8. Εναλλακτικά σενάρια επίλυσης της κρίσης

8. Εναλλακτικά σενάρια επίλυσης της Κρίσης
8.1 H πρόταση Bruegel
Μέσα στο Φεβρουάριο του 2011, και εν όψει της ευρωπαϊκής Συνόδου του Μαρτίου, το
βελγικό ινστιτούτο Bruegel δημοσιοποίησε την πρότασή του για τη διέξοδο της
Ευρώπης από την οικονομική κρίση. Η πρόταση υπογράφεται από τον Zsolt Darvas, τον
Jean Pisani-Ferry (διευθυντής του Bruegel) και τον André Sapir.
Oι Darvas, Pisani-Ferry και Sapir προτείνουν μια στρατηγική που περιλαμβάνει τρεις
άξονες: ο πρώτος αφορά στην εξυγίανση του τραπεζικού συστήματος στις χώρες
της ευρωζώνης, ο δεύτερος στην εξεύρεση μιας μεθόδου για να μειωθεί το
ελληνικό δημόσιο χρέος, και ο τρίτος στην προώθηση της ανάπτυξης και της
ανταγωνιστικότητας των περιφερειακών χωρών (Ελλάδα, Ιρλανδία, Πορτογαλία,
Ισπανία).
Σχετικά με τον πρώτο από τους παραπάνω άξονες, η πρόταση Bruegel υποστηρίζει την
υλοποίηση αξιόπιστων και αυστηρών «τεστ αντοχής» (stress tests) ως απόλυτη
προτεραιότητα για τις τράπεζες της ευρωζώνης, αναφέροντας, μάλιστα, ότι θα ήταν
σκόπιμη και η συμμετοχή του Διεθνούς Νομισματικού Ταμείου για την έγκυρη
διεξαγωγή αυτών των τεστ.
Σε ό,τι αφορά τη μείωση του ελληνικού δημόσιου χρέους, η έκθεση αναφέρει ότι η
Ελλάδα δεν θα είναι σε θέση να ξεπληρώσει το χρέος, ακόμα και αν τα μέτρα της «ήπιας
αναδιάρθρωσης» εφαρμοστούν με επιτυχία: τα μέτρα αυτά περιλαμβάνουν τη μείωση
του επιτοκίου δανεισμού από την Ε.Ε. στο 3,5%, επιμήκυνση της περιόδου
αποπληρωμής, καθώς και επαναγορά των ομολόγων που κατέχει η Ευρωπαϊκή
Κεντρική Τράπεζα (ECB) από την Ευρωζώνη (EFSF). Με τις ήπιες αυτές προσαρμογές,
για να καταφέρει η Ελλάδα να μειώσει το χρέος στο 60% του ΑΕΠ έως το 2034, τότε,
σύμφωνα με την έκθεση Bruegel, θα πρέπει για τα επόμενα 20 χρόνια να έχει
πρωτογενές πλεόνασμα τουλάχιστον 6% – κάτι το οποίο οι συγγραφείς θεωρούν
απίθανο να επιτευχθεί. Με αυτό, λοιπόν, ως δεδομένο, οι Darvas, Pisani-Ferry και Sapir
προτείνουν αναδιάρθρωση του δημοσίου χρέους της Ελλάδας, και πιο
συγκεκριμένα, περικοπή περίπου του 30% του εμπορεύσιμου δημόσιου χρέους ώστε
αυτό να γίνει «βιώσιμο» (δηλαδή, να υπάρξει ρεαλιστική προοπτική αποπληρωμής του).
Το ακριβές ποσοστό της μείωσης προτείνεται να αξιολογηθεί από κοινού από την
1
Ευρωπαϊκή Επιτροπή, την Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα και το Διεθνές Νομισματικό
Ταμείο.
Ο τρίτος άξονας της πρότασης Bruegel αναφέρεται στην ενίσχυση της προσαρμογής και
της ανάπτυξης των περιφερειακών χωρών μέσω δημοσιονομικής λιτότητας,
μεταρρυθμίσεων για την αύξηση της ανταγωνιστικότητας και καλύτερης αξιοποίησης
των πόρων των διαρθρωτικών ταμείων.
Ας σημειωθεί εδώ ότι το δεύτερο στάδιο της πρότασης Bruegel που αναφέρεται στην
περικοπή κατά 30% του χρέους στηρίζεται στην υπόθεση ότι εάν το 2013 η Ελλάδα
χρειαστεί νέα βοήθεια, θα υπάρξουν έντονα αρνητικές αντιδράσεις. Αυτή η υπόθεση,
ωστόσο, δεν είναι κατ’ ανάγκη και ορθή, εφόσον η Ελλάδα εφαρμόζει το Μνημόνιο.
Εξάλλου, το δημόσιο χρέος θα μπορούσε κάλλιστα να χαρακτηριστεί «βιώσιμο» και σε
επίπεδο αρκετά υψηλότερο του 60% του ΑΕΠ (που αναφέρει η πρόταση Bruegel ως
στόχο για το 2034), εάν υπάρχει πρωτογενές πλεόνασμα.
8.2 Το σχέδιο Buiter
To «σχέδιο Buiter» συντάχθηκε στις αρχές του 2011 από τον επικεφαλής των
οικονομολόγων της Citigroup Willem Buiter, και συνυπογράφεται από τους Ebrahim
Rahbari, Jürgen Michels και Giada Giani. Σύμφωνα με τη γνώμη των συντακτών, μια
επιτυχημένη προσέγγιση για τη διέξοδο από την οικονομική κρίση της ευρωζώνης θα
πρέπει να ικανοποιεί τα εξής τρία κριτήρια:
(α) Θα πρέπει να περιλαμβάνει έναν μηχανισμό που να θωρακίζει τις οικονομικά
φερέγγυες χώρες με προβλήματα ρευστότητας ενάντια σε τυχόν αθέτηση πληρωμών
εξαιτίας της περιορισμένης πρόσβασής τους στις αγορές.
(β) Θα πρέπει να εδραιώσει τη φερεγγυότητα σε όλες τις χώρες της ευρωζώνης, καθώς
και για τις τράπεζες που θα συνεχίσουν να λειτουργούν.
(γ) Θα πρέπει να βεβαιώνει ότι ενδεχόμενες ζημίες από ανεπιτυχείς αποφάσεις και
επενδύσεις δεν θα κρατικοποιούνται.
Με βάση τα παραπάνω κριτήρια, το σχέδιο Buiter περιλαμβάνει τρία σκέλη: καταρχήν,
προτείνεται
η
ενίσχυση
του
Ευρωπαϊκού
Ταμείου
Χρηματοπιστωτικής
Σταθερότητας (EFSF), ώστε η προσωρινή οικονομική υποστήριξη των αδύναμων
οικονομικών να αυξηθεί σε τουλάχιστον €2 τρισεκ. από €750 περίπου δισεκ. που είναι
σήμερα. Το δεύτερο σκέλος αναφέρεται στην αναδιάρθρωση του χρέους των
2
χρεοκοπημένων/αφερέγγυων
κρατών.
Τέλος,
το
σχέδιο
Buiter
προτείνει
αναδιάρθρωση του χρέους και αναδιάρθρωση κεφαλαίου στις προβληματικές
τράπεζες.
Το πρώτο σκέλος της πρότασης περιλαμβάνει την άμεση προ-πληρωμή τουλάχιστον €1
δισεκ. με τη συμμετοχή της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας, και ουσιαστικά αναφέρει
τη
δυνατότητα
μετατροπής
του
Ευρωπαϊκού
Ταμείου
Χρηματοπιστωτικής
Σταθερότητας σε τράπεζα που θα εκδίδει ομόλογα, και θα έχει τα απαραίτητα
κεφάλαια και τις αρμοδιότητες για να προχωρήσει σε αναδιάρθρωση κεφαλαίων του
χρηματοοικονομικού κλάδου. Η διαφορά του σχεδίου Buiter με εκείνο των Juncker και
Tremonti οι οποίοι προτείνουν την έκδοση «ευρωομολόγων» (βλ. επόμενη ενότητα)
είναι ο ισχυρισμός τους πως η έκδοση των ευρωομολόγων ή των ευρωδανείων θα
πρέπει να έχει ένα αυστηρό πάνω όριο (και όχι να είναι ελεύθερη).
Σχετικά με την πρόταση για αναδιάρθρωση του χρέους, οι συγγραφείς αναφέρουν ότι η
Ελλάδα είναι η χώρα της ευρωζώνης με τη μεγαλύτερη πιθανότητα να προβεί σε
αναδιάρθρωση του χρέους της τα επόμενα χρόνια, και προβάλλουν ως τα δύο κύρια
προβλήματά της τη δημοσιονομική αστάθεια και τις πενιχρές προοπτικές της για
ανάπτυξη. Σύμφωνα με τον Buiter, η διέξοδος από την ευρωπαϊκή κρίση θα είναι
ανέφικτη αν μερικά κράτη-μέλη της Ε.Ε. δεν προβούν σε αναδιάρθρωση χρέους και δεν
«καθαρίσουν» τους ισολογισμούς των τραπεζών τους – με τις επικρατέστερες χώρες
για αναδιάρθρωση να είναι η Ελλάδα και η Ιρλανδία.
Τέλος, σε ό,τι αφορά το τρίτο σκέλος του σχεδίου Buiter, επισημαίνεται άλλο ένα κοινό
σημείο (εκτός από την πρόταση για την αναδιάρθρωση του ελληνικού χρέους) με την
πρόταση Bruegel (βλ. προηγούμενη ενότητα), καθώς οι συγγραφείς τονίζουν την
αναγκαιότητα για διεξαγωγή ισχυρών «τεστ αντοχής» στις τράπεζες της Ευρωζώνης.
8.3 Το σχέδιο Juncker – Tremonti
Η πρόταση διαφυγής από την κρίση των Jean-Claude Juncker (πρωθυπουργός και
υπουργός θησαυροφυλακίου του Λουξεμβούργου) και Giulio Tremonti (υπουργός
οικονομικών της Ιταλίας) δημοσιεύτηκε στις αρχές Δεκεμβρίου του 2010 στην
εφημερίδα Financial Times. Στη δημοσίευσή τους αυτή, οι Juncker και Tremonti
υποστηρίζουν ότι η διέξοδος από την κρίση μπορεί να πραγματοποιηθεί με την
3
έκδοση ευρωομολόγων από έναν ευρωπαϊκό οργανισμό διαχείρισης χρέους
(European Debt Agency).
Πιο συγκεκριμένα, οι Juncker και Tremonti εκτιμούν ότι είναι απαραίτητη η άμεση
ίδρυση αυτού του οργανισμού διαχείρισης, ο οποίος να μπορεί να εκδίδει ευρωπαϊκά
ομόλογα έως το ποσό που αντιστοιχεί στο 40% του ΑΕΠ της Ευρωπαϊκής Ένωσης και
κάθε χώρας-μέλους. Μια τέτοια κίνηση, θα μπορούσε, σύμφωνα με τους Juncker και
Tremonti, να οδηγήσει στη δημιουργία της πιο σημαντικής αγοράς ομολόγων στην
Ευρώπη, η οποία θα αγγίξει δυνητικά ρευστότητα συγκρίσιμη με αυτή των
αμερικάνικων κρατικών ομολόγων.
Για να συμβεί αυτό, οι Juncker και Tremonti αναφέρουν δύο επιπλέον βήματα που
πρέπει να γίνουν: το πρώτο είναι η χρηματοδότηση (από τον οργανισμό διαχείρισης)
έως και 50% των ομολογιακών εκδόσεων από τα κράτη-μέλη – ποσοστό το οποίο, σε
ειδικές περιπτώσεις χωρών που έχουν πρόβλημα δανεισμού (όπως η Ελλάδα, η
Ιρλανδία ή η Πορτογαλία), θα μπορούσε να φτάσει και έως το 100% –, ώστε να
εξασφαλιστεί η ρευστότητα της αγοράς. Το δεύτερο βήμα είναι ο οργανισμός
διαχείρισης να προτείνει μετατροπή μεταξύ ευρωομολόγων και εθνικών ομολόγων, με
ευνοϊκούς λόγους ανταλλαγής για τις χώρες με προβλήματα δανεισμού. Με τον τρόπο
αυτό, οι Juncker και Tremonti εκτιμούν ότι θα αποτραπούν τα φαινόμενα
κερδοσκοπίας, ενώ θα πάψει και η εξάρτηση των αδύναμων οικονομιών της Ευρώπης
από τα υψηλά επιτόκια των διεθνών αγορών. Πρόκειται, σύμφωνα με τους συγγραφείς,
μια συστηματική και αποφασιστική απάντηση στην ευρωπαϊκή κρίση, η οποία περνά το
μήνυμα της πολιτικής δέσμευσης της Ευρωπαϊκής Ένωσης στην Οικονομική και
Νομισματική Ένωση.
Η απάντηση της Γερμανίας στην πρόταση αυτή των Juncker και Tremonti ήταν κατά
βάση αρνητική, καθώς ο Γερμανός υπουργός οικονομικών Wolfgang Schaeuble
ισχυρίστηκε ότι η έκδοση των ευρωομολόγων θα απαιτούσε θεμελιώδεις αλλαγές στις
ευρωπαϊκές συνθήκες, τονίζοντας επίσης πως οι χώρες της Ευρωπαϊκής Ένωσης θα
πρέπει να αποφεύγουν τις λύσεις του εύκολου δανεισμού του παρελθόντος.
Η πρόταση Juncker και Tremonti στηρίζεται στο πολύ βασικό στοιχείο της δημιουργίας
μιας πραγματικής νομισματικής ένωσης των χωρών της Ευρωπαϊκής Ένωσης – που δεν
θα εξαντλείται στη χρήση ενός κοινού νομίσματος. Ωστόσο, αυτή η οικονομική και
νομισματική ένωση που ουσιαστικά προτείνει μέσω της έκδοσης των ευρωομολόγων
4
δεν είναι αρκετά δραστική, και ο λόγος για αυτό είναι ότι, σύμφωνα με τους
συγγραφείς, τα ευρωπαϊκά ομόλογα θα εκδίδονται έως το ποσό που αντιστοιχεί στο
40% του ΑΕΠ της κάθε χώρας-μέλους της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Αυτό σημαίνει ότι η
κάθε χώρα θα καλύπτει τα ευρωομόλογα με διαφορετικό ποσοστό (ανάλογα με το ΑΕΠ
της) – κάτι που έρχεται σε αντίθεση με την ιδέα μιας πλήρους οικονομικής και
νομισματικής ένωσης των κρατών-μελών.
5