Έρωτας σε απόσπαση - Εκδόσεις Λευκή Σελίδα

Ε Ρ ΩΤΑ Σ ΣΕ Α Π ΟΣΠ Α ΣΗ
Έρωτας σε απόσπαση
•3•
Ελ έ ν η Τζή κα -Αε το πο ύλο υ
Εκδόσεις Λευκή Σελίδα • ΜΥΘΙΣΤΟΡΗΜΑ
Ελένη Τζήκα-Αετοπούλου
Έρωτας σε απόσπαση
Διορθώσεις: Ελένη Ζαφειρούλη
Σελιδοποίηση: Γιάννης Χατζηχαραλάμπους
Μακέτα εξωφύλλου: Γιάννης Λιβέρης
Φωτογραφία εξωφύλλου: © Andrey Kiselev - Fotolia.com
Copyright © Εκδόσεις Λευκή Σελίδα και Ελένη Τζήκα-Αετοπούλου, Αθήνα 2013
Πρώτη έκδοση από τις Εκδόσεις Λευκή Σελίδα, Αθήνα 2013
ISBN 978-960-9745-28-4
Εκδόσεις Λευκή Σελίδα
Σταδίου 10, 105 64, Αθήνα • Τηλ. & Fax.: 2103232870
www.lefkiselida.gr • e-mail: [email protected]
Αυτό το κείμενο που δημοσιεύεται από τις εκδόσεις «Λευκή Σελίδα» προστατεύεται από τους διεθνείς νόμους και τις διεθνείς
συνθήκες που αφορούν τα συγγραφικά δικαιώματα. Η εκτύπωσή του σε χαρτί προορίζεται αποκλειστικά για τον αγοραστή και
περιορίζεται στην προσωπική του χρήση. Κάθε άλλη αναπαραγωγή ή αντιγραφή, από όποιον και να προέρχεται, θα αποτελεί
απομίμηση και θα υπόκειται στις προβλεπόμενες κυρώσεις από το σχετικό νομοθετικό πλαίσιο περί πνευματικής ιδιοκτησίας και
από τις ισχύουσες διεθνείς συνθήκες για την προστασία των συγγραφικών δικαιωμάτων.
•4•
Ε Ρ ΩΤΑ Σ ΣΕ Α Π ΟΣΠ Α ΣΗ
Ε λ έ νη Τζήκα -Α ε το πο ύ λο υ
Έρωτας σε απόσπαση
[ μυθισ τόρημα ]
•5•
Ελ έ ν η Τζή κα -Αε το πο ύλο υ
Ένα μεγάλο ευχαριστώ
στην πολύτιμη φίλη και συνάδελφο
Κατερίνα Νάκου-Καραγιάννη
για την ηθική και έμπρακτη υποστήριξη
που μου πρόσφερε.
•6•
Ε Ρ ΩΤΑ Σ ΣΕ Α Π ΟΣΠ Α ΣΗ
Στη φίλη μου Mary Maroun
«Ότι κραταιά ως θάνατος αγάπη…»
Άσμα ασμάτων
•7•
Ελ έ ν η Τζή κα -Αε το πο ύλο υ
•8•
Ε Ρ ΩΤΑ Σ ΣΕ Α Π ΟΣΠ Α ΣΗ
Αντί προλόγου
Κ
άποιες ξεχασμένες σημειώσεις στο συρτάρι ενός άδειου σπιτιού, ίσως της προηγούμενης ενοίκου, μπορεί να αποτελέσουν
το έναυσμα και τον πυρήνα ενός βιβλίου, όπου η πραγματικότητα
μπλέκεται αξεδιάλυτα με τη φαντασία, έτσι ώστε στο τέλος να μην
μπορείς να τα ξεχωρίσεις.
Εξάλλου η πραγματικότητα και η φαντασία είναι σαν τη στεριά
με τη θάλασσα, που παραβιάζει η μία τα σύνορα της άλλης.
•9•
Ελ έ ν η Τζή κα -Αε το πο ύλο υ
• 10 •
Ε Ρ ΩΤΑ Σ ΣΕ Α Π ΟΣΠ Α ΣΗ
Είκοσι έξι Οκτωβρίου χίλια εννιακόσια ογδόντα έξι
Κ
άποτε πρέπει να γράψω. Κάποτε πρέπει ν’ αρχίσω να γράφω.
Ίσως έτσι ξαλαφρώσω. Ίσως έτσι βρει μια δικαίωση η ζωή μου.
Να γράψω. Έτσι, για να μη σκεπάσει η λησμονιά αυτά που έζησα εδώ
στη Γερμανία. Ένα πράγμα με σταματούσε ως τώρα: διάβασα αρκετά
μέχρι σήμερα. Έχουν γραφτεί τόσο σπουδαία πράγματα από τότε
που επινοήθηκε η γραφή. Τι έχω να προσθέσω εγώ σ’ όλα αυτά;
Ήδη, όμως, ανακαλύπτω μια αντίφαση. Δεν γράφουμε μόνο για
μας, φαίνεται. Κάποιον φανταστικό αναγνώστη επικαλούμαστε.
Γι’ αυτό με νοιάζει που δεν έχω τίποτα σημαντικό να πω.
Όμως, εγώ πρέπει να γράψω· πρώτα για μένα. Κάτι με πονάει,
κάτι μου σφίγγει το λαιμό, κάτι με βαραίνει. Μπορεί να είναι μόνο
μια καλυμμένη φιλοδοξία ενός μέτριου πνεύματος να βγει απ’
τη μετριότητά του ή το αφελές κίνητρο της γυναίκας που έμεινε
η επαρχιώτισσα μαθήτρια, που της λέγαν οι καθηγητές της πως
γράφει «καλές εκθέσεις». Δεν ξέρω.
Αλήθεια, πόσα βιβλία δεν γράφτηκαν, επειδή οι υποψήφιοι
συγγραφείς τους φοβήθηκαν πως δεν θα πουν παρά κάτι κοινότοπο
κι απλοϊκό. Είναι μια παρηγοριά αυτή η σκέψη.
Σε δυο βδομάδες κλείνω δύο χρόνια στη Γερμανία. Καθώς
σχεδιάζω να αποτυπώσω στο χαρτί τις εμπειρίες που έζησα εδώ,
• 11 •
Ελ έ ν η Τζή κα -Αε το πο ύλο υ
σαν χείμαρρος ορμούν επεισόδια, εντυπώσεις, πρόσωπα· πώς να
τα βάλεις σε μια τάξη όλα αυτά!
Δεν θα μιλήσω για την αίσθηση του χαμένου σ’ έναν άγνωστο
τόπο – απ’ τις πρώτες εντυπώσεις όλων των ξενιτεμένων. Για μένα
η πιο ζωηρή εντύπωση, όταν πάτησα το πόδι μου στη Γερμανία,
ήταν μια αίσθηση μηδαμινότητας. Ένιωσα ένα μόριο σκόνης μέσα
στην απέραντη αυτή χώρα με τα μεγάλα κτίρια, την απλοχωριά,
τους πλατιούς δρόμους. Στην πατρίδα μου, καθώς οι λόφοι και
τα βουνά ορίζουν το χώρο, νιώθεις πως το άτομο είναι κάτι. Έχει
οντότητα, βάρος. Μπορεί ν’ αλλάξει κάτι στο περιβάλλον του, το
ορίζει. Μόνο στην Ελλάδα, σκέφτηκα, θα μπορούσε να γεννηθεί
και ν’ αναπτυχθεί ένας πολιτισμός με κέντρο τον άνθρωπο. Μόνο
στην Ελλάδα το άτομο μπορούσε να βρει τη θέση που του αξίζει
μέσα στην απεραντοσύνη του κόσμου.
Κι ύστερα η επίπονη προσπάθεια της προσαρμογής. Στ’ αυτιά
μου βούιζαν ακόμα οι φωνές της πλατείας· ήταν τόσο γλυκό το
προπέρσινο φθινόπωρο στην πόλη μας, μια πόλη της κεντρικής
Μακεδονίας, κι ας έμπαινε Νοέμβρης όταν φύγαμε. Τα βράδια
μαζευόμασταν ακόμα εκεί όλη η παρέα…
Το ταξίδι με τ’ αεροπλάνο δεν βοηθά να συνειδητοποιήσεις
την αλλαγή.
— Πότε θα πάμε στην πλατεία, λέω στον Στεφανή.
Άρχισε να γελά και να λογαριάζει πόσα χιλιόμετρα μακριά
είμαστε.
Είκοσι μέρες μείναμε στη Στουτγάρδη στο σπίτι του Αντώνη.
Καλόβολος, ήμερος άνθρωπος. Απ’ τα μέρη μας. Μας δέχτηκε με
χαρά. Όμως, εγώ πνιγόμουν. Ποτέ δεν ήμουν τόσο άσχημη από
απελπισία. Το σπίτι ισόγειο, μύριζε μούχλα. Ήλιος δεν το έβλεπε
παρά ελάχιστα. Είναι που είναι σπάνιος ο ήλιος εδώ. Το φαΐ μπόλικο, καθώς των ανθρώπων που πείνασαν κι είναι σαν να θέλουν ν’
αναπληρώσουν της πείνας το ξεγάνωμα στα παιδικά τους χρόνια.
Κάτι θλιβερό πλανιόταν στην ατμόσφαιρα. Ίσως η φωτογραφία
της πρόσφατα πεθαμένης γυναίκας του. Ίσως…
Κάτι ένιωθα να με γυρίζει πίσω στο χωριό, στη μιζέρια του,
στους στενεμένους ορίζοντές του. Όλα στο μυαλό του Αντώνη
• 12 •
Ε Ρ ΩΤΑ Σ ΣΕ Α Π ΟΣΠ Α ΣΗ
τακτοποιημένα οριστικά κι αμετάκλητα: το καλό, το κακό, το άδικο.
Ανησυχία, αναζήτηση, έννοιες άγνωστες. Κουβάλησε στη Γερμανία,
μαζί με τις βαλίτσες του, τις αντιλήψεις του χωριού του, όπως ήταν
το ’60 που ξενιτεύτηκε. Ο κύκλος του όμοιος· κάποιοι συγχωριανοί
του, στενοί συγγενείς. Το πρόγραμμά του καθορισμένο: βάρδια,
ύπνος, το Σάββατο καφενείο. Απ’ τις οχτώ κοιμόμαστε. Θεέ μου,
αυτή είναι η Ευρώπη των Ελλήνων μεταναστών!
Γρήγορα βρήκαμε σπίτι στη Heilberg, όπου διορίστηκα. Φτύσαμε
αίμα να το καθαρίσουμε. Μια γριά Γερμανίδα, που ’χε τρελαθεί απ’
τη μοναξιά, είχε πασαλείψει με βρομιές όχι μόνο τους τοίχους, μα
κάθε γωνιά του.
Άρχισα το σχολείο. Είχα μια διάθεση να μεταδώσω στα ξενιτεμένα Ελληνόπουλα το φως της γαλανής κι άσπρης πατρίδας.
Στάλα-στάλα μάζευα χρόνια τη σοφία του λαού της, όπως τη
γνώρισα στα παραμύθια και στα τραγούδια του χωριού μου, όπως
τη βρήκα στα παλιά βιβλία του Όμηρου και του Ευριπίδη…
Θυμάμαι τις τελευταίες εκδρομές μας στον Όλυμπο και στα
Πιέρια. Πώς ρουφούσα την ομορφιά των ήμερων και περήφανων
βουνών μας… Σαν κάτι που μπορούσε να φυλαχτεί βαθιά μέσα
μου, ζεστό, για να μεταφερθεί αυτούσιο στην κρύα Γερμανία.
Η πρώτη απογοήτευση ήρθε απ’ τους συναδέλφους. Περίεργο,
με δέχτηκαν σχεδόν εχθρικά. Σαν ξένο που έμπαινε στα χωράφια
τους. Η ομολογία μου πως δεν έχω διδάξει ακόμα σε Λύκειο και
θα προτιμούσα το Γυμνάσιο έφτασε την άλλη μέρα στ’ αυτιά μου
«αυτή δεν ξέρει τίποτα». Μου φόρτωσαν τα πιο πολλά μαθήματα
και τις πιο πολλές ώρες. Προσπάθησαν να με τρομοκρατήσουν
με τους Έλληνες εδώ, με τους Γερμανούς συναδέλφους. Στην αρχή δεν μπορούσα να καταλάβω μια τέτοια στάση. Με τον καιρό
κατάλαβα πολλά…
Η δεύτερη απογοήτευση ήρθε απ’ τα παιδιά. Όταν πρωτομπήκα
στην τάξη μιλούσαν Γερμανικά. Ένιωσα τόσο ξένη κι όλα εκείνα
που αγάπησα τόσο μακριά. Η εικόνα ενός ξεριζωμένου φυτού που
πασχίζει να ξαναριζώσει σε ξένο έδαφος δεν έφευγε στιγμή απ’ το
μυαλό μου. Με κόπο κρατούσα τα δάκρυά μου. Τους απαγόρευσα,
φυσικά, να μιλάνε Γερμανικά. Αργότερα το μετάνιωσα. Τι έφταιγαν
• 13 •
Ελ έ ν η Τζή κα -Αε το πο ύλο υ
τα καημένα που μ’ αυτήν τη γλώσσα μεγάλωσαν, έτσι που να τους
είναι πιο εύκολο να γελάν σ’ αυτή, να λένε σ’ αυτήν τα μυστικά
τους. Γι’ αυτά ξένη γλώσσα ήταν τα Ελληνικά!
Τους ρώτησα για την Ελλάδα, τι ξέρουν, τι σκέφτονται. Κάμποσα την έβλεπαν σαν φτωχό συγγενή. Τα θάμπωσε το τεχνικό
θαύμα της Γερμανίας. Θα προτιμούσαν, το ’νιωθα, να μην κατάγονται από μια τόσο φτωχή χώρα. Όσα πάλι την αγαπούσαν, την
αγαπούσαν μ’ εκείνη την ξενέρωτη αγάπη του τουρίστα, που γι’
αυτόν Ελλάδα σημαίνει συρτάκι, θάλασσα, διακοπές. Ελάχιστα
ήξεραν για την ιστορία της, για το αληθινό της πρόσωπο, για την
ψυχή της. Στην έκθεση ενός μαθητή με θέμα «Πού θα ήθελα να
ζήσω, στην Ελλάδα ή στη Γερμανία;» διάβασα: «Θα ήθελα να ζήσω
στη Γερμανία, γιατί στην Ελλάδα δεν έχουν ξυπνητήρια κι όλος ο
κόσμος ξυπνούν από νύχτα με τα κοκόρια».
Κι εγώ που σ’ όλα τα παιδικά και νεανικά μου χρόνια έφαγα στη
μάπα την προγονολατρία των εθνικοφρόνων, εγώ που ως τώρα
δίδασκα πως όλοι οι λαοί του κόσμου συνέβαλαν σ’ αυτό που λέμε
πολιτισμό, ο κάθε λαός με τον τρόπο του, πως δεν είναι μόνο οι
Έλληνες δημιουργοί του ευρωπαϊκού πολιτισμού… Εγώ ένιωσα
την ανάγκη να τους μιλήσω για τα παλιά και σύγχρονα μεγαλεία
της πατρίδας, μ’ ένα στόμφο που θύμιζε λόγο δασκάλου σ’ εθνική
γιορτή στο χωριό. Μ’ είχε πιάσει τέτοιος εθνικός οίστρος.
Και κάθε φορά που μου δινόταν η ευκαιρία απ’ τα μαθήματα
προσπαθούσα να τους ζωντανέψω τη μορφή της βασανισμένης
Πατρίδας. Αυτής της παλιάς αρχόντισσας που έδωσε τόσα στην
Επιστήμη, στην Τέχνη, στη Δημοκρατία, στον Ανθρωπισμό και
σήμερα, με την αξιοπρέπεια της παλιάς αρχοντιάς της, ακούει σιωπηλή και πικραμένη τους κομπασμούς των νεόπλουτων γύρω της.
Ανέχεται την περιφρόνηση των άξεστων που αγνοούν την πλούσια
ιστορία της και βλέπουν μόνο τη σημερινή της φτώχεια.
«Και τι είστε εσείς σήμερα;» μας πέταξε μια μέρα ένας Γερμανός,
«φτωχοί και καθυστερημένοι, όπως οι Τούρκοι». Μια άλλη φορά,
καθώς περπατούσαμε στο δρόμο, ένας Γερμανός μάς έβρισε. Δεν
κατάλαβα τι είπε, το συμπέρανα απ’ το ύφος και τον τόνο του. «Μας
βρίζει, γιατί δεν μιλάμε Γερμανικά» είπε η δασκάλα δίπλα μου.
• 14 •
Ε Ρ ΩΤΑ Σ ΣΕ Α Π ΟΣΠ Α ΣΗ
Κάποιες φορές πάλι, καθώς σεργιανούσα μόνη στους μεγάλους
παγωμένους δρόμους, χαζεύοντας την καθαριότητα, την εκνευριστική τάξη και την καταθλιπτική ομοιομορφία, τα πλούσια μαγαζιά
με τις λαμπρές βιτρίνες, φορτωμένες τα τελειότερα ηλεκτρονικά
εξαρτήματα, έφερνα στο μυαλό μου τη φτώχεια της Πατρίδας.
Έβλεπα τ’ ακριβά πανωφόρια και τα αφράτα κόκκινα πρόσωπα
και τα αντιπαρέβαλλα ασυναίσθητα με τα σκαμμένα πρόσωπα
των ξωμάχων μας. Και πάλι ένιωθα την ανάγκη να γυρίσω στ’
αρχαία μεγαλεία μας, για να ντύσω μ’ εκείνα την αδυναμία μου
μπροστά σ’ αυτό τ’ αυτάρεσκο τεχνικό τέρας, που νόμιζα πως θα
μ’ εξαφανίσει κάτω απ’ την πατούσα του.
«Υπερβολές κι απλοϊκή θεώρηση» θα ’λεγε ο Στεφανής. «Θαρρείς και στη Γερμανία δεν υπάρχουν φτωχοί. Και μήπως κάποια
απ’ αυτά τα ροδαλά και καλοθρεμμένα πρόσωπα δεν ανήκουν σε
Έλληνες μετανάστες. Η Γερμανία δεν είναι παρά η βιτρίνα του καπιταλισμού. Καπιταλισμός υπάρχει και στην Ελλάδα. Και μάλιστα
με οξύτερη την αντίθεση πλούτου και φτώχειας».
Δεν διαφωνώ, δεν αναφέρω παρά τις πρώτες μου εντυπώσεις.
Είναι παράξενο, αλλά όλες οι θεωρίες-κλειδιά για την ερμηνεία
των πραγμάτων, τουλάχιστον την πρώτη φορά, εξαφανίζονται απ’
το μυαλό μου. Όλα τα πρωτόγνωρα πράγματα τα νιώθω πρώτα
κι ύστερα τα ψάχνω. Φαίνεται πως ο σκεπτόμενος άνθρωπος με
τη «σοφία» των βιβλίων και τις διόπτρες της «επιστήμης» υποχωρεί σαστισμένος μπροστά στο χωριατόπουλο που ζει μέσα μου.
Φαίνεται πως στα τριάντα τρία μου χρόνια έμεινα το κορίτσι της
Κρυοπηγής, που σάστιζε και τρόμαζε σ’ ό,τι άγνωστο και ξένο
στον περιορισμένο κόσμο του χωριού του.
Ο καημένος ο Στεφανής! Κάθε φορά που απογοητευόμουν κάτω
απ’ το βάρος των νέων μου ευθυνών σ’ εκείνον ξεσπούσα. Απ’ τη
μια το νοικοκυριό. Πρώτη φορά ευθύνη δική μου εξολοκλήρου.
Απ’ την άλλη οι καινούργιες συνθήκες στη δουλειά μου, το βαρυφορτωμένο πρόγραμμα –όλα τα φιλολογικά του Γυμνασίου, συν
τα Θρησκευτικά κι όλα τα δευτερεύοντα του Λυκείου– μ’ έκαναν
να ξεσπώ κάθε τόσο σ’ εκείνον και να τον μέμφομαι που μ’ έφερε
• 15 •
Ελ έ ν η Τζή κα -Αε το πο ύλο υ
στη Γερμανία. Η απελπισία της μαμάς, όταν έφευγα, χρωμάτιζε
τη φωνή μου: «Εγώ, κορίτσι μου, σε σπούδασα, δεν έβαζα με το
νου μ’ πως θα σε στείλω στη Γερμανία εργάτρια». Τον θεωρούσα
υπεύθυνο τον άντρα μου όχι μόνο για τις δικές μου απογοητεύσεις,
αλλά και για τον πόνο που έδωσε στους δικούς μου.
Όμως, ήμουν άδικη. Ο ερχομός μας στη Γερμανία δεν ήταν μια
αβίαστη δική του επιλογή. Έγινε κάτω απ’ την πίεση μιας παράξενης
αρρώστιας του, που εκδηλωνόταν με λιποθυμίες και επίμονους
πονοκεφάλους. Πήγαμε σε πολλούς γιατρούς, κάναμε εξετάσεις.
Τίποτα. Καμιά ασθένεια. Αρχίσαμε, εμπειρικά, να διαπιστώνουμε
πως όλα αυτά είχαν σχέση με τη δουλειά του. Το κλίμα εκεί είχε
γίνει αφόρητο. Έπρεπε ν’ αλλάξει περιβάλλον, μας συμβούλεψε
ένας νευρολόγος, ν’ αλλάξει δουλειά.
Μήπως κι η δική του μάνα λίγο πόνεσε το χωρισμό μας! Η αλήθεια
είναι πως τον Στεφανή δεν τον γέννησε η κυρία Ξένια, αλλά μια
αδερφή της που ήταν ανύπαντρη και πέθανε στη γέννα. Τον πήρε
λοιπόν εκείνη, πρόσφατα παντρεμένη, και τον παρουσίασε για δικό
της στον κόσμο. Αλλά αυτό είναι οικογενειακό μυστικό. Γι’ αυτό
έφυγαν απ’ την Κόνιτσα κι ήρθαν στα μέρη μας. Έτσι, η κυρα-Ξένια
έγινε η μάνα του. Θεέ μου, πώς έκλαιγε! Μοιρολογούσε μ’ έναν
ανατολίτικο τρόπο σαν μπροστά σ’ αγαπημένο νεκρό. Η θύμηση
εκείνου του σπαραγμού της μου έφερνε συχνά δάκρυα στα μάτια.
Μια μέρα ακούσαμε απ’ τον ελληνικό σταθμό ένα τραγούδι
αποχωρισμού. Αν θυμάμαι καλά, έλεγε:
Θα με θυμηθείς, καλή μου μάνα.
Το κρύο νερό το μεσημέρι
Το ζεστό ψωμί το βράδυ-βράδυ...
Σαν να είχε γραφτεί για κείνη. Είχε μια τόσο παραπονιάρικη
μελωδία, που νόμιζες πως έκλαιγε ολόκληρη η Ήπειρος μαζί για
τις πίκρες και τα βάσανά της.
Θυμήθηκα τον Παλαμά:
Γιαννιώτικα, Σμυρνιώτικα, Πολίτικα
μακρόσυρτα τραγούδια ανατολίτικα, λυπητερά…
• 16 •
Ε Ρ ΩΤΑ Σ ΣΕ Α Π ΟΣΠ Α ΣΗ
Μέσα σας κλαίει το μαύρο φτωχολόι.
Κι όλα σας, κι η χαρά σας μοιρολόι.
Αλήθεια, πόσο είναι λυπητερά τα τραγούδια της πικρής Πατρίδας…
Κι όλα σας, κι η χαρά σας μοιρολόι.
Ήρθε στο νου μου η μέρα του γάμου μου. Την ώρα που με στολίζανε νύφη. Γύρω τ’ αυστηρά πρόσωπα των θειάδων. Αγέλαστα.
Τραγουδούσαν.
Του κύρι Γιώργη η ανιψιά, του ρήγα η θυγατέρα
σαν ’κάτσε και στολίστηκε τρεις μέρες και τρεις νύχτες
βάζει τον ήλιο πρόσωπο και το φεγγάρι αστήθι…
Κι εκείνος ο μακρόσυρτος σκοπός έπνιγε τα γέλια των κοριτσιών, καθώς μου έφτιαχναν τα μαλλιά, και γέμιζε με θλίψη τη
χωριάτικη κάμαρα. Δίπλα ο πατέρας να δακρύζει. Πρώτη φορά
τον έβλεπα δακρυσμένο. Δεν ήταν σκληρός. Όμως, πάντα έκρυβε
τους καημούς του από μας. Ήθελε να μη μας αγγίξει ο πόνος του
κόσμου. Καημένε, μπαμπά! Τα μάτια μου ήταν πρησμένα απ’ το
κλάμα. «Με τέτοια μάτια θα είσαι η πιο άσχημη νύφη» έλεγαν τα
κορίτσια. «Ας κλάψ’ι. Τι θα πάθ’ι; Μια φουρά γένιτι νύφ’ι» οι θειάδες
με τ’ αγέλαστα πρόσωπα. Ήταν άραγε σκληρότητα ή συμβιβασμός
με την ιδέα πως το κλάμα δεν είναι παρά η άλλη όψη, της χαράς,
στο νόμισμα της ζωής; ΄Η μήπως δικαιολογημένη ζήλια για τα
κορίτσια της εποχής μου, που διάλεγαν μόνες τον σύντροφό τους
και τα δικαιώματά τους είχαν γίνει πολύ περισσότερα… «Τότε
μεις τρέμαμε μπροστά στ’ς πεθερές, τώρα τρέμουμε μπροστά στ’ς
νύφες» έλεγε η θεία Βασιλική.
Παρασύρθηκα. Αχ, το χωριό μου, πώς με κυνηγά παντού, πώς
το κουβαλώ πάντα μαζί μου!
Αρχές του Γενάρη μας τηλεφώνησε κάποιος σύντροφος, για να
μας ανακοινώσει πως το Σάββατο το απόγευμα στο Ludwigsburg
• 17 •
Ελ έ ν η Τζή κα -Αε το πο ύλο υ
είχε συγκέντρωση για την απλή αναλογική. Περίμενα με λαχτάρα
εκείνο τ’ απόγευμα. Θα συναντούσαμε συντρόφους. Θα ξεφεύγαμε
απ’ το μίζερο κλίμα των «Λαζογερμανών» που γνωρίσαμε στη
Heilberg. «Τι, θέλετε και μπάνιο να έχει το σπίτι;» μας ρώτησε
κάποιος, όταν ψάχναμε να νοικιάσουμε.
Κάποιος καθηγητής μάς περίμενε στο σταθμό. Πήγαμε σε μια
αίθουσα. Εκεί ήταν μαζεμένοι κι άλλοι. Όλοι μας πρόσεχαν. Ήμασταν
οι καινούργιοι, με την Ελλάδα ακόμα στα μάτια μας. Σαν τέλειωσε
η συγκέντρωση, ο συνάδελφος που μας είδε σαν χαμένους:
— Θα σας πάω στη Στουτγάρδη σ’ ένα μαγαζί. Μαζευόμαστε
κάποιοι σύντροφοι εκεί και πίνουμε κάνα κρασάκι. Είναι κι ένας
που παίζει κιθάρα.
Άλλο που δεν θέλαμε. Σε μια απόμερη γωνιά, κάπου στο κέντρο
της Στουτγάρδης, ήταν το μαγαζί.
— Ο Στεφανής κι η Μελίτα, σύντροφοι, μόλις ήρθαν απ’ την
Ελλάδα.
Γυρίζει σ’ εμάς:
— Ο Τομ, ο Άρης, η Αλεξάνδρα, ο Μήτσος, η Αρετή, ο Βασίλης.
Μας δέχτηκαν με χαρά. Έκαναν μέρος να καθίσουμε.
Ο Τομ πήρε την κιθάρα. Ήταν ένας πενηνταπεντάρης, λεπτός,
μ’ αραιά καστανά μαλλιά και σπιρτόζικο πνεύμα, που δεν έχανε την
ευκαιρία να το επιδεικνύει. Καθώς ο Τομ έπαιζε και τραγουδούσε,
ένιωσα ν’ ανοίγει η καρδιά μου. Είχα καιρό ν’ ακούσω κιθάρα και
να βρεθώ ανάμεσα σ’ ανθρώπους που να τους αισθάνομαι δικούς
μου.
Πρόσεξα τα πρόσωπα γύρω. Η Αλεξάνδρα: Γύρω στα σαράντα
πέντε. Μαύρα κοντά μαλλιά, σκούρα επιδερμίδα, έντονη τριχοφυΐα,
σφιχτά χείλη, με μια δύναμη και κάποια σκληρότητα στο βλέμμα.
Πολύ ενημερωμένη γύρω απ’ τα κομματικά. Είχε εξαιρετική ευθυμία
εκείνο το βράδυ. Σε λίγο σηκώθηκε κι άρχισε να χορεύει.
Απέναντί μου ο Μήτσος. Πρόσωπο πλαδαρό, βλέμμα αγαθιάρικο, πνεύμα δυσκίνητο. Ένας άγαρμπος ευτραφής μπέμπης γύρω
στα σαράντα πέντε. Ο Τομ, σαν να κατάλαβε τις σκέψεις μου,
«Μπουτίκ-Λαχανικά ο Μήτσος» λέει.
Απ’ την άλλη μεριά το ζευγάρι Βασίλης-Αρετή. Κάναμε αστεία
• 18 •
Ε Ρ ΩΤΑ Σ ΣΕ Α Π ΟΣΠ Α ΣΗ
με την ηλικία τους. Έμοιαζαν πολύ μικρότεροι. Τους περάσαμε για
φοιτητές. Κι όμως, ήταν γύρω στα σαράντα. Η Αρετή, ένα ξανθό
γελαστό κορίτσι. Τ’ αυθόρμητο φέρσιμο και τα καθαρά καστανά της
μάτια έρχονταν σ’ αντίθεση με το προκλητικό ντύσιμο και το έντονο
βάψιμο. Ο άντρας της με το καλογυμνασμένο σώμα, τα πυρόξανθα
μαλλιά και τ’ ανοιχτά μάτια έμοιαζε ένα ανεύθυνο παιδί.
Τραγούδησα κι εγώ. Ακόμα τότε η φωνή μου άντεχε. Έγινε
απόλυτη σιωπή. Απ’ τ’ «Αγροτικά».
Τις νύχτες σαν ερχόμουν μαζί σου,
μας έβρισκε η ανατολή…
Κάποιοι λέγανε ψιθυριστά: «Τι είν’ αυτή; Τι φωνή, τι πάθος!».
Κι εκείνο το τραγούδι που έμαθα απ’ τον Φοίβο και τόσο αγάπησα.
Είχε μια φαμίλια πέντ’ ανθρώπους
κι ήτανε τα χέρια του αδειανά,
κίνησε μια αυγή για άλλους τόπους
γι’ άλλο ριζικό έκανε πανιά…
μα τον ’φέραν πίσω μ’ ένα πλοίο
μόνη του παρέα ένα χαρτί που ’γραφε:
«Απέθανε εν Βελγίω
ετών δεκαεννιά. Φορτωτική».
Τους άγγιξε όλους. Ο καημός της ξενιτιάς, βλέπεις. Ξανάρχισε
πάλι ο Τομ. Με Σαββόπουλο.
Μέρα μ’ ήλιο σαν κι αυτό, να την τρώει τ’ αφεντικό…
Γυρίζω στον Άρη:
— Όταν ακούω αυτό το τραγούδι, θυμάμαι τη ζωή μας στα
χωράφια. Τον μισούσαμε τον ήλιο του καλοκαιριού. Περιμέναμε
να βρέξει μια μέρα, να γλυτώσουμε την τσάπα. Άσκοπος ήλιος,
άσκοπα καλοκαίρια, άσκοπα νιάτα.
Δεν μίλησε. Έμοιαζε συγκινημένος. Κοίταξα το πρόσωπό του.
Βαθιές χαρακιές γύρω στο στόμα και μια πιο μεγάλη ανάμεσα στα
φρύδια. Έδειχνε πιο μεγάλος απ’ την ηλικία του. Δεν ήταν, όμως,
• 19 •
Ελ έ ν η Τζή κα -Αε το πο ύλο υ
οι χαρακιές του ανθρώπου που δούλεψε σκληρά. Ήταν τ’ αυλακωμένο πρόσωπο εκείνου που έζησε πολλά. Η ξανθιά φανταχτερή
κοπέλα που ήρθε σε λίγο και κάθισε δίπλα του το μαρτυρούσε.
Φαινόταν κοπέλα της νύχτας. Όμως, τα μάτια του, βαθιά γαλάζια,
διατηρούσαν κάτι απ’ την παιδική αγνότητα. Πρόδιναν μια ψυχή
που μες στη νύχτα ψάχνει ακόμα την ομορφιά.
Αργότερα θα μου πει για κείνη τη βραδιά: «Όταν σ’ άκουσα
να τραγουδάς, όταν άρχισες να μου μιλάς, είπα μέσα μου: αυτό το
βλαχάκι θα με καθαρίσει».
Και η γυναίκα του: «Καλέ, τι είχε πάθει ο άντρας μου εκείνο το
βράδυ! Ήρθε και με ξύπνησε, για να μου πει για μια κοπέλα που
γνώρισε και τραγούδησε τόσο όμορφα. Πρώτη φορά με ξύπνησε
για να μου πει κάτι τέτοιο. Εγώ δαγκώθηκα. Θα είναι καμιά απ’
αυτές που τριγυρνάς συνήθως».
«Δεν ξέρεις τι λες. Αυτή δεν είναι από κείνες που νομίζεις.
Ήρθε μόλις με τον άντρα της απ’ την Ελλάδα, είναι καθηγήτρια,
ίσως τη γνωρίσεις».
Οι άντρες πειράζονταν μεταξύ τους. Κάτι σαν υπολανθάνων
ανταγωνισμός σερνόταν στο τραπέζι. Οι αιώνιοι Άντρες μπροστά
σε μια καινούργια Γυναίκα. Αμυδρά ο καθένας προσπαθούσε να
ρίξει τον άλλο στα μάτια μου. Τα πιο πολλά πυρά πέφταν στον
Άρη. Υπονοούμενα για την προσωπική του ζωή. Φαίνεται πως τους
σκανδάλιζε. Η γνωστή ζήλια που μεταμορφώνεται σε κριτική γι’
αυτούς που χαίρονται αυτά που μυστικά ποθούμε κι εμείς.
Κι εγώ ένιωσα την καρδιά μου ν’ ανοίγει σαν τριαντάφυλλο που
βρισκόμουν μαζί τους. Η ένταση έδινε σιγά-σιγά τη θέση της σε
μια χαλάρωση. Αυτή την αποκάρωση που σου φέρνει η αίσθηση
πως βρίσκεσαι μ’ ανθρώπους από παλιά γνωστούς.
— Το ελληνικό καφενείο στην ξενιτιά, λέω του Τομ. Σας φανταζόμουν και σας περιέγραφα στα παιδιά μου στην Ελλάδα. Θυμάσαι το «Διπλό βιβλίο» του Δημήτρη Χατζή; Είχε ένα απόσπασμα
στα κείμενα της Τρίτης Γυμνασίου. Σας έφερνα στο νου μου τον
καιρό της Χούντας. Να μαζεύεστε εδώ, γεμάτοι αγωνιστικότητα
κι επαγρύπνηση. Να κοιτάτε γύρω για χαφιέδες. Να τρέμετε μην
κάποιος σύντροφος δεν ξανάρθει. Πόσο σας ονειρεύτηκα!
• 20 •