RAY BRADBURY

RAY BRADBURY
To ∆ του
∆ιαστήµατος
Εισαγωγή: ∆ΗΜΗΤΡΗΣ ΠΑΝΑΓΙΩΤΑΤΟΣ
Μετάφραση από τα αγγλικά: ΦΩΝΤΑΣ ΚΟΝ∆ΥΛΗΣ
Εκδόσεις ΑντιΚοσµοι
ΑΘΗΝΑ 1975
Τίτλος πρωτοτύπου:
S is for Space
© 1966 Ray Bradbury
© 1976 για την ελληνική γλώσσα εκδόσεις Αντικοσµοι
Στοιχειοθετήθηκε και τυπώθηκε στην Αθήνα τον Ιανουάριο του 1976
στο τυπογραφείο ΓΕΩΡΓΙΟΥ ΛΕΟΝΤΑΚΙΑΝΑΚΟΥ
(∆ουκ. Πλακεντίας 31, Χαλάνδρι, τηλ. 6812457)
για λογαριασµό των εκδόσεων ΑΝΤΙΚΟΣΜΟΙ
(Ακαδηµίας 57, Αθήνα, τηλ. 600235)
∆ιόρθωση: Χριστίνα Γιατζόγλου Εξώφυλλο: Λίκα Φλώρου
Περιεχόµενα
ΕΙΣΑΓΩΓΗ: ΤΟ ΦΑΙΝΟΜΕΝΟ ΡΑΙΗ ΜΠΡΑΝΤΜΠΕΡΥ........
Χρυσαλίδα.......................................................................................
Κολόνα φωτιάς................................................................................
Ή απριλιάτικη µάγισσα...................................................................
Ο άνθρωπος.....................................................................................
Η µηχανή που ταξιδεύει µες στο χρόνο..........................................
Ο πεζοπόρος....................................................................................
Αντίο κι αποχαιρετισµός.................................................................
Αόρατο παιδί...................................................................................
Κατέβα στο κελάρι µου.................................................................
Το φρούτο στον πάτο της φρουτιέρας.............................................
Το ουρλιαχτό...................................................................................
Το χαµόγελο....................................................................................
Ήταν µελαχρινοί, κι είχαν µάτια χρυσά..........................................
Το τραµ............................................................................................
Ή ιπτάµενη µηχανή.........................................................................
Ο Ίκαρος Μογγολφιέρος εφευρέτης...............................................
7
13
47
105
120
139
147
154
166
181
206
223
243
252
275
281
289
ΕΙΣΑΓΩΓΗ:
ΤΟ «ΦΑΙΝΟΜΕΝΟ ΡΑΙΗ ΜΠΡΑΝΤΜΠΕΡΥ»
Ο Ραίη Μπράντµπερυ είναι o µοναδικός, ίσως, σύγχρονος συγγραφέας
επιστηµονικής φαντασίας που, όντας πολύ γνωστός στο εξωτερικό, έγινε
γνωστός και στην Ελλάδα. Ωστόσο µέχρι σήµερα το «φαινόµενο
Μπράντµπερυ» δεν έχει αποτελέσει, απ' ό,τι τουλάχιστο γνωρίζω,
αντικείµενο ανάλυσης ή, γενικότερα, µελέτης οποιασδήποτε βάσης στον
ελληνικό χώρο. Είναι καιρός, νοµίζω, να γίνει µια προσπάθεια για την
εξήγηση του «φαινόµενου», ταυτόχρονα µε µια αιτιολόγηση της τοποθέτησης
του Μπράντµπερυ, σα συγγραφέα επιστηµονικής φαντασίας, µέσα στα
πλαίσια των εκδόσεων «Αντικόσµοι».
Ο Ραίη Μπράντµπερυ — αναφέρθηκε ήδη — είναι γνωστός στο
εξωτερικό σε µεγάλη κλίµακα. Αλλά αυτό δεν εξηγεί την επιτυχία του στον
ελληνικό χώρο. Κι άλλοι συγγραφείς επιστηµονικής φαντασίας είναι γνωστοί
έξω — ο Φίλιπ Κ. Ντίκ, ο Φίλιπ Ζοζέ Φάρµερ — κι όµως παραµένουν
άγνωστοι εδώ. Τι είναι εκείνο που εξασφαλίζει στον Μπράντµπερυ την
προνοµιακή θέση του; Νοµίζω πώς τα στοιχεία που αντλεί κανείς απ' την
ίδια τη ζωή του, προσφέρουν ήδη µιαν ικανοποιητική απάντηση: ο
Μπράντµπερυ δε λανσαρίστηκε — τουλάχιστο στην αρχή της σταδιοδροµίας
του — σα συγγραφέας επιστηµονικής φαντασίας αλλά, γενικά, σα
συγγραφέας, δε γνώρισε την επιτυχία µέσα απ' το «γκέτο» των συγγραφέων
επιστηµονικής φαντασίας — δηλαδή, µέσα από µια ιδιαίτερη οµάδα
συγγραφέων ενός ιδιαίτερου φιλολογικού είδους — αλλά µέσα απ' την
πολυάριθµη οµάδα των «λογοτεχνών». Είναι εξαιρετικά χαρακτηριστικό το
γεγονός ότι οι πρώτες νουβέλες και τα διηγήµατα του Μπράντµπερυ
απορρίφθηκαν απ' τα περισσότερα περιοδικά επιστηµονικής φαντασίας
επειδή δεv ήταν αρκετά «επιστηµονικά»!
Πραγµατικά· ο Ραίη Μπράντµπερυ είναι ιδιαίτερα «απλός»
συγγραφέας επιστηµονικής φαντασίας, σε σύγκριση µε άλλους σηµαντικούς
εκπροσώπους του είδους. Και από άποψη περιεχοµένου, και από άποψη
µορφής. 0ι ιστορίες του δεν µπορούν να χαρακτηριστούν σαν «πολύπλοκες»,
δεν έχουν δυσκολονόητες «επιστηµονικές» εξηγήσεις, απευθύνονται σ' ένα
όχι εξειδικευµένο κοινό, είναι «διαβαστικές». Το ίδιο και το ύφος του: ύφος
ενός συγγραφέα που γνωρίζει πολύ καλά τη δουλιά του µα που, ωστόσο, δε
µεταχειρίζεται καθόλου ούτε το ιδιαίτερο λεξιλόγιο της επιστηµονικής
φαντασίας ούτε το δαιδαλώδη τρόπο γραφής άλλων εκπροσωπών της. Ο
Μπράντµπερυ δεν έχει την ιδιαιτερότητα του συγγραφέα επιστηµονικής
φαντασίας. Αυτός είναι ο λόγος που τα βιβλία του εκδίδονται και από
εκδοτικούς οίκους που δεν έχουν καµιά σχέση µε το είδος. (Στην Ελλάδα το
«Φαρενάιτ 451» εκδόθηκε σε σειρά «γενικής λογοτεχνίας»).
Αργότερα, φυσικά, µετά την επιτυχία των διηγηµάτων του
Μπράντµπερυ στα µεγάλης κυκλοφορίας περιοδικά ποικίλης ύλης, τα
εξειδικευµένα περιοδικά επιστηµονικής φαντασίας δεv µπορούσαν πια να του
κρατάνε κλειστές τις πόρτες τους. Αν όµως µπήκε τελικά ο Μπράντµπερυ στο
«γκέτο» των συγγραφέων τους, δεν µπήκε απ' την αρχή, αλλά αργότερα, µε
τον τίτλο του «λογοτέχνη». Και βέβαια διατήρησε και τους δύο τίτλους: του
«ειδικού» και του «γενικού» συγγραφέα. Μαζί µε τον νεότερο του Κούρτ
Βόνεγκουτ (Σφαγείο 5), απευθύνθηκε τόσο σ' ένα ιδιαίτερο κοινό, όσο και σ'
ένα αρκετά πλατύτερο — και σ' αυτό χρωστάει, σε µεγάλο βαθµό, την
επιτυχία του.
Αλλά σα συγγραφέας επιστηµονικής φαντασίας, που τοποθετείται ο
Μπράντµπερυ; Και ειδικότερα: ποια είναι η θέση του στη σειρά των
εκδόσεων «Αντικόσµοι»; Γιατί, για την επιλογή κάθε βιβλίου τής σειράς, δεv
είναι αρκετό το «όνοµα» και η επιτυχία ενός συγγραφέα. Μετράει εξίσου το
ιδεολογικό υπόβαθρο των έργων του, καθώς και η πολιτική του στάση σα
διανοούµενου. ∆εν ενδιαφερόµαστε καθόλου για την παρουσίαση «καλών
αµερικανών πολιτών». (Αν ήταν έτσι, θα είχαµε ήδη µεταφράσει Ρόµπερτ
Χενλάιν, γνωστό «λαµπρό» στρατιωτικό, µιλιταριστή και σούπερ
αντιδραστικό αµερικανό συγγραφέα επιστηµονικής φαντασίας). Ευτυχώς, ο
Ραίη Μπράντµπερυ δεν είναι απ αυτούς.
Η πολιτική υπάρχει στο έργο του Μπράντµπερυ; Φυσικά όχι. Η
δεκαετία 1950 1960, στην οποία γράφτηκαν πολλά απ' τα σηµαντικότερα
έργα του, θέλει την επιστηµονική φαντασία απολιτική. (Και το ίδιο θα συµβεί
µέχρι τα µέσα της επόµενης δεκαετίας.) Ωστόσο η ιδεολογία του
Μπράντµπερυ είναι πολύ φανερή, διαπερνάει σχεδόν ολόκληρο το έργο του
και συνοψίζεται στο ακόλουθο, αρκετά απαισιόδοξο, «µήνυµα»: φόβος και
ερωτηµατικά για το µέλλον, πού επιφυλάσσει πολλές αρνητικές πλευρές, και
τρυφερές µατιές στο παρελθόν, που ήταν πολύ προτιµότερο. Το ερώτηµα έχει
ήδη τεθεί: είναι αντιδραστική µια τέτοια ιδεολογία, ή όχι;
∆ύσκολο ν' απαντήσει κανείς, σχεδόν αδύνατο. Γιατί ή απάντηση
εξαρτάται από τη συγκεκριµένη περίπτωση: άλλοτε προτιµάται το παρελθόν,
και σε άλλες περιπτώσεις υπάρχει ελπίδα για κάτι καλύτερο στο µέλλον. Η
νοσταλγική αναπόληση του παρελθόντος µπορεί να είναι, αλλά µπορεί και να
µην είναι αντιδραστική. Ας µην παραγνωρίζεται το γεγονός ότι πολλοί
αριστεροί — άρα προοδευτικοί — τρέφουν για πολλά πράγµατα την ίδια αυτή
«νοσταλγία του παρελθόντος»...
Ώστε — κι αυτό χρησιµεύει σαν τελικό συµπέρασµα — ο Ραίη
Μπράντµπερυ είναι ένας καλός συγγραφέας επιστηµονικής φαντασίας, όπως
πολλοί άλλοι του είδους, πού είχε την ευκαιρία να γίνει γνωστότερος απ'
αυτούς χάρη στην επαφή του µ' ένα πλατύτερο κοινό. Οπωσδήποτε, τις
περισσότερες φορές, δεν είναι αντιδραστικός. Η πολιτική; ∆εν υπάρχει στο
έργο του, και η τάση αυτή δικαιολογείται απ' την εποχή του. Όταν όµως
χρειάστηκε να πάρει θέση απέναντι στην πολιτική πραγµατικότητα της χώρας
του, ο Μπράντµπερυ απέδειξε πώς δεν είναι µιλιταριστής, ιµπεριαλιστής ή
φιλήσυχος αµερικανός πολίτης: το 1968 υπογράφει, µαζί µε 81 ακόµα
συγγραφείς επιστηµονικής φαντασίας, ένα κείµενο διαµαρτυρίας για τη
συµµετοχή των Ηνωµένων Πολιτειών στον πόλεµο του Βιετνάµ. (Σε αντίθεση
µε 72 άλλους συγγραφείς του είδους, µεταξύ των οποίων — µην αµφιβάλλετε
— ο Ρόµπερτ Χενλάιν, που διαδηλώνουν την πίστη τους πώς «οι Ηνωµένες
Πολιτείες της Αµερικής πρέπει να παραµείνουν στο Βιετνάµ. . .»). Η πράξη
του Μπράντµπερυ, πολιτική πια, δείχνει πως µπορεί να είναι το ίδιο σωστός
και αποφασιστικός στη ζωή του, όσο είναι τρυφερός και γοητευτικός στα
έργα του.
∆ΗΜΗΤΡΗΣ ΠΑΝΑΓΙΩΤΑΤΟΣ
Στον Τσάρλς Μπωµόν
που έζησε στο µικρό εκείνο σπίτι
του διπλανού από µένα τετραγώνου
το µεγαλύτερο διάστηµα της ζωής µου.
Καθώς και στους: Μπιλ Νόλαν
και Μπιλ Αιντελσον, φίλο του Rush Gook,
καθώς και στον Πώλ Κονδύλη
Επειδή...
Χρυσαλίδα
Ο Ρόκγουελ σιχαινόταν το δωµάτιο. Μύριζε απαίσια. Όχι τόσο γιατί
ο Μάκ Γκουάιρ βρωµοκοπούσε µπύρα, όχι τόσο γιατί η απλυσιά του
Χάρτλεϋ σου 'κοβε την ανάσα, όσο γι' αυτή την έντονη βρώµα — µια
βρώµα σάπιου εντόµου — που σκόρπιζε γύρω του το παγωµένο σώµα του
Σµίθ, έτσι που κείτονταν γυµνό και γεµάτο πράσινες κηλίδες πάνω στο
χειρουργικό τραπέζι. Κι ακόµα, υπήρχε διάχυτη µια µυρωδιά από λάδι και
γράσο που σκόρπιζε ολόγυρα ένα ακατανόητο µηχάνηµα, που γυάλιζε σε
µια γωνιά του µικρού δωµατίου.
Ο άνθρωπος Σµίθ ήτανε πια ένα πτώµα. Ο Ρόκγουελ σηκώθηκε
εκνευρισµένος απ’ το κάθισµα του, κι έβαλε το στηθοσκόπιο στην τσάντα
του: «Πρέπει να γυρίσω στο νοσοκοµείο. Βιάζοµαι. Καταλαβαίνεις
Χάρτλεϋ. Ο Σµίθ έχει οχτώ ώρες πεθαµένος. Αν χρειαστείς περισσότερα
στοιχεία, προχώρησε στη νεκροψία».
Σταµάτησε να µιλάει καθώς ο Χάρτλεϋ ύψωνε ένα τρεµάµενο,
κοκαλιάρικο χέρι, δείχνοντας το πτώµα, αυτό το πτώµα µε το εύθραυστο
πράσινο κέλυφος που 'χε απλωθεί και κάλυπτε τώρα κάθε ίντσα από τη
σάρκα του: «Εξέτασέ τον πάλι, Ρόκγουελ. Βγάλε το στηθοσκόπιο. Μια
τελευταία φορά. Σε παρακαλώ!»
Ο Ρόκγουελ έκανε να διαµαρτυρηθεί, µα αναστέναζε. Ξανακάθισε κι
έβγαλε το στηθοσκόπιο. Τι άλλο θα µπορούσε να κάνει. Ο Χάρτλεϋ ήταν
συνάδελφος. Πρέπει να φέρεσαι ευγενικά στους συναδέλφους σου
γιατρούς. Ν ακουµπάς το στηθοσκόπιο σε µια παγωµένη, πράσινη σάρκα,
και να υποκρίνεσαι πως ακούς...
Το µικρό αδιόρατα φωτισµένο δωµάτιο έσκασε γύρω του. Έσκασε
και διαλύθηκε σ' ένα και µόνο πράσινο, παγωµένο σφυγµό. Χτύπησε σα
γροθιά τ' αφτιά του Ρόκγουελ. Τον χτύπησε. Είδε τα ίδια του τα δάχτυλα να
τρέµουν καθώς άγγιζαν το άκαµπτο σώµα.
Άκουσε κάτι σα χτύπο καρδιάς.
Βαθιά µέσα στο πράσινο εκείνο κορµί, άκουσε την καρδιά να
χτυπάει. Μια φορά! Ακούστηκε σαν ηχώ µες σε θαλάσσιους βυθούς.
Ο Σµίθ ήταν νεκρός. ∆ίχως ανάσα, πετρωµένος. Αλλά στο βάθος
αυτής της νέκρας, η καρδιά του ζούσε. Ζούσε, και σάλευε σα µικροσκοπικό
αγέννητο βρέφος!
Τα νευρικά, χειρουργικά δάχτυλα του Ρόκγουελ κινήθηκαν µε
γρηγοράδα. Έσκυψε µπρος το κεφάλι του. Είχε µαύρα µαλλιά µε γκρίζες
αποχρώσεις, κι ένα κανονικό, ήρεµο κι ευχάριστο κεφάλι. Πλησίαζε τα
τριανταπέντε. Άκουγε συνέχεια µες απ’ το στηθοσκόπιο. Κρύος ιδρώτας
κυλούσε στ' απαλά µαγουλά του. Ο σφυγµός ήτανε κάτι που δεν µπορούσε
να το πιστέψει.
Κάθε τριανταπέντε δευτερόλεπτα, ένας χτύπος καρδιάς.
Κι η ανάσα του Σµίθ — πως να το πιστέψεις πάλι αυτό; — έβγαινε
αδύναµη σαν πνοή ανέµου κάθε τέσσερα λεπτά. Κίνηση πνευµόνων
αδιόρατη. Θερµοκρασία;
Εξήντα βαθµοί.
Ο Χάρτλεϋ γέλασε. ∆εν ήταν γέλιο χαράς. Ήταν ηχώ πιο πολύ που
'χε χαθεί.
«Ζει λοιπόν!» είπε κουρασµένα. «Ζει! Μ' έκανε κι απελπίστηκα
πολλές φορές. Του 'κανα ενέσεις µε αδρεναλίνη για να τονώσω αυτό το
σφυγµό, αλλά δεν έφερε κανένα αποτέλεσµα. ∆ώδεκα βδοµάδες είναι σ'
αυτή την κατάσταση. Κι ούτε µπορούσα πια να την κρατήσω µυστική. Να
γιατί σου τηλεφώνησα Ρόκγουελ. Ο Σµίθ... πως να στο πω, είναι κάτι
αφύσικο!»
Κι αυτό το αφύσικο του πράγµατος τον αναστάτωσε τον Ρόκγουελ.
Ένιωθε τώρα µια ανεξήγητη ταραχή. Προσπάθησε ν' ανοίξει τα βλέφαρα
του Σµίθ. ∆εν µπόρεσε. Γιατί τα βλέφαρα του ήτανε κολληµένα από µια
ινώδη µεµβράνη. Η ίδια µεµβράνη ένωνε και τα χείλη του. Η ίδια
µεµβράνη έκλεινε και τα ρουθούνια του. Πώς µπορούσε λοιπόν ν' αναπνέει;
«Και όµως, αναπνέει», είπε ο Ρόκγουελ µουδιασµένος, κι ένιωσε το
στηθοσκόπιο να του πέφτει απ' τα χέρια. Το σήκωσε, κι είδε τα δάχτυλα
του: έτρεµαν.
Ο Χάρτλεϋ, πανύψηλος, κοκαλιάρης, έσκυψε νευρικά πάνω απ' το
τραπέζι. «Ο Σµίθ δεν ήθελε να σε φωνάξω. Ωστόσο, εγώ σου τηλεφώνησα.
Ο Σµίθ µε προειδοποίησε πριν από µια ώρα. ∆εν ήθελε ναρθείς».
Τα µάτια του Ρόκγουελ άνοιξαν θεόρατα µέσα σε πυρετικούς
µαύρους κύκλους. «Πώς σε προειδοποίησε; Αφού δεν µπορεί να
κουνηθεί!»
Το πρόσωπο του Χάρτλεϋ, αιχµηρό σαν ξυριστική λεπίδα, σαγόνι
µυτερό, µικρά αλλήθωρα µάτια, συσπάστηκε νευρικά. «Ο Σµίθ...
σκέφτεται. Κι εγώ γνωρίζω τις σκέψεις του. Φοβάται ότι θα τον εκθέσεις
στον κόσµο. Με µισεί. Γιατί; Θέλω να τον σκοτώσω! Να γιατί! Και
µάλιστα αυτή τη στιγµή».
Ο Χάρτλεϋ έψαχνε στα τυφλά µέσα στο λεκιασµένο σακάκι του να
'βρει το πιστόλι του, ένα πιστόλι από γαλάζιο ατσάλι. «Μάρφυ. Πάρτο
αυτό. Πάρτο, προτού τ' αδειάσω πάνω στο βρωµερό κορµί του Σµίθ!»
Ο Μάρφυ οπισθοχώρησε, µ' έντροµο το παχύ, κόκκινο πρόσωπο του.
«∆εν αγαπώ τα όπλα. Πάρτο εσύ Ρόκγουελ».
Κι ο Ρόκγουελ, σα να 'ταν κοφτερό νυστέρι η φωνή του, είπε:
«Πέταξε το περίστροφο Χάρτλεϋ. Παραλογίζεσαι! Κι είναι φυσικό έπειτα
από τρεις µήνες που περιποιείσαι διαρκώς έναν άρρωστο. Έχεις ανάγκη
από ύπνο».
Έγλειψε τα χείλη του. «Ποια είναι η αρρώστια του Σµίθ;»
Ο Χάρτλεϋ έγειρε προς τα πίσω. Το στόµα του µισάνοιξε,
προφέροντας αργά µερικές λέξεις. Ο Ρόκγουελ νόµισε πως τον έπαιρνε ο
ύπνος. «Όχι αρρώστια, όχι», κατάφερε να ψελλίσει: «∆εν ξέρω τ' είναι. Μα
ένιωσα... πως να στο πω... να ζηλεύω, όπως ζηλεύει το µικρό παιδί όταν
γεννιέται τ' αδερφάκι του. Κάτι λάθος συµβαίνει µε τον Σµίθ. Κάτι κακό.
Βοήθησε µε. Σε παρακαλώ, βοήθησέ µε!»
«Μα φυσικά», είπε ο Ρόκγουελ χαµογελώντας: «Θα τον πάµε στη
δική µου κλινική. ∆εν υπάρχει κανείς. Κι είναι νοµίζω το πιο κατάλληλο
µέρος να τον υποβάλλουµε σ' εξονυχιστική εξέταση, γιατί βέβαια...
βέβαια... ο Σµίθ είναι το πιο απίστευτο φαινόµενο στην ιστορία της
ιατρικής. Τα πτώµατα δεν ενεργούν µ' αυτό τον τρόπο!»
∆ε συνέχισε παρακάτω. Ο Χάρτλεϋ σηµάδευε κιόλας µε το
περίστροφο του το στοµάχι του Ρόκγουελ. «Περίµενε! Περίµενε! ∆εν... δεν
πιστεύω να θάψεις τον Σµίθ. Νόµιζα πως θα µε βοηθούσες. Ο Σµίθ δεν
είναι καλά. Τον θέλω σκοτωµένο! Είναι επικίνδυνος! Ξέρω πως είναι!»
Τα βλέφαρα του Ρόκγουελ πετάρισαν. Ήτανε φανερό πια. Ο
Ρόκγουελ υπέφερε από ψυχονεύρωση. ∆εν ήξερε τι έλεγε. Ο Ρόκγουελ
ορθώθηκε µπροστά του, νιώθοντας µέσα του ήρεµος και ψυχρός. «Αν
σκοτώσεις τον Σµίθ, θα σε καταγγείλω για έγκληµα. Έχεις πάθει
υπερκόπωση. ∆ιανοητική και ψυχική. Πέταξε το πιστόλι από τα χέρια
σου».
Κοίταζαν στα µάτια ο ένας τον άλλο.
Ο Ρόκγουελ προχώρησε ήρεµα προς αυτόν, πήρε το περίστροφο, και
χτύπησε απαλά στην πλάτη τον Χάρτλεϋ, απαλά και µε κατανόηση. Έπειτα
έδωσε το περίστροφο στον Μάρφυ, που το κοίταζε σα να φοβόταν µήπως
τον δαγκώσει. «Κάλεσε το νοσοκοµείο Μάρφυ. Θα πάρω άδεια µια
βδοµάδα. Ίσως και περισσότερο. Πες τους ότι θα κάνω έρευνες στην
κλινική µου».
Το κόκκινο, πλατύ πρόσωπο του Μάρφυ, σκυθρώπιασε: «Τι να το
κάνω ετούτο το περίστροφο;»
Ο Χάρτλεϋ έκλεισε µε πάταγο τα δόντια του, ερµητικά. «Φύλαξε το.
Θα σου χρειαστεί... αργότερα».
Ο Ρόκγουελ ένιωθε τη λαχτάρα να φωνάξει δυνατά στον κόσµο πως
ήταν ο µόνος άνθρωπος πάνω στη Γη που 'χε στην κατοχή του το πιο
αλλόκοτο ανθρώπινο όν στην ιστορία. Ο ήλιος έλαµπε µέσα στο έρηµο
δωµάτιο της κλινικής όπου ο Σµίθ, δίχως λέξη να λέει, κείτονταν
ασάλευτος στο τραπέζι του, µε κείνο τ' όµορφο πρόσωπο του που 'χε
παγώσει σε µια πράσινη, απαθή έκφραση.
Ο Ρόκγουελ προχώρησε ήρεµα µες στο δωµάτιο. Έβγαλε το
στηθοσκόπιο, και τ' ακούµπησε πάνω στο πράσινο στήθος. Άκουσε το
στηθοσκόπιο να βγάζει ένα παράξενο ήχο, όµοιο µε τον ήχο που βγάζει το
µέταλλο σαν το χτυπάς σ' ένα σκαθάρι.
Ο Μάκ Γκουάιρ, όρθιος στο πλάι, κοίταζε αβέβαια το σώµα του
Σµίθ. Η ανάσα του βρωµοκοπούσε. Πριν από λίγο είχε πιει αναρίθµητα
µπουκάλια µπύρα.
Ο Ρόκγουελ άκουγε µε οδυνηρή ένταση. «Ίσως να ταρακουνήθηκε
απ' το νοσοκοµειακό...» είπε, κι αµέσως έβγαλε µια κραυγή.
Ευτυχώς, ο Μάκ Γκουάιρ, µ' ένα βήµα, βρέθηκε πλάι του. «Τι
συµβαίνει;»
«Ρωτάς;» είπε ο Ρόκγουελ κοιτάζοντας γύρω του απελπισµένος.
Έπειτα έσφιξε τη γροθιά του: «Πεθαίνει ο Σµίθ!»
«Πώς το ξέρεις; Ο Χάρτλεϋ είπε ότι ο Σµίθ κάνει τον ψόφιο κοριό.
Στην έσκασε πάλι...»
«Όχι!» Ο Ρόκγουελ δούλευε παράφορα τώρα πάνω απ' το σώµα του
Σµίθ. Ένεση, κι άλλη ένεση. Κι αυτό το φάρµακο! Και κείνο το φάρµακο,
οτιδήποτε! Όλα τα φάρµακα. Μέσα στο σώµα του Σµίθ. Και να ορκίζεται.
∆εν µπορεί! Έπειτ' απ' όλη αυτή την αναστάτωση, δε θα τον έχανε τον
Σµίθ. Όχι! Όχι τώρα.
Το σώµα του Σµίθ τρανταζόταν ολόκληρο τώρα. Ζάρωνε,
τεντωνόταν, στριφογύριζε, έφτανε στην τέλεια παραφροσύνη της κίνησης,
κι έβγαζε έναν ήχο σα να 'σκαγε ηφαίστειο ξεχύνοντας λάβα καφτή.
Ο Ρόκγουελ πάσχιζε να κρατήσει την ψυχραιµία του. Το 'βλεπε πια.
Ο Σµίθ ήτανε σπάνια περίπτωση. Φυσιολογική θεραπεία δε σήµαινε τίποτε
γι' αυτόν. Τότε λοιπόν; Τι;
Ο Ρόκγουελ κοιτούσε. Πάνω στη σκληρή σάρκα του Σµίθ έπεσε µια
ηλιαχτίδα. Ζεστή ηλιαχτίδα. Άστραψε για µια στιγµή κι έσταξε πάνω του
αφού ακροζυγιάστηκε στην άκρη του στηθοσκοπίου. Ο ήλιος. Καθώς
κοιτούσε, σύννεφα σκέπασαν τον ουρανό. Έκρυψαν τον ήλιο. Το δωµάτιο
σκοτείνιασε. Το σώµα του Σµίθ ακινητούσε µες στη σιγή. Έσβησαν κι οι
ηφαιστειακές παλίρροιες.
«Μάκ Γκουάιρ! Κλείσε τις γρίλιες!»
Ο Μάκ Γκουάιρ τις έκλεισε.
Η καρδιά του Σµίθ χτυπούσε αργά, πολύ αργά τώρα, ρυθµίζοντας
τους χτύπους της στη σπάνια συχνότητα της αναπνοής.
«Ο ήλιος του κάνει κακό. Εξουδετερώνει κάποια λειτουργία. ∆εν
ξέρω τι ακριβώς, ούτε πως γίνεται κάτι τέτοιο, πάντως του κάνει κακό...».
Ο Ρόκγουελ ησύχασε: «Θεέ µου! Θα ήταν τροµερό να χάσω τον Σµίθ. Για
τίποτα στον κόσµο δε θα το 'θελα. Ο Σµίθ είναι διαφορετικός. Ενεργεί µε
τα δικά του κριτήρια, είναι ικανός να κάνει πράγµατα που οι άνθρωποι δεν
τα 'καναν ποτέ. Ξέρεις κάτι Μάρφυ;»
«Τι;»
«Ο Σµίθ δε νιώθει καµιά αγωνία. Ούτε κι είναι έτοιµος να πεθάνει.
∆ε θα 'νιωθε καλύτερα πεθαµένος, κι ας λέει ο Χάρτλεϋ ό,τι θέλει. Χτες το
βράδυ, καθώς τοποθετούσα τον Σµίθ πάνω στο φορείο για να τον µεταφέρω
στην κλινική, κατάλαβα ξαφνικά ότι ο Σµίθ µε συµπαθεί».
«∆εv είµαστε καλά! Πρώτα ο Χάρτλεϋ. Και τώρα εσύ. Πως το ξέρεις
ότι ο Σµίθ σε συµπαθεί. Σου τ ο 'π ε ;»
«∆ε µου το 'πε. Αλλά η συνείδηση του λειτουργεί κάτω απ' αυτή τη
σκληρή σάρκα. Έχει επίγνωση ο Σµίθ. Ναι, αυτό είναι! Έχει επίγνωση».
«Το πράγµα είναι ξεκάθαρο. Κι απλό. Ο Σµίθ παραλύει σιγά σιγά. Σε
λίγο θα πεθάνει. Είναι βδοµάδες τώρα που δεν έφαγε τίποτε. Έτσι είπε ο
Χάρτλεϋ. Ο Χάρτλεϋ τον συντηρούσε µε ενδοφλέβιους ορούς ως τη στιγµή
που σκλήρυνε τόσο πολύ το πετσί του, ώστε η βελόνα δεν µπορούσε πια να
τον τρυπήσει».
Τρίζοντας, άνοιξε σιγά η πόρτα του θαλάµου. Σήκωσε τα µάτια του ο
Ρόκγουελ, κι είδε τον Χάρτλεϋ, µε ξεκούραστο το τραχύ πρόσωπο του
έπειτα από τόσες ώρες ύπνο, µε τα ίδια εκείνα γκριζόµαυρα µάτια του,
εχθρικό, να στέκεται πανύψηλος στην πόρτα.
«Αν φύγετε απ' το θάλαµο», είπε σιγά, «θα καταστρέψω τον Σµίθ
µέσα σε λίγα δευτερόλεπτα. Λοιπόν; Τι έχετε να πείτε;»
«Μην κάνεις βήµα!» είπε ο Ρόκγουελ, και προχώρησε προς τον
Χάρτλεϋ. Έβραζε µέσα του: «Κάθε φορά που θα 'ρχεσαι εδώ µέσα, πρέπει
να σε υποβάλω σε έρευνα. Ειλικρινά, δε σου έχω εµπιστοσύνη».
Τον έψαξε. ∆ε βρήκε όπλο: «Γιατί δε µου 'πες τίποτα για τον ήλιο;»
«Έ;» Αργά και απαλά του ξέφυγε η λέξη: «Ά... βέβαια! Το ξέχασα.
Προσπάθησα να µετακινήσω τον Σµίθ πριν από πολλές βδοµάδες. Ο ήλιος
τον χτύπαγε, κι είχε αρχίσει να πεθαίνει πραγµατικά. Και φυσικά,
σταµάτησα την προσπάθεια. Την προσπάθεια να τον µετακινήσω. Ο Σµίθ
έδινε την εντύπωση πως ήξερε τι θα συνέβαινε. Αόριστα. Ίσως και να το 'χε
σχεδιασµένο. ∆εν είµαι σίγουρος. Όσο µιλούσε ακόµα κι έτρωγε σα
λιµασµένος, πριν να πετρώσει τελείως το κορµί του, µου σύστησε να µην
τον µετακινήσω επί δώδεκα βδοµάδες.
Είπε πως δεν του άρεσε ο ήλιος. Είπε πως ο ήλιος θα κατέστρεφε τη
ζωή. Εγώ νόµιζα ότι αστειευόταν. ∆εν αστειευόταν! Έτρωγε σα ζώο, σαν
ένα πεινασµένο, άγριο ζώο που 'χε πέσει σε κώµα. Και τώρα εδώ...».
Ο Χάρτλεϋ σα να τον καταράστηκε µες απ' τα δόντια του: «Μακάρι
να τον αφήνατε στον ήλιο ώσπου να ψοφήσει».
Ο Μάκ Γκουάιρ κινήθηκε βαρύς µε τα διακόσια πενήντα του κιλά:
«Άκουσε δω. Αν προφτάσουµε την αρρώστια του Σµίθ;»
Ο Χάρτλεϋ κοίταζε το σώµα, κι οι κόρες των µατιών του µίκρυναν:
«Ο Σµίθ δεν είναι άρρωστος. Μη µου πείτε πως δεν αναγνωρίζετε τη σήψη
όταν την αντικρίσετε! Είναι σαν τον καρκίνο. Τον καρκίνο δεν τον
προλαβαίνεις, κληρονοµείς µια τάση. ∆εν άρχισα να φοβάµαι και να µισώ
τον Σµίθ παρά πριν από µια βδοµάδα, όταν ανακάλυψα πως αναπνέει, και
υπάρχει, και συντηρείται θαυµάσια µε σφραγισµένα τα ρουθούνια και το
στόµα. ∆εν είναι δυνατό να συµβαίνει κάτι τέτοιο. ∆εν πρέπει να
συµβαίνει!»
«Τι θα συµβεί», άρχισε να λέει ο Μάκ Γκουάιρ µε τρεµάµενη φωνή,
«τι θα συµβεί αν εσύ, κι εγώ, κι ο Ρόκγουελ, γίνουµε πράσινοι ξαφνικά, και
µια πανούκλα σαρώσει τη χώρα; Μου λες;»
«Τότε», απάντησε ο Ρόκγουελ, «αν δεν κάνω λάθος, ίσως και να
κάνω δηλαδή, θα πεθάνω. Αλλ' αυτό δε µε φοβίζει διόλου».
Έστριψε τη ράχη του στον Σµίθ, και συνέχισε τη δουλιά του.
Μια καµπάνα. Μια καµπάνα. ∆υό καµπάνες. ∆υό καµπάνες. ∆έκα,
είκοσι καµπάνες, εκατό! Χίλιες! Χιλιάδες χιλιάδων ηχηρές, θεόρατες,
µεταλλικές καµπάνες. Γεννηµένες στη στιγµή µες απ' τη σιωπή,
εκκωφαντικές, σκορπίζοντας στο χάος το ουρλιαχτό τους. Χτυπώντας,
τραγουδώντας µε δυνατές και χαµηλές φωνές, τενόροι, µπάσοι, µεσόφωνοι,
και υψήφωνοι. Τεράστια γλωσσίδια που χτυπάνε το µέταλλο, κι
αναρριπίζουν τον αέρα µε το τρεµουλιαστό κύµα του ήχου!
Μ' όλες µαζί εκείνες τις καµπάνες να χτυπούν, ο Σµίθ δεν µπόρεσε
αµέσως να καταλάβει που βρισκόταν. Ήξερε πως δεν µπορούσε να δει —
ήτανε σφραγισµένα τα βλέφαρα του —, ήξερε πως δεν µπορούσε να
µιλήσει — ήτανε σφραγισµένα τα χείλη του. Τ' αφτιά του είχανε κλείσει
ερµητικά, µα oι καµπάνες σφυροκοπούσαν την ακοή του.
∆εν µπορούσε να δει. Μα ναι, βέβαια, µπορούσε! Κι ήταν σα να
βρισκότανε στο βάθος µιας µικροσκοπικής µαυροκόκκινης σπηλιάς,
σάµπως τα µάτια του να στράφηκαν προς τα µέσα πάνω στο κρανίο του. Κι
ο Σµίθ αγωνιζόταν να κουνήσει τη γλώσσα του, και ξαφνικά, πασχίζοντας
να ξεφωνίσει, κατάλαβε ότι δεν είχε γλώσσα, κι ότι στη θέση της υπήρχε
ένα κενό, ένα κενό που γύρευε µια γλώσσα, µα δεν µπορούσε να την
αποκτήσει αυτή τη συγκεκριµένη στιγµή.
∆εν είχε γλώσσα λοιπόν. Παράξενο. Μα πως; Ο Σµίθ προσπάθησε να
σταµατήσει τις καµπάνες. Κι οι καµπάνες σταµάτησαν, ευλογώντας τον µε
µια σιγή που τόνε τύλιξε σε µια κρύα κουβέρτα. Παράξενα πράγµατα
συντελούνταν. Παράξενα.
Ο Σµίθ προσπάθησε να κουνήσει κάποιο δάχτυλο, µα είχε χάσει τον
έλεγχο. Ένα πόδι, ένα χέρι, το κεφάλι του, οτιδήποτε. Τίποτε δεν µπορούσε
να κουνηθεί. Κορµί, µέλη, ασάλευτα, παγωµένα µέσα σ' ένα στενόµακρο
χώρο που 'χε τις διαστάσεις φέρετρου.
Έπειτα από λίγο, ήρθε η ανήκουστη ανακάλυψη πως δεν ανάπνεε πια.
«ΕΠΕΙ∆Η ∆ΕΝ ΕΧΩ ΠΝΕΥΜΟΝΕΣ!» κραύγασε. Μέσα του
κραύγασε, κι αυτή η εγκεφαλική κραυγή ρουφήχτηκε βαθιά,
αναδιπλώθηκε, σβώλιασε και ταξίδεψε ράθυµα για να χαθεί σ' ένα
µαυροκόκκινο αφρό. Σ' ένα κόκκινο, κοιµισµένο αφρό που αργά και
υπνωτισµένα τύλιξε την κραυγή, τη στραγγάλισε και την εξαφάνισε,
ανακουφίζοντας τον Σµίθ.
∆ε φοβάµαι, σκέφτηκε. Καταλαβαίνω αυτό που δεν καταλαβαίνω.
Καταλαβαίνω πως δε φοβάµαι, κι ωστόσο δεν ξέρω γιατί.
∆ίχως γλώσσα, δίχως µύτη, δίχως πνεύµονες.
Όµως αυτά θα έρχονταν αργότερα. Ναι, οπωσδήποτε θα έρχονταν,
γιατί τώρα συνέβαιναν µέσα του παράξενα πράγµατα...
Μες απ' τους πόρους του κορµιού του, δηλαδή µες απ' το κέλυφος
που κάλυπτε το κορµί του, γλίστρησε αέρας, σα βροχή ποτιστική που
φτάνει ως τ' απόµακρα κύτταρα του δίνοντας του ζωή. Ανασαίνοντας µες
από δισεκατοµµύρια βράγχια, εισπνέοντας οξυγόνο, άζωτο και υδρογόνο
και διοξείδιο του άνθρακος. Κατάπληκτος. Η καρδιά του... η καρδιά του
άραγε χτυπούσε ακόµα;
Μα βέβαια, χτυπούσε! Αργά, αργά, πολύ αργά. Κι ένας κοκκινωπός,
αµυδρός ψιθυρισµός, σαν κύµα, ένα ποτάµι που τον τυλίγει από παντού,
αργά, κι ακόµα πιο αργά, πιο αργά. Τι ωραία!
Τι άνετα!
Οι κύβοι του θαυµάσιου παιχνιδιού συναρµολογήθηκαν σιγά σιγά,
και σταθερά, όσο κυλούσαν οι µέρες και γίνονταν βδοµάδες. Ο Μάκ
Γκουάιρ βοηθούσε. Ο Μάκ Γκουάιρ ήταν χειρούργος που είχε αποσυρθεί,
κι είχε χρηµατίσει γραµµατέας του Ρόκγουελ για πολλά χρόνια. ∆εν
πρόσφερε βέβαια και τίποτα σπουδαίο, µα ήταν καλός γιό συντροφιά.
Ο Ρόκγουελ παρατήρησε ότι ο Μάκ Γκουάιρ έκανε χοντρά αστεία σε
βάρος του Σµίθ. Και µ' ένα αφύσικο εκνευρισµό. Προσπαθώντας να
διατηρήσει την ψυχραιµία του. Μια µέρα όµως, ο Μάκ Γκουάιρ
σταµάτησε, το καλοσκέφτηκε, και µίλησε σέρνοντας τη φωνή του, «Χε!
Τώρα µου 'ρθε! Ο Σµίθ είναι ζωντανός. Έπρεπε να 'ναι πεθαµένος. Μα
είναι ζωντανός. Ο Θεός να βάλει το χέρι του!»
Ο Ρόκγουελ χαµογέλασε: «Μα τι νοµίζεις; Ότι χαζεύω; Την άλλη
βδοµάδα, θα φέρω ένα ακτινοσκοπικό µηχάνηµα, και θ' ανακαλύψω τι
κρύβεται κάτω απ' το κέλυφος του Σµίθ». Ο Ρόκγουελ πήγε να τρυπήσει το
κέλυφος µε µια βελόνα. Κι η βελόνα έσπασε πάνω στο σκληρό όστρακο.
Ο Ρόκγουελ προσπάθησε µε άλλη βελόνα, κι άλλη, ώσπου στο τέλος
τα κατάφερε. Τρύπησε το κέλυφος, πήρε αίµα, και το 'βαλε στο
µικροσκόπιο. Έπειτα από ώρες, έσπρωξε ήρεµα ένα οροτέστ κάτω απ' τη
µύτη του Μάκ Γκουάιρ, και µίλησε γρήγορα.
«Θεέ µου, δεν µπορώ να το πιστέψω. Το αίµα του είναι
µικροβιοκτόνο. Έχυσα µέσα του µια ποσότητα στρεπτόκοκκων, κι ο
στρεπτόκοκκος εξοντώθηκε µέσα σε οχτώ δευτερόλεπτα! Όποια αρρώστια
κι αν ρίξεις µες στο αίµα του, ο Σµίθ τις εξοντώνει όλες!»
Από κει κι έπειτα, ως τη στιγµή κι άλλων ανακαλύψεων, ήτανε
ζήτηµα ωρών. Ο Ρόκγουελ έµενε ξάγρυπνος, στριφογυρίζοντας στο
κρεβάτι του, κι έµενε έκθαµβος καθώς ταξινοµούσε µια µια, θεωρητικά, τις
απίστευτες εκείνες ιδέες. Λόγου χάρη...
Μέχρι πρόσφατα, ο Χάρτλεϋ τάιζε καθηµερινά τον Σµίθ µε
ενδοφλέβιες τροφές. Ούτε µια απ' αυτές τις τροφές δεν είχε καταναλωθεί!
Αντίθετα, όλες είχαν αποθηκευτεί, όχι βέβαια σε τίποτα λιπαρά στρώµατα,
αλλά µε µια ολωσδιόλου ασυνήθιστη λύση: σ' ένα ακτινικό υγρό υψηλής
συµπύκνωσης µέσα στο αίµα του Σµίθ. Μια ουγγιά απ' το υγρό αυτό
µπορούσε να θρέψει επί τρεις µέρες έναν άνθρωπο. Κυκλοφορούσε µέσα σ'
ολόκληρο το σώµα ώσπου να χρειαστεί σε µια κατάλληλη στιγµή, και να
χρησιµοποιηθεί. Πιο εξυπηρετικό κι από το λίπος. Πολύ πιο εξυπηρετικό !
Ο Ρόκγουελ φλεγόταν απ' αυτή την ανακάλυψη. Μεσα στο αίµα του
Σµίθ ήταν αποθηκευµένο τόσο ακτινικό υγρό, όσο έφτανε για να κρατήσει
µήνες.
Ο Μάκ Γκουάιρ, όταν του το 'πε, κοίταξε µε θλίψη τη θεόρατη κοιλιά
του.
«Μακάρι να µπορούσα κι εγώ ν' αποθηκέψω µ' αυτό τον τρόπο την
τροφή µου».
Αλλά δεν ήταν µόνο αυτό. Ο Σµίθ χρειαζόταν ελάχιστο αέρα.
Φαίνεται πως τον εξασφάλιζε µε κάποια οσµωτική διαδικασία µέσω του
δέρµατος. Και χρησιµοποιούσε ακόµα και το τελευταίο µόριο απ' αυτό τον
αέρα. Όχι σπατάλες.
«Και βέβαια», τέλειωσε τις εξηγήσεις του ο Ρόκγουελ, «η καρδιά
του... ναι, σου φαίνεται απίθανο, η καρδιά του καθώς δείχνει, µπορεί να
ξεκουράζεται όποτε θέλει. ..».
«∆ηλαδή;»
«Να σταµατάει. Τελείως να σταµατάει!»
«Μα τότε θα πέθαινε!» είπε ο Μάκ Γκουάιρ.
«Για σένα και για µένα, ναι! Για τον Σµίθ, ίσως! ∆εν είναι βέβαιο.
Ίσως... Σκέψου το Μάκ Γκουάιρ. Συνοψίζω: στον Σµίθ, υπάρχει ένα
σύστηµα αυτό καθαρισµού του αίµατος που δεν απαιτεί εξωτερική
ανανέωση, αλλά διαθέτει µια εσωτερική αυτάρκεια που µπορεί να το
συντηρήσει επί µήνες, µε ελάχιστες πιθανότητες διαταραχής. ∆ε γίνεται η
οποιαδήποτε αποβολή άχρηστης ύλης, επειδή ακριβώς το κάθε µόριο
χρησιµοποιείται πλήρως, αυτοεξελίσσεται κι είναι έτοιµο να εξοντώσει
οποιοδήποτε ζωικό µικρόβιο. Κι ύστερα ο Χάρτλεϋ, µας µιλάει για
αποσύνθεση !»
Ο Χάρτλεϋ ταράχτηκε όταν άκουσε τον Ρόκγουελ να του µιλάει για
τις ανακαλύψεις του. Μα δε σταµάτησε να επιµένει ότι ο Σµίθ είχε µπει στο
στάδιο της αποσύνθεσης, ότ' ήταν επικίνδυνος.
«Πώς µπορούµε να ξέρουµε», είπε ο Μάκ Γκουάιρ, «ότι δεν
πρόκειται για κάποια σούπερ µικροσκοπική ασθένεια που εξουδετερώνει
όλα τ' άλλα βακτηρίδια τη στιγµή που κατατρώει το θύµα του; Άλλωστε, κι
ο ελώδης πυρετός χρησιµοποιείται συχνά απ' την ιατρική για την
καταπολέµηση της σύφιλης. Γιατί τάχα να µην πρόκειται για ένα νέο
βάκιλο που κατανικά όλους τους άλλους;»
«Αξιόλογη παρατήρηση», είπε ο Ρόκγουελ. «∆εν είµαστε άρρωστοι
όµως. Η κάνω λάθος,·»
«Μπορεί ο βάκιλος να επωάζεται στα σώµατα µας».
«Τυπική ιατρική απάντηση, ξεπερασµένης σχολής. Καµιά σηµασία
δεν έχει το τι συµβαίνει σ' έναν άνθρωπο. Ο άνθρωπος χαρακτηρίζεται
"ασθενής" όταν διαφοροποιείται απ' την πεπατηµένη αντίληψη περί υγείας.
Αυτό είναι δική σου ιδέα Χάρτλεϋ», είπε ο Ρόκγουελ, «όχι δική µου. Οι
γιατροί δεν ικανοποιούνται παρά µόνο όταν φτάνουν στη διάγνωση και
ταξινοµούν την κάθε περίπτωση ξεχωριστά. Εγώ πιστεύω πάντως ότι ο
Σµίθ είναι υγιής πέρα για πέρα. Τόσο υγιής µάλιστα, ώστε σε κάνει να τον
φοβάσαι...».
«Είσαι τρελός», είπε ο Μάκ Γκουάιρ.
«Μπορεί. ∆ε νοµίζω όµως ότι ο Σµίθ χρειάζεται ιατρική επέµβαση. Ο
Σµίθ απεργάζεται τη δική του σωτηρία. Εσύ πιστεύεις ότι ο Σµίθ έχει µπει
στο στάδιο της αποσύνθεσης. Εγώ λέω ότι ο Σµίθ αναπτύσσεται».
«Κοίτα το δέρµα του Σµίθ», γκρίνιαξε ο Μάκ Γκουάιρ.
«Πρόβατο κάτω από δέρµα λύκου. Εξωτερικώς, η σκληρή,
εύθραυστη επιδερµίδα. Εσωτερικώς, µια ρυθµισµένη στην εντέλεια
αναδιοργάνωση, µια αλλαγή. Γιατί; Θαρρώ πως βρίσκοµαι στα πρόθυρα
της ανακάλυψης. Αυτές οι αλλαγές µέσα στο σώµα του Σµίθ είναι τόσο
βίαιες, ώστε χρειάζονται ένα κέλυφος για να προστατεύει τη δραστικότητα
τους. Κι όσο για σένα Χάρτλεϋ, θα 'θελα να µου απαντήσεις τίµια: όταν
ήσουνα νέος, φοβόσουνα η όχι τα έντοµα, τις αράχνες, κι ό,τι άλλο
ενοχλητικό;»
«Ναι».
«Συνεννοηθήκαµε λοιπόν. Εδώ πρόκειται για φοβία. Μια φοβία που
την προτάσσεις στην παρουσία του Σµίθ. Κι αυτό εξηγεί την απέχθεια σου
για την αλλαγή του».
Τις επόµενες βδοµάδες, ο Ρόκγουελ άρχισε ν' ανασκαλεύει µε πολλή
προσοχή την προηγούµενη ζωή του Σµίθ. Επισκέφτηκε το ηλεκτρονικό
εργαστήρι όπου είχε προσληφθεί ο Σµίθ, και στη συνέχεια αρρώστησε.
Μπήκε µέσα στο θάλαµο όπου πέρασε τις πρώτες βδοµάδες της
«αρρώστιας» του, µε τον Χάρτλεϋ στο πλευρό του. Εξέτασε προσεχτικά το
µηχάνηµα που βρισκόταν εκεί, σε κάποια γωνιά του θαλάµου. Και κείνο το
µηχάνηµα, κάτι του έλεγε... για κάτι ακτινοβολίες...
Ο Ρόκγουελ, φεύγοντας απ' την κλινική του, κλείδωσε τον Σµίθ, κι
έβαλε τον Μάκ Γκουάιρ να φυλάει την πόρτα σε περίπτωση που ο Χάρτλεϋ
θα 'κάνε καµιά ανοησία.
Ο Σµίθ ήταν εικοσιτριών ετών. Οι λεπτοµέρειες της ζωής του ήταν
απλές. Είχε εργαστεί πειραµατικά, επί πέντε χρόνια, σε ηλεκτρονικά
εργαστήρια. Ποτέ στη ζωή του δεν αρρώστησε από σοβαρή ασθένεια.
Καθώς περνούσαν οι µέρες, ο Ρόκγουελ παραδινότανε σ' ατέλειωτους
περιπάτους. Περπατούσε µονάχος πάνω στην ξερή λάσπη που έζωνε την
κλινική. Αυτό του 'δίνε καιρό να σκεφτεί και να τοποθετήσει σε βάσεις
λογικές την απίστευτη θεωρία που έπαιρνε σιγά σιγά µες στο µυαλό του µια
ενιαία µορφή.
Κι ένα αποµεσήµερο σταµάτησε πλάι σε κάποιο γιασεµί που άνθιζε
τη νύχτα έξω απ' την κλινική, σηκώθηκε στις µύτες των ποδιών,
χαµογελώντας, και ξεκόλλησε από 'να ψηλό κλαδί κάτι µαύρο κι
αστραφτερό. Το κοίταξε για λίγο και το 'βαλε στην τσέπη του. Έπειτα
µπήκε στο κτίριο της κλινικής.
Φώναξε τον Μάκ Γκουάιρ που βρισκόταν στη βεράντα. Πίσω άπ" τον
Μάκ Γκουάιρ σερνόταν ο Χάρτλεϋ απειλώντας θεούς και δαίµονες,
γκρινιάζοντας. Κάθησαν κι οι τρεις τους σε µια αίθουσα αναµονής.
Κι ο Ρόκγουελ τους είπε.
«Ο Σµίθ δεν πάσχει από τίποτα. ∆εν είναι άρρωστος. Τα µικρόβια δεν
µπορούν να ζήσουν στο κορµί του. ∆εν κατοικείται από νεράιδες, ούτε από
υπερφυσικά τέρατα που τον γέµισαν "ολόκληρο". Αυτό το λέω για να δείξω
ότι δεν άφησα τίποτα που να µην το ερευνήσω. Απορρίπτω κάθε
φυσιολογική διάγνωση για τον Σµίθ. Προτείνω την πιο σηµαντική, την πιο
εύκολα αποδεκτή πιθανότητα της...
εµπρόθεσµης κληρονοµικής
µεταλλαγής».
«Μεταλλαγής;» έκανε ο Μάκ Γκουάιρ µε αλλόκοτη φωνή.
Ο Ρόκγουελ έβγαλε από την τσέπη του το λαµπερό αντικείµενο. Το
σήκωσε στο φως.
«Βρήκα αυτό το πραγµατάκι κολληµένο σ' ένα θάµνο στον κήπο.
Αυτό ακριβώς θα ερµηνεύσει τέλεια τη θεωρία µου. Αφού µελέτησα τα
συµπτώµατα του Σµίθ, εξετάζοντας το εργαστήριο του κι ένα σωρό από
τούτα τα µικρά πραγµατάκια» — έκανε παίζοντας στα δάχτυλα του το
µαύρο αντικείµενο —, «βεβαιώθηκα. Πρόκειται για µεταµόρφωση. Γιό
διαφοροποίηση των κυττάρων, για αλλαγή και µεταλλαγή έπειτα από τη
γέννηση. Να η απόδειξη. Πιάστο. Αυτό είν' ο Σµίθ».
Κι άπλωσε το αντικείµενο στον Χάρτλεϋ. Ο Χάρτλεϋ το πήρε στα
χέρια του διστακτικά.
«Αυτό είναι χρυσαλίδα από κάµπια», είπε.
Ο Ρόκγουελ συµφώνησε µ' ένα κούνηµα του κεφαλιού. «Ακριβώς»,
είπε.
«∆εν πιστεύω να εννοείς ότι ο Σµίθ είναι... χρυσαλίδα ;»
«Μα δεν το εννοώ απλώς. Το διακηρύττω!» απάντησε ο Ρόκγουελ.
Ο Ρόκγουελ στεκόταν όρθιος πάνω απ' το σώµα του Σµίθ µες στο
σκοτάδι. Ο Χάρτλεϋ κι ο Μάκ Γκουάιρ κάθονταν ήρεµα µέσα στο θάλαµο
του ασθενή, κι άκουγαν. Ο Ρόκγουελ άγγιξε απαλά τον Σµίθ. «Ας
υποθέσουµε πως, απ' την άποψη της ζωής, υπάρχει κάτι περισσότερο απ' το
να γεννηθείς, να ζήσεις εβδοµήντα χρόνια και να πεθάνεις. Ας υποθέσουµε
ότι υπάρχει ένα ακόµα µεγαλύτερο βήµα σ' αυτό που λέµε ζωική ύπαρξη, κι
ότι ο Σµίθ είναι ο πρώτος από µας που το πραγµατοποιεί.
» Κοιτάζοντας µια κάµπια, διαπιστώνουµε ότι τη θεωρούµε ένα
αντικείµενο στατικό. Όµως η κάµπια µεταλλάζει και µεταµορφώνεται σε
πεταλούδα. Γιατί; ∆εν υπάρχουν τελεσίδικες θεωρίες για να το εξηγήσουν.
Η µεταµόρφωση αυτή αποτελεί βασικά µια πρόοδο, µια εξελικτική πορεία.
Το ζήτηµα είναι πως ένα υποθετικά αµετάβλητο αντικείµενο µεταβάλλεται
σ' ένα ενδιάµεσο αντικείµενο, εντελώς αγνώριστο, µεταβάλλεται σε
χρυσαλίδα απ' όπου ξεπηδάει η πεταλούδα. Εξωτερικά, η χρυσαλίδα
δηµιουργεί την εντύπωση ότι είναι κάτι νεκρό. Αυτό είναι παραπλανητικό.
Ο Σµίθ, όπως βλέπετε, µας παραπλάνησε. Εξωτερικά είναι νεκρός.
Εσωτερικά όµως, περιδινίσεις υγρών, ανασκευή των κυττάρων, χηµικές
αναστατώσεις, µια κρυφή προετοιµασία για έναν άγριο σκοπό. Από
σκουλήκι σε κουνούπι, από κάµπια σε πεταλούδα, από Σµίθ σε...;»
«Ο Σµίθ είναι χρυσαλίδα;» είπε ο Μάκ Γκουάιρ γελώντας βαριά.
«Ναι».
«Οι άνθρωποι δε λειτουργούν µ' αυτό τον τρόπο».
«Κόφτο Μάκ Γκουάιρ. Αυτό το εξελικτικό στάδιο είναι πολύ µεγάλο
για να το συλλάβεις. Κοίταξε αυτό το σώµα και πές µου οτιδήποτε άλλο
θέλεις. ∆έρµα, µάτια, αναπνοή, κυκλοφορία του αίµατος. Βδοµάδες τώρα
αφοµοίωνε την τροφή του γι' αυτή τη χειµερία νάρκη. Γιατί άραγε έτρωγε
τόσο µεγάλες ποσότητες, τι τήνε χρειαζόταν αυτή την ακτινική ουσία στο
αίµα του, αν όχι για τη µεταµόρφωση του; Κι αίτία για όλ' αυτά... οι
ακτινοβολίες. Έντονες ακτινοβολίες απ' τα χηµικά όργανα στο εργαστήριο
του Σµίθ. Προσχεδιασµένο, η συµπτωµατικό, δεν ξέρω. Άγγιξα µια πλευρά
απ' τη βασική γενεσιουργό δοµή του, κάποια πλευρά απ' την εξελικτική
διαδικασία του ανθρώπου που δεν προοριζόταν να λειτουργήσει Ίσως για
χιλιάδες χρόνια ακόµα».
«Πιστεύεις πως κάποια µέρα όλοι οι άνθρωποι...»
«Η µύγα δε µένει για πολύ στα λιµνάζοντα νερά, ούτε το σκουλήκι
στο χώµα, ή η κάµπια πάνω στο λαχανόφυλλο. Όλα αυτά
µεταµορφώνονται, γεµίζοντας κύµατα κύµατα το χώρο.
» Ο Σµίθ αποτελεί απάντηση στο πρόβληµα "Τι θα συµβεί µετά στον
άνθρωπο; Πού πάµε από δω και πέρα;" Είµαστε αντιµέτωποι µε τον άσπρο
τοίχο του σύµπαντος και µε τη µοίρα να ζούµε µέσα σ' αυτό το σύµπαν. Ο
άνθρωπος, όπως είναι σήµερα, δεν είναι έτοιµος να ορθωθεί ενάντια στο
σύµπαν. Η ελάχιστη προσπάθεια καταπονεί τον άνθρωπο, η υπερκόπωση
σκοτώνει την καρδιά του, η αρρώστια το σώµα του. Ο Σµίθ ίσως να 'ναι
έτοιµος να δώσει απάντηση στο πρόβληµα των φιλοσόφων για το ποιος είν'
ο σκοπός της ζωής. Ίσως να µπορέσει να δώσει στη ζωή ένα καινούργιο
σκοπό.
» Κι ο λόγος είναι γιατί όλοι µας δεν είµαστε τίποτ' άλλο από
ασήµαντα έντοµα, που αγωνιζόµαστε πάνω σ' ένα πλανήτη που µοιάζει µε
το κεφάλι της καρφίτσας. Ο σκοπός του ανθρώπου δεν είναι να παραµείνει
εδώ, και ν' αρρωσταίνει, και να γίνεται ασήµαντος κι αδύναµος. Ωστόσο
δεν ανακάλυψε ακόµα το µυστικό της πληρέστερης γνώσης.
» Κι όµως, άλλαζε τον άνθρωπο. Φτιάξε το δικό σου τέλειο άνθρωπο.
Τον... τον υπεράνθρωπα σου αν θες. Εξαφάνισε τη χυδαία νοοτροπία,
χάρισε του πλήρη έλεγχο του εαυτού του: βιολογικό, νευρολογικό,
ψυχολογικό. Προίκησέ τονε µε ξεκάθαρη, διορατική σκέψη, χάρισε του µια
ακαταπόνητη αρτηριακή λειτουργία, ένα κορµί που να µπορεί να ζεί µήνες
πολλούς δίχως τροφή απ' έξω, που να µπορεί να προσαρµόζεται σ'
οποιοδήποτε κλίµα και να σκοτώνει κάθε αρρώστια. Απελευθέρωσε τον
άνθρωπο απ' τα δεσµά της σάρκας κι απ' τη µιζέρια της σάρκας και δε θα
'ναι πια ένα κακόµοιρο, τιποτένιο πλάσµα που φοβάται να ονειρευτεί
επειδή ξέρει ότι ανάµεσα σ' αυτόν, και την πραγµατοποίηση των ονείρων,
µεσολαβεί αυτό το εύθραυστο κορµί. Τότε θα 'ναι έτοιµος να εξαπολύσει
τον πόλεµο, το µόνο πόλεµο που αξίζει να γίνει: τη σύγκρουση του
ξαναγεννηµένου ανθρώπου µε ολόκληρο το καταραµένο το σύµπαν!»
Κρατώντας την ανάσα του, µε φωνή βραχνή, και µε την καρδιά του
να χτυπάει σαν καµπάνα, ο Ρόκγουελ έσκυψε πάνω απ' τον Σµίθ,
ακούµπησε τα χέρια του µε σιγουριά πάνω στην κρύα επιφάνεια της
χρυσαλίδας, κι έκλεισε τα µάτια του. Τον είχε κυριέψει το θάµπος. Η
δύναµη, η ορµή και η πίστη στο φαινόµενο Σµίθ θα 'λεγες πως τόνε
διαπερνούσε. Είχε δίκιο. Είχε δίκιο. Το 'ξερέ πως είχε δίκιο. Άνοιξε τα
µάτια του κι αντίκρισε τον Μάκ Γκουάιρ και τον Χάρτλεϋ που δεν ήταν
παρά µονάχα δυό σκιές µέσα στο αχνοφωτισµένο δωµάτιο.
Έπειτα από σιγή πολλών δευτερολέπτων, ο Χάρτλεϋ έσβησε το
τσιγάρο του.
«∆εν πιστεύω σ' αυτή τη θεωρία».
«Πώς το ξέρεις ότι ο Σµίθ, εσωτερικά, δεν είναι µια µάζα ζελατίνη;»
είπε ο Μάκ Γκουάιρ: «Του 'βγαλες ακτινογραφία;»
«∆εν µπορούσα να το διακινδυνεύσω. Μπορεί να ενεργούσε
αρνητικά στην αλλαγή του. Όπως ο ήλιος».
«Θα γίνει υπεράνθρωπος λοιπόν; Και πως θα µοιάζει;»
«Θα περιµένουµε και θα δούµε».
«Πιστεύεις ότι µπορεί να µας ακούει τώρα που µιλάµε γι' αυτόν;»
«Είτε µπορεί να µας ακούει, είτε όχι, ένα είναι βέβαιο: µοιραζόµαστε
ένα µυστικό που δε θα 'πρεπε να το ξέρουµε. Ο Σµίθ δεν υπολόγισε ότι εγώ
κι ο Μάκ Γκουάιρ θα µπαίναµε στην ιστορία. Κι ήταν υποχρεωµένος να
καταβάλει κάθε προσπάθεια. Μα ένας υπεράνθρωπος δε θέλει να ξέρουν
τίποτα γι' αυτόν οι άνθρωποι. Οι άνθρωποι διαθέτουν ένα δικό τους,
πρόστυχο τρόπο να ζηλεύουν, να υποβλέπουν και να µισούν. Ο Σµίθ ήξερε
πως δε θα ήταν ασφαλής αν τον ανακάλυπταν οι άνθρωποι. Ίσως αυτό να
εξηγεί και το δικό σου µίσος Χάρτλεϋ».
Σώπαιναν όλοι τώρα, κι άκουγαν προσεχτικά. Τίποτα δεν ακουγόταν.
Ο Ρόκγουελ ένιωθε το αίµα του να σφυρίζει στα µηνίγγια του. Ήταν το
µόνο που µπορούσε ν' ακούσει. Κι υπήρχε ο Σµίθ, όχι πια ο Σµίθ, µα ένα
φορτίο που 'χε απέξω την ένδειξη ΣΜΙΘ, µ' εντελώς άγνωστο το
περιεχόµενο του.
«Αν είναι αλήθεια όλ' αυτά που λες», είπε ο Χάρτλεϋ, «τότε
πραγµατικά πρέπει να τόνε καταστρέψουµε. Σκέψου τι δύναµη θα
µπορούσε ν' ασκήσει πάνω σ' όλο τον κόσµο. Και αν η δύναµη αυτή
προσβάλλει το µυαλό του, όπως πιστεύω, τότε θα προσπαθήσει να µας
σκοτώσει µόλις γλιτώσει, επειδή είµαστε oι µόνοι που γνωρίζουµε την
περίπτωση του. Θα µας µισεί επειδή φανήκαµε αδιάκριτοι».
«Εγώ δε φοβάµαι», είπε ήρεµα ο Ρόκγουελ.
Ο Χάρτλεϋ δεν είπε τίποτα. Η ανάσα του µονάχα ακουγόταν µες στο
δωµάτιο, τραχιά και δυνατή.
Ο Ρόκγουελ έκανε το γύρο του τραπεζιού, και σήκωσε το χέρι σ'
αποχαιρετισµό.
«Θαρρώ πως θα 'ταν καλύτερο να πούµε καληνύχτα».
Η απαλή βροχή κατάπιε το αυτοκίνητο του Χάρτλεϋ. Ο Ρόκγουελ
έκλεισε την πόρτα, έδωσε εντολή στον Μάκ Γκουάιρ να κοιµηθεί κάτω
απόψε, σ' ένα κρεβάτι εκστρατείας, απέναντι ακριβώς απ' την πόρτα του
Σµίθ, κι έπειτα ανέβηκε τα σκαλοπάτια για το δικό του κρεβάτι.
Καθώς γδυνόταν, στριφογύριζε µες στο µυαλό του και προσπαθούσε
να συναρµολογήσει όλα εκείνα τ' απίστευτα συµβάντα των εβδοµάδων που
πέρασαν. Ένας υπεράνθρωπος. Αλήθεια! Γιατί όχι; ∆ύναµη,
ενεργητικότητα. ..
Έπεσε στο κρεβάτι.
Πότε; Πότε άραγε, ποια ακριβώς στιγµή θα ξεπροβάλλει απ' τη
χρυσαλίδα του ο Σµίθ; Πότε;
Η βροχή έπεφτε ψιλή και διαπεραστική πάνω στη στέγη της κλινικής.
Ο Μάκ Γκουάιρ, µέσα σε κείνο το θόρυβο της βροχής και των
κεραυνών, που έκαναν τη Γη να σείεται, κοιµόταν του καλού καιρού πάνω
στο κρεβάτι εκστρατείας ροχαλίζοντας. Κάπου έτριζε µια πόρτα, αλλά ο
Μάκ Γκουάιρ δε σταµάτησε το ροχαλητό. Ένα κύµα ψυχρού αέρα
µπουκάρισε κάτω στο χόλ. Ο Μάκ Γκουάιρ µούγκρισε και γύρισε απ' τ'
άλλο πλευρό. Μια πόρτα έκλεισε µαλακά, κι ο άνεµος σταµάτησε.
Βήµατα πνίγονταν αθόρυβα πάνω στο παχύ χαλί, βήµατα αργά, που
προχωρούσαν προσεχτικά, κι έτοιµα για το καθετί.. βήµατα! Ο Μάκ
Γκουάιρ πετάρισε τα βλέφαρα του κι άνοιξε τα µάτια του.
Μέσα στο αχνό φώς είδε µια σιλουέτα να στέκεται από πάνω του και
να τον κοιτάζει.
Μια οσµή από λιωµένο έντοµο γέµιζε τον αέρα. Ένα χέρι σάλεψε.
Μια φωνή άρχισε να µιλάει.
Ο Μάκ Γκουάιρ άφησε ένα ουρλιαχτό.
Το χέρι που σάλεψε µέσα στο φώς ήτανε πράσινο.
Πράσινο!
«Σµίθ!» ξεφώνισε ο Μάκ Γκουάιρ και πετάχτηκε. Χύθηκε προς την
έξοδο του χόλ κραυγάζοντας: «Περπατάει! ∆εν µπορεί να περπατήσει, µα
περπατάει!»
Η πόρτα της εισόδου παραβιάστηκε σχεδόν απ' το βάρος του Μάκ
Γκουάιρ που έπεσε πάνω της. Άνεµος και βροχή λυσσοµανούσαν γύρω του,
κι αυτός έτρεχε µέσα στη θύελλα, τραυλίζοντας.
Μέσα στο χόλ, η σιλουέτα έµενε ασάλευτη. Στόν πρώτο όροφο, µια
πόρτα άνοιξε βιαστικά, και φάνηκε ο Ρόκγουελ να κατεβαίνει γρήγορα τα
σκαλοπάτια. Το πράσινο χέρι αποτραβήχτηκε απ' το φώς, και κρύφτηκε
πίσω απ' την πλάτη της σιλουέτας.
«Ποιος είναι;» φώναζε ο Ρόκγουελ, και σταµάτησε στα µισά.
Η σιλουέτα προχώρησε και στάθηκε στο λίγο φώς που χυνόταν από
ψηλά.
Ο Ρόκγουελ συνοφρυώθηκε.
«Χάρτλεϋ! Τι κάνεις εδώ πέρα; Γιατί ξαναγύρισες;»
«Κάτι συνέβη», είπε ο Χάρτλεϋ. «∆εν πάς καλύτερα να φέρεις τον
Μάκ Γκουάιρ; Όρµησε µες στη βροχή ουρλιάζοντας σαν τρελός».
Ο Ρόκγουελ δε φανέρωσε τις σκέψεις του. Κοίταζε ερευνητικά τον
Χάρτλεϋ µε µια γρήγορη µατιά, έπειτα προχώρησε βιαστικά προς την
έξοδο του χόλ, άνοιξε την πόρτα, και βγήκε στον κρύο άνεµο της νύχτας.
«Έ, Μάκ Γκουάιρ, γύρισε πίσω ανόητε!»
Η βροχή µούσκευε τον Ρόκγουελ καθώς έτρεχε. Βρήκε τον Μάκ
Γκουάιρ εκατό γυάρδες µακριά απ' το κτίριο, να σκούζει:
«Περπατάει... Περπατάει ο Σµίθ...»
«Ανόητε. Ο Χάρτλεϋ ήταν. Ο Χάρτλεϋ ξαναγύρισε. Αυτό είν' όλο».
«Είδα ένα πράσινο χέρι να σαλεύει».
«Ονειρεύτηκες».
«Όχι, όχι!» φώναξε ο Μάκ Γκουάιρ, κι ήτανε κίτρινο το πρόσωπο
του, υγρό. «Είδα ένα πράσινο χέρι, πίστεψε µε! Γιατί ξαναγύρισε ο
Χάρτλεϋ; Τι λόγο είχε...»
Τότε ο Ρόκγουελ κατάλαβε. Τα κατάλαβε όλα. Ο Χάρτλεϋ... Η
επιστροφή του... Ο φόβος άρπαξε το νου του, µια παράφορη
προειδοποιητική θολούρα, η πριονωτή κόψη µιας σιωπηλής κραυγής που
ζητάει βοήθεια.
«Χάρτλεϋ!»
Έσπρωξε βίαια τον Μάκ Γκουάιρ, κι ο Ρόκγουελ όρµησε στο κτίριο,
ξεφωνίζοντας. Το χόλ, η άκρη του χόλ...
Κι η πόρτα του Σµίθ ορθάνοιχτη, σπασµένη.
Όρθιος κι ο Χάρτλεϋ στη µέση του θαλάµου, µε το περίστροφο στο
χέρι. Στην είσοδο του Ρόκγουελ, στράφηκε. Κινήθηκαν κι οι δυό την ίδια
στιγµή. Ο Χάρτλεϋ πυροβόλησε, κι ο Ρόκγουελ έσβησε το φως.
Σκοτάδι. Μια φλόγα απλώθηκε σ' όλο το µήκος του δωµατίου,
φωτίζοντας προφίλ το σκληρό σώµα του Σµίθ σάµπως φλας φωτογραφικό.
Ο Ρόκγουελ πήδησε πάνω στη φλόγα. Είχε θεριέψει η οργή του τώρα που
κατάλαβε πια γιατί είχε γυρίσει ο Χάρτλεϋ. Πριν από µια στιγµή, προτού
σβήσουν τα φώτα, κάτι άρπαξε η µατιά του απ' τα δάχτυλα του Χάρτλεϋ.
Τα δάχτυλα του Χάρτλεϋ ήτανε διάστικτα από πράσινους λεκέδες.
Γροθιές πιο µετά. Κι ο Χάρτλεϋ που σωριάζονταν στο πάτωµα καθώς
άναβαν τα φώτα, κι ο Μάκ Γκουάιρ, στάζοντας, στο άνοιγµα της πόρτας,
να τραυλίζει:
«Τον σκότωσες; Σκότωσες τον Σµίθ;»
Ο Σµίθ δεν έπαθε τίποτα. Η σφαίρα είχε περάσει από πάνω του.
«Αυτός ο ηλίθιος! Αυτός ο ηλίθιος!» ξεφώνιζε ο Ρόκγουελ, όρθιος
πάνω απ' το άβουλο σχήµα του Χάρτλεϋ: «Το πιο µεγάλο ιστορικό
φαινόµενο, και γυρεύει να το καταστρέψει! »
Ο Χάρτλεϋ ψέλλισε αργά: «Έπρεπε να ξέρω. Ο Σµίθ σε
προειδοποίησε».
«Ανοησίες! Ο Σµίθ...» Ο Ρόκγουελ σώπασε. Κατάπληκτος. Μα ναι.
Τούτη η άξαφνη προαίσθηση... Ναι! Και κοίταξε κατάµατα τον Χάρτλεϋ:
«Εσύ, επάνω! Θα σε κλειδώσω µέσα κει, όλη νύχτα. Μάκ Γκουάιρ, κι εσύ!
Να τον φυλάς».
Γρύλισε ο Μάκ Γκουάιρ: «Το χέρι του! Κοίτα το χέρι του Χάρτλεϋ.
Είναι πράσινο! ∆εν ήταν ο Σµίθ κάτω στο χόλ. Ήταν ο Χάρτλεϋ!»
Ο Χάρτλεϋ κοίταζε τώρα τα δάχτυλα του: «Όµορφα δεν είναι;» είπε
µε πίκρα. «Μου τα 'καψαν οι ακτινοβολίες. Ήµουν κι εγώ µες στην ακτίνα
τους για πολλές µέρες, όταν πρωτοαρρώστησε ο Σµίθ. Τώρα θα γίνω κι
εγώ.. ένα πλάσµα σαν τον Σµίθ. Είµαι πολλές µέρες σ' αυτή την
κατάσταση. ∆ε σας είπα τίποτα. Προσπάθησα να το κρύψω. Απόψε δεν
άντεχα πια, και γύρισα πίσω να τόνε καταστρέψω αυτόν τον Σµίθ για ό,τι
µου 'κάνε...»
Κείνη την ώρα ακριβώς ακούστηκε ο ήχος. Ένας ήχος ξερός, σα να
σπάζει µια ξερή φλούδα. Πάγωσαν και οι τρεις.
Τρία µικροσκοπικά λέπια ξεκόλλησαν απ' τη χρυσαλίδα του Σµίθ κι
έπεσαν στο πάτωµα.
Στη στιγµή ο Ρόκγουελ βρέθηκε πλάι στο τραπέζι.
«Αρχίζει και σπάει. Μια µικρή χαραµατιά. Απ’ το λαιµό ως τον
αφαλό. Σε λίγο θα βγει απ' τη χρυσαλίδα».
Τα σαγόνια του Μάκ Γκουάιρ έτρεµαν: «Κι έπειτα; Τι θα γίνει
έπειτα;»
Τα λόγια του Χάρτλεϋ βγήκαν σκληρά και κοροϊδευτικά: «Θα
βρεθούµε µπρος σ' έναν υπεράνθρωπο. Ερώτηση: Με τι µοιάζει ένας
υπεράνθρωπος; Απάντηση: Κανείς δεν ξέρει».
Κι άλλος ήχος από λέπια που σκάζουν κι ανοίγουν.
Ο Μάκ Γκουάιρ ανατρίχιασε: «Θα... θα του µιλήσεις;»
«Ασφαλώς».
«Από πότε οι... πεταλούδες µιλάνε;»
«Πάψε πια Μάκ Γκουάιρ. Για όνοµα του Θεού!»
Ασφαλισµένος πια απ' τους άλλους δυό, που τους κλείδωσε στον
πρώτο όροφο, ο Ρόκγουελ κλειδώθηκε κι αυτός στο θάλαµο του Σµίθ, και
ξάπλωσε σ' ένα κρεβάτι εκστρατείας, προετοιµασµένος να περιµένει όλη τη
νύχτα, αυτή την ατέλειωτη, υγρή νύχτα, κοιτάζοντας µε προσοχή,
ακούγοντας µε τεντωµένα αφτιά, συλλογισµένος.
Κοιτάζοντας µε τεταµένη προσοχή να ξεκολλούν και να πέφτουν τα
µικρά λέπια απ' το σκληρό πετσί της χρυσαλίδας, καθώς το Άγνωστο
πλάσµα, από µέσα, αγωνιζόταν µεθοδικά να βγει στο φώς.
Λίγες ώρες µονάχα. Λίγες ώρες ακόµα αναµονής. Η βροχή
γλιστρούσε µουρµουρίζοντας πάνω απ’ το σπίτι. Πώς άραγε; Πώς θα
έµοιαζε ο Σµίθ; Μια αλλαγή πιθανό στ' αφτιά για εντονότερη ακοή.
Πρόσθετα µάτια ίσως. Μια αλλαγή στην κατασκευή του κρανίου, στο
σχήµα του προσώπου, στα οστά του σώµατος, στην τοποθέτηση των
οργάνων, στην ύφή του δέρµατος, χίλιες δυό άλλες αλλαγές.
Ο Ρόκγουελ ένιωθε κατάκοπος, κι ωστόσο φοβόταν να κοιµηθεί.
Βαριά τα βλέφαρα του, πολύ βαριά. Κι αν είχε κάνει λάθος; Τι θα γινόταν
αν η θεωρία του έβγαινε τελείως λαθεµένη; Τι θα γινόταν αν µέσα του ο
Σµίθ ήτανε µια κινούµενη ζελάτινη ουσία; Κι αν έβγαινε τρελός ο Σµίθ,
άρρωστος; Κι αν ήταν κάτι τόσο διαφορετικό ώστε να γίνει µια απειλή για
τον κόσµο; Όχι. Όχι. Ο Ρόκγουελ κούνησε σα µεθυσµένος το κεφάλι του. Ο
Σµίθ ήτανε τέλειος. Τέλειος. ∆ε θα υπήρχε χώρος στον Σµίθ για κακή
σκέψη. Τέλειος.
Σιγή θανάτου βασίλευε στο κτίριο της κλινικής. Ο µόνος ήχος που
ακουγόταν ήταν το ανεπαίσθητο τρίξιµο απ' τα λέπια της χρυσαλίδας που
έσκαζαν κι έπεφταν στο σκληρό δάπεδο...
Ο Ρόκγουελ κοιµήθηκε. Βουλιάζοντας µες στο σκοτάδι που
εξαφάνισε το δωµάτιο καθώς χύµηξαν πάνω του τα όνειρα. Όνειρα, όπου ο
Σµίθ σηκωνόταν, περπατούσε µουδιασµένος, µε άκαµπτες κινήσεις, κι ο
Χάρτλεϋ που άδραχνε ένα πέλεκυ, κι ο πέλεκυς ν' αστράφτει στον αέρα και
να πέφτει πάνω στην πράσινη πανοπλία κείνου του πλάσµατος, ξανά και
ξανά, πολλές φορές, και να το κοµµατιάζει και να το µεταβάλει σ' έναν
εφιαλτικό πολτό. Όνειρα... κι ο Μάκ Γκουάιρ να τρέχει σκούζοντας µέσα
σε µια αιµάτινη βροχή. Όνειρα...
Ήλιος καφτός. Ήλιος καφτός που 'χει πληµµυρίσει το δωµάτιο. Πρωί.
Ο Ρόκγουελ έτριψε τα µάτια του. Ένιωθε µιαν αόριστη δυσφορία από το
γεγονός ότι κάποιος είχε ανεβάσει τα πατζούρια. Κάποιος που... Πετάχτηκε
ορθός! Φως! ∆εν υπήρχε τρόπος να µπορέσει κανείς ν' ανεβάσει τα
πατζούρια. Ήταν κατεβασµένα εδώ και αρκετές βδοµάδες. Άφησε µια
κραυγή.
Η πόρτα ανοιχτή. Το κτίριο της κλινικής βυθισµένο ατή σιγή.
Άτολµα και δειλά στρέφει ο Ρόκγουελ το κεφάλι του, κοιτάζει το τραπέζι.
Εκεί θα 'πρεπε να 'ναι ξαπλωµένος ο Σµίθ.
∆εν ήταν.
Τίποτα δεν υπήρχε πάνω στο τραπέζι. Τίποτα, εξόν από το φως του
ήλιου. Αυτό και... µερικά υπολείµµατα σκασµένης χρυσαλίδας.
Υπολείµµατα.
Εύθραυστα κοµµάτια, ένα προφίλ που έπεσε και κόπηκε στα δυό, ένα
συντρίµµι από κέλυφος ποδιού, ένα χνάρι χεριού, ένα αποτύπωµα στήθους,
να τ' είχε αποµείνει απ' τον Σµίθ!
Ο Σµίθ ήταν φευγάτος. Ο Ρόκγουελ τρίκλισε ως το τραπέζι,
σωριάστηκε. Μπουσουλώντας σαν παιδί ανάµεσα σε κείνους τους
πάπυρους απ' το δέρµα του Σµίθ που τριζοβολούσαν. Έπειτα στράφηκε
απότοµα, σα να 'ταν µεθυσµένος, χύµηξε έξω απ' το δωµάτιο και πάτησε
βαριά πάνω στις σκάλες ξεφωνίζοντας.
«Χάρτλεϋ! Τι τον έκανες; Χάρτλεϋ! Νόµιζες ότι µπορείς να τον
σκοτώσεις, έ; Νόµιζες ότι µπορείς ν' αρπάξεις το σώµα του, ν' αφήσεις
πίσω µερικά λείψανα για να µε ξεγελάσεις και να χάσω τα ίχνη;»
Ήτανε κλειδωµένη η πόρτα της κάµαρας όπου είχαν κοιµηθεί ο Μάκ
Γκουάιρ και ο Χάρτλεϋ. Ψηλαφώντας ο Ρόκγουελ, την ξεκλείδωσε. Τους
βρήκε και τους δυό εκεί.
«Εδώ είστε!» ψέλλισε κατάπληκτος ο Ρόκγουελ. «Τότε λοιπόν, δεν
κατεβήκατε. Η µήπως ξεκλειδώσατε την πόρτα, κατεβήκατε, παραβιάσατε
την κάµαρα µου, σκοτώσατε τον Σµίθ και... όχι, όχι!»
«Τι έπαθες; Τι συµβαίνει;»
«Ο Σµίθ έφυγε! Πες µου εσύ Μάκ Γκουάιρ: µήπως ο Χάρτλεϋ βγήκε
καθόλου απ' αυτό το δωµάτιο;»
«Όχι. Όλη νύχτα την πέρασε εδώ µέσα».
«Τότε... µόνο µια εξήγηση υπάρχει. Ο Σµίθ βγήκε απ' τη χρυσαλίδα
του και το "σκάσε, όσο κοιµόµασταν εµείς! ∆ε θα τον δω ποτέ, ποτέ που να
πάρει ο διάβολος! Τι ηλίθιος που ήµουν να κοιµηθώ!»
«Αυτό τα λέει όλα!» δήλωσε ο Χάρτλεϋ. «Ο άνθρωπος αυτός είν'
επικίνδυνος. Αλλιώς, θα έπρεπε να µείνει και να µας αφήσει να τον δούµε.
Ο Θεός ξέρει τι σόι πράµα είναι».
«Όπως και να 'χει το πράγµα, εµείς πρέπει να ψάξουµε να τον
βρούµε. ∆εν µπορεί να 'ναι µακριά. Πρέπει να ψάξουµε να τον βρούµε!
Γρήγορα Χάρτλεϋ. Μάκ Γκουάιρ!»
Ο Μάκ Γκουάιρ κάθησε κάτω βαρύς. «Εγώ δεν το κουνάω. Ας πάει
να κουρεύεται. Αρκετά ως εδώ».
Ο Ρόκγουελ δεν περίµενε ν' ακούσει περισσότερα. Κατέβηκε τα
σκαλιά. Από κοντά κι ο Χάρτλεϋ. Έπειτ' από λίγο, κατέβηκε
λαχανιασµένος κι ο Μάκ Γκουάιρ.
Ο Ρόκγουελ όρµησε στο χόλ, σταµάτησε µπρος στα µεγάλα
παράθυρα που έβλεπαν στην έρηµο και στα βουνά που έλαµπαν στον
πρωινό ήλιο. Κοίταξε έξω, δεξιά, αριστερά, κι αναρωτιόταν αν χάθηκε πια
κάθε ελπίδα να βρεθεί ο Σµίθ. Το πρώτο υπέρ-δηµιούργηµα. Το πρώτο
ίσως σε µια καινούργια ατέλειωτη σειρά. Ίδρωσε ο Ρόκγουελ. Όχι! ∆ε θα
'φευγε ο Σµίθ δίχως ν' αποκαλύψει τον εαυτό του τουλάχιστο στον
Ρόκγουελ. ∆εν µπορούσε να φύγει! Η µήπως µπορούσε;
Η πόρτα της κουζίνας άνοιξε αργά, πολύ αργά.
Κάποιο πόδι ξεπρόβαλε στο άνοιγµα της πόρτας. Κι άλλο πόδι µετά.
Ένα χέρι υψώθηκε και στηρίχτηκε στον τοίχο. Καπνός από τσιγάρο φάνηκε
να βγαίνει µες από ζαρωµένα χείλη.
«Ποιος µε ζητάει;»
Έντροµος ο Ρόκγουελ, στράφηκε. Είδε την έκφραση στο πρόσωπο
του Χάρτλεϋ, άκουσε τον Μάκ Γκουάιρ να πνίγεται απ' την κατάπληξη. Κι
οι τρεις τους µίλησαν ταυτόχρονα. Μια µόνο λέξη. Σα να 'διναν το
σύνθηµα:
«Σµίθ».
Ο Σµίθ απέπνεε µια µυρωδιά τσιγάρου. Ήτανε ροδαλό το πρόσωπο
του, σα λιοκαµένο θαρρείς. Γαλάζια και σπινθηροβόλα τα µάτια του.
Ξιπόλητος. Το γυµνό του κορµί τυλιγµένο σ' ένα παλιό µπουρνούζι του
Ρόκγουελ.
«Μήπως µπορείτε να µου πείτε που βρίσκοµαι; Θα 'θελα να µάθω τι
έκανα τους τελευταίους τρεις τέσσερις µήνες. Νοσοκοµείο είν' αυτό; Ή
τίποτ' άλλο;»
Ο τρόµος σφυροκοπούσε το µυαλό του Ρόκγουελ. Ανελέητα. Ο
Ρόκγουελ κατάπιε το σάλιο του.
«Γεια σου Σµίθ! Εγώ... Ετούτο δω... ∆ε θυµάσαι αλήθεια; Τίποτα;»
Ο Σµίθ έδειξε τα δάχτυλα του: «Θυµάµαι που πρασίνιζαν σιγά σιγά,
αν εννοείτε αυτό. Πέρ' απ' αυτό... τίποτε». Βύθισε το ροδαλό χέρι του στα
καστανά του µαλλιά, µε την αρρενωπή οµορφιά του νιογέννητου
πλάσµατος που χαίρεται ν' ανασαίνει και πάλι.
Ο Ρόκγουελ οπισθοχώρησε κι έπεσε πάνω στον τοίχο. Σήκωσε τα
χέρια του, κι έκρυψε µε φρίκη το πρόσωπο του κουνώντας το κεφάλι του.
Μην πιστεύοντας σ' ό,τι έβλεπαν τα µάτια του, ψέλλισε: «Τι ώρα βγήκες
από τη χρυσαλίδα;»
«Τι ώρα βγήκα από... από πού;»
Ο Ρόκγουελ τον οδήγησε µες απ' το χόλ στο επόµενο δωµάτιο, κι
έδειξε το τραπέζι.
«∆εν καταλαβαίνω τι εννοείτε», είπε ο Σµίθ µε αυθόρµητη
ειλικρίνεια: «Απλούστατα, πριν από µισή ώρα, ανακάλυψα ότι στεκόµουν
ολόγυµνος στη µέση του δωµατίου».
«Αυτό είν' όλο;» είπε ο Μάκ Γκουάιρ αναθαρρεύοντας. Έδειχνε
ανακουφισµένος.
Ο Ρόκγουελ εξήγησε τα πάντα γύρω απ' τη χρυσαλίδα.
Ο Σµίθ συνοφρυώθηκε: «Είναι τερατώδες! Εσείς π ο ι ο ί είστε;»
Ο Ρόκγουελ του σύστησε τους άλλους.
Ο Σµίθ κοίταξε άγρια τον Χάρτλεϋ: «Εσένα σε θυµάµαι. Ήσουν
αυτός που µ' επισκέφτηκε όταν αρρώστησα για πρώτη φορά. Θυµάµαι. Στο
ακτινολογικό. Μα είν' ανόητο. Τι αρρώστια ήταν αυτή;»
Τα νεύρα στο πρόσωπο του Χάρτλεϋ πήγαν να σπάσουν.
«Όχι αρρώστια, όχι! ∆εν ξέρεις τίποτα λοιπόν;»
«Βρίσκοµαι σε µια παράξενη κλινική µαζί µε παράξενους
ανθρώπους. Βρίσκοµαι γυµνός σ' ένα δωµάτιο κοντά σ' έναν άντρα που
κοιµάται πάνω σ' ένα κρεβάτι εκστρατείας. Βγαίνω έξω, και περιφέροµαι
στην κλινική, πεινασµένος. Μπαίνω στην κουζίνα, βρίσκω φαγητό, τρώω,
ακούω ανάστατες φωνές, κι έπειτα βρίσκοµαι κατηγορούµενος επειδή λέει
ξεπήδησα µες από µια χρυσαλίδα. Τι θέλετε να φανταστώ;
Παρεµπιπτόντως σας ευχαριστώ για το µπουρνούζι, για το φαγητό, και για
το τσιγάρο που δανείστηκα. ∆εν ήθελα να σάς ξυπνήσω κύριε Ρόκγουελ.
∆εν ήξερα ποιος είσασταν, κι έπειτα δείχνατε πεθαµένος απ' την κούραση».
«Ω, δεν υπάρχει λόγος να µ' ευχαριστείτε».
Ο Ρόκγουελ δε θ' αφηνόταν να το πιστέψει. Τα πάντα διαλύονταν.
Με κάθε λέξη που πρόφερε ο Σµίθ, εξανεµίζονταν κι οι ελπίδες του σαν τη
διαλυµένη χρυσαλίδα.
«Πώς αισθάνεσαι;»
«Περίφηµα. Νιώθω πολύ δυνατός. Είναι καταπληκτικό, όταν
σκεφτείτε πόσο καιρό ήµουν σ' αυτή την κατάσταση».
«Πράγµατι, καταπληκτικό!» είπε ο Χάρτλεϋ.
«Φαντάζεστε τι αισθάνθηκα όταν αντίκρισα το ηµερολόγιο στον
τοίχο. Όλοι τούτοι οι µήνες κύλησαν σαν το νερό. Αναρωτιέµαι τι έκανα
όλο αυτό τον καιρό».
«Το ίδιο και µεις».
«Έλα τώρα Χάρτλεϋ, άφησε τον ήσυχο», γέλασε ο Μάκ Γκουάιρ:
«Επειδή ακριβώς τον µισούσες...»
«Με µισούσε;» ανασηκώθηκαν τα φρύδια του Σµίθ: «Εµένα; Γιατί;»
«Να γιατί!» είπε ο Χάρτλεϋ βγάζοντας στο φως τα δάχτυλα του: «Οι
καταραµένες οι ακτινοβολίες σου. Κάθε νύχτα να κάθοµαι πλάι σου σε
κείνο το νοσοκοµείο! Τι θα κάνω τώρα µε τούτο δω; Τι µπορώ να κάνω;»
«Χάρτλεϋ», είπε ο Ρόκγουελ προειδοποιητικά. «Κάτσε κάτω!
Ηρέµησε!»
«Ούτε θα κάτσω, ούτε θα ηρεµήσω! Τρελαθήκατε κι οι δυό σας µ'
αυτό το... µ' αυτή την αποµίµηση ανθρώπου,
µ' αυτό το κοκκινόπετοο πλάσµα που 'ναι η µεγαλύτερη απάτη στην
ιστορία; Αν είχατε τόσο δα µυαλό, θα καταστρέφατε τον Σµίθ πριν το
σκάσει!»
Ο Ρόκγουελ ένιωσε την ανάγκη ν' απολογηθεί, να ζητήσει συγνώµη
γιό το ξέσπασµα του Χάρτλεϋ.
Ο Σµίθ κούνησε το κεφάλι του:
«∆εν είν' ανάγκη να ζητάτε συγνώµη. Αφήστε τον να µιλήσει. Τι
σηµαίνουν όλα τούτα;»
«Αφού ξέρεις!» του πέταξε οργισµένος ο Χάρτλεϋ: «Έµεινες
κατάκοιτος µέρες, µήνες, ακούγοντας, σχεδιάζοντας. ∆εν µπορείς να µε
ξεγελάσεις εµένα. Τον εξαπάτησες τον Ρόκγουελ. Τον απογοήτευσες.
Περίµενε πως θα 'βγαινες κανένας υπεράνθρωπος. Μπορεί και να 'σαι
δηλαδή. Ό,τι όµως κι αν είσαι, ο Σµίθ δεν είσαι πια. Όχι! Είναι κι αυτό ένα
απ' τα τεχνάσµατα σου. Για να µη µάθουµε ποτέ ποιος είσαι, ούτε κι ο
κόσµος να µάθει ποιος είσαι. Θα µπορούσες να µας σκοτώσεις, εύκολα.
Αλλά προτίµησες να µείνεις και να µας πείσεις πως είσαι φυσιολογικός.
Και διάλεξες τον καλύτερο τρόπο. Θα µπορούσες να το 'χες σκάσει πριν
από λίγη ώρα, µα θα 'φηνες πίσω σου το σπέρµα της υποψίας. Αντί γι' αυτό,
περίµενες! Για να µάς πείσεις πως είσαι φυσιολογικός».
«Μα είναι φυσιολογικός», γκρίνιαξε ο Μάκ Γκουάιρ.
«∆εν είναι! Το µυαλό του λειτουργεί διαφορετικά: Είναι έξυπνος».
«Τότε, να τον υποβάλεις σε µια σειρά από τεστ λεκτικών
συνδυασµών», είπε ο Μάκ Γκουάιρ.
«Είναι πάρα πολύ έξυπνος, ακόµα και γι' αυτό».
«Τότε, είναι πολύ απλό. Του κάνουµε εξετάσεις αίµατος, ακούµε την
καρδιά του, και του βάζουµε ορούς».
Ο Σµίθ έµοιαζε ν' αµφιβάλει:
«Με κάνετε να νιώθω σαν πειραµατόζωο. Αν όµως το θέλετε
πραγµατικά. Το βρίσκω πάντως ανόητο».
Αυτό τον τάραξε τον Χάρτλεϋ. Κοίταξε τον Ρόκγουελ.
«Φέρε τη σύριγγα», είπε.
Ο Ρόκγουελ έφερε τη σύριγγα, σκεφτικός. Τώρα, δεν αποκλείεται να
'ταν υπεράνθρωπος ο Σµίθ. Το αίµα του... Αυτό το υπερανθρωπικό αίµα. Η
ικανότητα του να σκοτώνει µικρόβια. Ο χτύπος της καρδιάς του. Η
αναπνοή του. Μπορεί ο Σµίθ να ήταν υπεράνθρωπος, και να µην το 'ξερε.
Ναι. Ναι, µπορεί να ήταν...
Ο Ρόκγουελ πήρε αίµα απ' τον Σµίθ και το 'βαλε κάτω απ' τα
µικροσκόπιο. Οι ώµοι του κύρτωσαν. Το αίµα ήταν φυσιολογικό. Αν
έριχνες µικρόβια µέσα, τα µικρόβια, για να πεθάνουν, έπρεπε να διανύσουν
ένα φυσιολογικό χρονικό διάστηµα. Το αίµα δεν ήταν πια υπεριοκτόνο. ∆εν
υπήρχε ούτε κι ακτινικό υγρό. Ο Ρόκγουελ αναστέναξε θλιβερά. Η
θερµοκρασία του ΣµίΘ ήταν φυσιολογική. Το ίδιο κι ο σφυγµός του. Το
νευρικό του σύστηµα, τα αισθητήριά του, αντιδρούσαν όπως σε κάθε
φυσιολογικό άνθρωπο.
«Τίποτα το ασυνήθιστο», είπε ο Ρόκγουελ µαλακά.
Ο Χάρτλεϋ βούλιαξε σε µια πολυθρόνα, µε διάπλατα τα µάτια,
κρατώντας το κεφάλι του µε τα κοκαλιάρικα δάχτυλα του:
«Ζητώ συγνώµη», είπε βγάζοντας ένα βαθύ στεναγµό: «Θαρρώ πως
το µυαλό µου... Το µυαλό µου απλώς φαντάστηκε ορισµένα πράγµατα.
Ήταν τόσο ατέλειωτοι εκείνοι οι µήνες. Κάθε νύχτα. Κάθε νύχτα. Φοβάµαι
πως έγινα υποχονδριακός. Ζητώ συγνώµη».
Κοίταξε τα πράσινα δάχτυλα του:
«Τι θα γίνει όµως µε µένα;»
«Φαντάζοµαι πως όλα θα εξελιχθούν οµαλά, όπως και µε µένα», είπε
ο Σµίθ. «Συµµερίζοµαι την αγωνία σου. ∆εν ήταν άσχηµα όµως...
Πραγµατικά, δε θυµάµαι τίποτε».
Ο Χάρτλεϋ ηρέµησε κάπως:
«Μα... βέβαια, έχεις δίκιο υποθέτω. ∆ε νιώθω καθόλου καλά στην
ιδέα ότι το σώµα µου θ' αρχίσει και µένα να σκληραίνει, µα δεν µπορώ να τ'
αποφύγω. Όλα θα εξελιχθούν οµαλά...»
Ο Ρόκγουελ ένιωθε άρρωστος. Η κατάρρευση ήταν φοβερή για να
την αντέξει. Η έντονη προσπάθεια, η έξαψη, η πείνα κι η περιέργεια, η
φλόγα, όλα είχαν βουλιάξει µέσα του. Αυτό λοιπόν ήταν ο άνθρωπος από
τη χρυσαλίδα; Ο ίδιος άνθρωπος µπήκε. Ο ίδιος άνθρωπος βγήκε. Κι όλη
αυτή η αναµονή, η λαχτάρα, για ένα τίποτα!
Πήρε βαθιά ανάσα, προσπάθησε να πειθαρχήσει τις βαθύτερες
σκέψεις που έτρεχαν µες στο µυαλό του. Σύγχιση. Τούτος ο νεαρός άντρας,
µε το ροδαλό δέρµα και την ολόδροση φωνή, που καθόταν µπροστά του
καπνίζοντας ήρεµα, δεν ήταν παρά ένας άνθρωπος που είχε υποστεί µια
µερική δερµατική σκλήρυνση, κι είχαν καεί oι αδένες του απ' την
ακτινοβολία, αλλ' άνθρωπος εντούτοις αυτή τη στιγµή, άνθρωπος και
τίποτα περισσότερο. Το µυαλό του Ρόκγουελ, το υπερευαίσθητο, γεµάτο
φαντασία µυαλό του, είχε συλλάβει και την παραµικρότερη εκδήλωση της
αρρώστιας για να φτιάξει ένα τέλειο οργανισµό, δηµιούργηµα βαθύτερων
πόθων. Τώρα ο Ρόκγουελ ένιωθε µέσα του µια βαθιά απογοήτευση, ένα
τεράστιο κενό.
Το πρόβληµα του ότι έζησε ο Σµίθ χωρίς τροφή, το καθαρό αίµα του,
η χαµηλή θερµοκρασία, κι οι άλλες ενδείξεις ανωτερότητας, ήταν τώρα οι
διάφορες όψεις µιας αλλόκοτης αρρώστιας. Μιας αρρώστιας, και τίποτε
περισσότερο. Κάτι που 'χε τελειώσει, είχε ωριµάσει κι είχε φύγει
αφήνοντας πίσω του µερικά εύθραυστα λέπια µονάχα πάνω σ' ένα
ηλιοφώτιστο τραπέζι. Ο Χάρτλεϋ, αυτή τη στιγµή, θα 'ταν µια σπάνια
ευκαιρία να τον παρακολουθήσει κανείς από κοντά, αν η αρρώστια του
προχωρούσε, και ν' αναφέρει την καινούργια αρρώστια στον επιστηµονικό
κόσµο.
Ο Ρόκγουελ δε νιαζόταν για την αρρώστια. Νιαζόταν µόνο για την
τελειότητα. Κι αυτή η τελειότητα είχε κοπεί στα δυό, είχε ανοίξει, είχε
σκιστεί κι είχε φύγει. Το όνειρό του είχε φύγει. Το υπερδηµιούργηµα που
ήθελε να φτιάξει είχε φύγει. ∆εν τον ενδιέφερε πια αν ολάκερος ο κόσµος
άρχιζε άξαφνα να πετρώνει, να πρασινίζει, να γίνεται εύθραυστος σαν τα
γυαλί.
Ο Σµίθ µιλούσε τώρα µε τα χέρια του διάπλατα ανοιχτά:
«Νοµίζω πως θα 'ταν καλύτερα να γυρίσω στα Λος Άντζελες. Έχω
πολλή δουλιά να κάνω στο ίδρυµα. Η παλιά µου θέση µε περιµένει.
Λυπάµαι που δεν µπορώ να µείνω άλλο µαζί σας. Καταλαβαίνετε».
«Θα 'πρεπε να µείνεις λίγο ακόµα. Μερικές µέρες τουλάχιστον», είπε
ο Ρόκγουελ. ∆εν ήθελε µε κανένα τρόπο να δει να χάνεται και το τελευταίο
ίχνος απ' τ' όνειρό του.
«Όχι, ευχαριστώ. Πάντως, αν το επιθυµείτε Γιατρέ, µπορώ να σας
επισκεφτώ στο γραφείο σας σε καµιά βδοµάδα, για ένα άλλο τσεκάπ. Θα
περνώ συχνά, κάθε δυό τρεις βδοµάδες, για ένα χρόνο περίπου για να
µπορείτε να µε παρακολουθείτε. Σύµφωνοι;»
«Σύµφωνοι Σµίθ, σύµφωνοι. Μόνο, σε παρακαλώ µην το ξεχνάς. Θα
'θελα να συζητήσω µαζί σου την αρρώστια σου. Είσαι τυχερός που ζεις».
«Θα σε πάω εγώ µε τ' αυτοκίνητο µου στο Λός Άντζελες», είπε
χαρούµενα ο Μάκ Γκουάιρ.
«Μην ενοχλείστε. Θα περπατήσω ως την Τουγιούνγκα και θα πάρω
ένα ταξί. Θέλω να περπατήσω. Έχω να περπατήσω τόσο καιρό... Θέλω να
δώ πως είναι...»
Ο Ρόκγουελ του έδωσε ένα ζευγάρι παλιά παπούτσια κι ένα παλιό
σακάκι.
«Ευχαριστώ Γιατρέ. Θα σας εξοφλήσω ό,τι σας οφείλω το
συντοµότερο δυνατό».
«Τίποτα δε µου οφείλεις. Ούτε πεντάρα. Ήταν ενδιαφέρον».
«Σάς χαιρετώ Γιατρέ. Χαίρετε κύριε Μάκ Γκουάιρ. Χάρτλεϋ».
«Στο καλό Σµίθ».
«Στο καλό».
Ο Σµίθ κατέβηκε το µονοπάτι προς το µικρό ποτάµι που είχε ξεραθεί
απ' τον καφτό απογευµατινό ήλιο που έδυε. Περπατούσε ευτυχισµένος.
Σφύριζε. Μακάρι να µπορούσα να σφυρίζω κι εγώ, σκεφτόταν ο Ρόκγουελ.
Ο Σµίθ γύρισε µια φορά, τους έγνεφε µε το χέρι, κι έπειτα άρχισε να
σκαρφαλώνει στη λοφοπλαγιά, έφτασε στην κορφή, και χάθηκε προς την
απόµακρη πολιτεία.
Ο Ρόκγουελ τον κοίταζε, όπως κοιτάζει ένα µικρό παιδί τ' αγαπηµένο
του αµµόκαστρο που σβήνει και διαλύεται απ' τα κύµατα της θάλασσας.
«∆εν µπορώ να το πιστέψω», επανελάµβανε µονότονα.
«∆εν µπορώ να το πιστέψω. Να τελειώσουν όλα τόσο σύντοµα, τόσο
απότοµα για µένα! Νιώθω ένα βούρκωµα µέσα µου, ένα κενό».
«Όλα µου φαίνονται ρόδινα!» γέλασε ευτυχισµένος ο Μάκ Γκουάιρ.
Ο Χάρτλεϋ στεκόταν όρθιος στον ήλιο. Τα πράσινα χέρια του
κρέµονταν απαλά στο πλάι, και το λευκό του πρόσωπο είχε ηµερέψει
πραγµατικά, για πρώτη φορά εδώ και µήνες. Έτσι του φάνηκε του
Ρόκγουελ.
Ο Χάρτλεϋ µίλησε χαµηλόφωνα:
«Θα βγω σώος απ' αυτή την περιπέτεια. Θα βγω σώος. Σ' ευχαριστώ
Θεέ µου, σ' ευχαριστώ. ∆ε θα βγω τέρας. Θα 'µαι ο εαυτός µου, ο εαυτός
µου και τίποτ' άλλο».
Στράφηκε στον Ρόκγουελ:
«Μόνο να θυµάστε, να θυµάστε. Μην τους αφήσετε να µε θάψουν
κατά λάθος. Μην τους αφήσετε... κατά λάθος... πιστεύοντας πως είµαι
πεθαµένος. Να το θυµάστε αυτό».
Ο Σµίθ πήρε το µονοπάτι πλάι στο ξεροπόταµο κι ανέβηκε στο λόφο.
Νύχτωνε πια, κι ο ήλιος άρχισε να δύει πίσω από γαλάζιους λόφους. Τ'
άστρα λαµπύριζαν εδώ κι εκεί. Μέσα στη χλιαρή ατµόσφαιρα πλανιόταν
µια µυρωδιά από νερό, σκόνη, κι απόµακρα λουλούδια πορτοκαλιάς.
Φύσηξε άνεµος. Ο Σµίθ πήρε βαθιές ανάσες. Γέµισε τα πλεµόνια του.
Περπατούσε.
Μόνος τώρα κι αθέατος, µακριά απ' το κτίριο της κλινικής,
σταµάτησε ο Σµίθ. Στάθηκε τελείως ακίνητος, και κοίταζε ψηλά στον
ουρανό.
Πετώντας το τσιγάρο που κάπνιζε, το έλιωσε κάτω απ' το τακούνι
του. Έπειτα, όρθωσε το καλοχυµένο κορµί του, τίναξε πίσω τα καστανά
µαλλιά του, έκλεισε τα µάτια του, κατάπιε, και χαλάρωσε τα δάχτυλα του
που κρέµονταν στο πλάι.
Χωρίς καµιά προσπάθεια, µόνο µ' έναν ανάλαφρο ήxo, ο Σµίθ
υψώθηκε απαλά απ' το έδαφος µέσα στη χλιαρή ατµόσφαιρα και πέταξε
γρήγορα, ήρεµα προς τα πάνω.
Σε λίγο χάθηκε ανάµεσα στ' αστέρια καθώς κατευθυνόταν για το
µακρινό διάστηµα...
Κολόνα Φωτιάς
Ξεπήδησε µες απ’ το χώµα γεµάτος µίσος. Μίσος ήτανε τ' όνοµα του
πατέρα του. Μίσος και τ' όνοµα της µάνας του.
Όµορφο που ήταν! Να περπατάς και πάλι βγαίνοντας απ’ το χώµα,
έτσι ανάσκελα που ήσουν, ν' απλώνεις µε λαχτάρα τα µουδιασµένα χέρια
σου πασχίζοντας να πάρεις ανάσα βαθιά.
Προσπάθησε! Κι έβγαλε ένα ξεφωνητό.
∆εν µπορούσε ν' ανασάνει. Έκανε αέρα µε τα χέρια του µπροστά στο
πρόσωπο του. Προσπάθησε ν' ανασάνει. Ήταν αδύνατο. Περπατούσε πάνω
στο χώµα. Είχε ξεπεταχτεί µες απ' το χώµα. Μα ήταν νεκρός. ∆εν
µπορούσε ν' ανασάνει. Μόνο λίγο αέρα µπορούσε να κλείσει µες στο στόµα
του πασχίζοντας να τον σπρώξει προς τα µέσα, µισό στο λάρυγγα του, µισό
στο στόµα του, βαδίζοντας µ' αβέβαιες κινήσεις, θέτοντας σε λειτουργία
µυώνες απονεκρωµένους από παλιά, µ' άγριο κι όλο πιο άγριο πείσµα! Και
µ' αυτή την ελάχιστη ποσότητα αέρα µπορούσε να ξεφωνίζει και να
κραυγάζει. Ποθούσε ν' ανέβουν δάκρυα στα µάτια του, µα µήτε κι αυτά
µπορούσε να τα κάµει ν' αναβλύσουν. Το µόνο που ήξερε ήταν οτι
στεκότανε στα δυό του πόδια, ότι ήταν νεκρός, ότι κανονικά δε θα 'πρεπε
να µπορεί να περπατάει! ∆εν µπορούσε ν' ανασάνει, κι όµως στεκόταν
ορθός.
Ολόγυρα τον τύλιγαν οι οσµές του κόσµου. Πάσχιζε απεγνωσµένα ν'
ανασάνει τις φθινοπωρινές µυρωδιές.
Το φθινόπωρο πυράκτωνε µε τα χρώµατα του τη γή, τη γέµιζε
λείψανα. Και τα λείψανα του καλοκαιριού κείτονταν ως πέρα στην εξοχή.
Απέραντα δάση άνθιζαν φωτιά, ετοιµόρροπα κούτσουρα πάνω σε άδεια,
άφυλλα δάση. Ο καπνός της πυρακτωµένης µάζας ήτανε πλούσιος,
γαλάζιος κι αθέατος.
Στάθηκε στη µέση του νεκροταφείου, γεµάτος µίσος. Περπατούσε
µέσα στον κόσµο, κι ωστόσο δεν µπορούσε µήτε να τον γευτεί, µήτε να τον
µυρίσει. Άκουγε, ναι. Ο άνεµος µούγκριζε στ' αφτιά του, που µόλις πριν
από λίγο είχαν ανοίξει. Όµως, ήταν νεκρός. Μόλο που περπατούσε, ήξερε
ότι ήταν νεκρός, κι ότι δε θα 'πρεπε να περιµένει και πολλά µήτε απ' τον
εαυτό του, µήτε κι απ' το µισητό αυτόν κόσµο.
Άγγιξε την ταφόπλακα που σκέπαζε τον άδειο τάφο του. Έµαθε και
πάλι τ' όνοµα του. Άψογα σκαλισµένο πάνω της.
ΓΟΥΙΛΛΙΑΜ ΛΑΝΤΡΥ
Έτσι έγραφε η ταφόπλακα.
Τα δάχτυλα του έτρεµαν καθώς άγγιζαν την ψυχρή πέτρινη
επιφάνεια.
ΕΓΕΝΝΗΘΗ ΤΟ 1898 ΑΠΕΒΙΩΣΕ ΤΟ 1933
Ξαναγεννιόταν τώρα λοιπόν;
Ποια χρονιά ήταν; Κοίταξε ψηλά τον ουρανό, στα φθινοπωρινά
άστρα του µεσονυκτίου, και τα 'δε να κινούνται αργά σε φωτεινές τροχιές
απ' τη µια ως την άλλη άκρη της ταραγµένης σκοτεινιάς. Πάνω στ' άστρα
εκείνα διάβαζε τις επελάσεις των αιώνων. Ο Ωρίων εδώ, νάτος πιο κει κι ο
Αυγερινός! Κι ο Ταύρος, που είναι; Νάτος κι αυτός!
Τα µάτια του στένεψαν. Τα χείλη του συλλάβισαν το χρόνο:
«2349».
Αλλόκοτος αριθµός. Σαν άθροισµα σε σχολική άσκηση. Έλεγαν
συνήθως ότι ένας άνθρωπος δε θα µπορούσε να ξεπεράσει σε αριθµό το
εκατό. Έπειτα απ' το εκατό, ήταν όλα τόσο συγκεχυµένα, τόσο σατανικά,
συγκεχυµένα, ώστε το µέτρηµα καταντούσε ανώφελο. Ήταν το έτος 2349!
Ένα αριθµητικό ποσόν, ένα άθροισµα. Κι υπήρχε ένας άνθρωπος εδώ, ένας
άνθρωπος που 'χει περάσει ατέλειωτες εποχές µέσα στο σκοτεινό, µισητό
φέρετρο του, γεµάτος µίσος που θάφτηκε, γεµάτος µίσος για τους
ζωντανούς που ζούσαν από πάνω του, ζούσαν, κι εξακολουθούσαν να ζουν,
γεµάτος µίσος γι' αυτούς αιώνες τώρα, ίσαµε σήµερα, ετούτη τη στιγµή,
που τόνε γέννησε το µίσος. Στεκόταν τώρα πλάι στο νιοσκαµµένο τάφο
του. Ίσως µες στην ατµόσφαιρα να πλανιόταν η µυρωδιά της νιοσκαµµένης
γής. Όµως αυτός δεν µπορούσε να τη νιώσει!
«Είµαι ένας αναχρονισµός», είπε απευθυνόµενος σε µια λεύκα που
την ταρακουνούσε ο άνεµος. Χαµογέλασε αδιόρατα.
Κοίταζε τώρα το νεκροταφείο. Ήταν άδειο και κρύο. Όλες οι
ταφόπλακες είχαν αφαιρεθεί απ' τους τάφους κι είχαν συσσωρευτεί η µια
πάνω στην άλλη, σα µακρόστενα λεία τούβλα, στην πέρα γωνιά του
νεκροταφείου, πλάι στη σιδερένια καγκελόπορτα. Αυτό κράτησε δυό
ατέλειωτες βδοµάδες. Κλεισµένος µες στο βαθύ, µυστικό φέρετρο του, είχε
ακούσει την αδυσώπητη, άγρια αναταραχή της γής, καθώς οι άνθρωποι
σκάβαν το χώµα µε τσαπιά από κρύο µέταλλο, κι έβγαζαν έξω τα φέρετρα
και κουβαλούσαν µακριά τα ζαρωµένα πτώµατα για να καούν.
Στριφογυρίζοντας έντροµος µέσα στο φέρετρο του, περίµενε τη στιγµή που
θα ερχόντουσαν και γι' αυτόν.
Κι ήρθανε σήµερα. Μα ήταν αργά. Μόλις που πρόφτασαν να
σκάψουνε µια ίντσα κάτω από την ταφόπλακα, και το ρολόι χτύπησε πέντε,
ώρα για σχόλασµα. Σπίτι για φαί. Κι έφυγαν οι εργάτες. Θα τέλειωναν
αύριο τη δουλιά, έτσι είπαν, σηκώνοντας τους ώµους κάτω απ' τα
πανωφόρια τους.
Σιγή είχε απλωθεί µέσα στο άδειο τώρα νεκροταφείο.
Και σιγανά, προσεχτικά, µ' ένα απαλό τρίξιµο στο γρασίδι,
ανασηκώθηκε η ταφόπλακα.
Ο Γουίλλιαµ Λάντρυ στεκόταν όρθιος τώρα, τρέµοντας µέσα στο
τελευταίο νεκροταφείο της Γης.
«Θυµάσαι;» αναρωτήθηκε, κοιτάζοντας το νιοσκαµµένο χώµα:
«Θυµάσαι κείνες τις ιστορίες για τον τελευταίο άνθρωπο πάνω στη Γή;
Κείνες τις ιστορίες γι' ανθρώπους που περιπλανιόντουσαν ανάµεσα σ'
ερείπια, µονάχοι; Εσύ λοιπόν, Γουίλλιαµ Λάντρυ, είσαι η µάγισσα της
παλιάς ιστορίας. Το ξέρεις άραγε; Είσαι ο τελευταίος
νεκρός
σ'
ολόκληρο τον κόσµο!»
∆εν υπήρχαν πια άλλοι νεκροί. Πουθενά, σε καµιά γή, δεν υπήρχε πια
µήτε ένας νεκρός. Απίθανο άραγε; Ο Λάντρυ δε χαµογέλασε στη σκέψη
αυτή. Όχι, δεν ήταν διόλου απίθανο σ' αυτή την ηλίθια, στείρα, αντισηπτική
και δίχως διόλου φαντασία εποχή των απορρυπαντικών και των
επιστηµονικών µεθόδων! Οι άνθρωποι πέθαιναν. Θεέ µου, ναι! Όµως που
ήσαν οι νεκροί; Τα πτώµατα;
∆εν υπήρχαν νεκροί! ∆εν υπήρχαν πτώµατα!
Τι συνέβαινε λοιπόν µε τους νεκρούς;
Το νεκροταφείο βρισκόταν πάνω σ' ένα λόφο. Ο Γουίλλιαµ Λάντρυ
περπάτησε µέσα στη σκοτεινή πυρακτωµένη νύχτα, ώσπου έφτασε στην
άκρη του νεκροταφείου, κι από ψηλά κοίταξε την καινούργια πολιτεία του
Σάλεµ. Ήταν ολόφωτη, µυριόχρωµη. Ρουκετόπλοια αυλάκωναν µε
φωτεινές τροχιές τον ουρανό της, πετώντας για τ' απόµακρα
πυραυλοδρόµια της Γής.
Η καινούργια βία του µελλοντικού αυτού κόσµου είχε τρυπήσει τον
τάφο του ως κάτω, είχε ποτίσει τον Γουίλλιαµ Λάντρυ. Χρόνια ολόκληρα
λουζότανε µ' αυτήν. Ήξερε τα πάντα γι' αυτή τη βία, µε τη γεµάτη µίσος
γνώση τέτοιων πραγµάτων ενός ανθρώπου νεκρού.
Κι ήξερε, το σπουδαιότερο, τι τους έκαναν τους νεκρούς αυτοί οι
παράφρονες.
Ύψωσε τα µάτια του. Μες στην καρδιά της πόλης, ένα γιγάντιο
πέτρινο χέρι σηµάδευε ψηλά, τ' αστέρια. Είχε τρακόσια πόδια ύψος, και
πενήντα πόδια πλάτος. Υπήρχε µια τεράστια είσοδος και µπροστά της, µίά
πλατιά πρόσβαση.
Ας πούµε ότι, θεωρητικά, µέσα στην πόλη, σκέφτηκε ο Γουίλλιαµ
Λάντρυ, έχεις έναν άνθρωπο ετοιµοθάνατο, κι ότι πρόκειται να πεθάνει από
στιγµή σε στιγµή. Τι συµβαίνει; ∆εν προφταίνει να παγώσει ο σφυγµός του,
κι αµέσως συµπληρώνεται ένα πιστοποιητικό. Οι συγγενείς του τον
φορτώνουνε σε µια νεκροφόρα και τον οδηγούν γρήγορα στο...
Στο;
Στο Κρεµατόριο!
Σε κείνο το νευρώδες δάχτυλο, σε κείνη την Κολόνα Φωτιάς που
σηµαδεύει τ' αστέρια.
Και σαν κοµµάτι από δαδί ρίχνουν τον Πεθαµένο σου στο φούρνο.
Ο Γουίλλιαµ Λάντρυ κάρφωσε το βλέµµα του στην κορυφή του
γιγάντιου εκείνου πιστολιού που σηµάδευε τ' αστέρια, κι είδε να βγαίνει
µες απ' τα σπλάχνα του ένα αδιόρατο σύννεφο καπνού.
Εκεί πηγαίνουν οι πεθαµένοι σου.
«Πρόσεχε τον εαυτό σου Γουίλλιαµ Λάντρυ», ψιθύρισε. «Είσαι ο
τελευταίος, είσαι το σπάνιο γεγονός, ο τελευταίος νεκρός. Όλα τ' άλλα
νεκροταφεία της Γης αφανίστηκαν. Τούτο εδώ, είναι το τελευταίο
νεκροταφείο, και συ ο τελευταίος νεκρός των αιώνων. Οι άνθρωποι αυτοί
δεν πιστεύουν πως διαθέτουν πια νεκρούς, πολύ λιγότερο δεν πιστεύουν ότι
υπάρχουν νεκροί που περπατάνε. Το καθετί που δεν µπορεί να
χρησιµοποιηθεί, πετιέται σαν άχρηστο σπιρτόξυλο. Και µαζί µ' αυτό κι οι
προλήψεις».
Κοίταξε κάτω την πόλη. «Πολύ καλά!» σκέφτηκε ήρεµα. «Σε µισώ.
Όπως κι εσύ µε µισείς, ή θα µε µ ι σ ο ύ σ ε ς αν ήξερες ότι υπάρχω. ∆εν
πιστεύεις σε κάτι τέτοια πράγµατα που λέγονται βρυκόλακες, η
φαντάσµατα. Κούφια λόγια! Έτσι φωνάζεις. Ξεφυσάς από θυµό! Ξεφύσα
όσο θέλεις. Ειλικρινά, µήτε κι εγώ σ ε πιστεύω! Σε σιχαίνοµαι! Και σένα,
και τα Κρεµατόριά σου».
Έτρεµε. Είχε γλιτώσει παρά τρίχα. Μέρα µε τη µέρα, όλο και
περισσότερους ξεθάβανε, και τους οδηγούσαν στη φωτιά σα να 'τανε
προσάναµα. Το ραδιόφωνο είχε µεταδώσει ένα διάταγµα σ' ολόκληρο τον
κόσµο. Είχε ακούσει τους σκαφτιάδες να κουβεντιάζουν µεταξύ τους
καθώς δούλευαν.
«Σάν καλή ιδέα µου φαίνεται τούτη δω µε τα νεκροταφεία», είπε ο
ένας απ' αυτούς.
«Έτσι λέω κι εγώ», είπε ο άλλος. «Αποτρόπαιο έθιµο. Μπορείς να το
φανταστείς; Θέλω να πω, µπορείς να φανταστείς τον εαυτό σου θαµµένο;
Τελείως ανθυγιεινό. Όλ' αυτά τα µικρόβια!»
«Όνειδος. Αρρώστια και ροµαντισµός. Θέλω να πω, που αφήσανε
άθιχτο τόσους αιώνες τούτο δω το νεκροταφείο. Όλα τ' άλλα τα
ξεπάστρεψαν. Αλήθεια, ποια χρονιά ήταν Τζίµ;»
«Γύρω στο 2260 θαρρώ. Βέβαια! Τότε ήταν. Στο 2260, εδώ κι εκατό
χρόνια σχεδόν. Είχαν έρθει τότε κάτι µεγάλα προσώπατα, µια επιτροπή από
το Σάλεµ, φουσκωµένοι σα γάλλοι, είδαν το µέρος, και είπαν: "Κοιτάχτε
δω. Αυτό ας µην το καταστρέψουµε. Ας αφήσουµε ένα τουλάχιστο να µάς
θυµίζει τα έθιµα των βαρβάρων". Και η κυβέρνηση έξυσε την κεφάλα της,
το καλοσκέφτηκε, κι είπε, Έντάξει. Ας µείνει το Σάλεµ. Μα όλα τ' άλλα
νεκροταφεία να εξαφανιστούν. Καταλαβαίνετε; Όλα».
«Και τα πήρε ο διάολος», είπε ο Τζίµ.
«∆εν έµεινε τίποτα. Φωτιά και τσεκούρι. Ως και ατµό
χρησιµοποίησαν. Ως και ρουκετοκαθαρτήρες. Αν ήξεραν πως ήταν
θαµµένος κανείς σε κάνα βοσκοτόπι, όρµούοαν κατά κει. Εντόπιζαν το
µέρος και τους άδειαζαν. Ήταν λίγο απάνθρωπο βέβαια».
«∆ε µ' αρέσει να µε χαρακτηρίζουν καθυστερηµένο, αλλά οι
τουρίστες µαζευόντουσαν κοπάδια κάθε χρόνο, µόνο και µόνο για να δουν
πως ήταν ένα πραγµατικό νεκροταφείο».
«Σωστά. Τα τρία τελευταία χρόνια είχαµε κοντά ένα εκατοµµύριο
επισκέπτες. Γενναίο εισόδηµα. Μα βλέπεις, η κυβερνητική διαταγή είναι
διαταγή. Τέρµα τα µικρόβια, λέει η Κυβέρνηση, και µάς αγκαζάρει. ∆ό
'µου το φτυάρι Μπίλ».
Ο Γουίλλιαµ Λάντρυ, όρθιος πάνω στο λόφο, γευότανε το
φθινοπωρινό αέρα. Περπατούσε και πάλι! Τι όµορφο που ήταν! Τι όµορφο
να νιώθει τον αέρα, ν' ακούει τα φύλλα να τρίζουν στο δρόµο που
απλωνόταν µπρος του, να τρίζουν σα να 'τανε ποντίκια που ροκάνιζαν!
Όµορφο να βλέπει τα µακρινά κρύα αστέρια να παρασύρονται σχεδόν από
τον άνεµο.
Ήταν όµορφο ακόµα και το να νιώθει πάλι µέσα του το φόβο.
Γιατί ο φόβος αναρριχήθηκε µέσα του τώρα, και δεν µπορούσε να
τον διώξει. Το γεγονός και µόνο πως περπατούσε, αυτόµατα τον έκανε
εχθρό. Και δεν υπήρχε άλλος φίλος, άλλος νεκρός σ' ολόκληρο τον κόσµο,
για να µπορέσεις να στραφείς σ' αυτόν, να του γυρέψεις βοήθεια η
παρηγοριά. Τώρα, ολόκληρος ο ζωντανός, µελοδραµατικός κόσµος, ήταν
στραµµένος εναντίον ενός: του Γουίλλιαµ Λάντρυ. Ολόκληρος αυτός ο
κόσµος, που δεν πίστευε πια σε βρυκόλακες, που έκαιγε τα πτώµατα, και
ξεκαθάριζε τα νεκροταφεία, ήταν στραµµένος εναντίον ενός ανθρώπου µ'
ένα σκούρο κοστούµι που περπατούσε πάνω σ' ένα σκοτεινό φθινοπωρινό
λόφο. Άπλωσε τα ωχρά, παγωµένα χέρια του προς τη φωτισµένη πολιτεία.
«Ξερίζωσες τις ταφόπλακες απ' τα νεκροταφεία, σα να 'ταν δόντια»,
σκέφτηκε. «Μα έννοια σου! Εγώ θα βρω τον τρόπο και θα στα κάνω
θρύψαλα τα Κρεµατόριά σου. Θα ξαναφτιάσω νεκρούς. Θα ξαναφτιάσω
φίλους. ∆εν αντέχω να 'µαι ολοµόναχος. Πρέπει πολύ σύντοµα ν' αρχίσω να
κατασκευάζω φίλους. Απόψε κιόλας».
«Ο πόλεµος κηρύχτηκε λοιπόν», είπε, και γέλασε. Ήταν τελείως
τρελό, τελείως παράλογο να κηρύσσεις, µονάχος σου εσύ, τον πόλεµο σ'
έναν ολόκληρο κόσµο.
Ο κόσµος δεν απάντησε στη φωνή του. Μονάχα ένας πύραυλος που
ανυψώθηκε στον ουρανό µες σ' ένα κύµα φωτιάς, σα να 'ταν Κρεµατόριο
που ξεκινούσε απ' τη γη για να χαθεί στον ουρανό.
Βήµατα ακούστηκαν. Ο Λάντρυ προχώρησε βιαστικά ως την άκρη
του νεκροταφείου. Ποιος να 'ταν άραγε; Μήπως οι σκαφτιάδες, που
ξαναγύριζαν για να τελειώσουν τη δουλιά τους; Όχι. Ήτανε κάποιος, ένας
άνθρωπος, που περνούσε από κει κοντά.
Καθώς ο άνθρωπος πλησίαζε στην είσοδο του νεκροταφείου, ο
Λάντρυ όρµησε έξω σαν αστραπή: «Καλησπέρα», είπε ο άνθρωπος
χαµογελώντας.
Ο Λάντρυ τον χτύπησε στο πρόσωπο. Έγειρε ο άνθρωπος. Ο Λάντρυ,
δίχως να βιάζεται, έσκυψε από πάνω του, και του κατάφερε ένα τελειωτικό,
φονικό χτύπηµα στο λαιµό µε µια κοφτή του χεριού του.
Έσυρε το πτώµα σε µια σκιά, το έγδυσε κι άλλαξε τα ρούχα του µε τα
δικά του. ∆ε θα 'ταν καθόλου σωστό να περιφέρεσαι σ' αυτόν το
µελλοντικό κόσµο φορώντας ρούχα παµπάλαια. Βρήκε ένα µικρό µαχαίρι
τσέπης µες στο σακάκι του ανθρώπου. Όχι µαχαίρι ακριβώς, αλλά κάτι
πολύ εύχρηστο αν ήξερες να το χειριστείς. Αυτός ήξερε...
Έσυρε το πτώµα και το πέταξε σ' έναν από τους ανοιγµένους κιόλας
τάφους. Σ' ένα λεπτό, το 'χε σκεπάσει µε χώµα, τόσο, όσο του έφτανε για
να το εξαφανίσει. Ελάχιστες πιθανότητες υπήρχαν να το βρουν. ∆εν ήταν
δυνατό να σκάψουν δυό φορές τον ίδιο τάφο.
Προσάρµοσε τώρα στο κορµί του το καινούργιο µεταλλικό του
κοστούµι. Του πήγαινε θαυµάσια.
Ξεκίνησε τώρα για την πόλη, µίσος γεµάτος ο Γουίλλιαµ Λάντρυ,
πηγαίνοντας ν' αναµετρηθεί µε τη Γή.
ΙΙ
Το Κρεµατόριο ήταν ανοιχτό. ∆εν έκλεινε ποτέ. Υπήρχε µια µεγάλη
είσοδος, λουσµένη στο φως από κρυφούς φωτισµούς, ένα µικρό
ελικοδρόµιο, κι ένας διάδροµος για να κυκλοφορούν οι νεκροφόρες. Η ίδια
η πόλη ξεψυχούσε έπειτα από µια µέρα παραπάνω ηλεκτρικής ενέργειας.
Τα φώτα τρεµόπαιζαν, κι η µόνη σταθερή, φωτισµένη κηλίδα της πόλης,
ήτανε τώρα το Κρεµατόριο. Τι πρακτικό αλήθεια όνοµα, τι αντιροµαντικη
ονοµασία! Κρεµατόριο!
Ο Λάντρυ µπήκε µες στη µεγάλη, ολόφωτη πόρτα. Ήταν η είσοδος
ασφαλώς. Άλλες πόρτες δεν υπήρχαν πουθενά. Οι άνθρωποι µπορούσαν να
µπαινοβγαίνουνε, χειµώνα καλοκαίρι. Το Κρεµατόριο ήταν πάντα ζεστό.
Ζεστό απ' τη φωτιά που χυµούσε σφυρίζοντας κατά πάνω, στο στρογγυλό
µπουρί, εκεί όπου οι σβουρίχτρες, οι έλικες, κι οι αεριωθούµενοι πίδακες
εκσφενδόνιζαν δέκα µίλια µακριά, κάτω απ' τον ουρανό, τις γκρίζες
νιφάδες της στάχτης.
Εδώ µέσα, ένιωθες πως βρίσκεσαι σε φούρνο. Οι τοίχοι είχαν
επενδυθεί µε λάστιχο. ∆εν ακουγόσουν ακόµα κι αν έκανες θόρυβο.
Κάπου, σε κάποια αθέατα µεγάφωνα, έπαιζε µουσική. Όχι θανάτου
µουσική. Κάθε άλλο! Ήταν µια µουσική ζωής, κι ο τρόπος που ζούσε µέσα
στο Κρεµατόριο ο ήλιος. Αν όχι ο ήλιος, ο αδερφός του πάντως. Η φλόγα
που λαµπάδιαζε µες στο χοντρό τούθλινο τοίχο, ήτανε κάτι που µπορούσες
να το αντέξεις.
Ο Λάντρυ κατέβαινε σε µια κατηφοριά. Άκουσε ένα ψίθυρο πίσω
του. Στράφηκε, και πρόφτασε να δει µια νεκροφόρα να σταµατάει µπρος
στην είσοδο. Κάποιο κουδούνι χτύπησε. Η µουσική, θαρρείς και δόθηκε το
σύνθηµα, δυνάµωσε µε τόνους εκστατικούς. Ήταν µια µουσική χαράς.
Άνοιξαν τη νεκροφόρα από πίσω. Τέσσερις παραστάτες προχώρησαν
κουβαλώντας µια χρυσή κάσα, έξη πόδια µακριά, µε σύµβολα του ήλιου
σκαλισµένα πάνω του. Από 'να άλλο αυτοκίνητο, κατέβηκαν οι συγγενείς
του ανθρώπου πού ήταν κλεισµένος στην κάσα, και ακολούθησαν τους
παραστάτες που οδηγούσαν τώρα τη χρυσή κάσα σ' ένα είδος άγιας
τράπεζας. Στα πλάγια της άγιας τράπεζας υπήρχαν οι λέξεις, «ΗΛΙΟΣ
ΕΙΜΕΝ, ΚΑΙ ΕΙΣ ΗΛΙΟΝ ΑΠΕΛΕΥΣΟΜΕΝ». Απόθεσαν τη χρυσή κάσα
πάνω σ' αυτή την άγια τράπεζα. Η µουσική δυνάµωνε, ο φύλακας πρόφερε
µόνο µερικά λόγια, κι έπειτα οι συνοδοί σήκωσαν τη χρυσή κάσα, και
προχώρησαν σ' ένα τοίχο διαφανή. Μια εισδοχή, κι αυτή διαφανής. Την
άνοιξαν. Έσπρωξαν την κάσα µέσα στη γυάλινη σχισµή. Έπειτα από µια
στιγµή, µια εσωτερική υποδοχή ακούστηκε ν' ανοίγει. Η κάσα χώθηκε µες
το µπουρί, κι εξαφανίστηκε ακαριαία µέσα σε µια τεράστια γλώσσα
φωτιάς.
Οι συνοδοί αποµακρύνθηκαν. Οι συγγενείς, σιωπηλοί, στράφηκαν κι
αυτοί κι αποµακρύνθηκαν. Η µουσική έπαιζε πάντα.
Ο Γουίλλιαµ Λάντρυ πλησίασε στη γυάλινη εισδοχή της φωτιάς.
Κοίταζε µες απ' το διαφανή τοίχο την απέραντη, φλογερή, ακαταπόνητη
καρδιά του Κρεµατόριου. Έκαιγε σταθερά, δίχως αναλαµπές, σφυρίζοντας
µακάρια. Ήτανε τόσο ισχυρή, πού έµοιαζε µε χρυσαφένιο ποτάµι που ορµά
απ' τη γή και ξεχύνεται στον ουρανό. Ό,τι κι αν έριχνες µες στο ποτάµι, το
παράσερνε ψηλά, το καταβρόχθιζε.
Ο Λάντρυ ένιωσε πάλι µέσα του κείνο το αναίτιο µίσος γι' αυτά το
πράγµα, γι' αυτή την τερατώδη, απορρυπαντική φωτιά.
Κάποιος ήρθε και στάθηκε πλάι του: «Σε τι µπορώ να σας βοηθήσω;»
«Πώς;» Ο Λάντρυ στράφηκε απότοµα. «Τι είπατε;»
«Μήπως µπορώ να σάς φανώ χρήσιµος;»
«Ξέρετε... εγώ...» Ο Λάντρυ έριζε µια γρήγορη µατιά στην πόρτα. Τα
χέρια του, κρεµασµένα στο πλάι, έτρεµαν: «Πρώτη φορά έρχοµαι εδώ».
«Πρώτη;» είπε κατάπληκτος ο φύλακας.
Ο Λάντρυ κατάλαβε ότι την πάτησε. ∆εν έπρεπε να πει τέτοιο
πράγµα. Ωστόσο το 'χε πει: «Εννοώ...» είπε, «όχι ακριβώς. Εννοώ πως όταν
είσαι παιδί, όσο να 'ναι, δεν προσέχεις. Απόψε κατάλαβα ξαφνικά πως στην
πραγµατικότητα δεν ήξερα το Κρεµατόριο».
Ο φύλακας χαµογέλασε: «Ποτέ δεν µπορούµε να ξέρουµε, έτσι δεν
είναι; Θα χαρώ πολύ να σας το δείξω».
«Ω, δε χρειάζεται! Μην ενοχλείστε. Είναι... είναι πολύ ώραία εδώ».
«Πράγµατι», περηφανεύτηκε ο φύλακας: «Είναι θαρρώ απ' τα πιο
όµορφα σηµεία του κόσµου».
«Εγώ...» άρχισε να λέει, νιώθοντας την ανάγκη να εξηγήσει
περισσότερα για τον εαυτό του, «εγώ δεν είχα συγγενείς, θέλω να πώ...
κανείς δεν πέθανε στα σόι µου, από παιδί που ήµουν. Στην
πραγµατικότητα, δεν είχα κανένα. Βλέπετε λοιπόν ότι έχω πολλά χρόνια να
'ρθω εδώ».
«Καταλαβαίνω». Φάνηκε να σκοτεινιάζει κάπως το πρόσωπο του
φύλακα.
(Τ' ήτανε πάλι αυτό που είπα; σκεφτόταν ο Λάντρυ. Για όνοµα του
Θεού, τι λάθος έκανα; Αν δεν προσέξω, θα µε φουρνίσουνε και µένα µέσα
σε κείνο το απαίσιο πυρ το εξώτερον. Κι αυτό το µούτρο µπροστά µου;
Κάτι άλλαξε στην έκφραση του! Κάτι κακό. Έχω τη γνώµη πως δε µου
κάνει απλώς µια συνηθισµένη ανάκριση).
«Μήπως είστε απ' αυτούς που γύρισαν προχτές απ' τον Άρη;» ρώτησε
ο φύλακας.
«Όχι. Γιατί ρωτάτε;»
«∆εν έχει σηµασία», είπε ο φύλακας, κι άρχισε ν' αποµακρύνεται:
«Αν θέλετε να µάθετε κάτι, δεν έχετε παρά να µε ρωτήσετε».
«Μόνο ένα πράγµα», είπε ο Λάντρυ.
«Ποιο;»
«Αυτό!»
Κι ο Λάντρυ του κατάφερε ένα καταπληκτικό χτύπηµα στο σβέρκο.
Είχε παρατηρήσει µε µεγάλη προσοχή το µηχανισµό λειτουργίας του
φούρνου. Τώρα, κρατώντας στα χέρια του το διπλωµένο σώµα, πάτησε το
κουµπί που άνοιξε τη ζεστή εξωτερική εισδοχή, τοποθέτησε το πτώµα
πάνω στον τροχοδέτη, άκουσε τη µουσική να δυναµώνει, κι είδε ν' ανοίγει
η εσωτερική εισδοχή και το πτώµα να εκσφενδονίζεται µέσα σε κείνο το
πύρινο ποτάµι. Η µουσική έγινε τώρα πιο απαλή.
«Μπράβο Λάντρυ, µπράβο».
∆εν είχαν περάσει ούτε δυό στιγµές όταν µπήκε στην αίθουσα ένας
δεύτερος φύλακας. Τσάκωσε τον Λάντρυ µε µια έκφραση ευχάριστης
έξαψης στο πρόσωπο του. Ο φύλακας κοίταξε ολόγυρα σα να περίµενε
κάποιον να βρει, κι έπειτα προχώρησε προς τη µεριά του Λάντρυ.
«Θέλετε τίποτε;» τον ρώτησε.
«Όχι... όχι... Απλώς κοίταζα», είπε ο Λάντρυ.
«Κάπως αργά τέτοια ώρα. ∆ε νοµίζετε;»
«∆εν µπορούσα να κοιµηθώ».
Λάθος απάντηση ακόµα µια φορά, γιατί όλοι στον κόσµο αυτόν,
κοιµόντουσαν. Κανείς δεν είχε αϋπνία. Αν έπασχες από αϋπνία,
απλούστατα γύριζες ένα διακόπτη, έβαζες µπρος τη συσκευή των ύπνο
ακτίνων, κι έπειτα από εξήντα δευτερόλεπτα, ροχάλιζες. Ά, ήταν σίγουρο!
Απ' το 'να λάθος, έπεφτε στο άλλο. Ήταν γεµάτος λάθη στις απαντήσεις
του. Αρχικά, έκανε το µοιραίο σφάλµα να πει πως δεν είχε ξανάρθει ποτέ
στη ζωή του στο Κρεµατόριο, εφόσον ήξερε πως όλα τα παιδιά τα 'παιρναν
και τα 'φερναν εδώ, µε τη σειρά, κάθε χρόνο, από τεσσάρων χρονών, για να
τους ενσταλάξουν στο µυαλό την ιδέα του «καθαρτήριου θανάτου δια
πυράς» και του Κρεµατορίου. Ο θάνατος ήταν µια λαµπερή φωτιά, ο
θάνατος ήταν θαλπωρή, ήταν ο ήλιος. ∆εν ήταν κάτι σκοτεινό, γεµάτο
σκιές και φόβους. Το στοιχείο αυτό ήταν σηµαντικό για την εκπαίδευση
τους. Κι αυτός ο παλαβός, δίχως κουκούτσι µυαλό, κάτωχρος τώρα, είχε
διατυµπανίσει χωρίς ενδοιασµούς την άγνοια του.
Κι αυτή η χλωµάδα πάλι... ήτανε σίγουρα κάτι κακό. Κοίταξε τα
χέρια του και κατάλαβε µε τρόµο που αύξαινε µέσα του πως ένας
άνθρωπος χλωµός, ήταν κι αυτός κάτι ανύπαρκτο σ' αυτό τον κόσµο. Οι
άλλοι θα υποπτεύονταν αµέσως τη χλωµάδα του. Να γιατί ο πρώτος
φύλακας είχε ρωτήσει: «Μήπως είστε απ' αυτούς που γύρισαν προχτές απ'
τον Άρη;» Μπροστά του τώρα, ο καινούργιος αυτός φύλακας έλαµπε
θαρρείς πεντακάθαρος, σαν αστραφτερό χάλκινο νόµισµα, µε τα κόκκινα
µαγουλά του, µε την υγεία και τη δύναµη που τον πληµµύριζαν. Ο Λάντρυ
έκρυψε µες στις τσέπες του τα ωχρά του χέρια. Μα είχε πλήρη επίγνωση
ότι ο φύλακας εξέταζε ερευνητικά το πρόσωπο του.
«Να τι ακριβώς θέλω να πώ...» είπε ο Λάντρυ: «δ ε ν ήθελα
κοιµηθώ. Ήθελα να σκεφτώ».
να
«Πρίν από λίγο άκουσα θόρυβο», είπε ο φύλακας κοιτάζοντας
ολόγυρα: «Μήπως έφεραν κανένα πεθαµένο;»
«∆εν ξέρω! Εγώ, µόλις τώρα µπήκα µέσα».
«Νόµιζα πως άκουσα ν' ανοιγοκλείνει η πόρτα του φούρνου».
«∆εν ξέρω», είπε ο Λάντρυ.
Ο φύλακας πάτησε κάποιο κουµπί στον τοίχο: «Άντερσον;»
«Ναι!» απάντησε κάποια φωνή.
«Σε παρακαλώ, ψάξε να βρεις τον Σάουλ. Τον θέλω».
«θα δω αν είναι στους διαδρόµους».
Μια παύση, κι έπειτα: «∆εν µπορώ να τον βρω».
«Σ' ευχαριστώ». Ο φύλακας στεκόταν αµήχανος. Σε λίγο άρχισε να
ζαρώνει ενοχληµένος τη µύτη του. Κάτι τον ενοχλούσε... κάτι του µύριζε...
«Μήπως... µήπως σας µυρίζει τίποτε;»
Ο Λάντρυ ρουθούνισε µια δυό φορές: «Όχι. Γιατί;»
«Κάτι µου βρωµάει!»
Ο Λάντρυ φούχτιασε το µαχαίρι µες στην τσέπη του. Περίµενε.
«Θυµάµαι κάποια φορά που ήµουνα παιδάκι», είπε ο άνθρωπος, «και
βρήκαµε µια ψόφια αγελάδα σ' ένα χωράφι. ∆υό µέρες ήτανε παρατηµένη
εκεί πέρα, µες στον καφτό ήλιο. Θυµάµαι πως έβγαζε την ίδια µυρωδιά που
νιώθω και τώρα. Τι να µυρίζει άραγε;»
«Ω! Εγώ ξέρω τι µυρίζει», είπε ήρεµα ο Λάντρυ, και άπλωσε το χέρι
του: «Αυτό δώ!»
«Τι;»
«Έγώ βέβαια».
«Εσείς;»
«Νεκρός, εκατοντάδες χρόνια τώρα».
«Τι καλαµπούρια είν' αυτά;» Ο φύλακας έδειχνε να τα χάνει.
«Καλαµπούρια!» είπε ο Λάντρυ κι έβγαλε το µαχαίρι: «Μήπως
ξέρεις τι πράγµα είν' αυτό;»
«Αυτό είναι µαχαίρι».
«∆ε χρησιµοποιείτε πια εσείς µαχαίρια µε τους ανθρώπους;»
«Τι εννοείτε;»
«Θέλω να πώ... εσείς δεν τους σκοτώνετε µε µαχαίρια, µε όπλα, µε
δηλητήριο;»
«Λές συνέχεια καλαµπούρια!» χαχάνισε αδέξια ο άνθρωπος.
«Έγώ θα σε σκοτώσω», είπε ο Λάντρυ.
«Κανείς πια δε σκοτώνει κανένα», είπε ο άνθρωπος.
«Όχι βέβαια. Τώρα πια δε σκοτώνουν οι άνθρωποι. Συνήθως
σκότωναν όµως, στα πολύ παλιά χρόνια».
«Το ξέρω πως σκότωναν».
«Θα 'ναι το πρώτο έγκληµα λοιπόν εδώ και τρακόσια χρόνια. Πριν
από λίγο σκότωσα το φίλο σου και τον έριξα στη φωτιά».
Το αποτέλεσµα ήταν αυτό που επιθυµούσε. Τόσο πολύ παρέλυσε ο
άνθρωπος, τόσο άναυδος έµεινε από 'να τέτοιο παραλογισµό, ώστε ο
Λάντρυ βρήκε το χρόνο να προχωρήσει κατά το µέρος του, και ν'
ακουµπήσει το µαχαίρι στο στήθος του: «Έγώ θα σε σκοτώσω».
«Είναι ανόητο», είπε ο άνθρωπος, τρέµοντας σύγκορµος: «Οι
άνθρωποι δεν κάνουν πια τέτοια πράγµατα».
«Όπως αυτό!» είπε ο Λάντρυ: «Βλέπεις;»
Το µαχαίρι χώθηκε µες στο στήθος. Ο άνθρωπος το κοίταξε για µια
στιγµή. Ο Λάντρυ συγκράτησε το σώµα που έπεφτε.
IΙΙ
Η πελώρια καµινάδα του Σάλεµ τινάχτηκε στον αέρα στις έξη το
πρωί. Κι απλώθηκε ολόγυρα µια τεράστια φωτιά, σε χίλια δυό σηµεία, και
σάρωσε τη γη, κι εκσφενδονίστηκε στον ουρανό, και τρύπωσε στα σπίτια
των ανθρώπων που κοιµόντουσαν. Φωτιά και χλαπαταγή, φωτιά πιο δυνατή
κι απ' τη φωτιά του φθινοπώρου που έκαιγε τους λόφους.
Τη στιγµή της έκρηξης, ο Λάντρυ βρισκόταν πέντε µίλια µακριά.
Είδε την πόλη να λαµπαδιάζει απ' τη θεόρατη φωτιά π' απλωνόταν και την
καταβρόχθιζε. Κούνησε το κεφάλι του µ' ευχαρίστηση, χαµογέλασε για µια
στιγµή και χτύπησε τα χέρια του πολλές φορές, το 'να µε τ' άλλο.
Ήτανε σχετικά πολύ απλό. Περιπλανήθηκες σκοτώνοντας ανθρώπους
που δεν πίστευαν στο έγκληµα, κι είχαν µονάχα ακούσει γι' αυτό, αόριστα,
σαν κάποιο χαµένο και µακρινό έθιµο των αρχαίων βαρβαρικών φυλών.
Περπάτησες µέσα στην αίθουσα ελέγχου στο Κρεµατόριο κι είπες: «Πώς
βάζετε σε λειτουργία αυτό το Κρεµατόριο;» κι ο άνθρωπος από την
αίθουσα ελέγχου σου εξήγησε, επειδή στον κόσµο αυτόν του µέλλοντος,
όλοι έλεγαν την αλήθεια. Κανείς δεν έλεγε ψέµατα, δεν υπήρχε λόγος για
να πει ψέµατα κανείς, δεν υπήρχε κίνδυνος που θα σ' ανάγκαζε να πεις
ψέµατα. Υπήρχε µονάχα ένας εγκληµατίας στον κόσµο, και κανείς δεν
ήξερε ακόµα πως ΥΠΑΡΧΕΙ.
Ω, µα ήταν µια απερίγραπτα όµορφη αρχή. Ο άνθρωπος στην
αίθουσα ελέγχου του είχε εξηγήσει ακριβώς πως λειτουργούσε το
Κρεµατόριο, ποιοί µετρητές πίεσης µπαίναν µπροστά για να ελέγξουν το
κύµα των αερίων της φωτιάς που ανέβαιναν στην Καµινάδα, ποιοί µοχλοί
µπλέκονταν κι αποσυµπλέκονταν. Αυτός κι ο Λάντρυ µιλούσαν πολλή ώρα.
Ήταν ένας καλόβολος, λεύτερος κόσµος. Οι άνθρωποι εµπιστεύονταν τους
ανθρώπους. Έπειτ' από λίγο, ο Λάντρυ βύθιζε ένα µαχαίρι και σε κείνον,
ρύθµιζε τους µετρητές πίεσης µε τέτοιο τρόπο ώστε να υπερφορτιστούν
έπειτα από µισή ώρα, και περπάτησε στους λόφους του Κρεµατόριου
σφυρίζοντας.
Τώρα, ακόµα και ο ουρανός, είχε κρυφτεί απ' το θεόρατο µαύρο
σύννεφο της έκρηξης.
«Κι είναι µόνο το πρώτο», είπε ο Λάντρυ, κοιτάζοντας τον ουρανό:
«Θα τινάξω και τ' άλλα στον αέρα, πριν καν υποπτευτούν ότι κυκλοφορεί
κάποιος ανήθικος άνθρωπος, ελεύθερος µέσα στην κοινωνία τους. ∆εν είναι
σε θέση να εξηγήσουν µια ανθρώπινη παραλλαγή σαν εµένα. Είµαι πέρα
απ' τη δική τους λογική. Είµαι ακατανόητος, απίθανος, συνεπώς δεν
υπάρχω. Θεέ µου, µπορώ να εξοντώσω εκατοντάδες χιλιάδες απ' αυτούς,
πριν καταλάβουν καν ότι ο φόνος ξαναγύρισε στον κόσµο. Μπορώ κάθε
φορά να κάνω το φόνο να µοιάζει µε δυστύχηµα. Τροµαχτική ιδέα,
απίστευτη!»
Η φωτιά έκαιγε την πόλη. Ο Λάντρυ κάθισε κάτω από 'να δέντρο
ώρες πολλές, ως το πρωί. Έπειτα, βρήκε στους λόφους µια σπηλιά, και
µπήκε µέσα για να κοιµηθεί.
Ξύπνηοε την ώρα που έδυε ο ήλιος µ' ένα άξαφνο όνειρο φωτιάς.
Είδε ότι τον έσπρωχναν στην καµινάδα, κι ότι τον καταβρόχθιζαν, λέει, οι
φλόγες, γινόταν στάχτη και τίποτα. Ανακάθισε στο χώµα της σπηλιάς
γελώντας µε τον εαυτό του. Και του 'ρθε µια ιδέα.
Κατέβηκε στην πόλη και κατευθύνθηκε σ' ένα τηλεφωνικό θάλαµο.
Πήρε το κέντρο: «∆ώστε µου το Αστυνοµικό Τµήµα», είπε.
«Πώς είπατε;» είπε η τηλεφωνήτρια.
Ο Λάντρυ ξαναπροσπάθησε: «Την Άµεσο ∆ράση», είπε.
«Θα σάς συνδέσω µε τον Έλεγχο Κοινής Ησυχίας», είπε τέλος η
κοπέλα.
Κάποιος αδιόρατος φόβος άρχισε µέσα του να δουλεύει, σα
µικροσκοπικό ρολόι. Αν η τηλεφωνήτρια είχε αναγνωρίσει τον
αναχρονισµό σε κείνο το «Αστυνοµικό Τµήµα;» Αν είχε πάρει τον αριθµό
του θαλάµου απ' όπου τηλεφωνούσε, κι έστελνε κάποιους να ερευνήσουν;
Όχι, δε θα 'κάνε κάτι τέτοιο. Γιατί να τον υποψιαστεί; ∆εν υπήρχαν
παρανοϊκοί σ' αυτό τον πολιτισµό.
«Ναι, τον Έλεγχο Κοινής Ησυχίας», είπε ο Λάντρυ.
Ένα βουητό στο ακουστικό, κι έπειτα µια αντρική φωνή που
απαντούσε: «Έλεγχος Κοινής Ησυχίας. Στέφενς στο ακουστικό.
«∆ώστε µου το Εγκληµατολογικό Τµήµα», είπε χαµογελώντας ο
Λάντρυ.
«Το... ποιο;»
«Ποιος είναι υπεύθυνος για τα εγκλήµατα;»
«Με συγχωρείτε, αλλά δεν καταλαβαίνω για τι πράγµα µιλάτε».
«Πήρα λάθος νούµερο». Ο Λάντρυ κρέµασε το ακουστικό, πνίγοντας
ένα µικρό γελάκι Κύριε Ελέησον! έκανε µέσα του. ∆εν υπήρχε λοιπόν
τέτοιο πράγµα, σαν το Εγκληµατολογικό Τµήµα. ∆εν υπήρχαν εγκλήµατα.
Συνεπώς, δε χρειάζονταν και αστυνοµικοί. Τέλειο, τέλειο!
Το τηλέφωνο στο θάλαµο ξαναχτύπησε. ∆ίστασε ο Λάντρυ για µια
στιγµή, έπειτα το σήκωσε.
«Συγνώµη», είπε η φωνή στο ακουστικό: «Εσείς ποιος είστε;»
«Ο άνθρωπος που τηλεφωνούσε, µόλις βγήκε απ’ την καµπίνα», είπε
ο Λάντρυ και ξανακρέµασε το ακουστικό.
Έτρεχε τώρα. ∆εν αποκλείεται να είχαν αναγνωρίσει τη φωνή του,
και να 'στειλαν κιόλας κάποιον να ελέγξει. Οι άνθρωποι δεν έλεγαν
ψέµατα. Αυτός είχε πει ψέµατα πριν από λίγο. Ήξεραν τη φωνή του. Κι είχε
πει ψέµατα. Κι όποιος έλεγε ψέµατα, χρειαζόταν ψυχίατρο. Θα
ερχόντουσαν να τον µαζέψουν για να δουν γιατί ψεύδεται. Για κανένα άλλο
λόγο. ∆εν τον υποψιάζονταν για τίποτ' άλλο. Συνεπώς... πρέπει να τρέξει.
Ω, πόσο προσεχτικά πρέπει πια να ενεργεί από δω και πέρα. ∆εν
ήξερε το παραµικρό γι' αυτό τον κόσµο, γι' αυτό τον αλλόκοτο, ευθύ,
φιλαλήθη και ηθικό κόσµο. Απλώς ήσουνα ύποπτος µε το να φαίνεσαι
χλωµός. Απλώς ήσουνα ύποπτος µε το να µην κοιµάσαι τις νύχτες. Απλώς
ήσουνα ύποπτος µε το να µην πλένεσαι και να µυρίζεις σαν... — πως το 'πε
αλήθεια; — σαν ψόφια αγελάδα.
Έπρεπε να πάει σε µια βιβλιοθήκη. Αλλά κι αυτό ήταν επικίνδυνο.
Πώς θα 'ταν άραγε οι βιβλιοθήκες σήµερα ; Είχαν άραγε βιβλία, η µήπως
τίποτα καρούλια µε ταινίες που πρόβαλαν τα βιβλία σε οθόνες; Μήπως
πάλι οι άνθρωποι είχαν φτιαγµένες βιβλιοθήκες στο σπίτι τους,
καταργώντας έτσι την ανάγκη να διατηρούν τεράστιες δηµοτικές
βιβλιοθήκες;
Αποφάσισε να το διακινδυνεύσει. Θα µπορούσε και πάλι να φανεί
ύποπτος χρησιµοποιώντας αρχαϊκούς όρους, µα τώρα, κείνο που είχε
µεγάλη σηµασία ήταν να µάθει ό,τι µπορούσε γι' αυτόν τον άθλιο κόσµο
όπου είχε ξαναµπεί. Σταµάτησε έναν άνθρωπο στο δρόµο: «Ποιά
κατεύθυνση πρέπει να πάρω για τη βιβλιοθήκη;»
Ο άνθρωπος δεν έδειξε την παραµικρή έκπληξη: «∆υό τετράγωνα
ανατολικά, ένα τετράγωνο προς τα κάτω».
«Ευχαριστώ».
Τόσο απλά.
Έπειτ' από λίγα λεπτά, έµπαινε στη βιβλιοθήκη.
«Σε τι µπορώ να σας βοηθήσω;»
Κοίταξε τη βιβλιοθηκάριο. Σε τι µπορώ να σας βοηθήσω ; Σε τι
µπορώ να σάς βοηθήσω; Τι βοηθητικός αλήθεια κόσµος! «Θα ήθελα να
"έχω" τον Έντγκαρ Άλλαν Πόε». Είχε διαλέξει το ρήµα του προσεχτικά.
∆εν είπε να «διαβάσω». Φοβόταν πάρα πολύ ότι τα βιβλία θα 'ταν κάτι
ξεπερασµένο, ότι η ίδια η ζωγραφική θα 'ταν µια χαµένη τέχνη. Ίσως όλα
τα «βιβλία» σήµερα να είχαν τη µορφή τρισδιάστατου κινηµατογράφου
λεπτοµερειακής καταγραφής. Πώς στην οργή θα µπορούσες να κάνεις
κινηµατογράφο τις ρήσεις του Σωκράτη, και τα γραφτά του Σοπενχάουερ,
του Νίτσε και του Φρόυντ;
«Τι όνοµα είναι πάλι τούτο;»
«Έντγκαρ Άλλαν Πόε».
«∆εν υπάρχει τέτοιος συγγραφέας στους καταλόγους µας».
«Μπορείτε παρακαλώ να το ελέγξετε;»
Έτσι κι έκανε η κοπέλα: «"Ω, βέβαια, υπάρχει ένα κόκκινο σηµάδι
στην κάρτα του φακέλου. Ήταν ένας από τους συγγραφείς που κάηκαν στη
Μεγάλη Αποτέφρωση του 2265».
«Τι απληροφόρητος που είµαι».
«∆εν πειράζει», είπε η κοπέλα: «Ξέρετε πολλά γι' αυτόν ;»
«Είχε ορισµένες βάρβαρες
ενδιαφέρουσες», είπε ο Λάντρυ.
ιδέες
για
το
θάνατο,
πολύ
«Φρικαλέες!», είπε η κοπέλα σουφρώνοντας τη µύτη της:
«Απαίσιες!»
«Ναι. Απαίσιες. Αηδιαστικές, πράγµατι. Ευτυχώς που κάηκε. Ο
ακάθαρτος! Έπ' ευκαιρία, µήπως έχετε τίποτε Λόβκραφτ;»
«Μήπως είναι βιβλίο για το σεξ;»
Ο Λάντρυ ξέσπασε σε γέλια: «Όχι, όχι! Άνθρωπος είναι!»
Η κοπέλα εξέτασε το φάκελο: «Κάηκε κι αυτός! Μαζί µε τον Πόε».
«Υποθέτω ότι το ίδιο θα 'γίνε και στον Machen, και σε κάποιον άλλο
ονόµατι Derleth, και σ' έναν άλλο ονόµατι Ambrose Bierce».
«Μάλιστα», είπε η κοπέλα κι έκλεισε το φάκελο: «Κάηκαν όλοι.
Γλιτώσαµε από δαύτους» και τον κοίταξε µ' ένα αλλόκοτο θερµό βλέµµα
γεµάτο ενδιαφέρον: «Στοιχηµατίζω ότι είστε απ' αυτούς που κατέβηκαν απ'
τον Άρη».
«Γιατί το λέτε αυτό;»
«Χτες είχε έρθει εδώ κι ένας άλλος εξερευνητής. Πετάχτηκε στον
Άρη και ξαναγύρισε. Ενδιαφερόταν κι αυτός για τη µεταφυσική
λογοτεχνία. Φαίνεται πως αληθεύει ότι υπάρχουν "τάφοι" στον Άρη».
«Τι είναι οι "τάφοι";» Ο Λάντρυ µάθαινε σιγά σιγά να κρατάει το
στόµα του κλειστό.
«Αυτοί οι λάκοι, ξέρετε, που έθαβαν κάποτε τους ανθρώπους».
«Βάρβαρο έθιµο. Αποτρόπαιο!»
«∆ε νοµίζετε; Βλέποντας λοιπόν αυτός ο νεαρός εξερευνητής τους
αρειανούς τάφους, τον κυρίεψε η περιέργεια. Ήρθε και ρώτησε αν είχαµε
κανέναν απ' αυτούς τους συγγραφείς που αναφέρατε κι εσείς. Φυσικά, ούτ'
ένα κόµµα δεν είχαµε». Η κοπέλα κοίταζε τώρα το χλωµό πρόσωπο του:
«Μη µου πείτε ότι δεν είστε κι εσείς ένας απ' τους αρειανούς
διαστηµανθρώπους!»
«Ναι», είπε αυτός: «Επιστρέψαµε προχτές µε το διαστηµόπλοιο».
«Ο άλλος νεαρός λεγότανε Μπύρκ».
«Μπύρκ! Βέβαια, Μπύρκ! Είναι στενός µου φίλος!»
«Λυπούµαι που δεν µπορώ να σας βοηθήσω. Το καλύτερο πάντως
που έχετε να κάνετε, είναι να πάρετε ορισµένες βιταµίνες και µερικούς
λαµπτήρες ηλίου. Έχετε φοβερή όψη, κύριε...».
«Λάντρυ. ∆εν είναι τίποτε, Λάντρυ! Θα συνέλθω. Σάς ευχαριστώ
ωστόσο. Ωρεβουάρ για την ερχόµενη παραµονή των Αγίων Πάντων».
«Μή λέτε εξυπνάδες!» είπε γελώντας η κοπέλα: «Αν υπήρχε
παραµονή των Αγίων Πάντων, πρώτη εγώ θα την όριζα για µέρα
συναντήσεων».
«Όµως την έκαψαν κι αυτή», είπε ο Λάντρυ.
«Ω, έκαψαν τα πάντα», είπε η κοπέλα: «Καληνύχτα».
«Καληνύχτα», είπε κι αυτός, και βγήκε στο δρόµο.
"Ω! Πόσο προσεχτικά ακροβατούσε σ' αυτό τον κόσµο! Σάν ένα
γυροσκόπιο θαρρείς, µαύρο και σκοτεινό, που στριφογυρίζει, και διαρκώς
στριφογυρίζει δίχως καν ένας ήχος να του ξεφεύγει, ένας πολύ σιωπηλός
άνθρωπος. Οχτώ η ώρα το βράδυ. Περπατώντας µέσα στο δρόµο,
παρατήρησε µε ιδιαίτερο ενδιαφέρον πως δεν υπήρχε καµιά ασυνήθιστη
ποσότητα φώτων. Σε κάθε γωνιά, υπήρχαν οι συνηθισµένοι λαµπτήρες του
δρόµου, µα τα κενά ανάµεσα στα οίκοδοµικά τετράγωνα, αυτά καθαυτά,
µόλις και µετά βίας φωτίζονταν. Ήτανε δυνατό λοιπόν; Ήτανε δυνατό να
µη φοβούνται το σκοτάδι τούτοι oι αξιοθαύµαστοι άνθρωποι; Απίστευτη
ανοησία! Κάθε άνθρωπος φοβόταν το σκοτάδι. Ακόµα κι αυτός ο Λάντρυ,
φοβόταν κάποτε, σαν ήταν παιδί. Ο φόβος ήταν κάτι τόσο φυσικό, όσο και
το φαγητό.
Πλάι του πέρασε, τρέχοντας σαν αστραπή, ένα µικρό αγόρι. Ξοπίσω
του ακολουθούσαν, τρέχοντας κι αυτά, πέντε έξη άλλα παιδιά. Φώναζαν,
ξελαρυγγιάζονταν, και κυνηγιόνταν, κουτρουβαλώντας πάνω στο γρασίδι
και στα πεσµένα φύλλα της σκοτεινής και κρύας αυτής οκτωβριανής
νύχτας. Ο Λάντρυ τα κοίταζε ώρα πολλή, πριν αποφασίσει να µιλήσει σ'
ένα απ’ αυτά τα µικρά παιδιά που 'χε σταθεί για µια στιγµή, κατάκοπο,
πασχίζοντας να γεµίσει τα µικρά του πλεµόνια µ' όσες µπορούσε πιο βαθιές
ανάσες, ξεφυσώντας όπως θα 'κάνε ένα παιδί για να γεµίσει µια σκασµένη
χαρτοσακούλα.
«Έι, εσύ!» είπε ο Λάντρυ: «Παραδόθηκες έ;»
«Σίγουρα», είπε τ' αγόρι.
«∆ε µου λές», είπε αυτός, «γιατί δεν υπάρχουνε φώτα στα παρτέρια;»
«Γιατί ρωτάς;»
«Είµαι καθηγητής, και σκέφτηκα να κάνω έναν έλεγχο στις γνώσεις
σου», είπε ο Λάντρυ.
«Έ λοιπόν», είπε το αγόρι, «δεν τα χρειάζεσαι τα φώτα στα παρτέρια.
Να γιατί».
«Μα σκοτεινιάζει πολύ», είπε ο Λάντρυ.
«Κι έπειτα;»
«∆ε φοβάσαι;» ρώτησε ο Λάντρυ.
«Τι να φοβηθώ;» ρώτησε το παιδί.
«Το σκοτάδι», είπε ο Λάντρυ.
«Χό, χό!;; γέλασε το παιδί: «Και γιατί να το φοβηθώ;»
«Να...» έκανε ο Λάντρυ: «Είναι νύχτα, είναι σκοτάδι. Και, άλλωστε,
τα φώτα στους δρόµους εφευρέθηκαν για να καταργούνε το σκοτάδι, να
καταργούνε το φόβο».
«Βλακείες! Τα φώτα των δρόµων ανακαλύφθηκαν για να µπορείς να
βλέπεις που περπατάς. Πέρ' απ' αυτό, δεν υπάρχει τίποτ' άλλο».
«∆εν καταλαβαίνεις τι ακριβώς θέλω να πώ...» είπε ο Λάντρυ:
«Έννοείς πως θα µπορούσες να καθίσεις κάπου όλη τη νύχτα ολοµόναχος
χωρίς να φοβηθείς;»
«Να φοβηθώ τι;»
«Τι, τι, τι. Όλο "τι" µε ρωτάς βλάκα. Το σκοτάδι!»
«Χό, χό!»
«Θα µπορούσες να πας σ' ένα βουνό και να µείνεις εκεί όλη τη
νύχτα;»
«Ασφαλώς».
«Θα µπορούοες να µείνεις ολοµόναχος σ' ένα άδειο σπίτι;»
«Και βέβαια!»
«Χωρίς να φοβηθείς;»
«Σίγουρα!»
«Είσαι ψεύτης!»
«Μη µου πετάς έµενα λάσπη!» φώναζε το παιδί. Πραγµατικά, η λέξη
ψεύτης ήταν µια λέξη βρώµικη. Κι όπως έδειχναν τα πράγµατα, ήταν η
χειρότερη βρισιά που µπορούσες να πετάξεις σ' έναν άνθρωπο.
Ο Λάντρυ είχε βγει απ' τα ρούχα του µε το µικροσκοπικό εκείνο
τέρας: «Κοίταζε µε!» επέµεινε: «Κοίταξε µε στα µάτια...»
Και το παιδί τον κοίταζε.
Ο Λάντρυ έδειξε τα δόντια του, σα να 'ταν λύκος έτοιµος να
ουρλιάξει. Άπλωσε τα χέρια του, χειρονοµώντας, σα να ξέσκιζε µε τα νύχια
του κάτι. Στριφογύριζε τα µάτια του στις κόχες του, χειρονοµούσε,
σούφρωσε το µούτρο του σε µια φοβερή µάσκα τρόµου.
«Χό, χό!» ξεκαρδίστηκε το παιδί: «Είσαι διασκεδαστικός».
«Τί είπες;»
«Είπα πως είσαι διασκεδαστικός. Για ξανακάν' το! Έι, παιδιά, τρέχτε.
Τούτος εδώ είναι νούµερο!»
«Άστο, άστο!»
«Μα ξανακάν' το λοιπόν!»
«∆εν πειράζει, δεν πειράζει. Καληνύχτα!» κι ο Λάντρυ εξαφανίστηκε
τρέχοντας.
«Καληνύχτα σας κύριε», φώναξε ειρωνικά το µικρό παιδί: «Και που
'σαι! Πρόσεχε το σκοτάδι!»
Στο διάβολο όλη τούτη η βλακεία, όλ' αυτά τα υπάνθρωπα όντα, όλη
τούτη η χυδαία, ανατριχιαστική, βρωµόστοµη ηλιθιότητα! Ποτέ στη ζωή
του δεν είχε συναντήσει ανθρώπους που ν' αγαπάνε το σκοτάδι! Και τώρα
εδώ, συνάντησε παιδιά που τα µεγάλωναν δίχως µ ι α σ τ ά λ α φαντασία!
Πώς να ισχυριστείς ότι είσαι παιδί, πως να χαρείς τη µαγεία της ηλικίας σα
δεν µπορείς να πλάθεις µε τη φαντασία σου χίλια δυό πράγµατα;
Σταµάτησε να τρέχει. Έκοψε την τρεχάλα, και για πρώτη φορά
άρχισε ν' αποτιµά τον εαυτό του. Έφερε το χέρι του στο πρόσωπο του,
δάγκωσε το δάχτυλο του, και ανακάλυψε ότι στεκόταν τώρα ολοµόναχος
στη µέση του άδειου και σκοτεινού εκείνου χώρου. Ένιωσε άσχηµα.
Κινήθηκε προς τη γωνιά του δρόµου, εκεί που έφεγγε κάποιος φανοστάτης:
«Είναι καλύτερα έτσι» είπε, απλώνοντας τα χέρια του µπροστά, σαν
κάποιος π' απλώνει τα χέρια του στο τζάκι για να τα ζεστάνει.
Άκουγε τώρα. Κανένας ήχος δεν τάραζε τη σιωπή, έξω απ' το
νυχτερινό τρίλισµα των γρύλλων. Τέλος, ένα αυλάκι φωτιάς διέσχισε
αθόρυβα το σκοτάδι: κάποιος πύραυλος αυλάκωνε τον ουρανό. Ήταν ο
ήχος που βγάζει ένα δαυλί όταν σειέται στο σκοτεινό αέρα.
Έστησε αφτί, ν' αφουγκραστεί κάτι απ' τον εαυτό του, και για πρώτη
φορά κατάλαβε πόσο αλλόκοτος φάνταζε. ∆εν έβγαζαν κανέναν ήχο. Είχαν
χαθεί εντελώς οι ανεπαίσθητοι εκείνοι ήχοι απ' τα ρουθούνια και τα
πλεµόνια. Τα πλεµόνια του δεν έπαιρναν, µήτε έδιναν οξυγόνο. Μήτε
οξυγόνο, µήτε διοξείδιο του άνθρακα. ∆εν έκαναν την παραµικρή κίνηση.
Οι τρίχες απ' τα ρουθούνια! του δεν πάλλονταν απ' το ζεστό, κατευναστικό
αέρα της εκπνοής. Κείνος ο ανεπαίσθητος ρουθουνιστός ψίθυρος της
αναπνοής δεν έβγαζε κανένα ήχο στη µύτη του. Παράξενο! Αλλόκοτο!
Ένας ήχος που δεν τον άκουσες ποτέ όσο ήσουν ζωντανός, την ανάσα που
τροφοδοτούσε το κορµί σου, κι ωστόσο, απ' τη στιγµή που πέθανες, ώ!
πόσο ένιωσες να σου λείπει!
Η µόνη φορά που την άκουσες ήταν σα βρέθηκες σε κείνες τις βαθιές
άγρυπνες νύχτες, δίχως όνειρα, όταν ξύπνησες κι έστησες αφτί, κι άκουσες
πρώτα τη µύτη σου να παίρνει κι έπειτα απαλά να βγάζει τον αέρα, κι
ύστερα το βαθύ, και σκοτεινό, κι αδιόρατα κόκκινο χτύπο του αίµατος
στους κροτάφους σου, στα τύµπανα των αφτιών σου, στο λαρύγγι σου,
στους καρπούς των χεριών σου που πονούσαν, στη ζεσταµένη µέση σου,
στο στήθος. Όλους εκείνους τους ανεπαίσθητους και χαµένους ρυθµούς. Το
χαµένο παλµό στο λαιµό, το σφυγµό στον καρπό, τη χαµένη δόνηση στο
στήθος. Τον ήχο του αίµατος που ανεβαίνει και κατεβαίνει, στριφογυρίζει,
σε διαπερνάει, απάνω και κάτω, κι απάνω και κάτω. Τώρα, ήταν σα να
πάσχιζε ν' αφουγκραστεί ένα άγαλµα.
Κι ωστόσο ζ ο ύ σ ε. Ή, µάλλον, σάλευε. Πώς ήταν δυνατό κάτι
τέτοιο, πέρα και πάνω από επιστηµονικές εξηγήσεις, θεωρίες, κι
αµφιβολίες;
Μ' ένα πράγµα, και µόνο µ' ένα πράγµα.
Μίσος.
Το µίσος ήταν αίµα γι' αυτόν, το µίσος που ανέβαινε και κατέβαινε,
στριφογύριζε και τον διαπερνούσε, απάνω και κάτω, κι απάνω και κάτω.
Το µίσος ήταν καρδιά γι' αυτόν, που δε χτυπούσε βέβαια, µα ήταν ζεστή. Κι
αυτός; Τι ήταν αυτός;
Ζήλια. Μνησικακία.
Είπαν ότι δε θα µπορούσε πια να µένει µες στο φέρετρο, θαµµένος
στο νεκροταφείο. Μα κείνος τ ο 'θ ελ ε. Ποτέ δεν ένιωσε καµιά ιδιαίτερη
λαχτάρα να σηκωθεί και ν' αρχίσει να περιφέρεται. Του έφτανε, όλους
αυτούς τους αιώνες, να κείτεται µες στη βαθιά κάσα και να νιώθει, αλλά να
µ η ν α ι σ θ ά ν ε τ α ι το τίκ τάκ των εκατοµµυρίων ρολογιών πάνω στη
γή, τις κινήσεις των σκουληκιών σαν τόσες και τόσες βαθιές σκέψεις στο
χώµα.
Μα ήρθαν έπειτα και είπαν, «Έξω εσύ, και κατευθείαν στο φούρνο!»
Κι αυτό είναι το χειρότερο που µπορεί να πεις σ' έναν άνθρωπο. ∆εν
µπορείς να του λες τι να κάνει. Αν πεις ότι είσαι νεκρός, αυτός δε θα θέλει
να πεθάνει. Αν πεις πως δεν υπάρχουν πια βρυκόλακες, — Θεέ και Κύριε!
— ο άνθρωπος αυτός θα προσπαθήσει να γίνει βρυκόλακας µόνο και µόνο
από πείσµα. Αν πεις ότι ένας νεκρός δεν µπορεί να περπατήσει, αυτός θα
ελέγξει τα µέλη του. Αν πεις πως δε συµβαίνουν πια εγκλήµατα, αυτός θα
τα κάνει να συµβούν. Μπέµπης ακόµα, κι ήταν όλα τ' απίθανα πράγµατα.
Του είχαν δώσει τη ζωή µαζί µε τις πρακτικές τους συνήθειες και τις
άγνοιές τους. Ό, πόσο λάθος είχαν. Έπρεπε κάποιος να τους δώσει να
καταλάβουν. Αυτός θα τους έδειχνε! Ο ήλιος είναι καλός, καλή είναι κι η
νύχτα, δεν υπάρχει τίποτα κακό µε το σκοτάδι, έλεγαν αυτοί.
Το σκοτάδι είναι τρόµος, ξεφώνισε, σιωπηλά, αντικρίζοντας τα µικρά
σπίτια. Αντίθετα µ' ό,τι πιστεύετε, εγώ το εννοώ! Πρέπει να φοβηθείτε,
ακούτε; ! Έτσι γινόταν πάντα στον κόσµο αυτό. Σεις καταστρέψατε τον
Έντγκαρ Άλλαν Πόε, σεις αφανίσατε τον ωραίο µεγαλόστοµο Lovecraft,
σεις κάψατε τις µάσκες απ' τη γιορτή των Αγίων Πάντων, σείς
καταστρέψατε τα τελώνια και τα νεροκολόκυθά τους. Εγώ θα ξανακάνω τη
νύχτα όπως ήτανε κάποτε, το πράγµα αυτό που το εξόρισε ο άνθρωπος µ'
όλες αυτές τις φανοφωτισµένες πολιτείες του και τ' αναρίθµητα παιδιά του!
Και κάποιος πύραυλος, σαν απάντηση θαρρείς σ' αυτά του τα λόγια,
πέρασε πετώντας χαµηλά, σέρνοντας πίσω του µια ατέλειωτη κι επιδεικτική
φλόγινη ουρά, που τον έκανε ν' ανατριχιάσει σύγκορµος και να
οπισθοχωρήσει τροµαγµένος.
IV
Η µικρή πόλη Science Port απείχε µόλις δέκα µίλια. Μια απόσταση
που τη διέσχισε ως την αυγή, περπατώντας. Αλλά κι εδώ ακόµα, δε
στάθηκε τυχερός. Στίς τέσσερις το πρωί, ένα ασηµένιο αυτοκίνητο, µια
κατσαρίδα, σταµάτησε πλάι του πάνω στο δρόµο.
«Γεια και χαρά», είπε από µέσα ο άνθρωπος.
«Γεια σου και σένα», είπε ο Λάντρυ κουρασµένα.
«Τι σ' έπιασε και το 'ριξες στο περπάτηµα;»
«Πηγαίνω στο Science Port».
«Θ' ανέβεις;»
«Μ' αρέσει να περπατάω».
«Πώς σου 'ρθε; Σε κανένα δεν αρέσει να περπατάει. Μήπως είσαι
άρρωστος; Αν θέλεις πάντως, µπορώ να σε πάρω».
«Ευχαριστώ, αλλά µ' αρέσει να περπατάω».
Ο άνθρωπος δίστασε για µια στιγµή, κι έπειτα έκλεισε την πόρτα:
«Καληνύχτα».
Όταν χάθηκε πάνω στο λόφο η ασηµένια κατσαρίδα, ο Λάντρυ
αποσύρθηκε σ' ένα κοντινό δάσος. Τι κόσµος κι αυτός! Τι άνθρωποι! Όλοι
να βοηθήσουν, όλοι να δώσουν κοµπογιαννίτικες συµβουλές. Θεέ και
Κύριε! Ούτε να περπατήσεις δε θα µπορούσες δίχως να κατηγορηθείς πως
είσαι άρρωστος. Κι αυτό σήµαινε µονάχα ένα πράγµα. Πρέπει να µην
περπατά πια. Έπρεπε να γίνει «εποχούµενος». Έπρεπε να δεχτεί την
προσφορά κείνου του τύπου.
Την υπόλοιπη νύχτα περπάτησε, µα φρόντισε να βρίσκεται αρκετά
µακριά απ' το δηµόσιο δρόµο, ώστε αν έβλεπε κανένα αυτοκίνητο να
πλησιάζει, να 'χει το χρόνο να κρυφτεί κάτω απ' τους θάµνους. Την αυγή,
πήδηξε σε µια άδεια, στεγνή στέρνα, ξάπλωσε κι έκλεισε τα µάτια του.
Ήτανε τέλειο το όνειρο που είδε, τόσο τέλειο σα νιφάδα χιονιού
σκεπασµένη µε πάχνη.
Βρισκόταν — λέει — µέσα στο µνήµα του βαθιά, εκεί οπου είχε
θαφτεί κι είχε λιώσει µε το πέρασµα των χρόνων. Κι άκουσε —
ξηµερώµατα — τα βήµατα των νεκροθαφτών που ξαναγύριζαν για ν'
αποτελειώσουν τη δουλιά τους.
«Μού περνάς σε παρακαλώ το φτυάρι Τζίµ;»
«Πάρτο».
«Για περίµενε! Μια στιγµή...»
«Τι τρέχει;»
«Για κοίτα εδώ. Χτες το βράδυ δεν τελειώσαµε. Τελειώσαµε ;»
«Όχι».
«Έµενε ακόµα ένα φέρετρο, σύµφωνοι;»
«Ναι».
«Λοιπόν, κάρφωσε το. Είν' ανοιχτό!»
«Έσκαψες σε λάθος λάκο».
«Τι όνοµα γράφει η ταφόπλακα;»
«Λάντρυ. Γουίλλιαµ Λάντρυ».
«Αυτός είναι! ∆εν υπάρχει!»
«Τι θα µπορούσε να συµβεί;»
«Που να ξέρω; Το πτώµα ήταν στη θέση του χτες βράδυ».
«∆εν µπορούµε να 'µαστε βέβαιοι. ∆εν κοιτάξαµε».
«Κανείς δε θάβει άδεια φέρετρα, ούτε Θεός, ούτε άνθρωπος. Ο
Λάντρυ βρισκότανε στην κάσα του, και τώρα δε βρίσκεται».
«Μπορεί και να 'ταν άδειο αυτό το φέρετρο».
«Ανοησίες. Κι η βρώµα που µας έσπασε τη µύτη; Ήταν στο φέρετρο,
όπως σε βλέπω και µε βλέπεις».
Παύση.
«∆ε φαντάζοµαι να πήρανε το πτώµα».
«Να το κάνουνε τι;»
«Έτσι.. από περιέργεια...»
«Μη λες κουταµάρες. Το ξέρεις πολύ καλά: οι άνθρωποι δεν
κλέβουν. Κανένας δεν κλέβει πια».
«Τότε, µόνο µια λύση µπορεί να υπάρχει».
«Ποιά;»
«Σηκώθηκε σαν κύριος και έφυγε».
Παύση. Ο Λάντρυ, µέσα στο βύθος του ονείρου, περίµένε ν' ακούσει
γέλια. Μα γέλια δεν ακούστηκαν. Αντίθετα, ακούστηκε µόνο η φωνή του
νεκροθάφτη που είπε ύστερα από µια στοχαστική παύση, «Αυτό είναι!
Έχεις δίκιο. Σηκώθηκε κι έφυγε».
«Ενδιαφέρουσα εκδοχή», είπε ο άλλος.
«Πράγµατι».
Σιωπή.
Ο Λάντρυ ξύπνησε. Όλα τούτα ήτανε όνειρο, κι όµως, πόσο
ρεαλιστικό. Πόσο παράξενα είχαν φερθεί οι δυο εκείνοι άνθρωποι. Όµως
καθόλου αφύσικα, ά, όχι! Ήταν αυτό ακριβώς που περίµενες ν' ακούσεις να
λένε οι άνθρωποι απ' το µέλλον. Άνθρωποι απ' το µέλλον. Ο Λάντρυ
µόρφασε µε αηδία. Τι αναχρονισµός! Αυτό ήταν το µέλλον. Αυτό
συνέβαινε τώρα, τούτη τη στιγµή. ∆εν ήταν τρακόσια χρόνια απ' αυτή τη
στιγµή, ήτανε τώρα, όχι τότε, η σε κάποιαν άλλη χρονική στιγµή. ∆εν ήταν
ο εικοστός αιώνας. Ω, πόσο ήρεµα κείνοι οι δυό άνθρωποι στ' όνειρο του
µίλησαν κι είπαν, «Σηκώθηκε και έφυγε...» «...ενδιαφέρουσα εκδοχή».
«Πράγµατι». ∆ίχως ούτε ένα τρέµουλο στη φωνή τους, δίχως ούτε µια
µατιά πάνω απ' τον ώµο τους, ούτ' ένα ρίγος στο πετσί τους. Μα, φυσικά!
Με το τέλεια τίµιο, λογικό µυαλό τους, δεν υπήρχε παρά µόνο µια πιθανή
εξήγηση: ήτανε σίγουρο ότι κανείς δεν είχε κλέψει το πτώµα. «Κανένας δεν
κλέβει». Το πτώµα, απλούστατα, είχε σηκωθεί κι είχε φύγει. Το πτώµα
ήταν το µόνο όν που θα µπορούσε πιθανώς να 'χει µετακινήσει το πτώµα.
Άπό τις λίγες κοφτές κουβέντες των νεκροθαφτών, ο Λάντρυ γνώριζε τι
σκέφτονταν. Εδώ, υπήρχε ένας άνθρωπος που είχε πάθει αιφνίδια αναστολή
των ζωτικών του λειτουργιών, όχι εντελώς νεκρός, εκατοντάδες χρόνια
τώρα. Ο σαµατάς κι η φασαρία τον είχαν ξαναφέρει στη ζωή.
Όλοι είχαν ακούσει για κείνα τα µικροσκοπικά πράσινα βατράχια που
σφραγίζονται ζωντανά, ναι ζωντανά, για αιώνες µέσα σε λασπωµένους
βράχους, η µέσα σε κρύπτες από πάγο. Και πως τα µικρά βατραχάκια, όταν
οι επιστήµονες τα ξεκολλούσαν και τα ζέσταιναν µες στα χέρια τους, πως
αναπηδούσαν και χοροπηδούσαν και ανοιγόκλειναν θαµπωµένα τα µάτια
τους. Ήταν λοιπόν πέρα για πέρα λογικό να σκέφτονται µ' αυτό τον τρόπο
οι νεκροθάφτες.
Τι θα γινόταν όµως αν, την επόµενη η µεθεπόµενη µέρα, άρχιζαν να
συνδυάζουν µεταξύ τους τα διάφορα γεγονότα; Αν δηλαδή συσχέτιζαν το
εξαφανισµένο πτώµα που ρίχτηκε στο φούρνο µε το Κρεµατόριο που
τινάχτηκε στον αέρα; Τι θα γινόταν αν αυτός ο τύπος, που άκουγε στ'
όνοµα Μπύρκ, αυτός που 'χε γυρίσει χλωµός από τον Άρη, τι θα γινόταν αν
ξαναπήγαινε στη βιβλιοθήκη κι έλεγε στην κοπέλα ότι ήθελε µερικά βιβλία,
κι εκείνη του έλεγε, «Ά, ο φίλος σας ο Λάντρυ ήταν εδώ προχτές», κι
εκείνος απαντούσε, «Λάντρυ; Ποιος είν' αυτός; ∆εν ξέρω κανένα µ' αυτό το
όνοµα», κι εκείνη αναφωνούσε, «Μα είπε ψέµατα λοιπόν;», τι θα γινόταν
αφού οι άνθρωποι σ' αυτή την εποχή δεν έλεγαν ποτέ ψέµατα; Απλούστατα,
θ' άρχιζαν όλοι να διαµορφώνουν, σιγά σιγά, τη µόνη και σωστή άποψη γι'
αυτόν, συσχετίζοντας ένα ένα τα γεγονότα. Ένας χλωµός άνθρωπος, που δε
θα 'πρεπε να 'ναι χλωµός, είχε πει ψέµατα, κι οι άνθρωποι δεν ψεύδονται σ'
αυτή την εποχή, κι ένας άνθρωπος που περπατούσε σ' έναν έρηµο εξοχικό
δρόµο, περπατούσε, κι οι άνθρωποι σ' αυτή την εποχή δεν περπατάνε πια,
κι ένα πτώµα που έλειπε από κάποιο νεκροταφείο, και το Κρεµατόριο που
ανατινάχτηκε και... και...
Θα 'ρχιζαν τότε να τον αναζητούν. Θα τον έβρισκαν. Χωρίς µεγάλη
δυσκολία. Περπατούσε. Έλεγε ψέµατα. Ήταν χλωµός. Θα τον έβρισκαν και
θα τον έπαιρναν και θα τον έριχναν στην ανοιχτή καταπακτή του
κοντινότερου φούρνου, και τότε, πάει περίπατο ο αγαπητός σας Κύριος
Γουίλλιαµ Λάντρυ. Θα λαµπαδιάσει σαν πυροτέχνηµα της Τετάρτης
Ιουλίου.
Μόνο ένα πράγµα του απόµενε να κάνει. Αποφασιστικά και
ολοκληρωτικά. Στήθηκε ορθός µε µιαν άγρια κίνηση. Τα χείλη του ήταν
χοντρά. Έλαµπαν τα σκούρα µάτια του. Το σώµα του το διαπερνούσε έν'
ασυγκράτητο ρίγος, κάτι σαν πυρκαγιά τόνε τσουρούφλιζε. Να σκοτώσει!
Πρέπει ν' αρχίσει να σκοτώνει και να σκοτώνει και να σκοτώνει. Πρέπει να
κάνει φίλους τους εχθρούς του, να κάνει τους ανθρώπους σαν αυτόν, τους
ανθρώπους που µπορούσαν να περπατάνε αλλά δεν έπρεπε να περπατάνε,
τους ανθρώπους που ήταν χλωµοί σε µια γη ροδαλόχρωµη. Πρέπει ν'
αρχίσει να σκοτώνει, ξανά, και ξανά, να σκοτώνει, να σκοτώνει δίχως
τελειωµό. Πρέπει να γεµίσει τον κόσµο πτώµατα κι ανθρώπους νεκρούς,
πτώµατα! Πρέπει να καταστρέψει τα Κρεµατόρια, το 'να µετά το άλλο, να
καταστρέψει τους Φούρνους, τον ένα µετά τον άλλο, τις Καµινάδες µια µια.
Έκρηξη στην έκρηξη. Θάνατος στο θάνατο. Και τότε, όταν θα γίνονταν
συντρίµµια πια όλα τα Κρεµατόρια της γής, και γέµιζαν ασφυκτικά τα
προχειροστηµένα νεκροτοµεία από πτώµατα ανθρώπων που θα
κοµµατιάζονταν απ' τις εκρήξεις, τότε κι αυτός θα 'ρχιζε πραγµατικά να
κάνει φίλους, θα 'ρχιζε να καταγράφει τους νεκρούς σύµφωνα µε τη δική
του στατιστική.
Πριν εντοπίσουνε τα ίχνη του, πριν τόνε βρουν και τον σκοτώσουν,
πρέπει αυτοί οι ίδιοι να εξοντωθούν. Αρκεί να έµενε ασφαλής. Θα
σκότωνε, αλλά δε θα µπορούσαν να του ανταποδώσουν το σκοτωµό. Αυτό
'ταν το µόνο περιθώριο ασφάλειας που είχε. Σκαρφάλωσε και πήδηξε έξω
απ' την εγκαταλειµµένη στέρνα. Βγήκε στο δρόµο.
Πήρε το µαχαίρι από την τσέπη του και υποδέχτηκε το επόµενο
αυτοκίνητο.
Ήταν σαν την Τετάρτη Ιουλίου! Το εντυπωσιακότερο πυροτέχνηµα
που έλαµψε ποτέ. Το Κρεµατόριο του Science Port σκίστηκε στα δυό και
σωριάστηκε σε συντρίµµια. Απλώθηκε σε χίλιες δυό µικρές εκρήξεις που
κατέλήξαν σε µια και µοναδική, πελώρια έκρηξη. Το Κρεµατόριο,
πέφτοντας, καταπλάκωσε την πόλη, γκρέµισε σπίτια, έκαψε δέντρα.
Ξύπνησε ανθρώπους απ' τον ύπνο για να τους σπρώξει και πάλι, µια στιγµή
πιο µετά, σ' έναν άλλο ύπνο, αιώνιο.
Ο Γουίλλιαµ Λάντρυ, καθισµένος σ' ένα αυτοκίνητο που δεν του
ανήκε, έστριψε άσκοπα σ' ένα σταθµό αυτόµατης τηλεφωνικής
επικοινωνίας. Η ανατίναξη του Κρεµατόριου είχε σκοτώσει κάπου
τετρακόσιους ανθρώπους. Πολλοί απ' αυτούς είχαν εγκλωβιστεί σε
γκρεµισµένα σπίτια, άλλοι έµειναν στον τόπο από ιπτάµενα σιδερένια
δοκάρια. Ένα προσωρινό νεκροτοµείο είχε στηθεί όπως όπως στην
περιοχή...
Του δώσανε µια διεύθυνση.
Κι ο Λάντρυ τη σηµείωσε µ' ένα µολύβι σ' ένα µπλοκ.
Σκέφτηκε πως θα µπορούσε να συνεχίσει µε τον τρόπο αυτό, από
πόλη σε πόλη, από χώρα σε χώρα, καταστρέφοντας τους Φούρνους και τις
Καµινάδες, ώσπου να γίνει στάχτη, πέτρες και χώµατα ολόκληρο το
περίφηµο σχέδιο του καθαρτήριου πυρός. Έκανε µια πρόχειρη εκτίµηση: η
κάθε έκρηξη ισοδυναµούσε κατά µέσο όρο µε πεντακόσιους νεκρούς. Σε
πολύ λίγο χρονικό διάστηµα, θα µπορούσες ν' αυξήσεις τον αριθµό τους σε
εκατό χιλιάδες.
Χαµογελώντας, πάτησε το γκάζι και χάθηκε µέσα στους σκοτεινούς
δρόµους της πόλης.
Ο Ιατροδικαστής είχε επιτάξει µια παλιά αποθήκη. Απ’ τα µεσάνυχτα
ως τις τέσσερις το πρωί, τα νοσοκοµειακά δεν έπαυαν να καταφτάνουν
ουρλιάζοντας, περνώντας µες απ' τους δρόµους που άστραφταν απ' τη
βροχή. Κι απλώνονταν τα πτώµατα πάνω στο ψυχρό, τσιµεντένιο δάπεδο,
σκεπασµένα µε άσπρα σεντόνια. Ήταν ένα αδιάκοπο κύµα που συνεχίστηκε
ως τις τεσσερισήµιση το πρωί. Έπειτα έπαψε. Μέσα στην αποθήκη
συγκεντρώθηκαν κάπου διακόσια πτώµατα, άσπρα και παγωµένα.
Κι αφέθηκαν µονάχα τους τα πτώµατα. Κανείς δεν έµεινε κοντά να
τα περιποιηθεί. Και σωστά: ήταν ανώφελο να περιποιηθείς τους νεκρούς.
∆εν έβγαινε τίποτε από µια τέτοια διαδικασία. Οι νεκροί µπορούσαν πια οι
ίδιοι να νοιαστούν για τον εαυτό τους.
Κατά τις πέντε τα πρωί, µόλις άρχισε να χαράζει η αυγή, έφτασε και
το πρώτο τσούρµο συγγενών για ν' αναγνωρίσει άλλος το γιό του, άλλος
τον πατέρα του, τη µάνα του, τη θεία του. Οι άνθρωποι περιδιάβαζαν
γρήγορα την αποθήκη, έκαναν την αναγνώριση, κι έπειτα, το ίδιο γρήγορα,
έβγαιναν έξω. Ως τις έξη τα πρωί, κι ενώ ρόδιζε πια η ανατολή, δεν είχε
µείνει κανείς.
Ο Λάντρυ διέσχισε κάθετα τον πλατύ, υγρό δρόµο, και µπήκε στην
αποθήκη.
Κρατούσε στα χέρι του ένα κοµµάτι από γαλάζια κιµωλία.
Προσπέρασε τον ιατροδικαστή που µιλούσε στην είσοδο µε δυό
άλλους «... να µεταφέρετε τα πτώµατα στο Κρεµατόριο της Πολιτείας
Mellin, αύριο...» Οι φωνές έσβησαν.
Ο Λάντρυ προχωρούσε. Τα βήµατα του αντηχούσαν υπόκωφα πάνω
στο ψυχρό τσιµέντο. Ένα κύµα ανεξήγητης ανακούφισης τον πληµµύρισε
καθώς περνούσε ανάµεσα από κείνες τις σαβανωµένες µορφές. Τώρα
βρισκόταν ανάµεσα στους δικούς του. Και... κάτι ακόµα πιο σωστό! Αυτός
τους είχε δηµιουργήσει! Αυτός τους είχε µετατρέψει σε νεκρούς! Είχε
εξασφαλίσει για τον εαυτό του ένα τεράστιο αριθµό φίλων που κοίτονταν
τώρα µπροστά του!
Ο Λάντρυ έστρεψε το κεφάλι προς τη µεριά του ιατροδικαστή.
Βεβαιώθηκε πως δεν τον κοίταζε. Η αποθήκη ήταν ήρεµη και γεµάτη σκιές
στο µουντό πρωινό. Ο Ιατροδικαστής έφευγε τώρα, περνώντας το δρόµο µε
τους δυό βοηθούς του. Στην άλλη µεριά του δρόµου είχε σταµατήσει ένα
µικρό ασθενοφόρο. Εκεί κατευθύνθηκε ο ιατροδικαστής κι άρχισε κάτι να
λέει σε κάποιον που βρισκόταν στο τιµόνι.
Ο Λάντρυ έσκυψε και σχηµάτιζε ένα πεντάγραµµο πάνω στο
πάτωµα, µε τη γαλάζια κιµωλία, πλάι από κάθε πτώµα. ∆ούλευε γρήγορα,
πολύ γρήγορα, δίχως τον παραµικρό θόρυβο. Μέσα σε λίγα λεπτά,
σηκώνοντας πότε πότε τα µάτια για να δει µήπως γυρίσει ο ιατροδικαστής
κι oι βοηθοί του, είχε «τσεκάρει» στο πάτωµα καµιά εκατοστή πτώµατα.
Στάθηκε ορθός κι έχωσε την κιµωλία στην τσέπη του.
Και τώρα...
Ήγκηκεν η ώρα ν' αναστηθούν οι νεκροί, ήγκηκεν η ώρα ν'
αναστηθούν οι νεκροί, ήγκηκεν η ώρα...
Θαµµένος µες στη γη, τόσους αιώνες, ένιωθε να τον ποτίζουν σιγά
σιγά, σα να 'ταν ένας βαθιά θαµµένος σπάγκος, οι νεκρικές λιτανείες κι οι
σκέψεις των ανθρώπων που πέρασαν και χάθηκαν, των εποχών που
πέρασαν και χάθηκαν. Τώρα, µες από κάποια θανάτου µνήµη µέσα του,
µια µαύρη γραφοµηχανή, ειρωνικά, επίµονα, χτυπούσε κι έγραφε τα
σχετικά τούτα λόγια:
Ήγκηκεν η ώρα. Όσοι πιστοί... σπεύσατε εις βοήθειαν, σπεύσατε εις
βοήθειαν...
Του Γουίλλιαµ Λάντρυ.
Άλλα λόγια...
Σήκω αγάπη µου, ξεκόλλα απ' το χώµα...
Η καφετιά αλεπού σαν αστραπή αναπήδησε... Παράφρασε το.
Το πτώµα αναπήδησε σαν αστραπή και πρόβαλε πάνω απ' τα ερείπια
του γκρεµισµένου Κρεµατόριου...
Λάζαρε, δεύρο έξω...
Ήξερε τα σωστά λόγια. Το µόνο που χρειαζόταν ήταν να τα
προφέρει, όπως επανειληµµένα προφέρθηκαν αίώνες τώρα. Το µόνο που
χρειαζόταν, ήταν να κάνει µια κίνηση µε τα χέρια του και να προφέρει τα
λόγια, τα σκοτεινά λόγια που θα 'καναν τα νεκρά τούτα σώµατα ν'
άναρριγήσουν, να σηκωθούν και να περπατήσουν!
Κι όταν σηκώνονταν, θα τα 'παίρνε αυτός και θα τα οδηγούσε στην
πόλη. Κι εκεί, όλοι µαζί, θα σκότωναν άλλους, κι άλλους, κι αυτοί οι άλλοι,
µε τη σειρά τους, θα σηκώνονταν και θα περπατούσαν. Ίσαµε τη δύση του
ήλιου, θα δηµιουργούσε χιλιάδες πιστούς φίλους που θα περπατούσαν µαζί
του. Κι όσο για τους αφελείς ζωντανούς ανθρώπους αυτής της εποχής,
αυτής της ώρας... Ά, αυτοί θα 'ταν εντελώς απροετοίµαστοι για κάτι τέτοιο.
Θα 'τρεχαν να προφυλαχτούν µες στα υπόγεια, γιατί δε θα περίµεναν ποτέ
κανένα πόλεµο οποιουδήποτε είδους. ∆ε θα πίστευαν πως είναι δυνατό κάτι
τέτοιο. Όλα θα τέλειωναν προτού προλάβουν να πειστούν πως θα
µπορούσε να συµβεί τέτοιο παράλογο πράγµα.
Σήκωσε τα χέρια του ψηλά. Τα χείλη του σάλεψαν. Πρόφερε τα
λόγια. Στην αρχή σαν ψίθυρο τραγουδιστό. Έπειτα ύψωσε τη φωνή σε
τόνους δυνατότερους. Επανέλαβε τα λόγια ξανά και ξανά, πολλές φορές.
Κρατούσε σφιχτά κλεισµένα τα µάτια του. Το κορµί του ριγούσε. Μιλούσε
πιο γρήγορα, όλο πιο γρήγορα. Κι άρχισε να κινείται ανάµεσα στα
πτώµατα. Κυλούσαν τα σκοτεινά λόγια απ' το στόµα του. Ένιωσε να
υποβάλλεται ακόµα κι ο ίδιος στη µαγεία του τελετουργικού του. Έσκυψε
και χάραξε κι άλλα γαλάζια σύµβολα πάνω στο τσιµέντο, χαµογελαστός,
γεµάτος αυτοπεποίθηση, όπως έκαναν οι παλιοί, αιώνες τώρα πεθαµένοι
µάγοι. Όπου να 'ναι, σε λίγο, θα δει το πρώτο σκίρτηµα να ξεπηδάει από τ'
ακίνητα σώµατα, όπου να 'ναι θα χαρεί την έγερση, την ανάσταση των
παγερών εκείνων πλασµάτων.
Τα χέρια του υψώνονταν µες στον αέρα, το κεφάλι του κουνιόταν.
Μιλούσε, µιλούσε, µιλούσε. Χειρονοµούσε. Μιλούσε δυνατά πάνω απ' τα
πτώµατα, µ' αστραφτερά µάτια, µε το κορµί γεµάτο ένταση. «Τώρα!»
κραύγασε άγρια. «Σηκωθείτε! Σηκωθείτε όλοι!».
Τίποτε δε γινόταν.
«Σηκωθείτε!» ξεφώνισε µε τροµερό µαρτύριο στη φωνή.
Τα σεντόνια σκέπαζαν πάντα τα σιωπηλά κορµιά σχηµατίζοντας
γαλαζόχρωµες δίπλες.
«Ακούστε µε, και σηκωθείτε!» κραύγασε.
Κάπου µακριά, πάνω στο δρόµο, µια κατσαρίδα ακούστηκε να
κατεβαίνει.
Κι αυτός, ακόµα µια φορά, πάλι και πάλι, ξεφώνισε, ικέτεψε.
Γονάτιζε πλάι από κάθε πτώµα και απαιτούσε αυτή τη µοναδική, άγρια
χάρη. Καµιά απάντηση. Στροβιλιζόταν άγρια ανάµεσα στις άσπρες εκείνες
σειρές, εκσφενδονίζοντας τα χέρια του ψηλά, σκύβοντας πάλι και πάλι,
ζωγραφίζοντας ένα ακόµα γαλάζιο σύµβολο!
Ο Λάντρυ έγινε κατάχλωµος. Έγλειφε τα χείλη του. «Ελάτε λοιπόν!
Σηκωθείτε!» είπε. «Έτσι γινόταν, έγινε χιλιάδες χρόνια τώρα. Χαράζεις ένα
σηµάδι στο πάτωµα, ναι! Προφέρεις µια λέξη, ναι! και σηκώνονται οι
νεκροί. Γιατί και τώρα να µη γίνει; Γιατί να µη γίνει και µε σας! Ελάτε
λοιπόν, σηκωθείτε πριν ξανάρθουν!».
Η αποθήκη ήτανε βυθισµένη στο σκοτάδι. Υπήρχανε παντού, γύρω
και µπρος, σιδερένιοι δοκοί. Μέσα στην αποθήκη, κάτω απ' τη σκέπη της,
δεν ακουγόταν ήχος κανείς έξω από το παραµιλητό ενός µοναχικού
ανθρώπου.
Ο Λάντρυ σώπασε.
Ανάµεσα απ' τις φαρδιές πόρτες της αποθήκης, ξεχώρισε µια λάµψη
απ' τα τελευταία παγωµένα αστέρια του πρωινού.
Ήταν το έτος 2349.
Τα µάτια του πάγωσαν κι αυτά. Τα χέρια του κρεµάστηκαν στο πλάι.
Έµεινε ασάλευτος.
Μια φορά κι ένα καιρό, οι άνθρωποι ανατρίχιαζαν όταν άκουγαν τον
άνεµο να σφυρίζει γύρω απ' το σπίτι. Ένα καιρό οι άνθρωποι ύψωναν
εσταυρωµένους κι έστηναν λυκοπαγίδες, και πίστευαν σε νεκρούς που
περπατούν, και σε νυχτερίδες και σ' άσπρους λύκους που περπατούν
χοροπηδώντας. Κι όσο τα πίστευαν αυτά, τόσο υπήρχαν κι οι νεκροί κι οι
νυχτερίδες κι oι λύκοι. Ο νους ήταν αυτός που τα γεννούσε και τους έδινε
υπόσταση.
Όµως...
Ο Λάντρυ κοίταζε τα σαβανωµένα πτώµατα.
Οι άνθρωποι αυτοί δεν πίστευαν.
Ποτέ τους δεν είχανε πιστέψει. Κι ούτε θα πίστευαν ποτέ. Ποτέ δεν
είχαν φανταστεί πως θα µπορούσαν να περπατήσουν οι νεκροί. Ποτέ δεν
είχαν ακούσει για προλήψεις, ποτέ δεν ανατρίχιασαν, ποτέ δεν
τροµοκρατήθηκαν µες στο σκοτάδι. Νεκροί που περπατούσαν δε θα
µπορούσαν να υπάρξουν ποτέ, ήταν εξωλογικοί. Κι η ανθρωπότητα
βρισκόταν στο έτος 2349, στην εποχή του ανθρώπου επιτέλους!
Οι άνθρωποι αυτοί, λοιπόν, δεν ήταν δυνατό να σηκωθούν, δε θα
µπορούσαν να ξαναπερπατήσουν. Ήταν νεκροί, απόλυτα νεκροί, και
παγωµένοι. Τίποτε δε θα µπορούσε να τους στήσει ορθούς και να τους
κάνει να περπατήσουν, ούτε η κιµωλία, ούτε η επίκληση, ούτε η βασκανία.
Ήταν νεκροί, και το 'ξεραν πως ήταν νεκροί !
Κι αυτός ήτανε µόνος.
Υπήρχαν άνθρωποι ζωντανοί στον κόσµο που πήγαιναν από δω κι
από κει, και όδηγούοαν κατσαρίδες κι έπιναν ήδύποτους χυµούς σε µικρά
µισοφωτισµένα µπαρ, σε δρόµους εξοχικούς, και φιλούσαν γυναίκες και
µιλούσαν, και µπορούσαν ατέλειωτα οληµερίς.
Όµως αυτός δεν ήταν ζωντανός.
Και τώρα εδώ, µέσα σ' αυτή την αποθήκη, υπήρχαν διακόσιοι νεκροί
άνθρωποι, παγωµένοι πάνω στο τσιµέντο. Οι πρώτοι νεκροί άνθρωποι εδώ
κι εκατό χρόνια που τους επέτρεπαν να κείτονται σαν πτώµατα για λίγη
ώρα παραπάνω. Οι πρώτοι που δε φορτώνονταν αµέσως για το
Κρεµατόριο, οι πρώτοι που δεν καίγονταν στη στιγµή σαν εύφλεκτο
φώσφορο.
Έπρεπε να νιώθει ευτυχισµένος µαζί τους, ευτυχισµένος ανάµεσα
τους.
∆εν ένιωθε καθόλου έτσι.
Οι άνθρωποι αυτοί ήταν νεκροί πέρα για πέρα. ∆εν ήξεραν, ούτε
πίστευαν ότι µπορούν να περπατήσουν απ' τη στιγµή που σταµάτησε η
καρδιά. Ήτανε πιο νεκροί κι από τον πιο νεκρό που υπήρξε ποτέ.
Ήτανε µόνος. Πραγµατικά µόνος. Περισσότερο µόνος απ' ό,τι υπήρξε
άνθρωπος ποτέ. Ένιωσε την παγερότητα της µοναξιάς του ν' ανεβαίνει σιγά
σιγά στο στήθος του, να τόνε πνίγει.
Ο Λάντρυ στράφηκε άξαφνα λαχανιασµένος.
Ενώ στεκόταν εκεί, κάποιος είχε µπει στην αποθήκη. Ένας
ψιλόλιγνος άνθρωπος, µ' άσπρα µαλλιά, που φορούσε ένα σκούρο, ελαφρύ
πανωφόρι, δίχως καπέλο. ∆εν ήξερε να πει µε σιγουριά πόσην ώρα ο
άνθρωπος στεκόταν εκεί και παρακολουθούσε.
∆εν υπήρχε λόγος να µείνει άλλο εκεί. Ο Λάντρυ στράφηκε κι άρχισε
να κατευθύνεται προς την έξοδο. Έριξε στον άνθρωπο µια φευγαλέα µατιά,
κι ο άνθρωπος µε τ' άσπρα µαλλιά του ανταπέδωσε το κοίταγµα µ' ένα
περίεργο και διεισδυτικό βλέµµα. Είχε ακούσει λοιπόν; Είχε ακούσει τις
επικλήσεις, τις ικεσίες, τις κραυγές ; Μπορεί να τον υποπτευόταν. Ο
Λάντρυ κόντυνε το βήµα του. Τον είχε δει λοιπόν; Τον είχε δει να χαράζει
µε την κιµωλία τα γαλάζια σηµάδια του; Μα τότε, θα 'πρεπε να τα
ερµηνεύσει σα σύµβολα µιας πανάρχαιης δεισιδαιµονίας. Η όχι; Ίσως όχι.
Φτάνοντας στην πόρτα, ο Λάντρυ στάθηκε. Για µια στιγµή, ένιωσε
την ανάγκη να ξαπλωθεί στο πάτωµα, κι εκεί να µείνει, παγωµένος...
πραγµατικά νεκρός και πάλι, και ν' αφεθεί να τόνε µεταφέρουν σιωπηλά
κάτω στο δρόµο, σε κάποια µακρινή πυρωµένη καµινάδα κι εκεί να γίνει
στάχτη και ψιθυριστή φωτιά. Αν ήταν πραγµατικά µόνος και δεν υπήρχε
περίπτωση ν' άρπάζουνε τα όπλα εξαιτίας του, τότε, ποιος ο λόγος να
συνεχίσει; Για να σκοτώνει µήπως; Ναι, θα σκότωνε µερικές χιλιάδες
ακόµα παραπάνω. Μα αυτό δεν άρκούσε. Θα µπορούσε να συνεχίσει
σκοτώνοντας, µόνο ως τη στιγµή που θα τον έβαζαν στο χέρι.
Κοίταζε ψηλά τον παγωµένο ουρανό.
Κι είδε ένα πύραυλο να διασχίζει το µαύρο παραπέτασµα, αφήνοντας
πίσω του ένα αυλάκι από φωτιά.
Ακόµα πιο ψηλά, ο Άρης έλαµπε κόκκινος ανάµεσα σε χιλιάδες
αστέρια.
Ο Άρης. Η βιβλιοθήκη. Η κοπέλα της βιβλιοθήκης. Η κουβέντα τους.
Άνθρωποι που επέστρεφαν από τον Άρη µε πυραύλους. Τάφοι.
Ο Λάντρυ κραύγασε σχεδόν. Συγκράτησε το χέρι του, που
λαχταρούσε να σηκωθεί ψηλά στον ουρανό και ν' αγγίζει τον Άρη. Το
αγαπηµένο κείνο κόκκινο αστέρι στον ουρανό. Καλόψυχο αστέρι που του
'δωσε άξαφνα καινούργιες ελπίδες. Αν αυτή τη στιγµή µπορούσε να
χτυπήσει µέσα του µια ζωντανή καρδιά, είναι σίγουρο πως θα χτυπούσε µ'
άγρια χαρά, θα πήγαινε να σπάσει, είναι σίγουρο πως ο ιδρώτας θα τον
έλουζε ακράτητος, κι οι σφυγµοί του θα σφυροκοπούσαν τα µελίγγια του,
και δάκρυα θ' ανέβαιναν στα µάτια του!
Θα έφευγε από κει. Θα πήγαινε οπουδήποτε µπορούσε να βρεί
διαστηµόπλοια να εκτοξεύονται για τον Άρη. Θα πήγαινε στον Άρη
οπωσδήποτε. Θα πήγαινε στους αρειανούς τάφους. Εκεί υπήρχαν πτώµατα.
Πολλά! Και θα µπορούσε να ποντάρει πάνω τους το τελευταίο µίσος του,
και θα τους έκανε να σηκωθούν, να περπατήσουν και να δράσουν από
κοινού! Ο δικός τους, ήταν ένας πανάρχαιος πολιτισµός, πολύ διαφορετικός
απ’ τον πολιτισµό της Γης, ένας πολιτισµός πάνω στ' αχνάρια του
αιγυπτιακού, αν ήταν αλήθεια ό,τι είχε πει η κοπέλα στη βιβλιοθήκη. Κι ο
αιγυπτιακός... τι φοβερός πολιτισµός που υπήρξε! Ένα ολόκληρο
χωνευτήρι σκοτεινής δεισιδαιµονίας, µε κείνους τους µεσονύκτιους
τρόµους του! Ο Άρης λοιπόν! Ο πανέµορφος Άρης! Αυτός ήταν η λύση.
Όµως, δεν πρέπει να τραβάει την προσοχή. Πρέπει να κινηθεί
προσεχτικά. Λαχταρούσε να τρέξει, ναι, να το βάλει στα πόδια, µα θα 'ταν
η χειρότερη δυνατή κίνηση που θα µπορούσε να κάνει. Ο άνθρωπος µε τ'
άσπρα µαλλιά κοιτούσε πότε πότε τον Λάντρυ που στεκόταν στην είσοδο.
Υπήρχαν πολλοί άνθρωποι ολόγυρα. Αν συνέβαινε κάτι, αυτός θα ήταν
ένας παραπάνω. Μέχρι στιγµής, είχε αναλάβει µονάχα έναν κάθε φορά. Ο
Λάντρυ υποχρεώθηκε να σταµατήσει. Στα σκαλιά, µπροστά στην αποθήκη.
Ο άνθρωπος µε τ' άσπρα µαλλιά κατέβηκε κι αυτός τα σκαλιά και στήθηκε
πλάι του κοιτάζοντας τον ουρανό. Κοίταζε µε τέτοιο τρόπο που νόµιζες ότι
από στιγµή σε στιγµή θα µιλήσει. Έψαξε µες στις τσέπες του κι έβγαλε ένα
πακέτο τσιγάρα.
V
Στέκονταν οι δυό τους τώρα, έξω από το νεκροτοµείο: ο ψιλόλιγνος,
ροδαλός, ασπροµάλλης άντρας, κι ο Λάντρυ µε τα χέρια στις τσέπες. Ήταν
µια νύχτα ψυχρή, µ' ένα άσπρο κέλυφος φεγγαριού που έγλειφε ένα σπίτι
εδώ, ένα δρόµο πιο πέρα, κι ακόµα πιο µακριά ένα κοµµάτι ποταµού.
«Τσιγάρο;» είπε ο άνθρωπος προσφέροντας ένα στον Λάντρυ.
«Ευχαριστώ».
Άναψαν κι οι δυό. Ο άνθρωπος κοίταζε το στόµα του Λάντρυ:
«Ψύχρα απόψε».
«Ναι, κάνει ψύχρα».
Και χτύπησαν τα πόδια τους να ζεσταθούν: «Τροµερό δυστύχηµα».
«Τροµερό».
«Τόσοι νεκροί!»
«Τόσοι νεκροί αλήθεια!»
Ο Λάντρυ ένιωθε ανάλαφρος, κάτι σαν ένα ανεπαίσθητο βάρος πάνω
σ' ένα σκαλί. Ο άλλος δε φαινόταν να τον κοιτάζει. Έδειχνε περισσότερο να
τον ακούει, να τον αίσθάνεται. Υπήρχε εδώ µια λεπτή ισορροπία που έκανε
αβάσταχτη την αµηχανία. Ο Λάντρυ λαχταρούσε να το βάλει στα πόδια, να
ξεφύγει απ’ αυτή την παράξενη ισορροπία, από κείνο το ανεπαίσθητο
βάρος που ένιωθε.
«Ονοµάζοµαι Μάκ Λιούρ», είπε ο ασπροµάλλης.
«Είχατε φίλους... ανάµεσα στους νεκρούς;» ρώτησε ο Λάντρυ.
«Όχι. Μια τυχαία γνωριµία. Τροµερό δυστύχηµα».
«Τροµερό».
Η Ισορροπία ανάµεσα τους γινόταν ακόµα πιο λεπτή. Μια κατσαρίδα
ακούστηκε να κατηφορίζει στο δρόµο, στριγκλίζοντας ελαφρά µε τους
δεκαεφτά τροχούς της. Το φεγγάρι φάνταζε σα µια µικρή µακρινή πολιτεία
πάνω απ' τους σκοτεινούς λόφους.
«Ζητώ συγνώµη...» είπε ο Μάκ Λιούρ.
«Παρακαλώ».
«Μπορείτε να µου απαντήσετε σε κάτι;»
«Ευχαρίστως», είπε ο Λάντρυ, και απασφάλισε το µαχαίρι στην
τσέπη του. Έπρεπε να 'ναι έτοιµος.
«Μήπως ονοµάζεστε Λάντρυ;» ρώτησε τέλος ο άνθρωπος.
«Ναι...»
«Γουίλλιαµ Λάντρυ;»
«Ναι...»
«Τότε, είστε αυτός που βγήκε απ' το µνήµα του, απ' το νεκροταφείο
του Σάλεµ προχτές, έτσι δεν είναι;»
«Έτσι είναι...»
«∆όξα τω Θεώ! Σάς βρίσκω επιτέλους Λάντρυ! Πόσο χαίροµαι που
σάς συναντώ! Ψάχναµε να σάς βρούµε εικοσιτέσσερις ολόκληρες ώρες!»
Κι ο άνθρωπος τον έπιασε απ' το χέρι, τον τράβηξε, τον χτύπησε
φιλικά στην πλάτη.
«Τι; ..
Τι κάνετε εκεί;» είπε ο Λάντρυ.
«Θεέ µου, µα γιατί; Γιατί καλέ µου άνθρωπε χαθήκατε ;
Καταλαβαίνετε τι συµβαίνει; Αντιλαµβάνεστε τι φαινόµενο παρουσιάζετε;
Θέλαµε να σας βρούµε, να σας µιλήσουµε!»
Χαµογελούσε ο Μάκ Λιούρ. Έλαµπε ολόκληρος. Άλλη µια χειραψία,
άλλο ένα φιλικό χτύπηµα στην πλάτη: «Φαντάστηκα πως ήσασταν εσείς!»
Είναι τρελός ο άνθρωπος, έκανε µέσα του ο Λάντρυ. Τελείως τρελός.
Εδώ τους ανατίναξα τα Κρεµατόρια, τους σκότωσα ανθρώπους, κι αυτός
µου σφίγγει το χέρι. Ά, είναι τρελός, τρελός!
«Θα 'ρθετε µαζί µου στην Αίθουσα;» είπε ο άνθρωπος, πιάνοντας τον
απ' το µπράτσο.
«Π... ποια αίθουσα;» οπισθοχώρησε ο Λάντρυ.
«Στην Αίθουσα Επιστηµών βέβαια! ∆εν αντιµετωπίζουµε κάθε χρόνο
πραγµατικές περιπτώσεις αιφνίδιας αναστολής των ζωτικών λειτουργιών.
Σε µικρά ζώα ναι, άλλα σε άνθρωπο, σπάνια! Πολύ σπάνια! Θα 'ρθετε;»
«Τι θα γίνει εκεί που θα πάµε;» ρώτησε ο Λάντρυ, µε µάτι που τον
κάρφωνε, γυάλινο. «Τι σηµαίνουν τα λόγια σας;»
«Αγαπητέ µου φίλε! Τι βάζετε λοιπόν στο µυαλό σας;» είπε
ταραγµένος ο άνθρωπος.
«Ξεχάστε το αυτό που είπα. Μόνο γι' αυτό το λόγο θέλετε να µε
δείτε;»
«Πώς θα µπορούσε να υπάρχει άλλος λόγος κύριε Λάντρυ; ∆εν
ξέρετε πόσο χαίροµαι που σάς γνωρίζω!» Χόρευε σχεδόν απ' τη χαρά του ο
ασπροµάλλης άνθρωπος: «Το υποπτευόµουν. Όσο καθόµασταν στη σκάλα.
Εσείς, τόσο χλωµός, τόσο ανοίκειος! Κι έπειτα, ο τρόπος που καπνίζατε το
τσιγάρο σας, κάτι αλλόκοτο υπήρχε στον τρόπο που καπνίζατε, κι ένα
σωρό άλλες λεπτοµέρειες, όλες πρωτόφαντες, καταπληκτικές. Μα είστε
εσείς, έ σ ε ί ς ! ∆εν κάνω λάθος!»
«Ναι, είµ' εγώ. Ο Γουίλλιαµ Λάντρυ», είπε αυτός ξερά.
«Καλέ µου φίλε! Ελάτε µαζί µου λοιπόν!»
Η κατσαρίδα έτρεχε µε µεγάλη ταχύτητα µέσα στους δρόµους του
πρωινού. Ο Μάκ Λιούρ µιλούσε γρήγορα. Ο Λάντρυ άκουγε, καθισµένος
πλάι του, κατάπληκτος, πλάι σε τούτο τον ανισόρροπο, τον Μάκ Λιούρ,
παίζοντας µαζί του το τελευταίο χαρτί! Πλάι σε τούτο τον ηλίθιο
επιστήµονα, η ό,τι διάολο ήταν, που τον δεχόταν όχι σαν ύποπτο φορτίο
πλάι του, όχι σα φονική µονάδα. Ω, όχι! Εντελώς το αντίθετο! Τον
θεωρούσε απλώς σα µια περίπτωση αιφνίδιας αναστολής των ζωτικών
λειτουργιών! ∆ιόλου σαν επικίνδυνο πλάσµα. Κάθε άλλο παρά αυτό!
«Και βέβαια!» ξεφώνισε ο Μάκ Λιούρ, µ' ένα µικρό γελάκι : «∆εν
ξέρατε που να πάτε, σε ποιόν ν' απευθυνθείτε. Ήταν κάτι εντελώς
απίστευτο για σας».
«Ναι».
«Είχα µια προαίσθηση πως θα σάς έβρισκα εδώ απόψε, στο
νεκροτοµείο», είπε ο Μάκ Λιούρ πανευτυχής.
«Α!» έκανε µορφάζοντας ο Λάντρυ.
«Βέβαια, βέβαια! ∆εν µπορώ να το εξηγήσω. Μα εσείς, πως να το
πω! Εσείς, οι Παλιοί Άµερικανοί! Είχατε κάτι αλλόκοτες ιδέες για το
θάνατο. Και περάσατε τόσο µεγάλο χρονικό διάστηµα ανάµεσα στους
νεκρούς. Προαισθανόµουν ότι θα σάς τραβούσε το δυστύχηµα, θα σας
έβγαζε πάλι στο φως, το δυστύχηµα, το νεκροτοµείο, όλα τούτα! ∆εν είναι
βέβαια εντελώς λογικό. Στην πραγµατικότητα είναι ανοησία τούτη η
προαίσθηση. Προαίσθηση και τίποτ' άλλο. Σιχαίνοµαι τα αίσθήµατα και τις
προαισθήσεις, µα έτσι ένιωσα. Ήρθα σε µια κατάσταση... πως θα τη λέγατε
εσείς; Αυθυποβολής! Έτσι δε θα τη λέγατε;»
«Θα µπορούσατε να το πείτε κι έτσι».
«Και σάς βρήκα στ' αλήθεια!»
«Και µε βρήκατε», είπε ο Λάντρυ.
«Μήπως πεινάτε;»
«Έφαγα...»
«Πώς κατορθώσατε να κυκλοφορείτε;»
«Έκανα ώτοστόπ».
«Κάνατε τ ί ;»
«Σταµατούσα στο δρόµο τ' αυτοκίνητα κι oι άνθρωποι µε παίρνανε
µαζί τους».
«Θαυµάσιο».
«Το φανταζόµουν ότι θα σας φαινόταν έτσι», είπε ο Λάντρυ, και
κοίταξε έξω τα σπίτια που περνούσαν µε µεγάλη ταχύτητα: «Βρισκόµαστε
λοιπόν στην εποχή των διαπλανητικών ταζιδιών, αν δεν κάνω λάθος».
«Όχι ακριβώς. Ταζιδεύουµε στον Άρη εδώ και σαράντα χρόνια».
«Εκπληκτικό! Και κείνα τα τεράστια φουγάρα, εκείνοι οι πύργοι στο
κέντρο της κάθε πόλης;»
«Εκείνα... ∆εν έχετε ακούσει; Είναι τα Κρεµατόρια. Μα, βέβαια,
στην εποχή σας δεν είχατε τέτοια πράγµατα. Πώς να τα ξέρετε! Έχουµε
τραβήγµατα µε δαύτα. Μια έκρηξη στο Σάλεµ και µια άλλη εδώ, µέσα σε
σαρανταοχτώ ώρες. Κάτι θέλατε να πείτε, έτσι µου φάνηκε».
«Σκεφτόµουν...», είπε ο Λάντρυ, «πόσο τυχερός στάθηκα που βγήκα
απ' τον τάφο µου. Θα µπορούσατε ωραιότατα να µε ρίξετε και µένα σ' ένα
απ' αυτά τα Κρεµατόρια σας, και να µε κάνετε στάχτη».
«Πραγµατικά».
Ο Λάντρυ έπαιζε τα δάχτυλα του πάνω στους µετρητές της
κατσαρίδας. ∆ε θα 'φευγε για τον Άρη. Τα σχέδια του άλλαξαν. Αν τούτος ο
ανισόρροπος αρνιόταν να παραδεχτεί µια πράξη βίας, όταν την ανακάλυπτε
ξαφνικά, τότε άστον να εξακολουθεί να 'ναι ανισόρροπος. Αν δεν
µπορούσαν να συσχετίσουν τις δυό εκρήξεις µ' έναν άνθρωπο που
σηκώθηκε απ' τον τάφο του, τόσο το καλύτερο γι' αυτόν. Ας τους να ζουν
στις αυταπάτες τους. Αν δεν µπορούσαν να φανταστούν πως είναι δυνατό
να υπάρχει ένα βρώµικο πλάσµα, αποκρουστικό και δολοφονικό, ο θεός ας
τους φυλάει.
Ο Λάντρυ έτριψε τα χέρια του ικανοποιηµένος. Όχι, όχι ακόµα
Λάντρυ αγόρι µου, µη φύγεις ακόµα για τον Άρη! Πρώτα, θα δούµε τι
καταστροφή µπορούµε να προκαλέσουµε απ' τα µέσα. Έχουµε όλο τον
καιρό µπροστά µας. Τα Κρεµατόρια µπορούν να περιµένουν µια δυό
βδοµάδες ακόµα. Χρειάζεται ευελιξία ξέρεις. Η οποιαδήποτε έκρηξη,
αµέσως µετά απ' τις προηγούµενες, θα µπορούσε να δηµιουργήσει πλήθος
σκέψεων.
Ο Μάκ Λιούρ φλυαρούσε ακράτητος.
«Βέβαια, δε θα χρειαστεί να υποβληθείτε αµέσως σε εξέταση.
Χρειάζεστε ανάπαυση. Θα ρθείτε µαζί µου, στο σπίτι µου».
«Ευχαριστώ. Αλλά δεν έχω καµιά διάθεση να υποστώ εξετάσεις.
Καθετηριάσεις και τραβολογήµατα. Έχουµε χρόνο µπροστά µας. Σε µια
δυό βδοµάδες...»
Σταµάτησαν µπροστά σ' ένα σπίτι κι ανέβηκαν.
«Θέλετε βέβαια να κοιµηθείτε».
«Κοιµόµουν αιώνες. Χαίροµαι που 'µαι ξύπνιος. ∆ε νιώθω καθόλου
κουρασµένος».
«Ωραία». Ο Μάκ Λιούρ άνοιξε και µπήκαν κι οι δυό στο σπίτι. Αυτός
κατευθύνθηκε στο µπαρ: «Ένα ποτό θα µάς τονώσει».
«Σερβιριστείτε εσείς», είπε ο Λάντρυ: «Έγώ θα πιω αργότερα. Θα
'θελα µόνο να καθίσω».
«Οπωσδήποτε», είπε ο Μάκ Λιούρ, κι άρχιζε τώρα να φτιάχνει ένα
κοκταίηλ για τον εαυτό του. Κοίταζε ολόγυρα το δωµάτιο, κοίταζε και τον
Λάντρυ, σταµάτησε για µια στιγµή µε το ποτό στο χέρι, έγειρε το κεφάλι
του στη µια µεριά, κι έφερε τη γλώσσα στο µάγουλο του. Έπειτα
ανακάτωσε το ποτό. Βάδισε αργά σε µια πολυθρόνα και κάθισε ρουφώντας
ήρεµα το ποτό του. Έδειχνε πως κάτι άκουγε: «Υπάρχουν τσιγάρα στο
τραπέζι», είπε.
«Ευχαριστώ». Ο Λάντρυ πήρε ένα, το άναψε, κι άρχισε να το
καπνίζει. Πέρασε λίγη ώρα δίχως να πει ούτε µια λέξη.
Όλα µου έρχονται βολικά, σκέφτηκε ο Λάντρυ. Θα 'πρεπε ίσως να
τον σκοτώσω και να το σκάσω. Προς το παρόν, είναι ο µόνος άνθρωπος
που µ' εντόπισε. Ίσως να 'ναι και παγίδα όλα τούτα. Ίσως να καθόµαστε
εδώ περιµένοντας απλούστατα την αστυνοµία, ή ό,τι διάβολο
χρησιµοποιούν γι' αστυνοµία αυτή την εποχή. Κοίταξε τον Μάκ Λιούρ.
Όχι. ∆εν περίµεναν την αστυνοµία. Κάτι άλλο περίµεναν.
Ούτε κι ο Μάκ Λιούρ µιλούσε. Κοίταζε µόνο το πρόσωπο του
Λάντρυ, τα χέρια του Λάντρυ. Κοίταξε και το στήθος του Λάντρυ, ώρα
πολλή, µε µια ήρεµη ενατένιση. Συνέχιζε να πίνει το ποτό του. Κοίταζε
τώρα τα πόδια του Λάντρυ.
Στο τέλος είπε: «Πού βρήκατε τα ρούχα;» «Ζήτησα ρούχα από
κάποιον και µου 'δωσαν αυτά τα πράγµατα. Καλοραµµένα πάντως».
«Μ' αυτό τον τρόπο θ' ανακαλύψετε πως έχουν τα πράγµατα στον
κόσµο µας. Άλλο δεν έχετε, παρά να ζητάτε».
Ο Μάκ Λιούρ σώπασε γι' άλλη µια φορά. Κουνούσε µόνο τα µάτια
του. Τα µάτια του και τίποτ' άλλο. Μια δυό φορές σήκωσε το ποτήρι του να
πιει.
Κάπου µακριά, ακούστηκε να χτυπά ένα µικρό ρολόι.
«Μιλείστε µου για σας κύριε Λάντρυ».
«∆εν έχω τίποτε σηµαντικό να σας πω».
«Είστε µετριόφρων».
«Μπα! Εσείς γνωρίζετε το παρελθόν. Εγώ δεν ξέρω τίποτε για το
µέλλον, η µάλλον θα 'πρεπε να πω "για το σήµερα", και για το χτές. ∆ε
µαθαίνεις και πολλά πράγµατα µέσα σ' ένα φέρετρο».
Ο Μάκ Λιούρ δε µιλούσε. Άξαφνα έσκυψε µπροστά στο κάθισµα
του, έπειτα ακούµπησε πίσω και κούνησε το κεφάλι του.
∆ε θα µε υποπτευτούν ποτέ, σκέφτηκε ο Λάντρυ. ∆εν είναι
προληπτικοί, απλούστατα δεν µπορούν να πιστέψουν σ' ένα νεκρό που
περπατάει. Συνεπώς, δε διατρέχω κανένα κίνδυνο. Θα υποστώ την ιατρική
εξέταση. Είναι ευγενικοί. ∆ε θα ασκήσουν βία εναντίον µου.
∆ε θα µ' εξαναγκάσουν. Θα χρησιµοποιήσω έτσι τα πράγµατα, ώστε
να µπορέσω να φτάσω στον Άρη. Έπειτα απ' αυτό, τα µνήµατα της δικής
µου εποχής, και το σχέδιο. Θεέ µου, πόσο απλό είναι. Και πόσο αφελείς
τούτοι δω.
Ο Μάκ Λιούρ κάθησε αµίλητος µες στο δωµάτιο για πέντε ολόκληρα
λεπτά. Είχε αισθανθεί να τον σκεπάζει µια παγωνιά. Το χρώµα έφευγε αργά
απ' το πρόσωπο του, όπως βλέπεις να χάνεται το χρώµα του φαρµάκου
καθώς πιέζεις το λαστιχάκι του σταγονόµετρου. Έσκυψε µπροστά δίχως να
λέει τίποτε, και πρόσφερε άλλο τσιγάρο στον Λάντρυ.
«Ευχαριστώ», είπε ο Λάντρυ και το πήρε. Ο Μάκ Λιούρ
ξαναβυθίστηκε στο κάθισµα του, και σταύρωσε τα πόδια του. ∆εν κοίταζε
τον Λάντρυ, κι όµως ήταν σα να τον κοίταζε. Η αίσθηση του αδιόρατου
βάρους και της λεπτής ισορροπίας ξαναγύρισε. Ο Μάκ Λιούρ φαινόταν σαν
ένας ψιλόλιγνος αφέντης κυνηγόσκυλων που άκουγε κάτι... κάτι παράξενο,
τέτοιο που κανείς άλλος δεν µπορούσε ν' ακούσει. Ο Μάκ Λιούρ φαινόταν
ν' ακούει µ' εντατική προσοχή, πασχίζοντας να συλλάβει µε τις ευαίσθητες
κεραίες του κάποιο ανεπαίσθητο σφύριγµα. Άκουγε µε τα µάτια του, και µε
το µισάνοιχτο στόµα του, στόµα στεγνό, και µε τα ρουθούνια του ν'
ανοιγοκλείνουν µε δύναµη και να τον πονούν.
Το 'βλεπε καθαρά. Ο Λάντρυ ρουφούσε το τσιγάρο, ρουφούσε το
τσιγάρο, ρουφούσε το τσιγάρο και µετά, όπως τόσες φορές, ξεφυσούσε,
ξεφυσούσε, ξεφυσούσε. Ο Μάκ Λιούρ έµοιαζε µ' ένα λιγνό, κοκκινοτρίχικο
σκυλί που άκουγε, κι άκουγε προσεχτικά µ' ένα γυάλινο µάτι απ' τη µια
µεριά, συγκεντρώνοντας την προσοχή του σε κείνο το χέρι που ήταν τόσο
µικροσκοπικό που µόνο το αισθανόσουν, όπως θα αισθανόσουν το
ανεπαίσθητο σφύριγµα µε κάτι απ' το µυαλό σου πιο βαθύ, πέρα απ' τα
µάτια, κι απ' το ρουθούνι, κι απ’ τ' αφτί.
Το δωµάτιο ήτανε βυθισµένο σε µια τέτοια σιγή, που άκουγες τον
καπνό του τσιγάρου να βγάζει κάτι σαν ανεπαίσθητο ήχο καθώς ανέβαινε
στο ταβάνι. Ο Μάκ Λιούρ ήταν θερµόµετρο, ήτανε κλίµακα χηµική, ήτανε
κυνηγόσκυλο, ήτανε στυπόχαρτο, αντένα. Ήταν όλ' αυτά. Ο Λάντρυ έµενε
ασάλευτος. Ίσως τούτη η αίσθηση να περνούσε. Όπως είχε περάσει και
πριν. Ο Μάκ Λιούρ έµεινε ακίνητος για πολλή ώρα, κι έπειτα, δίχως λέξη
να πει, έγνεφε προς το µπουκάλι µε το τσέρυ. Το ίδιο σιωπηλά, ο Λάντρυ
αρνήθηκε. Κάθονταν κι οι δυό κοιτάζοντας, όχι όµως ο ένας τον άλλο,
κοιτάζοντας µακριά, πάλι και πάλι.
Ο Μάκ Λιούρ µαρµάρωνε σιγά σιγά. Ο Λάντρυ είδε να χλωµιάζει το
χρώµα σε κείνα τα ρουφηγµένα µάγουλα, και σε κείνο το χέρι που έσφιγγε
το ποτήρι µε το τσέρυ, κι είδε µια επίγνωση να ζωγραφίζεται σε κείνα τα
µάτια, να µείνει επιτέλους, και να µη φύγει ποτέ.
Ο Λάντρυ δεν έκανε καµιά κίνηση. ∆εν µπορούσε να κάνει. Όλα
τούτα είχαν µια τέτοια γοητεία, που το µόνο που ήθελε ήταν να δει, ν'
ακούσει τι θα συνέβαινε µετά. Από δω και πέρα, ο κλήρος έπεφτε στον
Μάκ Λιούρ.
Κι είπε ο Μάκ Λιούρ: «Στην αρχή σκέφτηκα πως ήταν η πρώτη
ψύχωση που γνώρισα ποτέ. Εννοώ εσάς. Σκέφτηκα, έχει πείσει τον εαυτό
του, ο Λάντρυ έχει πείσει τον εαυτό του, είναι εντελώς φρενοβλαβής,
έπεισε ο ίδιος τον εαυτό του να κάνει όλ' αυτά τ' ασήµαντα πράγµατα». Ο
Μάκ Λιούρ µιλούσε σα να βρισκόταν σε κατάσταση ονείρου, και συνέχισε
να µιλά και δε σταµατούσε.
«Έλεγα µέσα µου: σκόπιµα δεν αναπνέει απ' τη µύτη. Πρόσεξα τα
ρουθούνια σας Λάντρυ. Μια ώρα τώρα, και οι µικρές τριχίτσες στα
ρουθούνια σας δεν κουνήθηκαν ούτε µια φορά. Αυτό όµως δεν αρκούσε.
Ήταν ένα γεγονός που το κράτησα στα υπόψη. ∆εν αρκούσε. Αναπνέει απ'
το στόµα του, είπα, σκόπιµα. Κι έπειτα σας έδωσα τσιγάρο. Κι εσείς το
πήρατε κι αρχίσατε να ρουφάτε τον καπνό και να ξεφυσάτε, να ρουφάτε
και να ξεφυσάτε. Ούτ' ένα µόριο δεν έβγαινε απ' τη µύτη σας. Κι είπα στον
εαυτό µου, πολύ καλά, εντάξει. Ο Λάντρυ δεν εκπνέει. Κι είναι φοβερό
αυτό; Είναι ικανό να µε βάλει σε υποψίες; Ό,τι γίνεται, γίνεται µε το στόµα.
Κι έπειτα κοίταξα το στήθος σας. Το πρόσεξα καλύτερα. ∆εν κουνήθηκε
ούτε για µια στιγµή. Ούτε πάνω, ούτε κάτω. Τίποτε! Έχει πείσει τον εαυτό
του, έλεγα µέσα µου. Έχει πείσει τον εαυτό του για όλα τούτα. ∆εν κουνάει
το στήθος του, παρά µόνο αργά, όταν νοµίζει πως δεν τον κοιτάζεις. Να τι
έλεγα µέσα µου».
Τα λόγια έπεφταν ακατάπαυστα µες στο δωµάτιο, πάντα, σαν ένα
όνειρο: «Κι έπειτα σας πρόσφερα ποτό. Όµως δεν πίνετε και σκέφτηκα, δεν
πίνει, έτσι σκέφτηκα. Τι τροµερό υπάρχει σ' αυτό; Και πρόσεχα, και σας
παρατηρούσα κάθε στιγµή. Ο Λάντρυ κρατάει την αναπνοή του, ο Λάντρυ
εξαπατά τον εαυτό του. Μα τώρα, µάλιστα, τώρα το καταλαβαίνω πάρα
πολυ καλά. Ξέρω πως είναι. Ξέρετε πως το ξέρω; Θα σάς πω. ∆εν ακούω
ανάσα στο δωµάτιο. Περιµένω, περιµένω και δεν ακούω τίποτε. Μήτε
χτύπο καρδιάς, µήτε εισπνοή από πνεύµονες. Είναι τόσο σιωπηλό το
δωµάτιο! Βλακείες, θα 'λεγε κανείς, όµως εγώ ξέρω. Στο Κρεµατόριο...
ξέρω! Υπάρχει µια διαφορά. Μπαίνεις σ' ένα δωµάτιο και βλέπεις έναν
άνθρωπο ξαπλωµένο σ' ένα κρεβάτι, και ξέρεις αµέσως, απ' την πρώτη
στιγµή, αν σε κοιτάξει και σου µιλήσει, η αν δε σου ξαναµιλήσει ποτέ πια.
Γελάστε αν θέλετε, όµως µπορεί να ξεχωρίσει κανείς τη διαφορά.
Πρόκειται για κάτι θείο. Είναι το σφύριγµα που ακούει ο σκύλος, όταν
κανένα ανθρώπινο πλάσµα δεν µπορεί να τ' ακούσει. Είναι το τικ τακ του
ρολογιού, που απ' το πολύ να χτυπάει, δεν το προσέχεις πια. Ο άνθρωπος
έχει την αίσθηση του χώρου, όταν ζ ε ί στο χώρο αυτό. Όταν είναι νεκρός
δεν έχει καµιά αίσθηση κανενός χώρου».
Ο Μάκ Λιούρ έκλεισε για λίγο τα µάτια του. Απόθεσε πλάι του το
ποτήρι µε το τσέρυ. Περίµενε για µια στιγµή.
Πήρε το τσιγάρο του, τράβηξε µια ρουφηξιά, και τ' ακούµπησε σ' ένα
µαύρο σταχτοδοχείο.
«Είµαι µόνος µέσα σ' αυτό το δωµάτιο», είπε.
Ο Λάντρυ έµεινε ασάλευτος.
«Είσαι πεθαµένος Λάντρυ», είπε ο Μάκ Λιούρ: «∆εν είναι κάτι που
το υπαγορεύει το µυαλό µου, γιατί δεν ξέρει πως είσαι πεθαµένος. Κάτι
τέτοιο δεν ανήκει στη γνωστική σφαίρα. Είναι κάτι που έρχεται βαθιά απ'
τίς αισθήσεις, απ' το υποσυνείδητο. Στην αρχή σκέφτηκα: ο άνθρωπος
αυτός νοµίζει πως είναι πεθαµένος, ν ο µ ί ζ ε ι πως σηκώθηκε απ' τον τάφο
του, νοµίζει πως είναι βρυκόλακας. ∆εν είναι λογικό; Έτσι δε θα νόµιζε
οποιοσδήποτε άνθρωπος, που θα 'ταν θαµµένος τόσους αιώνες, και
σηκωνόταν απ' τον τάφο του µέσα σ' ένα πολιτισµό γεµάτο άγνοια και
προλήψεις; Έτσι δε θα πίστευε απ' τη στιγµή που σηκωνόταν απ' τον τάφο;
Ναι, είναι απολύτως λογικό. Ο άνθρωπος αυτός έχει υπνωτίσει τον εαυτό
του, κι έχει υποτάξει τις σωµατικές του λειτουργίες µε τέτοιο τρόπο, ώστε
ούτε για µια στιγµή να µην επέµβουν στην αυταπάτη του, στη µεγάλη
παράνοια του. Ρυθµίζει την ανάσα του. Λέει στον εαυτό του: δεν µπορώ ν'
ακούσω την ανάσα µου, άρα είµαι νεκρός. Ο εσωτερικός του νους ελέγχει
τον ήχο της αναπνοής. ∆εν επιτρέπει στον εαυτό του να φάει, ούτε να πιει.
Αυτά τα πράγµατα πιθανό να κάνει µες στον ύπνο του, µ' ένα µέρος απ' το
µυαλό του, κρύβοντας τις ενδείξεις γι' αυτή την ανθρώπινη ουσία του, απ'
το έξαπατώµενο µυαλό του άλλων εποχών».
Ο Μάκ Λιούρ τέλειωνε τώρα το µονόλογο του: «Έκανα λάθος. ∆εν
είσαι φρενοβλαβής. ∆εν εξαπατάς τον εαυτό σου. Ούτε εµένα. Όλ' αυτά
είναι πάρα πολύ εξωλογικά και — οφείλω να το παραδεχτώ — σχεδόν
τροµαχτικά. Αναρωτιέµαι πως να αισθάνεσαι άραγε! Αισθάνεσαι άνετα,
αισθάνεσαι... ωραία νοµίζοντας πως µε τροµοκρατείς; ∆εν µπορώ να σε
κοιτάξω πουθενά. Είσαι πολύ αλλόκοτος άνθρωπος Λάντρυ. Και χαίροµαι
πολύ που σε συνάντησα. Είµαι σίγουρος ότι θα κάνω µια ενδιαφέρουσα
εισήγηση».
«Υπάρχει τίποτε το επιλήψιµο που 'µαι νεκρός;» είπε ο Λάντρυ:
«Είναι έγκληµα να 'ναι κανείς νεκρός;»
«Πρέπει να παραδεχτείς ότι είναι φοβερά ασυνήθιστο».
«Εννοώ... µέχρι τούτη την ώρα, είναι έγκληµα;» είπε ο Λάντρυ.
«∆εν είχαµε έγκληµα µέχρι στιγµής... Θέλουµε φυσικά να σ'
εξετάσουµε, ν' ανακαλύψουµε πως συνέβη... Μοιάζει µε κείνο το φάρµακο,
που αδρανεί τη µια στιγµή, και την επόµενη µετατρέπεται σε ζωντανό
κύτταρο. Ποιος µπορεί να πει πού και τι συνέβη σε τι; Εσύ αποτελείς αυτή
την απιθανότητα. Έναν φρενοβλαβή, απλώς τον αποβάλλεις».
«Θα µ' αφήσετε ελεύθερο όταν τελειώσετε τις εξετάσεις σας;»
«∆ε θα σε υποχρεώσει κανείς. Αν δε θέλεις να εξεταστείς, δε θα
εξεταστείς. Ελπίζω όµως ότι θα βοηθήσεις προσφέροντας µας τις υπηρεσίες
σου».
«Μπορεί», είπε ο Λάντρυ.
«Πες µου όµως», είπε ο Μάκ Λιούρ: «Τι δουλιά είχες στο
νεκροτοµείο;»
«∆εν είχα καµιά δουλιά».
«Όταν µπήκα στην αποθήκη σ' άκουσα να µιλάς».
«Απλώς, ήµουν περίεργος».
«Λες ψέµατα. Κι αυτό είναι κακό, πολύ κακό κύριε Λάντρυ. Είναι
πολύ καλύτερη η αλήθεια. Κι η αλήθεια είναι, αν δεν κάνω λάθος, ότι είσαι
πεθαµένος κι ότι, όντας ο µόνος πεθαµένος πάνω στη γη, ένιωθες µόνος.
Και για να µη νιώθεις µόνος σκότωσες όλους εκείνους τους ανθρώπους.
Για να 'χεις συντροφιά!»
«Πώς βγαίνει αυτό;»
Γέλασε ο Μάκ Λιούρ: «Λογικά, αγαπητέ µου φίλε. Άφ' ης στιγµής
έµαθα πως ήσουνα πραγµατικά νεκρός, πριν από λίγο, πραγµατικά ένας...
— πως τον λένε! — ένας βρυκόλακας (τι ανόητη λέξη!), σε συσχέτισα
αµέσως µε τις εκρήξεις στα Κρεµατόρια. Πριν απ' αυτό, δεν είχα κανένα
λόγο να κάνω τέτοιο συσχετισµό. Αφ' ής στιγµής όµως υπήρχε το ένα
σκέλος του συλλογισµού, το γεγονός ότι ήσουνα νεκρός, αυτό απλοποιούσε
τα πράγµατα ως το σηµείο να µαντέψει κανείς τη µοναξιά σου, το µίσος
σου, τη ζήλια σου κι όλα τα ταπεινά κίνητρα ενός περιφερόµενου
πτώµατος. Και δε χρειάστηκε παρά µονάχα µια στιγµή να δει κανείς να
τινάζονται στον αέρα τα Κρεµατόρια, για να σε φέρει αµέσως στο νού του,
έτσι όπως περιφερόσουνα στο νεκροτοµείο, ζητώντας βοήθεια, ψάχνοντας
για φίλους και γι' ανθρώπους σαν εσένα, προκειµένου όλοι εσείς...»
«Άι στο διάβολο!» φώναξε ο Λάντρυ και πήδησε απ' το κάθισµα του.
Ενώ λίγα βήµατα τον χώριζαν πια απ' τον άλλο, ο Μάκ Λιούρ έκανε
στροφή και το 'βάζε στα πόδια να κρυφτεί εκσφενδονίζοντας µε δύναµη
την µπουκάλα µε το τσέρυ. Ο Λάντρυ, προς µεγάλη απελπισία του,
κατάλαβε πως σαν ηλίθιος είχε αφήσει να του ξεφύγει η µοναδική ευκαιρία
να σκοτώσει τον Μάκ Λιούρ. Θα 'πρεπε να το 'χει κάνει πολύ νωρίτερα. Ο
φόνος ήταν το ένα και µοναδικό όπλο του Λάντρυ, η δικλείδα ασφαλείας
του. Αν οι άνθρωποι σε µια κοινωνία δε σκότωναν ποτέ ο ένας τον άλλο,
πολύ περισσότερο δε θα µπορούσαν να υποπτευτούν ο ένας τον άλλο.
Μπορούσες οποιονδήποτε να πλησιάσεις από δαύτους, και να τον
σκοτώσεις.
«Έλα δω! !» είπε ο Λάντρυ, και τράβηξε το µαχαίρι.
Ο Μάκ Λιούρ είχε ταµπουρωθεί πίσω από µια πολυθρόνα. Η ιδέα της
φυγής, της προστασίας, η ιδέα της πάλης ήταν κάτι τελείως καινούργιο γι
αυτόν. Είχε µια µερική γνώση αυτής της ιδέας, η τύχη όµως ήτανε µε το
µέρος του Λάντρυ, αν ήθελε ο Λάντρυ να τη χρησιµοποιήσει.
«Μή! Μην το κάνεις!» ικέτεψε ο Μάκ Λιούρ αρπάζοντας µια
καρέκλα κι υψώνοντας την εµπόδιο ανάµεσα σ' αυτόν και τον άλλο που τον
πλησίαζε απειλητικά: «Θέλεις λοιπόν να µε σκοτώσεις. Παράδοξο, αλλά
αληθινό. ∆εν µπορώ να το καταλάβω. Θέλεις να µε κοµµατιάσεις µ' αυτό
το µαχαίρι, η µε κάτι ανάλογο, κι από µένα εξαρτάται να σ' εµποδίσω να
κάνεις τέτοιο αλλόκοτο πράγµα».
«Θα σε σκοτώσω!» του ξέφυγε του Λάντρυ. Κι ο Λάντρυ
βλαστήµησε τον εαυτό του. Ήταν το χειρότερο που θα µπορούσε να πει.
Ο Λάντρυ, µ' ένα χτύπηµα, πέταξε πέρα την καρέκλα, και χύµηξε
πάνω στον Μάκ Λιούρ.
Ο Μάκ Λιούρ φέρθηκε πολύ λογικά: «∆ε θα σ' ωφελήσει σε τίποτα
να µε σκοτώσεις. Το ξ έ ρ ε ι ς!» Κι άρχισαν να παλεύουν και να
χτυπιούνται σ' ένα άγριο στροβίλισµα. Τραπέζια αναποδογυρίστηκαν
σκορπίζοντας εδώ και κει χίλια δυό µικρά αντικείµενα.
«∆ε µε νοιάζει!» κραύγασε ο Λάντρυ.
«∆εν κατάφερες τίποτα µε κείνους τους πεθαµένους!»
«∆ε µε νοιάζει!» ξεφώνισε ο Λάντρυ.
«Άκου δω», είπε ο Μάκ Λιούρ λογικά: «∆ε θα υπάρξει ποτέ πια
κανείς σαν εσένα, ποτέ! ∆εν έχει νόηµα».
«Τότε θα σας ξεκάνω όλους, όλους!» κραύγασε ο Λάντρυ.
«Και µετά; Πάλι µόνος σου θα 'σαι, και δε θα υπάρχει κανείς σαν
εσένα».
«Θα φύγω για τον Άρη. Έχουνε τάφους εκεί. Θα βρω πιο πολλούς
σαν εµένα!»
«Όχι», είπε ο Μάκ Λιούρ: «Το εκτελεστικό διάταγµα δηµοσιεύτηκε
χτες. Όλοι οι τάφοι θ' αδειάσουν, και τα πτώµατα θ' αποτεφρωθούν την
ερχόµενη βδοµάδα».
Έπεσαν κι οι δυό στο πάτωµα. Ο Λάντρυ άρπαξε τον Μάκ Λιούρ απ'
το λαιµό.
«Μή, σε παρακαλώ!» είπε ο Μάκ Λιούρ: «∆ε βλέπεις; Θα
πεθάνεις!»
«Τι θές να πεις;» ξεφώνισε ο Λάντρυ.
«Θα µάς σκοτώσεις όλους, έτσι; Κι έπειτα θα µείνεις µόνος, θα
πεθάνεις! Το µίσος θα πεθάνει. Αυτό το µίσος είναι που σε παρακίνησε,
τίποτ' άλλο! Αυτή η ζήλια σε παρακινεί. Τίποτ' άλλο! Θα πεθάνεις,
αναπόφευκτα. ∆εν είσαι αθάνατος. ∆εν είσαι καν ζωντανός! ∆εν είσαι
τίποτ' άλλο έξω από 'να περιφερόµενο µίσος».
«∆ε µε νοιάζει!» κραύγασε ο Λάντρυ, κι άρχισε µε το 'να χέρι να του
σφίγγει το λαιµό, χτυπώντας το κεφάλι του µε τ' άλλο, σκύβοντας πάνω απ'
το ανυπεράσπιστο κορµί. Ο Μάκ Λιούρ τον κοίταζε µε µάτια που πέθαιναν
σιγά σιγά.
Η εξώπορτα άνοιξε. ∆υό άντρες µπήκαν µέσα.
«Συγνώµη», είπαν: «Τι γίνετ' εδώ; Καινούργιο παιχνίδι;»
Ο Λάντρυ αναπήδησε κι άρχισε να τρέχει.
«Ναι, καινούργιο παιχνίδι!;; είπε ο Μάκ Λιούρ, πασχίζοντας να
σηκωθεί: «Πιάστε τον και κερδίζετε!»
Ο Λάντρυ έπεσε στα χέρια τους: «Κερδίζουµε», είπαν.
«Αφήστε µε!» φώναξε ο Λάντρυ, και τους χτύπησε στο πρόσωπο.
Αίµα.
«Κρατάτε τον γερά! Μην τον αφήνετε!» στρίγκλισε ο Μάκ Λιούρ.
Αύτοί τον κράτησαν.
«Σκληρό παιχνίδι πάντως», είπε ο ένας απ' αυτούς. «Τώρα
κάνουµε!»
τι
Η κατσαρίδα κατέβαινε σφυρίζοντας το γυαλιστερό δρόµο. Βροχή
έπεφτε απ' τον ουρανό, κι ο άνεµος ριπίδιζε τα σκουροπράσινα βρεµένα
δέντρα. Μέσα στην κατσαρίδα, ο Μάκ Λιούρ, µε τα χέρια στο µισοφέγγαρο
του βολάν, µιλούσε. Συριχτή η φωνή του, ένας ψίθυρος, κάτι φερµένο από
τον ύπνο. Οι άλλοι δυό κάθονταν στο πίσω κάθισµα. Ο Λάντρυ καθόταν κι
αυτός, ή µάλλον κείτονταν, στο µπροστινό κάθισµα, µε το κεφάλι ριγµένο
πίσω, τα µάτια µισάνοιχτα, και µε το πράσινο φως απ' τα καντράν να του
φωτίζει από κάτω τα µάγουλα. Το στόµα του ηρεµούσε. Σώπαινε.
Ο Μάκ Λιούρ µιλούσε ήρεµα και λογικά, για τη ζωή και για την
κίνηση, για το θάνατο και την ακινησία, για τον ήλιο, και για κείνο το µέγα
ήλιο που λεγόταν Κρεµατόριο, για το αδειανό νεκροταφείο, για το µίσος,
και πως το µίσος έζησε και κατόρθωσε να στήσει ορθό στα δυό του πόδια
ένα πτώµα και να το κάνει να περπατήσει, και πόσο όλα τούτα ήταν
παράλογα, παράλογα, παράλογα. Ήσουν νεκρός, νεκρός, νεκρός, και τίποτ'
άλλο, άλλο, άλλο. Γιατί να προσπαθείς να γίνεις κάτι άλλο, άλλο, άλλο; Το
αυτοκίνητο µουρµούριζε πάνω στον κινούµενο δρόµο. Και η βροχή
χτυπούσε απαλά το παρ µπρίζ. Στο πίσω κάθισµα µιλούσαν χαµηλόφωνα
οι δυό άντρες. Πού πήγαιναν, που πήγαιναν, που πήγαιναν; Στο
Κρεµατόριο βέβαια. Ο καπνός του τσιγάρου υψώνονταν αργά στον αέρα,
σπειρωτός. σχηµατίζοντας γκρίζες θηλιές και δαχτυλίδια. Είσαι νεκρός κι
οφείλεις να το παραδεχτείς.
Ο Λάντρυ έµενε ασάλευτος. Ήταν µια µαριονέτα, µε τους σπάγκους
κοµµένους Υπήρχε µόνο κάπου στο βάθος της καρδιάς του ένα
ανεπαίσθητο µίσος, µέσα στα µάτια του υπήρχε, σα δυό δίδυµα κάρβουνα,
που λαµπύριζε αδύναµα καθώς έσβηνε.
Είµαι ο Πόε, συλλογιζόταν ο Λάντρυ. Είµαι ό,τι απόµεινε απ' τον
Έντγκαρ Άλλαν Πόε, κι είµαι ό,τι απόµεινε απ' τον Αµβρόσιο Μπήρς, κι
ό,τι απόµεινε πια από 'ναν άνθρωπο ονόµατι Λόβεκραφτ. Είµαι µια γκρίζα
νυχτερίδα µε δόντια κοφτερά, κι είµαι ένας αποτρόπαιος µαύρος και
τετράγωνος µονόλιθος. Είµαι ο Όσιρις κι ο Βάαλ και το Πνεύµα. Είµαι η
Βίβλος των Νεκρών. Είµαι ο Οίκος των Άσερ που γκρεµίζεται τυλιγµένος
στις φλόγες. Είµαι ο Κόκκινος Θάνατος. Είµαι ο άνθρωπος που
εντοιχίστηκε µες στα υπόγεια µ' ένα βαρέλι του Άµοντιγιάδο... Είµ' ένας
σκελετός που χορεύει. Είµ' ένα φέρετρο, είµ' ένα σάβανο, είµαι το φώς µιας
αστραπής στα παράθυρα ενός παλιού σπιτιού. Είµ' ένα δέντρο του
φθινόπωρου, γυµνό από φύλλα, είµ' ένα παραθυρόφυλλο που χτυπάει
ξεµαντάλωτο µες στη νύχτα. Είµαι ένα κιτρινισµένο βιβλίο που γυρίζει τα
φύλλα µου ένα κοκαλιάρικο χέρι. Είµ' ένα αρµόνιο που παίζει τα
µεσάνυχτα σε µια σοφίτα. Είµαι µια µάσκα, ένα κρανίο πίσω από µια
βελανιδιά την τελευταία µέρα του Οκτώβρη. Είµ' ένα µήλο
δηλητηριασµένο που πλέει σ' ένα κάδο γεµάτο νερό, περιµένοντας µια µύτη
παιδική να το χτυπήσει, δόντια παιδικά να το δαγκάσουν... Είµ' ένα µαύρο
κερί αναµµένο µπρος σ' ένα ανεστραµµένο σταυρό. Είµαι καπάκι από
φέρετρο, ολόλευκο σεντόνι µε δυό τρύπες για µάτια, είµαι ανάλαφρο βήµα
σε µια κατάµαυρη σκάλα που οδηγεί στο υπόγειο. Είµαι ο Ντάνσενυ κι ο
Μάχεν κι είµαι ο Θρύλος της Κοιµωµένης Κοιλάδας. Είµαι το Νύχι της
Μαϊµούς κι είµαι το Φάντασµα του Ρίκσο. Είµαι ο Γάτος και το Καναρίνι,
ο Γορίλας, η Νυχτερίδα. Είµαι το φάντασµα του πατέρα του Άµλετ πάνω
στα καστρότειχα.
Όλα ετούτα είµαι. Και τώρα, όλα τούτα τ' αποµεινάρια θα καούν.
Ενόσω ζούσα, ζούσαν µαζί µου κι α ύτ ά. Ενόσω βάδιζα, και µισούσα κι
υπήρχα, υπήρχαν µαζί µου κι αυτά. Είµαι ο, τ ι τα θυµίζει. Είµαι όλ' αυτά
που εξακολουθούν να ζουν, όλ' αυτά που θα πάψουν να ζουν από απόψε.
Απόψε, όλοι µας, Πόε και Μπήρς και φάντασµα του πατέρα του Άµλετ,
καιγόµαστε µαζί. Θα µας κάνουν ένα τεράστιο σωρό και θα µάς κάψουν
σαν πυροτέχνηµα σε γιορτή, σαν πράγµατα των ηµερών του Γκάυ Φώουκς,
βενζίνη, λαµπαδοφωτιά, ξεφωνητά κι όλα τούτα!
Και ποιος ο θρήνος που θα 'βγει από µας; Ο κόσµος θ' απαλλαγεί, θα
ξεκαθαριστεί από µάς, µα φεύγοντας έµείς θα πούµε πως είναι, ναι, πως
είναι τούτος ο κόσµος, ο αλέκιαστος από φόβο, απαλλαγµένος απ' τη
σκοτεινή φαντασίωση σκοτεινών εποχών, απ' την ανατριχίλα και την
πρόληψη, απ' τη φρίκη του πανάρχαιου Οκτώβρη, που έφυγαν πια, για να
µην ξανά 'ρθουν ποτέ πια, κι ισοπεδώθηκαν και κοµµατιάστηκαν κι
αποτεφρώθηκαν απ' τους ανθρώπους µιας εποχής πυραύλων, µιας εποχής
Κρεµατορίων, καταστράφηκαν κι έσβησαν για να πάρουν τη θέση τους
αυτόµατες πόρτες που ανοιγοκλείνουν από µόνες τους, και φώτα που
αναβοσβήνουν δίχως φόβο. Μακάρι να θυµόµαστε πως ζήσαµε κάποτε ε µ
ε ί ς, τ' ήταν για µάς η Κοιµωµένη Κοιλάδα, τ' ήταν ο Πόε, και πως
δοξαστήκαµε µέσα σε νοσηρές κι αποτρόπαιες φαντασιώσεις. Ακόµα ένα
ποτό, αγαπητοί µου φίλοι του Άµοντιγιάδο, ακόµα ένα ποτό πριν να
καούµε. Όλα τούτα, όλα τούτα υπάρχουν, µα µέσα σ' ένα και µοναδικό
τελευταίο µυαλό' πάνω στη γή. Ένας κόσµος ολόκληρος που πεθαίνει
απόψε. Ακόµα ένα ποτό, σας Ικετεύω. «Φτάσαµε», είπε ο Μάκ Λιούρ.
Μπροστά τους, το Κρεµατόριο µ' όλα τα φώτα του αναµµένα. Άπό
κάπου κοντά ξεχυνόταν µια απαλή µουσική. Ο Μάκ Λιρύρ βγήκε απ' τ'
αυτοκίνητο, έκανε το γύρο, και πήγε απ' την άλλη πλευρά. Άνοιξε την
πόρτα. Ο Λάντρυ έµενε πάντα σωριασµένος στο κάθισµα του. Η κουβέντα,
η λογική κουβέντα, του είχε αποµυζήσει σιγά σιγά κάθε σταγόνα ζωής.
Τώρα, δεν ήταν τίποτ' άλλο από κερί, µ' ένα µικρό λαµπύρισµα στα µάτια.
Σ' αυτό τον κόσµο του µέλλοντος, πως σου µιλούσαν στ' αλήθεια οι
άνθρωποι, πόσο λογικά αιτιολογούσαν το θάνατο σου! ∆εν τόνε πίστευαν.
Κι η δύναµη της απιστίας τους τον πάγωσε. ∆εν µπορούσε να κουνήσει
µήτε χέρια, µήτε πόδια. Μόνο να µουρµουρίζει λόγια µπερδεµένα και
ασυνάρτητα, παγωµένος, τρεµοπαίζοντας τα βλέφαρα του.
Ο Μάκ Λιούρ κι οι δυό άλλοι τον έβγαλαν κρατώντας τον απ' το
αυτοκίνητο, τον τοποθέτησαν σε µια χρυσή κάσα πάνω σ' ένα κυλιόµενο
τραπέζι και τον οδήγησαν στο θερµό και κατάφωτο εσωτερικό του κτιρίου.
Είµαι ο Έντγκαρ Άλλαν Πόε, είµαι ο Αµβρόσιος Μπήρς, είµαι η
Κοιλάδα, είµαι φέρετρο, είµαι σάβανο, είµαι το Νύχι της Μαίµούς, είµαι
Φάντασµα, Βρυκόλακας...
«Ησύχασε, ησύχασε. Είσ' όλ' αυτά», σκυµµένος πάνω του ο Μάκ
Λιούρ του µιλούσε µε απαλή φωνή. «Ξέρω. Ξέρω...»
Το τραπέζι γλίστρησε προς τα µπρος. Οι τοίχοι µπρος του, πλάι του,
υποχώρησαν. Έπαιζε η µουσική. Είσαι νεκρός, είσαι λογικά πεθαµένος.
Είµαι ο Άσερ. Είµαι το Μάελστροµ, είµαι το Πνεύµα στο Μπουκάλι,
είµαι το Πηγάδι και το Εκκρεµές, είµαι η Καρδιά που λέει παραµύθια, είµαι
το Κοράκι, ποτέ πια, ποτέ πια.
«Ησύχασε!» είπε γλυκά ο Μάκ Λιούρ καθώς προχωρούσαν:
«Ησύχασε! Ξέρω...»
«Είµαι στην κατακόµβη», ξεφώνιζε ο Λάντρυ.
«Ναι, στην κατακόµβη», είπε πάνω απ' το πρόσωπο του ο άνθρωπος.
«Με δένουν µ' αλυσίδες σ' έναν τοίχο, και δεν υπάρχει πια εδώ που
βρίσκοµαι µπουκάλι του Άµοντιγιάδο!» έκανε αδύναµα ο Λάντρυ, µε µάτια
κλειστά.
«Ναι...» κάποιος είπε.
Θόρυβος. Κίνηση. Άνοιγε τώρα η κρύπτη της φωτιάς.
«Τώρα κάποιος µε χτίζει µες στον τοίχο, κάποιος µε κλείνει µες στον
τοίχο!»
«Ναι, ξ έ ρ ω».
Ένας ψίθυρος.
Η χρυσή κάσα γλίστρησε µες στη φλεγόµενη κρύπτη.
«Μ' έχτισαν στον τοίχο. Ωραίο αστείο µα την αλήθεια! Πάµε να
φύγουµε!» Μια άγρια κραυγή κι ένα τρελό γέλιο.
«Ξέρουµε, καταλαβαίνουµε...»
Κι άνοιξε τώρα η καταπακτή. Η χρυσή κάσα εκσφενδονίστηκε στις
φλόγες.
«Για τ' όνοµα του Θεού, Μ ο ν Τ ρ ε ζ ό ρ! Για τ' όνοµα τ ο υ
Θεού!»
Η Απριλιάτικη Μάγισσα
Μες στον αέρα, πάνω απ' τις πεδιάδες, κάτω απ τ' αστέρια, πάνω από
κάποιο ποτάµι, γέφυρα, πάνω από κάποιο δρόµο, πετούσε η Τσέσυ.
Αόρατη σαν τους καινούργιους ανοιξιάτικους ανέµους, δροσερή σαν την
ανάσα τριφυλλιού που ανεβαίνει απ' τα χωράφια το δειλινό, πετούσε.
Υψωνόταν στην ατµόσφαιρα µε κάθετες αναδύσεις, τόσο λεπτή και τόσο
λευκή σαν ερµίνα, ξαπόσταινε πάνω σε δέντρα, ζούσε σαν ανθισµένο κλωνί
που µαδά τα πέταλα του όταν φυσάει η αύρα. Κούρνιαζε σαν ώχροπράσινο
βατράχι, σα µέντα δροσερή πλάι σε µια λιµνούλα που έλαµπε στο
νυχτοφώς. Έτρεχε σαν τσιµπουριασµένος σκύλος και γαύγιζε ακούγοντας
ήχους από µακρινές στάνες. Ζούσε σα φρέσκο απριλιάτικο γρασίδι, σα
γλυκός και καθαρός χυµός που βγαίνει από την αρωµατισµένη γή.
Άνοιξη! συλλογιζόταν η Τσέσυ. Απόψε θα τρυπώσω σ' όλα τα
ζωντανά πλάσµατα του κόσµου.
Πότε πλησίαζε κοντά στους γρύλλους στους ασφαλτοστρωµένους
δρόµους, πότε έσταζε σα δροσιά σε µια σιδερένια καγκελόπορτα. Το δικό
της ήταν ένα προσαρµοστικά πολύστροφο µυαλό που πετούσε αθέατο πάνω
από τους ανέµους του Ιλλινόις, τούτη τη µοναδική νύχτα της ζωής της,
όπου έκλεινε ακριβώς τα δεκαεφτά.
«Θέλω να ερωτευτώ», είπε.
Αυτό το 'χε πει την ώρα του φαγητού. Και oι γονείς της είχαν ανοίξει
πελώρια τα µάτια τους, κι είχανε µαρµαρώσει στις καρέκλες τους.
«Υποµονή», ήταν η συµβουλή τους: «Μην ξεχνάς, είσαι κάτι άλλο...
Ασυνήθιστο και µοναδικό. Ολόκληρη η φαµίλια µας είναι κάτι παράδοξο
και εξαιρετικό. Εµείς δεν µπορούµε ν' ανακατευόµαστε µε τους κοινούς
ανθρώπους, πολύ περισσότερο µάλιστα να παντρευόµαστε µε κοινούς
ανθρώπους. Θα χάναµε τις µαγικές µας ικανότητες αν το κάναµε. ∆ε
φαντάζοµαι να θες να χάσεις την ικανότητα σου να «ταξιδεύεις» µε τρόπο
µαγικό! Πρόσεχε λοιπόν. Πρόσεχε!»
Όµως η Τσέσυ, µέσα στην πλούσια κρεβατοκάµαρα της, είχε
αρωµατίσει το λαιµό της, κι είχε τεντωθεί ηδονικά αναριγώντας πάνω στο
κρεβάτι µε τις τέσσερις κολόνες, ανήσυχη, καθώς υψωνόταν πάνω απ' την
εξοχή του Ιλλινόις ένα φεγγάρι γαλατένιο που µεταµόρφωνε τα ποτάµια σε
κανάλια από κρέµα και τους δρόµους τους έβαφε λευκόχρυσους.
«Ναι», αναστέναξε: «Ανήκω κι εγώ στην παράδοξη οικογένεια. Τή
µέρα κοιµόµαστε, και τη νύχτα πετάµε σα µαύροι χαρταετοί στον άνεµο.
Μπορούµε, αν θέλουµε, να κοιµηθούµε σαν τυφλοπόντικες ολόκληρο
χειµώνα, µες στο ζεστό χώµα. Μπορώ να ζήσω οπουδήποτε... να γίνω
βότσαλο, να γίνω κρόκος, η αλογάκι της Παναγίας. Μπορώ ν' αφήσω πίσω
το κορµί µου, αυτό το άσχηµο και κοκαλιάρικο κορµί, και να στείλω το νού
µου µακριά, πολύ µακριά, αναζητώντας την περιπέτεια. Εµπρός λοιπόν!»
Κι αφέθηκε στον άνεµο που την πήρε και την ταξίδεψε πάνω από
λιβάδια και αγρούς.
Ξεχώρισε τα ζεστά, ανοιξιάτικα φώτα απ' τις καλύβες και τις φάρµες
που λαµπύριζαν µε χρώµατα δειλινού.
Αν δεν µπορώ να ερωτευτώ, επειδή 'µαι ασχηµούλα και αλλόκοτη,
τότε θα ερωτευτώ µες από κάποιον άλλο, συλλογιζόταν.
Έξω από 'να αγρόκτηµα, µέσα στην ανοιξιάτικη νύχτα, ένα κορίτσι
µε µαύρα µαλλιά που δε φαινόταν παραπάνω από δεκαεννέα, έβγαζε νερό
από 'να πέτρινο βαθύ πηγάδι. Τραγουδούσε.
Η Τσέσυ γίνηκε πράσινο φύλλο κι έπεσε µες στο πηγάδι. Πιάστηκε
απ' τα τρυφερά βρύα που φύτρωναν στα πλευρά του πηγαδιού, και κοίταζε
προσπαθώντας να διαπεράσει την παγερή σκοτεινιά. Πότε πλατάγιζε σα
ζωηρή, αθέατη αµοιβάδα, και πότε µεταµορφώνονταν σε νεροσταγόνα!
Τέλος, κλεισµένη σ' ένα κρύο ποτήρι, ένιωσε να υψώνεται ως τα ζεστά
χείλη του κοριτσιού. Έπειτα χάθηκε σ' ένα απαλό, σκοτεινό ήxo νερού που
ρουφιέται απ' τη νύχτα.
Τώρα, η Τσέσυ κοίταζε µες απ' τα µάτια του κοριτσιού.
Τρύπωσε µέσα στα σκοτεινό κεφάλι κι από κει, µες από τα λαµπερά
µάτια της κοπέλας, κοίταζε τα χέρια εκείνα που τραβούσαν το χοντρό
σκοινί. Άκουγε µες από τους κοχλίες των αφτιών κείνο τον παράξενο
κόσµο της. Μές από κείνα τα λεπτότατα ρουθούνια οσµιζόταν ένα
ιδιόµορφο σύµπαν, κι ένιωθε κείνη την ιδιότυπη καρδιά να χτυπάει, να
χτυπάει. Ένιωσε και κείνη την παράξενη γλώσσα ν' αρθρώνει µια κίνηση
και να τραγουδά.
Ξέρει άραγε πως είµ' εδώ; συλλογιζόταν η Τσέσυ.
Το κορίτσι πήρε βαθιά αναπνοή, κι έστειλε τη µατιά της να πλανηθεί
στα νυχτερινά λιβάδια.
«Ποιος είναι;».
Τσιµουδιά.
«Μονάχα ο άνεµος», ψιθύρισε η Τσέσυ.
«Μονάχα ο άνεµος...». Γέλασε η κοπέλα µε τα ίδια της τα λόγια,
αλλά δεν µπόρεσε να µην ανατριχιάσει.
Ήταν γερό σκαρί κείνο το σώµα της κοπέλας. Το διαπερνούσαν
κρυµµένα κόκαλα, καµωµένα από το τελειότερο και λεπτότερο αλάβαστρο,
σαρκωµένα παντού µ' αρµονικές καµπύλες. Εκείνο το µυαλό ήταν σαν ένα
τριανταφυλλένιο τοπίο από σγουρόµαλλο τσάι, µετέωρο στη σκοτεινιά, κι
υπήρχε µια γεύση σε κείνο το στόµα, σαν από µηλίτη οίνο. Τα χείλη
έκλειναν ερµητικά τα λευκά, κατάλευκα δόντια, και τα φρύδια σχηµάτιζαν
κοντυλένιες αψίδες στον κόσµο, και τα µαλλιά κυλούσαν µαλακά και
µεταξένια πάνω στο γαλατένιο λαιµό της. Οι πόροι έδειχναν
σφιχτοπλεγµένοι και µικροσκοπικοί. Η µύτη καµπύλωνε προς τα πάνω,
προς το φεγγάρι, κι έλαµπαν τα µάγουλα σα µικρές πυρκαγιές. Το σώµα
βάδιζε νωχελικά, µ' ανάερες ταλαντεύσεις απ' τη µια κίνηση στην άλλη κι
έµοιαζε πάντα να τραγουδά από µόνο του. Το να ζεις µέσα σ' αυτό το
κορµί, µέσα σ' αυτό το κεφάλι, ήτανε σα να ζεσταινόσουν σ' ένα τζάκι, σα
να ζούσες µες στο ηδονικό ρουθούνισµα µιας κοιµισµένης γάτας, σα να
στροβιλιζόσουν µες σε χοχλαστικά νερά που κυλούσαν νύχτα για να
χυθούν στη θάλασσα.
Θα µου αρέσει εδώ µέσα, σκέφτηκε η Τσέσυ.
«Πώς;» ρώτησε η κοπέλα σα να 'χε ακούσει κάποια φωνή.
«Πώς σε λένε;» ρώτησε κι η Τσέσυ προσεχτικά.
«Άννα Λήρυ», είπε η κοπέλα και τινάχτηκε: «Τι µ' έπιασε και
φωνάζω δυνατά τ' όνοµα µου;».
«Άννα, Άννα», ψιθύρισε η Τσέσυ: «Άννα, σε λίγο θα 'σαι
ερωτευµένη».
Σάν απάντηση θαρρείς στα λόγια τούτα, ένας τεράστιος βρυχηθµός
ανέβηκε απ' το δρόµο, κάτι σαν ήχος ξερός από τροχούς πάνω σε χαλίκια.
Ένας ψηλός άντρας ξεπρόβαλε µέσα σε µιαν άµαξα, κρατώντας ψηλά τα
χαλινάρια µε τα θεόρατα χέρια του, και µ' ένα αστραφτερό χαµόγελο
κοιτάζοντας προς την αυλή.
«Άννα!».
«Εσύ είσαι Τόµ;».
«Ποιος άλλος;» Πήδηξε από την άµαξα κι έδεσε τα χαλινάρια στο
φράχτη.
«∆ε σου µιλάω!», είπε η Άννα, και στριφογύριζε αµήχανη µε τον
κουβά στα χέρια, κι ο κουβάς να ξεχυλίζει και το νερό να χύνεται έξω.
«Όχι!» φώναξε η Τσέσυ.
Πάγωσε η Άννα. Έστρεψε τα µάτια της προς τους λόφους και στα
πρώτα ανοιξιάτικα αστέρια. Κοίταξε και τον άντρα αυτόν που τον έλεγαν
Τόµ. Η Τσέσυ την έκανε να πετάξει τον κουβά.
«Κοίτα τι έκανες!»
Ο Τόµ έτρεξε προς το µέρος της.
«Κοίτα τι µ' έ κ α ν ε ς να κάνω!».
Ο Τόµ σκούπισε τα παπούτσια της µ' ένα µαντήλι, χαµογελώντας.
«Φύγε!» είπε η Άννα και τόνε χτύπησε στα χέρια, όµως εκείνος
ξαναγέλασε, κι η Τσέσυ, κοιτάζοντας τον από ψηλά, σαν από µίλια µακριά,
είδε την κλίση του κεφαλιού του, το σχήµα του κρανίου του, τη µύτη του,
τη Φεγγοβολή των µατιών του, την περίµετρο των ώµων του, και τη
σκληρή δύναµη των χεριών του σ' αυτή την απαλή κίνηση µε το µαντήλι. Η
Τσέσυ, κρυφοκοιτάζοντας από τη µυστική σοφίτα αύτού του θείου
κεφαλιού, τράβηξε το κρυµµένο νήµα του εγκαστρίµυθου, και το
χαριτωµένο στόµα άνοιξε ακράτητο: «Ευχαριστώ!».
«Ω! Έχεις και τρόπους βλέπω!». Η µυρωδιά του πετσιού πάνω στα
χέρια του, η µυρωδιά του αλόγου που ανέπνεαν τα ρούχα του, χτυπούσαν
τα τρυφερά ρουθούνια, κι η Τσέσυ, µακριά, πολύ µακριά πάνω από
νυχτερινά λειβάδια κι ανθισµένους αγρούς, ανατρίχιαζε, θαρρείς από
κάποιο όνειρο στο κρεβάτι της.
«Όχι για τα µούτρα σου!» είπε η Άννα.
«Σώπα! Μη µιλάς µ' αυτό τον τρόπο», είπε η Τσέσυ, και µε µια
κίνηση οδήγησε τα δάχτυλα της Άννας στο κεφάλι του Τόµ. Μα η Άννα τα
ξαναπήρε βιαστικά.
«Τρελάθηκα!» είπε.
«Έτσι φαίνεται», είπε κι ο Τόµ µ' ένα χαµόγελο κι ωστόσο
αναστατωµένος: «Πήγαινες λοιπόν να µε χαϊδέψεις;».
«∆εν ξέρω. Ω, Θεέ µου, φύγε!», και τα µαγουλά της κοκκίνισαν,
φωτιά.
«Γιατί δεν το βάζεις στα πόδια; ∆ε θα σε σταµατήσω», είπε ο Τόµ και
σηκώθηκε: «Μήπως άλλαξες γνώµη; Θα
'ρθεις µαζί µου στο χορό απόψε; Είναι κάτι ξεχωριστό. θα σου πω
αργότερα το γιατί».
«Όχι», είπε η Άννα.
«Ναι!» φώναξε η Τσέσυ: «∆ε χόρεψα ποτέ στη ζωή µου. Θέλω να
χορέψω. Ποτέ δε φόρεσα µακρύ φουστάνι. Όλο κουρέλια φοράω. Το θέλω.
Θέλω µ' όλη µου την ψυχή να χορέψω όλη τη νύχτα. ∆εν έµαθα ποτέ πως
είναι µια γυναίκα που χορεύει. Ο πατέρας κι η µητέρα δε θα το επέτρεπαν
ποτέ. Γνώρισα τα πάντα µέχρι τώρα. Γίνηκα τα πάντα µέχρι τώρα, σκύλος,
γάτα, ακρίδα, φύλλο τη µια ή την άλλη, τα πάντα, ό,τι υπάρχει στον κόσµο,
αλλά ποτέ δεν έγινα µια γυναίκα την άνοιξη, ποτέ σε µια νύχτα σαν κι
απόψε. Ω, σε παρακαλώ. ..πρέπει να πάµε σ' αυτό το χορό!».
Άπλωνε τη σκέψη της όπως τα δάχτυλα ενός χεριού µέσα σ' ένα
καινούργιο γάντι.
«Ναι», είπε η Άννα, «θα έρθω. ∆εν ξέρω γιατί αλλά θα έρθω µαζί
σου Τόµ απόψε στο χορό».
«Και τώρα, σπίτι γρήγορα!» φώναξε η Τσέσυ: «Πρέπει να πλυθείς,
να το πεις στους δικούς σου, να ετοιµάσεις το φόρεµα σου, να το
σιδερώσεις προσεχτικά, στην κάµαρα σου!
«Μητέρα», είπε η Άννα, «άλλαξα γνώµη!».
Τ' άλογο κάλπαζε τώρα, κι η άµαξα κατηφόριζε. Τα δωµάτια της
φάρµας γέµισαν ζωή. Νερό έβραζε σε κάποια χύτρα για το µπάνιο, η σόµπα
µε τα κάρβουνα ζέσταινε κάποιο σίδερο για να σιδερωθεί το φουστάνι, η
µητέρα γυρόφερνε µ' ένα µάτσο φουρκέτες στο στόµα: «Τι έπαθες Άννα
ξαφνικά; Εσένα δε σ' αρέσει ο Τόµ!».
«Αλήθεια, δε µ' αρέσει», είπε η Άννα και σταµάτησε σα χαµένη µες
στο µεγάλο πυρετό.
Μα είναι άνοιξη! σκέφτηκε η Τσέσυ.
«Είναι άνοιξη», είπε η Άννα.
Κι είναι όµορφη η νύχτα για χορό, σκέφτηκε η Τσέσυ.
«... για χορό», µουρµούριζε η Άννα Λήρυ.
Σε λίγο έµπαινε στη σκάφη, και το σαπούνι ν' αφρίζει πάνω στους
άσπρους καλογραµµένους της ώµους, µικρές φωλιές άφρού κάτω από τις
µασκάλες της, κι η σάρκα απ' το ζεστό της στήθος να κινείται απαλά µες
στα χέρια της, κι η Τσέσυ να κινεί τα χείλη, να φτιάχνει το χαµόγελο, να
διατηρεί τη δράση ζωντανή. ∆εν πρέπει να υπάρξει ανάπαυλα, µήτε
δισταγµός, αλλιώς πάει! καταστράφηκε ολόκληρη η παντοµίµα! Η Άννα
Λήρυ πρέπει να µη σταµατήσει ούτε στιγµή, πρέπει να φτάσει ως το τέλος:
πλύσιµο εδώ, σαπούνι εκεί, και τώρα έξω! Μια πετσέτα. Τρίψου καλά!
Έτσι... και τώρα αρωµατίσου, βάλε πούντρα στα µάγουλα!
«Έσύ είσαι λοιπόν!» Η Άννα έπιασε τον εαυτό της στον καθρέφτη,
ολόλευκη και ροδαλή σαν κρίνο και γαρύφαλλο: «Ποια είσαι σύ απόψε;».
«Είµ' ένα κορίτσι δεκαεφτά χρονών». Η Τσέσυ κοίταζε µες απ' τα
βιολετιά της µάτια: «Μπορείς να µε δεις. Το ξέρεις ότ' είµ' εδώ;».
Η Αννα κούνησε το κεφάλι της: «Έχω δανείσει το κορµί µου σε µιαν
άπριλιάτικη µάγισσα. Σίγουρα».
«Το πέτυχες! Αυτό είναι!», γέλασε η Τσέσυ: «Και τώρα, γραµµή για
το φόρεµα σου».
Η πολυτέλεια να νιώθει µέσα σε όµορφα ρούχα, κινούσε προς τα
µπρος ένα πληθωρικό κορµί. Και σε λίγο, απέξω, φωνές γεµάτες
θαυµασµό.
«Άννα, γύρισε ο Τόµ!».
«Πες του να περιµένει», είπε η Άννα, κι άξαφνα κάθισε κάτω: «Πες
του ότι δεν πρόκειται να πάω σε κείνο το χορό».
«Τι;» είπε η µητέρα της στην πόρτα.
Η Τσέσυ ξαναγύρισε σαν αστραπή στο πόστο της. Ήταν µια µοιραία
ανάπαυλα, µια µοιραία στιγµή ν' αφήσει µόνο του για λίγο το σώµα της
Άννας. Είχε ακούσει από µακριά τον ήχο που κάνανε τα πέταλα του
αλόγου, το θόρυβο της άµαξας που κυλούσε µες στο κατάφωτο µεσονύχτι
της ανοιξιάτικης εξοχής. Η Τσέσυ σκέφτηκε για µια στιγµή: θα πάω να βρω
τον Τόµ και θα καθίσω στο κεφάλι του, και θα δώ πως είναι να 'σαι ένας
άντρας εικοσιδύο χρονών σε µια νύχτα σαν και τούτη. Και ξεκίνησε
γρήγορα διασχίζοντας έναν αγρό γεµάτο ρείκια, µα τώρα, σαν πουλί στο
κλουβί του, ξαναγύρισε πετώντας στο κεφάλι της Άννας, τρύπωσε µέσα
εκεί και στριφογύριζε στα τυφλά.
«Άννα!».
«Πες του να τσακιστεί και να φύγει!».
«Άννα!» βολεύτηκε η Τσέσυ στο κεφάλι της, κι άρχισε ν' απλώνει τις
σκέψεις της.
Όµως η Άννα είχε τώρα πεισµατώσει: «Όχι, όχι! Τον µισώ!».
∆εν έπρεπε να την αφήσω... ούτε για µια στιγµή. Η Τσέσυ άδειασε το
νού της µέσα στα χέρια της κοπέλας, στην καρδιά, στο κεφάλι, αργά,
µαλακά. Σ η κ ω πάνω, σκέφτηκε.
Η Άννα σηκώθηκε.
Φόρεσε το πανωφόρι σου!
Κι η Άννα φόρεσε το πανωφόρι.
Τώρα περπάτα!
Όχι! έκανε µέσα της η Άννα Λήρυ.
Περπάτα!
«Άννα», είπε η µητέρα της: «Μην αφήνεις τον Τόµ να περιµένει
τόσην ώρα. Άφησε τις βλακείες και πήγαινε αµέσως κοντά του. Τι σ'
έπιασε;».
«Τίποτα µητέρα.. Καληνύχτα. Θα γυρίσουµε αργά». Άννα και Τσέσυ
ξεχύθηκαν µαζί στο ανοιξιάτικο βράδυ.
Μια σάλα γεµάτη τρυφερά πιτσούνια που χόρευαν απαλά
κυµατίζοντας ήσυχα κι απλώνοντας τις φτερούγες τους, µια σάλα γεµάτη
παγωνιά, µια σάλα γεµάτη µάτια σ' όλα τα χρώµατα της ίριδας, ουράνια
τόξα, µια σάλα που έπλεε στο φως. Και στο κέντρο της σάλας, γύρω
τριγύρω, χόρευε η Άννα Λήρυ.
«Ά, πολύ ωραία βραδιά», είπε η Τσέσυ.
«Πολύ ωραία βραδιά», είπε κι η Άννα.
«Είσαι αλλόκοτη απόψε», είπε ο Τόµ.
Η µουσική τους στριφογύριζε θολά, µέσα σε κύµατα τραγουδιού. Κι
εκείνοι έπλεαν, ταλαντεύονταν, βούλιαζαν στον πάτο, ξανά 'βγαιναν στην
επιφάνεια, παίρναν ανάσα, αρπάζονταν ο ένας απ' τον άλλο, σα να
πνίγονταν, και πάλι παραδίνονταν στο στροβίλισµα, σε κινήσεις βεντάλιας
που ανοιγοκλείνει, σε ψιθυρίσµατα κι αναστεναγµούς, στο «Όµορφο
Οχάιο».
Η Τσέσυ κάτι µουρµούρισε. Άνοιξαν τα χείλη της Άννας, κι η
µουσική εξαφανίστηκε.
«Ναι, είµαι αλλόκοτη», είπε η Τσέσυ.
«∆εν είσαι η ίδια», είπε ο Τόµ.
«Όχι, όχι απόψε».
«∆εν είσαι η Άννα Λήρυ που ήξερα».
«Όχι, όχι, καθόλου», ψιθύρισε η Τσέσυ από µίλια µακριά.
«Καθόλου!» είπαν και τ' ανοιγµένα χείλη.
«Νιώθω τα πιο παράξενα πράγµατα», είπε ο Τόµ.
«Σάν τι;».
«Να, για σένα». Άπλωσε το χέρι του γύρω στην πλάτη της και
άρχισαν πάλι να χορεύουν και κοίταζε το πρόσωπο της που έλαµπε,
ψάχνοντας να 'βρεί κάτι. «Τα µάτια σου!...», είπε ο Τόµ. «∆εν µπορώ να το
φανταστώ».
«Με βλέπεις;» ρώτησε η Τσέσυ.
«Μόνο ένα µέρος από σένα είναι η Άννα. Τ' άλλο δεν είναι», είπε ο
Τοµ κάνοντας την µια στροφή. Το πρόσωπο του ήταν τώρα ανήσυχο.
«Ναι».
«Γιατί ήρθες µαζί µου;».
«∆εν ήθελα να έρθω», είπε η Άννα.
«Τότε, γιατί;».
«Κάτι µ' έκανε να 'ρθω».
«Τι;».
«∆εν ξέρω», είπε η Άννα, µε αδιόρατους τόνους ύστερίας στη φωνή.
«Και τώρα σώπα! Σώπασε!», ψιθύρισε η Τσέσυ: «Σώπα.
Τίποτ' άλλο. Στροφή! Κι άλλη στροφή! Έτσι».
Αυτοί ψιθύριζαν και µουρµούριζαν και σηκώνονταν και χάνονταν
κάπου βαθιά στη σκοτεινή σάλα, κι η µουσική καθοδηγούσε τα βήµατα
τους, κι η µουσική τους στροβίλιζε.
«Και όµως ή ρ θ ε ς στο χορό», είπε ο Τόµ.
«Ήρθα», είπε η Τσέσυ.
Και χορεύοντας την οδήγησε ανάλαφρα έξω από µιαν ανοιχτή πόρτα,
κι αποµακρύνθηκαν ήσυχα µαζί απ' τη σάλα κι από τη µουσική κι απ' τους
ανθρώπους.
Ανέβηκαν και κάθησαν στην άµαξα, ο ένας πλάι στον άλλο.
«Άννα», είπε ο Τόµ παίρνοντας τα χέρια της, τρέµοντας, «Άννα». Μα
ο τρόπος πού έλεγε τ' ονοµά της ήταν σα να έλεγε το δικό της όνοµα. Ο
Τόµ δεν έπαψε να κοιτάζει το χλωµό της πρόσωπο. Είδε τα µάτια της τώρα
να ξανανοίγουν: «Σ' αγαπούσα, και το ξέρεις», της είπε.
«Το ξέρω».
«Μα ήσουν άστατη πάντα, κι εγώ δεν ήθελα να πληγωθώ».
«Έτσι είναι, µα είµαστε πολύ µικροί», είπε η Άννα.
«Όχι, δεν ήθελα να πω αυτό, συγνώµη!», είπε η Τσέσυ.
«Τι ήθελες να πείς;» Ο Τόµ απόδιωξε τα χέρια της και την κοίταξε
σκληρά.
Η νύχτα ήταν ζεστή, κι η µυρωδιά της γης τρεµούλιαζε ολόγυρα
τους, και τα νιόδεντρα θροούσαν τα φύλλα τους το 'να µε τ' άλλο σ' έναν
ανάλαφρο ψίθυρο.
«∆εν ξέρω», είπε η Άννα.
«Ω, µα ε γ ώ ξέρω!» είπε η Τσέσυ: «Είσαι ψηλός. Είσαι ο πιο ωραίος
άντρας του κόσµου. Κι απόψε είναι µια όµορφη βραδιά, είναι µια βραδιά
που δε θα την ξεχάσω ποτέ µιας κι είµαι µαζί σου». Άπλωσε το ξένο,
παγερό χέρι για να 'βρει πάλι το δικό του, το διστακτικό, να το ξαναφέρει
πίσω και να το ζεστάνει µε την ανάσα της, να το κρατήσει σφιχτά.
«Μα...», άρχισε ο Τόµ να λέει, «απόψε, τη µια είσαι εδώ, την άλλη
εκεί. Ήθελα από πολύ καιρό να σε πάρω µαζί µου στον αποψινό χορό.
Όταν στο πρωτοζήτησα, δε ζητούσα τίποτ' άλλο παρά µονάχα αυτό. Κι
έπειτα, καθώς στεκόµασταν κοντά στο πηγάδι, ήξερα ότι κάτι είχε αλλάξει,
πραγµατικά είχε αλλάξει µε σένα. Ήσουνα διαφορετική. Υπήρχε κάτι
καινούργιο και απαλό, κάτι...» Πάσχισε να βρεί τη λέξη: «Τελοσπάντων,
δεν ξέρω. Ο τρόπος που κοίταζες... Υπήρχε κάτι στον τρόπο που µιλούσες.
Κι εγώ ξέρω ότι σ' ερωτεύτηκα ξανά».
«Όχι», η φωνή της Τσέσυ: «Έ µένα ερωτεύτηκες. Εµένα!»
«Και φοβάµαι πως είµαι ερωτευµένος µαζί σου», είπε: «Θα µε
πληγώσεις ακόµα µια φορά».
«Μπορεί», είπε η Άννα.
Όχι, όχι, όχι! Εγώ θα σ' αγαπούσα µ' όλη µου την καρδιά! σκεφτόταν
η Τσέσυ. Πες του το Άννα! Πες του το για χάρη µου. Πες του πως θα τον
αγαπούσες µ' όλη σου την καρδιά.
Η Άννα δεν έβγαζε µιλιά.
Ο Τόµ τήνε πλησίασε ακόµα πιο πολύ κι άπλωσε το χέρι του να της
αγγίζει το πηγούνι: «Θα φύγω Άννα. Βρήκα µια δουλιά εκατό µίλια από
δω. Θα σου λείψω, έτσι δεν είναι;»
«Ναι», είπαν ταυτόχρονα Άννα και Τσέσυ.
«Μπορώ λοιπόν να σ' αποχαιρετήσω µ' ένα φιλί;»
«Ναι», φώναξε η Τσέσυ προτού προλάβει να µιλήσει άλλος κανείς.
Ακούµπησε τα χείλη του στο παράξενο στόµα. Φιλούσε το παράξενο
στόµα και ριγούσε.
Η Άννα στεκόταν σαν παγερό µάρµαρο.
«Άννα!» φώναξε η Τσέσυ: «Κούνα τα χέρια σου, αγκάλιασε τον!»
Αυτή καθόταν σαν ξύλινη σκαλισµένη κούκλα στο σεληνόφωτο.
Και πάλι ο Τόµ τη φίλησε στα χείλη.
«Σ' αγαπώ!» του ψιθύρισε η Τσέσυ: «Βρίσκοµαι εδώ. Έµένα είδες
µες στα µάτια της, εµένα, κι εγώ σ' αγαπώ ακόµα κι αν αυτή ποτέ δε σ'
αγαπήσει».
Αποµακρύνθηκε από κοντά της, κι έµοιαζε τώρα µ' έναν άνθρωπο
που 'χε τρέξει µια µεγάλη απόσταση. Κάθισε πλάι της: «∆εν... ξέρω τι
συµβαίνει. Για µια στιγµή, εκεί που...»
«Ναι;» ρώτησε η Τσέσυ.
«Για µια στιγµή σκέφτηκα...» Έφερε τα χέρια του στο πρόσωπο.
Σκέπασε τα µάτια: «∆εν έχει σηµασία. Να σε πάω σπίτι τώρα;»
«Αν θές», είπε η Άννα Λήρυ.
Μαστίγωσε τ' άλογο, άδραξε αποκαµωµένος τα χαλινάρια, κι η
άµαξα ξεκίνησε. Κυλούσαν µέσα στο βόµβο και την κίνηση της
φεγγαρόφωτης άµαξας, νωρίς ακόµα, µόλις έντεκα τη νύχτα µιας
ανοιξιάτικης βραδιάς, µε τα φωτερά λιβάδια και τους αγρούς των
τριφυλλιών να γλιστρούν πλάι τους.
Κι η Τσέσυ, βλέποντας τους αγρούς και τα λιβάδια, σκεφτόταν. Θα
'ξιζε, µα θα 'ξιζε στ' αλήθεια να 'ρχιζαν όλα από απόψε, να 'ρχιζαν όλα µαζί
του. Κι άκουσε πάλι µακρινή τη φωνή των γονιών της, «Πρόσεχε! Γιατί θα
χάσεις τις µαγικές σου ιδιότητες αν παντρευτείς... αν παντρευτείς µ' ένα
κοινό θνητό. Πρόσεχε! ∆ε φαντάζοµαι να θέλεις κάτι τέτοιο».
Ναι, ναι, σκεφτόταν η Τσέσυ, ακόµα κι αυτό θα τα απαρνιόµουν,
εδώ. τούτη τη στιγµή αν µου 'κανε έρωτα ο Τόµ. Τότε δε θα χρειαζόταν να
περιπλανιέµαι εδώ κι εκεί τις ανοιξιάτικες νύχτες, δε θα χρειαζόταν να ζώ
µέσα σε σκύλους, και πουλιά και γατιά και αλεπούδες. Το µόνο που θα είχα
ανάγκη, το µόνο που θα χρειαζόταν, θα ταν να βρίσκοµαι µαζί του. Πάντα
µαζί του. Μόνο µ' αυτόν. Μόνο µ' αυτόν.
Ο δρόµος περνούσε κάτω απ' την άµαξα, ψιθυρίζοντας.
«Τόµ», είπε τέλος η Άννα.
«Τι;» απάντησε ο Τόµ, και κοίταζε µε παγερό βλέµµα το δρόµο, το
άλογο, τα δέντρα, τον ουρανό, τ' αστέρια.
«Αν βρεθείς ποτέ, καµιά χρονιά, οποτεδήποτε, στην Πράσινη
Πολιτεία του Ιλλινόις, λίγα µίλια από δω, θα µου κάνεις µια χάρη;»
«Ίσως...»
«Θα µου κάνεις τη χάρη να σταµατήσεις και να πάς να δείς κάποια
φίλη µου;» Η Άννα τα 'λέγε αυτά κοµπιάζοντας, γεµάτη αµηχανία.
«Γιατί;»
«Είναι µια καλή µου φίλη. Τής έχω µιλήσει για σένα. Θα σου δώσω
τη διεύθυνση της. Μια στιγµή». Όταν η Άµαξα σταµάτησε µπροστά στο
σπίτι της, η Άννα µε γρήγορες κινήσεις, έβγαλε χαρτί και µολύβι απ' το
µικρό τσαντάκι της, κι έγραψε στο φως του φεγγαριού πατικώνοντας το
χαρτί στο γόνατο της: «Πάρτο. Τα βγάζεις τα γράµµατα;»
Ο Τόµ κοίταξε το χαρτί και κούνησε το κεφάλι του καταφατικά,
ταραγµένος.
«Τσέσυ Έλιοτ, Γουίλλοου Στρήτ άρ. 12, Πράσινη Πολιτεία,
Ίλλινόις», είπε.
«Θα πάς να τη δεις καµιά µέρα;» ρώτησε η Άννα.
«Ίσως...» είπε ο Τόµ.
«Μού το υπόσχεσαι;»
«Τι σχέση έχει αυτό µε µάς;» φώναξε άγρια: «Τι σχέση µπορεί να 'χω
µε ονόµατα και χαρτιά;» Τσαλάκωσε το χαρτί, το 'κάνε ένα µικρό σβώλο
και το 'χώσε στο σακάκι του.
«Ω, σε παρακαλώ, θέλω να το υποσχεθείς!» ικέτεψε η Τσέσυ.
«... να το υποσχεθείς...» είπε η Άννα.
«Εντάξει, εντάξει, άσε µ' ήσυχο τώρα!» φώναξε ο Τόµ.
Απόκαµα, σκεφτόταν η Τσέσυ. ∆εν µπορώ να µείνω άλλο. Πρέπει να
γυρίσω σπίτι µου. Χάνω τις δυνάµεις µου. Έχω µόνο τη δύναµη να µένω
έξω λίγες ώρες όπως απόψε, ταξιδεύοντας, ταξιδεύοντας. Μα πριν να
φύγω...
«... πριν να φύγω», είπε η Άννα.
Και φίλησε τον Τόµ στα χείλη.
«Έ µένα φιλάς!» είπε η Τσέσυ.
Ο Τόµ την κράτησε σε λίγη απόσταση απ' το βλέµµα του, και κοίταξε
την Άννα Λήρυ, την κοίταξε βαθιά πασχίζοντας να δει µέσα της. ∆εν είπε
τίποτα, αλλά το πρόσωπο του άρχισε σιγά σιγά να ηρεµεί, πολύ σιγά, κι οι
ρυτίδες να χάνονται, και το στόµα του να µαλακώνει απ' την πρώτη
σκληράδα του, και να ξανακοιτάξει βαθιά µέσα σε κείνο το φεγγαρόλουστο
πρόσωπο που κρατούσε µπροστά του.
Έπειτα την έσπρωξε µαλακά απ' την άµαξα, και δίχως κάν µια
καληνύχτα, πήρε γρήγορα την κατηφοριά.
Φύγε Τσέσυ!
Η Άννα Λήρυ, ξεφωνίζοντας, απελευθερωµένη λες από τη φυλακή
της, χύθηκε στο φεγγαρόλουστο µονοπάτι προς το σπίτι της, και άνοιξε µε
πάταγο την πόρτα.
Η Τσέσυ, για λίγο µόνο αργοπόρησε. Μέσα στα µάτια ενός γρύλλου,
είδε τον κόσµο της ανοιξιάτικης νύχτας. Μέσα στα µάτια ενός βατράχου
πέρασε δυό µοναχικές στιγµές πλάι σ' ένα βάλτο. Έγινε ένα µ' αυτό το
νυχτοπούλι που 'ταν σκαρφαλωµένο στην ολόφωτη λεύκα. Μές απ' τα
µάτια του, από κει ψηλά, είδε το φως να σβήνει στις δυό φάρµες, η µια εδώ,
η άλλη ένα µίλι µακριά. Σκέφτηκε τον εαυτό της, το σπίτι της, και την
παράξενη δύναµη της, και τ' ότι κανένας απ' τη φαµίλια της δε θα
µπορούσε ποτέ να παντρευτεί µ' έναν οποιοδήποτε άνθρωπο στον απέραντο
τούτο κόσµο που απλώνονταν πέρα απ' τους λόφους.
«Τόµ;» Το µυαλό της που αδυνάτιζε σιγά σιγά, πετούσε τώρα µέσα σ'
ένα νυχτοπούλι, κάτω απ’ τα δέντρα και πάνω από χωράφια άγριοσιναπιάς:
«Το 'χεις πάντα το χαρτί µαζί σου Τόµ; Θα 'ρθείς µια µέρα, µια χρονιά,
κάποια στιγµή, κάποτε, θα 'ρθεις άραγε να µε βρεις; Θα µε αναγνωρίσεις
τότε; Θα κοιτάξεις άραγε βαθιά στο πρόσωπο µου; Θα θυµηθείς άραγε τότε
που µ' είδες για τελευταία φορά, θα ξέρεις άραγε πως µ' αγαπάς όπως σ'
αγαπώ εγώ, µ' όλη µου την καρδιά και για πάντα;»
Σταµάτησε µέσα στην κρύα ατµόσφαιρα της νύχτας, χιλιάδες µίλια
µακριά από ανθρώπους και πολιτείες, πάνω από φάρµες και ηπείρους και
ποταµούς και λοφοσειρές. «Τόµ;» απαλά.
Ο Τοµ κοιµόταν. Ήτανε νύχτα βαθιά. Τα ρούχα του κρεµόντουσαν
στις καρέκλες, ή ήταν προσεχτικά διπλωµένα πάνω στην άκρη του
κρεβατιού. Και µέσα σ' ένα σιωπηλό, προσεχτικά κλεισµένο χέρι που
αναπαύονταν πάνω στο άσπρο µαξιλάρι, πλάι στο κεφάλι του, ένα µικρό
κοµµάτι χαρτί που 'χε γραµµένα πάνω κει κάτι λόγια. Κι αργά αργά κάθε
φορά, κλάσµα µιας ίντσας, τα δάχτυλα του έκλειναν, κι όλο έκλειναν πια
σφιχτά και το κρατούσαν. Και, βέβαια, µήτε σάλεψε, µήτε το πήρε είδηση
όταν ένα µαύρο πουλί, διακριτικά, σα σ' όνειρο, χτύπησε απαλά για µια
στιγµή στα φεγγαρόλουστα τζάµια του παραθύρου του, κι έπειτα
φτερουγίζοντας ήσυχα, σταµάτησε και πέταξε ανατολικά, πάνω απ' την
κοιµισµένη γη.
Ο Άνθρωπος
Ο κυβερνήτης Χάρτ στεκόταν όρθιος στην πόρτα του πυραύλου:
«Γιατί δεν έρχονται;» ρώτησε.
«Ποιος ξέρει;» είπε ο Μάρτιν, ο υπασπιστής του. «Πού θέλετε να
ξέρω αρχηγέ;»
Τι σόι τόπος είν' αυτός, µου λές;» Ο κυβερνήτης άναψε ένα πούρο.
Και πέταξε αναµµένο το σπίρτο πάνω στο ήσυχο λιβάδι. Το χορτάρι πήρε
φωτιά.
Ο Μάρτιν έκανε µια κίνηση προς τα κει θέλοντας να λιώσει το
σπίρτο κάτω απ' την µπότα του.
«Όχι», διέταξε ο κυβερνήτης Χάρτ: «Ας το να καεί. Ίσως τότε να
'ρθουν να δουν τι συµβαίνει, οι ηλίθιοι!»
Ο Μάρτιν σήκωσε τους ώµους του και τράβηξε το πόδι του απ' τη
φωτιά που απλωνόταν σιγά σιγά.
Ο κυβερνήτης Χάρτ κοίταξε το ρολόι του: «Προσεδαφιστήκαµε εδώ
πριν από µια ώρα. Κι ακόµα να 'ρθει η επιτροπή να µας υποδεχτεί, να µάς
σφίξει το χέρι. Ούτε τζαζ µπάντ, ούτε τίποτε. Τίποτε! Εδώ οργώσαµε
εκατοµµύρια µίλια στο διάστηµα, κι οι αξιότιµοι πολίτες µιας ανόητης
πολιτείας κάποιου άγνωστου πλανήτη µάς άγνοούν!» Ξεφύσηξε σαν
ταύρος, χτυπώντας το ρολόι του: «Μα θα τους δείξω εγώ. Θα τους δώσω
µονάχα πέντε λεπτά καιρό, και µετά...»
«Και µετά; Τι θα γίνει µετά;» ρώτησε ο Μάρτιν, ευγενικά όπως
πάντα, κοιτάζοντας τις µασέλες του κυβερνήτη που πήγαιναν να
εξαρθρωθούν.
«Θα ξαναπετάξουµε πάνω από τη βρωµόπολή τους και θα τους
κόψουµε τη χολή». Η φωνή του τώρα έγινε πιο ήρεµη: «Πιστεύεις Μάρτιν
ότι µπορεί να µη µας είδαν που προσεδαφιστήκαµε;»
«Μας είδαν. Μας είδαν καθώς πετούσαµε πάνω απ' την πόλη».
«Τότε τι διάολο κάνουν και δεν τσακίζονται να µας υποδεχτούν;
Κρύβονται; Μήπως είναι κίτρινοι;»
Ο Μάρτιν κούνησε αρνητικά το κεφάλι του: «Όχι. Πάρτε αυτά τα
κυάλια κύριε. Κοιτάξτε µόνος σας. Όλοι κυκλοφορούν στους δρόµους. ∆ε
φοβούνται. Φαίνεται... φαίνεται πως δεν τους ενδιαφέρει».
Ο κυβερνήτης Χάρτ έφερε τα κυάλια στα κουρασµένα µάτια του. Ο
Μάρτιν του έριξε µια γρήγορη µατιά και πρόφτασε να προσέξει τις γραµµές
και τ' αυλάκια της υπερέντασης του εκνευρισµού, και της κόπωσης που
χαράκωναν το πρόσωπο του. Ο Χάρτ έδειχνε γέρος χιλίων ετών. ∆εν
κοιµόταν ποτέ, έτρωγε ελάχιστα και διαρκώς ξεκινούσε για νέες
διαστηµικές κατακτήσεις. Τώρα τα χείλη του σάλεψαν, γερασµένα και
µελαγχολικά, σκληρά όµως.
«Πράγµατι Μάρτιν, δεν ξέρω γιατί σκοτιζόµαστε τελικά. Φτιάχνουµε
πυραύλους, µπαίνουµε στον µπελά να διασχίσουµε ολόκληρο διάστηµα
ψάχνοντας για δαύτους, και ποιο τα κέρδος; Μάς αγνοούν. Κοίταξε
εκείνους τους ηλίθιους που σουλατσάρουν πέρα δώθε εκεί πέρα. ∆εν
καταλαβαίνουν λοιπόν τι σηµαίνει η άφιξη µας στον πλανήτη τους; Αυτή
είναι η πρώτη διαστηµική πτήση που πραγµατοποιεί ο άνθρωπος για να
φτάσει στην επαρχιακή γωνιά τους. ∆ε συµβαίνει κάθε µέρα. Είναι µπλαζέ
λοιπόν;»
Ο Μάρτιν δεν ήξερε ν' απαντήσει.
Ο κυβερνήτης Χάρτ του επέστρεψε τα κυάλια κουρασµένα: «Γιατί το
κάνουµε αυτό Μάρτιν; Εννοώ, το διαστηµικό τούτο ταξίδι. ∆ιαρκώς επί
ποδός. ∆ιαρκώς αναζητώντας. Με σφιγµένα τα σωθικά µας, δίχως µιας
στιγµής ανάπαυλα».
«Ίσως γιατί ψάχνουµε να βρούµε ειρήνη και ησυχία. Στή γη βέβαια,
τίποτα τέτοιο δεν υπάρχει», είπε ο Μάρτιν.
«Όχι, δεν υπάρχει». Ο κυβερνήτης ήταν τώρα συλλογισµένος. Η
φωτιά είχε καταλαγιάσει: Από την εποχή του Ντάρβιν, έ; Από τότε που
σαρώθηκαν όλα, καθετί στο οποίο πιστεύαµε συνήθως, ε; Θεία δύναµη κι
όλα τ' άλλα. Σκέφτεσαι λοιπόν πως γι' αυτό ίσως ξεκινάµε διαρκώς για τ'
άστρα, ε Μάρτιν; Ψάχνοντας να βρούµε τις χαµένες ψυχές µας, έτσι δεν
είναι; Πασχίζοντας να ξεκολλήσουµε απ' το δικό µας, αποτρόπαιο πλανήτη,
και να φτάσουµε σ' έναν άλλο, δίκαιο και ειρηνικό».
«Ίσως κύριε. Πάντως είναι σίγουρο πως ψάχνουµε κάτι να βρούµε».
Ο κυβερνήτης Χάρτ έβηξε, καθάρισε το λαιµό του, και ξαναγύρισε
στην προηγούµενη σκληράδα του: «Αύτη τη στιγµή κιόλας, θα ψάξουµε να
βρούµε το δήµαρχο της πόλεως. Τρέξε και πές τους ποιοί είµαστε. Πες τους
πως είµαστε η πρώτη διαστηµική αποστολή στον Τεσσαρακοστό Τρίτο
πλανήτη του Τρίτου Αστρικού Συστήµατος. Ο κυβερνήτης Χάρτ στέλνει
τους χαιρετισµούς του, και επιθυµεί να συναντήσει το δήµαρχο. ∆ίνε του!»
«Μάλιστα κύριε». Ο Μάρτιν αποµακρύνθηκε περπατώντας αλλά µες
στο λιβάδι.
«Βιάσου!» γαύγισε ο κυβερνήτης.
«Μάλιστα κύριε!» Κι ο Μάρτιν άρχισε τώρα να τρέχει. Όταν
αποµακρύνθηκε αρκετά, κόντηνε πάλι το βήµα, χαµογελώντας µέσα του.
Ο κυβερνήτης είχε καπνίσει δυό πούρα ώσπου να ξαναγυρίσει ο
Μάρτιν. Ο τελευταίος στάθηκε και κοίταξε ψηλά στην πόρτα του
πυραύλου, τρικλίζοντας, δείχνοντας φανερά ότι ήταν αδύνατο να
συγκεντρώσει κάπου τη µατιά του, η να σκεφτεί.
«Λοιπόν;» γαύγισε ο Χάρτ: «Τι συνέβη; Θα 'ρθουν να µάς
υποδεχτούν, ή όχι;»
«Όχι», είπε ο Μάρτιν, και χρειάστηκε τώρα να στηριχτεί ζαλισµένος
πάνω στο διαστηµόπλοιο για να µη σωριαστεί.
«Και γιατί όχι;»
«∆εν έχει σηµασία», είπε ο Μάρτιν: «Μου δίνετε ένα τσιγάρο
αρχηγέ;» Τα χέρια του ψαχούλεψαν στα τυφλά στο πακέτο που υψώθηκε
προς το µέρος του, γιατί ο Μάρτιν κοίταζε τη χρυσή πολιτεία τώρα,
τρεµοπαίζοντας τα βλέφαρα του. Άναψε ένα τσιγάρο και κάπνισε σιωπηλός
γι' αρκετή ώρα.
«Πες κάτι!» µούγκρισε ο κυβερνήτης: «∆εν ενδιαφέρονται δηλαδή;
∆εν τους ενδιαφέρει ο πύραυλος µας;»
«Πώς;» έκανε ο Μάρτιν: «Ά, ο πύραυλος.» Κοίταζε το τσιγάρο του
τώρα: «Όχι, δεν ενδιαφέρονται. Φαίνεται πως ήρθαµε σε ακατάλληλη
στιγµή».
«Ακατάλληλη στιγµή!»
Ο Μάρτιν δε βιαζόταν: «Ακούστε αρχηγέ. Κάτι µεγάλο συνέβη χτες
σ' αυτή την πόλη. Τόσο µεγάλο, τόσο σπουδαίο, που εµείς δε µετράµε.
Πρέπει να καθίσω». Έχασε την ισορροπία του και σωριάστηκε βαρύς
καταγής παίρνοντας βαθιές ανάσες.
Ο κυβερνήτης µασούσε οργισµένος το πούρο του: «Τι συνέβη;»
Ο Μάρτιν σήκωσε το κεφάλι του, τράβηξε µια ρουφηξιά απ' το
αναµµένο τσιγάρο στα δάχτυλο του, κι έβγαλε τον καπνό: «Χτες, κύριε,
στην πόλη αυτή, παρουσιάστηκε ένας σπουδαίος άνθρωπος... καλόκαρδος,
έξυπνος, φιλεύσπλαχνος και άπειρα σοφός!»
Ο κυβερνήτης κοίταζε επίµονα το βοηθό του: «Τι σχέση έχει αυτό µε
µας;»
«∆ύσκολο να σας εξηγήσω. Μα πρόκειται για έναν άνθρωπο που τον
περίµεναν πολύ πολύ καιρό... ίσως κι ένα εκατοµµύριο χρόνια. Και χτες, ο
άνθρωπος αυτός, περπάτησε µέσα στην πόλη. Να γιατί σήµερα, κύριε, η
προσεδάφιση µας µε τον πύραυλο δεν έχει καµιά σηµασία».
Ο κυβερνήτης, µε µια άγρια κίνηση, κάθισε καταγής: «Ποιος ήταν;
Μήπως ο Άσλεϋ; ∆ε φαντάζοµαι. ∆ε φαντάζοµαι να 'φτασε πριν από µας
και να µας έκλεψε τη δόξα;» Άρπαξε το χέρι του Μάρτιν. Το πρόσωπο του
έγινε κάτωχρο και τροµαγµένο.
«∆εν είναι ο Άσλεϋ κύριε...»
«Τότε ο Μπάρτον! Το 'ξερα. Ο Μπάρτον άρπαξε την ευκαιρία και
κατέστρεφε τη δική µου προσεδάφιση! Κανέναν πια δεν µπορείς να
εµπιστεύεσαι».
«Ούτε κι ο Μπάρτον, κύριε...» είπε ήρεµα ο Μάρτιν.
Ο κυβερνήτης δυσπιστούσε: «Υπήρχαν µονάχα τρία διαστηµόπλοια.
Επικεφαλής είµασταν εµείς. Ποιος είν' αυτός λοιπόν που προηγήθηκε; Ποιο
είναι τ' όνοµά του;»
«∆εν είχε όνοµα. ∆εν το χρειάζεται. Τ' ονοµά του πρέπει να διαφέρει
κύριε από πλανήτη σε πλανήτη».
Ο κυβερνήτης κάρφωνε το βοηθό του µε αδυσώπητα, κυνικά µάτια.
«Λοιπόν; Τι καταπληκτικό έκανε ώστε να µην κοιτά κανείς το
διαστηµόπλοιο µας;»
«Μόνο ένα πράγµα», είπε ο Μάρτιν µε σταθερή φωνή:
«Γιάτρεψε τους άρρωστους και παρηγόρησε τους φτωχούς.
Καυτηρίασε την υποκρισία και τη βρώµικη πολιτική, και κάθισε µε τον
απλό κοσµάκη µιλώντας όλη µέρα».
«Κι είναι τόσο συγκλονιστικό αυτό;»
«Μάλιστα Αρχηγέ».
«∆εν το πιάνω». Ο κυβερνήτης κοίταξε κατάµατα τον Μάρτιν,
βυθίστηκε στα µάτια του και στο πρόσωπο του: «Έχεις πιεί, ε;»
Υποπτευόταν. Γύρισε αλλού το πρόσωπο του: «∆εν καταλαβαίνω».
Ο Μάρτιν κοίταζε την πόλη: «Αρχηγέ, αν δεν καταλαβαίνετε,
λυπάµαι, αλλά δεν υπάρχει τρόπος να σας εζηγήσω».
Ο κυβερνήτης ακολούθησε τη µατιά του. Ήταν όµορφη και ήρεµη η
πόλη. Μια µεγάλη ειρήνη απλωνότανε πάνω της. Ο κυβερνήτης έκανε
µερικά βήµατα µπροστά, βγάζοντας το πούρο από το στόµα του.
Στραβοκοίταζε πρώτα τον Μάρτιν, κι έπειτα έστρεψε τη µατιά του προς τις
χρυσές κωνικές κορφές των κτιρίων της πόλης.
«∆ε φαντάζοµαι να εννοείς... δεν είναι δυνατό να εννοείς... ότι αυτός
ο άνθρωπος που λές θα µπορούσε...»
Ο Μάρτιν συγκατάνευσε: «Αυτό εννοώ κύριε».
Ο κυβερνήτης στάθηκε σιωπηλός, ακίνητος, Έπειτα συνήλθε: «∆εν
το πιστεύω» είπε τέλος.
Καταµεσήµερο, κι ο κυβερνήτης Χάρτ βάδιζε ακάθεκτος προς την
πόλη, συνοδευόµενος απ' το βοηθό του Μάρτιν κι από 'ναν άλλο βοηθό που
κουβαλούσε µαζί του κάτι ηλεκτρικά σύνεργα. Κάθε λίγο και λιγάκι, ο
κυβερνήτης ξέσπαγε σ' ένα βροντερό γέλιο, έφερνε τα χέρια στα πλευρά
του και κουνούσε άγρια το κεφάλι του.
Ο δήµαρχος της πόλης ήρθε σε προϋπάντηση του. Ο Μάρτιν έστησε
ένα τρίποδο, βίδωσε πάνω του κάποιο κουτί και άναψε τις µπαταρίες.
«Είστε ο δήµαρχος;» είπε ο κυβερνήτης σηµαδεύοντας τον µ' ένα
δάχτυλο.
«Εγώ είµαι», είπε αυτός.
Ανάµεσα τους βρισκόταν η ευαίσθητη συσκευή, που τη ρύθµιζαν ο
Μάρτιν κι ο βοηθός. Η συσκευή µετέφραζε αυτοµάτως τα λόγια απ'
οποιαδήποτε γλώσσα. Τα λόγια τώρα ηχούσαν ζωηρά µέσα στη γαλήνια
ατµόσφαιρα της πόλης.
«Τι λέτε για το χτεσινό περιστατικό;» ρώτησε ο κυβερνήτης:
«Συνέβη πράγµατι;»
«Συνέβη».
«Έχετε µάρτυρες;»
«Έχουµε».
«Μπορούµε να µιλήσουµε µαζί τους;»
«Μιλείστε σ' οποιονδήποτε από µάς, είναι το ίδιο», είπε ο δήµαρχος:
«Όλοι µας είµαστε µάρτυρες».
Ο κυβερνήτης, γυρίζοντας στον Μάρτιν, του ψιθύρισε σιγά: «Μαζική
παραίσθηση» προς το δήµαρχο: «Σάν τι µοιάζει αυτός ο άνθρωπος..
αυτός ο ξένος;»
«∆ύσκολο να σας εξηγήσω», είπε ο δήµαρχος, χαµογελώντας
ελαφρά.
«Γιατί είναι δύσκολο;»
«Οι γνώµες µπορούν να διαφέρουν από άνθρωπο σε άνθρωπο».
«Πάντως, εγώ θα 'θελα να ξέρω τη δική σας γνώµη», είπε ο
κυβερνήτης: «Μαγνητοφώνησέ την», πέταξε στον Μάρτιν πάνω απ' τον
ώµο του. Κι ο Μάρτιν πάτησε το κουµπί στο φορητό µαγνητόφωνο.
«Τότε...» είπε ο δήµαρχος της πόλης, «να σας την πώ. Ήταν ένας
πολύ ευγενικός και λεπτός άνθρωπος. Είχε βαθιά κατάρτιση και µεγάλη
ευφυία».
«Τα ξέρω αυτά.,. τα ξέρω αυτά...», είπε ο κυβερνήτης σείοντας τα
δάχτυλα του: «Γενικεύσεις. Θέλω ν' ακούσω κάτι είδικό. Πώς ήταν ο
άνθρωπος αυτός;»
«∆ε νοµίζω ότι έχει σηµασία», απάντησε ο δήµαρχος.
«Έχει! Και µεγάλη µάλιστα», είπε προστακτικά ο κυβερνήτης:
«Θέλω µια περιγραφή αύτού του τύπου. Αν δε µου τη δώσετε εσείς, θα µου
τη δώσουν άλλοι». Στόν Μάρτιν: «Είµαι βέβαιος πως πρέπει να 'ναι ο
Μπάρτον. Άπ' τα συνηθισµένα τερτίπια του».
Ο Μάρτιν δεν τον κοίταζε διόλου στο πρόσωπο. Ο Μάρτιν ήταν
βυθισµένος σε µια παγερή σιωπή.
«Κάτι άκουσα για κάτι... θεραπείες!» είπε ο Χάρτ.
«Ναι... Θεραπείες, ή θαύµατα», είπε ο δήµαρχος.
«Μπορώ να δώ ένα;»
«Μπορείτε», είπε ο δήµαρχος: «Ο γιος µου». Έγνεψε σ' ένα µικρό
παιδί που έκανε δυό βήµατα µπροστά:
«Υπέφερε απ' το χέρι του. Ήταν ατροφικό. ∆εν είναι πια... Κοιτάξτε
το!»
Ο κυβερνήτης γέλασε συγκαταβατικά: «Ναι, ναι. Μα ξέρετε, ούτε
σαν ένδειξη δεν µπορεί να χρησιµεύσει κάτι τέτοιο. ∆εν βλέπω το ατροφικό
χέρι του παιδιού. Το µόνο πού βλέπω είν' ένα χέρι κανονικό και υγιές. Αυτό
δεν είναι απόδειξη. Τι απόδειξη έχετε να µου δώσετε ότι το χέρι του
παιδιού ήταν ανάπηρο χτες, και σήµερα είν' εντάξει;»
«Ο λόγος µου είναι η απόδειξη», είπε ο δήµαρχος άπλά.
«Άνθρωπε µου!» φώναξε ο κυβερνήτης: «Έχετε την αξίωση να
πιστέψω στις διαδόσεις;»
«Λυπούµαι», είπε ο δήµαρχος κοιτάζοντας τον κυβερνήτη, που 'χε
στα µάτια του κάτι σαν περιέργεια και σαν οίκτο.
«Έχετε τίποτα... φωτογραφίες του αγοριού; Παλιές φωτογραφίες
εννοώ;» ρώτησε ο κυβερνήτης.
Σε λίγο, έφερναν µπροστά του ένα µεγάλο πορτραίτο, µια
ελαιογραφία, πού έδειχνε το παιδί µ' ένα ατροφικό χέρι.
«Αγαπητέ µου!» είπε ο κυβερνήτης παραµερίζοντας το: «Ο καθένας
µπορεί να ζωγραφίσει ένα πίνακα. Οι ζωγραφιές ψεύδονται. Έγώ ζητώ
φωτογραφία του παιδιού».
∆εν υπήρχε φωτογραφία. Η φωτογραφία ήταν µια τέχνη άγνωστη για
την κοινωνία τους.
«Τότε...», αναστέναξε ο κυβερνήτης, και το µούτρο του συσπάστηκε,
«ας µου επιτραπεί να µιλήσω µε ορισµένους άλλους πολίτες. ∆ε βγαίνει
πουθενά η συζήτηση µας». Κι έδειξε µια γυναίκα µε το δάχτυλο: «Έσύ!»
∆ίστασε η γυναίκα: «Ναι, εσύ! Κόπιασε εδώ», διέταξε ο κυβερνήτης:
Μίλησε µου γι' αυτόν τον... υπέροχ ο άνθρωπο που είδες χτες».
Η γυναίκα κοίταζε σταθερά τον κυβερνήτη στα µάτια: «Περπάτησε
ανάµεσα µας, κι ήταν πολύ όµορφος και καλός».
«Ti χρώµα είχαν τα µάτια του;»
«Το χρώµα του ήλιου, το χρώµα της θάλασσας, το χρώµα του
άνθους, το χρώµα των βουνών, το χρώµα της νύχτας».
«Μας φώτισες!» είπε ο κυβερνήτης τινάζοντας τα χέρια του ψηλά:
«Βλέπεις Μάρτιν; Τίποτα! Απολύτως τίποτα! Βρέθηκε εκεί κάποιος
τσαρλατάνος που περπατάει ψιθυρίζοντας σάχλες στ' αφτί τους και τούτοι
δώ...»
«Σάς παρακαλώ κύριε. Μη συνεχίζετε!» είπε ο Μάρτιν.
Ο κυβερνήτης σα να µην κατάλαβε καλά. Έκανε δυό βήµατα πίσω:
«Πώς;»
«Ακούσατε τι είπα», είπε ο Μάρτιν: «Μ' αρέσουν οι άνθρωποι αυτοί.
Πιστεύω σ' ό,τι λένε. Έχετε το δικαίωµα να διατυπώνετε όποια γνώµη
θέλετε, αλλά κρατείστε την για τον εαυτό σας κύριε!»
«∆εν µπορείς να µου µιλάς µ' αυτό τον τρόπο!» φώναξε ο
κυβερνήτης.
«Αρκετά τράβηξα απ' την τυραννία σας», απάντησε ο Μάρτιν:
«Αφήστε ήσυχους τους ανθρώπους αυτούς. Απέκτησαν κάτι καλό κι
ευγενικό, κι έρχεστε σεις να το καταστρέψετε και να το περιπαίξετε. Έ,
λοιπόν, τους µίλησα κι εγώ. Περιπλανήθηκα στην πόλη, είδα τα πρόσωπα
τους. Έχουνε κάτι που το δικό σας πρόσωπο δε θ' αποκτήσει ποτέ: µια τόση
δά απλή πίστη που µπορεί να µετακινήσει βουνά. Έσείς... εσείς ξοφλήσατε,
γιατί κάποιος ιδιοποιήθηκε την πράξη σας, και προηγήθηκε, κι ήρθε εδώ
και σάς αφαίρεσε κάθε σηµασία».
«Θα σου δώσω πέντε δευτερόλεπτα καιρό να τελειώσεις»,
παρατήρησε ο κυβερνήτης: «Καταλαβαίνω. Η υπερένταση Μάρτιν... Πέντε
µήνες ταξίδι στο διάστηµα... η νοσταλγία, η µοναξιά... Λυπάµαι που
συµβαίνει αυτό, και σε συµµερίζοµαι Μάρτιν. Παραβλέπω τη µικρή
ανταρσία σου».
«Εγώ δεν παραβλέπω την τυρανία σας», απάντησε ο Μάρτιν: «Σάς
εγκαταλείπω. Θα µείνω εδώ».
«∆εν µπορείς να το κάνεις αυτό!»
«∆εν µπορώ; Προσπαθείστε να µε σταµατήσετε. Γι' αυτό ακριβώς
ήρθα εδώ. Αυτό έψαχνα να βρώ. ∆εν ήξερα τι είναι, µα τώρα ξέρω. Είναι
για µένα. Άδειάστε µας τη γωνιά. Πάρτε τις βρωµιές σας κάπου άλλου.
Πηγαίνετε να καταστρέψετε άλλους ανθρώπους µε την αµφιβολία σας, µε
την επιστηµονική σας µέθοδο!» Κοίταζε γύρω του ξαναµµένος: «Οι
άνθρωποι αύτοί δοκίµασαν µια εµπειρία, και σεις δε φαίνεται να πήρατε
χαµπάρι, ότι συνέβη πραγµατικά, κι είµαστε τυχεροί πού φτάσαµε σχεδόν
εγκαίρως. Οι άνθρωποι στη Γή µιλούσαν γι' αυτόν τον άνθρωπο είκοσι
ολόκληρους αιώνες αφότου πέρασε απ' τον παλιό κόσµο. Όλοι θέλαµε να
τον δούµε και να τον ακούσουµε. ∆εν είχαµε ποτέ τέτοια τύχη. Και
σήµερα, αυτή τη στιγµή, για λίγες ώρες, χάσαµε την ευκαιρία να τον
δούµε».
Ο κυβερνήτης Χάρτ κοίταζε τα µάγουλα του Μάρτιν: «Φωνάζεις σαν
παιδί. Σταµάτα».
«∆ε µε νοιάζει».
«Εµένα όµως µε νοιάζει. Πρέπει να διατηρούµε το κύρος µας µπρος
στους ιθαγενείς. Είσαι εξαντληµένος. Κι όπως σου είπα, σε συγχωρώ».
«∆εν έχω ανάγκη τη συγνώµη σας».
«Ηλίθιε! ∆εν καταλαβαίνεις λοιπόν πως είναι απ' τα τεχνάσµατα του
Μπάρτον για ν' αποβλακώσει τους ανθρώπους αυτούς, να τους εξαπατήσει
προκειµένου να κατοχυρώσει τα συµφέροντα του — ναι, τα πετρέλαια και
τα ορυκτά — κάτω από τη µάσκα της θρησκείας; Ανόητε Μάρτιν. Θα
'πρεπε να 'χεις µάθει µέχρι τώρα τους ανθρώπους της Γής. Θα κάνουν τα
πάντα, θα πούνε ψέµατα, θα βλαστηµήσουν, θα εξαπατήσουν, θα κλέψουν,
θα σκοτώσουν για να πετύχουν το σκοπό τους. Τα πάντα είναι θεµιτά,
άρκεί ν' άποδίνουν. Αυτός είν' ο Μπάρτον. Ένας αληθινός πραγµατιστής.
Τον ξέρεις!»
Η φωνή του κυβερνήτη έβγαινε αφάνταστα κοροίδευτική.
«Έλα τώρα Μάρτιν, πρέπει να το ξεπεράσεις, πρέπει να το
παραδεχτείς. Όλ' αυτά είναι βρωµοδουλιές του Μπάρτον. Εξευγενίζει
πρώτα τους ανθρώπους κι έπειτα τους στίβει και τους πετάει στα
σκουπίδια».
«Όχι», είπε ο Μάρτιν συλλογισµένος.
Ο κυβερνήτης σήκωσε το χέρι του ψηλά: «Ο Μπάρτον είναι. Αυτός!
Κι η βρώµικη, εγκληµατική µέθοδος του. Τόνε θαυµάζω το γερο
δράκοντα. Κατεβαίνει εδώ µες σ' ένα σύννεφο φωτιάς, φωτοστεφανωµένος,
κι αρχίζει. Ένα γλυκόλογο, ένα άγγιγµα φιλικό, µε µια θαυµατουργή
αλοιφή εδώ, µε µια θεραπευτική ακτίνα παραπέρα. Ο Μπάρτον είναι!
Σίγουρα!»
«Όχι», ακούστηκε θαµπή η φωνή του Μάρτιν που σκέπασε τώρα τα
µάτια του: «Όχι, δεν µπορώ να το πιστέψω».
«∆ε θέλεις να πιστέψεις», επέµενε ο κυβερνήτης Χάρτ. «Μα πρέπει
να το παραδεχτείς. Να το παραδεχτείς! Μόνο ο Μπάρτον θα µπορούσε να
τα κάνει αυτά. Σταµάτα να ονειροπολείς Μάρτιν. Ξύπνα! Είναι πρωί. Κοίτα
γύρω σου! Είναι πραγµατικός αυτός ο κόσµος, πραγµατικοί και µείς...
βρωµεροί και τιποτένιοι, µε τον Μπάρτον πιο βρωµερό απ’ όλους µας!»
Ο Μάρτιν στράφηκε να φύγει.
«Έλα τώρα Μάρτιν», έλεγε ο Χάρτ χτυπώντας τον µηχανικά στην
πλάτη: «Καταλαβαίνω. Ήταν µεγάλο το σόκ. Ξέρω. Ένα βρώµικο παιχνίδι
κι όλα τα σχετικά. Ο Μπάρτον που 'ναι παλιάνθρωπος. Μην το παίρνεις
κατάκαρδα. Άσε µε εµένα να το χειριστώ».
Ο Μάρτιν αποµακρύνθηκε µε βήµατα αργά προς τον πύραυλο. Ο
Χάρτ τον παρακολουθούσε. Έπειτα, παίρνοντας βαθιά αναπνοή, στράφηκε
προς τη γυναίκα που τη ρωτούσε:
«Πείτε µου κι άλλα γι' αυτό τον άνθρωπο. Λέγατε λοιπόν. ..»
Αργότερα, οι αξιωµατικοί του πυραυλόπλοιου πήραν το δείπνο τους
έξω στο ύπαιθρο, πάνω σε χαρτονένια τραπέζια. Ο κυβερνήτης συσχέτιζε
τα δεδοµένα του µ' ένα σιωπηλό Μάρτιν που καθόταν µε κόκκινα µάτια
κοιτάζοντας συλλογισµένος το φαγητό του.
«Κουβέντιασα µε καµιά τριανταριά ανθρώπους. Όλοι τους
ποτισµένοι µε το ίδιο άφιόνι», είπε ο κυβερνήτης: «∆ουλιά του Μπάρτον
όλ' αυτά, είµαι βέβαιος πέρα για πέρα. Αύριο, ή σε καµιά βδοµάδα, θα
ενσκήψει πάλι εδώ να σιγουρευτεί για τα θαύµατα του και να συντρίψει
τυχόν αντίθεση µας. Θαρρώ πως θα κολλήσω εδώ πέρα και θα του
καταστρέψω το έργο του κυρίου».
Άξαφνα ο Μάρτιν σήκωσε τα µάτια του: «Θα τον σκοτώσω», είπε.
«Έλα τώρα Μάρτιν! Έλα αγόρι µου».
«Θα τον σκοτώσω... και θέλω να µε βοηθήσετε».
«Θα του στήσουµε παγίδα. Μα πρέπει να παραδεχτείς πως είναι
έξυπνος. Ανήθικος, µα έξυπνος».
«Είναι βρωµερός».
«Πρέπει να υποσχεθείς πως δε θα κάνεις τίποτε βαρβαρότητες». Ο
κυβερνήτης Χάρτ συµβουλεύτηκε τους αριθµούς του: «Σύµφωνα µ' αυτό,
πραγµατοποίησε τριάντα θεραπευτικά θαύµατα: ένας τυφλός που
ξαναπόκτησε το φως του, ένας λεπρός που έγινε καλά... Ά, ο Μπάρτον
δούλεψε µε σύστηµα, πρέπει να το παραδεχτείς».
Κείνη την ώρα αντήχησε ένας µεταλλικός ήχος. Έπειτ' από λίγο ένας
άντρας τους πλησίασε τρέχοντας: «Κυβερνήτα! Μια αναφορά! Το σκάφος
του Μπάρτον ετοιµάζεται να προσεδαφιστεί. Το ίδιο και το σκάφος του
Άσλεϋ κύριε».
«Μή µου πεις!» αναφώνησε ο Χάρτ χτυπώντας το τραπέζι:
«Έρχονται τα τσακάλια να τρυγήσουν τη σοδιά! ∆εν µπορούν να
περιµένουν. Περίµενε και θα τους κανονίσω. Μπροστά τους θα µε βρουν.
Θα τους συγυρίσω!»
Ο Μάρτιν φαινόταν άρρωστος. Κοίταζε τον κυβερνήτη.
«∆ουλιές αγόρι µου, δουλιές», είπε ο κυβερνήτηςΌλοι τώρα κοίταζαν
ψηλά. ∆υό ρουκετόπλοια φάνηκαν νό κατεβαίνουν απ' τον ουρανό.
Όταν προσεδαφίστηκαν, ήταν σχεδόν κατεστραµµένα.
«Τι πάθανε οι βλάκες;» αναφώνησε ο κυβερνήτης, και πετάχτηκε
ορθός. Οι άντρες έτρεξαν προς τα κει. Τα πυραυλόπλοια κάπνιζαν. Έφτασε
κι ο κυβερνήτης. Στο σκάφος του Μπάρτον, η αεροστεγής πόρτα άνοιξε µε
ορµή.
Κι ένας άντρας σωριάστηκε στην αγκαλιά τους.
«Τι έγινε;» κραύγασε ο κυβερνήτης Χάρτ.
Ξάπλωσαν τον άνθρωπο καταγής κι έσκυψαν πάνω του. Τότε είδαν...
Ήταν καµένος! Κάρβουνο σχεδόν. Το σώµα του ήταν γεµάτο πληγές και
φουσκάλες. Εδώ κι εκεί, κοµµάτια από ύφασµα που σιγοκαιγόταν και
κάπνιζε. Σήκωσε το βλέµµα του και κοίταξε µες από τα πρησµένα του
µάτια. Πρησµένη η γλώσσα του αργοσάλεψε στα σκασµένα χείλη του.
«Τι έγινε;» ρώτησε ο κυβερνήτης, γονατίζοντας, πιάνοντας τον απ' το
χέρι.
«Άχ κύριε!» ψέλλισε ο ετοιµοθάνατος: «Σαρανταοχτώ ώρες πριν...
στο ∆ιαστηµικό Σταθµό Εβδοµήντα Εννέα DES, έξω απ' τον Πλανήτη Ένα
αυτού του συστήµατος, το σκάφος µας, και το σκάφος του Άσλεϋ, πέσανε
πάνω σε κοσµική καταιγίδα κύριε». Αίµα ξεπρόβαλε απ' το στόµα του.
«Μάς ξέκανε. ∆εν άφησε κανένα. Όλο το πλήρωµα. Κι ο Μπάρτον νεκρός.
Ο Άσλεϋ πέθανε πριν από µια ώρα. Μόνο τρεις επιζώντες».
«Άκουσέ µε!» ξεφώνιζε τώρα ο Χάρτ σκύβοντας πάνω απ' τον
πληγωµένο: «Ήρθατε κι άλλη φορά σ' αυτό τον πλανήτη, έτσι δεν είναι;
Πρίν απ' αυτή τη στιγµή».
Σιωπή.
«Απάντησε µου!» κραύγασε ο Χάρτ.
«Όχι...» ψέλλισε ο ετοιµοθάνατος: «Η θύελλα. Ο
Μπάρτον πέθανε πριν δυό µέρες. Αυτή 'ναι η πρώτη µας
προσεδάφιση εδώ κι έξη µήνες».
«Είσαι βέβαιος;» ξεφώνισε ο Χάρτ ταρακουνώντας άγρια τον
άνθρωπο απ' τα χέρια: «Είσαι βέβαιος;»
«Βέβαιος... βέβαιος», ανοιγόκλεισε το στόµα ο ετοιµοθάνατος.
«Είπες ότι ο Μπάρτον πέθανε πριν δυό µέρες. Σίγουρα;»
«Μάλιστα, µάλιστα», ψέλλισε ο άνθρωπος, κι έριξε µπροστά το
κεφάλι. Ήταν νεκρός.
Ο κυβερνήτης γονάτισε πλάι στο άψυχο κορµί. Το πρόσωπο του
κυβερνήτη συσπάστηκε, τα νεύρα τεντώθηκαν να σπάσουν, ασυναίσθητα.
Τα υπόλοιπα µέλη του πληρώµατος έστεκαν πίσω του κοιτάζοντας κάτω. Ο
Μάρτιν περίµενε. Ο κυβερνήτης ζήτησε ένα χέρι να πιαστεί να σηκωθεί.
Στήθηκε ορθός. Μαζί µε τους υπόλοιπους κοίταζε τώρα την πόλη: «Αυτό
σηµαίνει...»
«Σηµαίνει;» είπε ο Μάρτιν.
«Είµαστε οι µόνοι που προσεδαφιστήκαµε σ' αυτό τον πλανήτη»,
ψιθύρισε ο κυβερνήτης Χάρτ: «Κι αυτός ο άνθρωπος. ..»
«Κι αυτός ο άνθρωπος αρχηγέ;» ρώτησε ο Μάρτιν.
Το πρόσωπο του κυβερνήτη συσπάστηκε ακόµα µια φορά.
Ασυναίσθητα. Φαινόταν πραγµατικά πολύ αλλόκοτος. Αλλόκοτος και
γκρίζος. Τα µάτια του γυάλιζαν. Περπάτησε πάνω στο ξερό χορτάρι.
«Έλα µαζί µου Μάρτιν. Έλα µαζί µου. Μή µ' αφήνεις. Έλα µαζί µου
για χάρη µου. Κράτα µε. Φοβάµαι πως θα σωριαστώ. Και γρήγορα. Μή
χάνουµε καιρό...»
Βάδισαν τρικλίζοντας προς την πόλη, πατώντας πάνω στ' ατέλειωτο
ξερό χορτάρι, µες απ' τον άνεµο που σφύριζε.
Έπειτα από ώρες πολλές βρέθηκαν καθισµένοι στην αίθουσα
ακροάσεων του δηµάρχου. Κάπου χίλιοι άνθρωποι είχαν περάσει, είχαν
µιλήσει κι είχαν φύγει. Ο κυβερνήτης έµενε καθισµένος, µε πρόσωπο
γερασµένο και κάτωχρο, ακούγοντας, ακούγοντας. Υπήρχε τόσο φως στα
πρόσωπα όλων εκείνων που έρχονταν, βεβαίωναν και µιλούσαν, που δεν
άντεχε να τους βλέπει. Κι όλη αυτή την ώρα, τα χέρια του ταξίδευαν στα
γόνατα του, στη ζώνη του... τρέµοντας και ριγώντας.
Όταν τελείωσαν όλα, ο κυβερνήτης Χάρτ στράφηκε στο δήµαρχο,
και µε παράξενα µάτια είπε:
«Σείς όµως, πρέπει να ξέρετε πού πήγε».
«∆εν είπε που πηγαίνει...» απάντησε ο δήµαρχος.
«Μήπως σε κάποιον απ' τους κοντινούς κόσµους;» ρώτησε ο
κυβερνήτης.
«∆εν ξέρω».
«Πρέπει να ξέρετε».
«Μήπως τον βλέπετε πουθενά;» ρώτησε ο δήµαρχος, δείχνοντας το
πλήθος.
Ο κυβερνήτης κοίταξε: «Όχι».
«Τότε, µπορεί να έφυγε...» είπε ο δήµαρχος.
«Μπορεί, µπορεί!» αναφώνησε ο κυβερνήτης αδύναµα: «Έκανα ένα
φοβερό λάθος, και τώρα θέλω να τον δώ. Πρώτη φορά µου συνέβη κάτι
τέτοιο. Το πιο ασυνήθιστο πράγµα που φάνηκε ποτέ στην ιστορία. Να
βρεθείς σε κάτι σαν αυτό! Πώς είναι δυνατό; Οι πιθανότητες είναι µία στο
δισεκατοµµύριο να φτάσεις σ' έναν ορισµένο πλανήτη, ανάµεσα σ'
εκατοµµύρια άλλους πλανήτες, όπως εµείς, µια µέρα µετά απ' αυτόν!
Πρέπει να ξέρετε που έχει πάει!»
«Ο καθένας τον βρίσκει µε το δικό του τρόπο», απάντησε ευγενικά ο
δήµαρχος.
«Τον κρύβετε!» Το πρόσωπο του κυβερνήτη άσκήµαινε σιγά σιγά.
Κάτι απ' την παλιά τραχύτητα ξαναγύριζε σταδιακά. Ο κυβερνήτης
σηκώθηκε.
«Όχι», είπε ο δήµαρχος.
«Ξέρετε λοιπόν που είναι;» Τα δάχτυλα του κυβερνήτη ψηλάφισαν
την πέτσινη θήκη στη δεξιά πλευρά.
«∆ε θα µπορούσα να σάς πω που ακριβώς είναι», είπε ο δήµαρχος.
«Σάς συµβουλεύω να µιλήσετε», είπε ο κυβερνήτης κι έβγαλε ένα
µικρό ασηµένιο περίστροφο.
«Λεν υπάρχει τρόπος», είπε ο δήµαρχος, «να σας πώ το παραµικρό,
οτιδήποτε».
«Ψεύτη!»
Μια έκφραση οίκτου απλώθηκε στο πρόσωπο του δήµαρχου καθώς
κοίταζε τον Χάρτ.
«Είστε πολύ κουρασµένος», είπε: «Ταξιδέψατε χιλιάδες µίλια,
ατέλειωτα, και ανήκετε σ' ένα κουρασµένο λαό που έµεινε δίχως πίστη για
πολύ καιρό, και λαχταράτε τόσο πολύ να πιστέψετε τώρα που επεµβαίνετε
ο ίδιος. Αν σκοτώσετε, το µόνο που θα καταφέρετε θα 'ναι να γίνει πιο
αβάσταχτη η αναζήτηση σας. Ποτέ δε θα τον βρείτε µε τον τρόπο αυτό».
«Που θα µπορούσε να πάει; Εσείς το ξέρετε. Σάς το 'πε. Ελάτε
λοιπόν, πείτε µου!» κι ο κυβερνήτης πρότεινε το όπλο του.
Ο δήµαρχος κούνησε το κεφάλι.
«Πείτε µου! Πείτε µου!»
Το όπλο εκπυρσοκρότησε, µια, δυό φορές. Ο δήµαρχος σωριάστηκε,
µε πληγωµένο το χέρι.
Ο Μάρτιν πήδηξε µπροστά: «Αρχηγέ!»
Το όπλο σηµάδεψε τον Μάρτιν: «Μην ανακατεύεσαι».
Ο δήµαρχος, καταγής, κοίταξε τον κυβερνήτη κρατώντας το
τραυµατισµένο χέρι του: «Βάλτε το πιστόλι στη θήκη. Βλάπτετε τον εαυτό
σας. ∆εν πιστέψατε ποτέ, και τώρα που νοµίζετε ότι πιστεύετε, κάνετε κακό
στον κόσµο εξαιτίας αυτού».
«∆ε σ' έχω ανάγκη», είπε ο Χάρτ, όρθιος από πάνω του: «Αν τον
έχασα τη µια µέρα εδώ, θα πάω άλλου, σε άλλο κόσµο. Σ' άλλον µετά και
σ' άλλον πιο πέρα. Μπορεί στον άλλο πλανήτη να τόνε χάσω για µισή µέρα,
για λίγες ώρες στον τρίτο, στον παραπέρα για δυό ώρες, για µια ώρα στον
επόµενο, για µισή ώρα στον παρακάτω, για ένα λεπτό στον παραδίπλα. Μα
κάποια µέρα θα πέσω πάνω του! Τ' άκούς;» Φώναζε τώρα, σκύβοντας
κουρασµένα πάνω απ’ το σωριασµένο άνθρωπο. Παραπατούσε απ' την
εξάντληση: «Πάµε να φύγουµε Μάρτιν» και το όπλο κρέµασε στο χέρι του.
«Όχι», είπε α Μάρτιν: «Εγώ θα µείνω εδώ».
«Είσαι ανόητος. Μείνε αν θέλεις. Μα εγώ µε τους υπόλοιπους θα
φύγω. Όσο µπορώ πιο µακριά».
Ο δήµαρχος κοίταζε τον Μάρτιν: «Θα τα καταφέρω. Πηγαίνετε. Θα
περιποιηθούν άλλοι τα τραύµατα µου».
«Θα ξανά 'ρθω», είπε ο Μάρτιν: «Θα πάω ως τον πύραυλο και θα
ζανάρθω».
Βάδιζαν µε λυσσασµένα βήµατα µες απ' την πόλη. Μπορούσες να
δεις µε πόση προσπάθεια αγωνιζόταν ο κυβερνήτης να φανεί σιδερένιος,
όπως παλιά, κυριαρχικός. Όταν έφτασε στον πύραυλο, τον χτύπησε στα
πλάγια µε τρεµάµεγο χέρι. Έβαλε το περίστροφο στη θήκη του. Κοίταζε
τον Μάρτιν.
«Λοιπόν Μάρτιν;»
Ο Μάρτιν τόνε κοίταξε στα µάτια: «Λοιπόν Αρχηγέ;»
Τα µάτια του κυβερνήτη κοίταζαν ψηλά, τον ουρανό: «Σίγουρος ότι
δε θα... δε θα 'ρθεις µαζί µου έ;»
«Όχι κύριε».
«Θεέ µου τι περιπέτεια που θα 'ναι! Ξέρω πως θα τον βρω».
«Το πήρατε απόφαση, κύριε, καθώς βλέπω».
Το πρόσωπο του κυβερνήτη ανατρίχιασε. Έκλεισε τα µάτια του:
«Ναι».
«Θα θελα να µάθω κάτι κύριε».
«Τι;»
«Όταν τον βρείτε... αν κύριε τον βρείτε», ρώτησε ο Μάρτιν, «τι θα
του ζητήσετε;»
«Να...» ο κυβερνήτης κόµπιασε ανοίγοντας τα µάτια του. Έσφιγγε
και ξέσφιγγε τα χέρια του. Σκέφτηκε για λίγο, κι έπειτα ξέσπασε σ' ένα
παράξενο χαµόγελο: «Να... θα του ζητήσω λίγη... λίγη γαλήνη και ηρεµία».
Άγγιξε τον πύραυλο: «Έχω πολύ καιρό... πολύ καιρό να ηρεµήσω».
«Προσπαθήσατε ποτέ αρχηγέ;»
«∆εν καταλαβαίνω», είπε ο Χάρτ.
«∆εν πειράζει. Ως εδώ ήταν!»
«Αντίο Μάρτιν».
Το πλήρωµα στεκόταν πλάι στην πόρτα. Άπ' όλους αυτούς, µονάχα
τρεις ακολούθησαν τον Χάρτ. Οι επτά άλλοι θα 'µεναν εκεί, είπαν, µαζί µε
τον Μάρτιν.
Ο κυβερνήτης Χάρτ τους κοίταξε έναν έναν κι έβγαλε την
έτυµογορία του.
«Ηλίθιοι!»
Τελευταίος
από
όλους,
ο
κυβερνήτης,
σκαρφάλωσε
στο
πυραυλόπλοιο. Χαιρέτισε άτσαλα για τελευταία φορά και µόρφασε άγρια σ'
ένα χαµόγελο. Η πόρτα έκλεισε µε πάταγο.
Κι ο πύραυλος υψώθηκε στον ουρανό µες σ' ένα κύµα φωτιάς.
Ο Μάρτιν το παρακολούθησε µε τα µάτια ν' αποµακρύνεται και να
χάνεται στο άπειρο.
Ο δήµαρχος, στην άκρη του λιβαδιού, στηριγµένος πάνω σε πέντε
έξη άλλους, τους έκανε νόηµα να πλησιάσουν.
«Έφυγε», είπε ο Μάρτιν πηγαίνοντας προς τα κει.
«Ναι, ο δυστυχής, έφυγε!» είπε ο δήµαρχος. «Και θα συνεχίσει να
φεύγει, από πλανήτη σε πλανήτη, ψάχνοντας κι όλο ψάχνοντας, και πάντα,
πάντα θα φτάνει µε µια ώρα καθυστέρηση, µε µισή ώρα καθυστέρηση, η µε
δέκα λεπτών καθυστέρηση, µ' ενός λεπτού καθυστέρηση. Και τελικά θα
τόνε χάσει για λίγα µόνο δευτερόλεπτα. Κι όταν θα 'χει περάσει από
τρακόσιους διαφορετικούς κόσµους, ογδοντάρης πια, γέρος, θα τόνε χάνει
για ένα κλάσµα του δευτερολέπτου, και πιο µετά, για κλάσµα κλάσµατος
του δευτερολέπτου. Κι όλο συνέχεια θα φεύγει, και θα φεύγει, πιστεύοντας
πως τελικά θα βρει αυτό που άφησε έδω πέρα, στον πλανήτη αυτό, σ' αυτή
την πόλη. . .»
Ο Μάρτιν κοίταζε επίµονα το δήµαρχο.
Ο δήµαρχος άπλωσε το χέρι του: «Μήπως αµφέβαλε ποτέ κανείς;»
Έκανε νόηµα στους άλλους, και στράφηκε. «Ελάτε τώρα. ∆εν πρέπει να
τον αφήσουµε να περιµένει».
Και πήραν το δρόµο για την πόλη.
Η Μηχανή που ταξιδεύει µες στο Χρόνο
Ένας άνεµος µ' ένα φύσηµα σάρωσε τ' ατέλειωτα χρόνια, που
πέρασαν σαν αστραπή, µπρος απ' τα ξαναµµένα πρόσωπα τους.
Η Μηχανή που ταξιδεύει µες στο χρόνο σταµάτησε.
«Εννιακόσια είκοσι έξη», είπε η Τζάνετ. Τα δυό αγόρια έδειχναν, να
τήνε ξεπερνούν.
Ο κύριος Φήλντς µετακινήθηκε: «Και µην ξεχνάτε, ήρθατε εδώ για
να παρακολουθήσετε τη συµπεριφορά αυτών των παµπάλαιων ανθρώπων.
Να είστε ερευνητικοί, έξυπνοι, να παρατηρείτε σωστά».
«Μάλιστα», είπανε µ' ένα στόµα το κορίτσι και τα δυό παιδιά, που
φορούσαν οµοιόµορφες στολές, καλοραµµένες, σε χρώµα χακί. Είχαν το
ίδιο χτένισµα, φορούσαν τα ίδια ρολόγια στα χέρια, τα ίδια σανδάλια, είχαν
το ίδιο χρώµα στα µαλλιά, στα µάτια, στα δόντια και στο δέρµα µ' όλο που
δεν ανήκαν στην ίδια οικογένεια.
«Σςς!» έκανε ο κύριος Φήλντς.
Κοίταξαν έξω και είδαν µια µικρή πολιτεία στο Ιλλινόις. Βρισκόταν
στην ανοιξιάτικη ώρα της. Μια παγερή οµίχλη σκέπαζε τους δρόµους του
πρωινού. Ξηµέρωνε.
Βαθιά, κάτω απ' το δρόµο, ένα αγοράκι φάνηκε να τρέχει µέσα στην
τελευταία ανταύγεια του µαρµαρόχρωµου φεγγαριού. Κάπου πιο πέρα, ένα
µεγάλο ρολόι χτύπησε 5 το πρωί. Το αγόρι, αφήνοντας µαλακά πάνω στο
απαλό γρασίδι τ' αχνάρια των παπουτσιών του, φορούσε παπούτσια του
τένις, πλησίασε την αθέατη Μηχανή του Χρόνου, και φώναξε κάπου ψηλά,
σε κάποιο σκοτεινό παράθυρο.
Και το παράθυρο άνοιξε. Ένα άλλο αγόρι πήδηξε απ' τη στέγη στο
έδαφος. Τα δυό αγόρια έτρεχαν τώρα πρός τα κάτω, µε µια µπανάνα
ανάµεσα στα δόντια τους, και χάθηκαν στο µουντό παγερό πρωινό.
«Ακολουθάτε τα», ψιθύρισε ο κύριος Φήλντς: «Μελετείστε
προσεχτικά τον τρόπο της ζωής τους. Γρήγορα!»
Η Τζάνετ, ο Γουίλλιαµ και ο Ρόµπερτ έτρεχαν τώρα πάνω στα
παγωµένα ανοιξιάτικα πεζοδρόµια ορατοί αυτή τη φορά, µέσα στην πόλη
που κοιµόταν ακόµα, µες από 'να δεντρόκηπο. Ολόγυρά τους, φώτα
τρεµόσβηναν, πόρτες έτριζαν ελαφρά, κι άλλα παιδιά ξεπρόβαλλαν, ένα
ένα, δυό δυό, που κατηφόριζαν το λόφο αλαφιασµένα τρέχοντας σε µια
κατεύθυνση θολή, εκεί που έλαµπαν κάτι γαλάζιοι όγκοι.
«Έρχεται!» ∆εν είχε ακόµα ξηµερώσει, και τα παιδιά στριφογύριζαν
ξετρελαµένα. Έπειτ' από λίγα δευτερόλεπτα, ένα µικρό φως ξεπρόβαλε
µακριά, κι ακούστηκε κάτι σαν κεραυνός µες από 'να σύννεφο άτµού.
«Τι είν' αυτό;» ξεφώνισε η Τζάνετ.
«Τραίνο ανόητη! Έχεις δει φωτογραφίες από τραίνα!» της φώναξε ο
Ρόµπερτ.
Και καθώς κοίταζαν τα Παιδιά του Χρόνου, από το τραίνο φάνηκαν
να βηµατίζουν γιγάντιοι γκρίζοι ελέφαντες, πληµµυρίζοντας ατµό τα
λιθόστρωτα µε τα χοχλακιστά νερά τους, κι υψώνοντας στον παγωµένο
πρωινό ουρανό θεόρατα ερωτηµατικά. Βαριά βαγόνια χρυσοκόκκινα
κυλούσαν απ' τη µακρόστενη αποβάθρα των εµπορευµάτων και των
αποσκευών. Λιοντάρια µούγκριζαν και βηµάτιζαν κλεισµένα σε σκοτεινά
κλουβιά.
«Μα... µα αυτό πρέπει να 'ναι τσίρκο!» είπε τρέµοντας η Τζάνετ.
«Λές; Τι µπορεί να συµβαίνει;»
«Είναι σαν τα Χριστούγεννα υποθέτω. Συνήθεια παλιά, που χάθηκε
εδώ και πάρα πολύ καιρό».
Η Τζάνετ κοίταξε γύρω της: «Ω, είναι µακάβριο».
Τ' αγόρια στέκονταν παράλυτα: «Πραγµατικά».
Άνθρωποι φώναζαν µέσα στην πρώτη αχνή ανταύγεια της αυγής.
Σταµατηµένα αυτοκίνητα έβαζαν µπρος τη µηχανή και ξεκινούσαν,
αγουροξυπνηµένα πρόσωπα κοίταζαν τα παιδιά τρεµοπαίζοντας τα µάτια.
Άλογα κάλπαζαν στο λιθόστρωτο κι ήτανε σάµπως να κυλούσε ένα
τεράστιος καταράχτης από πέτρες.
Ο κύριος Φήλντς βρέθηκε άξαφνα πίσω απ' τα παιδιά: «Απεχθές,
βάρβαρο, ανατριχιαστικό να 'χουν τα ζώα κλεισµένα σε κλουβιά. Αν το
'ξερα πιο πριν, ποτέ δε θα σας άφηνα να βγείτε. Πρόκειται για ένα τροµερό
τελετουργικό».
«Ω, βέβαια». Όµως τα µάτια της Τζάνετ ήταν γεµάτα αµηχανία: «Κι
ωστόσο, είναι ξέρετε σα σκουληκοφωλιά. Θέλω να τη µελετήσω».
«∆εν ξέρω», είπε ο Ρόµπερτ, και τα µάτια του πέταγαν σπίθες, και τα
χέρια του έτρεµαν: «Είναι τελείως τρελό. Νοµίζω πως θα µπορούσαµε να
γράψουµε µια διατριβή αν συµφωνεί κι ο κύριος Φήλντς...».
Ο κύριος Φήλντς κούνησε το κεφάλι του καταφατικά: «Χαίροµαι που
ερευνάτε αυτή τη στιγµή, χαίροµαι που ανακαλύπτετε κίνητρα, που
µελετάτε αυτό τον τρόµο. Συµφωνώ απολύτως. Θα δούµε το τσίρκο το
απόγευµα».
«Νοµίζω πως θα µε πιάσει ναυτία», είπε η Τζάνετ.
Η Μηχανή που ταξιδεύει µες στο Χρόνο µπήκε µπροστά µ' ένα
αδιόρατο βόµβο.
«Τσίρκο ήταν λοιπόν», είπε η Τζάνετ µ' επίσηµο ύφος.
Ο ήχος απ' το τροµπόνι του τσίρκου έσβησε στ' αφτιά τους. Το
τελευταίο πράγµα που είδαν ήτανε κάτι ροδαλόχρωµοι άνθρωποι που
έκαναν µονόζυγο, ενώ πουντραρισµένοι κλόουν ξεφώνιζαν και
χοροπηδούσαν.
«Πρέπει να παραδεχτείς πως το ψυχόραµα είναι καλύτερο», είπε σιγά
ο Ρόµπερτ.
«Όλες εκείνες οι δυσάρεστες οσµές απ' τα ζώα, ο ενθουσιασµός!»
είπε η Τζάνετ τρεµοπαίζοντας τα µάτια της: «Είναι πολύ κακό για τα
παιδιά, δεν είναι; Κι εκείνοι οι µεγάλοι που κάθονταν µε τα παιδιά.
Μητέρες, πατέρες καθώς τους λένε... Ω, µα ήταν παράξενο».
Ο κύριος Φήλντς σηµείωνε και βαθµολογούσε στο βιβλίο του.
Η Τζάνετ κουνούσε µουδιασµένα το κεφάλι της: «Θέλω να το
ξαναδώ απ' την αρχή. Κάπου, σε κάποιο σηµείο, µου διέφυγαν τα κίνητρα.
Θέλω να ξαναπερπατήσω µέσα στην πόλη τα ξηµερώµατα. Να νιώσω πάλι
τον παγωµένο αέρα στο πρόσωπο µου... το λιθόστρωτο κάτω απ' τα πόδια
µου... να δώ το τραίνο του τσίρκου να σταµατά στην αποβάθρα. Ήταν
άραγε ο αέρας κι η πρωινή στιγµή που έκανε τα παιδιά να σηκωθούν, και
να τρέξουν να δουν το τραίνο να 'ρχεται; Θέλω να χαράξω απ' την αρχή
ολόκληρο το υπόδειγµα. Γιατί άραγε ενθουσιάζονταν έτσι; Νιώθω πως δεν
κατάφερα να βρω την απάντηση».
«Και γελούσαν όλοι τόσο πολύ!» είπε ο Γουίλλιαµ.
«Σα να υπέφεραν από µανιοκατάθλιψη!» είπε ο Ρόµπερτ.
«Τι πράγµα είναι οι καλοκαιρινές διακοπές; Τους άκουσα που
µιλούσαν γι' αυτό», είπε η Τζάνετ και κοίταζε τον κύριο Φήλντς.
«Συνήθεια παλιά: περνούσαν τα καλοκαίρια τους τρέχοντας εδώ κι
εκεί σαν ηλίθιοι, πέφτοντας ο ένας πάνω στον άλλο», απάντησε σοβαρά ο
κύριος Φήλντς.
«Θα ρίξω µια µατιά στα δικά µας κατευθυνόµενα Κρατικά
καλοκαίρια εργασίας για παιδιά», είπε ο Ρόµπερτ, κοιτάζοντας στο κενό, µε
αδύναµη φωνή.
Η Μηχανή που ταξιδεύει µες στο Χρόνο σταµάτησε και πάλι.
«Η Τετάρτη Ίουλίου» ανήγγειλε ο κύριος Φήλντς: «Εννιακόσια
είκοσι οχτώ. Πρόκειται για µια παµπάλαιη
γιορτή, τότε που oι άνθρωποι βγάζαν τα µάτια τους µεταξύ τους».
Στέκονταν τώρα µπροστά στο ίδιο σπίτι, πάνω στον ίδιο δρόµο, αλλά
ο χρόνος τούτη τη φορά ήταν βράδυ, ένα γλυκό καλοκαιριάτικο βράδυ.
Πυροτεχνήµατα στριφογύριζαν συρίζοντας, µπρός σε βεράντες χαρούµενα
παιδιά εκσφενδόνιζαν κάτι πράγµατα στον ουρανό που υψώνονταν κι
έσκαζαν µε πάταγο.
«Μή φοβάστε!» φώναξε ο κύριος Φήλντς: «Μή φοβάστε, δεν είναι
πόλεµος!»
Όµως τα πρόσωπα των παιδιών αυλακώνονταν πότε από κόκκινα,
πότε από γαλάζια, πότε από λευκά ρυάκια απαλής φωτιάς.
«Εντάξει είµαστε», είπε η Τζάνετ, και στεκόταν ακίνητη.
«Ευτυχώς», ανήγγειλε ο κύριος Φήλντς, «απαγόρευσαν τα
πυροτεχνήµατα εδώ κι έναν αιώνα, ξεµπέρδεψαν µ' όλη αυτή τη βρώµικη
εκρηξιολογία».
Τα παιδιά, µε άσπρες φωτοβολίδες, σχεδίαζαν στη σκοτεινή
καλοκαιριάτικη ατµόσφαιρα φαντασµαγορικούς χορούς, υφαίνοντας τα
ονόµατα τους και τη µοίρα τους.
«Μ' αρέσει αυτό», είπε η Τζάνετ: «Θα 'θελα να το κάνω κι εγώ... Να
σχεδιάσω τ' όνοµα µου στον αέρα».
«Πώς;» ο κύριος Φήλντς δεν άκουγε.
«Τίποτα», είπε η Τζάνετ.
«Μπάνγκ!» ψιθύριζαν ο Ρόµπερτ κι ο Γουίλλιαµ. Στέκονταν τώρα
κάτω απ' τα ζεστά καλοκαιριάτικα δέντρα, στη σκιά, κοιτάζοντας,
παρακολουθώντας τις κόκκινες, άσπρες και πράσινες φωτιές πάνω στις
όµορφες πρασιές της καλοκαιριάτικης νύχτας. «Μπάνγκ!»
Οκτώβριος.
Η Μηχανή που ταξιδεύει µες στο Χρόνο σταµάτησε για τελευταία
φορά, µια ώρα αργότερα, στο µήνα µε τα καµένα φύλλα. Άνθρωποι
µπαινόβγαιναν µέσα σε άχνοφωτισµένα σπίτια κουβαλώντας µεγάλες
κολοκύθες και καλαµποµούστακα. Σκελετοί χόρευαν,
νυχτερίδες
πετούσαν, κεριά άναβαν, µήλα κρεµόντουσαν σ' άδειες εισόδους.
«Η νύχτα των Αγίων Πάντων», είπε ο κύριος Φήλντς: «Το
αποκορύφωµα του τρόµου. Ξέρετε, αυτή ήταν η εποχή των προλήψεων και
της δεισιδαιµονίας. Αργότερα, απαγόρεψαν τους Άδελφούς Γκρίµ, τα
φαντάσµατα, τους σκελετούς, κι όλες αυτές τις αγυρτείες. Εσείς παιδιά,
δόξα τω Θεώ, µεγαλώσατε σ' έναν αντισηπτικό κόσµο απαλλαγµένο από
σκιές και φαντάσµατα. Οι αργίες σας κάθε χρόνο ήταν λιγοστές και
ευπρεπείς, σαν τη Γιορτή των Γενεθλίων του Γουίλλιαµ Κ. Τσάττερτον,
σαν την Ηµέρα Εργασίας, σαν την Ηµέρα της Μηχανής».
Περπατούσαν πλάι στο ίδιο σπίτι µέσα στην άδεια οκτωβριανή νύχτα,
και κοίταζαν µέσα στις κολοκύθες µε τα τριγωνικά µάτια, τις µάσκες που
µόρφαζαν µέσα σε σκοτεινές σοφίτες και υγρά κελιά. Τώρα, κάπου µέσα
στο σπίτι, δινόταν ένα παιδικό πάρτυ, µε τα παιδιά καθισµένα γύρω γύρω,
κατάχαµα, να λένε ιστορίες και να γελάνε!
«Θέλω να πάω κι εγώ µαζί τους», είπε τέλος η Τζάνετ.
«Κοινωνιολογικής βέβαια», είπαν τα δυό αγόρια.
«Όχι!» είπε η Τζάνετ:
«Πώς;» ρώτησε ο κύριος Φήλντς.
«Όχι, θέλω απλώς να πάω µαζί τους, να καθίσω κι έγώ µαζί τους,
θέλω να µείνω εδώ, θέλω να τα δώ όλα, να µείνω εδώ και να µην ξαναφύγω
πια για πουθενά, θέλω να βλέπω πυροτεχνήµατα και νεροκολοκύθες, θέλω
να ξαναζήσω το τσίρκο, τα Χριστούγεννα, τις γιορτές της αγίας Βαλεντίνης
και της Τετάρτης Ιουλίου, οπως ακριβώς τις είδα».
«Ξεφεύγει από τον έλεγχο...» άρχισε να λέει ο κ. Φήλντς.
Μα ξαφνικά η Τζάνετ το 'βαλε στα πόδια: «Ρόµπερτ, Γουίλλιαµ,
σηκωθείτε!» Έτρεχε η Τζάνετ. Τα παιδιά την πήρανε ξοπίσω.
«Σταθείτε!» ξεφώνισε ο κύριος Φήλντς: «Ρόµπερτ!
Γουίλλιαµ σ' έπιασα!» Άρπαξε το τελευταίο παιδί, αλλά το άλλο το
'χε σκάσει: «Τζάνετ, Ρόµπερτ... γυρίστε πίσω! Θα σας απορρίψω! ∆ε θα
περάσετε στην άλλη τάξη, Τζάνετ, Μπόµπ!»
Ένας φθινοπωρινός άνεµος σάρωνε άγρια το δρόµο και χανόταν προς
τα κάτω, εκεί που χάθηκαν τα παιδιά ανάµεσα στα δέντρα που βογκούσαν.
Ο Γουίλλιαµ πάσχιζε να ελευθερώσει το χέρι του, κλωτσούσε.
«Όχι Γουίλλιαµ! Όχι εσύ! Έσύ θα 'ρθείς µαζί µου σπίτι. Θα δώσουµε
ένα µάθηµα σ' αυτά τα δυό βρωµόπαιδα που δε θα το ξεχάσουνε ποτέ. Τι τα
'πιάσε µου λές; Άκου πράµατα. Να θέλουνε να µείνουνε στο παρελθόν!» Ο
κύριος Φήλντς φώναζε δυνατά ώστε να µπορούν να τον ακούνε όλοι:
«Εντάξει Τζάνετ, εντάξει Μπόµπ, µείνετε σ' αυτό τον τρόµο, σ' αυτό το
χάος! ∆ε θα περάσει πολύς καιρός, και θα γυρίσετε κλαίγοντας πίσω. Μα
εγώ θα 'χω φύγει! Φεύγω αυτή τη στιγµή και σας αφήνω να τρελαθείτε σ'
αυτό τον αποτρόπαιο κόσµο!»
Έσυρε τον Γουίλλιαµ ως τη Μηχανή. Το παιδί έκλαιγε µε λυγµούς:
«Σάς παρακαλώ κύριε Φήλντς, σας παρακαλώ, µη µε ξαναπάρετε µαζί σας,
µη µε ξαναφέρετε εδώ, δε θέλω να ξανάρθω σε καµιά απ' τις εκδροµές
σας...»
«Σκάσε!»
Την ίδια σχεδόν στιγµή, η Μηχανή που ταξιδεύει µες στο Χρόνο
κινήθηκε σαν αστραπή προς τα µπρος, προς το µέλλον, προς τις υπόγειες
εκείνες κυψέλες, τις πολιτείες του µέλλοντος, στα χαλύβδινα κτίρια, στα
µεταλλικά λουλούδια, στα µεταλλικά παρτέρια.
«Αντίο Τζάνετ, Μπόµπ!»
Ένας µεγάλος άνεµος, παγωµένος, του Όκτώβρη, σάρωσε την
πολιτεία σα να 'ταν καταράχτης. Κι όταν έπαψε να φυσάει, είχε φέρει όλα
τα παιδιά, προσκαλεσµένα ή απρόσκλητα, µε µάσκα ή δίχως µάσκα, στις
πόρτες των σπιτιών που έκλεισαν µπροστά τους. ∆εν υπήρχε πουθενά µες
στη νύχτα ούτε ένα παιδί που να τρέχει ανέµελα. Ο άνεµος κλαψούριζε
τώρα µακριά, στις απογυµνωµένες κορφές των δέντρων.
Και µέσα στο µεγάλο σπίτι, στο φως του κεριού, κάποιος έχυνε µες
στα ποτήρια, ολόγυρα, µηλίτη οίνο, σε όλους εκεί µέσα, σ' οποιονδήποτε,
χωρίς να 'χει σηµασία π ο ι ο ί ή τ α ν.
Ο Πεζοπόρος
Κείνο που γέµιζε χαρά τον κύριο Μήντ, κείνο που τον ξετρέλαινε,
ήταν να µπαίνει µέσα σε κείνη τη σιγή που ήταν η πόλη στις οχτώ, τις
οµιχλώδεις νύχτες του Νοέµβρη, ν' ακούει υπόκωφα τα βήµατα του πάνω
σε κείνα τα τσιµεντένια πεζοδρόµια, και να βαδίζει µε τα χέρια στις τσέπες
περνώντας µες από κάθε είδους σιωπή. Θα στεκότανε στη γωνιά κάποιας
διασταύρωσης και θα κοίταζε µακριά, προς τις τέσσερις κατευθύνσεις, στις
φεγγαρολουσµένες λεωφόρους, λίγο πριν αποφασίσει ποιό δρόµο θ'
ακολουθούσε. Όµως, αυτό, στην πραγµατικότητα, δεν είχε σηµασία. Ήταν
µονάχος σ' αυτό τον κόσµο του 2053 µ.Χ. και αποφάσιζε, µονάχος όπως
πάντα, να περιπλανηθεί µέσα στους δρόµους. Ξεκινούσε λοιπόν,
στέλνοντας µπρος του σχήµατα και µορφές από παγωµένο αέρα που
έβγαιναν απ' τα πλεµόνια του σαν καπνός από πούρο.
'Ορισµένες φορές διέσχιζε µίλια ολόκληρα, ώρες πολλές, και µόνο τα
µεσάνυχτα γύριζε σπίτι. Και µες στην περιπλάνηση του, παρατηρούσε τα
µικρά σπίτια µε σκοτεινά τα παράθυρα τους, κι είχε την αίσθηση πως
περπατούσε ανάµεσα σε νεκροταφείο όπου κι η πιο αδιόρατη λάµψη από
µια πυγολαµπίδα, θα µπορούσε ν' αντιφεγγίσει το τρέµισµά της πίσω από
τα παράθυρα. Άξαφνα, γκρίζες σκιές, εκτοπλάσµατα, έπαιρναν σχήµα πάνω
στους εσωτερικούς τοίχους των δωµατίων, όπου η κουρτίνα δεν είχε ακόµα
τραβηχτεί κόντρα στη νύχτα.
Κι άλλοτε πάλι, ψίθυροι και µουρµουρητά φτάναν στ' αφτιά του από
'να παράθυρο ακόµη ανοιχτό, σε κάποιο κτίριο που έµοιαζε µε τάφο.
Ο κύριος Μήντ σταµατούσε, σήκωνε το κεφάλι του, αφουγκραζόταν,
κοίταζε, κι άρχιζε πάλι να περπατάει αθόρυβα πάνω στο σκληρό
καλντερίµι. Πριν από καιρό, είχε τη σοφή έµπνευση ν' αλλάξει τα
παπούτσια του και να φορέσει λαστιχένια όποτε αποφάσιζε να
περιπλανηθεί στη νύχτα, επειδή τα σκυλιά, κατά διαστήµατα, τον παίρναν
από πίσω µε γαυγητά και φωνές όταν φορούσε παπούτσια µε σκληρό
τακούνι, και τότε υπήρχε κίνδυνος ν' ανάψουν τα φώτα ένα ένα, και
πρόσωπα να έµφανιστούν στα παράθυρα, κι όλος ο δρόµος να ξαφνιαστεί
µ' αυτό το πέρασµα της µηχανικής σιλουέτας, να ξαφνιαστεί µε το πέρασµα
του στ' άπόβραδα του Νοέµβρη.
Απόψε ειδικά, άρχισε την περιπλάνησή του παίρνοντας µια
κατεύθυνση προς τα δυτικά, προς την αθέατη θάλασσα. Υπήρχε στην
ατµόσφαιρα κάτι σαν ευεργετική, κρυστάλλινη πάχνη. Έκοβε τη µύτη κι
έκανε τα πλεµόνια σου να καίγονται µέσα σου, σα χριστουγεννιάτικο
δέντρο. Μπορούσες να νιώθεις το παγερό φώς να τρεµοπαίζει, κι όλα τα
κλαδιά να γεµίζουν µε αόρατο χιόνι. Άκουγε µε αγαλλίαση το αδιόρατο
τρίξιµο των λαστιχένιων παπουτσιών του που πατούσαν πάνω στα
φθινοπωρινά φύλλα, κι έβγαζε ένα παγωµένο ήσυχο σφύριγµα µες απ' τα
δόντια του, σκύβοντας πότε πότε για να µαζέψει κάποιο φύλλο καθώς
περνούσε, και να δει, να εξετάσει το άποσκελετωµένο σχήµα του στο
σπάνιο φώς που έπεφτε απ' τις λιγοστές κολόνες του δρόµου, γεµίζοντας τα
πλεµόνια του µε τη σάπια µυρωδιά του.
«Έ, σεις εκεί!» ψιθύριζε σε κάθε σπίτι καθώς περνούσε πότε απ' τη
µια πλευρά, πότε απ' την άλλη. «Τι δείχνει απόψε το Κανάλι 4, το Κανάλι
7, το Κανάλι 9; Πού πάνε οι καουµπόυδες, που καλπάζουν; Τι ώρα θα βγει
το Ιππικό; Μα βέβαια, το Ιππικό των Ηνωµένων
Πολιτειών. Τι ώρα θα βγει να τρέξει σε βοήθεια απ' τον απέναντι
λόφο;»
Ο δρόµος ήταν σιωπηλός, κι ατέλειωτος και άδειος. Μόνο η σκιά του
αργοσάλευε, σα σκιά γερακιού καταµεσής στην εξοχή. Αν έκλεινε τα µάτια
του κι έµενε ακίνητος, παγωµένος, µπορούσε να φανταστεί τον εαυτό του
στο κέντρο µιας άδεντρης, παγερής, δίχως πνοή ανέµου έρηµης Αριζόνας,
δίχως σπίτια, σ' ακτίνα χιλιάδων χιλιοµέτρων, µε µόνη συντροφιά του κείνη
την ξεραµένη κοίτη ποταµών, τους δρόµους.
«Τι δείχνει τώρα η τηλεόραση;» ρωτούσε τα σπίτια, κοιτάζοντας το
ρολόι του: «Οχτώµισυ έ; Είναι η ώρα για τη γνωστή ντουζίνα εγκλήµατα!
Είναι µήπως η ώρα των σταυρόλεξων και των αίνιγµάτων; Καµιά ρεβύ
µήπως;»
Τι ήταν τώρα αυτό που άκουσε; Ήτανε µήπως ψίθυρος από πνιχτό
γέλιο; Ένας ψίθυρος που ερχόταν από 'να κάτασπρο σπίτι. Κοντοστάθηκε
για µια στιγµή, αλλά συνέχισε το δρόµο του όταν δεν έγινε τίποτ' άλλο.
Σκόνταψε τώρα σ' ένα ιδιαίτερα ανώµαλο σηµείο του πεζοδροµίου. Το
τσιµέντο χανόταν κάτω από λουλούδια και γρασίδι. ∆έκα χρόνια τώρα που
περιπλανιόταν, νυχθηµερόν, διασχίζοντας χιλιάδες χιλιόµετρα µε τα πόδια,
δε συνάντησε ποτέ ούτε έναν άνθρωπο να περπατάει, έστω και µια φορά, σ'
όλο αυτό το διάστηµα.
Κι έφτασε τώρα σε µια διασταύρωση απ’ όπου ξεκινούσαν τρεις
αρτηρίες, µια διασταύρωση βυθισµένη στη νυχτερινή σιγή. Ήτανε µια
διασταύρωση που έκοβε στα δυό την πόλη. Εδώ, ολόκληρη τη µέρα,
βασίλευε ένα χάος, µια ανήκουστη βουή από αυτοκίνητα, µε ανοιχτά τα
πρατήρια βενζίνης, µια τεράστια οχλοβοή εντόµων κι ένας αγώνας
ασταµάτητος για µια θέση, καθώς τ' αυτοκίνητα, µ' εξαγριωµένες τις
εξατµίσεις τους, µόλις κι άγγιζαν την άσφαλτο καθώς χύνονταν ακράτητα
προς το σπίτι, µακριά, στΙς αποµακρυσµένες συνοικίες. Μα τούτη τη
στιγµή, ακόµα κι αυτοί οι δηµόσιοι δρόµοι, µοιάζανε σα στεγνά ποτάµια το
καλοκαίρι, πέτρινα, µε την κοίτη στο φως, στη φεγγαριάτικη ανταύγεια της
νύχτας.
Γύρισε πίσω και µπήκε σε µια πάροδο. Θα 'κάνε ένα µεγάλο κύκλο
και θα γύριζε στο σπίτι του. Βρισκόταν σχεδόν στη γειτονιά του, όταν
πέσαν απάνω του οι προβολείς: Μια κωνική δέσµη φωτός από 'να µοναχικό
αυτοκίνητο. Στάθηκε σα µαγεµένος θαρρείς, σα ζωάκι της νύχτας που
ζαλίζεται απ' το φως, καθηλώνεται, κι έπειτα έλκεται προς την πηγή του.
«Μην κουνηθείς!» ήρθε στ' αφτιά του η µεταλλική φωνή: «Μείνε
εκεί που είσαι. Ακίνητος».
Κοκάλωσε επί τόπου ο Μήντ.
«Ψηλά τα χέρια!»
«Μα...», πήγε να πει.
«Ψηλά τα χέρια, αλλιώς πυροβολούµε!»
Ήταν η αστυνοµία φυσικά, αλλά τι σπάνιο, τι απίστευτο! Σε µια πόλη
τριών εκατοµµυρίων, υπήρχε µόνο έν α αστυνοµικό αυτοκίνητο. Άπό
πέρυσι κιόλας, απ' το 2.052, τη χρονιά των εκλογών, η αστυνοµική δύναµη
είχε περικοπεί κι είχε περιοριστεί από τρία αυτοκίνητα σε ένα. Το έγκληµα
ήταν κάτι ανύπαρκτο. ∆εν υπήρχε τώρα ανάγκη για αστυνοµική προστασία,
εκτός απ' αυτό το µόνο και µοναδικό αυτοκίνητο που περιπλανιόταν
ατέλειωτα και άσκοπα µέσα στους άδειους δρόµους.
«Όνοµα!» είπαν απ' το αστυνοµικό αυτοκίνητο µ' ένα µεταλλικό
πρόσταγµα. Ο κύριος Μήντ δεν µπορούσε να ξεχωρίσει τους
αστυνοµικούς. Το έντονο φώς τόνε τύφλωνε.
«Λέοναρντ Μήντ», είπε ο Μήντ.
«Πιό δυνατά!»
«Λέοναρτ Μήντ!»
«Επάγγελµα».
«Θα µπορούσε κανείς να µε ονοµάσει συγγραφέα».
«Αυτό δεν είναι επάγγελµα», είπαν απ' το αστυνοµικό αυτοκίνητο, κι
ήταν σα να µονολογούσε το αύτοκίνητο. Το φως τόνε κρατούσε
καρφωµένο, σα µουσειακό δείγµα, βελόνα που µπήγεται στο στήθος.
«∆εν αποκλείεται». Είχε χρόνια να γράψει ο Λέοναρντ Μήντ. ∆εν
υπήρχανε πια ούτε περιοδικά ούτε βιβλία. Τα πάντα τώρα περιορίζονταν
µέσα σε κείνα τα σπίτια που έµοιαζαν µε τάφους, τη νυχτερινή τούτη ώρα.
Έτσι σκεφτόταν ο Λέοναρντ Μήντ ακολουθώντας τη φαντασία του. Σ'
αυτούς τους τάφους, τους κακοφωτισµένους απ' το φώς της τηλεόρασης,
όπου οι άνθρωποι κάθονταν σα νεκροί, µε τα γκρίζα η πολύχρωµα φώτα
της συσκευής ν' αγγίζουν τα πρόσωπα τους, αλλά τους ίδιους ποτέ.
«Ανεπάγγελτος», είπε η φωνογραφική φωνή, συρίζοντας:
γυρεύετε έξω τέτοια ώρα;»
«Τι
«Βγήκα να περπατήσω», είπε ο Λέοναρντ Μήντ.
«Να περπατήσετε!»
«Απλώς να περπατήσω», είπε αυτός, µα κιόλας ένιωθε να τόνε λούζει
κρύος ιδρώτας.
«Να περπατήσετε, απλώς να περπατήσετε;»
«Μάλιστα κύριε».
«Να πάτε που; Για ποιο λόγο;»
«Να πάρω αέρα. Να δώ».
«Τή διεύθυνση σας!»
«Οδός Σαίντ Τζαίηµς αριθµός 11».
«Άφού υπάρχει αέρας στο σπίτι σας κύριε Μήντ. Έχετε το αιρ
κοντίσιον».
«Μάλιστα».
«Κι έχετε και τηλεόραση στο σπίτι σας για να βλέπετε».
«Όχι, δεν έχω».
«Όχι;» κι ακούστηκε κάτι σαν αδιόρατος µηχανικός τριγµός που,
αυτός καθαυτός, ακουγόταν σαν κατηγορητήριο.
«Είστε παντρεµένος κύριε Μήντ;»
«Όχι».
«Ανύπαντρος», ακούστηκε η αστυνοµική φωνή πίσω
απ' την πύρινη λάµψη. Το φεγγάρι έλαµπε κατακάθαρο, φηλά,
ανάµεσα στ' αστέρια, και τα σπίτια ήταν γκρίζα και σιωπηλά.
«Κανείς δε µε ήθελε», είπε µ' ένα χαµόγελο ο Μήντ. «Να µιλάτε
µόνο όταν σας δίνουµε την άδεια».
Ο Λέοναρντ Μήντ περίµενε µέσα στην παγερή νύχτα.
«Ωστε βγήκατε απλώς να περπατήσετε κύριε Μήντ».
«Μάλιστα».
«∆εν εξηγήσατε όµως για ποιο σκοπό».
«Εξήγησα. Βγήκα να πάρω αέρα, να δώ, άπλως να περπατήσω».
«Αυτό το κάνετε συχνά;»
«Κάθε βράδυ εδώ και αρκετά χρόνια».
Το αστυνοµικό αυτοκίνητο είχε σταµατήσει στη µέση ακριβώς του
δρόµου. Το µηχανικό του λαρύγγι κάτι µουρµούριζε σιγά.
«Αυτά λοιπόν κύριε Μήντ», είπε.
«Τελειώσαµε;» ρώτησε αυτός ευγενικά.
«Ναι...» είπε η φωνή. ∆εν πρόφτασε ο κύριος Μήντ ν' αναστενάξει,
κι ακούστηκε ένας κρότος. Ήταν η πίσω πόρτα του αστυνοµικού
αυτοκινήτου που 'χε ανοίξει διάπλατα:
«Περάστε».
«Περιµένετε µια στιγµή, δεν έκανα τίποτε».
«Περάστε».
«∆ιαµαρτύροµαι!»
«Κύριε Μήντ!»
Βάδισε προς τα κει σαν ένας άνθρωπος που µέθυσε άξαφνα.
Περνώντας µπρος απ' το πάρ µπρίζ του αυτοκινήτου κοίταξε µέσα. Και,
όπως το περίµενε, δεν υπήρχε κανείς στο πρώτο κάθισµα, δεν υπήρχε
κανείς σ' ολόκληρο το αυτοκίνητο.
«Περάστε».
Άγγιζε µε το χέρι του την πόρτα και κοίταξε µέσα, στην πίσω θέση.
Κι η πίσω θέση ήτανε κάτι σα µικρό κελί, µια µικρή σκοτεινή φυλακή
κλεισµένη µε κάγκελα. Μύριζε καινούργιο ατσάλι. Μύριζε έντονα
αντισηπτικό. Μύριζε µέταλλο, καθαριότητα και σκληράδα. ∆εν υπήρχε
τίποτα απαλό µέσα κει.
«Αν είχατε βέβαια µια σύζυγο για άλλοθι», είπε η ατσάλινη φωνή:
«Αλλά. . .»
«Πού θα µε πάτε;»
Το αυτοκίνητο κόµπιασε για λίγο, η µάλλον έβγαλε ένα ανεπαίσθητο
κροτάλισµα, σα να µπήκε µπροστά µια αθόρυβη τροχαλία, κι ήταν σα να
ζητούσε οδηγίες από κάπου, έτσι που έριχνε σε µια σχισµή, κάτω από
ηλεκτρικά µάτια, κάτι διάτρητες κάρτες: «Στο Ψυχιατρικό Κέντρο Ερευνών
για εξέταση, προκειµένου να εντοπιστούν τα αίτια των οπισθοδροµικών
σας τάσεων».
Ο Λέοναρντ Μήντ µπήκε στο αυτοκίνητο. Η πόρτα έκλεισε µαλακά.
Το αστυνοµικό αυτοκίνητο κυλούσε τώρα µέσα στις άδειες λεωφόρους της
νύχτας, φωτίζοντας το δρόµο του µε χαµηλωµένα τα φανάρια του.
Έπειτα από λίγο πέρασαν µπροστά από ένα σπίτι σε κάποιο δρόµο,
ένα µοναδικό σπίτι σε µια ολόκληρη πολιτεία σπιτιών που είχαν σβήσει τα
φώτα τους, µα τούτο εδώ ειδικά είχε όλα τα ηλεκτρικά του φώτα αναµµένα,
κάθε παράθυρο ήταν και µια κίτρινη ηχηρή φωταψία, τετράγωνο και ζεστό
µέσα στο παγερό σκοτάδι.
«Αυτό είναι το σπίτι µου», είπε ο Λέοναρντ Μήντ.
Κανείς δεν του απάντησε.
Το αυτοκίνητο κατέβαινε µέσα στους άδειους δρόµους που έµοιαζαν
µε ξεραµένες κοίτες ποταµών, χανόταν µακριά, αφήνοντας πίσω του τους
άδειους δρόµους µε τα άδεια πεζοδρόµια, κι ήχος κανείς, και κίνηση καµιά
δεν ξανακούστηκε σ' όλη την υπόλοιπη παγερή αυτή νύχτα του Νοέµβρη.
Αντίο κι αποχαιρετισµός
Μα φυσικά και θα 'φευγε. ∆εν υπήρξε τίποτ' άλλο να κάνει. Η ώρα
περνούσε, το ρολόι έτρεχε ακράτητο, και είν' αλήθεια, ο δρόµος που θα
'παιρνε ήταν πολύ µακρύς. Η βαλίτσα του ήταν έτοιµη, τα παπούτσια του
γυαλισµένα, τα µαλλιά του χτενισµένα. Είχε πλύνει προσεχτικά τ' αφτιά
του, και το µόνο που του απόµενε ήταν να κατεβεί τις σκάλες, να βγει απ'
την εξώπορτα και να πάρει το δρόµο κατά πάνω, προς στο µικρό σταθµό
της πόλης, όπου το τραίνο θα σταµατούσε µόνο γι' αυτόν. Έπειτα, το Φόξ
Χίλλ, αυτή η µικρή πολιτεία του Ιλλινόις, θα χανόταν βαθιά στο παρελθόν
του. Και θα συνέχιζε αυτός, ίσως για την Αιόβα, ίσως για το Κάνσας, ίσως
ακόµα και για την Καλιφόρνια. Έvα µικρό παιδί, δώδεκα µόλις χρόνων, µ'
ένα πιστοποιητικό γεννήσεως στη βαλίτσα του για να δείχνει πως είχε
γεννηθεί σαραντατρία χρόνια πριν.
«Γουίλλι!» φώναξε κάποια φωνή από κάτω, απ' τις σκάλες.
«Ναι!» απάντησε αυτός και σήκωσε τη βαλίτσα του. Μές στον
καθρέφτη του γραφείου του είδε ένα πρόσωπο καµωµένο από µαγιάτικα
σπερδούκλια κι από µήλα απριλιάτικα, κι απ' το ζεστό το γάλα κάποιου
καλοκαιριάτικου πρωινού. Κι εκεί, σ' αυτό το πρόσωπο, βρισκόταν όπως
πάντα το βλέµµα του αγγέλου και της αθλιότητας, που δε θα άλλαζε ποτέ,
όσα χρόνια θα βάσταγε η ζωή του.
«Πέρασε η ώρα!» φώναζε η γυναίκα από κάτω.
«Είµαι έτοιµος!» και κατέβηκε τα σκαλιά, χαµογελώντας. Στο σαλόνι
κάθονταν η Άννα και ο Στηβ µε πεντακάθαρα ρούχα.
«Να 'µαι λοιπόν!» φώναξε ο Γουίλλι στην πόρτα του σαλονιού.
Η Άννα κοίταζε σα να 'ταν έτοιµη να κλάψει: «Θεέ µου, δεν είναι
δυνατό να µας εγκαταλείψεις Γουίλλι».
«Τα στόµατα του κόσµου...» είπε ήρεµα ο Γουίλλι, «άνοιξαν γι' άλλη
µια φορά, Έζησα εδώ µαζί σας τρία χρόνια. Μα όταν οι άνθρωποι αρχίζουν
να µιλάνε, ξέρω πως είναι ώρα να φορέσω τα παπούτσια µου και ν'
αγοράσω ένα εισιτήριο για το τραίνο».
«Είναι τόσο παράξενα όλα.. ∆εν καταλαβαίνω. Τόσο ξαφνικά!» είπε
η Άννα: «Γουίλλι, θα µάς λείψεις πολύ».
«Θα σας γράφω κάθε Χριστούγεννα. Βοηθείστε µε! Εσείς να µη µου
γράφετε καθόλου».
«Ήταν... ήταν µεγάλη χαρά και ικανοποίηση», είπε ο Στήβ,
καθισµένος εκεί, µιλώντας µε δυσκολία: «Είναι κρίµα που έπρεπε να
τελειώσει όλο αυτό. Είναι κρίµα που αναγκάστηκες να µας µιλήσεις για τον
εαυτό σου. Κρίµα και πάλι κρίµα να µην µπορείς να µείνεις».
«Είστε οι πιο σπουδαίοι γονείς που είχα ποτέ», είπε ο Γουίλλι,
τέσσερα πόδια ύψος, µε άτριχα µάγουλα και το φως του ήλιου στο
πρόσωπο του.
Έπειτα απ' αυτό η Άννα άφησε το κλάµα της να ξεσπάσει. «Γουίλλι,
Γουίλλι». Και κάθισε, κι έδειχνε πως ήθελε µ' όλη της την καρδιά να τον
κρατήσει, µα που φοβόταν πια να το κάνει. Τον κοίταζε µε σπαραγµό και
κατάπληξη, και τα χέρια της άδεια, µην ξέροντας πως να του φερθεί.
«∆εν είναι εύκολο να φύγω», είπε ο Γoυίλλι: «Θα συνηθίσετε.
Θέλετε να µείνω. Αλλά δεν ωφελεί. Προσπάθησα να το κάνω µια φορά,
όταν οι άνθρωποι είχαν αρχίσει πια να υποψιάζονται. «Ανήκουστο!
Φοβερό!» λέγαν οι άνθρωποι: «Κι όλα αυτά τα χρόνια να παίζει µε τ' αθώα
παιδιά µας», έλεγαν, «και µεις να µην το µυριστούµε! Φοβερό!»
είπαν. Και τελικά αναγκάστηκα να φύγω από την πόλη κάποια νύχτα. ∆εν
είναι εύκολο. Ξέρετε πολύ καλά πόσο σάς αγαπώ και τους δυό. Σάς
ευχαριστώ για τα τρία υπέροχα χρόνια που µου χαρίσατε».
Προχώρησαν όλοι προς την εξώπορτα: «Γουίλλι, πού θα πας;»
«∆εν ξέρω. Όπου µε βγάλει η άκρη. Αρχίζω να ταξιδεύω κι όταν
βρίσκω µια πόλη όµορφη και πράσινη, κατεβαίνω».
«Θα ξανάρθεις άραγε ποτέ;»
«Ναι», είπε σοβαρά µε την ψιλή του φωνούλα: «Σε είκοσι χρόνια
πάνω κάτω, όταν αρχίσει να φαίνεται στο πρόσωπο µου. Όταν γίνει αυτό,
θα κάνω µια µεγάλη µεγάλη βόλτα, και θα επισκεφτώ όλες τις µητέρες και
τους πατέρες που πέρασαν απ' τη ζωή µου».
Στέκονταν τώρα στη δροσερή καλοκαιρινή βεράντα, ανήµποροι να
προφέρουν τα τελευταία λόγια. Ο Στήβ κοίταζε επίµονα την κορυφή µιας
λεύκας: «Με πόσους άλλους έµεινες ως τώρα Γουίλλι; Πόσοι σε
υιοθέτησαν;»
Ο Γουίλλι υπολόγισε µέσα του, µε φανερή ευδιαθεσία: «Έµεινα
θαρρώ σε πέντε πόλεις, κοντά σε πέντε αντρόγυνα, και πέρασαν είκοσι
χρόνια από τότε που άρχισα την περιπλάνηση µου».
«Ώστε δεν µπορούµε να σε κρατήσουµε», είπε ο Στήβ: «Ας είναι.
Τουλάχιστον είχα κοντά µου ένα για τριανταέξη µήνες. Είναι καλύτερο
αυτό, παρά να µην είχα κανένα».
«Και τώρα...» είπε ο Γουίλλι και φίλησε γρήγορα την Άννα. Άρπαξε
τη βαλίτσα του, και πήρε ν' ανεβαίνει τα δρόµο µέσα στο πράσινο
µεσηµεριάτικο φώς, κάτω απ' τα δέντρα, ένα πολύ µικρό παιδί πραγµατικά,
που δε γύρισε πίσω του να κοιτάξει, παρά έτρεχε µε βήµα σταθερό.
Έπαιζαν τα παιδιά στο διαµαντένιο πράσινο πάρκο τη στιγµή πού
περνούσε ο Γουίλλι. Στάθηκε για λίγο στη σκιά της βελανιδιάς, και τα
κοίταζε που πετούσαν ψηλά, µέσα στη χλιαρή καλοκαιρινή ατµόσφαιρα
την κάτασπρη σαν από χιόνι µπάλα του µπαίηζ µπώλ, είδε και τη σκιά της
µπάλας να πετάει πάνω από το γρασίδι σα µαύρο πουλί, είδε τα χέρια τους
ν' ανοίγουν αδηφάγα σα στόµατα για ν' αρπάξουν κείνο το ευκίνητο
κοµµάτι καλοκαιριού, που τώρα φάνταζε σαν πράξη σπουδαία να το
πιάσεις στα χέρια σου. Οι φωνές των παιδιών χαλούσαν τον κόσµο. Η
µπάλα κατέβηκε από ψηλά κι έπεσε πάνω στο γρασίδι, στον Γουίλλι κοντά.
Ξεπρόβαλλε τώρα κάτω απ' τις σκιές των δέντρων κουβαλώντας την
µπάλα προς τα µπρος, και συλλογίστηκε τα τελευταία τρία χρόνια που
πέρασε εδώ, και συλλογίστηκε τα πέντε πριν άπ1 αυτά, κι όλα τ' άλλα πιο
πριν, ως τη χρονιά που ήταν πραγµατικά έντεκα χρονών, και δώδεκα και
δεκατέσσερα, κι άκουγε τις φωνές να λένε: «Τι συµβαίνει κυρία µου µε τον
Γουίλλι;» «Κυρία Β., δε µεγαλώνει λοιπόν ο Γουίλλι;« «Γουίλλι, βλέπω
καπνίζεις πούρα τελευταίως!» Οι ήχοι αυτοί έσβηναν µες στο
καλοκαιριάτικο φως και το χρώµα. Κι η φωνή της µητέρας του: «Ο Γουίλλι
κλείνει σήµερα τα είκοσιένα!» Και χιλιάδες φωνές που έλεγαν: «Να
ξανάρθεις γιέ µου. Όταν κλείσεις τα δεκαπέντε, να ξανάρθεις. Ίσως τότε
να σου βρούµε και καµιά δουλιά».
Στήλωσε τα µάτια του στην µπάλα που κρατούσε µε τα τρεµάµενα
χέρια του, σάµπως να 'ταν η ίδια η ζωή του, µια ατελεύτητη σφαίρα από
χρόνια, που γύριζε κι όλο γύριζε κι ολο γύριζε, µα πάντα σχεδόν που
οδηγούσε προς τα πίσω, στη µέρα που γιόρταζε τα δώδεκα χρόνια του.
Άκουσε τα παιδιά που έρχονταν τρέχοντας προς το µέρος του. Ένιωσε ότι
του έκρυβαν τον ήλιο, κι ότι µεγάλωσαν στο µεταξύ έτσι που τόνε
κύκλωναν απ' όλες τις µεριές.
«Γουίλλι! Πού πας;» και κλωτσούσαν τη βαλίτσα του.
Πόσο ψηλοί του φάνηκαν µπρος στον ήλιο! Τους τελευταίους µήνες,
φαίνεται πως ο ήλιος πέρασε ένα χέρι πάνω απ' τα κεφάλια τους, τους
έγνεψε, κι ήτανε σα να χύθηκε στο πρόσωπο τους µέταλλο ζεστό. Ήταν
χρυσές, ψιλόλιγνες καραµέλες, που τους τραβούσε ψηλά στον ουρανό µια
πελώρια έλξη, παιδιά στα δεκατρία, στα δεκατέσσερα, που κοίταζαν από
ψηλά τον Γουίλλι, χαµογελώντας, µα που ωστόσο είχαν αρχίσει να τον
άγνοούν. Αυτό είχε αρχίσει τέσσερις µήνες πριν.
«∆ιαλέξτε τις πλευρές! Ποιος θέλει τον Γουίλλι;»
«Ά, ο Γουίλλι είναι µικρός. ∆εν παίζουµε µε νιάνιαρα».
Κι έτρεχαν µπρος του, τον άφηναν, τραβηγµένοι απ' το φεγγάρι κι απ'
τον ήλιο κι από τις εποχές που άλλαζαν, φύλλα και άνεµος, κι αυτός να 'ναι
δώδεκα χρονών, και να µην είναι πια ένας απ' αυτούς. Κι οι άλλες φωνές να
ξαναρχίζουν πάνω στο παλιό, φοβερά οικείο, και παγερό ρεφραίν: «Στήβ,
θα 'κανες καλά να του αρχίσεις βιταµίνες του παιδιού». «Άννα, είστε
κοντοί λοιπόν στο σόι σας;» Κι η παγερή γροθιά να µαλάζει και πάλι την
καρδιά σου, και να ξέρει ότι οι ρίζες θα 'πρεπε να ξαναβγούν στο φως έπειτ'
από τόσα όµορφα χρόνια µε τους «ανθρώπους».
«Γουίλλι, πού πάς;»
Ο Γουίλλι τίναξε το κεφάλι του. Βρέθηκε πάλι κυκλωµένος απ' τα
πανύψηλα σαν πύργους παιδιά που συνωστίζονταν γύρω του ρίχνοντας
θεόρατη τη σκιά τους, γίγαντες θαρρείς που έσκυβαν να πιουν νερό από
κάποια δροσοπηγή.
«Φεύγω για λίγες µέρες... Πηγαίνω να δώ ένα ξάδερφο µου...»
«Ά!» Υπήρχε κάποια µέρα, πριν ένα χρόνο, που θα τους ένοιαζε
πραγµατικά πάρα πολύ. Μα τώρα, υπήρχε µόνο περιέργεια για τη βαλίτσα
του, η γοητεία που άσκούσαν πάνω τους τραίνα και ταξίδια κι απόµακροι
τόποι.
«Τι θα λέγατε για ένα διπλό στα γρήγορα;» είπε ο Γουίλλι.
Φάνηκαν αναποφάσιστοι για µια στιγµή, αλλά µετά, µιας και το
καλούσε η περίσταση, δέχτηκαν. Τότε, ο Γουίλλι πετούσε τη σάκα του και
ξανοιγόταν τρέχοντας στο γρασίδι. Η άσπρη µπάλα του µπέηζ µπώλ
τιναζότανε στον ήλιο, ψηλά, πέρα απ' τις ηλιοκαµένες κι άσπρες φιγούρες
τους, στο µακρινό λιβάδι, και ξανά ψηλά στον ήλιο, χυµώντας µπροστά,
όµοια καθώς η ζωή που έρχεται και φεύγει µ' ένα απαρέκκλητο σχέδιο.
Πότε έδω, πότε εκεί! Ο κύριος και η κυρία Ρόµπερτ Χάνλον, Κρήκ Μπέντ,
στα 1932, το πρώτο ζευγάρι, το πρώτο αντρόγυνο, η πρώτη χρονιά! Πότε
εδώ, πότε εκεί! Χένρυ και Άλις Μπόλτς, Αιόβα, στα 1935! Κι η µπάλα του
µπέηζ µπώλ να πετάει. Οι Σµίθ, οι Ήτονς, οι Ρόµπινσονς! 1939! 1945! Ο
σύζυγος κι η σύζυγος, ο σύζυγος κι η σύζυγος, δίχως παιδιά, δίχως παιδιά,
δίχως παιδιά! Ένα χτύπηµα σε τούτη την πόρτα, ένα χτύπηµα σε κείνη.
«Με συγχωρείτε. Τ' όνοµα µου είναι Γουίλλιαµ. ∆εν ξέρω αν...»
«Θές ένα σάντουιτς; Πέρασε µέσα, κάθισε. Από που έρχεσαι, παιδί
µου;»
Το σάντουιτς, το ψηλό ποτήρι µε το κρύο γάλα, το χαµόγελο, η
συγκατάνευση, η άνετη αβίαστη κουβέντα...
«Ταξίδευες παιδί µου; Από που το 'σκασες;»
«∆εν το 'σκασα από πουθενά».
«Μήπως είσαι ορφανό παιδί µου;»
Κι άλλο ποτήρι γάλα.
«Έµείς αγαπούσαµε πάντοτε τα παιδιά. Πάντοτε θέλαµε ένα παιδί.
Μα δεν το καταφέραµε ποτέ. Ποτέ δε µάθαµε γιατί. Θα 'ταν από κείνα τα
γνωστά... Τι να πεις! Βραδιάζει παιδί µου. ∆ε νοµίζεις πως θα 'πρεπε τώρα
να γυρίσεις σπίτι;»
«∆εν έχω σπίτι».
«Ένα παιδί σαν εσένα; Αστειεύεσαι βέβαια. Η µητέρα σου θ'
ανησυχεί».
«∆εν έχω σπίτι, ούτε γονείς στον κόσµο... ∆εν ξέρω αν... αν θα
µπορούσα να κοιµηθώ εδώ απόψε».
«Τι να σου πω παιδί µου... δεν ξέρω... Ποτέ δε σκεφτήκαµε να...»
έλεγε ο σύζυγος.
«Έχουµε κοτόπουλο γι' απόψε», έλεγε η σύζυγος: «Είµαστε τρεις.
Μας φτάνει και µας περισσεύει...»
Και τα χρόνια να κυλούν, να πετούν και να φεύγουν, οι φωνές, τα
πρόσωπα, κι οι άνθρωποι, κι η ίδια πάντα πρώτη συνοµιλία. Η φωνή της
Έµιλυ Ρόµπινσον, καθιστή καθώς ήταν στην κουνιστή πολυθρόνα της, στο
σκοτάδι της καλοκαιριάτικης νύχτας, την τελευταία εκείνη νύχτα που έµενε
µαζί της, τη νύχτα που ανακάλυψε το µυστικό του, που του είπε:
«Κοιτάζω τα προσωπάκια των παιδιών και συλλογιέµαι. Κι
ορισµένες φορές σκέφτοµαι, τι ντροπή, τι θλίψη να κοπούν κάποια µέρα όλ'
αυτά τα λουλούδια, να σβήσουν κάποια στιγµή όλες αυτές οι ζωηρές
φωτιές. Τι ντροπή όλ' αυτά τα παιδιά που βλέπεις στο σχολείο, που τα
βλέπεις να τρέχουν στους δρόµους, τι ντροπή να πρέπει να ψηλώνουν και ν'
άσκηµαίνουν, να γεµίζουν ρυτίδες και ν' ασπρίζουν ή να φαλακραίνουν και,
τέλος, να µην αποµένει απ' αυτά τίποτ' άλλο από 'να σακί γεµάτο κόκαλα,
µια ανάσα ασθµατική, και να πεθαίνουν και να θάβονται. Όταν τ' ακούω να
γελούν, δεν µπορώ να πιστέψω ότι θ' ακολουθήσουν ποτέ τον ίδιο δρόµο µε
µένα, ότι θα φτάσουν εδώ που είµαι εγώ. Κι ωστόσο, α υτ ό το δρόµο
ακολουθούν! Θυµάµαι πάντα το ποίηµα του Γουέρντσγουερθ: «Οταν δια
µιας είδα ένα πλήθος, Ένα πλήθος από χρυσούς άσφόδελους, Πλάι στη
λίµνη, κάτω απ' τα δέντρα, Να φτερουγίζουν και να χορεύουν κάτω απ' τα
δέντρα». Να τι σκέφτοµαι για τα παιδιά, όσο σκληρά κι αν είναι καµιά
φορά, όσο πρόστυχα όπως ξέρω πως µπορεί να 'ναι, µα που δε δείχνουν
ακόµα την προστυχιά γύρω απ' τα µάτια τους, ή µ έ σ α στα µάτια τους,
που δεν τα 'χει ακόµα κυριέψει η κούραση. Είναι τόσο παράφορα για τα
καθετί, τόσο ζωηρά! Αυτό είναι που δε βρίσκω στους ηλικιωµένους, η
παραφορά, η ζωηράδα πού στέρεψε, η δροσιά που χάθηκε, κι απόµεινε η
ζωή τους ένα ξεραµένο ρυάκι. Μ' αρέσει κάθε µέρα να κοιτάζω το σχολείο
που σχολάει. Είναι σάµπως να πετάει κανείς έξω στο δρόµο ένα µπουκέτο
λουλούδια. Τι νιώθεις άραγε Γουίλλι; Τι νιώθεις που θα µείνεις παιδί σ' όλη
σου τη ζωή, για πάντα; Πού θα µοιάζεις µ' ασηµένιο φύλλο, µε δυόσµο;
Είσαι άραγε ευτυχισµένος; Είσαι τόσο ευτυχισµένος όσο δείχνεις;»
Η µπάλα ήρθε σφυρίζοντας από το γαλάζιο ουρανό, χτύπησε το χέρι
του σαν ένα µεγάλο κίτρινο έντοµο. Την έκλεισε στην αγκαλιά του σα να
'θελε να τη νανουρίσει, κι άκουσε τη µνήµη του να λέει:
«∆ούλεψα µ' ό,τι µπορούσα. Όταν πέθαναν οι δικοί µου, και
ανακάλυψα πως δε θα µπορούσα πουθενά να βρώ δουλιά σα µεγάλος,
άρχισα να γυρνώ στα πανηγύρια. Ζητούσα δουλιά σε καρναβάλια, µα
εκείνοι γελούσαν. "Παιδί µου", έλεγαν, "εσύ δεν είσαι νάνος. Ακόµα κι αν
είσαι πάντως, µοιάζεις µε µικρό παιδί! Εµείς ζητάµε νάνους που να 'χουν το
πρόσωπο του νάνου. Λυπάµαι, παιδί µου, λυπάµαι". Έτσι, έφυγα απ' το
σπίτι και ξεκίνησα: τι ήµουν; Ήµουν ένα παιδί. Έµοιαζα µε παιδί, µιλούσα
σαν παιδί. Μπορούσα λοιπόν να συνεχίσω να είµαι. Ήταν ανώφελο να το
καταπολεµήσω. Ήταν ανώφελο να κλαίω και να χτυπιέµαι. Μα τι
µπορούσα να κάνω; Ποια δουλιά να βρώ; Που θα µε δέχονταν; Κι όταν µια
µέρα είδα κείνο τον άνθρωπο στο εστιατόριο να κοιτάζει τις φωτογραφίες
που του 'δειχνε κάποιος άλλος τις φωτογραφίες των παιδιών του, "Μακάρι
να 'χα κι εγώ παιδιά", είχε πει. "Μακάρι να 'χα παιδιά". Και κουνούσε
διαρκώς το κεφάλι του. Εγώ καθόµουν λίγο πιο εκεί, τρώγοντας ένα
λουκάνικο. Κι άξαφνα πάγωσα! Άπό κείνη ακριβώς τη στιγµή κατάλαβα τι
θα 'ταν από δώ και πέρα η ζωή µου. Επιτέλους, είχα βρει δουλιά. Υπήρχε
δουλιά και για µένα. Θα έκανα ευτυχισµένους ανθρώπους µοναχικούς,
ανθρώπους έρηµους. Θα µουνα διαρκώς απασχοληµένος. Θα το 'ριχνα στο
παιχνίδι. Παιχνίδι διαρκώς, παιχνίδι για πάντα. Το 'ξερα. Έπρεπε πάντα να
παίζω. Και πότε πότε να πηγαίνω σε θελήµατα. Μπορεί καµιά φορά να
χρειαζόταν να κλαδέψω κανένα περιβόλι. ∆εν ήταν δύσκολη δουλιά. Κάθε
άλλο. Όλο κι όλο που θα 'χα να κάνω, ήταν να γίνω κάποιας µητέρας γιος,
η περηφάνια κάποιου πατέρα. Στράφηκα προς τον άνθρωπο που 'χε µιλήσει
πιο πριν. «Συγνώµη», είπα. Και του χαµογέλασα...
«Μα Γουίλλι», του 'χε πει παλιά, πολύ παλιά, η κυρία Έµιλυ, «δεν
ένιωσες ποτέ µονάχος; ∆ε λαχτάρησες ποτέ πράγµατα που λαχταρούν οι
µεγάλοι;»
«Αυτό το καταπολέµησα µοναχός µου», είπε ο Γουίλλι. «Είµαι παιδί,
ένα µικρό παιδί. Αυτό είπα στον εαυτό µου. Θα πρέπει να ζώ στον κόσµο
που ζει κι ένα παιδί, θα πρέπει να διαβάζω παιδικά βιβλία, να παίζω
παιχνίδια που παίζουν τα παιδιά, ν' αποκοπώ απ' οτιδήποτε άλλο. ∆εν
µπορώ να 'µαι και τα δυό. Άρχισα να 'µαι ένα µονάχα πράγµα: νέος! Παιδί!
Κι έπαιξα µ' αυτό τον τρόπο. Ω, δεν ήταν εύκολο. Υπήρχαν φορές που...»
Μα δε συνέχισε. Βυθίστηκε στη σιωπή.
«Κι η οικογένεια που σε έπαιρνε κοντά της; ∆ε µάθαινε ποτέ;»
«Όχι. Αν τους το 'λεγα θα καταστρέφονταν όλα. Τους έλεγα πως
είµαι ένας δραπέτης. Τους άφηνα να ελέγξουν κάθε επίσηµη πληροφορία,
ν' απευθύνονται στην αστυνοµία. Έπειτα, µιας και δεν ήµουν
καταχωρηµένος πουθενά, τους έβαζα την ιδέα να µε υιοθετήσουν. Κι αυτό
ήταν το καλύτερο, αρκεί µονάχα να µην το µάντευαν ποτέ. Μα έπειτα,
έπειτα από τρία, πέντε χρόνια, το µάντευαν. Όλο και κάποιος ταξιδιώτης θα
περνούσε. Ταξιδιώτης η... κάποιος που θα µ' είχε δει στα καρναβάλια.
Τέλειωναν όλα τότε. Έπρεπε πάντα να τελειώνουν».
«Αραγε είσαι ευτυχισµένος; Νιώθεις καµιά χαρά που έµεινες παιδί
σαράντα τόσα χρόνια;»
«Αυτά έχει η ζωή. Έτσι δε λένε; Κι όταν κάνεις ευτυχισµένους
άλλους ανθρώπους, τότε είσαι κι εσύ σχεδόν ευτυχισµένος. Αυτή τη δουλιά
έπρεπε να κάνω και την κάνω. Πάντως, σε λίγα χρόνια, θα µπω στο
δεύτερο στάδιο της παιδικής µου ηλικίας. Όλοι οι πυρετοί θα µε αφήσουν,
κι όλα εκείνα που δεν κατόρθωσα να πραγµατοποιήσω. Τα πιο πολλά µου
όνειρα... Ίσως τότε να µπορέσω να ξεκουραστώ και να παίξω το ρόλο ως το
τέλος».
Έριξε την µπάλα για τελευταία φορά και βγήκε απ' την
ονειροπόληση. Έπειτα έτρεξε να πάρει τη βαλίτσα του. Τόµ, Μπίλ,
Τζαίηµυ, Μπόµπ, Σάµ... µουρµούριζαν τα χείλη του τα ονόµατα τους. Και
κείνα στέκονταν αµήχανα και τάν κοιτούσαν καθώς τους έσφιγγε τα χέρια,
«Τι είν' αυτά Γουίλλι; Στο κάτω κάτω δε φεύγεις για την Κίνα η το
Τιµπουκτού. Έτσι δεν είναι;»
«Έτσι δεν είναι;» Ο Γουίλλι δε σάλευε.
«Άντε λοιπόν. Θα σε δούµε την άλλη βδοµάδα!»
«Αντίο...»
Και πήρε το δρόµο ακόµα µια φορά, κρατώντας τη βαλίτσα του στο
χέρι, κοιτάζοντας τα δέντρα, κι έφευγε, αφήνοντας πίσω του εκείνα τα
παιδιά κι εκείνο το δρόµο όπου είχε ζήσει, και καθώς έστριβε σε µια γωνιά
άκουσε το τραίνο να σφυρίζει. Έτρεξε κατά κει.
Το τελευταίο πράγµα που είδε και άκουσε ήταν µια άσπρη µπάλα που
τιναζόταν ψηλά, στο ύψος της στέγης, και ξαναγύριζε, πίσω µπρος, πίσω
και µπρος, και δυό φωνές που χαλούσαν τον κόσµο καθώς η µπάλα
τιναζόταν πότε ψηλά, πότε στα πλάγια, πότε µπροστά για να χυθεί στον
ουρανό, κι ήταν σα δυό φωνές πουλιών που πετούσαν και χάνονταν στο
µακρινό νότο.
Ξηµέρωνε. Η γεύση της οµίχλης, η µυρωδιά του κρύου σίδερου µε τη
χαλύβδινη οσµή που γέµιζε το τραίνο, µια νύχτα ολόκληρη να ταξιδεύει και
το κορµί του να τραντάζεται, και τα κόκαλα του να πονούν, κι η γεύση του
ήλιου πέρα απ' τον ορίζοντα, τον ξύπνησαν, κι είδε από ψηλά τη θέα µιας
µικροσκοπικής πολιτείας πού σηκωνόταν κείνη την ώρα απ' τον ύπνο.
Φώτα που πλησίαζαν, φωνές ψιθυριστές που µιλούσαν, κι ένα κόκκινο
σινιάλο που κουνιότανε πίσω µπρος, πίσω µπρος µέσα στην παγερή
ατµόσφαιρα. Υπήρχε εκείνη η σιγή του ύπνου όπου οι ήχοι αποκτούν µια
διαύγεια και αναδύονται γυµνοί, µοναχικοί και σκληροί. Ένας χαµάλης
περνούσε εκεί κοντά, µια σκιά µες στις σκιές.
«Κύριε!» είπε ο Γουίλλι.
Ο χαµάλης κοντοστάθηκε.
«Ποια πόλη είν' αυτή;» ψιθύρισε το παιδί στο σκοτάδι.
«Η Βάλλεϋβιλ».
«Πόσους κατοίκους έχει;»
«∆έκα χιλιάδες. Γιατί ρωτάς; Εδώ θα κατεβείς;»
«Φαντάζει πράσινη...» είπε ο Γουίλλι και κοίταξε έξω την πόλη, στο
κρύο πρωινό, ώρα πολλή: «Φαντάζει όµορφη και ήσυχη», είπε τέλος.
«Παιδί µου», είπε ο χαµάλης, «ξέρεις π ο υ πάς;»
«Εδώ ερχόµουν...» είπε ο Γουίλλι, και σηκώθηκε ήσυχα µέσα στο
ήρεµο και παγερό πρωινό που µύριζε σίδερο, µέσα στη σκοτεινιά του
τραίνου, µ' ένα ανεπαίσθητο θρόισµα.
«Ελπίζω να ξέρεις τι σου γίνεται», είπε ο χαµάλης.
«Μάλιστα κύριε», είπε ο Γουίλλι: «Ξέρω τι µου γίνεται». Κα!
κατέβηκε. Χώθηκε στη σκοτεινή πλευρά της αίθουσας, διέσχισε το
διάδροµο και βγήκε στο παγερό ξηµέρωµα που ήταν τυλιγµένο σε µια άχλύ
από καπνό και ατµό. Πίσω του, ερχόταν ο χαµάλης κουβαλώντας τη
βαλίτσα του. Στάθηκε. Κοίταξε πρώτα το χαµάλη, κι έπειτα το µαύρο,
χαλύβδινο περίγραµµα του τραίνου στα λιγοστά άστρα που απόµεναν.
Το τραίνο έβγαλε ένα τεράστιο βρυχηθµό, σα θρήνο.
Οι χαµάληδες φώναζαν σ' όλο το µήκος της γραµµής, τα βαγόνια
ξεκόλλησαν, κι ο δικός του χαµάλης έσκυβε και χαµογελούσε στο παιδί, σε
κείνο το µικρό αγόρι, το µικρό αγόρι εκεί κάτω µε τη µεγάλη βαλίτσα, που
του φώναζε ακριβώς τη στιγµή που ξανασφύριζε το τραίνο.
«Τι;» φώναζε ο χαµάλης, κι έκανε χωνί το χέρι του στο αφτί του.
«Θέλω να µου ευχηθείς καλή τύχη!» φώναζε ο Γουίλλι.
«Την καλύτερη παιδί µου», φώναζε κι ο χαµάλης σκύβοντας, κι όλο
χαµογελώντας: «Την καλύτερη αγόρι µου!»
«Ευχαριστώ!» είπε ο Γουίλλι µες στον τεράστιο σαµατα του τραίνου,
µες στον ατµό και το θόρυβο.
Κοίταζε το τραίνο ως τη στιγµή που χάθηκε τελείως απ' τα µάτια του.
∆ε σάλεψε καθόλου δσην ώρα κυλούσε τα βαγόνια του για να βγει απ' το
σταθµό. Στεκόταν ήσυχο, ένα µικρό δωδεκάχρονο παιδί, πάνω στην παλιά
ξύλινη αποβάθρα, και µόνο έπειτα από τρία ολόκληρα λεπτά στράφηκε
επιτέλους για ν' αντικρίσει τους άδειους δρόµους από κάτω.
Τότε, κι ένώ ξεπρόβαλλε ο ήλιος, άρχισε να περπατάει γρήγορα, προς
την καινούργια πόλη, πολύ γρήγορα σα να 'θελε να ζεσταθεί.
Αόρατο Παιδί
Άδραξε στα χέρια της το µεγάλο σιδερένιο κουτάλι, άδραξε και το
βαλσαµωµένο βάτραχο, τον χτύπησε, τον έκανε σκόνη, κι άρχισε να µιλάει
στη σκόνη καθώς την άπλωνε µε γρήγορες κινήσεις πάνω στα πέτρινα
χέρια της. Τα γκρίζια, σα χάντρες µάτια της, µάτια πουλιού, πετάρισαν
προς τη µικρή καλύβα. Κάθε φορά που κοίταζε, ένα κεφάλι βυθιζόταν στο
µικρό στενό παράθυρο, λές κι είχε πυροβολήσει µε τη µατιά της:
«Τσάρλυ!» φώναξε η Γριά: «Βγές από κει µέσα! Θα βάλω σκόνη
µαγική στην κλειδωνιά, σκόνη από σαύρα, και θα την ανοίξω την
τρισκατάρατη αυτή πόρτα! Βγές και µη φοβάσαι. ∆εν πρόκειται να κάνω τη
γή να σειστεί, µήτε τα δέντρα να καούν, µήτε τον ήλιο να βασιλέψει µέρα
µεσηµέρι».
Ο µόνος ήχος ήταν το χλιαρό βουνίσιο φώς που πάλλονταν ψηλά,
στις κορφές των δέντρων, ένας φουντωτός σκίουρος που γυρόφερνε σ' ένα
πρασινισµένο κορµό, τα µυρµήγκια που σάλευαν το 'να πίσω απ' τ' άλλο, σε
µια Θαυµαστή καφετιά γραµµή, πάνω στο γυµνό, γεµάτο γαλάζιες φλέβες
πόδι της Γριάς.
«Κοντεύεις να τα τινάξεις δυό µέρες εκεί µέσα, που να σε πάρει ο
διάβολος!» φώναξε λαχανιάζοντας, χτυπώντας το κουτάλι πάνω σ' ένα λείο
βράχο, κάνοντας να κουνιέται πέρα δώθε η φουσκωµένη γκρίζα σακούλα
µε τα µάγια που κρεµόταν απ' τη µέση της. Βρωµοκοπώντςς ξυνίλα,
ιδρώνοντας σηκώθηκε και προχώρησε προς τη µικρή καλύβα κουβαλώντας
τη σκόνη απ' τον τραγανισµένο βάτραχο: «Έλα τώρα. Βγές από κει µέσα!»
Έχωσε µια πρέζα σκόνη στην κλειδωνιά: «Πού θα µου πάς! Έγώ θα σε
κάνω να βγεις!» είπε πνιχτά.
Γύρισε το πόµολο µ' ένα φρικαλέο στη θέα χέρι, πρώτα δεξιά, έπειτα
αριστερά. «Κύριε των ∆υνάµεων» απάγγειλε αργά, «κάνε ν' ανοίξει
διάπλατα ετούτη η πόρτα!»
Μα η πόρτα δεν άνοιξε. Τότε κι αυτή πρόσθεσε ακόµα ένα µαγικό
φίλτρο και κράτησε την αναπνοή της. Η µακριά, γαλάζια και ακατάστατη
πουκαµίσα της ανέµιζε καθώς κοίταζε µέσα σε κείνη τη σκοτεινή σακούλα
της να δει αν είχε κρύψει µέσα κει κανένα τέρας γεµάτο λέπια, κανένα
γήτεµα πιο δυνατό και πιο λεπτό απ' το βάτραχο που 'χε σκοτώσει πριν από
µήνες και τον είχε ξεράνει στον ήλιο για κάτι τέτοιες κρίσεις.
Άκουσε τον Τσάρλυ ν' αναπνέει κοντά στην πόρτα. Πριν από λίγες
µέρες, στην αρχή της βδοµάδας, οι δικοί του πετάχτηκαν σε µια γειτονική
πόλη, αφήνοντας τον µόνο του στο σπίτι. Τότε κι αυτός, διέσχισε έξη µίλια
σχεδόν ως τη Γριά ψάχνοντας για συντροφιά (του είχαν πει πως είναι θεία,
ξαδέρφη, τελοσπάντων κατιτί συγγενικό κι ούτε που τον ένοιαζαν τα
καµώµατα της).
Έπειτα όµως, πριν από δυό µέρες δηλαδή, η Γριά συνήθισε τόσο
πολύ το παιδί, που αποφάσισε να το κρατήσει κοντά της. Και να µε ποιο
τρόπο: Τρύπησε τον κοκαλιάρικο ώµο της, έβγαλε τρεις σταγόνες αίµα,
έφτυσε τρεις φορές πάνω απ' το δεξί της ώµο, πάτησε ένα τραγανισµένο
γρύλλο, και την ίδια στιγµή απόθεσε τ' αριστερό της χέρι πάνω στον
Τσάρλυ, φωνάζοντας, «Είσαι ο γιος µου. Είσαι ο γιος µου, και θα µείνεις ο
γιος µου για πάντα».
Ο Τσάρλυ, στριµωγµένος καθώς ήταν σαν κατατροµαγµένος λαγός,
έδωσε µια, πετάχτηκε µες απ' το θάµνο, και το 'βαλε στα πόδια για το σπίτι
του.
Μα η Γριά, γρήγορη σαν την άσαρκη σαύρα, τον στρίµωξε σ' ένα
αδιέξοδο, τον έπιασε, κι ο Τσάρλυ κλείστηκε σε κείνη την παλιά,
ακατοίκητη καλύβα για να µην ξαναβγεί. Απέξω, η Γριά, ξόρκιζε την
πόρτα, το παράθυρο, έπαιζε το κοµποσκοίνι µ' ένα κιτρινισµένο χέρι σαν
κεχριµπάρι, η µαστίγωνε τις µαγικές φωτιές της εξηγώντας του πως τώρα
π ι ά ήταν ο γιος της.
«Τσάρλυ είσαι µέσα;» ρώτησε, τρυπώντας τις σανίδες της πόρτας µε
τα µικρά και λαµπερά πανούργα µάτια της.
«'Ολόκληρος», απάντησε τέλος ο Τσάρλυ, εξουθενωµένος. Ήτανε
φανερό πως από στιγµή σε στιγµή, θα σωριαζόταν καταγής. Αλαφιασµένη
η Γριά, φούχτιασε την µπετούγια και πάσχισε να την ανοίξει. Ίσως να 'χε
βάλει πιο πολλή βατραχόσκονη απ' ό,τι έπρεπε και να µπούκωσε η
κλειδωνιά. Πάντα έτσι γινόταν. Ποτέ δεν έκανε δουλιά της προκοπής. Η το
παράκανε µε τις βατραχόσκονες και τις σαυρόσκονες, η δεν έβαζε διόλου,
και τότε βέβαια το θαύµα πήγαινε περίπατο, ο διάολος να το πάρει!
«Τσάρλυ, το µόνο που ζήτω είναι να 'χω κάποιον να Φλυαρώ τις
νύχτες, κάποιον που µαζί του να ζεσταίνω τα χέρια µου στο τζάκι. Κάποιον
να τόνε στέλνω για προσάναµα το πρωί, κάποιον να µου διώχνει τους
εφιάλτες που χυµούν απάνω µου όταν πλακώνει η οµίχλη!» Πλατάγισε τα
χείλια της: «Βγές έξω Τσαρλς, και θα δεις τι πράµατα έχω να σου µάθω!»
«Τι πράµατα,·» ρώτησε δύσπιστα ο Τσάρλυ.
«Θα σου µάθω πως ν' αγοράζεις φτηνά και να πουλάς ακριβά. Πως
να πιάνεις ένα κουνάβι, να του κόβεις το κεφάλι και να το κουβαλάς ζεστό
ζεστό µες στην κολότσεπη. Κοίτα!»
«Χµ», έκανε ο Τσάρλυ.
Βιαζόταν η Γριά: «Θα σε µάθω πως να γίνεσαι άτρωτος απ' τις
σφαίρες. Κι έτσι, αν σε χτυπήσει κανείς µε το ντουφέκι του, δε θα
παθαίνεις το παραµικρό».
Ο Τσάρλυ έµεινε σιωπηλός. Αυτή, στο µεταξύ, του αποκάλυψε το
µυστικό µ' ένα διαπεραστικό ψίθυρο: «Να 'ναι Παρασκευή, και να 'χει
πανσέληνο... Ξερίζωσε αφτιά ποντίκων και φόρεσε τα γύρω στο λαιµό σου
πάνω σε άσπρο µεταξωτό».
«Είσαι τρελή», είπε ο Τσάρλυ.
«Θα σου µάθω πως να σταµατάς το αίµα, πως να κάνεις τα ζώα να
σταµατούν κοκαλωµένα, πως να δίνεις το φώς σε τυφλωµένα άλογα. Όλ'
αυτά κι άλλα τόσα θα σου µάθω! Πώς να κάνεις καλά µια πρησµένη
γελάδα, πως να ξεµατιάζεις µια κατσίκα. Θα σου µάθω πως να γίνεσαι
αόρατος!»
«Ά!» αναφώνησε ο Τσάρλυ.
Η καρδιά της Γριάς χτύπησε σαν ταµπούρλο.
Ο κόµπος γύρισε ανάποδα.
«Με κοροίδεύεις», είπε ο Τσάρλυ.
«Όχι, καθόλου!» αναφώνησε η Γριά: «Ω, Τσάρλυ, πως να στο πω...
Θα σε κάνω σαν ένα παράθυρο, θα βλέπω µες από σένα. Πώς να στο πώ...
θα µείνεις αποσβολωµένος!»
«Αόρατος πραγµατικά;»
«Αόρατος πραγµατικά!»
«Αν βγω, δε θα µε πιάσεις πάλι, έ;»
«Μήτε κάν θα σ' αγγίξω γιέ µου».
«Αν είν' έτσι...» έσυρε βαριεστηµένα τη φωνή, «τότε εντάξει».
Η πόρτα άνοιξε. Και φάνηκε ο Τσάρλυ στο άνοιγµα, ξιπόλητος, µε το
κεφάλι πεσµένο στο στήθος του: «Κάνε µε αόρατο», είπε.
«Πρέπει πρώτα να πιάσουµε µια νυχτερίδα», είπε η Γριά. «Άρχισε να
ψάχνεις!»
Του έδωσε ένα κοµµάτι κρέας να ξεγελάσει την πείνα του, και τον
είδε να σκαρφαλώνει σ' ένα δέντρο. Άνέβαινε ψηλά, κι όλο ανέβαινε, κι
ήταν ωραίο να τον βλέπει, κι ήταν ωραίο να τον έχει κοντά της, δίπλα της,
έπειτ' από τόσα χρόνια ολοµόναχη, δίχως κανένα ολόγυρα να του λέει µια
καληµέρα, δίχως τίποτ' άλλο για συντροφιά εξόν τις κουτσουλιές απ' τα
πουλιά, και τ' ασηµένια άχνάρια των σαλιγκαριών.
∆εν πέρασε πολλή ώρα, και µια νυχτερίδα φτεροκόπησε πέφτοντας
απ' το δέντρο µ' ένα σπασµένο φτερό. Η Γριά την άρπαξε στον αέρα, και
την ένιωσε ζεστή να χτυπιέται µες στα χέρια της, βγάζοντας µια τσιριχτή
φωνούλα µες από τ' άσπρα, σαν πορσελάνη, δόντια της. Έπειτα από λίγο,
κατέβηκε κι ο Τσάρλυ απ' το δέντρο ζεφωνίζοντας.
Τη νύχτα εκείνη, µε το φεγγάρι να ροκανίζει σιγά σιγά τα
αρωµατισµένα κουκουνάρια, η Γριά έβγαλε µια µακριά ασηµένια βελόνα
κάτω από τη φαρδιά, γαλάζια πουκαµίσα της. Μασουλώντας λόγια µαγικά,
και νιώθοντας να πληµµυρίζει από συγκίνηση, κοίταζε την ψόφια
νυχτερίδα και κράτησε στο χέρι της σταθερή σταθερή τη βελόνα.
Είχε µάθει από πολύ παλιά ότι τα θαύµατα της, µ' ολα τα ξόµπλια και
τ' αλάτια και τις θειάφες, πήγαιναν στο βρόντο. Μα πάντα ονειρευόταν ότι
µια µέρα τα θαύµατα µπορούσαν να λειτουργήσουν, µπορούσαν να
ξεπεταχτούν σαν πορφυρά λουλούδια, σαν ασηµένια αστέρια, για ν'
αποδείξουν πως ο Θεός την είχε συχωρέσει για κείνο το ροδαλό κορµί και
τις ροδαλές σκέψεις, για κείνο το φλογερό κορµί και τις φλογερές σκέψεις
σαν ήταν κοπελούδα. Μα µέχρι τώρα, ο Θεός, δεν της είχε δείξει κανένα
σηµάδι, καµιά λέξη δεν είχε προφέρει. Κι αυτό το 'ξερε µόνο η Γριά.
«Έτοιµος;» ρώτησε τον Τσάρλυ, που ζάρωσε τώρα τυλίγοντας τα
ροδαλά χέρια του γύρω στα λεπτοκαµωµένα πόδια του, µε ολάνοιχτο το
στόµα και τα δόντια του πεταµένα έξω. «Έτοιµος» ψιθύρισε αυτός,
αναριγώντας.
«Αρχίζουµε λοιπόν!» είπε η Γριά, κι έµπηζε µια βελόνα βαθιά µες
στο δεξί µάτι της νυχτερίδας. «Έτσι!»
«Ά!» έσκουξε ο Τσάρλυ κρύβοντας το πρόσωπο του.
«Και τώρα το τυλίγω στο πανί και σου το δίνω. Πάρτο, βάλτο στην
τσέπη σου και φύλαξε τα και τα δυό καλά. Και νυχτερίδα και πανί. Πάρτα».
Ο Τσάρλυ έχωσε στην τσέπη του το βάσκανο.
«Τσάρλυ!» τσίριξε τροµαγµένη η Γριά: «Τσάρλυ, πού είσαι; ∆ε σε
βλέπω παιδάκι µου!»
«Εδώ!» και µ' ένα πήδηµα βρέθηκε ορθός, και το φως έτρεχε πάνω
στο σώµα του µε κόκκινες ραβδώσεις. «Εδώ είµαι Γριά!» Κοίταζε άγρια τα
χέρια του, τα πόδια του, το στήθος και τα δάχτυλα των ποδιών: «Εδώ!»
Τα µάτια της κοιτούσαν κι ήτανε σα να κοίταζαν χιλιάδες
πυγολαµπίδες να πετούν και να διασταυρώνονται µέσα στην άγρια
ατµόσφαιρα της νύχτας.
«Τσάρλυ, ώ Τσάρλυ! Μα πέταξες λοιπόν, Τόσο γρήγορα, σα να 'σουν
πουλί! Γύρισε πίσω λοιπόν!»
«Μα ε δ ώ είµαι!» είπε παραπονιάρικα ο Τσάρλυ.
«Πού;»
«Κοντά στο τζάκι, στο τζάκι! Και... µπορώ να βλέπω τον εαυτό µου.
∆εν είµαι διόλου αόρατος!»
Η Γριά ταλαντεύτηκε πάνω στ' αχαµνά πλευρά της: «Μα φυσικά και
µπορείς να βλέπεις τον εαυτό σου! Αυτό το ξέρει κάθε αόρατο πλάσµα.
Αλλιώς, πως θα µπορούσες να φας, να περπατήσεις, η να τριγυρνάς εδώ κι
εκεί; Τσάρλυ, άγγιξε µε. Άγγιξε µε για να ξέρω πού είσαι!»
∆ιστακτικά ο Τσάρλυ άπλωσε ένα χέρι.
Αυτή καµώθηκε πως τραντάχτηκε σύγκορµη, πως ξαφνιάστηκε στ'
άγγιγµα του: «Άχ!»
«Θες να πείς πως δεν µπορείς νά µέ βρεις!» ρώτησε ο Τσάρλυ:
«Λόγω τιµής;»
«Ούτε το δαχτυλάκι σου!»
Βρήκε ένα δέντρο, κι εκεί στήλωσε τα µάτια της. Το κοίταζε και τα
µάτια της έλαµπαν, προσέχοντας να µην κοιτάζουν διόλου κατά κει που
βρισκόταν ο Τσάρλυ: «Λοιπόν, τα κατάφερα τούτη τη φορά! Τα µάγια
πιάσανε!» Έβγαλε έναν αναστεναγµό, κατάπληκτη: «Άαααχ! Τον έκανα
αόρατο! Και τόσο γρήγορα που δεν το φανταζόµουν ποτέ! Τσάρλυ!
Τσάρλυ παιδί µου, πως αίσθάνεσαι;»
«Σα µικρό ποταµάκι. Σα να 'µαι νερό και τρέχω».
«Θα σταµατήσεις κάποτε...»
Σε λίγο, έπειτ' από σύντοµη παύση, πρόσθεσε: «Και τώρα... τι
σκοπεύεις να κάνεις Τσάρλυ, τώρα που έγινες αόρατος;»
Ό,τι περνάει απ' το µυαλό σου, θα µπορούσε να του πει. Χίλιες δυό
περιπέτειες ανέβαιναν και χόρευαν σαν πυρκαγιές στα µάτια του, και το
στόµα του, που έχασκε θεόρατο, µιλούσε κι έλεγε τι σήµαινε να 'σαι ένα
αγόρι που φανταζόταν πως είναι σαν τους βουνίσιους άγέρηδες. Μέσα σ'
ένα παγερό όνειρο, είπε: «Θα περάσω µες από σταροχώραφα, θα
σκαρφαλώσω σε χιονισµένα βουνά, θα κλέψω άσπρα κοτόπουλα απ' τ'
άγρόσπιτα. Θα τσιµπήσω τα πόδια ωραίων κοριτσιών καθώς θα
κοιµούνται, θα δαγκώσω τις καλτσοδέτες τους καθώς θα κάνουν µάθηµα
στην τάξη». Ο Τσάρλυ κοίταζε τη Γριά, κι η Γριά, από την άκρη των
µατιών της που άστραφταν, είδε κάτι ανήθικο να σχηµατίζεται στο µούτρο
του. «Θα κάνω κι άλλα, πολλά, ού! Να δεις τι έχω να κάνω», είπε ο
Τσάρλυ.
«Μην τολµήσεις και µου σκαρώσεις τίποτα», προειδοποίησε η Γριά:
«Είµαι λεπτή σαν ανοιξιάτικη παγωµένη σταγόνα. Σπάζω εύκολα. ∆εν
αντέχω να µε πιάνουν». Κι έπειτα: «Και οι δικοί σου;»
«Οι δικοί µου;»
«∆εν είναι δυνατό να παρουσιαστείς έτσι µπροστά τους. Θα τους
κοπούν τα ήπατα. Η µάνα σου θα 'πεφτε ξερή σαν ξεριζωµένο καλάµι.
Σκέψου! Σκέφου αλήθεια να σε ζητούν µέσα στο σπίτι, και να
σκοντάφτουν πάνω σου, και να πρέπει η µάνα σου να σε φωνάζει κάθε λίγο
και λιγάκι «Εισ' εδώ;» ακόµα κι αν είσαι στο πλαϊνό δωµάτιο!»
Ο Τσάρλυ δεν το 'χε σκεφτεί.
«Θα 'σαι αφάνταστα µόνος. Οι άνθρωποι θα κοιτάνε µέσα από σένα
σα να 'σαι νεροπότηρο, και θα σε παραµερίζουν και θα σε κλωτσάνε γιατί
δε θα σε βλέπουν για να σου γνέφουν και να µη σε τσαλαπατήσουν. Και oι
γυναίκες Τσάρλυ, οι γυναίκες...»
Ξεροκατάπιε ο Τσάρλυ: «Τι θα γίνει µε τις γυναίκες;»
«Καµιά γυναίκα δε θα σε ξανακοιτάξει πια. Κι ούτε υπάρχει καµιά
που να θέλει να τη φιλήσει εν' αγόρι µ' αόρατο στόµα!»
Ο Τσάρλυ έσκαβε τα χώµα συλλογισµένος µε το µεγάλο δάχτυλο του
ποδιού του. Κατσούφιασε: «Πάντως, εγώ θα µείνω αθέατος για λίγο καιρό.
Θα το χαρώ. Και θα 'µαι πολύ προσεχτικός. Είναι απλό. Θα τρέχω µπροστά
απ' τα τραίνα, θα ξεπροβάλλω µπροστά σε άλογα, µπροστά στον πατέρα
µου. Κι ο πατέρας µου, ξέρεις, πυροβολεί µε τον παραµικρότερο θόρυβο».
Ο Τσάρλυ τρεµόπαιξε τα µάτια του: «Να... µπορεί µια µέρα να µε γεµίσει
σκάγια νοµίζοντας πως είµαι κάνας σκίουρος στην αυλόπορτα...»
Η Γριά έγνεφε σ' ένα δέντρο: «Πολύ πιθανό».
«Λοιπόν», αποφάσισε ο Τσάρλυ µιλώντας αργά, «θα µείνω αόρατος
γι' απόψε, κι αύριο µπορείς να µε ξανακάνεις όπως ήµουνα».
«Κι αν δεν είσαι όπως ήσουν, ένα πλάσµα δυνατό, πάντοτε θα θές να
γίνεις κάτι άλλο σαν αυτό», είπε µε πανουργία η Γριά µιλώντας σ' ένα
σκαθάρι που 'ταν σκαρφαλωµένο στον κορµό ενός δέντρου.
«Τι θές να πεις», είπε ο Τσάρλυ.
«Να...» εξήγησε η Γριά, «ήτανε δύσκολη δουλιά να σε κάµω αόρατο.
Τώρα, θα χρειαστεί λίγος καιρός ώσπου να παλιώσεις, και να φθαρείς, και
να τριφτείς, όπως παλιώνουνε τα ρούχα παλικάρι µου».
«Εσύ µου το 'κάνες αυτό!» ξεφώνισε ο Τσάρλυ: «Έσύ να µε
ξανακάνεις όπως ήµουνα! Θέλω να ξαναγίνω ορατός!»
«Σς!» είπε η Γριά: «Σιγά σιγά. Ποτ' ένα χέρι, πότ' ένα πόδι κάθε
φορά».
«Και πως θα µοιάζω, µε φαντάζεσαι; Να τριγυρνάω στους λόφους
και να φαίνεται µόνο το χέρι µου!»
«Θα µοιάζεις µε πενταφτέρουγο πουλί που χοροπηδά πάνω στις
πέτρες και τις βατοµουριές».
«Ή µόνο το πόδι µου!»
«Θα 'σαι σα µικρό ροδοκόκκινο κουνελάκι που πηδάει µέσα στα
θάµνα».
«Και το κεφάλι µου να πετάει!»
«Θα µοιάζεις µε τριχωτό µπαλόνι του καρναβαλιού!»
«Πότε θα γίνω ολόκληρος, όπως ήµουνα;» ρώτησε το παιδί.
Το σκέφτηκε η Γριά, το καλοσκέφτηκε κι είπε πως θα µπορούσε να
τραβήξει ένα ολόκληρο χρόνο.
Γόγκυξε το παιδί. Άρχισε να κλαίει µε λυγµούς, και να δαγκώνει τα
χείλια του και να σφίγγει τις γροθιές του: «Έσύ µου το 'κάνες αυτό, µου
'κάνες µάγια, εσύ µου το 'κανες. Τώρα δεν µπορώ να πάω σπίτι».
Πετάρισε τα µάτια της η Γριά: «Μπορείς όµως να µείνεις εδώ,
παλικάρι µου, εδώ... µαζί µου!.., Θα τα 'χεις όλα! Κι εγώ θα σε κάνω παχύ
παχύ σα γουρουνόπουλο».
«Το έκανες επίτηδες!» της πέταξε: «Θές να πεις δηλαδή, θές να πεις
παλιόγρια πως... θα µε κρατήσεις έδώ!»
Έφυγε σαν αστραπή µες απ' τα θάµνα.
«Τσάρλυ, γύρισε πίσω!»
Καµιά απάντηση. Μόνο τ' άχνάρι των ποδιών του πάνω στο µαλακό
σκουροπράσινο γρασίδι, και το πνιχτό κλάµα του που αντιλάλησε µακριά
κι έσβησε γρήγορα.
Περίµενε για λίγο, κι έπειτα άναψε φωτιά: «Θα γυρίσει, που θα
πάει...» ψιθύρισε. Και καθώς το συλλογιζότανε µέσα της, είπε: «Κι έτσι, θα
'χω συντροφιά ολόκληρη την άνοιξη κι ίσαµε το τέλος του καλοκαιριού.
Έπειτα, αν κουραστώ από δαύτον και θελήσω να ησυχάσω, θα τόνε
ξαποστείλω σπίτι του».
Ο Τσάρλυ ξαναγύρισε αθόρυβα µε το πρώτο γκριζάρισµα της αυγής,
γλιστρώντας πάνω στην υγρή χλόη, εκεί που 'χε ξαπλώσει η Γριά κι
έµοιαζε µε καµένο κούτσουρο µπροστά στις σκόρπιες στάχτες.
Κάθισε πάνω σε κάτι πετραδάκια και την κοίταζε.
Η Γριά δεν τολµούσε να τον κοιτάξει, µήτε πέρ' απ' αυτόν τολµούσε
να κοιτάξει. Είχε έρθει εντελώς αθόρυβα. Πώς λοιπόν, µπορούσε να ξέρει
πως κάπου εδώ γύρω περιφερόταν; ∆εν µπορούσε!
Ο Τσάρλυ καθόταν εκεί και δάκρυα έτρεχαν στα µαγουλά του.
Η Γριά, που καµώθηκε ότι ξυπνούσε µόλις εκείνη τη στιγµή, µα στην
πραγµατικότητα που δεν έκλεισε µάτι όλη τη νύχτα, σηκώθηκε, γρύλισε,
χασµουρήθηκε, και βγήκε στον πρωινό αέρα.
«Τσάρλυ;»
Τα µάτια της ταξίδεψαν απ' τα πεύκα ψηλά, ως το χώµα, κι έπειτα
πάλι στον ουρανό, και στους µακρινούς λόφους. Φώναξε τ' όνοµα του
πολλές φορές, κι ένιωθε σα να τον κάρφωνε µε τα µάτια της. Αλλά
σταµάτησε. «Τσάρλυ; Ω, Τσάρλυ!» τον φώναζε, κι άκουγε τον αντίλαλο να
επαναλαµβάνει τα ίδια λόγια.
Ο Τσάρλυ κάθισε, κι άρχισε να µορφάζει άξαφνα, ξέροντας πως
ήτανε πολύ κοντά της. Ωστόσο, η Γριά πρέπει να αισθάνεται µόνη. Ο
Τσάρλυ ίσως να ένιωθε να µεγαλώνει µέσα του µια απόκρυφη δύναµη,
ίσως να ένιωθε ασφαλής από τον κόσµο. Σίγουρα πάντως ήταν πολύ
ευχαριστηµένος που είχε γίνει αόρατος.
«Πού µπορεί να 'ναι αυτή τη στιγµή;» είπε δυνατά η Γριά: «Μακάρι
να 'κανε ένα θόρυβο για να µπορώ να πω που είναι. Μπορεί τότε να του
τηγάνιζα και κάνα λαρδί για πρωινό».
Άρχισε τώρα να ετοιµάζει το πρωινό, εξωφρενών µε
την αταραξία του. Τσιγάρισε ένα κοµµάτι χοιρινό πάνω σε µια ξύλινη
βέργα: «Η τσίκνα θα του τραβήξει τη µύτη», µουρµούρισε.
Καθώς έστριβε σε µια στιγµή την πλάτη της, ο Τσάρλυ ξάφρισε όλο
το χοιρινό κι άρχισε να το καταβροχθίζει µε βουλιµία.
«Θεέ µου!» φώναξε η Γριά στριφογυρίζοντας.
Κάρφωσε τα µάτια της φιλύποπτα στο ξέφωτο: «Τσάρλυ,
είσαι;»
εσύ
Ο Τσάρλυ σκούπισε το στόµα µε τα χέρια του.
Η Γριά βγήκε στο ξέφωτο κι άρχισε να βηµατίζει βιαστικά
προσπαθώντας να τον εντοπίσει. Τελικά, έπειτα από µια έξυπνη σκέψη,
χειρονοµώντας στα τυφλά, βάδισε καταπάνω του ψηλαφητά: «Τσάρλυ, που
είσαι;»
Σάν αστραπή ο Τσάρλυ της ξεφεύγει µ' ένα σκύψιµο, µε µια βουτιά.
Έβαζε όλη της τη δύναµη να µην τον κυνηγήσει. Μα πως να
κυνηγήσεις αόρατα παιδιά; Κάθισε κάτω λοιπόν, σκυθρωπή,
µουρµουρίζοντας µες απ' τα δόντια της, και βάλθηκε να τηγανίζει άλλο
χοιρινό. Ο Τσάρλυ όµως άρπαζε απ' τη φωτιά κάθε καινούργιο κοµµάτι που
τοποθετούσε η Γριά, και το 'βάζε στα πόδια. Τελικά, η Γριά, µε ξαναµµένα
µάγουλα φώναξε: «Ξέρω που είσαι! Έ κ ε ί ! Σ' ακούω που τρέχεις!» κι
έδειχνε σε κάποια πλευρά, όχι ακριβώς εκεί που ήταν. Ο Τσάρλυ
ξανάφευγε τρέχοντας: «Τώρα είσαι εκεί πέρα!» ξεφώνιζε: «Εκεί, κι έκείί»
δείχνοντας µε το δάχτυλο σ' όλες τις θέσεις όπου θα βρισκόταν τα πέντε
επόµενα λεπτά. «Σ' ακούω που πατάς ένα φύλλο, σ' ακούω που κόβεις ένα
λουλούδι, σ' ακούω που παραµερίζεις ένα κλαδί. Έχω ευαίσθητα αφτιά.
Είναι σα χωνιά τ' αφτιά µου, λεπτά σαν τριαντάφυλλα. Μπορούν ν'
ακούσουν ως και τ' αστέρια να κινούνται!»
Αθόρυβα ο Τσάρλυ κάλπαζε ανάµεσα απ' τα πεύκα, κι η φωνή του
άντιβοούσε, «∆εν µπορείς να µ' ακούσεις όταν κάθοµαι σ' ένα βράχο.
Κάθισα! Μ' άκουσες;»
'Οληµερίς καθόταν σ' ένα βράχο και κοίταζε, µέσα στον καθαρό
αέρα, ασάλευτος, πιπιλίζοντας τη γλώσσα του.
Η Γριά µάζευε ξύλα βαθιά µέσα στο δάσος, κι ένιωθε τα µάτια του να
περπατάνε σαν κουνάβια πάνω στη ραχοκοκαλιά της. Ήθελε να φλυαρήσει,
να πει: «Άχ, σε βλέπω, σε βλέπω! Σου 'λεγα ψέµατα πως δεν µπορώ να δω
αόρατα παιδιά! Ξέρω πού είσαι! Να 'σαι!» Όµως κατάπινε τη χολή και την
πίκρα της και την έκρυβε µέσα της βαθιά.
Την άλλη µέρα το πρωί, ο Τσάρλυ άρχισε τις ζαβολιές. Ξεπρόβαλλε
ξαφνικά πίσω από δέντρα. Έπαιρνε όψη τροµερή, άλλαζε πρόσωπο και
γινότανε πρόσωπο βατράχου, έπαιρνε τη µορφή αράχνης χτυπούσε τα χείλη
του µε τα δάχτυλα του, ανοίγοντας τεράστια δυό κατακόκκινα µάτια,
φουσκώνοντας τα ρουθούνια του µε τέτοιο τρόπο, που θα µπορούσες να
σκύψεις και να δεις το µυαλό του να σκέφτεται.
Η Γριά έριξε ένα ξερόκλαδο στο τζάκι. Καµώθηκε πως ήταν µια
γαλάζια κίσσα που την ξάφνιασε.
Ο Τσάρλυ έκανε µια κίνηση σα να 'θελε να τη στραγγαλίσει.
Η Γριά ανατρίχιασε σύγκορµη.
Ο Τσάρλυ έκανε µιαν άλλη κίνηση σα να 'θελε να την κλωτσήσει στα
καλάµια και να τη φτύσει στο µάγουλο.
Η Γριά υπέµενε καρτερικά τις χειρονοµίες αυτές, δίχως ένα
πετάρισµα στα βλέφαρα, δίχως ένα µορφασµό στα χείλη.
Ο Τσάρλυ έβγαζε έξω τη γλώσσα του, γρυλίζοντας παράξενους,
απαίσιους ήχους. Κουνούσε νευρικά τα κρεµασµένα αφτιά του, κι η Γριά
ένιωσε την ανάγκη να γελάσει. Στο τέλος γέλασε, µα γρήγορα το εξήγησε
λέγοντας, «Κάθισες πάνω σε µια σαλαµάντρα. Πώ πώ, τι αηδία!»
Έφτασε µεσηµέρι, κι η τρέλα πλησίαζε στ' αποκορύφωµα της. Μια
τροµερή παραφορά.
Γιατί εκείνη ακριβώς τη στιγµή, ο Τσάρλυ φάνηκε ολόγυµνος να
τρέχει στα χωράφια. 'Ολόγυµνος!
Η Γριά λίγο έλειψε να πέσει ξερή!
«Τσάρλυ!» ξεφώνισε σχεδόν.
Ο Τσάρλυ έτρεχε ολόγυµνος κι ανέβαινε στη µια πλευρά του λόφου,
κι ολόγυµνος κατέβαινε απ' την άλλη — γυµνός, ολόγυµνος σα µέρα,
γυµνός σαν το φεγγάρι, κόκκινος σαν τον ήλιο, σα νιογέννητο κοκοράκι,
και τα πόδια του να σιγοτρέµουν και να χυµούν µπροστά σαν τα φτερά
παράξενου πουλιού που πετάει ξυστά στο χώµα.
Παράλυσε η γλώσσα της Γριάς µες στο στόµα της. Τι µπορούσε να
πει; Μήπως «Τσάρλυ, πήγαινε να ντυθείς;» Μήπως «Ντροπή!»; «Τ' είν'
αυτά!» «Σταµάτα πια!»; Τι µπορούσε; Μήπως «Τσάρλυ, ώ Τσάρλυ, θεέ
µου!» Θα µπορούσε τώρα να το πει; Λοιπόν;
Τον είδε πάνω στο µεγάλο βράχο να χορεύει, να σηκώνεται και να
σκύβει, γυµνός όπως γεννήθηκε, να χτυπάει τα πόδια του στο χώµα, να
χτυπάει τα χέρια του στα γόνατα, και να ρουφάει µέσα έξω, µέσα έξω το
άσπρο του στοµάχι, φουσκώνοντας θαρρείς και ξεφουσκώνοντας το
αερόστατο κάποιου τσίρκου.
Έκλεισε σφιχτά τα µάτια της η Γριά, και προσευχήθηκε.
Πέρασαν έτσι τρεις ώρες. Έπειτα τον ικέτεψε η Γριά: «Τσάρλυ,
Τσάρλυ παιδί µου, έλα εδώ! Έχω κάτι ν ά σ ου π ώ ! »
Σα φύλλο πέταξε κι ήρθε, ντυµένος τούτη τη φορά, Θέ µου,
ευλογηµένο τ' όνοµα σου.
«Τσάρλυ», είπε η Γριά κοιτάζοντας τα πεύκα: «Βλέπω το δεξί µεγάλο
δάχτυλο του ποδιού σου. Νάτο!»
«Το βλέπεις;» είπε αυτός.
«Ναι», είπε η Γριά πολύ θλιµµένα: «Νάτο, και µοιάζει µε πέτρινο
βατράχι στο χορτάρι. Κι εκεί ψηλά, βλέπω
τ' αριστερό σου αφτί να κρέµεται στον αέρα σαν κόκκινη
πεταλούδα».
Ο Τσάρλυ τριπίδισε απ' τη χαρά του: «Ξαναγίνοµαι όπως πριν!
Ξαναγίνοµαι όπως πριν!»
Η Γριά κούνησε το κεφάλι της: «Να κι ο αστράγαλος σου!»
«∆ώσε µου και τ ά δυό µου πόδια!» πρόσταξε ο Τσάρλυ.
«Πάρτα».
«Και τα χέρια µου».
«Βλέπω το 'να σου χέρι να σέρνεται στο γόνατο σου σα ρωγαλίδα».
«Και που 'ναι τ' άλλο;»
«Σέρνεται κι αυτό».
«Έτοιµο το σώµα µου λοιπόν!»
«Όχι ακόµα...»
«Θα χρειαστώ και το κεφάλι µου Γριά για να πάω στο σπίτι».
Για να πάς σπίτι.. . σκέφτηκε κουρασµένα η γριά: «Όχι!» είπε γεµάτη
πείσµα και οργή: «Όχι! ∆εν έχεις κεφάλι. ∆ε θα 'χεις κεφάλι από δω και
µπρος», κραύγασε.
«Τα 'φησες τελευταίο το κεφάλι!»
«Καθόλου!» σφύριζε: «∆ε θα 'χεις καθόλου πια κεφάλι!»
«∆ε θα 'χω;» κλαψούρισε παραπονιάρικα ο Τσάρλυ.
«Μα ναι, ώ Θέ µου ναι, το βλέπω, ξαναγυρίζει... ήρθε στη θέση του
το καταραµένο κεφάλι σου! Τώρα έχεις κεφάλι», µούγκρισε µες απ' τα
δόντια της. Παραδόθηκε: «Σύρε τώρα να φέρεις πίσω τη νυχτερίδα µου. Τη
θέλω όπως στην έδωσα! Με τη βελόνα µπηγµένη στο µάτι!»
∆εν πρόφτασε να τελειώσει τα λόγια της κι ο Τσάρλυ την πέταξε
καταπάνω της: «Άααα, γιούουουου!» βγήκε η κραυγή του και σκορπίστηκε
στην εξοχή, ως πέρα στην κοιλάδα. Έφυγε τρέχοντας για το σπίτι του. Κι
ως έτρεχε, άκουγε στ' αφτιά του τον αντίλαλο της κραυγής, κι ήταν σα να
τον κυνηγούσε.
Έπειτ' απ' αυτό, η Γριά βάλθηκε να κόβει ξύλα για προσάναµα µε µια
στεγνή αβάσταχτη κούραση, και πήρε πάλι το δρόµο για το καλύβι της
στενάζοντας και παραµιλώντας. Κι ο Τσάρλυ την ακολούθησε σ' όλο το
δρόµο, αληθινά αόρατος αυτή τη φορά, ώστε να µη µπορεί εκείνη να τον
δει, παρά µόνο να τον ακούει, σαν ένα κουκουνάρι που πέφτει, ή σα βαθύ
υπόγειο ποταµάκι που κελαρύζει, σαν ένα σκίουρο που σκαρφαλώνει σ' ένα
κλαδί. Κι όταν ήρθε το δειλινό, τους βρήκε καθισµένους κι αυτόν και τη
Γριά πάνω από τη φωτιά, αυτόν αόρατο, και τη Γριά να τον ταίζει χοιρινό
που δεν µπορούσε όµως να φάει. Έτσι το 'τρώγε µόνη της, κι έπειτα, µε τον
Τσάρλυ µαζί, κάρφωνε κάτι µαγικά καµωµένα από ξυλαράκια και κουρέλια
και βότσαλα, και τον έπαιρνε ζεστό και κοιµισµένο κι όµορφο στην
τρεµάµενη µητρική αγκαλιά της... το για της πια, τον µοναδικό της γιό...
και µιλούσαν για χίλια δυό χρυσά πράγµατα µε νυσταλέες φωνές ωσότου η
αυγή έκανε αργά, πολύ αργά τη φωτιά να ξεψυχίσει.
Κατέβα στο κελάρι µου
Ο Χιού Φόρτναµ ξύπνησε από τούς σαββατιάτικους θορύβους κι
έµεινε εκεί, ξαπλωµένος, µε τα µάτια κλειστά, να τους γεύεται έναν ένα µε
τη σειρά τους.
Άπό κάτω, ερχόταν η µυρωδιά απ' το µπαίηκον που ψηνόταν στο
σαγανάκι. Αντί να τον ξυπνάει µε φωνές και ξεφωνητά, η Σύνθια, τον
ξυπνούσε µ' όµορφες µυρωδιές απ' την κουζίνα.
Την ίδια ώρα, στο βάθος του χόλ, ο Τόµ έκανε ντους.
Πιό πέρα ακόµα, µέσα στο φως που πάλλονταν σα να πετούσαν µέσα
του χιλιάδες µέλισσες, ποια να 'ταν άραγε εκείνη η φωνή που καταριόταν
κιόλας τον καιρό, το χρόνο, και τις εποχές; Μήπως η κυρία Goodbody;
Βέβαια! Αυτός ο Χριστιανός γίγαντας, έξη πόδια ψηλή δίχως παπούτσια, ο
έξαίσιος κηπουρός, η όγδοηκοντούτις διαιτολόγος και φιλόσοφος της
πόλης.
Ο Χιού Φόρτναµ ανασηκώθηκε, παραµέρισε την κουρτίνα, έσκυψε
έξω και την άκουσε να φωνάζει:
«Να λοιπόν! Άρπα την! Θα σου δείξω γώ. Χά!»
Η γριούλα κρατούσε στα χέρια της µια τεράστια τρόµπα κι έριχνε
σπραίυ για τους κοριούς.
«Καληµέρα Κυρία Goodbody!»
«Την κακή µου µέρα!» φώναξε: «Μ' αυτούς τους τριβόλους και τους
οξαποδώ...»
«Τι είδους οξαποδώ πάλι;» είπε αυτός.
«∆εν είµαι καµιά φλύαρη γαλιάντρα για να το κάνω βούκινο,
αλλά...» και κοίταξε φιλύποπτα γύρω της, τι θα λέγατε αν σας έλεγα ότι
είµαι η πρώτη που υποστήριξα την ύπαρξη ιπτάµεων δίσκων;»
«Θαυµάσια», απάντησε ο Φόρτναµ: «Όπου να 'ναι δηλαδή θα δούµε
τίποτα πυραύλους να πετούν ανάµεσα στους κόσµους».
«Υπάρχουν ήδη!» Πίεσε την τρόµπα µε το σπραίυ σηµαδεύοντας
κάτω απ' το φράχτη: «Πάρτην και σύ! Για να µάθεις!»
Τράβηξε το κεφάλι του απ' το παράθυρο, απ' την ολόδροση µέρα, όχι
µε τόσο κέφι όσο έδειξε η πρώτη του απάντηση. ∆ύστυχο πλάσµα!
Μιλούσε πάντα λογικά η κυρία Goodbody. Τι της ήρθε τώρα; Γεράµατα;
Το κουδούνι της πόρτας χτύπησε.
Άρπαξε τη ρόµπα του κι έφτασε στα µισά της σκάλας όταν άκουσε
κάποια φωνή να λέει: «Φόρτναµ; Συστηµένο!» κι είδε τη Σύνθια να γυρίζει
προς τα µέσα απ' την πόρτα της εισόδου, κρατώντας στα χέρια της ένα
µικρό δέµα.
Άπλωσε το χέρι του αλλά εκείνη του έγνεφε αρνητικά.
«Συστηµένο. Αεροπορικό. Είναι για το γιό σου».
Ο Τόµ κατέβηκε τα σκαλιά σα να 'ταν σαρανταποδαρούσα.
«Γιούπι! Πρέπει να το 'στειλαν απ' την Εταιρία Βαλτικής
Καλλιέργειας Πρασίνου».
«Μακάρι να ενθουσιαζόµουν κι εγώ έτσι µε το κανονικό
ταχυδροµείο», παρατήρησε ο Φόρτναµ.
«Κανονικό; !» είπε ο Τόµ, κι έκοψε άτσαλα το σπάγκο. Έσκισε το
χαρτί: «∆ε διαβάζεις τις τελευταίες σελίδες από τη «Λαϊκή Μηχανική;» Έ,
λοιπόν, νάτες!»
Όλοι κοίταζαν τώρα µες στο µικρό ανοιγµένο κουτί.
«Κύριε Έλέησον!» είπε ο Φόρτναµ: «Τι είναι αυτά;»
«Μανιτάρια! Για ειδική καλλιέργεια.
Καλλιεργούνται στα υπόγεια και στα κελάρια».
Μανιτάρια
«Ά, κατάλαβα...» είπε ο Φόρτναµ: «Τι ανόητος που είµαι».
γίγαντες.
Η Σύνθια αλληθώρισε: «Αυτές οι κουτσουλιές...»
«ΜΥΘΩ∆ΗΣ ΑΝΑΠΤΥΞΗ ΕΝΤΟΣ ΕΙΚΟΣΙΤΕΣΣΑΡΩΝ ΩΡΩN»
παπαγάλισε ο Τόµ: «ΦΥΤΕΨΑΤΕ ΚΑΙ ΣΕΙΣ ΣΤΟ ΚΕΛΑΡΙ ΣΑΣ...»
Ο Φόρτναµ αντάλλαξε µατιές µε τη γυναίκα του.
«Πάντως», παραδέχτηκε η Σύνθια, «είναι καλύτερα από βατράχια και
πράσινα φίδια».
«Σίγουρα!» είπε ο Τόµ, κι έφυγε τρέχοντας.
«Έ, Τόµ!» είπε αχνά ο Χιού Φόρτναµ.
Ο Τόµ σταµάτησε µπροστά στην πόρτα, στο κελάρι.
«Τόµ», είπε ο πατέρας του: «Την επόµενη φορά δε θα 'ταν άσχηµα να
'ναι τέταρτης κατηγορίας τα ταχυδροµικά».
«Πρέπει να έχουν κάνει λάθος», είπε ο Τόµ: «Σκέφτηκαν φαίνεται
πως ήµουν καµιά πλούσια εταιρία. Συστηµένο ταχυδροµείο! Ποιος µπορεί
σήµερα να πληρώνει συστηµένο ταχυδροµείο;»
Η πόρτα στο κελάρι έκλεισε µε πάταγο.
Ο Φόρτναµ, συλλογισµένος, κοίταζε για µια στιγµή προσεχτικά το
περιτύλιγµα, κι έπειτα το πέταζε µες στο καλάθι των αχρήστων.
Πηγαίνοντας προς την κουζίνα, άνοιζε την πόρτα του υπόγειου.
Ο Τόµ ήταν πεσµένος κιόλας στα γόνατα, σκάβοντας µ' ένα µικρό
σκαλιστήρι στο πίσω µέρος του υπόγειου.
Ένιωσε πλάι του τη γυναίκα του ν' ανασαίνει απαλά, και να κοιτάζει
κάτω, στο παγερό ήµίφωτο.
«Ελπίζω να 'ναι µανιτάρια...» είπε: «... κι όχι τίποτα... ακαθαρσίες
βατράχων!»
Ο Φόρτναµ γέλασε: «Καλή σοδιά αγρότη µου!»
Ο Τόµ κοίταζε ψηλά, προς το µέρος του.
Ο Φόρτναµ έκλεισε την πόρτα, πήρε τη γυναίκα του απ' το χέρι, και
προχώρησε προς την κουζίνα νιώθοντας ένα ευχάριστο συναίσθηµα.
Μεσηµέρι κοντά, κι ο Φόρτναµ κατευθυνόταν στην πλησιέστερη
αγορά, όταν είδε τον Ρότζερ Γουίλις, έναν συνάδελφο απ' το Ρόταρυ και
καθηγητή της βιολογίας στο γυµνάσιο της πόλης, να κατεβαίνει βιαστικά
απ' το πεζοδρόµιο. Ο Φόρτναµ σταµάτησε το αυτοκίνητο και άνοιξε την
πόρτα: «Γεια σου Ρότζερ! Θ' ανέβεις;»
Ο Ρότζερ Γουίλις ανταποκρίθηκε πρόθυµα στην πρόσκληση του
πηδώντας στ' αυτοκίνητο και κλείνοντας δυνατά την πόρτα.
«Είσαι ακριβώς ο άνθρωπος που γυρεύω. Απέφυγα να τηλεφωνήσω
µέρες τώρα. Για όνοµα του Θεού! Άκουσε µε µόνο για πέντε λεπτά. Σάν
ψυχίατρος».
Ο Φόρτναµ έριζε µια ερευνητική µατιά στο φίλο του καθώς όδηγούσε
ατάραχος.
«Ακούω».
Ο Γουίλις έριξε πίσω την πλάτη του και κοίταξε τα νύχια του
σκεφτικός: «Ας προχωρήσουµε λίγο πιο κάτω. Έτσι... Σταµάτα εδώ. Να τι
θέλω να σου πω: κάτι κακό γίνεται στον κόσµο».
Ο Φόρτναµ γέλασε αυθόρµητα: «Έτσι δεν ήταν πάντα;»
«Όχι, όχι... εννοώ... κάτι αλλόκοτο... κάτι αθέατο συµβαίνει».
«Η κυρία Goodbody», είπε ο Φόρτναµ µισοµονολογώντας, και
σταµάτησε.
«Η κυρία Goodbody;»
«Σήµερα το πρωί. Κάτι µου έλεγε για κάτι ιπτάµενους δίσκους.
«Όχι, δεν είν' αυτό». Ο Γουίλις δάγκωσε νευρικά την κλείδωση από
το δάχτυλο του: «Καµιά σχέση µε δίσκους και τέτοια. Τουλάχιστον, δε
νοµίζω εγώ. Πες µου, τι σηµαίνει διαίσθηση;»
«Η ενσυνείδητη αναγνώριση κάποιου πράγµατος το οποίο, επί πολύ
καιρό, δρούσε στο υποσυνείδητο. Μα προς Θεού, µην αναφέρεις πουθενά
αυτό τον ερασιτέχνη ψυχολόγο!» είπε και ξαναγέλασε.
«Ωραία! Ωραία!» Ο Γουίλις στράφηκε. Έλαµπε το πρόσωπο του.
Βολεύτηκε πιο άνετα στο κάθισµα του: «Αυτό είναι! Για µια µεγάλη
περίοδο, τα πράγµατα συσσωρεύονται, σύµφωνοι; Εντελώς ξαφνικά,
νιώθεις την ανάγκη να φτύσεις, µα δε θυµάσαι πως συγκεντρώθηκε το
σάλιο σου. Τα χέρια σου είναι βρώµικα, αλλά δεν ξέρεις πως βρωµίστηκαν.
Η σκόνη πέφτει πάνω σου καθηµερινά και σύ δεν την αισθάνεσαι. Μα όταν
συγκεντρωθεί πολλή σκόνη µαζί, τότε τη βλέπεις και την κατονοµάζεις.
Αυτό είναι κατά τη γνώµη µου η διαίσθηση. Τι είδους σκόνη όµως έπεφτε
πάνω µου; Μια χούφτα µετεωρίτες στον ουρανό τη νύχτα; Αλλόκοτος
καιρός λίγο πριν την αυγή; ∆εν ξέρω. Ορισµένα χρώµατα µήπως;
Ορισµένες µυρωδιές; Μήπως ο τρόπος που τρίζει το σπίτι στις τρεις το
πρωί; Μήπως οι τρίχες που τσιµπάνε στα χέρια µου; Κείνο που ξέρω είναι
ότι η σκόνη στοιβάχτηκε. Και, εντελώς ξαφνικά, τ ο µ α θ α ί ν ω ».
«Ναι» είπε ο Φόρτναµ ανήσυχος: «Όµως, τι είν' αυτό που µαθαίνεις;»
Ο Γουίλις κοίταξε το χέρι του που το 'χε ακουµπισµένο πάνω στο
µηρό του.
«Φοβάµαι. ∆ε φοβάµαι. Έπειτα, ξαναφοβάµαι µέρα µεσηµέρι. Με
είδε ο γιατρός. Ανήκω στους Α—Ι. Οικογενειακά προβλήµατα; Κανένα! Ο
Τζόε είν' έξοχο παιδί, καλός γιος. Η Ντόροθυ; Αξιολάτρευτη! Μαζί τους, δε
φοβάµαι τα γηρατιά η το θάνατο».
«Τυχερέ!»
«∆ε µας ενδιαφέρει η τύχη µου αυτή τη στιγµή. Το ζήτηµα είναι ότι
φοβάµαι, παραλύω, φοβάµαι πραγµατικά, για τον εαυτό µου, για την
οικογένειά µου. Ακόµα κι αυτή τη στιγµή, για σένα!»
«Για µένα;» είπε ο Φόρτναµ.
Είχανε σταµατήσει τώρα πλάι σ' ένα άδειο οικόπεδο, κοντά στην
αγορά. Μεσολάβησε µια στιγµή άκρας ησυχίας. Ο Φόρτναµ στράφηκε και
κοίταξε ερευνητικά το φίλο του. Η φωνή του Γουίλις τον έκανε να παγώσει
άξαφνα.
«Φοβάµαι για όλους», είπε ο Γουίλις: «Για τους φίλους σου, για τους
δικούς µου φίλους, για τους φίλους των φίλων τους και πάει λέγοντας.
Ηλίθιο δεν είναι;»
Ο Γουίλις άνοιξε την πόρτα, βγήκε απ' το αυτοκίνητο και κοίταξε
επίµονα τον Φόρτναµ. Ο Φόρτναµ ένιωσε πως έπρεπε να µιλήσει.
«Τι κάνουµε λοιπόν;»
Ο Γουίλις κοίταξε ψηλά τον ήλιο που τύφλωνε τα µάτια στον
απέραντο, µακρινό ουρανό.
«∆ώσε προσοχή» είπε αργά: «Να παρατηρείς προσεχτικά τα πάντα
για λίγες µέρες».
«Τα πάντα;»
«∆έκα στις εκατό φορές, δε χρησιµοποιούµε µήτε τα µισά απ' ό,τι
µας έδωσε ο Θεός. Οφείλουµε ν' άκούµε περισσότερο, να αισθανόµαστε
περισσότερο, να οσµιζόµαστε περισσότερο, να γευόµαστε περισσότερο.
Μπορεί να υπάρχει κάτι κακό στον τρόπο που ο άνεµος φυσάει εκείνα τ'
άγριόχορτα στο οικόπεδο. Μπορεί στον ήλιο πάνω σ' εκείνα τα τηλεφωνικά
καλώδια, η στα τζιτζίκια που τραγουδούν πάνω στις λεύκες. Μακάρι να
µπορούσαµε να σταθούµε για µια στιγµή, ν' ακούσουµε, για λίγες µέρες,
για λίγες νύχτες, και να συγκρίναµε τις παρατηρήσεις µας. Τότε, µπορείς να
µου πεις να σκάσω. Θα το κάνω».
«Ενδιαφέρουσα άποψη», είπε ο Φόρτναµ προσπαθώντας µ' ένα
ανέµελο ύφος να κρύψει αυτό που πραγµατικά αισθανόταν: «Θ' αρχίσω να
βλέπω γύρω µου. Μα πως θα ξέρω κάθε φορά ότι αυτό που βλέπω είναι
ακριβώς εκείνο που ζητώ;»
Ο Γουίλις τον κοίταξε επίµονα, µε ειλικρίνεια: «Θα ξέρεις. Πρέπει να
ξέρεις. Αλλιώς, θα χαθούµε όλοι µας», είπε ήρεµα.
Ο Φόρτναµ έκλεισε την πόρτα, και δεν ήξερε τι να πει. Ένιωθε ένα
κύµα αµηχανίας να πληµµυρίζει το πρόσωπο του. Ο Γουίλις το ένιωσε.
«Χιού, πες µου κάτι... Πιστεύεις βέβαια πως... µου 'στρίψε».
«Ανοησίες!» είπε αµέσως ο Φόρτναµ: «Είσαι απλώς σε
υπερδιέγερση, αυτό είν' όλο. Θα 'πρεπε να πάρεις άδεια για κάνα δυό
εβδοµάδες».
Ο Γουίλις συµφώνησε µ' ένα κούνηµα του κεφαλιού: «Θέλεις να
ιδωθούµε τη ∆ευτέρα το βράδυ;»
«Όποια ώρα θές. Έλα να µε δεις».
«Ελπίζω να µπορέσω Χιού. Είλικρινά στο λέω...»
Έπειτα έφυγε ο Γουίλις, περνώντας βιαστικά µες απ' το γήπεδο µε τ'
άγριόχορτα για να κατευθυνθεί στην πλαϊνή είσοδο της αγοράς.
Βλέποντας τον ν' αποµακρύνεται, ο Φόρτναµ ένιωσε άξαφνα ότι δεν
ήθελε να το κουνήσει από κει. Ανακάλυψε ότι σιγά σιγά, δίχως να το
καταλάβει, είχε αρχίσει να παίρνει βαθιές αναπνοές που βάραιναν µες στη
σιγή. Έγλειψε τα χείλη του κι ένιωσε το σάλιο του αλµυρό. Κοίταζε το χέρι
του πάνω στην πόρτα, κι ο ήλιος πυρπολούσε τα χρυσά του µαλλιά. Μέσα
στο άδειο γήπεδο, ο άνεµος ολοµόναχος, φυσούσε. Ξεπρόβαλε το κεφάλι
του απ' έξω για να δει τον ήλιο, κι ο ήλιος τόνε χτύπησε κατακέφαλα µε
δύναµη τροµαχτική που τον έκανε να ξαναχώσει µέσα το κεφάλι.
Άφησε µια µακρόσυρτη ανάσα, και γέλασε δυνατά. Έπειτα έβαλε
µπρος κι αποµακρύνθηκε.
Ήταν ιδρωµένο το ποτήρι µε τη λεµονάδα, απολαυστικό, όλο δροσιά.
Ο πάγος στο ποτήρι κουδούνιζε µ' ένα µουσικό ήχο, κι η γλώσσα του την
απολάµβανε ηδονικά έτσι γλυκιά, κι έτσι ξυνή πού ήταν. Έπινε µε µικρές
µικρές γουλιές και τη γευόταν, καθισµένος στην κουνιστή πολυθρόνα µες
στο ήµίφωτο που βασίλευε στην µπροστινή βεράντα. Κρατούσε τα µάτια
του κλειστά. Τα τριζόνια τερέτιζαν πέρα κει στην πρασιά. Η Σύνθια,
πλέκοντας δίπλα του, στην ίδια αυτή βεράντα, τον κοίταζε µε περιέργεια.
Κι ο Φόρτναµ ένιωθε να τον βαραίνει και να τον πιέζει αυτή η προσοχή.
«Τι σε απασχολεί;» είπε στο τέλος.
«Σύνθια», είπε αυτός, «η διαίσθηση σου τι σου λέει; Κάτι συµβαίνει!
Μπας και γίνει κανένας σεισµός; Μήπως θα καταποντιστεί η γή; Μπας και
ξεσπάσει κανένας πόλεµος ; Μπας και το παιδί µας πεθάνει από µαράζι;»
«Για περίµενε. Να δώ τι µου λέν τα κόκαλα µου».
Ο Φόρτναµ άνοιξε τα µάτια του και κοίταζε τη Σύνθια που µε τη
σειρά της τώρα έκλεινε τα µάτια της κι έπεφτε σ' απόλυτη ακινησία, σα να
'τον άγαλµα, µε τα χέρια ακουµπισµένα στα γόνατα της. Τελικά, κούνησε
το κεφάλι της και χαµογέλασε.
«Όχι. Τίποτ' απ' όλα αυτά. Μήτε πόλεµος ξέσπασε, µήτε σεισµός.
Μήτε και κινδυνεύουµε από µαράζι. Γιατί ρώτησες;»
«Σήµερα συνάντησα πολλούς Μάντεις Κακών. ∆ύο για την ακρίβεια,
και...»
Κείνη την ώρα ακούστηκε ο θόρυβος.
«Τι είν' αυτό;» είπε ο Φόρτναµ και τινάχτηκε σα να 'χε δεχτεί κάποιο
χτύπηµα.
Ήταν ο Τόµ που έβγαινε σα σίφουνας απ' την πόρτα που έβγαζε στη
βεράντα. Στα χέρια του κρατούσε ένα ξύλινο κιβώτιο.
«Συγνώµη», είπε: «Τι τρέχει µπαµπά;»
«Τίποτε», είπε ο Φόρτναµ και στήθηκε ορθός. Ένιωσε ανακούφιση
που µπορούσε να σαλεύει: «Μήπως ήρθε η ώρα της σοδιάς;»
Ο Τόµ πλησίασε κεφάτος: «Κοντεύει. Για να ξέρεις παλικάρι.
Μεγαλώνουν! Μέσα σ' εφτά µόνο ώρες, µε λίγο νερό, και κοίταξε τα:
θέριεψαν!» είπε κι ακούµπησε το κιβώτιο πάνω στο τραπέζι ανάµεσα στους
γονείς του.
Πραγµατικά, έτσι ήταν. Εκατοντάδες µικροσκοπικά γκριζοκάστανα
µανιτάρια φύτρωναν µες απ' το υγρό χώµα.
«Λοιπόν εγώ...» είπε ο Φόρτναµ εντυπωσιασµένος.
Η Σύνθια άπλωσε το χέρι της ν' αγγίξει το κιβώτιο, κι έπειτα κοίταξε
πέρα, κάπως ανήσυχη.
«∆ε µ' αρέσει να χαλάω το κέφι της παρέας... ελπίζω πάντως ότι
πρόκειται για µανιτάρια και τίποτα περισσότερο».
Ο Τόµ την κοίταξε σα να τον είχε προσβάλει: «Τι νοµίζεις λοιπόν;
Ότι θα σας ταίσω δηλητηριασµένα µανιτάρια;»
«Ακριβώς», είπε γρήγορα η Σύνθια: «Πώς µπορείς και τα
ξεχωρίζεις;»
«Τρώγοντας...» είπε ο Τόµ: «Φάτε τα, κι αν ζήσετε, τότε θα 'ναι
µανιτάρια. Αν πεθάνετε... τότε!»
Και κάγχασε ο Τόµ, πράγµα που διασκέδασε τον Φόρτναµ, αλλά το
µόνο πού κατάφερε ήταν να κάνει τη µητέρα του να ζαρώσει. Η Σύνθια
ξανακάθισε στο κάθισµα της.
«Έγώ... εµένα πάντως δε µ' αρέσουν», είπε.
«Λοιπόν παλικάρι!» είπε ο Τόµ κι άρπαξε οργισµένος το κιβώτιο:
«Πότε θα ξαναστήσουµε το Παζάρι στο όµορφο σπιτάκι µας;» είπε κι
αποµακρύνθηκε, σέρνοντας κακόκεφος τα βήµατα του.
«Τόµ...» είπε ο Φόρτναµ.
«Ξέχασε το!» είπε ο Τόµ: «Όλοι θαρρούν πως θα τους βρει κάνα
κακό µε τις ίδιοτροπίες του γιου τους. Στο διάολο!»
Ο Φόρτναµ µπήκε στο σπίτι τη στιγµή ακριβώς που ο Τόµ κατέβαινε
τα σκαλιά για το υπόγειο φορτωµένος το κιβώτιο, τα µανιτάρια κι όλα τ'
άλλα. Έκλεισε µε πάταγο την πόρτα του υπόγειου και βγήκε έξω
οργισµένος απ' την πίσω πόρτα.
Ο Φόρτναµ ξαναγύρισε στη σύζυγο του που, πειραγµένη τώρα,
κοίταζε κάπου µακριά.
«Λυπάµαι», είπε η Σύνθια: «∆εν ξέρω γιατί. Νόµιζα απλώς ότι
έπρεπε να του το πώ κάτι τέτοιο».
Το τηλέφωνο κουδούνισε. Ο Φόρτναµ το σήκωσε κι άκουσε µια
φωνή.
«Χιού!» Ήταν η φωνή της Ντόροθυ Γουίλις. Ακούστηκε άξαφνα
πολύ γεροντική και τροµοκρατηµένη: «Χιού... Μήπως είν' εκεί ο Ρότζερ;»
«Όχι Ντόροθυ! ∆εν είν' εδώ».
«Ο Ρότζερ έφυγε Χιού!» είπε η Ντόροθυ: «Λείπουν όλα τα ρούχα
του απ' τη ντουλάπα», κι άρχισε σιγά να κλαίει.
«Περίµενε µε Ντόροθυ. Θα 'µαι εκεί σ' ένα λεπτό».
«Κάνε κάτι Χιού! "Ω, Θέ µου, κάνε κάτι. Είµαι σίγουρη πως κάτι του
συνέβη, το ξέρω!» είπε κλαψουρίζοντας: «Κάνε κάτι, αλλιώς δε θα τον
ξαναδούµε ζωντανό».
Αργά αργά, ο Φόρτναµ κρέµασε το ακουστικό, ενώ η Ντόροθυ
εξακολουθούσε να κλαίει. Άξαφνα, οι γρύλλοι της νύχτας άρχισαν να
σκούζουν δυνατά. Κι άξαφνα, ένιωσε να ορθώνονται µια µια οι τρίχες στα
πίσω µέρος του κεφαλιού του.
∆εν είναι δυνατό, συλλογίστηκε. Κουταµάρες, κουταµάρες. ∆εν είναι
δυνατό στην πραγµατική ζωή. ∆εν είναι δυνατό να ορθώνονται οι τρίχες
του κεφαλιού!
Ωστόσο, η µια µετά την άλλη, οι τρίχες στο πίσω µέρος του κεφαλιού
του ορθώνονταν αργά τρυπώντας τον σα µικρά άγκαθάκια.
Πραγµατικά, οι κρεµάστρες ήταν άδειες. Ο Φόρτναµ, µε µια κίνηση,
τις παραµέρισε και τις τράβηξε όλες στην άκρη της σιδερένιας βέργας.
Έπειτα στράφηκε και κοίταξε έξω απ' τη ντουλάπα τη Ντόροθυ Γουίλις και
το γιό της τον Τζόε.
«Περνούσα πλάι στη ντουλάπα», είπε ο Τζόε, «και την είδα άδεια,
άδεια απ' τα ρούχα του Μπαµπά!»
«Τι µπορεί να του συνέβη;» είπε η Ντόροθυ. «Όλα πήγαιναν µια
χαρά. Ζούσαµε άµορφη ζωή. ∆εν το καταλαβαίνω! ∆εν καταλαβαίνω
τίποτα!» Κι άρχισε πάλι να κλαίει κρύβοντας το πρόσωπο στα χέρια της.
Ο Φόρτναµ µ' ένα βήµα βρέθηκε έξω απ' τη ντουλάπα.
«∆εν τον άκουσες να φεύγει απ' το σπίτι;»
«Παίζαµε κάτς µπροστά απ' το σπίτι», είπε ο Τζόε, «κι ο Μπαµπάς
είπε πως έπρεπε να 'ρθει µέσα για λίγο. Όταν τον αναζήτησα, ανακάλυψα
πως είχε φύγει!»
«Πρέπει να ετοίµασε γρήγορα γρήγορα τα πράγµατα του κι έπειτα να
'φύγε απ' την πίσω πόρτα, αλλιώς θ' ακούγαµε κάποιο ταξί να σταµατάει
µπροστά στο σπίτι».
Τώρα προχωρούσαν προς τα έξω διασχίζοντας το χόλ.
«Θα κάνω έναν έλεγχο στο σιδηροδροµικό σταθµό και στα
αεροδρόµιο», είπε ο Φόρτναµ µε δισταγµό: «Ντόροθυ, µήπως κρύβεται
τίποτε πίσω απ' αυτή την ενέργεια του Ρότζερ;...»
«Σάν τι; Ήταν µια χαρά στα µυαλά του», είπε κοµπιάζοντας η
Ντόροθυ: «Αισθάνοµαι... πως να στο πω... αίσθάνοµαι ότι έπεσε θύµα
απαγωγής».
Ο Φόρτναµ κούνησε το κεφάλι του αρνητικά: «∆ε φαίνεται λογικό να
ετοιµάσει µόνος του τα πράγµατα του, να βγει απ' το σπίτι και να τρέζει να
συναντήσει τους απαγωγείς του».
Η Ντόροθυ άνοιξε την πόρτα, σα να 'θελε έτσι ν' αφήσει τη νύχτα ή
τον άνεµο της νύχτας να εισβάλλει στο χόλ καθώς έστρεφε πίσω να
κοιτάζει µες στα δωµάτια.
«Όχι», είπε κι η φωνή της αντιλάλησε µες στο σπίτι: «Έχω την
αίσθηση πως µπήκαν µέσα. Κι εκεί, µπροστά στα µάτια µας, τον έκλεψαν».
Σε λίγο πρόσθεσε:
«... κάτι τροµαχτικό έχει συµβεί».
Ο Φόρτναµ βγήκε απ' το σπίτι και περπάτησε έζω στη νύχτα µε τους
γρύλλους και τα δέντρα που θροούσαν. Οι Μάντεις Κακών, συλλογίστηκε,
οι παράξενες Προφητείες τους. Η κυρία Goodbody. Ο Ρότζερ. Και τώρα η
γυναίκα του Ρότζερ. Κάτι τροµαχτικό έχει συµβεί. Μα για όνοµα του Θεού,
τ ί; Και πως;
Κοίταζε τώρα µια τη Ντόροθυ και µια το γιό της. Ο Τζόε, µε
βουρκωµένα µάτια, στράφηκε αργά, πολύ αργά, διέσχισε το χόλ και
σταµάτησε φουχτιάζοντας το πόµολο της πόρτας... της πόρτας πού
όδηγούσε στο κελάρι...
Ο Φόρτναµ ένιωσε τα βλέφαρα του να χτυπούν, κι η κόρη των
µατιών του να διαστέλλεται, σα ν' άρπαζε λες ξαφνικά την εικόνα από κάτι
που ήθελε να θυµηθεί.
Ο Τζόε άνοιξε διάπλατα την πόρτα του υπόγειου, κατέβηκε ένα δυό
σκαλιά και χάθηκε. Η πόρτα ξανάκλεισε ερµητικά.
Ο Φόρτναµ άνοιξε το στόµα του να πει κάτι, αλλά καθώς το χέρι της
Ντόροθυ φούχτιαζε το δικό του, αναγκάστηκε να την κοιτάξει στα µάτια.
«Σε παρακαλώ», του είπε: «Κάντο για χάρη µου. Βρες τον πού
είναι».
Ο Φόρτναµ τη φίλησε στο µάγουλο: «Θα κάνω ό,τι είναι ανθρωπίνως
δυνατό.. .»
Ό,τι είναι ανθρωπίνως δυνατό! Κύριε ελέησον! Τι τού 'ρθε τώρα να
χρησιµοποιήσει αυτά τα λόγια;
Περπάτησε και χάθηκε µες στην καλοκαιριάτικη νύχτα.
Ένα λαχάνιασµα, κάτι σα ρούφηγµα, το λαχάνιασµα, το ρούφηγµα,
κάτι σαν ασθµατική ανάσα, σαν ασφυκτικό ρουθούνισµα. Τι ήταν λοιπόν;
Ποιος πέθαινε παρατηµένος στο σκοτάδι; Κανείς.
Ήταν η κυρία Goodbody, αθέατη πίσω απ' το φράχτη, που δούλευε
µέχρι τούτη την ώρα, την περασµένη ώρα, κρατώντας πάντα στο χέρι της
την τρόµπα µε το σπραίυ, σηµαδεύοντας, µπήγοντας σα µαχαίρι εδώ κι εκεί
τον κοκαλιάρικο άγκωνά της. Φτάνοντας στο σπίτι του, ο Φόρτναµ, ένιωσε
να τυλίγεται στο σύννεφο του σπραίυ για τους κοριούς που τον ζάλιζε ως
τη ναυτία µε τη βαριά µυρωδιά του.
«Κυρία Goodbody; ∆εν τελειώσαµε ακόµα;»
«Όχι, που να πάρει η ευχή!» ξεπήδησε η φωνή της πίσω απ' το
φράχτη: «Μελίγκρα, βάβουλες, κάµπιες, και τώρα το καινούργιο φρούτο: η
µ α ρ ά σ µ ι ο ς ο ρ ε ι ά ς. Θεέ µου πόσο γρήγορα µεγαλώνει!»
«Πως; Πώς την είπατε;»
«Μαράσµιος ορειάς βέβαια. Μα θα τους δείξω εγώ. ∆ε θ' αφήσω
µήτε ένα. Να κι εσύ! Να κι εσύ! Να κι εσύ!»
Ο Φόρτναµ αποµακρύνθηκε απ' το φράχτη, κι απ' την τρόµπα κι από
τη συριχτή φωνή, και βρήκε τη γυναίκα του να τόνε περιµένει στο κατώφλι
της βεράντας σα να 'ταν έτοιµη σχεδόν να πάει να χτυπήσει κατευθείαν την
πόρτα της Ντόροθυ.
Ο Φόρτναµ κάτι πήγε να πει όταν διέκρινε στο εσωτερικό του σπιτιού
να σαλεύει µια σκιά. Ταυτόχρονα, άκουσε και το θόρυβο, κάτι σαν τριγµό,
το πόµολο µιας πόρτας που γύριζε, κι ο Τόµ που εξαφανιζόταν µες στο
υπόγειο.
Ο Φόρτναµ ένιωσε σα να τον περιέλουζε κάποιος µε φωτιά.
Παραπάτησε. Όλα στα µάτια του είχαν τη µουδιαστική οικειότητα εκείνων
των παράξενων ονείρων που τα βλέπεις ξύπνιος και θυµάσαι µε
λεπτοµέρειες την κάθε κίνηση λίγο προτού συµβεί, και γνωρίζεις κάθε λέξη
προτού πέσει απ' τα χείλη.
Έπιασε τον εαυτό του να κοιτά σαν υπνωτισµένος την κλειστή πόρτα
του υπόγειου. Η Σύνθια τον τράβηξε µέσα σχεδόν µε κέφι.
«Τι είναι; Φοβάσαι για τον Τόµ; Να σου πώ το ξανασκέφτηκα, κι
είπα πως δεν αξίζει τον κόπο να µας απασχολεί. Τα παλιοµανιτάρια του
πήραν τα µυαλά». Η Σύνθια τον έπιασε αγκαζέ: «Τι νέα από τον Ρότζερ;»
«Έφυγε! Είν' αλήθεια».
«Οι αιώνιοι άντρες», είπε η Σύνθια.
«Όχι, δεν είν' αυτό», είπε ο Φόρτναµ: «Έβλεπα τον Ρότζερ κάθε µέρα
τα τελευταία δέκα χρόνια. Όταν γνωρίζεις έναν άνθρωπο τόσο καλά,
µπορείς να πείς πως πάνε τα πράγµατα στο σπίτι, αν πάνε καλά, η αν πάνε
κατά διαβόλου. Ακόµα δεν είχε νιώσει στο σβέρκο του την πνοή του
θανάτου... Και βάζω στοίχηµα το τελευταίο µου δολάριο ότι ο Ρότζερ...»
Πίσω τους χτύπησε το κουδούνι της πόρτας. Ο ταχυδρόµος, ένα
µικρό παιδί, στεκόταν στο κατώφλι µ' ένα τηλεγράφηµα στο χέρι.
«Φόρτναµ;»
Η Σύνθια άναψε αµέσως το φως του χόλ καθώς ο Φόρτναµ ξεδίπλωνε
το χαρτί για να διαβάσει: «ΤΑΞΙ∆ΕΥΩ ∆ΙΑ ΝΕΑ ΟΡΛΕΑΝΗ.
ΤΗΛΕΓΡΑΦΗΜΑ ΑΥΤΟ ∆ΥΝΑΤΟΝ ΛΗΦΘΕΙ ΕΙΣ ΑΚΑΙΡΟΝ
ΣΤΙΓΜΗΝ. ΟΦΕΙΛΕΙΣ ΑΡΝΗΘΕΙΣ, ΕΠΑΝΑΛΑΜΒΑΝΩ ΑΡΝΗΘΕΙΣ
ΟΙΟ∆ΗΠΟΤΕ ΣΥΣΤΗΜΕΝΟ ∆ΕΜΑ! ΡΟΤΖΕΡ».
Η Σύνθια σήκωσε τα µάτια της απ' το χαρτί.
«∆εν καταλαβαίνω! Τι µπορεί να σηµαίνει αυτό;»
Μα ο Φόρτναµ βρισκόταν κιόλας στο τηλέφωνο και σχηµάτιζε έναν
αριθµό: «Την αστυνοµία παρακαλώ. Γρήγορα!»
Στίς δέκα και τέταρτο εκείνη τη νύχτα, το τηλέφωνο χτύπησε για
έκτη φορά. Ο Φόρτναµ το σήκωσε και απάντησε µ' αγωνία, «Ρότζερ! Πού
βρίσκεσαι;»
«Πού βρίσκοµαι;» είπε ανέµελα ο Ρότζερ, σχεδόν µε κέφι: «Ξέρεις
πολύ καλά που βρίσκοµαι. Κι είσαι υπεύθυνος γι' αυτό. Θα 'πρεπε να 'µαι
έξωφρενών µαζί σου!»
Η Σύνθια, στο νεύµα του, έτρεξε στην κουζίνα και άρπαξε το
ντούµπλεξ. Όταν ο Φόρτναµ άκουσε το ανεπαίσθητο κλίκ, συνέχισε.
«Ρότζερ, σου ορκίζοµαι δεν ξέρω. Πήρα αυτό το τηλεγράφηµα που
µου 'στειλες...»
«Ποιο τηλεγράφηµα;» είπε εύθυµα ο Ρότζερ: «∆εν έστειλα κανένα
τηλεγράφηµα. Τώρα, στα καλά καθούµενα, µπήκε η αστυνοµία στο τραίνο,
µε στρίµωξε σε µια γωνιά, και σου τηλεφωνώ για να τους ξεκολλήσεις από
πάνω µου. Χιού, αν πρόκειται για καλαµπούρι...»
«Μα Ρότζερ, εσύ εξαφανίστηκες!»
«Έφυγα για επαγγελµατικό ταξίδι. Εσύ το λές έξαφάνιση. ∆ικαίωµα
σου να το πεις όπως θέλεις. Πάντως, η Ντόροθυ κι ο Τζόε ενηµερώθηκαν».
«Πολύ µπερδεµένα µου τα λες Ρότζερ. Είσαι σίγουρος ότι δεν
κινδυνεύεις; Μήπως σ' εκβιάζει κανείς; Μήπως σε εξαναγκάζει να
µιλήσεις;»
«Είµαι περίφηµα. Σώος, ελεύθερος και... και άφοβος».
«Μα Ρότζερ, κι οι προαισθήσεις σου;»
«Μπούρδες! Λοιπόν, άκου, είµαι πάρα πολύ καλά, και να το ξέρεις».
«Εντάξει Ρότζερ».
«Τότε, µπορείς να παίζεις για λίγο' το ρόλο του καλού πατέρα και να
µου δώσεις την άδεια να φύγω. Τηλεφώνησε στη Ντόροθυ και πές της πως
θα γυρίσω σε πέντε µέρες. Πώς είναι δυνατό να το ξέχασε;»
«Έχεις δίκιο Ρότζερ... Το ξέχασε! Θα σε δω λοιπόν σε πέντε µέρες,
έτσι;»
«Σε πέντε, τ' ορκίζοµαι».
Η φωνή του ήταν πειστική πραγµατικά, πειστική και θερµή, η φωνή
και πάλι του παλιού Ρότζερ. Ο Φόρτναµ κούνησε το κεφάλι του, πιο
αναστατωµένος από πριν.
«Ρότζερ», είπε, «αυτή είναι η πιο τρελή µέρα της ζωής µου. Πες µου
σε παρακαλώ: εγκαταλείπεις η όχι τη Ντόροθυ; Πες µου για όνοµα του
Θεού!»
«Την αγαπώ µ' όλη µου την καρδιά. Με συγχωρείς τώρα. Πάρε τον
υπαστυνόµο Πάρκερ απ' την αστυνοµία του Ρίτζταουν. Γεια σου Χιού».
«Για ό...»
Μα ο υπαστυνόµος βρισκόταν κιόλας στη γραµµή, µιλώντας
οργισµένα. Τι ήθελε ο Φόρτναµ και τους έβαλε σε τέτοιο µπελά; Τι
συνέβαινε; Ποιος νόµιζε πως ήταν τελοσπάντων για να δηµιουργεί µια
τέτοια αναστάτωση; Τι ήθελε; Να τον συλλάβουν η να τον αφήσουν
ελεύθερο τον υποτιθέµενο φίλο του;
«Να τον αφήσετε ελεύθερο», κατάφερε να πει κάποια στιγµή ο
Φόρτναµ, κι έπειτα κρέµασε το ακουστικό και φαντάστηκε πως άκουσε µια
φωνή να τον καλεί µες από κείνο τον τεράστιο εκκωφαντικό κεραυνό του
τραίνου πού έφευγε απ' το σταθµό, διακόσια µίλια δυτικά, και χανόταν
µέσα στη σκοτεινή νύχτα.
Η Σύνθια προχώρησε αργά αργά προς το σαλόνι.
«Αίσθάνοµαι σαν ηλίθια», είπε.
«Κι εγώ δεν πάω πίσω».
«Ποιος θα µπορούσε να στείλει αυτό το τηλεγράφηµα; Και γιατί;»
Ο Φόρτναµ έβαλε λίγο ουίσκι σ' ένα ποτήρι, και στάθηκε στη µέση
του δωµατίου κοιτάζοντας το.
«Χαίροµαι που 'ναι καλά ο Ρότζερ», είπε τέλος η γυναίκα του.
«Ο Ρότζερ κινδυνεύει», είπε ο Φόρτναµ.
«Μα εσύ ο ίδιος πριν από λίγο, είπες...»
«Τίποτα δεν είπα. Στο κάτω της γραφής, εφόσον επέµενε πως είναι
µια χαρά, πως θα µπορούσαµε να τον βγάλουµε από κείνο το τραίνο, να
τόνε τσουβαλιάσουµε και να τον στείλουµε στο σπίτι του; ∆ε θα
µπορούσαµε να το κάνουµε. Πάντως, ήταν αυτός πού έστειλε το
τηλεγράφηµα, µα άλλαξε γνώµη αφού το 'στειλε. Γιατί άραγε; Γιατί;
Γιατί;»
Ο Φόρνταµ βηµάτιζε πάνω κάτω πίνοντας το ποτό του: «Γιατί να µας
προειδοποιήσει ν' αρνηθούµε να παραλάβουµε οποιοδήποτε συστηµένο
δέµα; Το µόνο δέµα που λάβαµε φέτος και που ταιριάζει σ' αυτή την
περιγραφή, είναι το δέµα που έλαβε ο Τόµ σήµερα το πρωί...» είπε κι η
φωνή του µπούκωσε.
Πρίν προλάβει να κινηθεί, η Σύνθια βρισκόταν κιόλας πλάι στο
καλάθι των αχρήστων και φούχτιαζε το τσαλακωµένο περιτύλιγµα µε τις
σφραγίδες του συστηµένου πάνω του.
ΝΕΑ ΟΡΛΕΑΝΗ, έγραφαν οι σφραγίδες.
Η Σύνθια τον κοίταζε κατάµατα: «Νέα Ορλεάνη. Εκεί δεν πηγαίνει ο
Ρότζερ αυτή τη στιγµή;»
Μές στο µυαλό του Φόρτναµ έτριζε τώρα ένα πόµολο, και µια πόρτα
που άνοιγόκλεισε. Ένα δεύτερο πόµολο, και µια δεύτερη πόρτα που άνοιγε
διάπλατα κι έπειτα έκλεινε ερµητικά. Και µια οσµή στα ρουθούνια του από
υγρό χώµα.
∆ίχως να καταλάβει πως, βρέθηκε µπρος στο τηλέφωνο. Σχηµάτισε
τον αριθµό, κι έπειτ' από λίγο, απ' την άλλη άκρη του σύρµατος, ακούστηκε
η φωνή της Ντόροθυ Γουίλις. Ο Φόρτναµ τη φανταζόταν να κάθεται
ολοµόναχη σ' ένα σπίτι µ' όλα τα φώτα του αναµµένα. Μίλησε σιγά µαζί
της για λίγο, έπειτα ξερόβηξε και είπε, «Άκου Ντόροθυ. Φαίνεται ανόητο,
το ξέρω, µα πές µου: µήπως τις τελευταίες µέρες έλαβες στο σπίτι κανένα
συστηµένο δέµα;»
Η φωνή της ακουγόταν αχνή: «Όχι». Έπειτα: «Όχι, περίµενε. Πρίν
από τρεις µέρες. Μα νόµιζα πως τ ο 'ξερές! Όλα τα παιδιά στην περιοχή
µας θα λάβουν το καθένα κι από 'να τέτοιο δέµα».
Ο Φόρτναµ ζύγισε τα λόγια του προσεχτικά.
«Ένα δέµα, που θα 'χει µέσα τι;»
«Μα γιατί ρωτάς;» είπε η Ντόροθυ: «∆ε νοµίζω να υπάρχει τίποτε το
επιλήψιµο να φυτεύεις µανιτάρια».
Ο Φόρτναµ έκλεισε τα µάτια του.
«Χιού; Μ' άκούς;» ρώτησε η Ντόροθυ: «Είπα πως δεν υπάρχει τίποτε
τα επιλήψιµο να...»
«φυτεύεις µανιτάρια;» είπε τέλος ο Φόρτναµ: «Όχι. Τίποτε τα
επιλήψιµο. Τίποτε τα επιλήψιµο».
Κι αργά αργά, κρέµασε τα ακουστικό.
Οι κουρτίνες στα παράθυρα σάλευαν σαν πέπλα του µεσονυκτίου. Τα
ρολόι χτυπούσε. Τούτος ο κόσµος, ώρα µεσάνυχτα, χυνόταν µες στα
υπνοδωµάτιο και γέµιζε κάθε γωνιά του. Ο Φόρτναµ άκουγε τη
διαπεραστική φωνή της κυρίας Goodbody µες στον αέρα της αυγής, κι ήταν
σα να 'χανε περάσει ένα εκατοµµύριο χρόνια. Άκουγε τον Ρότζερ να
καλύπτει τον ήλιο µ' ένα σύννεφο τα µεσηµέρι. Άκουγε την αστυνοµία να
του µιλάει στο τηλέφωνο οργισµένα, από 'ναν άλλο τόπο. Κι έπειτα πάλι τη
φωνή του Ρότζερ, µαζί µε τον κρότο της ατµοµηχανής που έβαζε µπρός και
ξεκινούσε τρέχοντας να χαθεί µακριά. Και τέλος, τη φωνή της κυρίας
Goodbody πίσω απ' το φράχτη:
«Θεέ και Κύριε, πόσο γρήγορα µεγαλώνουν!»
«Τι είν' αυτά;»
«Μαράσµιος ορειάς!»
Άνοιξε τα µάτια του. Σηκώθηκε.
Έπειτα από λίγο, κάτω στο σαλόνι, ξεφύλλιζε το µεγάλο λεξικό.
Με το δάχτυλο του υπογράµµισε τις λέξεις.
«Μαράσµιος ορειάς: µανιτάρι απαντώµενο συνήθως σε πρασιές κατά
το καλοκαίρι και τις αρχές του φθινοπώρου».
Άφησε το βιβλίο να κλείσει.
ΙΙ
Έξω απ' το σπίτι τώρα, µες στη βαθιά καλοκαιριάτικη νύχτα, κάπνιζε
ήσυχα το τσιγάρο που είχε ανάψει.
Ένας µετεωρίτης διέσχισε το διάστηµα και κάηκε στη στιγµή. Τα
δέντρα σα να θρόισαν ανάλαφρα.
Τότε ακριβώς άνοιξε κι η εξώπορτα.
Ήταν η Σύνθια που ξεπρόβαλε φορώντας τη νυχτικιά της. Τον
πλησίασε: «∆εν κοιµάσαι».
«Κάνει ζέστη θαρρώ».
«∆εν κάνει ζέστη».
«Όχι», είπε αυτός αγκαλιάζοντας τα χέρια του: «Ψύχρα κάνει.
Φύχρα!» Τράβηξε απανωτά δυό ρουφηξιές απ' το τσιγάρο του, κι έπειτα,
κοιτάζοντας την στα µάτια, είπε: «Σύνθια... Τι θα γινόταν αν...» βγήκε
πνιχτή η αναπνοή του και αναγκάστηκε να σταµατήσει: «Θέλω να πω, αν ο
Ρότζερ είχε δίκιο σήµερα το πρωί; Αν είχε δίκιο κι η κυρία Goodbody;
Αυτή τη στιγµή που µιλάµε συµβαίνει κάτι τροµερό. Κάτι σαν... πως να στο
πω...» — κι έγνεφε κατά τον ουρανό και τα εκατοµµύρια άστρα — «Ίσως
να ήρθαν εισβολείς στη γή από άλλους κόσµους».
«Χιού!»
«Όχι, άφησε µε να διατυπώσω ελεύθερα τι σκέφτοµαι».
«Είναι ολοφάνερο Χιού. ∆εν έγινε καµιά εισβολή. Αλλιώς, θα το
είχαµε προσέξει».
«Ας πούµε πως το προσέξαµε µόνο κατά το ήµισυ, κι ότι νιώθουµε
µιαν αόριστη δυσφορία για κάτι. Πώς; Πώς θα µπορούσαν άραγε να
είσβάλουν στη Γη ξένα όντα; Και µε τι µέσα;»
Η Σύνθια κοίταξε τον ουρανό, κι ετοιµαζόταν κάτι να πει όταν ο
Χιού τη διέκοψε.
«Όχι! ∆εν είναι µετεωρίτες. Μήτε ιπτάµενοι δίσκοι. Μήτε και
πράγµατα που µπορούµε να δούµε. Μπορεί να είναι βακτηρίδια. Το
αποκλείεις; Βακτηρίδια που ήρθαν από το µακρινό διάστηµα».
«Ναι, κάποτε είχα διαβάσει κάτι τέτοιο...»
«Μονοκύτταροι οργανισµοί, σπόροι, κόκκοι γύρεως, µικρόβια µπορεί
να βοµβαρδίζουν την ατµόσφαιρα µας κατά δισεκατοµµύρια ανά
δευτερόλεπτο, κι αυτό µπορεί να κρατάει εκατοµµύρια χρόνια τώρα. Αυτή
τη στιγµή που µιλάµε, είµαστε εκτεθειµένοι σε µιαν αόρατη βροχή. Μια
βροχή που πέφτει πάνω ο' όλη τη χώρα, στις πόλεις, στα χωριά και...
βέβαια στο περιβόλι µας».
«Γιατί µονάχα στο δικό µας περιβόλι·,»
«Και στης κυρίας Goodbody. Όµως οι άνθρωποι που είναι σαν αυτήν,
άλλο δεν κάνουν παρά να βοτανίζουν, να ρίχνουν δηλητήριο και να πετούν
απ' τον κήπο µικροσκοπικές ακαθαρσίες. Θα ήταν πολύ δύσκολο για µια
οποιαδήποτε παράξενη ζωτική µορφή να επιζήσει µέσα στις πόλεις. Το
κλίµα είναι κι αυτό ένα πρόβληµα. Το καλύτερο κλίµα θα µπορούσε να
βρεθεί στο Νότο: Αλαµπάµα, Γεωργία, Λουιζιάνα. Στα βαλτονέρια και στα
στάσιµα νερά, θα µπορούσαν ν' αναπτυχθούν και να θεριέψουν».
Μα η Σύνθια άρχισε τώρα να γελάει.
«∆εν πιστεύω βέβαια να νοµίζεις ότι η αυτή η Εταιρία Βαλτικής
Καλλιεργείας Πρασίνου, ή όπως αλλιώς µπορεί να λέγεται, εννοώ αυτήν
που έστειλε το δέµα στον Τόµ, δεν πιστεύω να νοµίζεις ότι µπορεί να
πρακτορεύεται τίποτα θεόρατα µανιτάρια από άλλους πλανήτες».
«Αν το θές... Πάντως, φαίνεται παράξενο».
«Παράξενο; Είναι κωµικό!» κι έριξε πίσω το κεφάλι της µε φανερή
ευχαρίστηση.
«Το βρήκα!» αναφώνησε άξαφνα αναστατωµένος: «Κάτι γίνεται εδώ
πέρα! Η κυρία Goodbody ξεριζώνει και καταστρέφει ένα περίεργο πράγµα
που λέγεται µαράσµιος ο ρειάς. Τι είναι η µαράσµιος ορειάς; Είν' ένα είδος
µανιταριού. Ταυτόχρονα, και υποθέτω ότι θα το χαρακτηρίσει σύµπτωση
κανείς, φτάνει συστηµένο κάποιο δέµα. Και τι έχει µέσα παρακαλώ;
Μανιτάρια για τον Τόµ! Τι άλλο συµβαίνει; Ο Ρότζερ φοβάται ότι όπου να
'ναι θα πεθάνει. Μέσα σε λίγες ώρες εξαφανίζεται, κι έπειτα µας
τηλεγραφεί για να µας προειδοποιήσει ν' άρνηθούµε να παραλάβουµε τι;
Το συστηµένο δέµα για τον Τόµ! Μήπως κι ο γιός του Ρότζερ έλαβε τις
τελευταίες µέρες παρόµοιο δέµα; Έλαβε! Από πού έρχονται τα δέµατα;
Από τη Νέα Ορλεάνη! Βλέπεις Σύνθια; Βλέπεις; Κόβω το κεφάλι µου ότι
όλ' αυτά τα ξέχωρα µεταξύ τους πράγµατα συνδέονται µ' ένα κοινό
παρονοµαστή! Ο Ρότζερ, Τόµ, Τζόε, µανιτάρια, κυρία Goodbody, δέµατα,
τόπος προορισµού, τα πάντα συνδέονται σ' ένα και το αυτό σχέδιο!»
Η Σύνθια τον κοίταζε, πιο ήσυχη τώρα, αλλά δεν έπαψε στιγµή να το
γλεντάει: «Μην εξάπτεσαι».
«∆εν εξάπτοµαι!» ξεφώνισε σχεδόν ο Φόρτναµ. Έπειτα, απλούστατα
δεν µπόρεσε να συνεχίσει. Φοβόταν πως αν το 'κάνε, θ' ανακάλυπτε ότι θα
'βαζε κι αυτός τα γέλια. Και κάτι τέτοιο δεν το ήθελε. Κοίταξε τα γειτονικά
σπίτια, ως πέρα, την άκρη του τετραγώνου, και συλλογίστηκε τα σκοτεινά
κελάρια και τα παιδιά των γειτόνων που διάβαζαν τη «Λαϊκή Μηχανική» κι
έστελναν το χαρτζηλίκι τους, εκατοµµύρια δολάρια, για να καλλιεργούνε
τα µανιτάρια µακριά από τα βλέµµατα του κόσµου. Έτσι ακριβώς είχε
κάνει κι αυτός, όταν ήταν παιδί, είχε γράψει να του ταχυδροµήσουν χηµικές
ουσίες, σπόρους, χελώνες, αναρίθµητες αλοιφές κι άλλα τόσα
καταπραϋντικά βότανα. Σε πόσα αµερικάνικα σπίτια άραγε µεγάλωναν και
θέριευαν δισεκατοµµύρια µανιτάρια κάτω απ' τις ευλογίες των ανύποπτων
γονιών;
«Χιού;»
Ήταν η γυναίκα του που άγγιζε το χέρι του τώρα: «Τα µανιτάρια, όσο
µεγάλα κι αν είναι, δεν µπορούν να σκεφτούν. ∆εν µπορούν να κουνηθούν.
∆εν έχουν χέρια, ούτε πόδια. Πώς θα µπορούσαν δι' αλληλογραφίας να
«καταλάβουν» τον κόσµο; Έλα τώρα. Πάµε να ρίξουµε µια µατιά στους
φοβερούς σου δαίµονες».
Και τον τράβηξε προς την πόρτα. Μπήκαν στο σπίτι, κι η Σύνθια
προχώρησε µπροστά, προς το κελάρι. Όµως ο Φόρτναµ σταµάτησε,
κουνώντας το κεφάλι του, κι ένα ηλίθιο κάπως χαµόγελο σχηµατίστηκε στο
στόµα του σα µορφασµός: «Όχι, όχι, µην πάµε εκεί. Ξέρω τι θ'
αντικρίσουµε. Έσύ κερδίζεις. Όλ' αυτά είναι κουταµάρες. Ο Ρότζερ θα
γυρίσει σε µια βδοµάδα, και τότε θα µεθύσουµε. Πήγαινε τώρα να
ξαπλώσεις. Εγώ θα πιω ένα ζεστό γάλα και θα 'ρθω σ' ένα λεπτό... όχι
ακριβώς σ' ένα λεπτό... Σε δυό λεπτά ας πούµε».
«Όπως θές!» Η Σύνθια τον φίλησε και στα δυό µάγουλα, τον έσφιξε
στην αγκαλιά της, κι ανέβηκε τη σκάλα.
Ο Φόρτναµ µπήκε στην κουζίνα, έβγαλε ένα ποτήρι, άνοιξε το
ψυγείο, κι άρχισε να χύνει γάλα στο ποτήρι όταν άξαφνα κοκάλωσε.
Στο πάνω ράφι του ψυγείου είδε ένα µικρό κίτρινο πιάτο. ∆εν ήταν
βέβαια το πιάτο που τράβηξε την προσοχή του. ∆εν ήταν το πιάτο, µα ό,τι
βρισκόταν µέσα στο πιάτο.
Ήταν φρεσκοκοµµένα µανιτάρια.
Πρέπει να στάθηκε εκεί περίπου ένα λεπτό. Η ανάσα του έβγαινε
παγωµένη. Άπλωσε το χέρι του, πήρε το πιάτο, το µύρισε, ένιωσε την οσµή
των µανιταριών, και τέλος, κρατώντας πάντα το πιάτο στο χέρι του, βγήκε
στο χόλ. Κοίταζε ψηλά τη σκάλα, κι άκουσε τη Συνθια να πηγαινοέρχεται
µες στην κρεβατοκάµαρα. Ετοιµαζόταν να της φωνάξει, «Σύνθια, εσύ
έβαλες αυτά τα πράγµατα στο ψυγείο; !»
Αλλά σταµάτησε. Ήζερε τι θα του απαντούσε. ∆εν τα 'χε βάλει αυτή.
Τοποθέτησε το πιάτο µε τα µανιτάρια πάνω στο πρώτο σκαλοπάτι της
περιστροφικής σκάλας και στάθηκε να τα κοιτάζει. Φαντάστηκε τον εαυτό
του, σε λίγο, που θα 'πεφτε στο κρεβάτι, να κοιτάζει τους τοίχους, τα
ανοιχτά παράθυρα, να παρατηρεί τα λεπτά σχέδια του φεγγαριού στο
ταβάνι. Άκουσε τον εαυτό του να λέει, Σύνθια; Και την απάντηση της: ναι;
Και πάλι τον εαυτό του να λέει, ναι, Σύνθια, υπάρχει τρόπος να βγάλουν
χέρια και πόδια τα µανιτάρια... Τι; θα 'λέγε αυτή, ανόητε, ανόητε, ανόητε
άνθρωπε, τ' είν' αυτά που λές; Κι αυτός θα συγκέντρωνε το κουράγιο του
µπροστά στην κοροίδευτική αντίδραση της και θα συνέχιζε, και θα 'λεγε
αλήθεια, τι θα συνέβαινε αν ένας άνθρωπος κατέβαινε στο βάλτο, έκοβε τα
µανιτάρια και τα 'τρωγε;...
Καµιά απόκριση απ' τη Σύνθια.
Κι απ' τη στιγµή που εισχωρούσαν µέσα στον άνθρωπο, τα µανιτάρια
θα 'ρχιζαν ν' απλώνονται σ' όλο του τον οργανισµό, σε όλο του το αίµα, θα
κατακτούσαν κάθε κύτταρο και θ' άλλαζαν τον άνθρωπο και θα τον
µεταµόρφωναν από άνθρωπο σε... σε Άρειανό µήπως; Σύµφωνα µ' αυτή τη
θεωρία, µήπως τα µανιτάρια θα χρειάζονταν τα δικά του µέλη; Τα δικά του
χέρια και πόδια; Όχι, όχι άφού µπορούσαν να δανειστούν το σχήµα των
ανθρώπων, να ζήσουν µέσα τους και να γίνουν ο εαυτός τους. Ο Ρότζερ
έφαγε µανιτάρια που του 'δώσε ο γιος του. Κι ο Ρότζερ έγινε «κάτι άλλο».
Έκανε απαγωγή του έαυτού του. Και σε µια τελευταία, φωτεινή στιγµή
ισορροπίας, σε µια στιγµή που ήταν «ο εαυτός του», µας τηλεγράφησε
προειδοποιώντας µας να µη δεχτούµε να παραλάβουµε κανένα συστηµένο
δέµα µε µανιτάρια. Ο «Ρότζερ» πού τηλεφώνησε αργότερα, δεν ήταν πια ο
Ρότζερ, αλλά ένας αιχµάλωτος αύτού που είχε φάει! ∆ε συµφωνείς Σύνθια;
Έτσι δεν είναι; Έτσι δεν είναι;
Όχι, είπε η φανταστική Σύνθια, όχι, δεν είν' έτσι, δεν είν' έτσι, όχι..
Κάτι σα χαρχάλεµα, σαν ανεπαίσθητος θόρυβος ανέβηκε απ' το
κελάρι. Ο Φόρτναµ, παίρνοντας τα µάτια του απ' το πιάτο, προχώρησε προς
το κελάρι, κι ακούµπησε το αφτί του στην πόρτα.
«Τόµ;»
Καµιά απάντηση.
«Τόµ, είσαι µέσα;»
Καµιά απάντηση.
«Τόµ;»
Έπειτα από αρκετή ώρα, η φωνή του Τόµ πού ανέβαινε ως τ' αφτιά
του.
«Ναι, µπαµπά!...»
«Είναι περασµένα µεσάνυχτα Τόµ», είπε ο Φόρτναµ, κι αγωνιζόταν
να κρατήσει τη φωνή του χαµηλά: «Τι κάνεις εκεί κάτω τέτοιαν ώρα;»
Καµιά απάντηση.
«Έλεγα...»
«Μαζεύω τα µανιτάρια µου», είπε τέλος το αγόρι, µε ψυχρή και
αδύναµη φωνή.
«Βγές από κει µέσα! Μ' άκούς;»
Σιωπή.
«Τόµ; Άκουσε µε. Μήπως έβαλες τίποτα µανιτάρια στο ψυγείο
απόψε; Κι αν ναι, γιατί το κάνες αυτό;»
Πρέπει να πέρασαν δέκα δευτερόλεπτα περίπου πριν απαντήσει το
παιδί: «Για να τα φάτε βέβαια, έσυ και η µαµά...»
Ο Φόρτναµ άκουγε την καρδιά του να χτυπάει γρήγορα. Χρειάστηκε
να πάρει τρεις βαθιές αναπνοές προτου µπορέσει να συνεχίσει.
«Τόµ; ∆ε φαντάζοµαι... θέλω να πω... δεν πιστεύω να 'βαλες στο
στόµα σου κανένα µανιτάρι...»
«Αστεία πράγµατα ρωτάς», είπε ο Τόµ: «Και βέβαια! Απόψε. Έπειτα
απ' το φαγητό. Έφαγα ένα σάντουιτς µε µανιτάρια. Γιατί ρωτάς;»
Ο Φόρτναµ φούχτιασε το πόµολο. Τώρα ήταν η σειρά του να µην
απαντήσει. Αισθάνθηκε ότι τα γόνατα του άρχισαν να λιώνουν. Πάσχιζε να
καταπολεµήσει όλο αυτό το ανόητο πράγµα. Παράλογο, προσπάθησε να
πει, αλλά τα χείλη του δε σάλεψαν.
«Μπαµπά;» φώναξε ο Τόµ απ' το κελάρι µε χαµηλή φωνή: «Κατέβα
κι εσύ...» Άλλη παύση: «Θέλω να δεις τη συγκοµιδή µου».
Ο Φόρτναµ ένιωσε το πόµολο να γλιστράει στο ιδρωµένο χέρι του.
Το πόµολο έτριξε. Η ανάσα του έβγαινε λαχανιαστή.
«Μπαµπά;» φώναξε ο Τόµ µαλακά.
Ο Φόρτναµ άνοιξε την πόρτα.
Το κελάρι, µέσα ως κάτω, ήτανε βυθισµένο σ' ένα αδιαπέραστο
σκοτάδι.
Άπλωσε το χέρι του στο διακόπτη. Σα να αίσθάνθηκε θαρρείς την
απρόσκλητη παρουσία, ο Τόµ, από κάποια απροσδιόριστη κατεύθυνση
ακούστηκε να µιλάει:
«Μην ανάβεις φως!... Κάνει κακό στα µανιτάρια...»
Ο Φόρτναµ αποµάκρυνε το χέρι του απ' το διακόπτη.
Κατάπιε το σάλιο του. Κοίταξε πίσω του τη σκάλα που όδηγούσε στο
πάνω πάτωµα, στη γυναίκα του. Έχω τη γνώµη, σκέφτηκε, πως θα 'πρεπε
να πάω ν' άποχαιρετήσω τη Σύνθια. Μα γιατί πρέπει να το σκέφτοµαι; Γιατί
πρέπει να τα σκέφτοµαι όλα τούτα; Είναι παράλογο, δεν είναι;
Τίποτα.
«Τόµ;» είπε, µε ξένοιαστο ύφος: «Έτοιµος, ξέτοιµος, έρχοµαι».
Κατέβηκε µες στο σκοτάδι κι έκλεισε την πόρτα πίσω του.
Το φρούτο στον πάτο της φρουτιέρας
Ο Γουίλιαµ Άκτον στάθηκε ορθός. Το ρολόι στο τζάκι χτύπησε
µεσάνυχτα.
Κοίταξε τα δάχτυλα του. Κοίταξε και το µεγάλο δωµάτιο ολόγυρα
του, κοίταξε και τον άνθρωπο που ήταν σωριασµένος στο πάτωµα. Ο
Γουίλιαµ Άκτον... που τα δάχτυλα του χτυπούσαν συνήθως τα πλήκτρα της
γραφοµηχανής κι έκαναν έρωτα και τηγάνιζαν χοιροµέρι µε αυγά για το
πρόγευµα, είχαν διαπράξει τώρα ένα έγκληµα µε τα ίδια εκείνα
στριφογυριστά δάχτυλα.
Ποτέ δε φαντάστηκε τον εαυτό του γλύπτη, κι ωστόσο, αυτή τη
στιγµή, κοιτάζοντας ανάµεσα άπ" τα χέρια του το πεσµένο εκείνο κορµί
πάνω στο καλογυαλισµένο παρκέ, κατάλαβε πως, µε µια καθαρή
επιδεξιότητα γλύπτη που τον έκανε να ξαναπλάσει τον ανθρώπινο πηλό
ζυµώνοντας τον και σφίγγοντας τον ως το θάνατο, είχε αδράξει στα χέρια
του κείνο τον άνθρωπο που τον έλεγαν Ντόναλντ Χάξλεϋ, κι είχε αλλάξει
τη φυσιογνωµία του, το ίδιο το σχήµα του κορµιού του.
Μ' ένα λαρύγγωµα είχε εξαφανίσει τη διαπεραστική λάµψη των
γκρίζων µατιών του Χάξλεϋ, κι είχε βάλει στη θέση της την τυφλή θολούρα
ενός µατιού που φάνταζε ψυχρό µες στην κόχη του. Τα χείλη, πάντα
κόκκινα κι αίσθησιακά, έχασκαν για να δείξουν την άλογίσια
οδοντοστοιχία, τους κιτρινισµένους κοπτήρες, τους κυνόδοντες που ήταν
γεµάτοι νικοτίνη, και τους χρυσούς τραπεζίτες. Η µύτη, ροδοκόκκινη
άλλοτε, ήτανε διάστικτη τώρα µε µικρές πιτσιλιές, άσπρη, άχρωµη σαν τ'
αφτιά. Τα χέρια του Χάξλεϋ, ανοιχτά πάνω στο δάπεδο, για πρώτη φορά
στη ζωή τους ικέτευαν, παρακαλούσαν, αντίθετα απ' ό,τι έκαναν ίσαµε
σήµερα.
Ναι, ήταν µια σύλληψη καλλιτεχνική. Η αλλαγή, στα σύνολο της,
είχε µετατρέψει τον Χάξλεϋ σ' έργο τέχνης. Ο θάνατος τον είχε κάνει
εύπροσήγορο, καταδεχτικό. Μπορούσες τώρα ν' ασχοληθείς άνετα µαζί
του. Μπορούσες τώρα να του µιλάς, κι εκείνος να 'ναι υποχρεωµένος να σ'
ακούει.
Ο Γουίλιαµ Άκτον κοίταξε τα δάχτυλα του.
Πάει πια, έγινε. ∆ε θα µπορούσε τίποτα πια να ξαναλλάξει. Μήπως
είχε ακούσει κανείς; Έστησε αφτί. Άπέξω, οι φυσιολογικρί θόρυβοι της
κυκλοφορίας στο δρόµο συνεχίζονταν κανονικά. Κανένα απότοµο χτύπηµα
στην πόρτα του σπιτιού, µήτε και θόρυβος της πόρτας που την παραβιάζουν
για να µπουν, µήτε φωνές που ζητούν να τους επιτραπεί η είσοδος. Ο
φόνος, το πλάσιµο του πηλού κι η µεταµόρφωση του από θερµότητα σε
παγωνιά, είχε συντελεστεί πια, και κανείς δεν το ήξερε.
Τώρα τι γίνεται; Το ρολόι χτύπησε µεσάνυχτα. Κάθε παλµός µέσα
στο αίµα του γινόταν µια έκρηξη υστερίας που τον έσπρωχνε διαρκώς προς
την πόρτα. Να ορµήσει προς τα κει, να φύγει, να το βάλει στα πόδια, και να
µην ξαναγυρίσει ποτέ, να µπεί σε κάποιο τραίνο, να σταµατήσει ένα ταξί, ν'
ανεβεί, να φύγει, να το σκάσει, να περπατήσει, να περιπλανηθεί, άρκεί να
ξεγλιστρήσει από δω µέσα!
Τα χέρια του τρεµόπαιξαν µπρος στα µάτια του, ταλαντεύτηκαν,
στριφογύρισαν.
Τα 'παίζε µπρος του αργά, µε περίσκεψη. Τα 'νιωθε αέρινα κι
ανάλαφρα, σα να 'ταν φτερά. Γιατί άραγε τα κοίταζε µ' αυτό τον τρόπο;
αναρωτήθηκε. Μήπως υπήρχε κάτι στα χέρια αυτά, κάτι µε φοβερό
ενδιαφέρον για ν' αναγκαστεί να σταµατήσει τώρα, έπειτα από
'να
πετυχηµένο στραγγαλισµό, και να τα εξετάσει κόµπο κόµπο;
Ήταν συνηθισµένα χέρια. Ούτε χοντρά, ούτε λεπτά, ούτε µακριά,
ούτε κοντά, ούτε τριχωτά, ούτε άτριχα, χωρίς περιποιηµένα νύχια µα ούτε
και βρώµικα, ούτε µαλακά µα ούτε και ροζιασµένα, ούτε ζαρωµένα µα
ούτε κι απαλά. Καθόλου, µα καθόλου δολοφονικά, κι ωστόσο ούτε αθώα.
Έδινε την εντύπωση ότι τα κοίταζε σα να κοίταζε κανένα θαύµα.
∆εν ήταν τα χέρια σα χέρια που τον ενδιέφεραν, ούτε και τα δάχτυλα
σα δάχτυλα. Μέσα στη µουδιασµένη εκείνη απουσία χρόνου έπειτα από µια
τετελεσµένη βία, µόνο στ' άκροδάχτυλά του έβρισκε ενδιαφέρον.
Το ρολόι χτυπούσε πάντα πάνω στα γείσωµα του τζακιού.
Γονάτισε πλάι στο πτώµα του Χάξλεϋ, πήρε ένα µαντήλι απ' την
τσέπη του Χάξλεϋ κι άρχισε µεθοδικά να σφουγγίζει το λαιµό του Χάξλεϋ,
Σφούγγιζε και µάλαζε το λαιµό, το πρόσωπο και το σβέρκο µε ξέφρενη
ενεργητικότητα. Έπειτα στήθηκε ορθός.
Κοίταξε το λαιµό. Κοίταξε και το γυαλισµένο πάτωµα. Γονάτισε
αργά και σκούπισε το χώρο πλάι στο πτώµα, µια δυό φορές, έπειτα
συνοφρυώθηκε κι άρχισε µε το µαντήλι να σφουγγαρίζει το πάτωµα.
Πρώτα, κοντά στο κεφάλι του πτώµατος. Έπειτα, πλάι στα χέρια. Κι
αµέσως µετά όλο το πάτωµα γύρω γύρω στο πτώµα. Καθάρισε το πάτωµα
απ' όλες τις πλευρές σ' απόσταση µιας γυάρδας απ' το πεσµένο πτώµα.
Έπειτα, καθάρισε το πάτωµα απ' όλες τις πλευρές σ' απόσταση δυό γυάρδες
απ' το πεσµένο πτώµα. Κι έπειτα καθάρισε το πάτωµα απ' όλες τις πλευρές
σ' απόσταση τρεις γυάρδες απ' το πεσµένο πτώµα. Έπειτα...
Σταµάτησε.
Είδε για µια στιγµή ολόκληρο το σπίτι, τους διαδρόµους πού ήταν
γεµάτοι καθρέφτες, τις σκαλιστές πόρτες, τη φίνα επίπλωση. Κι άκουσε —
τόσο καθαρά σα να τα επαναλάµβανε λέξη προς λέξη — άκουσε τον
Χάξλεϋ να µιλάει µαζί του ακριβώς µε τον τρόπο πού 'χαν µιλήσει πριν από
µια ώρα.
Πρώτα ένα δάχτυλο στο κουδούνι της πόρτας του Χάξλεϋ. Κι έπειτα
ή πόρτα του Χάξλεϋ πού άνοιξε.
«Πώς!» ή έκπληξη του Χάξλεϋ: «Εσύ είσαι Άκτον;»
«Που είναι ή γυναίκα µου Χάξλεϋ;»
«Θαρρείς πώς θα σου πω που είναι πραγµατικά; Μη στέκεσαι σαν
κούτσουρο εκεί πέρα ηλίθιε. Αν θέλεις να µιλήσεις για τις δουλιές σου να
µπεις µέσα. Από κείνη την πόρτα. Εκεί. Στη βιβλιοθήκη».
Κι ό Άκτον πού άγγιζε την πόρτα της βιβλιοθήκης.
«Ποτό;»
«Ναι, χρειάζοµαι ένα. ∆εν µπορώ να πιστέψω πώς έφυγε ή Λίλυ,
πώς...»
«Υπάρχει ένα µπουκάλι µέ κρασί Βουργουνδίας Άκτον. Μπορείς νά
πας να το φέρεις, αν δε σε πειράζει; Είναι σε κείνο το ντουλάπι».
Ναι, θα πήγαινε νά το φέρει. Θα το φ ο ύ χ τ ι α ζ ε. Θα το άγγιζε.
Έτσι κι έκανε.
«Εδώ είναι ορισµένες ενδιαφέρουσες εκδόσεις. Άκτον. Πιάσε τις στα
χέρια σου. Όµορφο δέσιµο. Πιάστο χάιδεψε το!»
«∆εν ήρθα εδώ για να βλέπω βιβλία, ήρθα για...»
Κι είχε αγγίξει τα βιβλία και το τραπέζι τής βιβλιοθήκης, κι είχε
αγγίζει το µπουκάλι µε το κρασί Βουργουνδίας, κι είχε αγγίζει τα ποτήρια.
Τώρα, σκυµµένος στο πάτωµα πλάι στο παγωµένο πτώµα του
Χάξλεϋ, µε το µαντήλι στα δάχτυλα του, ασάλευτος, κοίταζε το σπίτι, τους
τοίχους, την επίπλωση γύρω του, και τα µάτια του άνθιζαν διάπλατα
νιώθοντας να παραλύει απ' αυτό πού κατάλαβε κι απ’ αυτό πού αντίκρισε:
Έκλεισε τα µάτια του, έριξε µπρος το κεφάλι του, τσαλάκωσε το µαντήλι
ανάµεσα στα χέρια του, δαγκώνοντας τα χείλη του.
Ο χώρος ήταν γεµάτος δακτυλικά αποτυπώµατα. Π α ν τ ο ύ!
«Αν δε σε πειράζει, πιάσε κείνο το µπουκάλι µε το κρασί
Βουργουνδίας, Άκτον; Με τα χέρια σου έ Άκτον; Με τα δάχτυλα σου!
Είµαι φοβερά κουρασµένος. Καταλαβαίνεις;»
Ένα ζευγάρι γάντια!
Πριν κάνει το παραµικρά, πριν αρχίσει να σκουπίζει µιαν άλλη
περιοχή, πρέπει να βρει ένα ζευγάρι γάντια, αλλιώς, χωρίς να το θέλει, θα
µπορούσε να εντοπίσει και πάλι την ταυτότητα του έπειτα απ' το
οποιοδήποτε καθάρισµα.
Έβαλε τα χέρια του στις τσέπες. Περπάτησε µέσα στο σπίτι προς το
χόλ, εκεί που βάζαν τις οµπρέλες. Το πανωφόρι του Χάξλεϋ.
Αναποδογύρισε τις τσέπες.
∆ε βρήκε γάντια.
Ξανάβαλε πάλι τα χέρια στις τσέπες, κι ανέβηκε τις σκάλες
περπατώντας µε ελεγχόµενη σβελτάδα. Καµιά σπαστική κίνηση. Τίποτε το
βεβιασµένο. Είχε κάνει το αρχικό σφάλµα να µη φορέσει γάντια (αλλά, στο
κάτω της γραφής, δεν είχε σχεδιάσει κανένα φόνο, και το υποσυνείδητο
του, που µπορεί να ήξερε για το φόνο πριν ακόµα διαπραχτεί, δεν είχε
κάνει τον παραµικρό υπαινιγµό πως ίσως και να χρειαζόταν ένα ζευγάρι
γάντια πριν τελειώσει η νύχτα), και τώρα τον έλουζε κρύος ιδρώτας για µια
τέτοια παράλειψη. Έπρεπε να βιαστεί. 'Υπήρχε πάντα η πιθανότητα να 'ρθεί
κάποιος να επισκεφτεί τον Χάξλεϋ, ακόµα και τούτη την ώρα. Πλούσιοι
φίλοι που έρχονταν να πιουν ένα ποτό και να φύγουν, άνθρωποι που
γελούσαν και φώναζαν και στρογγυλοκάθονταν δίχως πρόθεση να το
κουνήσουν. Θα 'πρεπε να βιαστεί... ως τις έξη το πρωί, έξω απ' το σπίτι, την
ώρα που οι φίλοι του Χάξλεϋ θα ετοιµάζονταν να σηκώσουν τον Χάξλεϋ
για το αεροδρόµιο, κι από κει στο ταξίδι για το Μέξικο Σίτυ...
Στο πάνω πάτωµα, ο Άκτον τώρα δούλευε πυρετικά, άνοιγε συρτάρια
χρησιµοποιώντας το µαντήλι για να µην αφήσει αποτυπώµατα. Κάπου
ογδόντα συρτάρια, µέσα σ' έξη δωµάτια, τα έκανε άνω κάτω, και τ' άφησε
όπως λένε µε τις γλώσσες τους να κρέµονται έξω, τρέχοντας να βρεί άλλα
συρτάρια. Ένιωθε απογυµνωµένος, ανίκανος να κάνει το παραµικρό ως τη
στιγµή που θα 'βρισκε τα γάντια. Θα µπορούσε να διατρέξει ολόκληρο το
σπίτι µε το µαντήλι, σκουπίζοντας προσεχτικά κάθε πιθανή επιφάνεια όπου
θα µπορούσαν να 'χουν ακουµπήσει δάχτυλα, κι έπειτα στην τύχη να
σκουντουφλήσει σ' ένα τοίχο, οπουδήποτε, σφραγίζοντας έτσι τη µοίρα του
µ' ένα µικροσκοπικό, σπειροειδές σύµβολο! Θα 'ταν σα να 'βάζε µια
σφραγίδα παραδοχής του εγκλήµατος, αυτό θα 'ταν!
Πιο πολλά συρτάρια! Να "σαι ήρεµος, να 'σαι περίεργος, να 'σαι
προσεχτικός, µονολογούσε.
Στον πάτο του ογδοηκοστού πέµπτου συρταριού, βρήκε επιτέλους
ένα ζευγάρι γάντια.
«Ω Θεέ µου, Θεέ µου!» Έπεσε παράλυτος σχεδόν πάνω στο γραφείο
αναστενάζοντας. ∆οκίµασε τα γάντια, τα κράτησε ψηλά, τα λύγισε µε
περηφάνια, και τα κούµπωσε. Ήτανε µαλακά, γκρίζα, απαλά στην άφή,
άφθαρτα. Θα µπορούσε τώρα να κάνει χίλια δυό τερτίπια χωρίς ν' αφήσει
το παραµικρό ίχνος. Μπρος στον καθρέφτη της κρεβατοκάµαρας, πίεσε τη
µύτη του µε τον αντίχειρα γλείφοντας τα χείλη του.
«Όχι!» ξεφώνισε ο Χάξλεϋ.
ΤΙ διαβολικό, τι πανούργο σχέδιο που ήταν!
Ο Χάξλεϋ είχε πέσει στο πάτωµα επίτηδες! Ά, τι σατανικά έξυπνος
άνθρωπος που ήταν! Κάτω στο παρκέ είχε πέσει ο Χάξλεϋ παρασύροντας
πίσω του και τον Άκτον. Είχανε κυλιστεί κυριολεκτικά πάνω στο πάτωµα,
οργώνοντας το απ' τη µια άκρη ως την άλλη µε τα µανιασµένα δακτυλικά
τους αποτυπώµατα! Ο Χάξλεϋ είχε ξεγλιστρήσει λίγους πόντους πιο πέρα,
κι ο Άκτον που σερνόταν προς αυτόν για ν' απλώσει τα χέρια στο λαιµό του
και ν' αρχίζει να τον σφίγγει, να τον σφίγγει ίσαµε να πεταχτεί έξω η ζωή
του σαν οδοντόκρεµα από σωληνάριο !
Γαντοφορεµένος ο Γουίλιαµ Άκτον, ξαναγύρισε στο δωµάτιο και
γονάτισε πάνω στο πάτωµα, αρχίζοντας µε σχολαστική επιµέλεια να
καθαρίζει ως και την παραµικρότερη λεκιασµένη ίντσα. Έτσι, πόντο πόντο,
καθάριζε κι όλο καθάριζε και γυάλιζε το πάτωµα ως το σηµείο να µπορεί
να δει το ιδρωµένο πρόσωπο του να καθρεφτίζεται µέσα του. Έπειτα
πλησίασε σ' ένα τραπέζι και καθάρισε το πόδι του τραπεζίου, κι ολόκληρο
τον όγκο του τραπεζίου από πάνω ως κάτω, απ' το 'να άκρο ως το άλλο.
Πλησίασε σ' ένα µπολ γεµάτο κέρινα φρούτα, καθάρισε το
λεπτοσκαλισµένο ασήµι του, έβγαλε τα φρούτα ένα ένα και τα γυάλισε και
τα 'κάνε να λάµπουν, αφήνοντας ένα µονάχα φρούτο άγυάλιστο στον πάτο
της ασηµένιας φρουτιέρας.
«Είµαι σίγουρος ότι αυτά δεν τα 'γγιξα», είπε.
Άφού καθάρισε προσεκτικά το τραπέζι πλησίασε σε µια κορνίζα που
κρεµόταν από πάνω του.
«Είµαι βέβαιος ότι α υ τ ό δεν το άγγιξα», είπε.
Και στάθηκε να το κοιτάζει.
Κατόπι κοίταξε τις πόρτες του δωµατίου. Ποιες πόρτες άραγε
χρησιµοποιήθηκαν απόψε; ∆εν µπορούσε να θυµηθεί. Τότε λοιπόν, πρέπει
να τις σκουπίσει όλες. Άρχισε απ' τα πόµολα. Τα γυάλισε καλά καλά, κι
έπειτα σκούπισε τις ίδιες τις πόρτες από πάνω ως κάτω, χωρίς διάκριση.
Έπειτα ήρθε η σειρά των επίπλων. Τα χέρια απ' τις πολυθρόνες άστραψαν.
«Αυτή η πολυθρόνα που κάθεσαι Άκτον, είν' ένα παλιό έργο τέχνης,
εποχής Λουδοβίκου δέκατου τέταρτου.
Π ι ά σ τ ο!
Χάιδεψε το ξύλο του», είπε ο Χάξλεϋ.
«∆εν ήρθα να κουβεντιάσω για την επίπλωση Χάξλεϋ! Ήρθα να
µάθω για τη Λίλυ».
«Ω, έλα τώρα, ξέχασε το! ∆εν είναι τόσο σοβαρό για σένα. Άφού το
ξέρεις πως δε σε αγαπάει. Μού είπε να φύγουµε αύριο µαζί για το Μέξικο
Σίτυ».
«Να πάρει ο διάολος και σένα, και τα λεφτά σου και την καταραµένη
σου την επίπλωση!»
«Είναι όµορφη επίπλωση Άκτον. ∆είξου ευγενικός κι άγγιξε την,
χάιδεψε την! Θα σ' αρέσει...»
Άποτυπώµατα µπορεί να βρεθούν και πάνω στο ύφασµα.
«Χάξλεϋ!» είπε ο Άκτον και στήλωσε τα µάτια του πάνω στο πτώµα:
«Μάντεψες άραγε πως θα σε σκότωνα; Μήπως το υποσυνείδητο σου
υποψιάστηκε τίποτα, όπως υποψιάστηκε το δικό µου; Μήπως αυτό σου
ύπαγόρεψε να µ' οδηγήσεις σ' όλο το σπίτι φουχτιάζοντας πράγµατα,
αγγίζοντας πιάτα, πόρτες, πολυθρόνες, ξεφυλλίζοντας βιβλία; Ήσουν
λοιπόν τόσο έξυπνος, τόσο πρόστυχα έξυπνος ;»
Σκούπισε ψυχρά τις καρέκλες µε το σφιγµένο µαντήλι. Τότε
θυµήθηκε το πτώµα. ∆εν το 'χε «αποξηράνει» κι αυτό. Το πλησίασε, το
αναποδογύρισε πότε από δω, πότε από κει, και σκούπισε ολόκληρη την
επιφάνεια του. Ως και τα παπούτσια τού γυάλισε, µην παραλείποντας το
παραµικρό.
Ένώ γυάλιζε τα παπούτσια, το πρόσωπο του πήρε να σιγοτρέµει από
ανησυχία. Έπειτα από µια στιγµή σηκώθηκε και πλησίασε εκείνο το
τραπέζι.
Έβγαλε πάλι ένα ένα τα κέρινα φρούτα, κι έφτασε στο τελευταίο, στο
ξεχασµένο εκείνο φρούτο που βρισκόταν στον πάτο της φρουτιέρας.
«Νιώθω καλύτερα τώρα», ψιθύρισε, και ξαναγύρισε στο πτώµα.
Μα καθώς έσκυβε πάνω απ' το πτώµα, οι βλεφαρίδες του
τρεµόπαιξαν, το σαγόνι του πήγε κι ήρθε, σκέφτηκε! Έπειτα σηκώθηκε
και πλησίασε πάλι στο τραπέζι.
Σκούπισε προσεχτικά την κορνίζα.
Κι ενώ σκούπιζε προσεχτικά την κορνίζα ανακάλυψε...
Ο τοίχος!
«Χο!» είχε κραυγάσει ά Χάξλεϋ αποφεύγοντας τον. Καθώς πάλευαν,
του 'δωσε µια δυνατή σπρωξιά. Κι ο Άκτον έπεσε, σηκώθηκε, και, καθώς
σηκωνόταν, άγγιξε τον τοίχο για να στηριχτεί και να ορµήσει και πάλι
καταπάνω στον Χάξλεϋ. Κι ο Άκτον στραγγάλισε τον Χάξλεϋ. Ο Χάξλεϋ
είχε πεθάνει.
Ο Άκτον αποµακρύνθηκε σταθερά απ' τον τοίχο, σταθερά κι
αποφασιστικά. Οι βρισιές και το πάλεµα χάνονταν στο µυαλό του. Τ'
απόδιωχνε. Κι είδε τους τέσσερις τοίχους.
«Γελοίο!» είπε.
Με την άκρη του µατιού του είδε κάτι πάνω στον ένα τοίχο:
«Αρνούµαι να κοιτάζω», είπε για να διασκεδάσει την εντύπωση: «Και
τώρα, στ' άλλο δωµάτιο! Θα 'µαι µεθοδικός. Για να δούµε... Είµασταν
διαδοχικά µέσα στο χόλ, στη βιβλιοθήκη, σε τούτο το δωµάτιο, στην
τραπεζαρία και στην κουζίνα».
Υπήρχε µια µικρή κηλίδα στον τοίχο πίσω του.
Στράφηκε ξαναµµένος: «Εντάξει, εντάξει, µόνο και µόνο για να
'µαστέ σίγουροι», είπε, κι εξέτασε προσεχτικά τον τοίχο και δε βρήκε την
παραµικρή κηλίδα. Ά, βέβαια, υπάρχει µια µικρή, µια τοσοδούλα, ακριβώς
ε κ ε ί πέρα. Την εξαφάνισε κι αυτή. Πάντως δεν ήταν δακτυλικό
αποτύπωµα. Τέλειωσε και µ' αυτό, και το γαντοφορεµένο χέρι του
στηρίχτηκε τώρα στον τοίχο. Ο Άκτον κοίταζε τον τοίχο, το πως
ορθώνονταν δεξιά του κι υψώνονταν αριστερά του, πως χαµήλωνε κι
έφτανε ως τα πόδια του και πως απότοµα σηκωνόταν ως πάνω στο κεφάλι
του, κι είπε, «Όχι!» Κοίταζε πάνω, και κάτω, και κατά µήκος και στα
πλάγια κι είπε ήρεµα, «Αυτό θα πήγαινε πολύ». Άραγε πόσα τετραγωνικά
πόδια κάλυπτε ο τοίχος; «∆ε δίνω δεκάρα. Ας πάει στο διάολο», είπε. Όµως
τα γαντοφορεµένα δάχτυλα του, αθέατα απ' τα µάτια του, σάλεψαν πάνω
στον τοίχο σ' ένα ανεπαίσθητο ρυθµό καθαρισµού.
Κοίταξε µ' επιµονή το χέρι του, κι έπειτα την ταπετσαρία του τοίχου.
Έπειτα έφερε τη µατιά του στ' άλλο δωµάτιο: «Πρέπει να µπω και σε κείνο
το δωµάτιο, να καθαρίσω τουλάχιστο τα στοιχειώδη», µονολόγησε, αλλά
το χέρι του, σα να στήριζε θαρρείς τον τοίχο ή τον εαυτό του, παρέµενε
υψωµένο. Το πρόσωπο του σκλήρυνε.
Άφωνος, άρχισε να βουρτσίζει τον τοίχο πάνω κάτω, πίσω µπρος,
πάνω κάτω, όσο ψηλότερα µπορούσε να τεντωθεί το χέρι του, κι όσο
χαµηλότερα µπορούσε να σκύψει.
«Γελοίο, είναι γελοίο Θεέ µου!»
Μα πρέπει να σιγουρευτείς, του είπε η σκέψη του.
Τέλειωσε τον ένα τοίχο, και µετά...
Προχώρησε σ' άλλο τοίχο.
«Τι ώρα είναι;»
Κοίταζε το ρολόι πάνω στο γείςωµα του τζακιού. Είχε περάρει µια
ολόκληρη ώρα. Ήτανε µία και πέντε.
Και ζαφνικά αντήχησε το κουδούνι.
Πάγωσε ο Άκτον καθώς κοίταζε τώρα την πόρτα, το ρολόι, την
πόρτα, το ρολόι.
Κάποιος απέξω χτυπούσε δυνατά.
Πέρασε έτσι µια ατέλειωτη στιγµή. Ο Άκτον κρατούσε την αναπνοή
του. ∆ίχως αέρα στα πλεµόνια του, άρχισε να ζαλίζεται, να παραπατάει.
Μές στα κεφάλι του βρυχόταν µια σιωπή από παγωµένα κύµατα που σκαγε
µε πάταγο πάνω σε σκληρά βράχια.
«Έι, µ' ακούς;» ξεφώνιζε µια µεθυσµένη φωνή: «Ξέρω πως είσαι
µέσα Χάξλεϋ! Άνοιξε µου, που να σε πάρει ο διάολος! Μπίλυ µπόυ εδώ
Χάξλεϋ, τύφλα στο µεθύσι σαν κουκουβάγια! Παλιόφιλε µ' ακούς; Πια
µεθυσµένος κι απ' την πιο θεόστραβη κουκουβάγια!»
«Φύγε...» ψιθύρισε ο Άκτον δίχως ήxo στη φωνή και σωριάστηκε
πάνω στον τοίχο.
«Χάξλεϋ. ξέρω πως είσαι µέσα. Ακούω την ανάσα σου!» ξεφώνισε η
µεθυσµένη φωνή.
«Ναι, µέσα είµαι», ψιθύριρε ο Άκτον, κι ένιωσε να σωριάζεται
φαρδύς πλατύς και παγωµένος πάνω στο δάπεδο, παγωµένος και σιωπηλός.
«Μέσα είµαι».
«Άει στο διάολο!» είπε η φωνή και έσβησε σα µέσα σε οµίχλη,
Βήµατα που αποµακρύνονταν σουρτά: «Άει στο διάολο...»
Ο Άκτον έµειν' έτσι για λίγο, νιώθοντας την κόκκινη καρδιά να
χτυπάει µες στα κλειστά µάτια του, µες στο κεφάλι του. Όταν άνοιξε τελικά
τα µάτια του, κοίταξε τον καινούργιο τοίχο κατευθείαν µπροστά του και
µόλις κατάφερε να ψελλίσει: «Βλακεία. Ο τοίχος αυτός δεν έχει τίποτα.
Ούτε µια γραντζουνιά. ∆ε θα τον αγγίξω. Πρέπει να βιαστώ. Να βιαστώ!
Περνάει η ώρα! Περνάει! Μού µένουν µόνο λίγες ώρες προτού είσβάλουν
εδώ µέσα αυτοί οι ηλίθιοι τύποι, οι φίλοι του!» Αποµακρύνθηκε.
Με την άκρη του µατιού του είδε τις µικροσκοπικές αράχνες. Όταν
γύριζε την πλάτη του, οι αράχνες ξεπρόβαλαν απ' την ξύλινη χαραµατιά κι
άρχιζαν να πλέκουν επιδέξια τους εύθραυστους και αθέατους
µικροσκοπικούς ιστούς τους. Όχι πάνω στον τοίχο που βρισκόταν αριστερά
του, αυτόν που τον είχε κιόλας καθαρίσει, αλλά πάνω στούς άλλους τρεις
τοίχους που δεν τους είχε αγγίζει κάν. Κάθε φορά που τις κοίταζε
κατάµατα, οι αράχνες υποχωρούσαν και κρύβονταν µέσα στις ραγισµατιές
του ξύλου, µόνο και µόνο για να ξεπροβάλλουν και πάλι όταν αυτός τους
ξαναγύριζε την πλάτη. «Εκείνοι οι τοίχοι είναι εντάξει», επέµενε µε µια
µισοχαµένη φωνή: «∆ε θα τους αγγίξω!»
Πλησίασε σ' ένα µικρό γραφείο όπου είχε καθίσει νωρίτερα ο
Χάξλεϋ. Άνοιξε ένα συρτάρι, και φούχτιασε αυτό που γύρευε. Ήταν ένας
µικρός µεγεθυντικός φακός που τον χρησιµοποιούσε ορισµένες φορές ο
Χάξλεϋ για να διαβάζει. Πήρε το µεγεθυντικό φακό, και πλησίασε άβολα
τον τοίχο.
∆ακτυλικά αποτυπώµατα!
«Μα αυτά δεν είναι δικά µου!» Γέλασε αδέξια. «∆εν τα δηµιούργησα
εγώ! Είµαι σίγουρος πως δεν τα δηµιούργησα εγώ. Μπορεί κανένας
υπηρέτης, κανένας µπάτλερ, καµιά υπηρέτρια!»
Ήταν γεµάτος ο τοίχος από δαύτα.
«Κοίταξε αυτό εδώ», είπε: «Μακρύ και λεπτό, γυναικείο ασφαλώς.
Πάω και στοίχηµα».
«Ναι;»
«Ναι! Πάω και στοίχηµα!»
«Είσαι βέβαιος;»
«Ναι!»
«Σίγουρος;»
«Μα... και βέβαια!»
«Απολύτως;»
«Ναι, που να πάρει ο διάολος, απολύτως!»
«Πάντως, µπορείς να τη σβήσεις κι αυτήν, έτσι δεν
είναι;»
«Θεέ µου, νάτη!»
«Καταραµένη κηλίδα, έ Άκτον;»
«Κι αυτή εδώ, κι εκείνη εκεί», έκανε ο, Άκτον κοροϊδευτικά: «Αύτη
εδώ είναι από κάποιον χοντρό».
«Είσαι βέβαιος;»
«Μην ξαναρχίζεις πάλι τ α ί δ ι α!» σφύριξε, και µε µια κίνηση την
εξαφάνισε. Έβγαλε το 'να γάντι και κράτησε το χέρι του υψωµένο,
τρεµάµενο, µες στο αστραφτερό φώς.
«Κοίταζε το ηλίθιε! Βλέπεις πως ταιριάζουν oι γραµµές; Βλέπεις;»
«Αυτό δεν αποδείχνει τίποτα!»
«Ά, καλά». Έξαλλος, άρχισε να σκορπίζει τον τοίχο πάνω κάτω, πίσω
µπρος, µε γαντοφορεµένα χέρια, ιδροκοπώντας, γρυλίζοντας,
ιδροκοπώντας, γονατίζοντας, και πάλι ορθός, κι όλο πιο κόκκινο να γίνεται
το πρόσωπο του.
Έβγαλε το σακάκι του. Τ' ακούµπησε σε µια καρέκλα.
«∆ύο η ώρα», είπε, τελειώνοντας τον τοίχο, στηλώνοντας τα µάτια
του στο ρολόι.
Πλησίασε τη φρουτιέρα κι έβγαλε έξω τα κέρινα φρούτα, και
σκούπισε εκείνα που βρίσκονταν στον πάτο, και τα ξανάβαλε στη θέση
τους για να σκουπίσει κατόπι την κορνίζα.
Κοίταξε τώρα ψηλά, τον πολυέλαιο.
Τα δάχτυλα του συσπάστηκαν έτσι καθώς κρέµονταν στο πλάι.
Το στόµα του άνοιξε κι η γλώσσα του κινήθηκε γλείφοντας πέρα
πέρα τα χείλη του, Κοίταξε πάλι τον πολυέλαιο, κι έπειτα κοίταξε πιο πέρα,
κι έπειτα πάλι τον πολυέλαιο, κοίταξε το πτώµα του Χάξλεϋ κι έπειτα τον
κρυστάλλινο πολυέλαιο που κρεµόταν µε τις µακρόστενες σαν ουράνια
τόξα κρυστάλλινες σταγόνες του.
Πήρε ένα κάθισµα και το 'φερε ακριβώς κάτω απ' τον πολυέλαιο. Κι
ακούµπησε ένα πόδι πάνω της, το κατέβασε και πέταξε µακριά το κάθισµα,
µε λύσσα, σε µια γωνιά, ξεσπώντας σε γέλια. Έπειτα, βγήκε τρέχοντας απ'
το δωµάτιο, αφήνοντας ένα τοίχο ακαθάριστο.
Μπήκε στην τραπεζαρία. Πλησίασε σ' ένα τραπέζι.
«Θέλω να σου δείξω τ' ασηµικά µου Άκτον. Τ' ασηµικά και τα
µαχαιροπήρουνα. Είναι Γρηγοριανής εποχής», είχε πει ο Χάξλεϋ. Ω, εκείνη
η µαυλιστική, ζαλιστικη φωνή του!
«∆εν έχω χρόνο», είπε ο Άκτον. «Πρέπει να δω τη Λίλυ...»
«Ανοησίες! Κοίταζε αυτό το ασηµένιο αριστούργηµα».
Ο Άκτον αδρανούσε πάνω απ' το τραπέζι, εκεί όπου απλώνονταν τα
κουτιά µε τ' ασηµικά, ακούγοντας ακόµα µια φορά του Χάξλεϋ τη φωνή,
και θυµήθηκε ακόµα µια φορά κάθε χειρονοµία και κάθε άγγιγµα.
Ο Άκτον τώρα σκούπιζε τα πηρούνια και τα κουτάλια. Ξεκρέµασε
απ' τον τοίχο ακόµα και τα κεραµεικά. Να τα σκουπίσει κι αυτά!
«Να κι ένα υπέροχο δείγµα κεραµεικής της Γερτρούδης και του Όττο
Νάτσλερ, Άκτον. Μήπως την ξέρεις τη δουλιά τους;»
«Είναι υπέροχο».
«Πιάστο! Γύρισε το απ' την πίσω µεριά. Κοίταξε αυτό εδώ το µπολ.
Τι φίνο! Τι λεπτό! Μισοψηµένο στο φούρνο. Κι εύθραυστο σαν κέλυφος
αυγού. Απίστευτο δεν είναι ; Κι αυτή η γυαλάδα του! Σε τυφλώνει σα να
σκάζει ηφαίστειο. Πιάστο λοιπόν! Άγγιξε το! ∆ε µε πειράζει».
ΠΙΑΣΤΟ ΛΟΙΠΟΝ! ΑΓΓΙΞΕ ΤΟ! ΠΑΡΤΟ ΣΤΑ ΧΕΡΙΑ ΣΟΥ.
Ο Άκτον άρχισε να κλαίει σιγανά. Εκσφενδόνισε το κεραµεικό στον
τοίχο. Και το κεραµεικό έγινε θρύψαλα, σκορπώντας τα κοµµάτια του στο
δάπεδο.
Έπειτα από µια στιγµή, βρέθηκε γονατιστός. Πρέπει να βρεθεί,
πρέπει οπωσδήποτε να βρεθεί κάθε κοµµάτι, κάθε κοµµάτι κοµµατιού.
Ηλίθιε, ηλίθιε, ηλίθιε, κραύγαζε, και κούναγε µε απόγνωση το κεφάλι, κι
έκλεινε και άνοιγε τα µάτια του καθώς έσκυβε κάτω απ' το τραπέζι. Ηλίθιε,
πρέπει να βρεις κάθε κοµµάτι, ούτ' ένα τόσο δα µικρό δεν πρέπει να µείνει.
Ηλίθιε, ηλίθιε, και µάζευε. Είν' όλα εδώ; Τα κοίταζε σωριασµένα πάνω στο
τραπέζι, µπροστά του. Ξανακοίταξε κάτω απ' το τραπέζι και κάτω απ' τις
καρέκλες και στα δωµάτια υπηρεσίας και δε βρήκε ούτε ένα παραπάνω στο
φώς τού σπίρτου που άναψε, κι άρχισε να σκουπίζει και να γυαλίζει κάθε
κοµµατάκι σα να 'ταν πολύτιµες πέτρες. Τ' αράδιασε όλα µε τάξη πάνω στο
τραπέζι που άστραφτε απ' την καθαριότητα.
«Ένα υπέροχο δείγµα κεραµεικής Άκτον. Έλα λοιπόν, πιάστο!»
Ώς και τ' ασπρόρουχα έβγαλε. Τα σκούπισε κι αυτά. Και σκούπισε τις
καρέκλες, τα τραπέζια, και σκούπισε πόµολα και πόρτες και κάσες
παραθύρων, και ράφια και προεξοχές, και σκούπισε το πάτωµα ολόκληρο
για να βρεθεί ως την κουζίνα, ασθµαίνοντας, µ' ένα άγριο λαχάνιασµα, κι
έβγαλε το σακάκι του και ξαναφόρεσε τα γάντια του για ν' αρχίσει να
σκουπίζει τα πιατικά... «Θέλω να σου δείξω τα σπίτι µου Άκτον», είπε ο
Χάξλεϋ. «Πάµε...» Και σκούπισε όλα τα σκεύη της κουζίνας, και τις
ασηµένιες κάνουλες, και τις σουπιέρες, γιατί τώρα, είχε ξεχάσει πια τι απ'
όλ' αυτά είχε αγγίξει και τι όχι. Μαζί µε τον Χάξλεϋ, είχαν αργοπορήσει για
λίγο εδώ µέσα, στην κουζίνα, ο Χάξλεϋ περήφανος για την αστραφτερή
τάξη της, κρύβοντας τον εκνευρισµό του µπροστά στην παρουσία ενός
πιθανού δολοφόνου, θέλοντας ίσως να βρίσκεται πλάι στα µαχαίρια για την
περίπτωση που θα τα χρειαζόταν. Κι είχαν χρονοτριβήσει εδώ µέσα,
αγγίζοντας πότε τούτο, πότε τ' άλλο — δε θυµότανε πια τι, και πόσο, και
πόσα αντικείµενα — κι ο Άκτον τέλειωσε την κουζίνα, και πέρασε απ' τα
χόλ για να ξαναβρεθεί στο δωµάτιο όπου βρισκόταν ο Χάξλεϋ νεκρός.
Έβγαλε µια φωνή.
Είχε ξεχάσει να σκουπίσει τον τέταρτο τοίχο του δωµατίου! Κι όταν
έφυγε, ξεπρόβαλαν oι µικροσκοπικές αράχνες απ' τον τέταρτο ασκούπιστο
τοίχο, και συγκεντρώθηκαν πάνω σ' όλες τις επιφάνειες των καθαρών
κιόλας τοίχων, ξαναθρυµίζοντάς τους! Πάνω στα ταβάνια, απ' τον
πολυέλαιο, στις γωνίες, πάνω στο πάτωµα, κρέµονταν εκατοµµύρια
µικροσκοπικοί Ιστοί που αχνοσάλεψαν στην κραυγή του. Μικρές,
µικρούλες τόσες δα εστίες ιστών, όχι µεγαλύτερες από, από... — τι ειρωνία!
— απ' το δάχτυλο σου!
Κοίταζε, κι είδε τις αράχνες να 'χουν απλώσει τους ιστούς τους πάνω
στην κορνίζα, στη φρουτιέρα, στο πτώµα, στο πάτωµα. Ίχνη ένιωσε τώρα
να κινούν το χαρτοκόπτη, να τραβάνε συρτάρια, ν' αγγίζουν την κορυφή
του τραπεζιού, ν' αγγίζουν, ν' αγγίζουν, ν' αγγίζουν τα πάντα και παντού.
Σκούπιζε φρενιασµένος το πάτωµα. Αναποδογύρισε το πτώµα και
του φώναζε καθώς το σκούπιζε κι αυτό, σηκώθηκε µετά και προχώρησε και
σκούπισε το κέρινο φρούτο στον πάτο της φρουτιέρας. Έπειτα έβαλε µια
καρέκλα κάτω απ' τον πολυέλαιο κι ανέβηκε πάνω της και σκούπισε κάθε
µικρή κρεµάµενη φλογίτσα, κουνώντας το σαν ένα κρυστάλλινο
ταµπουρίνο ωσότου γέµισε η ατµόσφαιρα µε γυάλινους ήχους. Έπειτα
πήδηξε απ' την καρέκλα και φούχτιασε τα πόµολα κι ανέβηκε πάνω σ'
άλλες καρέκλες και σκούπισε τους τοίχους πιο ψηλά, ακόµα πιο ψηλά, κι
έτρεξε στην κουζίνα και πήρε µια σκούπα και σάρωσε τις αράχνες απ' το
ταβάνι και σκούπισε το φρούτο της φρουτιέρας και σκούπισε το πτώµα και
γυάλισε πόµολα κι ασηµικά και βρέθηκε στο χόλ µπροστά στη σκάλα που
έβγαζε στ' απάνω πάτωµα, κι ανέβηκε τη σκάλα.
Τρεις η ώρα! Παντού, µε µανιακή, µηχανική ένταση χτυπούσανε
ρολόγια! Υπήρχαν κάτω δώδεκα δωµάτια, κι οχτώ επάνω. Συλλογίστηκε
όλες αυτές τις τεράστιες επιφάνειες και το χρόνο που χρειαζόταν. Εκατό
καρέκλες, έξη καναπέδες, είκοσιεφτά τραπέζια, έζη ραδιόφωνα. Άλλα
µπρος, άλλα πίσω, άλλα πάνω. Τραβούσε έπιπλα από τοίχους και,
κλαίγοντας µε λυγµούς, τα καθάριζε απ' την πανάρχαιη σκόνη που τα
σκέπαζε, και τρίκλιζε και ξανανέβαινε τη σκάλα για τα επάνω δωµάτια,
φουχτιάζοντας, σβήνοντας ίχνη, σκουπίζοντας, γυαλίζοντας, γιατί αν
αισθανόταν ακόµα κι ένα µικρό ίχνος, το ίχνος αυτό θα µπορούσε ν'
αναδηµιουργήσει εκατοµµύρια περισσότερα! — κι η δουλιά θα 'πρεπε να
ξαναρχίσει απ' την αρχή, και τώρα ήταν τέσσερις η ώρα! — και πονούσαν
τα χέρια του κι ήταν πρησµένα τα µάτια του και πέταγαν άστρα, κι αυτός
σάλευε άτονα εδώ κι εκεί, στηριγµένος σε πόδια που του ήταν ξένα, µε το
κεφάλι κάτω, µε τα χέρια του να κινούνται διαρκώς, πλένοντας,
καθαρίζοντας, σκουπίζοντας, δωµάτιο µε δωµάτιο, ντουλάπι µε ντουλάπι...
Τον βρήκαν στις έξήµισυ εκείνο το πρωί.
Μες στη σοφίτα.
Άστραφτε απ' την καθαριότητα ολόκληρο το σπίτι. Ανθοδοχεία
έλαµπαν σα γυάλινα άστρα. Καρέκλες είχαν βερνικωθεί. Μπρούντζοι και
χάλκινες επιφάνειες αστραποβολούσαν. Πατώµατα αντανακλούσαν φως.
Τα πάντα λαµποκοπούσαν, άστραφταν και γυάλιζαν!
Τον βρήκανε µες στη σοφίτα, την ώρα που σκούπιζε τα παλιά
µπαούλα και τις παλιές κορνίζες και τις παλιές καρέκλες και τα παλιά
αµαξώµατα και παιχνίδια και µουσικά κουτιά κι ανθοδοχεία κι ασηµικά και
ξύλινα αλογάκια και σκονισµένα νοµίσµατα απ' τον Εµφύλιο Πόλεµο.
Κόντευε να τελειώσει και µε τη σοφίτα όταν ο αστυνοµικός προχώρησε και
στάθηκε πίσω του µ' ένα περίστροφο στο χέρι.
«Ψηλά τα χέρια!»
Ο Άκτον, καθώς έβγαινε απ' το σπίτι, πρόφτασε να γυαλίσει το
πόµολο της εξώπορτας µε το µαντήλι του και να την κλείσει µε πάταγο,
θριαµβευτικά!
Το Ουρλιαχτό
Ονοµάζοµαι Μάργκαρετ Λήρυ κι είµαι δέκα χρονών. Πηγαίνω στην
πέµπτη τάξη του ∆ηµοτικού. ∆εν έχω µήτε αδελφούς, µήτε αδελφές, µα
έχω δυό καλούς γονείς, µε µόνο µου παράπονο ότι δε µε προσέχουν όσο
πρέπει. Και οπωσδήποτε ποτέ δε µας πέρασε απ' το νού ότι είχαµε την
παραµικρή σχέση µε µια δολοφονηµένη γυναίκα. Ή, αν θέλετε, σχεδόν
οπωσδήποτε.
Όταν µένεις σ' ένα δρόµο σαν αυτόν ακριβώς που µένουµε έµείς, δεν
περνάει απ' το νού σου πως είναι δυνατό να συµβούν τροµαχτικά
πράγµατα, όπως ας πούµε το να πυροβολήσει κάποιος κάποιον άλλο, η να
τον µαχαιρώσει, ή να θάβονταν άνθρωποι στο πίσω µέρος του σπιτιού σου,
στην αυλή. Κι όταν πραγµατικά συµβαίνει κάτι τέτοιο, δεν το πιστεύεις.
Εξακολουθείς πάντα να βουτυρώνεις τη φέτα το ψωµί σου, ή να ψήνεις στο
φούρνο το γλυκό.
Τώρα θα σάς αφηγηθώ τι ακριβώς συνέβη. Ήτανε µεσηµέρι στα µέσα
του Ιουλίου. Έκανε ζέστη, και µου είπε η µαµά, «Μάργκαρετ, πετάξου ως
το µπακάλικο ν' αγοράσεις λίγο παγωτό. Είναι Σάββατο σήµερα, ο µπαµπάς
είναι στο σπίτι για φαγητό. Λοιπόν, θέλω να περάσουµε ωραία».
Εγώ έκοψα δρόµο περνώντας µες από 'να άδειο οικόπεδο πίσω απ' το
σπίτι µας. Ήταν ένα µεγάλο οικόπεδο, µια αλάνα όπου έπαιζαν τα παιδιά
µπαίηζ µπώλ, κι υπήρχαν εδώ κι εκεί σπασµένα γυαλιά και άχρηστα
κουρέλια. Γυρίζοντας απ' το µπακάλικο, µε το παγωτό στο χέρι, δίχως να
χαζεύω, κοιτάζοντας µόνο τη δουλιά µου, συνέβη εντελώς ξαφνικά.
Άκουσα µια γυναίκα να ουρλιάζει.
Στάθηκα και έστησα αφτί.
Η φωνή της ερχόταν από βαθιά, µες απ' το χώµα.
Κάποια γυναίκα ήταν θαµµένη κάτω απ' τις πέτρες, τα γυαλιά και τα
σκουπίδια, και ξεφώνιζε, µε µια άγρια φωνή που σου πάγωνε το αίµα, για
να την ακούσει κάποιος και να πάει να την ξεθάψει.
Στάθηκα εκεί πέρα έντροµη. Η γυναίκα συνέχισε να ξεφωνίζει µε µια
πνιγµένη φωνή.
Τότε άρχισα να τρέχω. Έπεσα κάτω, σηκώθηκα, κι άρχισα να τρέχω
ακόµα πιο γρήγορα. Έφτασα µπροστά στην πόρτα του σπιτιού και είδα τη
µαµά, ατάραχη παρακαλώ, µην ξέροντας ό,τι ήξερα, ότι δηλαδή είχανε
θάψει ζωντανή µια γυναίκα στο πίσω µέρος του σπιτιού µας, δυό βήµατα
από κει, κι η γυναίκα ξεφώνιζε στον κόσµο το φοβερό έγκληµα που της
είχαν κάνει.
«Μαµά!» φώναζα.
«Μή στέκεσαι εκεί πέρα µε το παγωτό στο χέρι, σα χαζή», είπε η
µαµά.
«Μα...» άρχισα να λέω.
«Βάλτο στην παγωνιέρα», είπε η µαµά.
«Άκου, µαµά, υπάρχει µια γυναίκα που ουρλιάζει µέσα στο άδειο
οικόπεδο».
«Και πλύνε τα χέρια σου», είπε η µαµά.
«Ξεφώνιζε συνέχεια, όλο ξεφώνιζε—»
«Για να δούµε τώρα: αλάτι, πιπέρι», ακουγόταν από µακριά η φωνή
της µαµάς.
«Άκουσε µε!» είπα δυνατά: «Πρέπει να τη βγάλουµε από κει που
είναι. Να σκάψουµε και να τη βγάλουµε. Είναι θαµµένη κάτω από τόννους
σκουπίδια, κι αν δεν τη βγάλουµε, θα πάθει ασφυξία και θα πεθάνει».
«Είµαι σίγουρη ότι µπορεί να περιµένει ώσπου να τελειώσουµε το
φαγητό», είπε η µαµά.
«Μαµά, δε µε πιστεύεις;»
«Φυσικά αγαπητή µου. Πλύνε τώρα τα χέρια σου και πήγαινε αυτό το
πιάτο µε το κρέας στον πατέρα σου».
«∆εν ξέρω ούτε ποια είναι, ούτε πως βρέθηκε εκεί πέρα», είπα: «Μα
πρέπει να τη βοηθήσουµε πριν να είναι πολύ αργά».
«Για όνοµα του θεού», είπε η µαµά: «Πώς έγινε έτσι το παγωτά;
Αυτό έχει λιώσει! Είµαι σίγουρη ότι κάθισες στον ήλιο και έλιωσε».
«Σου έλεγα... σου έλεγα για το οικόπεδο...»
«Άντε τώρα, άδειασε µου τη γωνιά».
Και πήγα στην τραπεζαρία.
«Μπαµπά, µπαµπά, υπάρχει µια γυναίκα που ουρλιάζει στο
οικόπεδο».
«∆εν ξέρω καµιά γυναίκα που να µην ουρλιάζει», είπε ο µπαµπάς.
«Σου µιλώ σοβαρά», είπα εγώ.
«Ναι, είσαι όλο σοβαρότητα», είπε ο πατέρας.
«Πρέπει να πάµε µε φτυάρια και αξίνες και να σκάψουµε. Θα 'ναι
σαν τις ανασκαφές της Αιγύπτου», είπα.
«∆εν αισθάνοµαι καθόλου σαν αρχαιολόγος Μάργκαρετ», είπε ο
πατέρας: «Μια µέρα, το φθινόπωρο, θα σε πάρω και θα πάµε».
«Μα δεν µπορούµε να περιµένουµε τόσο πολύ», ξεφώνισα σχεδόν. Η
καρδιά µου έλιωνε µέσα µου. Ήµουν αναστατωµένη, και τροµαγµένη και
φοβισµένη, και τούτος εδώ έβαζε κρέας στο πιάτο του, κόβοντας και
µασουλώντας, χωρίς να µου δίνει την παραµικρή σηµασία.
«Μπαµπά;» είπα.
«Μµµµ;» είπε αυτός µπουκωµένος.
«Μπαµπά, µετά το φαγητό πρέπει να 'ρθεις µαζί µου και να µε
βοηθήσεις», είπα: «Έλα µπαµπά, µη µου χαλάς το χατήρι. Θα σου δώσω
όσα λεφτά µάζεψα στο γουρουνάκι µου, τον κουµπαρά µου».
«Έτσι λοιπόν!» είπε ο πατέρας: «Μού κάνεις εµπορική πρόταση.
Πρέπει να 'ναι κάτι πολύ σπουδαίο για σένα για να προσφέρεις τόσα πολλά
λεφτά. Πόσα πληρώνεις µε την ώρα;»
«Έχω πέντε ολόκληρα δολάρια. Έκανα ένα χρόνο να τα µαζέψω. Στα
δίνω και τα πέντε».
Ο µπαµπάς µ' έπιασε απ' το χέρι: «Είµαι συγκινηµένος. Πραγµατικά
συγκινηµένος. Ζητάς να παίξεις µαζί µου, και θές να µε πληρώσεις για τα
χρόνο που θα χάσω. Στο λέω τίµια Μάργκαρετ, κάνεις τον πατερούλη σου
να αισθάνεται σαν ένα τίποτα. ∆ε θα σε κάνω να περιµένεις πολύ. Σου λέω
µόνο ότι, µετά το φαγητό, θα 'ρθω µαζί σου έξω και θ' ακούσω τη γυναίκα
που ξεφωνίζει, εντελώς δωρεάν».
«Αλήθεια µπαµπά; Θα 'ρθεις;»
«Μάλιστα κυρία µου. Αυτό θα κάνω», είπε ο µπαµπάς. «Όµως κι
εσύ, πρέπει να µου υποσχεθείς κάτι».
«Τι;»
«Αν θέλεις να 'ρθω µαζί σου, πρέπει πρώτα να φάς όλο το φαγητό
σου».
«Το υπόσχοµαι», είπα.
«Εντάξει λοιπόν».
Ήρθε η µητέρα, κι αρχίσαµε να τρώµε όλοι µαζί.
«Όχι τόσο γρήγορα», είπε η µαµά.
Κι άρχισα να τρώω πιο αργά. Μετά ξανάρχισα πιο γρήγορα
«Άκουσες τι σου είπε η µητέρα», είπε ο µπαµπάς.
«Είν' αυτή η γυναίκα που ξεφωνίζει», είπα: «Πρέπει να βιαστούµε».
«Εγώ», είπε ο πατέρας, «σκοπεύω να κάτσω ήσυχα εδώ, να φάω
πρώτα το µπιφτέκι µου σαν καλό παιδί, έπειτα τις πατάτες µου, και τη
σαλάτα µου βέβαια, έπειτα το παγωτό µου, κι έπειτα απ' το παγωτό ένα
µεγάλο µεγάλο ποτήρι παγωµένο καφέ, αν δεν έχεις αντίρρηση. Όλο αυτό
θα µας πάρει µια ώρα πάνω κάτω. Και κάτι άλλο, νεαρά µου κυρία, αν
αναφέρεις έστω και µια φορά αυτό το όνοµα, θέλω να πω τη γυναίκα που
στριγγλίζει, έστω και µια φορά σ' αυτό το τραπέζι όσο θα τρώµε, δε θα
'ρθω µαζί σου για ν' ακούσω τις κορόνες της!»
«Μάλιστα κύριε».
«Έγινα αντιληπτός;»
«Μάλιστα», είπα.
Το γεύµα κράτησε ένα εκατοµµύριο χρόνια. Όλοι σάλευαν θαρρείς
µε αργές αργές κινήσεις, σαν κι εκείνα τα φίλµς που βλέπεις στον
κινηµατογράφο. Η µαµά σηκώθηκε απ' το τραπέζι αργά, και κατέβηκε µε
αργές κινήσεις, κι αργά, πολύ αργά µαζεύτηκαν τα πηρούνια και τα
κουτάλια. Ακόµα κι οι µύγες µες στο δωµάτιο πετούσαν αργά. Και τα
σαγόνια του µπαµπά µασούσαν αργά. Πόσο αργά. Ήθελα να ξεφωνίσω
«Βιαστείτε! Ω, σε παρακαλώ µπαµπά, σήκω απάνω γρήγορα, σήκω και
τρέξε, βγές έξω και τρέξε!»
Μα όχι. Έπρεπε να µείνω καρφωµένη στην καρέκλα µου. Κι όσο
εµείς θα τρώγαµε αργά αργά τα φαγητό µας, έξω εκεί στο ανοιχτό οικόπεδο
(µες στο µυαλό µου αντηχούσε αυτή η λέξη. Ξεφωνητό!) µονάχη,
ολοµόναχη η γυναίκα που ξεφώνιζε, ενώ ο κόσµος όλος απολάµβανε το
φαγητό του, κι ο ήλιος ήταν ζεστός και το οικόπεδο άδειο σαν τον ουρανό.
«Τελειώσαµε», είπε επιτέλους ο πατέρας.
«Θα 'ρθεις µαζί µου τώρα;» είπα.
«Πρώτα πρώτα, λίγο ακόµα παγωµένο καφέ», είπε ο πατέρας.
«Μια και µιλάτε για γυναίκες που τσιρίζουν», είπε η µητέρα, «ο
Τσάρλυ Νέσµπιτ κι η γυναίκα του η Έλεν, φαγωθήκανε πάλι έχτές το
βράδυ».
«Τίποτε νέο δε µας λές», είπε ο πατέρας: «Όλη την ώρα
φαγώνονται».
«Αν µε ρωτήσεις», είπε η µητέρα, «θα σου πώ ότι ο Τσάρλυ δεν είναι
καθόλου καλή πάστα. Ούτε κι εκείνη άλλωστε».
«∆εν το ξέρω», είπε ο πατέρας: «Τη βρίσκω αξιαγάπητη».
«Είσαι προκατειληµµένος. Λίγο ακόµα, και θα την είχες παντρευτεί».
«Θα µ' αρχίσεις πάλι τα ίδια;» είπε: «Στο κάτω κάτω δεν την
παντρεύτηκα. Απλώς ήµουνα έξη βδοµάδες αρραβωνιασµένος».
«Φέρθηκες πολύ λογικά να διακόψεις µαζί της».
«Ά, την ξέρεις την Έλεν. Όλη την ώρα γινότανε θέατρο. Ήθελε, λέει,
να ταξιδέψει µέσα σ' ένα µπαούλο. Κι εγώ βέβαια δεν τ' ανεχόµουνα αυτά.
Και διέκοψα µαζί της. Πάντως ήταν γλυκιά. Γλυκιά και ευγενική».
«Και που κατέληξε; Πήρε για σύζυγο αυτό το απαίσιο χτήνος, τον
Τσάρλυ».
«Μπαµπά», είπα.
«Θα σου το δώσω. Ο Τσάρλυ έχει µια φοβερή ιδιοσυγκρασία», είπε ο
πατέρας: «Θυµάσαι τότε που η Έλεν πρωτοστατούσε στο χορό των
αποφοίτων; Ήτανε όµορφη σα ζωγραφιά. Έγραψε και µερικά τραγούδια
µόνη της. Το καλοκαίρι εκείνο έγραψε ένα τραγούδι και για µένα».
«Χά!» της ξέφυγε της µαµάς.
«Μη γελάς! Ήταν ένα πολύ όµορφο τραγούδι».
«Ποτέ δε µου µίλησες γι' αυτό».
«Το κρατήσαµε µυστικό. Η Έλεν κι εγώ. Για να δούµε... Κάπως έτσι
άρχιζε...»
«Μπαµπά», είπα εγώ.
«Καλύτερα να πάρεις την κόρη σου και να πάτε στο οικόπεδο να
παίξετε», είπε η µητέρα, «προτού λιποθυµήσει. Αργότερα µου τραγουδάς
αυτό το υπέροχο τραγούδι».
«Καλά λοιπόν. Πάµε», είπε ο µπαµπάς, και τον οδήγησα τρέχοντας
έξω απ' το σπίτι. Το ανοιχτό οικόπεδο ήτανε πάντα ανοιχτό, και άδειο, και
το γυαλί αστραποβολούσε πράσινο κι άσπρο και καφετί γύρω γύρω εκεί
που ήταν πεταµένα τα µπουκάλια.
«Πού είναι λοιπόν αυτή η περίφηµη γυναίκα που ουρλιάζει;» είπε
γελώντας ο µπαµπάς.
«Ξεχάσαµε τα φτυάρια!» φώναξα.
«Θα τα φέρουµε αργότερα. Ν' ακούσουµε πρώτα τη σολίστ», είπε ο
µπαµπάς.
Τον έσυρα σχεδόν στο σηµείο που ήθελα: «Άκου», είπα.
Και στήσαµε αφτί.
«∆εν ακούω τίποτα», είπε τέλος ο µπαµπάς.
«Σςς!» έκανα, «περίµενε!»
Σωπάσαµε για λίγη ώρα περιµένοντας: «Άκου! Τώρα! Τώρα
ουρλιάζει!» φώναξα.
Ακούγαµε τον ήλιο στον ουρανό. Τόση ήταν η σιωπή. Ακούγαµε τον
άνεµο στα δέντρα, ανεπαίσθητα σχεδόν. Ακούσαµε κι ένα αυτοκίνητο,
µακριά, που κατέβαινε το δρόµο. Κι ακόµα ένα.
Αυτό ήταν όλο.
«Μάργκαρετ», είπε ο πατέρας: «Σε συµβουλεύω να πάς να ζαπλώσεις
και να βάλεις στο κεφάλι σου ένα βρεµένο πανί».
«Μα ήταν εδώ», φώναξα: «Την άκουσα να ουρλιάζει, να ουρλιάζει
σου λέω. ∆ε βλέπεις και το χώµα; Τώρα το σκάψανε» κι έσκυψα
φρενιασµένη στη γή, «Έϊ εσύ από κει κάτω. Μ' ακούς;»
«Μάργκαρετ!» είπε ο πατέρας: «Εδώ ακριβώς ο κύριος Κέλυ έσκαψε
χτες ένα µεγάλο λάκο για να θάψει τα σκουπίδια του».
«Ναι», είπα, «αλλά τη νύχτα ήρθε κάποιος άλλος και χρησιµοποίησε
το λάκο του κυρίου Κέλυ για να θάψει µια γυναίκα. Και τόνε
ξανασκέπασε».
«Έγώ φεύγω τώρα. Θα γυρίσω στο σπίτι να κάνω ένα κρύο ντους»,
είπε ο πατέρας.
«∆ε θα µε βοηθήσεις λοιπόν να την ξεθάψουµε;»
«Σε συµβουλεύω να µην καθίσεις πολλή ώρα εδώ πέρα», είπε ο
πατέρας: «Κάνει φοβερή ζέστη».
Κι αποµακρύνθηκε. Άκουσα την πίσω πόρτα να κλείνει.
Κάθισα καταγής: «Να πάρει η ευχή!» είπα.
Και κείνη την ώρα ξανακούστηκε το ουρλιαχτό.
Η γυναίκα ούρλιαζε µες απ' το χώµα. Ούρλιαζε και ξεφώνιζε. Μπορεί
να είχε κουραστεί και να σταµάτησε για λίγο να πάρει ανάσα, και τώρα
ξανάρχιζε µόνο για µένα.
Στεκόµουν τώρα στο άδειο οικόπεδο, µες στον καφτό ήλιο, κι ήµουν
έτοιµη να βάλω τα κλάµατα. Έτρεξα πάλι πίσω στο σπίτι και χτύπησα την
πόρτα δυνατά.
«Μπαµπά, ουρλιάζει πάλι!»
«Ας την να ουρλιάζει», είπε ο πατέρας: «Πέρασε µέσα». Και µε
οδήγησε στο πάνω πάτωµα, στην κρεβατοκάµαρα µου. «Ξάπλωσε», είπε.
Μ' έβαλε να ξαπλώσω και σκέπασε το κεφάλι µου µ' ένα βρεµένο κουρέλι:
«Ησύχασε τώρα».
Άρχισα να κλαίω: «Μπαµπά, µπαµπακούλη µου, δεν µπορούµε να
την αφήσουµε έτσι να πεθάνει. Τή θάψανε ζωντανή, όπως εκείνο τον
άνθρωπο στο διήγηµα του Έντγκαρ Άλλαν Πόε. Σκέψου τι φοβερό που
είναι να ουρλιάζεις και κανείς να µη σου δίνει προσοχή!»
«Σου απαγορεύω να βγεις από το σπίτι», είπε ο πατέρας, ανήσυχος:
«Θα µείνεις ξαπλωµένη όλο το απόγευµα». Βγήκε απ' την κρεβατοκάµαρα
και κλείδωσε την πόρτα. Τον άκουσα να µιλάει µε τη µητέρα στο
µπροστινό δωµάτιο. Έπειτ' από λίγο, εγώ σταµάτησα να κλαίω. Σηκώθηκα
απ' το κρεβάτι και περπάτησα ως το παράθυρο πατώντας στις µύτες των
ποδιών. Το δωµάτιο µου ήταν ψηλά.
Πήρα ένα σεντόνι απ' το κρεβάτι, το 'δεσα στα κάγκελα του
κρεβατιού κι έριξα την άλλη του άκρη απ' το παράθυρο. Έπειτα
σκαρφάλωσα στο παράθυρο και γλίστρησα κάτω ώσπου πάτησα στο
έδαφος. Έπειτα έτρεξα στο γκαράζ, αθόρυβα, άρπαξα δυό φτυάρια και
χύθηκα στο άδειο οικόπεδο. Η ζέστη µ' έπνιγε, αποπνικτική όσο ποτέ. Κι
άρχισα να σκάβω, κι όσο έσκαβα, τόσο ούρλιαζε κι η γυναίκα...
Ήταν κοπιαστική δουλιά. Να σκάβεις µε το φτυάρι και να πετάς έξω
τις πέτρες και τα γυαλιά! Και ήξερα ότι θα έσκαβα ολόκληρο το απόγευµα,
κι ήταν ζήτηµα αν προλάβαινα. Τι µπορούσα να κάνω; Να τρέξω και να
ειδοποιήσω άλλους ανθρώπους; Μα θα 'ταν κι αυτοί σαν τη µαµά και τον
µπαµπά, ίδιοι κι απαράλλαχτοι. ∆ε θα µου έδιναν καµιά προσοχή. Και
συνέχισα να σκάβω, ολοµόναχη.
Έπειτα από δέκα λεπτά, είδα τον Ντίπυ Σµίθ να διασχίζει το άδειο
οικόπεδο. Είναι στην ίδια ηλικία µε µένα, και πηγαίνουµε στο ίδιο σχολείο.
«Γεια σου Μάργκαρετ», είπε.
«Γεια σου Ντίπυ», του απάντησα λαχανιασµένη.
«ΤΙ κάνεις εδώ;» είπε.
«Σκάβω».
«Σκάβεις να βρεις τι;»
«Βρήκα µια γυναίκα να ουρλιάζει κάτω απ' το χώµα, και σκάβω να
την ελευθερώσω», είπα.
«∆εν ακούω κανένα ουρλιαχτό», είπε ο Ντίπυ.
«Κάτσε, περίµενε µια στιγµή και θα την ακούσεις να ουρλιάζει. Η,
πιο καλά, βοήθησε µε στο σκάψιµο».
«∆ε σκάβω αν δεν ακούσω ουρλιαχτό», είπε.
Περιµέναµε.
«Άκου!» φώναξα: «Τ' άκουσες;»
«Ναι», είπε ο Ντίπυ µε χαµηλή φωνή. Τα µάτια του έλαµπαν:
«Ωραία. Για ξανακάντο».
«Να ξανακάνω τι;»
«Το ουρλιαχτό».
«Πρέπει να περιµένουµε», είπα αµήχανα.
«Ξανακάντο», επέµεινε κουνώντας το χέρι του: «Συνέχισε», Έψαξε
µες στην τσέπη του και βρήκε ένα καφετί βότσαλο. «Το βλέπεις;» είπε. Και
µου το άπλωσε: «θα σου το χαρίσω αν το ξανακάνεις».
Κείνη την ώρα ξανακούστηκε µες απ' το χώµα το ουρλιαχτό.
«Κατεργάρα!» είπε ο Ντίπυ: «Μάθε µε κι έµενα να το κάνω!» και
στριφογύριζε γύρω µου σα να 'µουνα κανένα θαύµα.
«Έγώ... εγώ δεν...» άρχισα να λέω.
«Κατάλαβα. Θα 'χεις κρυµµένο µες στο στόµα σου κείνο το τσίγκινο
µαραφέτι και µου κάνεις τον εγκαστρίµυθο».
«Ν... ναι» αναγκάστηκα να πω ψέµατα για να τον κάνω να βοηθήσει:
«Αν µε βοηθήσεις στο σκάψιµο, θα σου πω πιο πολλά γι' αυτό».
«Μ' έπρηξες!» είπε: «∆ό 'µου ένα φτυάρι».
Σκάβαµε κι οι δυό µας τώρα, και πότε πότε ακούγαµε το ουρλιαχτό.
«Όου!» έλεγε ο Ντίπυ: «Θα 'λέγε κανείς πως είναι ακριβώς κάτω απ'
τα πόδια µας. Είσαι καταπληκτική Μάγκυ!» Έπειτα είπε: «Πώς τήνε λένε;»
«Ποια;»
«Αυτή τη γυναίκα που ουρλιάζει. Πρέπει να της έχεις κι ένα όνοµα».
«Ά, βέβαια», είπα, και σκέφτηκα για µια στιγµή: «Τ' όνοµά της είναι
Βίλµα Σβάνγκερ, κι είναι µια πλούσια γυναίκα ενενήντα έξη χρονών, και
θάφτηκε από κάποιον ονόµατι Σπάικ που πλαστογράφησε χαρτονοµίσµατα
των δέκα δολαρίων».
«Ω!» έκανε ο Ντίπυ.
«Κι υπάρχει κρυµµένος θησαυρός θαµµένος µαζί της κι εγώ που µε
βλέπεις, εγώ είµαι τυµβωρύχος που 'ρθα να την ξεθάψω και να βάλω στο
χέρι το θησαυρό», είπα λαχανιασµένη σκάβοντας µε µανία.
Τα µάτια του Ντίπυ πήραν µια µυστηριώδη ανατολίτικη έκφραση:
«∆ηλαδή... µπορώ κι εγώ να γίνω τυµβωρύχος;» Μα είχε µια καλύτερη
Ιδέα: «Ας πούµε πως είναι η Πριγκίπισσα Οµµανάτρα, µια βασίλισσα της
Αιγύπτου, που είναι πνιγµένη στα διαµάντια!»
Συνεχίζαµε να σκάβουµε κι εγώ είπα, ώ, θα τη σώσουµε, θα την
προλάβουµε. Αρκεί να µη σταµατήσουµε!
«Ξέρεις, έχω µια ιδέα», είπε ο Ντίπυ, κι έφυγε τρέχοντας για να
ξαναγυρίσει µ' ένα κοµµάτι χαρτόνι.
«Σκάβε! Μη σταµατάς!» είπα: «∆εν µπορούµε να σταµατήσουµε !»
«Κάτι γράφω πάνω στο χαρτόνι. Βλέπεις; ΝΕΚΡΟΤΑΦΕΙΟΝ Ο
ΗΣΥΧΟΣ ΥΠΝΟΣ! Μπορούµε εδώ να θάβουµε πουλιά και σκαθάρια µέσα
σε σπιρτόκουτα. Θα πάω να βρω και µερικές πεταλούδες».
«Όχι Ντίπυ!»
«Είναι πιο ωραία έτσι. Μπορεί να κουβαλήσω και καµιά ψόφια
γάτα...»
«Ντίπυ, πάρε το φτυάρι! Σε παρακαλώ!»
«Ουφ!» έκανε ο Ντίπυ: «Είµαι κουρασµένος. Λέω να γυρίσω σπίτι
και να πάρω έναν υπνάκο».
«∆εν µπορείς να τα κάνεις αυτό!»
«Ποιος το λέει;»
«Ντίπυ, υπάρχει κάτι που θέλω να σου πω».
«Τι»
Και κλώτσησε το φτυάρι.
«Πραγµατικά υπάρχει µια θαµµένη γυναίκα εδώ µέσα», του ψιθύρισα
στ' αφτί.
«Και βέβαια υπάρχει Μάγκυ! Έσύ δε µου το είπες;»
«Ούτε κι εσύ µε πιστεύεις λοιπόν;»
«Πες µου πως έκανες έτσι τη φωνή σου, κι εγώ θα συνεχίσω να
σκάβω».
«Μα δεν µπορώ να σου πώ επειδή ακριβώς δεν είµ' εγώ που κάνω
έτσι τη φωνή µου», είπα: «Άκουσε Ντίπυ. Θα µείνω ακίνητη, να µε
βλέπεις. Και θ' ακούσεις τη φωνή από κει!»
Τότε ακριβώς ακούστηκε καινούργιο ουρλιαχτό απ' το χώµα.
«Τ' είν' αυτό;» είπε ο Ντίπυ: «Πραγµατικά λοιπόν υπάρχει µια
γυναίκα εκεί πέρα!»
«Αυτό προσπαθούσα να σου πω».
«Έλα να σκάψουµε», είπε ο Ντίπυ.
Σκάβαµε επί είκοσι λεπτά.
«Αναρωτιέµαι ποια να είναι!»
«∆εν ξέρω ούτ' εγώ».
«Αναρωτιέµαι µήπως είναι η κυρία Νέλσον, ή η κυρία Τάρνερ ή η
κυρία Μπράντλεϋ. Είναι όµορφη άραγε; Τι χρώµα να 'χουν τα µαλλιά της;
Πόσο να 'ναι άραγε·, Τριάντα; Εξήντα; Ενενήντα;»
«Σκάβε!» έλεγα εγώ.
Όλο και µεγάλωνε ο σωρός.
«Άραγε θα µάς ανταµείψει για τον κόπο µας;»
«Βέβαια».
«Πόσο λές να µάς δώσει; Μισό δολάριο;»
«Πιό πολύ από µισό. Ένα! Και πάω στοίχηµα».
Ο Ντίπυ καθώς έσκαβε θυµήθηκε, «∆ιάβασα κάποτε ένα βιβλίο για
µαγικά και τέτοια. Ήταν λοιπόν ένας Ινδός που γδύθηκε τελείως και
χώθηκε σ' ένα τάφο. Εκεί κοιµήθηκε εξήντα µέρες χωρίς να τρώει τίποτα.
Ούτε καραµέλες, ούτε µπύρα, ούτε γλυκά, τίποτα. Ούτε τσίχλες να µασάει.
Κι ούτε ν' αναπνέει από πουθενά. Εξήντα µέρες!» Έσκυψε το κεφάλι του
στο χώµα: «Σκέψου να κάνουµε τόσο κόπο και να βρούµε κανένα
ραδιόφωνο θαµµένο... Τροµερό δε θα 'ναι;»
«Μακάρι να 'ναι ραδιόφωνο. Θα το πάρουµε εµείς».
Τότε ακριβώς έπεσε πάνω µας µια σκιά.
«∆ε µου λέτε εσείς παιδάκια, τι κάνετε εκεί;»
Γυρίσαµε να δούµε. Ήταν ο κύριος Κέλυ, ο ιδιοκτήτης του
οικοπέδου: «Ω, χαίρετε κύριε Κέλυ», είπαµε.
«Θα σας πώ εγώ τι θα κάνετε τώρα», είπε ο κ. Κέλυ: «Να πάρετε
εκείνα τα φτυαράκια εκεί πέρα, και να ξαναβάλετε το χώµα εκεί που το
βρήκατε. Εξηγηθήκαµε;»
Η καρδιά µου άρχισε πάλι να χτυπάει δυνατά. Τώρα ήταν η σειρά
µου να ξεφωνίσω.
«Μα κύριε Κέλυ, υπάρχει µια γυναίκα που ουρλιάζει και...»
«∆ε µ' ενδιαφέρει. Έγώ δεν ακούω τίποτε».
«Ακούστε!» φώναξα.
Ουρλιαχτό.
Ο κ. Κέλυ άκουσε και κούνησε το κεφάλι του: «∆εν ακούω τίποτε.
Κάντε αυτό που σας είπα, και γυρίστε στο σπιτάκι σας πριν αρπάξω κάνα
ξύλο».
Ξαναγεµίσαµε το λάκο όπως µας είπε. Κι όσην ώρα εµείς γεµίζαµε, ο
κύριος Κέλυ στεκόταν όρθιος, µε σταυρωµένα τα χέρια, και η γυναίκα
ούρλιαζε, αλλά ο κύριος Κέλυ έκανε πως δεν την άκουγε.
Όταν τελειώσαµε, ο κύριος Κέλυ µας πήρε στο κυνήγι, «Στα σπίτια
σας και γρήγορα! Κι άµα σας ξαναβρώ εδώ...»
Στράφηκα στον Ντίπυ: «Αυτός είναι!» ψιθύρισα.
«Τι;»
«Αυτός είναι που δολοφόνησε την κυρία Κέλυ. Την έθαψε εδώ, αφού
πρώτα την έπνιξε, αλλά αυτή δεν είχε πεθάνει. Πώς είναι δυνατό, µου λές;
Αυτός να στέκεται από πάνω της, αυτή να ουρλιάζει, κι αυτός να µη δίνει
προσοχή».
«Χµ», έκανε ο Ντίπυ: «Έχεις δίκιο. Στεκόταν εκεί πέρα και µας είπε
ψέµατα».
«Μόνο ένα πράγµα µπορούµε να κάνουµε», είπα. «Να καλέσουµε
την αστυνοµία να 'ρθει να συλλάβει τον κύριο Κέλυ».
Τρέξαµε ευθύς στον τηλεφωνικό θάλαµο της γωνίας και σχηµατίσαµε
τον αριθµό.
Έπειτα από πέντε λεπτά, η αστυνοµία χτυπούσε την πόρτα του
κυρίου Κέλυ. Ο Ντίπυ κι εγώ, κρυµµένοι σ' ένα θάµνο, ακούγαµε.
«Ο κύριος Κέλυ;» είπε ο αστυνοµικός.
«Μάλιστα κύριε. Σε τι οφείλω την επίσκεψη σας;»
«Η κυρία Κέλυ είν' εδώ;»
«Μάλιστα κύριε».
«Μήπως µπορούµε να τη δούµε;»
«Φυσικά. Άννα! Άννα! Βγές µια στιγµή».
Η κυρία Κέλυ ξεπρόβαλε στην πόρτα και κοίταξε: «Ο κύριος;»
«Ζητώ συγνώµη µαντάµ», είπε ο αστυνοµικός: «Μάς έκαναν µια
καταγγελία ότι σας είχαν θάψει σ' ένα άδειο οικόπεδο κυρία Κέλυ.
Φαινόταν παιδική η φωνή που µάς τηλεφωνούσε, αλλά έπρεπε να
βεβαιωθούµε. Συγνώµη για την ενόχληση».
«Εκείνα τα µπαστάρδικα θα 'ναι», φώναξε οργισµένος ο κύριος
Κέλυ: «Αν πέσουνε ποτέ στα χέρια µου, θα τα γδάρω ζωντανά».
«Τρέξε!» είπε ο Ντίπυ, και το βάλαµε στα πόδια.
«Τι θα κάνουµε τώρα;» είπα εγώ.
«Εγώ θα γυρίσω σπίτι», είπε ο Ντίπυ: «Θ' άρχίσουνε να φάχνουνε.
Και χαθήκαµε».
«Και η γυναίκα στο οικόπεδο;»
«Στο διάολο», είπε ο Ντίπυ: «∆εν είναι δυνατό να ξαναπάµε στα
οικόπεδο. Εκείνος ο βρωµόγερος ο Κέλυ θα µας περιµένει µε το λουρί στο
χέρι και θα µάς κάνει µαύρους. Ά, καλά που τα θυµήθηκα Μάγκυ. Μήπως
ο γερο Κέλυ δεν ακούει και τόσο καλά; Μήπως είναι βαρύκοος;»
«Θεέ και Κύριε! Έχεις δίκιο!» είπα: «Γιαυτό λοιπόν δεν άκουσε τα
ουρλιαχτά».
«Ως εδώ. Φτάνει! Έσύ τα 'κανες όλα», είπε ο Ντίπυ: «Με την
εγκαστρίµυθη φωνή σου. Και βρήκαµε τον µπελά µας. Εγώ φεύγω».
Κι έµεινα ολοµόναχη στον κόσµο, χωρίς κανένα να µε βοηθήσει. ∆ε
µε πίστευε κανείς. Τα µόνο που ήθελα εκείνη τη στιγµή ήταν να τρυπώσω
µέσα σε κείνη την κάσα µε τη γυναίκα που ούρλιαζε και να πεθάνω. Η
αστυνοµία θα 'ρχιζε τώρα να µε ψάχνει γιατί τους είπα ψέµατα, αλλά δεν
ήξερα πως ήταν ψέµατα, κι ο πατέρας µου ίσως να µ' έψαχνε κι αυτός, ή θα
'ρχιζε κι αυτός να µε ψάχνει όταν θα 'βρισκε άδειο το κρεβάτι µου. Μονάχα
ένα πράγµα µου έµενε να κάνω. Και το έκανα.
Πήγα από σπίτι σε σπίτι, ως κάτω στο δρόµο, κοντά στο αδειανό
οικόπεδο. Και χτύπησα όλα τα κουδούνια, ένα ένα, κι όταν άνοιγε η πόρτα
έλεγα: «Συγνώµη κυρία Γκρίζγουερλντ, µα µήπως λείπει κανείς απ' το
σπίτι;» η «Χαίρετε, κυρία Πάικς, φαίνεστε µια χαρά σήµερα. Χαίροµαι που
σας βρίσκω στο σπίτι». Κι άφού διαπίστωνα πως η κυρία του σπιτιού ήταν
στο σπίτι, απλώς φλυαρούσα για λίγο µαζί της κι έβγαινα πάλι στο δρόµο
για το επόµενο.
Πέρασαν έτσι ώρες πολλές. Βράδυαζε. Σκεφτόµουν συνεχώς. Πρέπει
να βιαστώ, πρέπει να τρέξω, γιατί δεν υπάρχει πολύς αέρας µέσα σε κείνη
την κάσα, και η γυναίκα θα πάθει ασφυξία! Χτυπούσα λοιπόν κουδούνια
και πόρτες, κι ολο και βράδυαζε, και σκέφτηκα για µια στιγµή να τα
εγκαταλείψω και να γυρίσω σπίτι, όταν χτύπησα την τελευταία πόρτα, την
πόρτα του κυρίου Τσάρλυ Νέζµπιτ που µένει δίπλα από µας. Χτυπούσα
συνέχεια, συνέχεια.
Άντί για την κυρία Νέζµπιτ, αντί για την Έλεν όπως τη λέει ο
πατέρας µου, που θα πρεπε να ξεπροβάλει στην πόρτα, ποιος βγήκε
παρακαλώ; Ο ίδιος ο κύριος Νέζµπιτ, ο Τσάρλυ όπως τον λέει η µητέρα
µου.
«Πώς!» είπε: «Έσύ 'σαι Μάργκαρετ;»
«Μάλιστα. Καλησπέρα σας», είπα.
«Σε τι οφείλω την έπίρκεψή σου κοριτσάκι µου;»
«Ξέρετε... θα 'θελα να δώ την κυρία Νέζµπιτ», είπα.
«Ά...» έκανε.
«Μπορώ να...»
«Έφυγε...» είπε: «Έχει πάει στο µπακάλη να ψωνίσει».
«Θα την περιµένω», είπα, και γλίστρησα µέσα.
«Έι!» αναφώνησε αυτός.
Κάθισα σε µια καρέκλα: «Φοβερή ζέστη, έ;» είπα, προσπαθώντας να
φανώ ήρεµη, κι ο νους µου έτρεχε στο αδειανό οικόπεδο και στον αέρα που
όλο και λιγόστευε στην κάσα, και στα ουρλιαχτά που όλο κι αδυνάτιζαν.
«Άκουσε κοριτσάκι µου», είπε ο Τσάρλυ και µε πλησίασε, «∆ε
νοµίζω πως πρέπει να περιµένεις».
«Πώς;» είπα εγώ: «Γιατί όχι;»
«Να... η γυναίκα µου δε θα γυρίσει», είπε.
«Ω!;;
«∆ηλαδή, δε θα γυρίσει σήµερα. Πήγε στο µπακάλικο, όπως είπα
αλλά, να... θα φύγει από δώ και θα πάει να δει τη µητέρα της. Κατάλαβες;
Θα πάει να δει τη µητέρα της στο Σένεκταντυ. Θα γυρίσει σε δυό τρεις
µέρες, πιθανό σε µια βδοµάδα».
«Τι κρίµα!» είπα.
«Πώς;»
«Ήθελα να της πώ κάτι».
«Σάν τι δηλαδή;»
«Ήθελα απλώς να της πώ ότι υπάρχει µια θαµµένη γυναίκα στο
οικόπεδο που ουρλιάζει συνεχώς κάτω απ' τα σκουπίδια;;.
Το τσιγάρο του κυρίου Νέζµπιτ έπεσε απ' τα χέρια του.
«Σας έπεσε το τσιγάρο κύριε Νέζµπιτ;;, παρατήρησα, δείχνοντας το
µε την άκρη του ποδιού µου.
«Πώς; Ά, βέβαια! Είµαι απρόσεκτος...» ψέλλισε ο κύριος Νέζµπιτ:
«Έ, όταν θα 'ρθει η Έλεν θα της πώ την ιστορία σου. Θα της αρέσει».
«Ευχαριστώ! Μα πρόκειται για αληθινή γυναίκα». «Πώς το ξέρεις;»
«Την άκουσα».
«Λοιπόν, τώρα κατάλαβα. Ξέρεις τι είναι;
µανδραγόρα;;. «Τ' είν' αυτό;»
Είναι η ρίζα του
«Ο µανδραγόρας; Θα σου πω. Είν' ένα είδος φυτού κοριτσάκι µου.
Ένα φυτό που ουρλιάζει. Κι αυτό το ξέρω γιατί κάπου το διάβασα. Πως το
ζέρεις λοιπόν ότι δεν είναι µανδραγόρας;»
«Ποτέ δεν το σκέφτηκα».
«Καλά θα κάνεις ν αρχίσεις να σκέφτεσαι», είπε, ανάβοντας κι άλλο
τσιγάρο. Προσπαθούσε να µείνει ατάραχος. «Και... και δε µου λές παιδάκι
µου, µήπως... µήπως µίλησες γι' αυτό και σε κανέναν άλλο;»
«Βέβαια, το είπα σε πολλούς».
Το σπίρτο έκαψε τα δάχτυλο του κυρίου Νέζµπιτ.
«Και... τι έκαναν; Πώς αντέδρασαν;» ρώτησε.
«Τίποτε», είπα εγώ: «∆ε µε πίστεψαν».
Χαµογέλασε µε ανακούφιση: «Φυσικά. Βέβαια. Γιατί είσαι παιδί.
Γιατί να σου δώσουν προσοχή;»
«Θα γυρίσω πίσω και θα την ξεθάψω µ' ένα φτυάρι», είπα.
«Περίµενε».
«Πρέπει να φύγω», είπα.
«Γιατί να φύγεις; Περίµενε!» επέµεινε αυτός.
«Ευχαριστώ, δε θα µείνω», είπα φρενιασµένη.
Μ' έπιασε απ' το χέρι: «Ξέρεις να παίζεις χαρτιά;»
«Μάλιστα κύριε».
Πήρε µια τράπουλα από κάποιο γραφείο: «Θα παίξουµε µια
παρτίδα».
«Πρέπει να πάω να σκάψω».
«Ου, έχεις καιρό γι' αυτό», είπε ήσυχα: «Πάντως, δεν αποκλείεται ως
τότε να γυρίσει κι η γυναίκα µου. Βέβαια. Θα γυρίσει. Περίµενε την.
Περίµενε την λίγο».
«Νοµίζετε πως θα ξαναγυρίσει;»
«Και βέβαια κοριτσάκι µου. Και θα της µιλήσεις για κείνη τη φωνή.
Για πές µου, είναι πολύ δυνατή;»
«Όσο πάει και σβήνει».
Ο κύριος Νέζµπιτ αναστέναξε και χαµογέλασε: «Παιδιακίσια
παιχνίδια. Έλα τώρα να παίξουµε. Είναι πιο διασκεδαστικό απ' τη γυναίκα
που ουρλιάζει».
«Πρέπει να φύγω. Νύχτωσε».
«∆ε θα πάς πουθενά».
Ήξερα τώρα τι προσπαθούσε να κάνει. Ήθελε να µε κρατήσει στο
σπίτι ώσπου να πάψει πια ν' ακούγεται το ουρλιαχτό, να σβήσει.
Προσπαθούσε να µ' εµποδίσει να τη βοηθήσω. «Η γυναίκα µου θα γυρίσει
σε δέκα λεπτά», είπε: «Σίγουρα. Σε δέκα λεπτά. Κι εσύ θα περιµένεις.
Κάτσε εκεί και περίµενε».
Αρχίσαµε να παίζουµε χαρτιά. Το ρολόι χτυπούσε. Τίκ τάκ, τίκ τάκ.
Ο ήλιος χαµήλωνε στον ουρανό. Άρχισε να βραδυάζει. Το ουρλιαχτό όλο
κι έσβηνε, όλο και χανόταν µες στο µυαλό µου: «Πρέπει να φύγω», είπα.
«Ακόµα µια παρτίδα», είπε ο κύριος Νέζµπιτ: «Περίµενε µια ώρα
ακόµα κοριτσάκι µου. Όπου να 'ναι θα 'ρθει η γυναίκα µου. Περίµενε».
Σε µια ώρα ακριβώς κοίταξε το ρολόι του: «Και τώρα, µπορείς να
πηγαίνεις παιδί µου». Και ξέρω ποιο ήταν το σχέδιο του. Θα βγαινε έξω τα
µεσάνυχτα, θα ξέθαβε τη γυναίκα του, ζωντανή ακόµα, και θα πήγαινε
κάπου αλλού να τη θάψει. Αυτό είναι: «Ωρεβουάρ τώρα. Στο καλό». Και µ'
άφησε να φύγω, γιατί σκέφτηκε πως ως αυτή τη στιγµή, ο αέρας πρέπει να
'χει φύγει όλος απ' την κάσα.
Η πόρτα µου κλείστηκε κατάµουτρα.
Ξαναγύρισα στο αδειανό οικόπεδο και κρύφτηκα σε κάτι θάµνους. Τι
µπορούσα να κάνω; Να το πω στους γονείς µου; Μα οι γονείς µου δε µε
είχαν πιστέψει. Να ειδοποιήσω την αστυνοµία και να τα πώ όλα για τον
κύριο Τσάρλυ Νέζµπιτ; Μα ο κύριος Νέζµπιτ έλεγε πως η γυναίκα του είχε
φύγει για επίσκεψη. Κανείς δε θα µε πίστευε!
Κοίταξα το σπίτι τού κυρίου Κέλυ. Ο κύριος Κέλυ δε φαινόταν
πουθενά. Τότε έτρεξα στο µέρος όπου ακουγόταν το ουρλιαχτό και
στάθηκα.
Το ουρλιαχτό είχε πάψει. Ήτανε τόση η ησυχία, ώστε πίστεψα για
µια στιγµή ότι δε θα ξανά 'κουγα ποτέ µου ουρλιαχτό. Ήρθα πολύ αργά,
συλλογίστηκα.
Έσκυψα κι άκούµπισα το αφτί µου στο χώµα.
Και το ξανά 'κουσα, κάτω απ' το χώµα, βαθιά, µα τούτη τη φορά
σχεδόν ανεπαίσθητο, µόλις που τ' άκουγα.
Η γυναίκα στο χώµα δεν ούρλιαζε πια. Τώρα τραγουδούσε.
Κάτι σαν, «Σ' αγάπησα πολύ, σ' αγάπησα µ' όλη µου την ψυχή».
Ήταν ένα τραγούδι µελαγχολικό. Μόλις που ακουγόταν. Κι οι νότες
του έβγαιναν σπασµένες. Όλες αυτές oι ώρες κάτω απ' το χώµα, µέσα στην
κάσα, θα πρέπει να την τρέλαναν. Το µόνο που χρειαζόταν τώρα ήταν λίγος
αέρας και φαγητό και θα 'ταν εντάξει. Όµως αυτή συνέχισε να τραγουδάει.
∆εν ήθελε να ουρλιάξει πια, δεν την ένοιαζε. Ήθελε µόνο να τραγουδήσει.
Έστησα αφτί κι άκουσα το τραγούδι.
Έπειτα γύρισα, περπάτησα µέσα στο αδειανό οικόπεδο, έφτασα στο
σπίτι µου, ανέβηκα τα σκαλιά και άνοιξα την εξώπορτα.
«Μπαµπά;» φώναζα.
«Καλωσόρισες!» µου πέταξε.
«Μπαµπά», είπα.
«Τώρα θα φας της χρονιάς σου», είπε.
«∆εν ουρλιάζει πια».
«Μή µιλάς γι' αυτήν!»
«Τώρα τραγουδάει», φώναξα.
«Λές ψέµατα!»
«Μπαµπά», είπα: «Αυτή η γυναίκα είν' εκεί πέρα, και θα πεθάνει
σύντοµα αν δε µ' ακούσεις. Είν' εκεί πέρα και τραγουδάει. Θέλεις ν'
ακούσεις τι τραγουδάει; Άκου λοιπόν». Και του ψιθύρισα το σκοπό. Κι
είπα και δυό τρία απ' τα λόγια του τραγουδιού: «Σ' αγάπησα πολύ, σ'
αγάπησα µ' όλη µου την ψυχή».
Χλώµιασε τώρα το πρόσωπο του µπαµπά. Ήρθε κοντά µου και µ'
έπιασε απ' το µπράτσο.
«Τι είπες;» ψέλλισε.
Κι εγώ ξανατραγούδησα: «Σ' αγάπησα πολύ, σ' αγάπησα µ' όλη µου
την ψυχή».
«Πού τ' άκουσες αυτό το τραγούδι;» ξεφώνισε.
«Έξω, στο αδειανό οικόπεδο, µόλις τώρα».
«Μα αυτό είναι το τραγούδι της Έ λεν, το τραγούδι που έγραψε για
µένα πριν από χρόνια!» φώναζε ο πατέρας. «∆εν είναι δυνατό να το ξέρεις.
Κανείς δεν το 'ξερε, κανείς έξω από µένα και την Έλεν. Ποτέ δεν το
τραγούδησα σε κανένα, ούτε σε σένα, ούτε σε κανένα άλλον».
«Το πιστεύω!» είπα.
«Θεέ και Κύριε!» φώναξε ο πατέρας και χύµηξε έξω να πάρει ένα
φτυάρι. Το τελευταίο πράγµα που είδα, ηταν ο πατέρας µου στο οικόπεδο.
Έσκαβε, έσκαβε µε µανία, και µαζί του έσκαβαν ένα σωρό άλλοι άνθρωποι.
Ένιωθα τόσο ευτυχισµένη που ήθελα να κλάψω.
Σχηµάτισα έναν αριθµό στο τηλέφωνο, κι όταν απάντησε ο Ντίπυ,
του είπα: «Γεια σου Ντίπυ. Τι σου 'λεγα; Όλα πάνε µια χαρά.
Λειτούργησαν µε µαθηµατική ακρίβεια. Η γυναίκα αυτή δεν ουρλιάζει
πια».
«Σπουδαία!»
«Θα σε δω στο οικόπεδο σε δυό λεπτά. Θα κρατάω κι ένα φτυάρι στο
χέρι», είπα: «Ωρεβουάρ Ντίπυ!» και χύθηκα έξω.
Το Χαµόγελο
Στην κεντρική πλατεία της πόλης, πέντε η ώρα το πρωί, κι η ουρά
είχε κιόλας σχηµατιστεί, ενώ από µακριά, στην εξοχή τη σκεπασµένη µε
πάχνη, ακούγονταν κοκόρια να φωνάζουν. Οι πυρκαγιές είχαν κοπάσει πια.
Ολόγυρα, ανάµεσα στα ερειπωµένα κτίρια, τούφες οµίχλης κρεµόντουσαν
στον αέρα, µα τη στιγµή αυτή, µε το καινούργιο φως, εφτά η ώρα το πρωί,
είχαν αρχίσει να διαλύονται. Προς τα κάτω, ως εκεί που απλωνόταν ο
δρόµος, δυό δυό, τρεις τρεις οι άνθρωποι µαζεύονταν σιγά σιγά, όλο και
περισσότεροι για την ήµερα της αγοράς, για την ήµερα του φεστιβάλ.
Το µικρό αγόρι στεκόταν ακριβώς πίσω από δύο άντρες που
κουβέντιαζαν µε δυνατή φωνή µέσα στήν καθαρή ατµόσφαιρα, κι ο ήχος
της φωνής τους πολλαπλασιαζόταν κι ακουγόταν εκκωφαντικός εξαιτίας
του κρύου. Το µικρό αγόρι χτυπούσε τα πόδια του στο χώµα για να
ζεσταθεί, χουχούλιαζε τα κόκκινα, σκασµένα του χέρια, και κοίταζε πάνω
απ' το κεφάλι του τα λερωµένα ντρίλινα ρούχα των ανθρώπων που
απλώνονταν ως κάτω πίσω του, σε κείνη την ατέλειωτη γραµµή από άντρες
και γυναίκες που προπορεύονταν.
«Έ, σύ πιτσιρίκο, τι κάνεις έξω τόσο πρωί; είπε ο άνθρωπος που
στεκόταν πίσω του.
«Πήρα και γώ τη σειρά µου», είπε το παιδί.
«Γιατί δε σηκώνεσαι να φύγεις, και να δώσεις τη θέση σου σε
κάποιον µεγαλύτερο;»
«Άσε ήσυχο το παιδί», είπε ο άνθρωπος µπροοτά του που στράφηκε
ξαφνικά.
«Καλαµπούρι έκανα», είπε ο άνθρωπος πίσω του, κι ακούµπησε το
χέρι του στο κεφάλι του παιδιού. Το παιδί άποτραβήχτηκε παγωµένο:
«Να... είπα τι περίεργο! ένα παιδί έξω απ' το σπίτι του τόσο πρωί!»
«Αυτό το παιδί, σε πληροφορώ πως είναι µεγάλος µερακλής στα έργα
τέχνης», είπε ο προστάτης του παιδιού, κάποιος ονόµατι Γκρίσµπυ: «Πώς
σε λένε παλικάρι µου;»
«Τόµ».
«Ο Τόµ από δώ, ετοιµάζεται να πετάξει µια ροχάλα γεµάτη γεµάτη,
έτσι δεν είναι Τόµ;»
«Έτσι είναι!»
Γέλια διαπέρασαν ως κάτω τη γραµµή των ανθρώπων.
Κάποιος από µπροστά, πουλούσε ζεστό καφέ µέσα σε ραγισµένα
φλυτζάνια. Ο Τόµ κοίταξε προσεχτικότερα, και είδε τη µικρή ζεστή
φωτίτσα να καίει κάτω από µια σκουριασµένη κατσαρόλα. ∆εν ήταν
πραγµατικός καφές. Ήταν φτιαγµένος από µούρα που φύτρωναν στα
λιβάδια έξω απ' την πόλη, και τον πουλούσαν µια πένα το φλυτζάνι για να
ζεσταίνουν τα στοµάχια τους οι άνθρωποι. Μα ήταν ελάχιστοι αυτοί που
τον αγόραζαν, γιατί απλούστατα, ελάχιστοι ήταν αυτοί που διέθεταν ακόµα
και µια πένα
Ο Τόµ κοίταζε µπροστά, εκεί που τέλειωνε η γραµµή, πέρ' από 'να
βοµβαρδισµένο πέτρινο τοίχο.
«Λένε ότι χαµογελά αυτή η γυναίκα», είπε το παιδί.
«Χµ, έτσι λένε. Χαµογελάει», είπε ο Γκρίσµπυ.
«Λένε πως είναι φτιαγµένη από λάδι και µουσαµά».
«Ναι, είν' αλήθεια. Κι αυτό είναι που µε κάνει και σκέφτοµαι ότι δεν
είναι η πρωτότυπη. Η πρωτότυπη, άκουσα ότι ζωγραφίστηκε πριν από
αιώνες.
«Λένε πως έχει ηλικία τεσσάρων αιώνων».
«Μπορεί και περισσότερο. Κανείς δεν ξέρει µε βεβαιότητα σε ποια
χρονιά βρισκόµαστε».
«Είµαστε στο 2061!»
«Έτσι λένε παλικάρι µου, ναι. Οι ψεύτες! Άπ' ό,τι ξέρουµε πάντως,
θα µπορούσαµε να είµαστε στο 3000 ή στο 5000. Εκείνη την εποχή ο
κόσµος βρισκόταν σε τροµερή αναταραχή, για λίγο διάστηµα. Το µόνο που
ξέρουµε αυτή τη στιγµή δεν είναι άλλο παρά ξεσκλίδια και κοµµάτια».
Έσερναν σιγά σιγά τα βήµατα τους πάνω οτίς παγωµένες πέτρες του
δρόµου.
«Πόσην ώρα θα κάνουµε για να τη δούµε;» ρώτησε ανήσυχα ο Τόµ.
«Ακόµα λίγα λεπτά. Την έχουν περιφράξει σε τέσσερις
µπρούντζινους πασάλους, µ' ένα βελούδινο κορδονέτο γύρω γύρω, για να
µην µπορούν oι άνθρωποι να πλησιάσουν. Τα νου σου Τόµ. Όχι πέτρες. ∆ε
θα επιτρέψουν να της πετάξουµε πέτρες».
«Μάλιστα κύριε».
Ο ήλιος υψώθηκε στον ουρανό ξεχύνοντας µια φοβερή ζέστη που
έκανε τους ανθρώπους να βγάλουν τα Φρικαλέα ρούχα τους και τα
λιγδωµένα καπέλα τους.
«Γιατί στεκόµαστε όλοι στη γραµµή;» ρώτησε τέλος ο Τόµ. «Γιατί
όλοι περιµένουµε εδώ για να φτύσουµε;»
Ο Γκρίσµπυ δεν τον κοίταξε. Παρατηρούσε τον ήλιο: «Υπάρχουν
πολλοί λόγοι Τόµ». Έψαξε αφηρηµένος να βρει κάποια τσέπη που δεν
υπήρχε εδώ και πάρα πολύ καιρό για ένα ανύπαρκτο τσιγάρο. Ο Τάµ είχε
προσέξει την ίδια αυτή χειρονοµία ένα εκατοµµύριο φορές: «Όλο τούτο
έχει σχέση µε το µίσος Τόµ. Μίσος για καφετί που ανήκει στο παρελθόν.
Σε ρωτάω, Τόµ, πως έγινε και φτάσαµε σε τέτοια κατάσταση; Πόλεις που
πνίγηκαν στο σκουπίδι, δρόµοι οργωµένοι από τις βόµβες, τα µισά
σταροχώραφα της γης τη νύχτα λάµπουν απ' τη ραδιενέργεια. ∆εν είν' αυτό
µια άθλια κατάσταση που µας κάνει να σιγοβράζουµε στο ζουµί µας; Σε
ρωτάω».
«Μάλιστα κύριε. Υποθέτω πως έτσι είναι».
«Από δώ Τόµ. Μισείς οτιδήποτε γίνηκε αιτία να καταρεύσουν όλα, ν'
αφανιστούν. Αύτη είν' η ανθρώπινη φύση. Αστόχαστη ίσως, αλλά δεν παύει
να 'ναι ανθρώπινη φύση».
«Τίποτε και κανείς δεν υπάρχει απ' το παρελθόν που να µην τόνε
µισούµε», είπε ο Τόµ.
«Σωστά! Όλο εκείνο το φοβερό σκυλολόι που κυβερνούσε τον κόσµο
στο παρελθόν. Κοίτα πού καταντήσαµε. Ρακένδυτοι κι ελεεινοί, παγωµένοι,
κάποια Πέµπτη πρωί, µε τα στοµάχια κολληµένα στα πλευρά,
σπηλαιάνθρωποι, χωρίς καπνό, χωρίς πιοτό, χωρίς τίποτ' άλλο εξόν από τα
πανηγύρια, τα ωραία µας φεστιβάλ Τόµ».
Κι ο Τόµ έφερε στο νου του τα φεστιβάλ των τελευταίων χρόνων. Τη
χρονιά που έσκισαν όλα τα βιβλία στην πλατεία και τα 'καψαν, και µέθυσαν
όλοι και το 'ριξαν στο γέλιο και στο χορό. Και το φεστιβάλ της επιστήµης,
µόλις ένα µήνα πριν, όταν έσυραν µες στο δρόµο το τελευταίο αυτοκίνητο,
κι έριξαν κλήρο, κι οι τυχεροί που κέρδιζαν είχαν το δικαίωµα µ' ένα
τεράστιο σφυρί να κοπανίσουν ώσπου να καταστρέψουν το αυτοκίνητο.
«Πως το θυµάµαι Τόµ, πως το θυµάµαι! Τι θαύµα που ήταν!
Κοπάνισα µια στο πάρ µπρίζ, µ' άκούς Τόµ; Στο πάρµπρίζ! Ψυχούλα µου
τι ωραίο ήχο που έβγαλε! Σµπαράλια!»
Ο Τόµ µπορούσε ν' ακούει ακόµα τα σπασµένα γυαλιά να
σκορπίζουν ολόγυρα.
«Κι ο Μπίλ Χέντερσον! Αυτός έπρεπε να κάνει θρύψαλα τη µηχανή.
Θυµάστε! Μ' ένα χτύπηµα, µ' ένα καίριο χτύπηµα, και τέλος!»
«Μα το καλύτερο απ' όλα», θυµόταν ο Γκρίσµπυ, «ήταν τότε που
ξεθεµέλιωσαν ένα ολόκληρο εργοστάσιο που επέµενε ακόµα να παράγει
αεροπλάνα».
«Θεέ µου πως το θυµάµαι την ώρα που τιναζόταν στον αέρα»,
συνέχισε ο Γκρίσµπυ: «Έπειτα βρήκαµε τις εγκαταστάσεις κάποιας
εφηµερίδας, και τις τινάξαµε στον αέρα κι αυτές, µαζί µε την αποθήκη των
πυροµαχικών. Καταλαβαίνεις Τόµ;»
Ο Τόµ στάθηκε αµήχανος για µια στιγµή: «Πιστεύω».
Ήτανε ντάλα µεσηµέρι. Τώρα οι µυρωδιές απ' την κατεστραµµένη
πόλη πληµµύριζαν την ατµόσφαιρα και την έκαναν αποπνικτική έτσι που
τύλιγαν κάθε συντρίµµι ανάµεσα στα χαλάσµατα.
«Υπάρχει πιθανότητα να ξαναγυρίσει κύριε;»
«Ποιος; Ο πολιτισµός; Κανένας δεν τον θέλει. Ούτε εγώ! »
«Εγώ πάντως, θα µπορούσα ν' αποµονώσω και ν' αντέξω ορισµένα
στοιχεία του», είπε ο άνθρωπος που στεκόταν πίσω από κάποιον άλλο:
«Υπήρχαν ορισµένα όµορφα στοιχεία σ' αυτό τον πολιτισµό».
«Μή σπάτε το κεφάλι σας», φώναξε ο Γκρίσµπυ. «Μήτε και γι' αυτά
υπάρχει πια χώρος».
«Άχ!» είπε ο άνθρωπος που στεκόταν πίσω απ' τον άλλο. «Κάποια
µέρα, θα παρουσιαστεί κάποιος άνθρωπος µε φαντασία και θα τον
διορθώσει. Σηµείωσε τα λόγια µου. Κάποιος άνθρωπος µε καρδιά».
«Όχι», είπε ο Γκρίσµπυ.
«Εγώ λέω ναι. Κάποιος µε ψυχή για πολλά πράγµατα. Θα µπορούσε
να µάς ξαναδώσει ένα είδος περιορισµένου πολιτισµού, όπου θα
µπορούσαµε να ζήσουµε είρηνικά».
«Το πρώτο πράγµα που µαθαίνεις, είναι ότι υπάρχει πόλεµος!»
«Ναι, µα την άλλη φορά, µπορεί να 'ναι διαφορετικά».
Έφτασαν τελικά στην κεντρική πλατεία. Ένας έφιππος άντρας
κάλπαζε από κάπου µακριά κι έµπαινε στην πόλη. Κρατούσε στα χέρια του
ένα κοµµάτι χαρτί. Στη µέση της πλατείας υπήρχε ένας περιφραγµένος
χώρος µε σκοινί. Ο Τόµ, ο Γκρίσµπυ και οι άλλοι συγκέντρωναν το σάλιο
τους και προχωρούσαν προς τα µπρος... προχωρούοαν προς τα µπρος,
πανέτοιµοι, µε διάπλατα ανοιγµένα µάτια. Ο Τόµ ένιωσε την καρδιά του να
χτυπάει δυνατά, δυνατά και συγκινηµένα, και τη γη να τσουρουφλίζει τα
γυµνά του πόδια.
«Φτάσαµε Τόµ. Έτοιµος!»
Τέσσερις αστυφύλακες στεκόντουσαν στις τέσσερις γωνιές του
περιφραγµένου χώρου, τέσσερις άντρες µε κίτρινα σειρήτια στα µανίκι
τους για να πιστοποιούν την εξουσία τους πάνω στους άλλους ανθρώπους.
Βρισκόντουσαν εκεί για να εµποδίσουν τον κόσµο να πετάξει πέτρες.
«Από δω», είπε ο Γκρίσµπυ την τελευταία στιγµή: «Βλέπεις Τόµ;
Όλοι νοµίζουν ότι αυτοί είν' οι τυχεροί. Εµπρός!»
Ο Τόµ στεκόταν τώρα µπροστά στον πίνακα και τον κοίταζε... τον
κοίταζε ώρα πολλή.
«Έλα λοιπόν. Φτύσε!»
Το στόµα του Τόµ ήταν στεγνό.
«Έλα λοιπόν! Κουνήσου!»
«Μα...» ψέλλισε ο Τόµ: «Είναι ό µ ο ρ φ η!»
«Κάνε πέρα! Θα φτύσω εγώ για σένα!» Έφτυσε ο Γκρίσµπυ, και η
ροχάλα του έλαµψε στον ήλιο, σα βλήµα. Η γυναίκα στο κάδρο
χαµογελούσε ήρεµα, µυστηριακά στον Τόµ, κι ο Τόµ της ανταπέδωσε τη
µατιά, κι η καρδιά του να χτυπάει δυνατά, και κάτι σα µουσική στ' αφτιά
του.
«Είναι όµορφη...» είπε.
«Προχώρα λοιπόν, αλλιώς η αστυνοµία...»
«Προσοχή!»
Η γραµµή σώπασε. Τη µια παρατηρούσαν τον Τόµ επειδή δεν
προχωρούσε, και τώρα στράφηκαν όλοι στον έφιππο άντρα.
«Πώς ονοµάζεται κύριε;» είπε ο Τόµ µε χαµηλή φωνή.
«Ο πίνακας; ΜΟΝΑ ΛΙΖΑ Τόµ, έτσι νοµίζω. Ναι, ναι, ΜΟΝΑ
ΛΙΖΑ».
«Ανακοίνωσις», φώναξε ο έφιππος άντρας: «Οι αρχές αποφασίζουν
και διατάζουν: έως της µεσηµβρίας της σήµερον, ο πίναξ ο ευρισκόµενος
εις κεντρικήν πλατείαν, δέον όπως παραδοθή εις τας χείρας του όχλου, ίνα
ο τελευταίος συµµεθέξη εις την καταστροφήν της...»
Ο Τόµ δεν πρόλαβε να κραυγάσει, κι ένιωσε το πλήθος να τον
συνθλίβει απ' όλες τις µεριές, αλαλάζοντας και χτυπώντας παντού µε τις
γροθιές του, ανοίγοντας δρόµο για τον πίνακα. Ήχος διαπεραστικός από
καµβά που σκίζεται. Η αστυνοµία το 'βαλε στα πόδια να γλιτώσει. Το
πλήθος ούρλιαζε. Τα χέρια του πλήθους µοιάζαν µε χιλιάδες πεινασµένα
πουλιά που ράµφιζαν φρενιασµένα το πορτραίτο. Ο Τόµ ένιωσε να
σέρνεται σχεδόν ανάµεσα στα συντρίµµια του κακοποιηµένου πράγµατος.
Απλώνοντας το χέρι του, σε µια τυφλή µίµηση των άλλων ξέσκισε µια
λουρίδα απ' το µουσαµά, µούγκρισε, ένιωσε το µουσαµά να υποχωρεί, κι
έπειτα έπεσε µπροστά. Κι άρχισαν τότε να τον κλωτσούν και να τον
στέλνουν κουτρουβαλιαστό ως την άλλη άκρη του όχλου. Γεµάτος αίµατα,
µε τα ρούχα του σκισµένα, έβλεπε γριές γυναίκες να µασάνε ανάµεσα στα
δόντια τους κοµµάτια µουσαµά, άντρες να σπάνε την κορνίζα, να κλωτσούν
το κουρελιασµένο ύφασµα και να το κόβουν σε ψιλά ψιλά κοµµατάκια.
Μονάχα ο Τόµ, παράµερα, σώπαινε µέσα σε κείνη τη χλαπαταγή της
κινούµενης ανθρωποµάζας. Κοίταξε το χέρι του. Μέσα κει, έσφιγγε να το
κρύψει, στο στήθος του κοντά, ένα κοµµάτι µουσαµά.
«Έ, που 'σαι Τόµ;» φώναξε ο Γκρίσµπυ.
∆ίχως λέξη να πει, ο Τόµ άρχισε να τρέχει. Βγήκε από την πλατεία,
πήρε να κατεβαίνει τον ανασκαµµένο από τις βόµβες δρόµο, µπήκε σ' ένα
χωράφι, πήδηξε ένα ρηχό ποταµάκι δίχως να κοιτάξει πίσω του, σφίγγοντας
πάντα µες στο χέρι του, κάτω απ' το σακάκι του, να το προφυλάξει, ένα
κοµµάτι µουσαµά.
Όταν έδυσε ο ήλιος, έφτασε στο µικρό χωριό, το πέρασε, και στις
εννέα το βράδυ βρισκόταν µπροστά στο κατεστραµµένο αγροτόσπιτο. Εδώ
έµενε. Προς τα πίσω, µες ατή µισοκατεστραµµένη αποθήκη, στο µέρος
εκείνο που έµενε ακόµα ορθό, κάτω απ' την τέντα, άκουσε τη φαµίλια του
να κοιµάται, ο πατέρας, η µητέρα, ο αδελφός. Γλίστρησε γρήγορα κι
αθόρυβα µες απ' τη στενή πορτούλα, και ξάπλωσε λαχανιασµένος.
«Τόµ;» άκουσε τη µητέρα του µες στα σκοτάδι.
«Ναι».
«Πού ήσουνα;» σκληρή του πατέρα του η φωνή: «Το πρωί που θα
σηκωθώ, θα σε δείρω».
Κάποιος τον κλώτσησε. Ήταν ο αδελφός του, που 'χε µείνει πίσω για
να φροντίσει το µικρό τους χωράφι.
«Πήγαινε να κοιµηθείς», είπε σιγά η µητέρα του.
Κι άλλη κλωτσιά.
Ο Τόµ κρατούσε την αναπνοή του. Ασάλευτος σχεδόν. Το χέρι του
είχε ανέβει τώρα στο στήθος του κι ήταν σφιχτά κλεισµένο, πολύ σφιχτά.
Έµεινε έτσι, κάπου µισή ώρα, µε τα µάτια σφαλισµένα.
Έπειτα ένιωσε κάτι, κι αυτό το κάτι ήταν ένα άσπρο ψυχρό φως. Το
φεγγάρι, που σηκώθηκε µεσούρανα, κι εκείνη η µικρή λουρίδα φως που
σάλευε στην αποθήκη και κατέβαινε σιγά σιγά πάνω στο σώµα του Τόµ.
Τότε, και µόνο τότε χαλάρωσε το χέρι του. Αργά, προσεχτικά, µε το αφτί
στραµµένο κατά κει που κοιµόντουσαν οι άλλοι, ολόγυρα και δίπλα του, ο
Τόµ άπλωσε το χέρι του. Κόµπιασε, ρούφηξε την αναπνοή του, και µετά,
περιµένοντας, άνοιξε την παλάµη του και ξεδίπλωσε το µικρό εκείνο
κοµµατάκι του ζωγραφισµένου µουσαµά.
Όλος ο κόσµος ήταν βυθισµένος στον ύπνο κείνη την ώρα του
φεγγαριού. Κι εκεί, µες στην παλάµη του, ένα χαµόγελο. Το Χαµόγελο. Το
κοίταξε µέσα στο άσπρο φως του µεσονύκτιου ούρανού. Κι ήρεµα
συλλογίστηκε πολλές φορές, πολλές φορές, συλλογίστηκε κι είπε, «Το
Χαµόγελο, το Υπέροχο Χαµόγελο».
Μια ώρα µετά, µπορούσε ακόµα να το βλέπει, κι ας το 'χε διπλώσει
προσεχτικά και το 'χε κρύψει. Έκλεινε τα µάτια του, και νάτο το Χαµόγελο
µες στο σκοτάδι. Κι εκεί έµενε, ακόµα ζεστό κι ευγενικό, όταν βυθίστηκε
πια στον ύπνο, κι ο κόσµος σώπαινε, και το φεγγάρι αρµένιζε ψηλά ώσπου
ν' αρχίσει πια να κατηφορίζει πάνω στον παγωµένο ουρανό πηγαίνοντας να
συναντήσει την αυγή.
Ήταν µελαχρινοί, κι είχαν µάτια χρυσά
Το µέταλλο του πυραύλου πάγωνε στούς ανοιχτούς ανέµους. Το
σκέπασµα του έβγαλε έναν υπόκωφο κρότο. Απ' το εσωτερικό ξεπρόβαλε
ένας άντρας, µια γυναίκα, και τρία παιδιά. Οι άλλοι ταξιδιώτες
αποµακρύνονταν µες στο λιβάδι του Άρη µουρµουρίζοντας, αφήνοντας
πίσω τον άντρα, µονάχο ανάµεσα στην οικογένεια του.
Ο άντρας ένιωσε τα µαλλιά του ν' ανατριχιάζουν, και το κορµί του να
ζαρώνει σα να στέκονταν κι οι πέντε τους θαρρείς στο κέντρο ενός κενού.
Μπροστά του, η γυναίκα του, έµοιαζε σχεδόν να εξατµίζεται. Τα παιδιά,
µικροσκοπικοί σπόροι, θα µπορούσαν από στιγµή σε στιγµή να
σκορπιστούν στους τέσσερις ανέµους του Άρη.
Τα παιδιά σήκωσαν τα µάτια και τον κοίταζαν, όπως άκριβώς οι
άνθρωποι κοιτάζουνε τον ήλιο για να δουν τι ώρα είναι στη ζωή τους. Το
πρόσωπο του ήταν ψυχρό.
«Τι συµβαίνει;» ρώτησε η γυναίκα του.
«Γυρίζουµε στον πύραυλο».
«Πίσω στη Γή;»
«Ναι! Άκου!»
Ο άνεµος φυσούσε σα να 'θελε να τους αφαιρέσει την ταυτότητα και
να τη σκορπίσει. Άπό στιγµή σε στιγµή, ο άνεµος του Άρη θα µπορούσε να
βγάλει από µέσα του την ψυχή του σαν το µεδούλι των οστών του. Ένιωθε
να βουλιάζει µέσα σ' ένα χηµικό υγρό που θα µπορούσε να διαλύσει το
πνεύµα του και να κάνει στάχτη το παρελθόν του.
Κοίταζαν τώρα τους λόφους του Άρη, που ο χρόνος βάραινε πάνω
τους µε τη συντριπτική πίεση των χιλιετηρίδων τους. Είδαν τίς πανάρχαιες
πολιτείες, χαµένες µέσα στα λιβάδια, να κείτονται σα λεπτοκαµωµένα
παιδικά οστά ανάµεσα σε λίµνες από γρασίδι που λαµποκοπούσε.
«Έλα επιτέλους Χάρρυ», είπε η γυναίκα του: «Είναι πολύ αργά.
∆ιανύσαµε πάνω από εξήντα εκατοµµύρια µίλια».
Τα παιδιά µε τα ξανθά µαλλιά τους φώναζαν δυνατά κι η φωνή τους
αντιλαλούσε κάτω απ' το θόλο του άρειανού ουρανού. Καµιά απάντηση
στις φωνές τους έξω απ' το σφύριγµα του ανέµου που σάλευε ανάµεσα στ'
άγριόχορτα.
Ο Χάρρυ σήκωσε τη βαλίτσα µε τα κρύα του χέρια: «Πάµε λοιπόν...»
είπε, κι ήταν σαν ένας άνθρωπος που έστεκε στην άκρη ενός ώκεανού,
έτοιµος να πηδήξει µέσα και να πνιγεί.
Προχώρησαν όλοι µαζί κατά την πόλη.
Τον έλεγαν Μπίτεριν. Χάρρυ Μπίτεριν κι η γυναίκα του η Κόρα.
Ντάν, Λώρα και Νταίηβιντ τα τρία παιδιά τους. Έχτισαν µια µικρή άσπρη
καλύβα κι έτρωγαν εκεί µέσα το χορταστικό πρόγευµα τους, όµως ο φόβος
δεν έφευγε ποτέ. Ο φόβος ζούσε µαζί µε τον κύριο Μπίτεριν, και την κυρία
Μπίτεριν, σαν κάποιος τρίτος απρόσκλητος σε κάθε κουβέντα που θα
µπορούσαν ν' ανταλλάζουν τα µεσάνυχτα, σε κάθε λόγο που θα 'βγαινε απ'
το στόµα τους κάθε πρωί που ξυπνούσαν.
«Αισθάνοµαι σα στήλη άλατος», έλεγε αυτός, «µέσα σ' ένα ρυάκι του
βουνού, που τη διαλύει σιγά σιγά καθώς κυλάει προς τα κάτω. ∆ε θα
καταφέρουµε ποτέ ν' ανήκουµε σ' αυτό τον τόπο. Είµαστε πλάσµατα της
Γης. Κι εδώ είναι ο Άρης. Προοριζόταν για τους Άρειανούς.
Για όνοµα του Θεού Κόρα! Πάµε ν' αγοράσουµε τα είσιτήρια της
επιστροφής!»
Μα εκείνη κουνούσε µόνο το κεφάλι: «Κάποια µέρα, η ατοµική
βόµβα θα ισοπεδώσει τη Γη. Εδώ τουλάχιστον είµαστε ασφαλείς».
«Σώοι και αβλαβείς!»
Τ ι κ τ ά κ, εφτά η ώρα, τραγούδησε το φωνορολόι. Ώ ρ α να
σηκωθείτε. Και σηκώθηκαν.
Κάτι τον έσπρωχνε κάθε πρωί να ελέγχει τα πάντα — τη
θερµοκρασία του τζακιού, τις γλάστρες µε τα κατακόκκινα γεράνια —
ακριβώς επειδή περίµενε πως κάτι θα πήγαινε στραβά. Η πρωινή εφηµερίδα
ήταν ζεστή ακόµα απ' τον πύραυλο των 6 που έφτανε απ' τη Γή. Έσπαγε τη
σφραγίδα του και την τοποθετούσε πλαγιαστά στο µέρος που έπαιρνε το
πρωινό του. Αγωνιζόταν να φανεί κεφάτος.
«Αρχίζει πάλι η αποικιακή εκστρατεία», είπε: «Αχά! σε δέκα χρόνια
θα υπάρχουν στον Άρη ένα εκατοµµύριο Γήινοι. Παντού θα χτιστούν
µεγάλες πόλεις! Είπανε πως θα τρώγαµε τα µούτρα µας. Είπαν πως οι
ΆρειανοΙ θα εµπόδιζαν την είσβολή µας. Μα έµείς δε βρήκαµε κανένα
Άρειανό. Ψυχή ζώσα! Το µόνο που βρήκαµε ήταν οι άδειες πολιτείες τους,
µα απ’ αυτούς ούτε έναν. Σωστα;»
Ένα κύµα αέρα πήγε να ξεριζώσει το σπίτι. Όταν έπαψαν να τρίζουν
τα παράθυρα, ο κύριος Μπίτεριν κατάπιε την µπουκιά του και κοίταξε τα
παιδιά του.
«∆εν ξέρω», είπε ο Νταίηβιντ: «Μπορεί και να υπάρχουν γύρω µας
ΆρειανοΙ που δεν µπορούµε να τους δούµε. Ορισµένες φορές, τη νύχτα,
νοµίζω πως τους ακούω. Άκούω τον άνεµο. Η άµµος χτυπάει το παράθυρο
µου. Φοβάµαι. Και βλέπω εκείνες τις πόλεις ψηλά στα βουνά όπου έζησαν
πριν από πολύ καιρό οι Άρειανοί. Και νοµίζω µπαµπά ότι βλέπω αλλόκοτα
πράγµατα να γυροφέρνουν σ' αυτές τις πόλεις. Τους πειράζει άραγε που
ζούµε εδώ; Κι αν µας επιτεθούν που ήρθαµε στον τόπο τους;»
«Ανοησίες!» είπε ο κύριος Μπίτεριν και κοίταζε έξω απ' τα
παράθυρα: «Εµείς είµαστε καθαροί, αξιοπρεπείς άνθρωποι». Κοίταξε τώρα
τα παιδιά του: «Όλες οι νεκρές πολιτείες έχουνε µέσα τους κάτι σα
φάντασµα, σα σκιές. Εννοώ αναµνήσεις». Κι έστειλε τη µατιά του πέρα
στους λόφους: «Βλέπεις µια σκάλα, κι αναρωτιέσαι πως έµοιαζαν άραγε οι
Αρειανοί καθώς την ανέβαιναν. Βλέπεις έναν Άρειανό πίνακα, κι
αναρωτιέσαι πως ήταν άραγε ο ζωγράφος. Μές στο µυαλό σου σχηµατίζεις
ένα µικρό φάσµα, µιαν ανάµνηση. Είναι πολύ φυσικό. Η φαντασία
βλέπεις!» Εδώ σταµάτησε: «Βέβαια δεν έχετε περπατήσει σ' εκείνα τα
χαλάσµατα, εκεί ψηλά...»
«Όχι µπαµπά», είπε ο Νταίηβιντ και κοίταζε τα παπούτσια του.
«Βλέπω πως τ' αποφεύγετε. Πέρασε µου τη µαρµελάδα».
«Το ίδιο είναι», είπε ο µικρός Νταίηβιντ, «πάω στοίχηµα ότι κάτι
συµβαίνει».
Πραγµατικά, κάτι συνέβη εκείνο το απόγευµα.
Η Λώρα ξεπρόβαλε παραπατώντας µες απ' την κατασκήνωση των
γήινων. Φώναζε. Όρµησε στα τυφλά προς την πόρτα.
«Μαµά, µπαµπά! Στή Γή ξέσπασε πόλεµος!» Έκλαιγε µ' αναφιλητά:
«Πρίν από λίγο µεταδόθηκε από µια ράδιο ακτίνα. Η Νέα Υόρκη
χτυπήθηκε από ατοµικές βόµβες! Όλα τα διαστηµόπλοια καταστράφηκαν.
∆εν υπάρχουν πια διαστηµόπλοια για τον Άρη!»
«Χάρρυ, τι λέει;» είπε η µητέρα, απλώνοντας τα χέρια της σε άντρα
και κόρη.
«Είσαι σίγουρη Λώρα;» ρώτησε ήρεµα ο πατέρας.
Έκλαιγε η Λώρα: «Αποκλειστήκαµε! Αποκλειστήκαµε στον Άρη για
πάντα!»
Για ώρα πολλή, άλλο δεν ακουγόταν έξω απ' τον άνεµο του
απογεύµατος.
Μόνοι λοιπόν, συλλογίστηκε ο Μπίτεριν. Καµιά εκατοστή µονάχα.
Κι ούτε υπάρχει τρόπος να γυρίσουµε. ∆εν υπάρχει. ∆εν υπάρχει τρόπος.
Ιδρώτας έλουζε το πρόσωπο του, και τα χέρια του και το κορµί του. Τα
ρούχα του έγιναν µούσκεµα απ' την κάψα του φόβου του. Είχε τη διάθεση
να χτυπήσει τη Λώρα, να της φωνάξει, «Όχι! Λές ψέµατα! Τα
διαστηµόπλοια θα ξανάρθουν!» Αντί γι' αυτό, έσφιξε πάνω του το
κεφαλάκι της Λώρας και είπε, «Κάποια µέρα, θα ξανάρθουν τα
διαστηµόπλοια».
«Πατέρα, τι θα κάνουµε;»
«Θα συνεχίσουµε τη δουλιά µας βέβαια. Θα καλλιεργούµε φυτά και
θα µεγαλώνουµε τα παιδιά µας. Θα περιµένουµε. Θ' αφήσουµε τα
πράγµατα όπως είναι ώσπου να τελειώσει ο πόλεµος και να ξανάρθουν τα
διαστηµόπλοια».
Τα δυό αγόρια ξεπρόβαλλαν στο κατώφλι.
«Παιδιά», τους είπε, καθισµένος εκεί, κοιτάζοντας πέρα απ' αυτά,
«έχω κάτι να σάς πώ».
«Ξέρουµε», είπαν τα παιδιά.
Τις µέρες που ακολούθησαν, ο Μπίτεριν περιφερόταν συχνά µέσα
στο περιβόλι για να µένει µόνος µε το φόβο του. Όσο καιρό τα
διαστηµόπλοια αυλάκωναν το διάστηµα κι έπλεκαν εκείνο το ασηµένιο
δίχτυ στο χάος, ο κύριος Μπίτεριν είχε τη δύναµη να δέχεται τον Άρη.
Γιατί κάθε στιγµή µπορούσε να λέει στον εαυτό του: αύριο, αν θελήσω,
µπορώ ν' αγοράσω ένα εισιτήριο και να γυρίσω πίσω ατή Γή.
Μα τώρα που διαλύθηκε το ασηµένιο δίχτυ, τα διαστηµόπλοια
στοιβάχτηκαν σ' έναν άµορφο δγκο από λιωµένο µέταλλο και στραβωµένα
σύρµατα. Οι άνθρωποι της γής εγκαταλείφθηκαν στην παγερότητα του
Άρη, στην κίτρινη σκόνη και τη ζαλιστική ατµόσφαιρα, για να ψηθούν σαν
καλαµπόκια στ' αρειανά καλοκαίρια και ν' αποθηκευτούν για τους ψυχρούς
αρειανούς χειµώνες. Τι θα συνέβαινε άραγε στον κύριο Μπίτεριν; Τι θα
συνέβαινε στους άλλους; Αυτήν ακριβώς τη στιγµή περίµενε ο Άρης. Τώρα
θα τους έτρωγε.
Γονάτισε µες στο παρτέρι µε τα λουλούδια κρατώντας ένα µικρό
φτυάρι στα χέρια του. ∆ουλιά, συλλογίστηκε, δουλιά για να ξεχάσουµε.
Σήκωσε τα µάτια του απ' τον κήπο, και κοίταξε ψηλά, τα βουνά του
Άρη. Συλλογίστηκε τις πανάρχαιες και περήφανες ονοµασίες που
στεφάνωναν κάποτε εκείνες τις βουνοκορφές. Κι οι Γήινοι, που κατέβηκαν
απ' τα ουράνια, είχαν κοιτάξει από ψηλά, ποτάµια και λόφους, άρειανές
τοποθεσίες που παρέµεναν δίχως δνοµα παρόλο τ' όνοµά τους. Κάποτε οι
Αρειανοί έχτισαν πόλεις, και τους βρήκαν ένα όνοµα. Σκαρφάλωσαν στα
βουνά, και τους έδωσαν δνοµα. Άρµένησαν µέσα σε θάλασσες, και τις
ονοµάτισαν κι αυτές. Κι έλιωσαν τα βουνά, και στέρεψαν οι θάλασσες, κι
οι πόλεις ερηµώθηκαν. Παρόλα αυτά, οι Γήινοι ένιωσαν µέσα τους µια
βουβή ενοχή που 'δωσαν καινούργιες ονοµασίες στους πανάρχαιους
εκείνους λόφους και πεδιάδες.
Ο άνθρωπος, ωστόσο, ζει µε το σύµβολο και το χαρακτηριστικό. Τα
ονόµατα δόθηκαν.
Ο κύριος Μπίτεριν ένιωθε κατάµονος µέσα στο περιβόλι του, κάτω
απ' τον άρειανό ήλιο, ένας αναχρονισµός γονατισµένος εκεί, φυτεύοντας
λουλούδια της Γης σ' ένα άγριο χώµα.
Να σκέφτεσαι. Να µην πάψεις να σκέφτεσαι. Κάθε στιγµή και
διαφορετικά πράγµατα. Κράτησε το νού σου µακριά απ' τη Γή, µακριά απ'
τον ατοµικό πόλεµο κι απ' τα χαµένα διαστηµόπλοια.
Είχε ιδρώσει. Κοίταξε γύρω του. Κανείς δεν πρόσεχε. Έβγαλε τη
γραβάτα του. Μεγάλη τόλµη, συλλογίστηκε. Πρώτα, έβγαλες το σακάκι
σου, και τώρα τη γραβάτα. Την κρέµασε προσεχτικά σε µια ροδακινιά που
την είχε φέρει άπά τη Γή, απ' τη Μασαχουσέτη, µικρό βλαστάρι ακόµα.
Ξαναγύρισε στη φιλοσοφία του για τις ονοµασίες και τα βουνά. Οι
Γήινοι είχαν αλλάξει ονοµασίες. Τώρα υπήρχαν Πεδιάδες του Χόρµελ,
Θάλασσες του Ρούζβελτ, Λόφοι του Φορντ, 'Οροπέδια Βάντερµπιλτ,
Ποταµοί Ροκφέλλερ, ναι, ναι, πάνω στον Άρη. ∆εν ήταν σωστό. Οι
Αµερικανοί άποικοι του Νότου είχαν φερθεί σοφά, δίνοντας αρχαίες
Ινδιάνικες ονοµασίες βοσκότοπων: Γουίσκονσιν, Μιννεζότα, Άιντάχο,
Οχάιο κλπ. Άρχαία ονόµατα, αρχαία νοήµατα.
Κοιτάζοντας µ' άγριο βλέµµα τα βουνά, συλλογίστηκε: είστε εκεί
πάνω λοιπόν; Όλοι εσείς οι νεκροί Άρειανοί; Εδώ είµαστε και µείς, µονάχοι
κι αποκοµµένοι! Γιατί δεν κατεβαίνετε λοιπόν, γιατί δε µας διώχνετε;
Είµαστε αβοήθητοι!
Φύσηξε ο άνεµος, κι έριξε πάνω του, βροχή τα λουλούδια της
ροδακινιάς.
Άπλωσε το λιοκαµένο χέρι του κι άφησε µια µικρή φωνή. Άγγιξε τα
λουλούδια, γέµισε τη χούφτα του. Τα γύρισε απ' την άλλη µεριά, τ' άγγιξε
πάλι, τα ξανάγγιξε. Τότε ήταν που φώναξε τη γυναίκα του.
«Κόρα!»
Η Κόρα ξεπρόβαλε σε κάποιο παράθυρο. Έτρεξε πράς αυτήν.
«Κόρα! Κοίταξε αυτά τα λουλούδια!»
Η Κόρα τα πήρε στα χέρια της.
«Βλέπεις; Είναι διαφορετικά. Έχουν αλλάξει! ∆εν είναι πια άνθη
ροδακινιάς!»
«Κοίταξε µε στα µάτια», είπε η Κόρα.
«Όχι, δεν είναι. Έχουν αλλάξει. ∆εν ξέρω πως. Ένα πέταλο
παραπάνω, ένα φύλλο, κάτι, η µυρωδιά, το άρωµα !»
Τα παιδιά είχαν γυρίσει τρέχοντας. Έτσι πρόφτασαν να δούνε τον
πατέρα τους να χυµάει στα περιβόλι, και ν' αρχίσει να ξεριζώνει
ραπανάκια, κρεµµύδια και καρότα απ' τη γή.
«Κόρα, έλα να δεις!»
Φούχτιαζαν τα κρεµµύδια, τα ραπανάκια, τα καρότα, πότε ο ένας,
πότε ο άλλος.
«Μοιάζουνε µε καρότα; Πες µου!»
«Ν... ναι! Όχι!» Κόµπιασε η Κόρα: «∆εν ξέρω».
«Έχουν αλλάζει».
«Μπορεί».
«Το ξέρεις ότι έχουν αλλάξει! Κρεµµύδια, µα όχι κρεµµύδια εντελώς,
καρότα, µα όχι εντελώς καρότα. ∆οκίµασε: είναι τα ίδια, µα διαφορετικά.
Μύρισε: δε µυρίζουν όπως µύριζαν συνήθως». Ένιωσε την καρδιά του να
βουλιάζει, και φοβόταν. Έχωσε τα δάχτυλα του στο χώµα: «Κόρα, τι
συµβαίνει; Τι είν' όλο αυτό; Πρέπει ν' αποφύγουµε να τα φάµε». Έτρεχε
έξαλλος µες στο περιβόλι, αγγίζοντας το καθετί, τα δέντρα, τα λουλούδια:
«Τα τριαντάφυλλα! Κοίτα τα τριαντάφυλλα! Γίνονται πράσινα!»
Στάθηκαν κοιτάζοντας τα πράσινα τριαντάφυλλα.
∆υό µέρες αργότερα, ήρθε τρέχοντας ο Ντάν: «Ελάτε να δείτε την
αγελάδα. Κει πού την άρµεγα, το είδα! Ελάτε λοιπόν!»
Μπήκαν στο στάβλο και κοίταζαν τη µια και µοναδική αγελάδα τους.
Στο κεφάλι της είχε αρχίσει να φυτρώνει ένα τρίτο κέρατο.
Και η πρασιά µπροστά στο σπίτι τους, σιγά σιγά και ανεπαίσθητα,
άλλαζε χρώµα κι αυτή κι έπαιρνε το κόκκινο της ανοιξιάτικης βιολέτας.
«Πρέπει να φύγουµε», είπε ο Μπίτεριν: «Θα τα φάµε όλα αυτά και θ'
αλλάξουµε... θα γίνουµε ποιος ξέρει τι; Κι αυτό δε θα το επιτρέψω. Μας
µένει µόνο ένα πράγµα. Να τα κάψουµε!»
«∆εν είναι δηλητηριασµένα».
«Κι όµως είναι. ∆ηλητηριάζονται σιγά σιγά. ∆εν το καταλαβαίνεις.
Σιγά σιγά και ανεπαίσθητα. ∆εν πρέπει να τ' αγγίξουµε».
Κοίταζαν µε τρόµο το σπίτι τους: «Ακόµα και το σπίτι. Κάτι του 'χε
κάνει ο αέρας. Το 'χει κάψει ο αέρας. Τη νύχτα το καίει η καταχνιά. Τα
ξύλα, κοίτα τα ξύλα. Έχουν σκεβρώσει. Αυτό πια δεν είναι σπίτι Γήινου».
«Ω, διαρκώς η φαντασία σου!»
Φόρεσε το σακάκι του και τη γραβάτα: «Θα πάω στην πόλη. Πρέπει
κάτι να κάνω. Θα γυρίσω σύντοµα».
«Μια στιγµή Χάρρυ!» φώναξε η γυναίκα του.
Μα αυτός είχε φύγει.
Στην πόλη, οι άνθρωποι της Γής κάθονταν στο σκιερό κατώφλι του
µπακάλικου, κι είχαν τα χέρια τους περασµένα γύρω στα γόνατα τους, και
συζητούσαν νωχελικά, δίχως τίποτα να συµβαίνει.
Ο κύριος Μπίτεριν ένιωσε την ανάγκη να πυροβολήσει στον αέρα.
Τι κάνετε ηλίθιοι εκεί πέρα! συλλογίστηκε. Κάθεστε εκεί σα να µη
συµβαίνει τίποτε. ∆ε µάθατε τα νέα βλάκες; Αποκλειστήκαµε σ' αυτό τον
πλανήτη. Κουνηθείτε λοιπόν! ∆ε φοβόσαστε; ∆εν τρέµετε; Τι θα κάνετε;
«Γεια σου Χάρρυ», τον χαιρετούσαν αυτοί.
«Ακούστε», τους είπε: «Φαντάζοµαι να µάθατε τα χτεσινά νέα».
Αυτοί κούνησαν το κεφάλι τους και χαµογέλασαν: «Και βέβαια τα
µάθαµε Χάρρυ».
«Τι θα κάνετε τώρα;»
«Τι θα κάνουµε; Τι µπορούµε να κάνουµε Χάρρυ;»
«Να φτιάξουµ' ένα πύραυλο. Να τι µπορούµε να κάνουµε!»
«Πύραυλο; Πύραυλο είπες Χάρρυ; Να πάµε που; Σ' αυτή την
κοσµοχαλασιά εκεί κάτω; Τ' είν' αυτά που λές Χάρρυ;»
«Μα δε γίνεται να µ η θέλετε να γυρίσετε στη Γή. ∆εν είδατε τις
ροδακινιές, τα κρεµµύδια, το γρασίδι;»
«Κάτι είδαµε κι εµείς Χάρρυ», είπε ένας απ' αυτούς.
«∆ε σας τροµάζει;»
«∆ε θυµάµαι να µε τρόµαζε και τόσο πολύ».
«Ηλίθιοι!»
«Έλα τώρα Χάρρυ».
Ο Μπίτεριν ήθελε να φωνάζει: «Έχετε υποχρέωση να δουλέψετε µαζί
µου. Αν µείνουµε εδώ, θα µεταµορφωθούµε όλοι µας! Ο αέρας! ∆εν τον
νιώθετε; Κάτι πλανιέται στον αέρα. Κάποιος... ιός ίσως, κάποιος Άρειανός
ιός, κάποιος σπόρος, κάτι σα γύρι. Ακούστε µε!»
Οι άλλοι τον κοίταζαν σωπαίνοντας.
«Σάµ», είπε σε κάποιον απ' αυτούς.
«Σ' ακούω Χάρρυ».
«Θα µε βοηθήσεις να φτιάξουµε ένα πύραυλο;»
«Χάρρυ, έχω ολόκληρο στοκ από µέταλλο στο µαγαζί µου, και
σχέδια πολλά. Αν θές να δουλέψεις εκεί τον πύραυλο σου, καλώς να
ορίσεις. Θα σου πουλήσω το µέταλλο για πεντακόσια δολάρια. Αν
δουλέψεις µόνος σου, υπολογίζω πως θα µπορέσεις να κατασκευάσεις ένα
τέλειο πύραυλο σε... τριάντα περίπου χρόνια».
Γέλασαν όλοι.
«Μή γελάτε».
Ο Σάµ τον κοίταζε µε καλόκαρδη διάθεση.
«Σάµ...» είπε ο Μπίτεριν: «Τα µάτια σου...»
«Τι έχουνε τα µάτια µου Χάρρυ;»
«Γκρίζα δεν ήτανε τα µάτια σου;»
«Πού να θυµάµαι τώρα».
«Ήτανε γκρίζα, το θυµάµαι καλά».
«Πού θές να καταλήζεις Χάρρυ;»
«Στ' ότι δεν είναι γκρίζα πια. Είναι χρυσοκίτρινα».
«Αλήθεια Χάρρυ;» είπε ανέµελα ο Σάµ.
«Κι είσαι... κάπως ψηλότερος και λεπτότερος...»
«Ίσως και να 'χεις δίκιο Χάρρυ».
«Σάµ, δε θα 'πρεπε να 'ναι χρυσοκίτρινα τα µάτια σου».
«∆ε µου λες Χάρρυ. Τα δικά σου τα µάτια, τι χρώµα έχουν;»
«Τα δικά µου; Γαλανά βέβαια».
«Κοίτα δω!» είπε ο Σάµ, και του άπλωσε ένα µικρά καθρέφτη:
«Κοιτάζου στάν καθρέφτη».
∆ίστασε ο Μπίτεριν, κι έπειτα σήκωσε τα καθρεφτάκι ως το πρόσωπο
του.
Ανεπαίσθητες, αχνές ανταύγειες από χρυσά µέταλλο έλαµπαν στα
γαλανά µάτια του.
«Κοίτα τι έκανες!» είπε σε λίγο ο Σάµ: «Έσπασες τάν καθρέφτη
µου».
Ο Χάρρυ Μπίτεριν εγκαταστάθηκε στα συνεργείο του Σάµ, κι άρχισε
να κατασκευάζει τάν πύραυλο. Άνθρωποι έστεκαν στην ανοιχτή πόρτα, και
µιλούσαν και καλαµπουριζαν δίχως να υψώνουν τη φωνή τους. Πότε πότε,
του έδιναν κι ένα χεράκι για να τάν βοηθήσουν να σηκώσει κάτι. Αλλά τις
περισσότερες φορές, στέκονταν άπραγοι και τάν κοίταζαν µε τα
χρυσοκίτρινα µάτια τους.
«Ώρα για φαγητό Χάρρυ», έλεγαν.
Η γυναίκα του εµφανιζόταν στην πόρτα µ' ένα καλάθι στα χέρι.
«∆ε θα Τ' αγγίζω», έλεγε ο Χάρρυ: «Θα φάω µόνο απ' αυτά που
υπάρχουν στα ψυγείο µας. Τρόφιµα απ' τη Γή. Τίποτ' απ' αυτά που
φυτέψαµε στα περιβόλι µας».
Η γυναίκα του στεκόταν και τάν κοίταζε: «Χάρρυ, δεν µπορείς να
φτιάξεις πύραυλο».
«∆ούλεψα κάποτε σε συνεργείο, όταν ήµουνα είκοσι χρονών. Ξέρω
άπά σίδερα. Απ' τη στιγµή που το 'βαλα µπροστά, οι άλλοι θα βοηθήσουν»,
έλεγε χωρίς να την κοιτάζει, απλώνοντας µπροστά του τα σχέδια.
«Χάρρυ, ώ Χάρρυ», έλεγε η Κόρα απελπισµένη.
«Πρέπει να φύγουµε Κόρα! Πρέπει να φύγουµε άπά δω!»
Τις νύχτες λυσσοµανούσε ο άνεµος. Φυσούσε ακάθεκτος προς τ'
άδεια και φεγγαροφωτισµένα θαλασσινά λιβάδια, περνώντας µες από τις
κατάλευκες και µικροσκοπικές ρυµοτοµηµένες πολιτείες που κοίτονταν στα
χαµηλά, φορτωµένες δεκάδων χιλιάδων χρόνων ιστορία. Στόν καταυλισµό
των Γήινων, το σπίτι των Μπίτεριν έστεκε ασάλευτο µε µια υπόνοια
αλλαγής στο σκελετό του.
Ξαπλωµένος στο κρεβάτι του, ο κύριος Μπίτεριν, ένιωθε τα κόκαλα
του ν' αλλάζουν µορφή, να λιώνουν σαν το χρυσάφι. Η γυναίκα του,
ξαπλωµένη πλάι του, ήταν µελαχρινή από αναρίθµητα ηλιόλουστα
απογεύµατα. Ήταν µελαχρινή κι είχε µάτια χρυσά, µαύρη σχεδόν από τον
ήλιο, και κοιµόταν. Και τα παιδιά µεταλλικά µες στα κρεβάτια τους, κι ο
άνεµος να µουγκρίζει µέσα στην εγκατάλειψη και την ερηµιά και να
µεταµορφώνει τις παλιές ροδακινιές, το βιολετί γρασίδι, ταρακουνώντας
πράσινα ροδοπέταλα.
Ο φόβος δε σταµατούσε. Τού 'χε αρπάξει το λαιµό και την καρδιά.
Έσταζε σαν υγρασία απ' το χέρι, απ' τον κρόταφο κι απ' την τρεµάµενη
παλάµη.
Ένα πράσινο άστρο υψώθηκε στην ανατολή.
Και µια παράξενη λέξη ανέβηκε στα χείλη του.
« Ι ό ρ ρ τ. Ι ό ρ ρ τ ». Την επανέλαβε πολλές φορές.
Ήταν µια λέξη αρειανή. Κι ο Μπίτεριν δεν ήξερε αρειανά.
Σηκώθηκε απ' το κρεβάτι του, στη µέση της νύχτας, κι έτρεξε στο
τηλέφωνο. Θα 'παίρνε τον Σίµπσον, τον Σίµπσον, τον αρχαιολόγο.
«Σίµπσον, τι σηµαίνει η λέξη Ιόρρτ;»
«Ιόρρτ; Μα έτσι λέγεται η Γή στη γλώσσα των Άρειανων. Γιατί
ρωτάς;»
«∆εν υπάρχει ιδιαίτερος λόγος».
Το τηλέφωνο γλίστρησε απ' τα χέρια του.
«Εµπρός, εµπρός, εµπρός» η φωνή µες στο τηλέφωνο ενώ ο Μπίτεριν
καθόταν κοιτάζοντας έξω το πράσινο άστρο. «Μπίτεριν; Χάρρυ, είσαι
εκεί;»
Κι oι µέρες γέµισαν µεταλλικούς ήχους. Ο Μπίτεριν έστησε το
σκελετό του πύραυλου µε την ακούσια βοήθεια τριών αδιάφορων
ανθρώπων. Σε µια ώρα µέσα, ένιωσε τόσο αποκαµωµένος που
αναγκάστηκε να καθίσει.
«Το ύψος!» γέλασε κοροϊδευτικά ο ένας.
Άραγε τρως Χάρρυ;» ρώτησε κάποιος άλλος.
«Τρώω», είπε αυτός οργισµένα.
«Απ' το δικό σου ψυγείο;»
«Ναι!»
«Αδυνατίζεις Χάρρυ».
«∆εν αδυνατίζω!»
«Και ψηλώνεις».
«Ψεύτη!»
Έπειτα από λίγες µέρες, η γυναίκα του τον πήρε παράµερα: «Χάρρυ,
το ψυγείο άδειασε πια. Τα 'φαγες όλα. ∆εν έµεινε τίποτε. Θ' αναγκαστώ
από δω και πέρα να φτιάχνω σάντουιτς από άλλα υλικά. .. Απ' το
περιβόλι!»
Ο Χάρρυ κάθισε βαρύς.
«Πρέπει να φας», είπε η Κόρα: «Αδυνάτισες».
«Ναι», είπε αυτός, και πήρε ένα σάντουιτς. Το άνοιξε, το κοίταξε, κι
άρχισε να το µασουλάει αργά αργά.
«Και µη δουλέψεις άλλο σήµερα», είπε η γυναίκα του. «Κάνει πολύ
ζέστη. Τα παιδιά θέλουν να κολυµπήσουν στο κανάλι, να περπατήσουν. Σε
παρακαλώ, µη µας χαλάς το χατήρι».
«∆εν µπορώ να σπαταλώ το χρόνο µου. Είµαστε σε κρίσιµη
κατάσταση!»
«Μονάχα για µια ώρα», επέµενε αυτή: «Θα σου κάνει καλό να
κολυµπήσεις».
Ο Μπίτεριν σηκώθηκε. Ήταν κάθιδρως: «Καλά, καλά. Άφησε µε
µόνο. Θα έρθω».
«Θα σου κάνει καλό Χάρρυ».
Η ήλιος ήταν ζεστός, η µέρα ήσυχη. Υπήρχε µόνο µια αφόρητη κάψα
πάνω στη γη. Προχώρησαν πλάι στο κανάλι, ο πατέρας, η µητέρα, και τα
παιδιά που έτρεχαν φορώντας το µαγιό τους. Σταµάτησαν κάπου κι έφαγαν
σάντουιτς µε κρέας. Ο Μπίτεριν είδε το δέρµα τους. Το χρώµα τους
βάθαινε, γινόταν καφετί. Κι είδε τα χρυσοκίτρινα µάτια της γυναίκας του
και των παιδιών του, τα µάτια τους που δεν ήταν ποτέ πριν χρυσοκίτρινα.
Τον έπιασε ένα ανάλαφρο ρίγος, που χάθηκε όµως κυµατιστά απ' το κορµί
του καθώς καθόταν µες στον ήλιο και χαιρόταν τη ζέστη. Ήταν κι αυτός
πολύ κουρασµένος για να φοβηθεί.
«Κόρα, πόσο καιρό είναι χρυσοκίτρινα τα µάτια σου;»
Ταράχτηκε αυτή... «Από πάντα, υποθέτω».
«Μήπως άλλαζαν τους τελευταίους τρεις µήνες, κι από καστανά που
ήταν...»
Η Κόρα δάγκωσε τα χείλη της: «Όχι! Γιατί ρωτάς;»
«Έτσι».
Και κάθισαν κατάχαµα.
«Τα µάτια των παιδιών», είπε, «είναι κι αυτά χρυσοκίτρινα».
«'Ορισµένες φορές, τα µάτια των παιδιών αλλάζουν χρώµα».
«Μπορεί λοιπόν κι εµείς να είµαστε παιδιά, έτσι δεν είναι;
Τουλάχιστον όσο βρισκόµαστε στον Άρη. Μια σκέψη κάνω...» και γέλασε:
«Θα κολυµπήσω».
Βούτηξαν µες στο νερό του καναλιού, κι ο Μπίτεριν αφέθηκε να
παρασυρθεί ως το βυθό σαν ένα χρυσό άγαλµα, κι έµεινε εκεί µέσα στην
πράσινη σιγή. Παντού βασίλευε η βαθιά γαλήνη του νερού, παντού
βασίλευε είρήνη. Ένιωθε το αργό και σταθερό ρεύµα να τόνε παρασύρει σα
φύλλο.
Αν µείνω εδώ κάτω για πολύ, συλλογίστηκε, το νερό θ' αρχίσει να
τρώει σιγά σιγά τις σάρκες µου ώσπου να φανούν τα κόκαλα µου σαν
κοράλια. Θα µείνω µονάχα σκελετός. Και τότε το νερό, µπορεί να χτίσει
πάνω σ' αύτο το σκελετό µου.,. ώ πόσα πράγµατα! Πράσινα, κόκκινα,
γαλάζια, κίτρινα. Αλλαγή. Μεταµόρφωση. Αργή, βαθιά, βουβή αλλαγή. Μα
αυτό ακριβώς δε γίνεται και κ ε ι πάνω;»
Είδε τον ουρανό από πάνω του να βυθίζεται, τον ήλιο να γίνεται
αρειανός απ' την ατµόσφαιρα, το χρόνο και το χώρο.
Εκεί ψηλά, συλλογίστηκε, είν' ένας µεγάλος ποταµός, ένας αρειανός
ποταµός, κι όλοι εµείς βουλιαγµένοι µέσα του βαθιά, µέσα στα πέτρινα
σπίτια µας, µέσα στα βυθισµένα λίθινα σπίτια µας, κρυµµένοι σαν τις
καραβίδες, και το νερό να ξεπλένει τ' αρχαία σώµατα µας και να λεπταίνει
τα κόκαλα και να µας κάνει...
Ανέβηκε στην επιφάνεια γλιστρώντας µες στ' απαλό φώς.
Ο Ντάν καθόταν στην όχθη του καναλιού κοιτάζοντας τον πατέρα
του µε σοβαρή µατιά.
« Ο ύ θ α », είπε.
«Πως;» έκανε ο πατέρας του.
Το αγόρι χαµογέλασε: «Άφού ξέρεις! Ούθα στη γλώσσα των
Άρειανών σηµαίνει 'Πατέρα'».
«Πού την έµαθες αυτή τη λέξη;»
«∆εν ξέρω. Κάπου, Ούθα ! »
«Τι θές;»
Το αγόρι κόµπιασε: «Να... θέλω γ' αλλάξω τ' ονοµά µου».
«Να το αλλάξεις;»
«Nαι».
Κείνη την ώρα, πλησίασε κι η µητέρα κολυµπώντας: «Τι συµβαίνει
µε τον Ντάν; Κάτι για ονόµατα άκουσα».
Ο Ντάν κουνιόταν νευρικά: «Προχτές µε φώναζες, θυµάσαι; Ντάν,
Ντάν. ∆εν άκουγα τίποτα. Και είπα µέσα µου: αυτό δεν είναι τ' όγοµά µου.
Έχω κάποιο καινούργιο όνοµα, κι αυτό θέλω να χρησιµποιώ».
Ο κύριος Μπίτεριν αποµακρύνθηκε απ' το κανάλι. Ένιωθε το σώµα
του να παγώνει, και την καρδιά του να βουλιάζει αργά: «Ποιο είναι αυτό
το καινούργιο όνοµα;»
«Λίνλ! ∆εν είναι όµορφο όνοµα; Μπορώ να το χρησιµοποιώ; Έλα
µπαµπά, σε παρακαλώ, µπορώ να το χρησιµοποιώ;»
Ο κύριος Μπίτεριν έπιασε το κεφάλι του. Έφερε στο µυαλό του
εκείνο τον ηλίθιο πύραυλο, είδε τον εαυτό του να δουλεύει ολοµόναχος,
ολοµόναχος ακόµα και µέσα στην ίδια του την οίκογένεια. Τι µόνος που
ένιωθε!
Άκουσε τη γυναίκα του να λέει, «Γιατί όχι;»
Άκουσε και τον εαυτό του να λέει, «Ναι, µπορείς να το
χρησιµοποιείς».
«Γιάχααα!» ξεφώνισε το αγόρι: «Είµαι ο Λίνλ, ο Λίνλ!» Έφυγε
τρέχοντας, ξεφωνίζοντας και χοροπηδώντας προς τα κάτω, προς τ' ανοιχτά
λιβάδια.
Ο κύριος Μπίτεριν κοίταζε τώρα τη γυναίκα του: «Γιατι το κάναµε
αυτό;»
«∆εν ξέρω», είπε εκείνη: «Απλώς, δε µου φάνηκε κακή ιδέα».
Περπάτησαν κι έφτασαν στούς λόφους. Περιπλανήθηκαν περνώντας
µες από πανάρχαια ψηφιδωτά δροµάκια, πλάι από στέρνες γεµάτες ακόµα
µε νερό. Και τα δροµάκια ήτανε σκεπασµένα µε µια λεπτή µεµβράνη
δροσερό νερό ολόκληρο το καλοκαίρι. Και τα γυµνά σου πόδια
δροσίζονταν οληµερίς έτσι καθώς τσαλαβατούσες σαν σε ακροθαλασσιά.
Έφτασαν σε µια µικρή έρηµη άρειανή βίλα χτισµένη στην κορφή
ενός λόφου, απ' όπου η θέα προς την κοιλάδα ήταν υπέροχη. Γαλάζιοι
µαρµάρινοι διάδροµοι, µεγάλες τοιχογραφίες, µια πισίνα, Ολόδροση
ατµόσφαιρα µέσα σ' αυτή τήν καφτή καλοκαιριάτικη ώρα. Οι Άρειανοί δεν
πίστευαν στις µεγάλες πολιτείες.
«Τι όµορφα που είναι!» είπε η κυρία Μπίτεριν. «Μακάρι να
µπορούσαµε να µετακοµίσουµε σ' αυτή τη βίλα και να περάσουµε εδώ το
καλοκαίρι µας».
«Τι είν' αυτά που λές;» είπε ο άντρας της: «Θα γυρίσουµε στην πόλη.
Έχω πολλή δουλιά ακόµα µε τον πύραυλο».
Μα καθώς δούλευε εκείνη τη νύχτα, η σκέφη της δροσερής και
γαλάζιας µαρµάρινης βίλας τρύπωσε στο µυαλό του. Κι όσο οι ώρες
περνούσαν, τόσο κι ο πύραυλος έχανε τη σηµασία του.
Κυλούσαν oι µέρες κι οι βδοµάδες, κι ο πύραυλος ξεχνιόταν σιγά
σιγά κι εγκαταλείπονταν. Ο παλιός πυρετός είχε περάσει. Τρόµος τον
έπιανε όσο σκεφτόταν πως άφηνε έτσι να του γλιστράει µες απ' τα χέρια.
Μα νά·.. η κάψα, του καλοκαιριού, η βαριά ατµόσφαιρα, οι συνθήκες
δουλιάς...
Άκουσε τους ανθρώπους στο κατώφλι του συνεργείου που
κουβέντιαζαν σιγά:
«Φεύγουν όλοι. Το 'µαθες;»
«Όλοι! Πολύ ωραία».
Ο Μπίτεριν πρόβαλε στο άνοιγµα: «Και που πηγαίνουν;» Είδε δυό
καµιόνια φορτωµένα παιδιά και κάθε λογής έπιπλα να κατηφορίζουν στο
σκονισµένο δρόµο.
«Στις βίλες, εκεί πάνω», είπε ο ένας.
«Έι, Χάρρυ. Φεύγω! Φεύγει κι ο Σάµ. Έτσι δεν είναι Σάµ;»
«Φεύγω Χάρρυ. Εσύ; Τι θα κάνεις;»
«Έχω δουλιά να κάνω εδώ πέρα».
«∆ουλιά! Μπορείς να τελειώσεις τον πύραυλο σου το φθινόπωρο,
που θα 'ναι δροσερός ο καιρός».
Ο Μπίτεριν πήρε βαθιά αναπνοή: «Έστησα κιόλας το σκελετό».
«Το φθινόπωρο είναι καλύτερα...» κι οι φωνές τους ακούγονταν
ράθυµες µέσα στη ζέστη.
«Πρέπει να δουλέψω», είπε.
«Το φθινόπωρο», του εξήγησαν, κι ήταν τόσο αισθαντικοί, τόσο
σωστοί!
«Θα 'ναι καλύτερα το φθινόπωρο», συλλογίστηκε: «Τότε θα 'χω πολύ
καιρό στη διάθεση µου».
Όχι! κραύγαζε κάτι µέσα του, βαθιά, φυλακισµένο, έτοιµο να πνιγεί
απ' την ασφυξία. Όχι! Όχι!
«Το φθινόπωρο», είπε.
«Έλα λοιπόν Χάρρυ», είπαν όλοι µαζί.
«Ναι...» είπε, νιώθοντας τη σάρκα του να λιώνει µες στην καφτή,
ρευστή ατµόσφαιρα: «Ναι, το φθινόπωρο. Τότε θα ξαναρχίσω να
δουλεύω».
«Πήρα µια βίλα κοντά στο κανάλι του Τίρρα», είπε κάποιος.
«Εννοείς το Κανάλι του Ρούζβελτ, αν δεν κάνω λάθος».
«Τίρρα! Αυτή είν' η παλιά ονοµασία. Η αρειανή ονοµασία».
«Στο χάρτη όµως...»
«Ξέχασε τον το χάρτη. Τώρα λέγεται Τίρρα. Εγώ βρήκα µια
τοποθεσία πάνω στα Όρη Πιλλάν...»
«Εννοείς την Οροσειρά Ροκφέλλερ», είπε ο Μπίτεριν.
«Εννοώ τα Όρη Πιλλάν», είπε ο Σάµ,
«Ναι... έχεις δίκιο», είπε ο Μπίτεριν, βουλιαγµένος µες στην καφτή,
αποχαυνωτική ατµόσφαιρα: «Τα Όρη Πιλλάν».
Την άλλη µέρα, µες στο ζεστό, ήσυχο απόγευµα, όλη η οικογένεια
Μπίτεριν ετοίµαζε την αναχώρηση της. Η Λώρα, ο Ντάν, κι ο Νταίηβιντ
κουβαλούσαν πακέτα και τα φόρτωναν στο καµιόνι. Η Λώρα, ο Ντάν κι ο
Νταίηβιντ, ή αλλιώς, η Τίλ, ο Λίνλ, και ο Βέρ.
Τα έπιπλα εγκαταλείφθηκαν όλα στη µικρή άσπρη καλύβα.
«Ήταν καλά για τη Βοστώνη. Έκαναν τη δουλιά τους µια χαρά», είπε
η µητέρα: «Ακόµα κι εδώ, στην καλύβα µας. Στή βίλα όµως; Όχι. Θα τα
πάρουµε όταν γυρίσουµε το φθινόπωρο».
Ακόµα κι ο Μπίτεριν ένιωθε ήρεµος.
«Έχω µερικές ιδέες για την επίπλωση της βίλας», είπε ο Μπίτεριν
έπειτ' από λίγο: «Μεγάλη, άνετη επίπλωση».
«Κι η εγκυκλοπαίδεια σου; ∆ε θα την πάρεις µαζί σου;»
Ο κύριος Μπίτεριν κοίταζε κάπου µακριά: «Θα 'ρθω την άλλη
βδοµάδα και θα την πάρω;;.
Στράφηκαν τώρα στην κόρη τους: «Τι θα πάρεις µαζί σου; Τα ρούχα
που φόραγες στη Νέα Υόρκη;»
Ταραγµένο το κορίτσι τους κοίταζε: «Τι να τα κάνω; ∆εν τα
χρειάζοµαι πια».
Έκλεισαν το γκάζι, το νερό, κλείδωσαν τις πόρτες κι έφυγαν. Ο
πατέρας κάθισε στο τιµόνι.
«Να πάρει ο διάβολος, δεν πήραµε τίποτα µαζί µας», είπε: «Αν
σκεφτείς τι κουβαλήσαµε στον Άρη, αυτά που παίρνουµε µαζί µας είναι
µόνο µια χούφτα».
Κι έβαλε µπρος.
Κοίταζε ώρα πολλή το µικρό άσπρο καλύβι, κι όπως το κοίταζε,
ένιωσε τη λαχτάρα να τρέξει κοντά του, να το αγγίξει, να το αποχαιρετήσει,
γιατί ένιωσε σα να 'φευγε σε µακρινό ταξίδι, αφήνοντας πίσω του κάτι όπου
δε θα ξαναγύριζε πια ποτέ, κι ούτε ποτέ θα το καταλάβαιvε και πάλι.
Έκείνη ακριβώς τη στιγµή, κατηφόριζε ένα άλλο καµιόνι. Ήταν ο
Σάµ κι η φαµίλια του.
«Γεια, σου Μπίτεριν! Φεύγουµε!»
Το καµιόνι κύλησε προς τα κάτω βγαίνοντας απ' την πόλη πάνω στην
παλιά δηµοσιά. Υπήρχαν άλλα εξήντα καµιόνια που ταξίδευαν προς την
ίδια κατεύθυνση. Η πόλη βούλιαξε στη βουβή και βαριά σκόνη που
σήκωσε το πέρασµα τους. Τα νερά των καναλιών γυάλιζαν πάντα γαλανά
στον ήλιο, κι ένας ήσυχος άνεµος άχνοσάλευε µες στούς παράξενους
δρόµους.
«Ας πούµε αντίο στην πόλη!» είπε ο κύριος Μπίτεριν.
«Αντίο, αντίο», είπε κι η οικογένεια µε µια κίνηση αποχαιρετισµού.
Κι ούτε ξανακοίταξαν πίσω τους.
Το καλοκαίρι ρούφηξε τα νερά απ' τα κανάλια. Το καλοκαίρι σάλευε
σαν άπληστη φλόγα πάνω στα λιβάδια. Μέσα στον άδειο καταυλισµό των
Γήινων, τα µπογιατισµένα σπίτια ξεφλούδιζαν κι έπεφταν οι σοβάδες.
Λαστιχένιες ρόδες, που µ' αυτές κολύµπησαν κάποτε τα παιδιά, κρέµονταν
τώρα σα σταµατηµένα ρολόγια µες στην καφτή ατµόσφαιρα.
Μέσα στο συνεργείο, ο σκελετός του πύραυλου άρχισε κι αυτός να
σκουριάζει.
Φθινόπωρο, κι ο κύριος Μπίτεριν, πολύ µελαχρινός τώρα, µε µάτια
όσο ποτέ χρυσοκίτρινα, στεκόταν στην πλαγιά πάνω απ' τη βίλα,
κοιτάζοντας κάτω την πεδιάδα.
«Καιρός να γυρίσουµε», είπε η Κόρα.
«Ναι, µα δε θα φύγουµε από δω», είπε ήρεµα ο άντρας της: «Τίποτα
πια δεν υπάρχει εκεί κάτω».
«Τα βιβλία σου», είπε αυτή: «Τα όµορφα ρούχα σου. Το κοµψό σου
ι λ λ έ ς και κείνα τα λεπτά ί ο ρ ο υ έ λ ε ρ έ».
«Η πόλη είναι άδεια. Κανείς δεν πρόκειται να γυρίσει», είπε αυτός:
«Και δεν υπάρχει λόγος να γυρίσουµε, κανένας λόγος».
Η κόρη κένταγε, και τα παιδιά έπαιζαν τραγούδια σε αρχαία
σουραύλια και πίπιζες, κι άντηλαλούσε το γέλιο τους σ' ολόκληρη τη
µαρµαρένια βίλα.
Ο κύριας Μπίτεριν κοίταζε τον καταυλισµό των Γήινων, κάτω στο
βάθος της πεδιάδας: «Τι κακόγουστα, τι γελοία σπίτια που έχτιζαν οι
Γήινοι!»
«∆εν ήξεραν και τίποτε καλύτερο», µουρµούριζε η γυναίκα του:
«Αποτρόπαια όντα. Πανάσχηµα! Είµαι πολύ χαρούµενη που φύγανε».
Κοιτάχτηκαν άξαφνα κι οι δυό, στα µάτια, φοβισµένοι
µ' αυτά που τους ξέφυγαν απ' τα χείλη. Έπειτα γέλασαν.
«Πού πήγαν άραγε;» αναρωτιόταν ο άντρας. Κοίταζε τη γυναίκα του.
Είχε ένα χρώµα χρυσαφένιο, κι ήταν φιλόλιγνη όπως η κόρη της. Τον
κοίταζε κι αυτή, κι έµοιαζε τόσο νέος, σχεδόν παιδί σαν το µεγάλο τους
για.
«∆εν ξέρω», είπε αυτή.
«Μπορεί να κατέβουµε στην πόλη του χρόνου, ίοως τον άλλο χρόνο,
ίσως και τον επόµενο», είπε ο άντρας, µαλακά: «Ζεσταίνοµαι τώρα. Τι θά
'λεγες για µια βουτιά;»
Γύρισαν την πλάτη τους στην πεδιάδα. Κατέβηκαν σιωπηλοί,
πιασµένοι χέρι χέρι, µες από 'να µονοπάτι που δροσιζόταν σ' ένα
πεντακάθαρο ανοιξιάτικο νερό.
Έπειτα από πέντε χρόνια, κάποιος πύραυλος κατέβηκε απ' τον
ουρανό. Στάθηκε αχνιστός καταµεσής στην πεδιάδα. Οι πόρτες άνοιξαν, κι
οι άνθρωποι πήδησαν έξω φωνάζοντας.
«Τέλειωσε ο πόλεµος στη Γή. Κερδίσαµε ε µ ε ί ς! Κι ήρθαµε να σάς
σώσουµε! Ακούτε;»
Μα η µικρή αµερικάνικη πολιτεία, µε τα σπίτια της, τις ροδακινιές
και τα θέατρα της έµενε βουβή. Βρήκαν κι ένα σκουριασµένο σκελετό
πύραυλου που σάπιζε σ' ένα άδειο συνεργείο.
Οι άνθρωποι του πύραυλου άρχισαν να ψάχνουν στους λόφους. Ο
κυβερνήτης εγκατάστησε το στρατηγείο του σ' ένα εγκαταλειµµένο µπαρ,
Ο υπασπιστής του γύρισε πίσω για ν' αναφέρει:
«Η πόλη είναι άδεια αρχηγέ, αλλά βρήκαµε ιθαγενείς πάνω στους
λόφους. Μελαχρινά πλάσµατα. Μαύροι. Κίτρινα µάτια. Άρειανοί. Μας
φέρθηκαν πολύ φιλικά. ∆ε µιλήσαµε πολύ. Μαθαίνουν γρήγορα αγγλικά.
Είµαι βέβαιος ότι οι σχέσεις µας µαζί τους θα είναι απόλυτα φιλικές»·
«Μαύροι, έ;» µουρµούρισε ο κυβερνήτης µέσα στα δόντια του:
«Πόσοι;»
«Εξακόσιοι, οχτακόσιοι θα έλεγα. Μένουν σε κείνα τα µαρµάρινα
ερείπια, πάνω στους λόφους. Είναι ψηλοί, γεµάτοι υγεία. Όµορφες
γυναίκες».
«Μήπως σου είπαν τι απέγιναν όλοι αυτοί οι άνθρωποι της Γης,
άντρες και γυναίκες, που έχτισαν αυτό τον καταυλισµό;»
«∆εν έχουν την παραµικρή ιδέα για το τι έγινε σ' αυτή την πόλη και
τους κατοίκους της».
«Περίεργο. Πιστεύεις ότι τους σκότωσαν αυτοί οι Άρειανοί ;»
«Μα φαίνονται φοβερά φιλήσυχοι. Το πιο πιθανό είναι να έπεσε
πανούκλα στην πόλη, αρχηγέ».
«Ίσως. Θα 'ναι από κείνα τα µυστήρια που δεν µπορούµε γά
ξεδιαλύνουµε ποτέ. Από κείνα τα µυστήρια που συνήθισες να διαβάζεις».
Ο κυβερνήτης κοίταξε το δωµάτιο, τα σκονισµένα παράθυρα, τα
γαλάζια βουνά που υψώνονταν µακριά, τα κανάλια πού αχνοσάλευαν στα
φως, κι άκουσε τον απαλό άνεµο στην ατµόσφαιρα. Ανατρίχιασε. Αλλά
συνήλθε γρήγορα. Πάνω σ' ένα άδειο τραπέζι, ξεδίπλωσε ένα τεράστιο
χάρτη.
«Μας περιµένει πολλή δουλιά Υπαρχηγέ». Η φωνή του βούιζε για
ώρα πολλή καθώς µιλούσε ήρεµα και σταθερά, καθώς ο ήλιος βυθιζόταν
πίσω από τους γαλάζιους λόφους. «Θα χτιστούν νέοι καταυλισµοί. Θα
ψάξουµε για ορυκτό πλούτο. Θα κληθούν ειδικοί βακτηριολόγοι. Θ'
αναλάβουν το έργο. Ολόκληρο το έργο. Οι παλιές αναφορές χάθηκαν. Θα
χρειαστεί να ξαναφτιάξουµε το χάρτη απ' την αρχή. Νέες ονοµασίες στα
βουνά, στα ποτάµια και τα τέτοια. Χρειάζεται λίγη φαντασία. Για να δούµε.
Τι θα 'λεγες αν ονοµάζαµε εκείνα τα βουνά Οροσειρά του Λίνκολν, εκείνο
το κανάλι Κανάλι του Γουώσινγκτον, τους λόφους εκείνους... µια στιγµή!
Μπορούµε να δώσουµε µια δική σου ονοµασία σ' αυτούς τους λόφους.
∆ιπλωµατική αβρότης. Κι εσύ, βέβαια, θα αυτονοµάσεις προς χάρη µου µια
πόλη. Κι αύτην εδώ... γιατί να µην την ονοµάσουµε Κοιλάδα του Αίνστάιν;
Κι αυτή εκεί κάτω... Υπαρχηγέ µ' α κ ο ύ ς;»
Ο υπαρχηγός πήρε το βλέµµα του βιαστικά απ' το γαλάζιο χρώµα και
την απαλή οµίχλη των λόφων πέρα απ' την πόλη, εκεί όπου είχε βυθιστεί
στοχαστικά...
«Πώς; Ω, βέβαια, κύριε! Σάς ακούω!»
Το τραµ
Το πρώτο φως έξω απ' τη στέγη. Ξηµερώµατα. Τα φύλλα πάνω ο' όλα
τα δέντρα τρέµουν µ' ένα απαλό ξύπνηµα σε κάθε αύρα που µπορεί να
χαρίσει η αυγή. Σε λίγο, άπα µακριά, στρίβοντας πάνω σε δυό ασηµένιες
γραµµές, ξεπροβάλλει το τραµ πού ταλαντεύεται πάνω σε τέσσερις µικρούς
γαλάζιους τροχούς, κι είναι βαµµένο στο χρώµα άγουρου πορτοκαλιού.
Επωµίδες από θαµπό µπρούντζο το σκεπάζουν, και χρυσαφένιες
σωληνώσεις. Το ασηµένιο καµπανάκι του αντιλαλεί χαρούµενο κάθε φορά
που ο παλιός οδηγός του το χτυπά µε το φθαρµένο παπούτσι του. Τα ψηφία
στην πρόσοψη και στα πλάγια του τραµ λαµποκοπάνε σα λεµόνια. Μέσα
στο τραµ, τα καθίσµατα του τρυπούν το ύφασµα σαν πράσινα παγωµένα
βούρλα. Κάτι σαν ένα ανάλαφρο καµτσίκι ο τρολλές, χτυπά πάνω απ' τη
στέγη του σαρώνοντας τις κάµπιες απ' τα δέντρα, ψηλά, εκεί απ' όπου
αντλεί την κίνηση του. Από τα δέντρα, ψηλά, εκεί απ' όπου αντλεί την
κίνηση του. Από κάθε παράθυρο εισβάλλει ένα άρωµα, το γαλάζιο και
µυστικό άρωµα από καλοκαιριάτικες καταιγίδες και κεραυνούς, που
διαπερνάει τα πάντα.
Το τραµ, µονάχο του, κατεβαίνει το µεγάλο δρόµο που τον σκιάζουνε
λεύκες. Τα γκρίζα γάντια του τραµβαγιέρη, µε απαλές κινήσεις, αγγίζουν
αδιάκοπα τους µπρούντζινους λεβιέδες.
Το µεσηµέρι, ο τραµβαγιέρης σταµάτησε στη µέση του τετραγώνου
και ξεπρόβαλε απ' το µικρό παράθυρο του: «Έι».
Κι ο Ντάγκλας κι ο Τσάρλυ κι ο Τόµ, και όλα τα παιδιά, αγόρια και
κορίτσια, είδαν το γκρίζο γάντι να τους γνέφει, και πήδηξαν από τα δέντρα,
πέταξαν τα κορίτσια το σκοινάκι πάνω στο γρασίδι, και το γρασίδι γέµισε
µ' άσπρα ασάλευτα φίδια, για να τρέξουν και να καθίσουν στα πράσινα
βελουδένια καθίσµατα. Το τραµ γέµισε. Ο κύριος Τρίντεν, ο οδηγός του,
είχε το γαντοφορεµένο χέρι του ακουµπισµένο πάνω στο χρηµατοδέκτη
καθώς οδηγούσε το τραµ µες απ' τους σκιερούς δρόµους του τετραγώνου.
«Έι!» φώναξε ο Τσάρλυ. «Πού πηγαίνουµε;»
«Είναι το τελευταίο δροµολόγιο», είπε ο κύριος Τρίντεν, µε τα µάτια
του καρφωµένα ψηλά, στο ηλεκτροφόρο σύρµα: «Τέρµα πια τα τραµ. Άπό
αύριο αρχίζουνε τα λεωφορεία. Κι εµένα θα µε στείλουν στο σπιτάκι µου,
συνταξιούχο πια. Γιαυτό, αποφάσισα να προσφέρω για όλους ένα τελευταίο
δροµολόγιο. Κοιτάτε έξω!»
Κι ο κύριος Τρίντεν γύριζε το µπρούντζινο χερούλι, και µούγκριζε το
τραµ και γυρόφερνε σε µιαν ατέλειωτη πράσινη γραµµή, κι ο χρόνος
σταµάτησε στον κόσµο, σάµπως να 'τανε µόνο τα παιδιά κι ο κύριος
Τρίντεν κι η θαυµατουργή µηχανή του που έπλεαν µακριά, σ' ένα
αστείρευτο ποτάµι.
«Η τελευταία µέρα;» ρώτησε ο Ντάγκλας στενοχωρηµένος: «∆εν
µπορούν να κάνουν κάτι τέτοιο! ∆εν µπορούν ν' αποσύρουν το τραµ! Όπως
και να το πάρεις, το λεωφορείο δεν είναι τραµ. ∆εν κάνει τον ίδιο θόρυβο.
∆εν έχει γραµµές, ούτε ηλεκτροφόρα σύρµατα. ∆εν πετάει σπίθες, δε
γεµίζει χώµα στις γραµµές, δεν έχει τα ίδια χρώµατα, δεν έχει καµπανάκι,
δε ρίχνει κάτω το σκαλοπάτι για να κατέβεις, όπως κάνει το τραµ!»
«Έχεις δίκιο», είπε ο Τσάρλυ: «Έγώ τρελαίνοµαι κάθε φορά που
βλέπω ένα τραµ να ξεδιπλώνει το σκαλοπάτι. Είναι σαν ακορντεόν».
«Βέβαια», είπε ο Ντάγκλας.
Έπειτα έφταοαν στο τέλος της διαδροµής. Οι γραµµές του τραµ,
εγκαταλειµµένες εδώ και τριάντα χρόνια, σκαρφάλωναν στριφογυρίζοντας
πάνω στους λόφους της εξοχής. Στα 1910, oι άνθρωποι έπαιρναν το τραµ
από το Τσέσµαν Πάρκ κουβαλώντας πελώρια εκδροµικά καλάθια. Οι
γραµµές υπήρχαν ακόµα, και χάνονταν σκουριάζοντας ανάµεσα στους
λόφους.
«Εδώ είναι που στρίβουµε», είπε ο Τσάρλυ.
«Εδώ είναι που κάνεις λάθος!» είπε ο κύριος Τρίντεν κι έβαλε µπρος
τη βοηθητική γεννήτρια: «Τώρα!»
Το τραµ, µ' ένα χτύπηµα, χύθηκε µπροστά, ξεπέρασε τα όρια της
πόλης, έστριψε στο δρόµο, και όρµησε προς τα κάτω στο λόφο µες από
φωτεινά διαλείµµατα µυρωδάτου ήλιου, και απέραντες σκιερές εκτάσεις
που µύριζαν καβαλίνα. Εδώ κι εκεί, µικρές λιµνούλες σκέπαζαν τις
γραµµές, κι ο ήλιος φιλτράρονταν σαν πράσινο γυαλί καθώς διαπερνούσε
τα δέντρα. Γλίστρησαν ψιθυρίζοντας µες σε λιβάδια γεµάτα από άγρια
ηλιοτρόπια, πέρασαν από εγκαταλειµµένους τώρα σταθµούς, άδειους από
κάθε ζωή, και ακολούθησαν ένα ποταµάκι τού δάσους σε µια εξοχή που
έµοιαζε καλοκαιριάτικη. Ο Ντάγκλας µιλούσε διαρκώς. «Νιώθεις τη
µυρωδιά τού τραµ; Είναι τελείως διαφορετική. Έχω µπεί µέσα σε
λεωφορεία του Σικάγου. Μυρίζουν παράξενα».
«Τα τραµ πηγαίνουν αργά», είπε ο κύριος Τρίντεν: «Θα τ'
αντικαταστήσουν µε λεωφορεία. Λεωφορεία για τους ανθρώπους,
λεωφορεία και για τα σχολειά».
Το τραµ στρίγκλισε και σταµάτησε σε κάποιο σταθµό. Άπό τη θέση
του, ο κύριος Τρίντεν, άρχισε να κατεβάζει πελώρια εκδροµικά καλάθια.
Και τα παιδιά, ξεφωνίζοντας, τον βοήθησαν και τα κουβάλησαν όλοι µαζί
στην όχθη µιας σιωπηλής λίµνης, όπου υψωνόταν ακόµα, παραδοµένο στη
φθορά των µυρµηγκιών, ένα παλιό κιόσκι για την µπάντα.
Κάθισαν εκεί τρώγοντας σάντουιτς, φρέσκες φράουλες, και
πορτοκάλια που έµοιαζαν σαν κέρινα, κι ο κύριος Τρίντεν τους µιλούσε για
το πως ήταν η ζωή σαράντα χρόνια πριν: η µπάντα να παίζει τη νύχτα στο
στολισµένο κιόσκι, κι οι µουσικοί να φυσούν µέσα στα χάλκινα όργανά
τους, κι ο παχουλός µαέστρος να ιδρωκοπά κουνώντας πάνω κάτω την
µπαγκέτα του, τα παιδιά κι οι πυγολαµπίδες να τρέχουν και να
κυνηγιούνται µες στην παχιά πρασινάδα, οι κυρίες µε µακριά φορέµατα και
τα µαλλιά τους χτενισµένα ψηλά, αλά ποµπαντούρ, να περπατούν
πιασµένες αγκαζέ µε κυρίους στο πλάι που πνίγονταν µες στα σκληρά
κολάρα τους. Κι έµενε τώρα µονάχα ο περίπατος. Όλα είχαν γίνει απαλά
και µαλακά καθώς έλιωσαν µε τα χρόνια κι είχανε µεταµορφωθεί σε
νοσταλγική θύµηση. Η λίµνη ήταν βουβή, γαλάζια και µακάρια, και τα
ψάρια αργοσάλευαν µε αρµονικές κινήσεις µες απ' τα βούρλα. Ο
τραµβαγιέρης σιγοµιλούσε ατέλειωτα, κι ένιωσαν τώρα τα παιδιά ότι
υπήρχε µια άλλη εποχή, όπου ο κύριος Τρίντεν φάνταζε υπέροχα νεανικός,
µε µάτια να λάµπουν σα µικρά φωτάκια, γαλάζια σαν ηλεκτρικά. Ήταν µια
µέρα που κυλούσε αβίαστα. Κανένας δε βιαζόταν. Κι ολόγυρα απλωνόταν
το δάσος, ο ήλιος έµοιαζε ακίνητος στην ίδια πάντα θέση καθώς υψωνόταν
και χαµογελούσε η φωνή του κυρίου Τρίντεν, βελόνα θαυµατουργή που
κεντούσε µέσα στη χλιαρή ατµόσφαιρα, µια βελονιά, δυό βελονιές, µια
καλή, µια ανάποδη, σχέδια χρυσά και ξεχασµένα. Μια µέλισσα κάθισε
βουίζοντας σ' ένα λουλούδι. Το τραµ υψωνόταν σα µαγεµένο γιουκαλίλι, κι
άστραφτε έδω κι εκεί, στα σηµεία που έπεφτε πάνω του ο ήλιος. Το τραµ
ήτανε µες στα χέρια τους, µια χάλκινη µυρωδιά, καθώς έτρωγαν ώριµα
κεράσια. Κι η έντονη αυτή µυρωδιά αναδινόταν απ' τα ρούχα τους και
χανόταν στον καλοκαιριάτικο άνεµο.
Ένα πουλί πέταξε κρώζοντας στον ουρανό.
Κάποιος ανατρίχιασε.
Ο κύριος Τρίντεν ετοιµάστηκε να φορέσει τα γάντια του. «Και τώρα,
είν' ώρα να πηγαίνουµε. Οι γονείς θα πιστέψουν ότι σας έκλεψα».
Το τραµ ήτανε σιωπηλό και δροσερό, σαν το εσωτερικό του µαγαζιού
που πουλάει παγωτά. Μ' ένα απαλό χαρχαλητό από πράσινο βελούδο, τα
καθίσµατα γύρισαν απ' την άλλη µεριά. Φρόνιµα τα παιδιά, κάθισαν µε την
πλάτη στραµµένη στη σιωπηλή λίµνη, στο έρηµο κιόσκι όπου κάποτε
έπαιζε η µπάντα, και σε κείνο το ξύλινο πέρασµα που έβγαζε έναν ήxo σα
µουσική αν ήθελες να κατεβείς στην ακρογιαλιά και να περάσεις απέναντι.
Μπίνγκ! αντήχησε απαλά το καµπανάκι κάτω απ' το πόδι του κυρίου
Τρίντεν, κι άρχισαν τώρα να κατεβαίνουν απ' τους λόφους παίρνοντας το
δρόµο του γυρισµού, περνώντας µες από λιβάδια έκθετα στον ήλιο, γεµάτα
µαραµένα λουλούδια, περνώντας µες από δάση, γυρίζοντας σε µια πόλη
που φαινόταν να συνθλίβει τις πλαϊνές πλευρές του τραµ µε τούβλα, µε
άσφαλτο και µε µπετόν, όταν ο κύριος Τρίντεν σταµάτησε για να κατέβουν
τα παιδιά.
Ο Τσάρλυ και ο Ντάγκλας ήταν οι τελευταίοι που στάθηκαν πλάι
στην απλωµένη γλώσσα του τραµ, το πτυσσόµενο σκαλοπάτι, εισπνέοντας
ηλεκτρισµό, κοιτάζοντας τα γάντια του κυρίου Τρίντεν πάνω στους
µπρούντζινους λεβιέδες.
Ο Ντάγκλας άπλωσε τα δάχτυλα του και χάιδεψε το πράσινο
βελούδο. Κοίταζε ψηλά στην οροφή του τραµ, που 'χε ένα χρώµα από
ασήµι, µπρούντζο και κρασί.
«Αντίο λοιπόν κύριε Τρίντεν».
«Αντίο παιδιά µου».
«Θα σάς ξαναδούµε κύριε Τρίντεν».
Ένας ανάλαφρος στεναγµός από άνεµο. Η πόρτα έτριζε µαλακά κι
έκλεισε, διπλώνοντας τη γλώσσα της. Το τραµ γλίστρησε προς τα κάτω, κι
ήταν απόγευµα, λαµπρότερο απ' τον ήλιο, όλο στο χρώµα του πορτοκαλιού,
κι όλο ν' αστράφτει χρυσάφι και λεµόνι, έστριψε µακριά σε µια γωνιά και
χάθηκε.
«Σχολικά λεωφορεία, το φαντάζεσαι;» είπε ο Τσάρλυ περπατώντας
στην άκρη τού πεζοδροµίου: «∆ε θα 'χουµε την ευκαιρία µήτε ν' αργήσουµε
το πρωί. Θα 'ρχεται το λεωφορείο έξω απ' την πόρτα σου και θα σε παίρνει.
Ποτέ πια στη ζωή µας δε θα ξαναργήσουµε. Σκέφου τι εφιάλτης θα 'ναι
Ντάγκ, σκέφου τι εφιάλτης!»
Όµως ο Ντάγκλας έβλεπε τώρα πως θα 'ταν αύριο τα πράγµατα, όταν
οι άνθρωποι θα σκέπαζαν µε καφτή πίσσα τις ασηµένιες παράλληλες
γραµµές για να µη µάθεις ποτέ πως ένα τραµ δούλευε µ' αυτό τον τρόπο.
Ήξερε πως θα περνούσαν πολλά χρόνια, κι όµως αυτός δε θα ξεχνούσε
ποτέ ετούτες τίς γραµµές, όσο βαθιά κι αν ήτανε θαµµένες. Κάποιο πρωί,
µιαν άνοιξη, φθινόπωρο, ή χειµώνα, ήξερε πως θα ξυπνούσε, κι ας µην
πήγαινε στο παράθυρο, κι ας έµενε χουζουρεύοντας µες στο ζεστό κρεβάτι
του, αυτός θα τα 'κουγε να περνά πλάι του απαλά και να χάνεται µακριά.
Ολόγυρα του, σ' όλες τις κλίσεις και τις στροφές του πρωινού
δρόµου, κι ως απάνω ψηλά ατή λεωφόρο, ανάµεσα απ' τίς οµοιόµορφες
σειρές των δέντρων, λεύκες, µουριές και σφεντάµια, σ' αυτή τη µαγική
ησυχία της παιδικής ζωής λίγο πριν αρχίσεις να ζεις, ο Ντάγκλας άκουγε
τους αγαπηµένους του ήχους. Σαν το τικ τακ ενός ρολογιού, σαν την
υπόκωφη βουή από δεκάδες βαρέλια που κυλούν, σαν το βόµβο που κάνει
µια µόνο λιβελούλη την αυγή. Σαν τα περιστρεφόµενα ξύλινα αλογάκια, σα
µια µικρή ηλεκτρική έφοδος, σαν το χρώµα µιας γαλάζιας αστραπής, που
έρχεται κοντά κι έπειτα χάνεται. Το καµπανάκι του τραµ κι ο ήχος του. Το
ξεφύσηµά του καθώς ξεδίπλωνε και ξαναµάζευε το πτυσσόµενο σκαλοπάτι
του για να ξεκινήσει και πάλι, για γ' αρχίσει και πάλι το όνειρο, καθώς
αρµένιζε προς τα µπρος, κυλώντας πάνω σε µια κρυµµένη και θαµµένη
ασηµένια γραµµή, ταξιδεύοντας για ένα κρυφό και θαµµένο σκοπό...
«Θα παίξουµε µπάλα µετά το φαγητό;» ρώτησε ο Τσάρλυ.
«Να παίξουµε», είπε ο Ντάγκλας, «γιατί όχι;»
Η Ιπτάµενη Μηχανή
Ήταν στα 400 π.Χ. Ο αυτοκράτορας Γιουάν είχε το θρόνο του πλάι
στο Μέγα Σινικό Τείχος, κι η γή είχε πρασινίσει απ' τη βροχή κι
ετοιµαζόταν για το θερισµό, ειρηνικά, κι οι άνθρωποι µες στο βασίλειο του
δεν ήταν ούτε ευτυχείς ούτε θλιµµένοι.
Νωρίς το πρωί, την πρώτη µέρα της πρώτης βδοµάδας του δεύτερου
µήνα του καινούργιου χρόνου, ο αυτοκράτορας Γιουάν έπινε τσάι και
ζεσταινόταν, όταν ένας υπηρέτης φάνηκε να τρέχει προς τη µεριά του,
περνώντας µες απ' τα κόκκινα και γαλάζια τούβλα που χώριζαν τον κήπο,
και φωνάζοντας: «Βασιλιά µου, βασιλιά µου θαύµα!»
«Ναι, είναι ένα θαύµα», είπε ο αυτοκράτορας: «Ο αέρας σήµερα
φυσάει απαλά».
«Όχι, όχι, εννοώ θαύµα!» είπε ο υπηρέτης και υποκλίθηκε.
«Κι αυτό το τσάι µες στο στόµα µου, είναι πραγµατικά ένα θαύµα».
«Όχι, όχι Μεγαλειότατε».
«Άσε µε τότε να µαντέψω... Για να δούµε: ανέτειλε ο ήλιος
χαρίζοντας µας µια καινούργια µέρα Η, κάτι άλλο: η θαλασσα είναι
γαλάζια. Αυτό είναι το ωραιότερο απ' όλα τα θαύµατα».
«Μεγαλειότατε, ένας άνθρωπος πετάει!»
«Πως;» έκανε ο αυτοκράτορας.
«Τον είδα στον αέρα! Ένας άνθρωπος που πετάει µε
φτερά. Άκουσα κάποια φωνή απ' τον ουρανό, κι όταν κοίταζα ψηλά,
τον είδα! Ένας δράκοντας στους ουρανούς µ' έναν άνθρωπο στο στόµα του,
ένας δράκοντας από χαρτί και µπαµπού, στο χρώµα του ήλιου και της
πρασινάδας».
«Είναι νωρίς ακόµα», είπε ο αυτοκράτορας, «ξύπνησες, και δε
συνήλθες απ' τ' όνειρο που έβλεπες».
«Είναι νωρίς, αλλά εγώ το είδα αυτό που είδα! Έλα µαζί µου, και θα
το δεις κι εσύ».
«Κάθισε κοντά µου», είπε ο αυτοκράτορας: «Πιες λίγο τσάι. Πρέπει
να 'ναι κάτι παράζενο, αν αληθεύει. Ένας άνθρωπος που πετά... Πρέπει να
'βρεις χρόνο να το σκεφτείς, όπως κι εγώ πρέπει να βρώ το χρόνο να
προετοιµαστώ για το θέαµα».
Ήπιανε τσάι.
«Σε παρακαλώ», είπε τέλος ο υπηρέτης, «έλα, άλλιώς θα τόνε
χάσουµε απ' τα µάτια µας».
Ο αυτοκράτορας σηκώθηκε βυθισµένος σε σκέψεις: «Τώρα µπορείς
να µου δείξεις ό,τι είδες».
Βάδισαν µέσα στον κήπο, περνώντας πλάι από 'να λιβάδι
σκεπασµένο µε γρασίδι, ανέβηκαν σ' ένα µικρό γιοφύρι µες από µια πυκνή
συστάδα δέντρων κι ανέβηκαν στο µικρό λόφο.
«Νάτος!» είπε ο υπηρέτης.
Κι ο αυτοκράτορας κοίταζε ψηλά στον ουρανό.
Κι εκεί στον ουρανό, γελώντας από τόσο ύψος που µόλις και
µπορούσες να τον ακούσεις, ένας άνθρωπος! Ένας άνθρωπος ντυµένος µε
ελαφρό χαρτί και λεπτό καλάµι — τα φτερά του — και µε µια πανέµορφη
κίτρινη ουρά, πετούσε ολόγυρα κι έµοιαζε θεόρατο πουλί, το πιο µεγάλο
µες στο βασίλειο των πουλιών, κι έµοιαζε µε νιογέννητο δράκοντα σε µια
πανάρχαιη γή από δράκους.
«Πετάω! Πετάω!» τους φώναξε από ψηλά ο άνθρωπος µέσα στο
δροσερό αγέρι του πρωινού.
«Σε βλέπουµε! Σε βλέπουµε!» χειρονοµούσε ο υπηρέτης.
Ο αυτοκράτορας Γιουάν δε σάλεψε. Κοίταζε τώρα το µεγάλο Σινικό
Τείχος που αναδυόταν µες απ' τη µακρινή καταχνιά των πράσινων λόφων,
κι έπαιρνε σχήµα και µορφή, και γινόταν εκείνο το περίφηµο πετρόφιδο,
που κουλουριάζονταν µε µεγαλοπρέπεια και χανόταν βαθιά σ' ολόκληρη τη
χώρα. Κείνο το υπέροχο τείχος που τους είχε προστατέψει αιώνες τώρα από
τις εχθρικές ορδές, και διατηρούσε την ειρήνη για πολλά, πάρα πολλά
χρόνια. Είδε την πόλη, που φώλιαζε πλάι σ' ένα ποτάµι και σ' ένα δρόµο
και σ' ένα λόφο, κι άρχιζε να ξυπνά.
«Πες µου», είπε στον υπηρέτη, «είδανε κι άλλοι αυτόν τον ιπτάµενο
άνθρωπο;»
«Είµαι ο µόνος που τον είδε Μεγαλειότατε», είπε ο υπηρέτης,
χαµογελώντας και γνέφοντας προς τον ουρανό.
Ο αυτοκράτορας κοίταζε συλλογισµένος τα ουράνια για ένα λεπτό, κι
έπειτα είπε, «Πες του να κατεβεί. Τον θέλω».
«Έι, κατέβα κάτω! Ο αυτοκράτορας θέλει να σου µιλήσει !» φώναξε
ο υπηρέτης, κάνοντας χωνί τα χέρια του στο στόµα.
Ο αυτοκράτορας κοίταζε γύρω του, παντού, καθώς ο ιπτάµενος
άνθρωπος έκανε κάθετη βουτιά στον πρωινό αέρα. Είδε ένα γεωργό στα
χωράφια του, που κοίταζε κι αυτός στον ουρανό. Ο αυτοκράτορας
σηµείωσε την τοποθεσία όπου στεκόταν ο γεωργός.
Ο Ιπτάµενος άνθρωπος πάτησε στο χώµα µ' ένα θρόισµα από
ανάµικτο ήχο χαρτιού και λεπτού ξύλου. Πλησίασε περήφανα τον
αυτοκράτορα, βαδίζοντας άτσαλα µες στην εξάρτηση του, και τέλος
υποκλίθηκε µπροστά στο γηραλέο άνθρωπο.
«Τι είν' αυτό που έκανες;» ρώτησε ο αυτοκράτορας.
«Πέταξα στον ουρανό Μεγαλειότατε», απάντησε αυτός.
«ΤΙ ε ι ν' αυτό που έκανες;» ξαναρώτησε ο αυτοκράτορας.
«Σάς είπα Μεγαλειότατε!» φώναξε ο άνθρωπος πουλί.
«∆ε µου είπες απολύτως τίποτα!» Ο αυτοκράτορας άπλωσε τώρα το
λεπτό χέρι του ν' αγγίζει το όµορφο χαρτί και την απάνω όψη της συσκευής
που έµοιαζε µ' αρµατωσιά πουλιού. Μύριζε δροσιά και ανοιχτό αέρα.
«∆εν είναι όµορφο Μεγαλειότατε;»
«Ναι, πολύ όµορφο».
«Είναι το µοναδικό στον κόσµο!» χαµογέλασε ο άνθρωπος: «Κι εγώ
είµ' ο εφευρέτης».
«Το µοναδικό στον κόσµο είπες;»
«Τ' ορκίζοµαι!»
«Ποιος άλλος το ξέρει;»
«Κανείς. Ούτε η γυναίκα µου η ίδια, που µε περνάει για τρελό, τρελό
για δέσιµο. Νόµιζε ότι ετοιµαζόµουν να φτιάξω ένα χαρταετό. Έγώ
σηκώθηκα τη νύχτα κι ανέβηκα ψηλά στα βράχια. Κι όταν άρχισε να φυσά
η πρωινή αύρα και βγήκε ο ήλιος, συγκέντρωσα το θάρρος µου
Μεγαλειότατε και πήδηξα απ' τα βράχια. Πέταξα! Η γυναίκα µου, πάντως,
δεν το ξέρει».
«Τόσο το καλύτερο γι' αυτήν», είπε ο αυτοκράτορας. «Θα 'ρθεις µαζί
µου».
Και ξαναγύρισαν στο παλάτι. Ο ήλιος τώρα έλαµπε ολόκληρος στον
ουρανό, κι η ατµόσφαιρα ήταν πληµµυρισµένη στο δροσιστικό άρωµα του
χόρτου. Αυτοκράτορας, υπηρέτης, και άνθρωπος πουλί, στάθηκαν στη
µέση του τεράστιου κήπου.
Ο αυτοκράτορας χτύπησε δυό φορές τα χέρια του: «Έ, εσείς
φρουροί!»
Κι oι φρουροί φτάσανε τρέχοντας.
«Συλλάβετέ τον!» και τους έδειξε τον άνθρωπο πουλί.
Ο άνθρωπος πουλί βρέθηκε άξαφνα ανάµεσα στα χέρια τους.
«Φωνάξτε το δήµιο», είπε τώρα ο αυτοκράτορας.
«Τι σηµαίνει αυτό;» ξεφώνισε ο άνθρωπος, πανικόβλητος. «Τι έχω
κάνει;» Κι άρχισε να κλαίει, κι η όµορφη χάρτινη συσκευή έβγαλ' ένα
ψιθυρισµό σαν παράπονο.
«Αυτός ο άνθρωπος κατασκεύασε µια ορισµένη µηχανή», είπε ο
αυτοκράτορας, «κι ωστόσο µας ρωτά τι έχει κάνει. Ο ίδιος δεν το ξέρει.
∆εν ξέρει γιατί τη δηµιούργησε, και σε τι θα χρησιµέψει. Κι αυτό είν'
απαραίτητο να το ξέρει όταν δηµιουργεί κανείς κάτι».
Ο δήµιος έφτασε τρέχοντας µ' ένα κοφτερό πελέκυ που έλαµπε
ασηµένιο στον ήλιo. Στάθηκε εκεί, µε τα γυµνά, µπρατσωµένα του χέρια
έτοιµα. Το πρόσωπο του ήταν µια γαλήνια άσπρη µάσκα.
«Μια στιγµή», είπε ο αυτοκράτορας. Στράφηκε σ' ένα κοντινό
τραπεζάκι. Πάνω στο τραπεζάκι ήτανε τοποθετηµένο ένα µηχάνηµα που το
'χε κατασκευάσει ο ίδιος. Ο αυτοκράτορας ξεκρέµασε ένα µικρό χρυσό
κλειδί απ' το λαιµό του. Έβαλε το κλειδί στη µικροσκοπική ντελικάτη
µηχανή κι άρχισε να την κουρδίζει. Έπειτα άφησε τη µηχανή να
λειτουργήσει.
Ήταν ένας κήπος από µέταλλο και ζαφείρια. Όταν την έβαζες
µπροστά, πουλιά κελαηδούσαν σε µικροσκοπικά µετάλλινα δέντρα, λύκοι
ξεχύνονταν µέσα σε κουκλίστικα δάση, και µικροσκοπικά ανθρωπάκια
έτρεχαν εδώ κι εκεί, σε ήλιο και σε σκιά, κάνοντας αέρα µε τοσοδούτσικες
βεντάλιες, ακούγοντας να κελαηδούν µικρά σµαραγδένια πουλιά πλάι σε
απίθανα µικρές αλλά κουδουνιστές δροσοπηγές.
«∆εν είναι όµορφο;» είπε ρ αυτοκράτορας: «Αν µε ρωτούσες τι είν'
αυτό εδώ που δηµιούργησα, θα µπορούσα να σου απαντήσω µια χαρά.
∆ηµιούργησα πουλιά που κελαηδούν, έφτιαξα δάση που ψιθυρίζουν.
Έβαλα ανθρώπους να περπατούν µέσα σ' αυτά τα σκιερά δάση, και να
χαίρονται τα φύλλα, και να χαίρονται τη σκιά και το κελάηδηµα των
πουλιών. Αυτό θα σου απαντούσα ότι δηµιούργησα».
«Μα κι εγώ Μεγαλειότατε, ώ Θεέ µου !» ικέτεψε ο άνθρωπος πουλί,
γονατιστός, και δάκρυα αυλάκωναν το πρόσωπο του: «Κάτι παρόµοιο
έκανα κι εγώ ! Βρήκα την οµορφιά. Πέταξα µέσα στον πρωινό αγέρα. Είδα
από κει ψηλά τα σπίτια να κοιµούνται, είδα τα περιβόλια! Οσµίστηκα τον
αέρα της θάλασσας, είδα την ίδια τ η θάλασσα, µπορώ να πω, πέρα απ' τους
λόφους, από κει ψηλά που ήµουν. Και βούτηξα µες στον αέρα σαν πουλί.
Ό, δεν µπορώ να σου πω τι όµορφα που 'ναι εκεί ψηλά, στον ουρανό, µε
τον άνεµο να σε χαϊδεύει από παντού, µε τον άνεµο να σε παρασέρνει σαν
πούπουλο βεντάλιας, δεν µπορώ να σου πω πόσο όµορφα µυρίζει ο
ουρανός την αυγή! Και πόσο λεύτερος νιώθει ο άνθρωπος! Κι αυτό είν'
όµορφο Μεγαλειότατε, κ ι αυτό!»
«Ναι», είπε θλιµµένα ο αυτοκράτορας: «Ξέρω πως πρέπει να 'ναι
αλήθεια. Γιατί κι εγώ ένιωσα την καρδιά µου να σκιρτάει µαζί σου εκεί
ψηλά, κι αναρωτήθηκα: πως να 'ναι άραγε; Πώς νιώθεις εκεί πάνω; Πώς
φαίνονται από κει ψηλά οι λίµνες και τα ποτάµια; Πώς τα παλάτια µου κι οι
υπηρέτες; Σα µυρµήγκια; Και πως οι µακρινές πολιτείες που δεν έχουν
ακόµα ξυπνήσει;»
«Τότε λυπήσου µε!»
«Υπάρχουν όµως φορές», είπε ο αυτοκράτορας, ακόµα πιο
θλιµµένος, «που πρέπει να χάνει κανείς µια τόση δά µικρή οµορφιά αν
θέλει να κρατήσει αυτή τη λίγη οµορφιά που έχει κιόλας. ∆ε φοβάµαι
εσένα συγκεκριµένα, φοβάµαι κάποιον άλλο άνθρωπο».
«Ποιόν άλλο;»
«Κάποιον που, βλέποντας εσένα να πετάς, θα φτιάξει κι αυτός κάτι
παρόµοιο µε ελαφρό χαρτί και καλάµι. Μα κείνος ο άλλος θα "χει πρόσωπο
κακό, και καρδιά µοχθηρή, κι η οµορφιά θα 'ναι φευγάτη. Αυτό τον
άνθρωπο φοβούµαι».
«Μα γιατί; Γιατί;»
«Ποιος λέει ότι, µια µέρα, ένας τέτοιος άνθρωπος ακριβώς, µε µια
τέτοια συσκευή από χαρτί και καλάµι, δε θα πετάξει στον ουρανό για να
ρίξει θεόρατες πέτρες πάνω στο Μεγάλο Σινικό Τείχος;» είπε ο
αυτοκράτορας.
Κανείς δε σάλεψε. Κανείς δεν είπε ούτε µια λέξη.
«Πάρτου το κεφάλι», είπε ο αυτοκράτορας.
Ο δήµιος στριφογύρισε το ασηµένιο πελέκυ του.
«Να κάψετε και το χαρταετό, και το κορµί του εφευρέτη, και να
θάψετε τις στάχτες όλες µαζί», ξανάπε ο αυτοκράτορας.
Οι υπηρέτες αποσύρθηκαν για να εκτελέσουν τη διαταγή.
Ο αυτοκράτορας στράφηκε στον πιστό του υπηρέτη που είχε δει τον
άνθρωπο να πετάει: «Κράτα το στόµα σου κλειστό. Ήταν όλα ένα όνειρο,
ένα πολύ λυπητερό και όµορφο όνειρο. Κι εκείνος ο γεωργός στο χωράφι
του, που τον είδε κι αυτός να πετάει, πέστου ότι θα πληρωθεί αδρά για να
το θεωρήσει όνειρο. Αν βγει µια λέξη από το στόµα σας, κι εσύ κι ο
γεωργός θα πεθάνετε στη στιγµή».
«Είσαι σπλαχνικός Αυτοκράτορα!»
«Όχι, όχι σπλαχνικός», είπε ο γέρος βασιλιάς. Πέρα απ' τον τοίχο του
κήπου είδε τους φρουρούς να καίνε κείνο το όµορφο πράγµα από καλάµι
και χαρτί. Η µυρωδιά του πληµµύρισε την πρωινή ατµόσφαιρα. Είδε
κατάµαυρο τον καπνό να υψώνεται στον ουρανό: «Όχι, όχι σπλαχνικός.
Πανικόβλητος µόνο, και τροµοκρατηµένος». Είδε τους φρουρούς να
σκάβουν ένα µικρό λάκο για να θάψουνε τις στάχτες: «Τι είναι η ζωή ενός
µόνο ανθρώπου µπροστά στη ζωή εκατοµµυρίων; Πρέπει να παρηγορηθώ
µ' αυτή τη σκέψη».
Ξεκρέµασε το χρυσό κλειδί άπ1 το λαιµό του, και κούρδισε ακόµα
µια φορά τον όµορφο κουκλίστικο κήπο. Και στάθηκε ατενίζοντας τη γή,
πέρα στο Μεγάλο Τείχος, ατενίζοντας την ήσυχη πολιτεία, τα πράσινα
λιβάδια, τους ποταµούς και τα ρυάκια. Αναστέναζε. Ο κουκλίστικος κήπος,
µε τον κρυφό και ντελικάτο µηχανισµό του, µπήκε µπροστά. Κουκλίστικοι
άνθρωποι περπατούσαν στο δάσος, κουκλίστικες αλεπούδες χοροπηδούσαν
στα ξέφωτα που ήταν πληµµυρισµένα ήλιο, κι άστραφτε η όµορφη γούνα
τους, κι ανάµεσα απ' τα µικροσκοπικά δέντρα, υψώνονταν µικρές
φωνούλες, αρµονικοί κελαηδισµοί, και λαµπερά, γαλάζια και κίτρινα
χρώµατα που πετούσαν, πετούσαν και πληµµύριζαν τον κουκλίστικο
ουρανό.
«Θεέ µου!» είπε ο αυτοκράτορας κλείνοντας τα µάτια του: «Κοίταξε
τα πουλιά! Κοίταξε τα πουλιά!»
Ο Ίκαρος Μογγολφιέρος εφευρέτης
Ήτανε ξαπλωµένος στο κρεβάτι του, κι ο άνεµος φυσούσε
µπαίνοντας απ' το παράθυρο, φυσούσε πάνω απ' τ' αφτιά του κι απ’ το
µισάνοιχτο στόµα του σα να του ψιθύριζε στ' όνειρό του. Ήτανε σαν τον
άνεµο του χρόνου που ακούγονταν υπόκωφος στις δελφικές σπηλιές για να
πει ό,τι πρέπει ν' ακουστεί απ' το χτες, απ' το σήµερα κι απ' το αύριο.
Ορισµένες φορές, κάπου µακριά, κραύγαζε µια φωνή, δυό φωνές πιο µετά,
πιο πολλές έπειτα, δέκα, είκοσι, µια ολόκληρη φυλή ανθρώπων που
ξεφώνιζε µες απ' το στόµα του, µα λέγοντας διαρκώς τα ίδια λόγια:
«Κοίτα, κοίτα, το πετύχαµε!»
Γιατί άξαφνα αυτός, αυτοί, ένας, η πολλοί, εκσφενδονίζονταν µέσα
στ' όνειρο και πετούσαν. Ο άνεµος φυσούσε σε µιαν ακύµαντη θάλασσα,
ζεστή, εκεί που κολυµπούσε δύσπιστος.
«Κοίτα, κοίτα! Το πέτυχα!»
Όµως αυτός δεν προσκαλούσε τον κόσµο να τον δει. Το µόνο που
έκανε ήταν να µαστιγώνει τις αισθήσεις του, να τις οξύνει, για να δει, να
γευτεί, να οσµιστεί, ν' αγγίξει τον αέρα, τον άνεµο, το φεγγάρι που
υψωνόταν στον ουρανό. Κολύµπησε ίσια στο βάθος του ούρανού. Η βαριά
γή είχε εξαφανιστεί.
Μα, µια στιγµή, συλλογίστηκε, για περίµενε!
Απόψε... τι νύχτα έχουµε απόψε;
Κι η χτεσινή νύχτα φυσικά. Μια νύχτα πριν απ' την πρώτη πτήση
ενός πυραύλου για τη Σελήνη. Πέρα απ' αυτό το δωµάτιο, µες στην καφτή
έρηµο, εκατό γυάρδες µακριά, ο πύραυλος µε περιµένει.
Μια στιγµή! Ποιος πύραυλος; Πρόκειται πραγµατικά για πύραυλο;
Στάσου! συλλογίστηκε, και γύρισε, ιδρωµένος, µε µάτια κλειστά,
προς τον τοίχο, κι έβγαινε συριχτη η ανάσα ανάµεσα απ' τα δόντια του.
Βεβαιώσου! Έσύ! Ποιος είσαι πάλι εσύ;
Εγώ; σκέφτηκε. Τ' όνοµα µου δηλαδή;
Τζεντέντια Πρέντις, γεννηθείς το 1938, απόφοιτος κολεγίου 1959,
δίπλωµα πιλότου σε πύραυλο 1971. Τζεντέντια Πρέντις... Τζεντέντια
Πρέντις...
Ο άνεµος παρέσυρε µακριά ψιθυρίζοντας τ' όνοµα του! Έκανε να τ'
αρπάξει ξεφωνίζοντας.
Έπειτα, ηρεµώντας, περίµενε πότε ο άνεµος θα του ξανάδινε πίσω τ'
όνοµα του. Περίµενε πολύ, και υπήρχε σιωπή, κι έπειτα από χίλιους
χτύπους καρδιάς, ένιωοε κάτι να σαλεύει.
Ο ουρανός ανοίχτηκε σαν απαλό γαλάζιο λουλούδι. Το Αιγαίο
ανέµιζε άσπρες µαλακές βεντάλιες µες απ' το µακρινό κείνο αφρό που 'χε
το χρώµα του κρασιού.
Μές στο τραγούδι των κυµάτων που σκάζουν στην ακροθαλασσιά,
άκουσε τ' όνοµα του.
Ί κ α ρ ο ς.
Κι ακόµα µια φορά σ' ένα ψιθυρισµό αναπνοής.
Ί κ α ρ ο ς.
Κάποιος τον έπιασε απ' το χέρι, κι ένιωσε πως ήταν ο πατέρας του
που πρόφερε τ' όνοµα του κι έδιωχνε από πάνω του τη νύχτα. Κι αυτός,
µικροκαµωµένος, µισοστραµµένος στο παράθυρο, κι η ακτή από κάτω, κι ο
βαθύς ουρανός, ένιωθε το πρώτο αγέρι της αυγής να χαϊδεύει τα χρυσά
φτερά, τα κολληµένα µε κερί πλάι στο κρεβάτι εκστρατείας που κοιµόταν.
Χρυσά φτερά πάλλονταν µισό ζωντανά στα χέρια του πατέρα του, κι ο
ίλιγγος κάτω απ' τα πόδια του τον έκανε να τρέµει σα φύλλο καθώς κοίταζε
εκείνα τα φτερά, και πέρα απ' τα φτερά, Τ' απότοµα βράχια της ακτής.
«Πατέρα, πως είναι ο άνεµος;»
«Για µένα είν' αρκετός, αλλά ποτέ για σένα...»
«Πατέρα, µη φοβάσαι. Τα φτερά φαίνονται αδέξια αυτή τη στιγµή,
αλλά τα κόκαλα µου θα τους δώσουνε δύναµη, και το αίµα µου θα
ζωογονήσει το κερί!»
«Και το δικό µου το αίµα, και τα δικά µου κόκαλα, θυµήσου! Ο κάθε
άνθρωπος δανείζει τη σάρκα του στα παιδιά του, και τους ζητά να την
προσέχουν σαν τα µάτια τους. Ίκαρε, θέλω να µου υποσχεθείς ότι δε θα
πετάς πολύ ψηλά. Ο ήλιος, κι ο δικός µου γιός, η κάψα του ενός κι ο
πυρετός του άλλου, µπορούν να τα λιώσουν αυτά τα φτερά. Πρόσεχε!»
Κι άπλωναν τα υπέροχα χρυσά φτερά στο πρωινό, και τ' άκουγαν στα
χέρια τους να ψιθυρίζουν, να ψιθυρίζουν τ' όνοµα του, η ένα όνοµα, η
κάποιο όνοµα που πετούσε, στριφογύριζε και κατακάθιζε σα µικρούτσικο
πούπουλο στην απαλή ατµόσφαιρα.
Μογγολφιέρος.
Τα χέρια του άγγιζαν το πυρακτωµένο σκοινί, άσπρο, κάτασπρο πανί
να λάµπει, κι η κλωστή ατή βελόνα ν' ανάβει και να ζεσταίνεται σαν
καλοκαίρι. Τα χέρια του τάιζαν µαλλί και άχυρο µια φλόγα ψιθυριστή.
Μογγολφιέρος.
Τα µάτια του πέταξαν ψηλά στο πρησµένο µπαλόνι που
ταλαντευόταν αργά στον αέρα, το γιγάντιο τράβηγµα προς τα πάνω, το
θεόρατο ασηµένιο αχλάδι να παρασύρεται απ' τον άνεµο, ώσπου να
πληµµυρίζει από τρεµάµενα παλιρροιακά κύµατα αύρας. Σιωπηλό, σα θεός
που γέρνει νυσταλέα πάνω απ' τη γαλλική εξοχή, το ντελικάτο τούτο
σύννεφο, τούτο το πρησµένο ασκί γεµάτο µε συµπυκνωµένο αέρα, θ'
αποκοβόταν σύντοµα και θα ελευθερωνόταν. Βουλιάζοντας ψηλά, σε
γαλάζιους κόσµους σιγής, ο νους του, καθώς κι ο νούς του αδελφού του, θ'
αρµένιζαν µ' αυτό το πάνινο σύννεφο, βουβοί, µακάριοι ανάµεσα σε νησιά
από νέφη όπου αναπαύονταν άγριοι κεραυνοί. Μέσα σε κείνο το
άγεωγράφητο κενό της αβύσσου, όπου δεν µπορούσαν ν' ανεβούν µήτε
κελάηδηµα πουλιού µήτε φωνή ανθρώπου, θα βουβαινόταν ακόµα και το
ίδιο το αερόστατο. Έτσι παρασυρµένοι σε τέτοια βάθη του ύψους, αυτός, ο
Μογγολφιέρος, κι όλοι του οι άντρες, θα µπορούσαν ν' ακούσουν την
άµετρη ανάσα του Θεού και την επιβλητική περπατησιά της αίωνιότητας.
«Άααπ! ...» σάλεψε αυτός, το πλήθος σάλεψε, σκεπάστηκε απ' τη
σκιά του τεράστιου µπαλονιού. «Τα πάντα έτοιµα, τα πάντα λειτουργούν
κανονικώς...» Κανονικώς ... Τα χείλη του συσπάστηκαν µες στ' όνειρο του.
Κανονικώς... Σφύριγµα, ψίθυρος, δόνηση, ορµή προς τα ύψη. Κανονικώς...
Άπό τα χέρια του πατέρα του, κάποιο παιχνίδι εκτοξεύτηκε στο
ταβάνι, στριφογυρίζοντας µε το δικό του άνεµο, µετέωρο, ενώ αυτός κι ο
αδελφός του το κοίταζαν να τρεµολάµπει, να ψιθυρίζει, να σφυρίζει, το
άκουγαν να µουρµουρίζει τ' όνοµά τους.
Εφευρέτης!
Κι ο ψίθυρος: άνεµος, ουρανός, σύννεφο, χάος, φτερό, πτήση...
«Γουίλµπερ, Όρβιλ! Κοιτάξτε...»
Άχ! Στέναξε µες στον ύπνο του.
Βοούσε το παιδικό ελικόπτερο, χτυπούσε στο ταβάνι, µουρµούριζε
σαν αετός, κοράκι, σπουργιτόπουλο, γεράκι και κοκκινολαίµης. Ψιθύριζε
σαν αετός, ψιθύριζε σαν κοράκι, και στο τέλος, φτερούγισε στα χέρια τους
µ' ένα σφύριγµα σαν ανέµου, µ' ένα θρόισµα από ήχους καλοκαιριών που
ήτανε να 'ρθουν, και µ' ένα τελευταίο φτερούγισµα σα να ξεψυχούσε,
ψιθύρισε σα γεράκι.
Όνειρο είναι... χαµογέλασε.
Είδε τα σύννεφα να κυνηγιούνται κάτω απ' τα πόδια του, στη
θάλασσα του Αιγαίου.
Ένιωσε το αερόστατο να ταλαντεύεται σα µεθυσµένο έτοιµο να
παραδοθεί στον παρθένο άνεµο.
Ένιωσε την άµµο να υψώνεται σφυρίζοντας στις ακτές του
Ατλαντικού, και να µεταµορφώνεται σε απαλές δίνες που θα τον έσωζαν,
όν κατά τύχη έπεφτε στη γη σαν άπειρος νεοσσός. Έτριζαν τ' αντερείσµατα
του σκελετού. Ήχούσαν σαν χορδές άρπας, κι αυτός αιχµάλωτος της
µουσικής τους.
Πέρα απ' αυτό το δωµάτιο, αισθανόταν τον παραγεµισµένο µε
καύσιµα πύραυλο να γλιστρά πάνω στο έρηµο τερραίν, µε διπλωµένα τα
πέντε του πτερύγια, µε κρατηµένη την πύρινη αναπνοή του, έτοιµος να
υπερασπιστεί τρία δισεκατοµµύρια ανθρώπους. Σε λίγο θα ξυπνούσε και θα
βάδιζε µε βήµατα αργά σ' αυτό τον πύραυλο.
Και θα στεκόταν στην άκρη της απότοµης ακτής.
Θα στεκότανε στη δροσιά του θεόρατου αερόστατου.
Θα 'νιωθε στο πρόσωπο του το µαστίγωµα της άµµου.
Και θα σκέπαζε τα παιδικά του χέρια, τα παιδικά του πόδια, τα
τρυφερά του δάχτυλα µε χρυσά φτερά, κολληµένα µε χρυσό κερί.
Και θα 'νιωθε για τελευταία φορά την αιχµαλωτισµένη ανθρώπινη
ανάσα, το ζεστό λαχάνιασµα του δέους και του θάµπους που θα σήκωναν
στα ύψη τα όνειρά του.
Και θα 'βαζε µπρος τη µηχανή.
Και θα 'πιάνε το χέρι του πατέρα του, να του ευχηθεί καλοτάξιδα τα
φτερά του, εδώ, µπρος στο γκρεµό.
Έπειτα θα 'κανε µια περιστροφή και θα πηδούσε...
Κι έπειτα θα 'κοβε τα σκοινιά για ν' απελευθερώσει το µεγάλο
αερόστατο.
Έπειτα θα µείωνε την ταχύτητα και θα ισορροπούσε το αεροπλάνο
στον αέρα.
Κι έπειτα θα κατέβαζε το διακόπτη για να πυροδοτήσει τον πύραυλο.
Μαζί κι oι δυό, µ' ένα και µοναδικό άλµα, θα 'ρχιζαν να κολυµπούν
στο κενό, να κυνηγούν τον άνεµο, να πηδούν πιο ψηλά, ν' αρµενίζουν και
να γλιστρούν µε τα νώτα στραµµένα στον ήλιο, στο φεγγάρι, στ' αστέρια
πάνω από τον Ατλαντικά, πάνω από τη Μεσόγειο. Πάνω από εξοχές,
αγριότοπους, πάνω από πόλεις και πολιτείες. Μέσα σ' αέρινη σιγή,
πούπουλο που θροΐζει, παρασυρµένοι από τα κύµατα ηφαίστειου που
σκάει, ψηλά, κι όλο ψηλότερα ανεβαίνοντας, θα γελούσαν και θα φώναζαν
ο ένας του άλλου τ' όνοµα του. Η άλλων ονόµατα, αγέννητων ακόµα, η
άλλων που πέθαναν από παλιά και χάθηκαν από φθινοπωρινούς ανέµους,
απ' τους ανέµους της θάλασσας, ή απ' τη σιωπηλή ερηµιά ενός ανέµου από
αερόστατο, ενός ανέµου χηµικής φωτιάς. Και θα 'νιώθε ο καθένας να
σαλεύουν τ' ανάλαφρα πούπουλα των φτερών του, και να βλασταίνουν
βαθιά θαµµένα και να ξεπροβάλλουν τρυπώντας τις ωµοπλάτες! Και θα
'φηνε ο καθένας πίσω του τον απόηχο του πετάγµατος του, έναν ήχο που θα
περικύκλωνε τη γή µε τους ανέµους, και πάλι θα την περικύκλωνε, και θα
ξαναµιλούσε σ' άλλα χρόνια στα παιδιά των παιδιών των παιδιών τους, που
θα 'ταν βυθισµένα στον ύπνο, κι όµως θ' άκουγαν καθαρά τον ακοίµητο
ουρανό του µεσονυκτίου.
Ψηλά, ακόµα πιο ψηλά πατέρα! Μια ανοιξιάτικη παλίρροια, µια
καλοκαιρινή φουσκοθαλασσιά, ένας αστέρευτος ποταµός από φτερά!
Ένα κουδούνι χτύπησε σιγά.
Όχι, ψιθύρισε. Θα ξυπνήσω σε λίγο. Περίµενε...
Το Αιγαίο γλίστρησε κάτω από το παράθυρο και χάθηκε. Οι δίνες του
Ατλαντικού, η γαλλική εξοχή, διαλύθηκαν κάτω στην έρηµο του Νέου
Μεξικού. Μές στο δωµάτιο του, πλάι στο κρεβάτι που κοιµόταν, δε σάλεψε
κανένα πούπουλο κολληµένο µε κερί. Απέξω, δεν ταλαντεύτηκε κανένα
αχλάδι στον άνεµο, δεν µπήκε µπρος καµιά µηχανή πεταλούδας. Απέξω,
µονάχα ένας πύραυλος, ένα εύφλεκτο όνειρο, που περίµενε την άφή των
χεριών του για να υψωθεί στα ουράνια.
Την τελευταία στιγµή µέσα στον ύπνο του, κάποιος ρώτησε τ' όνοµά
του.
Ήρεµα, έδωσε την απάντηση όπως την είχε ακούσει όλες τις ώρες απ'
τα µεσάνυχτα κι εδώ.
«Ίκαρος Μογγολφιέρος Εφευρέτης».
Το επανέλαβε αργά ώστε αυτός που τον ρωτούσε να µπορεί να
θυµηθεί τη διάταξη των λέξεων και την προφορά ίσαµε την τελευταία
απίστευτη συλλαβή.
«Ίκαρος Μογγολφιέρος Εφευρέτης».
«Γεννηθείς: εννιακόσια χρόνια πρό Χριστού. ∆ηµοτικό: Παρίσι,
1783. Γυµνάσιο: Κίττυ Χόουκ, 1903. Αποφοίτηση, ξεκίνηµα από τη Γη στη
Σελήνη: σήµερα, αν θέλει ο Θεός, πρώτη Αυγούστου 1971. Θάνατος και
ενταφιασµός, καλώς εχόντων των πραγµάτων: Άρης, καλοκαίρι του 1999,
χρονιά της Εορτής του Κυρίου».
Έπειτα ξύπνησε.
Σε λίγο, διασχίζοντας την έρηµο του Ταρµάκ, άκουσε κάποιον να
ξεφωνίζει.
∆εν µπορούσε να ξεχωρίσει αν υπήρχε κανείς πίσω του. Κι αν ήτανε
µια φωνή η πολλές, αν ήτανε νεανικές φωνές η γερασµένες, αν ήτανε κοντά
ή µακριά, αν δυνάµωναν η αν κόπαζαν, αν του ψιθύριζαν ή αν του φώναζαν
και τα τρία καινούργια του ονόµατα, ούτε κι αυτό µπορούσε να ξεχωρίσει.
∆ε στράφηκε να δει.
Γιατί ο άνεµος δυνάµωνε σιγά σιγά και τον έσπρωχνε αµετάκλητα
µες στην έρηµο, προς τα κει που τον περίµενε, σηµαδεύοντας τον ουρανό, ο
πύραυλος.