική
απόκριση. Προοπτικές μελέτες συσχέτισης των επιπέδων των κυκλοφορούντων κυτταροκινών που ευοδώνουν τη φλεγμονή με χαρακτηριστικά
του ΜΣ και ψυχολογικές ή φαρμακευτικές παρεμβάσεις σε πρώιμο στάδιο
θα προσφέρουν στη διατύπωση ψυχολογικών συστάσεων και στην οργάνωση μελετών παρέμβασης.
ΠΑ28
Η διαταραχή της γλυκόζης νηστείας είναι συχνή στους υπερτασικούς
ασθενείς αλλά δε φαίνεται να αυξάνει τον καρδιαγγειακό κίνδυνο
Κ. Τζιόμαλος, Μ. Μπαλτατζή, Χ. Σαββόπουλος, Η. Ευθυμίου, Κ. Ψιάνου, Δ. Μάγκου,
Γ. Ζερβόπουλος, Φ. Ηλιάδης, Τ. Διδάγγελος, Α. Χατζητόλιος
Α΄ Προπαιδευτική Παθολογική Κλινική, Αριστοτέλειο Πανεπιστήμιο Θεσσαλονίκης, Πανεπιστημιακό Γενικό Νοσοκομείο
Θεσσαλονίκης ΑΧΕΠΑ, Θεσσαλονίκη
Εισαγωγή-Σκοπός: Οι υπερτασικοί ασθενείς εμφανίζουν συχνά σακχαρώδη διαβήτη ή προδιαβητικές καταστάσεις. Σκοπός της παρούσας μελέτης
ήταν η εκτίμηση του επιπολασμού της διαταραχής της γλυκόζης νηστείας
σε υπερτασικούς ασθενείς που παρακολουθούνται σε τακτικά εξωτερικά ιατρεία. Υλικό-Μέθοδος: Αναλύθηκε η πιο πρόσφατη επίσκεψη στο
υπερτασιολογικό ιατρείο της κλινικής μας 1810 υπερτασικών ασθενών
(40,4% άνδρες, μέση ηλικία 56,5+/-13,5 έτη). Αποτελέσματα: Το 37,1%
των ασθενών είχαν διαταραχή της γλυκόζης νηστείας. Οι ασθενείς με διαταραχή της γλυκόζης νηστείας ήταν πιο ηλικιωμένοι από τους ασθενείς με
φυσιολογικές τιμές γλυκόζης νηστείας (57,8+/-12,9 έναντι 55,0+/-14,1 έτη
αντίστοιχα, p<0,05) και υψηλότερα επίπεδα LDL χοληστερόλης (160+/-65
έναντι 142+/-52 mg/dL αντίστοιχα, p<0,005). Αντίθετα, δε διαπιστώθηκαν
σημαντικές διαφορές στο βάρος, το δείκτη μάζας σώματος και την περίμετρο μέσης μεταξύ των 2 ομάδων. Ο επιπολασμός της στεφανιαίας νόσου
και του αγγειακού εγκεφαλικού επεισοδίου ήταν παρόμοιος στους ασθενείς
με διαταραχή της γλυκόζης νηστείας και στους ασθενείς με φυσιολογικά
επίπεδα γλυκόζης νηστείας (στεφανιαία νόσος: 7,2% και 7,2% αντίστοιχα,
p=1,00 και αγγειακό εγκεφαλικό επεισόδιο: 4,3% και 5,1% αντίστοιχα,
p=0,86). Το 57,4% των ασθενών με διαταραχή της γλυκόζης νηστείας λάμβαναν διουρητικά ή β-αποκλειστές, μεμονωμένα ή σε συνδυασμό με άλλα
αντιυπερτασικά. Συμπεράσματα: Η διαταραχή της γλυκόζης νηστείας είναι πολύ συχνή στους υπερτασικούς ασθενείς. Ωστόσο, η παρούσα μελέτη
δε δείχνει αυξημένο επιπολασμό καρδιαγγειακών νοσημάτων σε ασθενείς
με διαταραχή της γλυκόζης νηστείας, πιθανώς διότι πρόκειται για μελέτη
χρονικής στιγμής. Επιπλέον, με δεδομένο ότι οι ασθενείς με διαταραχή της
γλυκόζης νηστείας δεν ήταν πιο παχύσαρκοι και λάμβαναν στην πλειοψηφία τους αντιυπερτασικά φάρμακα με διαβητογόνο δράση, είναι πιθανό ότι
η διαταραχή της γλυκόζης νηστείας σε ένα σημαντικό ποσοστό ασθενών
οφειλόταν στην αντιυπερτασική αγωγή. Επομένως, η διαταραχή της γλυκόζης νηστείας που σχετίζεται με τη λήψη β-αποκλειστών ή διουρητικών
δε φαίνεται να αυξάνει τον καρδιαγγειακό κίνδυνο όσο η διαταραχή της
γλυκόζης νηστείας λόγω παχυσαρκίας.
26
Ελληνική Επιθεώρηση Αθηροσκλήρωσης 1(1)
ΠΑ29
Αυξημένα επίπεδα λιποπρωτεϊνικής φωσφολιπάσης Α2
(Lp-PLA2) σε ασθενείς με β-θαλασσαιμία
Κ. Τέλλης,1 Γ. Χάχαλης,2 Ε. Παπαβασιλείου,1 Π. Μηλωνά,2 Α. Κουράκλη,3 Δ. Αλεξόπουλος,2 Α. Τσελέπης1
1
Εργαστήριο Βιοχημείας, Τμήμα Χημείας, Πανεπιστήμιο Ιωαννίνων, Ιωάννινα, 2Τμήμα Καρδιολογίας, Πανεπιστημιακό Νοσοκομείο
Πατρών, Πάτρα, 3Τμήμα Αιματολογίας, Πανεπιστημιακό Νοσοκομείο Πατρών, Πάτρα
Εισαγωγή-Σκοπός: Η λιποπρωτεϊνική φωσφολιπάση Α2 (Lp-PLA2) είναι
ένας ανεξάρτητος παράγοντας κινδύνου για καρδιαγγειακή νόσο. Ασθενείς
με β-θαλασσαιμία χαρακτηρίζονται από αυξημένα επίπεδα δεικτών φλεγμονής και οξειδωτικού στρες στο πλάσμα και εμφανίζουν πρώιμη αθηροσκλήρωση καρωτίδων. Μελετήσαμε τα επίπεδα της Lp-PLA2 σε σχέση με
τα επίπεδα των λιπιδίων, των 8-ισοπροστανίων και της φερριτίνης στο πλάσμα, το προφίλ των υποκλασμάτων της LDL, καθώς και το πάχος του έσωμέσου χιτώνα των καρωτίδων (ΙΤΜ) σε ασθενείς με β-θαλασσαιμία. ΥλικόΜέθοδος: Στη μελέτη συμμετείχαν 35 ασθενείς με μείζονα β- θαλασσαιμία
(β-TM), 25 ασθενείς με ενδιάμεση β-θαλασσαιμία (β-TI) και 30 φυσιολογικά
άτομα (ομάδα ελέγχου). Μετρήθηκαν η ενεργότητα και η μάζα της Lp-PLA2,
στο πλάσμα και στα υποκλάσματα της LDL, το λιπιδαιμικό προφίλ, τα επίπεδα φερριτίνης και 8-ισοπροστανίων καθώς και το IMT των ασθενών.
Επίσης, προσδιορίσθηκε η ενεργότητα της Lp-PLA2 που εκκρίνεται από
τα μονοκύτταρα, in vitro. Αποτελέσματα: Οι ασθενείς με β-θαλασσαιμία
εμφανίζουν μειωμένα επίπεδα LDL-χοληστερόλης αλλά αυξημένα επίπεδα
μικρών-πυκνών σωματιδίων LDL (sdLDL). Επίσης, εμφανίζουν αυξημένα
επίπεδα 8-ισοπροστανίων, φερριτίνης καθώς και ενεργότητας και μάζας
της Lp-PLA2 του πλάσματος, σε σχέση με την ομάδα ελέγχου. Τα επίπεδα
των παραπάνω παραμέτρων είναι σημαντικά αυξημένα στους ασθενείς με
β-ΤΜ σε σχέση με τους β-ΤΙ. Η ενεργότητα και η μάζα της Lp-PLA2 συσχετίζονται θετικά με τα επίπεδα των 8-ισοπροστανίων και της φερριτίνης, καθώς και με τις τιμές ΙΤΜ. Τέλος, παρατηρήθηκε αυξημένη έκκριση Lp-PLA2
από τα μονοκύτταρα των ασθενών σε σχέση με αυτή της ομάδας ελέγχου.
Συμπεράσματα: Οι ασθενείς με β-θαλασσαιμία εμφανίζουν υψηλά επίπεδα Lp-PLA2 παρά τις πολύ χαμηλές συγκεντρώσεις LDL-χοληστερόλης. Το
φαινόμενο αυτό αποδίδεται στην αυξημένη έκκριση του ενζύμου από τα
μονοκύτταρα/μακροφάγα καθώς και στην ύπαρξη αυξημένων επιπέδων
sdLDL στο πλάσμα. Η συσχέτιση της Lp-PLA2 με το IMT των καρωτίδων που
παρατηρήθηκε στους ασθενείς αυτούς, υποδηλώνει ότι η Lp-PLA2 πιθανώς
εμπλέκεται στην πρόωρη καρωτιδική αθηροσκλήρωση που παρατηρείται
στους ασθενείς με β-θαλασσαιμία.
ΠΑ30
Συσχέτιση μεταβλητότητας καρδιακού ρυθμού
με το λιπιδαιμικό προφίλ ασθενών με χρονία νεφρική ανεπάρκεια σταδίου 4
Μ. Μυλωνοπούλου,1 Σ. Αντωνόπουλος,2 Μ. Αρβανίτης,3 Ν. Ρούσσος,3
Π. Φουντάς,1 Γ. Γιαννούλης,3 Ν. Τεντολούρης4
1
Μονάδα Τεχνητού Νεφρού Γλυφάδας "Nephrolife", Αθήνα, 2Ιατρείο Προληπτικής Ιατρικής, Γενικό Νοσοκομείο Πειραιά «Τζάνειο»,
Πειραιάς, 3Β΄ Παθολογικό Τμήμα, Γενικό Νοσοκομείο Πειραιά «Τζάνειο», Πειραιάς, 4Α΄ Προπαιδευτική Παθολογική Κλινική Εθνικό
& Καποδιστριακό Πανεπιστήμιο Αθηνών, Γενικό Νοσοκομείο Αθηνών «Λαϊκό», Αθήνα
Η ελαττωμένη μεταβλητότητα του καρδιακού ρυθμού (HRV) μπορεί να
είναι προγνωστική για την επιβίωση των ασθενών με χρόνια νεφρική ανεπάρκεια (ΧΝΑ) σταδίου 4. Σκοπός της παρούσας μελέτης ήταν η διερεύνηση πιθανής συσχέτισης των παραμέτρων της HRV με το λιπιδαιμικό προφίλ
ασθενών με ΧΝΑ σταδίου 4 και ασθενών με ΧΝΑ σταδίου 4 με σακχαρώδη
διαβήτη τύπου 2 (ΣΔΤ2) με μέσο όρο ηλικίας τα 66 έτη. 25 ασθενείς με
ΧΝΑ σταδίου 4 και 25 ασθενείς με ΧΝΑ σταδίου 4 με ΣΔΤ2 υποβλήθηκαν σε
24ωρο Holter καταγραφής καρδιακού ρυθμού. Μετρήθηκαν επίσης η ολική και η HDL-χοληστερόλη, τα τριγλυκερίδια, οι απολιποπρωτεΐνες Α, Β, Ε
και η λιποπρωτεΐνη a, ενώ υπολογίσθηκε η LDL-χοληστερόλη. Στους ασθενείς με ΧΝΑ σταδίου 4 με ΣΔΤ2 καταγράφηκαν χαμηλότερες τιμές για τις
time-domain παραμέτρους της HRV, Mean RR, SDNN, SDANN/5 min και SD
(p=0,01, p<0,001, p<0,001 και p<0,001 αντίστοιχα) και υψηλότερες τιμές
HR (p=0,01) σε σύγκριση με ασθενείς με ΧΝΑ σταδίου 4. Αναφορικά με τις
frequency-domain παραμέτρους, οι ασθενείς με ΧΝΑ σταδίου 4 με ΣΔΤ2
είχαν χαμηλότερες τιμές για τις VLF και LF/HF (p<0,001 και p=0,001 αντίστοιχα) συγκρινόμενοι με τους ασθενείς με ΧΝΑ σταδίου 4. Διαπιστώθηκε
θετική συσχέτιση της Total Power με την ολική και την LDL-χοληστερόλη
(p=0,006 και p=0,007 αντίστοιχα) και της LF με την ολική χοληστερόλη,
τη LDL-χοληστερόλη και την απολιποπρωτεΐνη Β (p=0,02, p=0,007 και
p=0,03 αντίστοιχα). Τέλος διαπιστώθηκε αρνητική συσχέτιση των SDNN
και SD με την απολιποπρωτεΐνη Ε (p=0,03 και για τις 2 παραμέτρους).
Συμπερασματικά (i) οι νεφροπαθείς σταδίου 4 με ΣΔΤ2 παρουσιάζουν στατιστικά σημαντική μείωση της συμπαθητικής και παρασυμπαθητικής δραστηριότητας συγκριτικά με τους νεφροπαθείς σταδίου 4, ενώ καταγράφηκε
(ii) αρνητική συσχέτιση της απολιποπρωτεΐνης Ε με παραμέτρους της συμπαθητικής δραστηριότητας και (iii) θετική συσχέτιση απολιποπρωτεΐνης
Β, ολικής και LDL-χοληστερόλης με παραμέτρους της συμπαθητικής και
παρασυμπαθητικής δραστηριότητας.
Hellenic Journal of Atherosclerosis 1(1)
27
ΠΑ31
Ενεργειακή δαπάνη 300 kcal μέσω άσκησης υψηλής
έντασης αρκεί για να επιφέρει σημαντική μείωση
στην τριγλυκεριδαιμία 48 ώρες μετά την άσκηση
Ε. Μπέλλου, Ρ. Σιώπη, Μ. Γαλάνη, Μ. Μαράκη, Λ. Συντώσης
Χαροκόπειο Πανεπιστήμιο, Αθήνα
Εισαγωγή-Σκοπός: Η αερόβια άσκηση έχει υποτριγλυκεριδαιμική δράση
(υποTG) εφόσον η ενεργειακή δαπάνη (ΕΔ) είναι επαρκής (>500–600 kcal).
Για να διατηρηθεί η υποτριγλυκεριδαιμία για χρονικό διάστημα μεγαλύτερο των 48 ωρών απαιτείται ακόμα υψηλότερη ΕΔ (>800 kcal). Πρόσφατα
δείξαμε πως η προπόνηση αερόβιας άσκησης υψηλής και εναλλασσόμενης
έντασης (HI-EX) για 3 μήνες μειώνει σημαντικά τη συγκέντρωση των TG στις
λιποπρωτεΐνες πολύ χαμηλής πυκνότητας (VLDL) 48 ώρες μετά την τελευταία συνεδρία άσκησης παρόλο που η ΕΔ ήταν χαμηλότερη (~446±29 kcal).
Σκοπός της παρούσας μελέτης ήταν να εξεταστεί εάν μια και μόνο συνεδρία
HI-EX οδηγεί σε σημαντική υποτριγλυκεριδαιμία. Υλικό-Μέθοδος: Έξι
υγιείς άνδρες (ΔΜΣ: 23±2 kg/m2, ηλικία: 21,8±3,4 years), μη δραστήριοι,
(μέγιστη πρόσληψη οξυγόνου VO2peak: 31,7±3,7 L/min) υποβλήθηκαν σε
2 δοκιμασίες: α) αερόβια άσκηση στο 60 και 90% της VO2peak εναλλασσόμενη ανά 4 min με συνολική διάρκεια 32 min και b) ανάπαυση (παρέμβαση
ελέγχου). Μετά από 48 ώρες κάθε δοκιμασίας καθώς και 12ωρη νηστεία
μετρήθηκαν οι συγκεντρώσεις των TG και των VLDL-TG. Οι εθελοντές ακολούθησαν το ίδιο διαιτολόγιο για τις 2 ημέρες πριν από κάθε δοκιμασία και
απέφυγαν κάθε είδους φυσική δραστηριότητα. Αποτελέσματα: Η ενεργειακή δαπάνη της άσκησης ήταν 297±35 kcal. Τα επίπεδα των ολικών TG πλάσματος και των VLDL-TG ήταν κατά 13% (0,74±0,16 και 0,85±0,22 mmol/L
p<0,05) και 28% (0,29±0,09 και 0,40±0,13 mmol/L p<0,05) χαμηλότερα 48 ώρες μετά τη δοκιμασία της άσκησης σε σχέση με την ανάπαυση.
Συμπεράσματα: Η οξεία αερόβια άσκηση υψηλής και εναλλασσόμενης
έντασης μειώνει την τριγλυκεριδαιμία νηστείας σε άνδρες 48 ώρες μετά τη
συνεδρία άσκησης. Αυτό το είδος της άσκησης έχει υποτριγλυκεριδαιμική
δράση ακόμα και μετά από 48 ώρες, παρόλο που η ΕΔ είναι χαμηλή. Ο μηχανισμός που εξηγεί την επίδραση αυτή (μειωμένη παραγωγή ή αυξημένη
εκκαθάριση VLDL-TG) δεν έχει ακόμα διαλευκανθεί.
ΠΑ32
Επίδραση της υπολιπιδαιμικής αγωγής στην έκφραση των υποδοχέων τύπου
Toll (Toll Like Receptors) στα μονοκύτταρα υπερχοληστερολαιμικών ασθενών
Ε. Μουτζούρη,1 Κ. Τέλλης,2 Α. Αγγουρίδης,1 Α. Κεή,1 Ε. Λυμπερόπουλος,1
Χ. Μηλιώνης,1 Μ. Ελισάφ,1 Α. Τσελέπης2
1
2
Τομέας Παθολογίας, Ιατρική Σχολή, Πανεπιστήμιο Ιωαννίνων, Ιωάννινα,
Τομέας Βιοχημείας, Τμήμα Χημείας, Πανεπιστήμιο Ιωαννίνων, Ιωάννινα
Εισαγωγή-Σκοπός: Οι υποδοχείς τύπου Toll (Toll Like Receptors, TLRs)
εκφράζονται από πλειάδα κυττάρων του ανοσοποιητικού συστήματος και
συμμετέχουν στις φλεγμονώδεις και ανοσολογικές αντιδράσεις. Στους
ανθρώπους έχουν αναγνωρισθεί 10 τύποι υποδοχέων ΤLR, από τους οποίους οι υποδοχείς TLR2 και TLR4 φαίνεται ότι συμμετέχουν ενεργά στην
παθογένεια της αθηροσκλήρωσης. Σκοπός της μελέτης: Μελετήθηκε η
έκφραση των υποδοχέων TLR2 και TLR4 στα περιφερικά μονοκύτταρα
υπερχοληστερολαιμικών ασθενών σε σύγκριση με νορμολιπιδαιμικά άτομα (ομάδα ελέγχου), καθώς και η επίδραση της υπολιπιδαιμικής αγωγής.
Υλικό-Μέθοδος: 30 υπερχοληστερολαιμικοί ασθενείς (μέση τιμή ΤCHOL
264 mg/dL, LDL-C 180 mg/dL, TRG 133 mg/dL, HDL 58 mg/dL) τυχαιοποιήθηκαν σε θεραπεία με εζετιμίμπη/σιμβαστατίνη, 10 mg/10 mg ημερησίως
(N=15) (Ομάδα ΕΣ) ή σιμβαστατίνη, 40 mg ημερησίως (N=15) (Ομάδα
Σ). Στη μελέτη επίσης συμμετείχαν 30 νορμολιπιδαιμικά άτομα της ίδιας
ηλικίας και φύλου. Η μεμβρανική έκφραση των TLR2 και TLR4 στα μονο-
κύτταρα του περιφερικού αίματος μελετήθηκε με κυτταρομετρία ροής
πριν και μετά από 6 εβδομάδες θεραπείας, με τη χρησιμοποίηση των μονοκλωνικών αντισωμάτων anti-CD14-FITC, anti-human-TLR4-PE και antihuman-TLR2-PE. Αποτελέσματα: Παρατηρήθηκε αυξημένη έκφραση
τόσο των TLR2 όσο και των TLR4 και στις 2 ομάδες ασθενών σε σύγκριση
με την ομάδα ελέγχου (p<0,01 και για τις δύο συγκρίσεις). Παράλληλα
με την αναμενόμενη παρόμοια μείωση των επιπέδων της LDL-C και στις
2 ομάδες των ασθενών παρατηρήθηκε σημαντική μείωση της έκφρασης
του TLR2 (Ομάδα ΕΣ: –43%, Ομάδα Σ: –28%, p<0,05 σε σύγκριση με τις
αρχικές τιμές) και του TLR4 (Ομάδα ΕΣ: –32%, Ομάδα Σ: –25%, p<0,05 σε
σύγκριση με τις αρχικές τιμές). Συμπεράσματα: Οι ασθενείς με πρωτοπαθή υπερχοληστερολαιμία εμφανίζουν αυξημένη έκφραση των TLR2 και
TLR4, η οποία μειώνεται τόσο από τη μονοθεραπεία με σιμβαστατίνη όσο
και από το συνδυασμό εζετιμίμπης με σιμβαστατίνη, με τον οποίο παρατηρείται σχετικά μεγαλύτερη μείωση.
28
Ελληνική Επιθεώρηση Αθηροσκλήρωσης 1(1)
ΠΑ33
Παράγοντες που συσχετίζονται με την αρτηριακή
σκληρία σε εφήβους και νεαρούς ενήλικες
Σ. Σταμπουλή,1 Σ. Παπακάτσικα,2 Ι. Καραφύλης,2 Σ. Γουλοπούλου,2 Β. Κώτσης2
2
1
Γενικό Νοσοκομείο Θεσσαλονίκης «Ιπποκράτειο», Θεσσαλονίκη,
Ιατρείο Υπέρτασης-24ωρης Καταγραφής Αρτηριακής Πίεσης, Γ΄ Παθολογική Κλινική Αριστοτέλειο Πανεπιστήμιο Θεσσαλονίκης,
Γενικό Νοσοκομείο Θεσσαλονίκης «Παπαγεωργίου», Θεσσαλονίκη
Εισαγωγή-Σκοπός: Να μελετηθούν οι παράγοντες που συσχετίζονται
με την αρτηριακή σκληρία σε εφήβους και νεαρούς ενήλικες. ΥλικόΜέθοδος: Τον πληθυσμό της μελέτης αποτέλεσαν 136 συνεχείς ασθενείς,
ηλικίας 14–24 ετών. Η αρτηριακή σκληρία εκτιμήθηκε ως η μέση τιμή
τριών μετρήσεων της ταχύτητας ροής του καρωτιδο-μηριαίου σφυγμικού
κύματος (PWV). Όλοι οι ασθενείς υπεβλήθησαν σε 24ωρη καταγραφή της
αρτηριακής πίεσης (ΑΠ). Αποτελέσματα: Η PWV συσχετιζόταν με την
ηλικία (r=0,43, p<0,001), την συστολική ΑΠ ιατρείου (r=0,31, p<0,001),
τη διαστολική ΑΠ ιατρείου (r=0,35, p<0,001), τη συστολική ΑΠ 24ώρου
(r=0,34, p<0,001), τη μεταβλητότητα της συστολικής ΑΠ 24ώρου (r=0,39,
p<0,001), τη διαστολική ΑΠ 24ώρου (r=0,27, p<0,01), τη μεταβλητότητα
της διαστολικής ΑΠ 24ώρου (r=0,26, p<0,01), το δείκτη μάζας σώματος
(r=0,26, p<0,01), την περίμετρο μέσης (r=0,32, p<0,001) και την περίμε-
τρο μηρών (r=0,26, p<0,01). Στην πολυπαραγοντική ανάλυση συνδιακύμανσης η PWV συσχετιζόταν με την ηλικία (p<0,01), την περίμετρο μέσης
(p<0,05) και τη μεταβλητότητα της συστολικής ΑΠ 24ώρου (p<0,01). Το
95% CI of μέσων τιμών της PWV των ασθενών μετά από διόρθωση για
την ηλικία, το φύλο, το δείκτη μάζας σώματος, την περίμετρο μέσης, την
περίμετρο γλουτών, τη συστολική και διαστολική ΑΠ 24ώρου, τη συστολική και διαστολική ΑΠ ιατρείου, ήταν 7,33 έως 8,01 και 8,07 έως 10,83
για ασθενείς με μεταβλητότητα της συστολικής ΑΠ 24ώρου μικρότερη και
μεγαλύτερη από την 90ή ΕΘ, αντίστοιχα (p<0,01, μετά από τη διόρθωση
του Bonferroni για πολλαπλές συγκρίσεις). Συμπεράσματα: Η ηλικία, η
περίμετρος μέσης και η μεταβλητότητα της ΑΠ 24ώρου είναι ανεξάρτητοι προγνωστικοί παράγοντες της αρτηριακής σκληρίας σε εφήβους και
νεαρούς ενήλικες.
ΠΑ34
Διαφορές στη βραχυπρόθεσμη έκβαση των διαφόρων κατηγοριών
μεταβολισμού γλυκόζης μετά από οξύ στεφανιαίο σύμβαμα
Α. Χαραμής,1 Α. Κουτσοβασίλης,1 Α.Μ. Τσαντάνη,1 Α. Σερέτη,1 Μ.Π. Κουκούλη,1
Α. Καμαράτος,1 Ι. Πρωτοψάλτης,1 Ν. Πατσουράκος,2 Σ. Φούσας,2 Α. Μελιδώνης1
1
Διαβητολογικό Κέντρο, Γενικό Νοσοκομείο Πειραιά «Τζάνειο», Πειραιάς
Καρδιολογική Κλινική, Γενικό Νοσοκομείο Πειραιά «Τζάνειο», Πειραιάς
2
Εισαγωγή-Σκοπός: Το γλυκαιμικό προφίλ των ασθενών με ΟΣΣ αποτελεί σημαντικό παράγοντα έκβασής τους. Σκοπός της μελέτης αυτής είναι
ο καθορισμός του επιπολασμού των διαφόρων κατηγοριών διαταραχής
μεταβολισμού γλυκόζης σε ασθενείς με ΟΣΣ, καθώς και η συσχέτιση των
κατηγοριών αυτών με την εμφάνιση βραχυπρόθεσμων επιπλοκών. ΥλικόΜέθοδος: 506 ασθενείς, ηλικίας 65,42±12,13 έτη, με ΟΣΣ οι οποίοι νοσηλεύθηκαν στη μονάδα εμφραγμάτων εντάχθηκαν στη μελέτη. Ακολούθησε
παρακολούθηση και καταγραφή των τελικών σημείων τα οποία ήταν: θάνατος (καρδιοαγγειακής αιτιολογίας), έμφραγμα του μυοκαρδίου, καρδιακή ανεπάρκεια (κλινικο-εργαστηριακά τεκμηριούμενη) και αρρυθμίες
τις πρώτες 30 μετά το ΟΣΣ. Όλοι οι μη διαβητικοί ασθενείς υποβλήθηκαν
σε δοκιμασία ανοχής γλυκόζης (OGTT) μετά την έξοδό τους από το νοσοκομείο και έγινε η κατηγοριοποίηση των IGTs. Αποτελέσματα: Από τους
506 ασθενείς, 149 (29,4%) ήταν γνωστοί διαβητικοί (Ομάδα Α), 54(10,6%)
νέοι διαβητικοί (Ομάδα Β), 105΅(20,7%) με διαταραχή ανοχής γλυκόζης
IGT (Ομάδα Γ) και 308 (39,3%) με φυσιολογική ανοχή γλυκόζης (Ομάδα Δ).
Όσον αφορά στην έκβαση των ασθενών κατά τις πρώτες 30 ημέρες μετά το
ΟΣΣ, η ομάδα Β είχε χειρότερη έκβαση (HR:2,55 CI:1,109–4,189 p=0,001)
και ακολουθούσαν οι ομάδες Α (HR=2,36 CI:1,362–5,998 p=0,005) και
Γ (HR=1,38 CI:1,112–2,880 p=0,029) με ομάδα αναφοράς την ομάδα Δ
και μετά από προσαρμογή ως προς την ηλικία, το φύλο, την HDL, τα τριγλυκερίδια, την LDL, την υπέρταση, την περίμετρο μέσης και το ιστορικό
στεφανιαίας νόσου. Συμπεράσματα: Ο διαταραγμένος μεταβολισμός της
γλυκόζης είναι συνήθης ανάμεσα σε ασθενείς με ΟΣΣ. Οι νέοι διαβητικοί
με ΟΣΣ παρουσιάζουν χειρότερη βραχυπρόθεσμη έκβαση σε σύγκριση
με τους γνωστούς διαβητικούς. Επιβάλλεται ως εκ τούτου ο έλεγχος και η
ανίχνευση του σακχαρώδους διαβήτη στα ΟΣΣ ώστε να δοθεί έμφαση και
στη μεταβολική αντιμετώπιση των ασθενών αυτών.
Hellenic Journal of Atherosclerosis 1(1)
29
ΠΑ35
Pharmacogenetic study of cholesteryl ester transfer protein gene
and atorvastatin treatment in hypercholesterolaemic subjects
K. Anagnostopoulou,1 V. Kolovou,1 P. Kostakou,1 C. Mihas,2 V. Giannakopoulou,1 M. Stamatelatou,1
O. Diakoumakou,1 S. Mayrogeni,1 D. Degiannis,1 D.P. Mikhailidis, G. Kolovou3,1
1
1st Cardiology Department, "Onassis" Cardiac Surgery Center, Athens, Greece, 2Internal Medicine Department, General Hospital οf
Kimi, Kimi, Greece, 3Department of Clinical Biochemistry (Vascular Prevention Clinic), Royal Free Campus, Medical School, University
College London (UCL), London, UK
Aim: To examine the effect of the TaqIB and I405V polymorphisms of
cholesteryl ester transfer protein (CETP) on the lipid response after
atorvastatin treatment in hypercholesterolaemic patients. Methods:
Patients (n=133) attending the Lipid Clinic were genotyped and their
response to atorvastatin was evaluated. The effect of these genetic variants
on atorvastatin treatment was further evaluated in patients with low
(<40 mg/dL) and high (≥40 mg/dL) high-density lipoprotein cholesterol
(HDL-C) levels. Results: The changes of triglyceride, total cholesterol, HDLC and low-density lipoprotein cholesterol (LDL-C) levels after atorvastatin
treatment did not differ significantly between the TaqIB and I405 V alleles
or genotypes. In individuals with HDL-C levels ≥40 mg/dL, the II genotype
(I405V) was associated with greater decrease of (LDL-C) compared with
the IV genotype (–47 vs–37%, p=0.039). Conclusions: The CETP I405 V
polymorphism seems to modify the response to atorvastatin treatment
concerning the decrease of LDL-C levels in the group of patients with HDL-C
≥40 mg/dL (≥1 mmol/L). This knowledge may help design more effective
hypolipidaemic drugs since there are possible differences in response
between various statins.
ΠΑ36
Πολυμορφισμοί στο γονίδιο της συνθετάσης της προστακυκλίνης (PGI2)
αυξάνουν τον κίνδυνο στεφανιαίας νόσου
Ε. Θεοδωράκη,1 Μ. Δημητρίου,1 T. Nikopensius,2 Γ. Κολοβού,3 Β. Πεππές,4
Ν. Ζακόπουλος,4 A. Metspalu,2 Γ. Δεδούσης1
1
3
Τμήμα Επιστήμης Διαιτολογίας-Διατροφής, Χαροκόπειο Πανεπιστήμιο, Αθήνα, Ελλάδα, 2University, of Tartu, Tartu, Estonia
Α΄ Καρδιολογική Κλινική, Ωνάσειο Καρδιοχειρουργικό Κέντρο, Αθήνα, Ελλάδα, 4Θεραπευτική Kλινική Εθνικό & Καποδιστριακό
Πανεπιστήμιο Αθηνών, Γενικό Νοσοκομείο Αθηνών «Αλεξάνδρα», Αθήνα, Ελλάδα
Εισαγωγή-Σκοπός: H PTGI2 παίζει σημαντικό ρόλο στην ομοιοστασία
των αγγείων, δρώντας ως αγγειοδιασταλτικός παράγοντας που αναστέλλει την πρόσδεση των λευκοκυττάρων στο ενδοθήλιο και τη συσσώρευση αιμοπεταλίων. O στόχος της μελέτης ήταν να διερευνήσουμε
το ρόλο πολυμορφισμών του γονιδίου PTGIS στη στεφανιαία νόσο σε 329
ασθενείς και σε 311 υγιείς. Υλικό-Μέθοδος: Η διάγνωση της στεφανιαίας νόσου έγινε με στεφανιογραφία (στένωση >50% σε ένα ή περισσότερα από τα 3 κύρια στεφανιαία αγγεία) ή ασθενείς που είχαν υποστεί
οξύ έμφραγμα του μυοκαρδίου ή ασταθή στηθάγχη (ΟΣΣ). Οι υγιείς είχαν
απουσία στένωσης των στεφανιαίων αγγείων, ή αρνητική δοκιμασία κόπωσης ή απουσία συμπτωμάτων στεφανιαίας νόσου. Επιλέχθηκαν 7 πολυμορφισμοί (rs574113, rs5629, rs6090996, rs5628, rs501908, rs477627,
Πίνακας 1.
Χαρακτηριστικά
Σταθερή CAD (%)
ΟΣΣ (%)
Ηλικία (yrs)
Άνδρες (%)
Υπερχοληστερολαιμία (%)
Σακχαρώδης διαβήτης (%)
Υπέρταση (%)
Οικογενειακό ιστορικό ΟΣΣ (%)
Κάπνισμα (%)
Ασθενείς (n=329)
37,4
62,6
63,1±11,4
81,6
76,8
32,2
71,9
29,5
74,5
rs693649) χρησιμοποιώντας τον αλγόριθμο Carlson από το HapMap CEU
(η συχνότητα σπάνιου αλληλομόρφου 10%). Η γονοτύπηση πραγματοποιήθηκε με την τεχνολογία APEX-2, ενώ για τη στατιστική ανάλυση
χρησιμοποιήθηκε το πρόγραμμα SPSS 13,0. Αποτελέσματα: Οι γονότυποι ήταν σε ισορροπία Hardy-Weinberg. Τα χαρακτηριστικά των ατόμων
φαίνονται στον πίνακα 1. Ο πολυμορφισμός rs5629 A>C ήταν πιο συχνός
στους ασθενείς σε σχέση με τους υγιείς [0,36 vs 0,31, OR (95% CI): 1,31,
0,96–1,79, p=0,088]. Μετά από διόρθωση από γνωστούς παράγοντες
κινδύνου η επίδραση του πολυμορφισμού βρέθηκε στατιστικά σημαντική [OR(95%CI): 1,47, 1,03–2,10, p=0,034]. Συμπεράσματα: O πολυμορφισμός rs5629 στο γονίδιο PTGIS φαίνεται να συνδέεται με αυξημένο
κίνδυνο στεφανιαίας νόσου.
Υγιείς (n=311)
–
–
60,4±14,9
70,3
59,2
15,4
58,6
16,7
60,8
p
–
–
<0,001
0,001
<0,001
<0,001
0,001
<0,001
<0,001
A N Α Ρ Τ Η Μ Ε Ν Ε Σ
Α Ν Α Κ Ο Ι Ν Ω Σ Ε Ι Σ
Ελληνική Επιθεώρηση Αθηροσκλήρωσης 1(1):30–115
Hellenic Journal of Atherosclerosis 1(1):30–115
ΑΑ1
Διαφορές στα επίπεδα βιταμίνης Β12, φυλλικού οξέος, σιδήρου
και φερριτίνης σε ασθενείς με σακχαρώδη διαβήτη τύπου 2
που λαμβάνουν ή όχι μετφορμίνη
Ε. Ρίζος, A. Παπαζαφειροπούλου, Α. Σωτηρόπουλος, Ο. Αποστόλου, Η. Ταμβάκος,
Θ. Πέππας, Σ. Mπούσμπουλας, Σ. Παππάς
Γ΄ Παθολογική Κλινική και Διαβητολογικό Κέντρο, Γενικό Νοσοκομείο Νίκαιας-Πειραιά «Άγιος Παντελεήμων», Πειραιάς
Εισαγωγή-Σκοπός: Έχει αναφερθεί ότι η χορήγηση μετφορμίνης σε ασθενείς με σακχαρώδη διαβήτη τύπου 2 (ΣΔΤ2) μπορεί να επηρεάζει τα επίπεδα
της βιταμίνης Β12. Σκοπός της μελέτης ήταν η σύγκριση των επιπέδων Β12,
φυλλικού οξέος, σιδήρου και φερριτίνης σε ασθενείς με ΣΔΤ2 που λαμβάνουν ή όχι μετφορμίνη. Υλικό-Μέθοδος: Μελετήσαμε 239 διαβητικούς
ασθενείς (156 σε μετφορμίνη έναντι 83 χωρίς μετφορμίνη). Η στατιστική
ανάλυση έγινε με t-test (SPSS version 15.0). Αποτελέσματα: Τα επίπεδα
Β12 πλάσματος βρέθηκαν σημαντικά ελαττωμένα στους διαβητικούς που
ελάμβαναν μετφορμίνη έναντι εκείνων που δεν ελάμβαναν (537±288 έναντι
647±334 pg/mL, αντίστοιχα, p=0,01). Αντίθετα, δεν παρατηρήθηκαν στα-
τιστικά σημαντικές διαφορές στα επίπεδα πλάσματος φυλλικού οξέος [10±5
έναντι 13±2 ng/mL, αντίστοιχα, p=μη στατιστικά σημαντικό (ΝS)], σιδήρου
(91±35 έναντι 96±60 μg/mL, αντίστοιχα, Ρ=NS) και φερριτίνης (75±70
έναντι 93±70 ng/mL, αντίστοιχα, p=NS). Τα επίπεδα του αιματοκρίτη δε διέφεραν μεταξύ των δύο ομάδων (40±3% έναντι 40±2%, αντίστοιχα, p=NS).
Συμπεράσματα: Οι διαβητικοί ασθενείς που λαμβάνουν μετφορμίνη έχουν
χαμηλότερα επίπεδα βιταμίνης Β12 στο πλάσμα. Αντίθετα, οι υπόλοιποι τροφικοί παράγοντες δεν επηρεάζονται από τη χορήγηση του φαρμάκου. Θα
πρέπει να σημειωθεί ότι τα επίπεδα Β12 πλάσματος ήταν εντός φυσιολογικών τιμών (>225 pg/mL) και συνεπώς δε χρειάστηκε υποκατάσταση.
ΑΑ2
Επιπολασμός μικροαγγειακών επιπλοκών σε ασθενείς
με σακχαρώδη διαβήτη τύπου 2 με και χωρίς στεφανιαία νόσο
Α. Παπαζαφειροπούλου, Ε. Ρίζος, Α. Σωτηρόπουλος, Ο. Αποστόλου, Θ. Πέππας, Η. Ταμβάκος,
Σ. Mπούσμπουλας, Σ. Παππάς
Γ΄ Παθολογική Κλινική και Διαβητολογικό Κέντρο, Γενικό Νοσοκομείο Νίκαιας-Πειραιά «Άγιος Παντελεήμων», Πειραιάς
Εισαγωγή-Σκοπός: Είναι γνωστό ότι μεγάλο ποσοστό ασθενών με σακχαρώδη διαβήτη τύπου 2 (ΣΔΤ2) παρουσιάζει μικροαγγειακές επιπλοκές.
Σκοπός της παρούσας μελέτης ήταν η εκτίμηση του επιπολασμού των
μικροαγγειακών επιπλοκών σε ασθενείς με ΣΔΤ2 και ιστορικό στεφανιαίας νόσου (ΣΝ) έναντι ασθενών με ΣΔΤ2 χωρίς ΣΝ. Υλικό-Μέθοδος:
Μελετήσαμε 200 διαβητικούς ασθενείς με ΣΝ (104 άνδρες/96 γυναίκες,
μέση ηλικία ±SD: 65±8 έτη) και 200 διαβητικούς ασθενείς χωρίς ΣΝ
(102 άνδρες/98 γυναίκες, μέση ηλικία ±SD:67±10 έτη) που προσήλθαν
στο Διαβητολογικό Ιατρείο του ΓΝ Νίκαιας το τελευταίο έτος. Η στατιστική ανάλυση έγινε με test x 2 (SPSS version 15.0). Αποτελέσματα:
Αμφιβληστροειδοπάθεια παρουσίασε 27% των διαβητικών ασθενών με ΣΝ
έναντι 15% των διαβητικών ασθενών χωρίς ΣΝ (p=0,003). Νευροπάθεια
παρουσίασε 9% των διαβητικών ασθενών με ΣΝ έναντι 6% των διαβητικών ασθενών χωρίς ΣΝ [p=μη στατιστικά σημαντικό (ΝS)] και νεφροπάθεια (μικρο- ή μακρολευκωματινουρία) παρουσίασε 58% των διαβητικών
ασθενών με ΣΝ έναντι 49% των διαβητικών ασθενών χωρίς ΣΝ (p=NS).
Συμπεράσματα: Η αμφιβληστροειδοπάθεια είναι συχνότερη στους διαβητικούς ασθενείς με ΣΝ. Αντίθετα, δεν παρατηρήθηκαν στατιστικά σημαντικές διαφορές στις δύο ομάδες της μελέτης όσον αφορά στη νευροπάθεια και τη νεφροπάθεια.
Hellenic Journal of Atherosclerosis 1(1)
31
ΑΑ3
Σύγκριση επιπέδων C-αντιδρώσας πρωτεΐνης και ουρικού οξέος
πλάσματος σε ασθενείς με σακχαρώδη διαβήτη τύπου 2
με και χωρίς στεφανιαία νόσο
Ε. Ρίζος, Α. Παπαζαφειροπούλου, Α. Σωτηρόπουλος, Ο. Αποστόλου, Α. Ζερβού, Χ. Σαλίχου,
Σ. Mπούσμπουλας, Σ. Παππάς
Γ΄ Παθολογική Κλινική και Διαβητολογικό Κέντρο, Γενικό Νοσοκομείο Νίκαιας-Πειραιά «Άγιος Παντελεήμων», Πειραιάς
Εισαγωγή-Σκοπός: Τα επίπεδα της υψηλής ευαισθησίας C-αντιδρώσας
πρωτεΐνης (CRP) και του ουρικού οξέος έχουν συνδεθεί με αυξημένο καρδιαγγειακό κίνδυνο. Σκοπός της μελέτης ήταν η σύγκριση των επιπέδων CRP
και ουρικού οξέος σε ασθενείς με σακχαρώδη διαβήτη τύπου 2 (ΣΔΤ2) και
ιστορικό στεφανιαίας νόσου (ΣΝ) έναντι ασθενών με ΣΔΤ2 χωρίς ΣΝ. ΥλικόΜέθοδος: Μελετήσαμε 150 διαβητικούς ασθενείς με ΣΝ (78 άνδρες/72
γυναίκες, μέση ηλικία ±SD: 63±9 έτη) και 150 διαβητικούς ασθενείς χωρίς
ΣΝ (80 άνδρες/70 γυναίκες, μέση ηλικία ±SD: 64±10 έτη) που προσήλθαν
στο Διαβητολογικό Ιατρείο του Γ.Ν. Νίκαιας το τελευταίο έτος. Η στατιστική
ανάλυση έγινε με t-test (SPSS version 15.0). Αποτελέσματα: Τα επίπεδα
CRP πλάσματος δε διέφεραν μεταξύ διαβητικών ασθενών με ΣΝ έναντι εκείνων χωρίς ΣΝ [3,7±1,6 έναντι 4,0±1,8 mg/dL, αντίστοιχα, p=μη στατιστικά
σημαντικό (ΝS)]. Όμοια, τα επίπεδα ουρικού οξέος πλάσματος δε διέφεραν
μεταξύ διαβητικών ασθενών με ΣΝ έναντι εκείνων χωρίς ΣΝ (5,4±1,6 έναντι 4,9±1,4 mg/dL, αντίστοιχα, p=ΝS). Συμπεράσματα: Τα επίπεδα των
αναφερόμενων ως δευτερογενών παραγόντων κινδύνου, όπως η CRP και το
ουρικό οξύ δε διέφεραν μεταξύ διαβητικών ασθενών με ΣΝ έναντι εκείνων
χωρίς ΣΝ.
ΑΑ4
Σύγκριση επιπέδων καλίου πλάσματος σε ασθενείς
με σακχαρώδη διαβήτη τύπου 2 και υγιείς μάρτυρες
Α. Παπαζαφειροπούλου, Ε. Ρίζος, Α. Σωτηρόπουλος, Ο Αποστόλου, Χ. Σαλίχου,
Α. Ζερβού, Σ. Mπούσμπουλας, Σ. Παππάς
Γ΄ Παθολογική Κλινική και Διαβητολογικό Κέντρο, Γενικό Νοσοκομείο Νίκαιας-Πειραιά
«Άγιος Παντελεήμων», Πειραιάς
Εισαγωγή-Σκοπός: Έχει αναφερθεί ότι τα επίπεδα καλίου πλάσματος στα
άτομα με σακχαρώδη διαβήτη τύπου 2 (ΣΔΤ2) είναι υψηλά λόγω υπορενιναιμικού υποαλδοστερονισμού. Σκοπός της παρούσας μελέτης ήταν η σύγκριση
των επιπέδων καλίου σε ασθενείς με ΣΔΤ2 έναντι υγιών μαρτύρων. ΥλικόΜέθοδος: Σε σύνολο 200 διαβητικών ασθενών και 100 υγιών μαρτύρων
μελετήσαμε 48 ασθενείς με ΣΔΤ2 και 47 υγιείς μάρτυρες που δεν ελάμβαναν
φάρμακα που επηρεάζουν τα επίπεδα καλίου (αναστολείς μετατρεπτικού
ενζύμου αγγειοτενσίνης, αναστολείς των υποδοχέων αγγειοτενσίνης και
διουρητικά). Η στατιστική ανάλυση έγινε με t-test και x2 (SPSS version 15.0).
Αποτελέσματα: Δεν παρατηρήθηκαν στατιστικά σημαντικές διαφορές στα
επίπεδα καλίου πλάσματος μεταξύ διαβητικών και μη ατόμων [4,46±0,40
έναντι 4,50±0,30 mg/dL, αντίστοιχα, p=μη στατιστικά σημαντικό (ΝS)]. Η
διαφορά παρέμεινε μη στατιστικά σημαντική κατά τη σύγκριση των ατόμων
με υψηλά επίπεδα καλίου (>5 mg/dL) [11% (n=5) των διαβητικών έναντι
15% (n=7) των υγιών, p=ΝS]. Συμπεράσματα: Τα επίπεδα καλίου πλάσματος δε διαφέρουν στατιστικά σημαντικά μεταξύ διαβητικών και μη ατόμων.
Όμοια, δεν παρατηρήθηκε διαφορά ανάμεσα στις δυο ομάδες όσον αφορά
στα υψηλά επίπεδα καλίου (>5 mg/dL).
32
Ελληνική Επιθεώρηση Αθηροσκλήρωσης 1(1)
ΑΑ5
Συχνότητα συνταγογράφησης υπολιπιδαιμικών
και αντιαιμοπεταλιακών σκευασμάτων σε ασθενείς με σακχαρώδη
διαβήτη τύπου 2 με και χωρίς στεφανιαία νόσο
O. Αποστόλου, A. Παπαζαφειροπούλου, E. Ρίζος, A. Σωτηρόπουλος, Σ. Mπούσμπουλας, Σ. Παππάς
Γ΄ Παθολογική Κλινική και Διαβητολογικό Κέντρο, Γενικό Νοσοκομείο Νίκαιας - Πειραιά «Άγιος Παντελεήμων», Πειραιάς
Εισαγωγή-Σκοπός: Σκοπός της παρούσας μελέτης ήταν η εκτίμηση της
συχνότητας συνταγογράφησης υπολιπιδαιμικών και αντιαιμοπεταλιακών
σκευασμάτων σε ασθενείς με ΣΔΤ2 και ιστορικό στεφανιαίας νόσου (ΣΝ)
έναντι ασθενών με ΣΔΤ2 χωρίς ΣΝ. Υλικό-Μέθοδος: Μελετήσαμε 150 διαβητικούς ασθενείς με ΣΝ (78 άνδρες/72 γυναίκες, μέση ηλικία ±SD: 63±9
έτη), 150 διαβητικούς ασθενείς χωρίς ΣΝ (80 άνδρες/70 γυναίκες, μέση
ηλικία ±SD: 64±10 έτη) που προσήλθαν στο Διαβητολογικό Ιατρείο του ΓΝ
Νίκαιας το τελευταίο έτος και 150 διαβητικούς ασθενείς χωρίς ΣΝ (76 άνδρες/74 γυναίκες, μέση ηλικία ±SD: 61±7 έτη) που παρακολουθούνται στο
τακτικό παθολογικό ιατρείο. Η στατιστική ανάλυση έγινε με test x2 (SPSS
version 15.0). Αποτελέσματα: Υπολιπιδαιμική αγωγή ελάμβανε το 89%
των διαβητικών ασθενών με ΣΝ έναντι 67% των διαβητικών ασθενών χωρίς
ΣΝ του διαβητολογικού ιατρείου και 22% των διαβητικών ασθενών χωρίς
ΣΝ του τακτικού παθολογικού ιατρείου (p<0,001 για όλες τις συγκρίσεις).
Ασπιρίνη ελάμβανε το 71% των διαβητικών ασθενών με ΣΝ έναντι 42% των
διαβητικών ασθενών χωρίς ΣΝ του διαβητολογικού ιατρείου και 15% των διαβητικών ασθενών χωρίς ΣΝ του τακτικού παθολογικού ιατρείου (p<0,001
για όλες τις συγκρίσεις). Αντίστοιχα, κλοπιδογρέλη (μόνη ή σε συνδυασμό με
ασπιρίνη) ελάμβανε το 39% των διαβητικών ασθενών με ΣΝ έναντι 10% των
διαβητικών ασθενών χωρίς ΣΝ του διαβητολογικού ιατρείου και 3% των διαβητικών ασθενών χωρίς ΣΝ του τακτικού παθολογικού ιατρείου (p<0,001
για όλες τις συγκρίσεις). Συμπεράσματα: Η συνταγογράφηση και συμμόρφωση των διαβητικών ασθενών με πρωτογενή και δευτερογενή πρόληψη
που παρακολουθούνται σε τακτικό διαβητολογικό ιατρείο κρίνεται ικανοποιητική με βάση τις υπάρχουσες κατευθυντήριες οδηγίες σε σύγκριση με
τους διαβητικούς ασθενείς που παρακολουθούνται σε παθολογικό ιατρείο.
ΑΑ6
Επίδραση της υπολιπιδαιμικής αγωγής στα επίπεδα του ουρικού οξέος
και της υψηλής ευαισθησίας C αντιδρώσας πρωτεΐνης
σε ασθενείς με μεικτή δυσλιπιδαιμία
Α. Αγγουρίδης, Z. Μητρογιάννη, Β. Τσιμιχόδημος, Μ. Ελισάφ
Τομέας Παθολογίας, Ιατρική Σχολή, Πανεπιστήμιο Ιωαννίνων, Ιωάννινα
Εισαγωγή: Η υψηλής ευαισθησίας C αντιδρώσα πρωτεΐνη (hsCRP) αποτελεί ανεξάρτητο παράγοντα κινδύνου για την εμφάνιση καρδιαγγειακής
νόσου. Πρόσφατες επιδημιολογικές μελέτες έδειξαν ότι υπάρχει συσχέτιση
μεταξύ των αυξημένων επιπέδων του ουρικού οξέος (UA) και της καρδιαγγειακής νοσηρότητας και θνησιμότητας. Σκοπός: Η μελέτη της επίδρασης
του συνδυασμού χαμηλής δόσης ροσουβαστατίνης με φαινοφιμπράτη σε
σύγκριση με το συνδυασμό χαμηλής δόσης ροσουβαστατίνης με ω-3 λιπαρά οξέα στα επίπεδα του UA και της hsCRP σε ασθενείς με μεικτή δυσλιπιδαιμία. Υλικό-Μέθοδος: Στη μελέτη συμμετείχαν 59 ασθενείς με μεικτή
δυσλιπιδαιμία. Οι ασθενείς τυχαιοποιήθηκαν σε συνδυασμό ροσουβαστατίνης 10mg με φαινοφιμπράτη 200 mg (RF) την ημέρα (n=29) ή σε συνδυασμό ροσουβαστατίνης 10 mg με ω-3 λιπαρά οξέα 2 g (RΩ) την ημέρα
(n=30). Πριν την έναρξη και μετά από 3 μήνες θεραπείας εκτιμήθηκε το
λιπιδαιμικό προφίλ και τα επίπεδα του UA και της hsCRP. Αποτελέσματα:
Η χορήγηση του συνδυασμού RF είχε ως αποτέλεσμα μεγαλύτερη μείωση της επιπέδων των τριγλυκεριδίων σε σύγκριση με το συνδυασμό RΩ
(p<0,001). Tα επίπεδα του UA μειώθηκαν περισσότερο με τη χορήγηση
του συνδυασμού RF (από 6,14±1,38 σε 4,95±1,06 mg/dL) σε σύγκριση με
τη χορήγηση του συνδυασμού RΩ (από 6,26±1,77 σε 6,03±1,59 mg/dL),
(p=0,001, για τη σύγκριση μεταξύ των δύο ομάδων). Αντίστοιχα, τα επίπεδα της hsCRP μειώθηκαν περισσότερο με τη χορήγηση του συνδυασμού
RF (από 2,39±1,45 σε 1,75±1,23 mg/L) σε σύγκριση με τη χορήγηση του
συνδυασμού RΩ (από 2,15±1,8 σε 2,02±1,84 mg/L), (p<0,001, για τη σύγκριση μεταξύ των δύο ομάδων). Συμπεράσματα: Ο συνδυασμός χαμηλής
δόσης ροσουβαστατίνης με φαινοφιμπράτη έχει ευνοϊκότερη επίδραση
στα επίπεδα των τριγλυκεριδίων, του UA και της hsCRP σε σύγκριση με το
συνδυασμό χαμηλής δόσης ροσουβαστατίνης με ω-3 λιπαρά οξέα σε ασθενείς με μεικτή δυσλιπιδαιμία.
Hellenic Journal of Atherosclerosis 1(1)
33
ΑΑ7
Eπίδραση της υπολιπιδαιμικής αγωγής στη συγκέντρωση
των μικρών, πυκνών, χαμηλής πυκνότητας λιποπρωτεϊνών
σε ασθενείς με μεικτή δυσλιπιδαιμία
Α. Αγγουρίδης,1 Θ. Φιλιππάτος,1 Ζ. Μητρογιάννη,1 Β. Τσιμιχόδημος,1 Α. Τσελέπης,2 Μ. Ελισάφ1
1
Τομέας Παθολογίας, Ιατρική Σχολή, Πανεπιστήμιο Ιωαννίνων, Ιωάννινα, 2Εργαστήριο Βιοχημείας, Τμήμα Χημείας,
Πανεπιστήμιο Ιωαννίνων, Ιωάννινα
Εισαγωγή: Πολλές μελέτες έδειξαν ότι η επικράτηση στον ορό των μικρών πυκνών LDL (sdLDL) σωματιδίων αποτελεί ανεξάρτητο παράγοντα
κινδύνου για την εμφάνιση καρδιαγγειακής νόσου. Σκοπός: Η μελέτη της
επίδρασης της μονοθεραπείας με υψηλή δόση ροσουβαστατίνης vs συνδυασμός χαμηλής δόσης ροσουβαστατίνης με φαινοφιμπράτη vs συνδυασμός
χαμηλής δόσης ροσουβαστατίνης με ω-3 λιπαρά οξέα στο φαινότυπο των
LDL σε ασθενείς με μεικτή δυσλιπιδαιμία. Υλικό-Μέθοδος: Στη μελέτη
συμμετείχαν 92 ασθενείς με μεικτή δυσλιπιδαιμία. Οι ασθενείς έλαβαν υποθερμιδική δίαιτα και τυχαιοποιήθηκαν σε ροσουβαστατίνη 40 mg (R) την
ημέρα (n=31), σε συνδυασμό ροσουβαστατίνης 10 mg με φαινοφιμπράτη
200 mg (RF) την ημέρα (n=30) ή σε συνδυασμό ροσουβαστατίνης 10 mg με
ω-3 λιπαρά οξέα 2 g (RΩ) την ημέρα (n=31). Πριν την έναρξη και μετά από
3 μήνες θεραπείας εκτιμήθηκε το λιπιδαιμικό προφίλ και προσδιορίστηκε
ο φαινότυπος των LDL, με τη μέθοδο της ηλεκτροφόρησης σε πήκτωμα
3% πολυακρυλαμιδίoυ. Αποτελέσματα: Η χορήγηση του συνδυασμού
RF είχε ως αποτέλεσμα μεγαλύτερη αύξηση της μέσης διαμέτρου των LDL
σωματιδίων σε σύγκριση τόσο με τη χορήγηση της R (p=0,004) όσο και
με τη χορήγηση του συνδυασμού RΩ (p=0,017). Τόσο η χορήγηση της R
όσο και των συνδυασμών RF και RΩ είχαν ως αποτέλεσμα τη μείωση της
συγκέντρωσης των sdLDL (p<0,001 για όλες τις συγκρίσεις). Ωστόσο, το
ποσοστό των sdLDL στο σύνολο των LDL σωματιδίων μειώθηκε περισσότερο με τη χορήγηση του συνδυασμού RF σε σύγκριση με τη χορήγηση της
R (p=0,031), καθώς και σε σύγκριση με τη χορήγηση του συνδυασμού RΩ
(p=0,014). Συμπεράσματα: Και τα τρία θεραπευτικά σχήματα είχαν ως
αποτέλεσμα τη μείωση της συγκέντρωσης των sdLDL. Ο συνδυασμός χαμηλής δόσης ροσουβαστατίνης με φαινοφιμπράτη έχει ευνοϊκότερη επίδραση
στις ποιοτικές διαταραχές των λιποπρωτεϊνών σε σύγκριση με τη μονοθεραπεία με υψηλή δόση ροσουβαστατίνης και με τη χορήγηση του συνδυασμού χαμηλής δόσης ροσουβαστατίνης με ω-3 λιπαρά οξέα σε ασθενείς με
μεικτή δυσλιπιδαιμία.
ΑΑ8
Επίδραση της υπολιπιδαιμικής αγωγής στη λιποπρωτεϊνική
φωσφολιπάση Α2 σε ασθενείς με μεικτή δυσλιπιδαιμία
Α. Αγγουρίδης,1 Π. Καζάκου,1 Θ. Φιλιππάτος,1 Z. Μητρογιάννη,1 Κ. Τέλλης,2
Μ. Ελισάφ,1 Α. Τσελέπης2
1
Τομέας Παθολογίας, Ιατρική Σχολή, Πανεπιστήμιο Ιωαννίνων, Ιωάννινα, 2Εργαστήριο Βιοχημείας, Τμήμα Χημείας,
Πανεπιστήμιο Ιωαννίνων, Ιωάννινα
Εισαγωγή: Η λιποπρωτεϊνική φωσφολιπάση Α2 (LpPLA2) αποτελεί ανεξάρτητο παράγοντα κινδύνου για την εμφάνιση καρδιαγγειακής νόσου.
Σκοπός:Η μελέτη της επίδρασης της μονοθεραπείας με υψηλή δόση
ροσουβαστατίνης vs συνδυασμός χαμηλής δόσης ροσουβαστατίνης με
φαινοφιμπράτη vs συνδυασμός χαμηλής δόσης ροσουβαστατίνης με ω-3
λιπαρά οξέα στην ενεργότητα της LpPLA2 σε ασθενείς με μεικτή δυσλιπιδαιμία. Υλικό-Μέθοδος: Στη μελέτη συμμετείχαν 92 ασθενείς με μεικτή
δυσλιπιδαιμία. Οι ασθενείς έλαβαν υποθερμιδική δίαιτα και τυχαιοποιήθηκαν σε ροσουβαστατίνη 40 mg (R) την ημέρα (n=31), σε συνδυασμό
ροσουβαστατίνης 10 mg με φαινοφιμπράτη 200 mg (RF) την ημέρα
(n=30) ή σε συνδυασμό ροσουβαστατίνης 10 mg με ω-3 λιπαρά οξέα 2
g (RΩ) την ημέρα (n=31). Πριν την έναρξη και μετά από 3 μήνες θεραπείας εκτιμήθηκε το λιπιδαιμικό προφίλ και προσδιορίσθηκε η ενεργότητα
και η μάζα της LpPLA2. Αποτελέσματα: Η χορήγηση της R προκάλεσε
μεγαλύτερη μείωση της ολικής και της LDL χοληστερόλης σε σύγκριση
με τη χορήγηση των συνδυασμών RF και RΩ (p<0,001). Τόσο η χορήγηση
της R όσο και των συνδυασμών RF και RΩ είχαν ως αποτέλεσμα τη μείωση
της ενεργότητας της LpPLA2 (p<0,001 για όλες τις συγκρίσεις). Ωστόσο,
η ενεργότητα της LpPLA2 μειώθηκε περισσότερο με τη χορήγηση της R
σε σύγκριση με τη χορήγηση του συνδυασμού RF (P=0,045), καθώς και
με τη χορήγηση του συνδυασμού RΩ (p=0,006). Η χορήγηση της R και
του συνδυασμού RΩ είχαν ως αποτέλεσμα μεγαλύτερη μείωση της μάζας
της LpPLA2 σε σύγκριση με τη χορήγηση του συνδυασμού RF (p=0,003
και p=0,024, αντίστοιχα). Συμπεράσματα: Η μονοθεραπεία με υψηλή
δόση ροσουβαστατίνης έχει ευνοϊκότερη επίδραση στην ενεργότητα της
LpPLA2 σε σύγκριση με τη χορήγηση του συνδυασμού χαμηλής δόσης ροσουβαστατίνης με φαινοφιμπράτη ή με ω-3 λιπαρά οξέα σε ασθενείς με
μεικτή δυσλιπιδαιμία.
34
Ελληνική Επιθεώρηση Αθηροσκλήρωσης 1(1)
ΑΑ9
Επίδραση της υπολιπιδαιμικής αγωγής στη συγκέντρωση
των απολιποπρωτεϊνών CII και CIII σε ασθενείς με μεικτή δυσλιπιδαιμία
Α. Αγγουρίδης,1 Χ. Κωσταρά,2 Ζ. Μητρογιάννη,1 Β. Τσιμιχόδημος,1 Ε. Μπαϊρακτάρη,2 Μ. Ελισάφ1
1
Τομέας Παθολογίας, Ιατρική Σχολή, Πανεπιστήμιο Ιωαννίνων, Ιωάννινα, 2Εργαστήριο Κλινικής Χημείας, Ιατρική Σχολή,
Πανεπιστήμιο Ιωαννίνων, Ιωάννινα
Εισαγωγή: Η απολιποπρωτεΐνη CII (apoCII) ενεργοποιεί τη λιποπρωτεϊνική
λιπάση (LPL) και συντελεί στην αποτελεσματική λιπόλυση των πλούσιων σε
τριγλυκερίδια λιποπρωτεϊνών. Αντίθετα, οι αυξημένες συγκεντρώσεις της
apoC-II αναστέλλουν την υδρόλυση των τριγλυκεριδίων διαμέσου της LPL. Η
απολιποπρωτεΐνη CIII (apoCIII) είναι αναστολέας της LPL. Σκοπός: Η μελέτη
της επίδρασης της μονοθεραπείας με υψηλή δόση ροσουβαστατίνης vs συνδυασμός χαμηλής δόσης ροσουβαστατίνης με φαινοφιμπράτη vs συνδυασμός
χαμηλής δόσης ροσουβαστατίνης με ω-3 λιπαρά οξέα στη συγκέντρωση των
apoCII και apoCIII σε ασθενείς με μεικτή δυσλιπιδαιμία. Υλικό-Μέθοδος: 92
ασθενείς με μεικτή δυσλιπιδαιμία τυχαιοποιήθηκαν σε ροσουβαστατίνη 40
mg (R) την ημέρα (n=31), σε συνδυασμό ροσουβαστατίνης 10 mg με φαινοφιμπράτη 200 mg (RF) την ημέρα (n=30) ή σε συνδυασμό ροσουβαστατίνης
10mg με ω-3 λιπαρά οξέα 2 g (RΩ) την ημέρα (n=31). Πριν την έναρξη και
μετά από 3 μήνες θεραπείας εκτιμήθηκε η μεταβολή των συγκεντρώσεων
των apoCII και apoCIII. Αποτελέσματα: Τόσο η χορήγηση της R όσο και των
συνδυασμών RF και RΩ είχαν ως αποτέλεσμα τη μείωση των συγκεντρώσεων των apoCII και apoCIII. Στην ομάδα R (mg/dL): apoCII από 7,07±2,48 σε
5,11±1,53 (p<0,001) και apoCIII από 15,59±7,46 σε 12,05±4,15 (p<0,01),
στην ομάδα RF (mg/dL): apoCII από 9,37±2,68 σε 5,74±1,17 (p<0,001) και
apoCIII από 20,65±6,98 σε 11,65±2,56 (p<0,001), στην ομάδα RΩ (mg/dL):
apoCII από 7,20±2,05 σε 5,29±1,58 (p<0,001) και apoCIII από 16,75±5,36
σε 13,10±5,09 (p<0,001). Ωστόσο, παρατηρήθηκε μεγαλύτερη μείωση των
επιπέδων των apoCII και apoCIII με τη χορήγηση του συνδυασμού RF σε σύγκριση τόσο με τη χορήγηση της R (p=0,04 και p=0,004, αντίστοιχα) όσο
και με τη χορήγηση του συνδυασμού RΩ (p=0,05 και p=0,007, αντίστοιχα).
Συμπεράσματα: Ο συνδυασμός χαμηλής δόσης ροσουβαστατίνης με φαινοφιμπράτη έχει ευνοϊκότερη επίδραση στις ποσοτικές μεταβολές των ApoCII
και ApoCIII σε σύγκριση τόσο με τη μονοθεραπεία με υψηλή δόση ροσουβαστατίνης όσο και με το συνδυασμό χαμηλής δόσης ροσουβαστατίνης με ω-3
λιπαρά οξέα σε ασθενείς με μεικτή δυσλιπιδαιμία.
ΑΑ10
Eπίδραση της εζετιμίμπης σε παραμέτρους του οξειδωτικού στρες
A. Σπύρου,1 M. Κωσταπάνος,1 E. Γαζή,1 Ε. Λυμπερόπουλος,1 Α. Τσελέπης,2 Μ. Ελισάφ1
1
Τομέας Παθολογίας, Ιατρική Σχολή, Πανεπιστήμιο Ιωαννίνων, Ιωάννινα, 2Εργαστήριο Βιοχημείας, Τμήμα Χημείας,
Πανεπιστήμιο Ιωαννίνων, Ιωάννινα
Εισαγωγή-Σκοπός: Η εζετιμίμπη είναι ένα αποτελεσματικό φάρμακο όσον
αφορά στη μείωση των επιπέδων της LDL-χοληστερόλης, όταν χορηγείται
είτε ως μονοθεραπεία είτε σε συνδυασμό με στατίνες. Ωστόσο, δεν είναι
γνωστό εάν αυτό το φάρμακο εμφανίζει και άλλες αντιαθηρωγόνες ιδιότητες που συσχετίζονται ή όχι με την υπολιπιδαιμική της δράση. Σκοπός της
μελέτης είναι η εκτίμηση της επίδρασης της εζετιμίμπης σε παραμέτρους
του οξειδωτικού στρες σε ασθενείς με πρωτοπαθή δυσλιπιδαιμία. ΥλικόΜέθοδος: Στη μελέτη συμμετείχαν 30 ασθενείς με ήπια ή μέτρια πρωτοπαθή δυσλιπιδαιμία, οι οποίοι πήραν μονοθεραπεία με εζετιμίμπη 10 mg/
ημέρα. Πριν από την έναρξη της αγωγής καθώς και μετά από 12 εβδομάδες
προσδιορίσθηκε το λιπιδαιμικό προφίλ, καθώς και παράμετροι του οξειδωτικού στρες, και συγκεκριμένα οι συγκεντρώσεις της οξειδωμένης LDL (oxLDL),
των 8-ισοπροστανίων (8-epiPGF2a), καθώς και των ενεργών μεταβολιτών
οξυγόνου (d-ROMs). Αποτελέσματα: Η χορήγηση της εζετιμίμπης μείωσε
την ολική χοληστερόλη κατά 17,8% (p<0,001), την LDL-χοληστερόλη κατά
24,2% (p<0,001), καθώς και την απολιποπρωτεΐνη Β κατά 16,0% (p<0,001).
Ωστόσο, δεν παρατηρήθηκαν σημαντικές μεταβολές των τριγλυκεριδίων
και της HDL-χοληστερόλης. Επιπρόσθετα, η εζετιμίμπη μείωσε σημαντικά
τα επίπεδα της oxLDL κατά 20,3% (p<0,001), καθώς και του κλάσματος της
oxLDL προς την ολική LDL κατά 63,6% (p<0,001). Η μείωση των επιπέδων
της oxLDL συσχετίζονταν με τη μείωση των επιπέδων της LDL-χοληστερόλης (r=0,54, p=0,02). Τα επίπεδα των 8-epiPGF2a μειώθηκαν κατά 14,1%
(p=NS), ενώ δεν παρατηρήθηκε σημαντική μεταβολή της συγκέντρωσης
των d-ROMs. Συμπεράσματα: Η εζετιμίμπη μειώνει το οξειδωτικό στρες σε
ασθενείς με πρωτοπαθή δυσλιπιδαιμία. Αυτή η δράση της εζετιμίμπης φαίνεται ότι έως ένα βαθμό συσχετίζεται με την υπολιπιδαιμική της δράση.
Hellenic Journal of Atherosclerosis 1(1)
35
ΑΑ11
Ο αθηρωματικός δείκτης ΑΡΟΒ/ΑΡΟΑ1 και ο κίνδυνος εμφάνισης
οξέων ισχαιμικών, μη εμβολικών αγγειακών εγκεφαλικών επεισοδίων
σε ηλικιωμένους ασθενείς
Μ. Κωσταπάνος,1 Χ. Μηλιώνης,1 Λ. Χριστογιάννης,1 Ε. Μπίκα,1 Ε. Μπαϊρακτάρη,2
Ι. Γουδέβενος,1 Μ. Ελισάφ1
1
2
Τομέας Παθολογίας, Ιατρική Σχολή, Πανεπιστήμιο Ιωαννίνων, Ιωάννινα
Εργαστήριο Κλινικής Χημείας, Ιατρική Σχολή, Πανεπιστήμιο Ιωαννίνων, Ιωάννινα
Εισαγωγή-Σκοπός: Επιδημιολογικές μελέτες έδειξαν ότι ο αθηρωματικός
δείκτης apoB/apoA1 είναι ισχυρός προγνωστικός δείκτης για την εμφάνιση
ισχαιμικών αγγειακών εγκεφαλικών επεισοδίων (ΑΕΕ). Ωστόσο, η προγνωστική του αξία φαίνεται ότι μειώνεται με την αύξηση της ηλικίας. Σκοπός
της μελέτης είναι η εκτίμηση της προγνωστικής αξίας του δείκτη apoB/
apoA1 για την εμφάνιση ισχαιμικών ΑΕΕ σε άτομα ηλικίας >70 ετών. ΥλικόΜέθοδος: Στη μελέτη συμμετείχαν 163 άτομα (88 άνδρες) ηλικίας >70
ετών που νοσηλεύθηκαν εξαιτίας ενός πρώτου ισχαιμικού ΑΕΕ (ασθενείς),
καθώς και 166 υγιείς εθελοντές (87 άνδρες) ηλικίας >70 ετών χωρίς γνωστή
καρδιαγγειακή νόσο (ομάδα ελέγχου). Στον πληθυσμό της μελέτης εκτιμήθηκαν: το ιστορικό καπνίσματος, αρτηριακής υπέρτασης, σακχαρώδη διαβήτη και χορήγησης φαρμάκων, καθώς και κλινικά στοιχεία, όπως ο δείκτης
μάζας σώματος (ΒΜΙ) και η περίμετρος μέσης. Παράλληλα προσδιορίσθη-
καν: το λιπιδαιμικό προφίλ, η κρεατινίνη του ορού, καθώς και παράμετροι
του μεταβολισμού των υδατανθράκων. Αποτελέσματα: Τα επίπεδα του δείκτη apoB/apoA1 ήταν υψηλότερα στους ασθενείς σε σύγκριση με την ομάδα
ελέγχου (1,04±0,33 έναντι 0,86±0,22 αντίστοιχα, p<0,001). Σε λογιστική
ανάλυση παλινδρόμησης, ο δείκτης apoB/apoA1 συσχετίζονταν σημαντικά
με την εμφάνιση ισχαιμικού ΑΕΕ [OR 1,27 (95% CI=1,15–1,39, p<0,001)].
Αυτή η συσχέτιση ήταν σημαντική ακόμη και μετά από διόρθωση για την
ηλικία, το φύλο, το κάπνισμα, το ΒΜΙ, την περίμετρο μέσης, την παρουσία
υπέρτασης και σακχαρώδη διαβήτη καθώς και τα επίπεδα της γλυκόζης, της
ινσουλίνης και των λιποπρωτεϊνών του ορού [OR 1,13 (95%, CI=1,00-1,27,
p<0,05]. Συμπεράσματα: Σε ηλικιωμένους ασθενείς, ο αθηρωματικός δείκτης apoB/apoA1 αποτελεί ισχυρό και ανεξάρτητο προγνωστικό δείκτη για
την εμφάνιση ισχαιμικών, μη εμβολικών ΑΕΕ.
ΑΑ12
Τα επίπεδα χοληστερόλης των ερυθροκυτταρικών μεμβρανών
συσχετίζονται με τη δημιουργία και το μέγεθος του λιπώδους
πυρήνα σε πειραματικά μοντέλα αθηροσκλήρωσης
Δ. Τζιακάς,1 Γ. Χαλικιάς,1 Δ. Στάκος,1 Α. Θωμαϊδη,1 Α. Καπελούζου,2
Σ. Κωνσταντινίδης,1 Χ. Μπουντούλας2
1
Πανεπιστημιακή Καρδιολογική Κλινική, Δημοκρίτειο Πανεπιστήμιο Θράκης, Αλεξανδρούπολη, 2Κέντρο Κλινικής Έρευνας,
Ίδρυμα Βιοϊατρικής Έρευνας, Ακαδημία Αθηνών, Αθήνα
Εισαγωγή-Σκοπός: Η περιεκτικότητα σε ολική χοληστερόλη των ερυθροκυτταρικών μεμβρανών (CEM) αναδεικνύεται ως ένας νέος δείκτης
κλινικής αστάθειας στη στεφανιαία νόσο. Είναι πιθανό, η χοληστερόλη των
ερυθροκυτταρικών μεμβρανών να συμμετέχει στην αύξηση του μεγέθους
του λιπώδη πυρήνα και συνεπώς στην αστάθεια της αθηροσκληρωτικής
πλάκας. Με την παρούσα μελέτη διερευνήσαμε την επίδραση των επιπέδων CEM στη δημιουργία αθηροσκληρωτικών πλακών σε θωρακικές
αορτές πειραματοζώων. Υλικό-Μέθοδος: Μελετήσαμε 14 αρσενικούς
κονίκλους Νέας Ζηλανδίας. Τα ζωικά πρότυπα χωρίστηκαν σε 2 ομάδες
ανάλογα με τη διατροφή τους (Ομάδα Α: 6 κόνικλοι με φυσιολογική τροφή
και Ομάδα Β: 8 κόνικλοι με τροφή εμπλουτισμένη κατά 0,75% χοληστερόλη) και παρακολουθήθηκαν για χρονικό διάστημα 5 μηνών. Ανά μήνα έγινε
προσδιορισμός των επιπέδων CEM των ερυθρών αιμοσφαιρίων. Στο τέλος
της παρακολούθησης προσδιορίσθηκε το μέγεθος του λιπώδους πυρήνα
στις αθηροσκληρωτικές πλάκες της θωρακικής αορτής. Αποτελέσματα:
Μεταξύ των κονίκλων της ομάδας Α τα επίπεδα CEM κατά τη διάρκεια της
παρακολούθησης δε διέφεραν σημαντικά μεταξύ των διαδοχικών δειγματοληψιών (p=0,200). Αντίθετα, μεταξύ των κονίκλων της ομάδας Β παρατηρήθηκε σημαντική μεταβολή των επιπέδων τους (p<0,001). Συγκεκριμένα,
παρατηρήθηκε αύξηση των επιπέδων CEM κατά τον 5ο μήνα (89,5 μg/mg,
IQ 38,3 μg/mg) συγκριτικά με τα επίπεδα κατά την εισαγωγή (33 μg/mg,
IQ 29 μg/mg, p=0,004) και κατά τον 1ο μήνα (35,5 μg/mg, ΙQ 31,8 μg/mg,
p=0,025). Κατά τη δειγματοληψία του 5ου μήνα παρατηρήθηκαν επίσης
σημαντικά υψηλότερες (p=0,005) τιμές CEM στους κονίκλους της ομάδας
Β (89,5 μg/mg, IQ 38,3 μg/mg) συγκριτικά με αυτές της ομάδας Α (29,5
μg/mg, IQ 14 μg/mg). Τα επίπεδα CEM κατά τη δειγματοληψία του 5ου
μήνα συσχετιζόταν με το μέγεθος του λιπώδους πυρήνα (Spearman’s rho
= 0,794, p=0,001) στη θωρακική αορτή. Συμπεράσματα: Τα ευρήματα
της μελέτης αυτής συνηγορούν υπέρ της αιτιοπαθολογικής σχέσης μεταξύ
των επιπέδων της χοληστερόλης στις ερυθροκυτταρικές μεμβράνες και το
σχηματισμό και την εξέλιξη του λιπώδους πυρήνα στις αθηροσκληρωτικές
πλάκες.
36
Ελληνική Επιθεώρηση Αθηροσκλήρωσης 1(1)
ΑΑ13
Η προσκόλληση στο μεσογειακό διατροφικό πρότυπο συσχετίζεται θετικά
με το λόγο LDL-χοληστερόλη/LDL-apo-B. Mελέτη Αττική
Χ. Καστορίνη,2 Δ. Παναγιωτάκος,2 Χ. Χρυσοχόου,1 Χ. Πίτσαβος,1 Ι. Σκούμας,1 Σ. Βέλλας,1
Μ. Κάμπαξης,1 Χ. Στεφανάδης1
1
Α΄ Καρδιολογική Κλινική, Εθνικό & Καποδιστριακό Πανεπιστήμιο Αθηνών, Αθήνα, 2Τμήμα Επιστήμης Διαιτολογίας-Διατροφής,
Χαροκόπειο Πανεπιστήμιο, Αθήνα
Εισαγωγή-Σκοπός: Σκοπός αυτής της εργασίας είναι να αξιολογηθεί η σχέση μεταξύ της προσκόλλησης στη Μεσογειακή Διατροφή και των επιπέδων
του λόγου LDL-χοληστερόλη/LDL-apo-Β, ο οποίος εκφράζει τα επίπεδα των
μικρών και πυκνών LDL σωματιδίων. Υλικό-Μέθοδος: Η μελέτη ΑΤΤΙΚΗ,
είναι μια επιδημιολογική μελέτη με 3042 συμμετέχοντες, 1528 άνδρες και
1514 γυναίκες (ηλικίας >18 ετών), επιλεγμένους με τυχαίο τρόπο και κατά
αντιστοιχία με το φύλο και ηλικία του πληθυσμού της περιοχής της Αττικής,
κατά τη διάρκεια 2001–2002. Για την αξιολόγηση της προσκόλλησης στη
Μεσογειακή Διατροφή χρησιμοποιήθηκε το σκορ MedDietScore (θεωρητικό
εύρος: 0–55). Ο λόγος LDL-χοληστερόλη/LDL-apo-B υπολογίστηκε με βάση
τον τύπο (0,94χοληστερόλη 0,94 HDL–0,19 τριγλυκερίδια)/(apo-B 0,09 χοληστερόλη+0,09 HDL–0,08 τριγλυκερίδια). Χαμηλότερες τιμές αυτού του
λόγου σχετίζονται με αυξημένη παρουσία μικρών και πυκνών LDL σωματιδίων. Αποτελέσματα: Μετά από έλεγχο για πιθανούς συγχυτικούς παράγο-
ντες, οι συμμετέχοντες στο χαμηλότερο τριτημόριο και στο δεύτερο τριτημόριο του MedDietScore (δηλ. <27), είχαν μικρότερο λόγο LDL-χοληστερόλης/LDL-apo B, σε σχέση με αυτούς στο υψηλότερο τριτημόριο (B=–0,055,
p=0,027, B=–0,043, p=0,022, αντίστοιχα). Επιπρόσθετα τα αποτελέσματα
από την πολλαπλή λογαριθμιστική παλινδρόμηση έδειξαν ότι οι συμμετέχοντες που ακολουθούν πιστά το Μεσογειακό Πρότυπο Διατροφής έχουν 36%
(95% ΔΕ: 0,42–0,97) μικρότερη πιθανότητα να έχουν επίπεδα του λόγου
LDL-χοληστερόλη/LDL apo-B χαμηλότερα από τη διάμεσο, δηλαδή 1,35, σε
σχέση με όσους τηρούν μια πιο δυτικού τύπου διατροφή. Επίσης, φαίνεται
ότι η προστατευτική δράση της Μεσογειακής Διατροφής είναι πιο εμφανής
στις γυναίκες σε σχέση με τους άνδρες. Συμπεράσματα: Η υιοθέτηση του
Μεσογειακού Προτύπου Διατροφής σχετίζεται με χαμηλότερα επίπεδα των
πιο αθηρογόνων μικρών και πυκνών LDLσωματιδίων, που θεωρούνται σημαντικός παράγοντας κινδύνου για καρδιαγγειακή νόσο.
ΑΑ14
Διατροφικές συνήθειες και πιθανότητα ανάπτυξης οξέος
στεφανιαίου συνδρόμου:
Προκαταρκτικά αποτελέσματα επιδημιολογικής μελέτης ασθενών-μαρτύρων
Χ. Καστορίνη,1,2 Χ. Μηλιώνης,1 Α. Ιωαννίδη,2 Ε. Γεωργουσοπούλου,2 Μ. Κωσταπάνος,1
Ε. Μπίκα,1 Β. Νικολάου,3 Ι. Γουδέβενος,1 Δ. Παναγιωτάκος2
1
Ιατρική Σχολή, Πανεπιστήμιο Ιωαννίνων, Ιωάννινα, 2Τμήμα Επιστήμης Διαιτολογίας-Διατροφής, Χαροκόπειο Πανεπιστήμιο, Αθήνα,
3
Γενικό Νοσοκομείο Αθηνών «Κοργιαλένειο-Μπενάκειο ΕΕΣ» (Ερυθρός Σταυρός), Αθήνα
Εισαγωγή-Σκοπός: Σκοπός της παρούσας εργασίας είναι η αξιολόγηση
της σχέσης μεταξύ της προσκόλλησης σε διατροφικά πρότυπα και της ανάπτυξης καρδιαγγειακών νοσημάτων. Υλικό-Μέθοδος: Κατά τη διάρκεια
2009–2010, όλοι οι διαδοχικοί ασθενείς με ΟΣΣ (n=119) εντάχθηκαν στη
μελέτη, 100 άνδρες (60±12 ετών) και 19 γυναίκες (63±15 ετών). Επιπλέον,
στη μελέτη εντάχθηκαν 122 υγιείς εξομειωμένοι ως προς το φύλο και την
ηλικία με τους ασθενείς, 97 άνδρες (58±11 ετών) και 25 γυναίκες (65±12
ετών). Έγινε λεπτομερής καταγραφή των πληροφοριών σχετικά με τα:
ιατρικό ιστορικό, κοινωνικοοικονομική κατάσταση, ανθρωπομετρικά στοιχεία, ψυχολογική κατάσταση, φυσική δραστηριότητα και καπνιστικές συνήθειες. Οι διατροφικές συνήθειες αξιολογήθηκαν με χρήση ημιποσοτικού
ερωτηματολογίου συχνότητας κατανάλωσης τροφίμων. Αποτελέσματα:
Για την ανίχνευση των διατροφικών προτύπων των συμμετεχόντων χρησιμοποιήθηκε η πολυμεταβλητή μέθοδος, ανάλυση σε κύριες συνιστώσες.
Αναδείχτηκαν 6 κύρια διατροφικά πρότυπα που ερμηνεύουν 60% της συνολικής μεταβλητότητας της πληροφορίας. Το πρότυπο 1 χαρακτηρίζεται
από την κατανάλωση οσπρίων και μαγειρεμένων λαχανικών, το πρότυπο
2 από την κατανάλωση κόκκινου και επεξεργασμένου κρέατος, τυριών
και πατάτας, το 3 από την κατανάλωση ψαριού και σαλάτας, το 4 από την
κατανάλωση ζυμαρικών, γλυκών, γάλακτος και γιαουρτιού, το 5 από την
κατανάλωση αλκοόλ και καφέ και το 6 από την κατανάλωση πουλερικών.
Η πολλαπλή λογαριθμιστική παλινδρόμηση μετά από έλεγχο για πιθανούς
συγχυτικούς παράγοντες έδειξε ότι τα άτομα που ακολουθούν το πρότυπο
3 έχουν 35% (95%ΔΕ: 0,468–0,916) μικρότερη πιθανότητα να εκδηλώσουν
οξύ στεφανιαίο σύνδρομο. Δεν παρατηρήθηκαν σημαντικές συσχετίσεις
για τα υπόλοιπα διατροφικά πρότυπα. Συμπεράσματα: Η τήρηση ενός
υγιεινού διατροφικού προτύπου σχετίζεται με προστασία έναντι στην εκδήλωση οξέων στεφανιαίων συνδρόμων.
Hellenic Journal of Atherosclerosis 1(1)
37
ΑΑ15
Αξιολόγηση της αντίληψης της σπουδαιότητας των παραγόντων
καρδιαγγειακού κινδύνου από ασθενείς με πρώτη εκδήλωση
οξέος στεφανιαίου συνδρόμου και από υγιή άτομα:
Προκαταρκτικά αποτελέσματα επιδημιολογικής μελέτης ασθενών-μαρτύρων
Χ. Καστορίνη,1,2 Χ. Μηλιώνης,1 Ε. Ντζιού,2 Κ. Καλαντζή,1 Β. Σαλμά,1 Α. Κραμβής,3 Φ. Λιόλιου,3
Β. Νικολάου,3 Ι. Γουδέβενος,1 Δ. Παναγιωτάκος2
1
Ιατρική Σχολή, Πανεπιστήμιο Ιωαννίνων, Ιωάννινα, 2Τμήμα Επιστήμης Διαιτολογίας-Διατροφής, Χαροκόπειο Πανεπιστήμιο, Αθήνα,
3
Γενικό Νοσοκομείο Αθηνών «Κοργιαλένειο-Μπενάκειο ΕΕΣ» (Ερυθρός Σταυρός), Αθήνα
Εισαγωγή-Σκοπός: Σκοπός της παρούσας εργασίας είναι η αξιολόγηση της
αντίληψης της σπουδαιότητας των παραγόντων κινδύνου για την εκδήλωση
καρδιαγγειακών νοσημάτων από ασθενείς με πρώτη εκδήλωση οξέος στεφανιαίου επεισοδίου και από υγιή άτομα. Υλικό-Μέθοδος: Κατά τη διάρκεια
2009–2010, όλοι οι διαδοχικοί ασθενείς με ΟΣΣ (n=119) εντάχθηκαν στη μελέτη, 100 άνδρες (60±12 ετών) και 19 γυναίκες (63±15 ετών). Επιπλέον, στη
μελέτη εντάχθηκαν 122 υγιείς εξομειωμένοι ως προς το φύλο και την ηλικία
με τους ασθενείς, 97 άνδρες (58±11 ετών) και 25 γυναίκες (65±12 ετών). Έγινε
λεπτομερής καταγραφή των: ιατρικό ιστορικό, κοινωνικοοικονομική κατάσταση, ανθρωπομετρικά στοιχεία, ψυχολογική κατάσταση, φυσική δραστηριότητα, καπνιστικές συνήθειες, διατροφικές συνήθειες. Επίσης, αξιολογήθηκε
η σπουδαιότητα 8 παραγόντων καρδιαγγειακού κινδύνου με χρήση κλίμακας
από 1–9, μεγαλύτερες τιμές υποδηλώνουν μεγαλύτερη επίδραση του παράγοντα. Αποτελέσματα: Οι ασθενείς θεωρούν σπουδαιότερο παράγοντα
καρδιαγγειακού κινδύνου το άγχος, ενώ οι υγιείς το κάπνισμα. Τόσο ασθενείς,
όσο και υγιείς θεωρούν λιγότερο σημαντικό παράγοντα το παθητικό κάπνισμα.
Σε σχέση με τους υγιείς, οι ασθενείς πιστεύουν ότι το άγχος σχετίζεται σημαντικά εντονότερα με την εκδήλωση καρδιαγγειακών νοσημάτων, ενώ αντίθετα οι υγιείς θεωρούν ότι οι υπόλοιποι παράγοντες σχετίζονται σημαντικά
εντονότερα με την εκδήλωση καρδιαγγειακών νοσημάτων σε σχέση με τους
ασθενείς (οικογενειακό ιστορικό, ατομικό ιστορικό υπερχοληστερολαιμίαςυπέρτασης-διαβήτη, υπερβάλλον βάρος, κάπνισμα, καθιστική ζωή, κακή διατροφή). Δεν παρατηρήθηκαν σημαντικές διαφορές μεταξύ ασθενών και υγιών
ως προς τη σημαντικότητα του παθητικού καπνίσματος. Συμπεράσματα:
Παρατηρούνται διαφορές στις αντιλήψεις για τη σοβαρότητα των παραγόντων καρδιαγγειακού κινδύνου σε ασθενείς και υγιείς, αναδεικνύοντας το ρόλο της κατάστασης υγείας για την προτεραιότητα που δίνουν τα άτομα στους
παράγοντες κινδύνου.
ΑΑ16
Μελέτη του λιπιδαιμικού προφίλ ασθενών με ιστορικό οξέος ισχαιμικού
αγγειακού εγκεφαλικού επεισοδίου και συσχέτισή του
με την ηλικία εμφάνισής του
Σ. Πατιάκας,1 Χ. Χαραλάμπους2
1
2
Μικροβιολογικό Εργαστήριο, Γενικό Νοσοκομείο Καστοριάς, Καστοριά
Εξωτερικό Ιατρείο Λιπιδίων & Αθηροσκλήρωσης, Παθολογική Κλινική, Ψυχιατρικό Νοσοκομείο Θεσσαλονίκης, Θεσσαλονίκη
Εισαγωγή-Σκοπός: Να διερευνηθούν τα επίπεδα τριγλυκεριδίων (TRIG),
ολικής χοληστερόλης (TCHOL), HDL και LDL χοληστερόλης, σε περιπτώσεις
ασθενών με ιστορικό οξέος ισχαιμικού αγγειακού εγκεφαλικού επεισοδίου
(ΑΕΕ) και να αναζητηθεί πιθανή συσχέτισή τους με την ηλικία εμφάνισης
του ΑΕΕ. Υλικό-Μέθοδος: Υλικό της μελέτης μας αποτέλεσαν 117 ασθενείς
(65 άνδρες - 52 γυναίκες) οι οποίοι υπέστησαν στο παρελθόν οξύ ισχαιμικό
ΑΕΕ. Επρόκειτο για 14 ασθενείς ηλικίας 35–55 ετών (ομάδα Α), για 34 ηλικίας
56-70 ετών (ομάδα Β) και για 69 ασθενείς 71–92 ετών (ομάδα Γ). Σε όλους,
προσδιορίστηκαν τα επίπεδα TRIG, HDL και LDL χοληστερόλης, σε αυτόματο
βιοχημικό αναλυτή, ύστερα από 12ωρη νηστεία, και ελέγχθηκε η τυχόν λήψη
υπολιπιδαιμικής φαρμακευτικής αγωγής. Αποτελέσματα: Αυτά συνοψίζονται στον πίνακα 1, ενώ υπολιπιδαιμική αγωγή διαπιστώθηκε σε 5 ασθενείς
Ομάδα Α
Ομάδα Β
Ομάδα Γ
<200
5
15
34
TCHOL mg/dL
200–300
7
14
27
>300
2
5
8
HDL mg/dL
<50
>50
9
5
23
11
56
13
στην ομάδα Α, σε 12 στην ομάδα Β και σε 23 στην ομάδα Γ. Συμπεράσματα:
Σε μικρότερες ηλικίες παρατηρείται υψηλότερο ποσοστό, τόσο ολικής χοληστερόλης μεγαλύτερης από 200 mg/dL (64,3% και 50,7% αντίστοιχα στις
ομάδες Α και Γ), όσο και LDL χοληστερόλης μεγαλύτερης από 130 mg/dL
(57,1% και 47,8%), ενώ η υπολιπιδαιμική αγωγή είναι σχεδόν παρόμοια σε
όλες τις ηλικίες. Ενισχύεται, επομένως, η άποψη που θεωρεί τις υψηλές τιμές
της ολικής και της LDL χοληστερόλης στις ηλικίες 35–70 ετών, ως ισχυρό ανεξάρτητο παράγοντα κινδύνου στην παθογένεση του ΑΕΕ σε άτομα μικρότερα
των 70 ετών, ενώ υπογραμμίζεται η επιτακτική ανάγκη να υπάρξει «επιθετικότερη» υπολιπιδαιμική αγωγή από νωρίς, στις μικρότερες δηλαδή ηλικίες,
προκειμένου να προληφθεί και να περιοριστεί στο ελάχιστο δυνατό ο κίνδυνος ισχαιμικού ΑΕΕ.
LDL mg/dL
<130
>130
6
8
14
20
36
33
<150
7
18
41
TRIG mg/dL
150–200
4
10
17
>200
3
6
11
38
Ελληνική Επιθεώρηση Αθηροσκλήρωσης 1(1)
ΑΑ17
Μελέτη συσχέτισης φερριτίνης και Mεταβολικού Συνδρόμου (ΜΣ)
Σ. Πατιάκας,1 Χ. Χαραλάμπους2
1
Μικροβιολογικό Εργαστήριο, Γενικό Νοσοκομείο Καστοριάς, Καστοριά, 2Εξωτερικό Ιατρείο Λιπιδίων & Αθηροσκλήρωσης,
Παθολογική Κλινική, Ψυχιατρικό Νοσοκομείο Θεσσαλονίκης, Θεσσαλονίκη
Eισαγωγή-Σκοπός: Να διερευνηθεί η πιθανή συσχέτιση μεταξύ των τιμών
της φερριτίνης του ορού του αίματος αφενός, και του δείκτη της μάζας του
σώματος (ΒΜΙ) και των επιμέρους παραμέτρων του ΜΣ αφετέρου, δεδομένου ότι η φερριτίνη αποτελεί πρωτεΐνη οξείας φάσεως, ενώ στην παχυσαρκία «ενεργοποιείται» ευκολότερα η διαδικασία της αθηρωμάτωσης, και συνεπώς, αυξάνεται ο κίνδυνος καρδιαγγειακού συμβάματος. Υλικό-Μέθοδος:
Μελετήθηκαν συνολικά 64 ασθενείς με ΜΣ, η διάγνωση του οποίου βασίστηκε στα μείζονα κριτήρια του NCEP ATP III (National Cholesterol Education
Program Third Adult Treatment Panel) στα οποία περιλαμβάνονται, ως
γνωστόν: (α) Περίμετρος μέσης >102 cm για τους άνδρες, και >88 cm για τις
γυναίκες, (β) Αρτηριακή Πίεση >130/85 mmHg, (γ) Σάκχαρο αίματος >110
mg/dL, (δ) Tριγλυκερίδια >150 mg/dL, και τέλος (ε) HDL-χοληστερόλη <40
mg/dL για τους άνδρες, και <50 mg/dL για τις γυναίκες. Σε όλους υπολο-
γίστηκε ο ΒΜΙ και μετρήθηκε η τιμή της φερριτίνης του ορού του αίματος
με ανοσοχημική μέθοδο, ενώ η στατιστική ανάλυση της συσχέτισης των παραπάνω παραμέτρων με τα επίπεδα της φερριτίνης που ακολούθησε, πραγματοποιήθηκε με τη χρήση του προγράμματος SPSS και τη συσχέτιση κατά
Spearman, δεδομένου ότι η τιμή της φερριτίνης δεν ακολουθεί κανονική
κατανομή. Αποτελέσματα-Συμπεράσματα: Αποδείχθηκε ότι η φερριτίνη
δεν παρουσιάζει στατιστικά σημαντική συσχέτιση ούτε με την ΑΠ, ούτε με
τον ΒΜΙ, αλλά ούτε και με κανένα από τα επιμέρους στοιχεία του λιπιδαιμικού προφίλ (τριγλυκερίδια, HDL-χοληστερόλη) που ελέγχθηκαν. Επίσης, η
συσχέτισή της με τα επίπεδα του σακχάρου, δεν τεκμηρίωσαν στατιστικά
σημαντική σχέση. Αντίθετα, ο συντελεστής συσχέτισης r κατά Spearman της
φερριτίνης με την περίμετρο της μέσης ήταν +0,232, γεγονός που αποδεικνύει στατιστικά σημαντική συσχέτιση των δύο παραμέτρων (p<0,001).
ΑΑ18
H επιβαρυντική δράση της προστιθέμενης κατανάλωσης άλατος
στην πιθανότητα εμφάνισης οξέος στεφανιαίου συνδρόμου.
Προκαταρκτικά αποτελέσματα επιδημιολογικής
μελέτης ασθενών-μαρτύρων
Χ. Καστορίνη,1,2 Χ. Μηλιώνης,1 Μ. Συμεοπούλου,2 Ζ. Κονιδάρη,2 Α. Λιτσαρδοπούλου,2
Γ. Παπαγιαννοπούλου,2 Λ. Παπαδημητρίου,3 Β. Νικολάου,3 Ι. Γουδέβενος,1 Δ. Παναγιωτάκος2
1
Ιατρική Σχολή, Πανεπιστήμιο Ιωαννίνων, Ιωάννινα, 2Τμήμα Επιστήμης Διαιτολογίας-Διατροφής, Χαροκόπειο Πανεπιστήμιο, Αθήνα,
3
Γενικό Νοσοκομείο Αθηνών «Κοργιαλένειο–Μπενάκειο ΕΕΣ» (Ερυθρός Σταυρός), Αθήνα
Εισαγωγή-Σκοπός: Σκοπός της παρούσας εργασίας είναι η εκτίμηση της
σχέσης μεταξύ της κατανάλωσης αλατιού στο μαγείρεμα και στο τραπέζι
και της εκδήλωσης οξέος στεφανιαίου συνδρόμου (ΟΣΣ). Υλικό-Μέθοδος:
Κατά τη διάρκεια 2009–2010, όλοι οι διαδοχικοί ασθενείς με ΟΣΣ (n=119)
εντάχθηκαν στη μελέτη, 100 άνδρες (60±12 ετών) και 19 γυναίκες (63±15
ετών). Επιπλέον, στη μελέτη εντάχθηκαν 122 υγιείς εξομειωμένοι ως προς το
φύλο και την ηλικία με τους ασθενείς, 97 άνδρες (58±11 ετών) και 25 γυναίκες (65±12 ετών). Έγινε λεπτομερής καταγραφή των πληροφοριών σχετικά
με τα: ιατρικό ιστορικό, κοινωνικοοικονομική κατάσταση, ανθρωπομετρικά
στοιχεία, ψυχολογική κατάσταση, φυσική δραστηριότητα και καπνιστικές
συνήθειες. Οι διατροφικές συνήθειες αξιολογήθηκαν με χρήση ημιποσοτικού
ερωτηματολογίου συχνότητας κατανάλωσης τροφίμων. Αποτελέσματα: Τα
αποτελέσματα από την πολλαπλή λογαριθμιστική παλινδρόμηση, μετά από
έλεγχο για το φύλο, την ηλικία, το δείκτη μάζας σώματος, τη φυσική δραστηριότητα και τις καπνιστικές συνήθειες, έδειξαν ότι η προσθήκη αλατιού
κατά τη διάρκεια του μαγειρέματος σχετίζεται με 25% αυξημένη πιθανότητα εκδήλωσης οξέος στεφανιαίου συνδρόμου (95%ΔΕ: 0,583–2,670), ενώ η
προσθήκη επιπλέον αλατιού στο σερβιρισμένο φαγητό σχετίζεται με 99%
μεγαλύτερη πιθανότητα για εκδήλωση οξέος στεφανιαίου συνδρόμου
(95%ΔΕ: 1,095–3,327). Συμπεράσματα: Αυξημένη πρόσληψη αλατιού τόσο στο μαγείρεμα, όσο και στο σερβιρισμένο φαγητό, σχετίζεται με αύξηση
της πιθανότητας εμφάνισης οξέος στεφανιαίου συνδρόμου.
Hellenic Journal of Atherosclerosis 1(1)
39
ΑΑ19
Η ευεργετική επίδραση της μεσογειακής δίαιτας στη σχέση μεταξύ
καταθλιπτικής συμπτωματολογίας και πρώιμης έκβασης των ασθενών
που επιβιώνουν μετά από ένα οξύ στεφανιαίο επεισόδιο
Χ. Χρυσοχόου,1 Π. Αγγελόπουλος,1 Κ. Λιόντου,1 Χ. Καστορίνη,2 Δ. Τσιαχρής,1 Ε. Τσιάμης,1
Ε. Βαβουρανάκης,1 Α. Αγγελής,1 Χ. Πίτσαβος,1 Χ. Στεφανάδης1
1
Α΄ Πανεπιστημιακή Καρδιολογική Κλινική, Γενικό Νοσοκομείο Αθηνών «Ιπποκράτειο», Αθήνα, 2Τμήμα Επιστήμης
Διαιτολογίας-Διατροφής, Χαροκόπειο Πανεπιστήμιο, Αθήνα
Εισαγωγή-Σκοπός: Τα πρόσφατα καταθλιπτικά επεισόδια (ΚΕ) έχουν συσχετιστεί με δυσμενή έκβαση σε στεφανιαίους ασθενείς, ενώ η Μεσογειακή
Δίαιτα (ΜΔ) έχει δείξει ευνοϊκά αποτελέσματα στην πρωτογενή και δευτερογενή πρόληψη των καρδιαγγειακών νοσημάτων. Εκτιμήσαμε το ρόλο των
πρόσφατων ΚΕ στο πρώιμο κλινικό αποτέλεσμα (30 ημερών) σε ασθενείς που
επιβίωσαν μετά από οξύ στεφανιαίο σύνδρομο (ΟΣΣ). Ένα διαιτητικό σκορ
που εκτιμά τα χαρακτηριστικά της ΜΔ αναπτύχθηκε για κάθε άτομο (εύρος
0–55). Υλικό-Μέθοδος: Καταγράψαμε τις μη θανατηφόρες εισαγωγές των
ΟΣΣ στο νοσοκομείο μας κατά τη διάρκεια των ετών 2007–2008. Μεταξύ διαφόρων κοινωνικο-δημογραφικών, βιοκλινικών, διαιτητικών χαρακτηριστικών, συνηθειών τρόπου ζωής, παραγόντων καρδιαγγειακού κινδύνου και βιοχημικών παραμέτρων εκτιμήθηκε και η αξιολόγηση των ΚΕ κατά τη διάρκεια
του προηγούμενου μήνα, βασισμένη στην κλίμακα CES-D. Αποτελέσματα:
1000 ασθενείς συμπεριλήφθησαν στη μελέτη (ηλικίας 64±13 χρονών, 79%
άνδρες, 79% οξύ έμφραγμα μυοκαρδίου). Το μέσο σκορ του CES-D ήταν
24±13. Χωρίσαμε τους ασθενείς ανάλογα με την κλίμακα CES-D σε τριτημόρια
(<17, 17026,>26) και βρήκαμε ότι οι ασθενείς στο ανώτερο τριτημόριο είχαν
υψηλότερη επίπτωση πρώιμων καρδιαγγειακών επεισοδίων (18% έναντι
12%, p=0,01) και υπέρτασης (67% έναντι 53%, p=0,05) και οριακά χαμηλότερο σκορ ΜΔ (18±4 έναντι 19±4, p=0,06), συγκριτικά με τους ασθενείς
στο χαμηλότερο τριτημόριο. Η πολυπαραγοντική ανάλυση αποκάλυψε ότι αύξηση κατά μία μονάδα στην κλίμακα CES-D συσχετιζόταν με 4% υψηλότερο
κίνδυνο (95% ΔΕ1,00–1,82, p=0,04) υποτροπής επεισοδίων (θανάτου/επανεισαγωγής), μετά από έλεγχο για διάφορους συγχυστές. Όταν η ΜΔ εισήχθη
στο μοντέλο, το σκορ CES-D έχασε τη σημαντικότητά του (p=0,3). Όταν έγινε
διαστρωμάτωση ανάλογα με το τριτημόριο του σκορ ΜΔ, η καταθλιπτική
συμπτωματολογία παρέμεινε σημαντική μόνο μεταξύ των ασθενών με το
χαμηλότερο σκορ ΜΔ (p=0,05). Συμπεράσματα: Τα σοβαρά πρόσφατα ΚΕ
συσχετίζονται με χειρότερη πρόγνωση των 30 ημερών στους ασθενείς που
επιβιώνουν μετά από ΟΣΣ, παρόλο που σ’ αυτή τη σχέση παρεμβαίνουν οι
διατροφικές συνήθειες. Η υιοθέτηση της ΜΔ φαίνεται να παρέχει προστασία
έναντι στη δυσμενή επίδραση της κατάθλιψης στην πρώιμη έκβαση.
ΑΑ20
Η μακροχρόνια υιοθέτηση ενός φυσικά δραστήριου τρόπου ζωής
φαίνεται να διατηρεί τη φυσιολογική συστολική λειτουργία της αριστερής
κοιλίας μέσω της μείωσης της αντιφλεγμονώδους απάντησης σε ασθενείς
με οξύ στεφανιαίο σύνδρομο
Π. Αγγελόπουλος, Χ. Χρυσοχόου, Κ. Λιόντου, Ε. Χριστοφοράτου, Γ. Μεταλληνός, Χ. Αντωνίου,
Ν. Ιωακειμίδης, Λ. Ραυτόπουλος, Χ. Πίτσαβος, Χ. Στεφανάδης
Α' Πανεπιστημιακή Καρδιολογική Κλινική, Γενικό Νοσοκομείο Αθηνών «Ιπποκράτειο», Αθήνα
Εισαγωγή-Σκοπός: Η τακτική φυσική δραστηριότητα έχει συσχετιστεί με μειωμένη σοβαρότητα των οξέων στεφανιαίων συνδρόμων (ΟΣΣ), μειωμένη ενδονοσοκομειακή θνησιμότητα και καλύτερη πρώιμη πρόγνωση. Προσπαθήσαμε
να εκτιμήσουμε τη σχέση μεταξύ του επιπέδου φυσικής δραστηριότητας, της
ανάπτυξης συστολικής δυσλειτουργίας της αριστερής κοιλίας (ΣΔΑΚ) και της
φλεγμονώδους απάντησης σε ασθενείς με ΟΣΣ. Υλικό-Μέθοδος: Κατά τη
διάρκεια των ετών 2006–2009, 710 ασθενείς με ΟΣΣ εισήχθησαν στη μελέτη.
Από αυτούς 256 άνδρες (ηλικίας 64±14 ετών) και 64 γυναίκες (ηλικίας 71±12
ετών) ανέπτυξαν ΣΔΑΚ (ΚΕ<40%), ενώ 304 άνδρες (ηλικίας 62±12 ετών) και
86 γυναίκες (ηλικίας 67±12 ετών) διατήρησαν φυσιολογική συστολική λειτουργία αριστερής κοιλίας (ΚΕ>40%). Τα μοντέλα λογαριθμιστικής παλινδρόμησης
εφαρμόστηκαν προκειμένου να εκτιμηθεί η επίδραση του επιπέδου φυσικής
δραστηριότητας (που εκτιμήθηκε με τη χρήση του Διεθνούς Ερωτηματολογίου
Φυσικής Δραστηριότητας, IPAQ) στην ανάπτυξη ΣΔΑΚ, η οποία εκτιμήθηκε
υπερηχοκαρδιογραφικά την 5η ημέρα νοσηλείας και στη φλεγμονώδη απάντηση κατά την εισαγωγή. Αποτελέσματα: Η έλλειψη φυσικής δραστηριότητας
παρουσίασε υψηλότερη επίπτωση σε αυτούς που ανέπτυξαν ΣΔΑΚ συγκριτικά
με τους υπόλοιπους ασθενείς (62% έναντι 57%, p=0,01), υποδεικνύοντας μικρότερη μακροχρόνια υιοθέτηση της άσκησης. Επιπλέον, η φυσική δραστηριότητα, τα έτη, η διάρκεια και η ένταση άσκησης συσχετίστηκαν με μικρότερη
πιθανότητα ανάπτυξης ΣΔΑΚ μετά από ΟΣΣ (ΣΛ=0,79, 95% ΔΕ=0,66–0,95,
ΣΛ=0,98, 95% ΔΕ=0,96–1,00, ΣΛ=0,99, 95% ΔΕ=0,98–0,99, ΣΛ=0,86, 95%
ΔΕ=0,84–1,00 αντίστοιχα), μετά από έλεγχο για συγχυστές, όπως κάπνισμα,
υπέρταση, διαβήτη, υπερχοληστερολαιμία, εγκεφαλικό νατριουρητικό πεπτίδιο, χρονικό διάστημα καθυστέρησης, πρωτοεμφανιζόμενο επεισόδιο και
κάθαρση κρεατινίνης. Επιπρόσθετα, η φυσική δραστηριότητα συσχετίστηκε
αντίστροφα με τον αριθμό των λευκών αιμοσφαιρίων (r=–0,068, p=0,05),
ενώ τα έτη και η διάρκεια της άσκησης ήταν επίσης αντιστρόφως σχετιζόμενα
με τον αριθμό λευκών αιμοσφαιρίων, τα επίπεδα της C-αντιδρώσας πρωτεΐνης,
τροπονίνης Ι και ιντερλευκίνης 6 (σε όλα p=0,05). Συμπεράσματα: Η μακροχρόνια υιοθέτηση ενός τρόπου ζωής που περιλαμβάνει την φυσική δραστηριότητα φαίνεται να συνεισφέρει περαιτέρω καρδιοπροστασία μέσω μείωσης της
φλεγμονώδους αντίδρασης και διατήρησης της συστολικής λειτουργίας της
αριστερής κοιλίας σε ασθενείς με οξύ στεφανιαίο σύνδρομο.
40
Ελληνική Επιθεώρηση Αθηροσκλήρωσης 1(1)
ΑΑ21
Μελέτη της πορείας της νόσου των ασθενών με τυχαίωμα επινεφριδίων.
Εμπειρία ενός κέντρου
Π. Αναγνωστής,1 Σ. Πολύζος,1 Μ. Σαπρανίδης,1 Ι. Λίτσας,1 Σ. Κατεργάρη,1 Δ. Σελαλματζίδου,1
Ζ. Ευσταθιάδου,1 Α. Καραγιάννης,2 Μ. Κήτα1
1
Ενδοκρινολογική Κλινική, Γενικό Νοσοκομείο Θεσσαλονίκης «Ιπποκράτειο», Θεσσαλονίκη, 2Β΄ Προπαιδευτική Παθολογική Κλινική
Αριστοτέλειου Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης, Γενικό Νοσοκομείο Θεσσαλονίκης «Ιπποκράτειο», Θεσσαλονίκη
Εισαγωγή: Οι τυχαίοι επινεφριδιακοί όζοι (incidentalomas) αποτελούν
ένα εύρημα στο 0,6–2% των απεικονιστικών εξετάσεων που γίνονται για
μη επινεφριδιακές παθήσεις. Σκοπός: Η μελέτη της νόσου των ασθενών
με incidentaloma επινεφριδίων και η εκτίμηση της μορφολογικής και ορμονικής τους εξέλιξης. Υλικό-Μέθοδος: Αναδρομική μελέτη ασθενών με
incidentaloma επινεφριδίων. Οι ασθενείς παρακολουθήθηκαν ανά έτος, κλινικά, απεικονιστικά (CT ή MRI) και εργαστηριακά (βασικός και δυναμικός έλεγχος του άξονα υποθαλάμου-υπόφυσης-επινεφριδίων, του συστήματος ρενίνης και αλδοστερόνης και του μυελού των επινδεφριδίων. Αποτελέσματα:
64 ασθενείς (22 άνδρες και 42 γυναίκες), ηλικίας διάγνωσης 61,6±1,2 έτη,
βρέθηκαν με incidentaloma επινεφριδίων, με μέσο χρόνο παρακολούθησης
3,1±0,4 έτη. 5 ασθενείς υποβλήθηκαν σε επινεφριδεκτομή (4 καλοήθη αδένωματα, 1 φαιοχρωμοκύττωμα). Από την ιστολογική εξέταση και από τον
κλινικοεργαστηριακό έλεγχο βρέθηκαν να πάσχουν από: σύνδρομο Cushing
(n=1 ή 1,6%), φαιοχρωμοκύττωμα (n=2 ή 3,1%), αλδοστερόνωμα (n=1 ή
1,6%). Στους 3 από τους 4 ασθενείς η διάγνωση έγινε στον αρχικό έλεγχο, ενώ
στον 4ο ασθενή κατά τον 3ο επανέλεγχο. Οι υπόλοιποι 60 ασθενείς (94%) παρουσίαζαν μη-ορμονοπαραγωγό όζο ή ήπια διάχυτη διόγκωση των επινεφριδίων [8 ασθενείς με πιθανό μυελολίπωμα (12,5%) και 8 με οζώδη υπερπλασία
(12,5%)]. Αμφοτερόπλευρη εντόπιση όζου παρατηρήθηκε σε 11 περιπτώσεις
(17,2%). Αύξηση των διαστάσεων (5–13 mm) παρατηρήθηκε σε 9 ασθενείς
(14%), >10 mm στους 4 (6,3%), και μείωση (5–19 mm) σε 4 (6,3%). Ορμονική
εξέλιξη δεν παρατηρήθηκε σε κανέναν ασθενή. Χαρακτηριστικά, η καμπύλη
Kaplan-Maier, όταν θεωρήθηκε ως γεγονός κάποια από τις διαγνώσεις που
απαιτούν πιο δραστική αντιμετώπιση (σύνδρομο Cushing, αλδοστερόνωμα
και φαιοχρωμοκύττωμα) ή αύξηση του μεγέθους, ουσιαστικά δε μεταβάλλεται μετά την αρχική διάγνωση. Συμπεράσματα: Οι ασθενείς με τυχαιώματα
επινεφριδίων έχουν στην πλειοψηφία τους καλοήθη διάγνωση και εξέλιξη.
Μετά τον αρχικό κλινικοεργαστηριακό έλεγχο φαίνεται πως διαγιγνώσκεται
η πλειοψηφία των παθήσεων που απαιτούν δραστικότερη αντιμετώπιση. Η
μεταβολή των διαστάσεων των όζων δεν είναι συχνή και η ορμονική εξέλιξη
είναι εξαιρετικά σπάνια.
ΑΑ22
Εφαρμογή και αξιολόγηση συστήματος διαχείρισης ποιότητας
στην κλινική πρακτική της Β΄ Παθολογικής Κλινικής του ΠΓΝΙ
Δ. Τζιάλλας,1 Ε. Kατσιώρα,1 Κ. Κύρκος,1 Χ. Μηλιώνης,2 Γ. Λιάμης,2 Μ. Ελισάφ2
1
Β΄ Παθολογική Κλινική, Πανεπιστημιακό Γενικό Νοσοκομείο Ιωαννίνων, Ιωάννινα, 2Ιατρική Σχολή,
Πανεπιστήμιο Ιωαννίνων, Ιωάννινα
Εισαγωγή: Η βελτίωση της ποιότητας των παρεχόμενων υπηρεσιών υγείας σε ένα οργανισμό δεν εξαρτάται μόνο από το επίπεδο της Ιατρικής και
Νοσηλευτικής πρακτικής. Το διοικητικό μοντέλο, το όραμα της ηγεσίας, η
στοχοθεσία, ο έλεγχος και η ανατροφοδότηση, αποτελούν στοιχεία σημαντικά που προάγουν την ποιότητα, αλλά πολύ λίγο τις λαμβάνουμε υπόψη.
Οι σημερινές συνθήκες στην κλινική πρακτική απαιτούν την υιοθέτηση
στρατηγικών, όπως της διαπίστευσης των παρεχόμενων υπηρεσιών με ένα
σύστημα διαχείρισης ποιότητας. Σκοπός: Η διερεύνηση των επιπτώσεων της 3ετούς εφαρμογής ενός συστήματος διαχείρισης ποιότητας σε μια
Πανεπιστημιακή Παθολογική κλινική, όπως αυτή εκφράζεται μέσα από κλινικά αποτελέσματα και μετρήσιμους δείκτες ποιότητας. Υλικό-Μέθοδος:
Έγινε αξιολόγηση της κλινικής εμπειρίας εφαρμογής των διαδικασιών ποιότητας, καθώς και των αποτελεσμάτων της εφαρμογής συστήματος διαχείρισης ποιότητας ISO 9001 στη Β΄ Παθολογική κλινική του Πανεπιστημιακού
Νοσοκομείου Ιωαννίνων, όπως αυτή προκύπτει από τα αρχεία ποιότητας.
Τα δεδομένα σχετικά με την εφαρμογή των συστημάτων διαχείρισης ποιότητας και τις διαδικασίες διασφάλισης της ποιότητας συλλέχθηκαν από το
2007 έως σήμερα. Αποτελέσματα: Η πρόοδος εφαρμογής ήταν αργή και το
ενδιαφέρον για τη διαπίστευση περιορισμένο. Διαπιστώθηκε δυσκολία στη
μετάδοση και την κατανόηση των βασικών εννοιών διαχείρισης ποιότητας
στην κλινική πρακτική. Οι στόχοι ποιότητας που έθεσε η κλινική μέσα από
συλλογικές διαδικασίες, είχαν επιτυχία σε ό,τι αφορούσε τους μετρήσιμους
δείκτες ποιότητας (λοιμώξεις, θρομβοφλεβίτιδες, μέση διάρκεια νοσηλείας,
ικανοποίηση ασθενών, εφαρμογή πρωτοκόλλων κ.λπ.), όχι όμως και ό,τι
αφορούσε σε υλικούς και ανθρώπινους πόρους και τη δέσμευση της διοίκησης στην υλοποίησή τους. Συμπεράσματα: Η εφαρμογή ενός συστήματος
διαχείρισης ποιότητας στην κλινική πρακτική και η συμμετοχή των εργαζομένων και των ασθενών στην αξιολόγηση των παρεχόμενων υπηρεσιών, έχει
θετική επίδραση στη μείωση των ανεπιθύμητων αποτελεσμάτων και την
προοδευτική βελτίωση των παρεχόμενων υπηρεσιών.
Hellenic Journal of Atherosclerosis 1(1)
41
ΑΑ23
Η επίδραση της κατανάλωσης αλκοόλ στην πιθανότητα
εμφάνισης οξέος στεφανιαίου συνδρόμου.
Προκαταρκτικά αποτελέσματα επιδημιολογικής μελέτης ασθενών-μαρτύρων
Μ. Συμεοπούλου,2 Χ. Καστορίνη,1,2 Χ. Μηλιώνης,1 Ε. Μπίκα,1 Μ. Κωσταπάνος,1 Β. Σαλμά,1 Κ. Καλαντζή,1
Β. Νικολάου,3 Ι. Γουδέβενος,1 Δ. Παναγιωτάκος2
1
Ιατρική Σχολή, Πανεπιστήμιο Ιωαννίνων, Ιωάννινα, 2Τμήμα Επιστήμης Διαιτολογίας-Διατροφής, Χαροκόπειο Πανεπιστήμιο, Αθήνα,
3
Γενικό Νοσοκομείο Αθηνών «Κοργιαλένειο-Μπενάκειο ΕΕΣ» (Ερυθρός Σταυρός), Αθήνα
Εισαγωγή-Σκοπός: Σκοπός της παρούσας εργασίας ήταν να εκτιμηθεί
η επίδραση της κατανάλωσης αλκοόλ στην πιθανότητα εμφάνισης οξέoς
στεφανιαίου συνδρόμου (ΟΣΣ). Υλικό-Μέθοδος: Κατά τη διάρκεια 2009–
2010, όλοι οι διαδοχικοί ασθενείς με ΟΣΣ (n=119) εντάχθηκαν στη μελέτη,
100 άνδρες (60±12 ετών) και 19 γυναίκες (63±15 ετών). Επιπλέον, στη μελέτη εντάχθηκαν 122 υγιείς εξομειωμένοι ως προς το φύλο και την ηλικία
με τους ασθενείς, 97 άνδρες (58±11 ετών) και 25 γυναίκες (65±12 ετών).
Έγινε λεπτομερής καταγραφή των πληροφοριών σχετικά με τα: ιατρικό
ιστορικό, κοινωνικοοικονομική κατάσταση, ανθρωπομετρικά στοιχεία,
ψυχολογική κατάσταση, φυσική δραστηριότητα και καπνιστικές συνήθειες. Οι διατροφικές συνήθειες αξιολογήθηκαν με χρήση ημιποσοτικού
ερωτηματολογίου συχνότητας κατανάλωσης τροφίμων. Αποτελέσματα:
Μετά από στάθμιση για ηλικία, φύλο, δείκτη μάζα σώματος, φυσική
δραστηριότητα και καπνιστικές συνήθειες, η πολλαπλή λογαριθμιστική
ανάλυση έδειξε πως η καθημερινή κατανάλωση αλκοόλ σχετίζεται με
61% λιγότερες πιθανότητες εκδήλωσης ΟΣΣ σε σύγκριση με τη σπάνια
κατανάλωση (95% ΔΕ: 0,17–0,88). Επίσης, η κατανάλωση, κατά κύριο
λόγο, μπύρας, λευκού και κόκκινο κρασιού συσχετίσθηκε με 67% (95%
ΔΕ: 0,11–0,95), 86% (95%ΔΕ: 0,05–0,41) και 62% (95% ΔΕ: 0,15–0,97) μικρότερη πιθανότητα αντίστοιχα, για εμφάνιση ΟΣΣ, σε σχέση με τη σπάνια κατανάλωση. Συμπεράσματα: Παρατηρείται ευεργετική συσχέτιση
μεταξύ της τακτικής κατανάλωσης αλκοόλ και της εμφάνισης ΟΣΣ, ενώ
αναδεικνύεται η προστατευτική δράση της πρόσληψης λευκού κρασιού,
κόκκινου κρασιού και μπύρας.
ΑΑ24
Συσχέτιση της χρόνιας νεφρικής νόσου και της στεφανιαίας νόσου
σε υπερτασικούς ασθενείς
Κ. Τζιόμαλος, Μ. Μπαλτατζή, Η. Ευθυμίου, Κ. Ψιάνου, Ν. Παπαστεργίου, Δ. Μάγκου, Γ. Ζερβόπουλος,
Ε. Καρλάφτη, Χ. Σαββόπουλος, Α. Χατζητόλιος
Α΄ Προπαιδευτική Παθολογική Κλινική, Αριστοτέλειο Πανεπιστήμιο Θεσσαλονίκης, Πανεπιστημιακό Γενικό Νοσοκομείο
Θεσσαλονίκης ΑΧΕΠΑ, Θεσσαλονίκη
Εισαγωγή-Σκοπός: Η αρτηριακή υπέρταση αποτελεί μείζονα παράγοντα
κινδύνου για την εμφάνιση στεφανιαίας νόσου και χρόνιας νεφρικής νόσου. Οι ασθενείς με στεφανιαία νόσο εμφανίζουν επίσης συχνά έκπτωση
της νεφρικής λειτουργίας η οποία αυξάνει περαιτέρω τον καρδιαγγειακό
τους κίνδυνο. Σκοπός της παρούσας μελέτης ήταν η εκτίμηση της συσχέτισης της στεφανιαίας και της χρόνιας νεφρικής νόσου σε υπερτασικούς
ασθενείς που παρακολουθούνται σε τακτικά εξωτερικά ιατρεία. ΥλικόΜέθοδος: Αναλύθηκε η πιο πρόσφατη επίσκεψη στο υπερτασιολογικό
ιατρείο της κλινικής μας 1810 υπερτασικών ασθενών (40,4% άνδρες, μέση
ηλικία 56,5+/–13,5 έτη). Η παρουσία χρόνιας νεφρικής νόσου ορίστηκε
ως εκτιμώμενος ρυθμός σπειραματικής διήθησης < 60 mL/min/1,73 m2,
υπολογιζόμενος με την εξίσωση Modification of Diet in Renal Disease.
Αποτελέσματα: Το 9,1% των ασθενών είχαν στεφανιαία νόσο. Οι ασθενείς με στεφανιαία νόσο είχαν χαμηλότερο εκτιμώμενο ρυθμό σπειραματικής διήθησης από τους ασθενείς χωρίς στεφανιαία νόσο (68,0+/–19,0
έναντι 79,1+/–22,5 mL/min/1,73 m2 αντίστοιχα, p<0,001) και υψηλότερο επιπολασμό χρόνιας νεφρικής νόσου (30,2 έναντι 18,6% αντίστοιχα,
p<0,05). Ο επιπολασμός του σακχαρώδους διαβήτη τύπου 2 ήταν επίσης
υψηλότερος σε ασθενείς με στεφανιαία νόσο (19,8 έναντι 7,3% στους
ασθενείς χωρίς στεφανιαία νόσο, p<0,001). Αντίθετα, δε διαπιστώθηκαν
σημαντικές διαφορές στην αρτηριακή πίεση ή το λιπιδαιμικό προφίλ μεταξύ ασθενών με ή χωρίς στεφανιαία νόσο. Συμπεράσματα: Η στεφανιαία νόσος αυξάνει τον κίνδυνο εμφάνισης χρόνιας νεφρικής νόσου στους
υπερτασικούς ασθενείς. Εκτός από τη γενικευμένη αθηροσκλήρωση των
υπερτασικών ασθενών με στεφανιαία νόσο, ο αυξημένος επιπολασμός
του σακχαρώδους διαβήτη φαίνεται επίσης να συμβάλλει στην εμφάνιση
χρόνιας νεφρικής νόσου. Η απουσία διαφορών στην αρτηριακή πίεση και
στο λιπιδαιμικό προφίλ μεταξύ των ασθενών με ή χωρίς στεφανιαία νόσο
πιθανώς οφείλεται στο σχεδιασμό της παρούσας μελέτης (μελέτη χρονικής στιγμής).
42
Ελληνική Επιθεώρηση Αθηροσκλήρωσης 1(1)
ΑΑ25
Οικογενής υπερχοληστερολαιμία στην Αλβανία
Μ. Διάκου,1 Γ. Μιλτιάδου,1 Σ. Ξενοφώντος,2 Μ. Καριόλου,2 Ν. Heta,3 Ι. Korita,3 Α. Bulo,3
Ε. Refatllari,3 Ε. Μπαϊρακτάρη,1 Μ. Ελισάφ1
1
Τομέας Παθολογίας, Ιατρική Σχολή, Πανεπιστήμιο Ιωαννίνων, Ιωάννινα, Ελλάδα, 2Iνστιτούτο Νευρολογίας και Γενετικής Κύπρου,
Λευκωσία, Κύπρος, 3University Hospital Centre «Mother Teresa», Tirana, Albania
Εισαγωγή-Σκοπός: Η οικογενής υπερχοληστερολαιμία (FH) χαρακτηρίζεται από υψηλά επίπεδα LDL-χοληστερόλης (LDL-C) και πρώιμη εμφάνιση
στεφανιαίας νόσου. Οφείλεται σε μεταλλάξεις του γονιδίου που κωδικοποιεί
τον υποδοχέα των LDL (LDLR). Σκοπός της μελέτης ήταν η ανίχνευση των
μεταλλάξεων του LDLR που προκαλούν FH σε ασθενείς από την Αλβανία.
Υλικό-Μέθοδος: Στη μελέτη συμμετείχαν 50 ασθενείς που πληρούσαν τα
κλινικά κριτήρια για τη διάγνωση της ετερόζυγης FH. Μετά από γραπτή
συγκατάθεση των ασθενών, ακολούθησε απομόνωση του γενετικού υλικού
από δείγμα αίματος του κάθε ασθενή. Στη συνέχεια, έγινε γενετική ανάλυση
του γονιδίου του LDLR με τη μέθοδο της ανεύρευσης της αλληλουχίας των
βάσεων του γενετικού κώδικα (sequencing). Αποτελέσματα: Σε 30 ασθενείς η κλινική διάγνωση επιβεβαιώθηκε σε γενετικό επίπεδο. Συγκεκριμένα,
σε 21 ασθενείς ανιχνεύθηκε η μετάλλαξη 1646G>A στο εξόνιο 11, ενώ 9
ασθενείς είχαν τη μετάλλαξη 81T>G στο εξόνιο 2 του γονιδίου του LDLR.
Συμπεράσματα: Στη μελέτη περιγράφονται για πρώτη φορά στη διεθνή
βιβλιογραφία μεταλλάξεις του γονιδίου που προκαλούν FH σε ασθενείς από
την Αλβανία. Τα δεδομένα αυτά αποτελούν την αφετηρία για την καταγραφή
των μεταλλάξεων του LDLR στη γειτονική χώρα.
ΑΑ26
Γενετικό φάσμα της οικογενούς υπερχοληστερολαιμίας
στη Βορειοδυτική Ελλάδα
Μ. Διάκου,1 Γ. Μιλτιάδου,1 Σ. Ξενοφώντος,2 Π. Μανώλη,2 Μ. Καριόλου,2 Μ. Ελισάφ1
1
Τομέας Παθολογίας, Ιατρική Σχολή, Πανεπιστήμιο Ιωαννίνων, Ιωάννινα, Ελλάδα, 2Ινστιτούτο Νευρολογίας
και Γενετικής Κύπρου, Λευκωσία, Κύπρος
Εισαγωγή-Σκοπός: Η οικογενής υπερχοληστερολαιμία (FH) χαρακτηρίζεται από υψηλά επίπεδα LDL-χοληστερόλης (LDL-C) και πρώιμη εμφάνιση στεφανιαίας νόσου. Οφείλεται σε μεταλλάξεις του γονιδίου που κωδικοποιεί τον
υποδοχέα των LDL (LDLR). Πρόσφατες μελέτες έδειξαν 3 επιπλέον γενετικές
διαταραχές που προκαλούν παρόμοια κλινικοεργαστηριακή εικόνα με τη FH.
Συγκεκριμένα, έχουν περιγραφεί μεταλλάξεις του γονιδίου που κωδικοποιεί
την απολιποπρωτεΐνη (apo) Β και μεταλλάξεις των ARD και PCSK9 γονιδίων.
Σκοπός της μελέτης ήταν η ανίχνευση αυτών των γενετικών διαταραχών
σε ασθενείς από τη Βορειοδυτική Ελλάδα με κλινική διάγνωση FH. ΥλικόΜέθοδος: Στη μελέτη συμμετείχαν 254 ασθενείς με κλινική διάγνωση FH.
Σε βιολογικά δείγματα από αυτούς τους ασθενείς έγινε γενετική ανάλυση
των γονιδίων του LDLR, της apoΒ, του ARD και της PCSK9. Χρησιμοποιήθηκε
η μέθοδος της ανεύρευσης της αλληλουχίας των βάσεων του γενετικού
κώδικα (sequencing). Αποτελέσματα: Σε 169 ασθενείς ανιχνεύθησαν 9
μεταλλάξεις του γονιδίου του LDLR. Συγκεκριμένα, ανιχνεύθησαν οι μεταλλάξεις: 81T>G, 1775G>A, 517T>C, 858C>A, 1352T>C, 1285G>A, 761A>C,
1195G>A και 1646G>A. Αντίθετα, δεν ανιχνεύθηκαν μεταλλάξεις των apoΒ,
ARD και PCSK9 γονιδίων. Συμπεράσματα: Τα αποτελέσματα της μελέτης
μας αποδεικνύουν την ετερογένεια των μεταλλάξεων του LDLR που προκαλούν FH στη Βορειοδυτική Ελλάδα. Η γνώση των υπεύθυνων μεταλλάξεων
θα βοηθήσει στην ανάπτυξη μεθόδων ελέγχου του πληθυσμού (multiplex
detection assays) για την έγκαιρη διάγνωση και θεραπεία της FH.
Hellenic Journal of Atherosclerosis 1(1)
43
ΑΑ27
Validation of a semi-quantitative food frequency questionnaire designed
for children aged 10–12 years:
The panacea-FFQ
G. Antonogeorgos,1 D. Grigoropoulou,2 A. Papadimitriou,1 K.N. Priftis,3 M. Anthracopoulos,4
P. Nikolaidou,1 D.B. Panagiotakos2
1
3rd Department of Paediatrics, Medical School, University of Athens, Attikon Hospital, Athens, 2Department of Nutrition-Dietetics,
Harokopio University, Athens, 3Department of Allergy-Pneumonology, Penteli Children's Hospital, Athens, 4Respiratory Unit,
Department of Paediatrics, University of Patras, Patras
Aim: The aim of the present work was to evaluate the validity of a
food frequency questionnaire (FFQ) that could be used for children
aged 10–12 years living in Mediterranean areas. Methods: The
semi-quantitative FFQ included questions regarding the frequency of
consumption of the main food groups and beverages typically consumed
in the Mediterranean areas, as well as some questions regarding eating
habits of children. During 2007–2008, 125 children (10.9±1.2 yrs, 38%
boys) were studied. Agreement of the FFQ with the 3-day food records
was evaluated using the Bland-Altman method, the Kendall's tau-b and
Spearman's rho correlation coefficients. Results: Between 3-day food
records and the FFQ, moderate agreement for refreshments/juices (tau-
b=0.29, p=0.004) and for the dairy products (tau-b=0.26, p<0.001)
was found. Low, but still significant, agreement for starchy products
(tau-b=0.13, p=0.057), vegetables (tau-b=0.23, p=0.006), fruits (taub=0.19, p=0.017), sweets/snacks (tau-b=0.14, p=0.057) and toasts/
pizzas (tau-b=0.19, p=0.017) were also observed. The corresponding
rho coefficients of the aforementioned food groups were from 0.18-0.39
(all p<0.05). Those findings were further boosted by the high percentage
of agreement (i.e., >91%) according to the Bland and Altman method.
Conclusions: The suggested FFQ seems to be a reasonably valid measure
of dietary intake and can be used in children aged 10–12 years living in
the Mediterranean areas.
Table 1. Validation of the FFQ Questionnaire of the PANACEA study.
Food Group (g-mL/day)
Bland & Altman method
Kendall’s tau-b
Mean of difference
Limits of agreement
(%) of agreement
Spearman’s rho
Dairy products
0.26*
0.74
(–0.97,2.45)
94.3
0.35*
Starchy products (cereals,
pasta, potato)
0.13*
1.18
(–0.97,3.33)
92.5
0.18*
Meat (red, poultry, products)
0.12
0.65
(–0.48,1.78)
94.1
0.16
Fish
0.13
0.25
(–0.232,0.722)
97.8
0.14
Legumes
0.13
0.32
(–0.16,0.79)
93.8
0.16
Vegetables
0.23*
–0.62
(–3.86,2.62)
94.9
0.31*
Fruits
0.19*
–1.01
(–3.97,1.97)
96.5
0.27*
Sweets-Snacks
0.14*
0.70
(–1.34,2.73)
95.4
0.19*
Refreshments/Juices
0.29*
0.30
(–0.98,1.58)
91.8
0.38*
Toasts/pizzas
0.19*
0.49
(–0.35,1,33)
93.1
0.24*
* p<0.05
44
Ελληνική Επιθεώρηση Αθηροσκλήρωσης 1(1)
ΑΑ28
Μεταβολές του λιπιδαιμικού προφίλ με τη συγχορήγηση
ροσουβαστατινής με σαρτάνες διαφορετικής ικανότητας
ενεργοποίησης των PPARγ υποδοχέων
Χ. Ρίζος,1 Ε. Λυμπερόπουλος,1 X. Κωσταρά,2 Z. Μητρογιάννη,1 Α. Αγγουρίδης,1 Α. Κεή,1 Μ. Ελισάφ1
1
Τομέας Παθολογίας, Ιατρική Σχολή, Πανεπιστήμιο Ιωαννίνων, Ιωάννινα, 2Εργαστήριο Κλινικής Χημείας, Ιατρική Σχολή,
Πανεπιστήμιο Ιωαννίνων, Ιωάννινα
Εισαγωγή: Οι σαρτάνες διαφέρουν όσον αφορά στην ικανότητά τους να
προκαλούν μερική ενεργοποίηση των PPARγ πυρηνικών υποδοχέων, οι οποίοι
επηρεάζουν διάφορες μεταβολικές παραμέτρους, μεταξύ των οποίων και τα
επίπεδα των λιπιδαιμικών παραμέτρων. Σκοπός: Η μελέτη της επίδρασης στο
λιπιδαιμικό προφίλ της θεραπείας με συγχορήγηση ροσουβαστατίνης με σαρτάνες διαφορετικής ικανότητας μερικής ενεργοποίησης των PPARγ υποδοχέων
σε ασθενείς με υπέρταση, δυσλιπιδαιμία και διαταραχή γλυκόζης νηστείας.
Υλικό-Μέθοδος: Σε 151 ασθενείς (73 άνδρες, μέση ηλικία 58 έτη) με ήπια
υπέρταση (140–159/90–99 mmHg), διαταραχή γλυκόζης νηστείας (100–125
mg/dL), αυξημένα τριγλυκερίδια (≥150 mg/dL) και LDL χοληστερόλη (≥160
mg/dL), δόθηκαν υγιεινοδιαιτητικές οδηγίες και ροσουβαστατίνη 10 mg/ημέρα. Οι ασθενείς τυχαιοποιήθηκαν επιπρόσθετα σε (α) μια σαρτάνη με σημαντική ικανότητα μερικής ενεργοποίησης των PPARγ υποδοχέων (τελμισαρτάνη
80 mg/ημέρα, ομάδα Ρ/Τ), (β) μια σαρτάνη με μικρή ικανότητα μερικής ενεργοποίησης των PPARγ υποδοχέων (ιρμπεσαρτάνη 300 mg/ημέρα; ομάδα Ρ/Ι)
και (γ) μια σαρτάνη χωρίς σημαντική ικανότητα μερικής ενεργοποίησης των
PPARγ υποδοχέων (ολμεσαρτάνη 20 mg/ημέρα, ομάδα Ρ/Ο). Πριν την έναρξη
και μετά από 6 μήνες θεραπείας προσδιορίσθηκε το λιπιδαιμικό προφίλ, καθώς και οι απολιποπρωτεΐνες Α-Ι, Β, C-II, C-III, E και Lp(a). Αποτελέσματα: Σε
όλες τις ομάδες μειώθηκαν σημαντικά τα επίπεδα της ολικής χοληστερόλης
(–35%, p=0,001, –37%, p=0,001, –36%, p=0,001, στις ομάδες Ρ/Τ, Ρ/Ι και
Ρ/Ο, αντίστοιχα), των τριγλυκεριδίων (25%, p=0,001, –28%, p=0,001, –23%,
p=0,001 στις ομάδες Ρ/Τ, Ρ/Ι και Ρ/Ο, αντίστοιχα) και της LDL χοληστερόλης
(–42%, p=0,001, –44%, p=0,001, 046%, p=0,001 στις ομάδες Ρ/Τ, Ρ/Ι και
Ρ/Ο, αντίστοιχα). Αντίθετα, η HDL χοληστερόλη δε μεταβλήθηκε σημαντικά σε
καμία ομάδα. Επιπρόσθετα, παρατηρήθηκε σημαντική μείωση των απολιποπρωτεϊνών Β, E, C-II και C-III σε όλες τις ομάδες χωρίς να υπάρχουν διαφορές
μεταξύ των ομάδων. Αντίθετα, η απολιποπρωτεΐνη Α-Ι, καθώς και η Lp(a) παρέμειναν αμετάβλητες σε όλες τις ομάδες. Συμπεράσματα: Η συγχορήγηση
της ροσουβαστατίνης με σαρτάνες με διαφορετική ικανότητα ενεργοποίησης
των PPARγ υποδοχέων συσχετίζεται με παρόμοιες μεταβολές των λιπιδαιμικών
παραμέτρων.
ΑΑ29
Μεταβολές του λιπιδαιμικού προφίλ σε ασθενείς με οξεία λοίμωξη
από Εpstein-Βarr
Φ. Αποστόλου,1 Ε. Λυμπερόπουλος,1 Ε. Γαζή,1 Θ. Φιλιππάτος,1 Χ. Κωσταρά,2 Ε. Μπαϊρακτάρη,2
Α. Τσελέπης,3 Μ. Ελισάφ1
1
Τομέας Παθολογίας, Ιατρική Σχολή, Πανεπιστήμιο Ιωαννίνων, Ιωάννινα, 2Εργαστήριο Κλινικής Χημείας, Ιατρική Σχολή,
Πανεπιστήμιο Ιωαννίνων, Ιωάννινα, 3Τομέας Βιοχημείας, Τμήμα Χημείας, Πανεπιστήμιο Ιωαννίνων, Ιωάννινα
Εισαγωγή-Σκοπός: Μεταβολές των λιποπρωτεϊνών παρατηρούνται σε φλεγμονώδεις καταστάσεις και πιθανά συσχετίζονται με την εξέλιξη της αθηρωμάτωσης. Ωστόσο, υπάρχουν λίγα δεδομένα για τις μεταβολές των λιποπρωτεϊνών σε ασθενείς με λοίμωξη από τον ιό Epstein-Barr. Υλικό: Μελετήθηκαν
29 ασθενείς (16Α/10Γ, ηλικίας 24,3±14,6 ετών) με λοίμωξη από τον ιό EpsteinBarr κατά τη διάγνωση και 4 μήνες μετά την αποδρομή της λοίμωξης, καθώς
και 30 υγιή άτομα της ίδιας ηλικίας και φύλου. Μέθοδος: Σε όλα τα άτομα της
μελέτης προσδιορίσθηκαν οι παρακάτω παράμετροι: ολική χοληστερόλη (TC),
χοληστερόλη των υψηλής πυκνότητας λιποπρωτεϊνών (HDL-C), τριγλυκερίδια
(TGs), χοληστερόλη των χαμηλής πυκνότητας λιποπρωτεϊνών (LDL-C), απολιποπρωτεΐνες (Αpo) AΙ, B και E, λιποπρωτεΐνη (a) [Lp(a)], ενεργότητα της ολικής
Lp-PLA2 (lipoprotein-associated phospholipase A2), ενεργότητα της PON1
(paraoxonase1), (paraoxonase/arylesterase), κυτταροκίνες (IL-1β, IL-6 και
TNFa), καθώς και τα υποκλάσματα των LDL με τη μέθοδο Lipoprint LDL System.
Αποτελέσματα: Στους ασθενείς κατά τη διάγνωση σε σύγκριση με τις αντίστοιχες τιμές 4 μήνες μετά την αποδρομή της λοίμωξης παρατηρήθηκαν χαμηλότερα επίπεδα TC, HDL-C, LDL-C, ApoAI, ApoB, Lp(a), αύξηση του λόγου
apoB/apoAI, των TGs, της sdLDL-C και των κυτταροκινών. Τέσσερις μήνες μετά
την οξεία λοίμωξη σε σύγκριση με τις αντίστοιχες τιμές της ομάδας ελέγχου
δε βρέθηκαν σημαντικές διαφορές στα επίπεδα των παρακάτω παραμέτρων:
TGs, apoE, Lp(a), sdLDL-C, κυτταροκίνες, μέγεθος των LDL σωματιδίων, λόγος
apoB/apoAI, ενεργότητα της Lp-PLA2. Ωστόσο, οι ενεργότητες της PON1 στη
διάγνωση της νόσου καθώς και μετά από 4 μήνες ήταν χαμηλότερες σε σύγκριση με την ομάδα ελέγχου. Συμπεράσματα: Η λοίμωξη από Epstein-Barr
προκαλεί σημαντικές μεταβολές των λιποπρωτεϊνών και των λιπιδίων που δεν
αποκαθίστανται πλήρως 4 μήνες μετά την αποδρομή της λοίμωξης.
Hellenic Journal of Atherosclerosis 1(1)
45
ΑΑ30
Safety and impact on cardiovascular events of long-term statin treatment
in patients with coronary heart disease and abnormal liver function tests:
A post hoc analysis of the greace study
V.G. Athyros,1 K. Tziomalos,2 T. Gossios,3 T. Griva,1 P. Anagnostis,4 K. Kargiotis,1 E. Pagourelias,3
E. Theocharidou,1 A. Karagiannis,1 D.P. Mikhailidis5
1
Β΄ Propaedeutic Pathological Clinic, School of Medicine, University of Thessaloniki, Thessaloniki, Greece, 2Α' Propaedeutic
Pathological Clinic, School of Medicine, University of Thessaloniki, 3Α΄ Cardiology Clinic, School of Medicine, University of Thessaloniki,
Thessaloniki, Greece, 4Endocrinology Clinic, School of Medicine, University of Thessaloniki, Thessaloniki, Greece, 5Department of
Clinical Biochemistry, Royal Free Campus, Medical School, University College London, London, UK
Aim: To evaluate the safety and impact on cardiovascular morbidity
and mortality of long-term statin treatment in patients with coronary
heart disease and abnormal liver function tests (LFTs). Methods: This
is a post hoc analysis of the GREek Atorvastatin and Coronary Heart
Disease Evaluation (GREACE) Study. All patients of the GREACE study
(n=1,600) were included in this analysis. Results: Liver-related adverse
effects of statin treatment were infrequent (0.08%). Among patients
with abnormal LFTs at baseline [possibly associated with non-alcoholic
fatty liver disease (NAFLD) as diagnosed by ultrasonography], those
treated with a statin (mainly atorvastatin 24 mg/d; n=227) exhibited
a substantial improvement in LFTs whereas those not treated with
statins (n=210) showed further worsening of LFTs. Cardiovascular events
occurred in 22/227 patients with abnormal LFTs who were treated with
a statin (3.2 events/100 patient years) and in 63/210 patients with
abnormal LFTs who did not receive statins [10 events/100 patient years;
68% relative risk reduction (RRR), p<0.0001]. This cardiovascular benefit
was greater (p=0.0074) than in patients with normal LFTs [90/653 events
in statin-treated patients (4.6/100 patient years) vs 117/510 events in
statin-untreated patients (7.6/100 patient years; 39% RRR, p<0.0001)].
Conclusions: Statin treatment is safe, can improve LFTs and reduce
cardiovascular morbidity in patients with mild to moderately abnormal
LFTs possibly due to NAFLD.
ΑΑ31
Εφαρμογή ενός γενετικού δείκτη για την αξιολόγηση της προσθετικής
δράσης γονιδίων σε ασθενείς με στεφανιαία νόσο
Ε. Θεοδωράκη,1 Μ. Δημητρίου,1 T. Nikopensius,2 K. Krjutškov,2 Γ. Κολοβού,3
Β. Πεππές,4 Ν. Ζακόπουλος,4 A. Metspalu,2 Γ. Δεδούσης1
1
3
Τμήμα Επιστήμης Διαιτολογίας-Διατροφής, Χαροκόπειο Πανεπιστήμιο, Αθήνα, Ελλάδα, 2University of Tartu, Tartu, Estonia,
Α΄ Καρδιολογική Κλινική, Ωνάσειο Καρδιοχειρουργικό Κέντρο, Αθήνα, Ελλάδα, 4Α΄ Θεραπευτική Κλινική Εθνικό & Καποδιστριακό
Πανεπιστήμιο Αθηνών, Γενικό Νοσοκομείο Αθηνών «Αλεξάνδρα», Αθήνα, Ελλάδα
Εισαγωγή-Σκοπός: Η αθηροσκλήρωση, ως παθογενετικός μηχανισμός
της στεφανιαίας νόσου (ΣΝ), είναι το αποτέλεσμα αλληλεπιδράσεων
γενετικών και περιβαλλοντικών παραγόντων. Ο σκοπός της μελέτης
ήταν να αξιολογήσουμε την προσθετική δράση πολυμορφισμών που
συνδέονται με ΣΝ σε μία μελέτη ασθενών μαρτύρων. Υλικό-Μέθοδος:
Γονοτυπήσαμε 297 tagSNPs σε 41 γονίδια εφαρμόζοντας την τεχνολογία
APEX-2 σε ένα δείγμα ασθενών (n=305) μαρτύρων (n=305). Ανάλυση
λογιστικής παλινδρόμησης εφαρμόστηκε για να υπολογίσουμε τους σχετικούς κινδύνους (ORs), καθώς και τα διαστήματα εμπιστοσύνης (95%
CIs), πριν και μετά από διόρθωση με συγχυτικούς παράγοντες. Οι πολυμορφισμοί που συνδέθηκαν με τη νόσο από την πρώτη ανάλυση χρησιμοποιήθηκαν για τη δημιουργία του γενετικού δείκτη. Αποτελέσματα:
15 από τους 297 πολυμορφισμούς που μελετήθηκαν συνδέθηκαν με τη
νόσο, τόσο πριν, όσο και μετά από διόρθωση των παραγόντων κινδύνου.
Η εφαρμογή του γενετικού δείκτη στο δείγμα μας έδειξε ότι για κάθε 1
μονάδα αύξησης του δείκτη, αυξάνεται η πιθανότητα στεφανιαίας νόσου
κατά 24,5% (OR:1,245, 95%, CI:1,158–1,338, p=<0,001). Η προσθετική
δράση των πολυμορφισμών στη ΣΝ ήταν ακόμα πιο έκδηλη όταν συγκρίναμε το χαμηλότερο με το υψηλότερο τριτημόριο του δείκτη, καθώς η
αύξηση του κινδύνου βρέθηκε να είναι 244,2% (OR: 3,442, 95%CI: 2,229–
5,153, p=<0,001). Συμπεράσματα: 15 πολυμορφισμοί συνδέθηκαν με
ΣΝ στον πληθυσμό της μελέτης. Η ήπια επίδραση των πολυμορφισμών,
ενισχύθηκε σημαντικά, όταν εφαρμόστηκε ο γενετικός δείκτης για την
αξιολόγηση της προσθετικής δράσης των πολυμορφισμών.
46
Ελληνική Επιθεώρηση Αθηροσκλήρωσης 1(1)
ΑΑ32
Η επίδραση της χορήγησης νικοτινικού οξέος στα επίπεδα του ουρικού
οξέος, της γλυκόζης νηστείας, της γλυκοζυλιωμένης αιμοσφαιρίνης
και του φωσφόρου σε ασθενείς με μεικτή δυσλιπιδαιμία
Α. Κεή, Ε. Λυμπερόπουλος, Ε. Μουτζούρη, Χ. Ρίζος, Μ. Ελισάφ
Τομέας Παθολογίας, Ιατρική Σχολή, Πανεπιστήμιο Ιωαννίνων, Ιωάννινα
Εισαγωγή-Σκοπός: Η χορήγηση νικοτινικού οξέος έχει συσχετισθεί με
βελτίωση όλων των παραμέτρων του λιπιδαιμικού προφίλ. Ωστόσο, η
χρήση του συνοδεύεται από ορισμένες ανεπιθύμητες ενέργειες, όπως αύξηση των επιπέδων γλυκόζης, γλυκοζυλιωμένης αιμοσφαιρίνης, ουρικού
οξέος και μείωση των επιπέδων φωσφόρου του ορού. Σκοπός: Η μελέτη
της επίδρασης του νικοτινικού οξέος/laropiprant στα επίπεδα γλυκόζης
νηστείας, γλυκοζυλιωμένης αιμοσφαιρίνης, ουρικού οξέος και φωσφόρου
του ορού σε ασθενείς με μεικτή δυσλιπιδαιμία. Υλικό-Μέθοδος: Στη μελέτη έλαβαν μέρος 30 ασθενείς. Όλοι οι ασθενείς έπαιρναν μία συμβατική
δόση στατίνης (10–40 mg σιμβαστατίνη ή 10–20 mg ατορβαστατίνη ή
5–20 mg ροσουβαστατίνη) και δεν είχαν επιτύχει το στόχο όσον αφορά
στα επίπεδα LDL ή non-HDL χοληστερόλης. Χορηγήθηκε επιπρόσθετη
θεραπεία με νικοτινικό οξύ/laropiprant (1000/20 mg για 1 μήνα και στη
συνέχεια 2000/40 mg για τους επόμενους 2 μήνες). Πριν την έναρξη και
μετά από 3 μήνες θεραπείας εκτιμήθηκαν τα επίπεδα γλυκόζης νηστείας,
γλυκοζυλιωμένης αιμοσφαιρίνης, ουρικού οξέος και φωσφόρου του ορού.
Αποτελέσματα: Η χορήγηση του νικοτινικού οξέος συσχετίσθηκε με μία
όχι σημαντική τάση αύξησης των επιπέδων της γλυκόζης νηστείας κατά
5% (από 107±21 σε 112±28 mg/dL, p=NS) και της γλυκοζυλιωμένης αιμοσφαιρίνης κατά 3% (από 6,5±0,6% σε 6,7±1,0%, p=NS). Τα επίπεδα
του ουρικού οξέος στον ορό αυξήθηκαν κατά 5% (από 6,2±1,5 σε 6,5±1,6
mg/dL, p=0,04), ενώ παρατηρήθηκε μείωση της κλασματικής απέκκρισης του ουρικού οξέος κατά 54% (από 13,0±0,6% σε 6,0±0,3%, p<0,01).
Τα επίπεδα του φωσφόρου στον ορό μειώθηκαν κατά 14% (από 3,5±0,7 σε
3,0±0,6 mg/dL, p=0,003), ενώ παρατηρήθηκε μία όχι σημαντική αύξηση
της κλασματικής απέκκρισης του φωσφόρου κατά 23% (από 10,0±0,6%
σε 13,0±0,9%, p=NS). Δεν παρατηρήθηκαν μεταβολές στα επίπεδα των
ηπατικών ενζύμων και της κινάσης της κρεατινίνης. Επιπρόσθετα, ο
ρυθμός σπειραματικής διήθησης (MDRD-eGFR) παρέμεινε αμετάβλητος.
Συμπεράσματα: H χορήγηση νικοτινικού οξέος/laropiprant συνοδεύεται
από μικρή αύξηση των επιπέδων γλυκόζης, γλυκοζυλιωμένης αιμοσφαιρίνης και ουρικού οξέος και μείωση των επιπέδων φωσφόρου στον ορό.
ΑΑ33
Η επίδραση της χορήγησης νικοτινικού οξέος στο λιπιδαιμικό προφίλ
ασθενών με μεικτή δυσλιπιδαιμία
Α. Κεή, Ε. Λυμπερόπουλος, Ε. Μουτζούρη, Χ. Ρίζος, Μ. Ελισάφ
Τομέας Παθολογίας, Ιατρική Σχολή, Πανεπιστήμιο Ιωαννίνων, Ιωάννινα
Εισαγωγή: Πρόσφατα κυκλοφόρησε στην Ελλάδα νικοτινικό οξύ μαζί με
laropiprant για τη μείωση των εξάψεων. Σκοπός: Η μελέτη της επίδρασης
του νικοτινικού οξέος/laropiprant στα επίπεδα της ολικής, LDL, HDL χοληστερόλης και των τριγλυκεριδίων σε ασθενείς με μεικτή δυσλιπιδαιμία.
Υλικό-Μέθοδος: Στη μελέτη έλαβαν μέρος 30 ασθενείς. Όλοι οι ασθενείς
έπαιρναν μία συμβατική δόση στατίνης (10–40 mg σιμβαστατίνη ή 10–20
mg ατορβαστατίνη ή 5–20 mg ροσουβαστατίνη) και δεν είχαν επιτύχει το
στόχο όσον αφορά στα επίπεδα LDL ή non-HDL χοληστερόλης. Χορηγήθηκε
επιπρόσθετη θεραπεία με νικοτινικό οξύ/laropiprant (1000/20 mg για 1
μήνα και στη συνέχεια 2000/40 mg για τους επόμενους 2 μήνες). Πριν την
έναρξη και μετά από 1 και 3 μήνες θεραπείας εκτιμήθηκε το λιπιδαιμικό
προφίλ των ασθενών. Αποτελέσματα: Η χορήγηση 1000/20 mg νικοτινικού οξέος/laropiprant οδήγησε σε μείωση των επιπέδων ολικής χοληστερόλης κατά 9% (από 213±47 σε 194±39 mg/dL, p=0,007) και των τριγλυκεριδίων κατά 31% [από 226 (85-655) mg/dL σε 156 (54-407) mg/dL, p<0,001],
αύξηση των επιπέδων HDL χοληστερόλης κατά 6% (από 47±12 σε 50±15
mg/dL, p=0,02), ενώ παρατηρήθηκε μία όχι σημαντική κατά 6% μείωση
των επιπέδων LDL χοληστερόλης (από 119±36 σε 112±30 mg/dL, p=NS).
Με το διπλασιασμό της δόσης του νικοτινικού οξέος/laropiprant τα επίπεδα ολικής χοληστερόλης μειώθηκαν κατά 15% (από 213±47 σε 180±44
mg/dL, p<0,001), της LDL χοληστερόλης κατά 17% (από 119±36 σε 99±38
mg/dL, p=0,001), των τριγλυκεριδίων κατά 44% [από 226 (85–655) σε 126
(39–297) mg/dL, p<0,001], ενώ τα επίπεδα HDL χοληστερόλης αυξήθηκαν
κατά 19% (από 47±12 σε 56±19 mg/dL, p=0,004), σε σύγκριση με τα αρχικά
επίπεδα αυτών των παραμέτρων. Συνολικά, 22/30 ασθενείς (73%) πέτυχαν
το στόχο όσον αφορά στην LDL και non-HDL χοληστερόλη μετά από 3 μήνες
θεραπείας με νικοτινικό οξύ/laropiprant. Συμπεράσματα: Η συγχορήγηση
νικοτινικού οξέος/laropiprant με συμβατική δόση στατίνης βελτιώνει συνολικά και με δοσοεξαρτώμενο τρόπο το λιπιδαιμικό προφίλ και συμβάλλει
στην επίτευξη των στόχων της υπολιπιδαιμικής αγωγής.
Hellenic Journal of Atherosclerosis 1(1)
47
ΑΑ34
Επαναληψιμότητα και εγκυρότητα ερωτηματολογίων συχνότητας
κατανάλωσης τροφίμων σε σχέση με τον αριθμό των ερωτήσεών τους
Γ. Πούνης, Β. Μπουντζιούκα, Α. Γιωτοπούλου, Ε. Παγουρτζή, Κ. Τσουτσουλοπούλου,
Α. Μητσοπούλου, Δ. Παναγιωτάκος
Ομάδα Βιοστατιστικής, Επιδημιολογίας και Μεθοδολογίας της Έρευνας, Τμήμα Επιστήμης Διαιτολογίας-Διατροφής,
Χαροκόπειο Πανεπιστήμιο, Αθήνα
Εισαγωγή-Σκοπός: Η μελέτη της επαναληψιμότητας και της εγκυρότητας της διατροφικής πληροφορίας για την πρόσληψη μακροθρεπτικών
συστατικών όπως αυτή προκύπτει από 2 ημιποσοτικά ΕΣΚΤ συναρτήσει
του αριθμού των ερωτήσεών τους. Υλικό-Μέθοδος: Η αξιολόγηση της
επαναληψιμότητας έγινε σε 500 (μέση ηλικία 37±15έτη, 37,8% άντρες)
και 250 συμμετέχοντες (μέση ηλικία 37±14έτη, 34,0% άντρες) αντίστοιχα, ενώ οι 2 επαναλαμβανόμενες συμπληρώσεις απείχαν 20–30 ημέρες. Η
εγκυρότητα των ΕΣΚΤ ελέγχθηκε σε 3ο δείγμα 431 συμμετεχόντων (μέση
ηλικία 46±16έτη, 39,4% άντρες), χρησιμοποιώντας ως μέθοδο αναφοράς
ένα 3ήμερο ημερολόγιο καταγραφής (οι 2 συμπληρώσεις απείχαν 20–30
ημέρες). Ο υπολογισμός των θρεπτικών συστατικών έγινε με τη χρήση πινάκων σύνθεσης τροφίμων του USDA. Η επαναληψιμότητα αξιολογήθηκε
με τους συντελεστές συσχέτισης Spearman’s rho, Kendall’s tau-b και τη
γραφική μέθοδο Bland-Altman. Η σύγκριση αυτών των μεγεθών έγινε με
τη χρήση απλής γραμμικής παλινδρόμησης όπου εξαρτημένες μεταβλητές ήταν οι δείκτες συμφωνίας για τα θρεπτικά συστατικά και ανεξάρτητη
κάθε φορά ο αριθμός των ερωτήσεων του ΕΣΚΤ. Αποτελέσματα: Και τα
2 ΕΣΚΤ παρουσίασαν ικανοποιητικότατο βαθμό συμφωνίας για τα θρεπτικά συστατικά μεταξύ 2 επαλαμβανόμενων καταγραφών στο σύνολο των
2 δειγμάτων που εφαρμόστηκαν αλλά και σε υποομάδες του πληθυσμού
(Spearman’s rho, Kendall’s tau-b 0,4–0,8, p για όλα <0,05% συμφωνίας
Bland-Altman 90–99%). Αρκετά καλή ήταν και η εγκυρότητα των ΕΣΚΤ
(Spearman’s rho, Kendall’s tau-b 0,11–0,45, p για όλα <0,05, % συμφωνίας Bland-Altman 93,7–95,8%). Παρατηρήθηκε αντίστροφη συσχέτιση
του αριθμού των ερωτήσεων του ΕΣΚΤ και συντελεστές συσχέτισης του
Spearman και του Kendall (b1=–0,13, 95% ΔΕ –0,16 –0,11 και b1=-0,11,
95% ΔΕ –0,14 –0,09, αντίστοιχα). Δεν παρατηρήθηκε σημαντική συσχέτιση του αριθμού των ερωτήσεων με την εγκυρότητα του ΕΣΚΤ (p>0,05).
Συμπεράσματα: Τα 2 ΕΣΚΤ είναι επαναλήψιμα και έγκυρα στο σύνολο
του δείγματος και σε υποομάδες του. Επιπρόσθετα, ο αριθμός των ερωτήσεων ενός ΕΣΚΤ συσχετίζεται αντίστροφα με το βαθμό επαναληψιμότητας
του, ενώ δε φαίνεται να επηρεάζεται η εγκυρότητά του.
ΑΑ35
Η επίδραση του συνδυασμού ροσουβαστατίνης με σαρτάνες
διαφορετικής ικανότητας ενεργοποίησης των PPARγ υποδοχέων
στο φαινότυπο των LDL σωματιδίων
Χ. Ρίζος,1 Ε. Λυμπερόπουλος,1 Μ. Φλωρεντίν,1 Ε. Μουτζούρη,1 Ζ. Μητρογιάννη,1 Α. Τσελέπης,2 Μ. Ελισάφ1
1
Τομέας Παθολογίας, Ιατρική Σχολή, Πανεπιστήμιο Ιωαννίνων, Ιωάννινα, 2Τομέας Βιοχημείας, Τμήμα Χημείας,
Πανεπιστήμιο Ιωαννίνων, Ιωάννινα
Εισαγωγή: Ο φαινότυπος των LDL σωματιδίων φαίνεται ότι επηρεάζει την
εξέλιξη της αθηροσκλήρωσης. Στην κλινική πράξη σε άτομα με υπέρταση και
δυσλιπιδαιμία συχνά συγχορηγούνται μια στατίνη με μια σαρτάνη. Σκοπός:
Σκοπός της μελέτης ήταν η διερεύνηση του συνδυασμού ροσουβαστατίνης
με σαρτάνες διαφορετικής ικανότητας ενεργοποίησης των PPARγ υποδοχέων στην κατανομή των υποκλασμάτων των LDL σε ασθενείς με υπέρταση,
δυσλιπιδαιμία και διαταραχή γλυκόζης νηστείας. Υλικό-Μέθοδος: Σε 102
ασθενείς (51 άνδρες, μέση ηλικία 56 έτη) με υπέρταση σταδίου 1, διαταραχή
γλυκόζης νηστείας, αυξημένα τριγλυκερίδια (≥150 mg/dL) και LDL χοληστερόλη (≥160 mg/dL) δόθηκαν υγιεινοδιαιτητικές οδηγίες και ροσουβαστατίνη 10 mg/ημέρα. Οι ασθενείς τυχαιοποιήθηκαν επιπρόσθετα σε (α) μια
σαρτάνη με σημαντική ικανότητα μερικής ενεργοποίησης των PPARγ υποδοχέων (τελμισαρτάνη 80 mg/ημέρα; ομάδα Ρ/Τ), (β) μια σαρτάνη μικρής
ικανότητας μερικής ενεργοποίησης των PPARγ υποδοχέων (ιρμπεσαρτάνη
300 mg/ημέρα; ομάδα Ρ/Ι) και (γ) μια σαρτάνη που δεν ενεργοποιεί τους
PPARγ υποδοχείς (ολμεσαρτάνη 20 mg/ημέρα; ομάδα Ρ/Ο). Προσδιορίσθηκε
το λιπιδαιμικό προφίλ, η συγκέντρωση και ο φαινότυπος των υποκλασμάτων των LDL με τη χρήση του Lipoprint LDL System πριν και 6 μήνες μετά τη
θεραπεία. Αποτελέσματα: Σε όλες οι ομάδες μειώθηκαν εξίσου τα επίπεδα
των λιπιδίων (TCHOL/TRG/LDL-C) με εξαίρεση την HDL-C που δε μεταβλήθηκε σημαντικά σε καμία ομάδα. Επιπρόσθετα, παρατηρήθηκε παρόμοια
μείωση της συγκέντρωσης της χοληστερόλης των μεγάλων και των μικρών
πυκνών LDL υποκλασμάτων. Το μέγεθος των LDL σωματιδίων αυξήθηκε σημαντικά εξίσου σε όλες τις ομάδες. Στην ομάδα Ρ/Τ παρατηρήθηκε σημαντική μείωση του ποσοστού της χοληστερόλης των μικρών πυκνών LDL σωματιδίων (από 8,6% σε 5,7%, p=0,01) σε αντίθεση με τις ομάδες Ρ/Ι (από 7,5%
σε 6,1%, p=0,14) και Ρ/Ο (από 8% σε 6%, p=0,126), χωρίς η διαφορά μεταξύ
των 3 ομάδων να είναι στατιστικά σημαντική. Συμπεράσματα: Σε όλες τις
ομάδες μειώθηκαν τα επίπεδα της χοληστερόλης των μικρών πυκνών LDL
σωματιδίων. Επιπρόσθετα, στην ομάδα της ροσουβαστατίνης/τελμισαρτάνης παρατηρήθηκε σημαντική μείωση του ποσοστού της χοληστερόλης των
μικρών πυκνών LDL σωματιδίων.
48
Ελληνική Επιθεώρηση Αθηροσκλήρωσης 1(1)
ΑΑ36
Υπερτρανσαμινασαιμία σε ασθενή με νόσο Αddison.
Περιγραφή μιας περίπτωσης
Π. Αναγνωστής,1 Β. Άθυρος2 Θ. Βασιλειάδης,2 Θ. Γρίβα,2 Κ. Πατσιαούρα,3 Α. Καραγιάννης2
1
Ενδοκρινολογική Κλινική, Γενικό Νοσοκομείο Θεσσαλονίκης «Ιπποκράτειο», Θεσσαλονίκη, 2Β΄ Προπαιδευτική Παθολογική Κλινική
Αριστοτέλειου Πανεπιστήμιου Θεσσαλονίκης, Γενικό Νοσοκομείο Θεσσαλονίκης «Ιπποκράτειο», Θεσσαλονίκη, 3Παθολογοανατομικό
Τμήμα, Γενικό Νοσοκομείο Θεσσαλονίκης «Ιπποκράτειο», Θεσσαλονίκη
Εισαγωγή: Η νόσος Addison μπορεί να συσχετισθεί με υπερτρανσαμινασαιμία στα πλαίσια του αυτοάνοσου πολυενδοκρινικού συνδρόμου (APS)
τύπου 1, όταν συνυπάρχει με αυτοάνοση ηπατίτιδα (ΑΗ) (5–31% των περιπτώσεων). Έχουν αναφερθεί όμως αυξημένα επίπεδα τρανσαμινασών σε
ασθενείς με Ν. Addison χωρίς τη συνύπαρξη ΑΗ (17 περιπτώσεις στη βιβλιογραφία). Παρουσίαση Περιστατικού: Παρουσιάζεται η περίπτωση
άνδρα 29 ετών ο οποίος προσήλθε προς διερεύνηση συμπτωματολογίας
απώλειας βάρους (6 kg), αδυναμίας (ιδίως κάτω άκρων), υπότασης από
6μήνου και αυξημένων τιμών τρανσαμινασών (3–4 φορές των φυσιολογικών) από έτους. Κλινικώς, ο ασθενής παρουσίαζε υπέρχρωση, ατροφία
άνω-κάτω άκρων και ήπια διόγκωση τραχηλικών λεμφαδένων. Δεν εμφάνιζε σημεία ηπατικής νόσου, ούτε υπήρχαν αξιόλογα στοιχεία από το
ατομικό και οικογενειακό ιστορικό, πλην υπερχοληστερολαιμίας του ιδίου
και των γονέων του. Δεν ανέφερε κατάχρηση αλκοόλ. Ο εργαστηριακός
έλεγχος έδειξε επιπλέον: αυξημένα αποφρακτικά ένζυμα, λεμφοκυττάρωση (49%), μονοκυττάρωση (13%), υπερκαλιαιμία (5,6 mEq/l) και υπονατριαιμία (130 mEq/l). Ο ιολογικός και απεικονιστικός έλεγχος καθώς και
η Mantoux απέβησαν αρνητικά. Από το ανοσολογικό προφίλ, υπήρξε μόνο
θετικότητα για τα ASMA (1/160). Τα επίπεδα των anti-LKM, α1-αντιθρυψίνης και των ανοσοσφαιρινών ήταν φυσιολογικά. Υπεβλήθη σε βιοψία ήπατος η οποία δεν έδειξε ιδιαίτερα ευρήματα ηπατικής νόσου. Λαμβάνοντας
υπόψη την κλινικοεργαστηριακή εικόνα, τέθηκε η υπόνοια της νόσου
Addison. H τιμή της πρωινής κορτιζόλης ήταν 2,2 μg/dL (φτ 5–25) και η
ACTH 1591 pg/mL (φτ 9–52). Το Cosyntropin test έδειξε βασική κορτιζόλη
2,3 μg/dL, στα 30’ 2 μg/dL και στα 60’ 1,9 μg/dL. Δεν υπήρχαν στοιχεία
άλλης αυτοάνοσης (ενδοκρινικής ή μη) πάθησης. Χορηγήθηκαν 30 mg
υδροκορτιζόνης (20–10) με 0,1 mg fludrocortisone την ημέρα. Ο ασθενής
παρουσίασε κλινική βελτίωση και ομαλοποίηση των τιμών των ηπατικών
ενζύμων τις επόμενες εβδομάδες. Συμπεράσματα: Η υπερτρανσαμινασαιμία που οφείλεται αποκλειστικά σε νόσο Addison είναι εξαιρετικά
σπάνια. Ο ακριβής παθογενετικός μηχανισμός δεν είναι εξακριβωμένος.
Πιθανολογείται η ηπατοκυτταρική νέκρωση συνεπεία λεμφοκυτταρικής
διήθησης, υποβοηθούμενη από την υποκορτιζολαιμία. H χορήγηση υδροκορτιζόνης οδηγεί σε ομαλοποίηση των ηπατικών ενζύμων.
ΑΑ37
Θετική συσχέτιση των TNF-857C>T, TNFRSF1A 36A>G
και TNFRSF1B 676T>G πολυμορφισμών
με τα ισχαιμικά εγκεφαλικά επεισόδια στον ελληνικό πληθυσμό
Σ. Μάρκου,1 Σ. Μαρκούλα,1 Α. Xατζηκυριακίδου,2 Σ. Γιαννόπουλος,1 Δ. Χατζηστεφανίδης,1
Ι. Γεωργίου,2 Α. Κυρίτσης1
1
Νευρολογική Κλινική, Πανεπιστημιακό Γενικό Νοσοκομείο Ιωαννίνων, Ιωάννινα, 2Εργαστήριο Γενετικής, Ιατρική Σχολή,
Πανεπιστήμιο Ιωαννίνων, Ιωάννινα
Εισαγωγή-Σκοπός: Ο παράγοντας νέκρωσης όγκων (TNF-α) είναι μια
σημαντική κυτοκίνη, η οποία συμμετέχει στη διαδικασία της φλεγμονής
με τους κύριους υποδοχείς της, τον TNFRSF1A και τον TNFRS1B. Μεγάλο
ποσοστό των ισχαιμικών αγγειακών εγκεφαλικών επεισοδίων αποδίδεται
στην αθηροσκλήρωση, μια φλεγμονώδη διαδικασία. Ερευνήσαμε τον πιθανό ρόλο των γονιδίων που κωδικοποιούν τον ΤΝF και επιδρούν στη λειτουργία των TNFRSF1 και TNFRSF1B στην παθογένεια των ισχαιμικών εγκεφαλικών στον ελληνικό πληθυσμό. Υλικό-Μέθοδος: Σχεδιάστηκε μια
προοπτική μελέτη που περιλάμβανε 173 ασθενείς με πρωτοεμφανιζόμενο
ισχαιμικό αγγειακό εγκεφαλικό επεισόδιο, σε μια αυστηρά περιορισμένη
γεωγραφική περιοχή στη Βορειοδυτική Ελλάδα. Ένας αριθμός 100 υγιών
εθελοντών, σε αντιστοιχία με τους ασθενείς όσον αφορά στην ηλικία, φύλο και γνωστούς παράγοντες κινδύνου για εγκεφαλικό, χρησιμοποιήθηκαν
ως ομάδα ελέγχου. Αποτελέσματα: Οι TNF-857 TT, TNFRSF1A 36 AA και
TNFRSF1B 676 TT γονότυποι βρέθηκαν ιδιαίτερα αυξημένοι στην ομάδα
των ασθενών με p=0,008, OR=2,47 (1,26–4,84), p=0,005, OR=1,97 (1,22–
3,17) και p=0,003, OR=2,2 (1,43–3,37) p=0,008, OR=2,47 (1,26–4,84),
p=0,005, OR=1,97 (1,22–3,17) και p=0,003, OR=2,2 (1,43–3,37) αντίστοιχα. Όσον αφορά στα αλληλόμορφα, τα TNFRSF1A 36A και TNFRSF1B
676T ήταν επίσης σημαντικά αυξημένα, με p=0,009, OR=1,48 (1,1–2) και
p=0,001, OR=1,75 (1,25–2,46). Συμπεράσματα: Η υψηλή επίπτωση
των TNFα-857 TT, TNFRSF1A 36 AA και TNFRSF1B 676 TT γονότυπων και
των αλληλομόρφων TNFRSF1A 36A και TNFRSF1B 676T στην ομάδα των
ασθενών με αγγειακό εγκεφαλικό, υποδηλώνουν μια δυνητική σχέση με
τη συγκεκριμένη νόσο. Ωστόσο, χρειάζονται μεγάλες πολυκεντρικές προοπτικές μελέτες για να την επιβεβαιώσουν.
Hellenic Journal of Atherosclerosis 1(1)
49
ΑΑ38
Οι ασθενείς με ιδιοπαθή υπέρταση έχουν σημαντικά αυξημένη
επίπτωση μεταβολικού συνδρόμου
Ι. Παπαδάκης, Ε. Μαυρογένη, Γ. Βρέντζος, Μ. Ζενιώδη, Γ. Φάντη, Ε. Γανωτάκης
Υπερτασικό Ιατρείο, Παθολογική Κλινική, Πανεπιστημιακό Γενικό Νοσοκομείο Ηρακλείου, Ηράκλειο
Εισαγωγή-Σκοπός: Το Μεταβολικό Σύνδρομο (ΜΣ) αποτελεί μια ομάδα παραγόντων κινδύνου για καρδιαγγειακά νοσήματα. Μελετήσαμε την επίπτωση
του ΜΣ, όπως ορίζεται από τα κριτήρια του Adult Treatment Panel (ATP) III,
όπως τροποποιήθηκαν το 2005, σε ασθενείς με ιδιοπαθή υπέρταση. ΥλικόΜέθοδος: Μελετήσαμε 541 υπερτασικούς (205 άντρες), ενδιάμεσης ηλικίας
60 ετών (εύρος ηλικίας 19–87). Συμπληρώθηκε ένα λεπτομερές ερωτηματολόγιο για κάθε ένα συμμετέχοντα, το οποίο περιλάμβανε ερωτήσεις για ατομικό ιστορικό σακχαρώδη διαβήτη (ΣΔ) και ισχαιμικής καρδιοπάθειας, συνήθειες καπνίσματος και φαρμακευτική αγωγή. Μετρήθηκαν η περιφέρεια μέσης
και η αρτηριακή πίεση. Ελήφθησαν δείγματα αίματος νηστείας για υπολογισμό
γλυκόζης και πλήρους λιπιδαιμικού προφίλ. Αποτελέσματα: Τριακόσιοι εξήντα ένας από τους 541 υπερτασικούς (66,7%) συμπλήρωναν τα κριτήρια για
μεταβολικό σύνδρομο. Η επίπτωση του ΜΣ στις γυναίκες ήταν μεγαλύτερη
από ό,τι στους άνδρες (70,2% έναντι 61,0%, p<0,05, αντιστοίχως). Η ανωτέρω ευρεθείσα συνολική επίπτωση του ΜΣ στους υπερτασικούς ήταν περίπου
3 φορές μεγαλύτερη από ό,τι στο συνολικό γενικό Ελληνικό πληθυσμό (20%).
Όταν χωρίσαμε τους ασθενείς μας σε 3 ομάδες αναλόγως με την ηλικία τους
(μικρότεροι από 45, μεταξύ 45 και 65 και μεγαλύτεροι από 65 ετών), δεν αναδείχθηκε στατιστικώς σημαντική διαφορά όσον αφορά στην επίπτωση του ΜΣ
σε αυτές (57,7%, 65,4% και 72,3%, αντιστοίχως). Από τους παράγοντες του ΜΣ,
η αυξημένη περίμετρος μέσης ήταν ο πιο συχνός (90,3%) στους υπερτασικούς
που πληρούσαν τα κριτήρια για ΜΣ. Οι ασθενείς που ελάμβαναν αντιϋπερτασική αγωγή είχαν αυξημένο κίνδυνο να έχουν ΜΣ από ό,τι οι υπόλοιποι (70,7%
έναντι 60,5%, p=0,01). Ογδόντα πέντε από τους 93 (91,4%) διαβητικούς ασθενείς είχαν ΜΣ. Δεν υπήρχε στατιστικώς σημαντική διαφορά στην επίπτωση του
καπνίσματος μεταξύ των υπερτασικών με και χωρίς ΜΣ (23,0% έναντι 18,2%).
Συμπεράσματα: Τα αποτελέσματα μας δείχνουν πολύ αυξημένη επίπτωση
ΜΣ στους υπερτασικούς, ιδίως στις γυναίκες, συγκριτικά με το μέσο Ελληνικό
πληθυσμό. Επιπλέον, δεν υπήρχε σημαντική αύξηση της επίπτωσης του ΜΣ με
την πρόοδο της ηλικίας.
ΑΑ39
Η επίδραση της παχυσαρκίας και του είδους της εκτίμησης-αξιολόγησης
(κλινικής ή/και υπερηχογραφικής, U/S) στην επιβίωση
της αρτηριοφλεβικής αναστόμωσης (arteriovenous fistula, AVF)
σε χρονίως αιμοκαθαιρομένους ασθενείς
Δ. Κουμουτσέα,1,2,3,4 Β. Τσιλιγγίρης,5,6 Ι. Γριβέας,1,2,4 Γ. Σταυγιαννουδάκης,1,2,4 Α. Σαλαπάτα,1,2
Ε. Χουλιάρας,7 Χ. Ναστούλης,7 Α. Γαλήνας,1,2,4 Ι. Αγγελάκας,5,6 Κ. Καραμήτσος1,2,3
1
Μονάδα Τεχνητού Νεφρού, 401 Γενικό Στρατιωτικό Νοσοκομείο Αθηνών, Αθήνα, 2Μονάδα Τεχνητού Νεφρού, 417 Νοσηλευτικό
Ίδρυμα Μετοχικού Ταμείου Στρατού, Αθήνα, 3Μονάδα Τεχνητού Νεφρού, Κλινική Ίασις Πειραιά (Όμιλος Ιατρικού Αθηνών), Πειραιάς,
4
Μονάδα Τεχνητού Νεφρού, Όμιλος Euromedica, 5Αγγειοχειρουργικό Τμήμα, 401 Γενικό Στρατιωτικό Νοσοκομείο Αθηνών, Αθήνα
6
Αγγειοχειρουργικό Τμήμα, Κλινική Ίασις Πειραιά (Όμιλος Ιατρικού Αθηνών), Πειραιάς, 7Αναισθησιολογικό Τμήμα,
401 Γενικό Στρατιωτικό Νοσοκομείο Αθηνών, Αθήνα
Εισαγωγή-Σκοπός: Να μελετηθεί αν η παχυσαρκία (ΒΜΙ>30) επηρεάζει
την επιβίωση της αρτηριοφλεβικής αναστόμωσης (AVF) και να διερευνηθεί αν η προεγχειρητική υπερηχογραφική (U/S) εκτίμηση ρουτίνας βελτιώνει την έκβαση. Υλικό-Μέθοδος: Cohort μελέτη μίας σειράς 120 ασθενών που είχαν επακριβώς μετρημένο ΒΜΙ ως μέρος τυχαιοποιημένης και
ελεγχόμενης μελέτης κλινικής και υπερηχογραφικής (U/S) εκτίμησης της
αρτηριοφλεβικής αναστόμωσης (AVF). Κλινική και υπερηχογραφική εκτίμηση πραγματοποιήθηκε από δύο ανεξάρτητους παρατηρητές. Το τελικό
σημείο (end point) ήταν η επιβίωση της AVF. Πολυμεταβλητή-πολυπαραγοντική ανάλυση επιβίωσης της AVF έγινε με STATA. Αποτελέσματα: 42
ασθενείς ήταν παχύσαρκοι (ΒΜΙ>30) και 78 ήταν φυσιολογικού βάρους
ή/και υπέρβαροι [μη παχύσαρκοι (ΒΜΙ<30)]. Υπήρχαν περισσότεροι διαβητικοί (69% vs 26%) και ασθενείς με υπέρταση (93% vs 72%) μεταξύ των
παχυσάρκων. Η εμπειρία των αγγειοχειρουργών που συμμετείχαν ήταν
συγκρίσιμη μεταξύ των δύο ομάδων. Η αναλογία της AVF στον πήχυ ήταν
παρόμοια (παχύσαρκοι 58%, μη παχύσαρκοι 59%). Άμεση αποτυχία καταγράφηκε στο 2,38% των παχυσάρκων και στο 6,41% των μη παχυσάρκων
(p<0,35). Πρώιμη αποτυχία καταγράφηκε στο 40,47% των παχυσάρκων
και στο 24,35% των μη παχυσάρκων (p<0,12). Cox proportional hazard
analysis έδειξε ότι ο διαβήτης, η υπερηχογραφική εκτίμηση (U/S) και η
αντιαιμοπεταλιακή αγωγή συσχετίζονταν ανεξάρτητα με μειωμένο κίνδυνο αποτυχίας της αρτηριοφλεβικής αναστόμωσης (fistula). Παχυσαρκία:
hazard ratio=0,72 (0,33–1,52 , 95% CI), p<0,35, U/S εκτίμηση: hazard
ratio=0,54 (0,27–1,00 , 95% CI), p<0,05, Διαβήτης: hazard ratio=2,08
(1,02–4,24, 95% CI), p<0,05, Αντιαιμοπεταλιακή αγωγή υπό ασπιρίνη:
hazard ratio=0,38 (0,19–0,72, 95% CI), p<0,003 (Cox proportional
hazard model of primary assisted patency). Συμπεράσματα: Η παχυσαρκία έχει μόνον μία μέτρια μάλλον επιβλαβή επίδραση στη συχνότητα
αποτυχίας της AVF (fistula). Η υπερηχογραφική εκτίμηση ρουτίνας φαίνεται ότι σχετίζεται με αυξημένη επιβίωση της AVF (fistula).
50
Ελληνική Επιθεώρηση Αθηροσκλήρωσης 1(1)
ΑΑ40
Κοιλιακή παχυσαρκία και αύξηση σωματικού βάρους μετά από επικουρική
χημειοθεραπεία με ταξάνες για πρώιμο καρκίνο μαστού
Μ.E. Ζενιώδη,1 Ε. Σαλούστρος,2 Κ. Κουτσουδάκη,2 Μ. Νικολουδάκη,2 Α. Μαργιωλάκη,2
Ε. Λιουδάκη,1 Β. Γεωργούλιας,2 Δ. Μαυρουδής,2 Ε. Γανωτάκης1
1
Παθολογική Κλινική Πανεπιστημίου Κρήτης, Πανεπιστημιακό Γενικό Νοσοκομείο Ηρακλείου, Ηράκλειο, 2Ογκολογική Κλινική
Πανεπιστημίου Κρήτης, Πανεπιστημιακό Γενικό Νοσοκομείο Ηρακλείου, Ηράκλειο
Εισαγωγή-Σκοπός: Γυναίκες που λαμβάνουν επικουρική χημειοθεραπεία
(ΧΜΘ) για καρκίνο του μαστού συνήθως παρουσιάζουν αύξηση σωματικού
βάρους (ΣΒ). Η επίδραση της ΧΜΘ βασισμένης στις ταξάνες στο ΣΒ και στη
κοιλιακή παχυσαρκία δεν έχει μελετηθεί επαρκώς. Σκοπός της μελέτης ήταν
η εκτίμηση της επίδρασης της ΧΜΘ με ταξανούχους συνδυασμούς, στο ΣΒ
και στη κοιλιακή παχυσαρκία. Υλικό-Μέθοδος: Συμπεριλήφθηκαν προ- και
μετεμμηνοπαυσιακές γυναίκες (98 προεμμηνοπαυσιακές). Η κοιλιακή παχυσαρκία εκτιμήθηκε με μέτρηση περιμέτρου μέσης (ΠΜ) και το ΣΒ μετρήθηκε
πριν και με την ολοκλήρωση της ΧΜΘ. Αποτελέσματα: Συμπεριλήφθηκαν
151 γυναίκες, διάμεσης ηλικίας 54 έτη (εύρος: 25–78). Στο συνολικό πληθυσμό, ενενήντα-τέσσερις (62,3%) παρουσίασαν αύξηση ΣΒ (μέση αύξηση
4,024 kg, 5,6%; p<0,0001), μείωση 21 (2,65 kg, 3,4%, p<0,0001) και σταθερότητα 36. Η μεταβολή του ΣΒ ήταν αποτέλεσμα της αύξησης του κοιλιακού
λίπους (μέση αύξηση ΠΜ 2,53 cm, p<0,0001). Οι μεταβολές αυτές στο ΣΒ
και στη ΠΜ ήταν διαφορετικές ανάλογα με την ορμονική κατάσταση των
ασθενών. Αύξηση ΣΒ παρουσίασε το 81% των προεμμηνοπαυσιακών έναντι
52,0% των μετεμμηνοπαυσιακών (p=0,002). Η μέση αύξηση ήταν ,4 vs 3,6
kg (p=0,037) ή 6,6% vs 4,9% (p=0,007) αντιστοίχως. Τέλος, η μέση αύξηση της ΠΜ ήταν μεγαλύτερη, αν και όχι σημαντική, για τις προεμμηνοπαυσιακές (4,81 vs 3,71 cm, p=0,152). Συμπεράσματα: Η αύξηση ΣΒ και της
κοιλιακής παχυσαρκίας αποτελεί σημαντική ανεπιθύμητη ενέργεια της ΧΜΘ
με ταξάνες. Με δεδομένη την αρνητική επίδραση της αύξησης του ΣΒ στη
πρόγνωση του καρκίνου του μαστού αλλά και στην υγεία γενικότερα, είναι
απαραίτητη η ενημέρωση και η ενθάρρυνση των ασθενών στη διατήρηση
σταθερού ΣΒ κατά τη διάρκεια και μετά την ολοκλήρωση της συστηματικής
θεραπείας.
ΑΑ41
Ο ρόλος των πολυμορφισμών του γονιδίου του μετατρεπτικού ενζύμου
της αγγειοτενσίνης στην εμφάνιση ισχαιμικού εγκεφαλικού επεισοδίου
Δ. Χατζηστεφανίδης,1 Σ. Μαρκούλα,1 Χ. Κωστούλας,2 Σ. Γιαννόπουλος,1 Σ. Μάρκου,1
Ι. Γεωργίου,2 Α. Κυρίτσης1
1
Νευρολογική Κλινική, Πανεπιστημιακό Γενικό Νοσοκομείο Ιωαννίνων, Ιωάννινα, 2Εργαστήριο Ιατρικής Γενετικής,
Πανεπιστημιακό Γενικό Νοσοκομείο Ιωαννίνων, Ιωάννινα
Εισαγωγή-Σκοπός: Από τη βιβλιογραφία συνάγεται η ύπαρξη ενός γενετικού στοιχείου στην πρόκληση εγκεφαλικών επεισοδίων. Στην παρούσα
μελέτη, εξετάζουμε τη συσχέτιση μεταξύ του πολυμορφισμού NG011648
(Insertion/Deletion) του γονιδίου του μετατρεπτικού ενζύμου της αγγειοτενσίνης με την εμφάνιση ισχαιμικού εγκεφαλικού επεισοδίου. ΥλικόΜέθοδος: Στη μελέτη συμπεριελήφθησαν, προοπτικά και για διάστημα 18
μηνών, ασθενείς με πρωτοεμφανιζόμενο ισχαιμικό εγκεφαλικό επεισόδιο,
από μια καλώς ορισμένη γεωγραφικά περιοχή της Βορειοδυτικής Ελλάδας.
Η ομάδα ελέγχου δημιουργήθηκε από άτομα που αντιστοιχήθηκαν με τους
ασθενείς σύμφωνα με την ηλικία, το φύλο και τους γνωστούς παράγοντες
κινδύνου για εγκεφαλικό επεισόδιο. Τόσο για την ομάδα των ασθενών όσο
και για την ομάδα ελέγχου συλλέχθηκαν δημογραφικά δεδομένα, το ιατρικό
ιστορικό και οι αγγειακοί παράγοντες κινδύνου. Ο γονότυπος προσδιορίστηκε με αλυσιδωτή αντίδραση πολυμεράσης (PCR) και ανάλυση με περιοριστικά ένζυμα. Η σύγκριση μεταξύ των δυο ομάδων έγινε αναφορικά με τον
επιπολασμό του πολυμορφισμού NG011648. Αποτελέσματα: Στη μελέτη
συμπεριελήφθησαν 176 ασθενείς με ισχαιμικό εγκεφαλικό επεισόδιο και 178
άτομα της ομάδας ελέγχου και προσδιορίστηκε ο πολυμορφισμός NG011648
(I/D) του γονιδίου του μετατρεπτικού ενζύμου της αγγειοτενσίνης. Δεν παρατηρήθηκαν διαφορές στην κατανομή των αλληλίων και του γονότυπου
μεταξύ της ομάδας ελέγχου και των ασθενών, ούτε μεταξύ των υποομάδων
κενοτοπιωδών (lacunar) εγκεφαλικών και εγκεφαλικών λόγω θρόμβωσης
μεγάλης αρτηρίας. Ωστόσο, η ανάλυση με βάση το φύλο ανέδειξε μια χαμηλή επίπτωση της ομοζυγωτίας ΙΙ στις γυναίκες σε σχέση με τους άντρες
ασθενείς (p=0,013, Z score: –2,49). Συμπεράσματα: Κάποιοι γονότυποι
μπορεί να επηρεάζουν τις αθηροσκληρωτικές νόσους, όπως το ισχαιμικό
εγκεφαλικό επεισόδιο, κάτι που μπορεί να γίνει ορατό μόνο όταν ο πληθυσμός στρωματοποιείται με βάση το φύλο. Τα αποτελέσματα της παρούσης
μελέτης υποδηλώνουν, πως οι πολυμορφισμοί I/D (εισαγωγής/διαγραφής)
μπορεί να παίζουν κάποιο ρόλο στην εγκατάσταση ενός εγκεφαλικού επεισοδίου, ανάλογα με το φύλο, με πιθανή ευεργετική δράση του γονοτύπου II
για τις γυναίκες.
Hellenic Journal of Atherosclerosis 1(1)
51
ΑΑ42
Επιδραση του ουρικού οξέως στην αθηρογένεση
Ι. Μαμαρέλης,1,2 Κ. Πισσαρίδη,1 Β. Δρίτσα,1 Β. Τσιλιγγίρης,3 Ι. Αναστασοπούλου1
1
Τμήμα Ακτινοχημείας και Βιοφασματοσκοπίας, Σχολή Χημικών Μηχανικών, Εθνικό Μετσόβιο Πολυτεχνείο, Αθήνα,
2
Καρδιολογική Κλινική, 401 Γενικό Στρατιωτικό Νοσοκομείο Αθηνών, Αθήνα,
3
Αγγειοχειρουργική Κλινική, 401 Γενικό Στρατιωτικό Νοσοκομείο Αθηνών, Αθήνα
Εισαγωγή-Σκοπός: Το ουρικό οξύ αποτελεί προϊόν μεταβολισμού των
πρωτεϊνών και η διαταραχή από τα φυσιολογικά όρια επηρεάζεται από την
ορθή λειτουργία των μολυβδαινο-ενζύμων. Σκοπός της εργασίας είναι ο ρόλος του ουρικού οξέος στην αθηρογένεση. Υλικό-Μέθοδος: 30 αθηρώματα ελήφθησαν από ασθενείς 53–85 ετών με χειρουργική ενδαρτηρεκτομή
καρωτίδων αρτηριών. Τα FT-IR φάσματα καταγράφηκαν με φασματοφωτόμετρο Nicolet 6700, resolution 4 cm-1 και 120 scans/φάσμα, ενώ το SEM
μικροσκόπιο ήταν της Εταιρείας Fei Co. Αποτελέσματα: Τα FT-IR φάσματα
αθηρωμάτων από ασθενείς με υπερουρεξαιμία έδειξαν, έναντι φυσιολογικών
ασθενών, σημαντικές αποκλίσεις. Η μείωση των εντάσεων των ταινιών στην
περιοχή 1600–1510 cm-1, αποδίδεται στη μείωση των απολιποπρωτεϊνών
ApoI και ApoIΙ, που ρυθμίζουν το μεταβολισμό της HDL, και είναι ανάλογη
της αύξησης της ταινίας στα 1740 cm-1, αποτέλεσμα της LDL. Η SEM ανάλυση έδειξε παρουσία μολυβδαινίου στο αθήρωμα ασθενών με ουρεxαιμία,
γεγονός ότι το μολυβδαινοένζυμο ξανθίνη ρεντουκτάση (xo) δεν καταλύει
την οξείδωση της ξανθίνης προς υποξανθίνη, με αποτέλεσμα την αύξηση
του ουρικού οξέος και την παρεμπόδιση της ομαλής λειτουργίας του κύκλου
ΝΟ, που τελικά οδηγεί στην έναρξη καρδιαγγειακών παθήσεων. Τέλος, από
τις ταινίες μεταξύ 500–400 cm-1, που αντιστοιχούν στις απορροφήσεις
των ομάδων C-S, S-S, και δείχνουν την καταστροφή των θειολών, προστατευτικών ενώσεων του οργανισμού. Συμπεράσματα: Από τα πειραματικά
δεδομένα συμπεραίνεται ότι στους ασθενείς με αυξημένο ουρικό οξύ στο
αίμα τα μολυβδαινοένζυμα δεν μπορούν να ρυθμίσουν την επανοξείδωση
της ξανθίνης σε υποξανθίνη, η δε βλάβη φαίνεται να είναι αποτέλεσμα της
κατανάλωσης των προστατευτικών ουσιών (θειόλες) του οργανισμού για την
αντιμετώπιση του οξειδωτικού στρες στα αρχικά στάδια.
xo
xo
υποξανθίνη+Η2Ο2+Ο2 → ξανθίνη+Η2Ο2 → ουρικό οξύ+ Η2Ο2
ΑΑ43
Η αλληλεπίδραση των μικροσωματιδίων των αιμοπεταλίων
με τις λιποπρωτεΐνες του πλάσματος και ο ρόλος της στην ενεργοποίηση
των ενδοθηλιακών κυττάρων
A. Δημητρίου, Ι. Μήτσιος, Α. Τσελέπης
Εργαστήριο Βιοχημείας, Τμήμα Χημείας, Πανεπιστήμιο Ιωαννίνων, Ιωάννινα
Εισαγωγή-Σκοπός: Τα μικροσωματίδια των αιμοπεταλίων (PMPs) παράγονται κατά τη διάρκεια της ενεργοποίησης των αιμοπεταλίων και
διαδραματίζουν σημαντικό ρόλο στην παθοφυσιολογία της αθηροθρόμβωσης. Μελετήσαμε την πιθανή σύνδεση των PMPs με τις χαμηλής και
υψηλής πυκνότητας λιποπρωτεΐνες του πλάσματος (LDL και HDL, αντίστοιχα) καθώς και το ρόλο της στην ενεργοποίηση των ανθρώπινων
ενδοθηλιακών κυττάρων ομφαλίου λώρου (HUVECs). Υλικό-μέθοδος:
Παρασκευάστηκαν PMPs από πλυμένα αιμοπετάλια ενεργοποιημένα με
ιονοφόρο Ca2+–A23187. Επίσης, απομονώθηκαν η LDL και η HDL με
διαδοχικές υπερφυγοκεντρήσεις και η επισήμανσή τους έγινε με FITC.
Η πιθανή σύνδεση των PMPs με τις επισημασμένες με FITC λιποπρωτεΐνες πραγματοποιήθηκε με κυτταρομετρία ροής. Η δράση των PMPs ή
των συμπλεγμάτων τους με τις λιποπρωτεΐνες μελετήθηκε ως προς την
ενεργοποίηση των HUVECs (5h και 24h επώαση) με μέτρηση των μορίων προσκόλλησης ICAM-1 (ενδοκυττάριο μόριο προσκόλλησης-1) και
VCAM-1 (αγγειακό μόριο προσκόλλησης-1) με κυτταρομετρία ροής χρησιμοποιώντας τα φθορισμένα μονοκλωνικά αντισώματα anti-CD54-PE
και anti-CD106-FITC. Αποτελέσματα: Τόσο η LDL όσο και η HDL έχουν
την ικανότητα να δεσμεύονται στα PMPs κατά δοσοεξαρτώμενο τρόπο.
Τα PMPs επάγουν την ενεργοποίηση των HUVECs κατά δοσο-εξαρτώμενο
τρόπο σε συγκέντρωση που κυμαίνεται από 5–50 μg/mL αλλά και κατά
χρονο-εξαρτώμενο τρόπο (μέγιστη δράση στις 24 h). Οι λιποπρωτεΐνες
δεν προκαλούν σημαντικές μεταβολές στην έκφραση των παραπάνω
προσκολλητικών μορίων (στην περιοχή συγκεντρώσεων 5–25 μg/mL). Η
σύνδεση τόσο της LDL όσο και της HDL με τα PMPs έχει ως αποτέλεσμα
τη σημαντική μείωση της ενεργοποιητικής τους δράσης κατά δοσοεξαρτώμενο τρόπο στις 5 h επώασης, ενώ αντίθετα στις 24 h παρατηρήθηκε
σημαντική αύξηση της ενεργοποιητικής δράσης των PMPs. Δεν παρατηρήθηκαν διαφορές ως προς την επίδραση των λιποπρωτεϊνών στις παραπάνω βιολογικές δράσεις των PMPs. Συμπεράσματα: Η εργασία αυτή
δείχνει για πρώτη φορά ότι οι λιποπρωτεΐνες του πλάσματος συνδέονται
με τα PMPs και επηρεάζουν σημαντικά την ενεργοποιητική τους δράση
στα HUVECs. Η σημασία των παραπάνω ευρημάτων στην παθοφυσιολογία της αθηροσκλήρωσης παραμένει υπό διερεύνηση.
52
Ελληνική Επιθεώρηση Αθηροσκλήρωσης 1(1)
ΑΑ44
Η επίδραση των οξειδωμένων μορφών των μικροσωματιδίων
των αιμοπεταλίων στην ενεργοποίηση των ενδοθηλιακών κυττάρων
A. Δημητρίου, Ι. Μήτσιος, Α. Τσελέπης
Εργαστήριο Βιοχημείας, Τμήμα Χημείας, Πανεπιστήμιο Ιωαννίνων, Ιωάννινα
Εισαγωγή-Σκοπός: Τα μικροσωματίδια των αιμοπεταλίων (PMPs) παράγονται κατά τη διάρκεια της ενεργοποίησης των αιμοπεταλίων και
συμμετέχουν σε διάφορες παθοφυσιολογικές καταστάσεις συμπεριλαμβανομένης και της αθηροθρόμβωσης. Το οξειδωτικό στρες διαδραματίζει
σημαντικό ρόλο στην αθηροσκλήρωση, όπως στην τροποποίηση διαφόρων λιποπρωτεϊνικών σωματιδίων. Μέχρι σήμερα δεν είναι γνωστό εάν τα
PMPs είναι ευαίσθητα στην επίδραση του οξειδωτικού στρες και αν αυτό
επηρεάζει τη βιολογική τους δραστικότητα. Μελετήσαμε εάν το οξειδωτικό στρες επηρεάζει το πρωτεϊνικό και λιπιδικό περιεχόμενο των PMPs,
καθώς και τη βιολογική τους δράση στην ενεργοποίηση των ανθρώπινων
ενδοθηλιακών κυττάρων ομφαλίου λώρου (HUVECs). Υλικό-Μέθοδος:
Τα PMPs παρασκευάστηκαν από πλυμένα αιμοπετάλια ενεργοποιημένα
με ιονοφόρο Ca2+–A23187. Η οξείδωση των PMPs πραγματοποιήθηκε
είτε με CuSO4 είτε με το σύστημα MPO (μυελοϋπεροξειδάση)/H2O2/Cl-. Ο
έλεγχος της οξείδωσής τους πραγματοποιήθηκε με κυτταρομετρία ροής
και με τον προσδιορισμό των καταλοίπων των λυσινών. Η επίδραση των
οξειδωμένων PMPs στην ενεργοποίηση των HUVECs (5 h και 24 h επώα-
ση) πραγματοποιήθηκε με μέτρηση της μεμβρανικής έκφρασης των μορίων προσκόλλησης ICAM-1 (ενδοκυττάριο μόριο προσκόλλησης-1) και
VCAM-1 (αγγειακό μόριο προσκόλλησης-1) με κυτταρομετρία ροής χρησιμοποιώντας τα φθορισμένα μονοκλωνικά αντισώματα anti-CD54-PE και
anti-CD106-FITC. Αποτελέσματα: Η οξείδωση των PMPs τόσο με Cu2+
όσο και με την MPO επηρεάζει το λιπιδικό (μείωση της Αννεξίνης-V, που
αναγνωρίζει την φωσφατιδυλοσερίνη) και το πρωτεϊνικό τους περιεχόμενο και προκαλεί σημαντική μείωση των καταλοίπων των λυσινών. Τα PMPs
εμφάνισαν μια δοσο- και χρονοεξαρτώμενη ενεργοποιητική δράση στα
HUVECs όπως αυτή φαίνεται με την αύξηση της μεμβρανικής έκφρασης
του ICAM-1 και του VCAM-1. H οξειδωτική τροποποίηση των PMPs οδήγησε στην αύξηση της έκφρασης των παραπάνω προσκολλητικών μορίων.
Συμπεράσματα: Η εργασία αυτή δείχνει για πρώτη φορά ότι τα PMPs
είναι ευαίσθητα στο οξειδωτικό στρες, in vitro και ότι η οξειδωτική τους
τροποποίηση αυξάνει σημαντικά τη βιολογική τους δράση στην ενεργοποίηση των HUVECs. Η σπουδαιότητα των παραπάνω ευρημάτων στους
μηχανισμούς της αθηροθρόμβωσης βρίσκονται υπό διερεύνηση.
ΑΑ45
Υπεροξείδωση καρδιαγγειακού συστήματος και υπέρυθρη φασματοσκοπία.
Quo vadis;
Ι. Αναστασοπούλου
Τμήμα Ακτινοχημείας και Βιοφασματοσκοπίας, Σχολή Χημικών Μηχανικών, Εθνικό Μετσόβιο Πολυτεχνείο, Αθήνα
γή CaCO3. Η παρουσία δεσμών S-S και C-S στα αθηρώματα δείχνει την καταστροφή των ενδογενών προστατευτικών ουσιών που καταναλώθηκαν για την
αντιμετώπιση του οξειδωτικού στρες (σχήμα 1). Συμπεράσματα: Το οξειδωτικό στρες πράγματι επιφέρει βλάβες στις ενδογενείς προστατευτικές ουσίες
με αποτέλεσμα η βλάβη να επεκτείνεται και σε ένζυμα παρεμποδίζοντας την
ορθή λειτουργία του αμυντικού συστήματος. Η FT-IR φασματοσκοπία θα μπορούσε να χρησιμοποιηθεί για τη μελέτη του μηχανισμού της αθηρογένεσης.
0,45
AmI
0,40
ΝΗ
0,35
S-S
0,25
0,20
νCH2 νCH3
ΟΗ
Καρωτίδα
αρτηρία
0,15
=CH
O-P-O-DNA
AmII
0,30
CaCO3
Absorbance
Εισαγωγή-Σκοπός: Οι ελεύθερες ρίζες αναφέρονται συστηματικά στην
έναρξη σειράς ασθενειών που σχετίζονται με την υπεροξείδωση. Η υπέρυθρη φασματοσκοπία μετασχηματισμού Fourier (FT-IR) θα μπορούσε να
χρησιμοποιηθεί στην προδιάγνωση και την παρακολούθηση της εξέλιξης
της ασθένειας. Στην παρούσα εργασία καταγράφονται τα FT-IR φάσματα των
αθηρωμάτων και συνδέονται με την επικείμενη νόσο. Υλικό-Μέθοδος: 70
αθηρώματα (15 στεφανιαίων και 55 καρωτίδων αρτηριών) λήφθηκαν από
ασθενείς 53–85 ετών με χειρουργική ενδαρτηρεκτομή. Τα FT-IR φάσματα
καταγράφηκαν με φασματοφωτόμετρο Nicolet 6700, ενώ το SEM μικροσκόπιο ήταν της Εταιρείας Fei Co. Αποτελέσματα: Οι μεταβολές στις διάφορες
περιοχές των FT-IR φασμάτων συσχετίσθηκαν με την κλινική κατάσταση των
ασθενών και αποδόθηκαν στις αντιδράσεις που προκαλούν οι ελεύθερες ρίζες (ΗΟ.) και τα ιόντα (Ο2–.). Η παραγωγή των ελευθέρων ριζών πέραν του
μεταβολισμού οφείλεται και στο οξειδωτικό στρες που προκλήθηκε στους
ασθενείς τόσο από το κάπνισμα, όσο και από το τοξικό εργασιακό περιβάλλον,
δεδομένου ότι ανιχνεύθηκαν τοξικά μέταλλα (Ag, Pb, Cu). Οι κυριότερες μεταβολές αφορούσαν στη μετατροπή της δομής των πρωτεϊνών από α-έλικα
σε τυχαία δομή και την έντονη φωσφοριλύωση των στεφανιαίων αρτηριών,
με αποτέλεσμα τη διαταραχή της ομοιοστασίας του ασβεστίου και παραγω-
C-S
=CH
0,10
LDL
0,05
0,00
4000
Στεφανιαία αρτηρία
3500
3000
2000 1500
1000
500
Hellenic Journal of Atherosclerosis 1(1)
53
ΑΑ46
Η επίδραση του συνδυασμού ορλιστάτης με εζετιμίμπη στα υποκλάσματα
και στις ενεργότητες των ενζύμων των HDL σωματιδίων σε υπέρβαρους
και παχύσαρκους ασθενείς με υπερλιπιδαιμία
Θ. Φιλιππάτος,1 Ζ. Μητρογιάννη,1 Χ. Δερδεμέζης,1,2 Ε. Νάκου,1 Μ. Γεωργούλα,1 Γ. Χρήστου,1,2
Δ. Κιόρτσης,2 Α. Τσελέπης,3 Μ. Ελισάφ1
1
Τομέας Παθολογίας, Ιατρική Σχολή, Πανεπιστήμιο Ιωαννίνων, Ιωάννινα, 2Εργαστήριο Φυσιολογίας, Ιατρική Σχολή, Πανεπιστήμιο
Ιωαννίνων, Ιωάννινα, 3Εργαστήριο Βιοχημείας, Τμήμα Χημείας, Πανεπιστήμιο Ιωαννίνων, Ιωάννινα
Εισαγωγή: Η υψηλής πυκνότητας λιποπρωτεΐνη (HDL) συμπεριλαμβάνει διαφορετικά υποκλάσματα. Τα HDL σωματίδια έχουν αντιαθηρογόνες ιδιότητες, οι οποίες έχουν ως ένα βαθμό συσχετισθεί με ένζυμα, όπως η σχετιζόμενη με λιποπρωτείνες φωσφολιπάση Α2 (HDL-LpPLA2) και η παραοξονάση-1
(PON1). Σκοπός: Η εκτίμηση της επίδρασης του συνδυασμού εζετιμίμπης με
ορλιστάτη στα υποκλάσματα και στα ένζυμα των HDL σωματιδίων σε υπέρβαρους και παχύσαρκους ασθενείς (δείκτης μάζας σώματος >28 kg/m2) με
υπερχοληστερολαιμία (ολική χοληστερόλη >200 mg/dL). Υλικό-Μέθοδος:
Ογδόντα έξι ασθενείς τυχαιοποιήθηκαν να λάβουν ορλιστάτη 120 mg τρεις
φορές την ημέρα (ομάδα O) ή εζετιμίμπη 10 mg την ημέρα (ομάδα E) ή συνδυασμό ορλιστάτης – εζετιμίμπης στις δόσεις που προαναφέρθηκαν (ομάδα
OE). Όλοι οι ασθενείς έλαβαν υποθερμιδική δίαιτα και η διάρκεια παρακολούθησης ήταν έξι μήνες. Αποτελέσματα: Τα επίπεδα της HDL χοληστερόλης και της απολιποπρωτεΐνης ΑΙ δε μεταβλήθηκαν σημαντικά σε καμία ομά-
δα. Στην ομάδα O η χοληστερόλη των μεγάλων HDL-2 σωματιδίων αυξήθηκε
σημαντικά (p<0,05), ενώ η χοληστερόλη των μικρών HDL-3 σωματιδίων
μειώθηκε σημαντικά (p<0,05). Στις ομάδες Ε και ΟΕ η χοληστερόλη των μεγάλων HDL-2 σωματιδίων δε μεταβλήθηκε, ενώ η χοληστερόλη των μικρών
HDL-3 σωματιδίων μειώθηκε σημαντικά (p<0,05). Παρατηρήθηκε επίσης
μία μη στατιστικά σημαντική μείωση της ενεργότητας της HDL-LpPLA2 και
της PON1 σε όλες τις ομάδες. Ωστόσο, ο λόγος της ενεργότητας των 2 ενζύμων προς τη χοληστερόλη των χαμηλής πυκνότητας λιποπρωτεϊνών (LDL)
αυξήθηκε σημαντικά σε όλες τις ομάδες. Συμπεράσματα: Η χορήγηση της
εζετιμίμπης, μεμονωμένα ή σε συνδυασμό με ορλιστάτη, παρά το γεγονός
ότι δε μετέβαλε σημαντικά τα επίπεδα της HDL χοληστερόλης, οδήγησε σε
μεταβολές των HDL-2 και HDL-3 υποκλασμάτων. Η ενεργότητα τόσο της HDLLpPLA2 όσο και της PON1 ανά mg LDL χοληστερόλης αυξήθηκε σημαντικά
σε όλες τις ομάδες της μελέτης.
ΑΑ47
Αθηρογένεση και οξειδωτικό στρες.
FT-IR φασματοσκοπική μελέτη
Β. Δρίτσα,1 Κ. Πισσαρίδη,1 Ι. Μαμαρέλης,1,2 Β. Τσιλιγγίρης,3 B. Tζιλαλής,3 Ι. Αναστασοπούλου1
1
Τμήμα Ακτινοχημείας και Βιοφασματοσκοπίας, Σχολή Χημικών Μηχανικών, Εθνικό Μετσόβιο Πολυτεχνείο, Αθήνα, 2Καρδιολογική
Κλινική, 401 Γενικό Στρατιωτικό Νοσοκομείο Αθηνών, 3Αγγειοχειρουργική Κλινική, 401 Γενικό Στρατιωτικό Νοσοκομείο Αθηνών, Αθήνα
Εισαγωγή-Σκοπός: Ο μηχανισμός της αθηρoγένεσης δεν έχει ακόμη
διευκρινισθεί σε μοριακό επίπεδο. Στόχος μας είναι η μελέτη με FT-IR φασματοσκοπία σειράς αθηρωμάτων, αφού οι μεταβολές των εντάσεων και
μετατοπίσεων των ταινιών των χαρακτηριστικών ομάδων των λιπιδίων, λιποπρωτεϊνών, φωσφολιπιδίων και DNA οδηγούν σε ασφαλή συμπεράσματα για
την επικείμενη νόσο, την επίδραση του περιβάλλοντος και του οξειδωτικού
στρες. Υλικό-Μέθοδος: 50 αθηρώματα ελήφθησαν από ασθενείς (53–85
ετών) με χειρουργική ενδαρτηρεκτομή καρωτίδων αρτηριών. Τα FT-IR
φάσματα καταγράφηκαν με φασματοφωτόμετρο Nicolet 6700, resolution
4 cm-1 και 120 scans/φάσμα, ενώ το SEM μικροσκόπιο ήταν της Εταιρείας
Fei Co. Αποτελέσματα: Από τις διαφορές των FT-IR φασμάτων των ασθενών διαπιστώθηκε ότι οι μεταβολές ήταν ανάλογες της κλινικής εικόνας. Οι
ταινίες στα 3080 cm-1 και 1740 cm-1 αποτελούν δείκτη της LDL χοληστερόλης. Από τις μετατοπίσεις των συχνοτήτων των Amide I προς μικρότερους
κυματαριθμούς συμπεραίνεται μετατροπή της μοριακής δομής από α-έλικα
σε τυχαίο σχηματισμό, ως αποτέλεσμα της υπεροξείδωσης των μεμβρανών
και λιποπρωτεϊνών. Τέλος, από τα υπέρυθρα φάσματα και την ανάλυση SEM
βεβαιώνεται η παρουσία βαρέων μετάλλων που προκαλούν το σχηματισμό
ελευθέρων ριζών και επομένως την υπεροξείδωση. Συμπεράσματα: Από τα
βαρέα μέταλλα, του εργασιακού κυρίως περιβάλλοντος, προκαλείται οξειδωτικό στρες (ROS), που θεωρείται το πρωταρχικό αίτιο υπεροξείδωσης των
λιπιδίων και λιποπρωτεϊνών με αποτέλεσμα τη μείωση των προστατευτικών
ουσιών του οργανισμού, τη σχάση των αλυσίδων και σχηματισμό αλάτων.
54
Ελληνική Επιθεώρηση Αθηροσκλήρωσης 1(1)
ΑΑ48
Απολιποπρωτεΐνες C-II και C-III και επίπεδα της χοληστερόλης
των μικρών πυκνών LDL σωματιδίων σε μη διαβητικούς ασθενείς
με μεταβολικό σύνδρομο
Θ. Φιλιππάτος,1 Β. Τσιμιχόδημος,1 Ζ. Μητρογιάννη,1 Μ. Κωσταπάνος,1 Χ. Δερδεμέζης,1,2
Χ. Κωσταρά,3 Χ. Τζάλας,1 Ε. Μπαϊρακτάρη,3 Α. Τσελέπης,4 Μ. Ελισάφ1
1
Τομέας Παθολογίας, Ιατρική Σχολή, Πανεπιστήμιο Ιωαννίνων, Ιωάννινα, 2Εργαστήριο Φυσιολογίας, Ιατρική Σχολή,
Πανεπιστήμιο Ιωαννίνων, Ιωάννινα, 3Εργαστήριο Κλινικής Χημείας, Ιατρική Σχολή, Πανεπιστήμιο Ιωαννίνων, Ιωάννινα,
4
Εργαστήριο Βιοχημείας, Τμήμα Χημείας, Πανεπιστήμιο Ιωαννίνων, Ιωάννινα
Εισαγωγή-Σκοπός: Η απολιποπρωτεΐνη C-II ενεργοποιεί τη λιποπρωτεϊνική λιπάση (LPL) και συντελεί στην αποτελεσματική λιπόλυση των πλούσιων σε τριγλυκερίδια λιποπρωτεϊνών. Ωστόσο, οι αυξημένες συγκεντρώσεις
της απολιποπρωτεΐνης C-II αναστέλλουν την υδρόλυση των τριγλυκεριδίων
διαμέσου της LPL. Η απολιποπρωτεΐνη C-III είναι αναστολέας της LPL. Τα
τριγλυκερίδια αποτελούν το σημαντικότερο παράγοντα που επηρεάζει τα
επίπεδα της χοληστερόλης των μικρών πυκνών LDL σωματιδίων (sdLDL-C).
Έτσι, οι απολιποπρωτεΐνες C-II και C-III μπορεί να επηρεάζουν τα επίπεδα
της sdLDL-C, διαμέσου της επίδρασής τους στη συγκέντρωση των τριγλυκεριδίων του ορού. Υλικό-Μέθοδος: Μελετήσαμε την πιθανή επίδραση
των επιπέδων των απολιποπρωτεϊνών C-II και C-III στη συγκέντρωση της
sdLDL-C σε 73 παχύσαρκους ασθενείς με μεταβολικό σύνδρομο, αλλά χωρίς
διαβήτη ή γνωστή καρδιαγγειακή νόσο. Αποτελέσματα: Τα επίπεδα των
τριγλυκεριδίων και των απολιποπρωτεϊνών C-II και C-III προοδευτικά αυξάνονταν όταν οι ασθενείς της μελέτης χωρίσθηκαν σε τριτημόρια ανάλογα
με τη συγκέντρωση της sdLDL-C (p<0,001 για όλες τις παραμέτρους). Η
πολυπαραγοντική ανάλυση έδειξε ότι τα επίπεδα της απολιποπρωτεΐνης CIII συσχετίζονταν ανεξάρτητα με τη συγκέντρωση των τριγλυκεριδίων, ενώ
τα επίπεδα των τριγλυκεριδίων και της απολιποπρωτείνης Β συσχετίζονταν
ανεξάρτητα με τη συγκέντρωση της sdLDL-C. Οι απολιποπρωτεΐνες C-II και
C-III συσχετίζονταν με τα επίπεδα της sdLDL-C μόνο στη μονοπαραγοντική
ανάλυση, αλλά όχι στην πολυπαραγοντική ανάλυση. Συμπεράσματα: Οι
απολιποπρωτεΐνες C-II και C-III δεν επηρεάζουν τη συγκέντρωση της sdLDL-C
σε παχύσαρκους ασθενείς με μεταβολικό σύνδρομο.
ΑΑ49
Μελέτη της έκφρασης των υποδοχέων τύπου Toll (TLRs)
στα μονοκύτταρα ασθενών με διαβητική νεφροπάθεια
Κ. Ρουσούλη,1 Ξ. Ζήκου,2 Κ. Τέλλης,1 Κ. Κατωπόδης,2 Κ. Σιαμόπουλος,2 Α. Τσελέπης1
1
Εργαστήριο Βιοχημείας, Τμήμα Χημείας, Πανεπιστήμιο Ιωαννίνων, Ιωάννινα, 2Νεφρολογική Κλινική,
Πανεπιστήμιο Ιωαννίνων, Ιωάννινα
Εισαγωγή-Σκοπός: Οι υποδοχείς τύπου Toll (TLRs) διαδραματίζουν σημαντικό ρόλο στις φλεγμονώδεις και ανοσολογικές αντιδράσεις. Άτομα με
χρόνια νεφρική νόσο (ΧΝΝ) έχουν αυξημένη επίπτωση καρδιαγγειακής
νόσου. Ιδιαίτερα η συνύπαρξη σακχαρώδη διαβήτη και ΧΝΝ (διαβητική
νεφροπάθεια) αυξάνει ακόμα περισσότερο τον κίνδυνο για καρδιαγγειακή
νόσο. Μελετήσαμε τη μεμβρανική έκφραση των υποδοχέων TLR2 και TLR4
σε μονοκύτταρα περιφερικού αίματος ασθενών με διαβητική νεφροπάθεια.
Υλικό-Μέθοδος: Μελετήθηκαν 40 μη αιμοκαθαιρόμενοι ασθενείς με ΧΝΝ
όλων των σταδίων (σπειραματική διήθηση: 36,2±25 mL/min/1,73 m2). Οι
ασθενείς ταξινομήθηκαν σε δύο ομάδες, 30 ασθενείς με ΧΝΝ (21 άνδρες,
9 γυναίκες, με μέση ηλικία 66,0±13,5 έτη) χωρίς σακχαρώδη διαβήτη
(ομάδα 1) και 10 ασθενείς (8 άνδρες, 2 γυναίκες, με μέση ηλικία 69,3±8,0
έτη) με διαβητική νεφροπάθεια (ομάδα 2). Οι δύο ομάδες συγκρίθηκαν
με 18 υγιή άτομα, ίδιας ηλικίας και φύλου (ομάδα ελέγχου). Ασθενείς που
ελάμβαναν στατίνη, ή είχαν ιστορικό καρκίνου ή αυτοάνοσου νοσήματος,
ή νοσηλεύθηκαν το τελευταίο τρίμηνο για ασθένεια λοιμώδους αιτιολο-
γίας αποκλείσθηκαν από τη μελέτη. Η έκφραση των TLRs μελετήθηκε με
κυτταρομετρία ροής χρησιμοποιώντας τα μονοκλωνικά αντισώματα antiCD14-FITC, anti-TLR2-PE και anti-TLR4-PE. Αποτελέσματα: Η ομάδα
1 παρουσίασε αυξημένη έκφραση των TLR2 στα μονοκύτταρα σε σχέση
με την ομάδα ελέγχου (μέση ένταση φθορισμού-MFI: 135±28 έναντι
117±24, p<0,04), ενώ δεν παρατηρήθηκε στατιστικά σημαντική αύξηση
της έκφρασης των TLR4. Η ομάδα 2 παρουσίασε αυξημένη έκφραση των
TLR2 και TLR4 στα μονοκύτταρα, συγκρινόμενη με την ομάδα 1 (161±44
και 58±31 έναντι 135±28 και 41±15, αντίστοιχα, p<0,04) και με την
ομάδα ελέγχου (161±44 και 58±31 έναντι 117±24 και 37±7, p<0,04).
Συμπεράσματα: Οι ασθενείς με ΧΝΝ χαρακτηρίζονται από αυξημένη
έκφραση των TLRs στα μονοκύτταρα, ένα φαινόμενο το οποίο είναι περισσότερο εμφανές στους ασθενείς με διαβητική νεφροπάθεια. Η αυξημένη
έκφραση των TLR2 και TLR4 στους ασθενείς με διαβητική νεφροπάθεια
σε σχέση με της ΧΝΝ μπορεί να συμβάλλει στον αυξημένο καρδιαγγειακό
κίνδυνο που εμφανίζουν οι ασθενείς αυτοί.
Hellenic Journal of Atherosclerosis 1(1)
55
ΑΑ50
Επίδραση της υπολιπιδαιμικής αγωγής στα πρόδρομα ενδοθηλιακά
κύτταρα σε ασθενείς με μεικτή δυσλιπιδαιμία
Β. Χαντζηχρήστος,1 Α. Αγγουρίδης,2 Μ. Ελισάφ,2 Α. Τσελέπης1
1
Εργαστήριο Βιοχημείας, Τμήμα Χημείας, Πανεπιστήμιο Ιωαννίνων, Ιωάννινα, 2Τομέας Παθολογίας, Ιατρική Σχολή,
Πανεπιστήμιο Ιωαννίνων, Ιωάννινα
Εισαγωγή-Σκοπός: Τα πρόδρομα ενδοθηλιακά κύτταρα (EPCs) είναι μονοπύρηνα κύτταρα, τα οποία ανιχνεύονται στο περιφερικό αίμα και συμβάλλουν στην αγγειογένεση και στην αναγέννηση του ενδοθηλίου. Ο σκοπός της
μελέτης ήταν η διερεύνηση της επίδρασης της υπολιπιδαιμικής αγωγής στα
EPCs σε ασθενείς με μεικτή δυσλιπιδαιμία. Υλικό-Μέθοδος: Στη μελέτη
συμμετείχαν 23 άτομα, 12 ασθενείς με μεικτή δυσλιπιδαιμία (TChol: 275±45,
LDL: 174±45 , TRG: 269±125, HDL: 48±9) και 11 νορμολιπιδαιμικά άτομα
παρόμοιας ηλικίας και φύλου. Οι ασθενείς τυχαιοποιήθηκαν να λάβουν ροσουβαστατίνη 40 mg (n=6) ή ροσουβαστατίνη/ελεύθερα λιπαρά οξέα, 10
mg/2 g ημερησίως (n=6). Προσδιορίστηκε η μεμβρανική έκφραση των χαρακτηριστικών αντιγόνων των EPCs, CD34 και KDR (χρήση μονοκλωνικών
αντισωμάτων anti-CD34-FITC και anti-KDR-PE αντίστοιχα) σε ολικό αίμα με
τη μέθοδο της κυτταρομετρίας ροής. Επίσης, απομονώθηκαν τα μονοπύρηνα κύτταρα από περιφερικό αίμα και καλλιεργήθηκαν τα EPCs. Μετά από 7
μέρες καλλιέργειας, μετρήθηκε ο αριθμός αποικιών των κυττάρων αυτών.
Οι παραπάνω προσδιορισμοί έγιναν πριν τη χορήγηση της υπολιπιδαιμικής
αγωγής και 3 μήνες μετά. Αποτελέσματα: Δεν παρατηρήθηκαν στατιστικά
σημαντικές διαφορές ως προς την έκφραση του CD34 μεταξύ ασθενών και
νορμολιπιδαιμικών ατόμων. Αντίθετα, παρατηρήθηκε στατιστικά σημαντικά
μειωμένη έκφραση του KDR στα δυσλιπιδαιμικά άτομα σε σχέση με τα νορμολιπιδαιμικά (MFI: 22,8±7,5 έναντι 34,2±14,7 αντίστοιχα, p<0,03). Τέλος,
ο αριθμός των αποικιών των EPCs των ασθενών ήταν στατιστικά σημαντικά
μικρότερος σε σχέση με αυτόν των νορμολιπιδαιμικών (48,6±41,4 έναντι
86,9±37,0 αντίστοιχα, p<0,04). Τόσο η ροσουβαστατίνη, όσο και ο συνδυασμός ροσουβαστατίνης με ελεύθερα λιπαρά οξέα αύξησαν την έκφραση
του KDR και τον αριθμό των αποικιών. Συμπεράσματα: Τα άτομα με μεικτή
δυσλιπιδαιμία εμφανίζουν μικρότερο αριθμό EPCs στο περιφερικό αίμα και
μειωμένη ικανότητα δημιουργίας αποικιών σε σύγκριση με τα νορμολιπιδαιμικά άτομα, ένδειξη ότι η δυσλιπιδαιμία επηρεάζει την ικανότητα επανενδοθηλιοποίησης. Η υπολιπιδαιμική αγωγή τόσο με ροσουβαστατίνη όσο
και με το συνδυασμό της με ελεύθερα λιπαρά οξέα βελτιώνει τις παραπάνω
παραμέτρους.
ΑΑ51
Επίδραση του οξειδωτικού στρες στη μάζα και την ενεργότητα
της λιποπρωτεϊνικής φωσφολιπάσης Α2 (Lp-PLA2)
Χ. Κουμπαρή, Κ. Τέλλης, Α. Τσελέπης
Εργαστήριο Βιοχημείας, Τμήμα Χημείας, Πανεπιστήμιο Ιωαννίνων, Ιωάννινα
Εισαγωγή-Σκοπός: Η λιποπρωτεϊνική φωσφολιπάση Α2 (Lp-PLA2) είναι
μια φωσφολιπάση A2 που συνδέεται με τις λιποπρωτεΐνες, κυρίως με τη
LDL. Η LDL-Lp-PLA2 εμφανίζει διάφορες προφλεγμονώδεις και προαθηρογόνες δράσεις. Αντίθετα, η HDL-Lp-PLA2 πιθανώς συμβάλλει στις αντιαθηρογόνες δράσεις της HDL. Τόσο η LDL όσο και η HDL είναι ευαίσθητες
στο οξειδωτικό στρες, το οποίο προκαλεί σημαντικές φυσικοχημικές και
δομικές μεταβολές των σωματιδίων τους. Υλικό-Μέθοδος: Η LDL και η
HDL παρασκευάσθηκαν από φρέσκο πλάσμα με διαδοχικές υπερφυγοκεντρήσεις. Η οξειδωτική τροποποίηση της LDL και της HDL έγινε παρουσία
5μΜ Cu2+ υπό συνεχή παρακολούθηση της οξειδωτικής τροποποίησης
στα 234 nm, στους 37 °C για 6 h. Μετρήθηκε η ενεργότητα της Lp-PLA2,
με τη μέθοδο ιζηματοποίησης με τριχλωροξεϊκό οξύ, καθώς και η μάζα
του ενζύμου με τη μέθοδο ELISA, πριν την οξείδωση, στο τέλος της λανθάνουσας φάσης, στο τέλος της παραγωγικής φάσης, καθώς και στο τέλος οξείδωσης. Αποτελέσματα: Παρατηρήθηκε βαθμιαία μείωση της
ενεργότητας της LDL-Lp-PLA2, η οποία έφθασε στο μέγιστο στο τέλος της
παραγωγικής φάσης (από 28,35±6,26 nmol/min/mg σε 7,40±0,96 nmol/
min/mg, p<0,01). Αντίθετα, δεν παρατηρήθηκε μεταβολή της μάζας του
ενζύμου (3,93±1,88 ng/mg LDL) με αποτέλεσμα να μειωθεί σημαντικά η
ειδική ενεργότητα του ενζύμου, η οποία έφθασε στο μέγιστο στο τέλος
της λανθάνουσας φάσης οξείδωσης. Η ενεργότητα της HDL-Lp-PLA2 επίσης μειώθηκε και έφθασε στο μέγιστο στο τέλος της λανθάνουσας φάσης
(από 2,61±0,61 nmol/min/mg σε 1,02±0,53 nmol/min/mg, p<0,01).
Παράλληλα, υπήρξε σταδιακή μείωση της μάζας της HDL-Lp-PLA2 σε μεγαλύτερο ποσοστό από αυτό της ενεργότητας με αποτέλεσμα να υπάρξει
σταδιακή αύξηση της ειδικής ενεργότητας του ενζύμου κατά τη διάρκεια
της οξειδωτικής τροποποίησης της HDL. Συμπεράσματα: Kατά την οξείδωση της HDL παρατηρείται σταδιακή αύξηση της ειδικής ενεργότητας
της HDL-Lp-PLA2, αποτέλεσμα που επιτρέπει να υποθέσουμε ότι κατά την
οξείδωση της HDL ενισχύεται η αντιοξειδωτική και η αντιφλεγμονώδης
δραστικότητά της. Η σημασία αυτού στην παθογένεση της αθηρωμάτωσης χρειάζεται περαιτέρω διερεύνηση.
56
Ελληνική Επιθεώρηση Αθηροσκλήρωσης 1(1)
ΑΑ52
Επίπεδα της λιποπρωτεϊνικής φωσφολιπάσης Α2 (Lp-PLA2) στο αρτηριακό
τοίχωμα ασθενών που υποβάλλονται σε αορτοστεφανιαία παράκαμψη
Χ. Κουμπαρή,1 Σ. Σισμανίδης,2 Κ. Τέλλης,1 Β. Μούσης,1 Δ. Τσουκάτος,1
Σ. Συμινελάκης,2 Α.Δ. Τσελέπης1
1
Εργαστήριο Βιοχημείας, Τμήμα Χημείας, Πανεπιστήμιο Ιωαννίνων, Ιωάννινα, 2Καρδιοχειρουργική Κλινική, Πανεπιστημιακό
Γενικό Νοσοκομείο Ιωαννίνων, Ιωάννινα
Εισαγωγή-Σκοπός: Η αθηροσκλήρωση είναι μια χρόνια φλεγμονώδης
πολυπαραγοντική νόσος του αρτηριακού τοιχώματος. Η λιποπρωτεϊνική
φωσφολιπάση Α2 (Lp-PLA2) είναι ένα ένζυμο που μεταφέρεται στο πλάσμα
κυρίως από τη χαμηλής πυκνότητας λιποπρωτεΐνη. Τα επίπεδα του ενζύμου στο πλάσμα αποτελούν έναν ανεξάρτητο παράγοντα κινδύνου για την
καρδιαγγειακή νόσο. Ωστόσο, ο παθοφυσιολογικός ρόλος της Lp-PLA2 στην
αθηρογένεση είναι αντιφατικός, καθώς έχουν προταθεί τόσο προαθηρογόνες όσο και αντιαθηρογόνες δράσεις του ενζύμου. Στην εργασία αυτή μελετήθηκαν τα επίπεδα της ενεργότητας και μάζας της Lp-PLA2 στο τοίχωμα
αορτών, μαστικών και στεφανιαίων αρτηριών, ασθενών που υποβλήθηκαν
σε αορτοστεφανιαία παράκαμψη. Υλικό-Μέθοδος: Στη μελέτη συμμετείχαν 18 ασθενείς με στεφανιαία νόσο που υποβλήθηκαν σε αορτοστεφανιαία
παράκαμψη. Τεμάχια αρτηριακού τοιχώματος (αορτή, μαστική και στεφανιαία αρτηρία) που πάρθηκαν κατά την επέμβαση εκπλύθηκαν εκτενώς με
διάλυμα HEPES-EDTA pH=7,4, ομογενοποιήθηκαν με υπέρηχους στον πάγο
σε ρυθμιστικό διάλυμα ομογενοποίησης HEPES-EDTA-CHAPS και ακολού-
θησε φυγοκέντρηση για την απομάκρυνση του ιζήματος. Στο υπερκείμενο
έγινε προσδιορισμός ολικής πρωτεΐνης και μετρήθηκαν η ενεργότητα και η
μάζα της Lp-PLA2 με τη μέθοδο ιζηματοποίησης με τριχλωροξεικό οξύ και
με μέθοδο ELISA, αντίστοιχα. Αποτελέσματα: Η ενεργότητα της Lp-PLA2
στις αθηρωματικές στεφανιαίες αρτηρίες και αορτές είναι σημαντικά μικρότερη σε σχέση με αυτή στις μαστικές αρτηρίες (0,14±0,08 και 0,12±0,07
nmol/mg protein/min, αντίστοιχα, έναντι 0,2±0,09 nmoL/mg protein/min).
Αντίθετα, η μάζα του ενζύμου στις αθηρωματικές στεφανιαίες αρτηρίες και
αορτές είναι σημαντικά μεγαλύτερη σε σχέση με αυτή στις μαστικές αρτηρίες (4,16±1,28 και 2,93±1,17 ng/mg protein, αντίστοιχα, έναντι 0,061±0,03
ng/mg protein). Συμπεράσματα: Η ύπαρξη αθηρωματικής πλάκας στο
αρτηριακό τοίχωμα συνδυάζεται με αυξημένα επίπεδα ενζύμου το οποίο
όμως εκφράζει μειωμένη ενεργότητα, πιθανώς εξαιτίας του αυξημένου οξειδωτικού στρες στην περιοχή του αθηρώματος. Το εύρημα αυτό αποτελεί ένα
σημαντικό βήμα στην προσπάθεια κατανόησης του ρόλου της Lp-PLA2 στην
αθηρογένεση.
ΑΑ53
Η ευεργετική επίδραση της μεσογειακής διατροφής
στο μεταβολικό προφίλ των υπερηλίκων καταθλιπτικών ατόμων.
Μελέτη Ικαρία
Χ. Χρυσοχόου, Γ. Τσιτσινάκης, Ε. Γιακουμή, Β. Μεταξά, Γ. Λάζαρος, Δ Τσιαχρής, Α. Μαργαζάς,
Κ. Ζήσιμος, Χ. Πίτσαβος, Χ. Στεφανάδης
Α΄ Πανεπιστημιακή Καρδιολογική Κλινική, Γενικό Νοσοκομείο Αθηνών «Ιπποκράτειο», Αθήνα
Εισαγωγή-Σκοπός: Οι κάτοικοι της Ικαρίας παρουσιάζουν προσδόκιμο
ζωής μεγαλύτερο του μέσου όρου. Υπάρχουν ενδείξεις για προστατευτική
επίδραση της Μεσογειακής Διατροφής (ΜΔ). Μελετήθηκε η επίδραση της
ΜΔ στην κλινική κατάσταση και στον καρδιαγγειακό κίνδυνο υπερήλικων
ατόμων, μονίμων κατοίκων Ικαρίας. Υλικό-Μέθοδος: Μελετήθηκαν 343
άνδρες και 330 γυναίκες 65–100 ετών. Χρησιμοποιήθηκε ένα σκορ ΜΔ
(όρια 0–55). Η υιοθέτηση της ΜΔ εκτιμήθηκε σε σχέση με τη παρουσία
παραγόντων καρδιαγγειακού κινδύνου. Τα συμπτώματα κατάθλιψης ορίστηκαν χρησιμοποιώντας τη σύντομη έκδοση της ΚΛΙΜΑΚΑΣ ΓΗΡΙΑΤΡΙΚΗΣ
ΚΑΤΑΘΛΙΨΗΣ (GDS όρια 0–15). Αποτελέσματα: 23% των ανδρών και 19%
των γυναικών ανέφεραν γνωστή καρδιαγγειακή νόσο, 32% και 25% αντίστοιχα διαβήτη, 75% και 68% υπέρταση, 62% και 69% υπερχολεστερολαιμία, 29% και 30% παχυσαρκία. Υιοθέτηση της ΜΔ αναφέρθηκε σε >90%
των συμμετεχόντων για >30–40 έτη, ενώ το μέσο ΜΔ σκορ ήταν 35±3 και
στα δυο φύλα. Οι συμμετέχοντες που ανήκαν στο υψηλότερο τριτημόριο
του GDS σκορ είχανε μεγαλύτερη επίπτωση μεταβολικού συνδρόμου (ΜΣ)
(66% έναντι 53%, p=0,02), λιγότερα χρονιά εκπαίδευσης (7±1,5 έναντι
8,5±1,4, p=0,05), μεγαλύτερη επίπτωση υπέρτασης (66% έναντι 58%,
p=0,04), διαβήτη (27% έναντι 20%, p=0,04), καρδιαγγειακής νόσου (23%
έναντι 16%, p=0,04), χειρότερη φυσική κατάσταση σε σχέση με εκείνους
που ανήκαν στο χαμηλότερο τριτημόριο της κλίμακας GDS. Κάθε αύξηση
μιας μονάδας GDS σκορ συνδεόταν με αύξηση κατά 12% της πιθανότητας
να έχουν έναν επιπρόσθετο παράγοντα κινδύνου για καρδιαγγειακή νόσο.
Μετά από διαστρωμάτωση της ανάλυσης, στους υπερήλικες με υψηλές τιμές κατάθλιψης, βρέθηκε ότι η ΜΔ σχετιζόταν αντίστροφα με τον αριθμό
των παραγόντων του μεταβολικού συνδρόμου (b=–0,219, CI=–0–17–0,
p=0,05) έχοντας ελέγξει για συγχυτικούς παράγοντες. Συμπεράσματα:
Υπάρχει θετική συσχέτιση της κατάθλιψης με τους παράγοντες καρδιαγγειακού κινδύνου, την καρδιαγγειακή νόσο και την επίπτωση του ΜΣ στους
υπερήλικες, ανεξάρτητα του τρόπου ζωής. Η συμμόρφωση στη ΜΔ φαίνεται να προστατεύει έναντι των παραγόντων του ΜΣ στους υπερήλικες
ακόμα και σε αυτούς με υψηλά ποσοστά κατάθλιψης.
Hellenic Journal of Atherosclerosis 1(1)
57
ΑΑ54
Η ευεργετική επίδραση της φυσικής δραστηριότητας στη μάζα
της αριστερής κοιλίας στα ηλικιωμένα άτομα με παχυσαρκία.
Μελέτη Ικαρία
Χ. Χρυσοχόου, Ε. Χριστοφοράτου, Γ. Λάζαρος, Γ. Τσιτσινάκης, Χ. Συκαράς, Γ. Τριανταφύλλου,
Ε. Ζούλια, Σ. Βογιατζόγλου, Χ. Πίτσαβος, Χ. Στεφανάδης
Α΄ Πανεπιστημιακή Καρδιολογική Κλινική, Γενικό Νοσοκομείο Αθηνών «Ιπποκράτειο», Αθήνα
Εισαγωγή-Σκοπός: Η υπερτροφία της αριστερής κοιλίας (LV) θεωρείται
ισχυρός προγνωστικός δείκτης δυσμενών καρδιαγγειακών συμβαμάτων, ενώ αυξάνεται με το δείκτη μάζας σώματος (BMI) και τη γήρανση.
Η σωματική άσκηση συνδέεται με αιμοδυναμικές αλλαγές, ενώ έχει δείξει ευεργετική επίδραση στην αρτηριακή πίεση. Στην παρούσα μελέτη
ερευνήθηκε ο ρόλος της σωματικής άσκησης στη μάζα της αριστερής
κοιλίας (LVM) στα παχύσαρκα ηλικιωμένα άτομα. Υλικό-Μέθοδος:
Μελετήθηκαν 343 άνδρες και 330 γυναίκες, ηλικίας 65–100 ετών, μόνιμοι
κάτοικοι Ικαρίας. Η σωματική δραστηριότητα αξιολογήθηκε χρησιμοποιώντας το IPAQ. Σε όλα τα άτομα πραγματοποιήθηκε υπερηχοκαρδιογραφικός έλεγχος, ενώ η LVM υπολογίστηκε σύμφωνα με τις διεθνείς οδηγίες.
Αποτελέσματα: Συμπεριλήφθηκαν 488 παχύσαρκoι ηλικιωμένoι, μέσης
ηλικίας 75±6 χρονών, (άντρες 51%) με μέση LVΜ=215,48 g. Σύμφωνα με
την ταξινόμηση IPAQ, 88 άτομα ορίστηκαν ως χαμηλής φυσικής δραστηριότητας, 297 ως μέτριας και 103 ως υψηλής. Τα άτομα υψηλής σωματικής
δραστηριότητας ήταν μεγαλύτερης ηλικίας (77±7 έναντι 75±6, p=0,001),
άντρες (68% εναντίον 36%, p=0,001), κάπνιζαν περισσότερο (17% έναντι
7%, p=0,05), κατανάλωναν περισσότερο οινόπνευμα (80% έναντι 51%,
p=0,001), είχαν μικρότερη επίπτωση καρδιαγγειακής νόσου (16% έναντι
35%, p=0,01), μικρότερο BMI (29±3 έναντι 30±4, p=0,013), υψηλότερα
επίπεδα κάθαρσης κρεατινίνης (77±19 έναντι 70±24, p=0,016), χαμηλότερη LVΜ (213±51 έναντι 214±50, p=0,06) και υψηλότερα επίπεδα γλυκόζης (117±38 έναντι 114±46, p=0,03) σε σχέση με τα άτομα χαμηλής
σωματικής δραστηριότητας, ενώ καμία διαφορά δεν παρατηρήθηκε στα
επίπεδα της αρτηριακής πίεσης, της περιφέρειας μέσης, της αντιυπερτασικής θεραπείας. Η στατιστική ανάλυση γραμμικής παλινδρόμησης αποκάλυψε ότι στους παχύσαρκους υπερήλικες η σωματική δραστηριότητα
μειώνει την LVM (b=–0,087, CI=–15,3–0,78, p=0,05), έχοντας ελέγξει
για συγχυτικούς παράγοντες. Συμπεράσματα: Η συστηματική σωματική
δραστηριότητα στα ηλικιωμένα παχύσαρκα άτομα μπορεί να έχει ευεργετική επίδραση στην υποστροφή της LVM, ανεξάρτητα από τα επίπεδα
της αρτηριακής πίεσης και τα άλλα κλινικά χαρακτηριστικά. Φαίνεται ότι
η συστηματική άσκηση ακόμα και στους ηλικιωμένους σχετίζεται με τη
μακροζωία σε όλες τις ηλικιακές κατηγορίες.
ΑΑ55
Η ολική αντιοξειδωτική ικανότητα βελτιώνεται με τη σωματική άσκηση
και τη μεσογειακή διατροφή σε άτομα χωρίς καρδιαγγειακή νόσο.
Μελέτη Αττική
Χ. Χρυσοχόου, Δ.Β. Παναγιωτάκος, Χ. Πίτσαβος, Γ. Τσιτσινάκης, Α. Σταύρος,
Δ. Κάβουρας, Κ. Μασούρα, Α. Ζεϊμπέκης, Ι. Σκούμας, Χ. Στεφανάδης
Α΄ Πανεπιστημιακή Καρδιολογική Κλινική, Γενικό Νοσοκομείο Αθηνών «Ιπποκράτειο», Αθήνα
Εισαγωγή-Σκοπός: Η φυσική δραστηριότητα και η υγιεινή διατροφή
έχουν ευεργετικές επιδράσεις στα ποσοστά θνητότητας και νοσηρότητας
στο γενικό πληθυσμό. Το οξειδωτικό στρες φαίνεται να διαδραματίζει σημαντικό ρόλο στην παθοφυσιολογία του διαβήτη και της καρδιαγγειακής
νόσου. Ως ολική αντιοξειδωτική ικανότητα (ΟΑΙ) ορίζεται η συνολική δράση
όλων των αντιοξειδωτικών που κυκλοφορούν στον ορό και στα σωματικά
υγρά, ενώ αποτελεί περισσότερο ένα σύνολο παραμέτρων παρά ένα απλό
άθροισμα των μετρούμενων αντιοξειδωτικών. Στη μελέτη αυτή εξετάσαμε τη επίδραση της σωματικής δραστηριότητας και της μεσογειακής
διατροφής στην ΟΑΙ. Υλικό-Μέθοδος: Ένα τυχαίο δείγμα 1514 ανδρών
και 1528 γυναικών επιλέχθηκε από διάφορες περιοχές της Αττικής. Η φυσική δραστηριότητα μετρήθηκε με τη χρήση του μεταφρασμένου έγκυρου
ερωτηματολογίου «Διεθνές Ερωτηματολόγιο Φυσικής Δραστηριότητας»
(Ιnternational Physical Activity Questionnaire, IPAQ). Η κατανάλωση τρο-
φής εκτιμήθηκε με το έγκυρο FFQ. Η τήρηση της μεσογειακής διατροφής
εκτιμήθηκε με το MedDietScore, που συμπεριλαμβάνεται στα εγγενή χαρακτηριστικά της δίαιτας. Αποτελέσματα: Η ολική αντιοξειδωτική ικανότητα
σχετιζόταν θετικά με το βαθμό της φυσικής δραστηριότητας (p<0,05) και
με το MedDietScore (r=0,24, p<0,001). Η ανάλυση κατά στρώματα με βάση
το επίπεδο διατροφής αποκάλυψε ότι τα πιο επωφελή αποτελέσματα παρατηρήθηκαν στην ομάδα των ατόμων με υψηλό επίπεδο σωματικής δραστηριότητας σε σύγκριση με τα αδρανή άτομα, που επίσης ακολουθούσαν τη
μεσογειακή διατροφή (19,7±7,4 μmol/L, p=0,03), μετά από διόρθωση για
τους διάφορους συγχυτικούς παράγοντες. Συμπεράσματα: Το υψηλό επίπεδο σωματικής δραστηριότητας και η τήρηση της μεσογειακής διατροφής
σχετιζόταν με αυξημένη αντιοξειδωτική ικανότητα και μειωμένα επίπεδα
οξειδωμένης LDL-χοληστερόλης, αντικατοπτρίζοντας έναν πιθανό προστατευτικό μηχανισμό του υγιεινού τρόπου ζωής στην καρδιαγγειακή υγεία.
58
Ελληνική Επιθεώρηση Αθηροσκλήρωσης 1(1)
ΑΑ56
Επίπεδα κάθαρσης κρεατινίνης και καρδιαγγειακοί παράγοντες
κινδύνου σε υγιή άτομα.
Μελέτη Αττική
Χ. Χρυσοχόου, Δ.Β. Παναγιωτάκος, Γ. Τσιτσινάκης, Χ. Πίτσαβος, Ι. Σκούμας, Μ. Τούτουζα,
Κ. Ζεϊμπέκης, Μ. Κάμπαξης, Κ. Μασούρα, Χ. Στεφανάδης
Α΄ Πανεπιστημιακή Καρδιολογική Κλινική, Γενικό Νοσοκομείο Αθηνών «Ιπποκράτειο», Αθήνα
Εισαγωγή-Σκοπός: Στη μελέτη αυτή, διάρκειας πέντε ετών, εκτιμήθηκε η
συσχέτιση μεταξύ της νεφρικής λειτουργίας και των παραγόντων κινδύνου για
καρδιαγγειακή νόσο, καθώς και ο ρόλος της νεφρικής λειτουργίας στην επίπτωση των καρδιαγγειακών συμβαμάτων, σε ενήλικες Έλληνες χωρίς γνωστή
καρδιαγγειακή νόσο, που προέρχονταν από την περιοχή της Αττικής. ΥλικόΜέθοδος: Συνολικά συμμετείχαν 1514 άνδρες και 1528 γυναίκες (ηλικίας >18
ετών) από την περιοχή της Αττικής, ελεύθεροι καρδιαγγειακής νόσου. Η εμφάνιση καρδιαγγειακής νόσου ορίστηκε σύμφωνα με τα κριτήρια WHO-ICD-10. Η
νεφρική λειτουργία μετρήθηκε με βάση το ποσοστό κάθαρσης της κρεατινίνης (Ccr), στην αρχή της μελέτης χρησιμοποιώντας τον τύπο Cockcroft-Gault,
καθώς και τις συστάσεις της Εθνικής Εταιρείας Νεφρού. Η συμμόρφωση στη
Μεσογειακή Διατροφή (ΜΔ) ορίστηκε με βάση ένα αναγνωρισμένο διατροφικό σκορ (MedDietScore) που συμπεριλάμβανε τα εγγενή χαρακτηριστικά αυτής της δίαιτας. Αποτελέσματα: Το ποσοστό της μετρίου προς σοβαρού βαθμού νεφρικής νόσου ήταν 4% στους άνδρες και 10% στις γυναίκες. Ο βαθμός
σωματικής δραστηριότητας, το κάπνισμα, το ιστορικό υπέρτασης και υπερχο-
λεστερολαιμίας, τα επίπεδα ομοκυστεΐνης και η μεγαλύτερη συμμόρφωση στη
ΜΔ, σχετίζονταν αντίστροφα με το ποσοστό κάθαρσης κρεατινίνης (Ccr), ενώ
δε βρέθηκε συσχέτιση με το ιστορικό διαβήτη. Μη διορθωμένη ανάλυση για
συγχυτικούς παράγοντες έδειξε ότι τα άτομα με μέτρια προς σοβαρή νεφρική νόσο είχαν 5,13 φορές μεγαλύτερο κίνδυνο να εμφανίσουν καρδιαγγειακά
συμβάματα. Η μετρίου προς σοβαρού βαθμού νεφρική νόσος συσχετίστηκε
με 3,21 φορές υψηλότερο κίνδυνο εμφάνισης καρδιαγγειακών συμβαμάτων
(95%CI 1,98–5,19), μετά από διόρθωση για το ιστορικό υπέρτασης (hazard
ratio=2,15, 95%CI 1,48–3,11), την υπερχολεστερολαιμία (hazard ratio=1,37,
95%CI 0,98–1,98), το διαβήτη (hazard ratio=3,28, 95%CI 2,15–5,00), το κάπνισμα (hazard ratio=0,89, 95%CI 0,60–1,32) και το επίπεδο σωματικής δραστηριότητας (hazard ratio=0,86, 95%CI 0,56–1,21). Συμπεράσματα: Τα επίπεδα κάθαρσης της κρεατινίνης συσχετίζονται αντίστροφα με τον ανθυγιεινό
τρόπο ζωής και με την αύξηση των δεικτών φλεγμονής, ενώ το περιορισμένο
ποσοστό κάθαρσης κρεατινίνης αυξάνει τον κίνδυνο καρδιαγγειακών συμβαμάτων κατά τον πενταετή επανέλεγχο σε φαινομενικά υγιή άτομα.
ΑΑ57
Στατιστικά μοντέλα που αξιολογούν το ρόλο των διατροφικών υπηρεσιών
στο σύστημα υγείας, σε σχέση με την παρουσία διαβήτη ΙΙ
και παχυσαρκίας ηλικιωμένων κατοίκων που ζουν
σε επιλεγμένα νησιά της Μεσογείου
Σ. Τυροβολάς,1 Ε. Πολυχρονόπουλος,1 Γ. Τούντας,2 Δ. Παναγιωτάκος1
1
Τμήμα Επιστήμης Διαιτολογίας-Διατροφής, Χαροκόπειο Πανεπιστήμιο, Αθήνα, 2Τμήμα Δημόσιας Υγείας, Επιδημιολογίας και Ιατρικής
Στατιστικής, Ιατρική Σχολή, Εθνικό & Καποδιστριακό Πανεπιστήμιο Αθηνών, Αθήνα
Εισαγωγή-Σκοπός: Ο ρόλος των συστημάτων υγείας και ειδικότερα των
διατροφικών υπηρεσιών, στην κατάσταση υγείας και συγκεκριμένα στην
ποιότητα ζωής, ηλικιωμένων ατόμων έχει ελάχιστα διερευνηθεί. Σκοπός
της παρούσας εργασίας, ήταν να διερευνηθεί η σχέση μεταξύ των παρεχόμενων διατροφικών υπηρεσιών και της κατάστασης υγείας του πληθυσμού.
Υλικό-Μέθοδος: Το 2010, συλλέχθηκαν πληροφορίες που αφορούσαν
στις διατροφικές υπηρεσίες από 9 ελληνικά νησιά (Σαμοθράκη, Λέσβος,
Λήμνος, Νάξος, Σύρος, Κρήτη, Κέρκυρα, Κεφαλονιά, Ζάκυνθος) και την
Κύπρο, μέσω συνεντεύξεων από όλους σχεδόν τους διαιτολόγους n=89
ποσοστό συμμετοχής ανά νησί: Νάξος 100%, Σύρος 67%, Λέσβος 100%,
Ζάκυνθος 100%, Κρήτη 60%, Κέρκυρα 55%, Κύπρος 39%, Σαμοθράκη και
Λήμνος 0% τα δυο αυτά νησιά δε διέθεταν διαιτολόγους) που εργάζονταν
στα νησιά αυτά. Η κατάσταση υγείας του ηλικιωμένου πληθυσμού (π.χ. επιπολασμός υπέρτασης, διαβήτη, υπερχοληστερολαιμίας, παχυσαρκίας) βασίστηκε στην επιδημιολογική μελέτη MEDIS. Αποτελέσματα: Οι κύριοι λόγοι που οι ηλικιωμένοι επισκέπτονται έναν διαιτολόγο ήταν η ρύθμιση της
γλυκόζης (78%), των λιπιδίων (76%) και του σωματικού τους βάρους (70%).
Το 91% των ηλικιωμένων επισκέπτονται τον διαιτολόγο μετά από σύσταση
ιατρού και το 79% αυτών ολοκληρώνει τις διατροφικές συνεδρίες. Μέσω
της ιεραρχικής πολυμεταβλητής ανάλυσης φάνηκε ότι όσο μεγαλύτερη είναι η χρονική εργασιακή παρουσία που έχει ένας διαιτολόγος σε κάθε νησί,
τόσο μικρότερη είναι και η πιθανότητα να παρατηρηθεί o επιπολασμός διαβήτη II και παχυσαρκίας πάνω από τη διάμεσο τιμή του μελετώμενου πληθυσμού [π.χ. Σχετικός Λόγος, 95%ΔΕ: 0,77 (95%ΔΕ 0,61, 0,96), 0,65 (95%ΔΕ
0,45,0,95), αντίστοιχα], ύστερα από προσαρμογή για πιθανούς συγχυτικούς
παράγοντες. Επιπλέον, οι οικονομικοί λόγοι και η απόσταση από το γραφείο
του διαιτολόγου αποτελούν τους κύριους λόγους για να σταματήσει ένας
ηλικιωμένους τη διατροφική συμβουλευτική. Συμπεράσματα: Προώθηση
των διατροφικών υπηρεσιών μέσα στο γενικότερο σύστημα υγείας μπορεί
να συνεισφέρει στη μείωση του επιπολασμού παραγόντων καρδιαγγειακού
κινδύνου σε ηλικιωμένα άτομα, και συνεπώς να οδηγήσει στη βελτίωση της
ποιότητας ζωής τους.
Hellenic Journal of Atherosclerosis 1(1)
59
ΑΑ58
Ο ρόλος των διατροφικών υπηρεσιών σε σχέση
με το συνολικό καρδιαγγειακό κίνδυνο ηλικιωμένων κατοίκων
που ζουν σε επιλεγμένα νησιά της Μεσογείου
Σ. Τυροβολάς,1 Ε. Πολυχρονόπουλος,1 Γ. Τούντας,2 Δ. Παναγιωτάκος1
1
Τμήμα Επιστήμης Διαιτολογίας - Διατροφής, Χαροκόπειο Πανεπιστήμιο, Αθήνα, 2Τμήμα Δημόσιας Υγείας,
Επιδημιολογίας και Ιατρικής Στατιστικής, Ιατρική Σχολή, Εθνικό & Καποδιστριακό Πανεπιστήμιο Αθηνών, Αθήνα
Εισαγωγή-Σκοπός: Ο ρόλος των συστημάτων υγείας και ειδικότερα των διατροφικών υπηρεσιών, στην κατάσταση υγείας και συγκεκριμένα στην ποιότητα ζωής, ηλικιωμένων ατόμων έχει ελάχιστα διερευνηθεί. Σκοπός της παρούσας εργασίας, ήταν να διερευνηθεί η σχέση μεταξύ των παρεχόμενων διατροφικών υπηρεσιών και της συνολικής κατάστασης υγείας του πληθυσμού.
Υλικό-Μέθοδος: Το 2010, συλλέχθηκαν πληροφορίες που αφορούσαν στις
διατροφικές υπηρεσίες από 9 ελληνικά νησιά (Σαμοθράκη, Λέσβος, Λήμνος,
Νάξος, Σύρος, Κρήτη, Κέρκυρα, Κεφαλονιά, Ζάκυνθος) και την Κύπρο, μέσω
συνεντεύξεων από όλους σχεδόν τους διαιτολόγους (n=89, ποσοστό συμμετοχής ανά νησί: Νάξος 100%, Σύρος 67%, Λέσβος 100%, Ζάκυνθος 100%,
Κρήτη 60%, Κέρκυρα 55%, Κύπρος 39%, Σαμοθράκη και Λήμνος 0% τα δύο
αυτά νησιά δε διέθεταν διαιτολόγους) που εργάζονταν στα νησιά αυτά. Η
κατάσταση υγείας του ηλικιωμένου πληθυσμού (π.χ. επιπολασμός υπέρτασης, διαβήτη, υπερχοληστερολαιμίας, παχυσαρκίας) βασίστηκε στην επιδη-
μιολογική μελέτη MEDIS. Συγκεκριμένα, για την αποτίμηση του συνολικού
κινδύνου αθροίστηκαν όλοι οι επιπολασμοί των προαναφερθέντων νόσων
από τη μελέτη MEDIS. Αποτελέσματα: Η πολλαπλή γραμμική παλινδρόμηση έδειξε, ύστερα από προσαρμογή για πιθανούς συγχυτικούς παράγοντες,
ότι η παρουσία πέντε χρόνων και περισσότερο, ενός διαιτολόγου στο νησί
σχετίζεται με μείωση 16 μονάδων του συνολικού καρδιαγγειακού κινδύνου
(p=0,04). Επιπλέον, το επίπεδο εκπαίδευσης του διαιτολόγου [βασική εκπαίδευση vs περαιτέρω εκπαίδευση (π.χ. Msc ή Phd)] φάνηκε να σχετίζεται
με μείωση 12 μονάδων του συνολικού καρδιαγγειακού κινδύνου (p=0,02).
Συμπεράσματα: Οι ηλικιωμένοι αποτελούν μια ομάδα ατόμων με ιδιαίτερες ανάγκες. Οι διατροφικές υπηρεσίες μέσα στο γενικότερο σύστημα υγείας
μπορεί να συνεισφέρουν στη μείωση του συνολικού καρδιαγγειακού κινδύνου σε ηλικιωμένα άτομα, και συνεπώς να οδηγήσουν στη βελτίωση της
συνολικής εικόνας της υγείας και της ποιότητας ζωής τους.
ΑΑ59
Validation of a semi-quantitative food frequency questionnaire
designed for healthy as well as CVD patients living
in mediterranean region
E. Georgousopoulou,1 C.M. Kastorini,2 H. Milionis,2 J. Goudevenos,2 D.B. Panagiotakos1
1
Department οf Nutrition Science - Dietetics, Harokopio University, Athens, 2School οf Medicine, University οf Ioannina,
Ioannina
Aim: The aim of the present work was to evaluate the validity of a
food frequency questionnaire (FFQ) that could be used for individuals
[cardiovascular disease (CVD) patients or disease-free)] living in
Mediterranean areas. Methods: The semi-quantitative FFQ included
90 questions regarding the frequency of consumption of the main food
groups and beverages typically consumed in the Mediterranean areas, as
well as some questions regarding eating behaviors. An effort was given to
include all food or food groups that have been associated in the literature
with CVD development. During 2010, 59 males (40±14 yrs) and 77 females
(40±13 yrs) were studied. Agreement of the FFQ with the 3-day food
records was evaluated using the Bland-Altman method and the Kendall’s
tau-b coefficient. Results: Between 3-day food records and the FFQ,
moderate agreement for coffee (tau-b=0.56, p<0.001), fruits (tau-b=0.48,
p<0.001), fast-food consumption (tau-b=0.47, p<0.001), alcohol (taub=0.47, p<0.001), sweets (tau-b=0.36, p<0.001), vegetables (tau-b=0.32,
p<0.001) and red meat (tau-b=0.31, p<0.001) were found, while low,
but still significant agreement for greens (tau-b=0.22, p=0.004), cereals
(tau-b=0.21, p<0.001) and dairy products (tau-b=0.18, p=0.007) were
observed. According to the Bland-Altman method the level of agreement
varied from 90% to 99%. Sensitivity analyses by sex, age category (< or
>55 yrs), and obesity status showed similar validity of the FFQ in each
sub-group. Conclusions: The suggested FFQ seems to be a reasonably
valid measure of dietary intake and can be used in persons living in the
Mediterranean areas.
60
Ελληνική Επιθεώρηση Αθηροσκλήρωσης 1(1)
ΑΑ60
Συγκριτική μελέτη της αντιαιμοπεταλιακής δράσης της βεσυλικής
κλοπιδογρέλης έναντι της όξινης θειικής κλοπιδογρέλης
σε ασθενείς με καρδιαγγειακή νόσο
Μ. Τσουμάνη,1 Κ. Καλαντζή,2 Α. Δημητρίου,1 Ι. Γουδέβενος,2 Α. Τσελέπης1
1
Εργαστήριο Βιοχημείας, Τμήμα Χημείας, Πανεπιστήμιο Ιωαννίνων, Ιωάννινα, 2Καρδιολογική Κλινική,
Πανεπιστήμιο Ιωαννίνων, Ιωάννινα
Εισαγωγή-Σκοπός: H κλοπιδογρέλη είναι ένα ευρέως χρησιμοποιούμενο
αντιαιμοπεταλιακό φάρμακο. Σήμερα, διατίθενται ουσιωδώς όμοια σκευάσματα κλοπιδογρέλης που διαφοροποιούνται από το πρωτότυπο σκεύασμα
(όξινη θειική κλοπιδογρέλη, CHS) στη φαρμακοχημική σύσταση του άλατος το
οποίο είναι βενζυλοσουλφονικό (βεσυλικό, CB) ή υδροχλωρικό άλας. Μελέτες
σε υγιείς εθελοντές απέδειξαν τη βιοϊσοδυναμία των δύο αλάτων. Ωστόσο, δεν
υπάρχουν δεδομένα σχετικά με τη βιοϊσοδυναμία των δυο αλάτων κλοπιδογρέλης σε ασθενείς με καρδιαγγειακή νόσο. Η παρούσα εργασία παρουσιάζει
προκαταρκτικά αποτελέσματα μιας υπό εξέλιξη μελέτης που αφορά στην αντιαιμοπεταλιακή δράση των δύο αλάτων κλοπιδογρέλης σε ασθενείς με καρδιαγγειακή νόσο. Υλικό-Μέθοδος: Στη μελέτη έχουν συμμετάσχει 28 ασθενείς
με ιστορικό καρδιαγγειακής νόσου ή αγγειακού εγκεφαλικού επεισοδίου [17
άνδρες, 11 γυναίκες (ηλικία 58±12 έτη)] οι οποίοι λαμβάνουν θεραπεία είτε με
CHS (n=12) είτε με CB (n=16) (75 mg/ημέρα) για περισσότερο από 30 ημέρες.
Μελετήθηκε η συσσώρευση των αιμοπεταλίων στους αγωνιστές ΑDP (10, 5, 2.5
μΜ), Αραχιδονικό οξύ (10 μΜ) και TRAP-14 (10 μΜ) με τη μέθοδο LTA (Light
Transmission Aggregometry). Επίσης, προσδιορίστηκε η μεμβρανική έκφραση
της Ρ-σελεκτίνης καθώς και η αλληλεπίδραση των αιμοπεταλίων με τα ουδετερόφιλα και τα μονοκύτταρα με κυτταρομετρία ροής. Τέλος, ελέγχθηκε η ανταπόκριση των ασθενών στην κλοπιδογρέλη με τη μέθοδο VASP. Αποτελέσματα:
4 ασθενείς που λάμβαναν CHS (30%) και 5 ασθενείς που λάμβαναν CB (32%)
παρουσίασαν κακή απόκριση στην κλοπιδογρέλη (τιμές PRI; Platelet Reactivity
Index >50). Δεν παρατηρήθηκαν σημαντικές διαφορές ως προς τη συσσώρευση των αιμοπεταλίων καθώς και ως προς την έκφραση της P-σελεκτίνης ή την
αλληλεπίδραση των αιμοπεταλίων με τα ουδετερόφιλα και τα μονοκύτταρα, μεταξύ των ασθενών που ελάμβαναν θεραπεία με CHS ή με CB. Συμπεράσματα:
Τα προκαταρκτικά αποτελέσματα της μελέτης δείχνουν ότι η αντιαιμοπεταλιακή
δράση της CB δε διαφοροποιείται από αυτή της CHS σε ασθενείς με καρδιαγγειακή νόσο ούτε εμφανίζονται διαφορές μεταξύ των δύο αλάτων κλοπιδογρέλης
ως προς την ανταπόκριση των ασθενών στην κλοπιδογρέλη.
ΑΑ61
Η επίδραση της ροσουβαστατίνης και της αλλοπουρινόλης στα επίπεδα
των προγονικών ενδοθηλιακών κυττάρων σε ασθενείς με καρδιακή
ανεπάρκεια. Ο ρόλος της φλεγμονής και του οξειδωτικού φορτίου
Ι. Ανδρέου,1 Δ. Τούσουλης,1 Χ. Παπαδημητρίου,2 Κ. Τεντολούρης,1 Μ. Τσιατάς,2 Α. Μήλιου,1
Γ. Σιάσος,1 Ι. Κοτρογιάννης,1 Μ. Δημόπουλος,2 Χ. Στεφανάδης1
2
1
Α΄ Καρδιολογική Κλινική, Γενικό Νοσοκομείο Αθηνών «Ιπποκράτειο»,
Θεραπευτική Κλινική, Γενικό Νοσοκομείο Αθηνών «Αλεξάνδρα», Αθήνα
Εισαγωγή-Σκοπός: Τα προγονικά ενδοθηλιακά κύτταρα (ΠΕΚ) συμβάλλουν στη διατήρηση της ενδοθηλιακής ακεραιότητας και λειτουργικότητας.
Διερευνήσαμε την επίδραση της ροσουβαστατίνης και της αλλοπουρινόλης
στα ΠΕΚ σε ασθενείς με καρδιακή ανεπάρκεια και τις συσχετίσεις των προφλεγμονωδών κυτοκινών και του οξειδωτικού φορτίου με τα επίπεδα αυτών
των κυττάρων. Υλικό-Μέθοδος: Εξήντα ασθενείς με συστολική καρδιακή
ανεπάρκεια τυχαιοποιήθηκαν να λάβουν ροσουβαστατίνη 10 mg/ημέρα,
αλλοπουρινόλη 300 mg/ημέρα ή εικονικό φάρμακο και παρακολουθήθηκαν
για 1 μήνα. Ο αριθμός των CD34+/KDR+ και CD34+/AC133+/KDR+ΠΕΚ στο
αίμα αξιολογήθηκε με κυτταρομετρία ροής. Η ενδοθηλιακή λειτουργία αξιολογήθηκε με τη μεσολαβούμενη από τη ροή αγγειοδιαστολή της βραχιονίου
αρτηρίας. Η φλεγμονώδης κατάσταση εκτιμήθηκε μετρώντας τα επίπεδα της
μυελοϋπεροξειδάσης, της ιντερλευκίνης-6, της ιντερλευκίνης-1β, της μεταλλοπρωτεϊνάσης της θεμέλιας ουσίας-9, του αγγειακού ενδοθηλιακού αυξητικού παράγοντα και της υψηλής ευαισθησίας C-αντιδρώσας πρωτεΐνης, ενώ το
οξειδωτικό φορτίο εκτιμήθηκε μετρώντας τα επίπεδα των υπεροξειδίων των
λιπιδίων και της οξειδωμένης LDL. Αποτελέσματα: Ο αριθμός των κυκλο-
φορούντων CD34+/KDR+ και CD34+/AC133+/KDR+ κυττάρων αυξήθηκε
στους ασθενείς που έλαβαν ροσουβαστατίνη [από 0,023 (0,017–0,038) και
0,001 (0,0008–0,0024) σε 0,039 (0,023–0,052) και 0,0019 (0,0008–0,0033)
κύτταρα/100 μονοπύρηνα, p=0,004 και p=0,008 αντίστοιχα], ενώ παρέμεινε αμετάβλητος στους ασθενείς που έλαβαν αλλοπουρινόλη [από 0,029
(0,016–0,047) και 0,001 (0,0007–0,002) σε 0,028 (0,018–0,037) και 0,0011
(0,0007–0,0019) κύτταρα/100 μονοπύρηνα, p=NS και για τα δύο]. Η πολυμεταβλητή ανάλυση παλινδρόμησης έδειξε ότι μεταξύ των διάφορων φλεγμονωδών και οξειδωτικών δεικτών, η μυελοπεροξειδάση ήταν ο ισχυρότερος
ανεξάρτητος προγνωστικός δείκτης των επιπέδων των κυκλοφορούντων
ΠΕΚ (β=0,49, p=0,047). Συμπεράσματα: Η βραχυπρόθεσμη θεραπεία με
ροσουβαστατίνη, αλλά όχι με αλλοπουρινόλη, αυξάνει σημαντικά τον αριθμό
των κυκλοφορούντων ΠΕΚ, εύρημα που παρέχει νέες προοπτικές για το ρόλο
των στατινών στη θεραπεία των ασθενών με καρδιακή ανεπάρκεια. Επιπλέον,
τα επίπεδα των ΠΕΚ συνδέονται σημαντικά με τα επίπεδα της μυελοπεροξειδάσης του πλάσματος υποδεικνύοντας έναν πιθανό ρόλο του ενζύμου αυτού
στην κινητοποίηση των ΠΕΚ σε αυτή την κατηγορία ασθενών.
Hellenic Journal of Atherosclerosis 1(1)
61
ΑΑ62
Αξιολόγηση των κρίσιμων τιμών της περιμέτρου μέσης
για την εμφάνιση μεταβολικού συνδρόμου
στο σύνολο των μαθητών ηλικίας 9–11 ετών της Ελλάδας
Κ. Τάμπαλης, Γ. Ψαρρά, Δ. Παναγιωτάκος, Λ. Συντώσης
Τμήμα Επιστήμης Διαιτολογίας - Διατροφής, Χαροκόπειο Πανεπιστήμιο, Αθήνα
Εισαγωγή-Σκοπός: Η περίμετρος μέσης συσχετίζεται θετικά με τον κίνδυνο
ανάπτυξης μεταβολικού συνδρόμου (ΜΣ) στα παιδιά. Σκοπός της παρούσας
μελέτης ήταν (α) να αξιολογήσει τις διεθνώς προτεινόμενες κρίσιμες τιμές
της περιμέτρου μέσης για ανάπτυξη ΜΣ σε παιδιά ηλικίας 9-11 ετών στην
Ελλάδα και (β) να διερευνήσει την συσχέτιση μεταξύ της περιμέτρου μέσης
και της παρουσίας παχυσαρκίας. Υλικό-Μέθοδος: Η περίμετρος μέσης, το
ύψος και το βάρος μετρήθηκαν σε 71.737 μαθητές της Γ΄ και 64.752 μαθητές
της Ε΄ τάξης Δημοτικού (αγόρια: 51,2%, >85% του συνόλου των σχολείων
της χώρας) και ο Δείκτη Μάζας Σώματος (ΔΜΣ) υπολογίστηκε ως βάρος/
ύψος2. Για τον προσδιορισμό των κλάσεων παχυσαρκίας χρησιμοποιήθηκαν
τα κριτήρια του International Obesity Task Force (2000) ανά φύλο και ηλικία.
Ως διαχωριστικό κατώφλι για την ανάπτυξη ΜΣ στα παιδιά, ακολουθήθηκαν οι συστάσεις του International Diabetes Federation το οποίο προτείνει
για παιδιά ηλικίας 6–10 ετών την περίμετρο μέσης ≥90ού εκατοστημόριου
ανά φύλο. Αποτελέσματα: Ο Πίνακας παρουσιάζει τη μέση τιμή ±ΤΑ της
περιμέτρου μέσης καθώς και το ποσοστό του συνόλου, των υπέρβαρων και
παχύσαρκων παιδιών ανά φύλο και τάξη με περίμετρο μέσης ≥90ού εκατοστημόριου της κατανομής του πληθυσμού. Συμπεράσματα: Περίπου 1
στα 10 ελληνόπουλα έχει αυξημένο κίνδυνο ανάπτυξης ΜΣ (αν θεωρηθεί το
90ό εκατοστημόριο της περιμέτρου μέσης ως το «όριο επικινδυνότητας»).
Αξιοσημείωτο είναι ότι, ένα σημαντικό ποσοστό παχύσαρκων αγοριών (28%
της Γ΄ τάξης & 35% της Ε΄ τάξης) και κοριτσιών (35% της Γ΄ τάξης και 41%
της Ε΄ τάξης), δεν εμφανίζουν κοιλιακή παχυσαρκία και, συνεπώς, ίσως δεν
έχουν αυξημένο κίνδυνο για ανάπτυξη ΜΣ. Το τελευταίο μπορεί να αποτελέσει βάση για περαιτέρω προβληματισμό αναφορικά με την επικρατούσα
άποψη για τη σχέση του σωματικού βάρους με το ΜΣ στα παιδιά.
Πίνακας 1.
Γ΄τάξη (8–9 ετών), Ν=71737
Περίμετρος μέσης (cm)
Αγόρια
Κορίτσια
Mέση τιμή+ΤΑ
90ό εκτοτοσημόριο
(υψηλή)
(%) παιδιών
με υψηλή περίμετρο
μέσης
(%) υπέρβαρων παιδιών
με υψηλή περίμετρο
μέσης
(%) παχύσαρκων παιδιών
με υψηλή περίμετρο
μέσης
65,9±9,6
64,2±9,3
78,9
77,0
13,8
10,1
15,0
10,5
72,2
58,5
10,7
13,4
65,2
64,3
Γ΄τάξη (10–11 ετών), Ν=64752
Αγόρια
Κορίτσια
71,2±10,1
69,7±10,1
85,2
84,0
10,1
10,0
62
Ελληνική Επιθεώρηση Αθηροσκλήρωσης 1(1)
ΑΑ63
Επίδραση της οικογένειας στις καπνιστικές συνήθειες
του ελληνικού πληθυσμού
Θ. Χειμώνας,3 Π. Πετρίκκος,1 Ε. Φανουράκη,2 Μ. Σοϊλεμεζίδης,1 Π. Παπασάββας,1 Η. Χειμώνας2
1
Υγειονομικό Σώμα Πολεμικής Αεροπορίας, 2Ελληνική Εταιρεία Αθηροσκλήρωσης,
3
Ιατρική Σχολή, Πανεπιστήμιο Ιωαννίνων, Ιωάννινα
Εισαγωγή-Σκοπός: Το οικογενειακό περιβάλλον ενός ατόμου επηρεάζει
βαθιά τον τρόπο ζωής και τις συνήθειές του, μεταξύ των οποίων και το κάπνισμα. Σκοπός της παρούσας ανάλυσης ήταν η διερεύνηση της επίδρασης
της οικογένειας στις καπνιστικές συνήθειες ενός νεανικού, κατά κύριο λόγο,
ελληνικού πληθυσμού. Υλικό-Μέθοδος: Συμμετείχαν 2925 άτομα από το
προσωπικό της Πολεμικής Αεροπορίας, ηλικίας από 18 έως 65 ετών (μέση
ηλικία 28,2±8,2), εκ των οποίων 92,1% άνδρες και 7,9% γυναίκες. Σε όλους
δόθηκε να συμπληρώσουν ένα ανώνυμο ερωτηματολόγιο σχετικά με τις καπνιστικές τους συνήθειες. Αποτελέσματα: Όταν ερωτήθηκαν για κοντινούς
συγγενείς που καπνίζουν, το 41,6% του συνόλου των συμμετεχόντων δήλωσαν ότι καπνίζει ο πατέρας τους, το 29,2% η μητέρα και το 42,1% κάποιος
αδελφός/-ή. Οι καπνιστές ήταν πιθανότερο να έχουν συγγενή καπνιστή [πατέρας καπνιστής στο 47,7% έναντι 36,0% στους μη καπνίζοντες (p<0,001)],
μητέρα καπνίστρια στο 35,3% έναντι 23,6% (p<0,001) και αδελφός/-ή
καπνιστής 56,8% έναντι 28,7% (p<0,001), αντίστοιχα). Με χρήση multiple
linear regression analysis διαπιστώθηκε ότι ισχυρότερη συσχέτιση με το κάπνισμα εμφάνιζε η ύπαρξη κάποιου στενού συγγενή που καπνίζει, ακολουθούμενη από το χαμηλότερο βαθμό απολυτήριου λυκείου. Ο σταθμισμένος
λόγος πιθανοτήτων (adjusted odds ratio, OR) να καπνίζει κανείς, υπολογιζόμενος με multiple logistic regression ήταν 2,6 (95% CI 2,1–3,2) για την
ύπαρξη συγγενή καπνιστή και 1,1 (95% CI 1,1–1,2) για το χαμηλότερο βαθμό
λυκείου. Δεν βρέθηκε συσχέτιση μεταξύ καπνίσματος και φύλου, ηλικίας,
ετών σπουδών ή οικογενειακού εισοδήματος. Η ύπαρξη συγγενή που καπνίζει καθιστούσε πιθανότερο να καπνίζει κανείς >20 τσιγάρα/ημέρα (OR 1,4,
95% CI 1,1–1,9) και δυσχέραινε την επιτυχή διακοπή του καπνίσματος (OR
1,9, 95% CI 1,3–2,8). Συμπεράσματα: Η ύπαρξη στενών συγγενών που καπνίζουν αυξάνει την πιθανότητα κάποιος να ξεκινήσει το τσιγάρο και να είναι
βαρύς καπνιστής και δυσχεραίνει τις προσπάθειες διακοπής του. Σημείο
κλειδί για την καταπολέμηση της μάστιγας του καπνίσματος είναι η παρέμβαση σε οικογενειακό, και όχι μόνο ατομικό, επίπεδο.
ΑΑ64
Αίτια και συνθήκες που συμβάλλουν στην έναρξη του καπνίσματος
στον ελληνικό πληθυσμό
Θ. Χειμώνας,1 Ε. Κωστόπουλος,3 Π. Πετρίκκος,3 Ε. Φανουράκη,2 Χ. Καρκαντάρης,3 Η. Χειμώνας2
1
Ιατρική Σχολή, Πανεπιστήμιο Ιωαννίνων, Ιωάννινα, 2Ελληνική Εταιρεία Αθηροσκλήρωσης
3
Υγειονομικό Σώμα Πολεμικής Αεροπορίας
Εισαγωγή-Σκοπός: Είναι γνωστό ότι η προσπάθεια διακοπής του καπνίσματος είναι εξαιρετικά δύσκολη. Η αποτελεσματικότερη παρέμβαση
είναι λοιπόν η πρόληψη της έναρξής του. Σκοπός της παρούσας ανάλυσης
ήταν η διερεύνηση των συνθηκών και αιτιών έναρξης του καπνίσματος
σε ένα νεανικό, κατά κύριο λόγο, ελληνικό πληθυσμό. Υλικό-Μέθοδος:
Συμμετείχαν 2925 άτομα από το προσωπικό της Πολεμικής Αεροπορίας,
ηλικίας από 18 έως 65 ετών (μέση ηλικία 28,2±8,2), εκ των οποίων
92,1% άνδρες και 7,9% γυναίκες. Σε όλους δόθηκε να συμπληρώσουν
ένα ανώνυμο ερωτηματολόγιο σχετικά με τις καπνιστικές τους συνήθειες.
Αποτελέσματα: Η μέση ηλικία έναρξης του καπνίσματος ήταν τα 17,2
έτη, με το 8% των καπνιστών να έχουν ξεκινήσει το κάπνισμα πριν το
14ο έτος της ηλικίας. Οι γυναίκες ξεκινούν το τσιγάρο σχεδόν 1½ χρόνο
αργότερα από τους άνδρες (18,5±4,4 έναντι 17,1±3,2 ετών, αντίστοιχα,
p=0,001). Στο 87,7% των περιπτώσεων, το πρώτο τσιγάρο το έδωσε κάποιος φίλος/-η, στο 5,5% ερωτικός σύντροφος και στο 6,7% αδελφός/-
ή ή άλλος συγγενής. Μόνο στο 55,1% των καπνιζόντων άρεσε αυτό το
πρώτο τσιγάρο. Αλλά και μεταξύ αυτών που δεν τους άρεσε το πρώτο
τσιγάρο, το 40,0% είναι τώρα βαρείς καπνιστές. Μεταξύ των λόγων που
τους ώθησαν να αρχίσουν και να συνεχίσουν το κάπνισμα, οι καπνιστές
ανέφεραν ότι το έκαναν από περιέργεια (52,4%), επειδή τους άρεσε από
την πρώτη φορά (24,9%), για να κάνουν εντύπωση στους γύρω (12,0%),
από αντίδραση (9,3%), γιατί έτσι έκαναν όλοι (8,2%), για να κάνουν κάτι
απαγορευμένο (7,0%), για να νιώσουν πιο μεγάλοι (6,8%), για να αρέσουν στο άλλο φύλο (3,9%), επειδή τους επηρέασε κάποιος μεγαλύτερος
(3,5%), επειδή επηρεάστηκαν από την τηλεόραση/ταινίες (2,7%) και
επειδή εντυπωσιάστηκαν από διαφημίσεις (1,2%). Συμπεράσματα: Η
πλειοψηφία των καπνιζόντων ξεκινά το κάπνισμα από την εφηβεία, μετά
από προσφορά τσιγάρου από κάποιο φίλο. Η εκστρατεία για την πρόληψη του καπνίσματος αξίζει λοιπόν να επικεντρωθεί στην ενημέρωση του
πληθυσμού σχολικής ηλικίας.
Hellenic Journal of Atherosclerosis 1(1)
63
ΑΑ65
Επίδραση του φύλου στον επιπολασμό των παραγόντων καρδιαγγειακού
κινδύνου και του αντίστοιχου 10ετούς καρδιαγγειακού κινδύνου
σε άτομα με μεταβολικό σύνδρομο
Θ. Χειμώνας,1 Β. Άθυρος,2 Ε. Γανωτάκης,3 Ν. Βασιλείου,4 Δ. Παναγιωτάκος,5 Μ. Ελισάφ1
1
3
Ιατρική Σχολή, Πανεπιστήμιο Ιωαννίνων, Ιωάννινα, 2Ιατρική Σχολή, Αριστοτέλειο Πανεπιστήμιο Θεσσαλονίκης, Θεσσαλονίκη,
Τμήμα Ιατρικής, Πανεπιστήμιο Κρήτης, Ηράκλειο, 4Α΄ Καρδιολογική Κλινική, Γενικό Νοσοκομείο Αθηνών «Κοργιαλένειο-Μπενάκειο
ΕΕΣ» (Ερυθρός Σταυρός), Αθήνα, 5Τμήμα Επιστήμης Διαιτολογίας-Διατροφής, Χαροκόπειο Πανεπιστήμιο, Αθήνα
Εισαγωγή-Σκοπός: Ο επιπολασμός της καρδιαγγειακής νόσου είναι μεγαλύτερος στους άνδρες σε σχέση με τις γυναίκες. Αυτό μπορεί να αποδοθεί εν μέρει και στη διαφορά στη συχνότητα των καρδιαγγειακών παραγόντων κινδύνου. Στόχος της παρούσας ανάλυσης ήταν η μελέτη των διαφορών μεταξύ των
φύλων σε έναν ελληνικό πληθυσμό ασθενών με μεταβολικό σύνδρομο (ΜΣ).
Υλικό-Μέθοδος: Στη μελέτη συμπεριλήφθηκε ένα τυχαίο δείγμα 824 ανδρών
και 1199 γυναικών με ΜΣ (κατά NCEP ATPIII), χωρίς όμως ΣΔ ή εγκατεστημένη καρδιαγγειακή νόσο, από διάφορες περιοχές της Ελλάδας. Εκτιμήθηκαν
οι διάφοροι παράγοντες καρδιαγγειακού κινδύνου. Η πιθανότητα εμφάνισης
οποιουδήποτε θανατηφόρου καρδιαγγειακού συμβάματος στη διάρκεια της
επόμενης δεκαετίας υπολογίστηκε με χρήση του αλγόριθμου ESC SCORE και
αυτού της μελέτης Framingham. Αποτελέσματα: Οι γυναίκες ήταν ελαφρώς
μεγαλύτερες σε ηλικία από τους άνδρες (57,6±10,3 έναντι 55,7±11,1 ετών,
p<0,001). Τα αυξημένα επίπεδα ΑΠ και η υπερτριγλυκεριδαιμία ήταν συχνότερα στους άνδρες από ό,τι στις γυναίκες (90,0 έναντι 85,9% και 86,8 έναντι
75,2%, αντίστοιχα, p<0,001), ενώ τα χαμηλά επίπεδα HDL-χοληστερόλης και
η κοιλιακή παχυσαρκία ήταν συχνότερα στις γυναίκες (59,1% έναντι 65,1% και
83,6% έναντι 97,0%, p<0,001). Ο συνολικός αριθμός μεταβολικών κριτηρίων
ήταν παρόμοιος μεταξύ των δύο φύλων, με 35,0% των ανδρών έναντι 32,7%
των γυναικών να εμφανίζει 3 οποιαδήποτε κριτήρια, 39,4 έναντι 39,9% οποιαδήποτε 4 κριτήρια και 25,6 έναντι 27,4% να εμφανίζει και τα πέντε κριτήρια
του ΜΣ (p μη σημαντικό για όλες τις συγκρίσεις). Ο 10ετής κίνδυνος θανατηφόρων καρδιαγγειακών συμβαμάτων ήταν σχεδόν τρεις φορές υψηλότερος
στους άνδρες σε σχέση με τις γυναίκες (υπολογιζόμενος ως 8,0±8,7% έναντι
3,0±3,8%, p<0,001 με το SCORE και ως 8,6±8,1% έναντι 3,6±4,2%, p<0,001
με το Framingham). Συμπεράσματα: Το ΜΣ χαρακτηρίζεται από διαφορετικούς μεταβολικούς παράγοντες κινδύνου στους άνδρες και τις γυναίκες, με
τους άνδρες να διατρέχουν σημαντικά υψηλότερο κίνδυνο καρδιαγγειακής
νόσου. Οι πληροφορίες αυτές μπορούν να αξιοποιηθούν για τον καλύτερο σχεδιασμό της φροντίδας υγείας από τις αρμόδιες αρχές.
ΑΑ66
Παράγοντες που επηρεάζουν την πιθανότητα επιτυχούς διακοπής
του καπνίσματος στον ελληνικό πληθυσμό
Θ. Χειμώνας,1 Μ. Σοϊλεμεζίδης,2 Π. Πετρίκκος,2 Ε. Φανουράκη,3 Π. Παπασάββας,2 Η. Χειμώνας3
1
Ιατρική Σχολή, Πανεπιστήμιο Ιωαννίνων, Ιωάννινα, 2Υγειονομικό Σώμα Πολεμικής Αεροπορίας
3
Ελληνική Εταιρεία Αθηροσκλήρωσης
Εισαγωγή-Σκοπός: Η διακοπή του καπνίσματος αποτελεί ιδιαίτερα αποτελεσματική παρέμβαση υγείας, μειώνοντας τη νοσηρότητα και θνησιμότητα
και αυξάνοντας το προσδόκιμο ζωής. Σκοπός της παρούσας ανάλυσης ήταν
η διερεύνηση των παραγόντων που προάγουν ή υπονομεύουν τις προσπάθειες διακοπής του καπνίσματος σε ένα νεανικό, κατά κύριο λόγο, ελληνικό
πληθυσμό. Υλικό-Μέθοδος: Συμμετείχαν 2925 άτομα από το προσωπικό της Πολεμικής Αεροπορίας, ηλικίας από 18 έως 65 ετών (μέση ηλικία
28,2±8,2), εκ των οποίων 92,1% άνδρες και 7,9% γυναίκες. Σε όλους δόθηκε
να συμπληρώσουν ένα ανώνυμο ερωτηματολόγιο σχετικά με τις καπνιστικές τους συνήθειες. Αποτελέσματα: Μεταξύ των καπνιστών, 57,7% έχει
προσπαθήσει κάποια στιγμή να κόψει το κάπνισμα. Καθένας έχει κάνει κατά
μέσο όρο 2,3 απόπειρες, με μέση μέγιστη διάρκεια αποχής 190,9 ημέρες. Οι
συχνότερα χρησιμοποιούμενες μέθοδοι ήταν η απότομη διακοπή (70,2%),
η σταδιακή μείωση (31,2%) και οι τσίχλες/αυτοκόλλητα νικοτίνης (17,4%).
Από όσους είχαν επιχειρήσει να διακόψουν το κάπνισμα, μόνο το 16,8% δεν
κάπνιζε πλέον. Ο σημαντικότερος παράγοντας που σχετιζόταν με την επιτυχή διακοπή ήταν η ηλικία του καπνιστή. Έτσι, για κάθε 1 έτος αύξησης
της ηλικίας, ο σταθμισμένος λόγος πιθανοτήτων (adjusted odds ratio, OR)
επιτυχούς διακοπής ήταν 1,1 (95% CI 1,07–1,15). Η ύπαρξη συγγενή που
καπνίζει δυσχέραινε την επιτυχή διακοπή (OR 1,9, 95% CI 1,3–2,8). Η πιθανότητα επιτυχούς διακοπής δεν επηρεαζόταν από το φύλο, τα έτη σπουδών,
το οικογενειακό εισόδημα ή τον αριθμό των προηγούμενων προσπαθειών
διακοπής. Όταν ρωτήθηκαν τι τους εμποδίζει να διακόψουν το κάπνισμα, οι
καπνιστές το απέδωσαν στη συνήθεια (52,5%), στην ευχαρίστηση που τους
προσφέρει (33,8%), στην ανακούφιση από το άγχος (23,0%), στα σωματικά
συμπτώματα του συνδρόμου στέρησης (16,0%) και στο φόβο τους μήπως
παχύνουν (6,5%). Συμπεράσματα: Η διακοπή του καπνίσματος παρουσιάζει ιδιαίτερες δυσκολίες, ιδίως για τα νεότερα άτομα. Απαιτείται πιο ενεργός
παρέμβαση των λειτουργών υγείας, ενδεχομένως και με φάρμακα, για την
υποστήριξη των προσπαθειών των καπνιστών να διακόψουν.
64
Ελληνική Επιθεώρηση Αθηροσκλήρωσης 1(1)
ΑΑ67
Επιδημιολογικά χαρακτηριστικά του καπνίσματος
στον ελληνικό πληθυσμό
Θ. Χειμώνας,1 Χ. Καρκαντάρης,2 Ε. Κωστόπουλος,2 Π. Πετρίκκος,2 Ε. Φανουράκη,3 Η. Χειμώνας3
1
Ιατρική Σχολή, Πανεπιστήμιο Ιωαννίνων, Ιωάννινα, 2Υγειονομικό Σώμα Πολεμικής Αεροπορίας
3
Ελληνική Εταιρεία Αθηροσκλήρωσης
Εισαγωγή-Σκοπός: Η επιδημιολογική μελέτη του καπνίσματος μπορεί να βοηθήσει στο σχεδιασμό αποτελεσματικότερων στρατηγικών για την πρόληψη
και αντιμετώπισή του. Σκοπός της παρούσας ανάλυσης ήταν η διερεύνηση των
χαρακτηριστικών των καπνιστών σε ένα νεανικό, κατά κύριο λόγο, ελληνικό
πληθυσμό. Υλικό-Μέθοδος: Συμμετείχαν 2925 άτομα από το προσωπικό της
Πολεμικής Αεροπορίας, ηλικίας από 18 έως 65 ετών (μέση ηλικία 28,2±8,2), εκ
των οποίων 92,1% άνδρες και 7,9% γυναίκες. Σε όλους δόθηκε να συμπληρώσουν ένα ανώνυμο ερωτηματολόγιο σχετικά με τις καπνιστικές τους συνήθειες.
Αποτελέσματα: Το 48,1% των συμμετεχόντων ήταν καπνιστές, 46,4% ήταν
μηδέποτε καπνίσαντες και 5,5% πρώην καπνιστές. Δεν υπήρχε διαφορά μεταξύ των φύλων σε ό,τι αφορά στη συχνότητα καπνίσματος (48,1% στους άνδρες
έναντι 47,2% στις γυναίκες, p=NS). Δεν παρατηρήθηκε διαφορά μεταξύ καπνιστών και μη καπνιστών σε ό,τι αφορά στη μέση ηλικία, τα έτη σπουδών και το
οικογενειακό εισόδημα, αλλά οι μη καπνιστές είχαν υψηλότερη βαθμολογία στο
απολυτήριο λυκείου από τους καπνιστές (16,5±2,2 έναντι 16,0±2,3, p<0,001).
Βαρείς καπνιστές (>20 τσιγάρα την ημέρα) ήταν το 47,2% των καπνιστών. Τα
άτομα αυτά ήταν ελαφρώς νεότερα (27,5±8,1 έναντι 28,4±7,4, p=0,02), είχαν ξεκινήσει όμως το κάπνισμα σχεδόν 2 χρόνια νωρίτερα (18,0±3,5 έναντι
16,2±2,9 ετών, p<0,001) και ήταν πιθανότερο να έχουν κάποιο στενό συγγενή
που καπνίζει (81,4% έναντι 74,7%, p=0,003). Δεν υπήρχε στατιστικά σημαντική διαφορά μεταξύ των φύλων όσον αφορά στους βαρείς καπνιστές. Το 38,6%
των συμμετεχόντων κατοικούσαν στην Αττική και το 61,4% στην περιφέρεια.
Δεν παρατηρήθηκε διαφορά μεταξύ των δύο αυτών ομάδων σε ό,τι αφορά στη
συχνότητα καπνίσματος, το ποσοστό των βαρέων καπνιστών και την ηλικία
έναρξης του τσιγάρου. Συμπεράσματα: Το κάπνισμα είναι μια επιδημία που
πλέον δεν κάνει διακρίσεις ως προς το φύλο, την ηλικία, τον τόπο κατοικίας και
το κοινωνικο-οικονομικό επίπεδο. Η έναρξη του τσιγάρου σε μικρότερη ηλικία
καθιστά περισσότερο πιθανή και τη βαριά χρήση του.
ΑΑ68
Παράγοντες διατροφικής συμπεριφοράς επηρεάζουν την προσκόλληση
στη μεσογειακή διατροφή
Β. Μπουντζιούκα,1 Χ. Κατσαγώνη,1 Α. Γιωτοπούλου,1 Μ. Μπόνου,2 Ν. Βαλλιάνου,2 Ι. Μπαρμπετσέας,2
Π. Αυγερινός,2 Δ. Παναγιωτάκος1
1
Τμήμα Επιστήμης Διαιτολογίας-Διατροφής, Χαροκόπειο Πανεπιστήμιο, Αθήνα, 2Τομέας Παθολογίας, Γενικό Νοσοκομείο
Αθηνών «Πολυκλινική», Αθήνα
Εισαγωγή-Σκοπός: Oι διατροφικές συνήθειες και συμπεριφορές επηρεάζουν την προοδευτική εκδήλωση χρόνιων νοσημάτων. Σκοπός της παρούσας εργασίας ήταν να διερευνηθεί η σχέση των διατροφικών συμπεριφορών
με τη Μεσογειακή διατροφή, της οποίας η προστατευτική δράση είναι πλέον
τεκμηριωμένη. Υλικό-Μέθοδος: Υγιείς ενήλικες προσερχόμενοι για τακτικό επανέλεγχο στο ΓΝΑ «Πολυκλινική», συμμετείχαν στη μελέτη (ν=490,
46±16 ετών, 40% άνδρες). Οι διατροφικές πληροφορίες συλλέχθηκαν μέσω
ενός ερωτηματολογίου συχνότητας κατανάλωσης τροφίμων. Η διατροφική συμπεριφορά αποτιμήθηκε μέσω ενός δείκτη (Healthy Behavior Index,
HBI) ο οποίος δημιουργήθηκε από ερωτήσεις, αναφορικά με πρακτικές και
συνήθειες των συμμετεχόντων, στα πλαίσια των διατροφικών τους συνηθειών (εύρος τιμών 0–15, υψηλές τιμές: καλή διατροφική συμπεριφορά). Το
MedDietScore χρησιμοποιήθηκε ως δείκτης προσκόλλησης στη Μεσογειακή
διατροφή (εύρος τιμών 0–55, υψηλές τιμές: αυξημένη προσκόλληση).
Αποτελέσματα: Το γυναικείο φύλο, το χαμηλό μορφωτικό επίπεδο (≤12
έτη), η ηλικία, η αποχή από το κάπνισμα και η μέτρια κατανάλωση αλκοόλ
συσχετίζονται με υψηλότερες τιμές του ΗΒΙ (όλες οι τιμές p<0,05). Άτομα
με υψηλές τιμές του δείκτη χαρακτηρίζονται από υψηλότερη πρόσληψη
λαχανικών, φρούτων, οσπρίων, γαλακτοκομικών και χαμηλότερη πρόσληψη κόκκινου κρέατος και αλκοολούχων ποτών (όλες οι τιμές p<0,05). Το
MedDietScore είναι υψηλότερο σε αυτά τα άτομα (23±3 vs, 22±3, p=0,003).
Επιπρόσθετα, αύξηση του δείκτη ΗΒΙ κατά μια μονάδα, οδηγεί σε 0,2 μονάδες αύξηση του MedDietScore λαμβάνοντας υπόψη το φύλο, την ηλικία,
το μορφωτικό επίπεδο, τη φυσική δραστηριότητα, το κάπνισμα και το
δείκτη μάζας σώματος. Συμπεράσματα: Η υιοθέτηση σωστής διατροφικής συμπεριφοράς και καθημερινών συνηθειών μπορούν να εξασφαλίσουν
μακροπρόθεσμα καλύτερη ποιότητα ζωής, προλαμβάνοντας την εμφάνιση
χρόνιων νοσημάτων.
Hellenic Journal of Atherosclerosis 1(1)
65
ΑΑ69
Συσχέτιση διατροφικού προτύπου κατανάλωσης ποτών
με τα επίπεδα απτοσφαιρίνης
Β. Μπουντζιούκα,1 Α. Γιωτοπούλου,1 Α. Ευαγγελόπουλος,1 Χ. Κατσαγώνη,1 Ν. Βαλλιάνου,2
Μ. Μπόνου,2 Ε. Βογιατζάκης,3 Ι. Μπαρμπετσέας,2 Π. Αυγερινός,2 Δ. Παναγιωτάκος1
1
Τμήμα Επιστήμης Διαιτολογίας-Διατροφής, Χαροκόπειο Πανεπιστήμιο, Αθήνα, 2Τομέας Παθολογίας, Γενικό Νοσοκομείο Αθηνών
«Πολυκλινική», Αθήνα, 3Αιματολογικό Εργαστήριο, Γενικό Νοσοκομείο Αθηνών «Πολυκλινική», Αθήνα
Εισαγωγή-Σκοπός: Η μελέτη των διατροφικών προτύπων αποκτά και
ολοένα μεγαλύτερο ενδιαφέρον καθώς αποτιμά τη συνολική διατροφική
πρόσληψη. Σκοπός της παρούσας εργασίας ήταν να αποτιμηθεί η σχέση
μεταξύ των διατροφικών προτύπων και επιπέδων απτοσφαιρίνης. ΥλικόΜέθοδος: Υγιείς ενήλικες προσερχόμενοι για τακτικό επανέλεγχο στο
ΓΝΑ «Πολυκλινική», συμμετείχαν στη μελέτη (ν=490, 46±16 ετών, 40%
άνδρες). Οι συμμετέχοντες συμπλήρωσαν ένα αναλυτικό ερωτηματολόγιο
συχνότητας κατανάλωσης τροφίμων. Τα επίπεδα απτοσφαιρίνης στον ορό
μετρήθηκαν με τυποποιημένες διαδικασίες. Η ανάλυση σε κύριες συνιστώσες χρησιμοποιήθηκε ως τεχνική ανίχνευσης διατροφικών προτύπων.
Αποτελέσματα: Οκτώ διατροφικά πρότυπα προκύπτουν από την ΑΚΣ
(ιδιοτιμές>1, ΚΜΟ=0,69), τέσσερα από τα οποία είναι και τα πιο σημαντικά, καθώς επεξηγούν το 35% της συνολικής διακύμανσης («δυτικού τύπου
διατροφή», «μεσογειακού τύπου διατροφή», «χαμηλά θερμιδικά προϊόντα»
και «πρότυπο κατανάλωσης ποτών και ροφημάτων»). Συγκεκριμένα το 4ο
πρότυπο, χαρακτηρίζεται από αυξημένη κατανάλωση αλκοολούχων ποτών
(κρασί, μπύρα, λοιπά οινοπνευματώδη), καθώς επίσης και από αυξημένη κατανάλωση καφέ και τσαγιού. Το πρότυπο αυτό φαίνεται να συσχετίζεται με
τα επίπεδα απτοσφαιρίνης στον ορό. Ειδικότερα, προσκόλληση σε αυτό το
πρότυπο φαίνεται να μειώνει περίπου κατά 6 mg/dL τα επίπεδα απτοσφαιρίνης (αρνητική συσχέτιση, β±ΤΣ: -5,9±2,7, p=0,03), λαμβάνοντας υπόψη
το φύλο, την ηλικία, το δείκτη μάζας σώματος, τη φυσική δραστηριότητα
και τις καπνιστικές συνήθειες. Συμπεράσματα: Το πρότυπο κατανάλωσης
«ποτών και ροφημάτων» συσχετίζεται με μείωση των επιπέδων της απτοσφαιρίνης, αναστέλλοντας την εμφάνιση φλεγμονώδους νόσου, στα πλαίσια
όμως ισορροπημένης κατανάλωσης ποτών σύμφωνα με τις συστάσεις.
ΑΑ70
Η κατανάλωση τσαγιού μειώνει τα επίπεδα απτοσφαιρίνης
Β. Μπουντζιούκα,1 Α. Γιωτοπούλου,1 Χ. Κατσαγώνη,1 Ν. Βαλλιάνου,2 Α. Ευαγγελόπουλος,1 Μ. Μπόνου,2
Ε. Βογιατζάκης,3 Ι. Μπαρμπετσέας,2 Π. Αυγερινός,2 Δ. Παναγιωτάκος1
1
Τμήμα Επιστήμης Διαιτολογίας-Διατροφής, Χαροκόπειο Πανεπιστήμιο, Αθήνα, 2Τομέας Παθολογίας, Γενικό Νοσοκομείο Αθηνών
«Πολυκλινική», Αθήνα, 3Αιματολογικό Εργαστήριο, Γενικό Νοσοκομείο Αθηνών «Πολυκλινική», Αθήνα
Εισαγωγή-Σκοπός: Η κατανάλωση ροφημάτων και κυρίως τσαγιού έχει σφαιρίνης (β±ΤΣ: –0,03±0,02, p=0,05), λαμβάνοντας υπόψη το φύλο, την
συσχετισθεί με μειωμένο κίνδυνο καρδιαγγειακών νοσημάτων. Σκοπός της ηλικία, το κάπνισμα και τη φυσική δραστηριότητα. Ειδικότερα, η κατανάπαρούσας εργασίας ήταν να αποτιμηθεί η σχέση μεταξύ της κατανάλωσης λωση ημερησίως 100 mL τσαγιού και καφέ μειώνει τα επίπεδα κατανάλωτσαγιού και καφέ με δείκτες φλεγμονής. Υλικό-Μέθοδος: Υγιείς ενήλικες σης απτοσφαιρίνης κατά 3 mg/dL. Επιπρόσθετα, η κατανάλωση τσαγιού
προσερχόμενοι για τακτικό επανέλεγχο στο ΓΝΑ «Πολυκλινική», συμμε- φαίνεται να μειώνει τα επίπεδα απτοσφαιρίνης (αρνητική συσχέτιση, β±ΤΣ:
τείχαν στη μελέτη (ν=490, 46±16 ετών, 40% άνδρες). Οι συμμετέχοντες –0,05±0,03, p=0,08), ενώ η κατανάλωση καφέ φαίνεται να τα αυξάνει (θεσυμπλήρωσαν ένα ερωτηματολόγιο συχνότητας κατανάλωσης τροφίμων τική συσχέτιση, β±ΤΣ: 0,03±0,02, p=0,06). Αντίστοιχη δράση των διεγερμε 76 ερωτήσεις. Ως δείκτες φλεγμονής επιλέχθηκαν η C-αντιδρώσα πρω- τικών ροφημάτων, τόσο στο σύνολό τους όσο και στα επιμέρους ροφήματα
τεΐνη και η απτοσφαιρίνη, τα επίπεδα των οποίων στον ορό, μετρήθηκαν με (καφές και τσάι) δεν παρατηρήθηκε στα επίπεδα της C-αντιδρώσας πρωτετυποποιημένες διαδικασίες. Αποτελέσματα: Το 28% των συμμετεχόντων ΐνης (όλες οι τιμές p>0,1). Συμπεράσματα: Η προστατευτική δράση του
καταναλώνουν 1 φλυτζάνι καφέ/ημέρα, μόλις το 10% των συμμετεχόντων τσαγιού στη μείωση της φλεγμονώδους απόκρισης, φαίνεται να υπερισχύει
καταναλώνει 1 φλυτζάνι τσάι/ημέρα, ενώ το 25% των συμμετεχόντων κα- αυτής του καφέ. Μέσα από αυτή τη μελέτη αναδεικνύονται επιπλέον καρδιοταναλώνει > 2 φλυτζάνια ροφημάτων (καφέ/τσάι)/ ημέρα. Η κατανάλωση προστατευτικοί μηχανισμοί των τροφίμων που καταναλώνονται συχνά από
ροφημάτων (καφέ και τσαγιού) συσχετίζεται αρνητικά με τα επίπεδα απτο- τον ελληνικό πληθυσμό.
66
Ελληνική Επιθεώρηση Αθηροσκλήρωσης 1(1)
ΑΑ71
Ιncreased pulse wave velocity in patients with inflammatory
bowel disease:
Preliminary results of an ongoing study
E. Theocharidou,1 M. Mavroudi,2 K. Soufleris,1 A. Mpoumponaris,1 A. Nakos,1 T. Griva,2
N. Grammatikos,1 E. Mavroudi,2 P. Geleris,2 N. Evgenidis1
1
2nd Propaedeutic Internal Medicine Clinic, Department of Gastroenterology and Hepatology, Hippokration General Hospital
of Thessaloniki, Thessaloniki, 22nd Propaedeutic Internal Medicine Clinic, Department of Cardiology, Hippokration
General Hospital of Thessaloniki, Thessaloniki
Aim: It remains controversial whether inflammatory bowel disease (IBD)
patients are predisposed to atherosclerosis, as a result of chronic inflammatory
process. Aortic stiffness is a surrogate marker of atherosclerosis and an important
predictor of cardiovascular (CV) events. We used non-invasive markers of aortic
stiffness –pulse wave velocity (PWV) and augmentation index (AIx)- to assess
atherosclerotic burden in such patients. Methods: Common CV risk factors
were assessed in 18 patients with Crohn's disease, 6 with ulcerative colitis and 24
healthy controls matched for age, sex, body mass index and smoking status. IBD
patients had no history of CV disease and were all on remission. Carotid-femoral
PWV and AIx were measured using the SphygmoCor CPV system. Results:
PWV was significantly increased in IBD group (6.71±1.05 m/sec) compared to
controls (5.79±0.99 m/sec; p=0.003). No significant difference was found in
AIx (15.46±15.05 vs 6.75±18.34%; p=0.079). Non-smoking IBD patients (n=13)
had increased PWV (6.38±0.77 m/sec) compared to non-smoking controls
(n=20; 5.6±0.96 m/sec; p=0.017). Augmentation index was 11.15% (±14.87)
in the first group and 5% (±18.55) in the second group (p=0.324). There was
no significant difference in PWV and AIx between smoking and non-smoking
IBD patients (7.1±1.24 vs 6.38±0.77 m/sec; p=0.115 and 20.55±14.26 vs
11.15±14.87%; p=0.130 respectively). Patients on anti-TNF therapy (n=12) had
no significant difference in PWV and AIx compared to those on aminosalicylates
and/or azathioprine (6.6±1.19 vs 6.8±0.94 m/sec; p=0.638 and 18.25±12.9 vs
12.67±17.04%; p=0.375 respectively), but the first group had longer disease
duration (11.25 vs 5.6 years; p=0.053). Nevertheless disease duration correlated
neither with PWV nor with AIx. Conclusions: IBD might be associated with
early atherosclerosis as suggested by increased PWV. Anti-TNF therapy did not
seem to ameliorate the risk in our group of patients. These results should be
confirmed in larger studies, which would also evaluate disease duration as well
as severity of intestinal inflammation.
ΑΑ72
Η επίδραση της ηπατικής στεάτωσης στην ανταπόκριση
στην αντιική θεραπεία και στην εξέλιξη της ίνωσης
στη χρόνια ηπατίτιδα C
Ε. Θεοχαρίδου,1 Θ. Γρίβα,1 Σ. Μπασδέκας,1 Κ. Σουφλέρης,1 Ο. Γιουλεμέ,2 Ν. Γραμματικός,1
Κ. Πατσιαούρα,3 Θ. Βασιλειάδης,2 Ν. Ευγενίδης1
1
Β΄ Προπαιδευτική Παθολογική Κλινική, Τμήμα Γαστρεντερολογίας-Ηπατολογίας, Γενικό Νοσοκομείο Θεσσαλονίκης
«Ιπποκράτειο», Θεσσαλονίκη, 2Α΄ Προπαιδευτική Παθολογική Κλινική, Τμήμα Γαστρεντερολογίας-Ηπατολογίας,
Πανεπιστημιακό Γενικό Νοσοκομείο Θεσσαλονίκης ΑΧΕΠΑ, Θεσσαλονίκη, 3Τμήμα Παθολογικής Ανατομικής,
Γενικό Νοσοκομείο Θεσσαλονίκης «Ιπποκράτειο», Θεσσαλονίκη
Εισαγωγή-Σκοπός: Η ηπατική στεάτωση αποτελεί συχνό εύρημα στη χρόνια
ηπατίτιδα C (ΧΗC) και φαίνεται ότι έχει δυσμενή επίδραση στην έκβαση της αντιικής θεραπείας και στην εξέλιξη της ηπατικής ίνωσης. Σκοπός της μελέτης ήταν
η διερεύνηση της έκβασης της θεραπείας και της εξέλιξης της ίνωσης σε μη κιρρωτικούς ασθενείς με ΧΗC και στεάτωση. Υλικό-Μέθοδος: Εκατόν τριάντα επτά
ασθενείς με ΧΗC έλαβαν θεραπεία με ιντερφερόνη α και ριμπαβιρίνη. O βαθμός
της στεάτωσης εκτιμήθηκε σε βιοψίες ήπατος πριν από την έναρξη της θεραπείας. Σε 50 περιπτώσεις ακολούθησε επαναληπτική βιοψία ήπατος μετά το τέλος
της θεραπείας. Η μεταβολή των ιστολογικών παραμέτρων εκτιμήθηκε στα ζεύγη βιοψιών ήπατος. Αποτελέσματα: Παρουσία στεάτωσης διαπιστώθηκε στο
51,9% των βιοψιών ήπατος, ενώ μέτρια-σοβαρή στεάτωση (>33%) στο 20,9%.
Οι παράγοντες που συσχετίσθηκαν με την παρουσία στεάτωσης ήταν η ηλικία, ο
δείκτης μάζας σώματος (ΒΜΙ) και ο γονότυπος 3. Όταν εξαιρέθηκαν οι ασθενείς
με γονότυπο 3, οι παράγοντες που συσχετίσθηκαν με τη στεάτωση ήταν η ηλικία,
η γλυκόζη νηστείας, τα επίπεδα των τριγλυκεριδίων και ο ΒΜΙ. Σαράντα εννέα
ασθενείς (35.8%) πέτυχαν μη ανιχνεύσιμο HCV-RNA 6 μήνες μετά το τέλος της
θεραπείας (παρατεταμένη ιολογική ανταπόκριση-SVR). Οι ασθενείς που πέτυχαν
SVR ήταν νεότεροι (p=0,02) και είχαν χαμηλότερο ΒΜΙ (p=0,034). Η ηλικία και
η στεάτωση <33% ήταν ανεξάρτητοι προγνωστικοί παράγοντες του SVR. Στις
επαναληπτικές βιοψίες ήπατος η επιδείνωση του σταδίου της ίνωσης έτεινε να
συσχετισθεί με την παρουσία στεάτωσης στην αρχική βιοψία, χωρίς ωστόσο η
συσχέτιση να είναι στατιστικώς σημαντική. Συμπεράσματα: Τα αποτελέσματα
της μελέτης δείχνουν ότι ο γονότυπος 3, η ηλικία και ο ΒΜΙ αποτελούν προγνωστικούς παράγοντες της στεάτωσης στη ΧΗC. Στους γονοτύπους εκτός του 3 είναι
εμφανέστερη η επίδραση των μεταβολικών παραγόντων. Επιπλέον, επιβεβαιώνεται ότι η μέτρια-σοβαρή στεάτωση και ο αυξημένος ΒΜΙ έχουν δυσμενή επίδραση στην έκβαση της αντιικής θεραπείας. Τέλος, είναι πιθανό ότι η στεάτωση
έχει κάποια επίδραση στην εξέλιξη της ίνωσης.
Hellenic Journal of Atherosclerosis 1(1)
67
ΑΑ73
Λιπιδαιμικό προφίλ ασθενών με χρονία νεφρική ανεπάρκεια σταδίου 4
με και χωρίς σακχαρώδη διαβήτη τύπου 2
Μ. Μυλωνοπούλου,1 Σ. Αντωνόπουλος,2 Μ. Αρβανίτης,3 Ν. Ρούσσος,3 Π. Φουντάς,1 Γ. Γιαννούλης,3
Ν. Τεντολούρης4
1
Μονάδα Τεχνητού Νεφρού Γλυφάδας "Nephrolife" Αθήνα, 2Ιατρείο Προληπτικής Ιατρικής, Γενικό Νοσοκομείο Πειραιά «Τζάνειο»,
Πειραιάς, 3Β΄ Παθολογικό Τμήμα, Γενικό Νοσοκομείο Πειραιά «Τζάνειο», Πειραιάς, 4Α΄ Προπαιδευτική Παθολογική Κλινική Εθνικού
& Καποδιστριακού Πανεπιστημίου Αθηνών, Γενικό Νοσοκομείο Αθηνών «Λαϊκό», Αθήνα
Η ανίχνευση πολλαπλών παραγόντων καρδιαγγειακού κινδύνου, μεταξύ των οποίων
και οι διαταραχές στο μεταβολισμό των λιπιδίων, στους ασθενείς με χρόνια νεφρική
ανεπάρκεια (ΧΝΑ) οδήγησε στο χαρακτηρισμό τους ως ομάδα «υψηλού κινδύνου»
για την εμφάνιση καρδιαγγειακής νόσου και αιφνιδίου καρδιακού θανάτου. Σκοπός
της παρούσας μελέτης είναι να προσδιοριστεί το λιπιδαιμικό προφίλ ασθενών με
ΧΝΑ σταδίου 4 με και χωρίς σακχαρώδη διαβήτη τύπου 2 (ΣΔΤ2). Μελετήθηκαν 50
ασθενείς με ΧΝΑ σταδίου 4, 25 με ΣΔΤ2 και 25 χωρίς ΣΔΤ2. Παράλληλα μελετήθηκαν 25 ασθενείς με ΣΔΤ2 χωρίς νεφρική βλάβη και 25 υγιείς εθελοντές. Οι ομάδες
που χρησιμοποιήθηκαν ήταν ομοιογενείς ως προς την ηλικία, το φύλο και τα κυριότερα δημογραφικά και κλινικά χαρακτηριστικά τους. Στα πλαίσια της μελέτης
καταγράφηκαν οι τιμές της ολικής και της HDL-χοληστερόλης, των τριγλυκεριδίων,
των απολιποπρωτεϊνών Α, Β, Ε και της λιποπρωτεΐνης a, ενώ υπολογίσθηκε η LDL-χοληστερόλη (πίνακας 1, συγκεντρωτικά αποτελέσματα εργαστηριακών ευρημάτων).
Συμπερασματικά διαπιστώθηκαν στατιστικά σημαντικά, (i) χαμηλότερες τιμές ολικής χοληστερόλης στους νεφροπαθείς με ΣΔΤ2 σε σχέση με τους υγιείς μάρτυρες και
με τους ΣΔΤ2 χωρίς ΧΝΑ, (ii) υψηλότερες τιμές HDL-χοληστερόλης και LDL-χοληστερόλης στους ΣΔΤ2 σε σχέση με τους νεφροπαθείς σταδίου 4 με ή χωρίς ΣΔΤ2, (iii) η
απολιποπρωτεΐνη Α ήταν χαμηλότερη στους νεφροπαθείς χωρίς ΣΔΤ2 σε σχέση με
τους υγιείς μάρτυρες και με τους διαβητικούς, (iv) η απολιποπρωτεΐνη Ε ήταν υψηλότερη στους ασθενείς με ΧΝΑ σταδίου 4 και ΣΔΤ2 σε σχέση με τους ασθενείς με ΧΝΑ
σταδίου 4 και (v) η λιποπρωτεΐνη-α ήταν υψηλότερη στους νεφροπαθείς ασθενείς με
ή χωρίς ΣΔΤ2 σε σχέση με τους υγιείς μάρτυρες.
Πίνακας 1. Συγκεντρωτικά αποτελέσματα εργαστηριακών ευρημάτων
Xοληστερόλη (mg/dL)
HDL-c (mg/dL)
Τριγλυκερίδια (mg/dL)
LDL-c (mg/dL)
ApoA (mg/dL)
ApoB (mg/dL)
ApoE (mg/dL)
Lp(a) (mg/dL)
ΧΝΑ σταδίου 4 και ΣΔΤ2
ΧΝΑ σταδίου 4
ΣΔΤ2
Υγιείς μάρτυρες
p
163,6±8,56α,β
42,92±2,52β
125,04±10,57
95,7±7,43α,β
137,12±7,86
87,06±6,43
4,5±0,28γ
45,15±10α,β
173,64±9,33α,β
41,24±2,3α,β
122,56±10,23
107,88±7,9
124,76±6,68α,β
94,89±6,7
3,74±0,2
34,98±5,06α
201,84±8,31
49,6±2,29
109,6±8,73
130,32±6,61
144,64±3,96
95±3,59
4,22±0,17
21,04±4,71
201,68±8,65
48,28±2,1
119,6±13,8
129,48±7,38
147,16±3,99
102,52±5,76
4,28±0,35
10,12±1,44
0,003
0,03
NS
0,002
0,03
NS
NS
0,001
Στατιστική σημαντικότητα έναντι: (α) υγιών μαρτύρων, (β) ατόμων με ΣΔΤ2, (γ) ατόμων με ΧΝΑ σταδίου 4 και (δ) έναντι ατόμων ΧΝΑ σταδίου 4 και ΣΔΤ2
ΑΑ74
Συσχέτιση του νευροπεπτιδίου Υ με την υπερτροφία του μυοκαρδίου
και την περιφερική αγγειακή νόσο σε υπερτασικούς ασθενείς.
Ο ρόλος της παχυσαρκίας
M. Mπαλτατζή,1 Χ. Σαββόπουλος,1 Γ. Κολιάκος,2 Ν. Κατσίκη,1 Κ. Τζιόμαλος,1 Ε. Καρλάφτη,1
Α. Χατζητόλιος1
1
Α΄ Προπαιδευτική Παθολογική Κλινική, Αριστοτέλειο Πανεπιστήμιο Θεσσαλονίκης, Πανεπιστημιακό Γενικό Νοσοκομείο
Θεσσαλονίκης ΑΧΕΠΑ, Θεσσαλονίκη, 2Εργαστήριο Βιολογικής Χημείας, Αριστοτέλειο Πανεπιστήμιο Θεσσαλονίκης, Θεσσαλονίκη
Εισαγωγή: Η Αρτηριακή Υπέρταση (ΑΥ) και η παχυσαρκία αποτελούν προδιαθεσικούς
παράγοντες καρδιαγγειακής νόσου. Το ορεξιογόνο νευροπεπτίδιο Υ (NPY) συμμετέχει
στη ρύθμιση της ενεργειακής ισορροπίας, στην παθογένεση της ΑΥ της παχυσαρκίας, ενώ συνδέεται σε πειραματόζωα με την υπερτροφία των λείων μυικών ινών των
αγγείων και των μυοκαρδιακών κυττάρων συμμετέχοντας πιθανώς στην περιφερική
αγγειακή νόσο (ΠΑΝ) και την υπερτροφία του μυοκαρδίου. Σκοπός: Μελέτη του NPY
σε υπερτασικούς ασθενείς και συσχέτισή τους με το σωματικό βάρος, το σφυροβραχιόνιο δείκτη (ΣΒΔ) ως δείκτη ΠΑΝ και τα ευρήματα του υπερηχοκαρδιογραφήματος.
Υλικό-Μέθοδος: 160 άτομα διαιρεμένα ανάλογα με το Δείκτη Μάζας Σώματος (ΔΜΣ)
σε φυσιολογικού βάρους (ΦΒ), υπέρβαρους (ΥΒ) και παχύσαρκους (Π), και ανάλογα με
την ΑΠ, σε υπερτασικούς (Υ+) και μη (Υ–). Ο ΣΒΔ μετρήθηκε με σφυγμομανόμετρο και
Doppler (τιμές<0,9 ενδεικτικές ΠΑΝ). Το υπερηχοκαρδιογράφημα έδειξε φυσιολογικά
ευρήματα, διαστολική δυσλειτουργία ή υπερτροφία αριστεράς κοιλίας. Το NPY μετρή-
θηκε με ELISA, η στατιστική ανάλυση έγινε με SPSS.15. Αποτελέσματα: Ο ΣΒΔ ήταν
χαμηλότερος στους υπερτασικούς από τους νορμοτασικούς ασθενείς (0,89 vs 0,94; p
=0,011), προοδευτική μείωσή του εμφανίστηκε με την αύξηση του ΔΜΣ (0,98, 0,91,
0,88 σε ΦΒ, ΥΒ, Π, p<0,001). Οι ασθενείς με ΠΑΝ εμφάνιζαν υψηλότερο NPY συγκρινόμενοι με εκείνους χωρίς ΠΑΝ (0,52 vs 0,39, p<0,001). O ΣΒΔ σχετιζόταν αρνητικά
με το NPY, στατιστικά σημαντικά στα υπερτασικά (r =–0,554, p<0,01) αλλά όχι στα
μη υπερτασικά άτομα (r =–0,054, p=0,64). Επίσης, στατιστικά σημαντική ήταν η συσχέτιση μεταξύ ΣΒΔ και NPY σε άτομα ΥΒ/Π (r=–0,292, p<0,01) αλλά όχι ΦΒ (r=0,07,
p =0,61). Τα επίπεδα NPY δε συσχετίσθηκαν με τα υπερηχοκαρδιογραφικά ευρήματα
στους υπερτασικούς ασθενείς (p=0,9). Συμπεράσματα: Το NPY είναι υψηλότερο σε
ΠΑΝ πιθανολογώντας συμμετοχή του στην παθογένεση της αθηροσκλήρωσης, ρόλο
εμφανέστερο σε άτομα υπερτασικά και αυξημένου ΔΜΣ, ενώ δε σχετίζονται με την
υπερτροφία μυοκαρδίου σε υπερτασικά άτομα.
68
Ελληνική Επιθεώρηση Αθηροσκλήρωσης 1(1)
ΑΑ75
Σύγκριση της επίδρασης της ατενολόλης, της κιναπρίλης
και της αλισκιρένης στην αορτική σκληρία σε ασθενείς
με αρτηριακή υπέρταση
Χ. Κουμαράς,1 Ε. Σταυρινού,2 Ε. Παγκουρέλιας,4 Θ. Γρίβα,1 Κ. Καργιώτης,1 Ε. Θεοχαρίδου,1
Θ. Γκόσιος,4 Β. Άθυρος,1 Π. Γκελερής,3 Α. Καραγιάννης1
1
Β΄ Προπαιδευτική Παθολογική Κλινική, Γενικό Νοσοκομείο Θεσσαλονίκης «Ιπποκράτειο», Θεσσαλονίκη, 2Νεφρολογική Κλινική,
Γενικό Νοσοκομείο Θεσσαλονίκης «Ιπποκράτειο», Θεσσαλονίκη, 3Γ΄ Καρδιολογική Κλινική, Γενικό Νοσοκομείο Θεσσαλονίκης
«Ιπποκράτειο», Θεσσαλονίκη, 4Α΄ Καρδιολογική Κλινική, Πανεπιστημιακό Γενικό Νοσοκομείο Θεσσαλονίκης ΑΧΕΠΑ, Θεσσαλονίκη
Η αρτηριακή υπέρταση (ΑΥ) αποτελεί μείζονα παράγοντα κινδύνου για καρδιαγγειακά συμβάματα. Η αορτική σκληρία αποτελεί ανεξάρτητο παράγοντα κινδύνου. Σε αυτή την προοπτική τυχαιοποιημένη μελέτη, 46 ασθενείς
με πρωτοδιαγνωσθείσα, ανεπίπλεκτη ήπια-μέτρια ΑΥ τυχαιοποιήθηκαν να
λάβουν ατενολόλη (n=15) ή κιναπρίλη (n=16) ή αλισκιρένη (n=15). Για τη
μέτρηση της αρτηριακής πίεσης (ΑΠ) χρησιμοποιήθηκε υδραργυρικό πιεσόμετρο, ενώ η κεντρική αορτική πίεση, η κεντρική (αορτική) πίεση σφυγμού,
ο δείκτης ανάκλασης του σφυγμικού κύματος, η ταχύτητα του σφυγμικού
κύματος, που αποτελούν δείκτες αορτικής σκληρίας, προσδιορίστηκαν
πριν, 2 εβδομάδες και 8 εβδομάδες μετά την έναρξη της θεραπείας, με τη
μη επεμβατική τεχνική του συστήματος SphygmoCor. Διαπιστώθηκε ότι μολονότι η περιφερική ΑΠ, η περιφερική πίεση σφυγμού, η κεντρική αορτική
πίεση και η ταχύτητα του σφυγμικού κύματος μειώθηκαν σε ανάλογο βαθμό
με οποιοδήποτε από τα 3 φάρμακα, η κεντρική (αορτική) πίεση σφυγμού
και ο δείκτης ανάκλασης του σφυγμικού κύματος βελτιώθηκαν στατιστικά
σημαντικά μόνο στους ασθενείς που έλαβαν κιναπρίλη (από 38±10,8 σε
31,9±7,3 mm Hg, p=0,005 και από 24±7,8 % σε 16,6±9,7%, p=0,001, αντίστοιχα) και αλισκιρένη (από 45,9±11,6 σε 34,8±7,2 mm Hg, p=0,001 και
από 28,7±9,9% σε 24,1±11,5%, p=0,001, αντίστοιχα). Για την ατενολόλη οι
τιμές διαμορφώθηκαν από 38,4±11,9 mmHg σε 34,5±9,9 mmHg, p=0,139
για την πίεση σφυγμού και από 22,5±8,7% σε 19,1±12,4%, p=0,078 για το
δείκτη ανάκλασης του σφυγμικού κύματος. Συμπερασματικά, τα φάρμακα
που χρησιμοποιήθηκαν, αν και έχουν συγκρίσιμα ευνοϊκά αποτελέσματα ως
προς σημαντικές παραμέτρους της ΑΠ και της αορτικής σκληρίας, εντούτοις διαφέρουν ως προς την επίδραση στην κεντρική πίεση σφυγμού και
το δείκτη ανάκλασης του σφυγμικού κύματος, που αποτελούν παράγοντες
κινδύνου σε ασθενείς με ΑΥ και το γεγονός αυτό ενδέχεται να επηρεάζει τις
θεραπευτικές επιλογές.
ΑΑ76
Επίδραση της υπολιπιδαιμικής αγωγής στο οξειδωτικό στρες
σε ασθενείς με μεικτή δυσλιπιδαιμία
Α. Αγγουρίδης,1 Κ. Τέλλης,2 Ζ. Μητρογιάννη,1 Χ. Ρίζος,1 Μ. Ελισάφ,1 Α. Τσελέπης2
1
Τομέας Παθολογίας, Ιατρική Σχολή, Πανεπιστήμιο Ιωαννίνων, Ιωάννινα, 2Εργαστήριο Βιοχημείας, Τμήμα Χημείας,
Πανεπιστήμιο Ιωαννίνων, Ιωάννινα
Εισαγωγή: Το ισοπροστάνιο 8-iso-PGF2a (8-iso-προσταγλανδίνη F2a)
του πλάσματος θεωρείται ο πλέον αξιόπιστος βιοχημικός δείκτης σε καταστάσεις με έντονη λιπιδική υπεροξείδωση και αυξημένο οξειδωτικό στρες
λόγω υπερπαραγωγής ελευθέρων ριζών (κυρίως οξυγόνου και αζώτου).
Σκοπός: Η μελέτη της επίδρασης της μονοθεραπείας με υψηλή δόση
ροσουβαστατίνης vs συνδυασμός χαμηλής δόσης ροσουβαστατίνης με
φαινοφιμπράτη vs συνδυασμός χαμηλής δόσης ροσουβαστατίνης με ω-3
λιπαρά οξέα στο οξειδωτικό στρες σε ασθενείς με μεικτή δυσλιπιδαιμία.
Υλικό-Μέθοδος: Στη μελέτη συμμετείχαν 92 ασθενείς με μεικτή δυσλιπιδαιμία. Οι ασθενείς έλαβαν υποθερμιδική δίαιτα και τυχαιοποιήθηκαν σε
ροσουβαστατίνη 40 mg (R) την ημέρα (n=31), σε συνδυασμό ροσουβαστατίνης 10mg με φαινοφιμπράτη 200 mg (RF) την ημέρα (n=30) ή σε
συνδυασμό ροσουβαστατίνης 10 mg με ω-3 λιπαρά οξέα 2 g (RΩ) την ημέρα (n=31). Πριν την έναρξη και μετά από 3 μήνες θεραπείας εκτιμήθηκε
το λιπιδαιμικό προφίλ και προσδιορίσθηκε το 8-iso-PGF2a στο πλάσμα με
τη μέθοδο ELISA. Αποτελέσματα: Η χορήγηση της R προκάλεσε μεγαλύτερη μείωση της ολικής και της LDL χοληστερόλης σε σύγκριση με το συνδυασμό RF και RΩ (p<0,001). Αντίθετα, η χορήγηση του συνδυασμού RF
οδήγησε σε μεγαλύτερη μείωση των επιπέδων των τριγλυκεριδίων σε σύγκριση τόσο με τη χορήγηση της R όσο και του συνδυασμού RΩ (p<0,001
για όλες τις συγκρίσεις). Τόσο η χορήγηση της R όσο και των συνδυασμών
RF και RΩ είχαν ως αποτέλεσμα τη μείωση της συγκέντρωσης του 8-isoPGF2a (p=0,026, p=NS, p=NS, αντίστοιχα). Ωστόσο, η συγκέντρωση του
8-iso-PGF2a στο πλάσμα μειώθηκε περισσότερο με τη χορήγηση της R
σε σύγκριση με τη χορήγηση του συνδυασμού RF (p=0,01), καθώς και με
τη χορήγηση του συνδυασμού RΩ (p=0,05). Συμπεράσματα: Η μονοθεραπεία με υψηλή δόση ροσουβαστατίνης έχει ευνοϊκότερη επίδραση στο
οξειδωτικό στρες σε σύγκριση με το συνδυασμό χαμηλής δόσης ροσουβαστατίνης με φαινοφιμπράτη ή με ω-3 λιπαρά οξέα σε ασθενείς με μεικτή
δυσλιπιδαιμία.
Hellenic Journal of Atherosclerosis 1(1)
69
ΑΑ77
Η επίδραση της χορήγησης νικοτινικού οξέος/laropiprant
στην ενεργότητα της λιποπρωτεϊνικής φωσφολιπάσης Α2 (Lp-PLA2)
σε ασθενείς με μεικτή δυσλιπιδαιμία
Α. Κεή,1 Κ. Τέλλης,2 Ε. Λυμπερόπουλος,1 Χ. Ρίζος,1 Μ. Ελισάφ,1 Α. Τσελέπης2
1
2
Τομέας Παθολογίας, Ιατρική Σχολή, Πανεπιστήμιο Ιωαννίνων, Ιωάννινα
Τομέας Βιοχημείας-Κλινικής Χημείας, Τμήμα Χημείας, Πανεπιστήμιο Ιωαννίνων, Ιωάννινα
Εισαγωγή-Σκοπός: Η λιποπρωτεϊνική φωσφολιπάση Α2 (Lp-PLA2) του
πλάσματος κυκλοφορεί στην πλειοψηφία της (70–80%) συνδεδεμένη
με LDL σωματίδια και αποτελεί έναν ανεξάρτητο παράγοντα κινδύνου για
την εμφάνιση καρδιαγγειακής νόσου. Ένα μικρό ποσοστό της Lp-PLA2 του
πλάσματος συνδέεται με HDL σωματίδια (HDL-Lp-PLA2) και συμβάλλει στις
αντιαθηρογόνες δράσεις της HDL. Μελετήθηκε η επίδραση της χορήγησης
νικοτινικού οξέος στην ενεργότητα της Lp-PLA2 σε ασθενείς με μεικτή δυσλιπιδαιμία. Υλικό-Μέθοδος: Στη μελέτη συμμετείχαν 30 ασθενείς με μεικτή δυσλιπιδαιμία. Όλοι οι ασθενείς έπαιρναν μία συμβατική δόση στατίνης
(10–40 mg σιμβαστατίνη ή 10–20 mg ατορβαστατίνη ή 5–20 mg ροσουβαστατίνη) και δεν είχαν επιτύχει το στόχο όσον αφορά στα επίπεδα LDL- ή
non HDL-χοληστερόλης. Χορηγήθηκε επιπρόσθετη θεραπεία με νικοτινικό
οξύ/laropiprant (1000/20 mg για 1 μήνα και στη συνέχεια 2000/40 mg για
τους επόμενους 2 μήνες). Πριν την έναρξη και μετά από 3 μήνες θεραπείας
προσδιορίστηκε η ολική ενεργότητα της Lp-PLA2 στο πλάσμα καθώς και
η HDL-Lp-PLA2 των ασθενών. Αποτελέσματα: Η χορήγηση νικοτινικού
οξέος/laropiprant οδήγησε σε μείωση της ενεργότητας της Lp-PLA2 του
πλάσματος κατά 16% (από 54±11 σε 45±10 nmol/mL/min, p=0,02) και αύξηση της HDL-Lp-PLA2 κατά 45% (από 2,0±0,7 σε 2,9±1,1 nmol/mL/min,
p<0,001) σε σύγκριση με τα επίπεδα αυτών των παραμέτρων πριν την έναρξη της θεραπείας. Συμπεράσματα: Η xορήγηση επιπρόσθετης θεραπείας
με νικοτινικό οξύ σε ασθενείς με μεικτή δυσλιπιδαιμία που λαμβάνουν μία
συμβατική δόση στατίνης οδηγεί σε μείωση της ενεργότητας της Lp-PLA2
του πλάσματος και αύξηση της ενεργότητας της HDL-Lp-PLA2. Αυτή η δράση του νικοτινικού οξέος πιθανά συμβάλλει στη μείωση του καρδιαγγειακού
κινδύνου σε ασθενείς με μεικτή δυσλιπιδαιμία.
ΑΑ78
Επίδραση της θεραπείας με εζετιμίμπη/σιμβαστατίνη, σιμβαστατίνη
ή ροσουβαστατίνη στο μεταβολισμό της γλυκόζης
σε ασθενείς με πρωτοπαθή δυσλιπιδαιμία
Ε. Μουτζούρη, Χ. Μηλιώνης, Κ. Κωσταπάνος, Μ. Φλωρεντίν, Χ. Ρίζος,
Ε. Λυμπερόπουλος, Μ. Ελισάφ
Τομέας Παθολογίας, Ιατρική Σχολή, Πανεπιστήμιο Ιωαννίνων, Ιωάννινα
Εισαγωγή: Η θεραπεία με στατίνες έχει συσχετισθεί με αρνητική επίδραση στο μεταβολισμό της γλυκόζης και με αύξηση του κινδύνου εμφάνισης
σακχαρώδη διαβήτη. Σκοπός: H σύγκριση της επίδρασης 3 διαφορετικών
σχημάτων υπολιπιδαιμικής θεραπείας στο μεταβολισμό της γλυκόζης.
Υλικό-Μέθοδος: 150 ασθενείς με πρωτοπαθή δυσλιπιδαιμία τυχαιοποιήθηκαν να πάρουν θεραπεία με συνδυασμό εζετιμίμπης 10 mg/σιμβαστατίνης 10 mg (Ν=50), σιμβαστατίνη 40 mg (Ν=50) ή ροσουβαστατίνη 10
mg (Ν=50) για 12 εβδομάδες. Πριν και μετά τη θεραπεία προσδιορίστηκαν
οι λιπιδαιμικές παράμετροι (TCHOL, HDL-C, LDL-C), η γλυκοζυλιωμένη αιμοσφαιρίνη (HbA1c), καθώς και ο δείκτης HOMA-IR (homeostasis model
assessment-insulin resistance). Αποτελέσματα: Οι μεταβολές των λιπιδαιμικών παραμέτρων δε διέφεραν σημαντικά μεταξύ των 3 ομάδων. Η
χορήγηση σιμβαστατίνης 40 mg και ροσουβαστατίνης 10 mg είχε ως αποτέλεσμα αύξηση του δείκτη HOMA-IR κατά +2,2% και +11% αντίστοιχα,
p<0,05 σε σύγκριση με τις αρχικές τιμές. Αντίθετα, ο συνδυασμός εζετιμίμπης 10 mg με σιμβαστατίνη 10 mg δεν είχε σημαντική επίδραση στο
δείκτη HOMA-IR, ενώ μείωσε σημαντικά την HbA1c (–5,4%, p<0,01). Η
θεραπεία με σιμβαστατίνη 40 mg ή ροσουβαστατίνη 10 mg δεν είχε σημαντική επίδραση στα επίπεδα της HbA1c. Συμπεράσματα: Η χορήγηση
σιμβαστατίνης 40 mg ή ροσουβαστατίνης 10 mg συνοδεύεται από σημαντική αύξηση του δείκτη HOMA-IR χωρίς σημαντικές αλλαγές των τιμών
της HbA1c. Η χορήγηση του συνδυασμού εζετιμίμπης 10 mg με σιμβαστατίνη 10 mg δεν επηρεάζει σημαντικά το δείκτη HOMA-IR, ενώ παράλληλα
μειώνει τα επίπεδα της HbA1c.
70
Ελληνική Επιθεώρηση Αθηροσκλήρωσης 1(1)
ΑΑ79
Η προγνωστική σημασία των δεικτών διαστολικής λειτουργίας
της δεξιάς κοιλίας στην υπερτροφική μυοκαρδιοπάθεια
Θ. Γκόσιος, Ε. Παγκουρέλιας, Δ. Παρχαρίδου, Β. Καμπερίδης,
Γ. Ευθυμιάδης, Ι. Στυλιάδης
Εργαστήριο Μυοκαρδιοπαθειών, Α΄ Καρδιολογική Κλινική Αριστοτέλειου Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης,
Πανεπιστημιακό Γενικό Νοσοκομείο Θεσσαλονίκης ΑΧΕΠΑ, Θεσσαλονίκη
Εισαγωγή-Σκοπός: Ο καθορισμός της προγνωστικής αξίας των δεικτών διαστολικής λειτουργίας της Δεξιάς Κοιλίας (ΔΚ) (διατριγλωχινική
ροή και Tissue Doppler τριγλωχινικού δακτυλίου) στην Υπερτροφική
Μυοκαρδιοπάθεια (ΥΜΚ). Υλικό-Μέθοδος: Μελετήσαμε 386 ασθενείς με
ΥΜΚ (49,3 ±17,2 έτη; 65% άρρενες) για μια διάμεση περίοδο 67 μηνών (εύρος 6 έως 463 μήνες). Τελικά σημεία της μελέτης θεωρήσαμε τη θνητότητα
από καρδιακή ανεπάρκεια (ΚΑ) (13 ασθενείς) και τη συνολική καρδιαγγειακή
θνητότητα (ΣΚΘ) [ΚΑ, Αιφνίδιος Θάνατος και τα ισοδύναμα του (35 ασθενείς)]. Αποτελέσματα: Ασθενείς με αυξημένο E/Ea της ΔΚ είχαν 1,6 φορές
μεγαλύτερο κίνδυνο για θνητότητα από ΚΑ [Relative Risk (RR): 1,6, 95% (CI):
1,1 με 2,4, p=0,03], ενώ ασθενείς με βραχύ deceleration time του κύματος Ε
της διατριγλωχικής ροής (DTE) είχαν 1,1 φορά μεγαλύτερο κίνδυνο για ΣΚΘ
(RR: 1,1, 95% CI: 1,01 με 1,2, p=0,03). Με ROC ανάλυση, βρέθηκαν τα σημεία
μεγαλύτερης προγνωστικής αξίας των δεικτών της ΔΚ (E/Ea ΔΚ=6,88, ευαισθησία 75%, ειδικότητα 77,4%, AUC 0,847, p=0,017) για θνητότητα από
ΚΑ και (DTE<239 msec, ευαισθησία 62,5%, ειδικότητα 56,7%, AUC 0,642,
p=0,05) για την πρόγνωση του σύνθετου τελικού σημείου. Συμπεράσματα:
Η εμφάνιση περιοριστικής φυσιολογίας της ΔΚ φαίνεται να έχει ισχυρή προγνωστική αξία στην ΥΜΚ ανεξάρτητα από την ύπαρξη ή μη άλλων δυσμενών
προγνωστικών παραγόντων κινδύνου.
ΑΑ80
Το κόστος της μεσογειακής διατροφής
Κ. Βλησμάς,1 Δ. Παναγιωτάκος,1 Χ. Πίτσαβος,2 Χ. Χρυσοχόου,2 Γ. Σκούμας,2
Μ. Σιταρά,1 Γ. Υφαντόπουλος,3 Β. Σταυρινός,1 Χ. Στεφανάδης2
1
2
Τμήμα Επιστήμης Διαιτολογίας-Διατροφής, Χαροκόπειο Πανεπιστήμιο, Αθήνα,
Α΄ Καρδιολογική Κλινική, Εθνικό & Καποδιστριακό Πανεπιστήμιο Αθηνών, Αθήνα,
3
Εθνικό Κέντρο Κοινωνικών Ερευνών (ΕΚΚΕ), Αθήνα
Εισαγωγή-Σκοπός: Να υπολογιστεί το τρέχον κόστος της μεσογειακής
διατροφής στην Ελλάδα. Υλικό-Μέθοδος: Οι τιμές που χρησιμοποιήθηκαν για τον υπολογισμό του κόστους της μεσογειακής διατροφής προήλθαν
από 2 μεγάλα σούπερ μάρκετ στην Αθήνα και 4 εβδομαδιαίες λαϊκές αγορές. Οι κατηγορίες των τροφίμων προήλθαν από τη μεσογειακή πυραμίδα
τροφίμων και υπολογίστηκαν οι διάμεσες τιμές σύμφωνα με τις τρέχουσες
τιμές της αγοράς. Το μέγεθος της μερίδας που χρησιμοποιήθηκε βασίστηκε στις διατροφικές οδηγίες για ενήλικες στην Ελλάδα. Το συνολικό κόστος
της μεσογειακής διατροφής ήταν ίσο με το άθροισμα όλων των τροφίμων
σε ευρώ/εβδομάδα. Αποτελέσματα: Το τρέχον κόστος της μεσογειακής διατροφής υπολογίστηκε σε 31,20 ευρώ/εβδομάδα. Σε αναλογία, το
εκτιμώμενο κόστος της μεσογειακής διατροφής αποτελεί το 18,3% του
βασικού ελληνικού μηνιαίου μισθού σύμφωνα με στοιχεία της Eurostat,
το οποίο είναι κοντά στον ευρωπαϊκό μέσο όρο του 22% ως ποσοστό του
διαθέσιμου εισοδήματος που δαπανάται σε τρόφιμα. Ωστόσο, πρέπει να
ληφθεί υπόψη ότι στην Ευρώπη, οι τιμές των τροφίμων έχουν την τάση να
ποικίλλουν μεταξύ των χωρών με τη δυτική Ευρώπη να είναι πιο ακριβή
από την ανατολική. Ως εκ τούτου, το κόστος της μεσογειακής διατροφής
αυξάνεται στη δυτική Ευρώπη, όπου για παράδειγμα τα επίπεδα τιμών στα
φρούτα και τα λαχανικά είναι σαφώς πάνω από τον ευρωπαϊκό μέσο όρο
στις περισσότερες χώρες. Σε διεθνές επίπεδο, το εκτιμώμενο κόστος της
μεσογειακής διατροφής είναι πολύ κοντά στο κόστος του The Thrifty Food
Plan (μία οικονομικά αποδοτική υγιεινή διατροφή που δημιουργήθηκε
στις ΗΠΑ από το Υπουργείο Γεωργίας και καλύπτει τόσο τη Συνιστώμενη
Ημερήσια Πρόσληψη σε θρεπτικά συστατικά όσο και τις κατευθυντήριες
γραμμές της Διατροφικής Πυραμίδας). Συμπεράσματα: Φαίνεται ότι το
εκτιμώμενο κόστος της μεσογειακής διατροφής κυμαίνεται σε λογικά επίπεδα για ένα μεσαίο εισόδημα.
Hellenic Journal of Atherosclerosis 1(1)
71
ΑΑ81
Εγκυρότητα συντετμημένων δοκιμασιών ανοχής λίπους
για την εκτίμηση της μεταγευματικής λιπαιμίας
Μ. Mαράκη, Ν. Αγγελοπούλου, Ν. Χριστοδούλου, Χ. Κατσαρού, Σ. Κάβουρας, Λ. Συντώσης
Τμήμα Επιστήμης Διαιτολογίας-Διατροφής, Χαροκόπειο Πανεπιστήμιο, Αθήνα
Εισαγωγή-Σκοπός: Η μεταγευματική λιπαιμία εκτιμάται με τη διεξαγωγή
της δοκιμασίας ανοχής λίπους (oral fat tolerance test, OFTT), η οποία διαρκεί έξι ώρες και απαιτεί ωριαίες δειγματοληψίες αίματος. Με σκοπό την
απλοποίηση της δοκιμασίας έτσι ώστε να καταστεί ευκολότερη η χρήση της
στην κλινική πράξη, διερευνήθηκε εάν η OFTT που διαρκεί λιγότερο από έξι
ώρες ή απαιτεί αραιότερες χρονικά αιμοληψίες δύναται να εκτιμήσει τη μεταγευματική λιπαιμία σε παρόμοιο βαθμό με τη συμβατική OFTT, σε υγιή και
μη-υγιή άτομα σε διάφορες συνθήκες. Υλικό-Μέθοδος: Εβδομήντα δύο
άτομα (25 παχύσαρκα άτομα, 9 παχύσαρκα άτομα μετά από 10% απώλεια
σωματικού βάρους, 7 ήπια υπερτριγλυκεριδαιμικά, 19 νορμοβαρή άτομα
και 12 νορμοβαρείς γυναίκες μετά από μια συνεδρία άσκησης ή μετά από
μια ημέρα υποθερμιδικής δίαιτας), υποβλήθηκαν σε μια συμβατική OFTT (6
ώρες, 7 αιμοληψίες). Η μεταγευματική λιπαιμία προσδιορίστηκε ως ολική
και αυξανόμενη επιφάνεια κάτω από την καμπύλη συγκέντρωσης τριγλυκεριδίων προς το χρόνο. Η εγκυρότητα των συντετμημένων δοκιμασιών
εκτιμήθηκε με ανάλυση γραμμικής παλινδρόμησης και, για τις δοκιμασίες
με τις λιγότερες αιμοληψίες, με ανάλυση των Bland-Altman, παράλληλα.
Αποτελέσματα: (α) OFTT μικρότερης διάρκειας. Η 4ωρη-OFTT δύναται
να προβλέψει τη μεταγευματική λιπαιμία σε κάθε ομάδα που εξετάσθηκε (R2=0,707–0,954, p<0,01), εκτός από τους υπερτριγλυκεριδαιμικούς
(p=0,338), (β) OFTT ίδιας διάρκειας με μειωμένη συχνότητα αιμοληψιών. Η
OFTT με 4 αιμοληψίες (0, 2, 4, 6 h) ή με 3 αιμοληψίες (0, 3, 6 h) δύναται να
προβλέψει τη μεταγευματική λιπαιμία σε κάθε ομάδα ξεχωριστά και σε όλο
το δείγμα των εθελοντών (R2=0,746–0,995, p<0,001), ενώ μόνο 4 εθελοντές βρέθηκαν εκτός των 95% ορίων συμφωνίας (95% limits of agreement).
Συμπεράσματα: Συμπεραίνουμε ότι μια 6ωρη OFTT με 3 ή 4 χρονικά σημεία αιμοληψίας μπορεί να χρησιμοποιηθεί εναλλακτικά της συμβατικής
OFTT, έτσι ώστε να είναι πιο εύκολη στο κλινικό περιβάλλον, ενώ μια χρονικά συντετμημένη OFTT (4ωρη) δύναται να είναι κατάλληλη μόνο για υγιή και
όχι για υπερτριγλυκεριδαιμικά άτομα.
ΑΑ82
Επίπεδα C-αντιδρώσας πρωτεΐνης και γ-γλουταμικής τρανσφεράσης
στην παιδική παχυσαρκία
Κ. Μακέδου, Α. Ζορμπά, Α. Μακέδος, Ε. Μοσχούς, Α. Κούρτης, Α. Μακέδου
Ιατρείο Λιπιδίων και Πρόληψης των Καρδιαγγειακών Νοσημάτων, Β΄ Παιδιατρική Κλινική Αριστοτέλειου Πανεπιστημίου
Θεσσαλονίκης, Πανεπιστημιακό Γενικό Νοσοκομείο Θεσσαλονίκης ΑΧΕΠΑ
Εισαγωγή-Σκοπός: Η C-αντιδρώσα πρωτεΐνη (CRP) θεωρείται δείκτης φλεγμονής και αθηρωματικής διεργασίας στα καρδιαγγειακά νοσήματα και συστηματικής φλεγμονής στην παχυσαρκία. Η γ-γλουταμική τρανσφεράση (γGT)
έχει φανεί ότι είναι δυνατόν να αποτελεί δείκτη οξείδωσης και φλεγμονής,
σχετιζόμενο με την αθηροσκλήρωση. Σκοπός της παρούσας μελέτης ήταν η
διερεύνηση των επιπέδων της γ-GT σε παιδιά με παχυσαρκία, και η συσχέτισή
τους με τα επίπεδα της CRP, ως δείκτης φλεγμονής στην παχυσαρκία. ΥλικόΜέθοδος: Μελετήθηκαν 891 παιδιά, ηλικίας 10,55±1,19 έτη, 234 (26,26%)
υπέρβαρα, τα 77 (8,64%) παχύσαρκα και 580 (65,09%) φυσιολογικού βάρους
(μάρτυρες). Προσδιορίστηκαν τα επίπεδα των CRP με νεφελόμετρο (Boehring)
και γ-GT στον ορό με τη χρήση βιοχημικού αναλυτή (ROCHE). Η στατιστική
ανάλυση έγινε με το πρόγραμμα SPSS v.15. Η μελέτη χρηματοδοτήθηκε από
το ερευνητικό πρόγραμμα INTERREG IIIA. Αποτελέσματα: Η διάμεσος τιμή
(εύρος) των επιπέδων της γ-GT ήταν 11 (3–23) U/L, 11 (5-48) U/L και 10 (1–34)
U/L, στις τρεις ομάδες παιδιών, αντίστοιχα. Επίπεδα γ-GT >17 U/L παρουσίαζαν 16 (6,8%) από τα υπέρβαρα παιδιά, 11 παιδιά (14,3%) από τα παχύσαρκα
και 16 παιδιά (2,8%) από την ομάδα των μαρτύρων. Στα υπέρβαρα και στα παχύσαρκα παιδιά, η διάμεση τιμή και το εύρος των επιπέδων της CRP ήταν 0,09
(0,01–2,76) mg/dL και 0,19 (0,03–1,84) mg/dL, αντίστοιχα. Επιπλέον, 6,4% και
14,3% των παιδιών, αντίστοιχα, είχαν παθολογικές τιμές CRP (>0,5 mg/dL).
Μεταξύ των παιδιών με φυσιολογικό βάρος σώματος και εκείνων με υπερβάλλον σωματικό βάρος υπήρξε στατιστικά σημαντική διαφορά στα επίπεδα της
CRP και της γ-GT (p<0,05). Τέλος, τα επίπεδα της CRP και της γ-GT παρουσίαζαν σημαντική θετική, αλλά όχι γραμμική, συσχέτιση. Συμπεράσματα: Η
παρουσία αυξημένων επιπέδων CRP και γ-GT στα παιδιά με υπερβάλλον σωματικό βάρος δείχνει ότι από την εξέλιξη της παιδικής παχυσαρκίας προάγεται
η φλεγμονή και η οξείδωση και πιθανόν να αποτελούν δείκτες κινδύνου για
αθηροσκλήρωση από την παιδική ηλικία.
72
Ελληνική Επιθεώρηση Αθηροσκλήρωσης 1(1)
ΑΑ83
Μεταβολισμός του παράγοντα ενεργοποίησης αιμοπεταλίων
στο αίμα κουνελιών που τράφηκαν με αθηρογόνο δίαιτα
εμπλουτισμένη με πολικά λιποειδή ψαριού
K. Νασοπούλου,1 Α.Β. Τσούπρας,2 Χ. Καραντώνης,3 K.A. Δημόπουλος,2 Ι. Ζαμπετάκης1
1
Εργαστήριο Χημείας Τροφίμων, Τμήμα Χημείας, Εθνικό & Καποδιστριακό Πανεπιστήμιο Αθηνών, Αθήνα
2
Εργαστήριο Βιοχημείας, Τμήμα Χημείας, Εθνικό & Καποδιστριακό Πανεπιστήμιο Αθηνών, Αθήνα
3
Τμήμα Επιστήμης Τροφίμων και Διατροφής, Σχολή Περιβάλλοντος, Πανεπιστήμιο Αιγαίου, Μυτιλήνη
Εισαγωγή-Σκοπός: Εκχυλίσματα πολικών λιποειδών ψαριού έχουν επιδείξει in vitro ανασταλτική δράση έναντι του Παράγοντα-ΕνεργοποίησηςΑιμοπεταλίων (PAF), ο οποίος εμπλέκεται στην αθηρογένεση. Επιπλέον,
διατροφή υπερχολεστερολαιμικών κουνελιών εμπλουτισμένη με εκχύλισμα πολικών λιποειδών ψαριών προκάλεσε μείωση κατά 70% του
πάχους της αθηρωματικής πλάκας στο εσωτερικό της κεντρικής αρτηρίας κουνελιών. Σκοπός της παρούσης εργασίας, αποτέλεσε η μελέτη για
πρώτη φορά του μεταβολισμού του PAF στο αίμα αυτών των κουνελιών.
Υλικό-Μέθοδος: Χρησιμοποιήθηκαν τσιπούρες ιχθυοτροφείου (Sparus
aurata). Προσδιορίστηκαν οι δραστικότητες των μεταβολικών ενζύμων
του PAF: PAF-φωσφοχολινοτρανσφεράση (PAF-CPT), λυσο-PAF-ακετυλοτρανσφεράση (Lyso-PAF-AT) και PAF-ακετυλοϋδρολάση (PAF-AH) στα
έμμορφα στοιχεία αίματος 6 κουνελιών που τράφηκαν με αθηρογόνο
δίαιτα (Ομάδα-Α) και 6 άλλων κουνελιών που τράφηκαν με αθηρογόνο
δίαιτα εμπλουτισμένη με εκχύλισμα πολικών λιποειδών ψαριού (ΟμάδαΒ) για 45ημέρες. Η στατιστική ανάλυση πραγματοποιήθηκε με μέθοδο
Repeated-Measures-ANOVA και ο έλεγχος κανονικής κατανομής έγινε
με μέθοδο Kolmogorov-Smirnoff. Αποτελέσματα: Στα κουνέλια της
ομάδας-Α παρατηρήθηκε αύξηση της δραστικότητας και των δύο βιοσυνθετικών ενζύμων του PAF, PAF-CPT και Lyso-PAF-AT, στα λευκοκύτταρα
και στα αιμοπετάλια. Επιπλέον, παρατηρήθηκε μείωση της δραστικότητας του αποικοδομητικού ενζύμου του PAF, PAF-AH, και στα δύο είδη
κυττάρων. Αντίθετα, στα κουνέλια της ομάδας-Β παρατηρήθηκε μείωση
της Lyso-PAF-AT και στα δύο είδη κυττάρων. Η PAF-CPT αυξήθηκε στα
αιμοπετάλια, ενώ στα λευκοκύτταρα αρχικά αυξήθηκε και μετά το πέρας
της δίαιτας επανήλθε στα αρχικά της επίπεδα. Παρόμοια συμπεριφορά
παρατηρήθηκε για την PAF-AH των λευκοκυττάρων, ενώ μειώθηκε στα
αιμοπετάλια. Συμπεράσματα: Η αθηρογόνος δίαιτα προκάλεσε ενεργοποίηση της βιοσύνθεσης και ελάττωση του ομοιοστατικού μηχανισμού
της αποικοδόμησης του PAF στο αίμα κουνελιών της ομάδας-Α. Αντίθετα,
τα αποτελέσματα της ομάδας-Β που αφορούν στη μείωση της δράσης της
εμπλεκόμενης σε αθηρογένεση Lyso-PAF-AT, σχετίζονται με τις ευεργετικές δράσεις των πολικών λιποειδών του ψαριού έναντι της αθηρωμάτωσης. Η εργασία αυτή είναι μέρος της ερευνητικής μας προσπάθειας να
βελτιστοποιήσουμε τη διατροφική αξία των ψαριών ιχθυοτροφείου ως
προς την αναστολή της αθηρογένεσης.
ΑΑ84
Αναστολή της οξείδωσης των απομονωμένων LDL και των λιποπρωτεϊνών
του αίματος in vitro, μετά από επίδραση τριών τύπων ελαιολάδου
Σ. Ηλιάδης, Κ. Μακέδου, Θ.Ε. Φεσληκίδης, Γ. Παπαγεωργίου
Εργαστήριο Βιολογικής Χημείας, Ιατρική Σχολή, Αριστοτέλειο Πανεπιστήμιο Θεσσαλονίκης, Θεσσαλονίκη
Εισαγωγή-Σκοπός: Το ελαιόλαδο έχει αντιοξειδωτική δράση κατά την
υπεροξείδωση των λιποπρωτεϊνών του αίματος, η οποία θεωρείται βασικός
παθογενετικός παράγοντας στην ανάπτυξη της αθηρωμάτωσης. Έτσι, ένας
πιθανός τρόπος πρόληψης των καρδιαγγειακών παθήσεων θα μπορούσε
να είναι η μείωση της οξειδωτικής τροποποίησης των λιποπρωτεϊνών από
φυσικά ή συνθετικά αντιοξειδωτικά. Στην παρούσα εργασία εκτιμήθηκε
η αντιοξειδωτική δράση τριών τύπων ελαιόλαδου (ελαιόλαδο, εξαιρετικά
παρθένο ελαιόλαδο και αγουρέλαιο), στις λιποπρωτεΐνες του πλάσματος.
Υλικό-Mέθοδος: Οι αντιοξειδωτικές ουσίες του ελαιόλαδου παρελήφθησαν
με μεθανόλη και αποσταγμένο νερό σε αναλογία 80:20. Η οξείδωση των λιποπρωτεϊνών έγινε με 5μΜ θειικό χαλκό σε δείγματα απομονωμένων LDL πλάσματος και με 100 μΜ θειικό χαλκό σε δείγματα αραιωμένου ορού 1/100. Όλα
τα δείγματα περιείχαν εκχύλισμα αντιοξειδωτικών ουσιών των τριών τύπων
ελαιόλαδου του εμπορίου. Η παρακολούθηση της οξείδωσης έγινε με φασμα-
τοφωτόμετρο θερμοστατημένο στους 37 °C, σε μήκος κύματος 234 nm για τις
απομονωμένες LDL και 245 nm για τις μη απομονωμένες. Από τη χαρακτηριστική καμπύλη οξείδωσης των λιπιδίων υπολογίστηκε ο χρόνος καθυστέρησης της οξείδωσης (lag time). Αποτελέσματα: Συγκέντρωση εκχυλίσματος
20 μL/mL από το «ελαιόλαδο», το «εξαιρετικά παρθένο ελαιόλαδο» και το
«αγουρέλαιο», ανέστειλε το χρόνο καθυστέρησης κατά 115%, 173% και 263%,
αντίστοιχα στις λιποπρωτεΐνες ορού. Αντίστοιχα, στις απομονωμένες LDL η
ίδια ποσότητα εκχυλίσματος ανέστειλε το χρόνο καθυστέρησης κατά 100%,
153% και 283%, αντίστοιχα. Συμπεράσματα: Οι αντιοξειδωτικές ουσίες που
περιέχονται γενικά στο ελαιόλαδο και ιδιαίτερα στο «αγουρέλαιο» και στο
«εξαιρετικά παρθένο ελαιόλαδο» αυξάνουν in vitro την αντίσταση των λιποπρωτεϊνών στην οξείδωση και φαίνεται να έχουν ευεργετική επίδραση στην
αντίσταση του οργανισμού για τη δημιουργία της αθηρωματικής πλάκας και
γενικότερα στην πρόληψη των καρδιοαγγειακών νοσημάτων.
Hellenic Journal of Atherosclerosis 1(1)
73
ΑΑ85
Επίδραση του σησαμέλαιου στην οξείδωση των χαμηλής πυκνότητας
λιποπρωτεϊνών (LDL) πλάσματος
Κ. Μακέδου, Σ. Ηλιάδης, Γ. Παπαγεωργίου
Εργαστήριο Βιολογικής Χημείας, Ιατρική Σχολή, Αριστοτέλειο Πανεπιστήμιο Θεσσαλονίκης, Θεσσαλονίκη
Εισαγωγή-Σκοπός: Μελετήθηκε η in vitro οξείδωση των απομονωμένων
χαμηλής πυκνότητας λιποπρωτεϊνών (LDL) πλάσματος με σκοπό τη διερεύνηση της ύπαρξης αντιοξειδωτικής δράσης του σησαμελαίου. Υλικό-Μέθοδος:
Εκχυλίστηκαν οι αντιοξειδωτικές ουσίες από το σησαμέλαιο με μεθανόλη σε
αποσταγμένο νερό (60:40). Μετά από υπεφυγοκέντρηση του πλάσματος,
απομονώθηκαν οι LDL και υποβλήθηκαν σε οξείδωση με CuSO4, μετά την
προσθήκη εκχυλίσματος σησαμελαίου σε διάφορες αραιώσεις (1/100, 1/500
και 1/1000), ενώ έγινε σύγκριση με μάρτυρα (δείγμα LDL χωρίς σησαμέλαιο).
Η οξείδωση παρακολουθήθηκε φασματοφωτομετρικά στα 234 nm, στους 37
°C. Τα πειράματα έγιναν εις τριπλούν. Από τις καμπύλες που προέκυψαν υπολογίστηκαν ο χρόνος καθυστέρησης της οξείδωσης (lag time), ο ρυθμός οξείδωσης και η μέγιστη απορρόφηση των συζευγμένων διενίων που παράγονται
κατά την οξείδωση. Η στατιστική ανάλυση έγινε με το στατιστικό πρόγραμμα
SPSS v.15. Στατιστικά σημαντικό θεωρήθηκε το p<0,05. Αποτελέσματα: Με
τη μικρή αραίωση του εκχυλίσματος σησαμελαίου (1/100) υπήρξε σημαντική
αύξηση του lag time, με στατιστικά σημαντική ελάττωση του ρυθμού οξείδωσης και της μέγιστης απορρόφησης διενίων σε σχέση με το μάρτυρα. Με
την αραίωση 1/500 παρατηρήθηκε σημαντική αύξηση του lag time, χωρίς
μεταβολή στο ρυθμό οξείδωσης ή στη μέγιστη απορρόφηση. Αντίθετα, με
τη μεγαλύτερη αραίωση του σησαμελαίου (1/1000), δεν υπήρξε σημαντική
αντιοξειδωτική προστασία μετά την προσθήκη του σησαμελαίου σε σχέση
με το μάρτυρα, αφού παρόλο που ο ρυθμός παραγωγής διενίων ελαττώθηκε,
δεν αυξήθηκε σημαντικά ο lag time της οξείδωσης. Συμπεράσματα: Η δράση του σησαμελαίου φαίνεται ότι είναι προστατευτική για τις LDL, κάτω από
συνθήκες οξείδωσης και η κατανάλωσή του πιθανόν να είναι ευεργετική για
την πρόληψη των καρδιαγγειακών νοσημάτων.
ΑΑ86
Η επίδραση των επιπέδων υδάτωσης στη λειτουργία
του ενδοθηλίου σε υγιείς ενήλικες
Γ. Αρναούτης,1 Σ.Α. Κάβουρας,1 Κ.Α. Αναστασίου,1 Ν. Στρατάκης 1, Κ. Σταματελόπουλος,2
Μ. Λύκκα,2 Χ. Παπαμιχαήλ,2 Λ.Σ. Συντώσης1
1
Εργαστήριο Διατροφής & Κλινικής Διαιτολογίας, Χαροκόπειο Πανεπιστήμιο, Αθήνα, 2Αγγειολογικό Εργαστήριο,
Τμήμα Θεραπευτικής Ιατρικής, Γενικό Νοσοκομείο Αθηνών «Αλεξάνδρα», Αθήνα
Εισαγωγή-Σκοπός: Είναι αποδεδειγμένο ότι μέτρια επίπεδα αφυδάτωσης
προκαλούν πλήθος αρνητικών φυσιολογικών μεταβολών. Σκοπός της παρούσας έρευνας ήταν να μελετηθεί εάν η αφυδάτωση επηρεάζει και τη λειτουργία του ενδοθηλίου. Υλικό-Mέθοδος: Δέκα υγιείς, φυσικά δραστήριοι
αλλά μη προπονημένοι άνδρες συμμετείχαν στη μελέτη (σωματικό βάρος:
80,8±4,3 κιλά, ηλικία: 24,3±1,6 έτη). Η λειτουργία του ενδοθηλίου μετρήθηκε μέσω αγγειοδιαστολής μέσω ροής (FMD). Το FMD μετρήθηκε στην αρχή, μετά από 24 ώρες αφυδάτωσης και μετά από τρεις ώρες επανυδάτωσης.
Η αφυδάτωση προκλήθηκε με συνδυασμό στέρησης νερού για 24 ώρες (0,5
λίτρα νερού και όχι άλλα υγρά) και δίωρης άσκησης μέτριας έντασης σε διάδρομο (25 λεπτά στο 70% της μέγιστης καρδιακής συχνότητας με 5 λεπτά
διάλειμμα στους 31 °C). Η επανυδάτωση ολοκληρώθηκε με την κατανάλωση
ποσότητας αθλητικού ποτού ίσης με το 150% των συνολικών σωματικών
απωλειών. Αποτελέσματα: Η αφυδάτωση προκάλεσε μία μείωση της τάξεως του 1,9±0,1% στο σωματικό βάρος (p<0,001) με παράλληλη μείωση
του όγκου πλάσματος (3,5±1,8%) ο οποίος αναπληρώθηκε πλήρως μετά την
επανυδάτωση. Το FMD μειώθηκε από 8,2±1,2% στην αρχή σε 6,0±1,0% μετά το πέρας της αφυδάτωσης και παρέμεινε μειωμένο 5,4±0,8% ακόμα και
μετά την επανυδάτωση (p<0,05). Οι τιμές του ειδικού βάρους των ούρων
για τις αντίστοιχες χρονικές στιγμές ήταν 1,014±0,003 mg/dL, 1,029±0,002
mg/dL, 1,008±0,004 mg/dL αντίστοιχα (p<0,05). Συμπεράσματα: Τα αποτελέσματα προτείνουν ότι η μέτρια αφυδάτωση προκαλούμενη από άσκηση
και απαγόρευση κατανάλωσης υγρών φαίνεται να επηρεάζει αρνητικά τη
λειτουργία του ενδοθηλίου, όπως φαίνεται από το μειωμένο FMD.
74
Ελληνική Επιθεώρηση Αθηροσκλήρωσης 1(1)
ΑΑ87
Παράγοντες που επηρεάζουν τη γνωστική λειτουργία
στη χρονία νεφρική νόσο
Δ. Καρασαββίδου,1 Ρ. Καλαϊτζίδης,1 Γ. Σπανός,1 Ε. Παππάς,1 Κ. Κατωπόδης,1
Ε.Σ. Πελίδου,2 Κ.Χ. Σιαμόπουλος1
1
Νεφρολογική Κλινική, Πανεπιστημιακό Γενικό Νοσοκομείο Ιωαννίνων, Ιωάννινα, 2Νευρολογική Κλινική,
Πανεπιστημιακό Γενικό Νοσοκομείο Ιωαννίνων, Ιωάννινα
Εισαγωγή: Οι ασθενείς υπό αιμοκάθαρση (ΑΜΚ) εμφανίζουν σημαντική
διαταραχή της γνωστικής λειτουργίας (ΓΛ) με μόλις το 13% να εμφανίζει
φυσιολογικά ευρήματα στην εγκεφαλική φλοιική λειτουργία. Σκοπός:
H εκτίμηση της ΓΛ ασθενών με χρόνια νεφρική νόσο (ΧΝΝ) σταδίων 3–4,
αιμοκαθαιρόμενων με τεχνητό νεφρό (ΤΝ) και με περιτοναϊκή κάθαρση (ΠΚ), καθώς και η διερεύνηση των παραγόντων που επηρεάζουν τη
ΓΛ. Υλικό-Μέθοδος: Μελετήσαμε 93 σταθεροποιημένους ασθενείς με
ΧΝΝ [24 σταδίου 3 (GFR=30–59), 20 σταδίου 4, (GFR=15–29), 26 σε ΤΝ
και 23 σε ΠΚ]. Η μέση ηλικία τους ήταν 61±15 έτη και 68% ήταν άνδρες. Η εκτίμηση της ΓΛ διενεργήθηκε με τη χρήση 5 ερωτηματολογίων.
Αποτελέσματα: Οι ομάδες ήταν συγκρίσιμες με παρόμοια δημογραφικά χαρακτηριστικά. Η μέση συστολική, διαστολική και η πίεση σφυγμού
ήταν 133±21, 78±11 και 55±20 mmHg, αντίστοιχα. Πιστοποιήθηκε
η διαταραχή της ΓΛ από τα πρώιμα στάδια 3–4 της ΧΝΝ. Οι ασθενείς
στον ΤΝ εμφάνισαν διαταραχή της ΓΛ σε ποσοστό 81%, σε αντίθεση με
22% των ασθενών που υποβάλλονται σε ΠΚ. H ΓΛ σε όλες της ομάδες
εμφάνισε αρνητική συσχέτιση με την ηλικία (p=0,001), το ιστορικό
καρδιαγγειακής νόσου (p=0,009), το σακχαρώδη διαβήτη (p=0,001)
τους παράγοντες που διέπουν το δευτεροπαθή υπερπαραθυρεοειδισμό
(PΟ4-p<0,001, CaxPΟ4=p<0,001, PTH=p<0,001) και το κάπνισμα
(p=0,001). Επιπλέον, στους αιμοκαθαιρόμενους ασθενείς διαπιστώθηκε αρνητική συσχέτιση της ΓΛ και της ποιότητας κάθαρσης: (URR,
p<0,05) και της Kt/V (p<0,05). Η χορήγηση αντιϋπερτασικής αγωγής
στο σύνολο των ασθενών και η βιταμίνη D (p=0,04) στους ασθενείς που
υποβάλλονται σε εξωνεφρική κάθαρση με ΤΝ και ΠΚ, βελτίωσαν τη ΓΛ.
Συμπεράσματα: Παράγοντες όπως ηλικία, το ιστορικό καρδιαγγειακής
νόσου, ο σακχαρώδης διαβήτης, ο δευτεροπαθής υπερπαραθυρεοειδισμός δρουν αρνητικά στη ΓΛ. Η αντιϋπερτασική αγωγή είχε θετική
επίδραση στη ΓΛ, καθώς και η βιταμίνη D στους αιμοκαθαιρόμενους
ασθενείς.
ΑΑ88
Βελτιωμένες καρδιοπροστατευτικές ιδιότητες τσιπούρας ιχθυοτροφείου
τρεφόμενη με δίαιτα εμπλουτισμένη με ελαιοπύρηνα
K. Νασοπούλου,1 Β. Γκογκάκη,1 Γ. Σταματάκης,2 Κ.Α. Δημόπουλος,2 Ι. Ζαμπετάκης1
1
Εργαστήριο Χημείας Τροφίμων, Τμήμα Χημείας, Εθνικό & Καποδιστριακό Πανεπιστήμιο Αθηνών, Αθήνα, 2Εργαστήριο Βιοχημείας,
Τμήμα Χημείας, Εθνικό & Καποδιστριακό Πανεπιστήμιο Αθηνών, Αθήνα
Εισαγωγή-Σκοπός: Τα ψάρια και το ελαιόλαδο αποτελούν βασικά συστατικά της διατροφής του ανθρώπου δρώντας προστατευτικά έναντι των καρδιαγγειακών παθήσεων. Τα δυο αυτά τρόφιμα και ο ελαιοπυρήνας (OP) –παραπροϊόν ελαιουργίας– εμφάνισε in-vivo αναστολή του σχηματισμού αθηρωματικών πλακών και in-vitro ανασταλτική δράση έναντι του ΠαράγονταΕνεργοποίησης-Αιμοπεταλίων (PAF), ενός ισχυρού προφλεγμονώδους
παράγοντα, εμπλεκόμενου στην αθηρογένεση. Σκοπός της παρούσας εργασίας αποτέλεσε η μελέτη της ανάπτυξης των τσιπούρων-ιχθυοτροφείου
που τράφηκαν με τροφή εμπλουτισμένη με ελαιοπυρήνα (OP-δίαιτα) και
της βιολογικής δραστικότητάς τους. Υλικό-Μέθοδος: Χρησιμοποιήθηκαν
τσιπούρες ιχθυοτροφείου (Sparus aurata) που τράφηκαν 90 ημέρες με OPδίαιτα. Προσδιορίστηκαν η βιολογική δραστικότητα των ολικών λιποειδών
(TL) των ψαριών, τα επίπεδα των λιπαρών οξέων τους και εντοπίστηκαν οι
βιολογικά δραστικές περιοχές των πολικών λιποειδών (PL) των ψαριών με
HPLC. Η στατιστική ανάλυση πραγματοποιήθηκε με μη-κανονικοποιημένο
test-Wilcoxon. Αποτελέσματα: Οι τσιπούρες που τρέφονταν με OP-δίαιτα
εμφάνισαν παραπλήσια ανάπτυξη με εκείνες που τρέφονταν με ιχθυοτρο-
φή-εμπορίου, τα TL όμως έδειξαν ισχυρότερη in vitro βιολογική δραστικότητα αναστολέων-PAF και μειωμένα επίπεδα ακόρεστων λιπαρών οξέων
συγκριτικά με τα ψάρια που τρέφονταν με ιχθυοτροφή-εμπορίου. Τέλος, οι
βιολογικά δραστικές περιοχές των PL και των δυο κατηγοριών ψαριών εντοπίστηκαν στην περιοχή που εκλούονται τα γλυκολιποειδή του ελαιολάδου.
Συμπεράσματα: Η αντικατάσταση του ιχθυελαίου με ελαιοπυρήνα στην
ιχθυοτροφή των τσιπούρων είναι εφικτή, αφού τα ψάρια αναπτύσσονται
με παρόμοιο ρυθμό με εκείνα που τρέφονταν με ιχθυοτροφή-εμπορίου. Η
αυξημένη βιολογική δραστικότητα και τα μειωμένα επίπεδα των λιπαρών
οξέων των ψαριών που τράφηκαν με OP-δίαιτα σε σχέση με εκείνα που τρέφονταν με ιχθυοτροφή-εμπορίου, υποδεικνύει αφενός ότι η παρουσία των
αναστολέων του PAF, που έχουν εντοπιστεί στον ελαιοπυρήνα, ενίσχυσαν τη
βιολογική δράση των ψαριών που τρέφονταν με OP-δίαιτα, αφετέρου ότι
η ενισχυμένη αυτή βιολογική δράση δεν μπορεί να αποδοθεί στα λιπαρά
οξέα του ψαριού, αφού τα επίπεδά τους μειώνονται. Έτσι, δημιουργείται η
προοπτική παραγωγής ενός νέου είδους τσιπούρας με πιθανές ενισχυμένες
καρδιοπροστατευτικές δράσεις.
Hellenic Journal of Atherosclerosis 1(1)
75
ΑΑ89
Κλασικοί και νεότεροι παράγοντες κινδύνου στην καρδιαγγειακή έκβαση
των ασθενών με χρονία νεφρική νόσο
Ε. Ντουνούση,1 Β. Κιάτου,2 Α. Κίτσος,1 Ε. Τριάντου,1 Κ. Παππάς,1 Α. Παπαγιάννη,3
Ν. Κοτζαδάμης,2 Δ. Τσακίρης,4 Κ.Χ. Σιαμόπουλος1
1
Νεφρολογική Κλινική, Πανεπιστημιακό Γενικό Νοσοκομείο Ιωαννίνων, Ιωάννινα, 2Νεφρολογικό Τμήμα,
Γενικό Νοσοκομείο Βέροιας, Βέροια, 3Νεφρολογική Κλινική, Γενικό Νοσοκομείο Θεσσαλονίκης «Ιπποκράτειο», Θεσσαλονίκη,
4
Νεφρολογικό Τμήμα, Γενικό Νοσοκομείο Θεσσαλονίκης «Παπαγεωργίου», Θεσσαλονίκη
Εισαγωγή: Περίπου 25–50% των ασθενών με μετρίου βαθμού χρόνια νεφρική νόσο (ΧΝΝ) καταλήγουν λόγω καρδιαγγειακής (ΚΑ) νόσου πριν την
ένταξη στην αιμοκάθαρση. Έχει επίσης δειχθεί ότι στην αυξημένη ΚΑ νοσηρότητα εμπλέκονται κλασικοί και νεότεροι παράγοντες κινδύνου. Σκοπός:
Να προσδιοριστεί η επίδραση των κλασικών και νεότερων παραγόντων
κινδύνου στην εμφάνιση ΚΑ συμβάματος (στεφανιαίο ισχαιμικό επεισόδιο,
περιφερικό αγγειακό επεισόδιο, ΑΕΕ). Υλικό-Μέθοδος: μελετήθηκαν 201
διαδοχικοί, ασθενείς με ΧΝΝ σταδίου 1–4 (μέση ηλικία τα 65±12 έτη, 51%
άνδρες) και παρακολουθήθηκαν προοπτικά επί τριετία. Δεν συμπεριλήφθηκαν στην ανάλυση ασθενείς που εντάχθηκαν στην αιμοκάθαρση. Στην
έναρξη της μελέτης, ο eGFR (MDRD) ήταν 55±28 mL/min. Μελετήθηκαν
οι παρακάτω παράγοντες: ηλικία, φύλο, κάπνισμα, ΒΜΙ, συστολική και διαστολική αρτηριακή πίεση, eGFR, λεύκωμα ούρων 24ώρου, χοληστερόλη,
αλβουμίνη, αιμοσφαιρίνη, παραθορμόνη, δείκτης μάζας αριστεράς κοιλίας
(LVMI), ιστορικό σακχαρώδη διαβήτη και ΚΑ νόσου, ινωδογόνο, CRP, IL-6,
TNF-α, ICAM-1, VCAM-1, PAI και VEGF. Αποτελέσματα: Tο 18% των ασθενών εμφάνισαν συνολικά 36 ΚΑ συμβάματα με μέσο χρόνο εμφάνισής τους
21±12 μήνες. Στατιστικά σημαντικοί παράγοντες ήταν οι: LVMI (p=0,01),
VCAM-1 (p=0,005) και αλβουμίνη (p=0,017). Ο κίνδυνος εμφάνισης ΚΑ
συμβάματος σε κάθε χρονική στιγμή αυξάνεται κατά 9,5% για κάθε 10 μονάδες αύξησης του LVMI, κατά 9% περίπου για κάθε 100 μονάδες αύξησης
του VCAM-1, ενώ για κάθε δέκατο της μονάδας μείωσης της αλβουμίνης, ο
κίνδυνος αυξάνεται κατά 33%. Συμπεράσματα: O κίνδυνος εμφάνισης ΚΑ
συμβάματος ανά χρονική στιγμή σε ασθενείς με ΧΝΝ σταδίου 1–4, μπορεί
να εκφραστεί καλύτερα από ένα μοντέλο που περιέχει συνδυασμό κλασικών
(LVMI, αλβουμίνη) και νεότερων (VCAM-1) παραγόντων κινδύνου.
ΑΑ90
Παράγοντες κινδύνου στεφανιαίας νόσου.
Οι γνώσεις των φοιτητών Νοσηλευτικής
Β. Καπλάνη,1 Π. Λυκουρέντζου,1 Α. Αργυριάδης,2 Ο. Καδδά,3 Γ. Αργυρίου,4 Ε. Κυρίτση1
1
ΤΕΙ Αθήνας, Αθήνα, 2Ελεύθερος Επαγγελματίας, 3Ωνάσειο Καρδιοχειρουργικό Κέντρο, Αθήνα
4
Γενικό Νοσοκομείο Νοσημάτων Θώρακος Αθηνών «Η Σωτηρία», Αθήνα
Εισαγωγή: Η στεφανιαία νόσος αποτελεί τον κυριότερο εκπρόσωπο των
καρδιαγγειακών νοσημάτων. Κοινός παρονομαστής σε όλα τα νοσήματα
αυτά είναι η ανάπτυξη αθηρωματικών αλλοιώσεων και η ενοχοποίηση
συγκεκριμένων παραγόντων κινδύνου. Η ύπαρξη ενός παράγοντα κινδύνου για κάποιο νόσημα σχετίζεται με αυξημένη πιθανότητα μελλοντικής
εμφάνισης του αντίστοιχου νοσήματος. Σκοπός: Σκοπός της παρούσας
εργασίας είναι η διερεύνηση της γνώσης των φοιτητών νοσηλευτικής
στους παράγοντες που ενοχοποιούνται για την εμφάνιση στεφανιαίας
νόσου. Υλικό-Μέθοδος: Τον πληθυσμό της μελέτης αποτέλεσαν 478
φοιτητές του τμήματος Νοσηλευτικής Α΄ του ΤΕΙ Αθήνας. Από τους 478
φοιτητές το 25,7% ήταν άνδρες. Ο χρόνος διεξαγωγής της έρευνας ήταν
12 μήνες. Για τη συλλογή των δεδομένων χρησιμοποιήθηκε ειδικό ερωτηματολόγιο, 53 ερωτήσεων κλειστού τύπου, που βασίστηκε σε αντίστοιχο
ερωτηματολόγιο προγενέστερης μελέτης. Για την επεξεργασία των δεδομένων χρησιμοποιήθηκε το στατιστικό πακέτο SPSS.17. Αποτελέσματα:
To 39,6% του δείγματος φοιτά στο 1ο έτος, το 10,9% στο 2ο, το 21,3%
στο 3ο και το 25,2% στο 4ο. Θετικό οικογενειακό ιστορικό στεφανιαίας
νόσου αναφέρει το 11,3% του δείγματος. Όσον αφορά στις αντιλήψεις
για τους κλινικούς παράγοντες κινδύνου, το 35,7% του δείγματος γνωρίζει το ανώτερο επίπεδο φυσιολογικών τιμών για την ολική χοληστερόλη.
Το 35,6% δε γνωρίζει τη διαφορά μεταξύ HDL και LDL χοληστερόλης. Το
49,1% του δείγματος γνωρίζει το ανώτερο επίπεδο φυσιολογικών τιμών
για τη γλυκόζη. Το 36,2% των φοιτητών του 4ου έτους δε γνωρίζει το
ανώτατο επίπεδο των φυσιολογικών τιμών της ολικής χοληστερόλης
(p<0,001). Το 39,7% του 4ου έτους δε γνωρίζει το ανώτατο επίπεδο
φυσιολογικών τιμών της γλυκόζης (p<0,001). Συμπεράσματα: Υπάρχει
σε κάποιο βαθμό ενημέρωση για τους προδιαθεσικούς παράγοντες της
Στεφανιαίας Νόσου, δίχως όμως να υπάρχει απόλυτη κατανόηση αυτών.
Το έλλειμμα γνώσης είναι εμφανές κυρίως στα μεγαλύτερα εξάμηνα φοίτησης. Η ανάγκη για συστηματικότερη εκπαίδευση των φοιτητών στους
παράγοντες που ενοχοποιούνται για την πρώτη αιτία θανάτου στον κόσμο είναι αναγκαία.
76
Ελληνική Επιθεώρηση Αθηροσκλήρωσης 1(1)
ΑΑ91
Τροποποιήσιμοι παράγοντες κινδύνου και εξέλιξη
του καρδιονεφρικού συνδρόμου
Ε. Ντουνούση,1 Β. Κιάτου,2 Κ. Παππάς,1 Ξ. Ζήκου,1 Γ. Σπανός,1 Ε. Παππάς,1 Ρ. Καλαϊτζίδης,1
Ν. Κοτζαδάμης,2 Δ. Τσακίρης,3 Κ.Χ. Σιαμόπουλος1
1
Νεφρολογική Κλινική, Πανεπιστημιακό Γενικό Νοσοκομείο Ιωαννίνων, Ιωάννινα, 2Νεφρολογικό Τμήμα, Γενικό Νοσοκομείο Βέροιας,
Βέροια, 3Νεφρολογικό Τμήμα, Γενικό Νοσοκομείο Θεσσαλονίκης «Παπαγεωργίου», Θεσσαλονίκη
Εισαγωγή-Σκοπός: Διάφοροι τροποποιήσιμοι παράγοντες κινδύνου
συμβάλλουν στην εξέλιξη της χρόνιας νεφρικής νόσου (ΧΝΝ) και ευθύνονται και για την αυξημένη καρδιαγγειακή νοσηρότητα στους ασθενείς
αυτούς. Σκοπός: Η εκτίμηση της αποτελεσματικότητας της θεραπευτικής
παρέμβασης στους τροποποιήσιμους παράγοντες, στην εξέλιξη του καρδιονεφρικού συνδρόμου. Υλικό-Μέθοδος: Μελετήθηκαν και παρακολουθήθηκαν επί τριετία 225 ασθενείς με ΧΝΝ σταδίου 1–4. Oι παράμετροι που
εκτιμήθηκαν στην ένταξη και εν συνεχεία ανά έτος ήταν: eGFR (MDRD, mL/
min), συστολική (ΣΑΠ), διαστολική (ΔΑΠ) αρτηριακή πίεση, Hb, Chol, TG,
LDL, Alb, Ca++xPO3–4 και PTH. Στην ένταξη και στο τέλος προσδιορίστηκε
ο δείκτης μάζας αριστερής κοιλίας (LVMI). Αποτελέσματα: Επιτεύχθηκε
ο στόχος της ΣΑΠ και ΔΑΠ σε ποσοστό 50% και 62% αντίστοιχα. Στη διάρκεια της μελέτης, εντός θεραπευτικών ορίων ήταν το 96–97% των
ασθενών για την Hb και το 97–99% για την Alb ορού. Βελτιώθηκαν σημαντικά και οι τρεις παράμετροι του λιπιδαιμικού προφίλ. Η PTH αυξήθηκε
σημαντικά εκτός θεραπευτικού στόχου στα στάδια 3 και 4. Στο σύνολο των
ασθενών παρατηρήθηκε μικρή, αλλά στατιστικά σημαντική μείωση της
MDRD. Η μέση τιμή του LVMI, δε μεταβλήθηκε σημαντικά στην τριετία.
H πολυπαραγοντική ανάλυση παλινδρόμησης στην ένταξη, έδειξε ότι το
ανδρικό φύλο, η ηλικία και η PTH συνέβαλαν σημαντικά στη διαμόρφωση
των τιμών του LVMI. Στο τέλος της μελέτης η Alb του ορού επηρέαζε τα
επίπεδα του LVMI αντιστρόφως ανάλογα. Συμπεράσματα: Η συνολική
θεραπευτική παρέμβαση ελαχιστοποίησε την απώλεια νεφρικής λειτουργίας ιδιαίτερα στους διαβητικούς ασθενείς. Παρά τον ικανοποιητικό
έλεγχο των τροποποιήσιμων παραγόντων κινδύνου δεν κατέστη δυνατή
η βελτίωση του LVMI.
ΑΑ92
Παράγοντες κινδύνου πρόκλησης αγγειακού εγκεφαλικού επεισοδίου
(ΑΕΕ) ισχαιμικής αιτιολογίας
Π. Κόντι, Α. Γιαννουλάκης
Τμήμα Νοσηλευτικής, ΤΕΙ Αθήνας, Αιγάλεω
Εισαγωγή-Σκοπός: Σκοπός της παρούσης εργασίας ήταν η ανασκόπηση
της βιβλιογραφίας ως προς τους παράγοντες κινδύνου που ευθύνονται για
την πρόκληση ΑΕΕ, ισχαιμικής αιτιολογίας. Η μεθοδολογία της εργασίας
περιελάμβανε αναζήτηση ανασκοπικών και ερευνητικών μελετών κυρίως
της τελευταίας 8ετίας στις ηλεκτρονικές βάσεις δεδομένων PubMed που
αναφέρονταν στους παράγοντες κινδύνου πρόκλησης ΑΕΕ, ισχαιμικής αιτιολογίας. Αποτελέσματα: Στην πλειοψηφία των ερευνητικών μελετών,
οι παράγοντες που ευθύνονται για την πρόκληση αγγειακού εγκεφαλικού
επεισοδίου ταξινομούνται ανάλογα με τη δυνατότητα τροποποίησής τους:
σε τροποποιήσιμους και μη τροποποιήσιμους. Οι κυριότεροι μη τροποποιήσιμοι παράγοντες κινδύνου είναι η ηλικία, το φύλο, η εθνικότητα-φυλή και
η κληρονομικότητα. Από τους τροποποιήσιμους παράγοντες, κυριότερος
είναι η αρτηριακή υπέρταση, διότι αφενός προάγει την αθηροσκλήρυνση
των αγγείων αφετέρου οδηγεί σε εκφυλιστικές αλλοιώσεις και στενώσεις
των μικρών αγγείων του εγκεφάλου. Η κολπική μαρμαρυγή αποτελεί τον
πλέον σημαντικό παράγοντα κινδύνου πρόκλησης ΑΕΕ, καθώς ευθύνεται
για το 50% των θρομβοεμβολικών επεισοδίων. Επίσης, οι ασθενείς με σακ-
χαρώδη διαβήτη διατρέχουν υψηλότερο κίνδυνο για ΑΕΕ, σε σύγκριση με
τα υγιή άτομα, ενώ ο κίνδυνος αυξάνεται περισσότερο στα ινσουλινοεξαρτώμενα άτομα. Η υπερλιπιδαιμία και οι διαταραχές της ολικής χοληστερόλης ευθύνονται για την αθηροσκλήρωση των στεφανιαίων αγγείων αλλά
και της καρωτίδας. Αναλυτικότερα, η καρωτιδική στένωση >50% σε άτομα
άνω των 65 χρόνων αποτελεί σημαντικό παράγοντα κινδύνου πρόκλησης
ΑΕΕ. Παρότι, η σχέση καπνίσματος και κινδύνου πρόκλησης ΑΕΕ δεν έχει
ακόμα πλήρως κατανοηθεί, εντούτοις, οι καπνιστές ανήκουν στην ομάδα
υψηλού κινδύνου διότι το κάπνισμα σχετίζεται με την αθηροσκλήρυνση.
Επιπροσθέτως, οι παθήσεις του αίματος και κυρίως η δρεπανοκυτταρική
αναιμία ευθύνονται για την πρόκληση ΑΕΕ ισχαιμικής αιτιολογίας καθώς η
προοδευτική στένωση των αγγείων εμποδίζει την παροχή οξυγόνου στον
εγκέφαλο και τους ιστούς. Συμπεράσματα: Καθένας από τους παραπάνω
παράγοντες ευθύνεται σε μικρό ή μεγαλύτερο βαθμό για την εμφάνιση
αγγειακού εγκεφαλικού επεισοδίου. Η οργάνωση προγραμμάτων εκπαίδευσης και ενημέρωσης του πληθυσμού θα συνεισφέρει μελλοντικά στην
πρόληψη των συνεπειών ενός ΑΕΕ.
Hellenic Journal of Atherosclerosis 1(1)
77
ΑΑ93
The role of vascular endothelial-cadherin in pulmonary hypertension
and its potential use as biomarker
P.I. Karras,1 A.D. Ntouhaniari,1 N. Maniatis,2,3 P. Kouklis1
1
Laboratory of Biology, School of Medicine, University of Ioannina, Ioannina, 22nd Department of Critical Care, National &
Kapodistrian University of Athens, Athens, 3Medical School, National & Kapodistrian University of Athens, Athens
Aim: Endothelial adherence junctions (AJ) play an important role in pulmonary hypertension. Vascular endothelial cadherin (VE-cadherin) is a
transmembrane cell surface protein (130 kDa) and the most important
adhesive component of endothelial AJs. The extracellular domain of VEcadherin forms homotypic cell-cell contacts between adjacent endothelial
cells. Several studies have shown that VE-cadherin plays essential role in
controlling vascular permeability, leukocyte transmigration, vasculogenesis and angiogenesis. Alterations in VE-cadherin expression and distribution contribute also to pulmonary hypertension. Such alteration is the
“cadherin shedding”, a phenomenon caused by inflammatory mediators,
like thrombin, and is the process of proteolytic cleavage of cell surface
proteins. These inflammatory factors activate a mechanism by which transmembrane disintegrin metalloproteinases (ADAMs) cleave VE-cadherin.
Our purpose is to examine the mechanism of VE-cadherin shedding and
establish this protein as biomarker in pulmonary hypertension. Methods:
Production of three specific monoclonal antibodies against VE-cadherin,
immunoprecipitation in serum samples from patients with pulmonary hypertension and quantitative western blot analysis in lungs from rats treated
with pyrrolizidine alkaloid monocrotaline (MCT). Results: We studied the
expression levels of VE-cadherin in rats treated with monocrotaline. We
found that it is reduced between 24 hours to 15 days after MCT treatment.
We also examined the presence of VE-cadherin in serum samples from 10
patients with pulmonary hypertension. We detected two proteolytic fragments with molecular weight 80 kDa and 90 kDa, and we are in the process of establishing an ELISA assay to quantitate their amount using three
anti-VE-cadherin specific monoclonal antibodies raised in our laboratory.
Conclusions: VE-cadherin soluble fragments are found in the serum and
this property may be exploited to establish this molecule as a biomarker in
the future, provided that the degree of shedding should be quantified and
correlated with the disease's progression.
ΑΑ94
Έλεγχος εγκυρότητας διατροφικού δείκτη αποτίμησης της μεσογειακής
διατροφής, όπως αυτός εκτιμάται από διαφορετικά εργαλεία
διατροφικής αξιολόγησης
Α. Γιωτοπούλου,1 Β. Μπουντζιούκα,1 Χ. Κατσαγώνη,1 Ν. Βαλλιάνου,3 Μ. Μπόνου,3 Α. Ευαγγελόπουλος,1
Ε. Βογιατζάκης,2 Π. Αυγερινός,3 Ι. Μπαρμπετσέας,3 Δ.Β. Παναγιωτάκος1
1
Τμήμα Επιστήμης Διαιτολογίας-Διατροφής, Χαροκόπειο Πανεπιστήμιο, Αθήνα, 2Αιματολογικό Εργαστήριο, Γενικό Νοσοκομείο
Αθηνών «Πολυκλινική», Αθήνα, 3Τομέας Παθολογίας, Γενικό Νοσοκομείο Αθηνών «Πολυκλινική», Αθήνα
Εισαγωγή-Σκοπός: Η ολιστική αποτίμηση της διατροφής κερδίζει συνεχώς έδαφος στη διατροφική επιδημιολογία. Σκοπός της παρούσας εργασίας ήταν να διερευνηθεί ο βαθμός συμφωνίας των τιμών ενός σύνθετου
διατροφικού δείκτη όπως αυτός προκύπτει από δύο διαφορετικά εργαλεία
διατροφικής αξιολόγησης (ένα ερωτηματολόγιο συχνότητας κατανάλωσης
τροφίμων, ΕΣΚΤ και ένα τριήμερο ημερολόγιο καταγραφής, 3ΗΚΤ). ΥλικόΜέθοδος: Υγιείς ενήλικες προσερχόμενοι για τακτικό επανέλεγχο στο ΓΝΑ
«Πολυκλινική», συμμετείχαν στη μελέτη (ν=272, 46±16 ετών, 40% άνδρες).
Οι διατροφικές συνήθειες των συμμετεχόντων αποτιμήθηκαν μέσω ενός
ΕΣΚΤ και ενός 3ΗΚΤ. Ο διατροφικός δείκτης MedDietScore (εύρος τιμών
0–55), ο οποίος εκτιμήθηκε έμμεσα από τα δύο εργαλεία, χρησιμοποιήθηκε για τον έλεγχο του βαθμού συμμόρφωσης με τη μεσογειακή διατροφή.
Παράλληλα, πραγματοποιήθηκε αιμοληψία (~100 mL), ακολουθώντας τυποποιημένη διαδικασία, για τον προσδιορισμό βιοχημικών δεικτών που σχετί-
ζονται με τη διατροφική κατάσταση. Αποτελέσματα: Βρέθηκε μια χαμηλή,
αλλά στατιστικά σημαντική συμφωνία μεταξύ των τιμών του MedDietScore
όπως αυτό προέκυψε από το ΕΣΚΤ και από το 3ΗΚΤ (tau-b=0,240, p<0,001).
Η συμφωνία φάνηκε να είναι ισχυρότερη στις γυναίκες από ό,τι στους άνδρες (tau-b =0,300 vs tau-b =0,145<0,3) και ακόμα μεγαλύτερη όταν τα
άτομα ήταν υπέρβαρα/παχύσαρκα σε σχέση με αυτά φυσιολογικού βάρους
(tau-b =0,330 vs tau-b =0,202). Επίσης, με βάση τα μοντέλα παλινδρόμησης παρατηρήθηκε παρόμοια τάση της σχέσης του MedDietScore είτε αυτός
υπολογίστηκε από το ΕΣΚΤ είτε από το 3ΗΚΤ αναφορικά με κλινικούς και
βιοχημικούς δείκτες (αρτηριακή πίεση, LDL-χοληστερόλη και C-αντιδρώσα
πρωτεΐνη). Συμπεράσματα: Ο χαμηλός βαθμός συμφωνίας που παρατηρήθηκε μεταξύ του MedDietScore όπως αυτός υπολογίστηκε από τα δύο διαφορετικά εργαλεία επιβεβαιώνει την αναγκαιότητα περαιτέρω μελέτης της
μεθοδολογίας κατασκευής των διατροφικών δεικτών.
78
Ελληνική Επιθεώρηση Αθηροσκλήρωσης 1(1)
ΑΑ95
Η προσήλωση στο μεσογειακό πρότυπο διατροφής σε συνδυασμό
με τη φαρμακευτική θεραπεία με στατίνη μπορεί σημαντικά να μειώσει
τα επίπεδα των λιπιδίων σε ηλικιωμένους ασθενείς. Μελέτη Ικαρία
Μ. Ζαρομυτίδου, Γ. Σιάσος, Χ. Χρυσοχόου, Σ. Λαγουδάκου, Ε. Οικονόμου, Γ. Βογιατζή, Σ. Κυβέλου,
Ν. Γαλιατσάτος, Χ. Πίτσαβος, Χ. Στεφανάδης
Α΄ Πανεπιστημιακή Καρδιολογική Κλινική, Γενικό Νοσοκομείο Αθηνών «Ιπποκράτειο», Αθήνα
Εισαγωγή-Σκοπός: Σε μια προσπάθεια αξιολόγησης των καρδιαγγειακών
παραγόντων κινδύνου και της σχέσης τους με τη μακροβιότητα στη νήσο
Ικαρία διεξαγάγαμε μια πληθυσμιακή μελέτη υγείας και διατροφής. Στην
παρούσα εργασία εκτιμήθηκαν τα επίπεδα λιπιδίων αίματος και ο ρόλος της
μεσογειακής διατροφής σε ένα δείγμα ηλικιωμένων ατόμων χωρίς καρδιαγγειακή νόσο. Υλικό-Μέθοδος: Από τον Ιούνιο μέχρι τον Οκτώβριο του
2009, μελετήσαμε 343 άνδρες και 330 γυναίκες ηλικίας 65 έως 100 ετών.
Οι διαιτητικές συνήθειες αξιολογήθηκαν μέσω ερωτηματολογίου κατανάλωσης τροφίμων, και υπολογίστηκε το σκορ μεσογειακής διατροφής (ΜΔ)
(εύρος 0–55). Αποτελέσματα: 23% των ανδρών και 19% των γυναικών
ανέφεραν καρδιαγγειακή νόσο και εξαιρέθηκαν από την ανάλυση, 32%
των ανδρών και 25% των γυναικών είχαν σακχαρώδη διαβήτη, 75% των
ανδρών και 68% των γυναικών είχαν υπέρταση, 62% των ανδρών και 69
% των γυναικών είχαν υπερχοληστερολαιμία, 29% των ανδρών και 30%
των γυναικών ήταν παχύσαρκοι. Η ανάλυση συμπεριέλαβε 245 άνδρες και
270 γυναίκες, χωρίς καρδιαγγειακή νόσο, μέσης ηλικίας 75 ετών. 43% των
ανδρών και 54% των γυναικών είχαν ολική χοληστερόλη ορού>200 mg/dL.
Από αυτούς 57% των ανδρών και 58% των γυναικών δήλωσαν άγνοια της
κατάστασής τους. 20% των ανδρών και 8% των γυναικών είχαν HDL-C <35
mg/dL. 42% των ανδρών και 46% των γυναικών είχαν LDL>130 mg/dL.
Από εκείνους που είχαν γνωστή υπερλιπιδαιμία, το 54% των ανδρών και
το 72% των γυναικών ακολουθούσαν δίαιτα, 73% των ανδρών και 61%
των γυναικών ελάμβανε φαρμακευτική αγωγή. Οι συμμετέχοντες, στο άνω
τριτημόριο της κλίμακας ΜΔ είχαν χαμηλότερες τιμές LDL-C και μη-HDLC (127±27 έναντι 121±35 και 147±41 έναντι 153±28, αντίστοιχα). Από
αυτούς όσοι ελάμβαναν στατίνες, είχαν χαμηλότερο λόγο LDL προς HDL
(b =–0,36, p=0,032) και χαμηλότερα επίπεδα LDL-C (β=–0,0188,
p=0,04), συγκριτικά με εκείνους που δεν ελάμβαναν αγωγή και ακολουθούσαν δυτικού τύπου διατροφή. Συμπέρασμα: Μεγάλο ποσοστό ηλικιωμένων έχει υπερλιπιδαιμία. Η Μεσογειακή δίαιτα μπορεί να αποτελέσει
συμπλήρωμα στη φαρμακευτική αγωγή για τη μείωση των επιπέδων των
λιπιδίων του αίματος.
ΑΑ96
Ο ρόλος των μεταλλάξεων του γονιδίου του υποδοχέα της λιποπρωτεΐνης
χαμηλής πυκνότητας στο βαθμό υποκλινικής αθηρωμάτωσης,
σε ασθενείς με οικογενή υπερχοληστερολαιμία
Β. Μεταξά, Χ. Πίτσαβος, Α. Μήλιου, Ι. Σκούμας, Κ. Αζναουρίδης, Ε. Οικονόμου,
Κ. Μασούρα, Κ. Στεφανάδης
Α΄ Καρδιολογική Κλινική Εθνικού & Καποδιστριακού Πανεπιστημίου Αθηνών, Γενικό Νοσοκομείο Αθηνών «Ιπποκράτειο», Αθήνα
Εισαγωγή-Σκοπός: Η οικογενής υπερχοληστερολαιμία οφείλεται σε μεταλλάξεις του γονιδίου του υποδοχέα λιποπρωτεΐνης χαμηλής πυκνότητας
(LDLR). Χαρακτηρίζεται από αυξημένα επίπεδα LDL και πρώιμη αθηρωμάτωση. Σκοπός: Η μελέτη της επίδρασης, των μεταλλάξεων του γονιδίου LDLR,
στο βαθμό υποκλινικής αθηρωμάτωσης. Υλικό-Μέθοδος: Μελετήθηκαν
116 άτομα μέσης ηλικίας 29,63±17,15 (49 άνδρες, 67 γυναίκες), με κλινική
διάγνωση ετερόζυγου οικογενούς υπερχοληστερολαιμίας σύμφωνα με τα
κριτήρια Dutch Lipid Clinic, χωρίς υπολιπιδαιμική φαρμακευτική αγωγή
στο παρελθόν. Υποβλήθηκαν σε μοριακή ανάλυση του υποδοχέα της LDL
με αλληλούχιση και αγγειακή υπερηχογραφία για τη μέτρηση του πάχους
έσω-μέσου χιτώνα των καρωτίδων. Αποτελέσματα: Συνολικά, κάποια μετάλλαξη βρέθηκε στο 57% του πληθυσμού. Σε 42 άτομα (35,6%) βρέθηκε η
μετάλλαξη Genoa-Palermo (1646 G>A), σε 18 άτομα (15,3%) η Africaner 2
(1285 G>A), σε 4 άτομα (3,4%) η Greece 2 (858C>A) και σε 3 άτομα (2,5%) η
Sicily (1775G>A). Στο 72,9% του πληθυσμού βρέθηκε ο πολυμορφισμός SNP
1773T/C. Συνολικά 41 ασθενείς είχαν κάποια μετάλλαξη και τον πολυμορφι-
σμό. Επειδή ο αριθμός των ασθενών με Greece 2 και Sicily ήταν μικρός, μελετήσαμε τις διαφορές στα κλινικά χαρακτηριστικά των ασθενών με Africaner
2 και Genoa-Palermo. H ανάλυση με student’s t test έδειξε ότι οι ασθενείς
με Genoa-Palermo είχαν σημαντικά παχύτερο ενδοθήλιο καρωτίδων συγκρινόμενοι με τους ασθενείς με Africaner 2 (1,00±0,11 mm vs 0,78±0,15,
p<0,001), ενώ δε βρέθηκε διαφορά στην ηλικία, το φύλο, BMI, τα επίπεδα
των TC, LDL, HDL, APOA1, APOB, LPa. Η ανάλυση πολλαπλής γραμμικής παλινδρόμησης έδειξε ότι, το πάχος του ενδοθηλίου επηρεάζεται στατιστικά
σημαντικά από το είδος της μετάλλαξης (οι ασθενείς με Genoa-Palermo εμφανίζουν, κατά μέσο όρο, ενδοθήλιο καρωτίδων κατά 0,2 mm παχύτερο από
αυτούς με Africaner 2), μετά από προσαρμογή για πληθώρα παραγόντων
όπως ηλικία, φύλο, LDL, HDL, APOA1, APOB, LPa, BMI, αρτηριακή υπέρταση,
κάπνισμα, γλυκόζη νηστείας (beta=554, p=0,001). Συμπεράσματα: Το είδος της μεταλλαγής του γονιδίου LDLR και δη οι μελετηθείσες μεταλλάξεις
Genoa-Palermo και Africaner 2 φαίνεται ότι έχουν διαφορετική επίδραση
στο βαθμό υποκλινικής αθηρωμάτωσης.
Hellenic Journal of Atherosclerosis 1(1)
79
ΑΑ97
Ευεργετική επίδραση του μαύρου και πράσινου τσαγιού στα επίπεδα
γλυκόζης των μη διαβητικών ηλικιωμένων ανδρών και γυναικών
από τη μελέτη Ικαρία
Ε. Οικονόμου,1 Χ. Χρυσοχόου,1 Γ. Σιάσος,1 Κ. Μασούρα,1 Γ. Τριανταφύλλου,1 Ν. Γαλιατσάτος,1
Μ. Κάμπαξης,1 Κ. Καττέ,2 Χ. Πίτσαβος,1 Χ. Στεφανάδης1
1
Α΄ Πανεπιστημιακή Καρδιολογική Κλινική, Γενικό Νοσοκομείο Αθηνών «Ιπποκράτειο», Αθήνα, 2Κέντρο Υγείας Ευδήλου, Ικαρία
Εισαγωγή-Σκοπός: Ο σακχαρώδης διαβήτης είναι μεταβολική διαταραχή σύγκριση με τους μη διαβητικούς είχαν την ίδια ηλικία (76±6 έναντι 75±6,
που επηρεάζει μεγάλο μέρος του ηλικιωμένου πληθυσμού και σχετίζεται με
p=NS), ήταν περισσότεροι άνδρες (55% έναντι 47%, p=0,02), είχαν χααυξημένο καρδιαγγειακό κίνδυνο. Ακόμη και μη διαβητικά άτομα με υψηλά
μηλότερο επιπολασμό καπνιστών (16% έναντι 18%, p=0,02), χαμηλότερη
επίπεδα γλυκόζης νηστείας έχουν αυξημένη καρδιαγγειακή νοσηρότητα. Η κατανάλωση τσαγιού (50% έναντι 57%, p=0,03), υψηλότερη συστολική
κατανάλωση τσαγιού, μέσω αντιοξειδωτικών δράσεων, έχει συσχετισθεί με αρτηριακή πίεση (148±21 έναντι 141±19, p=0,001), υψηλότερα ποσοστά
καρδιοπροστατευτική δράση. Στην παρούσα μελέτη αξιολογήθηκε η σχέση καρδιαγγειακής νόσου (26% έναντι 19%, p=0,07), υψηλότερο δείκτη μάζας
μεταξύ κατανάλωσης τσαγιού και επιπέδων γλυκόζης, σε δείγμα διαβη- σώματος (29±4,5 έναντι 28±4, p=0,01) και χαμηλότερα επίπεδα χοληστετικών και μη, ηλικιωμένων κατοίκων της Ικαρίας, που έχει αναγνωριστεί ρόλης (190±44 έναντι 200±40, p=0,01), ενώ δεν παρατηρήθηκαν διαφοπαγκοσμίως ως τόπος υψηλής μακροβιότητας και χαμηλής καρδιαγγειακής ρές στο επίπεδο φυσικής δραστηριότητας, στα επίπεδα κρεατινίνης, στην
θνητότητας. Υλικό-Μέθοδος: Από τον Ιούνιο έως τον Οκτώβριο του 2009, κάθαρση κρεατινίνης και στη ΜΔ. Η ανάλυση γραμμικής παλινδρόμησης
μελετήθηκαν 343 άνδρες και 330 γυναίκες, ηλικίας 65 έως 100 ετών. Ένα ανέδειξε ότι η κατανάλωση τσαγιού συσχετίζεται με χαμηλότερα επίπεδα
διατροφικό σκορ αξιολόγησης των εγγενών χαρακτηριστικών της μεσογεια- γλυκόζης μόνο μεταξύ των μη διαβητικών ηλικιωμένων ατόμων (beta=
κής διατροφής (ΜΔ) υπολογίσθηκε για κάθε άτομο βασισμένο σε ερωτημα- –0,143) p=0,039). Αντίθετα, η κατανάλωση τσαγιού δεν είχε επίδραση στη
τολόγιο συχνότητας κατανάλωσης τροφίμων. Η διάγνωση σακχαρώδους δι- γλυκόζη νηστείας σε διαβητικούς. Συμπεράσματα: Η κατανάλωση τσαγιού
αβήτη ετέθη όταν η γλυκόζη νηστείας πλάσματος ήταν μεγαλύτερη από 125 σχετίζεται με μειωμένη γλυκόζη νηστείας σε ηλικιωμένα, μη διαβητικά άτοmg/dL ή επί ιστορικού χρήσης αντιδιαβητικών φαρμάκων. Αποτελέσματα: μα, αποτυπώνοντας μια καρδιοπροστατευτική διατροφική παράμετρο των
28% των ηλικιωμένων έπασχαν από σακχαρώδη διαβήτη. Οι διαβητικοί σε ηλικιωμένων κατοίκων, με υψηλά ποσοστά μακροζωίας, της νήσου Ικαρίας.
ΑΑ98
Ευεργετική επίδραση της κατανάλωσης μαύρου και πράσινου τσαγιού στο
λιπιδαιμικό προφίλ ηλικιωμένων ανδρών και γυναικών από τη μελέτη Iκαρία
Ε. Οικονόμου, Χ. Χρυσοχόου, Ν. Γαλιατσάτος, Ι. Ανδρέου, Α. Βαλατσού, Α. Μήλιου, Γ. Βογιατζή,
Χ. Συκαράς, Χ. Πίτσαβος, Χ. Στεφανάδης
Α΄ Πανεπιστημιακή Καρδιολογική Κλινική, Γενικό Νοσοκομείο Αθηνών «Ιπποκράτειο», Αθήνα
Εισαγωγή-Σκοπός: Η υπερλιπιδαιμία και ο διαβήτης είναι μεταβολικές
διαταραχές που απαντώνται συχνά στους ηλικιωμένους και σχετίζονται
με αυξημένο καρδιαγγειακό κίνδυνο. Στην παρούσα μελέτη αξιολογήθηκε
η επίδραση της πρόσληψης τσαγιού στα επίπεδα λιπιδίων αίματος, σε ένα
δείγμα ηλικιωμένων, διαβητικών κατοίκων της Ικαρίας, που έχει αναγνωρισθεί παγκοσμίως ως τόπος υψηλής μακροβιότητας. Υλικό-Μέθοδος: Από
τον Ιούνιο μέχρι τον Οκτώβριο του 2009, μελετήσαμε 343 άνδρες και 330
γυναίκες, κατοίκους της Ικαρίας, ηλικίας 65 έως 100 ετών. Ένα διατροφικό
σκορ που αξιολογεί τα εγγενή χαρακτηριστικά της μεσογειακής διατροφής
υπολογίσθηκε για κάθε άτομο βασισμένο σε ερωτηματολόγιο κατανάλωσης
τροφίμων. Μετρήθηκαν επίσης η γλυκόζη νηστείας και τα λιπίδια αίματος.
Αποτελέσματα: 23% των ανδρών και 19% των γυναικών ανέφεραν γνωστή καρδιαγγειακή νόσο, 32% των ανδρών και 25% των γυναικών είχαν
διαβήτη, 75% των ανδρών και 68% των γυναικών είχαν υπέρταση, 62%
των ανδρών και 69% των γυναικών είχαν υπερχοληστερολαιμία, και 29%
των ανδρών και 30% των γυναικών ήταν παχύσαρκοι. Περισσότερο από το
90% των συμμετεχόντων καταγράφηκαν συνεπείς ως προς τις διατροφι-
κές τους συνήθειες για τουλάχιστον τις 3–4 τελευταίες δεκαετίες. 68% των
συμμετεχόντων δήλωσαν ότι καταναλώνουν τσάι, τουλάχιστον μία φορά
την εβδομάδα (μέση κατανάλωση 1,6±1,1 φλιτζάνι/ημέρα). Σημαντική
αλληλεπίδραση παρατηρήθηκε μεταξύ της κατανάλωσης τσαγιού και των
επιπέδων λιπιδίων ορού (p<0,001), καθώς η κατανάλωση τσαγιού συσχετιζόταν με υψηλότερα επίπεδα HDL-C και χαμηλότερο λόγο της LDL προς
την HDL (p<0,05). Μετά από προσαρμογή για διάφορους συγχυτικούς παράγοντες, η πρόσληψη τσαγιού συσχετίστηκε με χαμηλότερα επίπεδα τριγλυκεριδίων και χοληστερόλης σε μη διαβητικούς (p για τάση<0,05), ενώ
φάνηκε να μειώνει τα τριγλυκερίδια και τη χοληστερόλη σε διαβητικούς
ασθενείς (p<0,01). Επιπλέον, η κατανάλωση μαύρου τσαγιού μειώνει τα
επίπεδα κρεατινίνης στους διαβητικούς (p=0,04), τα επίπεδα της μη-HDL
(p=0,01) και το λόγο LDL προς HDL (p=0,001). Συμπεράσματα: Η κατανάλωση τσαγιού σχετίζεται με μειωμένα επίπεδα λιπιδίων αίματος σε ηλικιωμένα διαβητικά άτομα, αποτυπώνοντας άλλη μια καρδιοπροστατευτική
διατροφική παράμετρο των ηλικιωμένων κατοίκων, με υψηλά ποσοστά
μακροζωίας, της νήσου Ικαρίας.
80
Ελληνική Επιθεώρηση Αθηροσκλήρωσης 1(1)
ΑΑ99
Η προσήλωση στο μεσογειακό πρότυπο διατροφής έχει ευεργετική
επίδραση στην ενδοθηλιακή λειτουργία των μέσης και μεγάλης ηλικίας
ατόμων από τη μελέτη Ικαρία
Μ. Ζαρομυτίδου, Δ. Τούσουλης, Γ. Σιάσος, Ε. Οικονόμου, Χ. Χρυσοχόoυ, Κ. Ζήσιμος, Θ. Παρασκευόπουλος,
Κ. Μανιάτης, Χ. Πίτσαβος, Χ. Στεφανάδης
Α΄ Πανεπιστημιακή Καρδιολογική Κλινική, Γενικό Νοσοκομείο Αθηνών «Ιπποκράτειο», Αθήνα
Εισαγωγή-Σκοπός: Τα καρδιαγγειακά νοσήματα αποτελούν κύρια αιτία νοσηρότητας και θνητότητας. Η ενδοθηλιακή δυσλειτουργία αποτελεί πρωταρχικό στάδιο στην εξέλιξη της αθηροσκλήρωσης και σχετίζεται με αυξημένη
επίπτωση καρδιαγγειακών νοσημάτων. Η μεσογειακή διατροφή μέσω αντιφλεγμονωδών δράσεων φαίνεται να ασκεί ευνοϊκές δράσεις στο καρδιαγγειακό. Στην παρούσα μελέτη αξιολογήσαμε τη συσχέτιση μεταξύ μεσογειακής
διατροφής και ενδοθηλιακής λειτουργίας σε ένα δείγμα, μέσης και μεγάλης
ηλικίας κατοίκων της νήσου Ικαρίας που αναγνωρίζεται παγκοσμίως ως τόπος
με χαμηλά ποσοστά καρδιαγγειακής θνητότητας. Υλικό-Μέθοδος: Από τον
Ιούνιο έως τον Οκτώβριο του 2009 επιλέχθηκε τυχαίο δείγμα του πληθυσμού
της μελέτης ΙΚΑΡΙΑΣ, αποτελούμενο από 135 άνδρες και 145 γυναίκες, κατοίκους της νήσου Ικαρίας μέσης ηλικίας 63 ετών που εξετάστηκε υπερηχογραφικά με τη μέθοδο της ενδοθηλιοεξαρτώμενης αγγειοδιαστολής (FMD) για την
εκτίμηση της ενδοθηλιακής λειτουργίας. Ένα διατροφικό σκορ που αξιολογεί
τα εγγενή χαρακτηριστικά της μεσογειακής διατροφής (ΜΔ) (εύρος 0–55)
υπολογίσθηκε για κάθε άτομο βασισμένο σε ερωτηματολόγιο συχνότητας κα-
τανάλωσης τροφίμων. Αποτελέσματα: 15% των ανδρών και 10% των γυναικών ανέφεραν γνωστή καρδιαγγειακή νόσο, 22% των ανδρών και 15% των γυναικών ήταν διαβητικοί, 69% των ανδρών και 72% των γυναικών είχαν υπερχοληστερολαιμία, 58% των ανδρών και 63% των γυναικών είχαν υπέρταση. Ο
μέσος βαθμός ΜΔ ήταν 26. Η ανάλυση πολλαπλής γραμμικής παλινδρόμησης
μετά από προσαρμογή για γνωστούς συγχυτικούς παράγοντες έδειξε ότι ο
δείκτης ΜΔ συνδέεται με βελτίωση του FMD (beta=0,182, p=0,032). Βρέθηκε
ότι για κάθε αύξηση του δείκτη ΜΔ κατά 10 μονάδες το FMD αυξάνεται κατά
μέσο όρο 0,35%. Βρέθηκε επίσης ότι μετά από προσαρμογή για τους ανωτέρω
συγχυτικούς παράγοντες η ΜΔ συμβάλλει στη βελτίωση του FMD (beta=0,811,
p=0,041) μόνο των υπερχοληστερολαιμικών ασθενών που δε λαμβάνουν θεραπεία. Για τους υπερχοληστερολαιμικούς ασθενείς που λαμβάνουν αγωγή δε
βρέθηκε αντίστοιχη συσχέτιση. Συμπεράσματα: Η μεσογειακή διατροφή
συμβάλλει στη βελτίωση της ενδοθηλιακής λειτουργίας καταδεικνύοντας έτσι
τον καρδιοπροστατευτικό της ρόλο σε κατοίκους μέσης και μεγάλης ηλικίας
της νήσου Ικαρίας.
ΑΑ100
Η μέτριας έντασης σωματική δραστηριότητα έχει ευεργετική επίδραση
στην ενδοθηλιακή λειτουργία των μέσης και μεγάλης ηλικίας ατόμων
από τη μελέτη Ικαρία
Κ. Ζήσιμος, Δ. Τούσουλης, Γ. Σιάσος, Μ. Ζαρομυτίδου, Ε. Οικονόμου, Η. Γιαλάφος, Γ. Μαρίνος,
Σ. Κιούφης, Χ. Πίτσαβος, Χ. Στεφανάδης
Α΄ Πανεπιστημιακή Καρδιολογική Κλινική, Γενικό Νοσοκομείο Αθηνών «Ιπποκράτειο», Αθήνα
Εισαγωγή-Σκοπός: Η ενδοθηλιακή δυσλειτουργία αποτελεί πρωταρχικό
στάδιο στην εξέλιξη της αθηροσκλήρωσης και σχετίζεται με αυξημένη επίπτωση καρδιαγγειακών νοσημάτων. Η φυσική δραστηριότητα φαίνεται να
σχετίζεται με βελτίωση της ενδοθηλιακής λειτουργίας. Αξιολογήσαμε τη συσχέτιση μεταξύ μέτριας έντασης φυσικής δραστηριότητας και ενδοθηλιακής
λειτουργίας σε δείγμα ατόμων μέσης και μεγάλης ηλικίας κατοίκων της νήσου
Ικαρίας που έχει αναγνωριστεί παγκοσμίως ως τόπος με χαμηλά ποσοστά καρδιαγγειακής θνητότητας. Υλικό-Μέθοδος: Από τον Ιούνιο έως τον Οκτώβριο
του 2009 επιλέχθηκε τυχαία ένα δείγμα του πληθυσμού της μελέτης ΙΚΑΡΙΑΣ,
αποτελούμενο από 135 άνδρες και 145 γυναίκες, μέσης ηλικίας 63 ετών που
εξετάστηκε υπερηχογραφικά με τη μέθοδο της ενδοθηλιοεξαρτώμενης αγγειοδιαστολής (FMD) για την εκτίμηση της ενδοθηλιακής λειτουργίας. Η φυσική
δραστηριότητα κάθε συμμετέχοντα εκτιμήθηκε με ένα ερωτηματολόγιο καταγραφής συχνότητας και έντασης φυσικών δραστηριοτήτων. Στη στατιστική
ανάλυση των δεδομένων χρησιμοποιήθηκε η μέθοδος των κύριων συνιστωσών. Αποτελέσματα: 16% των ανδρών και 17% των γυναικών ανέφεραν
γνωστή καρδιαγγειακή νόσο και εξαιρέθηκαν από την ανάλυση. Το 30% των
συμμετεχόντων ανέφεραν μέσης έντασης σωματική δραστηριότητα καμία ή
μία ημέρα εβδομαδιαίως, 22% δύο έως πέντε ημέρες την εβδομάδα και 47%
ανέφερε σχεδόν καθημερινή μέσης έντασης σωματική δραστηριότητα. 78%
ανέφερε έως μία ημέρα την εβδομάδα ενασχόληση με έντονη σωματική δραστηριότητα, 9% δύο έως πέντε φορές την εβδομάδα και 13% ανέφερε σχεδόν
καθημερινή έντονη σωματική δραστηριότητα. Βρέθηκε θετική συσχέτιση μεταξύ FMD και συχνής άσκησης μέτριας έντασης (r=0,145, p=0,029), ενώ δε
βρέθηκε αντίστοιχη συσχέτιση μεταξύ έντονης σωματικής δραστηριότητας
και FMD. Η ανάλυση πολλαπλής γραμμικής παλινδρόμησης έδειξε ότι αύξηση της μέτριας έντασης σωματικής δραστηριότητας σχετίζεται με καλύτερη
ενδοθηλιακή λειτουργία ακόμα και μετά από προσαρμογή για γνωστούς συγχυτικούς παράγοντες όπως η ηλικία, τα επίπεδα ολικής χοληστερόλης ορού, η
χρήση αντιλιπιδαιμικών φαρμάκων, το ιστορικό ύπαρξης υπέρτασης ή σακχαρώδους διαβήτη. Συμπεράσματα: Η μέτριας έντασης σωματική δραστηριότητα σχετίζεται με βελτίωση της ενδοθηλιακής λειτουργίας, αποτυπώνοντας
μία καρδιοπροστατευτική παράμετρο των μέσης και μεγάλης ηλικίας ατόμων
της Ικαρίας.
Hellenic Journal of Atherosclerosis 1(1)
81
ΑΑ101
Ο ρόλος των μεταλλάξεων του γονιδίου του υποδοχέα λιποπρωτεΐνης
χαμηλής πυκνότητας, στην επίπτωση καρδιαγγειακών συμβαμάτων,
σε ασθενείς με οικογενή υπερχοληστερολαιμία
Β. Μεταξά, Χ. Πίτσαβος, Α. Μήλιου, Ι. Σκούμας, Ε. Οικονόμου, Κ. Μασούρα, Χ. Στεφανάδης
Α΄ Πανεπιστημιακή Καρδιολογική Κλινική, Γενικό Νοσοκομείο Αθηνών «Ιπποκράτειο», Αθήνα
Εισαγωγή: Η οικογενής υπερχοληστερολαιμία οφείλεται σε μεταλλάξεις
στο γονίδιο του υποδοχέα λιποπρωτεΐνης χαμηλής πυκνότητας (LDLR).
Χαρακτηρίζεται από αυξημένα επίπεδα LDL, την εμφάνιση κλινικών σημείων (ξανθώματα, ξανθελάσματα, γεροντότοξο) και αυξημένο καρδιαγγειακό κίνδυνο από νεαρή ηλικία. Σκοπός: Η αξιολόγηση της επίδρασης
των μεταλλάξεων του γονιδίου LDLR, στην επίπτωση μειζόνων καρδιαγγειακών συμβαμάτων, σε οικογένειες με οικογενή υπερχοληστερολαιμία.
Υλικό-Μέθοδος: Μελετήθηκαν 116 άτομα από 54 οικογένειες (49 άνδρες,
67 γυναίκες), εκ των οποίων 62 ήταν απόγονοι μέσης ηλικίας 19,5±8,5 έτη
και 54 γονείς μέσης ηλικίας 50±20 έτη, κλινικώς διαγνωσμένοι ως ετερόζυγοι οικογενείς υπερχοληστερολαιμικοί βάσει των κριτηρίων Dutch Lipid
Clinic, στους οποίους πραγματοποιήθηκε μοριακή ανάλυση του γονιδίου
του LDLR με αλληλούχιση. Καταγράφηκαν τα οξέα στεφανιαία συμβάματα
και θάνατοι από καρδιαγγειακά αίτια στους πάσχοντες συγγενείς πρώτου
και δευτέρου βαθμού. Σε όλους τους ασθενείς μετρήθηκαν οι βιοχημικές
παράμετροι, τα λιπίδια του ορού πριν την έναρξη αγωγής και αξιολογήθηκε
η ύπαρξη κλινικών σημείων. Αποτελέσματα: Εννέα οικογένειες (18 άτομα,
9 γονείς, 9 απόγονοι) είχαν τη μετάλλαξη Africaner 2 (1285 G>A, V408M)
και 19 (42 άτομα, 19 γονείς, 23 απόγονοι) την Genoa-Palermo (1646 G>A,
G528D). Το 100% των ασθενών με Genoa-Palermo είχε συγγενείς πρώτου
και δευτέρου βαθμού με πρώιμη καρδιαγγειακή νόσο (<55 έτη για τους
άνδρες και <65 για τις γυναίκες) ενώ στους ασθενείς με Africaner 2 το ποσοστό ήταν 78%. Η δοκιμασία FISHER’s exact έδειξε ότι η διαφορά αυτή ήταν
στατιστικά σημαντική (p=0,006). Επίσης, διαπιστώσαμε ότι, τα άτομα με
Genoa-Palermo εμφάνιζαν γεροντότοξο σε μεγαλύτερο ποσοστό (78% vs
23,5%, p<0,001) συγκριτικά με άτομα που είχαν την Africaner 2. Οι πιθανότητες άτομα με Africaner 2, να εμφανίσουν γεροντότοξο, είναι κατά 4 φορές
λιγότερες, συγκριτικά με άτομα που φέρουν την Genoa-Palermo, μετά από
προσαρμογή για την ηλικία και τα επίπεδα της ολικής και LDL χοληστερόλης.
Συμπεράσματα: Η μετάλλαξη του γονιδίου LDLR, Genoa-Palermo, φαίνεται ότι έχει διαφορετική επίδραση στην επίπτωση των καρδιαγγειακών συμβαμάτων σε σχέση με την Africaner 2.
ΑΑ102
Η ισχυρή συσχέτιση της ηλικίας, του καπνίσματος
και της υπερχοληστεριναιμίας με την παρουσία αθηρωματικής πλάκας
στην καρωτίδα σε ασθενείς με νόσο κοινής καρωτίδας
Α. Καρτάλης,1 Ν. Σμυρνιούδης,1 Π. Μοσχούρης,2 Ν. Παπαγιάννης,1 Σ. Γαρουφαλλής,1
Π. Σγουράκης,1 Ι. Μαλακός,2 Γ. Γεωργιόπουλος1
1
Καρδιολογική Κλινική, Γενικό Νοσοκομείο Χίου «Σκυλίτσειο», Χίος, 2Παθολογική Κλινική, Γενικό Νοσοκομείο Χίου «Σκυλίτσειο», Χίος
Εισαγωγή-Σκοπός: Στο πλαίσιο μιας ευρύτερης εν εξελίξει μελέτης σχετικά
με την καρωτιδική αθηροσκλήρυνση, προσπαθήσαμε να προσδιορίσουμε το
βαθμό συσχέτισης των καρδιαγγειακών παραγόντων κινδύνου με την παρουσία αθηρωματικής πλάκας στην καρωτίδα σε ασθενείς με νόσο κοινής καρωτίδας. Υλικό-Μέθοδος: Ο πληθυσμός της μελέτης μας ήταν 183 διαδοχικοί
ασθενείς με υπερηχοτομογραφικά αποδεδειγμένο πάχος έσω-μέσου χιτώνα
(ΠΕΜΧ) κοινών καρωτίδων ≥0,10 mm. Μελετήθηκαν 44 γυναίκες μέσης ηλικίας 63,9±8,9 έτη και 139 άνδρες μέσης ηλικίας 62,5±9,8 έτη. Στο δείγμα μας,
το 28,9% των ασθενών έπασχαν από σακχαρώδη διαβήτη, το 67,2% από αρτηριακή υπέρταση και το 77,6% από υπερχοληστεριναιμία. Επίσης, το 42,6%
ήταν καπνιστές. Οι ασθενείς χωρίστηκαν σε 2 ομάδες. Η Α ομάδα περιελάμβανε 51 ασθενείς με αυξημένο ΠΕΜΧ (0,10≤ΠΕΜΧ≤0,13). Η ομάδα Β περιελάμβανε 132 ασθενείς με καρωτιδική πλάκα [ΠΕΜΧ>0,13 mm (εστιακή πά-
χυνση)]. Διερευνήθηκε η τυχόν διαφορά στη συσχέτιση των κλασικών παραγόντων καρδιαγγειακού κινδύνου μεταξύ των δύο ομάδων. Αποτελέσματα:
Δημιουργήθηκε ένα μοντέλο λογιστικής παλινδρόμησης (STATA 9,1) με όλους
τους κλασικούς παράγοντες κινδύνου. Η ηλικία OR: 1,04 [95% CI: 1,00–1,09
(p:0,017)], η υπερχοληστερολαιμία OR: 2,94 [95% CI: 1,34– 6,47 (p:0,007)],
και το κάπνισμα OR: 2,65 [CI: 1,20–5,85 (p: 0,015)], συσχετίζονταν στατιστικά
σημαντικά με την καρωτιδική πλάκα. Αντίθετα, το ανδρικό φύλο OR: 1,03 [CI:
0,44–2,37 (p:0,07)], ο σακχαρώδης διαβήτης OR: 1,44 [95% CI: 0,58–3,55
(p:0,42)] και η υπέρταση OR:1,68 [95% CI:0,80–3,52 (p:0,16)] είχαν παρόμοια
συσχέτιση και στις δύο ομάδες. Συμπεράσματα: Στην παρούσα μελέτη,
φαίνεται πως η ηλικία, τα λιπίδια και το κάπνισμα κάνουν τη διαφορά μεταξύ
αυξημένου ΠΕΜΧ και την παρουσία αθηρωματικής πλάκας στην καρωτίδα σε
ασθενείς με νόσο της κοινής καρωτίδας.
82
Ελληνική Επιθεώρηση Αθηροσκλήρωσης 1(1)
ΑΑ103
Κλασικοί παράγοντες κινδύνου και καρωτιδική αθηροσκλήρυνση
σε μια πολυπαραγοντική ανάλυση
Α. Καρτάλης,1 Ν. Σμυρνιούδης,1 Π. Μοσχούρης,2 Ν. Παπαγιάννης,1 Σ. Γαρουφαλλής,1 Π. Σγουράκης,1
Δ. Λύτρα,2 Γ. Γεωργιόπουλος1
1
Καρδιολογική Κλινική, Γενικό Νοσοκομείο Χίου «Σκυλίτσειο», Χίος, 2Παθολογική Κλινική, Γενικό Νοσοκομείο Χίου «Σκυλίτσειο», Χίος
Εισαγωγή-Σκοπός: Το πάχος έσω-μέσου χιτώνα (ΠΕΜΧ) στην κοινή καρωτίδα προδιαθέτει στην ανάπτυξη αθηροσκλήρυνσης και έχει αποδειχθεί ότι συσχετίζεται με καρδιαγγειακά επεισόδια. Στο πλαίσιο μιας ευρύτερης εν εξελίξει
μελέτης σχετικά με την καρωτιδική αθηροσκλήρυνση, πραγματοποιήσαμε μια
πολυπαραγοντική ανάλυση με όλους τους κλασικούς παράγοντες καρδιαγγειακού κινδύνου. Υλικό-Μέθοδος: Το πάχος έσω-μέσου χιτώνα (ΠΕΜΧ) των άπω
2 εκ. της κοινής καρωτίδας εκτιμήθηκε υπερηχοτομογραφικά σε 263 ασθενείς
με 2 ή περισσότερους κλασικούς παράγοντες κινδύνου (κάπνισμα, υπερχοληστεριναιμία, σακχαρώδης διαβήτης και υπέρταση). ΠΕΜΧ≥0,10 mm θεωρήθηκε ως παθολογική. Αξιολογήθηκαν 71 γυναίκες μέσης ηλικίας 60,4±9,8 έτη
και 192 άνδρες μέσης ηλικίας 59,2±11,1 έτη. Στο δείγμα μας, 21,6% από τους
ασθενείς έπασχαν από σακχαρώδη διαβήτη, 63,1% από υπέρταση και 70,3%
από υπερχοληστεριναιμία. Επίσης, το 40,7% ήταν καπνιστές. Αποτελέσματα:
Εκατόν ογδόντα τρεις (183) ασθενείς εντοπίστηκαν με παθολογικό ΠΕΜΧ της
κοινής καρωτίδας (≥ 0,10 mm). Δημιουργήθηκε ένα μοντέλο λογιστικής παλινδρόμησης (STATA 9,1) με όλους τους κλασικούς παράγοντες καρδιαγγειακού κινδύνου. H ηλικία OR: 1,11 [95% CI: 1,07–1,15 (p=<0,001)], η υπερχοληστεριναιμία OR: 2,2 [95% CI: 1,14–4,28 (p=0,018)], το ανδρικό φύλο OR: 2,02
[CI: 0,99–4,11 (p=0,05)], ο σακχαρώδης διαβήτης OR: 3,2 [95% CI: 0,99–10,3
(p=0,051)], το κάπνισμα OR: 1,79 [CI: 0,91–3,52 (p=0,092)] και η υπέρταση
OR: 1,2 [95% CI: 0,62–2,29 (p=0,58)]. Συμπεράσματα: Είναι ενδιαφέρον ότι
σε αυτή εν εξελίξει μελέτη, μόνο η υπερχοληστερολαιμία παρουσιάζει στατιστικά σημαντική συσχέτιση με τη καρωτιδική νόσο στην πολυπαραγοντική
ανάλυση. Η υπέρταση δε φαίνεται να έχει στατιστικά σημαντική συσχέτιση με
το ΠΕΜΧ της κοινής καρωτίδας, ενώ το κάπνισμα και ο σακχαρώδης διαβήτης
συσχετίζονται οριακά.
ΑΑ104
Εκτίμηση αγγειακής λειτουργίας σε παιδιά
με οικογενή υπερχοληστερολαιμία:
Μια πιλοτική μελέτη
Α.Π. Βλάχος,
1
1,2
2
Α. Μπεχλιούλης, Κ.Κ. Νάκα,2,3 Κ. Βακάλης,2 Π. Θεοχάρη,1,2 Λ.Κ. Μιχάλης,2,3
Α. Σιαμοπούλου-Mαυρίδου,1 Μ. Ελισάφ,3 Χ. Μηλιώνης3
Τομέας Υγείας του Παιδιού, Ιατρική Σχολή, Πανεπιστήμιο Ιωαννίνων, Ιωάννινα, 2Μιχαηλίδειο Καρδιολογικό Κέντρο, Πανεπιστήμιο
Ιωαννίνων, Ιωάννινα, 3Τομέας Παθολογίας, Ιατρική Σχολή, Πανεπιστήμιο Ιωαννίνων, Ιωάννινα
Εισαγωγή-Σκοπός: Η οικογενής υπερχοληστερολαιμία (FH) συσχετίζεται
με αγγειακή δυσλειτουργία και αυξημένο καρδιαγγειακό κίνδυνο. Σκοπός
της μελέτης είναι η εκτίμηση της αγγειακής λειτουργίας σε παιδιά με FH,
με μη επεμβατικές μεθόδους. Υλικό-Μέθοδος: Εκτιμήθηκαν 30 παιδιά με
FH (ηλικίας 12±2 ετών, εύρος 8–17 έτη) και 30 ηλικιακά εναρμονισμένα
υγιή παιδιά (ομάδα ελέγχου). Κανένας εξεταζόμενος δεν είχε ιστορικό καρδιοπάθειας. Εκτιμήθηκε το λιπιδαιμικό προφίλ και έγινε μη επεμβατικός
έλεγχος λειτουργίας του ενδοθηλίου με πανομοιότυπο τρόπο. Μετρήθηκε
η αγγειοδιαστολή διαμέσου ροής της βραχιόνιας αρτηρίας (FMD), η
καρωτιδομηριαία ταχύτητα σφυγμικού κύματος (PWVcf) με μηχάνημα
Sphygmocor, το πάχος του έσω μέσου χιτώνα της κοινής καρωτίδας και
η ενδοτικότητα των μεγάλων και μικρών αγγείων με μηχάνημα HDI/Pulse
Wave 2000 CVProfilorTM. Αποτελέσματα: Οι δύο ομάδες δε διέφεραν
όσον αφορά στις δημογραφικές και εργαστηριακές παραμέτρους, εκτός
από τα επίπεδα της ολικής και LDL χοληστερόλης, απολιποπρωτεϊνης B
και λιποπρωτεΐνης (a) που ήταν υψηλότερα στην ομάδα FH (p<0,05). Το
FMD ήταν ο μόνος αγγειακός δείκτης που διαφοροποιούνταν μεταξύ των
δύο ομάδων (6,23 mm±3,88 vs 9,46 mm±4,54, p<0,004). Παράλληλα
παρατηρήθηκαν τα ακόλουθα όσον αφορά στις τιμές του FMD στην ομάδα της FH, σε σύγκριση με την ομάδα ελέγχου: (1) για παιδιά ηλικίας>13
ετών, τιμές 4,60±2,02 vs 8,53±4,46% (p=0,02), (2) για παιδιά ηλικίας
11–13 ετών, τιμές 6,59±3,94 vs 11,77±5,73% (p=0,03), και (3) για παιδιά
ηλικίας 8–10 ετών, τιμές 6,98±4,66 vs 8,63±3,28% (p=0,34), αντίστοιχα.
Χρησιμοποιώντας ανάλυση γραμμικής παλίνδρομης εξάρτησης, η γλυκόζη νηστείας ήταν ο μόνος ανεξάρτητος προγνωστικός παράγοντας που
συσχετίζονταν με το FMD (B –0,16, R2 0,13, p=0,045). Συμπεράσματα:
Στα παιδιά με FH παρατηρείται ενδοθηλιακή δυσλειτουργία που είναι ανιχνεύσιμη πριν την εμφάνιση εμφανών ανατομικών αγγειακών διαταραχών.
Στην παρούσα μελέτη τα επίπεδα της γλυκόζης των παιδιών με FH ήταν
ανεξάρτητος προγνωστικός παράγοντας δυσλειτουργίας του ενδοθηλίου.
Χρειάζονται επιπρόσθετες μελέτες για εκτίμηση της πρώιμης θεραπευτικής παρέμβασης στη λειτουργία του ενδοθηλίου σε παιδιά με FH.
Hellenic Journal of Atherosclerosis 1(1)
83
ΑΑ105
Μεταβολές των λιπιδαιμικών παραμέτρων
σε παιδιατρικούς ασθενείς με λοιμώξεις
Α.Π. Βλάχος,1 Π. Θεοχάρη,1 Α. Μάκης,1 Α. Σιαμοπούλου-Mαυρίδου,1 Μ. Ελισάφ,2 Χ. Μηλιώνης2
1
Τομέας Υγείας του Παιδιού, Ιατρική Σχολή, Πανεπιστήμιο Ιωαννίνων, Ιωάννινα, 2Τομέας Παθολογίας, Ιατρική Σχολή,
Πανεπιστήμιο Ιωαννίνων, Ιωάννινα
Εισαγωγή-Σκοπός: Η εκτίμηση της μεταβολής των επιπέδων των λιπιδίων και λιποπρωτεϊνών του ορού σε παιδιά με σοβαρές λοιμώξεις. ΥλικόΜέθοδος: Μελετήθηκαν 53 παιδιατρικοί ασθενείς με σοβαρή λοίμωξη και
16 υγιείς μάρτυρες της ίδιας ηλικίας και φύλου (ομάδα ελέγχου). Σε όλα τα
παιδιά μετρήθηκαν μετά από 12ωρη νηστεία τα επίπεδα της ολικής χοληστερόλης (ΤC), των τριγλυκεριδίων (TRG), της HDL-C, των απολιποπρωτεϊνών Α
(Apo A) και Β (Apo B), καθώς και της λιποπρωτεΐνης (a) [Lp(a)]. Οι μετρήσεις
στους ασθενείς έγιναν κατά την εισαγωγή, πριν την έξοδο από το νοσοκομείο,
καθώς και 4 μήνες μετά τη νοσηλεία. Αποτελέσματα: Κατά την εισαγωγή οι
ασθενείς με λοίμωξη εμφάνιζαν σημαντικά χαμηλότερα επίπεδα TC, HDL-C,
LDL-C και Apo A (p<0,05) σε σύγκριση με την ομάδα ελέγχου. Στους ασθενείς με σοβαρή λοίμωξη (πνευμονία, ουρολοίμωξη, λοίμωξη του κεντρικού
νευρικού συστήματος, κλινικές και εργαστηριακές ενδείξεις βακτηριδιαιμίας) τα επίπεδα της TC και της LDL-C αυξήθηκαν κατά την οξεία φάση (48 h από
την εισαγωγή) κατά 20% και 34% (p<0,001), αλλά μειώθηκαν κατά 5% και
κατά 12,5%, αντίστοιχα, 4 μήνες μετά (p<0,01). Η HDL-C, η Apo B και τα
TRG δεν παρουσίασαν σημαντική μεταβολή κατά τη διάρκεια της νοσηλείας.
Ωστόσο, η HDL-C αυξήθηκε κατά 36,5% 4 μήνες μετά τη νοσηλεία (p<0,001),
ενώ τα TRG και η Apo B μειώθηκαν κατά 37,2% και 17,5%, αντίστοιχα
(p<0,01). Στην οξεία φάση η Lp (a) αυξήθηκε κατά 14,3% (p<0,001), ενώ
παρέμεινε σταθερή 4 μήνες μετά. Συμπεράσματα: Κατά τη διάρκεια μιας
σοβαρής λοίμωξης παρατηρούνται σημαντικές ποιοτικές και ποσοτικές μεταβολές των λιπιδίων του ορού. Η προγνωστική αξία αυτών των μεταβολών
θα μπορούσε να αποτελέσει αντικείμενο περαιτέρω διερεύνησης.
ΑΑ106
Αρτηριακή σκληρία στη νεφρική νόσο
Δ. Καρασαββίδου, Ρ. Καλαϊτζίδης, Ο. Μπαλάφα, Ξ. Ζήκου, Σ. Χατζηδάκης, Κ.Γ. Παππάς,
Ε. Ντουνούση, Σ. Κουντούρης, Κ.Χ. Σιαμόπουλος
Νεφρολογική Κλινική, Πανεπιστημιακό Γενικό Νοσοκομείο Ιωαννίνων, Ιωάννινα
Εισαγωγή-Σκοπός: H αρτηριακή σκληρία (ΑΣ) είναι συνδεδεμένη με την
αθηροσκλήρωση των αγγείων. H ταχύτητα του σφυγμικού κύματος (ΤΣΚ)
εκφράζει την ΑΣ και η αύξησή της αποτελεί ανεξάρτητο παράγοντα καρδιαγγειακού κινδύνου. Στη χρόνια νεφρική νόσο (ΧΝΝ) η αύξηση της ΤΣΚ κατά
1 m/s συνοδεύεται από αύξηση του κινδύνου για ολική θνησιμότητα κατά
14%. Σκοπός της μελέτης: Η εκτίμηση της ΑΣ σε ασθενείς που βρίσκονται
σε στάδιο 3–4 ΧΝΝ, καθώς και σε ασθενείς που υποβάλλονται σε εξωνεφρική κάθαρση με τεχνητό νεφρό (ΤΝ) ή περιτοναϊκή κάθαρση (ΠΚ). ΥλικόΜέθοδος: Εκτιμήσαμε την ΤΣΚ σε καρωτιδο-κερκιδικό και καρωτιδο-μηριαίο επίπεδο, με το μηχάνημα Sphygmocor (At Core Medical), πριν από την
τακτική συνεδρία, στο μέσο της εβδομάδας, στους ασθενείς που υποβάλλονταν σε ΤΝ και στην τακτική επίσκεψη στους υπολοίπους. Οι ομάδες ήταν
συγκρίσιμες με παρόμοια δημογραφικά χαρακτηριστικά. Αποτελέσματα:
Η μέση συστολική, διαστολική και η πίεση σφυγμού ήταν 133±21, 78±11
και 55±20 mmHg, αντίστοιχα. Η ηλικία εμφάνισε θετική συσχέτιση με την
ΤΣΚ (p<0,05). Υπήρχε αύξηση της ΤΣΚ στην ομάδα σταδίου 4 της ΧΝΝ, σε
σύγκριση με την ομάδα σταδίου 3 της ΧΝΝ κατά 1 m/sec (9,4+3,5 m/sec
vs 8,15±2,1 m/sec). Ωστόσο, δεν παρατηρήθηκε στατιστικά σημαντική
διαφορά της ΑΣ μεταξύ της ομάδας σε εξωνεφρική κάθαρση και όλων των
ασθενών με ΧΝΝ σταδίων 3–4 (μέση τιμή ΤΣΚ=8,59±2,5 vs 8,77±2,1 m/
sec). Στους αιμοκαθαιρόμενους ασθενείς διαπιστώθηκε αρνητική συσχέτιση
ανάμεσα στην ΤΣΚ και τις παραμέτρους που εκφράζουν την ποιότητα κάθαρσης και θετική με το δευτεροπαθή υπερπαραθυρεοειδισμό (URR, r=–0,5,
p<0,05) και Kt/V (r=–0464, p<0,05), (PΟ4 p<0,001, CaxPΟ4 p<0,001, PTH
p<0,001). Συμπεράσματα: Στα τελικά στάδια της ΧΝΝ, η ΑΣ είναι ανεξάρτητη από την εξέλιξη της νόσου. Η ΑΣ εξελίσσεται στο προτελικό στάδιο της
ΧΝΝ. Σημαντικό ρόλο στην επιδείνωση της ΑΣ παίζει το ουραιμικό περιβάλλον, ο δευτεροπαθής υπερπαραθυρεοειδισμός και οι επιπλοκές του.
84
Ελληνική Επιθεώρηση Αθηροσκλήρωσης 1(1)
ΑΑ107
Διαφορές μεταξύ φύλων στην ποιότητα διατροφής, μέσω του Ηealthy
Εating Ιndex-2005, και στα επίπεδα φυσικής δραστηριότητας μετά
από παρέμβαση για τη μείωση του καρδιαγγειακού κινδύνου
Ε. Γραμματικάκη, Μ. Πετρογιάννη, Ι. Μανιός
Χαροκόπειο Πανεπιστήμιο, Αθήνα
Εισαγωγή-Σκοπός: Η παρούσα εργασία είχε ως σκοπό να αξιολογήσει τις
διαφορές μεταξύ φύλων, όσον αφορά στις αλλαγές που παρατηρούνται στην
ποιότητα της διατροφής και στα επίπεδα φυσικής δραστηριότητας μετά από
τρίμηνη παρέμβαση για τη μείωση του καρδιαγγειακού κινδύνου. ΥλικόΜέθοδος: 108 υπερχοληστερολαιμικοί ενήλικες (40–60 ετών) τυχαιοποιήθηκαν σε δύο ομάδες παρέμβασης (που προσλάμβαναν εμπλουτισμένο
και απλό γάλα, αντίστοιχα), οι οποίες παρακολούθησαν επτά συνεδρίες
διατροφικής συμβουλευτικής και αναλύθηκαν μαζί για τις ανάγκες της συγκεκριμένης εργασίας (ΟΠ, n=77) και σε μία ομάδα ελέγχου (ΟΕ, n=31). Για
την αξιολόγηση της ποιότητας διατροφής, υπολογίστηκε ο Healthy Eating
Index 2005 (HEI-2005) ενώ η αξιολόγηση της φυσικής δραστηριότητας
έγινε μέσω ερωτηματολογίου και βηματομετρητών. Αποτελέσματα: Στις
γυναίκες, η ΟΠ βελτίωσε σημαντικά το σκορ για τις παραμέτρους «συνολικά
φρούτα», «φρούτα (χωρίς χυμούς)» και «νάτριο», ενώ έδειξε μία τάση βελτίωσης για τα «σκούρα πράσινα και πορτοκαλί λαχανικά και όσπρια» και το
συνολικό σκορ HEI-2005 σε σχέση με την ΟΕ. Στους άνδρες, παρατηρήθηκε
μόνο μία τάση αύξησης του σκορ στην ΟΠ σε σχέση με την ΟΕ για το «γάλα».
Επιπρόσθετα, οι γυναίκες της ΟΠ αύξησαν τα επίπεδα φυσικής δραστηριότητας σε σχέση με την ΟΕ, ενώ για τους άνδρες δεν παρατηρήθηκαν αλλαγές
μεταξύ των ομάδων. Το συνολικό και τα επιμέρους σκορ του HEI-2005, και τα
επίπεδα της φυσικής δραστηριότητας παρέμειναν χαμηλά ακόμα και μετά το
τέλος της παρέμβασης και για τα δύο φύλα. Συμπεράσματα: Μελλοντικές
έρευνες θα πρέπει να εστιάσουν στους βέλτιστους τρόπους επικοινωνίας
μηνυμάτων διατροφής και άσκησης αλλά και διατήρησης της προσκόλλησης σε αυτές, ώστε να αυξηθεί η αποτελεσματικότητα των παρεμβάσεων.
Παράλληλα, είναι σημαντικό οι επαγγελματίες υγείας να ενημερώνονται και
εκπαιδεύονται σχετικά με τη διαφορετική –ανά φύλο– απόκριση στις διατροφικές παρεμβάσεις, ώστε να μπορούν να καθοδηγήσουν καλύτερα τους
ασθενείς τους στην προσπάθειά τους να αλλάξουν τον τρόπο ζωής τους και
να μειώσουν τους παράγοντες κινδύνου για καρδιαγγειακά νοσήματα.
ΑΑ108
Eπίδραση διαιτητικού λινολενικού οξέος σε παράγοντες
καρδιομεταβολικού κινδύνου σε υπερλιπιδαιμικούς ενήλικες
Μ. Πετρογιάννη, Ε. Γραμματικάκη, Ν. Καλογερόπουλος, Α. Περιστεράκη, Ι. Μανιός
Τμήμα Επιστήμης Διαιτολογίας-Διατροφής, Χαροκόπειο Πανεπιστήμιο, Αθήνα
Εισαγωγή-Σκοπός: Η κατανάλωση των ω-3 λιπαρών οξέων έχει φανεί
να έχει ευεργετική επίδραση στους καρδιομεταβολικούς παράγοντες κινδύνου. Σκοπός της παρούσας εργασίας ήταν η αξιολόγηση της επίδρασης
συνδυασμού διατροφικής παρέμβασης και εμπλουτισμένου προϊόντος στη
διαιτητική πρόσληψη λινολενικού οξέος, στο περιεχόμενο των μεμβρανών
των ερυθρών αιμοσφαιρίων σε πολυακόρεστα λιπαρά οξέα, και σε επιλεγμένους καρδιομεταβολικούς παράγοντες κινδύνου. Υλικό-Μέθοδος:
Δείγμα 96 μέτρια υπερχοληστερολαιμικών εθελοντών (40–60 ετών) χωρίστηκαν τυχαία σε τρεις ομάδες. Στην Ομάδα Διατροφικής παρέμβασης
εμπλουτισμένου με φυτικές στερόλες, ω-3 λιπαρά οξέα, βιταμίνες και
αντιοξειδωτικά γάλακτος (ΟΔΦ n=40), στην Oμάδα Διατροφικής παρέμβασης Εικονικού γάλακτος (ΟΔΕ n=36) και στην Oμάδα Ελέγχου (ΟΕ n=20).
Οι εθελοντές των ΟΔΦ και ΟΔΕ κατανάλωναν 500 mL γάλακτος ημερησίως
για 3 μήνες. Οι δύο αυτές ομάδες παρακολούθησαν 7 διατροφικές συνεδρίες στη διάρκεια των 3 μηνών. Αποτελέσματα: Οι ΟΔΦ και ΟΔΕ μείωσαν
σημαντικά το ποσοστό ημερήσιων θερμίδων από ολικό και κορεσμένο λίπος. Η πρόσληψη λινολενικού οξέος αυξήθηκε στην ΟΔΦ, ενώ δεν παρατηρήθηκαν αλλαγές στην ΟΔΕ. Το περιεχόμενο των ερυθροκυττάρων σε ΕPA
αυξήθηκε και στην ΟΔΦ και στην ΟΔΕ, ενώ δεν παρατηρήθηκαν διαφορές
μεταξύ των τριών ομάδων για τα υπόλοιπα ω-3 λιπαρά οξέα. Αυτό μπορεί
να οφείλεται στην αύξηση κατανάλωσης λιπαρών ψαριών που παρατηρήθηκε και στις δύο ομάδες παρέμβασης. Η αρτηριακή πίεση μειώθηκε σημαντικά και στις δύο ομάδες της παρέμβασης, ενώ δεν παρατηρήθηκαν
αλλαγές στα επίπεδα γλυκόζης, HDL χοληστερόλης, τριγλυκεριδίων και
περιφέρειας μέσης. Συμπεράσματα: Η ποσότητα του λινολενικού οξέος
που εμπλουτίστηκε το προϊόν δεν ήταν αρκετή ώστε να προκαλέσει επιθυμητά αποτελέσματα σε καρδιομεταβολικούς παράγοντες κινδύνου και
η επίδραση του εμπλουτισμού επισκιάστηκε από την αύξηση της κατανάλωσης λιπαρών ψαριών και από τις αλλαγές στη διατροφή των ομάδων της
παρέμβασης.
Hellenic Journal of Atherosclerosis 1(1)
85
ΑΑ109
Eπίδραση διατροφικής παρέμβασης και χρήσης εμπλουτισμένου
γάλακτος σε επίπεδα χοληστερόλης και αντιοξειδωτικής ικανότητας
σε υπερχοληστερολαιμικούς ενήλικες
Μ. Πετρογιάννη, Ε. Γραμματικάκη, Γ. Μοσχώνης, Κ. Καλλιανιώτη, Δ. Αργυροπούλου,
Α. Βανδώρου, Κ. Κυριακού, Β. Δέδε, Ι. Μανιός
Τμήμα Επιστήμης Διαιτολογίας-Διατροφής, Χαροκόπειο Πανεπιστήμιο, Αθήνα
Εισαγωγή-Σκοπός: Πολλές έρευνες έχουν δείξει ότι η κατανάλωση
εμπλουτισμένων προϊόντων ως μέρος ενός υγιεινού τρόπου ζωής μπορεί να
έχει θετική επίδραση σε παράγοντες καρδιαγγειακού κινδύνου. Ο σκοπός
της συγκεκριμένης εργασίας ήταν να εξετάσει το κατά πόσο οι αλλαγές που
θα προκύψουν μετά από τρίμηνη παρέμβαση με εμπλουτισμένο γάλα, θα
είναι αποτέλεσμα των συστατικών του προϊόντος, των αλλαγών του τρόπου
ζωής ή του συνδυασμού αυτών. Υλικό-Μέθοδος: Δείγμα 95 μέτρια υπερχοληστερολαιμικών εθελοντών (40–60 ετών) χωρίστηκαν τυχαία σε τρείς
ομάδες. Στην Ομάδα Διατροφικής παρέμβασης γάλακτος εμπλουτισμένου
με φυτικές στερόλες, ω-3 λιπαρά οξέα, βιταμίνες και αντιοξειδωτικά (ΟΔΦ
n=33), στην Oμάδα Διατροφικής παρέμβασης Εικονικού γάλακτος (ΟΔΕ
n=31) και στην Oμάδα Ελέγχου (ΟΕ n=31). Οι εθελοντές των ΟΔΦ και ΟΔΕ
κατανάλωναν 500 mL γάλακτος ημερησίως για 3 μήνες. Οι δύο αυτές ομάδες παρακολούθησαν 7 διατροφικές συνεδρίες στη διάρκεια των 3 μηνών.
Αποτελέσματα: Στην ΟΔΦ παρατηρήθηκαν σημαντικές αλλαγές σε σχέση
με την ΟΕ στην αλλαγή της ολικής χοληστερόλης (–11% vs –3,5%, p=0,024),
της LDL χοληστερόλης (–14% vs 4%, p=0,011), της απολιποπρωτεΐνης
Β (–12,8% vs –1,8%, p=0,016) και της ομοκυστεΐνης (–19,7% vs +7,6%,
p<0,001). Επιπρόσθετα, η ΟΔΦ αύξησε σημαντικά τα επίπεδα της Β12
και του φυλλικού οξέος στο πλάσμα σε σχέση με τις ΟΔΕ και ΟΕ. Τέλος, το
κλάσμα LDL/HDL μειώθηκε σημαντικά στην ΟΔΦ σε σχέση με τις ΟΔΕ και
ΟΕ. Δεν παρατηρήθηκαν μεταβολές στα επίπεδα της HDL χοληστερόλης,
των τριγλυκεριδίων, της απολιποπρωτεΐνης Α1, του β-καροτενίου και της
ολικής αντιοξειδωτικής ικανότητας μεταξύ των ομάδων. Συμπεράσματα:
Η συγκεκριμένη μελέτη έδειξε ότι ο συνδυασμός προγράμματος συμπεριφοριστικής παρέμβασης και χρήσης ενός εμπλουτισμένου γαλακτοκομικού
με συστατικά που παρουσιάζουν υπολιπιδαιμική και αντιοξειδωτική δράση
μπορεί να προκαλέσει σημαντικότερες αλλαγές σε διάφορους παράγοντες
καρδιαγγειακού κινδύνου σε σχέση με τη συνήθη διατροφή ή τη συμβουλευτική παρέμβαση μόνο.
ΑΑ110
Επίδραση πολικών εκχυλισμάτων κρασιού στα ένζυμα μεταβολισμού του PAF
Δ. Ασημακόπουλος, Μ.Ν. Ξανθοπούλου, Ι. Μπακογιάννη, Μ. Σαραντοπούλου,
Σ. Αντωνοπούλου, Ε. Φραγκοπούλου
Τμήμα Επιστήμης Διαιτολογίας-Διατροφής, Χαροκόπειο Πανεπιστήμιο, Αθήνα
Εισαγωγή-Σκοπός: Προηγούμενες μελέτες μας έχουν δείξει την ύπαρξη
βιοδραστικών συστατικών στο κρασί με ικανότητα αναστολής της προκαλούμενης από PAF-συσσώρευσης αιμοπεταλίων, ικανότητα δέσμευσης ελευθέρων ριζών και αναστολής της λιποξυγονάσης. Δεδομένης της έλλειψης
δεδομένων για την επίδραση εκχυλισμάτων κρασιού στο μεταβολισμό του
PAF, σκοπός της παρούσας εργασίας είναι η διερεύνηση της επίδρασής τους
στα ένζυμα μεταβολισμού του PAF. Υλικό-Μέθοδος: Χρησιμοποιηθήκαν
εκχυλίσματα πολικών λιποειδών (TPL) από κόκκινο (Cabernet Sauvignon)
και λευκό (Ρομπόλα) κρασί γνωστής περιεκτικότητας σε ολικά και όρθο
φαινολικά, σε γλυκο-και φωσφο-λιποειδή. Μελετήθηκε η επίδρασή τους,
καθώς και πρότυπης ρεσβερατρόλης και κερκετίνης, στα βιοσυνθετικά
ένζυμα CDP-χολίνη: αλκυλακετυλγλυκερόλη φωσφοχολινοτρανσφεράση
(PAF-CPT) και ακετυλο-CoA:λυσο-PAF ακετυλοτρανσφεράση (λυσο-PAF-AT)
και στο αποικοδομητικό ένζυμο PAF-ακετυλοϋδρολάση (PAF-AH) σε σύστημα ελεύθερων κυττάρων χρησιμοποιώντας ως πηγή των ενζύμων ομογενοποίημα U-937 μονοκυττάρων και σε καλλιέργειες U-937 μονοκυττάρων
μετά από επώαση για 24 h με τα πρότυπα φαινολικά. Αποτελέσματα: Τα
TPL του λευκού κρασιού με μεγαλύτερη περιεκτικότητα ορθοφαινολικών
και φωσφολιποειδών έναντι του κόκκινου εμφανίζει μεγαλύτερη αναστολή
της δράσης των βιοσυνθετικών ενζύμων (IC50-PAF-CPT: 0,96 έναντι 2,27
μg/μL, IC50-λυσo-PAF-AT: 0,80 έναντι 1,63 μg/μL). Η ρεσβερατρόλη και η
κερκετίνη παρουσιάζουν παρόμοια ανασταλτική ικανότητα στη δράση της
λυσο-PAF-AT (IC50-λυσo-PAF-AT: 0,17 και 0,19 μg/μL), ενώ η ρεσβερατρόλη είναι πιο ισχυρός αναστολέας της PAF-CPT (IC50-PAF-CPT: 0,0052 έναντι 0,030 μg/μL). Επώαση των κυττάρων με τα πρότυπα φαινολικά έδειξε
αναστολή της λυσο-PAF-AT από τα φαινολικά (IC50-λυσo-PAF-AT: 0,017 και
0,022 μg/μL), ενώ δεν φάνηκε να επηρεάζεται η PAF-CPT. Όσον αφορά, στην
επίδραση των TPL και των δυο κρασιών στη δράση της PAF-AH, ποσότητα
ίση με 0,85 μg/μL δεν έδειξε σημαντική αναστολή του ενζύμου. Ανάλογη
δράση παρουσίασαν και τα πρότυπα φαινολικά όπου ακόμα και σε μεγάλες
ποσότητες δεν παρουσίασαν σημαντική δράση. Συμπεράσματα: Τα TPL
λευκού και κόκκινου κρασιού μπορούν να τροποποιήσουν το μεταβολισμό
του PAF αναστέλλοντας τα βιοσυνθετικά του ένζυμα, ενώ δεν επηρεάζουν σε
σημαντικό βαθμό το κύριο αποικοδομητικό του ένζυμο.
86
Ελληνική Επιθεώρηση Αθηροσκλήρωσης 1(1)
ΑΑ111
Συσσώρευση λυσο-PAF σε ανθρώπινες αορτές
με αρχόμενη αθηρωματική βλάβη
Σ. Σισμανίδης,3 Β. Μούσης,1 Σ. Κουσίσης,2 Α. Γούσια,3 Σ. Συμινελάκης,3 Δ.K. Τσουκάτος1
1
Τμήμα Χημείας, Πανεπιστήμιο Ιωαννίνων, Ιωάννινα, 2ΤΕΙ Αθήνας, Αιγάλεω,
3
Πανεπιστημιακό Γενικό Νοσοκομείο Ιωαννίνων, Ιωάννινα
Εισαγωγή-Σκοπός: Η λιποπρωτεϊνική φωσφολιπάση Α2 (LpPLA2) υδρολύει στο πλάσμα το φλεγμονώδη διαμεσολαβητή PAF και οξειδωμένα
φωσφολοπίδια, δομικά του ανάλογα, προς λυσοφωσφολιπίδια (λύσο-PL).
Η LpPLA2 έχει ενοχοποιηθεί ως προαθηρογόνος κυρίως λόγω της συσσώρευσης βλαβερών και φλεγμονωδών λυσο-PL στις αρτηρίες. Στην παρούσα
εργασία μετράμε τη συσσώρευση του αιθερικού ανάλογου των λυσο-PL και
πρόδρομης ένωσης για τη βιοσύνθεση του PAF του λυσο-PAF σε αορτές
με αρχόμενη αθηρωματική βλάβη. Υλικό-Μέθοδος: Σε 34 ασθενείς που
υποβληθήκαν σε αορτοστεφανιαία παράκαμψη αφαιρούνται τεμάχια αορτικού τοιχώματος με τη δυνατόν μικρότερη αθηρωματική βλάβη. Για έλεγχο
χρησιμοποιούνται τεμάχια της υγιούς έσω θωρακικής αρτηρίας των ιδίων
ασθενών. Ιστοχημικός έλεγχος έδειξε ότι οι αορτές παρουσίαζαν αρχόμενη
αθηρωματική βλάβη (Ι έως ΙΙ κατά Stary), ενώ οι θωρακικές αρτηρίες ήταν
υγιείς. Στις αρτηρίες έγινε βιολογικός προσδιορισμός λυσο-PAF μετά από TLC,
RP-HPLC καθαρισμό και ακετυλίωση, η δε ταυτοποίησή του έγινε με ESI-MS
όπως περιγράφονται στη βιβλιογραφική παραπομπή 1. Αποτελέσματα:
Στους περισσότερους ασθενείς τα επίπεδα του λυσο-PAF ήταν ανάλογα
μεταξύ αορτών και θωρακικών αρτηριών. Σε 12 ασθενείς παρουσιάστηκαν
υψηλά επίπεδα λυσο-PAF με αποτέλεσμα τα επίπεδα λυσο-PAF στις αορτές
928±475 pg/mg ιστού (Μean±SE) να είναι στατιστικά σημαντικά υψηλότερα από τις έσω μαστικές αρτηρίες 110±72 pg/mg ιστού (Μean±SE) p<0,02
Mann Whitney U test. Συμπέρασμα: Σε κάποιους ασθενείς η συσσώρευση
λυσο-PAF μπορεί να συμβάλει στην εγκατάσταση και εξέλιξη της αθηρωματικής βλάβης.
1
DC Tsoukatos et al. J Lipid Res 2008 49:2240–2249
ΑΑ112
Abacavir και αύξηση καρδιαγγειακού κινδύνου
σε ασθενείς με HIV λοίμωξη:
Ο ρόλος του παράγοντα ενεργοποίησης αιμοπεταλίων
Α.Β. Τσούπρας,1 Β.Δ. Παπακωνσταντίνου,1 Μ. Χίνη,2 Ν. Τσόγκας,2 Γ. Τσεκές,2 Σ. Αντωνοπούλου,3
Κ.Α. Δημόπουλος,1 Π. Γαργαλιάνος-Κακολύρης,4 Μ.Κ. Λαζανάς2
1
Εργαστήριο Βιοχημείας, Τμήμα Χημείας, Εθνικό & Καποδιστριακό Πανεπιστήμιο Αθηνών, Αθήνα, 2Γ΄ Παθολογικό Τμήμα-Μονάδα
Λοιμώξεων, Γενικό Νοσοκομείο Αθηνών «Κοργιαλένειο-Μπενάκειο ΕΕΣ» (Ερυθρός Σταυρός), Αθήνα, 3Εργαστήριο Βιοχημείας, Τμήμα
Επιστήμης Διαιτολογίας-Διατροφής, Χαροκόπειο Πανεπιστήμιο, Αθήνα, 4Α΄ Παθολογικό Τμήμα-Μονάδα Λοιμώξεων,
Γενικό Νοσοκομείο Αθηνών «Γ. Γεννηματάς», Αθήνα
Εισαγωγή-Σκοπός: Ο Παράγοντας Ενεργοποίησης Αιμοπεταλίων (PAF),
ως ισχυρός διαμεσολαβητής της φλεγμονής, εμπλέκεται στην παθογένεση της αθηροσκλήρωσης και ορισμένων εκδηλώσεων της HIV-λοίμωξης.
Σκοπός μας ήταν η in vivo μελέτη της επίδρασης αντιρετροϊκού σχήματος
με abacavir στο μεταβολισμό και στα επίπεδα του PAF σε μια απόπειρα
διερεύνησης του μηχανισμού αύξησης του καρδιαγγειακού κινδύνου σε
ασθενείς με HIV λοίμωξη. Υλικό-Μέθοδος: Προσδιορίστηκαν τα επίπεδα
του PAF και οι ειδικές δραστικότητες των κύριων μεταβολικών του ενζύμων,
PAF-φωσφοχολινοτρανσφεράση (PAF-CPT), λυσο-PAF-ακετυλοτρανσφεράση (Lyso-PAF-AT) και PAF-ακετυλοϋδρολάση (PAF-AH), στο πλάσμα και στα
έμμορφα στοιχεία αίματος 10 αρρένων ασθενών με HIV λοίμωξη πριν, 1, 3
και 6 μήνες μετά την έναρξη abacavir/emtricitabine/efavirenz. Η στατιστική ανάλυση πραγματοποιήθηκε με τη μέθοδο Repeated-Measures-ANOVA
και ο έλεγχος κανονικής κατανομής με τη μέθοδο Kolmogorov-Smirnov.
Αποτελέσματα: Κατά τον 3ο μήνα θεραπείας, παρατηρήθηκε στατιστικώς σημαντική αύξηση της ειδικής δραστικότητας της Lyso-PAF-AT στα
λευκοκύτταρα, αιμοπετάλια και ερυθροκύτταρα των ασθενών σε σχέση με
τα αρχικά της επίπεδα πριν τη θεραπεία. Στον 6ο μήνα, η δραστικότητα του
ενζύμου επανήλθε στα αρχικά της επίπεδα στα λευκοκύτταρα και στα αιμοπετάλια, ενώ παρέμεινε στατιστικώς σημαντικά αυξημένη στα ερυθροκύτταρα. Η ειδική δραστικότητα της PAF-CPT αυξήθηκε στατιστικώς σημαντικά
μόνο στα ερυθροκύτταρα στον 3ο μήνα θεραπείας. Η ειδική δραστικότητα
της PAF-AH στο πλάσμα παρέμεινε σταθερή, ενώ αυξήθηκε στατιστικώς σημαντικά μόνο στα λευκοκύτταρα κατά τον 3ο μήνα θεραπείας. Τα επίπεδα
του PAF στο αίμα, κατ’ αναλογία με τη δραστικότητα των βιοσυνθετικών του
ενζύμων, εμφάνισαν στατιστικώς σημαντική αύξηση μόνο στον 3ο μήνα θεραπείας. Συμπεράσματα: Από τα in vivo αποτελέσματά μας, προκύπτει ότι
το αντιρετροϊκό σχήμα abacavir/emtricitabine/efavirenz επάγει τη βιοσύνθεση και αυξάνει τα επίπεδα του PAF στο αίμα κατά τον 3ο μήνα θεραπείας,
μια διεργασία που πιθανόν αποτελεί έναν από τους μηχανισμούς αύξησης
του καρδιαγγειακού κινδύνου σε ασθενείς με HIV-λοίμωξη, που λαμβάνουν
abacavir.
Hellenic Journal of Atherosclerosis 1(1)
87
ΑΑ113
Εκτίμηση της κατανομής της περιμέτρου μέσης/ύψος στο σύνολο
των μαθητών της Γ΄ Δημοτικού της χώρας
Γ. Ψαρρά, Κ. Τάμπαλης, Δ. Παναγιωτάκος, Λ. Συντώσης
Τμήμα Επιστήμης Διαιτολογίας-Διατροφής, Χαροκόπειο Πανεπιστήμιο, Αθήνα
ομάδα παιδιών ανήκει στην ομάδα αυξημένου καρδιομεταβολικού κινδύνου,
χρήζει περαιτέρω διερεύνησης.
1
Ashwell M & Hsieh SD. Int J Food Sci Nutr 2005, 56:303–307
Ποσοστό παιδιών με WHtR ≥0,5 ανά κατηγορία
98,5
100
93
93
90
80
70
% Παιδιών
Εισαγωγή-Σκοπός: Τα παχύσαρκα παιδιά βρίσκονται σε μεγαλύτερο
κίνδυνο να εμφανίσουν καρδιομεταβολικά νοσήματα. Πρόσφατα, ο λόγος
περίμετρος μέσης/ύψος (WHtR) προτείνεται ως ισχυρά συσχετιζόμενος με
προβλεπτικούς παράγοντες καρδιαγγειακού κινδύνου σε παιδιά και ενήλικες. Σκοπός της μελέτης είναι η αποτίμηση της κατανομής του WHtR των
μαθητών ηλικίας 9 ετών όλης της χώρας. Υλικό-Μέθοδος: Το δείγμα της
μελέτης αποτέλεσαν 72.080 παιδιά (50,9% αγόρια) ηλικίας 9 ετών από όλη
τη χώρα. Στα παιδιά μετρήθηκαν το ύψος, το βάρος και η περίμετρος μέσης.
Από αυτά υπολογίστηκαν ο ΔΜΣ, το ποσοστό λιποβαρούς, υπέρβαρου και
παχύσαρκου. Επίσης, υπολογίστηκε ο WHtR και εκτιμήθηκαν τα παιδιά που
βρίσκονταν σε αυξημένο καρδιομεταβολικό κίνδυνο σύμφωνα με την τιμήόριο WHtR≥0,5.1 Αποτελέσματα: Το 30,5% των παιδιών (31,8% αγόρια και
29,3% κορίτσια, p<0,05) του δείγματος είχε WHtR≥0,5. Ο δείκτης WHtR
είχε ισχυρή συσχέτιση με το ΔΜΣ των παιδιών (r=0,74, p<0,001). Επιπλέον,
το 62,9% των υπέρβαρων αγοριών και το 47,9% των υπέρβαρων κοριτσιών είχε WHtR≥0,5, ενώ για τα παχύσαρκα παιδιά, το 94,2% των αγοριών
και το 91,7% των κοριτσιών είχε WHtR≥0,5. Επίσης, τα αγόρια εμφάνισαν
χαμηλότερα ποσοστά υπέρβαρου από ό,τι τα κορίτσια (24,1% vs 33,1%,
p<0,05), αλλά υψηλότερα ποσοστά παχύσαρκου (11,7% vs 12,8%, p<0,05).
Συμπεράσματα: Περίπου το 1/3 των παιδιών της χώρας έχει WHtR μεγαλύτερο από το διεθνώς προτεινόμενο κατώφλι, αλλά το κατά πόσο αυτή η
60
54,3
50
45,7
40
30
20
10
0
7
7
1,5
Λιποβαρή
Nορμοβαρή
WHtR≥0,5
Yπέρβαρα
Παχύσαρκα
WHtR<0,5
ΑΑ114
Βελτίωση της φλεγμονής σε διαβητικούς μη υπερτασικούς ασθενείς
μετά από χορήγηση βαλσαρτάνης
Ε. Ζάχαρης,1 Μ. Μαρκέτου,1 Α. Καλογεράκης,1 Δ. Χατζηλιάδου,1 Χ. Γουδής,1 Ε. Σκαλίδης,1 Ι. Κάραλης,1
Ε. Γανωτάκης,2 Π. Βάρδας1
1
Καρδιολογική Κλινική, Πανεπιστημιακό Γενικό Νοσοκομείο Ηρακλείου, Ηράκλειο, 2Παθολογική Κλινική, Πανεπιστημιακό Γενικό
Νοσοκομείο Ηρακλείου, Ηράκλειο
Eισαγωγή-Σκοπός: Είναι γνωστός ο ρόλος του οξειδωτικού στρες και της
φλεγμονής στις καρδιαγγειακές επιπλοκές που παρουσιάζουν οι ασθενείς
με σακχαρώδη διαβήτη (ΣΔ). Μελετήσαμε την επίδραση της βαλσαρτάνης στο οξειδωτικό στρες, την ιντερλευκίνη 6 (IL-6) και τον TNF-α σε μη
υπερτασικούς ασθενείς με ΣΔ τύπου 2. Υλικό-Μέθοδος: Μελετήσαμε 29
ασθενείς χωρίς υπέρταση (ηλικίας 56±12 ετών, 12 γυναίκες) με ΣΔ τύπου 2,
φυσιολογική νεφρική λειτουργία, χωρίς οργανική καρδιοπάθεια. 17 έλαβαν
θεραπεία με 160 mg/ημέρα βαλσαρτάνης για 6 μήνες και οι υπόλοιποι 12
συμπεριελήφθησαν στην ομάδα ελέγχου. Πριν και μετά τη θεραπεία με βαλσαρτάνη ελήφθησαν δείγματα αίματος για τον προσδιορισμό των επιπέδων
των υπεροξειδίων των λιπιδίων, της IL-6 και του TNF-α. Αποτελέσματα: Δε
σημειώθηκαν στατιστικά σημαντικές διαφορές στη συστολική αρτηριακή πίεση πριν και μετά τη θεραπεία (128±12 mmHg έναντι 110±18 mmHg). Η θεραπεία με βαλσαρτάνη οδήγησε σε μια σημαντική μείωση των υπεροξειδίων
των λιπιδίων, της IL-6 και του TNF-α στους ασθενείς με ΣΔ τύπου 2 (υπεροξείδια των λιπιδίων: 377±100 μmol/L, TNF-α: 3,1±0,7 pg/mL, IL-6:2,9±1,15
pg/mL πριν τη θεραπεία συγκρινόμενα με 257±82 μmol/L, 2,0±0,9 pg/mL,
1,9±0,8 pg/mL μετά τη θεραπεία, p<0,05 για όλα). Συμπεράσματα: Η θεραπεία με βαλσαρτάνη σε μη υπερτασικούς ασθενείς με ΣΔ τύπου 2 οδηγεί
σε σημαντική μείωση του οξειδωτικού στρες και των κυτοκινών.
88
Ελληνική Επιθεώρηση Αθηροσκλήρωσης 1(1)
ΑΑ115
Επίδραση των στατινών στnν αδρενεργική νεύρωση του μυοκαρδίου
σε υπερλιπιδαιμικούς
Ε. Ζάχαρης,1 Μ. Μαρκέτου,1 Α. Καλογεράκης,1 Δ. Χατζηλιάδου,1 Μ. Νταμπούδη,2 Σ. Κουκουράκη,2
Ι. Κάραλης,1 Ε. Γανωτάκης,3 Ν. Καρκαβίτσας,2 Π. Βάρδας1
1
Καρδιολογική Κλινική, Πανεπιστημιακό Γενικό Νοσοκομείο Ηρακλείου, Ηράκλειο, 2Τμήμα Πυρηνικής Ιατρικής, Πανεπιστημιακό
Γενικό Νοσοκομείο Ηρακλείου, Ηράκλειο, 3Παθολογική Κλινική, Πανεπιστημιακό Γενικό Νοσοκομείο Ηρακλείου, Ηράκλειο
Εισαγωγή-Σκοπός: Είναι γνωστό ότι η υπερλιπιδαιμία οδηγεί σε ενδοθηλιακή δυσλειτουργία και διαταραχές της μυοκαρδιακής αιμάτωσης ακόμη
και όταν δεν ανευρίσκεται οργανική καρδιακή νόσος. Εξετάσαμε τη σχέση
της δυσλιπιδαιμίας με τις διαταραχές της αδρενεργικής νεύρωσης του μυοκαρδίου με σπινθηρογράφημα μυοκαρδίου με I-123-MIBG, ενώ παράλληλα
εκτιμήσαμε και την επίδραση της θεραπείας με στατίνες. Υλικό-Μέθοδος:
Εξετάσαμε 45 υπερλιπιδαιμικούς ασθενείς (26 άνδρες, ηλικίας 59±10 ετών,
ολική χοληστερόλη >240 mg/dL, LDL-C>160 mg/dL), ενώ στη μελέτη μας συμπεριελήφθησαν και 15 υγιείς εθελοντές στην ομάδα ελέγχου. Όλα τα άτομα
υπεβλήθησαν σε σπινθηρογράφημα μυοκαρδίου με I-123-MIBG. Ελήφθησαν
δισδιάστατες εικόνες 10 min και 4 ώρες, καθώς και τομογραφική απεικόνιση
4 ώρες μετά την ενδοφλέβια χορήγηση 5mCi Ι-123-MIBG. 25 υπερλιπιδαιμικοί ασθενείς έλαβαν 40 mg/ημέρα ροσουβαστατίνη για 6 μήνες, ενώ οι
υπόλοιποι 20 έλαβαν εικονικό φάρμακο. Σπινθηρογράφημα μυοκαρδίου με
I-123-MIBG επαναλήφθηκε 6 μήνες μετά. Αποτελέσματα: Η ολική χοληστερόλη και η LDL-C μειώθηκαν σημαντικά (από 310±138 και 179±87 mg/dL σε
186±75 και 95±39 mg/dL αντίστοιχα, p<0,05 για όλα). Ο λόγος Κ/Μ στα 10
min και στις 4 ώρες στους υπερλιπιδαιμικούς ήταν 1,79±0,21 και 1,73±0,27
αντίστοιχα, σημαντικά χαμηλότερα από τους υγιείς εθελοντές (2,25±0,9
και 2,19±αντίστοιχα, p<0,05 για όλα), ενώ βελτιώθηκε σημαντικά 6 μήνες
μετά τη θεραπεία με ροσουβαστατίνη (1,97±0,7 και 1,9±0,22 αντίστοιχα,
p<0,05). 29 υπερλιπιδαιμικοί ασθενείς (68%) παρουσίαζαν ελλείμματα περιοχικής αδρενεργικής νεύρωσης του μυοκαρδίου στο κατώτερο τοίχωμα,
17 (36%) παρουσίαζαν ελλείμματα και στο πρόσθιο τοίχωμα και 17 ασθενείς
(40%) στην κορυφή. Συμπεράσματα: Η μελέτη αυτή δείχνει διαταραχές
της αδρενεργικής νεύρωσης σε υπερλιπιδαιμικούς ασθενείς.
ΑΑ116
Επίδραση της βαλσαρτάνης στην αδρενεργική νεύρωση
σε διαβητικούς μη υπερτασικούς
Ε. Ζάχαρης,1 Μ. Μαρκέτου,1 Α. Καλογεράκης,1 Δ. Χατζηλιάδου,1 Μ. Νταμπούδη,2 Σ. Κουκουράκη,2
Χ. Γουδής,1 Ε. Γανωτάκης,3 Ν. Καρκαβίτσας,2 Π. Βάρδας1
1
Καρδιολογική Κλινική, Πανεπιστημιακό Γενικό Νοσοκομείο Ηρακλείου, Ηράκλειο, 2Τμήμα Πυρηνικής Ιατρικής, Πανεπιστημιακό
Γενικό Νοσοκομείο Ηρακλείου, Ηράκλειο, 3Παθολογική Κλινική, Πανεπιστημιακό Γενικό Νοσοκομείο Ηρακλείου, Ηράκλειο
Εισαγωγή-Σκοπός: Συχνά οι ασθενείς με σακχαρώδη διαβήτη (ΣΔ) τύπου
2 παρουσιάζουν διαταραχές στην αδρενεργική νεύρωση του μυοκαρδίου της
αριστερής κοιλίας. Εξετάσαμε την επίδραση της βαλσαρτάνης στις διαταραχές
της αδρενεργικής νεύρωσης του μυοκαρδίου ασθενών χωρίς αρτηριακή υπέρταση, με ΣΔ τύπου 2. Υλικό-Μέθοδος: Έλαβαν μέρος 29 ασθενείς (ηλικίας
56±12 ετών, 12 γυναίκες) με ΣΔ τύπου 2, χωρίς αρτηριακή υπέρταση, φυσιολογική νεφρική λειτουργία και χωρίς οργανική καρδιοπάθεια. 17 ασθενείς
έλαβαν βαλσαρτάνη 160 mg/ημέρα για 6 μήνες, ενώ οι υπόλοιποι 12 συμπεριελήφθησαν στην ομάδα ελέγχου. Πριν και μετά τη θεραπεία υπεβλήθησαν
σε σπινθηρογράφημα μυοκαρδίου με I-123-MIBG. Ελήφθησαν δισδιάστατες
εικόνες 10 min και 4 ώρες, καθώς και τομογραφική απεικόνιση 4 ώρες μετά
την ενδοφλέβια χορήγηση 5mCi Ι-123-MIBG. Αποτελέσματα: Αρχικά ο λόγος
Κ/Μ στα 10 min και στις 4 ώρες ήταν 1,60±0,7 και 1,48±0,5 αντίστοιχα, ενώ
βελτιώθηκε σημαντικά 6 μήνες μετά τη θεραπεία με περινδοπρίλη (1,87±0,6
και 1,8±0,4 αντίστοιχα, p<0,05 και για τα δύο). 13 ασθενείς (84%) από την
ομάδα της ενεργού θεραπείας παρουσίαζαν ελλείμματα περιοχικής αδρενεργικής νεύρωσης του μυοκαρδίου. Και οι 13 ασθενείς παρουσίαζαν σημαντικά
ελλείμματα νεύρωσης στο κατώτερο και πλάγιο τοίχωμα, 12 ασθενείς παρουσίαζαν ελλείμματα και στο πρόσθιο τοίχωμα, ενώ 9 και στο διαφραγματικό.
Μετά τη θεραπεία τα ελλείμματα βελτιώθηκαν σημαντικά, κυρίως στο πρόσθιο και διαφραγματικό τοίχωμα. Δεν παρατηρήθησαν στατιστικά σημαντικές
διαφορές στην ομάδα ελέγχου. Συμπεράσματα: Η χορήγηση βαλσαρτάνης
σε ασθενείς με ΣΔ τύπου 2 χωρίς υπέρταση, οδηγεί σε βελτίωση των διαταραχών της αδρενεργικής νεύρωσης του μυοκαρδίου.
Hellenic Journal of Atherosclerosis 1(1)
89
ΑΑ117
Η επίδραση της κατανάλωσης καφέ στη διατροφική πρόσληψη ενέργειας
Ε. Καρφοπούλου, Π. Καίσαρη, Ε. Καρδάτου, Α. Γαβριέλη, Μ. Γιαννακούλια
Τμήμα Επιστήμης Διαιτολογίας-Διατροφής, Χαροκόπειο Πανεπιστήμιο, Αθήνα
Εισαγωγή-Σκοπός: Τα ερευνητικά δεδομένα για τον ενδεχόμενο ρόλο του
καφέ στην ενεργειακή πρόσληψη είναι περιορισμένα. Σκοπός της παρούσας
κλινικής μελέτης είναι η αξιολόγηση της επίδρασης του καφέ στην ενεργειακή πρόσληψη, σε υγιείς εθελοντές. Υλικό-Μέθοδος: Στη μελέτη συμμετείχαν 21 υγιείς άντρες, συστηματικοί καταναλωτές καφέ, μη παχύσαρκοι,
ηλικίας 27±6 ετών. Κάθε εθελοντής συμμετείχε με τυχαία σειρά σε δύο
δοκιμασίες. Κάθε δοκιμασία περιελάμβανε την κατανάλωση τυποποιημένου
πρωινού γεύματος μαζί με ένα από τα δύο πειραματικά ποτά: 200 mL καφέ
με 3 mg καφεΐνης/kg σωματικού βάρους ή 200 mL νερό. Τρεις ώρες μετά
την κατανάλωση του πρωινού γεύματος προσφέρθηκε στους εθελοντές ad
libitum μεσημεριανό γεύμα με ποικιλία τροφίμων, το οποίο καταγράφηκε
λεπτομερώς. Επίσης, καταγράφηκε η διατροφική πρόσληψη των εθελοντών
την υπόλοιπη ημέρα καθώς και την προηγούμενη ημέρα του πειράματος.
Τα διατροφικά δεδομένα από το ad libitum γεύμα, την υπόλοιπη και την
προηγούμενη ημέρα αναλύθηκαν ως προς τη σύστασή τους σε ενέργεια και
μακροθρεπτικά συστατικά. Αποτελέσματα: Η πρόσληψης ενέργειας στο
ad libitum γεύμα δεν διέφερε μεταξύ των 2 δοκιμασιών (ενέργεια δοκιμασίας καφέ: 1,565±498 kcal, ενέργεια δοκιμασίας χωρίς καφέ: 1,584±504,
p=0,90). Τα αποτελέσματα δε διέφεραν ακόμα και όταν έγινε έλεγχος για
πιθανούς συγχυτικούς παράγοντες, όπως η ενεργειακή πρόσληψη την
προηγούμενη ημέρα και η ηλικία. Ομοίως, μη στατιστικά σημαντικές ήταν
οι διαφορές στην ενεργειακή πρόσληψη στο υπόλοιπο της ημέρας. Τέλος,
δε βρέθηκαν να διαφέρουν στατιστικά σημαντικά στα βασικά τους χαρακτηριστικά οι εθελοντές που κατανάλωσαν περισσότερη ενέργεια μετά τη
δοκιμασία του καφέ σε σχέση με τη δοκιμασία του νερού, από τους εθελοντές που κατανάλωσαν λιγότερη ενέργεια μετά τη δοκιμασία του καφέ.
Συμπεράσματα: Τα παραπάνω αποτελέσματα υποδεικνύουν ότι η πρόσληψη καφέ δεν επηρεάζει την πρόσληψη ενέργειας στο επόμενο γεύμα σε
υγιείς άντρες εθελοντές. Απαιτείται περαιτέρω έρευνα για επιβεβαίωση των
αποτελεσμάτων και σε γυναίκες εθελόντριες, καθώς και διερεύνηση πιθανής
δοσοεξαρτώμενης επίδρασης της περιεχόμενης στον καφέ καφεΐνης στην
ενεργειακή πρόσληψη.
ΑΑ118
Αξιολόγηση παραγόντων που επηρεάζουν τη θεραπεία-«Επίλυση»
του μεταβολικού συνδρόμου μετά από παρέμβαση αλλαγής
του τρόπου ζωής
Ε. Φάππα,1 Μ. Γιαννακούλια,1 Ε. Μιχαλάκη,1 Μ. Ιωαννίδου,1 Ι. Σκούμας,2 Χ. Πίτσαβος,2 Χ. Στεφανάδης2
1
Τμήμα Επιστήμης Διαιτολογίας-Διατροφής, Χαροκόπειο Πανεπιστήμιο, Αθήνα, 2Α΄ Καρδιολογική Κλινική Εθνικού & Καποδιστριακού
Πανεπιστημίου Αθηνών, Αθήνα
Εισαγωγή-Σκοπός: Βασικό συστατικό της θεραπείας του Μεταβολικού
Συνδρόμου (ΜΣ) αποτελεί η παρέμβαση στον τρόπο ζωής, και συγκεκριμένα
στις διαιτητικές συνήθειες και τη φυσική δραστηριότητα. Σκοπός της μελέτης
ήταν να εντοπίσει παράγοντες που επηρεάζουν τη θεραπεία-«επίλυση» του
ΜΣ σε εθελοντές που συμμετείχαν σε πρόγραμμα παρέμβασης του τρόπου
ζωής. Υλικό-Μέθοδος: Στη μελέτη συμμετείχαν 43 ασθενείς με ΜΣ (40%
άντρες, ηλικία 24–69 ετών) στους οποίους έγινε παρέμβαση σε συγκεκριμένες
συμπεριφορές διατροφής και φυσικής δραστηριότητας, με σκοπό να βελτιώσουν τους παράγοντες του ΜΣ. Η παρέμβαση είχε διάρκεια 6 μηνών. Στους
συμμετέχοντες έγινε πλήρης διατροφική και βιοχημική αξιολόγηση στην αρχή
και στο τέλος της παρέμβασης. Για την παρούσα μελέτη, οι ασθενείς χωρίστηκαν σε δύο ομάδες: εθελοντές χωρίς ΜΣ (n=23) και εθελοντές που συνέχισαν να έχουν ΜΣ μετά το τέλος της παρέμβασης (n=20). Αποτελέσματα:
Η διαχωριστική ανάλυση ανέδειξε την κατανάλωση γαλακτοκομικών πλήρη
σε λιπαρά (p=0,03), τα επίπεδα LDL-χοληστερόλης (p=0,04) και τα επίπεδα
τριγλυκεριδίων (p=0,05) ως παράγοντες που σχετίζονται στατιστικά σημαντικά με το κατά πόσο ασθενείς με ΜΣ θεραπεύονται μετά από την 6μηνη
παρέμβαση. Σύμφωνα με τα αποτελέσματα της ανάλυσης λογαριθμικής παλινδρόμησης, μεγαλύτερες πιθανότητες θεραπείας-«επίλυσης» του ΜΣ είχαν
οι ασθενείς που κατανάλωναν λιγότερα πλήρη σε λιπαρά γαλακτοκομικά προϊόντα (OR=1,095, 95% CI: 1,024–1,170), είχαν υψηλότερα αρχικά επίπεδα LDL
χοληστερόλης (OR=0,969, 95% CI: 0,941–0,997) και ήταν άνδρες (OR=0,119,
95% CI: 0,015–0,943). Συμπεράσματα: Φαίνεται ότι οι άντρες ή ασθενείς με
δυσμενέστερο λιπιδαιμικό προφίλ ή με πιο υγιεινές διατροφικές συνήθειες
έχουν μεγαλύτερες πιθανότητες να μην πληρούν τα κριτήρια για το ΜΣ μετά
από 6μηνη παρέμβαση αλλαγής τρόπου ζωής.
90
Ελληνική Επιθεώρηση Αθηροσκλήρωσης 1(1)
ΑΑ119
Αλλαγές σε παράγοντες του μεταβολικού συνδρόμου
μετά από 6μηνη παρέμβαση αλλαγής τρόπου ζωής
Ε. Φάππα,1 Μ. Γιαννακούλια,1 Ν. Τιλελή,1 Μ. Ιωαννίδου,1 Ι. Σκούμας,2 Χ. Πίτσαβος,2 Χ. Στεφανάδης2
1
Τμήμα Επιστήμης Διαιτολογίας-Διατροφής, Χαροκόπειο Πανεπιστήμιο, Αθήνα, 2Α΄ Καρδιολογική Κλινική Εθνικό & Καποδιστριακό
Πανεπιστήμιο Αθηνών, Αθήνα
Εισαγωγή-Σκοπός: Οι διεθνείς οργανισμοί προτείνουν πρωτίστως αλλαγές
στον τρόπο ζωής (δίαιτα και σωματική δραστηριότητα) για τη βελτίωση των
παραγόντων του μεταβολικού συνδρόμου (ΜΣ). Σκοπός της παρούσας μελέτης ήταν να αξιολογήσει την επίδραση ενός δομημένου προγράμματος, που
περιλαμβάνει τέτοιες αλλαγές, σε ανθρωπομετρικά χαρακτηριστικά, λιπιδαιμικό και γλυκαιμικό προφίλ, καθώς και αρτηριακή πίεση. Υλικό-Μέθοδος:
Στη μελέτη συμμετείχαν 31 ασθενείς με ΜΣ (42% άντρες, ηλικία 49,1±12,3
ετών), οι οποίοι, κατά την έναρξη της μελέτης, έλαβαν υποθερμιδικό διαιτολόγιο και προφορικές οδηγίες σχετικά με τη βελτίωση των διατροφικών
συνηθειών και της σωματικής δραστηριότητας. Στη συνέχεια, χωρίστηκαν
σε δύο ομάδες: (α) στην ομάδα παρέμβασης (n=17), όπου συμμετείχαν σε
7 δομημένες συνεδρίες τροποποίησης του τρόπου ζωής για 6 μήνες, και (β)
στην ομάδα ελέγχου (n=14), στην οποία δεν υπήρξε περαιτέρω παρέμβαση.
Στους συμμετέχοντες έγινε αξιολόγηση των παραγόντων του ΜΣ στην αρ-
χή και μετά από 6 μήνες. Αποτελέσματα: Στο τέλος της 6μηνης περιόδου,
βρέθηκε ότι οι ασθενείς στην ομάδα παρέμβασης, σε σχέση με την ομάδα
ελέγχου, βελτίωσαν στατιστικά σημαντικά το Δείκτη Μάζας Σώματος (ΔΜΣ)
(μείωση 1,4 kg/m2 έναντι 0,1 kg/m2 αντίστοιχα, p=0,029). Επιπροσθέτως, η
ομάδα παρέμβασης μείωσε τα επίπεδα συστολικής και διαστολικής πίεσης,
σε αντίθεση με την ομάδα ελέγχου που τα αύξησε (Συστολική Πίεση: μείωση
10,4 mmHg και αύξηση 8,3 mmHg αντίστοιχα για τις δύο ομάδες, p=0,008,
Διαστολική Πίεση: μείωση 10,0 mmHg και αύξηση 3,4 mm Hg αντίστοιχα για
τις δύο ομάδες, p=0,005). Κανένας άλλος παράγοντας του ΜΣ δε βρέθηκε
να διαφέρει μεταξύ των ομάδων. Συμπεράσματα: Τα αποτελέσματα υποδεικνύουν ότι 6μηνη παρέμβαση στον τρόπο ζωής μπορεί να επιφέρει αλλαγές σε ορισμένους, αλλά όχι σε όλους τους παράγοντες του ΜΣ. Απαιτείται
μεγαλύτερη περίοδος παρακολούθησης για την αξιολόγηση της διατήρησης
των αλλαγών αυτών.
ΑΑ120
Επίδραση διατροφικής παρέμβασης με κατανάλωση εμπλουτισμένου
γάλακτος στη δραστικότητα των ενζύμων λυσο-PAF
ακετυλοτρανσφεράση και PAF-ακετυλοϋδρολάση σε λευκοκύτταρα
και ορό υπερχοληστερολαιμικών ασθενών
Α. Ντζουβάνη, Μ. Πετρογιάννη, Β. Δέδε, Γ. Μανιός, Τ. Νομικός
Τμήμα Επιστήμης Διαιτολογίας-Διατροφής, Χαροκόπειο Πανεπιστήμιο, Αθήνα
Εισαγωγή-Σκοπός: Η υπερχοληστερολαιμία συσχετίζεται με τη συστηματική φλεγμονή, χαρακτηριζόμενη από υψηλά επίπεδα προφλεγμονωδών
μεσολαβητών. Ο PAF αποτελεί ισχυρότατο λιποειδικό μεσολαβητή θρόμβωσης και φλεγμονής. Συντίθεται από τη λυσο-PAF ακετυλοτρανσφεράση
(AT) μέσω της οδού ανασχηματισμού, ενώ υδρολύεται από την PAF-ακετυλοϋδρολάση (PAF-AH). Ποικίλοι διατροφικοί παράγοντες έχει βρεθεί ότι
τροποποιούν το μεταβολισμό του PAF in vitro, αλλά αυτό δεν έχει φανεί
με μακροχρόνιες διατροφικές παρεμβάσεις. Σκοπός της μελέτης ήταν η
αξιολόγηση της επίδρασης γάλακτος εμπλουτισμένου σε φυτοστερόλες,
λινελαϊκό και λινολενικό οξύ, αντιοξειδωτικές βιταμίνες, μαγνήσιο και σελήνιο στη δραστικότητα των ενζύμων ΑΤ και Lp-PLA2 (PAF-AH πλάσματος).
Υλικό-Μέθοδος: Δείγμα 95 υπερχοληστερολαιμικών ασθενών (40–60
ετών) χωρίστηκε σε τρεις ομάδες: Ομάδα ελέγχου (CG), ομάδα γάλακτοςplacebo χαμηλού σε λιπαρά (PG) και ομάδα εμπλουτισμένου γάλακτος χαμηλού σε λιπαρά (PhG). Οι εθελοντές των ομάδων PG και PhG παρακολούθησαν 7 συμβουλευτικές συνεδρίες κατά τη διάρκεια της παρέμβασης. Η
δραστικότητα της AT των λευκοκυττάρων και της LpPLA2 ορού μετρήθηκαν,
πριν την παρέμβαση και 1 και 3 μήνες μετά την παρέμβαση με μεθόδους
της βιβλιογραφίας. Αποτελέσματα: Η πολλαπλή γραμμική παλινδρόμηση
έδειξε ότι οι άνδρες χαρακτηρίζονται από υψηλότερη δραστικότητα της
Lp-PLA2 (Beta=0,336, p=0,008), αλλά χαμηλότερη δραστικότητα της AT
(Beta=–0,294, p=0,019) συγκριτικά με τις γυναίκες. Οι άνδρες της ομάδας
PhG είχαν υψηλότερη δραστικότητα AT συγκριτικά με εκείνους της ομάδας
CG, στον 3ο μήνα (Μ±SE: 5,7±1,3 έναντι 1,9±0,3 nmol/min/mg, p=0,033).
Οι άνδρες της ομάδας CG είχαν χαμηλότερη δραστικότητα AT τον 3ο μήνα
συγκριτικά με την αρχή της μελέτης (M±SE: 1,9±0,3 έναντι 3,1± 0,4 nmol
PAF/min/mg, p=0,039). Συμπεράσματα: Τόσο η αυξημένη κατανάλωση
γάλακτος χαμηλού σε λιπαρά όσο και η κατανάλωση του εμπλουτισμένου
γάλακτος δε διαφοροποιούν τη δραστικότητα της Lp-PLA2. Αντιθέτως, ο
συνδυασμός διατροφικών συμβουλών και κατανάλωσης εμπλουτισμένου
γάλακτος μπορεί να οδηγήσει σε αύξηση της λευκοκυτταρικής AT στους
άνδρες, γεγονός που καταδεικνύει τη σημασία αυτού του ενζύμου στην
τροποποίηση των επιπέδων PAF λόγω διαφορετικών διατροφικών συνηθειών.
Hellenic Journal of Atherosclerosis 1(1)
91
ΑΑ121
Επίδραση των διαταραχών μεταβολισμού γλυκόζης
στη μακροπρόθεσμη έκβαση των ασθενών
μετά από οξύ στεφανιαίο σύνδρομο
Α. Χαραμής, Α. Κουτσοβασίλης, Κ. Τζιρογιάννης, Ι. Χρυσομάλλης, Γ. Κωνσταντίνου,
Γ. Τσουρούς, Α. Νικολάου, Α. Μελιδώνης
Διαβητολογικό Κέντρο, Γενικό Νοσοκομείο Πειραιά «Τζάνειο», Πειραιάς
Εισαγωγή-Σκοπός: Το γλυκαιμικό προφίλ των ασθενών με ΟΣΣ αποτελεί
σημαντικό παράγοντα έκβασής τους. Σκοπός της μελέτης αυτής είναι ο καθορισμός του επιπολασμού των διαφόρων κατηγοριών διαταραχής μεταβολισμού γλυκόζης σε ασθενείς με ΟΣΣ, καθώς και η συσχέτιση των κατηγοριών αυτών με την εμφάνιση μακροπρόθεσμων επιπλοκών. Υλικό-Μέθοδος:
506 ασθενείς, ηλικίας 65,42±12,13 έτη, με ΟΣΣ οι οποίοι νοσηλεύθηκαν στη
μονάδα εμφραγμάτων εντάχθηκαν στη μελέτη. Ακολούθησε παρακολούθηση και καταγραφή των τελικών σημείων τα οποία ήταν: θάνατος (καρδιοαγγειακής αιτιολογίας), έμφραγμα του μυοκαρδίου, καρδιακή ανεπάρκεια
(κλινικο-εργαστηριακά τεκμηριούμενη) και αρρυθμίες τις πρώτες 30 ημέρες
και στους 12 μήνες μετά το ΟΣΣ. Όλοι οι μη διαβητικοί ασθενείς υποβλήθηκαν σε OGTT μετά την έξοδό τους από το νοσοκομείο και έγινε η κατηγοριοποίηση των IGTs. Αποτελέσματα: Από τους 506 ασθενείς, 149 (29,4%)
ήταν γνωστοί διαβητικοί (Ομάδα Α), 54 (10,6%) νέοι διαβητικοί (Ομάδα Β),
105 (20,7%) με διαταραχή ανοχής γλυκόζης-IGT (Ομάδα Γ) και 308 (39,3%)
με φυσιολογική ανοχή γλυκόζης (Ομάδα Δ). Όσον αφορά στην έκβαση των
ασθενών κατά τους πρώτους 12 μήνες μετά το ΟΣΣ, η ομάδα Α είχε χειρότερη
έκβαση (HR=2,65, CI:1,232–5,916 p=0,002) και ακολουθούσαν οι ομάδες Β
(HR=1,81, CI:1,219–3,925 p=0,021) και Γ (HR=1,22, CI:1,115–2,674 p=0,04)
με ομάδα αναφοράς την ομάδα Δ και μετά από προσαρμογή ως προς την
ηλικία, το φύλο, την HDL, τα τριγλυκερίδια, την LDL, την υπέρταση, την περίμετρο μέσης και το ιστορικό στεφανιαίας νόσου. Συμπεράσματα: Ο διαταραγμένος μεταβολισμός της γλυκόζης είναι συνήθης ανάμεσα σε ασθενείς με
ΟΣΣ. Το είδος της διαταραχής αποτελεί σημαντικό προγνωστικό παράγοντα
για τη μακροπρόθεσμη έκβαση και η έγκαιρη διάγνωσή της είναι δυνατόν να
προσδιορίσει τον αυξημένο κίνδυνο των ασθενών αυτών.
ΑΑ122
Επίδραση των διαφόρων κατηγοριών σακχάρου κατά τη νοσηλεία
με την ενός έτους έκβαση των ασθενών
μετά από οξύ στεφανιαίο σύμβαμα
Α. Κουτσοβασίλης, Α. Χαραμής, Α. Αγγελίδη, Χ. Παπούλης, Ι. Πρωτοψάλτης,
Α. Καμαράτος, Σ. Ηρακλειανού, Α. Μελιδώνης
Διαβητολογικό Κέντρο, Γενικό Νοσοκομείο Πειραιά «Τζάνειο», Πειραιάς
Εισαγωγή-Σκοπός: Η υπεργλυκαιμία κατά την εισαγωγή στο πλαίσιο των
Οξέων Στεφανιαίων Συνδρόμων (ΟΣΣ) αποτελεί κοινή παρατήρηση και τα
υπάρχοντα στοιχεία συνηγορούν υπέρ της θετικής συσχέτισης μεταξύ αυτής
και των επιπλοκών μετά από ΟΣΣ. Αξιολογήσαμε τον καθορισμό των τιμών
του σακχάρου (εισαγωγής, νηστείας, μεταγευματικά και μέσα σάκχαρα
νοσηλείας) οι οποίες παρουσιάζουν την ισχυρότερη συσχέτιση με την ενός
έτους έκβαση των ασθενών αυτών. Υλικό-Μέθοδος: 506 ασθενείς, ηλικίας
65,42±12,13 έτη, με ΟΣΣ οι οποίοι νοσηλεύθηκαν στην μονάδα εμφραγμάτων εντάχθηκαν στη μελέτη. Ακολούθησε παρακολούθηση ενός έτους και
καταγραφή των τελικών σημείων τα οποία ήταν: θάνατος (καρδιοαγγειακής
αιτιολογίας), έμφραγμα του μυοκαρδίου, καρδιακή ανεπάρκεια (κλινικό-εργαστηριακά τεκμηριωμένη) και αρρυθμίες. Όλοι οι μη διαβητικοί ασθενείς
υποβλήθηκαν σε δοκιμασία ανοχής γλυκόζης (OGTT) μετά την έξοδό τους
από το νοσοκομείο και έγινε η κατηγοριοποίηση των IGTs. Στη στατιστική
ανάλυση χρησιμοποιήθηκαν οι καμπύλες ROC και η περιοχή κάτω από την
καμπύλη (AUC) για κάθε επιμέρους μέτρηση του σακχάρου. Αποτελέσματα:
Από τους 506 ασθενείς, 149 (29,4%) ήταν γνωστοί διαβητικοί (Ομάδα Α), 54
(10,6%) νέοι διαβητικοί (Ομάδα Β), 105 (20,7%) με διαταραχή ανοχής γλυκόζης-IGT (Ομάδα Γ) και 308 (39,3%) με φυσιολογική ανοχή γλυκόζης (Ομάδα
Δ). Η AUC για το σάκχαρο εισαγωγής σε σχέση με τα τελικά σημεία του έτους
ήταν 0,712 (95% CI:0,433–0,764, p<0,001) και ακολουθούσαν οι μέσες τιμές σακχάρου (AUC=0,675, 95% CI:0,421–0,722, p=0,012) για τις πρώτες
48 ώρες, το σάκχαρο νηστείας (AUC=0,522, 95% CI:0,402–0,595) και το
μεταγευματικό (AUC=0,487, 95%CI=0,385–0,589). Σημαντική η συσχέτιση
του σακχάρου νηστείας με τις επιπλοκές μόνο κατά τους πρώτους 3 μήνες
(AUC=0,708, 95% CI:0,443–0,769, p=0,006). Καμία συσχέτιση με την HbA1c.
Συμπεράσματα: Το σάκχαρο εισαγωγής στα ΟΣΣ παρουσιάζει τη σημαντικότερη συσχέτιση με τα τελικά σημεία παρακολούθησης ένα έτος μετά το
οξύ σύμβαμα, ενώ στα τελικά σημεία του τριμήνου σημαντικός ο ρόλος των
μέσων σακχάρων νηστείας νοσηλείας.
92
Ελληνική Επιθεώρηση Αθηροσκλήρωσης 1(1)
ΑΑ123
Μελέτη των παραμέτρων που επηρεάζουν τα επίπεδα του PAF
και τη δραστικότητα των κυριοτέρων ενζύμων του
σε φαινομενικά υγιείς εθελοντές
Π. Ντετοπούλου,1 Τ. Νομικός,1 Ε. Φραγκοπούλου,1 Γ. Σταματάκης,2 Σ. Αντωνοπούλου1
1
Τμήμα Επιστήμης Διαιτολογίας-Διατροφής, Χαροκόπειο Πανεπιστήμιο, Αθήνα, 2Τμήμα Χημείας, Εθνικό & Καποδιστριακό
Πανεπιστήμιο Αθηνών, Αθήνα
Εισαγωγή-Σκοπός: Ο PAF είναι ένας ισχυρός φλεγμονώδης μεσολαβητής,
που εμπλέκεται στην αθηροσκλήρωση. Συντίθεται εξ υπαρχής (de novo)
ή μέσω ανασχηματισμού (remodeling) από μεμβρανικά φωσφολιποειδή.
Κεντρικό ένζυμο στη remodeling πορεία, που ενεργοποιείται σε καταστάσεις φλεγμονής είναι η λυσο-PAF: ακετυλο-CoA ακετυλοτρανσφεράση (λυσο-PAF-AT), ενώ στη de novo πορεία είναι η DTT ανεξάρτητη CDP-χολίνη:
αλκυλοακετυλογλυκερόλη φωσφοχολινοτρανσφεράση (PAF-CPT). Ο PAF
αποικοδομείται από την Lp-PLA2 (ισομορφή πλάσματος) ή τη PAF-AH (ενδοκυτταρική ισομορφή). Σκοπός της εργασίας ήταν η διερεύνηση των παραγόντων που καθορίζουν τον PAF και τα ένζυμά του σε φαινομενικά υγιή πληθυσμό. Υλικό-Μέθοδος: Μελετήθηκαν 106 φαινομενικά υγιείς εθελοντές
(n=48 άνδρες), 44±13 ετών με ΔΜΣ 27±5 kg/m2. H δραστικότητα των λυσοPAF-AT και PAF-CPT σε παρασκεύασμα λευκοκυττάρων μετρήθηκε μετά από
επώαση με τα κατάλληλα υποστρώματα και προσδιορισμό του παραγόμενου
PAF με βιολογική δοκιμασία συσσώρευσης πλυμένων αιμοπεταλίων κουνελιού. Τα επίπεδα του PAF μετά από απομόνωση και διαχωρισμό προσδιορίστηκαν με την ανωτέρω βιολογική δοκιμασία. Τα ισοένζυμα αποικοδόμησης του
PAF στον ορό (Lp-PLA2) και σε λευκοκύτταρα (PAF-AH) προσδιορίστηκαν
με τη χρησιμοποίηση ραδιενεργού υποστρώματος. Η αποτίμηση των διατροφικών συνηθειών και του άγχους πραγματοποιήθηκε με κατάλληλα ερωτηματολόγια. Aποτελέσματα: Τα επίπεδα PAF ήταν 0,49± 0,85 pmol/mL.
Οι δραστικότητες των ενζύμων λυσο-PAF-AT, PAF-CPT, Lp-PLA2 και PAF-AH
ήταν 8187±5441 pmol/min/mg, 128±83 pmol/min/mg, 22,09±5,37 nmol/
min/mL και 334,8±118,6 pmol/min/mg, αντίστοιχα. Οι άνδρες εμφάνισαν
υψηλότερη δραστικότητα λυσο-PAF-AT, Lp-PLA2 και PAF-AH, ενώ οι γυναίκες υψηλότερα επίπεδα PAF. Επιπλέον, εφαρμόστηκαν μοντέλα πολλαπλής
γραμμικής παλινδρόμησης όπου φάνηκε η επίδραση διατροφικών παραγόντων και του άγχους (θετική) στα επίπεδα PAF. Παρατηρήθηκε θετική συσχέτιση της λυσο-PAF-AT με τη PAF-CPT (r=0,293, p=0,003) καθώς και της
PAF-CPT με τον PAF (r=0,221, p=0,030) και την PAF-AH (r=0,212, p=0,034)
ανεξάρτητα από το φύλο και την ηλικία. Συμπεράσματα: Οι δραστικότητες των βιοσυνθετικών ενζύμων του PAF συσχετίζονται, γεγονός που υποδηλώνει ότι οι πορείες βιοσύνθεσής του μπορεί να έχουν κοινά ερεθίσματα.
Περιβαλλοντικοί παράγοντες φαίνεται να επηρεάζουν τα επίπεδα PAF.
ΑΑ124
Η προγνωστική ικανότητα των διαφορετικών ορισμών του μεταβολικού
συνδρόμου στην ταυτοποίηση ατόμων με οξύ στεφανιαίο σύνδρομο
Α. Κουτσοβασίλης, Α. Χαραμής, Α. Αγγελίδη, Γ. Τσουρούς, Α. Νικολάου, Ι. Πρωτοψάλτης,
Σ. Ηρακλειανού, Α. Μελιδώνης
Διαβητολογικό Κέντρο, Γενικό Νοσοκομείο Πειραιά «Τζάνειο», Πειραιάς
Εισαγωγή-Σκοπός: Το μεταβολικό σύνδρομο έχει συχετισθεί με αυξημένο
κίνδυνο εμφάνισης καρδιαγγειακών συμβαμάτων. Η κοιλιακή παχυσαρκία
όχι μόνο έχει συσχετισθεί παθογενετικά με το μεταβολικό σύνδρομο, αλλά
επίσης έχει αναγνωρισθεί ως ανεξάρτητος προγνωστικός παράγων εμφάνισης καρδιαγγειακής νόσου. Όμως, αν και ο κατά IDF ορισμός του ΜΣ δίνει
έμφαση στην περίμετρο της μέσης, η προγνωστική ικανότητα του αναφορικά με την πρόγνωση καρδιαγγειακής νόσου, δεν αποδείχθηκε υπέρτερη
εκείνης των άλλων ορισμών. Σκοπός της μελέτης η διερεύνηση της διακριτικής ικανότητας μεταξύ των IDF, NCEP και NHLBI ορισμών του μεταβολικού
συνδρόμου, στην πρόβλεψη αμιγώς οξέων στεφανιαίων συμβαμάτων μη συμπεριλαμβάνοντας εν γένει άλλα τελικά σημεία (σύνθετα) καρδιαγγειακής
νόσου. Υλικό-Μέθοδος: Στη μελέτη συμμετείχαν 211 ασθενείς με οξύ στεφανιαίο σύνδρομο (ΟΣΣ), ενώ 210 άτομα αποτέλεσαν την ομάδα ελέγχου. Ο
συσχετισμός των ορισμών του μεταβολικού συνδρόμου με ΟΣΣ εκτιμήθηκε
με 9 μοντέλα πολλαπλής λογαριθμιστικής εξάρτησης, εκ των οποίων 6 ήταν
προσαρμοσμένα για διάφορους συγχυτικούς παράγοντες, όπως διαβήτης,
υπέρταση, λιπιδαιμικές παράμετροι, φύλο και ηλικία. Η διαχωριστική ικανότητα των μοντέλων (ευαισθησία και ειδικότητα) εκτιμήθηκε με το εμβαδόν
επιφανείας κάτω από την καμπύλη ROC. Αποτελέσματα: Στην πολυπαραγοντική ανάλυση μόνον ο ορισμός κατά IDF συσχετίσθηκε σημαντικά με το
ΟΣΣ. (Λόγος αναλογιών-OR: 2,23, 95% CI: 1,30–3,82, p=0,003). To εμβαδόν
επιφανείας (AUC) κάτω από την καμπύλη ROC, ήταν (0,72, p=0,001), (0,70,
p=0,001), (0,69, p=0,001) για τα μοντέλα IDF, NHLBI-AHA, NCEP αντίστοιχα. Η περίμετρος μέσης (waist) παρέμεινε ως ανεξάρτητος προγνωστικός
παράγων ΟΣΣ, (OR: 1,045, CI:1,014–1,078, p=0,005) κατόπιν περαιτέρω
προσαρμογής των ανωτέρω μοντέλων ως προς την κοιλιακή παχυσαρκία.
Συμπεράσματα: Ο ορισμός του μεταβολικού συνδρόμου κατά IDF δεν αυξάνει μόνον τον επιπολασμό του μεταβολικού συνδρόμου, αλλά ταυτοποιεί
επίσης σε σημαντικό ποσοστό ασθενείς με μελλοντική ανάπτυξη οξέος στεφανιαίου συνδρόμου.
Hellenic Journal of Atherosclerosis 1(1)
93
ΑΑ125
Impact of a saharan dust episode on cardivascular
syndromes at Crete island
P.T. Nastos,1 K.N. Giaouzaki,2 E. Zacharis,3 A. Dermitzakis,4 N.A. Kampanis1
1
Foundation for Research & Technology-Hellas Institute of Applied & Computational Mathematics, Heraklion, 2Department of
Cardiology, School of Medicine, University of Crete, Heraklion, 3Department of Cardiology, University Hospital of Crete, Heraklion,
4
Department Of Cardiology, Venizeleion General Hospital of Heraklion, Heraklion
Aim: Changes in the frequencies of extreme heat and cold and the profile
of local or trans-boundary air pollution and aeroallergens would directly
affect human health. Many studies have shown that short-term increase
in mean daily levels of particulate matter (PM) may also precipitate
acute cardiac decompensation leading to hospitalization, especially in
patients with ischemic heart disease. The objective of this study is to
examine the relationship of the environmental variability (weather and
particulate air pollution conditions) with cardiovascular and respiratory
syndromes, in Heraklion, Crete, during a Saharan dust episode on March,
22-23-2008. Methods: Daily counts of admissions for cardiovascular and
respiratory syndromes were obtained from the two main hospitals in
Heraklion. The corresponding daily meteorological parameters, such as
maximum and minimum air temperature, relative humidity, wind speed,
cloudiness and atmospheric pressure, from the meteorological station of
Heraklion (Hellenic National Meteorological Service), were manipulated
in multivariate analyses. Besides, the bioclimatic conditions expressed by
the Physiologically Equivalent Temperature (PET), based on the energy
balance models of the human body, are analyzed. Dust concentrations
were derived from the SKIRON forecast model of the University of Athens.
Results: The findings showed that the cardiovascular admissions did not
appear any significant change, while respiratory admissions were 5-fold
than the mean daily admissions on the same day of the emergence of the
Saharan dust episode (key day). Conclusions: The case study of a Saharan
dust event transported over Crete, gave evidence that, adverse effects on
cardiovascular admissions in Heraklion city did not appear. This is likely due
to improvement of the bioclimatic conditions coming along with the southeastern wind blow, meaning that weather variability is more important
factor than short term exposure to PMs. On the contrary, short term effects
of the PMs, contained in the Saharan dust, on the respiratory admissions
appear.
ΑΑ126
Σύγκριση δημογραφικών χαρακτηριστικών ασθενών με οξύ στεφανιαίο
σύνδρομο και γνωστή ή μη στεφανιαία νόσο
Α. Μπουφίδου,1 Κ. Καδόγλου,2 Π. Χαραλαμπίδης,1 Β. Καμπερίδης,1 Ζ. Παππά,1 Γ. Παπασωζόμενος,1
Λ. Μάντζιαρη,1 Μ. Καραμούζης,2 Ι.Χ. Στυλιάδης1
1
Α΄Kαρδιολογική Κλινική, Αριστοτέλειο Πανεπιστήμιο Θεσσαλονίκης, Πανεπιστημιακό Γενικό Νοσοκομείο Θεσσαλονίκης ΑΧΕΠΑ,
Θεσσαλονίκη, 2Bιοχημικό Εργαστήριο Αριστοτέλειο Πανεπιστήμιο Θεσσαλονίκης, Πανεπιστημιακό Γενικό Νοσοκομείο Θεσσαλονίκης
ΑΧΕΠΑ, Θεσσαλονίκη
Εισαγωγή-Σκοπός: Η καταγραφή, σύγκριση, δημογραφικών χαρακτηριστικών, λιπιδαιμικού προφίλ μεταξύ ασθενών με πρωτοδιαγνωσθείσα
ή γνωστή ΣΝ που νοσηλεύτηκαν για οξύ στεφανιαίο σύνδρομο (ΟΣΣ) και
μελετήθηκε η ευαισθητοποίηση των ασθενών με γνωστή ΣΝ ως προς την
αλλαγή τρόπου ζωής. Υλικό-Μέθοδος: Καταγράφηκε πλήρες ιστορικό σε
95 διαδοχικούς ασθενείς που προσήλθαν με ΟΣΣ σε ημέρα γενικής εφημερίας. Προσδιορίστηκαν μετά 12ωρη νηστεία την επομένη της εισαγωγής,
οι λιποπρωτεΐνες και απολιποπρωτεΐνες ορού. Οι ασθενείς χωρίστηκαν σε
δύο ομάδες: με πρωτοδιαγνωσθείσα ΣΝ (ΠΣΝ) και ήδη γνωστή ΣΝ (ΓΣΝ).
Συγκρίθηκαν μεταξύ τους οι δύο ομάδες ως προς τα ποιοτικά χαρακτηριστικά με χ2 test, και τα επίπεδα λιποπρωτεϊνών και απολιποπρωτεϊνών του
ορoύ με Mann-Whitney test. Αποτελέσματα: Οι δύο ομάδες δε διέφεραν
σημαντικά όσον αφορά σε ηλικία, φύλο, ιστορικό υπέρτασης, ΣΔ. Ορισμένα
δημογραφικά φαίνονται στον πίνακα. Οι τιμές χοληστερόλης, Apo-B ήταν
σημαντικά υψηλότερες στους ασθενείς με ΠΣΝ (174±42 vs 149±33 και
0,84±0,25 vs 0,70±0,24, p<0,001 αντίστοιχα). Επίσης, οι τιμές Lp(α) ήταν
σημαντικά υψηλότερες στην ομάδα ΠΣΝ 26,9 (2–156) vs ΓΣΝ 26,3 (3–257)
(p=0,01). Δεν διέφεραν σημαντικά οι δύο ομάδες ως προς τα επίπεδα HDL,
Apo-A1 και τριγλυκεριδίων.
Παράμετροι
LDL-C (mg/dL)
BMI (kg/m2)
Kάπνισμα
Φυσική δραστηριότητα καθιστική
Φυσική δραστηριότητα μέτρια
Λήψη στατίνης
Ηλικία
ΠΣΝ
N=45
104±37
29,62±4,1
17 (38%)
26 (57,7%)
ΓΣΝ
N=50
76±35
28,75±4
12 (24%)
27 (54%)
P
<0,001
NS
NS
NS
7 (15,5%)
10 (20%)
NS
20 (44,4%)
64,5± 10,6
34 (68%)
65,9±11,1
0,02
NS
94
Ελληνική Επιθεώρηση Αθηροσκλήρωσης 1(1)
ΑΑ127
Διερεύνηση της ποιότητας ζωής σε ασθενείς με μεταβολικό σύνδρομο
Δ. Τζιάλλας,1 Κ. Kαστανιώτη,2 Μ. Κωσταπάνος,1 Κ. Σάββας,3 Κ. Λαγός,1 Β. Τζιάλλας,4 Χ. Μπέλλου,1
Π. Σκαπινάκης,5 Μ. Ελισάφ,5 Β. Μαυρέας5
1
Β΄ Παθολογική Κλινική, Πανεπιστημιακό Γενικό Νοσοκομείο Ιωαννίνων, Ιωάννινα, 2Α΄ ΤΕΙ Καλαμάτας, Καλαμάτα, 3Πανεπιστήμιο
Ιωαννίνων, Ιωάννινα, 4Γενικό Νοσοκομείο Αθηνών «Γ. Γεννηματάς», Αθήνα, 5Ιατρική Σχολή, Πανεπιστήμιο Ιωαννίνων, Ιωάννινα
Εισαγωγή-Σκοπός: Το μεταβολικό σύνδρομο (ΜΣ) είναι ένα χρόνιο και
πολυσύνθετο πρόβλημα υγείας που μπορεί να προκαλέσει σωματικά, συναισθηματικά και ψυχοκοινωνικά προβλήματα. Σκοπός της παρούσας μελέτης είναι η διερεύνηση της συσχέτισης ανάμεσα στο ΜΣ και τη σχετιζόμενη με την υγεία ποιότητα ζωής των ασθενών αυτών, καθώς και ο ρόλος
των καταθλιπτικών και αγχωδών διαταραχών. Υλικό-Μέθοδος: ασθενείς
που προσήλθαν στα εξωτερικά ιατρεία Λιπιδίων του ΠΓΝΙ από το 2007 έως
το 2009 για την αξιολόγηση και αντιμετώπιση του ΜΣ επιλέχτηκαν για να
συμπεριληφθούν στη μελέτη. Το ΜΣ ορίστηκε σύμφωνα με τον ορισμό
του IDF. Για την εκτίμηση της σχετιζόμενης με την υγεία ποιότητας ζωής,
χρησιμοποιήθηκε το ερωτηματολόγιο (SF-36). Το άγχος και τα συμπτώματα κατάθλιψης αξιολογήθηκαν από την επικυρωμένη ελληνική έκδοση
της κλίμακας του άγχους και της κατάθλιψης (HADS). Αποτελέσματα:
Τριακόσιοι πενήντα εννέα άτομα συμμετείχαν, εκ των οποίων 206 (57,4%)
πληρούσαν τα διαγνωστικά κριτήρια για το ΜΣ και 153 (42,6%), αποτέλεσαν την ομάδα ελέγχου. Το ΜΣ συσχετίστηκε με χαμηλότερο σκορ σε
όλες τις κλίμακες του SF-36 εξαιρουμένης αυτής του σωματικού πόνου.
Η συνοπτική κλίμακα αξιολόγησης της φυσικής κατάστασης του SF-36,
συσχετίζεται σημαντικά με το φύλο (β=2,41, p=0,01), την οικογενειακή
κατάσταση (β=5,18, p=0,001) και το οικογενειακό εισόδημα (β=5,77,
p<0,0001). Η συνοπτική κλίμακα της αξιολόγησης της ψυχικής κατάστασης του SF-36, συσχετίστηκε σημαντικά με το φύλο (β=3,20, p=0,003)
και το ικανοποιητικό οικογενειακό εισόδημα (β=3,94, p=0,02). Στους
ασθενείς με ΜΣ παρατηρήθηκε επικράτηση του άγχους και των συμπτωμάτων κατάθλιψης. Συμπεράσματα: Η μελέτη μας έδειξε ότι τα άτομα
με ΜΣ έχουν σημαντικά χειρότερη ποιότητα ζωής από εκείνους που δεν
έχουν ΜΣ και το εύρημα αυτό θα πρέπει να λαμβάνεται υπόψη κατά τη
θεραπευτική διαδικασία.
ΑΑ128
O παράγοντας ενεργοποίησης αιμοπεταλίων επηρεάζει
με χρονοεξαρτώμενο τρόπο τη δράση της ινσουλίνης
σε αιμοπετάλια κουνελιού
Α. Μικελλίδη,1 Γ. Σταματάκης,2 Ε. Φραγκοπούλου,1 Σ. Αντωνοπούλου,1 Κ. Δημόπουλος,2 Τ. Νομικός1
1
Τμήμα Επιστήμης Διαιτολογίας-Διατροφής, Χαροκόπειο Πανεπιστήμιο, Αθήνα, 2Τμήμα Χημείας, Εθνικό & Καποδιστριακό
Πανεπιστήμιο Αθηνών, Αθήνα
Εισαγωγή-Σκοπός: Η ενεργοποίηση των μηχανισμών θρόμβωσης κάτω
από συνθήκες έντονου μεταγευματικού υπεργλυκαιμικού και υπερλιπιδαιμικού φορτίου αποτελούν προδιαθεσικό παράγοντα της αθηροσκλήρωσης.
Η ινσουλίνη αναστέλλει την ενεργοποίηση αιμοπεταλίων, η δε αναστολή
της αντιαιμοπεταλιακής της δράσης από μεσολαβητές που εκκρίνονται
μετά από ένα γεύμα πιθανόν να αποτελεί μηχανισμό για την παρατηρούμενη μεταγευματική ενεργοποίηση αιμοπεταλίων. Ο Παράγοντας
Ενεργοποίησης Αιμοπεταλίων (PAF) αποτελεί έναν πιθανό αναστολέα
της δράσης της ινσουλίνης, αφού εκκρίνεται σε καταστάσεις οξειδωτικού
στρες και η μεταγωγή σήματός του στα αιμοπετάλια αντιτίθεται σε εκείνη
της ινσουλίνης. Υλικό-Μέθοδος: Αρχικά, πλυμένα αιμοπετάλια κουνελιού (2,5×107 κυτ./mL) προεπωάστηκαν με διαφορετικές συγκεντρώσεις
ινσουλίνης (0,5–100 pM) και μετρήθηκε η ανασταλτική της δράση στην
επαγόμενη από PAF και θρομβίνη συσσώρευση αιμοπεταλίων. Στη συνέχεια, τα αιμοπετάλια προεπωάστηκαν με διαφορετικές συγκεντρώσεις PAF
(45–450 pM) για διαφορετικά χρονικά διαστήματα (10, 30, 60 min) και
στη συνέχεια εξετάστηκε κατά πόσο η ινσουλίνη διατηρεί την ανασταλτική
της δράση έναντι της επαγόμενης από θρομβίνη συσσώρευσης αιμοπεταλίων. Η συσσώρευση των αιμοπεταλίων μετρήθηκε με θολωσιμετρικό
τρόπο, υπό ανάδευση στους 37 ºC σε ειδικό φωτόμετρο. Αποτελέσματα:
Βρέθηκε ότι η ινσουλίνη αναστέλλει την επαγόμενη από PAF (450 pΜ) και
θρομβίνη (0,015 U/mL) συσσώρευση αιμοπεταλίων με IC50 37,5 και 40 pM,
αντίστοιχα. Κατά την προεπώαση των αιμοπεταλίων με PAF βρέθηκε ότι η
αντιαιμοπεταλιακή δράση της ινσουλίνης επηρεάζεται με χρονοεξαρτώμενο τρόπο από αυτόν. Συγκεκριμένα, προεπώαση των αιμοπεταλίων για 10
λεπτά με PAF ενίσχυσε την ανασταλτική δράση της ινσουλίνης στην επαγόμενη από θρομβίνη συσσώρευση, ενώ προεπώαση των αιμοπεταλίων
με PAF (βέλτιστη συγκέντρωση 90 pM) για μεγαλύτερο χρονικό διάστημα οδήγησε σε σχεδόν πλήρη αναστροφή της ανασταλτικής της δράσης.
Συμπεράσματα: O PAF, σε συγκεντρώσεις φυσιολογικά απαντώμενες και
χαμηλότερες από αυτές που προκαλούν συσσώρευση, μπορεί να επηρεάσει την αντιαιμοπεταλιακή δράση της ινσουλίνης. Μέσω αυτή της δράσης
του, πιθανόν να αποτελεί ένα νέο μεσολαβητή της μεταγευματικής ενεργοποίησης των αιμοπεταλίων.
Hellenic Journal of Atherosclerosis 1(1)
95
ΑΑ129
Διερεύνηση της σχέσης των διατροφικών συνηθειών
και εμφάνισης αθηρωμάτωσης
Μ. Μπούσιου, Δ. Χρονοπούλου, Μ. Κελέση, Γ. Φασόη, Χ. Σοτνίκοβα, Γ. Τουλιά
ΤEI Αθήνας, Αθήνα
Εισαγωγή-Σκοπός: Τα τελευταία χρόνια παρατηρείται αλλαγή στις διατροφικές συνήθειες των Ελλήνων, που αποκλίνουν από το Μεσογειακό πρότυπο
διατροφής. Οι αλλαγές αυτές συσχετίζονται με την αύξηση της εμφάνισης
διατροφοεξαρτώμενων νοσημάτων. Σκοπός της έρευνας είναι η αποτίμηση
των αντιλήψεων και γνώσεων των φοιτητών Νοσηλευτικής, σε σχέση με τους
παράγοντες καρδιαγγειακού κινδύνου. Υλικό-Μέθοδος: Η περιγραφική
αυτή μελέτη πραγματοποιήθηκε στο ΤΕΙ Αθήνας, και συμμετείχαν φοιτητές
Νοσηλευτικής όλων των εξαμήνων. Τα στοιχεία συλλέχτηκαν με ερωτηματολόγιο. Για την ανάλυση των δεδομένων εφαρμόστηκε το στατιστικό πακέτο
SPSS-15. Αποτελέσματα: Από τα στοιχεία που συγκεντρώθηκαν παρατηρείται ότι κατά τη διάρκεια της ημέρας παραλείπονται τα ενδιάμεσα γεύματα,
όπως δεκατιανό (64,5%) και απογευματινό (60,4%). Διαφορά παρατηρείται
στην κατανάλωση φρούτων. Ενώ στα πρώτα εξάμηνα η κατανάλωση φρούτων «μία φορά την εβδομάδα» αντιστοιχεί σε ποσοστό 28,2%, στα τελευταία εξάμηνα αυξάνεται σε 41,7% και μάλιστα με τριπλάσια κατανάλωση την
εβδομάδα. Η χρήση γαλακτοκομικών ανέρχεται σε 34% στο Α’ εξάμηνο, ενώ
στο τελευταίο σε 36,7% με τριπλάσια κατανάλωση την εβδομάδα. Η εβδομαδιαία κατανάλωση «γρήγορου φαγητού», στους πρωτοετείς φοιτητές ανέρχεται σε 10,7%, ενώ στους τελειόφοιτους σε 38,3%. Το 65,1% των πρωτοετών και το 78% των τελειοφοίτων αποφεύγει την υπερβολική κατανάλωση
αλατιού. Συναισθηματικός παράγοντας που επηρεάζει τη διατροφή είναι το
άγχος με ποσοστό 54,2%. Άλλος παράγοντας είναι τα ΜΜΕ, όπου το 58,2%
των πρωτοετών φοιτητών και 43,1% των τελειοφοίτων θεωρεί πως επηρεάζεται από πρότυπα που προβάλλονται σε αυτά. Συμπεράσματα: Από τα
αποτελέσματα αναδεικνύεται ότι η γνώση που αποκτούν οι φοιτητές στην
πορεία των σπουδών τους, βελτιώνει τις διατροφικές τους συνήθειες και συνεπώς την πρόληψη καρδιαγγειακών και λοιπών νοσημάτων. Επίσης, γίνεται
αντιληπτό ότι η διατροφική συμπεριφορά των φοιτητών τροποποιείται, με
μείωση κατανάλωσης αλατιού και αύξηση της πρόσληψης φρούτων και γαλακτοκομικών. Αντίθετα, η κατανάλωση γρήγορου φαγητού αυξάνεται στα
τελευταία εξάμηνα γεγονός που αποδίδεται στην αύξηση των εργαζομένων
φοιτητών και στην πολύωρη απουσία τους από το σπίτι.
ΑΑ130
Παχυσαρκία και συνύπαρξη με άλλα νοσήματα
Μ. Γκιόκα, Φ. Τριανταφυλλοπούλου, Α.Α. Κομιώτη, Η. Κάγκουρας,
Β.Γ. Γραντζίδης, Ι. Σπηλιόπουλος
Παθολογική Κλινική, Γενικό Νοσοκομείο Κρεστένων, Κρέστενα
Εισαγωγή: Η παχυσαρκία, η οποία ορίζεται ως η παθολογική αύξηση του
σωματικού λίπους, αποτελεί ένα από τα μεγαλύτερα προβλήματα των σύγχρονων κοινωνιών. Σύμφωνα με τον ορισμό NCEP-ATP III (2001), η μέτρηση της
περιμέτρου μέσης μπορεί να χρησιμοποιηθεί για την αναγνώριση υπέρβαρων
– παχύσαρκων ασθενών, οι οποίοι σε συνδυασμό και με άλλους παράγοντες, διατρέχουν αυξημένο κίνδυνο καρδιαγγειακών συμβαμάτων. Σκοπός: Nα καταδειχθεί η συσχέτιση της παχυσαρκίας με συνοδά νοσήματα. Υλικό-Μέθοδος:
Στη διάρκεια ενός μηνός μελετήθηκαν 136 ασθενείς [52 άνδρες (38%) και 84
γυναίκες (64%)] που προσήλθαν στο εξωτερικό διαβητολογικό ιατρείο και ιατρείο παχυσαρκίας και μεταβολικών νοσημάτων. Σε όλα τα άτομα μετρήθηκε η
περίμετρος μέσης (συσσώρευση ενδοκοιλιακού σπλαχνικού λίπους, φυσιολογικές τιμές για τους άνδρες <102 cm και στις γυναίκες <88 cm), ο δείκτης μάζας σώματος ΒMI, η αρτηριακή πίεση και εστάλη έλεγχος για ολική χοληστερό-
λη, τριγλυκερίδια, ουρικό οξύ, γλυκόζη νηστείας. Αποτελέσματα: από τους
136 ασθενείς, οι 18 (34,61%) άνδρες είχαν περίμετρο μέσης >102 cm και οι 40
γυναίκες (47,61%) είχαν περίμετρο μέσης > 88 cm, ΒΜΙ >30 είχαν 19 άνδρες
(36,53%) και 38 γυναίκες (45,23%), Αρτηριακή Πίεση>140/90 mmHg είχαν
112 ασθενείς (82,35%), GLU νηστείας>180 mg/dL, TG>135 mg/dL, HDL<40
για τους άνδρες και HDL<50 για γυναίκες είχαν 16 άνδρες (30,76%) και 34
γυναίκες (40,47%), Ουρικό οξύ >6,5 mg/dL είχαν 26 ασθενείς (19,1%), GLU νηστείας >126 mg/dL 38 ασθενείς (27,94%), GLU νηστείας μεταξύ 100–25 mg/dL
δηλαδή IFG (impaired fast glucose) 52pts (38,23%). Συμπεράσματα: Στους
παχύσαρκους ασθενείς παρατηρούνται υψηλότερες τιμές αρτηριακής πίεσης,
χοληστερόλης, τριγλυκεριδίων, HDL χοληστερόλης, ουρικού οξέος, γλυκόζης
αίματος νηστείας, και ως εκ τούτου αύξηση του συνολικού καρδιαγγειακού
κινδύνου.
96
Ελληνική Επιθεώρηση Αθηροσκλήρωσης 1(1)
ΑΑ131
Επιπολασμός υπερχοληστερολαιμίας σε άτομα
με αυξημένες τιμές γλυκόζης νηστείας
Μ. Γκιόκα, Ι. Σπηλιόπουλος, Η. Κάγκουρας, Α.Α. Κομιώτη, Β.Γ. Γραντζίδης, Φ. Τριανταφυλλοπούλου
Παθολογική Κλινική, Γενικό Νοσοκομείο Κρεστένων, Κρέστενα
Εισαγωγή-Σκοπός: Να καταδειχθεί η πιθανή συσχέτιση μεταξύ αυξημένων τιμών ολικής χοληστερόλης και τιμών γλυκόζης νηστείας. ΥλικόΜέθοδος: Μελετήσαμε δείγμα 965 ατόμων που προσήλθαν στο τακτικό
παθολογικό ιατρείο για τον καθιερωμένο ετήσιο εργαστηριακό έλεγχο.
Αποτελέσματα: Από τα 965 άτομα: Chol<180 mg/dL, Chol: 180–220 mg/
dL, Chol>220 mg/dL 160 ασθενείς, 495 ασθενείς, 310 ασθενείς. Ενώ τα άτομα που είχαν γλυκόζη νηστείας >110 mg/dL στις αντίστοιχες ομάδες ολικής
χοληστερόλης ήταν: 22 ασθενείς στην ομάδα με ολική Chol<180 mg/dL
(13,75%), 63 ασθενείς στην ομάδα με ολική Chol μεταξύ 180–220 mg/dL
(16,76%), 94 ασθενείς στην ομάδα με ολική Chol>220 mg/dL (30,32%).
Συμπεράσματα: Τα άτομα με αυξημένες τιμές ολικής χοληστερόλης είχαν
σε μεγαλύτερο ποσοστό και αυξημένες τιμές γλυκόζης νηστείας, οι οποίες
αμφότερες είναι επιβαρυντικοί προδιαθεσικοί παράγοντες αθηρωμάτωσης.
ΑΑ132
Υψηλός κίνδυνος υποβιταμίνωσης D σε μαθητές δημοτικού με αυξημένα
επίπεδα ολικής και σπλαγχνικής λιπώδους μάζας.
Healthy Growth Study
Γ. Μοσχώνης,1 Ο. Ανδρούτσος,1,2 Μ. Δρακοπούλου-Βαμπούλη,3 Σ. Τανάγρα,1 Α. Κουμπίτσκι,1
Ε. Χαρμανδάρη,2 Π. Περβανίδου,2 Χ. Κανακά-Gantenbein,2 Ι. Μανιός,1 Γ. Χρούσος2
1
Τμήμα Επιστήμης Διαιτολογίας-Διατροφής, Χαροκόπειο Πανεπιστήμιο, Αθήνα, 2Α΄ Παιδιατρική Κλινική Εθνικού & Καποδιστριακού
Πανεπιστημίου Αθηνών, Νοσοκομείο Παίδων «Αγία Σοφία», Αθήνα, 3Μονάδα Ενδοκρινολογίας, Μεταβολισμού και Διαβήτη,
Α΄ Παιδιατρική Κλινική Εθνικού & Καποδιστριακού Πανεπιστημίου Αθηνών, Νοσοκομείο Παίδων «Αγία Σοφία», Αθήνα
Εισαγωγή-Σκοπός: Πρόσφατα ερευνητικά δεδομένα έδειξαν αρνητική
συσχέτιση των επιπέδων βιταμίνης D ορού και του δείκτη μάζας σώματος σε
ενήλικες. Σκοπός της παρούσας μελέτης ήταν να διερευνήσει τη σχέση της
σύστασης σώματος και των επιπέδων βιταμίνης D σε μαθητές Δημοτικού,
σε μια χώρα όπως η Ελλάδα με πολύ ηλιοφάνεια. Υλικό-Mέθοδος:
Εξετάσθηκε αντιπροσωπευτικό δείγμα 404 παιδιών πρωτοβάθμιας εκπαίδευσης, 9–13 ετών, στην Ελλάδα. Η σύσταση σώματος (ολικό σωματικό,
ολικό κοιλιακό και σπλαγχνικό σωματικό λίπος) προσδιορίστηκε με βιοηλεκτρική εμπέδηση. Ως κατωφλικό σημείο για τον ορισμό της υποβιταμίνωσης D ορίστηκε η τιμή βιταμίνης D ορού 25 ng/mL. Αποτελέσματα: Ο
επιπολασμός της υποβιταμίνωσης D για το σύνολο του πληθυσμού στη διάρκεια της σχολικής χρονιάς ήταν 27% (21,5% για τα αγόρια και 31,9% για
τα κορίτσια). Παρατηρήθηκε υψηλότερος επιπολασμός υποβιταμίνωσης
D σε παχύσαρκα σε σχέση με υπέρβαρα ή φυσιολογικού βάρους κορίτσια
(59,1% έναντι 32,9% και 26,1% αντίστοιχα, p=0,009). Συγκεκριμένα, η
στρωματοποιημένη ανά φύλο ανάλυση αποκάλυψε ότι η υποβιταμίνωση D
ήταν συχνότερη στα κορίτσια που βρίσκονταν στα υψηλότερα τεταρτημόρια ολικού κοιλιακού και σπλαγχνικού λίπους συγκριτικά με τα κορίτσια των
χαμηλότερων τεταρτημορίων (36,5% έναντι 18,5%, p=0,007 και 33,3%
έναντι 16,1%, p=0,02). Σταθμίζοντας για το εξελικτικό στάδιο κατά Tanner,
τα κορίτσια που βρίσκονταν στα υψηλότερα τεταρτημόρια ολικού κοιλιακού και σπλαγχνικού λίπους είχαν αντίστοιχα 4,00 (95% CI: 1,57–10,3) και
2,96 (95% CI: 1,23–7,16) φορές μεγαλύτερη πιθανότητα υποβιταμίνωσης D
συγκριτικά με αυτά που βρίσκονταν στα χαμηλότερα τεταρτημόρια ολικού
κοιλιακού και σπλαγχνικού λίπους. Στα αγόρια, δεν παρατηρήθηκε καμία
σημαντική συσχέτιση. Δεν παρατηρήθηκαν εποχικές διακυμάνσεις για τις
προαναφερθείσες διαφορές. Συμπεράσματα: Τα αυξημένα επίπεδα ολικού σωματικού και σπλαγχνικού κοιλιακού λίπους βρέθηκαν να συσχετίζονται με αυξημένο επιπολασμό υποβιταμίνωσης D μόνο στα κορίτσια. Τα
αποτελέσματα αυτά υποδεικνύουν ότι η συσχέτιση ανάμεσα στην υποβιταμίνωση D και στην παχυσαρκία ενδεχομένως επηρεάζεται από την κατανομή του σωματικού λίπους.
Hellenic Journal of Atherosclerosis 1(1)
97
ΑΑ133
Η C-αντιδρώσα πρωτεΐνη ως δείκτης ρύθμισης
της αρτηριακής πίεσης
Μ. Γκιόκα, Ι. Σπηλιόπουλος, Β.Γ. Γραντζίδης, Η. Κάγκουρας,
Φ. Τριανταφυλλοπούλου, Α. Τζελέπης, Α.Α. Κομιώτη
Παθολογική Κλινική, Γενικό Νοσοκομείο Κρεστένων, Κρέστενα
Εισαγωγή-Σκοπός: Να καταδεχθεί εάν η CRP μπορεί να χρησιμοποιηθεί
ως δείκτης καλής ρύθμισης της αρτηριακής πίεσης σε άτομα με αρτηριακή
υπέρταση. Υλικό-Μέθοδος: Μελετήσαμε 43 άτομα με αρτηριακή υπέρταση
χωρίς φαρμακευτική αγωγή και 45 άτομα υπό αντιϋπερτασική αγωγή. Από
τη μελέτη μας αποκλείσθηκαν άτομα με φλεγμονώδεις διεργασίες (λοιμώξεις, ρευματικές παθήσεις, κακοήθεις νεοπλάσιες, ισχαιμία ή έμφρακτο ιστών,
καθώς και άτομα σε πρώιμη μετεγχειριτική περίοδο). Αποτελέσματα: Τα
άτομα χωρίς αντιϋπερτασική αγωγή είχαν τιμές CRP=8±1,1, ενώ εκείνα που
λάμβαναν αντιϋπερτασική αγωγή είχαν CRP=6±0,7. Συμπεράσματα: Η C
αντιδρώσα πρωτεΐνη μπορεί να χρησιμοποιηθεί ως κριτήριο καλής ρύθμισης και ανταπόκρισης της αρτηριακής πίεσης στη θεραπεία καθότι η καλή
ρύθμιση της αρτηριακής πίεσης συνοδεύεται από μείωση τιμών της CRP.
ΑΑ134
Μελέτη της επίδρασης του πολυμορφισμού M235T στο γονίδιο
του αγγειοτασινογόνου στην ενδοθηλιακή λειτουργία
και στην αρτηριακή σκληρία σε υπερτασικούς ασθενείς
Ε. Ανδρουλάκης, Δ. Τούσουλης, Α. Μήλιου, Κ. Τσιούφης, Ν. Παπαγεωργίου,
Ε. Χατζησταματίου, Γ. Μουστάκας, Γ. Σιάσος, Ι. Καλλικάζαρος, Χ. Στεφανάδης
Α΄ Πανεπιστημιακή Καρδιολογική Κλινική, Γενικό Νοσοκομείο Αθηνών «Ιπποκράτειο», Αθήνα
Εισαγωγή-Σκοπός: O πολυμορφισμός M235T του αγγειοτασινογόνου
(ΑΤ) είναι υπεύθυνος για τα αυξημένα επίπεδα του ΑΤ, ενώ συμβάλλει στην
ανάπτυξη αρτηριακής υπέρτασης (ΑΥ). Στην παρούσα μελέτη εξετάσαμε
την επίδραση του συγκεκριμένου πολυμορφισμού στην επίπτωση της ΑΥ
και στις αγγειακές ιδιότητες. Υλικό-Mέθοδος: Τον πληθυσμό της μελέτης
αποτέλεσαν 94 νεοδιαγνωσθέντες υπερτασικοί ασθενείς και 71 υγιή άτομα.
Η προσδιορισμός του πολυμορφισμού πραγματοποιήθηκε με αλυσιδωτή αντίδραση πολυμεράσης (PCR) και κατάλληλο περιοριστικό ένζυμο. Η
ενδοθηλιακή λειτουργία εκτιμήθηκε υπερηχογραφικά με τη μέτρηση της
διαστολής της βραχιονίου αρτηρίας που προκαλείται από τη ροή μετά από
ίσχαιμη περίδεση (FMD). Η αρτηριακή σκληρία εκτιμήθηκε βάσει της ταχύτητας του καρωτιδο-μηριαίου σφυγμικού κύματος (PWV) με τη χρήση της
συσκευής Complior SP. Αποτελέσματα: Η γονοτυπική κατανομή του M235T
στους ασθενείς με υπέρταση (TT=21,7%, MT=40,2%, mm=37,1%) δε διέφερε σημαντικά από αυτήν στην ομάδα ελέγχου (TT=18,7%, MT=50,0%,
mm=31,3%), ενώ ο TT γονότυπος δε συσχετίστηκε με την παρουσία της
ΑΥ (OR: 1,2, 95%, CI 0,7–1,7, p=NS). Αξιοσημείωτο είναι το γεγονός πως
υπήρξε σημαντική διαφορά στην FMD μεταξύ mm και TT γονοτύπων στους
υπερτασικούς ασθενείς (4,4±2,1 vs 3,1±1,1, p=0,05). Ομοίως, η ομοζυγωτία 235T ήταν ανεξάρτητα συσχετισμένη με την ελαττωμένη FMD συγκριτικά με τα άτομα που έφεραν το M235 αλλήλιο στην ομάδα ελέγχου
(4,2±0,95 vs 7,7±4,0, p<0,0001). Παρά το γεγονός πως τα ομόζυγα άτομα
για το T αλλήλιο είχαν αυξημένη PWV, ανεξάρτητα της αρτηριακή πίεσης,
συγκριτικά με τους φορείς του M235 αλληλίου, η διαφορά αυτή παρέμεινε
σημαντική μόνο στην ομάδα ελέγχου (8,3±1,4 vs 7,1±1,1 m/s, p<0,05), αλλά όχι και στους υπερτασικούς ασθενείς (9,3±2,1 vs 8,6±1,8 m/s, p=NS).
Συμπεράσματα: O M235T πολυμορφισμός του αγγειοτασινογόνου επηρεάζει την προκαλούμενη από τη ροή αγγειοδιαστολή και την αρτηριακή
σκληρία. Επιπρόσθετα, ο ΤΤ γονότυπος του αγγειοτασινογόνου αποτελεί
ένα γενετικό δείκτη ενδοθηλιακής δυσλειτουργίας και αρτηριακής σκληρίας σε ασθενείς με αρτηριακή υπέρταση.
98
Ελληνική Επιθεώρηση Αθηροσκλήρωσης 1(1)
ΑΑ135
Σχέση μεταξύ συχνότητας γεύματος, παχυσαρκίας
και σύστασης σώματος σε προεφήβους. Healthy Growth Study
Γ. Μοσχώνης, Ο. Ανδρούτσος, Δ. Μελαδάκη, Ε. Γραμματικάκη, Β. Δέδε, Α.Ε. Κυριακού,
Α. Βανδώρου, Σ. Χριστοδούλου, Ο. Κώνστα, Ι. Μανιός
Τμήμα Επιστήμης Διαιτολογίας-Διατροφής, Χαροκόπειο Πανεπιστήμιο, Αθήνα
Εισαγωγή-Σκοπός: Η συχνότητα κατανάλωσης γευμάτων έχει συσχετισθεί
με εμφάνιση υπέρβαρου/παχυσαρκίας σε παιδιά και ενήλικες. Σκοπός της
παρούσας μελέτης ήταν να διερευνήσει τη σχέση της συχνότητας κατανάλωσης γευμάτων με την παχυσαρκία και περαιτέρω με τα επίπεδα ολικής
(ΟΛΜ) και σπλαγχνικής (ΣΛΜ) λιπώδους μάζας σε μαθητές Δημοτικού στην
Ελλάδα. Υλικό-Μέθοδος: Εξετάσθηκε αντιπροσωπευτικό δείγμα 2660 παιδιών 9–13 ετών, στα οποία πραγματοποιήθηκαν ανθρωπομετρήσεις [ύψος,
βάρος, περιφέρεια μέσης (ΠΜ)], μετρήσεις βιοηλεκτρικής εμπέδησης (εκτίμηση ΟΛΜ και ΣΛΜ), τρεις ανακλήσεις 24ώρου (διαιτητική πρόσληψη, καταγραφή συχνότητας κατανάλωσης γευμάτων) και καταγραφή των επιπέδων
φυσικής δραστηριότητας (ΦΔ) ποιοτικά (ερωτηματολόγια) και ποσοτικά
(βηματομετρητές). Για την εκτίμηση της παχυσαρκίας και της κεντρικής
παχυσαρκίας χρησιμοποιήθηκαν διεθνείς καμπύλες ανάπτυξης (δείκτης
μάζας σώματος και ΠΜ ανά φύλο και ηλικία), ενώ τα επίπεδα ΟΛΜ και ΣΛΜ
κατηγοριοποιήθηκαν σε τεταρτημόρια. Αποτελέσματα: Παρατηρήθηκε
σημαντικά μικρότερη πιθανότητα εμφάνισης παχυσαρκίας και αυξημένης
ΟΛΜ στα αγόρια (OR: 0,39, 95% CI: 0,21–0,7 και OR: 0,47, 95% CI: 0,29–0,76
αντίστοιχα) και στα κορίτσια (OR: 0,32, 95% CI: 0,13–0,77 και OR: 0,41, 95%
CI: 0,25–0,68 αντίστοιχα) που κατανάλωναν 6 γεύματα έναντι των παιδιών
που κατανάλωναν ≤3 γεύματα ημερησίως. Επιπλέον, τα αγόρια που κατανάλωναν 6 γεύματα βρέθηκε να έχουν σημαντικά μικρότερη πιθανότητα εμφάνισης αυξημένης ΣΛΜ έναντι των αγοριών που κατανάλωναν ≤3 γεύματα
(OR: 0,36, 95% CI: 0,19–0,68). Μετά από διόρθωση για την ενεργειακή πρόσληψη και τα επίπεδα ΦΔ, η σχέση ανάμεσα στη συχνότητα κατανάλωσης
γευμάτων με την παχυσαρκία και την αυξημένη ΣΛΜ παρέμεινε σημαντική
στα αγόρια (ΟR: 0,46, 95% CI: 0,25–0,88 και ΟR: 0,38, 95% CI: 0,19–0,76
αντίστοιχα), ενώ η σχέση ανάμεσα στη συχνότητα κατανάλωσης γευμάτων
και αυξημένης ΟΛΜ παρέμεινε σημαντική στα κορίτσια (ΟR: 0,51, 95% CI
0,30–0,87). Συμπεράσματα: Κατά την παρούσα μελέτη παρατηρήθηκε
μια –ανεξάρτητη των παραμέτρων του ενεργειακού ισοζυγίου– σχέση της
συχνότητας κατανάλωσης γευμάτων με την παχυσαρκία και τα αυξημένα
επίπεδα ΣΛΜ στα αγόρια και με την ΟΛΜ στα κορίτσια.
ΑΑ136
Συνύπαρξη παραγόντων κινδύνου για μεταβολικό σύνδρομο
με υποβιταμίνωση D σε μαθητές δημοτικού
Ο. Ανδρούτσος,1,2 Γ. Μοσχώνης,2 Μ. Δρακοπούλου-Bαμπούλη,3 Σ. Τανάγρα,2 Π.Ε. Σιατίτσα,2
Ε. Χαρμανδάρη,1 Π. Περβανίδου,1 Χ. Κανακά-Gantenbein,1 Ι. Μανιός,2 Γ. Χρούσος1
1
Α΄ Παιδιατρική Κλινική Εθνικού & Καποδιστριακού Πανεπιστημίου Αθηνών, Νοσοκομείο Παίδων «Αγία Σοφία», Αθήνα, 2Τμήμα
Επιστήμης Διαιτολογίας-Διατροφής, Χαροκόπειο Πανεπιστήμιο, Αθήνα, 3Μονάδα Ενδοκρινολογίας, Μεταβολισμού και Διαβήτη,
Α΄ Παιδιατρική Κλινική Εθνικού & Καποδιστριακού Πανεπιστημίου Αθηνών, Νοσοκομείο Παίδων «Αγία Σοφία», Αθήνα
Εισαγωγή-Σκοπός: Σκοπός της παρούσας μελέτης ήταν να εξετάσει τη
σχέση μεταξύ της υποβιταμίνωσης D (<25 ng/mL) και διαφόρων παραγόντων κινδύνου για Μεταβολικό Σύνδρομο (ΜΣ) σε μαθητές Δημοτικού.
Υλικό-Μέθοδος: Εξετάσθηκε αντιπροσωπευτικό δείγμα 404 παιδιών
9–13 ετών, στο οποίο πραγματοποιήθηκαν ανθρωπομετρήσεις [περιφέρεια
μέσης (ΠΜ)], αιμοληψίες και αναλύσεις βιοχημικών δεικτών (τριγλυκερίδια,
HDL-χοληστερόλη, ινσουλίνη, βιταμίνη D ορού και γλυκόζη πλάσματος νηστείας), καθώς και εκτίμηση της κλινικής εικόνας των παιδιών [μέτρηση
συστολικής και διαστολικής αρτηριακής πίεσης (ΣΑΠ/ΔΑΠ), εκτίμηση σταδίου ανάπτυξης κατά Tanner]. Οι τιμές γλυκόζης και ινσουλίνης νηστείας
χρησιμοποιήθηκαν για τον προσδιορισμό δεικτών ινσουλινοαντίστασης
και ινσουλινοευαισθησίας HOMA-IR, FGIR και QUICKI. Αποτελέσματα:
Συνολικά ο επιπολασμός της υποβιταμίνωσης D στον υπό μελέτη πληθυσμό ήταν 27% (21,5% στα αγόρια και 31,9% στα κορίτσια), με τα παχύσαρκα κορίτσια να εμφανίζουν στατιστικά σημαντικά υψηλότερο ποσοστό
σε σύγκριση με τα φυσιολογικού βάρους κορίτσια (59,1% έναντι 25,8%,
p=0,009). Επιπλέον, τα υπέρβαρα κορίτσια με υποβιταμίνωση D βρέθηκαν
να έχουν χαμηλότερα επίπεδα των δεικτών ινσουλινοευαισθησίας QUICKI
(0,33±0,03 έναντι 0,31±0,02, p=0,020) και FGIR (7,6±4,0 έναντι 5,6±2,2,
p=0,029), καθώς και της τιμής ΠΜ (75,3±5,8 έναντι 72,2±4,4, p=0,014),
σε σύγκριση με υπέρβαρα κορίτσια με φυσιολογικά επίπεδα βιταμίνης D.
Αντίστοιχα, στα παχύσαρκα αγόρια με υποβιταμίνωση D βρέθηκαν υψηλότερα επίπεδα γλυκόζης πλάσματος νηστείας (97,2±8,6 έναντι 89,8±7,8,
p=0,049) και χαμηλότερα επίπεδα του δείκτη ινσουλινοευαισθησίας FGIR
(9,2±2,6 έναντι 6,8±3,2, p=0,043), σε σύγκριση με παχύσαρκα αγόρια
με φυσιολογικά επίπεδα βιταμίνης D. Οι παραπάνω σημαντικές διαφορές
δε διαφοροποιήθηκαν μετά από διόρθωση για το στάδιο κατά Tanner των
αγοριών και κοριτσιών, αντίστοιχα. Συμπεράσματα: Στα υπέρβαρα κορίτσια και στα παχύσαρκα αγόρια με υποβιταμίνωση D παρατηρήθηκαν υψηλότερες τιμές στους παράγοντες κινδύνου για ΜΣ, κυρίως στους δείκτες
ινσουλινοαντίστασης. Περαιτέρω έρευνα απαιτείται για να διευκρινιστεί η
μεταβολική αιτιολογική βάση αυτών των συσχετίσεων.
Hellenic Journal of Atherosclerosis 1(1)
99
ΑΑ137
Συνύπαρξη παχυσαρκίας και σιδηροπενίας σε προεφηβικό πληθυσμό
στην Ελλάδα. Healthy Growth Study
Γ. Μοσχώνης, Μ. Καντηλάφτη, Ο. Ανδρούτσος, Ε. Γραμματικάκη, Α. Κουμπίτσκι, Α. Γιαννοπούλου,
Ε. Αργύρη, Κ. Μαραγκοπούλου, Ε. Μπιρμπίλης, Ι. Μανιός
Τμήμα Επιστήμης Διαιτολογίας-Διατροφής, Χαροκόπειο Πανεπιστήμιο, Αθήνα
Εισαγωγή-Σκοπός: Προηγούμενες μελέτες σε εφήβους και ενήλικες έδειξαν ότι η παχυσαρκία συνυπάρχει με τη σιδηροπενία. Σκοπός της παρούσας
μελέτης ήταν να εξετάσει τη σχέση μεταξύ παχυσαρκίας και επιπέδων σιδήρου σε μαθητές Δημοτικού. Υλικό-Μέθοδος: Εξετάστηκε αντιπροσωπευτικό δείγμα 2035 παιδιών 9–13 ετών. Συλλέχθηκαν ανθρωπομετρικά
(ύψος, βάρος), βιοχημικά (φερριτίνη και κορεσμός τρανσφερίνης), κλινικά
(στάδια ανάπτυξης κατά Tanner, ηλικία εμμηναρχής) και διατροφικά δεδομένα. Η παχυσαρκία ορίστηκε βάσει των κριτηρίων ΙΟΤF. Η σιδηροπενία
ορίστηκε ως κορεσμός τρανσφερίνης <16% και η σιδηροπενική αναιμία
(ΣΑ) ως σιδηροπενία με αιμοσφαιρίνη <12 g/dL. Αποτελέσματα: Ο επιπολασμός της σιδηροπενίας και της ΣΑ ήταν μεγαλύτερος στα παχύσαρκα
σε σχέση με τα παιδιά φυσιολογικού βάρους (22,4% έναντι 13% και 6,3%
έναντι 1,8%, p<0,001, αντίστοιχα). Παρομοίως, η φερριτίνη ορού ήταν
υψηλότερη στα παχύσαρκα σε σχέση με τα παιδιά φυσιολογικού βάρους
(p<0,01). Η διατροφική πρόσληψη του σιδήρου και των παραγόντων που
ευνοούν (βιταμίνη C) ή που παρεμποδίζουν (ασβέστιο και φυτικές ίνες) την
εντερική απορρόφηση του σιδήρου δε βρέθηκε να διαφέρει σημαντικά
ανάμεσα στις κατηγορίες βάρους και σε παιδιά με φυσιολογικά ή ανεπαρκή
επίπεδα σιδήρου. Η παχυσαρκία βρέθηκε να διπλασιάζει την πιθανότητα
εμφάνισης σιδηροπενίας τόσο στα αγόρια (OR 2,83, 95% CI 1,65–4,85) όσο
και στα κορίτσια (OR 2,03, 95% CI 1,08–3,81), μετά από διόρθωση για κλινικούς και διατροφικούς παράγοντες. Συμπεράσματα: Τα παχύσαρκα παιδιά βρέθηκε να έχουν μεγαλύτερο κίνδυνο εμφάνισης σιδηροπενίας και ΣΑ
συγκριτικά με παιδιά φυσιολογικού βάρους. Τα μειωμένα επίπεδα σιδήρου
σε συνδυασμό με τα αυξημένα επίπεδα φερριτίνης, μιας πρωτεΐνης οξείας
φάσης, στα παχύσαρκα παιδιά υποδεικνύουν ότι το φαινόμενο αυτό είναι
πιθανώς το αποτέλεσμα της συστηματικής φλεγμονής που προκαλείται
εξαιτίας της παχυσαρκίας.
ΑΑ138
Συνδυασμός επιπέδων σωματικού βάρους και φυσικής κατάστασης
στις τιμές δεικτών καρδιαγγειακού κινδύνου.
Healthy Growth Study
Γ. Μοσχώνης, Ο. Ανδρούτσος, Ε. Γραμματικάκη, Α. Μαλανδράκη, Δ. Αργυροπούλου,
Φ. Δενδραμή, Σ. Χριστοδούλου, Σ. Μουζιούρα, Π. Σιατίτσα, Ι. Μανιός
Τμήμα Επιστήμης Διαιτολογίας-Διατροφής, Χαροκόπειο Πανεπιστήμιο, Αθήνα
Εισαγωγή-Σκοπός: Σύμφωνα με μελέτες σε ενήλικες, η διατήρηση μιας
καλής φυσικής κατάστασης φαίνεται να αποτελεί πιο ισχυρό προστατευτικό
παράγοντα καρδιομεταβολικού κινδύνου έναντι της διατήρησης χαμηλότερου σωματικού βάρους. Σκοπός της παρούσας μελέτης ήταν να εξετάσει αν
ο συνδυασμός χαμηλού σωματικού βάρους και χαμηλής φυσικής κατάστασης συνδέεται με χαμηλότερο καρδιομεταβολικό κίνδυνο σε σύγκριση με
το συνδυασμό υψηλού σωματικού βάρους και υψηλής φυσικής κατάστασης
σε μαθητές Δημοτικού. Υλικό-Μέθοδος: Εξετάσθηκε αντιπροσωπευτικό
δείγμα 2492 παιδιών ηλικίας 9–13 ετών, στο οποίο πραγματοποιήθηκαν
ανθρωπομετρήσεις (ύψος, βάρος), αιμοληψίες και αναλύσεις βιοχημικών
δεικτών (τριγλυκερίδια, ολική-, HDL-, LDL-χοληστερόλη, ινσουλίνη ορού και
γλυκόζη πλάσματος νηστείας), κλινικές εξετάσεις [μέτρηση συστολικής και
διαστολικής αρτηριακής πίεσης (ΣΑΠ/ΔΑΠ), εκτίμηση σταδίου ανάπτυξης
κατά Tanner] και παλίνδρομο τρέξιμο αντοχής για την εκτίμηση της φυσικής κατάστασης. Τα παιδιά κατηγοριοποιήθηκαν σε τεταρτημόρια φυσικής κατάστασης και Δείκτη Μάζας Σώματος (ΔΜΣ), από όπου προέκυψαν
οι εξής τρεις κατηγορίες: Χαμηλού ΔΜΣ και φυσικής κατάστασης (ΧΒ/ΦΚ),
ενδιάμεσου ΔΜΣ και φυσικής κατάστασης, και Υψηλού ΔΜΣ και φυσικής
κατάστασης (ΥΒ/ΦΚ). Αποτελέσματα: Μετά από διόρθωση για το στάδιο
ανάπτυξης κατά Tanner, στα παιδιά με ΧΒ/ΦΚ, και για τα δύο φύλα, παρατηρήθηκαν υψηλότερα επίπεδα HDL-χοληστερόλης και χαμηλότερα επίπεδα
τριγλυκεριδίων, κλάσματος ολικής/HDL-χοληστερόλης, ΣΑΠ και ΔΑΠ, σε σύγκριση με παιδιά του ιδίου φύλου με ΥΒ/ΦΚ, αντίστοιχα (p<0,05). Επιπλέον,
τόσο τα αγόρια όσο και τα κορίτσια με ΧΒ/ΦΚ βρέθηκαν να έχουν χαμηλότερα επίπεδα ινσουλίνης και HOMA-IR, αλλά υψηλότερα επίπεδα των δεικτών
QUICKI και FGIR, σε σύγκριση με παιδιά με ΥΒ/ΦΚ (p<0,001). Αντίστοιχα, σε
παιδιά με ΧΒ/ΦΚ παρατηρήθηκαν χαμηλότερα ποσοστά υπερτριγλυκεριδαιμίας, υπέρτασης και ινσουλινοαντίστασης σε σύγκριση με παιδιά με ΥΒ/ΦΚ
(p≤0,001). Συμπεράσματα: Αντίθετα με τα ευρήματα μελετών σε ενήλικες, η διατήρηση ενός χαμηλότερου-φυσιολογικού σωματικού βάρους στα
παιδιά φαίνεται να συνδέεται πιο ισχυρά με χαμηλότερο καρδιομεταβολικό
κίνδυνο, σε σύγκριση με τα υψηλότερα επίπεδα φυσικής κατάστασης.
100
Ελληνική Επιθεώρηση Αθηροσκλήρωσης 1(1)
ΑΑ139
Υψηλός κίνδυνος σιδηροπενίας σε παιδιά με αυξημένη ολική
και σπλαγχνική λιπώδη μάζα σώματος. Healthy Growth Study
Γ. Μοσχώνης, Ε. Γραμματικάκη, Ο. Ανδρούτσος, Β. Τζώτζολα, Χ. Μαυρογιάννη, Β. Ιατρίδη,
Μ. Σπυρίδωνος, Ε. Τσικαλάκη, Α. Γιαννοπούλου, Ι. Μανιός
Τμήμα Επιστήμης Διαιτολογίας-Διατροφής, Χαροκόπειο Πανεπιστήμιο, Αθήνα
Εισαγωγή-Σκοπός: Η παχυσαρκία συσχετίζεται ισχυρά με τη σιδηροπενία.
Η παρούσα μελέτη εξέτασε τη σχέση ανάμεσα στην κεντρική παχυσαρκία,
την ολική λιπώδη μάζα σώματος (ΟΛΜΣ) και τη σπλαγχνική λιπώδη μάζα
σώματος (ΣΛΜΣ) με τα επίπεδα σιδήρου αίματος σε μαθητές Δημοτικού.
Υλικό-Μέθοδος: Εξετάστηκε αντιπροσωπευτικό δείγμα 1197 παιδιών 9–
13 ετών. Συλλέχθηκαν ανθρωπομετρικά [περιφέρεια μέσης (ΠΜ), σύσταση
σώματος (μέτρηση ΟΛΜΣ και ΣΛΜΣ με βιοηλεκτρική εμπέδηση)], βιοχημικά (φερριτίνη ορού και ολική σιδηροδεσμευτική ικανότητα), αιματολογικά,
κλινικά (στάδια ανάπτυξης κατά Tanner, ηλικία εμμηναρχής) και διατροφικά
δεδομένα. Η κεντρική παχυσαρκία ορίστηκε ως ΠΜ≥90ού εκατοστημορίου
ανά φύλο και ηλικία, η σιδηροπενία ως κορεσμός τρανσφερίνης <16% και
η σιδηροπενική αναιμία (ΣΑ) ως σιδηροπενία με αιμοσφαιρίνη <12 g/dL.
Αποτελέσματα: Η φερριτίνη ήταν υψηλότερη στα υψηλότερα τεταρτημόρια της ΟΛΜΣ και ΣΛΜΣ συγκριτικά με συνομήλικα παιδιά χαμηλότερων
τεταρτημορίων και για τα δύο φύλα (p≤0,05). Ο επιπολασμός της σιδηροπενίας και της ΣΑ ήταν μεγαλύτερος στα υψηλότερα τεταρτημορία ΟΛΜΣ και
στα δύο φύλα, καθώς και ανάμεσα στα παιδιά με κεντρική παχυσαρκία σε
σχέση με συνομήλικα παιδιά χαμηλότερων τεταρτημορίων ΟΛΜΣ και με τα
παιδιά με ΠΜ≥90ού εκατοστημορίου (p<0,05). Για τα αγόρια, η κατάταξη
στα υψηλότερα τεταρτημόρια ΟΛΜΣ και ΣΛΜΣ αύξανε την πιθανότητα εμφάνισης σιδηροπενίας κατά 2,48 (95% CI: 1,26–4,88) και 2,12 (1,07–4,19)
φορές αντίστοιχα. Συμπεράσματα: Τα υψηλότερα επίπεδα ολικής και
σπλαγχνικής λιπώδους μάζας ήταν οι μόνοι παράγοντες που συσχετίσθηκαν
με την εμφάνιση σιδηροπενίας στα αγόρια. Η συσχέτιση αυτή θα μπορούσε
να αποδοθεί στη συστηματική φλεγμονή (εξαιτίας των υψηλών επιπέδων
ολικής και σπλαγχνικής λιπώδους μάζας), που αυξάνει τα επίπεδα εψιδίνης
(hepcidin), η οποία με τη σειρά της οδηγεί στη μείωση των επιπέδων σιδήρου στο αίμα.
ΑΑ140
Σχέση μεταξύ κατανάλωσης ή αποφυγής πρωινού, παχυσαρκίας ολικής
και σπλαγχνικής λιπώδους μάζας σε προεφήβους.
Healthy Growth Study
Γ. Μοσχώνης, Δ. Μελαδάκη, Ε. Γραμματικάκη, Ο. Ανδρούτσος, Π. Ρούσια, Β. Δέδε,
Α. Κυριακού, Ε. Αργύρη, Α. Βανδώρου, Ι. Μανιός
Τμήμα Επιστήμης Διαιτολογίας- Διατροφής, Χαροκόπειο Πανεπιστήμιο, Αθήνα
Εισαγωγή-Σκοπός: Η παράλειψη του πρωινού γεύματος έχει προηγουμένως συσχετισθεί με την εμφάνιση υπέρβαρου/παχυσαρκίας σε παιδιά
και ενήλικες. Σκοπός της παρούσας μελέτης ήταν να διερευνήσει τη σχέση μεταξύ της κατανάλωσης πρωινού γεύματος με την παχυσαρκία και
περαιτέρω με τα επίπεδα ολικής (ΟΛΜ) και σπλαγχνικής (ΣΛΜ) λιπώδους
μάζας σώματος σε μαθητές Δημοτικού στην Ελλάδα. Υλικό-Μέθοδος:
Εξετάσθηκε αντιπροσωπευτικό δείγμα 2660 παιδιών 9–13 ετών, στα οποία
πραγματοποιήθηκαν ανθρωπομετρήσεις [ύψος, βάρος, περιφέρεια μέσης
(ΠΜ)], μετρήσεις βιοηλεκτρικής εμπέδησης (εκτίμηση ΟΛΜ και ΣΛΜ), τρεις
ανακλήσεις 24ώρου (διαιτητική πρόσληψη, καταγραφή κατανάλωσης/παράληψης πρωινού) και καταγραφή των επιπέδων φυσικής δραστηριότητας
(ΦΔ) ποιοτικά (ερωτηματολόγια) και ποσοτικά (βηματομετρητές). Για την
εκτίμηση της παχυσαρκίας και κεντρικής παχυσαρκίας χρησιμοποιήθηκαν
διεθνείς καμπύλες ανάπτυξης (Δείκτης Μάζας Σώματος και ΠΜ ανά φύλο
και ηλικία), ενώ τα επίπεδα ΟΛΜ και ΣΛΜ κατηγοριοποιήθηκαν σε τεταρτη-
μόρια. Αποτελέσματα: Παρατηρήθηκε μεγαλύτερη πιθανότητα εμφάνισης
παχυσαρκίας και αυξημένης ΣΛΜ για τα αγόρια που παρέλειπαν έναντι των
συνομηλίκων τους που κατανάλωναν πρωινό γεύμα (OR: 2,24, 95% CI 1,32–
3,83 και OR: 2,69, 95% CI 1,35–5,39 αντίστοιχα). Αντίστοιχα παρατηρήθηκε
μεγαλύτερη πιθανότητα εμφάνισης αυξημένης ΟΛΜ στα κορίτσια που παρέλειπαν έναντι των συνομηλίκων τους που κατανάλωναν πρωινό γεύμα (OR:
1,74, 95% CI 1,11–2,71). Μετά από διόρθωση για την ενεργειακή πρόσληψη
και τα επίπεδα ΦΔ, τα αγόρια που παρέλειπαν το πρωινό συνέχισαν να εμφανίζουν μεγαλύτερη πιθανότητα εμφάνισης παχυσαρκίας και αυξημένης ΣΛΜ
σε σχέση με τους συνομηλίκους τους που κατανάλωναν πρωινό (OR: 2,05, CI
1,18–3,56 και OR: 2,55, CI 1,19–5,47 αντίστοιχα). Συμπεράσματα: Βάσει
των ευρημάτων της παρούσας μελέτης παρατηρήθηκε –μια ανεξάρτητη
των παραμέτρων του ενεργειακού ισοζυγίου– σχέση μεταξύ της παράλειψης πρωινού γεύματος με την παχυσαρκία και τα αυξημένα επίπεδα ΣΛΜ
στα αγόρια.
Hellenic Journal of Atherosclerosis 1(1)
101
ΑΑ141
Επίδραση της κατανάλωσης διαφόρων τύπων ελαίων στις προφλεγμονώδεις κυτοκίνες και στα μόρια προσκόλλησης σε υγιείς εθελοντές
Α. Γκιολής, Δ. Τούσουλης, Ν. Παπαγεωργίου, Θ. Ψαλτοπούλου, Α. Μήλιου, Π. Στουγιάννος,
Ι. Νταρλαδήμας, Χ. Αντωνιάδης, Κ. Τεντολούρης, Χ. Στεφανάδης
Α΄ Πανεπιστημιακή Καρδιολογική Κλινική, Γενικό Νοσοκομείο Αθηνών «Ιπποκράτειο», Αθήνα
Εισαγωγή-Σκοπός: Tο αγγειακό μόριο προσκόλλησης 1 (VCAM-1), το
διακυτταρικό μόριο προσκόλλησης 1 (ICAM-1) και ογκωτικός παράγοντας
νέκρωσης άλφα (TNF-a) εμπλέκονται στη διαδικασία της αθηρογένεσης. Ο
ρόλος της κατανάλωσης διαφόρων τύπων ελαίου στις προφλεγμονώδεις
κυτοκίνες παραμένει όμως άγνωστος. Στην παρούσα μελέτη εξετάσαμε την
επίδραση της οξείας χορήγησης διαφόρων ελαίων στα προαναφερθέντα
μόρια σε υγιείς ενήλικες. Υλικό-Μέθοδος: 67 υγιείς εθελοντές τυχαιοποιήθηκαν κι έλαβαν μια και μοναδική δόση ελαίου (50 mL). Η φλεγμονώδης
διεργασία εκτιμήθηκε με τη μέτρηση των διαλυτών μορφών των μορίων
VCAM-1, ICAM-1, καθώς και TNF-a με την ανοσοενζυμική μέθοδο ELISA. Τα
επίπεδα των μορίων στον ορό μετρήθηκαν πριν και 3 ώρες μετά τη χορήγηση ελαίου. Αποτελέσματα: Η οξεία κατανάλωση ελαιολάδου (362,6±165,9
σε 312,6±147,8 ng/mL), σογιέλαιου (394,1±195,7 σε 325,8±192,1 ng/mL)
και μουρουνέλαιου (492,4±235,2 σε 415,8±210,6 ng/mL) δεν ελάττωσε
σημαντικά τα επίπεδα VCAM-1 (p=NS για όλα). Στον αντίποδα, η κατανάλωση καλαμποκέλαιου αύξησε (μη σημαντικά) τα επίπεδα VCAM-1 (από
431,6±259,2 σε 432,6±208,0 ng/mL, p=NS). Όλοι οι τύποι ελαίων ελάττωσαν σημαντικά τα επίπεδα ICAM-1. Τόσο η κατανάλωση μουρουνέλαιου
(310,4±126,1 σε 243,6±113,1 ng/mL, p<0,01), όσο η κατανάλωση ελαιολάδου (284,7±110,3 σε 210,1±60,4 ng/mL, p<0,01), αλλά και η κατανάλωση
του σογιέλαιου (283,5±113,8 και 208,1±105,3 ng/mL, p<0,01) ήταν εξίσου
ευεργετική στα επίπεδα ICAM-1. Είναι αξιοσημείωτο πως το καλαμποκέλαιο
είχε σημαντική επίδραση στα επίπεδα ICAM-1 (294,8±111,8 σε 226,4±85,1
ng/mL, p<0,01). Τέλος, το ελαιόλαδο (από 1,05±0,23 σε 0,98±0,22 pg/mL,
p<0,05), το σογιέλαιο (από 0,92±0,18 σε 0,82±0,17 pg/mL, p<0,01) και
το μουρουνέλαιο (από 1,24±0,60 σε 1,08±0,60 pg/mL, p<0,01) μείωσαν
σημαντικά τα επίπεδα του TNF-a, σε αντίθεση με το καλαμποκέλαιο που
δε φάνηκε να τα επηρεάζει (από 0,98±0,30 σε 0,97±0,33 pg/mL, p=NS).
Συμπεράσματα: Η οξεία κατανάλωση σογιέλαιου, μουρουνέλαιου και
ελαιολάδου έχει αντιφλεγμονώδη δράση. Τα ευρήματα αυτά υποδεικνύουν
τον προστατευτικό ρόλο της κατανάλωσης διαφόρων τύπων ελαίων, λόγω
των αντιφλεγμονωδών τους δράσεων.
ΑΑ142
Ο ρόλος ενός κοινού πολυμορφισμού στο γονίδιο της α-αλυσίδας
του ινωδογόνου σε ασθενείς με στεφανιαία νόσο:
Επίδραση στο μηχανισμό πήξης
Ν. Παπαγεωργίου, Δ. Τούσουλης, Α. Μήλιου, Χ. Αντωνιάδης, Μ. Κοζανίτου, Ε. Μποσινάκου,
Ι. Παρούτογλου, Γ. Σιάσος, Γ. Χατζής, Χ. Στεφανάδης
Α΄ Πανεπιστημιακή Καρδιολογική Κλινική, Γενικό Νοσοκομείο Αθηνών «Ιπποκράτειο», Αθήνα
Εισαγωγή-Σκοπός: O πολυμορφισμός G58A στο γονίδιο της α-αλυσίδας του ινωδογόνου σχετίζεται με τα επίπεδα ινωδογόνου σε υγιή άτομα.
Είναι άγνωστο όμως αν ο συγκεκριμένος πολυμορφισμός σχετίζεται με
τη διαδικασία πήξης σε ασθενείς με στεφανιαία νόσο (ΣΝ). Στην παρούσα μελέτη εξετάσαμε την επίδραση του συγκεκριμένου πολυμορφισμού
στα επίπεδα του ινωδογόνου και των D-dimers. Υλικό-Mέθοδος: Τον
πληθυσμό της μελέτης αποτέλεσαν 395 άτομα, εκ των οποίων 246 με
ΣΝ. Ο πολυμορφισμός G58A προσδιορίστηκε με αλυσιδωτή αντίδραση
πολυμεράσης (PCR) και κατάλληλο περιοριστικό ένζυμο. Τα επίπεδα ινωδογόνου μετρήθηκαν με τη μέθοδο von Clauss, ενώ τα επίπεδα D-dimers
με κατάλληλη πηξεομετρική τεχνική. Αποτελέσματα: Η γονοτυπική κατανομή ήταν GG: 37,8%, GA: 39,4% και AA: 22,8% για ΣΝ, ενώ ήταν GG:
33,5%, GA: 44,3% και AA: 22,2% για την ομάδα ελέγχου. Οι ασθενείς με
ΣΝ είχαν σημαντικά υψηλότερα επίπεδα ινωδογόνου (mg/dL) συγκριτικά
με την ομάδα ελέγχου (434,7±132,7 vs 384,7±103,7, p<0,001). Τόσο στους
ασθενείς με ΣΝ, αλλά και στα άτομα της ομάδας ελέγχου τα επίπεδα ινωδογόνου δε διέφεραν μεταξύ των 58AA ομοζυγωτών και των φορέων του
58G αλληλίου, 453,6±131,4 vs 441,1±140,6, p=NS και AA: 385,2±129,4
vs GG+GA: 392,6±103,0, p=NS αντίστοιχα. Τα επίπεδα D-dimers (mg/L)
ήταν σημαντικά υψηλότερα στους ασθενείς με ΣΝ συγκριτικά με την ομάδα
ελέγχου (409,7±188,2 vs 332,8±199,4, p<0,0001). Επιπλέον, τα επίπεδα
D-dimers διέφεραν μεταξύ των φορέων του 58G αλληλίου και των 58AA
ομοζυγωτών με ΣΝ (506,4±418,8 vs 662,2±627,1, p<0,05), αλλά όχι και
στην ομάδα ελέγχου (AA: 415,6±289,6 vs GG+GA: 355,9±276,5, p=NS).
Συμπεράσματα: Ο πολυμορφισμός G58A στο γονίδιο της α-αλυσίδας του
ινωδογόνου επηρεάζει σημαντικά τα επίπεδα D-dimers σε ασθενείς με στεφανιαία νόσο, προτείνοντας τοιουτοτρόπως ένα πιθανό μηχανισμό που θα
μπορούσε να επηρεάσει τη διαδικασία πήξης.
102
Ελληνική Επιθεώρηση Αθηροσκλήρωσης 1(1)
ΑΑ143
Per os αντιμετώπιση υπερτασικής αιχμής
Μ. Γκιόκα, Α.Α. Κομιώτη, Η. Κάγκουρας, Β.Γ. Γραντζίδης, Φ. Τριανταφυλλοπούλου,
Ι. Σπηλιόπουλος, Α. Τζελέπης
Παθολογική Κλινική, Γενικό Νοσοκομείο Κρεστένων, Κρέστενα
Εισαγωγή-Σκοπός: Η ανταπόκριση στην per os χορήγηση καπτοπρίλης
σε ασθενείς με υπερτασική αιχμή (ΣΑΠ/ΔΑΠ>180/110 mmHg). ΥλικόΜέθοδος: Μελετήσαμε ένα τυχαίο δείγμα 78 ασθενών που επισκέφθηκαν το τμήμα των επειγόντων περιστατικών του νοσοκομείου μας λόγω
ΣΑΠ/ΔΑΠ>180/110 mmHg. Από τους παραπάνω ασθενείς, 38 ήταν άνδρες
(48,71%) και 40 γυναίκες (51,28%), ηλικίας 37–72 ετών με μέσο όρο ηλικίας 51,3 έτη. 11 ασθενείς (ποσοστό 14,10%) δεν είχαν διαπιστώσει υπερτασική αιχμή σε καμία κατ' οίκον μέτρηση της αρτηριακής πίεσης. Σε όλα τα
άτομα δόθηκε ½ tbl (12,5 mg) καπτοπρίλης υπογλωσσίως, λαμβάνοντας
υπόψη τις βασικές αντενδείξεις χορήγησης αυτής, δηλαδή κύηση, αμφοτερόπλευρη στένωση των νεφρικών αρτηριών, ιστορικό αγγειοοιδήματος.
Αποτελέσματα: Η αρτηριακή πίεση μετρήθηκε στα 15 min, 30 min και
1 h από τη χορήγηση της καπτοπρίλης. 21 ασθενείς μείωσαν την αρτηρι-
ακή πίεση τους στα πρώτα 15 min, 32 ασθενείς μείωσαν την αρτηριακή
πίεση τους στα πρώτα 30 min, 16 ασθενείς έλαβαν 1tbl (25 mg) καπτοπρίλης υπογλωσσίως και μείωσαν την αρτηρίακη πίεση τους σε μια ώρα,
9 ασθενείς έλαβαν και άλλης κατηγορίας αντιϋπερτασικό φάρμακο. Η
πτώση της συστολικής αρτηριακής πίεσης ήταν από 180±20 mmHg σε
150±20 mmHg, ενώ της διαστολικής από 110±15 mmHg σε 90±10 mmHg.
Συμπεράσματα: Αν και η απότομη και μεγάλη πτώση της αρτηριακής
πίεσης είναι δυνητικά επικίνδυνη (λόγω απότομης ελάττωσης της αιμάτωσης των οργάνων), η υπογλώσσια χορήγηση καπτοπρίλης κατέχει σημαντική θέση στη θεραπεία υπερτασικής αιχμής, καθότι με αυτή επιτυγχάνεται
προοδευτική μείωση της αρτηριακής πίεσης. Η συνεργασιμότητα των
υπερτασικών ατόμων είναι αναγκαία για την επίτευξη των μακροπρόθεσμων στόχων της θεραπείας.
ΑΑ144
Λιπιδαιμικό προφίλ ασθενών με λεπτοσπείρωση
Φ. Αποστόλου,1 Ε. Λυμπερόπουλος,1 Ε. Γαζή,1 Θ. Φιλιππάτος,1 Κ. Τέλλης,2 Χ. Κωσταρά,3
Ε. Μπαϊρακτάρη,3 Α. Τσελέπης,2 Μ. Ελισάφ1
1
Τομέας Παθολογίας, Ιατρική Σχολή, Πανεπιστήμιο Ιωαννίνων, Ιωάννινα,
Τομέας Βιοχημείας, Τμήμα Χημείας, Πανεπιστήμιο Ιωαννίνων, Ιωάννινα,
3
Εργαστήριο Κλινικής Χημείας, Ιατρική Σχολή, Πανεπιστήμιο Ιωαννίνων, Ιωάννινα
2
Εισαγωγή-Σκοπός: Οι φλεγμονώδεις καταστάσεις συνοδεύονται από μεταβολές των λιποπρωτεϊνών και πιθανά συσχετίζονται με την εξέλιξη της
αθηρωμάτωσης. Εκτίμηση των μεταβολών των λιποπρωτεϊνών σε ασθενείς
με λοίμωξη από Leprospira interrogans. Υλικό: Έντεκα ασθενείς με λεπτοσπείρωση (10 άνδρες και 1 γυναίκα) κατά τη διάγνωση και 4 μήνες μετά την
έναρξη της θεραπείας. Μέθοδος: Προσδιορίσθηκαν οι εξής παράμετροι:
TC, HDL-C, TGs, LDL-C, απολιποπρωτεΐνες (apo) A-Ι, B και E, λιποπρωτεΐνη
(a) [Lp(a)], κυτταροκίνες (IL-6 και TNFa), καθώς και τα LDL υποκλάσματα με
τη μέθοδο Lipoprint LDL System. Αποτελέσματα: Οι ασθενείς κατά τη διάγνωση της λεπτοσπείρωσης είχαν σημαντικά χαμηλότερα επίπεδα TC, HDL-C,
LDL-C, apoA-I, apoΒ και Lp(a) και υψηλότερα επίπεδα TG σε σύγκριση τις
αντίστοιχες τιμές 4 μήνες μετά την έναρξη της θεραπείας. Επιπρόσθετα, οι
ασθενείς κατά τη διάγνωση της λεπτοσπείρωσης είχαν υψηλότερη εκατοστιαία συγκέντρωση της χοληστερόλης των μικρών πυκνών LDL (sdLDL-C%)
σωματιδίων [24(0-35)% vs 3(0-33)%] και μικρότερη μέση διάμετρο των LDL
σωματιδίων (261±5 Å vs 267±6 Å) σε σύγκριση με τις αντίστοιχες τιμές 4
μήνες μετά την έναρξη της θεραπείας. Τέλος, τα επίπεδα των κυτταροκινών
ήταν υψηλότερα κατά τη διάγνωση της λεπτοσπείρωσης σε σύγκριση με τις
αντίστοιχες τιμές 4 μήνες μετά την έναρξη της θεραπείας. Συμπεράσματα:
Οι ασθενείς με λεπτοσπείρωση εμφανίζουν ένα αθηρογόνο λιπιδαιμικό προφίλ που χαρακτηρίζεται από αυξημένα επίπεδα TG και sdLDL-C και μειωμένο
μέγεθος LDL σωματιδίων, καθώς και από μειωμένη συγκέντρωση HDL-C.
Hellenic Journal of Atherosclerosis 1(1)
103
ΑΑ145
Η προγνωστική αξία του ιστικού Doppler
στην ικανότητα έξι λεπτών βάδισης,
σε ασθενείς με πρόσφατα διαγνωσμένη καρδιακή ανεπάρκεια
Ι. Κοτρογιάννης, Χ. Χρυσοχόου, Σ. Μπρίλη, Ι. Ανδρέου, Γ. Μεταλληνός, Κ. Ζήσιμος, Σ. Αθανασοπούλου,
Ε. Χριστοφοράτου, Χ. Πίτσαβος, Χ. Στεφανάδης
Α΄ Πανεπιστημιακή Καρδιολογική Κλινική, Γενικό Νοσοκομείο Αθηνών «Ιπποκράτειο», Αθήνα
Εισαγωγή-Σκοπός: Η δοκιμασία έξι λεπτών βάδισης έχει χρησιμοποιηθεί για
να εκτιμήσει τη φυσική κατάσταση των ασθενών αλλά και την ανταπόκρισή
τους στη θεραπεία. Σε αυτή τη μελέτη εκτιμήσαμε την πιθανή σχέση μεταξύ
δεικτών ιστικού (TDI) και παλμικού Doppler, οι οποίοι αντικατοπτρίζουν τη
λειτουργία της αριστερής κοιλίας, και της ικανότητας βάδισης 6 λεπτών σε
ασθενείς με πρόσφατα διεγνωσμένη καρδιακή ανεπάρκεια. Υλικό-Μέθοδος:
Μελετήθηκαν 106 διαδοχικοί ασθενείς (μέσης ηλικίας 65+/-13 ετών) με συστολική καρδιακή ανεπάρκεια. Η υπερηχοκαρδιογραφική εκτίμηση στην 3η
ημέρα νοσηλείας τους περιελάμβανε την καταγραφή της διαμιτροειδικής ταχύτητας ροής (E και A κύματα) και με το TDI την καταγραφή του συστολικού
(Smv) και των δύο διαστολικών κυμάτων (Emv και Amv) του μιτροειδικού δακτυλίου. Επίσης, υπολογίστηκε ο λόγος του κύματος Ε προς Emv (E/Emv). Έξι
εβδομάδες αργότερα οι ασθενείς υποβλήθηκαν σε δοκιμασία 6 λεπτών βάδι-
σης. Η στατιστική παράμετρος Pearson r coefficient χρησιμοποιήθηκε για την
ανάλυση, έχοντας λάβει υπόψη φύλο, ηλικία, δείκτη μάζας σώματος, καρδιακή
παροχή, επίπεδα κρεατινίνης, υπέρταση, σακχαρώδη διαβήτη και κάπνισμα.
Αποτελέσματα: Ο λόγος E/Emv εμφανίζει αρνητική συσχέτιση με την ικανότητα έξι λεπτών βάδισης (r=-0,3881, P=0,05), ενώ το ύψος του συστολικού
κύματος Smv σχετιζόταν θετικά με την ικανότητα βάδισης (r=0,398, p=0,05).
Συμπεράσματα: Η μελέτη αυτή αναδεικνύει την προγνωστική αξία των δεικτών TDI της αριστερής κοιλίας στην ικανότητα 6 λεπτών βάδισης μετά από 6
εβδομάδες παρακολούθησης, σε ασθενείς με καρδιακή ανεπάρκεια. Φαίνεται
ότι το ύψος του συστολικού κύματος (Smv) στο μιτροειδικό δακτύλιο και ο
λόγος E/Emv, που αντανακλά την τελοδιαστολική πίεση της αριστερής κοιλίας, έχουν την καλύτερη προγνωστική αξία για την εκτίμηση της ικανότητας
άσκησης των ασθενών αυτών.
ΑΑ146
Οι χαμηλές τιμές του αιματοκρίτη σχετίζονται με διαστολική
δυσλειτουργία της αριστεράς κοιλίας
σε ασθενείς με καρδιακή ανεπάρκεια
Ι. Κοτρογιάννης, Χ. Χρυσοχόου, Σ. Μπρίλη, Ι. Ανδρέου, Γ. Μεταλληνός, Κ. Ζήσιμος,
Σ. Αθανασοπούλου, Ε. Χριστοφοράτου, Χ. Πίτσαβος, Χ. Στεφανάδης
Α΄ Πανεπιστημιακή Καρδιολογική Κλινική, Γενικό Νοσοκομείο Αθηνών «Ιπποκράτειο», Αθήνα
Εισαγωγή-Σκοπός: Η αναιμία αποτελεί κοινό εύρημα σε ασθενείς με καρδιακή ανεπάρκεια και συνδυάζεται με δυσμενή πρόγνωση. Η ταχύτητα διάδοσης
ροής Vp που υπολογίζεται μέσω του έγχρωμου m-mode έχει χαρακτηριστεί
ως ένας μη-επεμβατικός τρόπος μέτρησης της χάλασης της αριστερής κοιλίας
ανεξάρτητος του προφορτίου. Στην παρούσα μελέτη ερευνήσαμε τη σχέση
μεταξύ των επιπέδων του αιματοκρίτη και των τιμών του Vp σε ασθενείς με νεοδιαγνωσθείσα καρδιακή ανεπάρκεια. Υλικό-Μέθοδος: Συμπεριλάβαμε 101
διαδοχικούς ασθενείς μέσης ηλικία 65±13 ετών με νεοδιαγνωσθείσα καρδιακή ανεπάρκεια, οι οποίοι νοσηλεύτηκαν στο νοσοκομείο μας. Όλοι οι ασθενείς
εκτιμήθηκαν υπερηχογραφικά την τρίτη ημέρα της νοσηλείας τους και έγινε
μέτρηση του Vp με τη χρήση του έγχρωμου m-mode. Αποτελέσματα: Με τη
γραμμική ανάλυση παλινδρόμησης και μετά από έλεγχο για διάφορους συγχιστές, όπως το φύλο, η ηλικία, το κλάσμα εξώθησης, το ΒΜΙ, η αρτηριακή πίεση,
το κάπνισμα, η φυσική δραστηριότητα, η κάθαρση κρεατινίνης, η ύπαρξη ή
μη Σακχαρώδους Διαβήτη φαίνεται ότι οι τιμές του αιματοκρίτη συσχετίζονται
αντίστροφα με τις τιμές του Vp (b=-0,145±0,072, p=0,05). Επιπλέον, η μείωση της τάξης του 1cm/sec στην τιμή του Vp βρέθηκε να σχετίζεται με 2πλάσια
πιθανότητα εμφάνισης αναιμίας στους ασθενείς αυτούς. Συμπεράσματα: Με
τη μελέτη αυτή φαίνεται ότι οι χαμηλές τιμές του αιματοκρίτη σχετίζονται με
προχωρημένη διαστολική δυσλειτουργία της αριστεράς κοιλίας σε ασθενείς με
νεοδιαγνωσθείσα καρδιακή ανεπάρκεια, γεγονός που ερμηνεύει και τη δυσμενή έκβαση των ασθενών με αναιμία.
104
Ελληνική Επιθεώρηση Αθηροσκλήρωσης 1(1)
ΑΑ147
Η μέτρια κατανάλωση πρωτεΐνης ελαττώνει την πιθανότητα εμφάνισης
καρδιαγγειακών συμβαμάτων σε ασθενείς με νεοδιαγνωσθείσα καρδιακή
ανεπάρκεια κατά τη διάρκεια 12μηνης παρακολούθησης
Ι. Κοτρογιάννης, Χ. Χρυσοχόου, Γ. Πούνης, Ι. Ανδρέου, Γ. Μεταλληνός, Κ. Ζήσιμος, Σ. Αθανασοπούλου,
Σ. Μπρίλη, Χ. Πίτσαβος, Χ. Στεφανάδης
Α΄ Πανεπιστημιακή Καρδιολογική Κλινική, Γενικό Νοσοκομείο Αθηνών «Ιπποκράτειο», Αθήνα
Εισαγωγή-Σκοπός: Ο ρόλος της κατανάλωσης πρωτεΐνης στην εμφάνιση
και πρόοδο καρδιαγγειακών συμβαμάτων δεν έχει ακόμα διευκρινιστεί.
Στην παρούσα μελέτη ερευνήσαμε τη σχέση μεταξύ της ποσότητας της καταναλωθείσας πρωτεΐνης και της εμφάνισης θανατηφόρου ή μη συμβάματος
κατά τη διάρκεια 12μηνης παρακολούθησης σε ασθενείς με νεοδιαγνωσθείσα καρδιακή ανεπάρκεια. Υλικό-Μέθοδος: Μελετήθηκαν 106 διαδοχικοί
ασθενείς μέσης ηλικίας 65±14 ετών με νεοδιαγνωσθείσα καρδιακή ανεπάρκεια, οι οποίοι νοσηλεύτηκαν στο νοσοκομείο μας. Καταγράψαμε διάφορους
δημογραφικούς, ανθρωπομετρικούς, διαιτητικούς παράγοντες, συνήθειες
ζωής και βιοχημικούς δείκτες. Η κατανάλωση πρωτεΐνης από τη λήψη κρέατος και γαλακτοκομικών προϊόντων υπολογίστηκε με τη χρήση ειδικού ερωτηματολογίου διατροφής και πινάκων με την περιεκτικότητα των τροφών.
Κάθε 3 μήνες και για συνολικά 12 μήνες μετά την αρχική εξέταση όλοι οι
ασθενείς επανεκτιμήθηκαν. Κυρίαρχο ερώτημα ήταν η εμφάνιση ή όχι ενός
καρδιαγγειακού συμβάματος (θάνατος ή επανεισαγωγή). Αποτελέσματα:
Ο ετήσιος ρυθμός θανατηφόρου συμβάματος ήταν 16%, ενώ το 45% των
ασθενών νοσηλεύτηκαν λόγω καρδιαγγειακού συμβάματος. Σε σύγκριση με
το μικρότερο τεταρτημόριο πρόσληψης πρωτεΐνης (<3,5 mg/dL), οι ασθενείς στο 2ο (3,6–4,5mg/dL) και στο 3ο (4,6–5,5 mg/dL) τεταρτημόριο είχαν
μικρότερο κίνδυνο εμφάνισης καρδιαγγειακού συμβάματος (RR=0,73 για
το 2ο και RR=0,51 για το 3ο, p<0,05). Επιπλέον, οι ασθενείς στο υψηλότερο τεταρτημόριο κατανάλωσης πρωτεϊνης (>5,5 mg/dL) είχαν 3,6 φορές
μεγαλύτερο κίνδυνο εμφάνισης καρδιαγγειακου συμβάματος σε σύγκριση
με αυτούς στο χαμηλότερο (p=0,09). Τα παραπάνω παρέμειναν ακόμα και
μετά από έλεγχο για πιθανούς συγχιστές (ηλικία, φύλο, ΒΜΙ και κάπνισμα).
Συμπεράσματα: Η μέτρια κατανάλωση πρωτεΐνης φαίνεται ότι προσφέρει
σημαντική καρδιοπροστασία σε ασθενείς με νεοδιαγνωσθείσα καρδιακή
ανεπάρκεια, ενώ η αυξημένη κατανάλωση συσχετίζεται με υψηλότερο καρδιαγγειακό κίνδυνο. Τα αποτελέσματα αυτά δείχνουν το σημαντικό ρόλο της
πρόσληψης πρωτεΐνης στην πρόγνωση των ασθενών αυτών.
ΑΑ148
Προγνωστική σημασία της λειτουργικότητας της δεξιάς κοιλίας
σε ασθενείς με νεοδιαγνωσθείσα καρδιακή ανεπάρκεια
Ι. Κοτρογιάννης, Χ. Χρυσοχόου, Σ. Μπρίλη, Ι. Ανδρέου, Γ. Μεταλληνός, Κ. Ζήσιμος, Σ. Αθανασοπούλου,
Ε. Χριστοφοράτου, Χ. Πίτσαβος, Χ. Στεφανάδης
Α' Πανεπιστημιακή Καρδιολογική Κλινική, Γενικό Νοσοκομείο Αθηνών «Ιπποκράτειο», Αθήνα
Εισαγωγή-Σκοπός: Η λειτουργικότητα της δεξιάς κοιλίας αποτελεί έναν
σημαντικό προγνωστικό παράγοντα για την εξέλιξη της συστολικής καρδιακής ανεπάρκειας. Επίσης, το ιστικό Doppler (TDI) προσφέρει γρήγορη
αξιολόγηση της συνολικής λειτουργίας της δεξιάς και της αριστερής κοιλίας. Σε αυτή τη μελέτη διερευνήσαμε την παρουσία συσχέτισης μεταξύ
της συστολικής λειτουργίας της δεξιάς κοιλίας, μέσω του TDI, και των κλινικών συμβαμάτων σε ασθενείς με νεοδιαγνωσθείσα καρδιακή ανεπάρκεια.
Υλικό-Μέθοδος: Μελετήθηκαν 180 διαδοχικοί ασθενείς (μέσης ηλικίας
63+/- 14 ετών) με συστολική καρδιακή ανεπάρκεια. Η υπερηχοκαρδιογραφική εκτίμηση στην 3η ημέρα νοσηλείας τους περιελάμβανε την καταγραφή της διαμιτροειδικής ταχύτητας ροής (E και A κύματα) και με το TDI την
καταγραφή του συστολικού (Smv και Stv) και των δύο διαστολικών κυμάτων
(Emv/Etv και Amv/Atv) του μιτροειδικού και του τριγλωχινικού δακτυλίου,
αντίστοιχα. Υπολογίστηκαν οι όγκοι του αριστερού κόλπου, μέγιστος κατά
το άνοιγμα της μιτροειδούς (LAmax), ελάχιστος κατά το κλείσιμο αυτής
(LAmin) και στην αρχή της κολπικής συστολής (LAp). Επίσης, μετρήθηκαν
ο τελοσυστολικός (LASV) και τελοδιαστολικός όγκος του αριστερού κόλπου
και υπολογίστηκε το κλάσμα απόδοσης (LAEF), ενώ το έργο του αριστερού κόλπου (LAKE) υπολογίστηκε από την εξίσωση 1/2xLASVx1.06xAmv2.
Χρησιμοποιήθηκε η γραμμική ανάλυση παλινδρόμησης για τη διερεύνηση
της συσχέτισης μεταξύ της συστολικής λειτουργίας της δεξιάς κοιλίας και
των συμβαμάτων στη διετία (θάνατος ή επανεισαγωγή), μετά από έλεγχο
για διάφορους συγχυστές (ηλικία, φύλο, ΒΜΙ, Smv, LAKE, LAEF, κλάσμα
εξώθησης). Αποτελέσματα: Στα δύο χρόνια μετά την έξοδο από το νοσοκομείο, 79 ασθενείς (44%) είχαν ένα σύμβαμα (25 θάνατοι). Βρέθηκε
αντίστροφη συσχέτιση ανάμεσα στο ύψος του κύματος Stv και των συμβαμάτων (b=–0,17, p=0,13, OR=84% και CI:0,737-0,965), μετά από έλεγχο για πιθανούς συγχυστές (ηλικία, φύλο, ΒΜΙ, Smv, LAKE, LAEF, κλάσμα
εξώθησης κ.ά.). Συμπεράσματα: Με τη μελέτη αυτή φαίνεται η προγνωστική σημασία του δείκτη Stv του ιστικού Doppler, ο οποίος αντανακλά τη
λειτουργικότητα της δεξιάς κοιλίας, σε ασθενείς με νεοδιαγνωσθείσα καρδιακή ανεπάρκεια.
Hellenic Journal of Atherosclerosis 1(1)
105
ΑΑ149
Αντιμετώπιση σοβαρής υπερτριγλυκεριδαιμίας
Μ. Γκιόκα, Η. Κάγκουρας, Β.Γ. Γραντζίδης, Α.Α. Κομιώτη, Φ. Τριανταφυλλοπούλου,
Ι. Σπηλιόπουλος, Α. Τζελέπης
Παθολογική Κλινική, Γενικό Νοσοκομείο Κρεστένων, Κρέστενα
Εισαγωγή-Σκοπός: Η ανταπόκριση ασθενούς με σοβαρή υπερτριγλυκεριδαιμία μετά από μονοθεραπεία με ωμέγα-3 πολυακόρεστα λιπαρά οξέα. ΥλικόΜέθοδος: Άνδρας 43 ετών αγρότης, καπνιστής και με καθημερινή χρήση
αλκοόλ (2–3 ποτήρια/ημέρα), με BMI=kg/m2 προσήλθε λόγω κοιλιακού άλγους στο τμήμα επειγόντων περιστατικών. Το άλγος εντοπιζόταν στο κυρίως
επιγάστριο με επέκταση στο αριστερό υποχόνδριο, δε συνοδευόταν από ναυτία ή έμετο. Από την αντικειμενική εξέταση διαπιστώθηκε μόνο ευαισθησία
στο επιγάστριο χωρίς άλλα σημεία οξείας κοιλίας. Αποτελέσματα: Από τον
παρακλινικό έλεγχο η Rο θώρακος και Rο κοιλίας καθώς και το ΗΚΓ ήταν κατά
φύση, ενώ από τον εργαστηριακό έλεγχο, η γενική αίματος ήταν εντός φυσιολογικών ορίων, SGOT=42, SGPT=64, γGT=72, αμυλάση ορού=μη παθολογική,
ολική χοληστερόλη (CHOL-TOT)=290, LDL=185, HDL=22, ενώ Tg=1100 mg/dL
(μακροσκοπικά γαλακτώδης όψη ορού). Ο ασθενής ετέθη σε υπολιπιδαιμική
δίαιτα και φαρμακευτική αγωγή με caps Maxepa (σε δόση 2 caps x 3 ημερισίως). Σε επανεξέταση μετά από ένα και τρεις μήνες, τα Tg ήταν 425 mg/dL
και 180 mg/dL αντίστοιχα. Συμπεράσματα: Η χορήγηση ωμέγα-3 πολυακόρεστων λιπαρών οξέων όταν συνοδεύεται με υπολιπιδαιμική δίαιτα μπορεί να
συμβάλλει στη βελτίωση του λιπιδαιμικού profil.
ΑΑ150
Ταυτόχρονη εκτίμηση του μεταγευματικού μεταβολισμού
των υδατανθράκων και των λιπών με τη χρήση του μεικτού
γεύματος της δοκιμασίας ανοχής λίπους
Μ. Μαράκη, Ν. Αγγελοπούλου, Ν. Χριστοδούλου, Κ. Αναστασίου, Δ. Παναγιωτάκος, Λ. Συντώσης
Τμήμα Επιστήμης Διαιτολογίας-Διατροφής, Χαροκόπειο Πανεπιστήμιο, Αθήνα
Εισαγωγή-Σκοπός: Οι διαταραχές στο μεταβολισμό των υδατανθράκων
και των λιπών προσδιορίζονται ξεχωριστά, με τη διεξαγωγή των δοκιμασιών
ανοχής γλυκόζης και λίπους, αντίστοιχα. Ο σκοπός της συγκεκριμένης μελέτης ήταν να διερευνηθεί εάν το μεικτό γεύμα που καταναλώνεται κατά τη
δοκιμασία ανοχής λίπους (oral fat tolerance test, OFTT) μπορεί ταυτόχρονα να χρησιμοποιηθεί για την εκτίμηση διαταραχών στο μεταβολισμό των
υδατανθράκων. Υλικό-Μέθοδος: Είκοσι εννέα παχύσαρκοι, μη-διαβητικοί
εθελοντές υποβλήθηκαν σε μια δοκιμασία ανοχής γλυκόζης (oral glucose
tolerance test, OGTT, 75 g γλυκόζης) και σε μια OFTT (86 g λίπους, 75 g
υδατανθράκων, 15 g πρωτεϊνών), με τυχαία σειρά και σε χρονική απόσταση
μεταξύ τους 1–2 εβδομάδες. Οι αποκρίσεις γλυκόζης και ινσουλίνης κατά τη
διάρκεια της OGTT και της OFTT συγκρίθηκαν με ανάλυση διακύμανσης για
επαναλαμβανόμενες μετρήσεις (ANOVA for repeated measures). Η διεγειρομένη από γλυκόζη έκκριση ινσουλίνης (overall glucose-stimulated insulin
secretion) υπολογίσθηκε ως: 2 hAUC Ινσουλίνη/2 hAUC Γλυκόζη (area under
the curve, AUC: επιφάνεια κάτω από την καμπύλη συγκέντρωσης ως προς
το χρόνο). Η ινσουλινοευαισθησία εκτιμήθηκε με το σύνθετο δείκτη ολικής
ινσουλινοευασθησίας (Matsuda's composite whole body insulin sensitivity
index). Αποτελέσματα: Οι μεταγευματικές αποκρίσεις της ινσουλίνης
δε διέφεραν στατιστικά σημαντικά (επίδραση γεύματος: p>0,05), ενώ οι
μεταγευματικές αποκρίσεις της γλυκόζης ήταν στατιστικά σημαντικά υψηλότερες κατά τη διάρκεια της OGTT σε σύγκριση με την OFTT (επίδραση
γεύματος: p<0,05), αλλά ο τύπος της καμπύλης ήταν παρόμοιος (αλληλεπίδραση γεύματος×χρόνο: p>0,05). Τα επίπεδα γλυκόζης και ινσουλίνης στο
μεταγευματικό στάδιο, η διεγειρομένη από γλυκόζη έκκριση ινσουλίνης, και
η ολική ινσουλινοευαισθησία κατά τη διάρκεια της OGTT σχετίστηκαν στατιστικά σημαντικά με τις αντίστοιχες παραμέτρους κατά τη διάρκεια της OFTT
(r=0,51–0,81, p<0,01). Συμπεράσματα: Σε παχύσαρκα άτομα το μεικτό
γεύμα που χρησιμοποιείται για την εκτίμηση διαταραχών στο μεταγευματικό μεταβολισμό του λίπους δύναται να εκτιμήσει παράλληλα και διαταραχές
στο μεταγευματικό μεταβολισμό των υδατανθράκων. Περαιτέρω μελέτες
είναι αναγκαίες για να διαπιστωθεί η εφαρμογή του σε άλλους πληθυσμούς.
106
Ελληνική Επιθεώρηση Αθηροσκλήρωσης 1(1)
ΑΑ151
N-acetylcysteine και σησαμέλαιo:
Μελέτη της ενδεχόμενης υπολιπιδαιμικής, αντιοξειδωτικής
και αντιαθηρογόνου δράσης τους σε μύες
Λ. Κορού,1 Γ. Αγρογιάννης,2 Α. Παντοπούλου,1 Ι. Βλάχος,1 Θ. Καρατζάς,1 Δ. Ηλιόπουλος,1 Δ. Περρέα1
1
Εργαστήριο Πειραματικής Χειρουργικής και Χειρουργικής Ερεύνης «ΝΣ Χρηστέας», Ιατρική Σχολή, Εθνικό & Καποδιστριακό
Πανεπιστήμιο Αθηνών, Αθήνα, 2Εργαστήριο Παθολογικής Ανατομικής, Ιατρική Σχολή,
Εθνικό & Καποδιστριακό Πανεπιστήμιο Αθηνών, Αθήνα
Εισαγωγή-Σκοπός: Η N-acetylcysteine (NAC) και το σησαμέλαιο παρουσιάζονται βιβλιογραφικά ως υποσχόμενοι υπολιπιδαιμικοί παράγοντες. Σκοπός της
μελέτης είναι η διερεύνηση της υπολιπιδαιμικής, αντιοξειδωτικής και αντιαθηρογόνου δράσης τους, σε υπερχολεστερολαιμικούς μύες. Υλικό-Μέθοδος:
Χρησιμοποιήθηκαν αρσενικοί μύες C57bl/6 ηλικίας 12 εβδομάδων που χωρίστηκαν ως εξής: ομάδα control (n=6), ομάδα υπερχολεστερολαιμικής δίαιτας
(cholesterol diet) (n=6), ομάδα στην οποία χορηγούνταν cholesterol diet και
παράλληλα στο πόσιμο νερό η ουσία NAC (n=8), και ομάδα στην οποία χορηγούνταν cholesterol diet ενισχυμένη με σησαμέλαιο (n=8). Δείγματα ορού
ελήφθησαν στην έναρξη της πειραματικής διαδικασίας και 2 μήνες μετά, κατά
την ευθανασία των μυών. Προσδιορίσθηκε το λιπιδαιμικό προφίλ των μυών
και μετρήθηκαν τα επίπεδα των ολικών υπεροξειδίων και οξειδίων αζώτου
(ΝΟ) στο αίμα. Τμήματα ήπατος και αορτής ελήφθησαν για να αξιολογηθούν
ιστολογικά. Αποτελέσματα: Οι μύες που ελάμβαναν NAC παρουσίασαν μειωμένη την ολική και LDL χοληστερόλη, σε σχέση με τους μύες της ομάδας της
χοληστερόλης. Το σησαμέλαιο δε βελτίωσε τη λιπιδαιμική εικόνα των μυών
που το ελάμβαναν, συγκριτικά με την ομάδα της χοληστερόλης. Και οι δύο
παράγοντες μείωσαν τα συνολικά υπεροξείδια στον ορό στα επίπεδα της ομάδας control, ενώ μόνο το NAC αύξησε τα επίπεδα NO. Η υπερχολεστερολαιμική
δίαιτα οδήγησε σε μεγάλου βαθμού λιπώδη διήθηση του ήπατος, η οποία ήταν
εμφανώς μειωμένη στους μύες της ομάδας NAC. Συμπεράσματα: Η χορήγηση
σησαμελαίου παρά το ότι εμφάνισε αντιοξειδωτική δραστηριότητα, δε βελτίωσε το διαταραγμένο λιπιδαιμικό προφίλ των μυών, ενώ η ουσία NAC δρώντας
αντιοξειδωτικά, παρουσίασε αντιλιπιδαιμική δράση, μειώνοντας την ηπατική
στεάτωση, ενώ παρουσίασε ενδεχόμενη αντιαθηρογόνο ικανότητα μέσω της
αύξησης των επιπέδων του NO.
ΑΑ152
Μελέτη συσχέτισης του πολυμορφισμού Α54Τ της συνδεδεμένης
με λιπαρά οξέα πρωτεΐνης 2 (FABP2) με την παιδική παχυσαρκία
στον ελληνικό πληθυσμό
Μ. Καραγλάνη, Μ. Ιορδανίδου, Γ. Ράγια, Α. Ταυρίδου, Ε.Γ. Μανωλόπουλος
Εργαστήριο Φαρμακολογίας, Ιατρική Σχολή, Δημοκρίτειο Πανεπιστήμιο Θράκης, Αλεξανδρούπολη
Εισαγωγή-Σκοπός: Οι επιπτώσεις της παιδικής παχυσαρκίας είναι πολύ σοβαρές για την παιδική υγεία, καθώς περιλαμβάνουν την εμφάνιση χρόνιων
ασθενειών, όπως ο σακχαρώδης διαβήτης τύπου 2 και καρδιαγγειακές νόσοι,
αλλά και σοβαρών ψυχολογικών επιπτώσεων. Η εμφάνιση της παχυσαρκίας
είναι μία σύνθετη διαδικασία αλληλεπίδρασης περιβαλλοντικών και γενετικών παραγόντων. Οι μελέτες διερεύνησης των γενετικών παραγόντων που
προδιαθέτουν για παιδική παχυσαρκία εστιάζουν σε γενετικούς πολυμορφισμούς των πρωτεϊνών που συμμετέχουν στο μεταβολισμό ή/και μεταφορά
των λιπαρών οξέων. Η συνδεδεμένη με λιπαρά οξέα πρωτεΐνη 2 (FABP2)
συμμετέχει στην απορρόφηση, τον ενδοκυτταρικό μεταβολισμό και τη
μεταφορά της μακριάς αλυσίδας των λιπαρών οξέων και των ακέτυλο-CoA
εστέρων στα επιθηλιακά κύτταρα του λεπτού εντέρου, αποτρέποντας τη μεταφορά αυτών στην αιματική κυκλοφορία. Ο πολυμορφισμός FABP2 Α54Τ
σχετίζεται με αλλαγές στην απορρόφηση των λιπαρών οξέων και στους βασικούς μεταβολίτες που σχετίζονται με την παχυσαρκία. Σκοπός της εργασί-
ας ήταν η διερεύνηση της πιθανής συσχέτισης του πολυμορφισμού FABP2
Α5Τ με την παιδική παχυσαρκία. Υλικό-Μέθοδος: Απομονώθηκε γενωμικό
DNA από 186 παιδιά μέσης ηλικίας 9 ετών (±3 έτη), από τα οποία 109 (68
αγόρια/41 κορίτσια) ήταν φυσιολογικού βάρους, ενώ 77 (49 αγόρια/28 κορίτσια) ήταν υπέρβαρα ή παχύσαρκα. Όλοι οι συμμετέχοντες ήταν Έλληνες. Η
γονοτύπηση του πολυμορφισμού FABP2 A54T έγινε με τη μέθοδο PCR-RFLP.
Αποτελέσματα: Ανάμεσα στις δύο ομάδες παρατηρήθηκαν διαφορές σε
ανθρωπομετρικά χαρακτηριστικά όπως το βάρος και η περιφέρεια μέσης και
ισχίων, που ήταν σημαντικά αυξημένα στα υπέρβαρα / παχύσαρκα παιδιά. Η
συχνότητα των γονοτύπων FABP2 AA, AT και TT ήταν 54%, 35,5% και 10,5%
αντίστοιχα, στα υπέρβαρα/παχύσαρκα παιδιά, ενώ στα παιδιά φυσιολογικού βάρους η συχνότητα των γονοτύπων FABP2 AA, AT και TT ήταν 45,5%,
46,4% και 8,1% αντίστοιχα. Η συχνότητα εμφάνισης των γονοτύπων δε διέφερε ανάμεσα στις δύο ομάδες (p=0,334). Συμπεράσματα: Δε βρέθηκε
συσχέτιση του πολυμορφισμού FABP2 A54T με την παιδική παχυσαρκία.
Hellenic Journal of Atherosclerosis 1(1)
107
ΑΑ153
Επίδραση της βιταμίνης D και του παράγοντα ενεργοποίησης
των αιμοπεταλίων στη μορφολογία των ποδοκυττάρων
Σ. Βερούτη,1 Ε. Φραγκοπούλου,2 Γ. Δροσοπούλου,3 Ε. Τσιλιμπάρη,3 Κ. Δημόπουλος,1 Χ. Ιατρού4
1
Τμήμα Χημείας, Εθνικό & Καποδιστριακό Πανεπιστήμιο Αθηνών, Αθήνα, 2Τμήμα Επιστήμης Διαιτολογίας – Διατροφής, Χαροκόπειο
Πανεπιστήμιο, Αθήνα, 3Ινστιτούτο Βιολογίας, Εθνικό Κέντρο Έρευνας Φυσικών Επιστημών «Δημόκριτος», Αθήνα, 4Νεφρολογικό
Κέντρο «Γ. Παπαδάκης», Γενικό Νοσοκομείο Νίκαιας, Πειραιάς
Εισαγωγή-Σκοπός: Η διατήρηση της μορφολογίας των ποδοκυττάρων
είναι εξαιρετικής σημασίας στις νεφρικές παθήσεις. Η βιταμίνη D είναι γνωστό ότι έχει πλειοτροπικές δράσεις μεταξύ των οποίων είναι και η νεφροπροστατευτική της δράση. Ο Παράγοντας-Ενεργοποίησης-Αιμοπεταλίων
(PAF) είναι ισχυρός μεσολαβητής της φλεγμονής και εμπλέκεται στις
νεφρικές παθήσεις. Σκοπός της παρούσας εργασίας είναι να μελετηθεί
η επίδραση της βιταμίνης D και του PAF στη μορφολογία και λειτουργία
των ποδοκυττάρων. Υλικό-Μέθοδος: Χρησιμοποιήσαμε κυτταρική σειρά
ανθρώπινων ποδοκυττάρων (HGEC), τα οποία καλλιεργήθηκαν σε φυσιολογικά (5 mm, HGEC: 5 mm) ή υψηλά επίπεδα γλυκόζης (25 mm, HGEC: 25
mm). Τα ποδοκύτταρα εκτέθηκαν σε βιταμίνη D (Calcijex) ή το ανάλογο της
παρικαλσιτόλη (Zemplar) σε 10-300 nM και σε 10-8 M PAF. Μετρήθηκαν
με ανοσοαποτύπωση τα επίπεδα του υποδοχέα της βιταμίνης D (VDR), της
ποδοκαλυκίνης, της CD2AP και του μεταγραικού παράγοντα WT1, με κυτταρομετρία ροής τα επίπεδα έκφρασης της νεφρίνης και της ποδοκαλυκί-
νης και τα επίπεδα mRNA του VDR και των δυο μεταγράφων του υποδοχέα
του PAF (PAFR). Αποτελέσματα: Eντοπίσθηκε το mRNA του VDR, όσο και
η αντίστοιχη πρωτεΐνη καθώς και το mRNA PAFR (transcript-2) στα HGEC.
Παρατηρήθηκε σημαντική αύξηση των επίπεδων του VDR στα HGEC: 25
mm σε σχέση με τα HGEC: 5 mm, τόσο σε επίπεδο mRNA όσο και πρωτεΐνης.
Η βιταμίνη D και η παρικαλσιτόλη αύξησαν σημαντικά τα επίπεδα mRNA
του VDR 24 ώρες στα HGEC: 5 mm και τα HGEC: 25 mm. Κανένα από τα δυο
σκευάσματα δεν επηρεάζει σημαντικά τα επίπεδα έκφρασης της CD2AP και
του WT1. Ωστόσο, στα HGEC: 5 mm η βιταμίνη D και η παρικαλσιτόλη αυξάνει τα επίπεδα έκφρασης της ποδοκαλυκίνης μετά από 4 μέρες. Ο PAF
μείωσε τα επίπεδα έκφρασης της νεφρίνης στις 4 ώρες. Συμπεράσματα:
Η βιταμίνη D και το ανάλογό της λειτουργούν προστατευτικά στη διατήρηση και λειτουργία των ποδοκυττάρων τόσο σε νορμο- όσο και σε υπερ-γλυκαιμία. Ο φλεγμονώδεις παράγοντας PAF επιδρά αρνητικά στη μορφολογία
των ποδοκυττάρων.
ΑΑ154
Συσχέτιση του πολυμορφισμού -2518A>G του γονιδίου MCP-1
(Monocyte Chemoattractant Protein 1) με την εμφάνιση ισχαιμικού
εγκεφαλικού επεισοδίου
Ε. Γιαννακοπούλου,1 Γ. Ράγια,1 Ε.Γ. Μανωλόπουλος,1 Α. Ταυρίδου,1 I. Eλλούλ,2 Σ. Μαρούση2
1
Εργαστήριο Φαρμακολογίας, Ιατρική Σχολή, Δημοκρίτειο Πανεπιστήμιο Θράκης, Αλεξανδρούπολη, 2Νευρολογική Κλινική
Πανεπιστημίου Πάτρας, Πάτρα
Εισαγωγή-Σκοπός: Η προσκόλληση και συσσώρευση λευκοκυττάρων απο- MCP-1 και έχει προσελκύσει έντονο ενδιαφέρον στη διερεύνηση του γενετελεί καθοριστικό βήμα στην εμφάνιση φλεγμονής και την ανάπτυξη αθηρο- τικού υπόβαθρου των αθηροσκληρωτικών νόσων. Σκοπός της παρούσας
σκλήρωσης. Η διαδικασία αυτή ελέγχεται πρωτίστως από τις χημειοελκτικές εργασίας είναι η μελέτη της πιθανής συσχέτισης του πολυμορφισμού MCP-1
κυτταροκίνες (χημειοκίνες). Η χημειοελκτική πρωτεΐνη 1 των μονοκυτάρων -2518A>G με την εμφάνιση ισχαιμικού εγκεφαλικού επεισοδίου (ΙΕΕ). Υλικό(MCP-1) είναι η πιο σημαντική χημειοκίνη που ρυθμίζει τη μετανάστευση και
Μέθοδος: Απομονώθηκε γενωμικό DNA από 146 άτομα με ΙΕΕ και από 146
διείσδυση των μονοκυττάρων και μακροφάγων στους ιστούς. Η πρωτεΐνη άτομα χωρίς κλινικά ευρήματα ΙΕΕ που συνιστούν την ομάδα ελέγχου. Όλοι
MCP-1 ανιχνεύεται σε αυξημένη συγκέντρωση στον άνθρωπο στις αθηρο- οι συμμετέχοντες ήταν Έλληνες. Η γονοτύπηση του πολυμορφισμού MCP-1
σκληρωτικές πλάκες και ειδικότερα στις αθηροσκληρωτικές αποθέσεις που -2518A>G έγινε με τη μέθοδο PCR-RFLP. Αποτελέσματα: Δεν παρατηρήθηείναι πλούσιες σε μακροφάγα. Η υπερέκφραση της MCP-1 σχετίζεται με καν διαφορές σε ανθρωπομετρικά και βιοχημικά χαρακτηριστικά ανάμεσα
το σχηματισμό αθηροσκληρωτικών αποθέσεων και με αυξημένη απόθεση στις δύο ομάδες. Στην ομάδα ασθενών με ΙΕΕ η συχνότητα των γονοτύπων
οξειδωμένων λιπιδίων και μακροφάγων στις αθηροσκληρωτικές περιοχές. MCP-1 -AA, AG και GG ήταν 55,5%, 42,4% και 2,1% αντίστοιχα, ενώ στην
Γενετικοί πολυμορφισμοί της MCP-1 έχουν συσχετιστεί με την εμφάνιση και ομάδα ελέγχου η συχνότητα των γονοτύπων MCP-1 AA, AG και GG ήταν
πρόοδο καρδιαγγειακών νόσων καθώς και με επιπλοκές της αθηροσκλή- 47,6%, 46,2% και 6,2% αντίστοιχα. Η συχνότητα εμφάνισης των γονοτύπων
ρωσης. Ειδικότερα, ο λειτουργικός πολυμορφισμός -2518A>G του γονιδίου δε διέφερε ανάμεσα στις δύο ομάδες (p=0,126). Συμπεράσματα: Δε βρέτης MCP-1 σχετίζεται με αυξημένη έκφραση και ποσότητα της πρωτεΐνης θηκε συσχέτιση του πολυμορφισμού MCP-1 -2518A>G με την εμφάνιση ΙΕΕ.
108
Ελληνική Επιθεώρηση Αθηροσκλήρωσης 1(1)
ΑΑ155
Συσχέτιση του πολυμορφισμού -1639G>A του γονιδίου VKORC1
(Vitamin k Epoxide Reductase Subunit 1) με την εμφάνιση ισχαιμικού
εγκεφαλικού επεισοδίου
Γ. Ράγια,1 Α. Ταυρίδου,1 Ε.Γ. Μανωλόπουλος,1 I. Eλλούλ,2 Σ. Μαρούση2
1
Εργαστήριο Φαρμακολογίας, Ιατρική Σχολή, Δημοκρίτειο Πανεπιστήμιο Θράκης, Αλεξανδρούπολη, 2Νευρολογική Κλινική
Πανεπιστημίου Πάτρας, Πάτρα
Εισαγωγή-Σκοπός: Η υπομονάδα 1 του συμπλόκου της αναγωγάσης του επο- σχέτιση του πολυμορφισμού VKORC1 -1639G>A με τον κίνδυνο εμφάνισης ΙΕΕ.
ξειδίου της βιταμίνης Κ (VKORC1) είναι το υπεύθυνο ένζυμο για την ολοκλήρωση Υλικό-Μέθοδος: Απομονώθηκε γενωμικό DNA από 146 άτομα με ΙΕΕ και από
της μετατροπής του εποξειδίου της βιταμίνης Κ σε υδροκουινόνη της βιταμίνης 146 άτομα χωρίς κλινικά ευρήματα ΙΕΕ που συνιστούν την ομάδα ελέγχου. Όλοι
Κ και τη μετα-μεταφραστική γ-καρβοξυλίωση των Gla-πρωτεϊνών που συμμετέ- οι συμμετέχοντες ήταν Έλληνες. Η γονοτύπηση του πολυμορφισμού VKORC1
χουν στον καταρράκτη της πήξης και την επασβέστωση των αρτηριών. Γενετικοί -1639G>A έγινε με τη μέθοδο PCR-RFLP. Αποτελέσματα: Δεν παρατηρήθηκαν
πολυμορφισμοί του VKORC1 έχουν συσχετιστεί με την εμφάνιση ευαισθησίας διαφορές σε ανθρωπομετρικά και βιοχημικά χαρακτηριστικά ανάμεσα στις δύο
στα κουμαρινικά αντιπηκτικά καθώς και με την εμφάνιση καρδιαγγειακών ομάδες. Στην ομάδα ασθενών με ΙΕΕ η συχνότητα των γονοτύπων VKORC1 GG,
νόσων και επιπλοκών της αθηροσκλήρωσης. Ο λειτουργικός πολυμορφισμός GA και ΑΑ ήταν 33,6%, 41,1% και 25,3% αντίστοιχα, ενώ στην ομάδα ελέγχου η
VKORC1 -1639G>A σχετίζεται με μειωμένη έκφραση, ποσότητα και ενεργότη- συχνότητα των γονοτύπων VKORC1 GG, GA και ΑΑ ήταν 31,5%, 48,6% και 19,9%
τα της πρωτεΐνης VKOR. Κατά συνέπεια, φορείς του πολυμορφισμού VKORC1 αντίστοιχα. Η συχνότητα εμφάνισης των γονοτύπων δε διέφερε ανάμεσα στις
-1639G>A ενδεχομένως εμφανίζουν ελλιπή γ-καρβοξυλίωση των Gla-πρωτε- δύο ομάδες (p=0,370). Συμπεράσματα: Δε βρέθηκε συσχέτιση του πολυμορϊνών. Δεδομένου ότι η επασβέστωση των αρτηριών, που αποτελεί αίτιο αλλά φισμού VKORC1 -1639G>A με την εμφάνιση ΙΕΕ. Ωστόσο, ποσοστό 22,6% του
και εύρημα των ισχαιμικών εγκεφαλικών επεισοδίων (ΙΕΕ), είναι αποτέλεσμα πληθυσμού της μελέτης φέρει το γονότυπο VKORC1 -1639ΑΑ και είναι πιθανό να
της ελλιπούς γ-καρβοξυλίωσης των Gla-πρωτεϊνών, μελετήσαμε την πιθανή συ- εμφανίσει ευαισθησία κατά τη χορήγηση κουμαρινικών αντιπηκτικών.
ΑΑ156
Η μεσογειακού τύπου διατροφή αποτελεί προστατευτικό παράγοντα
στην εμφάνιση καταθλιπτικής συνδρομής και καρδιαγγειακών συμβάντων
σε ασθενείς με νεοδιαγνωσθείσα καρδιακή ανεπάρκεια
Ι. Κοτρογιάννης, Χ. Χρυσοχόου, Γ. Πούνης, Ι. Ανδρέου, Γ. Μεταλληνός, Κ. Ζήσιμος, Σ. Αθανασοπούλου,
Σ. Μπρίλη, Χ. Πίτσαβος, Χ. Στεφανάδης
Α' Πανεπιστημιακή Καρδιολογική Κλινική, Γενικό Νοσοκομείο Αθηνών «Ιπποκράτειο», Αθήνα
Εισαγωγή-Σκοπός: Οι ασθενείς με καρδιακή ανεπάρκεια παρουσιάζουν
συχνά κατάθλιψη, η οποία επιδεινώνει την πρόγνωση. Η μεσογειακή διατροφή αποτελεί προστατευτικό παράγοντα στην ανάπτυξη καρδιαγγειακών
νοσημάτων. Στη μελέτη αυτή διερευνήσαμε το ρόλο των βραχυπρόθεσμων
συμπτωμάτων κατάθλιψης στη μακρόχρονη πρόγνωση σε ασθενείς με καρδιακή ανεπάρκεια. Υλικό-Μέθοδος: Καταγράψαμε 180 διαδοχικούς ασθενείς
(17% γυναίκες, ηλικίας 63±14) με νεοδιαγνωσθείσα καρδιακή ανεπάρκεια.
Αξιολογήσαμε μεταξύ άλλων κοινωνικοδημογραφικά χαρακτηριστικά, διατροφικές συνήθειες, συνήθειες τρόπου ζωής, παράγοντες κινδύνου καρδιαγγειακών νόσων, βιοχημικούς δείκτες και συμπτωματολογία κατάθλιψης
κατά τον τελευταίο μήνα μέσω του CES-D scale (ερωτηματολόγιο αυτοεξέτασης σχεδιασμένο να αξιολογεί τα συμπτώματα της κατάθλιψης στο γενικό
πληθυσμό). Ένα σκορ που αξιολογεί τα χαρακτηριστικά της μεσογειακής διατροφής υπολογίστηκε για κάθε ασθενή. Η γραμμική ανάλυση παλινδρόμησης
χρησιμοποιήθηκε για να αξιολογήσει τη συσχέτιση μεταξύ συμπτωμάτων
κατάθλιψης, διατροφικών συνηθειών και της μακροπρόθεσμης πρόγνωσης
στη διετία στους ασθενείς αυτούς, μετά από έλεγχο για διάφορους συγχυστές. Αποτελέσματα: Στα 2 χρόνια 79 ασθενείς (44%) είχαν ένα σύμβαμα
(25 θανατηφόρο). Οι ασθενείς που βρίσκονταν στο υψηλότερο τριτημόριο
εμφάνισης καταθλιπτικών συμπτωμάτων είχαν μεγαλύτερη συχνότητα εμφάνισης καρδιαγγειακών συμβαμάτων (61% αντί 42%), μεγαλύτερη επίπτωση
διαβήτη (33% αντί 20%), οριακά χαμηλότερο σκορ μεσογειακής διατροφής
(28,7±4 αντί 29±4), μεγαλύτερη ηλικία (64±15 αντί 60±15), χαμηλότερο
ΒΜΙ (25,6±3,4 αντί 28,7±6) και ακολουθούσαν καθιστική ζωή (60% αντί
39%, p=0,05) συγκριτικά με τους ασθενείς στο χαμηλότερο τριτημόριο. Η
ανάλυση δεν έδειξε στατιστικά σημαντική διαφορά στην εμφάνιση κλινικών
συμβαμάτων και στην παρουσία κατάθλιψης μετά από έλεγχο για διάφορους
συγχυστές (p=0,564). Όταν στρωματοποιήσαμε την ανάλυσή μας σύμφωνα
με τα τριτημόρια του διατροφικού σκορ, η καταθλιπτική συνδρομή παρέμεινε
στατιστικά σημαντική μόνο στους ασθενείς που βρίσκονταν στο χαμηλότερο
τριτημόριο του διατροφικού σκορ (beta=0,65, p=0,005). Συμπεράσματα:
Η βραχυπρόσθεσμη εμφάνιση καταθλιπτικής συνδρομής σχετίζεται με επιδείνωση της μακροπρόθεσμης πρόγνωσης σε ασθενείς με νεοδιαγνωσθείσα
καρδιακή ανεπάρκεια. Αντίθετα, η υιοθέτηση του μεσογειακού τύπου διατροφής φαίνεται να αποτελεί προστατευτικό παράγοντα στην εμφάνιση καταθλιπτικής συνδρομής και καρδιαγγειακών συμβαμάτων στους ασθενείς αυτούς.
Hellenic Journal of Atherosclerosis 1(1)
109
ΑΑ157
Επίδραση του αναλόγου της βιταμίνης D, παρικαλσιτόλης, στον παράγοντα ενεργοποίησης αιμοπεταλίων σε ασθενείς υπό αιμοκάθαρση
Σ. Βερούτη,1 Α. Τσούπρας,1 Φ. Αλεβιζοπούλου,2 Π. Καλοχαιρέτης,2 Κ. Δημόπουλος,1 Χ. Ιατρού2
1
Τμήμα Χημείας, Εθνικό & Καποδιστριακό Πανεπιστήμιο Αθηνών, Αθήνα, 2Νεφρολογικό Κέντρο «Γ. Παπαδάκης», Γενικό Νοσοκομείο
Νίκαιας, Πειραιάς
Εισαγωγή-Σκοπός: Σειρά μελετών υποστηρίζουν τις πλειοτροπικές ευεργετικές δράσεις της παρικαλσιτόλης. Σκοπός της παρούσης εργασίας
είναι η διερεύνηση της επίδρασης της παρικαλσιτόλης στον ΠαράγονταΕνεργοποίησης-Αιμοπεταλίων (PAF), έναν ισχυρό μεσολαβητή της φλεγμονής, που εμπλέκεται στην πρόκληση και εξέλιξη νεφρικής βλάβης και
των επαγόμενων από αυτή καρδιαγγειακών επιπλοκών. Υλικό-Μέθοδος:
Μελετήθηκε in vitro η επίδραση παρικαλσιτόλης στην προκαλούμενη από
τον PAF και τη θρομβίνη συσσώρευση πλυμένων αιμοπεταλίων και πλάσματος πλούσιο σε αιμοπετάλια κουνελιού. Μελετήθηκαν οι δραστικότητες
των βιοσυνθετικών ενζύμων, Φωσφοχολινοτρανσφεράση (PAF-CPT) και
Ακετυλοτρανσφεράση (Lyso-PAF-AT) του PAF, λευκοκυττάρων και αιμοπεταλίων, αλλά και του αποικοδομητικού ενζύμου Ακετυλοϋδρολάση του PAF
(PAF-AH) στο πλάσμα και στα έμμορφα συστατικά του αίματος αιμοκαθαρούμενων ασθενών πριν και 1 μήνα μετά τη χορήγηση 2 μg παρικαλσιτόλης/
ημέρα. Κατά τη χρονική αυτή περίοδο οι παράμετροι αιμοκάθαρσης και λοιπής αγωγής διατηρήθηκαν οι ίδιες. Η σύγκριση ενζυμικών δραστικοτήτων
επετεύχθη με t-τεστ, ενώ η αναζήτηση συσχετίσεων με κριτήριο Spearman.
Αποτελέσματα: Η παρικαλσιτόλη παρουσιάζει ισχυρή ανασταλτική επίδραση στον PAF, συγκρίσιμη με αυτήν κλασικών αναστολέων του, αλλά και
έναντι της θρομβίνης. Η χορήγηση παρικαλσιτόλης σε αιμοκαθαρούμενους
ασθενείς προκάλεσε σημαντική μείωση της δραστικότητας της PAF-CPT
στα λευκοκύτταρα και στα αιμοπετάλια. Η δραστικότητα της Lyso-PAF-AT
παρέμεινε σταθερή, ενώ επήλθε στατιστικώς σημαντική αύξηση της δραστικότητας της PAF-AH λευκοκυττάρων, η οποία παρέμεινε σταθερή στα
αιμοπετάλια και στο πλάσμα, ενώ μειώθηκε στα ερυθροκύτταρα. Επιπλέον,
παρατηρήθηκαν συσχετίσεις μεταξύ των μεταβολικών ενζύμων του PAF
μετά τη χορήγηση παρικαλσιτόλης, οι οποίες δεν παρατηρήθηκαν πριν.
Συμπεράσματα: Η ανασταλτική επίδραση της παρικαλσιτόλης έναντι τόσο
του PAF όσο και της θρομβίνης σε συνδυασμό με την ικανότητά της να προκαλεί μετατόπιση του μεταβολισμού του PAF προς την κατεύθυνση μείωσης/
επαναφοράς των επιπέδων του, μετά από χορήγησή της σε ασθενείς υπό αιμοκάθαρση, υποδεικνύουν μια αντιφλεγμονώδη ιδιότητα που ίσως αποτελεί
μία από της ευεργετικές πλειοτροπικές δράσεις των εκδόχων της βιταμίνης
D σε νεφρικές παθήσεις και στις επαγόμενες καρδιαγγειακές επιπλοκές.
ΑΑ158
Υπολογισμός του ρυθμού σπειραματικής διήθησης με τη νέα CKD-EPI
εξίσωση σε ασθενείς με σακχαρώδη διαβήτη τύπου 2
Φ. Ηλιάδης,1 Α. Ντέμκα,1 Τ. Διδάγγελος,1 Α. Μακέδου,2 Χ. Μαργαριτίδης,1 Ε. Μοραλίδης,3
Κ. Μακέδου,2 Α. Γκοτζαμάνη-Ψαράκου,3 Δ. Γρέκας1
1
Α΄ Προπαιδευτική Παθολογική Κλινική Αριστοτέλειου Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης, Πανεπιστημιακό Γενικό Νοσοκομείο
Θεσσαλονίκης ΑΧΕΠΑ, Θεσσαλονίκη , 2Εργαστήριο Λιπιδίων, Β΄ Παιδιατρική Κλινική Αριστοτέλειου Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης,
Πανεπιστημιακό Γενικό Νοσοκομείο Θεσσαλονίκης ΑΧΕΠΑ, Θεσσαλονίκη, 3Εργαστήριο Πυρηνικής Ιατρικής Αριστοτέλειου
Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης, Πανεπιστημιακό Γενικό Νοσοκομείο Θεσσαλονίκης ΑΧΕΠΑ, Θεσσαλονίκη
Εισαγωγή-Σκοπός: Ο υπολογισμός του ρυθμού σπειραματικής διήθησης
(GFR) με την εξίσωση MDRD (Modification of Diet in Renal Disease) παρουσιάζει γνωστά μειονεκτήματα. Πρόσφατα προτάθηκε μία νέα εξίσωση, η CKDEPI, που φαίνεται ότι βελτιώνει τον υπολογισμό του GFR σε σχέση με τη MDRD
εξίσωση. Ωστόσο, η εγκυρότητα της νέας εξίσωσης δεν έχει τεκμηριωθεί σε
διαφορετικές ομάδες ασθενών. Έτσι, συγκρίναμε τη MDRD με τη CKD-EPI εξίσωση σε ηλικιωμένους ασθενείς με σακχαρώδη διαβήτη (ΣΔ) τύπου 2. ΥλικόΜέθοδος: Μελετήσαμε 368 ασθενείς με ΣΔ τύπου 2 (45,7% άνδρες, ηλικία
65±10 έτη, BMI 30,7± 5,1 kg/m2, HbA1c 7,0±1,5%). Ο GFR μετρήθηκε με την
πλασματική κάθαρση του 51Cr-EDTA (mGFR), με την MDRD εξίσωση και με τη
CKD-EPI εξίσωση. Αποτελέσματα: Ο mGFR ήταν 72,0±22,3 mL/min/1,73
m2, ο MDRDGFR ήταν 84,6±25,0 mL/min/1,73 m2 και ο CKD-EPIGFR ήταν
83,0±20,3 mL/min/1,73 m2 (p<0,05 για διαφορά από mGFR). Το 95,1% και το
95,1% των υπολογισθέντων τιμών για MDRDGFR και CKD-EPIGFR αντίστοιχα,
βρίσκονται μέσα στο ±1,96SD της μέσης διαφοράς. Το σφάλμα (bias-μέση διαφορά μεταξύ υπολογιζόμενου GFR και mGFR) ήταν 12,1 και 10,5 mL/min/1,73
m2 για MDRDGFR και CKD-EPIGFR αντίστοιχα (p<0,05). Η πιστότητα (PrecisionSD του σφάλματος) ήταν 16,5 και 13,8 mL/min/1,73 m2 για MDRDGFR και CKDEPIGFR αντίστοιχα (p<0,05). Η ακρίβεια (Accuracy) 10% (ποσοστό των υπολογιζόμενων τιμών του GFR που διαφέρουν λιγότερο από ±10% από το mGFR)
ήταν 28,5% και 34,8% για MDRDGFR και CKD-EPIGFR αντίστοιχα (p>0,05). Η
ακρίβεια 30% (ποσοστό των υπολογιζόμενων τιμών του GFR που διαφέρουν
λιγότερο από ±30% από το mGFR) ήταν 69,1% και 72,4% για MDRDGFR και
CKD-EPIGFR αντίστοιχα (p>0,05). Συμπεράσματα: Η νέα CKD-EPI εξίσωση
παρουσιάζει μικρότερο σφάλμα, μεγαλύτερη πιστότητα αλλά την ίδια ακρίβεια 10% και 30% σε σχέση με την MDRD εξίσωση. Το αποτέλεσμα αυτό υποστηρίζει τη χρησιμοποίηση της νέας εξίσωσης για τον υπολογισμό του GFR σε
ασθενείς με ΣΔ τύπου 2.
110
Ελληνική Επιθεώρηση Αθηροσκλήρωσης 1(1)
ΑΑ159
Η επίδραση της ροσουβαστατίνης και ατορβαστατίνης στα επίπεδα
λεπτίνης, δεικτών φλεγμονής και ινσουλινοαντιστάσης.
Τυχαιοποιημένη συγκριτική μελέτη
Π. Αναγνωστής,1 Δ. Σελαλματζίδου,1 Σ. Πολύζος,1 Α. Παναγιώτου,1 Α. Σλαβάκης,2
Β. Ζουρνατζή,3 Μ. Κήτα1
1
Ενδοκρινολογική Κλινική, Γενικό Νοσοκομείο Θεσσαλονίκης «Ιπποκράτειο», Θεσσαλονίκη, 2Τμήμα Βιοχημείας, Μικροβιολογικό
Εργαστήριο, Γενικό Νοσοκομείο Θεσσαλονίκης «Ιπποκράτειο», Θεσσαλονίκη, 3Βιοχημικό Εργαστήριο, Β' & Γ΄ Μαιευτική
Γυναικολογική Κλινική Αριστοτέλειου Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης, Γενικό Νοσοκομείο Θεσσαλονίκης «Ιπποκράτειο», Θεσσαλονίκη
Εισαγωγή-Σκοπός: Οι στατίνες έχουν συσχετισθεί με σειρά πλειοτροπικών δράσεων, όπως η ευνοϊκή επίδραση στα επίπεδα των αδιποκινών, της
C-αντιδρώσας πρωτεΐνης (CRP) και στη νεφρική λειτουργία. Η επίδρασή τους
στο γλυκαιμικό προφίλ και στην ινσουλινοαντίσταση δεν είναι ακόμα γνωστή.
Υλικό-Μέθοδος: Προοπτική ανοιχτή τυχαιοποιημένη μελέτη ασθενών με δυσλιπιδαιμία, χωρίς προηγούμενη λήψη υπολιπιδαιμικής αγωγής ή συνυπάρχοντα σακχαρώδη διαβήτη. Οι ασθενείς έλαβαν 10 mg ροσουβαστατίνης ή 20mg
ατορβαστατίνης ημερησίως και μετρήθηκε η επίδρασή τους στα επίπεδα λιπιδίων, λεπτίνης, υψηλής ευαισθησίας CRP (hsCRP), στο ρυθμό σπειραματικής
διήθησης (eGFR) καθώς και στα επίπεδα γλυκόζης νηστείας, HbA1c και δείκτη
ΗΟΜΑ, στην αρχή, στον 1ο και 3ο μήνα αγωγής. Αποτελέσματα: 18 ασθενείς έλαβαν ροσουβαστατίνη και 19 ατορβαστατίνη. Δεν υπήρχαν διαφορές
στα βασικά χαρακτηριστικά και τις βιοχημικές παραμέτρους κατά την έναρξη
θεραπείας. Όσον αφορά στα λιπίδια, παρατηρήθηκε στατιστικώς σημαντική
ελάττωση στην ολική χοληστερόλη, τριγλυκερίδια, LDL στις 2 ομάδες και του
eGFR στην ομάδα της ατορβαστατίνης (p=0,037). Για το eGFR η προσαρμογή
κατά Bonferonni δεν απέδωσε σημαντικότητα, παρότι υπήρξε τάση ελάττωσης από τον πρώτο μήνα. Σχετικά με το δείκτη HOMΑ, παρατηρήθηκε στατιστικώς σημαντική ελάττωση (p=0,008) καθώς και στην ινσουλίνη (p=0,005)
μόνο στην ομάδα της ροσουβαστατίνης. Οι διαφορές έγιναν σημαντικές κατά
τον τρίτο μήνα. Δεν παρατηρήθηκαν στατιστικώς σημαντικές διαφορές στις
υπόλοιπες παραμέτρους (HbA1c, hsCRP). Όσον αφορά στη λεπτίνη, υπήρξε
μια μη-σημαντική τάση ελάττωσης τον πρώτο μήνα και επάνοδο στα αρχικά
επίπεδα τον τρίτο στην ομάδα της ροσουβαστατίνης, κάτι που δεν παρατηρήθηκε στην ομάδα της ατορβαστατίνης. Συγκριτικά με την ατορβαστατίνη, η
ροσουβαστατίνη μείωσε περισσότερο τα επίπεδα λεπτίνης τον 1ο και 3ο μήνα
(p=0,013 και p=0,03 αντίστοιχα) και τα επίπεδα ινσουλίνης (p=0,019) και δείκτη ΗΟΜΑ (p=0,006) τον 3ο μήνα. Συμπεράσματα: Υπήρξε μία ευνοϊκή επίδραση της ροσουβαστατίνης στο δείκτη ινσουλινοαντίστασης και στα επίπεδα
της λεπτίνης, σημαντικά μεγαλύτερη από την ατορβαστατίνη. Η επίδραση των
δύο στατινών στα επίπεδα σακχάρου, HbA1c, eGFR και δεικτών φλεγμονής
ήταν ουδέτερη.
ΑΑ160
Comparison of fibrate, ezetimibe, low- and high-dose statin therapy
for the dyslipidemia of the metabolic syndrome in a mouse model
K.I. Paraskevas,1,2 A. Pantopoulou,1 I. Vlachos,1 G. Agrogiannis,3 D. Tzivras,1 D. Iliopoulos,1
G. Karatzas,4 D.P. Mikhailidis,5 D.N. Perrea1
1
Laboratory of Experimental Surgery and Surgical Research "N.S. Christeas", Medical School, National & Kapodistrian University of
Athens, Athens, Greece, 2Department of Vascular Surgery, Red Cross Hospital, Athens, Greece, 31st Department of Pathology, Medical
School, National & Kapodistrian University of Athens, Athens, Greece, 43rd Department of Surgery, Medical School, National &
Kapodistrian University of Athens, Athens, Attikon University Hospital, Athens, Greece, 5Department of Clinical Biochemistry (Vascular
Disease Prevention Clinics), Royal Free Hospital Campus, Medical School, University College London (UCL), London, UK
Aim: The drug mono- or combination therapy for the optimal management
of the dyslipidemia of the Metabolic Syndrome (MetS) is not defined. We
compared the efficacy of 4 drug regimes for the management of the
dyslipidemia of MetS in a mouse model. Methods: A total of 60 C57Bl6
mice comprised the study group. The first 10 received normal mouse food
for the whole experiment (placebo group). The remaining 50 mice received
atherogenic diet for 14 weeks for the development of the MetS. The mice were
then divided into 5 groups: the 1st group continued receiving atherogenic diet
for another 8 weeks, while the other 4 groups received atherogenic diet plus
ezetimibe, fibrate, low- and high-dose statin respectively. The lipid profile
change was recorded at all stages. All mice were euthanized at the end of the
experiment. Results: High-dose statin therapy achieved the most optimal
lipid profile compared with fibrate, ezetimibe and low-dose statin therapy.
High-dose statin therapy also had the biggest impact on weight reduction
compared with fibrate, ezetimibe and low-dose statin therapy. High-dose
statin therapy reduced the lipid profile in almost pre-atherogenic diet levels.
Conclusions: High-dose statin therapy may achieve more optimal lipid levels
in a mouse model of dyslipidemia. Extrapolating these results to humans
may mean that high-dose statin therapy may achieve a more optimal lipid
profile compared with fibrate, ezetimibe and low-dose statin therapy. These
beneficial effects should be counterbalanced against the occurrence of
adverse events resulting from each drug therapy.
Hellenic Journal of Atherosclerosis 1(1)
111
ΑΑ161
Cholesteryl ester transfer protein gene polymorphisms
and longevity syndrome
M. Stamatelatou,1 I. Vasiliadis,1 K. Anagnostopoulou,1 C. Mihas,2 V. Kolovou,1 P. Kostakou,1
O. Diakoumakou,1 D.P Mikhailidis,3 G. Kolovou,1 D.V. Cokkinos1
1
1st Cardiology Department, Onassis Cardiac Surgery Center, Athens, Greece, 2Ιnternal Medicine Department, General Hospital of
Kimi, Kimi, Greece, 3Department of Clinical Biochemistry (Vascular Prevention Clinic), Royal Free Campus, Medical School, University
College London (UCL), London, UK
Aim: High levels of high density lipoprotein (HDL) cholesterol are associated
with a decreased risk of coronary heart disease (CHD). Subjects with high
levels of HDL cholesterol (>70 mg/dL; 1.79 mmol/L) as well as high levels
of low density lipoprotein (LDL) cholesterol, could represent a group
with longevity syndrome (LS). Since HDL particles are influenced by
cholesteryl ester transfer protein (CETP) activity, it is worth studying the
CETP polymorphism. The aim of the study was to detect whether 2 genetic
variants of the CETP are associated with the LS. Methods: The study
population consisted of 136 unrelated men and women with no personal
and family history of CHD; 69 met the criteria for LS and 67 did not meet
these criteria and had “normal” HDL cholesterol (>40 and <70 mg/dL; >1.03
and <1.79 mmol/L). All patients were genotyped for the TaqIB and I405V
polymorphisms. Results: The B2 allele frequency of TaqIB polymorphism
was higher in the LS in comparison with the non-LS group (p=0,03) whereas
B1 allele frequency was higher in the non-LS group (p=0,03). Conclusions:
In the future, gene polymorphisms (e.g. TaqIB) may help determine the need
for treatment. The identification of genes that predispose to longevity might
lead to insights into the cellular pathways involved in ageing.
ΑΑ162
Εκτίμηση του βαθμού επίτευξης των επιπέδων στόχων,
στο λιπιδαιμικό προφίλ ασθενών με οικογενή υπερχοληστερολαιμία
Β. Μεταξά, Ι. Σκούμας, Χ. Πίτσαβος, Ε. Οικονόμου, Χ. Χρυσοχόου, Ε. Τσετσέκου,
Κ. Μασούρα, Χ. Στεφανάδης
Α΄ Καρδιολογική Κλινική, Εθνικό & Καποδιστριακό Πανεπιστήμιο Αθηνών, Γενικό Νοσοκομείο Αθηνών «Ιπποκράτειο», Αθήνα
Εισαγωγή-Σκοπός: Οι ασθενείς με οικογενή υπερχοληστερολαιμία αντιμετωπίζουν αυξημένο κίνδυνο εμφάνισης πρώιμης καρδιαγγειακής νόσου. Οι τελευταίες κατευθυντήριες οδηγίες (NICE) συνιστούν την αντιμετώπιση αυτής της
ομάδας ασθενών ως υψηλού κινδύνου και την περαιτέρω μείωση των επιπέδων της LDL<100 mg/dL. Σκοπός: Η εκτίμηση του βαθμού επίτευξης των επιπέδων στόχων της LDL χοληστερόλης, σε ασθενείς με οικογενή υπερχοληστερολαιμία. Υλικό-Μέθοδος: Μελετήσαμε 443 ασθενείς με ετερόζυγο οικογενή
υπερχοληστερολαιμία (172 άνδρες, 271 γυναίκες), μέσης ηλικίας 40,48±15 έτη.
Καταγράφηκαν οι βιοχημικές παράμετροι και τα λιπίδια του ορού πριν και μετά την έναρξη φαρμακευτικής αγωγής και αξιολογήθηκε ο βαθμός επίτευξης
των επιπέδων στόχων της LDL<100 mg/dL. Αποτελέσματα: Το μεγαλύτερο
ποσοστό των ασθενών βρίσκονταν υπό θεραπεία με στατίνη. Η κατά ζεύγη
t-test ανάλυση έδειξε ότι τα επίπεδα της ολικής χοληστερόλης, LDL, Apo-B,
Lp(a) ελαττώθηκαν κατά μέσο όρο κατά 33%, 42,5%, 37,1% και 14% αντίστοιχα (p<0,001), ενώ τα επίπεδα της HDL αυξήθηκαν κατά μέσο όρο 9,9%
(p<0,001). Το 14% των ασθενών (55 άτομα) πέτυχε επίπεδα LDL χοληστερόλης
<100 mg/dL. Από αυτό το ποσοστό, το 64,5% έπαιρναν συνδυασμένη αγωγή
(διπλή ή τριπλή αγωγή με στατίνη, εζετιμίμπη, ρητίνη). Σε όσους δεν κατάφεραν να επιτύχουν επίπεδα LDL<100 mg/dL μελετήσαμε την επίτευξη ενός δευτερεύοντα στόχου, όπως προτείνεται από τις κατευθυντήριες οδηγίες (μείωση
της LDL>50%) και διαπιστώσαμε ότι το 65,5% των ασθενών πέτυχαν αυτό
το στόχο. Από αυτό το ποσοστό, το 79,8% έπαιρναν συνδυασμένη θεραπεία.
Συμπεράσματα: Μόνο ένα μικρό ποσοστό ασθενών με οικογενή υπερχοληστερολαιμία επιτυγχάνουν επίπεδα LDL<100 mg/dL.
112
Ελληνική Επιθεώρηση Αθηροσκλήρωσης 1(1)
ΑΑ163
Μεσογειακό διαιτητικό πρότυπο στα παιδιά:
Χαρακτηριστικά και μέθοδος αξιολόγησης
Σ. Κοϊνάκη,1 Μ. Κοντογιάννη,1 Α. Γαβριέλη,1 Φ. Μαγκανάρη,2 Μ. Γιαννακούλια1
1
Τμήμα Επιστήμης Διαιτολογίας-Διατροφής, Χαροκόπειο Πανεπιστήμιο, Αθήνα, 2 Ίδρυμα «Αριστείδης Δασκαλόπουλος», Αθήνα
Εισαγωγή- Σκοπός: Το KIDMED αποτελεί ένα σύντομο ερωτηματολόγιο, 16
ερωτήσεων, το οποίο αξιολογεί τη συμμόρφωση παιδιών και εφήβων σε ένα
Μεσογειακού τύπου πρότυπο δίαιτας. Σκοπός της παρούσας μελέτης είναι
να διερευνήσει τη διαιτητική πρόσληψη σε επίπεδο ομάδων τροφίμων και
το Δείκτη Μάζας Σώματος (ΔΜΣ) παιδιών και εφήβων ανάλογα με το βαθμό
συμμόρφωσής τους στη Μεσογειακή δίαιτα, όπως αξιολογείται από το KIDMED.
Υλικό-Μέθοδος: Στη μελέτη συμμετείχαν 1305 άτομα, ηλικίας 3–18 ετών. Το
δείγμα ήταν αντιπροσωπευτικό του ελληνικού πληθυσμού για το φύλο και την
ηλικία, καλύπτοντας όλες τις γεωγραφικές περιοχές, εκτός από τα νησιά του
Ιονίου και του Αιγαίου. Από τους γονείς των παιδιών και τους ίδιους τους εφήβους συλλέχθηκαν, μέσω τηλεφωνικής συνέντευξης, πληροφορίες, μεταξύ
άλλων, για τα ανθρωπομετρικά χαρακτηριστικά, τη διαιτητική πρόσληψη και
το δείκτη KIDMED. Με περαιτέρω ανάλυση των δεδομένων που συλλέχθηκαν
με τις ανακλήσεις 24ώρου για το είδος και την ποσότητα των τροφίμων, υπολογίστηκαν οι ημερήσιες καταναλώσεις ομάδων τροφίμων. Αποτελέσματα:
Σύμφωνα με τις απαντήσεις των εθελοντών στο ερωτηματολόγιο KIDMED, οι
συμμετέχοντες κατηγοριοποιήθηκαν σε τρεις ομάδες: χαμηλής (0–3), μέτριας
(4–7) και υψηλής (8–11) συμμόρφωσης. Οι καταναλώσεις των μη επεξεργασμένων δημητριακών, φρούτων, λαχανικών, γαλακτοκομικών και ελαιολάδου
βρέθηκαν να είναι στατιστικά σημαντικά υψηλότερες στην ομάδα με τη υψηλή
συμμόρφωση στη μεσογειακή δίαιτα (p<0,05) σε σχέση με την ομάδα χαμηλής
συμμόρφωσης. Επιπλέον, η ομάδα υψηλής συμμόρφωσης είχε χαμηλότερη
πρόσληψη σε αναψυκτικά, πατάτες, αλλαντικά και γλυκά. Ο ΔΜΣ βρέθηκε να
διαφέρει σημαντικά στις τρεις ομάδες (20,1±3,9 kg/m2, 19,2±3,8 kg/m2 και
18,6±3,2 kg/m2, αντίστοιχα, p=0,001). Συμπεράσματα: Τα παραπάνω υποδεικνύουν, τόσο την εγκυρότητα του ερωτηματολογίου αυτού χρησιμοποιώντας ως μέθοδο αναφοράς την ανάκληση 24ώρου, όσο και τη σημασία αυτού
του διαιτητικού προτύπου στη διαχείριση του σωματικού βάρους. Ο δείκτης
KIDMED αποτελεί μία μέθοδο σύντομης αξιολόγησης των διαιτητικών συνηθειών παιδιών και εφήβων.
ΑΑ164
Μελέτη της επίδρασης της άσκησης και της χορήγησης στατίνης
στο λιπιδαιμικό προφίλ υπερλιπιδαιμικών ποντικών
Ε. Δουκιαντζάκης, Ε. Τζανετάκου, Α. Παντοπούλου, Α. Καρύδης, Η. Δουλάμης, Δ. Τούσουλης,
Χ. Στεφανάδης, Δ. Περρέα
Εργαστήριο Πειραματικής Χειρουργικής και Χειρουργικής Ερεύνης «Ν.Σ. Χρηστέας», Ιατρική Σχολή, Εθνικό & Καποδιστριακό
Πανεπιστήμιο Αθηνών, Αθήνα
Εισαγωγή-Σκοπός: Η χρήση ζωικών προτύπων αποτελεί χρήσιμη μέθοδο
για τη μελέτη των καρδιαγγειακών παθήσεων καθώς και των παραγόντων
που σχετίζονται με την παθογένεια και την εξέλιξή τους. Σκοπός της παρούσας εργασίας είναι η δημιουργία ενός αξιόπιστου πειραματικού μοντέλου
υπερλιπιδαιμίας για τη μελέτη της επίδρασης της σωματικής άσκησης και της
χορήγησης στατίνης στο λιπιδαιμικό προφίλ. Υλικό-Μέθοδος: Επιλέχθηκε
η διαιτητική παρέμβαση σε ποντίκια C57BL/6. Χρησιμοποιήθηκαν 34 ποντίκια C57BL/6 άγριου τύπου που χωρίστηκαν στις παρακάτω ομάδες: Ομάδα
Α: κανονική διατροφή (ομάδα ελέγχου). Ομάδα Β: υπερλιπιδαιμική διατροφή (τροφή υψηλής περιεκτικότητας σε χοληστερίνη, λιπαρά οξέα και χολικό
οξύ). Ομάδα Γ: υπερλιπιδαιμική διατροφή και σωματική άσκηση σε κυλιόμενο τάπητα. Ομάδα Δ: υπερλιπιδαιμική διατροφή και σωματική άσκηση
και χορήγηση στατίνης. Στα πειραματόζωα έγιναν αιμοληψίες στην έναρξη,
μετά από 8 και 12 εβδομάδες και προσδιορίστηκαν η γλυκόζη, η ολική χοληστερόλη, η HDL-χοληστερόλη, η LDL-χοληστερόλη και τα τριγλυκερίδια.
Αποτελέσματα: Η ομάδα που ελάμβανε υπερλιπιδαιμική διατροφή παρου-
σίασε από την 8η εβδομάδα σημαντική αύξηση της ολικής και της LDL-χοληστερόλης, με συνοδό μείωση της HDL-χοληστερόλης, σε σχέση με την ομάδα
ελέγχου. Η ομάδα της άσκησης παρουσίασε στις 8 εβδομάδες μείωση της
ολικής χοληστερόλης, αλλά όχι σημαντική διαφορά στην HDL-χοληστερόλη σε σχέση με την ομάδα υπερλιπιδαιμικής διατροφής. Παρουσίασε όμως
στις 12 εβδομάδες σημαντική αύξηση της HDL-χοληστερόλης. Η ομάδα που
ελάμβανε άσκηση και στατίνη παρουσίασε στις 12 εβδομάδες σημαντική
αύξηση της HDL-χοληστερόλης, σε σχέση με την ομάδα υπερλιπιδαιμικής
διατροφής. Η ομάδα άσκησης και στατίνης παρουσίασε στις 12 εβδομάδες
σημαντική μείωση της ολικής και της LDL-χοληστερόλης σε σύγκριση με την
ομάδα άσκησης. Συμπεράσματα: Η σωματική άσκηση μείωσε την ολική
και LDL-χοληστερόλη και μακροπρόθεσμα αύξησε την HDL-χοληστερόλη.
Η χορήγηση στατίνης μείωσε επιπλέον την ολική και LDL-χοληστερόλη. Το
συγκεκριμένο πειραματικό μοντέλο υπερλιπιδαιμίας αποτελεί ένα αξιόπιστο
εργαλείο για τη μελέτη της παθογένειας, της εξέλιξης και της αντιμετώπισης
των καρδιαγγειακών νοσημάτων.
Hellenic Journal of Atherosclerosis 1(1)
113
ΑΑ165
Πρώιμη και απώτερη έκβαση ασθενών με ισχαιμικό εγκεφαλικό επεισόδιο
λόγω αθηροσκληρωτικής νόσου
Α. Βέμμου, Α. Σκαφίδα, Π. Σάββαρη, Α. Μέλλου, Κ. Ψυχογιός, Κ. Βέμμος
Θεραπευτική Κλινική Εθνικού & Καποδιστριακού Πανεπιστημίου Αθηνών, Γενικό Νοσοκομείο Αθηνών «Αλεξάνδρα», Αθήνα
Εισαγωγή: Η αθηροσκληρωτική νόσος των μεγάλων εξωκρανιακών
αρτηριών προκαλεί ισχαιμικά αγγειακά εγκεφαλικά επεισόδια (ΙΑΕΕ) με
δύο μηχανισμούς: (α) εμβολή από αρτηρία σε αρτηρία (artery to artery
embolism) και (β) λόγω χαμηλής ροής (low-flow, borderzone infarcts).
Είναι άγνωστο αν οι δύο αυτοί διαφορετικοί μηχανισμοί που καταστρέφουν διαφορετικές περιοχές του εγκεφάλου επηρεάζουν την έκβαση της
νόσου. Σκοπός: Στόχος της μελέτης είναι να εκτιμηθεί η πρώιμη και απώτερη έκβαση ασθενών με πρωτοεμφανιζόμενο ΙΑΕΕ. Υλικό-Μέθοδος:
Προοπτική μελέτη 466 ασθενών, με οξύ πρώτο ΙΑΕΕ που νοσηλεύτηκαν
στη μονάδα οξέων ΑΕΕ του νοσοκομείου «Αλεξάνδρα» για μία περίοδο 15
ετών. Εκτίμηση της νευρολογικής βαρύτητας στην είσοδο με την κλίμακα
National Institute of Health Stroke Scale (NIHSS), καταγραφή παραγόντων
κινδύνου, δημογραφικών στοιχείων και διερεύνηση της αιτίας του ΑΕΕ βασιζόμενη στα κριτήρια TOAST. Παρακολούθηση των ασθενών για 10 έτη
με την κλίμακα έκβασης Rankin και καταγραφή των συνδυασμένων καρ-
διοαγγειακών συμβάντων. Αποτελέσματα: Η μέση ηλικία των ασθενών
ήταν 66,5±10,2 (360 άνδρες και 106 γυναίκες). Μέσος χρόνος παρακολούθησης 50,7±42,5 μήνες. Εμβολικό μηχανισμό (ΕΜ) είχαν 211 ασθενείς
και χαμηλής ροής (ΧΡ) 255. Η βαρύτητα κατά την είσοδο ήταν διπλάσια
στους ασθενείς με ΕΜ (NIHSS=11,8±8,3) σε σχέση με τους ασθενείς με
ΧΡ (NIHSS=5,6±6,7, p<0,0001). Δεν υπήρξαν διαφορές στην πιθανότητα
10ετούς επιβίωσης των ασθενών: ΕΜ 48,1% έναντι 48,8% των ΧΡ (Logrank test=0,08, p=0,78). Ασθενείς όμως με ΧΡ είχαν πιθανότητα να εκδηλώσουν περισσότερα καρδιοαγγειακά συμβάντα στα 10 έτη (54%) έναντι
40% των ασθενών με ΕΜ (Log-rank test=7,2, p=0,007). Συμπεράσματα:
H αθηροσκληρωτική νόσος των μεγάλων εξωκρανιακών αρτηριών σε βάθος χρόνου προκαλεί το ίδιο ποσοστό θανάτων παρά το ότι ασθενείς με ΧΡ
παρουσιάζουν ελαφρύτερα ΙΑΕΕ. Αυτό οφείλεται στο ότι οι ασθενείς με ΧΡ
παρουσιάζουν περισσότερα καρδιοαγγειακά συμβάντα που οδηγούν στο
θάνατο.
ΑΑ166
Η επίπτωση των καρδιαγγειακών συμβαμάτων σε υπερτασικούς ασθενείς
Δ. Κατεβαίνη,1 Α. Νέστωρ,1 Χ. Μαρβάκη,1 Ε. Καρπάνου2
1
ΤΕΙ Αθήνας, Αθήνα, 2Ωνάσειο Καρδιοχειρουργικό Κέντρο, Αθήνα
Εισαγωγή: Σήμερα το 30% των ενηλίκων πάσχει από αρτηριακή υπέρταση, η οποία είναι ένας από τους σημαντικότερους παράγοντες κινδύνου
για καρδιαγγειακά νοσήματα. Η σχέση μεταξύ της αρτηριακής πίεσης και
της καρδιαγγειακής νόσου είναι γραμμική, συνεχής και ανεξάρτητη από
άλλους παράγοντες κινδύνου. Πλήθος μελετών έχουν αποδείξει επίσης,
ότι η ηλικία, καθώς και το ανδρικό φύλο, είναι δύο ανεξάρτητοι μη τροποποιήσιμοι παράγοντες κινδύνου υπέρτασης και καρδιαγγειακής νόσου.
Σκοπός: της μελέτης ήταν: η διερεύνηση της επίπτωσης των καρδιαγγειακών συμβαμάτων σε δείγμα υπερτασικών ατόμων (ανδρών και γυναικών).
Υλικό-Μέθοδος: Τον πληθυσμό της μελέτης αποτέλεσαν 1483 ασθενείς με
ιδιοπαθή αρτηριακή υπέρταση ιδιωτικού θεραπευτηρίου της Αθήνας. Για
τη συλλογή των στοιχείων χρησιμοποιήθηκε ειδικά διαμορφωμένο έντυπο.
Αποτελέσματα: Από τον πληθυσμό που μελετήθηκε ποσοστό 49,6% ήταν
άνδρες και 50,4% ήταν γυναίκες. Η μέση ηλικία του πληθυσμού ήταν 58,4
έτη με τυπική απόκλιση 13,4 και ήταν μεγαλύτερη στις γυναίκες σε σχέση
με τους άνδρες (p<0,001). Από τους 1483 ασθενείς με υπερτασική νόσο,
καρδιαγγειακά συμβάματα παρουσίασαν 181 ασθενείς (ποσοστό 12,1%).
Συγκεκριμένα: έμφραγμα παρουσίασαν 39 ασθενείς (ποσοστό 2,6%), ΑΕΕ
27 ασθενείς (ποσοστό 1,8%), σε επέμβαση αορτοστεφανιαίας παράκαμψης με μόσχευμα (By-pass) υποβλήθηκαν 40 ασθενείς (ποσοστό 2,7%), σε
επέμβαση αγγειοπλαστικής υποβλήθηκαν 27 ασθενείς (ποσοστό 1,8%) και
παρατηρήθηκε στένωση ή επέμβαση αγγειοπλαστικής καρωτίδων σε 48
ασθενείς (ποσοστό 3,2%). Παρατηρήθηκε ότι οι άνδρες παρουσίαζαν συχνότερα καρδιαγγειακά συμβάματα (ποσοστό 12,2%), σε σχέση με τις γυναίκες (ποσοστό 6,8%) (p<0,001) καθώς και οι ασθενείς > των 65 ετών παρουσίαζαν συχνότερα καρδιαγγειακά συμβάματα (ποσοστό 14,1), σε σχέση
με τους ασθενείς <65 ετών (ποσοστό 7,0%) (p<0,001). Συμπεράσματα:
Από τα αποτελέσματα της έρευνας συμπεραίνουμε ότι η επίπτωση των
καρδιαγγειακών συμβαμάτων είναι μεγαλύτερη στους υπερτασικούς άνδρες και στους ασθενείς ηλικίας >65 ετών.
114
Ελληνική Επιθεώρηση Αθηροσκλήρωσης 1(1)
ΑΑ167
Νέες θειομορφολίνες με συνδυασμένη αντιδυσλιπιδαιμική
και αντιοξειδωτική δράση
Κ.-Κ. Τοουλιά, Ε.Α. Ρέκκα, Π.Ν. Κουρουνάκης
Τομέας Φαρμακευτικής Χημείας, Τμήμα Φαρμακευτικής, Αριστοτέλειο Πανεπιστήμιο Θεσσαλονίκης, Θεσσαλονίκη
Τα τελευταία χρόνια κερδίζει έδαφος η άποψη ότι πολυαιτιολογικές νόσοι αντιμετωπίζονται καλύτερα με πολυλειτουργικά φαρμακομόρια. Έτσι, επιδιώκεται
η ενσωμάτωση, σε ένα μόριο, δομικών χαρακτηριστικών τα οποία αναμένεται
να προσδίδουν ιδιότητες που απευθύνονται στα επί μέρους αίτια της νόσου. Η
αθηροσκλήρωση είναι παθολογική κατάσταση στην εξέλιξη της οποίας δυσλιπιδαιμία, οξειδωτικό στρες και φλεγμονή αποτελούν σημαντικούς παράγοντες κινδύνου. Επομένως, μόρια με αντιδυσλιπιδαιμικές και αντιοξειδωτικές ικανότητες
θα μπορούσαν να αποτελέσουν χρήσιμα μέσα για την αντιμετώπιση της αρτηριοσκλήρυνσης. Έχουμε δείξει ότι καταλλήλως υποκατεστημένες 2-διφαινυλο-μορφολίνες μειώνουν τα επίπεδα λιπιδίων και την έκταση αθηρωματικών λύσεων.
Οι ενώσεις αυτές δρουν ως αναστολείς της συνθετάσης του σκουαλενίου. Στην
εργασία αυτή παρουσιάζουμε νέες ενώσεις, οι οποίες διατηρούν τα δομικά χαρακτηριστικά αναστολέων συνθετάσης του σκουαλενίου, όμως ο βασικός δακτύλιος
τώρα είναι θειομορφολινικός. Ως υποκαταστάτης του θειομορφολινικού αζώτου
είναι ομάδες που αναμένεται να προσφέρουν και αντιοξειδωτική δράση. Η σύνθεση των ενώσεων γίνεται με μεθόδους που έχουμε αναπτύξει στο εργαστήριό
μας και διευκρινίζεται η δομή τους. Η αντιδυσλιπιδαιμική δράση ελέγχεται σε
υπερλιπιδαιμικούς επίμυες με προσδιορισμό ολικής χοληστερόλης, LDL-χοληστερόλης και τριγλυκεριδίων στο πλάσμα. Η αντιοξειδωτική ικανότητα εξετάζεται in
vitro, ως αναστολή λιπιδικής υπεροξείδωσης ηπατικών μικροσωμικών μεμβρανών. Για αντιπροσωπευτική ένωση μελετάται η αναστολής της συνθετάσης του
σκουαλενίου, χρησιμοποιώντας ηπατικό μικροσωμικό κλάσμα και τριτιωμένο
πυροφωσφορικό φαρνεσύλιο ως υπόστρωμα. Από τα αποτελέσματα φαίνεται ότι
οι ενώσεις έχουν αντιοξειδωτική ικανότητα και μειώνουν τους λιπιδαιμικούς δείκτες. Συμπεραίνεται, λοιπόν, ότι καταλλήλως υποκατεστημένες θειομορφολίνες
μπορεί να εμφανίσουν πολλαπλή δράση, επηρεάζοντας περισσότερους από τους
παράγοντες κινδύνου για αρτηριοσκλήρωση, και αποτελούν χρήσιμες οδηγούς
ενώσεις για αποτελεσματικούς αντιδυσλιπιδαιμικούς παράγοντες.
ΑΑ168
Καταγραφή κλινικής εμπειρίας από τη χρήση του συνδυασμού
νικοτινικού οξέος/λαροπιπράντης στην Ελλάδα
Β. Άθυρος, Ε. Μπιλιανού, Ι. Ιωαννίδης, Σ. Παππάς, Γ. Γανωτάκης, Μ. Ελισάφ
Ελληνική Εταιρεία Αθηροσκλήρωσης
Εισαγωγή-Σκοπός: Το νικοτινικό οξύ έχει αποδεδειγμένη δράση στην
αντιμετώπιση των δυσλιπιδαιμιών. Ωστόσο, η χρήση του περιορίζεται εξαιτίας μειωμένης ανεκτικότητας. Η λαροπιπράντη αποτελεί ένα πρωτότυπο
ισχυρά εκλεκτικό αποκλειστή των υποδοχέων DP1 και ελαττώνει σημαντικά
την έξαψη που προκαλείται από το νικοτινικό οξύ. Με σκοπό την καταγραφή της κλινικής εμπειρίας από την αρχική χρησιμοποίησή του στην Ελλάδα,
εκτιμήθηκε η έξαψη, καθώς και η αποτελεσματικότητα του συνδυασμού
νικοτινικού οξέος/λαροπιπράντης (Ν/Lar) (2 g/40 mg), σε ασθενείς υψηλού
καρδιαγγειακού κινδύνου. Υλικό-Μέθοδος: Σε ασθενείς που λάμβαναν ήδη
στατίνη και ο θεράπων ιατρός έκρινε ότι η προσθήκη Ν/Lar ήταν κατάλληλη,
έγινε καταγραφή της έξαψης και του λιπιδαιμικού προφίλ πριν και μετά τη
θεραπεία. Αποτελέσματα: Παρατίθενται αποτελέσματα από τους πρώτους
108 ασθενείς που εντάχθηκαν τη μελέτη (μέση ηλικία: 58 έτη, άνδρες: 64).
Έξαψη παρατηρήθηκε σε 21 από τους 108 ασθενείς (19,4%), εκ των οποίων οι
5 διέκοψαν την αγωγή της μελέτης (4 ασθενείς με την αρχική δόση του 1 g/20
mg). Στους υπόλοιπους ασθενείς η έξαψη ήταν ήπιας μορφής, κυρίως στο
πρόσωπο/λαιμό, με συχνότητα 2–3 φορές την εβδομάδα, διάρκειας ολίγων
λεπτών. H αποτελεσματικότητα της αγωγής στις τιμές των λιπιδίων παρουσιάζεται στον Πίνακα, όπου περιλαμβάνονται οι μεταβολές λιπιδίων 67 ασθενών,
για τους οποίους υπήρχε πλήρες λιπιδαιμικό προφίλ σε όλες τις επισκέψεις.
Συμπεράσματα: Ο συνδυασμός νικοτινικού οξέος/λαροπιπράντης που χορηγείται μαζί με μία στατίνη είχε ως αποτέλεσμα σημαντική βελτίωση όλων
των λιπιδαιμικών παραμέτρων, ενώ ταυτόχρονα παρουσίασε ικανοποιητικό
προφίλ ανεκτικότητας, προσφέροντας έτσι μια πολύ σημαντική θεραπευτική
επιλογή σε ασθενείς υψηλού καρδιαγγειακού κινδύνου.
Πίνακας 1. Μεταβολές των τιμών των λιπιδαιμικών παραμέτρων κατά τη διάρκεια της θεραπείας
Αρχική επίσκεψη (πριν τη θεραπεία) Επίσκεψη 1 (μετά 1 μήνα αγωγής) Ν/Lar 1 g/20 mg
nonHDL-C (mg/dL)
Μέση τιμή±SD
161±33
141±32
Μέση Μεταβολή
–11,3%
LDL-C (mg/dL)
Μέση τιμή
117±33
107±28
Μέση μεταβολή
–5,5%
HDL-C (mg/dL)
Μέση τιμή±SD
37±10
41±10
Μέση μεταβολή
10,5%
Τριγλυκερίδια (mg/dL)
Μέση τιμή±SD
228±86
173±63
Μέση μεταβολή
–21%
p-value <0,0001 για επίσκεψη 1 σε σύγκριση με την αρχική τιμή, p-value <0,0001 για επίσκεψη 2 σε σύγκριση με την αρχική τιμή
Επίσκεψη 2 (μετά 3 μήνες αγωγής) Ν/Lar 2 g/40 mg
131±29
–17,1%
100±29
–12,7%
44±11
19,6%
156±54
–28,2%
Hellenic Journal of Atherosclerosis 1(1)
115
ΕΥΡΕΤΗΡΙΟ ΣΥΓΓΡΑΦΕΩΝ
Α
Agrogiannis G, 110
Anagnostis P, 45
Anagnostopoulou K, 29, 111
Anthracopoulos M, 43
Antonogeorgos G, 43
Athyros VG, 45
B
Becker Κ, 24
Bulo Α, 42
C
Chamberland J, 17
Cokkinos DV, 111
D
Darvari Μ, 24
Degiannis D, 29
Dermitzakis Α, 93
Diakoumakou O, 29, 111
E
Elisaf M, 19
Esposito K, 12
Evgenidis N, 66
F
Fisher ΕΑ, 24
Florentin Μ, 19
G
Geleris P, 66
Georgousopoulou Ε, 59
Giannakopoulou V, 29
Giaouzaki KN, 93
Giugliano D, 12
Gossios T, 45
Goudevenos J, 59
Grammatikos N, 66
Grigoropoulou D, 43
Griva T, 45, 66
H
Handy D, 24
Heta Ν, 42
I
Iliopoulos D, 110
K
Kampanis NA, 93
Karagiannis A, 45
Karatzas G, 110
Kargiotis K, 45
Karras PI, 77
Kastorini CM, 59
Kolovou G, 29, 111
Korita Ι, 42
Kostakou P, 29, 111
Kostara C, 19
Kouklis P, 77
Krjutškov K, 45
L
Leopold J, 24
Liberman Μ, 24
Liberopoulos Ε, 19
Loscalzo J, 24
M
Maniatis N, 77
Mavroudi E, 66
Mavroudi M, 66
Mayrogeni S, 29
Metspalu Α, 29, 45
Mihas C, 29, 111
Mikhailidis DP, 29, 45, 110, 111
Milionis H, 59
Moutzouri, 19
Mpoumponaris A, 66
N
Nakos A, 66
Nastos PT, 93
Nikolaidou P, 43
Nikopensius T, 29, 45
Ntouhaniari AD, 77
P
Pagourelias E, 45
Panagiotakos DB, 43, 59
Pantopoulou Α, 110
Papadimitriou A, 43
Paraskevas, ΚΙ, 110
Parathath S, 24
Perrea DN, 110
Priftis KN, 43
Refatllari Ε, 42
Rizos C, 19
S
Soufleris K, 66
Stamatelatou M, 29, 111
T
Theocharidou E, 45, 66
Tselepis A, 19
Tziomalos K, 45
Tzivras D, 110
V
Vasiliadis I, 111
Vlachos Ι, 110
Z
Zacharis E, 93
Α
Αγγελάκας Ι, 49
Αγγελής Α, 39
Αγγελίδη Α, 91, 92
Αγγελόπουλος Π, 39
Αγγελοπούλου Δ, 16
Αγγελοπούλου Ν, 76, 105
Αγγουρίδης A, 27, 32, 33, 34,
55, 68
Αγρογιάννης Γ, 106
Αζναουρίδης Κ, 78
Αθανασοπούλου Σ, 103, 104, 97
Άθυρος Β, 48, 63, 68, 114
Αλεβιζοπούλου Φ, 109
Αλεξόπουλος Δ, 26
Αλεπουδέα Ε, 21
Αναγνωστής Π, 40, 48, 110
Αναστασίου Κ, 105
Αναστασίου ΚΑ, 73
Αναστασοπούλου Ι, 21, 51, 52, 53
Ανδρέου I, 60, 79, 103, 104, 108
Ανδρουλάκης Ε, 97
Ανδρούτσος Ο, 96, 98, 99, 100
Αντωνιάδης Χ, 101
Αντωνίου Χ, 39
Αντωνόπουλος Σ, 26, 67
Αντωνοπούλου Σ, 20, 21, 85, 86
92, 84
Αποστόλου Ο, 30, 31, 32
Αποστόλου Φ, 44, 102
Αρβανίτης Μ, 26, 67
Αργύρη Ε, 99, 100
Αργυριάδης Α, 75
Αργυρίου Γ, 75
Αργυροπούλου Δ, 85, 99
Αρναούτης Γ, 73
Ασημακόπουλος Δ, 85
Αυγερινός Π, 14, 64, 65, 77
Β
Βαβουρανάκης Ε, 39
Βακάλης Κ, 82
Βαλατσού Α, 79
Βαλλιάνου N, 14, 64, 65, 77
Βανδώρου Α, 85, 98, 100
Βάρδας Π, 87, 88
Βασιλειάδης Θ, 48, 66
Βασιλείου Ν, 63
Βέλλας Σ, 36
Βέμμος Κ, 20, 113
Βέμμου Α, 20, 113
Βερούτη Σ, 107, 109
Βλασερού Φ, 19
Βλάχος ΑΠ, 82, 83
Βλάχος Ι, 23, 106
Βλησμάς Κ, 70
Βογιατζάκης E, 14, 65, 88
Βογιατζή Γ, 78, 79
Βογιατζόγλου Σ, 57
Βρέντζος Γ, 49
Γ
Γαβριέλη Α, 17, 89, 112
Γαζή Ε, 34, 55, 102
Γαλανάκης Δ, 23
Γαλάνη Μ, 27
Γαλήνας Α, 49
Γαλιατσάτος Ν, 13, 89, 79
Γανωτάκης Γ, 114
Γανωτάκης Ε, 60, 50, 63, 87, 88
Γαργαλιάνος-Κακολύρης Π, 31, 86
Γαρουφαλλής Σ, 81, 82
Γεωργιόπουλος Γ, 81, 82
Γεωργίου Ι, 48, 50
Γεωργούλα Μ, 53
Γεωργούλιας Β, 50
Γεωργουσοπούλου Ε, 36
Γιακουμή Ε, 16, 56
Γιαλάφος Η, 80
116
Γιαννακοπούλου Ε, 107
Γιαννακούλια Μ, 16, 17, 89, 90,
112
Γιαννακούρης Ν, 16
Γιαννόπουλος Σ, 48, 50
Γιαννοπούλου Α, 99, 100
Γιαννουλάκης Α, 76
Γιαννούλης Γ, 26, 67
Γιουλεμέ Ο, 66
Γιωτοπούλου A, 14, 47, 64, 77
Γκελερής Π, 68
Γκιόκα Μ, 95, 96, 97, 102, 105
Γκιολής Α, 101
Γκογκάκη Β, 74
Γκόσιος Θ, 68, 70
Γκοτζαμάνη-Ψαράκου Α, 109
Γκουρογιάννη Α, 21
Γουδέβενος I, 12, 35, 36, 37, 38,
41, 60
Γουδής Χ, 87, 88
Γουλοπούλου Σ, 28
Γουργιώτη Γ, 18
Γούσια Α, 86
Γραμματικάκη Ε, 84, 85, 98, 99,
100
Γραμματικός Ν, 66
Γραντζίδης ΒΓ, 95, 96, 97, 102,
105
Γρέκας Δ, 109
Γρίβα Θ, 48, 66, 68
Γριβέας Ι, 49
Δ
Δέδε Β, 85, 90, 98, 100
Δεδούσης Γ, 29, 45
Δενδραμή Φ, 99
Δερδεμέζης Χ, 15, 53, 54
Δερμάτης Θ, 13
Δημητρίου A, 51, 52, 60
Δημητρίου M, 29, 45
Δημόπουλος Κ, 94, 107, 109
Δημόπουλος ΚΑ, 20, 72, 74, 86
Δημόπουλος Μ, 60
Διάκου Μ, 42
Διδάγγελος Τ, 25, 109
Δουκιαντζάκης Ε, 112
Δουλάμης Η, 23, 112
Δούμας Μ, 19, 25
Δρακοπούλου-Bαμπούλη Μ, 96,
98
Ελληνική Επιθεώρηση Αθηροσκλήρωσης 1(1)
Δρίτσα Β, 21, 51, 53
Δροσοπούλου Γ, 107
Ε
Ελισάφ Μ, 15, 18, 19, 25, 27, 32,
33, 34, 35, 40, 42, 44, 46, 47,
53, 54, 55, 63, 68, 69, 82, 83,
94, 102, 114
Ελλούλ Ι, 107, 108
Eυαγγελόπουλος A, 14, 65, 77
Ευγενίδης Ν, 66
Ευθυμιάδης Γ, 70
Ευθυμίου Η, 25, 41
Ευσταθιάδου Ζ, 40
Ζ
Ζακόπουλος Ν, 29, 45
Ζαμπετάκης Ι, 72, 74
Ζαρομυτίδου Μ, 13, 17
Ζαρομυτίδου Μ, 78, 80
Ζαφειρίου Ι, 20
Ζάχαρης Ε, 87, 88
Ζεϊμπέκης Α, 57
Ζεϊμπέκης Κ, 58
Ζενιώδη Μ, 49
Ζενιώδη ΜΕ, 50
Ζερβόπουλος Γ, 25, 41
Ζερβού Α, 31
Ζήκου Ξ, 54, 76, 83
Ζήσιμος Κ, 13, 16, 17, 56, 80, 103,
104, 108
Ζορμπά Α, 71
Ζούλια Β, 16
Ζούλια Ε, 57
Ζουρνατζή Β, 110
Η
Ηλιάδης Σ, 72, 73
Ηλιάδης Φ, 25, 110
Ηλιόπουλος Δ, 106
Ηρακλειανού Σ, 91, 92
Θ
Θεοδωράκη E, 29, 45
Θεοχάρη Π, 82, 83
Θεοχαρίδου Ε, 66, 68
Θωμαΐδη Α 18, 35
Ι
Ιατρίδη Β, 100
Ιατρού Χ, 107, 109
Ιορδανίδου Μ, 106
Ιωακειμίδης Ν, 39
Ιωαννίδη Α, 36
Ιωαννίδης Ι, 114
Ιωαννίδου Μ, 89, 90
Κ
Κάβουρας Δ, 57
Κάβουρας Σ, 71
Κάβουρας ΣΑ, 73
Κάγκουρας Η, 95, 96, 97, 102, 105
Καδδά Ο, 75
Καδόγλου K, 15, 93
Καζάκου Π, 33
Καίσαρη Π, 89
Καλαϊτζίδης Ρ, 74, 76, 83
Καλαντζή K, 37, 41, 60
Καλλιανιώτη Κ, 85
Καλλικάζαρος Ι, 97
Καλογεράκης Α, 87, 88
Καλογερόπουλος Ν, 21, 84
Καλοχαιρέτης Π, 109
Καμαράτος Α, 28, 91
Κάμπαξης Μ, 36, 58, 79
Καμπερίδης Β, 70, 93
Κανακά-Gantenbein Χ, 96, 98
Καντηλάφτη Μ, 99
Καπελούζου Α, 35
Καπλάνη Β, 75
Καραγιάννης Α, 40, 48, 68
Καραγκιούζης Γ, 21
Καραγλάνη Μ, 106
Κάραλης Ι, 87, 88
Καραμήτσος Κ, 49
Καραμούζης Μ, 15, 93
Καραντώνης Χ, 72
Καρασαββίδου Δ, 74, 83
Καρατζάς Θ, 106
Καραφύλης Ι, 28
Καργιώτης Κ, 68
Καρδάτου Ε, 89
Καριόλου Μ, 42
Καρκαβίτσας Ν, 88
Καρκαντάρης Χ, 62, 64
Καρλάφτη Ε, 41, 67
Καρπάνου Ε, 113
Καρτάλης Α, 81, 82
Καρύδης Α, 112
Καρφοπούλου Ε, 89
Καστανιώτη Κ, 94
Καστορίνη X, 12, 36, 37, 38, 39,
41
Κατεβαίνη Δ, 113
Κατεργάρη Σ, 40
Κατσαγώνη X, 14, 64, 65, 77
Κατσαρού Χ, 71
Κατσίκη Ν, 67
Κατσιλάμπρος Ν, 23
Κατσιώρα Ε, 40
Καττέ Κ, 79
Κατωπόδης Κ, 54, 74
Κεή A, 27, 44, 46, 69
Κελέση Μ, 95
Κήτα Μ, 40, 110
Κιάτου Β, 75, 76
Κίκας Π, 18
Κιόρτσης Δ, 15, 53
Κιουπτσή Κ, 22
Κιούφης Σ, 80
Κίτσος Α, 75
Κοζανίτου Μ, 101
Κοϊνάκη Σ, 16, 112
Κολιάκος Γ, 67
Κολοβού Γ, 29, 45
Κολόκα Β, 22
Κομιώτη ΑΑ, 95, 96, 97, 102, 105
Κονιδάρη Ζ, 38
Κόντι Π, 112
Κοντογιάννη Μ, 112
Κορού Λ, 106
Κοτζαδάμης Ν, 75, 76
Κοτρογιάννης Ι, 60, 103, 104, 108
Κουκούλη ΜΠ, 28
Κουκουράκη Σ, 88
Κουμαράς Χ, 68
Κουμουτσέα Δ, 49
Κουμπαρή Χ, 55, 56
Κουμπίτσκι Α, 96, 99
Κουντούρης Σ, 83
Κουράκλη Α, 26
Κουρουνάκη Α, 23
Κουρουνάκης Π, 23
Κουρουνάκης ΠΝ, 114
Κούρτης Α, 71
Κουσίσης Σ, 86
Κουτουλάκης Ε, 21
Κουτσοβασίλης Α, 28, 91, 92
Κουτσουδάκη Κ, 50
Hellenic Journal of Atherosclerosis 1(1)
Κραμβής Α, 37
Κυβέλου Σ, 78
Κυριακού Α, 100
Κυριακού ΑΕ, 98
Κυριακού Κ, 85
Κυρίτση Ε, 75
Κυρίτσης Α, 48, 50
Κύρκος Κ, 40
Κώνστα Ο, 98
Κωνσταντινίδης Σ, 18, 35
Κωνσταντίνου Γ, 91
Κωσταπάνος Κ, 69
Κωσταπάνος Μ, 25, 34, 35, 36,
41, 54, 94
Κωσταρά X, 34, 44, 54, 102
Κωστόπουλος Ε, 62, 64
Κωστούλας Χ, 50
Κωτούλας Χ, 21
Κώτσης Β, 28
Λ
Λαγός Κ, 94
Λαγουδάκου Σ, 78
Λαζανάς ΜΚ, 20, 86
Λάζαρος Γ, 13, 56, 57
Λαντζουράκη Α, 18
Λιάμης Γ, 40
Λιόλιου Φ, 37
Λιονή Α, 20
Λιόντου Κ, 39
Λιουδάκη Ε, 50
Λιτσαρδοπούλου Α, 38
Λίτσας Ι, 40
Λύκκα Μ, 73
Λυκουρέντζου Π, 75
Λυμπερόπουλος E, 27, 34, 45, 46,
47, 69, 102
Λύτρα Δ, 82
Μ
Μαγκανάρη Φ, 112
Μαγκαφάς Ν, 20
Μάγκου Δ, 25, 41
Μακέδος Α, 71
Μακέδου Α, 71, 109
Μακέδου Κ, 71, 72, 73, 109
Μάκης Α, 83
Μαλακός Ι, 81
Μαλανδράκη Α, 99
Μαμαρέλης Ι, 21, 51, 53
Μαματάς Σ, 13, 16
Μανιάτης Κ, 80
Μανιός Γ, 79
Μανιός Ι, 84, 85, 90, 96, 98, 99,
100
Μάντζιαρη Λ, 93
Μαντζώρος X, 17
Μανώλη Π, 42
Μανωλόπουλος ΕΓ, 22, 106, 107,
108
Μαραγκοπούλου Κ, 99
Μαράκη Μ, 27, 77, 105
Μαρβάκη Χ, 113
Μαργαζάς Α, 56
Μαργαριτίδης Χ, 109
Μαργαριτόπουλος Δ, 17
Μαργιωλάκη Α, 50
Μαρίνος Γ, 17, 80
Μαρκέτου Μ, 87, 88
Μάρκου Σ 48, 50
Μαρκούλα Σ, 48, 50
Μαρούση Σ, 107, 108
Μασούρα Κ, 57, 58, 78, 79, 81, 111
Μαυρέας Β, 25,94
Μαυρογένη Ε, 49
Μαυρογιάννη Χ, 100
Μαυρουδής Δ, 50
Μελαδάκη Δ, 98, 100
Μελιδώνης Α, 28, 91, 92
Μέλλου Α, 20, 113
Μεταλληνός Γ, 40, 103, 104, 108
Μεταξά Β, 16, 56, 78, 81, 111
Μήλιου Α, 60, 78, 79, 81, 97, 101
Μηλιώνης X, 12, 25, 27, 35, 36,
37, 38, 40, 41, 69, 82, 83
Μηλωνά Π, 26
Μητρογιάννη Z, 19, 32, 33, 34, 44,
47, 53, 54, 68
Μητρούση Κ, 18
Μήτσιος Ι, 51, 52
Μητσοπούλου Α, 47
Μικελλίδη Α, 94
Μιλτιάδου Γ, 42
Μιχαλάκη Ε, 89
Μιχάλης Λ.Κ., 82
Μίχας Γ, 24
Μοραλίδης Ε, 109
Μοσχούρης Π, 81, 82
Μοσχούς Ε, 87
117
Μοσχώνης Γ, 85, 96, 98, 99, 100
Μουζιούρα Σ, 99
Μούσης Β, 56, 86
Μουστάκας Γ, 97
Μουτζούρη Ε, 27, 46, 47, 69
Μπαϊρακτάρη Ε, 34, 35, 42, 44,
54, 102
Μπακογιάννη Ι, 85
Μπαλάφα Ο, 83
Μπαλτατζή Μ, 25, 41, 67
Μπαρμπετσέας Ι, 14, 64, 65, 77
Μπασδέκας Σ, 66
Μπέλλου Ε, 27
Μπέλλου Χ, 94
Μπεχλιούλης Α, 82
Μπίκα Ε, 25, 35, 36, 41
Μπιλιανού Ε, 114
Μπιρμπίλης Ε, 99
Μπόνου M, 14, 64, 65, 77
Μποσινάκου Ε, 101
Μπουντζιούκα B, 14, 47, 64, 65,
77
Μπουντούλας Χ, 18, 35
Μπούσιου Μ, 95
Μπούσμπουλας Σ, 30, 31, 32
Μπουφίδου A, 15, 93
Μπρίλη Σ, 103, 104, 108
Μυλωνοπούλου Μ, 26, 67
Ν
Νάκα ΚΚ, 82
Νάκου Ε, 53
Νασοπούλου Κ, 72, 73
Ναστούλης Χ, 49
Νέστωρ Α, 113
Νίκας Ν, 18
Νικολάου Α, 91, 92
Νικολάου Β, 36, 37, 38, 41
Νικολουδάκη Μ, 50
Νομικός Τ, 21, 90, 92, 94
Νταμπούδη Μ, 88
Νταρλαδήμας Ι, 101
Ντέμκα Α, 109
Ντεντοπούλου Β, 21
Ντετοπούλου Π, 92
Ντζιού Ε, 37
Ντζουβάνη Α, 90
Ντουνούση Ε, 75, 76, 83
Ντούπης Ι, 23
Ξ
Ξανθοπούλου ΜΝ, 85
Ξενοφώντος Σ, 42
Ο
Οικονόμου Ε, 17, 78, 79, 80, 81,
111
Π
Παγκουρέλιας Ε, 68, 70
Παγουρτζή Ε, 47
Παναγιωτάκος Δ, 12, 13, 14, 36,
37, 38, 41, 47, 58, 59, 61, 63,
64, 65, 70, 87, 105
Παναγιωτάκος ΔΒ, 57, 58, 77
Παναγιώτου Α, 110
Πάννου Ε, 22
Παντοπούλου Α, 23, 106, 112
Παπά Ζ, 15
Παπαβασιλείου Ε, 26
Παπαγεωργαντάς Ι, 19
Παπαγεωργίου Γ, 72, 73
Παπαγεωργίου Ν, 97, 101
Παπαγιάννη Α, 75
Παπαγιάννης Ν, 81, 82
Παπαγιαννοπούλου Γ, 38
Παπαδάκης Ι, 49
Παπαδημητρίου Λ, 38
Παπαδημητρίου Χ, 60
Παπαζαφειροπούλου Α, 30–32
Παπακάτσικα Σ, 28
Παπακωνσταντίνου BΔ, 20, 86
Παπαμιχαήλ Χ, 73
Παπασάββας Π, 62, 63
Παπαστεργίου Ν, 41
Παπασωζόμενος Γ, 15, 93
Παπούλης Χ, 91
Παππά Ζ, 93
Παππάς Ε, 74, 76
Παππάς Κ, 75, 76
Παππάς ΚΓ, 83
Παππάς Σ, 30–32, 114
Παρασκευόπουλος Θ, 17, 80
Παρισιάδου Α, 15
Παρούτογλου Ι, 102
Παρχαρίδου Δ, 70
Πατιάκας Σ, 37, 38
Πατσιαούρα Κ, 48, 66
Πατσουράκος Ν, 28
Πελίδου ΕΣ, 74
118
Πέππας Θ, 30
Πεππές Β, 29, 45
Περβανίδου Π, 96, 98
Περιστεράκη Α, 84
Περρέα Δ, 106, 112
Περρέα ΔΝ, 23
Πετράκη Μ, 15
Πετρίκκος Π, 62–64
Πετρογιάννη Μ, 84, 85, 90
Πισσαρίδη Κ, 21, 51, 53
Πίτσαβος Χ, 13, 16, 17, 36, 39, 56,
57, 58, 70, 78, 79, 80, 81, 90,
103, 104, 108, 111
Πλαστήρας Α, 17
Πολύζος Σ, 40, 110
Πολυχρονόπουλος Ε, 13, 58, 59
Πούνης Γ, 47, 104, 108
Πρωτοψάλτης Ι, 28, 91, 92
Ρ
Ράγια Γ, 22, 106, 107, 108
Ραυτόπουλος Λ, 39
Ρέκκα Ε, 23
Ρέκκα ΕΑ, 114
Ρίζος Ε, 30, 31, 32
Ρίζος X, 44, 46, 47, 68, 69
Ρούσια Π, 100
Ρουσούλη Κ, 54
Ρούσσος Ν, 26, 67
Σ
Σάββαρη Π, 20, 113
Σάββας Κ, 25, 94
Σαββόπουλος Χ, 25, 41, 67
Σακαρέλλου-Δαϊτσιώτη Μ, 22
Σαλαπάτα Α, 49
Σαλίχου Χ, 31
Σαλμά Β, 37, 41
Σαλούστρος Ε, 50
Σαπρανίδης Μ, 40
Σαραντοπούλου Μ, 85
Σγουράκης Π, 81, 82
Σελαλματζίδου Δ, 40, 110
Σερέτη Α, 28
Σιαμόπουλος Κ, 54
Σιαμόπουλος ΚΧ, 74, 75, 76, 83
Σιαμοπούλου-Mαυρίδου Α, 82, 83
Σιάσος Γ, 17, 60, 78, 79, 80, 97, 101
Σιατίτσα Π, 99
Σιατίτσα ΠΕ, 98
Σισμανίδης Σ, 56, 86
Ελληνική Επιθεώρηση Αθηροσκλήρωσης 1(1)
Σιταρά Μ, 70
Σιώπη Ρ, 27
Σκαλίδης Ε, 87
Σκαπινάκης Π, 25, 94
Σκαφίδα Α, 20, 113
Σκούμας Γ, 70
Σκούμας Ι, 16, 36, 57, 58, 78, 81,
89, 90, 111
Σλαβάκης Α, 110
Σμυρνιούδης Ν, 81, 82
Σοϊλεμεζίδης Μ, 62, 63
Σοτνίκοβα Χ, 95
Σουφλέρης Κ, 66
Σπανός Γ, 74, 76
Σπηλιόπουλος Ι, 95, 96, 97, 102, 105
Σπυρίδωνος Μ, 100
Σπύρου Α, 34
Στάκος Δ, 18, 35
Σταματάκης Γ, 21, 74, 92, 94
Σταματελόπουλος Κ, 73
Σταμπουλή Σ, 28
Σταυγιαννουδάκης Γ, 49
Σταυρινός Β, 70
Σταυρινού Ε, 68
Σταύρος Α, 57
Στεφανάδης Κ, 78
Στεφανάδης Χ, 13, 16, 17, 36, 39,
56, 57, 58, 60, 70, 78, 79, 80. 81,
89, 90, 97, 101, 103, 104, 108,
111, 112
Στρατάκης Ν, 73
Στυλιάδης Ι, 70
Στυλιάδης ΙΧ, 15, 93
Συκαράς Χ, 57, 79
Συμεοπούλου Μ, 38, 41
Συμινελάκης Σ, 56, 86
Συντώσης Λ 12, 87, 27, 61, 71, 95
Συντώσης ΛΣ, 73
Σωτηρόπουλος Α, 30, 31, 32
Τ
Ταμβάκος Η, 30
Τάμπαλης Κ, 12, 61, 87
Τανάγρα Σ, 96, 98
Ταυρίδου Α, 22, 106, 107, 108
Τέλλης Κ, 26, 27, 33, 54, 55, 56,
68, 69, 102
Τέντες Ι, 18
Τεντολούρης Κ, 60, 101
Τεντολούρης Ν, 26, 67
Τζάλας Χ, 54
Τζανετάκου Ε, 23, 112
Τζελέπης Α, 97, 102, 105
Τζιακάς Δ, 18, 35
Τζιάλλας Β, 94
Τζιάλλας Δ, 25, 40, 94
Τζιλαλής Β, 53
Τζιόμαλος Κ, 25, 41, 67
Τζιρογιάννης Κ, 91
Τζώτζολα Β, 100
Τιλελή Ν, 90
Τοουλιά Κ-Κ, 114
Τουλιά Γ, 95
Τούντας Γ, 13, 58, 59
Τούσουλης Δ, 17, 60, 80, 97, 101,
112
Τούτουζα Μ, 58
Τριανταφυλλοπούλου Φ, 95, 96,
97, 102, 105
Τριανταφύλλου Γ, 57, 79
Τριάντου Ε, 75
Τσακίρης Δ, 75, 76
Τσαντάνη Α-Μ, 28
Τσεκές Γ, 86
Τσελέπης A, 4, 26, 27, 33, 34, 44, 47,
51, 52, 53, 54, 55, 60, 69, 69, 101
Τσελέπης ΑΔ, 56
Τσετσέκου Ε, 111
Τσιακιτζής Κ, 23
Τσιάμης Ε, 39
Τσιατάς Μ, 60
Τσιαχρής Δ, 39, 56
Τσικαλάκη Ε, 100
Τσίκαρης Β, 22
Τσιλιγγίρης Β, 49, 51, 53
Τσιλιμπάρη Ε, 107
Τσιμιχόδημος Β, 32–33, 54
Τσιούφης Κ, 97
Τσιτσινάκης Γ, 13, 56–58
Τσόγκας Ν, 86
Τσουκάτος Δ, 22, 56
Τσουκάτος ΔΚ, 86
Τσουμάνη M, 60
Τσούπρας AB, 20, 72, 86
Τσούπρας Α, 109
Τσουρούς Γ, 91, 92
Τσουτσουλοπούλου Κ, 47
Τυροβολάς Σ, 13, 58, 59
Υ
Υφαντόπουλος Γ, 70
Φ
Φανουράκη Ε, 62–64
Φάντη Γ, 49
Φάππα Ε, 89, 90
Φασόη Γ, 95
Φελέκος Ι, 16
Φεσληκίδης ΘΕ, 72
Φιλιππάτος Θ, 33, 44, 53, 54, 102
Φλωρεντίν Μ, 47, 69
Φουντάς Π, 26, 67
Φούσας Σ, 28
Φραγκοπούλου Ε, 17, 21, 85, 92,
94, 107,
Χ
Χαλικιάς Γ, 18, 35
Χαντζηχρήστος Β, 55
Χαραλαμπίδης Π, 15, 93
Χαραλάμπους Χ, 37, 38
Χαραμής Α, 28, 91, 83
Χαρμανδάρη Ε, 96, 98
Χατζηδάκης Σ, 83
Χατζηκυριακίδου Α, 48
Χατζηλιάδου Δ, 87, 88
Χατζής Γ, 101
Χατζησταματίου Ε, 97
Χατζηστεφανίδης Δ, 48, 50
Χατζητόλιος Α, 25, 41, 67
Χάχαλης Γ, 26
Χειμώνας Η, 62–64
Χειμώνας Θ, 62–64
Χίνη Μ, 20, 86
Χουλιάρας Ε, 49
Χρήστου Γ, 53
Χριστογιάννης Λ, 25, 35
Χριστοδούλου Ν, 71, 105
Χριστοδούλου Σ, 98, 99
Χριστοφοράτου Ε, 39, 57, 103,
104
Χρονοπούλου Δ, 95
Χρούσος Γ, 96, 98
Χρυσομάλλης Ι, 91
Χρυσοχόου Χ, 13, 36, 39, 56, 57,
58, 70, 78, 79, 80, 103, 104,
108, 111
Ψ
Ψαλτοπούλου Θ, 102
Ψαρουδάκη Β, 16
Ψαρρά Γ, 61, 87
Ψιάνου Κ, 25, 41
Ψυχογιός Κ, 20, 113
ΟΔΗΓΙΕΣ ΠΡΟΣ ΤΟΥΣ ΣΥΓΓΡΑΦΕΙΣ
Hellenic Journal of Atherosclerosis
Η «EΛΛΗΝΙΚΗ ΕΠΙΘΕΩΡΗΣΗ ΑΘΗΡΟΣΚΛΗΡΩΣΗΣ», έκδοση της Ελληνικής
Εταιρείας Αθηροσκλήρωσης, έχει στόχο τη συνεχή επιμόρφωση επιστημόνων
διαφόρων ειδικοτήτων όπως Ιατρών, Βιολόγων, Βιοχημικών, Διαιτολόγων, κ.λπ.
σε θέματα που αφορούν στην παθογένεια, τη διάγνωση και τη θεραπεία της αθηρωματικής νόσου. Για την πραγμάτωση αυτού του σκοπού δημοσιεύονται στο
περιοδικό:
1. Άρθρα Σύνταξης. Σύντομα άρθρα ανασκόπησης σε επίκαιρα ή και αμφιλεγόμενα θέματα σχετικά με την αθηροσκλήρωση και την καρδιαγγειακή νόσο,
χωρίς περίληψη (με έως και τρεις λέξεις κλειδιά), τα οποία γράφονται με προτροπή της Συντακτικής Επιτροπής.
2. Ανασκοπήσεις. Ολοκληρωμένες αναλύσεις επίκαιρων θεμάτων σχετικών
με την αθηροσκλήρωση και την καρδιαγγειακή νόσο.
3. Ερευνητικές εργασίες. Κλινικές δοκιμές, πειραματικές και επιδημιολογικές μελέτες προοπτικού ή αναδρομικού χαρακτήρα σχετικές με την αθηροσκλήρωση, οι οποίες πραγματοποιήθηκαν με βάση ερευνητικό πρωτόκολλο, το
οποίο θα περιγράφεται αναλυτικά στη μεθοδολογία. Οι εργασίες αυτές θα πρέπει να περιέχουν πρωτότυπα αποτελέσματα (εξαιρούνται τα αποτελέσματα που
έχουν δημοσιευθεί με τη μορφή περιλήψεων σε επιστημονικά). Οι κλινικές και
οι επιδημιολογικές μελέτες που αφορούν σε Ελληνικό πληθυσμό και έχουν γενικότερο ενδιαφέρον δημοσιεύονται κατά προτεραιότητα. Κατ’ εξαίρεση και μετά
από απόφαση της Συντακτικής Επιτροπής δύνανται να δημοσιευθούν αυτούσιες
ερευνητικές εργασίες Ελλήνων επιστημόνων οι οποίες δημοσιεύθηκαν σε έγκριτα
διεθνή περιοδικά και των οποίων τα αποτελέσματα αφορούν άμεσα στον ελληνικό χώρο. Οι εργασίες αυτές μεταφράζονται με τη φροντίδα των συγγραφέων οι
οποίοι και μεριμνούν για την εξασφάλιση γραπτής άδειας από τους έχοντες τα
πνευματικά δικαιώματα.
4. Κλινικές απόψεις. Διαγνωστική, θεραπευτική και επιδημιολογική προσέγγιση διαφόρων κλινικών εκδηλώσεων της αθηρωματικής νόσου, με δεδομένα
τα οποία παρουσιάζονται κατά προτίμηση με τη μορφή αλγορίθμου.
5. Ενδιαφέροντα περιστατικά. Γίνονται δεκτά άρθρα (μέχρι 6 συγγραφείς),
τα οποία αφορούν σε νέες ή πολύ σπάνιες κλινικές εκδηλώσεις της αθηρωματικής νόσου, στις οποίες εφαρμόστηκαν νέα διαγνωστικά κριτήρια και για τα οποία
ακολουθήθηκε νέα θεραπευτική προσέγγιση.
6. Συνέδρια, σεμινάρια, στρογγυλά τραπέζια. Περιλήψεις ή σύντομα
κείμενα ομιλιών σε συνέδρια, σεμινάρια ή στρογγυλά τραπέζια σχετικά με την
αθηροσκλήρωση που διοργανώνει ή θέτει υπό την αιγίδα της η Ελληνική Εταιρεία
Αθηροσκλήρωσης ή περιλήψεις που ανακοινώθηκαν με τη μορφή αναρτημένων
ανακοινώσεων (posters) σε συνέδρια της Ελληνικής Εταιρείας Αθηροσκλήρωσης.
7. Βιβλιοπαρουσιάσεις. Αναφέρονται ο τίτλος του βιβλίου, οι συγγραφείς,
η χρονολογία και ο τόπος έκδοσης, ο εκδοτικός οίκος και η τιμή πώλησης.
8. Γράμματα προς τη Σύνταξη. Περιέχουν κρίσεις για δημοσιευμένα άρθρα,
πρόδρομα αποτελέσματα εργασιών, παρατηρήσεις για ανεπιθύμητες ενέργειες,
κρίσεις για το περιοδικό κ.λπ. Δημοσιεύονται ενυπόγραφα.
Προηγούμενη ή ταυτόχρονη δημοσίευση. Τα άρθρα, που υποβάλλονται
στην «ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΕΠΙΘΕΩΡΗΣΗ ΑΘΗΡΟΣΚΛΗΡΩΣΗΣ», θα θεωρούνται για δημοσίευση με την προϋπόθεση ότι τα αποτελέσματα ή το ίδιο κείμενο δεν έχουν
δημοσιευθεί και δεν έχουν υποβληθεί για δημοσίευση σε άλλο περιοδικό. Ο υπεύθυνος για την αλληλογραφία συγγραφέας πρέπει οπωσδήποτε να αναφέρει στη
συνοδευτική επιστολή, ότι η εργασία δεν έχει υποβληθεί για δημοσίευση σε άλλο
περιοδικό. Μπορούν όμως να δημοσιευθούν οριστικά αποτελέσματα εργασιών
που έχουν δημοσιευθεί υπό τη μορφή πρόδρομης ανακοίνωσης. Αν έχουν κατά
οποιονδήποτε τρόπο δημοσιευθεί πρόδρομα αποτελέσματα, θα πρέπει να συνυποβάλλονται αντίγραφα των δημοσιεύσεων αυτών σε μορφή PDF.
Υποβολή εργασιών. Γίνονται δεκτές εργασίες στην ελληνική ή αγγλική
119
γλώσσα. Τα προς δημοσίευση άρθρα υποβάλλονται ηλεκτρονικά σε μορφή PDF
στον υπεύθυνο γραμματείας σύνταξης Δρ Τέλλη Κωνσταντίνο (Εργαστήριο
Βιοχημείας, Τμήμα Χημείας, Πανεπιστήμιο Ιωαννίνων, 45 110 Ιωάννινα, Τηλ.: 26510-08326, Fax: 26510-08785, Ε-mail: [email protected]). Το
άρθρο πρέπει να συνοδεύεται από επιστολή, που υπογράφεται από τον υπεύθυνο
για την αλληλογραφία συγγραφέα και υποβάλλεται επίσης ηλεκτρονικά σε μορφή
PDF. Η συνοδευτική επιστολή πρέπει να περιλαμβάνει δήλωση ότι η εργασία έχει
εγκριθεί από όλους τους συγγραφείς. Επίσης ο υπεύθυνος για την αλληλογραφία
συγγραφέας πρέπει να υποβάλλει ηλεκτρονικά σε μορφή PDF το ειδικό έντυπο
της «ΕΛΛΗΝΙΚΗΣ ΕΠΙΘΕΩΡΗΣΗΣ ΑΘΗΡΟΣΚΛΗΡΩΣΗΣ» υπογεγραμμένο από όλους
τους συγγραφείς με το οποίο τα πνευματικά δικαιώματα μεταβιβάζονται στο περιοδικό. Σε περίπτωση υποβολής ερευνητικής εργασίας δημοσιευμένης σε περιοδικό του εξωτερικού για αναδημοσίευση, θα τονίζεται ρητά ότι οι συγγραφείς
έχουν εξασφαλίσει την έγγραφη άδεια των εχόντων τα πνευματικά δικαιώματα, η
οποία και θα επισυνάπτεται. Όταν η εργασία γίνει αποδεκτή, το τελικό διορθωμένο κείμενο υποβάλλεται ηλεκτρονικά σε μορφή PDF. Ό,τι δημοσιεύεται στην «ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΕΠΙΘΕΩΡΗΣΗ ΑΘΗΡΟΣΚΛΗΡΩΣΗΣ», δεν επιτρέπεται να αναδημοσιευθεί
χωρίς γραπτή έγκριση του Διευθυντή Σύνταξης.
Έκταση άρθρων. Τα άρθρα σύνταξης δεν πρέπει να υπερβαίνουν τις 1000
λέξεις. Οι ανασκοπήσεις δεν πρέπει να υπερβαίνουν τις 5000 λέξεις συμπεριλαμβανομένων των πινάκων, των τίτλων των εικόνων και της βιβλιογραφίας και μπορούν να περιέχουν έως 3 εικόνες. Η Σύνταξη διατηρεί το δικαίωμα δημοσίευσης
ανασκοπήσεων με μεγαλύτερη έκταση. Οι ερευνητικές εργασίες πρέπει να είναι
συντομότερες και γενικά να μην υπερβαίνουν τις 4000 λέξεις συμπεριλαμβανομένων των πινάκων, των τίτλων των εικόνων και της βιβλιογραφίας και μπορούν
να περιέχουν έως 6 εικόνες. Οι κλινικές απόψεις δεν πρέπει να υπερβαίνουν τις
1.500 λέξεις, τα ενδιαφέροντα περιστατικά τις 1.000 λέξεις και τα γράμματα προς
τη Σύνταξη τις 500 λέξεις.
Δομή του κειμένου. «ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΕΠΙΘΕΩΡΗΣΗ ΑΘΗΡΟΣΚΛΗΡΩΣΗΣ» έχει
αποδεχθεί τις oμοιόμορφες απαιτήσεις για τα Βιοϊατρικά Περιοδικά (σύστημα
Vancouver) και οι οδηγίες της προς τους συγγραφείς είναι σύμφωνες με τις απαιτήσεις αυτές. Τα κείμενα πρέπει να δακτυλογραφούνται σε διπλό διάστημα συνηθισμένων διαστάσεων (ISO A4 210×297 mm), με περιθώρια τουλάχιστον 3,5
cm. Πρέπει να χρησιμοποιούνται ξεχωριστές σελίδες για τον τίτλο, την περίληψη
και τις λέξεις-κλειδιά, το κυρίως κείμενο, τις ευχαριστίες, τη βιβλιογραφία, τους
πίνακες και τους τίτλους των εικόνων.
Σελίδα τίτλου. Περιλαμβάνει (α) τον τίτλο του άρθρου (μέχρι 12 λέξεις), (β)
βραχύ τίτλο (όχι μεγαλύτερο των 50 χαρακτήρων), (γ) ονόματα συγγραφέων
(στην ονομαστική) και τίτλο, (δ) το νοσοκομείο (ή νοσοκομεία), την κλινική (ή
κλινικές), το εργαστήριο (ή εργαστήρια) όπου πραγματοποιήθηκε ή εργασία, (ε)
πλήρη ταχυδρομική διεύθυνση, αριθμό τηλεφώνου και FAX καθώς και διεύθυνση
e-mail του υπεύθυνου για επικοινωνία συγγραφέα. Σε περίπτωση αναδημοσίευσης ερευνητικής εργασίας θα αναγράφεται επιπλέον ο πρωτότυπος τίτλος, το
περιοδικό στο οποίο δημοσιεύθηκε καθώς και το έτος, ο τόμος και οι σελίδες του
περιοδικού.
Περίληψη και λέξεις ευρετηρίου. Οι περιλήψεις των ανασκοπήσεων και
των ερευνητικών εργασιών πρέπει να αποτελούνται το πολύ από 250 λέξεις, ενώ
αυτές των επίκαιρων θεμάτων και των περιγραφών περιπτώσεων ασθενών, το
πολύ από 150 λέξεις. Για τις ανασκοπήσεις πρέπει να εφαρμόζονται οι περιγραφικές περιλήψεις (descriptive), οι οποίες αναφέρουν συνοπτικά όλα τα κεφάλαια
που περιέχει το άρθρο και σημαντικά συμπεράσματα. Οι περιλήψεις των ερευνητικών εργασιών πρέπει να χωρίζονται σε τέσσερις παραγράφους, οι οποίες
φέρουν κατά σειρά την ακόλουθη επικεφαλίδα: Σκοπός, Υλικό-Μέθοδος, Αποτελέσματα, Συμπεράσματα. Μετά την περίληψη παρατίθενται 3–10 λέξεις κλειδιά.
Οι λέξεις αυτές πρέπει να αντιστοιχούν στους διεθνείς όρους που χρησιμοποιεί το
Index Medicus-MESH Ελλάς, Έκδοση ΕΙΣ, ΙΑΤΡΟΤΕΚ.
120
Κείμενο. Οι ερευνητικές εργασίες αποτελούνται συνήθως από τα κεφάλαια:
Εισαγωγή, Υλικό ή ασθενείς και μέθοδος, Αποτελέσματα, Συζήτηση. Η εισαγωγή
περιλαμβάνει τις απαραίτητες βιβλιογραφικές παραπομπές και αναφέρει το λόγο
για τον οποίο πραγματοποιήθηκε η εργασία. Στη μεθοδολογία περιγράφεται το
πρωτόκολλο, με βάση το οποίο εξελίχθηκε η έρευνα. Αναφέρονται λεπτομερώς ο
τρόπος επιλογής ασθενών ή οποιουδήποτε υλικού, καθώς και η μέθοδος η οποία
εφαρμόστηκε, ώστε η ίδια έρευνα να μπορεί να αναπαραχθεί από μελλοντικούς
ερευνητές. Στην περίπτωση ερευνών που αφορούν σε ανθρώπους, πρέπει να
τονίζεται ότι η έρευνα πραγματοποιήθηκε με βάση τη Διακήρυξη του Ελσίνκι
(1975). Οι φαρμακευτικές ουσίες που χρησιμοποιήθηκαν στη μελέτη πρέπει να
αναφέρονται με την κοινόχρηστη ονομασία τους. Περιγράφεται το υλικό που
αξιολογήθηκε κατά τη διάρκεια της μελέτης και το κεφάλαιο ολοκληρώνεται με
τα στατιστικά κριτήρια που χρησιμοποιήθηκαν. Στο επόμενο κεφάλαιο παρουσιάζονται τα αποτελέσματα ολοκληρωμένα, αλλά σύντομα. Όσα αναφέρονται
σε πίνακες, δεν επαναλαμβάνονται στο κείμενο. Στη συζήτηση μπορεί να γίνει
σύγκριση με τα αποτελέσματα άλλων ομοειδών εργασιών και περιγράφονται
οι προοπτικές που διανοίγονται με τα αποτελέσματα της μελέτης, καθώς και τα
τελικά συμπεράσματα. Δεν επαναλαμβάνονται όσα έχουν αναφερθεί στα αποτελέσματα, τα οποία πρέπει να συνδέονται με τους στόχους της μελέτης. Πρέπει
να αποφεύγονται αυθαίρετα συμπεράσματα, τα οποία δεν τεκμηριώνονται με
τα αποτελέσματα της εργασίας. Στα ενδιαφέροντα περιστατικά προηγείται η
εισαγωγή και ακολουθούν η περιγραφή του περιστατικού και η συζήτηση. Στα
υπόλοιπα είδη άρθρων, το κείμενο διαμορφώνεται ανάλογα με τις απαιτήσεις και
τους στόχους του συγγραφέα.
Ευχαριστίες. Απευθύνονται μόνο προς τα άτομα, τα οποία έχουν βοηθήσει
ουσιαστικά.
Βιβλιογραφικές παραπομπές. Οι βιβλιογραφικές παραπομπές στο κείμενο
αριθμούνται με αύξοντα αριθμό, ανάλογα με τη σειρά που εμφανίζονται. Σε περίπτωση αναφοράς σε ονόματα συγγραφέων στο κείμενο, εφόσον είναι ξένοι, μετά
το επώνυμο του πρώτου συγγραφέα ακολουθεί η συντομογραφία et al, ενώ στους
Έλληνες συγγραφείς «και συν». Εφόσον οι συγγραφείς είναι δύο, μεταξύ των
επωνύμων τοποθετείται η λέξη «και». Όλες οι βιβλιογραφικές παραπομπές του
κειμένου –και μόνον αυτές– πρέπει να υπάρχουν στο βιβλιογραφικό κατάλογο. Ο
αριθμός των βιβλιογραφικών παραπομπών πρέπει να περιορίζεται στον τελείως
απαραίτητο. Στις ανασκοπήσεις, οι βιβλιογραφικές παραπομπές δεν πρέπει να
είναι περισσότερες από 100. Στα άρθρα επικαιρότητας (κλινικές απόψεις, ενδιαφέροντα περιστατικά) πρέπει να αναφέρονται μέχρι 10 άρθρα ή μονογραφίες,
για τα οποία ο συγγραφέας πιστεύει ότι είναι απαραίτητα για την ολοκληρωμένη
πληροφόρηση του αναγνώστη για το θέμα. Τα γράμματα προς τη Σύνταξη δεν
πρέπει να έχουν περισσότερες από 5 βιβλιογραφικές παραπομπές.
Η σύνταξη του βιβλιογραφικού καταλόγου γίνεται αριθμητικά, με βάση τον
αύξοντα αριθμό και τη σειρά των βιβλιογραφικών παραπομπών στο κείμενο.
Αναφέρονται τα επώνυμα και τα αρχικά των ονομάτων όλων των συγγραφέων
μέχρι 3 (όταν είναι περισσότεροι ακολουθεί η ένδειξη et al), ο τίτλος της εργασίας, η συντομογραφία του τίτλου του περιοδικού, το έτος, ο τόμος, η πρώτη
και η τελευταία σελίδα της δημοσίευσης· π.χ. You CH, Lee KY, Chey WY et al. The
role of oxidative stress in atherosclerosis. Circulation 1980, 79:311–314. Σε περίπτωση που δεν αναφέρεται όνομα συγγραφέως, σημειώνεται η λέξη Ανώνυμος
(για ελληνική δημοσίευση) ή Anonymous. Π.χ. Anonymous. Coffee drinking and
atherosclerosis (Editorial). Br Med J 1981, 283:628. Παραπομπές οι οποίες αναφέρονται σε εργασίες που δημοσιεύονται σε συμπληρώματα (supplements)
εκδόσεων, πρέπει να συνοδεύονται με τον αριθμό του συμπληρώματος, που
σημειώνεται σε παρένθεση μετά τον τόμο. π.χ. Eur Heart Journal 1996, 54(Suppl
1):26. Οι συντμήσεις των τίτλων των περιοδικών πρέπει να γίνονται με βάση το
Index Medicus. Δεν τοποθετούνται τελείες στα ακρώνυμα των συγγραφέων και
στις συντμήσεις των περιοδικών. Για την καταχώρηση συγγραμμάτων ή μονογραφιών στο βιβλιογραφικό κατάλογο, αναφέρονται στη σειρά τα επώνυμα και τα
Ελληνική Επιθεώρηση Αθηροσκλήρωσης
αρχικά των συγγραφέων, ο τίτλος, ο αριθμός έκδοσης, ο εκδότης, η πόλη έκδοσης, το έτος και οι σελίδες της αναφοράς. Η αναφορά σε κεφάλαιο βιβλίου πρέπει να γίνεται με τον ακόλουθο τρόπο: Παπαθανασίου ΙΒ. Πλειοτροπικές δράσεις
των στατινών. Στο: Υπολιπιδιαμική αγωγή στην αθηρωματική νόσο. ΒΗΤΑ, Αθήνα,
1983:67–113. Αν η βιβλιογραφική παραπομπή αποτελεί κεφάλαιο συγγράμματος το οποίο έχει γραφεί από άλλο συγγραφέα, η αναφορά γίνεται ως εξής: Κuhn L,
Swartz MN. Toll-like receptors. In: (Στο): Lee WA (ed) (ή eds ή Συντ.) Inflammation
and Atherosclerosis. Saunders, Philadelphia, 1987:457–472.
Μη δημοσιευμένες εργασίες καθώς και «προσωπικές επικοινωνίες» δε χρησιμοποιούνται ως βιβλιογραφικές παραπομπές. Άρθρα, τα οποία έχουν γίνει δεκτά
για δημοσίευση, μπορούν να περιληφθούν στη βιβλιογραφία. Στην τελευταία
περίπτωση, μετά τη συντομογραφία του περιοδικού σημειώνεται η ένδειξη «υπό
δημοσίευση». Η αναφορά της ελληνικής βιβλιογραφίας είναι υποχρεωτική και
είναι δυνατό να αναζητηθεί από τη Ελληνική Βάση Ιατρικής Βιβλιογραφίας (ΙΑΤΡΟΤΕΚ), www.iatrotek.org.
Αγγλική περίληψη. Περιλαμβάνει τα ονόματα των συγγραφέων και την ιδιότητά τους, τον τίτλο της εργασίας και το ίδρυμα ή το εργαστήριο από το οποίο
προέρχεται η εργασία. Η περίληψη δεν πρέπει να υπερβαίνει τις 250 λέξεις, ενώ
για τα επίκαιρα θέματα και τις περιγραφές περιπτώσεων ασθενών τις 150 λέξεις.
Η δομή, η έκταση, το περιεχόμενο και οι λέξεις κλειδιά της Αγγλικής περίληψης
πρέπει να είναι αντίστοιχα αυτών της Ελληνικής περίληψης. Η ποιότητα των αγγλικών περιλήψεων πρέπει να είναι αρκετά ικανοποιητική, επειδή αποτελεί σημαντικό κριτήριο αποδοχής του περιοδικού στους διεθνείς καταλόγους βιοϊατρικών
περιοδικών.
Αρίθμηση κεφαλαίων σε ανασκοπήσεις. Όλα τα κεφάλαια αριθμούνται
με αραβικούς αριθμούς: 1, 2, 3 κ.λπ. Τα υποκεφάλαια φέρουν τον αριθμό του αρχικού κεφαλαίου, τελεία και ακολουθεί ο αριθμός του υποκεφαλαίου: 1.1., 1.2. ή
1.1.1., 1.2.1. κ.ο.κ.
Πίνακες. Δακτυλογραφούνται με διπλό διάστημα, σε χωριστή σελίδα. Αριθμούνται με τη σειρά που εμφανίζονται στο κείμενο, με αραβικούς αριθμούς. Πρέπει να φέρουν περιεκτική σύντομη επεξήγηση, ώστε για την κατανόησή τους να
μην είναι απαραίτητο να καταφύγει ο αναγνώστης στο κείμενο. Κάθε στήλη φέρει
επεξηγηματική σύντομη επικεφαλίδα. Οι επεξηγήσεις των συντομογραφιών, καθώς και οι λοιπές διευκρινίσεις, γίνονται στο τέλος του πίνακα.
Εικόνες. Τα σχήματα, σχεδιασμένα σε υπολογιστή και οι φωτογραφίες πρέπει
να στέλνονται στο πρωτότυπο, ώστε να είναι κατάλληλα για άμεση αναπαραγωγή
και εκτύπωση. Οι τίτλοι των εικόνων πρέπει να αναγράφονται με τον αριθμό που
αντιστοιχεί στην εικόνα, σε χωριστή σελίδα. Επεξηγήσεις σχετικές με τις εικόνες
μπορούν να αναφερθούν στον τίτλο. Για το μέγεθος των εικόνων, συμβουλευθείτε το σχήμα του περιοδικού. Εφόσον χρησιμοποιούνται φωτογραφίες ασθενών,
το πρόσωπο δεν πρέπει να φαίνεται. Στην αντίθετη περίπτωση, επιβάλλεται έγγραφη συγκατάθεση του ασθενούς για τη δημοσίευση της φωτογραφίας. Όλες οι
εικόνες αναφέρονται στο κείμενο και αριθμούνται με αραβικούς αριθμούς.
Ονοματολογία και μονάδες μέτρησης. Προκειμένου για την επιλογή των
όρων και των ονομάτων (ουσιών, οντοτήτων, οργανισμών, νοσημάτων κ.λπ.),
κρίνεται σκόπιμο οι συγγραφείς να συμβουλεύονται το Λεξιλόγιο σύγχρονων Ελληνοαγγλικών λεξικών Βιοϊατρικής Ορολογίας. Οι συγγραφείς πρέπει να χρησιμοποιούν τους παγκοσμίως παραδεκτούς τίτλους και τις μονάδες μετρήσεων του SI.
Διόρθωση τυπογραφικών δοκιμίων. Πραγματοποιείται μία φορά από
τους συγγραφείς. Εκτεταμένες μεταβολές δε γίνονται δεκτές.
Ανάτυπα. Απαγορεύεται η φωτοτυπική αναπαραγωγή των δημοσιευμένων
εργασιών. Η προμήθεια από τους συγγραφείς ανατύπων γίνεται αποκλειστικά
από την εκδοτική εταιρεία ΒΗΤΑ.
INSTRUCTIONS TO AUTHORS
Hellenic Journal of Atherosclerosis
The journal HELENIC JOURNAL OF ATHEROSCLEROSIS, edited by the Hellenic
Society of Atherosclerosis, aims at the continuous education of scientists of
various disciplines including Medical doctors, Biologists, Biochemists, Dieticians,
etc in various topics related to the pathogenesis, diagnosis and treatment of
atherosclerosis. To this purpose it is looking to promote scientific papers on the
following sections:
1. Editorials: Brief review articles on current and/or ambiguous topics related
to Atherosclerosis and cardiovascular disease without abstract, written after invitation of the Editorial Board. Three key-words should be listed.
2. Reviews: Detailed surveys of medical subjects with the emphasis on current points of view related to atherosclerosis and cardiovascular disease.
3. Original papers. Reports on clinical trials or experimental work and
epidemiological prospective or retrospective research in topics related to atherosclerosis, based on a research protocol described in detail in the methodology
section. The results of the study should not have been previously published
(except in abstract form). Clinical and epidemiological studies with particular
interest to Greek healthcare workers will be given priority. Quite exceptionally
original papers published in distinguished foreign journals by Greek scientists
especially when their results are relevant for the Greek medical community can
be republished in HELLENIC JOURNAL OF ATHEROSCLEROSIS after been approved
by the Editorial Board. These papers must be translated by the authors, who also
have to obtain written permission by the copyright owners.
4. Clinical points of view. A diagnostic, therapeutic or epidemiological approach to several clinical syndromes of the atherosclerotic disease; the data for
and against should be in algorithmic form.
5. Case reports. Reports on new or very rare clinical cases of atherosclerotic disease, new diagnostic criteria or new therapeutic methods with proven
results.
6. Conferences, seminars, round tables. Abstracts or short texts of speakers participated in conferences, seminars or round tables related to atherosclerosis organized by, or been under, the auspices of the Hellenic Atherosclerosis
Society or abstracts presented as posters in conferences organized by the Hellenic Atherosclerosis Society.
7. Book presentations. They should refer to the title of the book, the authors’ name(s), the number of pages, the name of the publisher, the date and the
place of publication and the price.
8. Correspondence. Letters containing comments on papers published in
the journal, preliminary results, remarks about untoward effects of drugs, judgments concerning the journal etc. They must be signed.
Previous or duplicate publication. Papers submitted to HELLENIC JOURNAL OF ATHEROSCLEROSIS are judged for publication on the condition that the
results or the paper itself have not been previously published or submitted for
publication in another journal. The corresponding author should report in the
cover letter that the research work has not been published or submitted for publication in an other journal. An exception to this rule is the final research results
that have been published as preliminary results or as an abstract form. In this
case, the author(s) should also submit electronically these previous publications
in a PDF form.
Submission of papers. Papers submitted to the journal should written in
Greek or English. All manuscripts should be submitted electronically in a PDF
form to the responsible of the editorial secretariat Dr Tellis Constantinos
(Laboratory of Biochemistry, Department of Chemistry, University of
Ioannina, 45 110 Ioannina, Greece, Τel.: +30 26510-08326, Fax: +30
26510-08785, E-mail: [email protected]). All manuscripts must be accom-
121
panied by a letter, in PDF form, signed by the author responsible for correspondence. The cover letter should include a statement, indicating that the manuscript
has been approved by all authors. The corresponding author should also submit
to the journal the copywrite transfer agreement form signed by all authors. In
case of submission of an original paper been already published in a foreign journal, it must be clearly stated that the authors have obtained the written permission of the copyright owners, a copy of which must be attached. The final revised
text will be resubmitted electronically in a PDF form. All papers published in
HELLENIC JOURNAL OF ATHEROSCLEROSIS are owned by the journal and are not
allowed to be republished without the written consent of the Editor in chief.
Length of the articles. Editorials not exceed the 1000 words. Review articles should not exceed 5000 words including tables, legends to the figures and
references and could include up to three figures. However, the Editorial Board
may allow the publication of longer reviews upon judgement. Original papers
should be shorter, generally not exceeding 4000 words including tables, legends
to the figures and references and could include up to six figures. Clinical points
of view should not exceed 1500 words, case reports 1000 words and letters to
the Editor 500 words.
Assembling a manuscript. HELLENIC JOURNAL OF ATHEROSCLEROSIS has
agreed to conform to the Uniform Requirements for Manuscripts submitted
to Biomedical Journals (Vancouver System) and its guidelines for authors are
in accordance to the above requirments. Papers must be typed double-space
of the usual dimensions (ISO A4 2101×297 mm), with margins of at least 3.5
cm. A separate page must be used for the title, the abstract and keywords, the
main text, the acknowledgements, the references, the tables, the figures and
the figure legends.
Title page. It contains (a) the title of the article, which must be brief (up
to 12 words), (b) running title up to 50 characters, (c) name and position of the
authors(s), (d) institutional affiliation of each author, (e) name, address, telephone number, fax number of the author responsible for correspondence.
Abstract and key words. Abstracts are limited to 250 words with the exception of clinical points of view and case reports whose length is limited to 150
words. The abstracts of the reviews must be descriptive, mentioning all chapters
contained and the main conclusions. Abstracts of the original papers, should be
structured into four paragraphs, under the following captions: Aim, Material or
Patients and Methods, Results, Conclusions. In the same page, 3–10 key-words
should be listed, chosen from the MeSH terms of Index Medicus.
Text. Original papers usually contain the following chapters: Introduction,
Material or Patients and Methods, Results, Discussion. The introduction contains the background and the necessary references and cites the objective of
the study. The study protocol must be thoroughly described in the methodology section. Details such as the mode of patient or material selection, as well
as the methodology applied must be fully disclosed in order that the research
may be reproduced by future investigators. In the case of research related to
human beings it must be stated that the research was performed according to
the principles of the Declaration of Helsinki (1975). The pharmaceutical substances used must be mentioned by their generic names. In the same chapter
the data evaluated must be described and the chapter should be completed
by an analysis of the statistical criteria used. In the next chapter the results
should be presented fully but briefly. Results shown in tables should not be
repeated in the text. In the Discussion, the perspectives opened up by the
results of the study as well as the final conclusions are discussed. The results
must not be repeated in this section. A comparison with the results of other
similar studies may be done. The results may also be related to the objectives
of the study but it is advisable to avoid arbitrary conclusions, not emerging
from the results themselves.
Με τον κίνδυνο να έρχεται από πολλαπλές κατευθύνσεις,
προσθέστε μία πολυδιάστατη λιπιδαιμική θεραπεία.
Το TREDAPTIVE® οδηγεί τα λιπίδια στη σωστή κατεύθυνση.
Σημαντικές βελτιώσεις με
την προσθήκη 2g/40mg σε
μία στατίνη (p<0,001)1,α,β
LDL-C: –19%γ
HDL-C: +20%γ
TG: –25%δ
n=469
Τιμές προσαρμοσμένες με βάση το placebo
Το TREDAPTIVE (νικοτινικό οξύ/λαροπιπράντη, MSD) σε μορφή δισκίων ελεγχόμενης αποδέσμευσης ενδείκνυται για τη θεραπεία
της δυσλιπιδαιμίας, ιδιαίτερα σε ασθενείς με συνδυασμένη μικτή δυσλιπιδαιμία (χαρακτηριζόμενη από υψηλά επίπεδα LDL-C και
TG και χαμηλή HDL-C) και σε ασθενείς με πρωτοπαθή υπερχοληστερολαιμία (ετερόζυγο οικογενή και μη οικογενή).
Το TREDAPTIVE θα πρέπει, να χρησιμοποιείται σε συνδυασμό με αναστολείς της HMG-CoA αναγωγάσης (στατίνες), όταν η δράση
της μονοθεραπείας με στατίνη στη μείωση της χοληστερόλης, δεν επαρκεί. Μπορεί, να χρησιμοποιηθεί ως μονοθεραπεία, μόνο
σε ασθενείς για τους οποίους οι στατίνες θεωρούνται ακατάλληλες ή όχι καλά ανεκτές. Η δίαιτα και οι άλλες μη φαρμακολογικές
παρεμβάσεις (π.χ. άσκηση, μείωση του βάρους) θα πρέπει, να συνεχίζονται κατά τη διάρκεια της θεραπείας με TREDAPTIVE.
Επιλεγμένες πληροφορίες Ασφάλειας
Η χρήση του TREDAPTIVE αντενδείκνυται σε ασθενείς με υπερευαισθησία στις δραστικές ουσίες ή σε οποιοδήποτε από τα έκδοχα, που περιέχει, σε ασθενείς με σημαντική ή ανεξήγητη ηπατική δυσλειτουργία και σε ασθενείς με ενεργό πεπτικό έλκος ή
αρτηριακή αιμορραγία.2
To TREDAPTIVE ήταν, γενικά, καλά ανεκτό σε κλινικές μελέτες. Η πλέον κοινή ανεπιθύμητη ενέργεια του TREDAPTIVE είναι η
έξαψη.2
Παρακαλούμε συμβουλευθείτε την πλήρη ΠΧΠ του προϊόντος πριν τη συνταγογράφηση.
Δεδομένα από μελέτη του TREDAPTIVE 2g/40mg σε σχέση με placebo. Το κύριο τελικό σημείο ήταν η ασφάλεια και η ποσοστιαία μεταβολή της LDL-C από τα αρχικά επίπεδα μεταξύ των εβδομάδων 12 με 24. Οι ασθενείς (Ν=1.613, μέση ηλικία:
58 έτη) τυχαιοποιήθηκαν και έλαβαν TREDAPTIVE 1g/20mg (n=800), Νικοτινικό οξύ 1g (σε μορφή παρατεταμένης αποδέσμευσης) (n=543) ή placebo (n=270) για 4 εβδομάδες. Κατόπιν, η δόση αυξήθηκε σε όλους τους ασθενείς κατευθείαν σε
TREDAPTIVE 2g/40mg (2 δισκία μία φορά την ημέρα), νικοτινικό οξύ 2g και placebo αντίστοιχα, με συνολική διάρκεια θεραπείας τις 24 εβδομάδες.1
Κάθε δισκίο TREDAPTIVE περιέχει 1g νικοτινικού οξέος ελεγχόμενης αποδέσμευσης και 20mg λαροπιπράντης, ενός καινοτόμου εκλεκτικού αναστολέα της οδού εμφάνισης έξαψης.2
Οι ασθενείς ελάμβαναν τις ακόλουθες στατίνες: ατορβαστατίνη (29%), σιμβαστατίνη (54%), άλλες στατίνες (πραβαστατίνη, φλουβαστατίνη, ροσουβαστατίνη, λοβαστατίνη, 17%). Εννέα τοις εκατό των ασθενών ελάμβαναν εζετιμίμπη. Οι
αρχικές τιμές για το σύνολο της κοορτής ήταν: LDL-C: 113,5mg/dL (μέση), HDL-C: 50,8mg/dL (μέση), TG: 127,0mg/dL (διάμεσος).1
γ
Μέση ποσοστιαία μεταβολή από τις αρχικές τιμές, υπό αγωγή με στατίνη.
δ
Διάμεση ποσοστιαία μεταβολή από τις αρχικές τιμές, υπό αγωγή με στατίνη.
α
β
ΒΙΑΝΕΞ Α.Ε. ΒΙΟΜΗΧΑΝΙΑ ΦΑΡΜΑΚΩΝ
LICENSEE DISTRIBUTOR OF MERCK SHARP & DOHME,
Division of MERCK & CO., Inc., Whitehouse Station, N.J., U.S.A.
Γραφεία Επιστημονικής Ενημέρωσης: tșȠȟȥșΟδός Τατοΐου
146 71 Ν. Ερυθραία, Τηλ.: 210 8009111
t&.BJM [email protected] t INTERNET: http://www.vianex.gr
tȠȝȪȪșȣȧȥȡȢȟ Β. Χατζή 2, Τηλ.: 2310 833893
tȨșȫȩșΜαιζώνος 131, Τηλ.: 2610 221397
† Registered Trademark of Merck & Co., Inc., of Whitehouse Station,
New Jersey U.S.A. & used under licence from MERCK & Co., INC.
®†
(νικοτινικό οξύ / λαροπιπράντη, MSD)
δισκία ελεγχόμενης αποδέσμευσης
Πολυδιάστατη Θεραπεία λιπιδίων
ME10004
Βιβλιογραφία: 1. Maccubbin D, Bays HE, Olsson AG, et al. Lipid modifying efficacy and tolerability of extended-release niasin/laropiprant in patients with primary hypercholesterolaemia or mixed dyslipidaemia. Int J Clin Pract. 2008;62:19591970. 2. Περίληψη Χαρακτηριστικών του Προϊόντος TREDAPTIVE® (νικοτινικό οξύ/λαροπιπράντη) 1g/40mg δισκία ελεγχόμενης αποδέσμευσης.
122
Acknowledgements. They are addressed only to persons who have contributed substantially.
References. They are numbered in the order in which they are first cited in
the text. If author names are cited in the text, first author’s surname is followed
by et al. If there are only two authors, place an “and” between the two surnames.
All references cited in the text –and those only– must be shown in the reference
section. The number of references must be limited to those absolutely necessary.
Reviews must have no more than 100 references, current issues and editorials up
to 10 articles or monographs considered by the author to be necessary for complete information on the subject, and letters to the Editor up to 5 references. The
reference section is organized numerically based on the consecutive numbers
and order of references in the text. Cite the surnames and initials of all authors
up to three (if more, add et al after the third), the title of the article, the abbreviation of journal title, the year, volume, first and last page of the publication;
e.g. You CH, Lee KY, Chey WY et al. The role of oxidative stress in atherosclerosis.
Circulation 1980, 79:311–314. In case that no author name is given, cite Anonymous; e.g. Anonymous. Coffee drinking and atherosclerosis (Editorial). Br Med J
1981, 283:628. References of papers published in supplements, must also note
the number of supplement in parenthesis after the volume, e.g. Eur Heart Journal 1996, 54(Suppl 1):26. The abbreviations of journal titles must be compatible
to Index Medicus. No full stops are placed after author acronyms and journal
abbreviations. For books or monographs, list the surnames and initials of the
authors, the title, and the number of edition, the editor, and the town of edition,
the year and the pages cited. For chapter in a book, the reference must be written as follows: Papathanasiou IB. Pleiotropic actions of statins. In: Hypolipidemic
drugs in atherosclerosis. BETA, Athens, 1983:67–113. If the reference consists of
chapter in a book written by another author, it must be written as follows: Κuhn
L, Swartz MN. Toll-like receptors. In: Lee WA (ed) Inflammation and Atherosclerosis. Saunders, Philadelphia, 1987:457–472.
Unpublished material as well as personal communications should not be
used as references, whereas articles accepted for publication but not yet published may be included. In this last case after the journal title abbreviation there
should be an indication “to be published”. Citation of Greek references is mandatory. Greek literature can be sought at the Data Base of the Greek Medical Literature (IATROTEK), www.iatrotek.org.
Abstract in English. It must include the title, the names of the authors and
Ελληνική Επιθεώρηση Αθηροσκλήρωσης
the institutional affiliation of each author. The abstract in English is limited to
250 words with the exception of current issues and case reports whose length
is limited to 150 words. Otherwise it has to be constructed in the same way as
the Greek one. It is important that the quality of the English abstract should be
excellent, because it is a major criterion for the acceptance of the journal in the
international lists of Biomedical journals.
Chapter numbering in reviews and current issues. All chapters must be
numbered with Arabic numbers 1, 2, 3 etc. Subchapters should have the number
of the initial chapter, point and the number of the subchapter, e.g. 1.1., 1.2. or
1.1.1., 1.2.1. etc.
Tables. They are typed double-space, in a separate page. They are numbered
by the order they appear in the text, with Arabic numbers. They should have a
brief, comprehensive explanation so that the reader need not turn to the text.
Each column must have a brief explanatory heading. Explanations of the abbreviations should be made at the bottom of the table.
Figures. The figures professionally drawn in china ink or prepared using a
computer and high resolution printer and the photographs, must be the original
ones, to facilitate immediate photographic reproduction and printing. Indicate
by pencil on the back the number of the figure, its top (with an arrow) and running title of paper. They must be placed in an envelope between two sheets of
cardboard to prevent wrinkling. Legends for figures must be written in a separate page and have the number of the corresponding figure. Explanations concerning the figures may be cited in the legend. Consult the format of the journal
for the size of the figures. If photographs of patients are used, make sure that
their face is not shown. In the opposite case, a written consent of the patient allowing the photograph to be published should accompany the figure. All figures
must be mentioned in the text and be numbered with Arabic numbers.
Terms and units of measurement. The authors must use the universally
accepted terms and the SI units of measurement. For the choice of terms and
names (of substances, entities, organizations, diseases etc.) please consult the
MeSH of Index Medicus.
Review of proofs. It is done once by the authors. Major alterations are not
accepted.
Reprints. Photocopy reproduction of published papers is not allowed. Authors can order reprints directly to the publishing company BETA.