ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΑ ΕΙΣΑΓΩΓΗ ΣΤΟ ΠΟIΝΙΚΟ ΔΙΚΑΙΟ…………………………………………. Η ΠΡΟΣΤΑΣΙΑ ΤΩΝ ΕΝΝΟΜΩΝ ΑΓΑΘΩΝ ……………………………………… Η ΑΡΧΗ ΚΑΜΙΑ ΠΟΙΝΗ, ΚΑΝΕΝΑ ΕΓΚΛΗΜΑ ΧΩΡΙΣ ΝΟΜΟ………………… ΕΡΜΗΝΕΙΑ ΤΩΝ ΠΟΙΝΙΚΩΝ ΝΟΜΩΝ…………………………………………… ΤΙ ΕΙΝΑΙ ΕΓΚΛΗΜΑ………………………………………………………………… ΔΙΑΚΡΙΣΗ ΤΩΝ ΕΓΚΛΗΜΑΤΩΝ ΣΕ ΚΑΚΟΥΡΓΗΜΑΤΑ, ΠΛΗΜΜΕΛΗΜΑΤΑ ΚΑΙ ΠΤΑΙΣΜΑΤΑ…………………………………………………………………… ΕΓΚΛΗΜΑΤΑ ΑΥΤΕΠΑΓΓΕΛΤΩΣ ΚΑΙ ΚΑΤ’ ΕΓΚΛΗΣΗ ΔΙΩΚΟΜΕΝΑ……… ΛΟΓΟΙ ΠΟΥ ΕΞΑΛΕΙΦΟΥΝ ΤΟ ΑΞΙΟΠΟΙΝΟ ΤΩΝ ΕΓΚΛΗΜΑΤΩΝ…………………… Α) ΠΑΡΑΓΡΑΦΗ ΤΩΝΝ ΕΓΚΛΗΜΑΤΩΝ………………………………………… Εξαιρέσεις………………………………………………………………………… Έναρξη και υπολογισμός της προθεσμίας παραγραφής……………………………… Αναστολή της παραγραφής……………………………………………………… Β)ΑΜΝΗΣΤΙΑ…………………………………………………………………………… Γ) ΠΑΡΑΙΤΗΣΗ ΑΠΟ ΤΟ ΔΙΚΑΙΩΜΑ ΤΗΣ ΕΓΚΛΗΣΗΣ…………………………………… Δ) ΕΜΠΡΑΚΤΗ ΜΕΤΑΝΟΙΑ………………………………………………………… ΕΙΣΑΓΩΓΗ ΣΤΗΝ ΠΟΙΝΙΚΗ ΠΟΙΝΙΚΗ ΔΙΚΟΝΟΜΙΑ……………………………… ΤΑ ΟΡΓΑΝΑ ΑΠΟΝΟΜΗΣ ΤΗΣ ΠΟΙΝΙΚΗΣ ΔΙΚΑΙΟΣΥΝΗΣ…………………………… Τα ποινικά δικαστήρια……………………………………………………………….. ΑΝΑΛΥΤΙΚΩΤΕΡΑ: Η ΑΡΜΟΔΙΟΤΗΤΑ ΤΩΝ ΠΟΙΝΙΚΩΝ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΩΝ, ΔΙΚΑΣΤΙΚΩΝ ΣΥΜΒΟΥΛΙΩΝ ΚΑΙ Η ΣΥΓΚΡΟΤΗΣΗ ΤΟΥΣ……………………………… ΚΑΘ’ ΥΛΗΝ ΑΡΜΟΔΙΟΤΗΤΑ…………………………………………………… Α) ‘ΑΡΕΙΟΣ ΠΑΓΟΣ……………………………………………………………………. Β) ΜΕΙΚΤΟ ΟΡΚΩΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ………………………………………………… Γ) Το ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΕΦΕΤΩΝ ……………………………………………………… Το Συμβούλιο των Εφετών……………………………………………………… Δ) Το ΤΡΙΜΕΛΕΣ ΠΛΗΜΜΕΛΕΙΟΔΙΚΕΙΟ…………………………………………… Το Συμβούλιο των Πλημμελειοδικών……………………………………………… Ε) Το ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΑΝΗΛΙΚΩΝ………………………………………………… α. Το μονομελές δικαστήριο ανηλίκων……………………………………… 1 β. Το τριμελές δικαστήριο ανηλίκων………………………………………… γ. Το εφετείο ανηλίκων……………………………………………………… ΣΤ) To ΜΟΝΟΜΕΛΕΣ ΠΛΗΜΜΕΛΕΙΟΔΙΚΕΙΟ…………………………………… Ζ) Το ΠΤΑΙΣΜΑΤΟΔΙΚΕΙΟ…………………………………………………… ΚΑΤΑ ΤΟΠΟΝ ΑΡΜΟΔΙΟΤΗΤΑ………………………………………………… Η ΕΙΣΑΓΓΕΛΙΚΗ ΑΡΧΗ…………………………………………………………… ΟΙ ΔΙΚΑΣΤΙΚΟΙ ΛΕΙΤΟΥΡΓΟΙ……………………………………………………… ΟΙ ΛΑΙΚΟΙ ΔΙΚΑΣΤΕΣ (ΕΝΟΡΚΟΙ)……………………………………………… ΟΙΔΙΑΔΙΚΟΙ…………………………………………………………………………… A. Ο ΚΑΤΗΓΟΡΟΥΜΕΝΟΣ…………………………………………………. Ο B. ΠΟΛΙΤΙΚΩΣ ΕΝΑΓΩΝ………………………………………………………………… Γ. Ο ΑΣΤΙΚΩΣ ΥΠΕΥΘΥΝΟΣ………………………………………………………. Η ΠΟΙΝΙΚΗ ΔΙΑΔΙΚΑΣΙΑ…………………………………………………………… ΜΗΝΥΣΗ – ΕΓΚΛΗΣΗ ΠΟΛΙΤΙΚΗ – ΑΓΩΓΗ – ΑΝΤΙΚΛΗΤΟΣ…………………………. ΜΗΝΥΣΗ – ΕΓΚΛΗΣΗ…………………………………………………………... - ΑΝΗΛΙΚΟΣ ΠΑΘΩΝ…………………………………………………………… ΠΟΥ ΚΑΤΑΤΙΘΕΤΑΙ Η ΜΗΝΥΣΗ – ΕΓΚΛΗΣΗ…………………………………… ΠΡΟΘΕΣΜΙΑ ΥΠΟΒΟΛΗΣ ΜΗΝΥΣΕΩΣ – ΕΓΚΛΗΣΕΩΣ……………………………… - ΚΑΤΑΘΕΣΗ ΜΗΝΥΣΕΩΣ – ΕΓΚΛΗΣΕΩΣ ΑΠΟ ΦΥΣΙΚΟ ΠΡΟΣΩΠΟ ‘Η ΠΛΗΡΕΞΟΥΣΙΟ ΔΙΚΗΓΟΡΟ ΤΟΥ………………………………………………… - ΟΤΑΝ ΕΓΚΑΛΕΙ ‘Η ΜΗΝΥΕΙ ΝΟΜΙΚΟ ΠΡΟΣΩΠΟ ‘Η ΠΛΗΡΕΞΟΥΣΙΟΣ ΤΟΥ…………. Όταν 1. μηνύει ή εγκαλεί ΑΝΩΝΥΜΗ ΕΤΑΙΡΕΙΑ………………………………………… 2. Όταν μηνύουν ή εγκαλούν ΕΤΑΙΡΕΙΑ ΠΕΡΙΟΡΙΣΜΕΝΗΣ ΕΥΘΥΝΗΣ (Ε.Π.Ε), ΟΜΟΡΡΥΘΜΗ ΕΤΑΙΡΕΙΑ (Ο.Ε) 'Η ΕΤΕΡΟΡΡΥΘΜΟΣ ΕΤΑΙΡΕΙΑ (Ε.Ε)……………… - ΓΕΝΙΚΑ ΣΤΟΙΧΕΙΑ ΓΙΑ ΤΗΝ ΥΠΟΒΟΛΗ ΚΑΘΕ ΜΗΝΥΣΕΩΣ – ΕΓΚΛΗΣΕΩΣ………. - ΠΡΟΤΕΙΝΟΜΕΝΟΙ ΜΑΡΤΥΡΕΣ……………………………………………………. 2 - ΣΧΕΤΙΚΑ ΕΓΓΡΑΦΑ……………………………………………………………… - ΠΑΡΑΒΟΛΑ ΜΗΝΥΣΕΩΣ ΚΑΙ ΠΟΛΙΤΙΚΗΣ ΑΓΩΓΗΣ……………………… - ΠΡΑΞΗ ΚΑΤΑΘΕΣΕΩΣ ΤΗΣ ΜΗΝΥΣΕΩΣ……………………………………… ΕΝΝΟΙΑ ΠΟΛΙΤΙΚΗΣ ΑΓΩΓΗΣ…………………………………………………… - ΔΗΛΩΣΗ ΠΟΛΙΤΙΚΗΣ ΑΓΩΓΗΣ ΜΕ ΤΗΝ ΚΑΤΑΘΕΣΗ ΤΗΣ ΜΗΝΥΣΕΩΣ – ΕΓΚΛΗΣΕΩΣ……………………………………………………………………… - ΔΙΟΡΙΣΜΟΣ ΑΝΤΙΚΛΗΤΟΥ ΔΙΚΗΓΟΡΟΥ……………………………………… - ΔΗΛΩΣΗ ΠΑΡΑΣΤΑΣΕΩΣ ΠΟΛΙΤΙΚΗΣ ΑΓΩΓΗΣ ΑΠΟ ΑΝΗΛΙΚΟ ΠΑΘΟΝΤΑ……... - ΔΗΛΩΣΗ ΠΑΡΑΣΤΑΣΕΩΣ ΠΟΛΙΤΙΚΗΣ ΑΓΩΓΗΣ ΑΠΟ ΝΟΜΙΚΟ ΠΡΟΣΩΠΟ…… - ΔΗΛΩΣΗ ΠΑΡΑΣΤΑΣΕΩΣ ΠΟΛΙΤΙΚΗΣ ΑΓΩΓΗΣ ΚΑΤΑ ΤΗΝ ΠΡΟΔΙΚΑΣΙΑ………… - ΔΙΚΑΙΩΜΑΤΑ ΠΟΛΙΤΙΚΩΣ ΕΝΑΓΟΝΤΟΣ ΚΑΤΑ ΤΗΝ ΠΡΟΔΙΚΑΣΙΑ………………… - ΔΗΛΩΣΗ ΠΑΡΑΣΤΑΣΕΩΣ ΠΟΛΙΤΙΚΗΣ ΑΓΩΓΗΣ ΜΕΤΑ ΤΗΝ ΠΡΟΔΙΚΑΣΙΑ……….. - Παράσταση πολιτικής αγωγής την «για υποστήριξη της κατηγορίας»……………. -ΔΙΚΑΙΩΜΑΤΑ ΠΟΛΙΤΙΚΩΣ ΕΝΑΓΟΝΤΟΣ ΣΤΗΝ ΚΥΡΙΑ ΔΙΑΔΙΚΑΣΙΑ…………………. ΕΙΣΑΓΓΕΛΙΑ ΠΡΩΤΟΔΙΚΩΝ ΑΘΗΝΩΝ………………………………………… - ΚΑΤΑΘΕΣΗ ΜΗΝΥΣΗΣ - ΕΓΚΛΗΣΗΣ………………………………………… - ΠΑΡΑΚΟΛΟΥΘΗΣΗ ΠΟΡΕΙΑΣ ΜΗΝΥΣΕΩΝ - ΠΛΗΡΟΦΟΡΙΕΣ………………… ΑΒΑΣΙΜΗ ΜΗΝΥΣΗ – ΕΝΕΡΓΕΙΕΣ ΕΙΣΑΓΓΕΛΕΑ……………………………………. ΠΡΟΣΦΥΓΗ ΤΟΥ ΕΓΚΑΛΟΥΝΤΟΣ ΚΑΤΑ ΑΠΟΡΡΙΠΤΙΚΗΣ ΔΙΑΤΑΞΕΩΣ ΕΙΣΑΓΓΕΛΕΑ……………………………………………………………………… ……….. ΠΡΟΚΑΤΑΡΚΤΙΚΗ ΕΞΕΤΑΣΗ……………………………………………………… ΣΕ ΠΟΙΕΣ ΠΕΡΙΠΤΩΣΕΙΣ ΔΙΕΝΕΡΓΕΙΤΑΙ……………………………………… - ΔΙΚΑΙΩΜΑΤΑ ΥΠΟΠΤΟΥ………………………………………………………… - ΕΝΕΡΓΕΙΕΣ ΜΑΣ, ΟΤΑΝ ΕΚΠΡΟΣΩΠΟΥΜΕ ΤΟΝ ΥΠΟΠΤΟ………………… ΚΥΡΙΑ ΑΝΑΚΡΙΣΗ ΕΠΙ ΚΑΚΟΥΡΓΗΜΑΤΟΣ………………………………… - ΑΠΟΛΟΓΙΑ ΤΟΥ ΚΑΤΗΓΟΡΟΥΜΕΝΟΥ…………………………………… 3 - ΠΡΟΣΩΡΙΝΗ ΚΡΑΤΗΣΗ ‘Η ΠΕΡΙΟΡΙΣΤΙΚΟΙ ΟΡΟΙ………………………… - ΕΙΔΙΚΩΤΕΡΑ : ΠΟΤΕ ΕΠΙΒΑΛΛΕΤΑΙ Η ΠΡΟΣΩΡΙΝΗ ΚΡΑΤΗΣΗ…………… - ΤΙ ΠΡΕΠΕΙ ΝΑ ΙΣΧΥΡΙΣΘΕΙ ΚΑΙ ΝΑ ΑΠΟΔΕΙΞΕΙ Ο ΚΑΤΗΓΟΡΟΥΜΕΝΟΣ, ΓΙΑ ΝΑ ΜΗΝ ΕΠΙΒΛΗΘΕΙ ΕΙΣ ΒΑΡΟΣ ΤΟΥ ΠΡΟΣΩΡΙΝΗ ΚΡΑΤΗΣΗ…………………… ΠΡΟΣΦΥΓΗ ΚΑΤΑ ΕΝΤΑΛΜΑΤΟΣ Ή ΔΙΑΤΑΞΕΩΣ ΑΝΑΚΡΙΤΗ…………………….. ΑΡΣΗ ‘Η ΑΝΤΙΚΑΤΑΣΤΑΣΗ ΤΗΣ ΠΡΟΣΩΡΙΝΗΣ ΚΡΑΤΗΣΗΣ ΚΑΙ ΤΩΝ ΠΕΡΙΟΡΙΣΤΙΚΩΝ ΟΡΩΝ (άρθρο 286 ΚΠΔ)………………………………….. - Που κατατίθεται η αίτηση………………………………………………… - Αρμοδιότητα Συμβουλίου Πλημμελειοδικών…………………………… - Αρμοδιότητα Συμβουλίου Εφετών………………………………………… - Αρμοδιότητα Δικαστηρίου…………………………………………………… ΠΑΡΑΚΟΛΟΥΘΗΣΗ ΠΟΡΕΙΑΣ ΥΠΟΘΕΣΕΩΣ – ΔΙΚΟΓΡΑΦΙΑΣ………………… ΠΡΟΣΦΥΓΗ ΚΑΤΑ ΚΛΗΤΗΡΙΟΥ ΘΕΣΠΙΣΜΑΤΟΣ ΓΙΑ ΠΛΗΜΜΕΛΕΙΟΔΙΚΕΙΟ ΑΘΗΝΩΝ (άρθρο 322 ΤΟ ΤΡΙΜΕΛΕΣ παρ. 1 και 2 ΚΠΔ)……………………… ΑΝΑΚΛΗΣΗ ΤΗΣ ΕΓΚΛΗΣΕΩΣ……………………………………………………. - ΠΟΤΕ ΕΠΙΤΡΕΠΕΤΑΙ…………………………………………………………….... - ΠΟΥ ΚΑΙ ΠΟΤΕ ΓΙΝΕΤΑΙ ………………………………………………………… ΔΙΑΔΙΚΑΣΙΑ ΣΤΟ ΑΚΡΟΑΤΗΡΙΟ…………………………………………………… - ΑΝΑΒΟΛΗ ΤΗΣ ΔΙΚΗΣ ΛΟΓΩ ΚΩΛΥΜΑΤΟΣ ΚΑΤΗΓΟΡΟΥΜΕΝΟΥ Η’ ΠΟΛΙΤΙΚΩΣ ΕΝΑΓΟΝΤΟΣ…………………………………………………............... - ΛΟΓΩ ΚΩΛΥΜΑΤΟΣ ΣΥΝΗΓΟΡΟΥ - ΕΙΔΙΚΑ : Η ΑΠΟΥΣΙΑ ΤΟΥ ΠΟΛΙΤΙΚΩΣ ΕΝΑΓΟΝΤΟΣ ΚΑΙ Η ΑΝΑΒΟΛΗ ΤΗΣ ΠΟΙΝΙΚΗΣ ΔΙΚΗΣ…………………………………………………… ΠΡΟΟΔΟΣ ΤΗΣ ΔΙΚΗΣ…………………………………………………………… - ΜΑΡΤΥΡΕΣ ΚΑΤΗΓΟΡΟΥΜΕΝΟΥ………………………………………………… - ΕΝΣΤΑΣΕΙΣ – ΑΥΤΟΤΕΛΕΙΣ ΙΣΧΥΡΙΣΜΟΙ ΚΑΤΗΓΟΡΟΥΜΕΝΟΥ…………… α. ΕΝΝΟΙΑ ΑΥΤΟΤΕΛΟΥΣ ΙΣΧΥΡΙΣΜΟΥ……………………………………… β. ΠΩΣ ΠΡΟΤΕΙΝΟΝΤΑΙ………………………………………………… - ΕΚΠΡΟΣΩΠΗΣΗ ΣΤΗΝ ΔΙΚΗ ΑΠΟΝΤΟΣ ΚΑΤΗΓΟΡΟΥΜΕΝΟΥ ΑΠΟ ΣΥΝΗΓΟΡΟ………………………………………… 4 - ΕΚΠΡΟΣΩΠΗΣΗ ΣΤΗΝ ΔΙΚΗ ΑΠΟΝΤΟΣ ΠΟΛΙΤΙΚΩΣ ΕΝΑΓΟΝΤΟΣ ΑΠΟ ΣΥΝΗΓΟΡΟ…………………………………………………………………………… ……… ΕΝΑΡΞΗ ΠΟΙΝΙΚΗΣ ΔΙΚΗΣ……………………………………………………… - ΕΞΕΤΑΣΗ ΜΑΡΤΥΡΩΝ…………………………………………………………… - ΠΡΟΣΚΟΜΙΣΗ ΕΓΓΡΑΦΩΝ………………………………………………………… - ΑΠΟΛΟΓΙΑ ΚΑΤΗΓΟΡΟΥΜΕΝΟΥ ………………………………………………… - ΕΛΑΦΡΥΝΤΙΚΕΣ ΠΕΡΙΣΤΑΣΕΙΣ………………………………………………… - ΕΚΔΟΣΗ ΑΠΟΦΑΣΕΩΣ ΤΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ…………………………………… - ΑΝΑΣΤΟΛΗ ΕΚΤΕΛΕΣΕΩΣ ΤΗΣ ΠΟΙΝΗΣ ΚΑΤ’ ΑΡΘΡΟ 99 παρ. 1 ΠΚ…………………………………………………………………… ΜΑΣ -ΕΝΕΡΓΕΙΕΣ ΓΙΑ ΤΗΝ ΕΚΔΟΣΗ ΠΟΙΝΙΚΟΥ ΜΗΤΡΩΟΥ ΤΟΥ ΚΑΤΗΓΟΡΟΥΜΕΝΟΥ, ΠΡΙΝ ΑΠΟ ΤΗΝ ΔΙΚΗ…………………………………… - ΠΛΗΡΩΜΗ ΠΟΙΝΩΝ ΣΤΟ ΠΡΩΤΟΔΙΚΕΙΟ ΑΘΗΝΩΝ………………………… ΔΙΑΔΙΚΑΣΙΑ ΕΠΙ ΑΥΤΟΦΩΡΟΥ ΕΓΚΛΗΜΑΤΟΣ……………………………… α. ΕΝΝΟΙΑ ΑΥΤΟΦΩΡΟΥ ΑΔΙΚΗΜΑΤΟΣ………………………………………… β. ΔΙΑΔΙΚΑΣΙΑ ΜΕΤΑ ΤΗΝ ΣΥΛΛΗΨΗ ΤΟΥ ΔΡΑΣΤΗ…………………………… γ. ΔΙΚΑΙΩΜΑ ΚΑΤΗΓΟΡΟΥΜΕΝΟΥ ΓΙΑ ΑΝΑΒΟΛΗ ΤΗΣ ΔΙΚΗΣ…………………….. ΑΝΤΙΓΡΑΦΑ ΑΠΟΦΑΣΕΩΝ – ΑΡΧΕΙΟ………………………………………… ΓΡΑΜΜΑΤΕΙΣ ΕΔΡΑΣ ΤΡΙΜΕΛΟΥΣ ΠΛΗΜΜΕΛΕΙΟΔΙΚΕΙΟΥ ΑΘΗΝΩΝ……………… ΓΡΑΜΜΑΤΕΙΣ ΕΔΡΑΣ ΜΟΝΟΜΕΛΟΥΣ ΠΛΗΜΜΕΛΕΙΟΔΙΚΕΙΟΥ ΑΘΗΝΩΝ …………. Ε Φ Ε Σ Η ΚΑΤΑ ΒΟΥΛΕΥΜΑΤΩΝ ΚΑΙ ΑΠΟΦΑΣΕΩΝ………………………… Ε Φ Ε Σ Η Ε Μ Π Ρ Ο Θ Ε Σ Μ Η Κ Α Ι Ε Κ Π Ρ Ο Θ Ε Σ Μ Η …………………… -ΕΦΕΣΗ ΚΑΤΑ ΒΟΥΛΕΥΜΑΤΩΝ………………………………………………… -ΕΦΕΣΗ ΚΑΤΑ ΑΠΟΦΑΣΕΩΝ………………………………………………… - ΠΟΙΕΣ ΑΠΟΦΑΣΕΙΣ ΚΑΤΗΓΟΡΟΥΜΕΝΟ ΥΠΟΚΕΙΝΤΑΙ (ΑΡΘΡΟ ΣΕ ΕΦΕΣΗ 489 ΑΠΟ ΤΟΝ ΠΑΡ. 1 ΚΠΔ)…………………………………………………………… - ΠΟΥ ΑΣΚΕΙΤΑΙ………………………………………………………………………. 5 ΠΡΟΘΕΣΜΙΑ………………………………………………………………………… ΠΩΣ ΑΣΚΕΙΤΑΙ…………………………………………………………………………… - ΠΟΥ ΑΣΚΕΙΤΑΙ ΣΤΟ ΠΡΩΤΟΔΙΚΕΙΟ ΑΘΗΝΩΝ………………………… - ΕΚΠΡΟΘΕΣΜΗ ΕΦΕΣΗ………………………………………………………… ΕΥΡΕΣΗ ΕΡΗΜΗΝ ΠΟΙΝΙΚΩΝ ΔΙΚΟΓΡΑΦΙΩΝ ΤΟΥ ΤΡΙΜΕΛΟΥΣ ΠΛΗΜΜΕΛΕΙΟΔΙΚΕΙΟΥ ΑΘΗΝΩΝ……………………………………………… ΕΥΡΕΣΗ ΕΡΗΜΗΝ ΠΟΙΝΙΚΩΝ ΔΙΚΟΓΡΑΦΙΩΝ ΤΟΥ ΜΟΝΟΜΕΛΟΥΣ ΠΛΗΜΜΕΛΕΙΟΔΙΚΕΙΟΥ ΑΘΗΝΩΝ……………………………………………… ΠΑΡΑΚΟΛΟΥΘΗΣΗ ΠΟΡΕΙΑΣ ΑΣΚΗΘΕΙΣΗΣ ΕΦΕΣΕΩΣ ΚΑΤΑ ΠΟΙΝΙΚΗΣ ΑΠΟΦΑΣΕΩΣ…………………………………………………………………………… ΔΙΑΔΙΚΑΣΙΑ ΣΤΟ ΔΕΥΤΕΡΟΒΑΘΜΙΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ………………………… ΑΙΤΗΣΗ ΑΝΑΣΤΟΛΗΣ ΕΚΤΕΛΕΣΕΩΣ (ΑΡΘΡΟ 497 ΠΑΡ. 7 ΚΠΔ)……………………………… - ΠΟΥ ΚΑΤΑΤΙΘΕΤΑΙ ΚΑΙ ΑΠΟ ΠΟΙΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΕΚΔΙΚΑΖΕΤΑΙ…………………… - Προσκομιζόμενα έγγραφα……………………………………………………… - ΠΡΟΫΠΟΘΕΣΕΙΣ ΧΟΡΗΓΗΣΕΩΣ ΑΝΑΣΤΟΛΗΣ: ΟΡΙΖΟΝΤΑΙ ΣΤΟ ΑΡΘΡΟ 497 ΠΑΡ. 7 ΚΠΔ…………………………………………………………………… ΕΠΑΝΑΛΗΨΗ ΔΙΑΔΙΚΑΣΙΑΣ KAT’ ΑΡΘΡΑ 525 επ. ΚΠΔ…………………………… - ΑΙΤΗΣΗ – ΠΡΟΫΠΟΘΕΣΕΙΣ …………………………………………………….. - ΝΟΜΙΜΟΠΟΙΟΥΜΕΝΑ ΠΡΟΣΩΠΑ ……………………………………………… - ΠΟΥ ΥΠΟΒΑΛΛΕΤΑΙ…………………………………………………… ΣΤΟΙΧΕΙΑ ΑΙΤΗΣΕΩΣ - ΠΡΟΣΚΟΜΙΖΟΜΕΝΑ ΕΓΓΡΑΦΑ………… ΠΟΙΝΕΣ ΣΤΕΡΗΤΙΚΕΣ ΤΗΣ ΕΛΕΥΘΕΡΙΑΣ ΚΑΙ ΔΙΑΚΡΙΣΕΙΣ ΤΟΥΣ – ΛΟΓΟΙ ΜΕΙΩΣΕΩΣ ΤΟΥΣ - ΕΛΑΦΡΥΝΤΙΚΕΣ ΠΕΡΙΣΤΑΣΕΙΣ – ΜΕΤΑΤΡΟΠΗ – ΑΝΑΣΤΟΛΗ………………………………………………………………………… - ΚΑΘΕΙΡΞΗ. ………………………………………………………………………… - ΦΥΛΑΚΙΣΗ. …………………………………………………………………………… - ΚΡΑΤΗΣΗ. ………………………………………………………………………… ΧΡΗΜΑΤΙΚΕΣ ΠΟΙΝΕΣ……………………………………………………………… ΜΕΤΑΤΡΟΠΗ ΤΗΣ ΠΕΡΙΟΡΙΣΤΙΚΗΣ ΤΗΣ ΕΛΕΥΘΕΡΙΑΣ ΠΟΙΝΗΣ ΣΕ ΧΡΗΜΑΤΙΚΗ (ΑΡΘΡΟ 82 ΠΚ)……………………………………………………. ΠΟΣΑ ΜΕΤΑΤΡΟΠΗΣ……………………………………………………………….. 6 ΚΑΤΑΒΟΛΗ ΤΟΥ ΠΟΣΟΥ ΤΗΣ ΜΕΤΑΤΡΟΠΗΣ ΣΕ ΔΟΣΕΙΣ……………………………... ΜΕΤΑΤΡΟΠΗ ΤΗΣ ΣΤΕΡΗΤΙΚΗΣ ΤΗΣ ΕΛΕΥΘΕΡΙΑΣ ΠΟΙΝΗΣ ΣΕ ΠΑΡΟΧΗ ΚΟΙΝΩΦΕΛΟΥΣ ΕΡΓΑΣΙΑΣ………………………… ΔΙΚΑΣΤΙΚΑ ΕΞΟΔΑ…………………………………………………… ΠΑΡΑΓΡΑΦΗ ΤΩΝ ΠΟΙΝΩΝ………………………………………………………… Αναστολή - της παραγραφής καταγνωσθείσας ποινής……………………………….. - ΠΑΡΑΓΡΑΦΗ ΝΟΜΟΥ 3346/2005………………………………………………… ΑΙΤΗΣΗ ΑΚΥΡΩΣΗΣ ΤΗΣ ΔΙΑΔΙΚΑΣΙΑΣ αρθ. 341 ΚΠΔ…………………………………. - ΠΡΟΫΠΟΘΕΣΕΙΣ ΑΙΤΗΣΕΩΣ ΑΚΥΡΩΣΕΩΣ ΔΙΑΔΙΚΑΣΙΑΣ…………………… - ΑΠΟ ΠΟΙΟΝ ΚΑΙ ΠΟΥ ΑΣΚΕΙΤΑΙ……………………………………………… - ΠΡΟΘΕΣΜΙΑ ΑΣΚΗΣΕΩΣ………………………………………………………… ΑΙΤΗΣΗ ΑΚΥΡΩΣΕΩΣ ΑΠΟΦΑΣΕΩΣ (ΑΡΘΡΟ 430 ΚΠΔ)……………………………… - ΠΡΟΫΠΟΘΕΣΕΙΣ……………………………………………………………………. - ΠΡΟΘΕΣΜΙΑ ΚΑΙ ΤΡΟΠΟΣ ΑΣΚΗΣΕΩΣ………………………………………… - ΑΠΟ ΠΟΙΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΕΚΔΙΚΑΖΕΤΑΙ………………………………………… ΑΠΑΡΑΙΤΗΤΑ ΔΙΚΑΙΟΛΟΓΗΤΙΚΑ ΑΠΟΦΑΣΕΩΝ ΚΑΤ΄ ΑΡΘΡΟ ΑΚΥΡΩΣΗΣ 341 Κ.Π.Δ. ΔΙΑΔΙΚΑΣΙΑΣ ΚΑΙ 430 ΚΑΙ Κ.Π.Δ. (ΠΡΩΤΟΔΙΚΕΙΟ ΑΘΗΝΩΝ)…………………………………………………… - Διαδικασία……………………………………………………………………………. ΑΝΑΙΡΕΣΗ ΑΠΟΦΑΣΕΩΝ………………………………………………………… - ΠΟΙΕΣ ΑΠΟΦΑΣΕΙΣ ΥΠΟΚΕΙΝΤΑΙ ΣΕ ΑΝΑΙΡΕΣΗ ……………………………………… - ΔΙΚΑΙΟΥΜΕΝΑ ΠΡΟΣΩΠΑ………………………………………………………… - ΑΝΑΙΡΕΣΗ ΑΠΟ ΤΟΝ ΚΑΤΑΔΙΚΑΣΘΕΝΤΑ…………………………………… - ΠΡΟΘΕΣΜΙΑ ΑΣΚΗΣΕΩΣ ΑΝΑΙΡΕΣΕΩΣ……………………………………… - ΕΚΠΡΟΘΕΣΜΗ ΑΝΑΙΡΕΣΗ………………………………………………………… - ΛΟΓΟΙ ΑΝΑΙΡΕΣΕΩΣ……………………………………………………………… - ΠΡΟΣΘΕΤΟΙ ΛΟΓΟΙ ΑΝΑΙΡΕΣΕΩΣ…………………………………………… - ΠΑΡΑΔΕΚΤΟ ΤΗΣ ΑΝΑΙΡΕΣΕΩΣ ………………………………………………… - ΝΟΜΙΜΟΠΟΙΗΣΗ ΚΑΤΑ ΤΗΝ ΕΚΔΙΚΑΣΗ ΤΗΣ ΥΠΟΘΕΣΕΩΣ ……………… - ΥΠΟΜΝΗΜΑ……………………………………………………………………… 7 ΑΝΑΙΡΕΣΗ ΒΟΥΛΕΥΜΑΤΩΝ………………………………………………………… - ΒΟΥΛΕΥΜΑΤΑ ΠΟΙΑ ΠΡΟΣΒΑΛΛΟΝΤΑΙ ΜΕ ΑΝΑΙΡΕΣΗ …………………………….. - ΔΙΚΑΙΟΥΜΕΝΑ ΠΡΟΣΩΠΑ …………………………………………………… - ΛΟΓΟΙ ΑΝΑΙΡΕΣΕΩΣ ΒΟΥΛΕΥΜΑΤΩΝ……………………………………… -ΠΡΟΘΕΣΜΙΑ………………………………………………………………………… ΟΔΗΓΟΣ ΠΤΑΙΣΜΑΤΟΔΙΚΕΙΟΥ ΑΘΗΝΩΝ ……………………………………… ΕΙΣΑΓΓΕΛΙΑ ΠΡΩΤΟΔΙΚΩΝ ΑΘΗΝΩΝ………………………………………… ΤΜΗΜΑΤΑ ΚΑΙ ΑΙΘΟΥΣΕΣ ΣΥΝΕΔΡΙΑΣΕΩΣ ΤΟΥ ΜΟΝΟΜΕΛΟΥΣ ΠΛΗΜΜΕΛΕΙΟΔΙΚΕΙΟΥ ΑΘΗΝΩΝ………………………………………………… ΤΜΗΜΑΤΑ ΚΑΙ ΑΙΘΟΥΣΕΣ ΣΥΝΕΔΡΙΑΣΕΩΣ ΤΟΥ ΤΡΙΜΕΛΟΥΣ ΠΛΗΜΜΕΛΕΙΟΔΙΚΕΙΟΥΑΘΗΝΩΝ………………………………………………… ΔΙΑΚΟΠΕΙΣΕΣ ΔΙΚΕΣ ΤΡΙΜΕΛΩΝ ΤΜΗΜΑΤΩΝ ΠΛΗΜΜΕΛΕΙΟΔΙΚΕΙΟΥ ΑΘΗΝΩΝ… Ωράριο συνεδριάσεως ……………………………………………………………… ΕΦΕΤΕΙΟ ΑΘΗΝΩΝ - ΕΙΣΑΓΓΕΛΙΑ ΕΦΕΤΩΝ ΑΘΗΝΩΝ ΑΡΕΙΟΣ ΠΑΓΟΣ (Γραφεία και Υπηρεσίες για ποινικές υποθέσεις)………………………..…………………………………………………. ΕΦΕΤΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΩΣ - Π Ρ Ω Τ Ο Δ Ι Κ Ε Ι Ο Π Ε Ι Ρ Α Ι Ω Σ – ΕΙΣΑΓΓΕΛΙΑ ΠΡΩΤΟΔΙΚΩΝ ΠΕΙΡΑΙΩΣ………………………………………………………… ΠΤΑΙΣΜΑΤΟΔΙΚΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΩΣ…………………………………………………… ΧΡΗΣΙΜΕΣ ΠΟΙΝΙΚΕΣ ΔΙΑΔΙΚΑΣΙΕΣ (ΕΙΣΑΓΓΕΛΙΑ ΠΡΩΤΟΔΙΚΩΝ ΑΘΗΝΩΝ)… Α. ΑΝΑΒΟΛΗ ΕΚΤΕΛΕΣΕΩΣ ΑΠΟΦΑΣΕΩΣ-ΕΝΕΡΓΕΙΕΣ……………………… Β. ΣΥΓΧΩΝΕΥΣΗ (ΕΠΙΜΕΤΡΗΣΗ) ΠΟΙΝΩΝ (ΑΡΘΡΟ 551 Κ.Π.Δ.)…………… Γ. ΕΞΑΛΕΙΨΗ ΤΗΣ ΠΟΙΝΗΣ ΚΑΤ' ΑΡΘΡΟ 565 ΚΠΔ ΕΝΕΚΑ ΟΦΕΙΛΩΝ ΣΤΑ ΑΣΦΑΛΙΣΤΙΚΑ ΤΑΜΕΙΑ……………………………………………………… Δ. ΑΙΤΗΣΗ ΑΝΤΙΡΡΗΣΕΩΝ ΚΑΤ΄ ΑΡΘΡΟ 565 Κ.Π.Δ…………………………… Ε. ΑΡΣΗ ΚΑΤΑΣΧΕΣΕΩΣ - ΑΠΟΔΟΣΗ ΚΑΤΑΣΧΕΘΕΝΤΩΝ ΜΕ ΑΠΟΦΑΣΗ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ ΠΛΗΜΜΕΛΕΙΟΔΙΚΩΝ ΑΘΗΝΩΝ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟΥ 'Η ΒΟΥΛΕΥΜΑ ΤΟΥ ΠΛΗΜΜΕΛΕΙΟΔΙΚΩΝ ΑΘΗΝΩΝ………………………………………… ΣΤ. ΒΕΒΑΙΩΣΗ ΧΡΗΜΑΤΙΚΗΣ ΠΟΙΝΗΣ ΚΑΙ ΔΙΚΑΣΤΙΚΩΝ ΕΞΟΔΩΝ ΣΤΗΝ 8 ΑΡΜΟΔΙΑ Δ.Ο.Υ…………………………………………………………………… Ζ. ΔΙΚΑΙΟΛΟΓΗΤΙΚΑ ΓΙΑ ΤΗΝ ΣΥΝΤΑΞΗ Τ.Α.Φ.Ε (ΕΠΙΣΤΡΟΦΗ ΧΡΗΜΑΤΩΝ ΓΙΑ ΕΞΑΓΟΡΑ ΠΟΙΝΗΣ ΚΑΙ ΔΙΑΓΡΑΦΗ ΒΕΒΑΙΩΘΕΙΣΗΣ ΣΤΗΝ Δ.Ο.Υ. ΧΡΗΜΑΤΙΚΗΣ ΠΟΙΝΗΣ ……………………………………………………………… Η. ΔΙΑΓΡΑΦΗ ΑΠΟΦΑΣΕΩΣ ΟΤΑΝ ΚΑΠΟΙΟΣ ΕΧΕΙ ΚΑΤΑΔΙΚΑΣΘΕΙ ΓΙΑ ΤΟ ΙΔΙΟ ΑΔΙΚΗΜΑ ΔΥΟ ΦΟΡΕΣ ΜΕ ΤΕΛΕΣΙΔΙΚΕΣ ΑΠΟΦΑΣΕΙΣ (ΑΡΘΡΟ 550 ΚΠΔ)………… Θ. ΕΠΙΣΤΡΟΦΗ ΕΓΓΥΟΔΟΣΙΑΣ…………………………………………………… ΥΠΟΔΕΙΓΜΑΤΑ ΔΙΚΟΓΡΑΦΩΝ ΚΑΙ ΕΞΟΥΣΙΟΔΟΤΗΣΕΩΝ…………………… 1. Υπόδειγμα μηνύσεως για έκδοση ακάλυπτης επιταγής, την οποία υποβάλει πληρεξούσιος Δικηγόρος…………………………………………… 2. Υπόδειγμα μηνύσεως, την οποία καταθέτει ο ίδιος ο μηνυτής, για τα αδικήματα της εξυβρίσεως, της συκοφαντικής δυσφημήσεως, προκλήσεως σωματικής βλάβης εκ προθέσεως, της απειλής και της κακόβουλης βλασφημίας…………….. 3. Υπόδειγμα αιτήσεως για χορήγηση στον μηνυτή επικυρωμένων αντιγράφων της μηνύσεώς του…………………………………………………… 4. Υπόδειγμα εξουσιοδοτήσεως για κατάθεση μηνύσεως από πληρεξούσιο Δικηγόρο……………………………………………………………… 5. Υπόδειγμα εξουσιοδοτήσεως προς Δικηγόρο για κατάθεση προσφυγής κατά κλητηρίου θεσπίσματος………………………… 6. Υπόδειγμα εγγράφων εξηγήσεων κατά την διάρκεια προκαταρκτικής εξετάσεως…………………………………………… 7. Υπόδειγμα εξουσιοδοτήσεως χορηγήσεως αντιγράφων δικογραφίας στον πληρεξούσιο Δικηγόρο του κατηγορουμένου…………………………… 8. Υπόδειγμα εξουσιοδοτήσεως χορηγήσεως αντιγράφων δικογραφίας στον πληρεξούσιο Δικηγόρο του μηνυτή και πολιτικώς ενάγοντος………………… 9 9. Υπόδειγμα εξουσιοδοτήσεως προς Δικηγόρο για δήλωση παραστάσεως πολιτικής αγωγής, πριν την εκδίκαση της υποθέσεως………………………………… 10. Υπόδειγμα εξωδίκου γνωστοποιήσεως μαρτύρων πολιτικής αγωγής…………. 11. Υπόδειγμα δηλώσεως συνηγόρου υπερασπίσεως για αναβολή της υποθέσεως λόγω κωλύμματός του……………………………………………… 12. Υπόδειγμα εξουσιοδοτήσεως για παράσταση συνηγόρου υπερασπίσεως στο ακροατήριο……………………………………………………… 13. Υπόδειγμα εξουσιοδότησης του πολιτικώς ενάγοντος για παράσταση του συνηγόρου του στο ακροατήριο……………………………………………… 14. Υπόδειγμα πρακτικού Διοικητικού Συμβουλίου Ανώνυμης εταιρείας για παράσταση και εκπροσώπηση της εν λόγω εταιρείας ως πολιτικώς ενάγουσας επί μηνύσεως………………………………………………………… 15. Υπόδειγμα ενστάσεως αποβολής πολιτικής αγωγής…………………………….. 16. Υπόδειγμα μαρτύρων κατηγορουμένου……………………………………… 17. Υπόδειγμα υποβολής ενστάσεως – αυτοτελούς ισχυρισμού κατηγορουμένου. 18. Υπόδειγμα εξουσιοδοτήσεως προς Δικηγόρο για κατάθεση εμπροθέσμου εφέσεως………………………………………………………………………………… 19. Υπόδειγμα εξουσιοδοτήσεως για κατάθεση εκπρόθεσμης εφέσεως……………. 20. αιτήσεως Υπόδειγμα αναστολής εκτελέσεως αποφάσεως……………………….. 21. Υπόδειγμα εξουσιοδοτήσεως κατηγορουμένου για παράσταση του συνηγόρου του σε κατ’ έφεση δίκη……………………………………………. 22. Υπόδειγμα εξουσιοδοτήσεως για βεβαίωση χρηματικής ποινής στην αρμόδια Δ.Ο.Υ……………………………………………………………………… 23. Υπόδειγμα αιτήσεως αναιρέσεως κατά καταδικαστικής αποφάσεως………….. 24. Υπόδειγμα αιτήσεως αναιρέσεως κατά βουλεύματος…………………… 25. Υπόδειγμα αιτήσεως άρσεως κατασχέσεως αυτοκινήτου……………… 10 26. Υπόδειγμα αιτήσεως επαναλήψεως διαδικασίας………………………… 27. Υπόδειγμα αιτήσεως για σύνταξη ΤΑΦΕ…………………………………… 28. Υπόδειγμα αιτήσεως για βεβαίωση χρηματικής ποινής στην Εφορία… 29. Υπόδειγμα εξουσιοδοτήσεως για διαγραφή ποινής σύμφωνα με το άρθρο 32 του ν. 3346/2005………………………………………………………… 30. Υπόδειγμα αιτήσεως για εξάλειψη της ποινής σύμφωνα με τον νόμο2408/1996…………………………………………………………………. 31. Υπόδειγμα αιτήσεως για έκδοση εισαγγελικής παραγγελίας……………… 11 Αγαπητές και Αγαπητοί συνάδελφοι, Στις προσεχείς δικηγορικές εκλογές συμμετέχω, ως υποψήφιος σύμβουλος, με τον συνδυασμό «ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΗ ΠΑΡΟΥΣΙΑ» του Προέδρου του Δικηγορικού Συλλόγου Αθηνών, ΔΗΜΗΤΡΗ ΠΑΞΙΝΟΥ. Δεν είναι η πρώτη φορά που ασχολούμαι ενεργά με τα προβλήματα της δικηγορίας και γενικότερα της Δικαιοσύνης. Από τα πρώτα βήματα της δικηγορίας μου, οι συνάδελφοί μου, νέοι και ασκούμενοι Δικηγόροι, με τίμησαν με την εμπιστοσύνη τους και με εξέλεξαν, στην αρχή, Σύμβουλο και στην συνέχεια Πρόεδρο του Διοικητικού Συμβουλίου της ‘Ενωσης Ασκουμένων και Νέων Δικηγόρων Αθηνών (Ε.Α.Ν.Δ.Α). ‘Εχω, λοιπόν, την εμπειρία αλλά και την διάθεση για συμμετοχή στην ομαδική προσπάθεια όλων όσοι συγκροτούν τον συνδυασμό «ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΗ ΠΑΡΟΥΣΙΑ». Στην συλλογική προσπάθεια όλων των Δικηγόρων για την βελτίωση των συνθηκών άσκησης του δικηγορικού λειτουργήματος, την αναβάθμιση του ρόλου μας, ως συλλειτουργών της Δικασιοσύνης και την ενίσχυση της παρουσίας μας ως αξιόπιστων πρωταγωνιστών του κοινωνικώς γίγνεσθαι. Είμαι μαχόμενος Δικηγόρος και γνωρίζω το άγχος και την αγωνία της δικηγορικής καθημερινότητας. Το άγχος και την αγωνία της Ευελπίδων, της Κυρίλλου Λουκάρεως, της Σταδίου. Εκεί που καθημερινά καθένας από εμάς, είτε στο Πρωτοδικείο, είτε στο Εφετείο είτε στο Ειρηνοδικείο δίνει την μάχη και τον αγώνα του. Μία μάχη και έναν αγώνα που στοχεύει στην προστασία του πολίτη, αλλά και την ενίσχυση του θεσμικού μας ρόλου. Αγαπητές και Αγαπητοί συνάδελφοι, Σκέφθηκα να ξεκινήσω την παρουσία μου στις θεσμικές διαδικασίες του Δ.Σ.Α. με κάτι χρήσιμο στους νέους, κυρίως, συναδέλφους. Με κάτι που ευελπιστώ να διευκολύνει εσάς τους συναδέλφους μου. ‘Εναν απλό, πρακτικό οδηγό για τις ποινικές διαδικασίες. Δεν διεκδικώ εύσημα επιστημονικής τελειότητας. Στοχεύω απλώς σε μια συνεισφορά συναδελφικότητας. Στην κατάθεση μιας πρακτικής εμπειρίας που ελπίζω και εύχομαι να βοηθήσει όλους. Με αυτές τις σκέψεις ευελπιστώ στην εμπιστοσύνη σας. Στην τιμητική σας προτίμηση. Το έργο της εξαετίας, που πέρασε, με την Προεδρία του ΔΗΜΗΤΡΗ ΠΑΞΙΝΟΥ πρέπει να συνεχιστεί και στην επόμενη τριετία. Με τιμή και εκτίμηση Ανδρέας Φ. Τζουμάνης Δικηγόρος – Υπ. Σύμβουλος Δ.Σ.Α. 12 ΕΙΣΑΓΩΓΗ ΣΤΟ ΠΟΙΝΙΚΟ ΔΙΚΑΙΟ Η ΠΡΟΣΤΑΣΙΑ ΤΩΝ ΕΝΝΟΜΩΝ ΑΓΑΘΩΝ Τα αγαθά που προστατεύει το δίκαιο ονομάζονται έννομα αγαθά (Χωραφάς Ποινικό Δίκαιο σελ. Τόμ. Α΄, σελ. 30 και επ., Δ. Σπινέλης, Στοιχεία Ποιν.Δικ. σελ.39). Διακρίνονται σε έννομα αγαθά του ατόμου (π.χ. ζωή, σωματική ακεραιότητα και υγεία, τιμή, περιουσία, ιδιοκτησία, ελευθερία κλπ.) και έννομα αγαθά της ολότητας (π.χ. η ομαλή λειτουργία της δικαιοσύνης, το πολίτευμα της χώρας, η εδαφική της ακεραιότητα, η προστασία του περιβάλλοντος, η ασφάλεια των συγκοινωνιών κλπ.) (Σπινέλης όπ. π.). Η ΑΡΧΗ ΚΑΜΙΑ ΠΟΙΝΗ, ΚΑΝΕΝΑ ΕΓΚΛΗΜΑ ΧΩΡΙΣ ΝΟΜΟ Από την διατυπωθείσα στο άρθρο 1 του του Ποινικού Κώδικα (εφ’ εξής ΠΚ), βασική αρχή του ποινικού δικαίου nullum crimen nulla poena sine lege certa (δηλ. έγκλημα δεν υπάρχει ούτε ποινή επιβάλλεται χωρίς νόμο που να ισχύει πριν από την τέλεση της πράξης και να ορίζει τα στοιχεία της), η οποία επαναλαμβάνεται αυτούσια από το κείμενο της παραγράφου 1 του άρθρου 7 του ισχύοντος Συντάγματος, σαφώς συνάγεται ότι τόσο το έγκλημα, όσο και η ποινή πρέπει να προβλέπονται σαφώς και εξειδικευμένα από το νόμο, έτσι ώστε να προστατεύονται πρωτίστως οι πολίτες από τυχόν αυθαιρεσίες των κρατικών οργάνων. Περαιτέρω, από τις ως άνω διατάξεις σε συνδυασμό με εκείνες των άρθρων 75, 96 του ισχύοντος Συντάγματος και 7 της Ευρωπαϊκής Σύμβασης των Δικαιωμάτων του Ανθρώπου (ΕΣΔΑ) προκύπτει ότι ως νόμος νοούνται τόσο ο ουσιαστικός κανόνας δικαίου που εκδόθηκε από τον αρμόδιο νομοθετικό όργανο (ήτοι τη Βουλή που εκφράζει τη λαϊκή κυριαρχία) σύμφωνα με τη νόμιμη διαδικασία και με τους νόμιμους τύπους, όσο και τα Προεδρικά Διατάγματα και οι διατάξεις διοικητικής αρχής (π.χ. υπουργικές αποφάσεις, αστυνομικές διατάξεις κλπ), που εκδίδονται με ρητή και ειδική νομοθετική εξουσιοδότηση για να προβλέψουν ποινικά διάφορες πράξεις και την ποινή τους (βλ. ΑΠ 577/84 Ποιν.Χρον. ΛΣ/991, Χωραφά Ποινικό Δίκαιο σελ. Τόμ. Α΄ σελ. 59, Ανδρουλάκη Ποινικό Δίκαιο σελ.105). Κατά τον κλασικό ορισμό του Χωραφά, ποινή θεωρείται το, κατά του δράστη ορισμένης άδικης πράξης, απειλούμενο από το νόμο και υπό του ποινικού δικαστού καταγιγνωσκόμενο, κακό, ως εκδήλωση «ιδιαίτερης αποδοκιμασίας αυτού υπό της εννόμου τάξεως» (βλ. Χωραφά Ποινικό Δίκαιο, σελ. 88). ΕΡΜΗΝΕΙΑ ΤΩΝ ΠΟΙΝΙΚΩΝ ΝΟΜΩΝ 13 Κατά την ερμηνεία των ποινικών νόμων ακολουθείται κυρίως η τελολογική μέθοδος, ενώ απαγορεύεται τόσο η αναλογική ερμηνεία, όσο και η αναδρομική εφαρμογή ποινικών νόμων για την επαύξηση ή τη θεμελίωση του αξιοποίνου, με μόνη εξαίρεση τη διάταξη του άρθρου 2 του ΠΚ, όπου κατοχυρώνεται η αναδρομική εφαρμογή του ηπιότερου νόμου. ΤΙ ΕΙΝΑΙ ΕΓΚΛΗΜΑ. Σύμφωνα με το άρθρο 14 παρ. 1 του Ποινικού Κώδικα, έγκλημα είναι κάθε πράξη άδικη και καταλογιστή στον δράστη της, η οποία τιμωρείται από τον νόμο, ενώ κατά την παρ. 2 του ίδιου άρθρου, ο όρος «πράξη» περιλαμβάνει και τις παραλείψεις. Τα στοιχεία, λοιπόν, του εγκλήματος είναι α) η πράξη, β) πράξη άδικη, γ) πράξη καταλογιστή στον πράξαντα και δ) ποινική πρόβλεψη του αδικήματος (βλ. Ολ.ΑΠ 1363/84, Ποιν.Χρον. 1985, 368). Ως πράξη θεωρείται η εξωτερική συμπεριφορά (θετική ή αποθετική) του ανθρώπου, με την οποία επέρχεται κάποια μεταβολή στον εξωτερικό κόσμο. Ως εκ τούτου, υποκείμενο του εγκλήματος μπορεί να είναι μόνον άνθρωπος. Οι επιζήμιες για τα έννομα αγαθά ενέργειες των ζώων και των νομικών προσώπων δεν αποτελούν πράξεις κατά την έννοια του νόμου. Σε περίπτωση επιζήμιας ενέργειας ζώου, σχετική ποινική ευθύνη υπέχει ο ιδιοκτήτης ή κάτοχος αυτού (βλ. άρθρο 435 ΠΚ, άρθρο 924 ΑΚ). Βασικά στοιχεία για τη στοιχειοθέτηση εγκλημάτων δια παραλείψεως είναι τα εξής: α) η γνώση του αναγκαίου της ενέργειας του δράστη, β) ύπαρξη δυνατότητας να προβεί σε τέτοια ενέργεια, και γ) το «κoινωνικώς επιβεβλημένον» της ενέργειας, η οποία τελικά παρελήφθη. Κατά την κρατούσα στο Ποινικό Δίκαιο αρχή «societas delinquere non potest», αποκλείεται η ποινική ευθύνη των νομικών προσώπων, καθόσον οι πράξεις τους είναι πράξεις ορισμένων ανθρώπων (των νομίμων εκπροσώπων τους) και οι τελευταίοι υπέχουν την σχετική ποινική ευθύνη (Χωραφάς, Ποινικόν Δίκαιον, τόμος Ι, Αθήναι 1978, σελ. 112 επ.). Ενδεικτικά, δια παραλείψεως τελούμενα εγκλήματα (άρθρο 15 ΠΚ) είναι η παράλειψη λυτρώσεως από κινδύνου ζωής (άρθρο 307 ΠΚ), η παρασιώπηση εγκλημάτων (άρθρο 232 ΠΚ), η απόκρυψη ανθρωποκτονίας (άρθρο 455 ΠΚ), η παράλειψη της αναγγελίας ξένων κλπ (άρθρο 444 ΠΚ), η παράλειψη βεβαιώσεως ταυτότητος (άρθρο 243 ΠΚ), η παράλειψη φυλάξεως φρεάτων (άρθρο 438 Π.Κ.). 14 ΔΙΑΚΡΙΣΗ ΤΩΝ ΕΓΚΛΗΜΑΤΩΝ ΣΕ ΚΑΚΟΥΡΓΗΜΑΤΑ, ΠΛΗΜΜΕΛΗΜΑΤΑ ΚΑΙ ΠΤΑΙΣΜΑΤΑ Μεταξύ των πολλών διακρίσεών τους τα εγκλήματα διακρίνονται αναλόγως με την βαρύτητά τους και το είδος την απειλούμενης από τον νόμο ποινής, σε κακουργήματα, πλημμελήματα και πταίσματα. Για τον χαρακτηρισμό της πράξεως ως κακουργήματος, λαμβάνεται υπόψη η ποινή την οποία ο νόμος απειλεί κατ’ αυτής και όχι η τυχόν ηπιότερη ποινή, την οποία επέβαλε ο δικαστής στην συγκεκριμένη περίπτωση λόγω αναγνωρίσεως ελαφρυντικών περιστάσεων (Χωραφάς, ό.π., σελ. 142 επ.). Σύμφωνα με το άρθρο 18 του ΠΚ, κάθε πράξη που τιμωρείται με κάθειρξη (ισόβια ή πρόσκαιρη) είναι κακούργημα. Η θανατική ποινή καταργήθηκε με το άρθρο 1 & 12β’ ν. 2207/1994. Κάθε πράξη που τιμωρείται με φυλάκιση ή χρηματική ποινή ή με περιορισμό στο ειδικό κατάστημα κράτησης νέων είναι πλημμέλημα, ενώ κάθε πράξη που τιμωρείται με κράτηση ή πρόστιμο είναι πταίσμα. Σύμφωνα με το άρθρο 26 του ΠΚ, τα κακουργήματα και τα πλημμελήματα τιμωρούνται μόνον όταν τελούνται με δόλο (με πρόθεση) του δράστη τους, κατ’ εξαίρεση δε, στις περιπτώσεις που ρητά ορίζει ο νόμος, τα πλημμελήματα τιμωρούνται και όταν τελούνται από αμέλεια (π.χ. σωματική βλάβη εξ αμελείας ή ανθρωποκτονία εξ αμελείας, συνηθέστερες σε περιπτώσεις τροχαίων ατυχημάτων). Τα πταίσματα τιμωρούνται πάντοτε και όταν ετελέσθησαν εξ αμελείας, εκτός των περιπτώσεων που ρητά ο νόμος απαιτεί δόλο. ΕΓΚΛΗΜΑΤΑ ΑΥΤΕΠΑΓΓΕΛΤΩΣ ΚΑΙ ΚΑΤ’ ΕΓΚΛΗΣΗ ΔΙΩΚΟΜΕΝΑ. Ο Κώδικας Ποινικής Δικονομίας (εφ’ εξής ΚΠΔ) στα άρθρα 27, 36 και 43 καθιερώνει την αρχή της δημόσιας αυτεπαγγέλτου διώξεως, δηλαδή η ποινική δίωξη των εγκλημάτων χωρεί κατά κανόνα αυτεπαγγέλτως από τα αρμόδια κρατικά όργανα, τα οποία οφείλουν να ενεργούν σύμφωνα με την αρχή της νομιμότητας. Συγκεκριμένα, όπως ορίζει το άρθρο 43 ΚΠΔ, ο εισαγγελέας λαμβάνοντας την μήνυση ή την αναφορά, υποχρεούται να προβεί στην ποινική δίωξη, σύμφωνα με όσα ορίζει το άρθρο αυτό. Είναι αδιάφορος, για τις ενέργειες, στις οποίες υποχρεούται κατά το άρθρο αυτό να προβεί ο εισαγγελέας, ο τρόπος της γνώσεως του τελεσθέντος αδικήματος ή το μέσο 15 από το οποίο έλαβε γνώση αυτός (πχ. εκτός της μηνύσεως ή της αναφοράς μπορεί να είναι μία επιστολή ακόμη και ανώνυμη, δημοσίευμα του Τύπου, ραδιοφωνική ή τηλεοπτική εκπομπή κλπ), αρκεί μόνον το καταγγελόμενο έγκλημα να είναι διωκόμενο αυτεπαγγέλτως. Σύμφωνα, όμως, με το άρθρο 50&1 ΚΠΔ, κατ’ εξαίρεση και στις περιπτώσεις που ορίζονται ρητώς στον ποινικό κώδικα ή σε άλλους νόμους, η ποινική δίωξη χωρεί μόνον κατ’ έγκληση του παθόντος (εγκλήματα κατ’ έγκληση διωκόμενα), οπότε εφόσον υποβληθεί νομότυπα έγκληση από τον παθόντα και μόνον από αυτόν, η ποινική δίωξη χωρεί όπως και επί των αυτεπαγγέλτως διωκομένων εγκλημάτων (άρθρο 50 & 2 ΚΠΔ). Κατ’ έγκληση διωκόμενα εγκλήματα είναι ενδεικτικά : η εξύβριση, η συκοφαντική δυσφήμηση, η φθορά ξένης ιδιοκτησίας, η απειλή, η αυτοδικία κλπ. ΛΟΓΟΙ ΠΟΥ ΕΞΑΛΕΙΦΟΥΝ ΤΟ ΑΞΙΟΠΟΙΝΟ ΤΩΝ ΕΓΚΛΗΜΑΤΩΝ Α) ΠΑΡΑΓΡΑΦΗ ΤΩΝ ΕΓΚΛΗΜΑΤΩΝ. Παραγραφή των εγκλημάτων είναι η εξάλειψη του αξιοποίνου της άδικης πράξεως μετά από πάροδο ορισμένου χρονικού διαστήματος, το οποίο ορίζει ο νόμος, μετά από το οποίο ο δράστης ενός εγκλήματος δεν μπορεί είτε να διωχθεί, είτε, εάν έχει διωθεί, να κηρυχθεί ένοχος. Η παραγραφή σύμφωνα με το άρθρο 111 && 2-4 ΠΚ είναι: α) 20 έτη για τα απειλούμενα με την ποινή της ισοβίου καθείρξεως κακουργήματα, β) 15 έτη για τα λοιπά κακουργήματα, γ) 5 έτη για τα πλημμελήματα και δ) 1 έτος για τα πταίσματα. Εξαιρέσεις: α) Τα δια του Τύπου διαπραττόμενα αδικήματα, ήτοι τα εγκλήματα του κοινού ποινικού δικαίου (δηλ. εκείνα που προβλέπονται και τιμωρούνται από τον Ποινικό Κώδικα ή τους ειδικούς ποινικούς νόμους) όταν τελούνται δια καταχρήσεως του Τύπου (βλ. ΑΠ 1831/1984 ΠΧρ. ΛΕ σελ. 570, ΑΠ 1019/1086 ΠΧρ. ΛΣΤ’, σελ. 913), παραγράφονται σε 18 μήνες, η δε προθεσμία αναστολής αυτών δεν μπορεί να υπερβαίνει τα δύο (2) έτη (άρθρο 4 παρ. 2 του ν. 1738/1987), β) το πλημμέλημα της προσβολής του αρχηγού ξένου κράτους (άρθρο 153 ΠΚ) παραγράφεται μετά την πάροδο έξι μηνών. Έναρξη και υπολογισμός της προθεσμίας παραγραφής. Σύμφωνα με το άρθρο 112 ΠΚ, η προθεσμία της παραγραφής αρχίζει από την ημέρα που 16 ετελέσθη η αξιόποινη πράξη, αδιάφορα από πότε επήλθε το αξιόποινο αποτέλεσμα. Διαφορετικά ορίζεται, εκτός των άλλων: - Στην περίπτωση του εγκλήματος της παραβίασης των κανόνων της οικοδομικής (άρθρο 286 παρ.1 Π.Κ.), η παραγραφή αρχίζει από την ημέρα της επέλευσης του αποτελέσματος της παραβίασης (άρθρο 286 παρ.2 Π.Κ.). - Στην περίπτωση του εγκλήματος της διγαμίας (άρθρο 356 παρ.2 ΠΚ), η παραγραφή αρχίζει αφότου ο ένας από τους δύο γάμους λύθηκε ή κηρύχθηκε άκυρος. - Στις περιπτώσεις των εγκλημάτων της ενδοοικογενειακής σωματικής βλάβης (άρθρο 6 Ν. 3500/2006), ενδοοικογενειακής παράνομης βίας και απειλής (άρθρο 7 Ν. 3500/2006) και ενδοοικογενειακής προσβολής της γενετήσιας αξιοπρέπειας (άρθρο 6 Ν. 3500/2006), όταν αυτά στρέφονται κατά ανηλίκου, η έναρξη της προθεσμίας παραγραφής αναστέλλεται μέχρι την ενηλικίωσή του ( βλ. άρθρο 16 Ν. 3500/2006) . - Στις περιπτώσεις των αδικημάτων του Ν. 2523/1997 (φοροδιαφυγή για την παράλειψη υποβολής ή υποβολή ανακριβούς δήλωσης στη φορολογία εισοδήματος και φοροδιαφυγή για μη απόδοση ή ανακριβή απόδοση Φ.Π.Α. και παρακρατούμενων φόρων, τελών ή εισφορών – άρθρα 17 και 18 Ν. 2523/1997) η παραγραφή αρχίζει από την τελεσιδικία της απόφασης επί της προσφυγής που ασκήθηκε ή σε περίπτωση μη άσκησης προσφυγής από την οριστικοποίηση της φορολογικής εγγραφής λόγω παρόδου της προθεσμίας προς άσκησή της ( άρθρο 21 παρ.10 εδ.α - Στις περιπτώσεις του αδικήματος του Ν. 2523/1997). άρθρου 19 του Ν. 2523/1997 (φοροδιαφυγή για έκδοση ή αποδοχή πλαστών, νοθευμένων ή εικονικών φορολογικών στοιχείων) η παραγραφή αρχίζει από το χρόνο διαπίστωσης του αδικήματος, ο οποίος προσδιορίζεται από την ημερομηνία θεώρησης του οικείου πορίσματος του φορολογικού ελέγχου από τον προϊστάμενο της αρχής που διενήργησε τον έλεγχο (άρθρο 21 παρ.10 εδ.β Ν. 2523/1997). Αναστολή της παραγραφής. Σύμφωνα με το άρθρο 113 παρ. 1 ΠΚ, η προθεσμία της παραγραφής των εγκλημάτων αναστέλλεται για όσο χρόνο σύμφωνα με διάταξη νόμου δεν μπορεί να αρχίσει ή να ακολουθήσει η ποινική δίωξη, για όσο χρονικό διάστημα διαρκεί η κύρια διαδικασία και έως ότου γίνει αμετάκλητη η 17 καταδικαστική απόφαση, πάντως δεν μπορεί να διαρκέσει περισσότερο από 5 χρόνια για τα κακουργήματα, 3 χρόνια για τα πλημμελήματα και 1 χρόνο για τα πταίσματα. Η κύρια διαδικασία αρχίζει με την έγκυρη επίδοση κλητηρίου θεσπίσματος ή κλήσεως προς τον κατηγορούμενο (ΟλΑΠ 2/1997, ΑΠ 1896/2004, ΝοΒ, τόμος 52, σελ. 758.) Σύμφωνα, όμως, με το άρθρο 25 παρ. 7 του ν. 1882/1990, μετά την αντικατάστασή του από το άρθρο 34 παρ. 2 του ν. 3220/2004, η υποβολή αιτήσεως ποινικής διώξεως αναστέλλει την παραγραφή για τα αδικήματα αυτού του νόμου μέχρι την έκδοση τελεσιδίκου αποφάσεως (βλ. και ΑΠ 1772/2006, Αρμ. 2007, σελ. 264 επ.). Β) ΑΜΝΗΣΤΙΑ Αμνηστία καλείται η απόσβεση της ποινικής αξίωσης της πολιτείας για ορισμένα εγκλήματα είτε με νόμο είτε με πράξη του αρχηγού του κράτους, κυρίως για πολιτικά εγκλήματα, όπως το Σύνταγμα ειδικότερα ορίζει, χορηγείται δε τόσο επί των καταγνωσθεισών ποινών (άρθρο 568 ΚΠΔ) όσο και για εγκλήματα για τα οποία ασκήθηκε ποινική δίωξη, αλλά δεν έχουν ακόμα εκδικαστεί (άρθρα 310 και 370 ΚΠΔ). Γ) ΠΑΡΑΙΤΗΣΗ ΑΠΟ ΤΟ ΔΙΚΑΙΩΜΑ ΤΗΣ ΕΓΚΛΗΣΗΣ Η παραίτηση από το δικαίωμα της έγκλησης συνεπάγεται την εξάλειψη του αξιοποίνου της πράξεως είτε με την έκδοση κατά την προδικασία βουλεύματος, είτε κατά την κύρια διαδικασία αποφάσεως, που παύει οριστικά την ποινική δίωξη. Δ) ΕΜΠΡΑΚΤΗ ΜΕΤΑΝΟΙΑ Ο Ποινικός Κώδικας εκλαμβάνει καταρχήν την έμπρακτη μετάνοια ως λόγο που εξαλείφει το αξιόποινο πράξεως σε ορισμένα τυπικά (πχ. εσχάτη προδοσία, επιβουλή της ακεραιότητας της χώρας, κιβδηλεία, πλαστογραφία, εμπρησμός από αμέλεια, πλημμύρα από αμέλεια κλπ) και ουσιαστικά (πχ. κλοπή, υπεξαίρεση, φθορά ξένης ιδιοκτησίας, απάτη, απιστία, τοκογλυφία κλπ) εγκλήματα. ΕΙΣΑΓΩΓΗ ΣΤΗΝ ΠΟΙΝΙΚΗ ΔΙΚΟΝΟΜΙΑ Για να εφαρμοσθούν οι ποινικές κυρώσεις προβλέπονται ορισμένα όργανα και ορισμένη διαδικασία με ειδικούς κανόνες δικαίου που ονομάζονται δικονομικοί. Οι κυριότεροι από αυτούς στη χώρα μας περιέχονται στον Κώδικα Ποινικής Δικονομίας. 18 ΤΑ ΟΡΓΑΝΑ ΑΠΟΝΟΜΗΣ ΤΗΣ ΠΟΙΝΙΚΗΣ ΔΙΚΑΙΟΣΥΝΗΣ Τα ποινικά δικαστήρια Τα ποινικά δικαστήρια διακρίνονται σε κατηγορίες ανάλογες με τη σπουδαιότητα των υποθέσεων που είναι αρμόδια να δικάσουν. Η βασική κατάταξή τους ακολουθεί τη διάκριση των αξιόποινων πράξεων σε κακουργήματα, πλημμελήματα και πταίσματα, ήτοι τα δικαστήρια που δικάζουν: α) Τα κακουργήματα. Αυτά είναι : 1) το μικτό ορκωτό δικαστήριο, στο οποίο υπάγονται όλα τα κακουργήματα, εκτός από αυτά που έχουν υπαχθεί στο εφετείο κακουργημάτων (άρθρο 109 ΚΠΔ, 2) το εφετείο κακουργημάτων, στο οποίο υπάγονται τα κακουργήματα, που έχουν υπαχθεί στην αρμοδιότητά του (άρθρο 111 ΚΠΔ), β) τα πλημμελήματα. Αυτά είναι: 1) Τα τριμελή, που είναι αρμόδια κατά κανόνα για τα πλημμελήματα, τα οποία τιμωρούνται κατά το νόμο με ποινή φυλάκισης άνω των τριών μηνών (άρθ. 111 ΚΠΔ) και 2) τα μονομελή που είναι αρμόδια κατά κανόνα για τα ελαφρότερα πλημμελήματα, για τα οποία ο νόμος απειλεί ποινή φυλάκισης με ελάχιστο όριο κατώτερο των τριών μηνών (άρθ. 114 ΚΠΔ, γ) τα πταίσματα και δ) τα εγκλήματα των ανηλίκων. ΑΝΑΛΥΤΙΚΩΤΕΡΑ: Η ΑΡΜΟΔΙΟΤΗΤΑ ΤΩΝ ΠΟΙΝΙΚΩΝ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΩΝ, ΔΙΚΑΣΤΙΚΩΝ ΣΥΜΒΟΥΛΙΩΝ ΚΑΙ Η ΣΥΓΚΡΟΤΗΣΗ ΤΟΥΣ: ΚΑΘ’ ΥΛΗΝ ΑΡΜΟΔΙΟΤΗΤΑ : Σύμφωνα με το άρθρο 119 ΚΠΔ, την καθ’ ύλην αρμοδιότητα προσδιορίζει ο χαρακτηρισμός της πράξεως από τον ποινικό κώδικα ως κακουργήματος, πλημμελήματος ή πταίσματος, που βασίζεται στα πραγματικά περιστατικά, τα οποία περιέχονται στο παραπεμπτικό βούλευμα ή στην κλήση του εισαγγελέα (στην περίπτωση της απ’ ευθείας εισαγωγής της υποθέσεως). Το δικαστήριο είναι αρμόδιο κατά την παρ. 2 να δικάσει και σε εκείνες τις περιπτώσεις, όταν προκύψει από την συζήτησή τους ότι το έγκλημα ανήκει στην αρμοδιότητα κατωτέρου δικαστηρίου. Η καθ’ ύλην αρμοδιότητα εξετάζεται και αυτεπαγγέλτως σε κάθε στάδιο της δίκης. Το δικαστήριο, όταν κρίνει ότι είναι αναρμόδιο, παραπέμπει με απόφασή του την υπόθεση στο αρμόδιο δικαστήριο, ενεργώντας ό,τι και το 19 συμβούλιο των πλημμελειοδικών, όταν παραπέμπει την υπόθεση στο ακροατήριο. Α) ‘ΑΡΕΙΟΣ ΠΑΓΟΣ: Κατά το άρθρο 10 ΚΠΔ, ως ακυρωτικό δικαστήριο δικάζει τις αιτήσεις αναιρέσεως κατά αποφάσεων και βουλευμάτων και αποτελείται από επτά δικαστές. Στην περίπτωση της αιτήσεως αναιρέσεως υπέρ του νόμου και στην περίπτωση του άρθρου 513 παρ. 1 ΚΠΔ, ο Άρειος Πάγος δικάζει εν ολομελεία. Β) ΜΕΙΚΤΟ ΟΡΚΩΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ: Συγκροτείται από τον πρόεδρο πρωτοδικών ή τον αναπληρωτή του, δύο πρωτοδίκες και τέσσερις ενόρκους (άρθρο 8 παρ. 1 περ. α’ ΚΠΔ). Δικάζει κατ΄ άρθρο 109 ΚΠΔ σε πρώτο βαθμό : α) τα κακουργήματα, εκτός από εκείνα που ανήκουν στην αρμοδιότητα των πενταμελών εφετείων και β) τα πολιτικά πλημμελήματα. Γ) Το ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΕΦΕΤΩΝ δικάζει κατ’ άρθρο 111 του ΚΠΔ : 1. Τα κακουργήματα που προβλέπονται από τον Ποινικό Κώδικα σχετικά με το νόμισμα, τα υπομνήματα, την ιδιοκτησία, τα περιουσιακά δίκαια, την ψευδή βεβαίωση υπαλλήλου, νόθευση, απιστία και υπεξαίρεση στην υπηρεσία, αν τελέσθηκαν από πολίτες, άσχετα με το πρόσωπο του παθόντος και το ποσό του οφέλους ή της ζημίας ή αν τελέσθηκαν από στρατιωτικούς και στρέφονται οπωσδήποτε κατά του Δημοσίου ή νομικού προσώπου δημοσίου δικαίου ή κατά άλλου νομικού προσώπου από εκείνα που αναφέρονται στο άρθρο 263Α του Ποινικού Κώδικα και εφόσον το όφελος που πέτυχε ή επεδίωξε με αυτά ο δράστης ή η ζημία που προξενήθηκε ή απειλήθηκε στο Δημόσιο ή στα πιο πάνω νομικά πρόσωπα υπερβαίνει το ποσό των 50.000.000 δραχμών (150.000 Ευρώ). 2. Τα κακουργήματα κλοπής, υπεξαίρεσης και πλαστογραφίας που προβλέπονται από τον Στρατιωτικό Ποινικό Κώδικα, αν στρέφονται οπωσδήποτε κατά του Δημοσίου ή νομικού προσώπου που αναφέρονται στην προηγούμενη παράγραφο και το όφελος που πέτυχε ή επεδίωξε με αυτά ο δράστης ή η ζημία που προξενήθηκε ή απειλήθηκε κατά του Δημοσίου ή των πιο πάνω νομικών προσώπων υπερβαίνει το ποσό των 50.000.000 δραχμών (150.000 Ευρώ). 3. Τα εγκλήματα της δόλιας χρεωκοπίας ανωνύμων εταιρειών και τραπεζών. 20 4. Τα κακουργήματα της πειρατείας, τα κακουργήματα κατά της ασφάλειας της σιδηροδρομικής ή υδάτινης συγκοινωνίας ή της αεροπλοΐας που προβλέπονται στον Ποινικό Κώδικα ή σε ειδικούς ποινικούς νόμους, τα κακουργήματα που προβλέπονται στην παράγραφο 1 του άρθρου 187 και στο άρθρο 187α’ του Ποινικού Κώδικα, καθώς και τα συναφή με αυτά πλημμελήματα και κακουργήματα, έστω και αν τα τελευταία τιμωρούνται βαρύτερα από τα ως άνω κύρια κακουργήματα. 5. Το κακούργημα της ανθρωποκτονίας σε μονομαχία. 6. Τα πλημμελήματα των αρχιερέων, των νομαρχών, των δικηγόρων, των δικαστών πολιτικής, ποινικής και διοικητικής δικαιοσύνης και εισαγγελέων, συμπεριλαμβανομένων των παρέδρων, των ειρηνοδικών, των ειδικών πταισματοδικών, των μελών του Συμβουλίου της Επικρατείας, των παρέδρων και εισηγητών του, των μελών του Ελεγκτικού Συνεδρίου, του Γενικού Επιτρόπου και των αντεπιτρόπων που υπηρετούν σε αυτό, καθώς και του Γενικού Επιτρόπου, του επιτρόπου και των αντεπιτρόπων της επικρατείας στα τακτικά διοικητικά δικαστήρια. Τα πλημμελήματα των συμβολαιογράφων, των αξιωματικών της ΕΛΑΣ και των δημάρχων. Η ειδική δωσιδικία όλων των παραπάνω προσώπων δεν ισχύει στις περιπτώσεις των πλημμελημάτων της παράβασης του άρθρου μόνου του Α.Ν. 690/45, της παράβασης του Α.Ν. 86/67 και της εκλογικής νομοθεσίας. 7. Τις εφέσεις κατά των αποφάσεων του τριμελούς πλημμελειοδικείου και κατά των αποφάσεων που εκδίδονται από το πολυμελές πρωτοδικείο στην περίπτωση του άρθρου 116 παρ. 1 καθώς και τις εφέσεις κατά των αποφάσεων του δικαστηρίου των εφετών σύμφωνα με το άρθρο 499. - Το Συμβούλιο των Εφετών αποφαίνεται κατ’ άρθρον 317 του ΚΠΔ : α) Για τις εφέσεις που ασκούνται κατά των βουλευμάτων του συμβουλίου των πλημμελειοδικών σύμφωνα με όσα ορίζονται στο άρθρο 481 παρ. 2 και β) για τις προτάσεις του εισαγγελέα εφετών να αναθεωρηθεί η κατηγορία σύμφωνα με όσα ορίζονται στην παρ. 2 του άρθρου αυτού και στην παράγραφο 3 του άρθρου 322. 21 Δ) Το ΤΡΙΜΕΛΕΣ ΠΛΗΜΜΕΛΕΙΟΔΙΚΕΙΟ δικάζει κατ’ άρθρο 112 ΚΠΔ : 1. Τα πλημμελήματα, εκτός από όσα ανήκουν στην αρμοδιότητα των μεικτών ορκωτών δικαστηρίων, του δικαστηρίου των εφετών, του μονομελούς πλημμελειοδικείου και του δικαστηρίου των ανηλίκων. 2. Τα πταίσματα των αρχιερέων, νομαρχών, δικηγόρων, των δικαστών πολιτικής, ποινικής συμπεριλαμβανομένων και των διοικητικής δικαιοσύνης παρέδρων, των και εισαγγελέων, ειρηνοδικών, ειδικών πταισματοδικών, των μελών του Συμβουλίου της Επικρατείας, των παρέδρων και εισηγητών του, των μελών του Ελεγκτικού Συνεδρίου, του Γενικού Επιτρόπου και των αντεπιτρόπων που υπηρετούν σε αυτό, καθώς και του Γενικού Επιτρόπου, του επιτρόπου και των αντεπιτρόπων της επικρατείας στα τακτικά διοικητικά δικαστήρια. 3. Τις εφέσεις κατά των αποφάσεων του μονομελούς πλημμελειοδικείου. - Το Συμβούλιο των Πλημμελειοδικών συντίθεται σύμφωνα με όσα ορίζει το άρθρο 5 παρ. 1 ΚΠΔ. Κατά την διάρκεια της ανακρίσεως αποφασίζει σύμφωνα με το άρθρο 307 ΚΠΔ, με πρόταση του Εισαγγελέα ή αίτηση ενός διαδίκου ή του ανακριτή, α) όταν ο ανακριτής νομίζει ότι δεν πρέπει να συμμορφωθεί με πρόταση των παραπάνω, β) όταν πρόκειται να κανονισθεί στην προδικασία ένα δύσκολο ζήτημα, όπως η κατάσχεση κλπ, γ) για όλες τις διαφορές που προκύπτουν στην προδικασία μεταξύ των διαδίκων ή μεταξύ αυτών και του Εισαγγελέα, δ) για την αποπεράτωση ή την εξακολούθηση της ανάκρισης, ε) για την προσφυγή του κατηγορουμένου κατά του εντάλματος προσωρινής κράτησης ή για την προσφυγή του κατηγορουμένου ή του Εισαγγελέα κατά της διάταξης του ανακριτή που αφορά την αντικατάσταση της προσωρινής κράτησης με περιοριστικούς όρους και στ) για κάθε άλλο θέμα που προβλέπεται σε ειδικές διατάξεις. Επίσης, σύμφωνα με το άρθρο 309 ΚΠΔ, α) μπορεί να αποφαίνεται να μη γίνει κατηγορία κατά κάποιου κατηγορουμένου, στις περιπτώσεις που ορίζει το άρθρο 310 ΚΠΔ, β) να παύσει οριστικά την ποινική δίωξη, γ) να παύει προσωρινά την ποινική δίωξη σύμφωνα με το άρθρο 311 ΚΠΔ, μόνον, όμως, για τα κακουργήματα της ανθρωποκτονίας με πρόθεση, της ληστείας, της εκβίασης, της κλοπής (ζωοκλοπής) και του εμπρησμού, δ) να διατάσσει περαιτέρω ανάκριση και ε) να παραπέμπει τον κατηγορούμενο στο ακροατήριο του αρμοδίου δικαστηρίου. 22 Ε) ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΑΝΗΛΙΚΩΝ δικάζει κατ’ άρθρο 113 ΚΠΔ : Τις αξιόποινες πράξεις που τελούνται από ανηλίκους ηλικίας από δεκατριών μέχρι και συμπληρωμένου του δεκάτου ογδόου έτους, κατά τις παρακάτω διακρίσεις : α. Το μονομελές δικαστήριο ανηλίκων δικάζει : α) τις πράξεις που τελούνται από ανηλίκους, εκτός από εκείνες που δικάζονται από το τριμελές δικαστήριο ανηλίκων, β) τα πταίσματα που τελούνται από ανηλίκους στην έδρα του πρωτοδικείου και γ) τις εφέσεις κατά των αποφάσεων του πταισματοδικείου για ανηλίκους. Το μονομελές δικαστήριο ανηλίκων επιβάλλει επίσης τα αναμορφωτικά ή θεραπευτικά μέτρα που ορίζονται από τον Ποινικό Κώδικα για ανηλίκους που δεν έχουν συμπληρώσει το δέκατο τρίτο έτος της ηλικίας τους. β. Το τριμελές δικαστήριο ανηλίκων δικάζει τις αξιόποινες πράξεις που τελούνται από ανηλίκους, για τις οποίες η ποινή περιορισμού σε ειδικό κατάστημα κράτησης νέων που πρέπει να επιβληθεί σύμφωνα με τον Ποινικό Κώδικα είναι τουλάχιστον πέντε ετών. γ. Το εφετείο ανηλίκων δικάζει τις εφέσεις κατά των αποφάσεων των μονομελών και τριμελών δικαστηρίων ανηλίκων που λειτουργούν στα πλημμελειοδικεία. ΣΤ) To ΜΟΝΟΜΕΛΕΣ ΠΛΗΜΜΕΛΕΙΟΔΙΚΕΙΟ: Δικάζει σύμφωνα με το άρθρο 114 ΚΠΔ : 1) Τα πλημμελήματα για τα οποία απειλείται στο νόμο φυλάκιση με ελάχιστο όριο κατώτερο των τριών μηνών ή χρηματική ποινή ή και οι δύο ποινές εκτός από : α) εκείνα που υπάγονται στην αρμοδιότητα των μεικτών ορκωτών δικαστηρίων και των εφετείων, καθώς και τα συναφή με αυτά (άρθρα 109, 111 και 128), β) εκείνα που υπάγονται στην αρμοδιότητα του δικαστηρίου των ανηλίκων, γ) εκείνα που τελούνται δια του τύπου, δ) εκείνα των άρθρων 142, 145, 147,149, 153, 154, 156, 158, 159, 160, 202 παρ. 1 και 2, 203, 221, 247, 251, 259, 266 παρ. 1, 269, 271, 278, 286, 288 παρ. 1, 290 παρ. 1 περ. α’, 300, 314 παρ. 1 εδ. Α’, 328 και 397 του Ποινικού Κώδικα. 2. Τα δασικά (εκτός του εμπρησμού), τα αγροτικά σε βαθμό πλημμελήματος και τα αγορανομικά αδικήματα, καθώς και τα εγκλήματα: α) του άρθρου 79 του ν. 5960/1933 «περί επιταγής», β) των άρθρων 1 και 2 του α.ν. 86/67 «περί επιβολής κυρώσεων κατά των καθυστερούντων την καταβολήν και την απόδοσιν εισφορών εις Οργανισμούς Κοινωνικής Ασφαλίσεως», γ) του 23 άρθρου 17 παρ. 8 του νόμου 1337/1987 για την «επέκταση των πολεοδομικών σχεδίων, οικιστική ανάπτυξη και σχετικές ρυθμίσεις», δ) του πρώτου εδαφίου της παραγράφου 1 του άρθρου 50 και της παραγράφου 4 του άρθρου 53 του ν. 2910/2001 «Είσοδος, παραμονή, ελληνική ιθαγένεια και λοιπές διατάξεις», ε) του άρθρου 25 του ν. 1882/1990 «Μέτρα για την περιστολή της φοροδιαφυγής και άλλες διατάξεις», στ) του πρώτου εδαφίου της παραγράφου 4 του άρθρου 43 του ν. 2696/1999 «Κώδικας Οδικής Κυκλοφορίας», ζ) του άρθρου 23Β του ν. 248/1914 «Περί οργανώσεως της Ζωοτεχνικής και Κτηνιατρικής Υπηρεσίας», η) των παραγράφων 1 και 6 του άρθρου 10 και της περίπτωσης β’ της παραγράφου 4 του άρθρου 2 του ν.δ 1244/1972 «Περί λειτουργίας Ερασιτεχνικών και Πειραματικών Σταθμών Ασυρμάτου Ειδικών Ραδιοδικτύων και ιδρύσεως Υπηρεσίας Ελέγχου Ραδιοφωνικών εκπομπών». 3. Τις εφέσεις κατά των αποφάσεων του πταισματοδικείου, καθώς και κατά των αποφάσεων που εκδίδονται από το ειρηνοδικείο σύμφωνα με το άρθρο 116 παρ. 1. Ζ) Το ΠΤΑΙΣΜΑΤΟΔΙΚΕΙΟ δικάζει κατ’ άρθρο 115 του ΚΠΔ τα πταίσματα, εκτός από εκείνα που ανήκουν στην αρμοδιότητα των πλημμελειοδικείων και του δικαστηρίου ανηλίκων. ΚΑΤΑ ΤΟΠΟΝ ΑΡΜΟΔΙΟΤΗΤΑ: καθορίζεται στα άρθρα 122, 123, 124 και 125 ΚΠΔ. Η ΕΙΣΑΓΓΕΛΙΚΗ ΑΡΧΗ Τα κύρια χαρακτηριστικά της Εισαγγελικής Αρχής είναι τα εξής: Ο εισαγγελέας όχι μόνο «κινεί» την ποινική δίκη, αλλά γενικότερα την ποινική δίωξη για να «ασκεί» κατά τη αρχίσει η διάρκειά της, εκπροσωπώντας την κατηγορία σε όλα τα στάδια της δίκης, αφού, πριν από την έκδοση οποιασδήποτε απόφασης (ακόμα και παρεμπίπτουσας) δικαστηρίου πρέπει πρώτα να ακούγεται ο εισαγγελέας, ο οποίος βεβαίως οφείλει να υποβάλει αιτιολογημένες προτάσεις (άρθρα 32 § 2β, 138 § 4 ΚΠΔ) και μετά αποφασίζει το δικαστήριο, αλλιώς η απόφαση είναι αναιρετέα. Η εισαγγελική αρχή εκπροσωπείται σε κάθε ενέργεια από ένα μόνο μέλος της, αλλά λειτουργεί ενιαία και αδιαίρετα (αρχή του αδιαιρέτου). Η αρχή του αδιαιρέτου στοιχείται με την αρχή της ιεραρχικής εξέτασης (άρθρο 24 Ν.1756/ 1988 (ΚΟΔΚΔΛ). 24 Η αρχή ιεραρχικής εξέτασης κάμπτεται σε δυο σημεία, ήτοι από την αρχή της νομιμότητας (ο ιεραρχικά υφιστάμενος δεν δεσμεύεται από εντολή του προϊσταμένου του πχ. να ασκήσει ποινική δίωξη) και ως προς την έκφραση της γνώμης του (ο ιεραρχικά υφιστάμενος οφείλει να ενεργεί σύμφωνα με την παραγγελία του ανωτέρου, αλλά κατά τη διατύπωση της πρότασης του προς το δικαστήριο είναι ελεύθερος να υποστηρίξει τη γνώμη του (άρθρο 24 §4 Ν.1756/88). ΟΙ ΔΙΚΑΣΤΙΚΟΙ ΛΕΙΤΟΥΡΓΟΙ Ως Δικαστικοί Λειτουργοί θεωρούνται οι τακτικοί δικαστές και Εισαγγελείς. Οι Δικαστικοί Λειτουργοί αποσκοπούν να τους περιβάλλονται με ορισμένες εγγυήσεις, που εξασφαλίσουν είτε την προσωπική τους ανεξαρτησία (π.χ. ισοβιότητα, οι προαγωγές, μεταθέσεις, αποσπάσεις κρίνονται κατά κανόνα από το ανώτατο δικαστικό συμβούλιο, χωρίς να παρεμβαίνει η διοίκηση, αλλά συλλογικά όργανα που απαρτίζονται από δικαστές και από καθηγητές πανεπιστημίου), είτε τη λειτουργική τους ανεξαρτησία (π.χ. κατά την άσκηση των δικαιοδοτικών τους καθηκόντων δεν έχουν υποχρέωση να ακολουθούν εντολές ή οδηγίες οποιουδήποτε άλλου κρατικού οργάνου, αλλά υπόκεινται μόνο στο σύνταγμα και τους νόμους (άρθρο 87§2 Συντάγματος). ΟΙ ΛΑΙΚΟΙ ΔΙΚΑΣΤΕΣ (ΕΝΟΡΚΟΙ) Ο θεσμός των ενόρκων στη χώρα μας καθιερώθηκε στην ποινική δικονομία του 1834. Έκτοτε αναδιοργανώθηκαν με το Ν.969//79, τα κυριότερα χαρακτηριστικά των διατάξεων του οποίου είναι: α) οι ένορκοι προέρχονται από όλους τους Έλληνες πολίτες άνδρες και γυναίκες και επιλέγονται με μια αρκετά πολύπλοκη διαδικασία, β) το ΜΟΔ συγκροτείται από επτά μέλη (τρεις τακτικοί δικαστές και τέσσερις ένορκοι, οι οποίοι αποφασίζουν από κοινού για όλα κατά κανόνα τα ζητήματα (ενοχή ή απαλλαγή, ποινή, ελαφρυντικές περιστάσεις κλπ), γ) η καθ΄ύλη αρμοδιότητά τους είναι αποκλειστική και καθορίζεται από τη διάταξη του άρθρου 109 ΚΠΔ και δ) σε δεύτερο βαθμό κατόπιν άσκησης έφεσης κατά των αποφάσεων του ΜΟΔ δικάζει το ΜΟΕ με την ίδια συγκρότηση (τρεις τακτικοί δικαστές και τέσσερις ένορκοι). ΟΙ ΔΙΑΔΙΚΟΙ Εκτός από τους δικαστές και τον εισαγγελέα στην ποινική δίκη μετέχουν και ο κατηγορούμενος, ο πολιτικός ενάγων και ο αστικώς υπεύθυνος. Τα πρόσωπα αυτά αποκαλούνται στον ΚΠΔ «διάδικοι». 25 Α. Ο ΚΑΤΗΓΟΡΟΥΜΕΝΟΣ Ο κατηγορούμενος έχει μια σειρά από δικαιώματα, κυριότερα των οποίων είναι το εξής: α) το δικαίωμα ακρόασης (άρθρο 20 Συντάγματος), β) το δικαίωμα να παρίσταται με συνήγορο και να επικοινωνεί με αυτόν, τόσο κατά την απολογία του, καθώς και σε κάθε εξέταση του κατά την ανάκριση (άρθ.100 ΚΠΔ) όσο και στο ακροατήριο (άρθ.340 ΚΠΔ), γ) κατά την απολογία του στην ανάκριση πρέπει να του ανακοινώνεται η πράξη για την οποία κατηγορείται και να του εξηγούνται τα δικαιώματα του, καθώς και να λαμβάνει γνώση των εγγράφων της ανάκρισης και να λαμβάνει αντίγραφά τους (άρθρα 101, 273 § 2 ΚΠΔ), δ) να λαμβάνει προθεσμία για την απολογία του, ε) δικαιούται να αρνηθεί να απαντήσει τόσο κατά την ανάκριση, όσο και κατά την ακροαματική διαδικασία (άρθ.273 § 2β, 366 § 2β ΚΠΔ) κ.α.ο. Β. Ο ΠΟΛΙΤΙΚΩΣ ΕΝΑΓΩΝ Ο πολιτικώς ενάγων είναι αυτός που κυρίως «αδικήθηκε» από το έγκλημα, ο αμέσως «παθών», δηλαδή ο φορέας του έννομου αγαθού που προσέβαλε ο δράστης με την πράξη του. Τα πρόσωπα που μπορούν να ασκήσουν πολιτική αγωγή ενώπιον ποινικού δικαστηρίου δικαιούνται να ζητήσουν είτε αποζημίωση και αποκατάσταση της περιουσιακής ζημίας που υπέστησαν, είτε χρηματική ικανοποίηση για ηθική βλάβη ή ψυχική οδύνη. Γ. Ο ΑΣΤΙΚΩΣ ΥΠΕΥΘΥΝΟΣ Ως αστικώς υπεύθυνος μπορεί να μετάσχει στην ποινική δίκη πρόσωπο, το οποίο χωρίς να έχει και ποινική ευθύνη υποχρεούται, σύμφωνα με το νόμο, να καταβάλει είτε την αποζημίωση και τη χρηματική ικανοποίηση είτε τη χρηματική ποινή και τα έξοδα. Η ΠΟΙΝΙΚΗ ΔΙΑΔΙΚΑΣΙΑ Η ποινική διαδικασία αρχίζει τυπικά με την έγερση της ποινικής αγωγής και τελειώνει πάντα με δικαστική η απόφαση ή βούλευμα, τα οποία πρέπει να καταστούν αμετάκλητα. Η ποινική διαδικασία διακρίνεται σε δύο στάδια, ήτοι στην προδικασία (ανάκριση, διαδικασία ενώπιον δικαστικών συμβουλίων) και την κύρια διαδικασία (διαδικασία στο ακροατήριο). 26 ΜΗΝΥΣΗ – ΕΓΚΛΗΣΗ – ΠΟΛΙΤΙΚΗ ΑΓΩΓΗ – ΑΝΤΙΚΛΗΤΟΣ. ΜΗΝΥΣΗ - ΕΓΚΛΗΣΗ Ως μήνυση θεωρείται η κατά επίσημο τρόπο καταγγελία στην Αρχή αξιόποινης πράξεως, με σκοπό να τιμωρηθεί ο δράστης της. Ειδικότερα, ως έγκληση χαρακτηρίζεται η καταγγελία αυτή, όταν γίνεται από τον παθόντα και, ως μήνυση, όταν γίνεται σε περίπτωση αξιόποινων πράξεων, οι οποίες διώκονται αυτεπαγγέλτως, από οποιονδήποτε άλλον (εκτός από αυτόν που αδικήθηκε) (άρθρο 42 παρ. 1 ΚΠΔ). Σύμφωνα με το άρθρο 118 ΠΚ. δικαίωμα υποβολής εγκλήσεως, (δηλ. στα κατ’ έγκληση διωκόμενα αδικήματα) έχει ο άμεσα παθών από την αξιόποινη πράξη, εκτός και εάν ο νόμος ορίζει διαφορετικά με ειδική διάταξη. ΑΝΗΛΙΚΟΣ ΠΑΘΩΝ. Σύμφωνα με το άρθρο 118 παρ. 2 ΠΚ, εάν ο ανήλικος δεν έχει συμπληρώσει το 12ο έτος της ηλικίας του ή τελεί υπό δικαστική απαγόρευση, το δικαίωμα εγκλήσεως έχει ο νόμιμος αντιπρόσωπός του. Προκειμένου για αξιόποινη πράξη σε βάρος ανηλίκου κάτω των 12 ετών, την έγκληση, ως αποτελούσα πράξη της επιμέλειας του προσώπου του, μπορεί να υποβάλει έγκυρα και ο ένας μόνο γονέας. Το αυτό ισχύει και όταν δράστης κατ’ έγκληση διωκόμενου εγκλήματος σε βάρος ανηλίκου είναι ο ένας γονέας του ανηλίκου. Δηλαδή και στην περίπτωση αυτή, έγκυρα υποβάλλεται η έγκληση από τον άλλο αμέτοχο γονέα και δεν έχει εφαρμογή το άρθρο 1517 Α.Κ., που ορίζει ότι, αν τα συμφέροντα του τέκνου συγκρούονται με τα συμφέροντα του πατέρα του ή της μητέρας του που ασκούν τη γονική μέριμνα, διορίζεται ειδικός επίτροπος (Α.Π. 1535/2007 ΠοινΔικ 2007 σελ.1274). Εάν ο παθών έχει συμπληρώσει το 12ο έτος της ηλικίας του, το δικαίωμα έχουν ο παθών και ο νόμιμος αντιπρόσωπός του και μετά την συμπλήρωση του 17ου έτους, το δικαίωμα έχει μόνον ο παθών. Σύμφωνα με το άρθρο 118 παρ. 3 ΠΚ, εάν δύο ή περισσότεροι έχουν δικαίωμα εγκλήσεως, το δικαίωμα αυτό είναι αυτοτελές για τον καθένα. Σύμφωνα με το άρθρο 119 ΠΚ, η ποινική δίωξη ασκείται εναντίον όλων των συμμετόχων του εγκλήματος ακόμη και εάν η υποβληθείσα έγκληση στρέφεται εναντίον ενός από αυτούς, η δε παράλειψη του 27 Εισαγγελέως να επεκτείνει την ποινική δίωξη και εναντίον τους δεν δημιουργεί ακυρότητα κατ’ άρθρο 171 παρ. 1 ΚΠΔ (αρχή του αδιαιρέτου της εγκλήσεως, βλ. και ΟλΑΠ 2/2007, ΝοΒ 2007, σελ. 943). ΠΟΥ ΚΑΤΑΤΙΘΕΤΑΙ Η ΜΗΝΥΣΗ - ΕΓΚΛΗΣΗ Σύμφωνα με το άρθρο 42 παρ. 2 ΚΠΔ, η μήνυση γίνεται απευθείας είτε στον Εισαγγελέα πλημμελειοδικών είτε στους άλλους ανακριτικούς υπαλλήλους (π.χ. αστυνομικούς που υπηρετούν σε αστυνομική αρχή) από τον ίδιο τον μηνυτή είτε από πληρεξούσιο Δικηγόρο. To έγγραφο της πληρεξουσιότητας μπορεί να δοθεί και με απλή έγγραφη δήλωση, αρκεί η γνησιότητα της υπογραφής του εντολέα να βεβαιωθεί από οποιαδήποτε δημόσια, δημοτική ή κοινοτική αρχή ή δικηγόρο. Σύμφωνα, με το άρθρ. 42 παρ. 3 ΚΠΔ, μπορεί η μήνυση να υποβληθεί και σε αναρμόδιο κατά τόπο Εισαγγελέα ή ανακριτικό υπάλληλο (πχ. μήνυση που απευθύνεται στον Εισαγγελέα Πρωτοδικών Χαλκίδος μπορεί να κατατεθεί στον Εισαγγελέα Πρωτοδικών Αθηνών ή σε αστυνομικό Τμήμα των Αθηνών), ο οποίος υποχρεούται χωρίς χρονοτριβή να την διαβιβάσει στον αρμόδιο. Έτσι, ο χρόνος υποβολής σε αναρμόδιο ανακριτικό υπάλληλο διακόπτει την τρίμηνη προθεσμία της εγκλήσεως, όταν πρόκειται για κατ’ έγκληση διωκόμενο αδίκημα. Στα κατ’ έγκληση διωκόμενα εγκλήματα, το αξιόποινο εξαλείφεται αν ο δικαιούχος δεν υποβάλλει έγκληση εντός τριών μηνών από την ημέρα που έλαβε γνώση για την πράξη που τελέστηκε και για το πρόσωπο που την τέλεσε ή για έναν από τους συμμέτοχους, καθόσον θεωρείται ότι η πάροδος άπρακτης -από το δικαιούχο- της τρίμηνης προθεσμίας υποβολής της εγκλήσεως αποτελεί σιωπηρή παραίτηση από το δικαίωμα και επιφέρει εξάλειψη του αξιοποίνου κατ’ άρθρο 117 παρ.1 Π.Κ. (βλ. ΑΠ 1998/2004 ΠοινΧρ ΝΕ΄ σελ. 73, ΑΠ 279/1985 ΠοινΧρ ΛΕ΄ σελ. 707). ΠΡΟΘΕΣΜΙΑ ΥΠΟΒΟΛΗΣ ΜΗΝΥΣΕΩΣ - ΕΓΚΛΗΣΕΩΣ Εάν μεν πρόκειται περί εγκλήματος κατ' έγκληση διωκομένου, η προθεσμία για την υποβολή της εγκλήσεως είναι 3 μήνες από την ημέρα που o παθών έλαβε γνώση για την τέλεση εις βάρος του της πράξεως και του προσώπου που την τέλεσε (άρθρο 117 παρ. 1 Π.Κ.), ενώ εάν πρόκειται περί αυτεπαγγέλτως διωκομένου εγκλήματος τιμωρουμένου σε βαθμό πλημμελήματος, η πράξη παραγράφεται εντός 5 ετών από της τελέσεώς της, οπότε θα πρέπει να επιδοθεί κλητήριο θέσπισμα το 28 αργότερο εντός της προθεσμίας των 5 ετών από της τελέσεως της πράξεως. ΚΑΤΑΘΕΣΗ ΜΗΝΥΣΕΩΣ – ΕΓΚΛΗΣΕΩΣ ΑΠΟ ΦΥΣΙΚΟ ΠΡΟΣΩΠΟ ‘Η ΠΛΗΡΕΞΟΥΣΙΟ ΔΙΚΗΓΟΡΟ ΤΟΥ. Όταν εγκαλεί ή μηνύει φυσικό πρόσωπο, απαιτείται αυτοπρόσωπη εμφάνιση του ιδίου με την ταυτότητά του και συμπληρώνεται ένορκη εξέταση του μηνυτού για το αληθές του περιεχομένου της μηνύσεώς του. Όταν η μήνυση – έγκληση κατατίθεται από πληρεξούσιο Δικηγόρο, απαιτείται είτε συμβολαιογραφικό πληρεξούσιο, το οποίο πρέπει να περιέχει ειδική εντολή ή εξουσιοδότηση με θεωρημένο το γνήσιο της υπογραφής, κατά τον ΚΠΔ (ήτοι από δημόσια, δημοτική, κοινοτική αρχή ή δικηγόρο), για την υποβολή της μήνυσης ή έγκλησης για τη συγκεκριμένη ή τις συγκεκριμένες άδικες πράξεις. Δεν αρκεί για τη νομότυπη υποβολή της, γενική πληρεξουσιότητα. Απαιτείται το πληρεξούσιο ή η εξουσιοδότηση να παρέχει ειδική εντολή στον εντολοδόχο για κατάθεση έγκλησης κατά συγκεκριμένου προσώπου και να γίνεται μνεία των περιστατικών που συγκροτούν την άδικη πράξη, καθώς και του τόπου και χρόνου τέλεσής της. Η εξουσιοδότηση για την υποβολή εγκλήσεως πρέπει να είναι ειδική, δηλαδή να περιγράφονται με ακρίβεια οι καταγγελλόμενες ως αξιόποινες πράξεις και το έγγραφο της εξουσιοδοτήσεως προσαρτάται στην έκθεση για την κατάθεση της μηνύσεως (άρθρο 42 παρ. 2 εδ γ’ ΚΠΔ). Για την μεγίστη δυνατή ακρίβεια της εξουσιοδοτήσεως, καλό είναι να ενσωματώνεται σε αυτήν, το πλήρες κείμενο της κατατιθέμενης εγκλήσεως. Ακόμη, στο πληρεξούσιο ή στην εξουσιοδότηση, πρέπει να παρέχεται η εντολή στο εντολοδόχο να δηλώσει για λογαριασμό του εντολέα παράσταση πολιτικής αγωγής για συγκεκριμένο ποσό, πάντοτε με επιφύλαξη, για χρηματική ικανοποίηση λόγω της ηθικής βλάβης που προκλήθηκε στον εγκαλούντα από τις καταγγελόμενες άδικες πράξεις. Όταν υπάρχουν πολλοί εγκαλούντες, πρέπει η πληρεξουσιότητα για παράσταση πολιτικής αγωγής ν' αφορά καθένα από αυτούς. Όταν υπάρχουν πολλοί μηνυόμενοι, πρέπει η πληρεξουσιότητα για παράσταση πολιτικής αγωγής ν' αφορά καθένα από αυτούς. ΟΤΑΝ ΕΓΚΑΛΕΙ ‘Η ΜΗΝΥΕΙ ΝΟΜΙΚΟ ΠΡΟΣΩΠΟ ‘Η ΠΛΗΡΕΞΟΥΣΙΟΣ ΤΟΥ. 1. Όταν μηνύει ή εγκαλεί ΑΝΩΝΥΜΗ ΕΤΑΙΡΕΙΑ, απαιτείται η έγκληση ή η μήνυση να συνοδεύεται από: 29 α. Καταστατικό της εταιρείας ή το Φ.Ε.Κ δημοσιεύσεως της περίληψης του καταστατικού. β. Κεκυρωμένο αντίγραφο πρακτικού του Διοικητικού Συμβουλίου της εταιρείας, με το οποίο να χορηγείται η ειδική εντολή και πληρεξουσιότητα στο συγκεκριμένο πρόσωπο για την κατάθεση της συγκεκριμένης μήνυσης ή έγκλησης. - Όταν στο καταστατικό ορίζονται μέλη του Διοικητικού Συμβουλίου ή άλλα πρόσωπα δικαιούμενα να εκπροσωπούν την ανώνυμη εταιρεία επί Δικαστηρίου (οργανική - καταστατική εκπροσώπηση Α.Ε), τότε τα πρόσωπα αυτά συννόμως εγκαλούν και δεν απαιτείται πρακτικό του Διοικητικού Συμβουλίου. - Όταν στο καταστατικό ορίζεται ότι με απόφαση του Διοικητικού Συμβουλίου μπορεί να ανατεθεί η εκπροσώπηση της Α.Ε σε τρίτα πρόσωπα, τότε, εκτός από το καταστατικό, απαιτείται και η απόφαση του Διοικητικού Συμβουλίου που να ορίζει τα πρόσωπα αυτά. Στην περίπτωση αυτή απαιτείται βεβαίωση του γνησίου της υπογραφής από αρμόδια προς τούτο υπηρεσία (δημόσια, δημοτική, κοινοτική αρχή) ή και από Δικηγόρο, όλων των μελών του Διοικητικού Συμβουλίου και δεν αρκεί η βεβαίωση ως επικυρωμένου αντιγράφου του πρακτικού από τον Πρόεδρο του Διοικητικού Συμβουλίου της εταιρείας. Για την υποβολή έγκλησης από Α.Ε. βλ. τις υπ’ αριθμ. 4/2006, 5/2006 και 6/2006 ΟλΑ.Π., σύμφωνα με τις οποίες : «Με το άρθρο 18 παρ. 1 του Ν. 2190/1920 «Περί ανωνύμων εταιριών», όπως αυτός κωδικοποιήθηκε με το Β.Δ. 174/1963, ορίζεται ότι «η ανώνυμη εταιρία εκπροσωπείται επί δικαστηρίω και εξωδίκως υπό του διοικητικού αυτής συμβουλίου, ενεργούντος συλλογικώς», κατά δε την παρ. 2 του ίδιου άρθρου «το καταστατικόν δύναται να ορίσει, ότι εν ή πλείονα μέλη του Συμβουλίου ή άλλα πρόσωπα δικαιούνται να εκπροσωπούν την εταιρίαν, εν γένει ή εις ορισμένου μόνον είδους πράξεις». Το άρθρο 22 του ίδιου Νόμου ορίζει στην παρ. 1 ότι «Το Διοικητικόν Συμβούλιον είναι αρμόδιον ν` αποφασίζη πάσαν πράξιν αφορώσαν εις την διοίκησιν της εταιρείας, εις την διαχείρισιν της περιουσίας αυτής και εις την εν γένει επιδίωξιν του σκοπού της εταιρείας», στη δε παρ. 3, όπως αντικαταστάθηκε με το άρθρο 10 παρ. 4 του ν. 2339/95, «το καταστατικό μπορεί να ορίζει θέματα, για τα οποία η εξουσία του διοικητικού 30 συμβουλίου μπορεί να ασκείται ολικά ή μερικά από ένα ή περισσότερα μέλη του, διευθυντές της εταιρείας ή τρίτους». Οι διατάξεις αυτές του ν. 2190, αντίστοιχες με εκείνες των άρθρων 65, 67 και 68 του ΑΚ, ρυθμίζουν την οργανική εκπροσώπηση του νομικού προσώπου της ανώνυμης εταιρίας, δηλαδή, καθορίζουν το όργανο που εκφράζει τη βούληση του νομικού αυτού προσώπου στις έννομες σχέσεις με άλλα πρόσωπα, το εκπροσωπεί στα δικαστήρια, και αποφασίζει για τη διοίκηση της εταιρίας και τη διαχείριση της περιουσίας της για την πραγμάτωση του εταιρικού σκοπού. Ως τέτοιο όργανο ορίζεται [18 παρ. 1] το διοικητικό συμβούλιο της εταιρίας, το οποίο [22 παρ. 1] είναι αρμόδιο να αποφασίζει για κάθε υπόθεση που αφορά στη διοίκηση της εταιρίας ή στη διαχείριση της περιουσίας της. Οι προαναφερόμενες διατάξεις των άρθρων 18 παρ. 2 και 22 παρ. 3 του άνω ν. 2190, που αλληλοσυμπληρώνονται, ρυθμίζουν το ζήτημα της υποκατάστασης του διοικητικού συμβουλίου της ΑΕ, κατά τρόπο ώστε αυτή να είναι νόμιμη, μόνο εφόσον διενεργείται με βάση μία από αυτές τις διατάξεις. Το άρθρο 18 παρ. 2 αναφέρεται αποκλειστικά στην εξουσία εκπροσώπησης της Α.Ε. Επιτρέπει στο καταστατικό της εταιρείας να ορίσει ότι ένα ή περισσότερα μέλη του ή άλλα πρόσωπα, που κατονομάζονται, δικαιούνται να εκπροσωπούν [δικαστικώς ή εξωδίκως] την εταιρεία γενικά ή σε ορισμένες μόνο πράξεις. Η διάταξη του άρθρου 22 παρ. 3 περιλαμβάνει στο πεδίο εφαρμογής της τόσο τις πράξεις διαχείρισης όσο και την εκπροσώπηση της εταιρείας. Αντίθετα όμως προς το άρθρο 18 παρ. 2 το οποίο συνιστά ειδική πρόβλεψη με την οποία το καταστατικό προβαίνει σε συγκεκριμένο καθορισμό προσώπων που κατονομάζονται, στην περίπτωση του άρθρου 22 παρ. 3 το καταστατικό προβλέπει ορισμένα θέματα για τα οποία είναι δυνατό να αποφασιστεί από το Δ.Σ. μεταβίβαση της εξουσίας του. Η μεταβίβαση αυτή κατά το άνω άρθρο 22 παρ. 3, μπορεί να διενεργηθεί προς οποιοδήποτε πρόσωπο, και όχι μόνο προς μέλη του Δ.Σ. ή διευθυντές της εταιρείας, Προϋποθέτει όμως σχετική πρόβλεψη στο καταστατικό της εταιρείας [ΟλΑΠ Υποκατάσταση του διοικητικού συμβουλίου με εξωεταιρική 1096/76]. συμφωνία δεν είναι νόμιμη. Επομένως, όταν δεν συντρέχουν οι προϋποθέσεις των άρθρων 18 παρ. 2 ή 22 παρ. 3, το τρίτο πρόσωπο προς το οποίο το όργανο της εταιρείας, δηλαδή το Διοικητικό Συμβούλιο, ανέθεσε εκπροσωπευτική δραστηριότητα, δεν είναι υποκατάστατος του διοικητικού συμβουλίου αλλά ενεργεί στα πλαίσια της από τα άρθρα 211 και 713 του ΑΚ προβλεπόμενης αντίστοιχα πληρεξουσιότητας ή εντολής. Ο υποκατάστατος 31 του διοικητικού συμβουλίου, επειδή ενεργεί ως όργανο της εταιρείας δεν έχει ανάγκη ειδικής πληρεξουσιότητας ή εξουσιοδότησης και βεβαίωσης του γνήσιου της υπογραφής των μελών του Δ.Σ., όταν το απαιτεί νομοθετική διάταξη, όπως όταν πρόκειται για την υποβολή έγκλησης ή για τη δήλωση παράστασης πολιτικής αγωγής. Στην περίπτωση όμως που το διοικητικό συμβούλιο Ανώνυμης Εταιρείας, για την υλοποίηση σχετικής απόφασής του, αναθέσει σε τρίτο, ως προς τον οποίο δεν συντρέχουν οι προϋποθέσεις των άνω άρθρων 18 παρ. 2 ή 22 παρ. 3 του ν. 2190/20, να υποβάλει μήνυση ή έγκληση κατά του δράστη αξιόποινης πράξης που τελέστηκε σε βάρος της εταιρείας, απαιτείται, ενόψει του ότι ο ανωτέρω τρίτος είναι απλός πληρεξούσιος - εντολοδόχος της τελευταίας, το πρακτικό του διοικητικού συμβουλίου, που περιέχει τη σχετική απόφασή του και το οποίο προσαρτάται στην εγχειριζόμενη έγκληση, να φέρει και βεβαίωση της γνησιότητας της υπογραφής του «εντολέα» και παρέχοντος την πληρεξουσιότητα, δηλαδή των μελών του διοικητικού συμβουλίου της εταιρείας, σύμφωνα με τα οριζόμενα στις πιο πάνω διατάξεις των άρθρων 46 και 42 παρ. 1 εδ. γ΄ ΚΠΔ». 2. Όταν μηνύουν ή εγκαλούν ΕΤΑΙΡΕΙΑ ΠΕΡΙΟΡΙΣΜΕΝΗΣ ΕΥΘΥΝΗΣ (Ε.Π.Ε), ΟΜΟΡΡΥΘΜΗ ΕΤΑΙΡΕΙΑ (Ο.Ε) 'Η ΕΤΕΡΟΡΡΥΘΜΟΣ ΕΤΑΙΡΕΙΑ (Ε.Ε), η μήνυση - έγκληση απαιτείται να συνοδεύεται από: α. Καταστατικό της εταιρείας από το οποίο να προκύπτουν τα στοιχεία του διαχειριστή της εταιρείας, όταν αυτός υποβάλει την έγκληση για λογαριασμό της εταιρείας. β. Όταν η έγκληση ή η μήνυση κατατίθεται από άλλο πρόσωπο, απαιτείται εκτός του ανωτέρω, πληρεξούσιο ή εξουσιοδότηση, κατά τ' ανωτέρω, του διαχειριστή της εταιρείας. ΓΕΝΙΚΑ ΣΤΟΙΧΕΙΑ ΓΙΑ ΤΗΝ ΥΠΟΒΟΛΗ ΚΑΘΕ ΜΗΝΥΣΕΩΣ – ΕΓΚΛΗΣΕΩΣ. ΠΡΟΤΕΙΝΟΜΕΝΟΙ ΜΑΡΤΥΡΕΣ. Στην κατατιθέμενη μήνυση μπορούμε να προτείνουμε και τους μάρτυρες (αναγράφοντας τα στοιχεία τους, ήτοι ονοματεπώνυμο, πατρώνυμο, διεύθυνση κατοικίας), τους οποίους επιθυμούμε να εξετάσουμε. Ο πολιτικώς ενάγων μπορεί να εξετάσει και άλλους μάρτυρες κατά την εκδίκαση της υποθέσεως, αρκεί, επί ποινή απαραδέκτου, να τους γνωστοποιήσει στον κατηγορούμενο, εγγράφως (με εξώδικη δήλωση 32 του, η οποία πρέπει να επιδοθεί με δικαστικό επιμελητή στον κατηγορούμενο και να προσκομισθεί η σχετική έκθεση επιδόσεως στο ακροατήριο, κατά την εκδίκαση της υποθέσεως), πριν από 5 τουλάχιστον ημέρες από την δικάσιμο, εάν η υπόθεση εκδικάζεται ενώπιον του Τριμελούς Πλημμελειοδικείου (άρθρο 326 παρ. 2 ΚΠΔ), ενώ εάν η υπόθεση εκδικάζεται ενώπιον του Μονομελούς Πλημμελειοδικείου ή του Πταισματοδικείου, μπορεί να τους προτείνει κατά την εκδίκαση της υποθέσεως (άρθρο 326 παρ. 1 ΚΠΔ), όπως και ο κατηγορούμενος, δηλ. χωρίς την τήρηση της άνω διατυπώσεως, η οποία απαιτείται για το Τριμελές Πλημμελειοδικείο. ΣΧΕΤΙΚΑ ΕΓΓΡΑΦΑ Με την έγκληση – μήνυση συνυποβάλλουμε και τα σχετικά έγγραφα, από τα οποία προκύπτει η βασιμότητα της και τα οποία πρέπει να αριθμούμε, χωρίς απαραιτήτως αυτά να προσκομίζονται σε επικυρωμένα αντίγραφα. ΠΑΡΑΒΟΛΑ ΜΗΝΥΣΕΩΣ ΚΑΙ ΠΟΛΙΤΙΚΗΣ ΑΓΩΓΗΣ Με την κατάθεση της μηνύσεως και για την νομότυπη δήλωση παραστάσεως πολιτικής αγωγής (βλ. αμέσως επόμενη παράγραφο) πρέπει να προσκομίζονται και τα ανάλογα παράβολα του Δημοσίου (ένα ποσού 10 ΕΥΡΩ για κατάθεση μηνύσεως και ένα άλλο ποσού 10 ΕΥΡΩ, για δήλωση παραστάσεως πολιτικής αγωγής), συμπληρωμένα κατά τα στοιχεία του από τον καταθέτη της – μηνυτή ή τον πληρεξούσιό του. Επίσης, πρέπει να έχει συνταχθεί και υπογραφεί από τον υποβαλόντα την μήνυση και αίτηση προς τον κ. Εισαγγελέα Πλημμελειοδικών για την λήψη κεκυρωμένων αντιγράφων της μηνύσεως. ΠΡΑΞΗ ΚΑΤΑΘΕΣΕΩΣ ΤΗΣ ΜΗΝΥΣΕΩΣ Με την κατάθεση της μηνύσεως συντάσσεται σχετική πράξη καταθέσεως, η οποία διαφέρει αναλόγως εάν την μήνυση υποβάλει ο ίδιος ο μηνυτής ή πληρεξούσιός του και την οποία, εκτός από τον γραμματέα, υπογράφει και ο ίδιος ο καταθέτης. Στην πρακτική, η σχετική πράξη καταθέσεως είτε τίθεται στο τέλος του κειμένου της μηνύσεως από έντυπη σφραγίδα που υπάρχει στην Εισαγγελία, όπου κατατίθεται η μήνυση – έγκληση, είτε η συγκεκριμένη πράξη καταθέσεως έχει ήδη συνταχθεί από τον συντάκτη της μηνύσεως – εγκλήσεως, στο τέλος της μηνύσεως. 33 ΕΝΝΟΙΑ ΠΟΛΙΤΙΚΗΣ ΑΓΩΓΗΣ. Σύμφωνα με το άρθρο 63 του Ποινικού Κωδικός, πολιτική αγωγή (περί αποζημιώσεως εκ του εγκλήματος και αποκαταστάσεως καθώς και χρηματικής ικανοποίησης λόγω ηθικής βλάβης ή ψυχικής οδύνης) μπορεί να ασκηθεί ενώπιον του ποινικού δικαστηρίου κατά του κατηγορουμένου από τον δικαιούμενο σε αυτό σύμφωνα με τον Αστικό Κώδικα (άρθρα 299, 914, 932 ΑΚ). ΔΗΛΩΣΗ ΠΟΛΙΤΙΚΗΣ ΑΓΩΓΗΣ ΜΕ ΤΗΝ ΚΑΤΑΘΕΣΗ ΤΗΣ ΜΗΝΥΣΕΩΣ ΕΓΚΛΗΣΕΩΣ Με την υποβολή της μηνύσεως - εγκλήσεως πρέπει να δηλώνεται και παράσταση πολιτικής αγωγής του μηνυτή - εγκαλούντος κατά του κατηγορουμένου, με την ειδικότερη αιτία της (λόγω περιουσιακής ζημίας, ηθικής βλάβης, ψυχικής οδύνης), για συγκεκριμένο ποσό (σήμερα τουλάχιστον 44 ΕΥΡΩ) με επιφύλαξη της διεκδικήσεως του επί πλέον ποσού (αποκατάστασεως περιουσιακής ζημίας ή χρηματικής ικανοποιήσεως λόγω ηθικής βλάβης ή ψυχικής οδύνης, ανάλογα με την περίπτωση) από τα αρμόδια Αστικά Δικαστήρια, ώστε να αποκτάται από τον μηνυτή η ιδιότητα του πολιτικώς ενάγοντος και να είναι δυνατή η άσκηση των δικαιωμάτων του. Η επιφύλαξη αυτή έχει μεγάλη σημασία, διότι εάν δεν διατυπωθεί, δεν θα είναι παραδεκτή η έγερση αγωγής ενώπιον του αρμοδίου αστικού δικαστηρίου (ΑΠ 866/1988, ΕλΔνη 30, 1321). Αντίθετα, εάν προηγηθεί η έγερση αγωγής στο πολιτικό δικαστήριο, πρέπει και σε αυτήν να διατυπωθεί επιφύλαξη για την διεκδίκηση συγκεκριμένου ποσού (χρηματικής ικανοποιήσεως λόγω ηθικής βλάβης ή ψυχικής οδύνης, ανάλογα με την περίπτωση) από το αρμόδιο ποινικό δικαστήριο, κατά την εκδίκαση της κατηγορίας. Έτσι, εάν δεν έχει δηλωθεί παράσταση πολιτικής αγωγής κατ' ενός, η έγερση αγωγής ενώπιον του αρμοδίου πολιτικού δικαστηρίου κατ' αυτού για ποσό λόγω ηθικής βλάβης ή ψυχικής οδύνης, χωρίς διατήρηση επιφύλαξης για συγκεκριμένο ποσό (σήμερα 44 ΕΥΡΩ), το οποίο ο ενάγων θα διεκδικήσει κατά του κατηγορουμένου από το αρμόδιο Ποινικό Δικαστήριο κατά την εκδίκαση της εναντίον του μηνύσεως, αποκλείει από τον ενάγοντα το δικαίωμα να παραστεί ως πολιτικώς ενάγων κατά του κατηγορουμένου στην ποινική δίκη (βλ. και σχετική μελέτη Α. ΖΥΓΟΥΡΑ «Η παράστασις του πολιτικώς ενάγοντος εις την 34 ποινικήν δίκην και η επιφύλαξις τούτου εις την πολιτικήν δίκην» σε (Αρμ. 2002, σελ. 146). Κατά συνέπειαν, εάν αυτός που δικαιούται αποζημίωση ή χρηματική ικανοποίηση λόγω ηθικής βλάβης ή ψυχικής οδύνης από αδικοπραξία, επιφυλάχθηκε να ζητήσει μέρος από την απαίτησή του ενώπιον του ποινικού δικαστηρίου, είναι άνευ σημασίας εάν το πολιτικό δικαστήριο απέρριψε τη σχετική αγωγή του ή επεδίκασε ολόκληρο το ποσό που ζητήθηκε με αυτήν ή μέρος αυτού, αφού για το μέρος της απαιτήσεως του δικαιούχου αυτής, το οποίο δεν εισήχθη στο πολιτικό δικαστήριο λόγω της γενομένης επιφυλάξεώς του, δεν εκδόθηκε απόφαση από το πολιτικό δικαστήριο και συνεπώς δεν βρίσκει εφαρμογή η διάταξη του άρθρου 66 παρ. 1 ΚΠολΔ. Τα ίδια ισχύουν και στην περίπτωση κατά την οποία προηγήθηκε απόφαση του ποινικού δικαστηρίου επί της απαιτήσεως του δικαιούχου αποζημιώσεως ή χρηματικής ικανοποίησης λόγω ηθικής βλάβης ή ψυχικής οδύνης από αδικοπραξία και υφίσταται επιφύλαξη αυτού να ζητήσει μεγαλύτερο ποσό ενώπιον του πολιτικού δικαστηρίου. Σχετική νομολογία ΑΠ 959/1998, 920/1989, 1301/1983, 1851/88, 866/88, ΕΦΑΘ 673/1992. ΔΙΟΡΙΣΜΟΣ ΑΝΤΙΚΛΗΤΟΥ ΔΙΚΗΓΟΡΟΥ Επίσης, στην υποβαλλόμενη μήνυση, όταν δηλώνεται παράσταση πολιτικής αγωγής, αναγραφή των πρέπει να διορίζεται και αντίκλητος Δικηγόρος, με στοιχείων του (όνομα, επώνυμο, έδρα του Πρωτοδικείου, όπου ασκεί τα καθήκοντα του, διεύθυνση και τηλέφωνο). Εάν ο εγκαλών διαμένει στην έδρα άλλου Πρωτοδικείου, από εκείνο στον Εισαγγελέα του οποίου απευθύνεται η μήνυση, πρέπει να διορίζεται υποχρεωτικά αντίκλητος Δικηγόρος, ο οποίος υπηρετεί στην έδρα του Πρωτοδικείου αυτού (π.χ. σε μήνυση, η οποία απευθύνεται ενώπιον του κ. Εισαγγελέως Πλημμελειοδικών Κορίνθου από μηνυτή, ο οποίος κατοικεί στην Αθήνα, πρέπει να διορίζεται αντίκλητος υποχρεωτικά και Δικηγόρος Κορίνθου), ειδάλλως ο δηλών δεν αποκτά την ιδιότητα του πολιτικώς ενάγοντος και η παράσταση πολιτικής αγωγής είναι απαράδεκτη (ΣυμβΑΠ 1865/2003, ΤριμΠλημμΘεσ 21876/2003, Αρμενόπουλος, 2004, σελ. 415). Ο διορισμός του αντικλήτου, ο οποίος δεν πρέπει υποχρεωτικά να είναι Δικηγόρος (βλ. ΑΠ 1625/2006, ΕλΔνη 47 (2006), σελ. 1528), επιβάλλεται για την διευκόλυνση της ταχείας επιδόσεως των εγγράφων της ποινικής διαδικασίας. 35 Η υποχρέωση του πολιτικώς ενάγοντος να δηλώσει αντίκλητο Δικηγόρο δεν παραβιάζει το δικαίωμα δικαστικής προστασίας του άρθρου 20 του Συντάγματος ούτε το άρθρο 6 της ΕΣΔΑ (ΑΠ 77/2005 (σε Συμβούλιο), ΝοΒ 2005, σελ. 1347). ΔΗΛΩΣΗ ΠΑΡΑΣΤΑΣΕΩΣ ΠΟΛΙΤΙΚΗΣ ΑΓΩΓΗΣ ΑΠΟ ΑΝΗΛΙΚΟ ΠΑΘΟΝΤΑ Όταν ο παθών είναι ανήλικος, σε δήλωση παραστάσεως πολιτικής αγωγής νομιμοποιούνται οι ασκούντες την γονική μέριμνα γονείς του και όχι ο ίδιος, σύμφωνα με τις διαφοροποιήσεις του άρθρου 118 παρ. 2 ΠΚ. ΔΗΛΩΣΗ ΠΑΡΑΣΤΑΣΕΩΣ ΠΟΛΙΤΙΚΗΣ ΑΓΩΓΗΣ ΑΠΟ ΝΟΜΙΚΟ ΠΡΟΣΩΠΟ Εάν η μηνύτρια και δικαιούμενη να παραστεί ως πολιτικώς ενάγουσα είναι νομικό πρόσωπο (π.χ. ομόρρυθμη ή ετερόρρυθμη εταιρεία), δικαίωμα παραστάσεως πολιτικής αγωγής έχει το ίδιο το νομικό πρόσωπο, εκπροσωπούμενο προς τούτο από τα καταστατικά του όργανα (νόμιμο εκπρόσωπο αυτού) και όχι τα μέλη του αυτοτελώς, τα οποία υφίστανται μόνον έμμεση ζημία (ΟλΑΠ 1/1994, ΠοινΧρ ΜΔ. 208, ΣυμβΑΠ 798/2003). Και τούτο, διότι κατά τις διατάξεις των άρθρων 63, 82 παρ. 1, 83 παρ. 1 και 84 του ΚΠΔ σε συνδυασμό με τις διατάξεις των άρθρων 914 και 932 ΑΚ, το νομικό πρόσωπο μπορεί να υποστεί από μία αξιόποινη πράξη ζημία καθώς και ηθική βλάβη, η οποία συνίσταται στην μείωση του κύρους και της πίστης του. Επίσης, έχει κριθεί ότι τα επαγγελματικά σωματεία των εργαζομένων και των εργοδοτών μπορεί να παρίστανται ως πολιτικώς ενάγοντες μόνον κατά την εκδίκαση αξιόποινων πράξεων παραβάσεως της λειτουργίας τους ή πράξεις που θίγουν τα δικαιώματα ή τα συμφέροντά τους (ΑΠ 551/2004, ΝοΒ 2004, 1629). ΔΗΛΩΣΗ ΠΑΡΑΣΤΑΣΕΩΣ ΠΟΛΙΤΙΚΗΣ ΑΓΩΓΗΣ ΚΑΤΑ ΤΗΝ ΠΡΟΔΙΚΑΣΙΑ. Δήλωση παραστάσεως πολιτικής αγωγής μπορεί να γίνει από τον δικαιούμενο προς τούτο ή τον πληρεξούσιό του και μετά την κατάθεση της μηνύσεως (πχ. διότι είχε παραλείψει να δηλώσει) ή, σε περίπτωση αυτεπαγγέλτως διωκομένου αδικήματος, μετά την καταγγελία της αξιόποινης πράξεως, ήτοι κατά την προδικασία, με σχετική δήλωσή του, είτε αυτή είναι διατυπωμένη εγγράφως (π.χ. με την υποβολή υπομνήματος ή άλλου εγγράφου, στο οποίο περιέχεται η σχετική δήλωση) ή προφορικώς, οπότε καταχωρείται σε σχετική έκθεση (π.χ. έκθεση εξετάσεως μάρτυρα) στον 36 εισαγγελέα ή στον ανακριτικό υπάλληλο, μέχρι πέρατος της ανακρίσεως (άρθρο 83 και 308 ΚΠΔ). Σύμφωνα με το άρθρο 84 ΚΠΔ, η σχετική δήλωση για την εγκυρότητά της πρέπει να περιέχει (βλ. και Ολ. ΑΠ 7/2006 (Συμβ), ΕλλΔνη 47 (2006), σελ. 1527): - Συνοπτική έκθεση της υποθέσεως, - Την ενεργητική νομιμοποίηση του δηλούντος, ήτοι τα στοιχεία στα οποία θεμελιώνεται το σχετικό του δικαίωμα κατά τις διατάξεις του Αστικού Κώδικα (περιουσιακή ζημία ή ηθική βλάβη ή ψυχική οδύνη), το οποίο γεννήθηκε εξ αιτίας της αξιόποινης πράξεως, - Την παθητική νομιμοποίηση, ήτοι τα στοιχεία στα οποία θεμελιώνεται η αντίστοιχη υποχρέωση του κατηγορουμένου προς αυτόν, - Το είδος της πολιτικής αγωγής (πχ., λόγω ηθικής βλάβης ή ψυχικής οδύνης), - Διορισμός αντικλήτου στην έδρα του Δικαστηρίου, εάν ο παθών δεν διαμένει σε αυτήν - Ο πληρεξούσιος Δικηγόρος του αδικηθέντος, ο οποίος έχει διορισθεί νόμιμα και έχει γνωστοποιηθεί είναι και αντίκλητος (άρθρο 4 του ν. 1653/1986). ΔΙΚΑΙΩΜΑΤΑ ΠΟΛΙΤΙΚΩΣ ΕΝΑΓΟΝΤΟΣ ΚΑΤΑ ΤΗΝ ΠΡΟΔΙΚΑΣΙΑ Ο πολιτικώς ενάγων, κατά την προδικασία, έχει τα δικαίωματα των άρθρων 96-108 ΚΠΔ, δηλ. να παρίσταται μετά συνηγόρου, να λαμβάνει αντίγραφα της δικογραφίας, μετά την απολογία του κατηγορουμένου κλπ. ΔΗΛΩΣΗ ΠΑΡΑΣΤΑΣΕΩΣ ΠΟΛΙΤΙΚΗΣ ΑΓΩΓΗΣ ΜΕΤΑ ΤΗΝ ΠΡΟΔΙΚΑΣΙΑ Κατά το άρθρο 83 παρ. 2 ΚΠΔ, εάν δεν έχει δηλωθεί παράσταση πολιτικής αγωγής κατά την προδικασία, δήλωση παραστάσεως πολιτικής αγωγής μπορεί να γίνει από τον δικαιούμενο και ενώπιον του αρμοδίου ποινικού Δικαστηρίου, κατά την εκδίκαση της υποθέσεως σε πρώτο βαθμό και μέχρι την έναρξη της αποδεικτικής διαδικασίας, σύμφωνα με όσα ορίζονται στο άρθρο 68 ΚΠΔ. Ο δικαιούμενος πολιτικής αγωγής, η οποία στηρίζεται σε δικαίωμα αποζημιώσεώς του από τον κατηγορούμενο, πρέπει σύμφωνα με το άρθρο 68 παρ. 1 ΚΠΔ, να έχει προηγουμένως επιδώσει σχετικό δικόγραφο στον κατηγορούμενο κατά τις διατάξεις του Κώδικα Πολιτικής Δικονομίας και σύμφωνα με την προθεσμία του άρθρου 167 ΚΠΔ. 37 Εάν ο παθών επιθυμεί να παραστεί ως πολιτικώς ενάγων κατά του κατηγορούμενου στο ακροατήριο, για χρηματική ικανοποίηση λόγω ηθικής βλάβης ή ψυχικής οδύνης (οι συνηθέστερες περιπτώσεις παραστάσεως πολιτικής αγωγής), σύμφωνα με το άρθρο 68 παρ. 2 ΚΠΔ, μπορεί να υποβάλει την σχετική του απαίτηση ενώπιον του Δικαστηρίου, έως ότου αρχίσει η αποδεικτική διαδικασία, χωρίς έγγραφη διαδικασία. Σε κάθε περίπτωση, όμως, και εάν έχει δηλωθεί παράσταση πολιτικής αγωγής κατά την προδικασία, κατά την εκδίκαση της υποθέσεως, πρέπει να δηλωθεί και πάλι. Είναι απαράδεκτη, όμως, η παράσταση πολιτικής αγωγής για πρώτη φορά ενώπιον του Εφετείου (ΑΠ 426/81, ΑΠ 771/80, ΑΠ 677/75, ΑΠ 747/83) καθώς και επίσης απαράδεκτη είναι η στο Εφετείο παράσταση διαφορετικής πολιτικής αγωγής από την πρωτοδίκως δηλωθείσα (π.χ. παράσταση στο Πλημμελειοδικείο ατομικά του πατέρα ανηλίκου και παράσταση στο Εφετείο του ιδίου για λογαριασμό του ανηλίκου, ΑΠ 250/83, παράσταση πρωτοδίκως ανώνυμης εταιρείας και στην κατ’ έφεση δίκη παράσταση του φυσικού προσώπου – εκπροσώπου της). Σε κάθε περίπτωση, η δήλωση παραστάσεως πολιτικής αγωγής πρέπει να διατυπώνεται κατά τρόπο σαφή, βέβαιο και ανεπιφύλακτο και να μην τελεί υπό αναβλητική αίρεση ή προθεσμία και να μην αναφέρεται στο μέλλον, αλλά στο παρόν. Όμως δεν είναι απαραίτητη η διατύπωση με συγκεκριμένο τρόπο έκφρασης, αλλά αρκεί από το κείμενο της δήλωσης να μην δημιουργείται αμφιβολία για την νομιμοποίηση του πολιτικώς ενάγοντα. Έτσι, εν όψει των ανωτέρω, έχει κριθεί ότι η περιεχόμενη στην έγκληση λεκτική διατύπωση ότι: «θα παρασταθώ ως πολιτικώς ενάγων για χρηματική ικανοποίηση λόγω ηθικής βλάβης» έχει το νόημα της άμεσης και ανεπιφύλακτης παράστασης του δηλούντος ως πολιτικώς ενάγοντος (βλ. ΟλΑΠ 7/2006, ΕλλΔικ 47 σελ. 1528). Παλαιότερα, είχε κριθεί ως απαράδεκτη η δήλωση παραστάσεως πολιτικής αγωγής σε έγκληση με με το άνω περιεχόμενο, ως αναφερόμενη στο μέλλον (βλ. ενδεικτικά ΣυμβΑΠ 898/2001, ΣυμβΑΠ 825/2004). Πάντως, η ορθή δήλωση, η οποία δεν καταλείπει καμμία αμφιβολία, είναι: «ο τάδε παρίσταται κατά του κατηγορουμένου ως πολιτικώς ενάγων για χρηματική ικανοποίηση ποσού 44 ΕΥΡΩ λόγω ηθικής 38 βλάβης ή ψυχικής οδύνης (αναλόγως της περιπτώσεως), με επιφύλαξη διεκδικήσεως του επιπλέον ποσού από τα αρμόδια πολιτικά Δικαστήρια.» Παράσταση πολιτικής αγωγής «για την υποστήριξη της κατηγορίας» Κατά την διάταξη του άρθρου 64 παρ. 2 ΚΠΔ, ορίζεται ότι με την επιφύλαξη της διατάξεως του άρθρου 89&1, όταν από διάταξη νόμου η υποχρέωση για την αποκατάσταση της ζημίας ή την ικανοποίηση της ηθικής βλάβης ή της ψυχικής οδύνης περιορίζεται αποκλειστικώς σε τρίτο αστικώς υπεύθυνο (π.χ. το Δημόσιο σε σχέση με αξιόποινες πράξεις υπαλλήλου του που αυτός τέλεσε κατά την άσκηση των καθηκόντων κατά τρίτου, για τις οποίες αστικά ευθύνεται το Δημόσιο και όχι ο υπάλληλος), ο κατά το άρθρο 63 νομιμοποιούμενος σε άσκηση πολιτικής αγωγής (παθών) μπορεί να παραστεί κατά του κατηγορουμένου για την υποστήριξη της κατηγορίας και μόνον (ΣυμβΑΠ 2359/2003, ΝοΒ 2004, σελ. 857). Επίσης, έχει κριθεί ότι από τις διατάξεις των άρθρων 63, 65 παρ. 1 και 82 παρ. 1 ΚΠΔ, σε συνδυασμό με τις διατάξεις των άρθρων 932 και 933 ΑΚ, η πολιτική αγωγή έχει διττό σκοπό και συγκεκριμένα την ικανοποίηση της αστικής αξιώσεως, αλλά και την υποστήριξη της κατηγορίας από τον πολιτικώς ενάγοντα. Έτσι, εάν ικανοποιηθεί πλήρως από τον κατηγορούμενο, μετά την άσκηση της πολιτικής αγωγής, η αστική απαίτηση του παθόντος, ο παθών, εφόσον νομοτύπως δεν παραιτήθηκε του δικαιώματος πολιτικής αγωγής (κατά τις διατάξεις των άρθρων 69, 83 και 84 ΚΠΔ), διατηρεί το δικαίωμα να παρίσταται ως πολιτικώς ενάγων ενώπιον του ποινικού δικαστηρίου, προς υποστήριξη της κατηγορίας (ΟλΑΠ 1/1997, ΝοΒ 1997, τόμος 45, σελ. 831, ΑΠ 144/1997, ΝΟΒ 1997, τόμος 45, σελ. 1037). ΔΙΚΑΙΩΜΑΤΑ ΠΟΛΙΤΙΚΩΣ ΕΝΑΓΟΝΤΟΣ ΣΤΗΝ ΚΥΡΙΑ ΔΙΑΔΙΚΑΣΙΑ Ο πολιτικώς ενάγων κατά την κύρια διαδικασία έχει δικαίωμα να παρίσταται με συνήγορο (συνήγορο πολιτικής αγωγής) και να υποβάλει προτάσεις και αιτήσεις (άρθρο 348 ΚΠΔ), να προτείνει μάρτυρες, να υποβάλει ερωτήσεις προς τους μάρτυρες, να προσκομίζει έγγραφα, να λαμβάνει τον λόγο μετά την λήξη της αποδεικτικής διαδικασίας (άρθρο 369 ΚΠΔ). ΕΙΣΑΓΓΕΛΙΑ ΠΡΩΤΟΔΙΚΩΝ ΑΘΗΝΩΝ ΚΑΤΑΘΕΣΗ ΜΗΝΥΣΗΣ - ΕΓΚΛΗΣΗΣ. Κτίριο δέκα έξι (16), Ισόγειο, Γραφείο 11. Ώρες: Από τις 09:00 π.μ έως τις 13:00 μ.μ. ΠΑΡΑΚΟΛΟΥΘΗΣΗ ΠΟΡΕΙΑΣ ΜΗΝΥΣΕΩΝ - ΠΛΗΡΟΦΟΡΙΕΣ. Κτίριο δέκα έξι (16), Ισόγειο, Γραφείο 3 (Γραφείο με computers). Για τη χορήγηση 39 πληροφοριών, απαιτείται εξουσιοδότηση του μηνυτή ή του κατηγορουμένου. Στο κτίριο Δέκα έξι (16), ισόγειο, γραφείο 3. Με τα στοιχεία που θα πάρουμε από το άνω γραφείο παρακολούθησης της μήνυσης - έγκλησης, εφόσον υπάρχει αριθμός Εισαγγελικού Γραφείου, "ΕΓ", στο αντίστοιχο γραφείο που θα μας υποδειχθεί. Στο γραφείο αυτό χορηγείται και ΠΙΣΤΟΠΟΙΗΤΙΚΟ ΜΗ ΔΙΩΞΗΣ . Εφόσον γνωρίζουμε τον Αριθμό Βιβλίου Μηνύσεων (Α.Β.Μ.) ή τον αριθμό Εισαγγελικού Γραφείου (Ε.Γ), υπάρχει η δυνατότητα για τις υποθέσεις της Εισαγγελίας Πρωτοδικών Αθηνών να ενημερωθούμε για την πορεία μίας ποινικής υποθέσεως και μέσω της ιστοσελίδας του Δικηγορικού Συλλόγου Αθηνών (www.dsanet.gr). ΑΒΑΣΙΜΗ ΜΗΝΥΣΗ – ΕΝΕΡΓΕΙΕΣ ΕΙΣΑΓΓΕΛΕΑ Σύμφωνα με το άρθρο 43 παρ. 2 ΚΠΔ, εάν η μήνυση ή η αναφορά δεν στηρίζεται στον νόμο ή είναι προφανώς αβάσιμη στην ουσία της ή ανεπίδεκτη δικαστικής εκτιμήσεως, τότε ο Εισαγγελέας Πλημμελειοδικών την αρχειοθετεί και υποβάλει αντίγραφο στον Εισαγγελέα Εφετών, αναφέροντας τους λόγους που τον οδήγησαν να μην κινήσει την ποινική δίωξη. Στην ίδια ενέργεια μπορεί να προβεί, εάν μετά από ενέργεια προκαταρκτικής εξετάσεως ή ανακριτικές πράξεις ή ένορκη διοικητική εξέταση, κρίνει αιτιολογημένα ότι δεν προκύπτουν επαρκείς ενδείξεις για να κινηθεί ποινική δίωξη. Κατά το άρθρο 47 παρ. 1 ΚΠΔ, ο Εισαγγελέας εξετάζει την έγκληση που έλαβε και, εάν κρίνει ότι αυτή δεν στηρίζεται στον νόμο ή είναι ανεπίδεκτη δικαστικής εκτίμησης ή είναι προφανώς αβάσιμη στην ουσία της, την απορρίπτει, με αιτιολογημένη διάταξη, η οποία επιδίδεται στον εγκαλούντα. Για την άνω απόρριψη ή αρχειοθέτηση, δεν απαιτείται να έχει προηγηθεί προκαταρκτική εξέταση, να έχουν ενεργηθεί ανακριτικές πράξεις (άρθρο 243 παρ. 2 ΚΠΔ) ή ένορκη διοικητική εξέταση (άρθρο 43 παρ. 2 εδ. 1 στ. α’ ΚΠΔ). ΠΡΟΣΦΥΓΗ ΤΟΥ ΕΓΚΑΛΟΥΝΤΟΣ ΚΑΤΑ ΑΠΟΡΡΙΠΤΙΚΗΣ ΔΙΑΤΑΞΕΩΣ ΕΙΣΑΓΓΕΛΕΑ. Σύμφωνα με το άρθρο 48 παρ. 1 ΚΠΔ, ο εγκαλών δικαιούται να προσφύγει στον αρμόδιο Εισαγγελέα Εφετών κατά της διατάξεως του Εισαγγελέα Πλημμελειοδικών, εντός προθεσμίας 15 ημερών από την επίδοση της διατάξεως ή και προ πάσης επιδόσεως. 40 Η προσφυγή ασκείται στο κτίριο 16 (Εισαγγελία Πρωτοδικών Αθηνών) και στο αντίστοιχο γραφείο της αναλόγως του Α.Β.Μ. (Αριθμού Βιβλίου Μηνύσεων) της μηνύσεως, ενώπιον του Γραμματέως της Εισαγγελίας Πρωτοδικών από τον ίδιο τον μηνυτή ή πληρεξούσιο Δικηγόρο του, ο οποίος πρέπει να είναι εφοδιασμένος με ειδικό πληρεξούσιο. Συμπληρώνεται από τον Γραμματέα ειδικό έντυπο προσφυγής, το οποίο και υπογράφεται από αυτόν και τον προσφεύγοντα ή τον πληρεξούσιο Δικηγόρο του και στο οποίο πρέπει να αναγράφονται οι λόγοι της προσφυγής. ΠΡΟΚΑΤΑΡΚΤΙΚΗ ΕΞΕΤΑΣΗ ΣΕ ΠΟΙΕΣ ΠΕΡΙΠΤΩΣΕΙΣ ΔΙΕΝΕΡΓΕΙΤΑΙ Σύμφωνα με το άρθρο 43 & 1 εδ. β και γ ΚΠΔ, όπως τούτο αντικαταστάθηκε με το άρθρο 5 του ν. 3160/2003, η ποινική δίωξη για κακουργήματα ή πλημμελήματα, αρμοδιότητας Τριμελούς Πλημμελειοδικείου, κινείται μόνον αν ενεργήθηκαν προκαταρκτική εξέταση, αστυνομική προανάκριση ή ένορκη διοικητική εξέταση. Από την παρ. 1 του άρθρου 43 και 47 παρ. 3 ΚΠΔ, συνάγεται σαφώς ότι ο Εισαγγελέας κινεί πλέον την ποινική δίωξη αμέσως με την λήψη της μήνυσης ή αναφοράς ή έγκλησης μόνον όταν πρόκειται πλημμελήματα αρμοδιότητος Μονομελούς Πλημμελειοδικείου για (βλ. Κονταξή, ό.π. άρθρο 43, σελ. 491). ΔΙΚΑΙΩΜΑΤΑ ΥΠΟΠΤΟΥ. Κατά τα άρθρα 31, 240 και 241 ΚΠΔ, αν ύστερα από έγκληση ή μήνυση κατά ορισμένου προσώπου ή αν κατά την διάρκεια της προκαταρκτικής εξετάσεως, αποδίδεται σε ορισμένο πρόσωπο η τέλεση αξιόποινης πράξεως, το πρόσωπο αυτό καλείται πριν από 48 ώρες για παροχή εξηγήσεων και εξετάζεται ανωμοτί. ‘Εχει δικαίωμα να παρίσταται με συνήγορο, να αρνηθεί εν λόγω ή εν μέρει την παροχή εξηγήσεων και να λάβει προθεσμία μέχρι 48 ώρες για την παροχή τους, η οποία μπορεί να παραταθεί από εκείνον που διενεργεί την προκαταρκτική εξέταση. Επίσης, έχει δικαίωμα να ζητήσει να του χορηγηθούν αντίγραφα της δικογραφίας, να προτείνει μάρτυρες προς εξέταση και να προσαγάγει άλλα αποδεικτικά μέσα προς αντίκρουση των καταγγελλομένων σε βάρος του. Τα ως άνω δικαιώματά του μπορεί να ασκήσει είτε αυτοπροσώπως είτε από συνήγορο που διορίζεται κατά το άρθρο 96 παρ. 2 ΚΠΔ, εκτός αν θεωρείται αναγκαία η αυτοπρόσωπη 41 εμφάνισή του, κατά την κρίση εκείνου που διενεργεί την προκαταρκτική εξέταση. Εφόσον ο μηνυόμενος ή εγκαλούμενος ή εκείνος κατά του οποίου στρέφονται οι υποψίες κλητεύθηκε νόμιμα και δεν εμφανίσθηκε, η προκαταρκτική εξέταση περατώνεται και χωρίς την εξέτασή του. Η διάρκειά της δεν μπορεί να υπερβεί τους 4 μήνες. ΕΝΕΡΓΕΙΕΣ ΜΑΣ, ΟΤΑΝ ΕΚΠΡΟΣΩΠΟΥΜΕ ΤΟΝ ΥΠΟΠΤΟ. Εάν, λοιπόν, μας ανατεθεί η υπεράσπιση ενός προσώπου το οποίο θεωρείται «ύποπτο» κατά τα ανωτέρω και η υπόθεση βρίσκεται σε πταισματοδίκη, ο οποίος διενεργεί προκαταρκτική εξέταση, προσέρχεται ο ίδιος με την ταυτότητά του, είτε συνοδευόμενος από τον πληρεξούσιο Δικηγόρο του είτε και μόνο ο πληρεξούσιος Δικηγόρος του με σχετική εξουσιοδότηση του εντολέως, με θεωρημένο το γνήσιο της υπογραφής του, κατά τον Κώδικα Ποινικής Δικονομίας, ζητώντας αντίγραφα της δικογραφίας και προθεσμία για την κατάθεση υπομνήματος (το οποίο επιγράφεται «έγγραφες εξηγήσεις»), διορίζοντας ταυτόχρονα πληρεξούσιο και αντίκλητο Δικηγόρο. Εν συνεχεία, ύστερα από μελέτη της δικογραφίας, συντάσσουμε τις έγγραφες εξηγήσεις, στις οποίες εκτίθενται οι πραγματικοί και νομικοί λόγοι, για τους οποίους δεν πρέπει να ασκηθεί εις βάρος του υπόπτου ποινική δίωξη. Στο υπόμνημά του αυτό, το οποίο εγχειρίζεται στον Πταισματοδίκη, μπορεί να προτείνει τους μάρτυρες υπερασπίσεως του καθώς και να προσκομίσει τα έγγραφα, από τα οποία αποδεικνύονται οι ισχυρισμοί του. Υπόμνημα δικαιούται να καταθέσει και ο μηνυτής - πολιτικώς ενάγων, για την υποστήριξη της κατηγορίας. Σε περίπτωση, που για κάποιο σοβαρό λόγο ο ύποπτος δεν προλάβει να καταθέσει έγγραφες εξηγήσεις και η δικογραφία υποβληθεί Πλημμελειοδικών από Αθηνών, τον Πταισματοδίκη δικαιούται να στον καταθέσει (και Εισαγγελέα μέσω του πληρεξουσίου του Δικηγόρου, με την σχετική εξουσιοδότηση) αίτηση στον Εισαγγελέα Πλημμελειοδικών Αθηνών (Κτίριο 16, πρώτος όροφος, γραφείο 113), μαζί με τις έγγραφες εξηγήσεις, με την οποία (αίτηση), εκθέτοντας τους λόγους για τους οποίους εξηγήσεων, δεν κατέστη δυνατή η υποβολή εγγράφων ζητεί να συσχετισθεί με την εις βάρος του δικογραφία, να επιστραφεί η δικογραφία στον Πταισματοδίκη και να εξετασθούν οι προτεινόμενοι μάρτυρές του. 42 ΚΥΡΙΑ ΑΝΑΚΡΙΣΗ ΕΠΙ ΚΑΚΟΥΡΓΗΜΑΤΟΣ Όταν κάποιος κατηγορηθεί για κακούργημα, εάν μέν έχει συλληφθεί επ’ αυτοφώρω, προσάγεται ενώπιον του τακτικού ανακριτή του αρμοδίου Πρωτοδικείου (δηλ. Πρωτοδίκη ή και Πρόεδρο Πρωτοδικών), ο οποίος ενεργεί ανάκριση μετά από έγγραφη προηγούμενη παραγγελία του Εισαγγελέα (άρθρο 246 παρ. 1 ΚΠΔ), εάν όχι, καλείται από τον ανακριτή, για να απολογηθεί. Ζητεί και λαμβάνει σχετική προθεσμία για να ετοιμάσει την απολογία του, εντός προθεσμίας, κατά το άρθρο 102 του ΚΠΔ, 48 ωρών, την οποία μπορεί να παρατείνει ο ανακριτής, κατόπιν αιτήματος του κατηγορουμένου. Η παράταση της προθεσμίας των 48 ωρών δεν είναι υποχρεωτική για τον ανακριτή, η δε τυχόν άρνηση του ανακριτή να χορηγήσει μεγαλύτερη προθεσμία στον κατηγορούμενο δεν δημιουργεί καμμία ακυρότητα (ΑΠ 1062/1988, ΠΧρ ΛΘ΄, 49). Εάν έχει συλληφθεί επ’ αυτοφώρω, πρέπει να προσαχθεί μέσα σε είκοσι τέσσερις ώρες από τη σύλληψη του στον αρμόδιο κατά τόπο εισαγγελέα, ο οποίος, αφού ασκήσει την ποινική δίωξη, τον παραπέμπει άμεσα στον ανακριτή. Αν η σύλληψη έγινε έξω από την έδρα του εισαγγελέα, τότε η προσαγωγή του γίνεται στον απολύτως αναγκαίο χρόνο για τη μεταφορά του (άρθρο 279 ΚΠΔ). Στην περίπτωση της επ’ αυτοφώρω συλλήψεως συνεχίζει η κράτησή του μέχρι και την απολογία του. ΑΠΟΛΟΓΙΑ ΤΟΥ ΚΑΤΗΓΟΡΟΥΜΕΝΟΥ. Εμφανιζόμενος ο κατηγορούμενος για να απολογηθεί, πρώτα απολογείται ενώπιον του Ανακριτού. Μπορεί να απολογηθεί μόνος του ή μετά πληρεξουσίου Δικηγόρου. Αφού πρώτα απαγγέλλεται στον κατηγορούμενο η κατηγορία, ακολουθεί η απολογία του. Ο κατηγορούμενος συνήθως καλείται να απαντήσει στις ερωτήσεις του ανακριτού σχετικά με την εις βάρος του κατηγορία. ‘Εχει πάντως το δικαίωμα να καταθέσει και απολογητικό υπόμνημα, στο οποίο να εκθέτει όλους τους νομικούς και πραγματικούς ισχυρισμούς του σχετικά με την αντίκρουση της εις βάρος του κατηγορίας. Μπορεί επίσης, στο απολογητικό υπόμνημα το οποίο θα καταθέσει, ενώπιον του Ανακριτού, να προσκομίσει έγγραφα, αλλά και να προτείνει τους μάρτυρες υπερασπίσεώς του. Αφού ολοκληρωθεί η απολογία του κατηγορουμένου ενώπιον του Ανακριτού, ο κατηγορούμενος οδηγείται ενώπιον του Εισαγγελέως, στον οποίο εκθέτει τις απόψεις του (ουσιαστικά επαναλαμβάνει την απολογία του). 43 ΠΡΟΣΩΡΙΝΗ ΚΡΑΤΗΣΗ ‘Η ΠΕΡΙΟΡΙΣΤΙΚΟΙ ΟΡΟΙ. Κατόπιν όλων αυτών, ο Ανακριτής και ο Εισαγγελέας αποφαίνονται επί της τυχόν προσωρινής κρατήσεως του κατηγορουμένου ή της επιβολής των λοιπών περιοριστικών όρων του άρθρου 282 του ΚΠΔ (εγγυοδοσία, απαγόρευση εξόδου από την χώρα, εμφάνιση του κατηγορουμένου σε τακτά χρονικά διαστήματα στο αστυνομικό τμήμα της κατοικίας του ή στον ανακριτή κλπ) για την επίτευξη των αναφερομένων στο άρθρο 296 ΚΠΔ σκοπών, ήτοι για να εξασφαλισθεί η εμφάνιση του κατηγορούμενου κατά την δίκη του. ΕΙΔΙΚΩΤΕΡΑ : ΠΟΤΕ ΕΠΙΒΑΛΛΕΤΑΙ Η ΠΡΟΣΩΡΙΝΗ ΚΡΑΤΗΣΗ. Σύμφωνα με όσα ορίζει το άρθρο 282 παρ. 3 ΚΠΔ : «Προσωρινή κράτηση μπορεί να επιβληθεί αντί για περιοριστικούς όρους, εφόσον συντρέχουν οι προϋποθέσεις της πρώτης παραγράφου του άρθρου αυτού, μόνο αν ο κατηγορούμενος διώκεται για κακούργημα και δεν έχει γνωστή διαμονή στη χώρα ή έχει κάνει προπαρασκευαστικές ενέργειες για να διευκολύνει την φυγή του ή κατά το παρελθόν υπήρξε φυγόποινος ή φυγόδικος ή κρίθηκε ένοχος για απόδραση κρατουμένου ή παραβίαση περιορισμών διαμονής ή κρίνεται αιτιολογημένα ότι αν αφεθεί ελεύθερος είναι πολύ πιθανό, όπως προκύπτει από ειδικά μνημονευόμενα περιστατικά της προηγούμενης ζωής του ή από τα συγκεκριμένα ιδιαίτερα χαρακτηριστικά της πράξης για την οποία κατηγορείται, να διαπράξει και άλλα εγκλήματα. Μόνη η βαρύτητα της πράξης δεν αρκεί για την επιβολή της προσωρινής κράτησης.» ΤΙ ΠΡΕΠΕΙ ΝΑ ΙΣΧΥΡΙΣΘΕΙ ΚΑΙ ΝΑ ΑΠΟΔΕΙΞΕΙ Ο ΚΑΤΗΓΟΡΟΥΜΕΝΟΣ, ΓΙΑ ΝΑ ΜΗΝ ΕΠΙΒΛΗΘΕΙ ΕΙΣ ΒΑΡΟΣ ΤΟΥ ΠΡΟΣΩΡΙΝΗ ΚΡΑΤΗΣΗ. Ο κατηγορούμενος πρέπει να ισχυρισθεί και να αποδείξει ότι στην περίπτωσή του δεν συντρέχουν σωρευτικά, οι προϋποθέσεις για την επιβολή εις βάρος Του προσωρινής κρατήσεως. Ειδικώτερα, πρέπει να ισχυρισθεί και να αποδείξει ότι: - έχει γνωστή διαμονή στην χώρα και ποιά είναι αυτή, δεν έχει κάνει προπαρασκευαστικές ενέργειες για να διευκολύνει την φυγή του, δεν έχει υπάρξει κατά το παρελθόν φυγόδικος ή φυγόποινος ή έστω προσεσημασμένος. - Ποτέ του δεν έχει τελέσει άλλο αδίκημα, ούτε έχει κατηγορηθεί ποτέ για την τέλεση άλλου αδικήματος στο παρελθόν. - Δεν είναι πιθανό ότι, εάν αφεθεί ελεύθερος, θα διαπράξει και άλλα αδικήματα και να δηλώσει, τέλος, ότι είναι στην διάθεση της Ελληνικής Δικαιοσύνης και 44 - Θα παρίσταται οποτεδήποτε και οπωσδήποτε τόσο κατά την ανάκριση, όσο και κατά την δίκη, ενώ θα είναι πρόθυμος να υποβληθεί στην εκτέλεση της όποιας δικαστικής αποφάσεως τυχόν εκδοθεί εις βάρος του. Πρέπει ακόμη να επικαλεσθεί και να αποδείξει στοιχεία από την προηγούμενη σύννομη ζωή του, αλλά και από την οικογενειακή του κατάσταση (π.χ. εάν είναι έγγαμος ή εάν έχει παιδιά ή εάν ζει με τους γονείς του, οι οποίοι είναι ηλικιωμένοι κλπ). (βλ. ΣυμβΠλημμΔωδεκανήσων 49/2006, Αρμ 2007, σελ. 268, ΣυμβΠλημΡεθύμνης 15/2004, ΤΡΑΠΕΖΑ ΝΟΜΙΚΩΝ ΠΛΗΡΟΦΟΡΙΩΝ ΔΣΑ, ΣυμβπλημΒόλου 9/2000, ΠοινΧρ 2001, τόμος ΝΑ σελ. 84), ΣυμβΠλημΜυτιλήνης 49/1996, ΠοινΧρ 1996, Τόμος ΜΣΤ, σελ. 1153). Σε περίπτωση διαφωνίας Ανακριτού και Εισαγγελέα σχετικά με την επιβολή προσωρινής κρατήσεως εις βάρος κατηγορουμένου, αυτός αφίεται ελεύθερος και η υπόθεση επιλύεται από το αρμόδιο Δικαστικό Συμβούλιο, κατά το άρθρα 283 παρ. 1, 305 και 307 στοιχ. στ’ ΚΠΔ, το οποίο αποφαίνεται επί της προσωρινής ή μη κρατήσεώς του. ΠΡΟΣΦΥΓΗ ΚΑΤΑ ΕΝΤΑΛΜΑΤΟΣ Ή ΔΙΑΤΑΞΕΩΣ ΑΝΑΚΡΙΤΗ. Σε περίπτωση κατά την οποία εκδοθεί ένταλμα του Ανακριτού, με το οποίο διατάσσεται η προσωρινή κράτηση του κατηγορουμένου ή διάταξη του Ανακριτού, με την οποία επιβάλλονται άλλοι περιοριστικοί όροι σε αυτόν, ο κατηγορούμενος δικαιούται σύμφωνα με το άρθρο 285 ΚΠΔ, εντός προθεσμίας 5 ημερών από την προσωρινή κράτηση, να καταθέσει προσφυγή (αίτηση άρσεως της προσωρινής κρατήσεως), ενώπιον του γραμματέα των πλημμελειοδικών ή του γραμματέα του ειρηνοδικείου ή του προϊσταμένου της προξενικής αρχής ή του διευθυντή των φυλακών. (Προσοχή: η κατάθεση της προσφυγής σε οποιοδήποτε άλλο υπάλληλο άλλης υπηρεσίας τυγχάνει απαράδεκτη, ακόμα και εάν είναι αυτή της εισαγγελίας. Επίσης, δεν πρέπει να εγχειρίσουμε το δικόγραφο ενώπιον του γραμματέα, αλλά πρέπει να το συντάξει αυτός ο ίδιος και να το υπογράψει στο τέλος μαζί με τον ενδιαφερόμενο ή τον πληρεξούσιό του, ο οποίος είναι εφοδιασμένος είτε με ειδικό συμβολαιογραφικό πληρεξούσιο ή εξουσιοδότηση, με θεωρημένο το γνήσιο της υπογραφής του προσφεύγοντος από Δικηγόρο ή Δημόσια Αρχή, κατά τον Κ.Π.Δ. ) Η προσφυγή – αίτηση αυτή διαβιβάζεται στον Εισαγγελέα Πλημμελειοδικών και εισάγεται από αυτόν προς το δικαστικό συμβούλιο, το οποίο αποφασίζει αμετάκλητα. 45 ΠΟΥ ΚΑΤΑΤΙΘΕΤΑΙ : Στην Αθήνα, κτίριο 8, 1ος όροφος, γραφείο 101. Εάν το ένταλμα προσωρινής κρατήσεως εκδόθηκε ύστερα από βούλευμα του Συμβουλίου Πλημμελειοδικών, κατόπιν διαφωνίας Ανακριτού και Εισαγγελέως, δεν επιτρέπεται προσφυγή (άρθρο 285 παρ. 3 ΚΠΔ). ΑΡΣΗ ‘Η ΑΝΤΙΚΑΤΑΣΤΑΣΗ ΤΗΣ ΠΡΟΣΩΡΙΝΗΣ ΚΡΑΤΗΣΗΣ ΚΑΙ ΤΩΝ ΠΕΡΙΟΡΙΣΤΙΚΩΝ ΟΡΩΝ (άρθρο 286 ΚΠΔ) Εκείνος που κρατείται προσωρινά ή εκείνος στον οποίο έχουν επιβληθεί περιοριστικοί όροι μπορεί να υποβάλει αίτηση στον ανακριτή για την άρση των όρων αυτών ή για την αντικατάσταση της προσωρινής κράτησης με περιοριστικούς όρους ή για την αντικατάσταση των περιοριστικών όρων με άλλους. Εναντίον της διάταξης του ανακριτή επιτρέπεται προσφυγή στο συμβούλιο μέσα σε πέντε ημέρες από τότε που κοινοποιήθηκε η ανακριτική διάταξη σ' εκείνον που υπέβαλε την αίτηση. ΠΡΟΣΟΧΗ: Στην περίπτωση που η προσωρινή κράτηση διατάχθηκε για κακούργημα του Ν. 3459/2006 «Κώδικας Νόμων για τα ναρκωτικά» δεν επιτρέπεται αίτηση του κρατουμένου για την άρση ή αντικατάσταση της προσωρινής κράτησης με περιοριστικούς όρους πριν παρέλθει χρονικό διάστημα δύο (2) μηνών από την έναρξη της προσωρινής κράτησης. Αν απορριφθεί αίτηση για άρση ή αντικατάσταση της προσωρινής κράτησης, νέα αίτηση μπορεί να υποβληθεί μόνο έναν (1) μήνα μετά την απόρριψη της προηγούμενης βλ. άρθρο 42 παρ.2β Ν. 3459/2006. ΑΡΜΟΔΙΟΤΗΤΑ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟΥ ΠΛΗΜΜΕΛΕΙΟΔΙΚΩΝ. Το Συμβούλιο Πλημμελειοδικών είναι αρμόδιο όχι μόνον για την αντικατάσταση της προσωρινής κρατήσεως με περιοριστικούς όρους, αλλά για την ταυτότητα του λόγου, για την άρση της προσωρινής κρατήσεως, αλλά και για την άρση των περιοριστικών όρων ή την αντικατάστασή τους με άλλους, μέχρι να λάβει χώρα η επίδοση του βουλεύματος στον κατηγούμενο. ΑΡΜΟΔΙΟΤΗΤΑ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟΥ ΕΦΕΤΩΝ. Εάν εκδοθεί πρωτόδικο βούλευμα με το οποίο παραπέμπεται ο κατηγορούμενος για κακούργημα και διατηρούνται εις βάρος του η τυχόν επιβληθείσα προσωρινή κράτηση ή οι προσωρινοί όροι, εάν ο κατηγορούμενος έχει ασκήσει έφεση κατά του βουλεύματος, μπορεί με το υπόμνημα, το οποίο θα καταθέσει ενώπιον του Συμβουλίου Εφετών, να ζητήσει την άρση ή αντικατάσταση των περιοριστικών όρων. 46 Μετά την Πλημμελειοδικών επίδοση καθίσταται του βουλεύματος του Συμβουλίου αρμόδιο για τα παραπάνω θέματα το Συμβούλιο Εφετών (βλ. Συμβ. Πλημμ. Ηρακλείου, 387/2000, ΠοινΧρ. 2001, τόμος ΝΑ, σελ. 177). ΑΡΜΟΔΙΟΤΗΤΑ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ. Τέλος, το Δικαστήριο μπορεί, ύστερα από αίτηση του κατηγορουμένου, να διατάξει την επιβολή περιοριστικών όρων αντί της προσωρινής κρατήσεως, στον κατηγορούμενο, σε περίπτωση αναβολής ή ματαιώσεως για οποιονδήποτε λόγο της εκδικάσεως της υποθέσεως (άρθρο 291 παρ. 1 ΚΠΔ) . Η σχετική απόφαση, όταν το αίτημα αυτό υποβάλλεται από τον του κατηγορούμενο ενώπιον του Μικτού Ορκωτού Δικαστηρίου (Μ.Ο.Δ.), πριν από την κλήρωση των τακτικών δικαστών, ανήκει στην αρμοδιότητα των τακτικών δικαστών (βλ. ΜΟΔ 6/2000, Αρμ. 2000, σελ. 685, Υπεράσπιση, 2000, σελ. 578). ΠΑΡΑΚΟΛΟΥΘΗΣΗ ΠΟΡΕΙΑΣ ΥΠΟΘΕΣΕΩΣ – ΔΙΚΟΓΡΑΦΙΑΣ: Εισαγγελία Πρωτοδικών Αθηνών : Κτίριο δέκα έξι (16), στο ισόγειο, γραφείο 3. Και από την ιστοσελίδα του Δικηγορικού Συλλόγου Αθηνών, www.dsanet.gr, εάν γνωρίζουμε τον Α.Β.Μ. ή τον αριθμό Ε.Γ. της υποθέσεως. ΠΡΟΣΦΥΓΗ ΚΑΤΑ ΚΛΗΤΗΡΙΟΥ ΘΕΣΠΙΣΜΑΤΟΣ ΓΙΑ ΤΟ ΤΡΙΜΕΛΕΣ ΠΛΗΜΜΕΛΕΙΟΔΙΚΕΙΟ ΑΘΗΝΩΝ (άρθρο 322 παρ. 1 και 2 ΚΠΔ). Σύμφωνα με το άρθρο 321 παρ. 1 εδ. α’, το κλητήριο θέσπισμα πρέπει να καθορίζει επακριβώς το έγκλημα και τα περιστατικά που το συνιστούν, προκειμένου ο κατηγορούμενος να λάβει σαφή και λεπτομερή γνώση της εις βάρος του κατηγορίας και να προετοιμάσει κατάλληλα την υπεράσπισή του. Εάν λόγω περιττών στοιχείων και σχοινοτεινών εκφράσεων, ο κατηγορούμενος αδυνατεί να εντοπίσει στο κλητήριο θέσπισμα τα καίρια και ουσιώδη στοιχεία της εις βάρος του κατηγορίας, τότε το κλητήριο θέσπισμα είναι ακυρωτέο, διότι ο κατηγορούμενος στερείται του θεμελιώδους δικαιώματός του σε λεπτομερή γνώση της κατηγορίας (άρθρα 6 παρ. 3 περ. α’ ΕΣΔΑ, 321 παρ. 1 και 4 ΚΠΔ, βλ. ΤρΠλημΙωαν 406/2007, ΝοΒ τόμος 55, σελ. 952). Εάν επιδοθεί κλητήριο θέσπισμα στον κατηγορούμενο, βάσει του οποίου καλείται να δικασθεί για κάποιο αδίκημα στο Τριμελές Πλημμελειοδικείο, αυτός έχει το δικαίωμα εντός προθεσμίας 10 ημερών από την επίδοση 47 του, να ασκήσει προσφυγή κατ΄αυτού, η οποία απευθύνεται ενώπιον του κ. Εισαγγελέως Εφετών. ΠΡΟΣΟΧΗ: Τον μήνα Αύγουστο ΔΕΝ ΑΝΑΣΤΕΛΛΕΤΑΙ Η ΠΡΟΘΕΣΜΙΑ ΑΣΚΗΣΕΩΣ ΠΡΟΣΦΥΓΗΣ ΚΑΤΑ ΚΛΗΤΗΡΙΟΥ ΘΕΣΠΙΣΜΑΤΟΣ. Η προσφυγή αυτή αποτελεί ειδικό ένδικο μέσο επί του οποίου αποφαίνεται ο ιεραρχικώς ανώτερος Εισαγγελέας αυτού, ο οποίος παρέπεμψε τον κατηγορούμενο να δικασθεί στο ακροατήριο, και σκοπό έχει την ανατροπή της παραπομπής στο ακροατήριο, είτε για δικονομικούς (π.χ. εκκρεμοδικία, δεδικασμένο, καθ’ ύλην αναρμοδιότητα του δικαστηρίου) είτε για ουσιαστικούς λόγους (ΑΠ 1896/2004, ΝοΒ 53, σελ. 758, ΔιατΕισαγΕφΘεσ 233/2004, ΝοΒ 52, σελ. 1834). Εξαιρέσεις. Εάν πρόκειται για αδίκημα τελεσθέν δια του Τύπου, η σχετική προθεσμία είναι 5 ημέρες. ΠΟΥ ΚΑΤΑΤΙΘΕΤΑΙ : Η προσφυγή ασκείται ενώπιον του Γραμματέως της Εισαγγελίας Πρωτοδικών Αθηνών (κτίριο 16, γρ. 104) από τον ίδιο τον προσφεύγοντα ή ειδικά εξουσιοδοτημένο από αυτόν Δικηγόρο, είτε με ειδικό συμβολαιογραφικό πληρεξούσιο ή εξουσιοδότηση, με θεωρημένο το γνήσιο της υπογραφής του προσφεύγοντος από Δικηγόρο ή αστυνομικό τμήμα, κατά τον Κ.Π.Δ. Απαιτείται το κλητήριο θέσπισμα ή αντίγραφο αυτού. Με την κατάθεση της προσφυγής ή και στην προθεσμία που θα ζητήσουμε, μπορούμε να καταθέσουμε και υπόμνημα, που απευθύνεται στον Εισαγγελέα Εφετών Αθηνών και με το οποίο να προσκομίσουμε τα αποδεικνύοντα τους ισχυρισμούς του προσφεύγοντος έγγραφα. ΑΝΑΚΛΗΣΗ ΤΗΣ ΕΓΚΛΗΣΕΩΣ. ΠΟΤΕ ΕΠΙΤΡΕΠΕΤΑΙ. Σύμφωνα με το άρθρο 52 ΚΠΔ, ο εγκαλών μπορεί είτε ο ίδιος ή με ειδικό πληρεξούσιο, να ανακαλέσει την έγκληση. Ως εκ τούτου, ανάκληση επιτρέπεται μόνον στα κατ΄έγκληση διωκόμενα αδικήματα και όχι στα αυτεπαγγέλτως διωκόμενα, στα οποία, εφόσον προκύψουν επαρκείς ενδείξεις για την παραπομπή του κατηγουμένου στο ακροατήριο, εξετάζεται στο ακροατήριο πάντοτε η ουσία της υποθέσεως, εκτός εάν συντρέχει άλλος τυπικός λόγος για την παύση της ποινικής διώξεως (π.χ. παραγραφή κλπ). Ανάκληση υπό όρους ή προθεσμία θεωρείται ως μη γενομένη. 48 ΠΟΥ ΚΑΙ ΠΟΤΕ ΓΙΝΕΤΑΙ : Είτε στον Εισαγγελέα Πλημμελειοδικών ή σε όλους τους ανακριτικούς υπαλλήλους, πριν την εκδίκαση της υποθέσεως ή με δήλωση, που καταχωρίζεται στα πρακτικά της δίκης στο ακροατήριο, μέχρι την δημοσίευση (απαγγελία) της αποφάσεως (άρθρο 52 ΚΠΔ σε συνδυασμό με άρθρο 42 παρ. 2 ΚΠΔ). Εάν η ανάκληση γίνει με πληρεξούσιο, πρέπει να αναφέρεται συγκεκριμένα το αδίκημα, για το οποίο γίνεται η ανάκληση. Απαραίτητο στοιχείο, εκτός των άλλων, για την έγκυρη ανάκληση της εγκλήσεως, είναι η αποδοχή της από τον κατηγορούμενο. Δυνατή η αποδοχή και με ειδικό πληρεξούσιο, αρκεί στο σχετικό πληρεξούσιο να μνημονεύεται το αδίκημα, το οποίο αποδέχεται ο πληρεξούσιος κατ΄εντολήν και για λογαριασμό του κατηγορουμένου. Η ανάκληση της εγκλήσεως παράγει έννομα αποτελέσματα, ήτοι συνεπάγεται την εξάλειψη της ποινικής διώξεως, για όλους τους συμμετόχους (ΕφΘεσ 1810/2002, Αρμ. 2003, σελ. 83). Δυνατή η ανάκληση της εγκλήσεως και στην κατ’ έφεση δίκη (όταν δηλ. έχει εκδοθεί πρωτόδικη καταδικαστική απόφαση για τον κατηγορούμενο), εφόσον ο νόμος δεν ορίζει διαφορετικά και εφόσον δεν έχει δημοσιευτεί η απόφαση του Εφετείου. Εφόσον η ανάκληση γίνει μετά, είναι απαράδεκτη. ΔΙΑΔΙΚΑΣΙΑ ΣΤΟ ΑΚΡΟΑΤΗΡΙΟ ΑΝΑΒΟΛΗ ΤΗΣ ΔΙΚΗΣ ΛΟΓΩ ΚΩΛΥΜΑΤΟΣ ΚΑΤΗΓΟΡΟΥΜΕΝΟΥ Η’ ΠΟΛΙΤΙΚΩΣ ΕΝΑΓΟΝΤΟΣ Σύμφωνα με το άρθρο 349 παρ. 1 ΚΠΔ, όπως αυτό ισχύει μετά την αντικατάσταση του από το άρθρο 29 του ν. 3160/2003, μπορεί να διαταχθεί η αναβολή της δίκης για σημαντικά αίτια, που προσδιορίζονται ειδικά στην απόφαση (π.χ. λόγω κωλύματος στο πρόσωπο του κατηγορουμένου, στο πρόσωπο του συνηγόρου του, στο πρόσωπο του πολιτικώς ενάγοντος ή του συνηγόρου του). Έχει κριθεί ότι δεν αποτελεί σημαντικό αίτιο αναβολής, εάν η επικαλούμενη ασθένεια δεν είναι τόσο σημαντική (π.χ. οσφυαλγία), ώστε να εμποδίσει τον κατηγορούμενο να προσέλθει στο ακροατήριο (ΑΠ 1990/2006, ΝοΒ τόμος 55, σελ. 446). Πάντως, το αίτημα της αναβολής κρίνεται σε κάθε περίπτωση διαφορετικά, αναλόγως της σοβαρότητάς του, εάν η αναβολή ζητείται από τον 49 συγκεκριμένο διάδικο για πρώτη φορά. Ο αντίδικος ερωτάται συνήθως εάν έχει αντίθετη πληροφορία σχετικά με τον λόγο της αναβολής. Επί υποβολής αιτήματος αναβολής της δίκης, το Δικαστήριο είναι υποχρεωμένο να απαντήσει και εάν δεν απαντήσει χωρίς ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία, ιδρύεται λόγος αναιρέσεως της αποφάσεως για έλλειψη αιτιολογίας (ΑΠ 1657/2006, Επισκόπηση Ποινικής Νομολογίας Αρείου Πάγου, επιμέλεια Σταύρου Ομήρου Χούρσογλου, Δικηγόρου, ΝοΒ 2007, σελ. 729, ΑΠ 263/2004, ΝοΒ, τόμος 52, σελ. 1452). Εάν σε μία δίκη υπάρχουν περισσότεροι κατηγορούμενοι και η αναβολή ζητηθεί και δοθεί στο πρόσωπο του ενός ή του συνηγόρου του, η εκδίκαση της υποθέσεως αναβάλλεται ως προς όλους, για το ενιαίο της κρίσεως. Εάν υπάρχει αίτημα αναβολής στο πρόσωπο του κατηγορουμένου ή του πολιτικώς ενάγοντος, αυτή μπορεί να ζητηθεί από το συνήγορο του ή από οποιονδήποτε, ο οποίος εμφανίζεται ενώπιον του Δικαστηρίου ως άγγελος, για να διαβιβάσει την είδηση ότι ο κατηγορούμενος ή ο πολιτικώς ενάγων, αντίστοιχα, κωλύεται να εμφανισθεί ενώπιον του. Σε κάθε περίπτωση, πρέπει να προσκομίζονται ενώπιον του Δικαστηρίου και τα έγγραφα από τα οποία αποδεικνύεται το κώλυμα. Ο εμφανιζόμενος ως άγγελος πρέπει να δηλώσει τα στοιχεία της ταυτότητος του. Εάν ο λόγος της αναβολής συνίσταται σε ασθένεια του κατηγορουμένου ή του πολιτικώς ενάγοντος, πρέπει ο εμφανιζόμενος για την αναβολή να προσκομίσει και σχετική ιατρική βεβαίωση (προτιμότερο Δημοσίου Νοσοκομείου), στην οποία πρέπει να αναγράφεται η ασθένεια του διαδίκου, για πόσο χρονικό διάστημα υπάρχει το κώλυμα λόγω της ασθένειας αυτής και ότι αυτή έχει χορηγηθεί για δικαστική χρήση. Συνήθως, απαιτείται και η εξέταση ενός μάρτυρος, ο οποίος θα βεβαιώσει ότι ο κατηγορούμενος ή ο πολιτικώς ενάγων κωλύεται να εμφανισθεί, την πάθηση του και πού αυτός ευρίσκεται. ΛΟΓΩ ΚΩΛΥΜΑΤΟΣ ΣΥΝΗΓΟΡΟΥ Εάν η αναβολή ζητείται από τον κατηγορούμενο ή τον πολιτικώς ενάγοντα, λόγω κωλύματος του συνηγόρου τους, το σχετικό αίτημα πρέπει να υποβληθεί από τον ίδιο τον κατηγορούμενο ή τον πολιτικώς ενάγοντα. Σε περίπτωση κατά την οποία ο συνήγορος κωλύεται λόγω του ότι πρέπει κατά την ίδια ημέρα να ευρίσκεται σε άλλη δίκη, σε άλλο Δικαστήριο, καλό, όμως, είναι να προσκομίζεται και σχετική έγγραφη δήλωση του συνηγόρου, προς το Δικαστήριο, στην οποία αυτός να εξηγεί το κώλυμά του. 50 ΕΙΔΙΚΑ : Η ΑΠΟΥΣΙΑ ΤΟΥ ΠΟΛΙΤΙΚΩΣ ΕΝΑΓΟΝΤΟΣ ΚΑΙ Η ΑΝΑΒΟΛΗ ΤΗΣ ΠΟΙΝΙΚΗΣ ΔΙΚΗΣ Η αδυναμία εμφανίσεως στα ποινικά δικαστήρια είτε του πολιτικού ενάγοντα είτε του πληρεξουσίου δικηγόρου αυτού αποτελεί, κατ' άρθρο 349 ΚΠΔ, σημαντικό αίτιο αναβολής της δίκης. Η διάταξη του άρθρ. 68 παρ. 3 εδ. α' ΚΠΔ συγκρούεται με τη διάταξη του άρθ. 20 παρ. 1Σ, κυρίως όμως με την διάταξη του άρθρου 6 παρ. 1 εδ. α' της Σύμβασης της Ρώμης περί προστασία των δικαιωμάτων του ανθρώπου, η οποία επιτάσσει και απαιτεί την διεξαγωγή μιας δικαίας και χρηστής δίκης. Συνεπώς η διάταξη αυτή του άρθ. 68 παρ. 3 εδ. α' ΚΠΔ θεωρείται κατηργημένη και αντ' αυτής ισχύουσα η γενική διάταξη του άρθ. 349 ΚΠΔ( βλ. περισ. σε Μελέτη Ανδρέα Ζύγουρα, Αντιεισαγγελέα ΑΠ δημοσιευμένη στο ΝοΒ 1998, σελ. 1028). ΠΡΟΟΔΟΣ ΤΗΣ ΔΙΚΗΣ. ΜΑΡΤΥΡΕΣ ΚΑΤΗΓΟΡΟΥΜΕΝΟΥ. Εάν ο κατηγορούμενος δεν έχει προτείνει μέχρι την δίκη μάρτυρες, μπορεί να προτείνει στο ακροατήριο, πριν πάντως από την έναρξη της αποδεικτικής διαδικασίας, με εγχείρηση σχετικού σημειώματος στον Πρόεδρο του Δικαστηρίου, στο οποίο αναγράφονται τα πλήρη στοιχεία του μάρτυρος (π.χ., ονοματεπώνυμο, πατρώνυμο, μητρώνυμο, διεύθυνση κατοικίας κλπ). ΕΝΣΤΑΣΕΙΣ – ΑΥΤΟΤΕΛΕΙΣ ΙΣΧΥΡΙΣΜΟΙ ΚΑΤΗΓΟΡΟΥΜΕΝΟΥ α. ΕΝΝΟΙΑ ΑΥΤΟΤΕΛΟΥΣ ΙΣΧΥΡΙΣΜΟΥ Ως αυτοτελής ισχυρισμός, διακρινόμενος από την απλή άρνηση της κατηγορίας, ορίζεται κάθε ισχυρισμός του κατηγορουμένου, με την παραδοχή του οποίου από το Δικαστήριο, άγεται σε άρση του καταλογισμού, σε απαλλαγή του λόγω άρσεως του αδίκου χαρακτήρα της πράξεως ή του αξιοποίνου ή την μεταβολή της κατηγορίας (βλ. Ανδρέου, ‘Ενδικα μέσα και βοηθήματα, 2001, σελ. 133). Ενδεικτικά αυτοτελείς ισχυρισμοί είναι: η νοσηρά διατάραξη της συνειδήσεως κατ’ άρθρο 34 ΠΚ, η ελαττωμένη ικανότητα προς καταλογισμό κατ’ άρθρο 36 ΠΚ, η άμυνα, η κατάσταση ανάγκης, επί απάτης, η κατ’ αρθρο 393 ΠΚ απαλλαγή του κατηγορουμένου, εάν πλήρως ικανοποίησε τον παθόντα μέχρι την έναρξη της αποδεικτικής διαδικασίας στο πρωτοβάθμιο δικαστήριο κ.ά. 51 β. ΠΩΣ ΠΡΟΤΕΙΝΟΝΤΑΙ Οι ενστάσεις – αυτοτελείς ισχυρισμοί του κατηγορουμένου (π.χ. ακυρότητας της διαδικασίας, αποβολής της πολιτικής αγωγής, κλπ) πρέπει να προτείνονται, πριν την έναρξη της αποδεικτικής διαδικασίας και να διατυπώνονται εγγράφως, ώστε να καταχωρηθούν στα πρακτικά της δίκης, με παράδοση του σχετικού εγγράφου που τους περιέχει στον διευθύνοντα την συζήτηση και με προφορική τους ανάπτυξη, διότι διαφορετικά δεν λαμβάνονται υπόψη. Οι ενστάσεις, εάν δεν διατυπωθούν παραδεκτώς, καλύπτονται, εκτός από εκείνες που μπορούν να προταθούν σε κάθε στάση της δίκης (βλ. ΑΠ 2015/2004, ΠοινΧρ. ΝΕ, σελ. 333, ΑΠ 929/2004, ΠοινΧρ. ΝΕ’, σελ. 428.) Το Δικαστήριο υποχρεούται να απαντήσει μόνον όταν ο αυτοτελής ισχυρισμός προβληθεί από τον κατηγορούμενο ορισμένως και παραδεκτώς κατά τον παραπάνω τρόπο, ήτοι όταν ο κατηγορούμενος επικαλεσθεί με σαφήνεια και πληρότητα όλα τα αναγκαία πραγματικά περιστατικά, τα οποία κατά νόμον θεμελιώνουν τον ισχυρισμό του αυτόν. (ΟλΑΠ 1189/1990, ΠΧρον. ΜΑ. 507, ΟλΑΠ 1716/1990, ΠΧρ.ΜΑ. 725, ΑΠ 940/2006, ΔΗΜΟΣΙΕΥΣΗ ΝΟΜΟΣ, ΑΠ 764/2005, ΠοινΛογ. 2005, σελ. 2005). Στην περίπτωση κατά την οποία ο αυτοτελής ισχυρισμός προεβλήθη από τον κατηγορούμενο με σαφήνεια και πληρότητα κατά τα ανωτέρω, το Δικαστήριο είναι υποχρεωμένο, με ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία να απαντήσει επ’ αυτού, άλλως η απόφασή του είναι αναιρετέα κατ’ άρθρο 139 ΚΠΔ, λόγω ελλείψεως αιτιολογίας. ΕΚΠΡΟΣΩΠΗΣΗ ΣΤΗΝ ΔΙΚΗ ΑΠΟΝΤΟΣ ΚΑΤΗΓΟΡΟΥΜΕΝΟΥ ΑΠΟ ΣΥΝΗΓΟΡΟ. Σύμφωνα με το άρθρο 340 παρ. 2 ΚΠΔ, σε πταίσματα, πλημμελήματα και κακουργήματα, ο κατηγορούμενος επιτρέπεται να εκπροσωπηθεί από συνήγορο, τον οποίο διορίζει με έγγραφη δήλωση του (ήτοι με εξουσιοδότηση, γνωστή ως «δια πληρεξουσίου παράσταση»), η οποία γίνεται κατά τις διατυπώσεις του τρίτου εδαφίου της παραγράφου 2 του άρθρου 42 ΚΠΔ εξουσιοδοτούντος (με θεωρημένο το γνήσιο της υπογραφής του κατηγορουμένου από δημοσία, δημοτική ή κοινοτική αρχή ή Δικηγόρο) και πρέπει, επί ποινή απαραδέκτου, να αναφέρει σε αυτήν την ακριβή διεύθυνση κατοικίας ή διαμονής του κατηγορουμένου. Συνεπώς, δεν είναι απαραίτητο συμβολαιογραφικό 52 πληρεξούσιο, αλλά αρκεί και εξουσιοδότηση με θεωρημένο το γνήσιο της υπογραφής από Αστυνομία, Δήμο, Κέντρο Εξυπηρέτησης Πολιτών (ΚΕΠ) ή Δικηγόρο. ΠΡΟΣΟΧΗ : Εάν ο κατηγορούμενος έχει εις βάρος του άλλες εκκρεμείς ποινικές αποφάσεις, δεν πρέπει να μεταβαίνει σε Αστυνομικό Τμήμα για την θεώρηση του γνησίου της υπογραφής του, διότι υπάρχει κίνδυνος συλλήψεώς του. Στην περίπτωση αυτή ο κατηγορούμενος θεωρείται παρών και ο συνήγορος του ενεργεί όλες τις διαδικαστικές πράξεις γι' αυτόν. Το Δικαστήριο, όμως, σε κάθε περίπτωση μπορεί να διατάξει την αυτοπρόσωπη εμφάνιση του κατηγορουμένου για να βρεθεί η αλήθεια και, εάν δεν εμφανισθεί και πάλιν ο κατηγορούμενος, το δικαστήριο μπορεί να διατάξει την βιαία προσαγωγή του (άρθρο 340 παρ. 2 ΚΠΔ). ΕΚΠΡΟΣΩΠΗΣΗ ΣΤΗΝ ΔΙΚΗ ΑΠΟΝΤΟΣ ΠΟΛΙΤΙΚΩΣ ΕΝΑΓΟΝΤΟΣ ΑΠΟ ΣΥΝΗΓΟΡΟ. Ο πολιτικώς ενάγων μπορεί να παραστεί ενώπιον του ποινικού Δικαστηρίου με πληρεξούσιο Δικηγόρο, ο οποίος πρέπει να είναι εφοδιασμένος με ειδική πληρεξουσιότητα κατά τα ανωτέρω (ΑΠ 602/2003, Αρμ. 2003, 1172). ‘Εχει κριθεί ότι η δια ειδικού πληρεξουσίου παράσταση του πολιτικώς ενάγοντος στην ποινική δίκη δεν αντίκειται προς τις υπερνομοθετικής ισχύος διατάξεις του άρθρου 6 της ΕΣΔΑ και δεν φαλκιδεύει κανένα δικαίωμα του κατηγορουμένου (ΑΠ 602/2003, Αρμεν. 2003, σελ. 1172). ΕΝΑΡΞΗ ΠΟΙΝΙΚΗΣ ΔΙΚΗΣ. Στο ακροατήριο, εάν είμαστε συνήγοροι υπερασπίσεως, καταλαμβάνουμε θέση στο έδρανο των Δικηγόρων, αριστερά της έδρας, ενώ εάν είμαστε συνήγοροι πολιτικής αγωγής, καταλαμβάνουμε θέση στο έδρανο των Δικηγόρων, δεξιά. Στην δίκη ενώπιον του Πλημμελειοδικείου, δίνουμε το Γραμμάτιο Προεισπράξεως Δικηγορικής Αμοιβής στον Πρόεδρο του Δικαστηρίου και τα ένσημα (παράσταση) στον Γραμματέα της ‘Εδρας. Στην δίκη ενώπιον του Εφετείου, δίνουμε το Γραμμάτιο Προεισπράξεως Δικηγορικής Αμοιβής και τα ένσημα (παράσταση) στον Γραμματέα της ‘Εδρας. Να μην ξεχνάμε ότι η παρουσία μας στα δικηγορικά έδρανα θα παίξει καθοριστικό ρόλο στην υπεράσπιση της υποθέσεως μας και, 53 ως εκ τούτου, θα πρέπει να είναι διακριτική, ευπρεπής προς όλους τους παράγοντες της δίκης, και, γενικώς, να συνάδει με το δικηγορικό λειτούργημα το οποίο καλούμαστε εκείνη τη στιγμή να εκτελέσουμε (άρθρο 48 Κώδ.Δικηγ.). ΕΞΕΤΑΣΗ ΜΑΡΤΥΡΩΝ Πρώτα εξετάζονται οι μάρτυρες κατηγορίας και εν γένει οι μάρτυρες οι οποίοι έχουν κλητευθεί από τον Εισαγγελέα και μετά οι μάρτυρες υπερασπίσεως, τους οποίους έχει προτείνει ο κατηγορούμενος. Κατά την εξέταση του πρώτου μάρτυρα, όλοι οι υπόλοιποι πρέπει να εξέλθουν από την αίθουσα και να καλούνται με την σειρά τους, ένας - ένας, να καταθέσουν, για να μην ακούουν τι κατέθεσαν οι προηγούμενοι. Οι πολιτικώς ενάγοντες εξετάζονται ανωμοτί, χωρίς δηλ. να ορκισθούν. ΠΡΟΣΚΟΜΙΣΗ ΕΓΓΡΑΦΩΝ Κατά την διάρκεια της συνεδριάσεως και αφού τελειώσει η εξέταση των μαρτύρων κατηγορίας, προσκομίζουμε που αποδεικνύουν τους ισχυρισμούς στο μας και Δικαστήριο δεν έγγραφα υπάρχουν ήδη στην δικογραφία και ζητούμε από το Δικαστήριο την ανάγνωσή τους μαζί με τα κρίσιμα έγγραφα, τα οποία υπάρχουν ήδη στην δικογραφία, γνωστά και ως «αναγνωστέα έγγραφα». ΑΠΟΛΟΓΙΑ ΚΑΤΗΓΟΡΟΥΜΕΝΟΥ Μετά την ολοκλήρωση της αποδεικτικής διαδικασίας, ακολουθεί η απολογία του κατηγορουμένου. Σε αυτόν δεν επιτρέπεται, κατ' αρχήν, η υποβολή ερωτήσεων από τους συνηγόρους, παρά μόνον από τον Εισαγγελέα. Κατ' εξαίρεση, οι συνήγοροι μπορούν να υποβάλουν ερωτήσεις στον κατηγορούμενο, εάν το επιτρέψει το Δικαστήριο και μόνον μέσω του Προέδρου αυτού. Μετά την απολογία του κατηγορουμένου, ο Εισαγγελέας προτείνει επί της ενοχής ή όχι του κατηγορουμένου. Ακολουθεί η αγόρευση του συνηγόρου πολιτικής αγωγής, εάν παρίσταται συνήγορος πολιτικής αγωγής και τελευταία η αγόρευση του συνηγόρου υπερασπίσεως. ΕΛΑΦΡΥΝΤΙΚΕΣ ΠΕΡΙΣΤΑΣΕΙΣ Κατά την αγόρευση του συνηγόρου της υπερασπίσεως μπορεί να ζητηθεί, εκτός από την απαλλαγή του κατηγορουμένου, επικουρικά και για την πληρότητα της υπερασπίσεως, εφόσον το Δικαστήριο θα τον κρίνει ένοχο, η αναγνώριση ελαφρυντικών περιστάσεων του άρθρου 84 ΠΚ (γνωστές ως 54 «ελαφρυντικά»), πχ. πρότερος έντιμος βίος, ειλικρινής μεταμέλεια κλπ., μετεφηβική ηλικία (άρθρο 133 ΠΚ), εφόσον συντρέχουν οι σχετικές προϋποθέσεις των άρθρων αυτών. Πρέπει, όμως, από τον συνήγορο να αναφερθεί συγκεκριμένα ποιά ελαφρυντική περίσταση και για ποιούς ειδικότερους λόγους συντρέχει στην συγκεκριμένη υπόθεση, αλλιώς είναι αόριστη η σχετική επίκληση και το Δικαστήριο δεν υποχρεούται να απαντήσει αιτιολογημένως επί της απορρίψεως του αιτήματος αυτού (ΑΠ 940/2006, ΔΗΜΟΣΙΕΥΣΗ ΝΟΜΟΣ). Εάν ο συνήγορος πολιτικής αγωγής δευτερολογήσει, τέτοιο δικαίωμα έχει και ο συνήγορος υπερασπίσεως. Ο κατηγορούμενος ακούγεται πάντοτε τελευταίος. ΕΚΔΟΣΗ ΑΠΟΦΑΣΕΩΣ ΤΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ Μετά τις αγορεύσεις των συνηγόρων, το δικαστήριο αποφαίνεται επί της ενοχής ή αθωότητας του κατηγορουμένου. Εάν κηρύξει ένοχο τον κατηγορούμενο, ο Εισαγγελέας προτείνει επί της ποινής που πρέπει να επιβληθεί. Κατόπιν τούτου, ο συνήγορος υπερασπίσεως ζητεί την ελάχιστη ποινή της εφέσιμου, ώστε να υπάρξει η δυνατότητα ασκήσεως εφέσεως, εάν ο κατηγορούμενος επιθυμεί να ασκήσει έφεση, διότι ελπίζει ότι κατά την εκδίκαση της υποθέσεώς του σε δεύτερο βαθμό, θα απαλλαγεί. Αλλιώς, εάν ο κατηγορούμενος δεν επιθυμεί να ασκήσει έφεση, ο συνήγορος υπερασπίσεως ζητεί την επιβολή της ελαχίστης ποινής. Εάν η υπόθεση δικάζεται σε δεύτερο βαθμό, κατόπιν δηλαδή ασκήσεως εφέσεως, και ο κατηγορούμενος κηρυχθεί ένοχος, ο συνήγορός του ζητεί την ελάχιστη ποινή. ΑΝΑΣΤΟΛΗ ΕΚΤΕΛΕΣΕΩΣ ΤΗΣ ΠΟΙΝΗΣ ΚΑΤ’ ΑΡΘΡΟ 99 παρ. 1 ΠΚ. Σε κάθε περίπτωση, εάν καταδικασθεί ο κατηγορούμενος, ο συνήγορος υπερασπίσεως, ζητεί από το Δικαστήριο, την αναστολή εκτελέσεως της ποινής επί τριετία, εφόσον ο κατηγορούμενος πληροί τους όρους του άρθρου 99 παρ. 1 Π.Κ. Το Δικαστήριο οφείλει αυτεπαγγέλτως να εξετάσει το ζήτημα αυτό βάσει του υπάρχοντος στην δικογραφία ποινικού μητρώου του κατηγορουμένου. Εάν, όμως, για οποιονδήποτε λόγο δεν υπάρχει ποινικό μητρώο στην δικογραφία, τότε καλεί τον κατηγορούμενο να δηλώσει εάν πληροί τους όρους του άρθρου 99 παρ. 1 Π.Κ. Σε περίπτωση βεβαίως ψευδούς δηλώσεως, ο κατηγορούμενος θα υποστεί τις συνέπειες του νόμου. 55 ΕΝΕΡΓΕΙΕΣ ΜΑΣ ΓΙΑ ΤΗΝ ΕΚΔΟΣΗ ΠΟΙΝΙΚΟΥ ΜΗΤΡΩΟΥ ΤΟΥ ΚΑΤΗΓΟΡΟΥΜΕΝΟΥ, ΠΡΙΝ ΑΠΟ ΤΗΝ ΔΙΚΗ Ο συνήγορος υπερασπίσεως μπορεί να ελέγξει λίγες ημέρες πριν την εκδίκαση της υποθέσεως από την αρμόδια Γραμματεία της Εισαγγελίας Πρωτοδικών εάν έχει αποσταλεί το ποινικό μητρώο του εντολέως του και, εάν όχι, να ζητήσει από τον αρμόδιο Γραμματέα (του τμήματος του Πλημμελειοδικείου, στο οποίο εκδικάζεται η υπόθεση) να μερμνήσει για την αποστολή του, προσκομίζοντάς του φωτοτυπία του δελτίου ταυτότητος του κατηγορουμένου. Ο Γραμματέας τότε συντάσσει σχετικό έντυπο, το οποίο αποστέλει στην αρμόδια Εισαγγελία (του τόπου γεννήσεως του κατηγορουμένου), προκειμένου να γίνει η σχετική ενημέρωση. Αυτό το έντυπο ενημερωμένο αποστέλλεται στην αρμόδια Γραμματεία, ώστε να περιληφθεί στην σχετική δικογραφία. ΠΡΟΣΟΧΗ. Σε περίπτωση, όμως, κατά την οποία κάποιος καταδικασθεί τελεσιδίκως (είτε καταδικασθεί πρωτοδίκως σε μη εφέσιμη ποινή ή καταδικασθεί από το δευτεροβάθμιο δικαστήριο), εκτός από ποινή φυλακίσεως και σε χρηματική ποινή και του χορηγηθεί αναστολή επί τριετία, η αναστολή αυτή δεν ισχύει για την χρηματική ποινή, η οποία πρέπει είτε να πληρωθεί ή να βεβαιωθεί στην ΔΟΥ του κατηγορουμένου. Πρακτικά, αυτό σημαίνει ότι εάν ο κατηγορούμενος δεν είναι προετοιμασμένος να πληρώσει την επιβληθείσα χρηματική ποινή ή δεν διαθέτει το ανάλογο χρηματικό ποσό, θα κρατηθεί υποχρεωτικά μέχρι να την πληρώσει ή να ολοκληρώσει την διαδικασία βεβαιώσεως της χρηματικής ποινής στην ΔΟΥ, όπου ανήκει. ΠΛΗΡΩΜΗ ΠΟΙΝΩΝ ΣΤΟ ΠΡΩΤΟΔΙΚΕΙΟ ΑΘΗΝΩΝ. Κτίριο Δώδεκα (12), Πρώτος (1ος) όροφος, γραφείο 102. ΔΙΑΔΙΚΑΣΙΑ ΕΠΙ ΑΥΤΟΦΩΡΟΥ ΕΓΚΛΗΜΑΤΟΣ α. ΕΝΝΟΙΑ ΑΥΤΟΦΩΡΟΥ ΑΔΙΚΗΜΑΤΟΣ Σύμφωνα με το άρθρο 242 ΚΠΔ παρ. 1: « Αυτόφωρο είναι το έγκλημα την ώρα που γίνεται ή το έγκλημα που έγινε πρόσφατα». Η έννοια «έγινε πρόσφατα» περιλαμβάνει κάποιο χρονικό διάστημα αμέσως μετά την ενέργεια του δράστη που ολοκληρώνει το έγκλημα. Προϋποθέτει τελεσθέν έγκλημα ή απόπειρα. Η πράξη θεωρείται ότι έγινε πρόσφατα όταν αμέσως μετά από αυτήν ο δράστης καταδιώκεται από τη δημόσια δύναμη (πχ. 56 αστυνομικά όργανα) ή από τον παθόντα ή με δημόσια κραυγή (πχ. περαστικούς), όπως και όταν συλλαμβάνεται οπουδήποτε να έχει αντικείμενα ή ίχνη (πχ. κλοπιμαία, ίχνη αίματος), από τα οποία συμπεραίνεται ότι διέπραξε το έγκλημα σε πολύ πρόσφατο χρόνο. Υπάρχει δηλαδή άμεση αντίληψη ότι το συγκεκριμένο πρόσωπο τέλεσε αμέσως πριν κάποιο έγκλημα. Αν πέρασε όλη η επόμενη ημέρα από την τέλεση της πράξης θεωρείται ότι δεν συντρέχει η έννοια του αυτοφώρου (αρθ. 242 παρ. 2). Δηλαδή το έγκλημα ανεξαρτήτως αν καταλαμβάνεται «την ώρα που γίνεται» ή «πρόσφατα», όταν παρέλθει ολόκληρη η επόμενη από την τέλεση του ημέρα, δηλαδή με την επέλευση του μεσονυκτίου της ημέρας που ακολουθεί (12.00 μμ της επομένης) δεν εμπίπτει στο αυτόφωρο. ΠΡΟΣΟΧΗ: Η αξιόποινη πράξη μπορεί να χαρακτηρισθεί ως αυτόφωρη μεταξύ 24 ωρών και ενός λεπτού και 47 το πολύ ωρών και 59 λεπτών της ώρας, ανάλογα με το πότε διαπράχθηκε. Έτσι, εάν ένα αδίκημα διαπράχθηκε στις 12:01 τα ξημερώματα της 10ης Οκτωβρίου 2007 τότε το αυτόφωρο παρέρχεται στις 12:00 τα ξημερώματα της 12ης Οκτωβρίου 2007, δηλαδή έχει διάρκεια 47 ωρών και 59 λεπτών. Αντίστοιχα, εάν ένα αδίκημα διαπράχθηκε στις 23:59 της 9ης Οκτωβρίου 2007, τότε το αυτόφωρο παρέρχεται στις 12:00 τα ξημερώματα της 10ης Οκτωβρίου 2007, δηλαδή έχει διάρκεια 24 ωρών και ενός λεπτού. Τα εγκλήματα που τελούνται δια του τύπου θεωρούνται πάντοτε αυτόφωρα (242 παρ. 3 ΚΠΔ). Τελούνται με την έναρξη της κυκλοφορίας και για όσο διάστημα διαρκεί αυτή. Η ratio του αυτοφώρου είναι ο υψηλός βαθμός αποδεικτικής ευχέρειας που εγγίζει την βεβαιότητα και επιβάλλει την ανάγκη άμεσης κοινωνικής αντίδρασης. Υπάρχει αμεσότητα του δράστη με την πράξη (Αθ. Κονταξή, Κώδικας Ποινικής Δικονομίας, Δ’ έκδοση, Αθήνα 2006 σελ. 1524 επ.) . Συνέπειες της έννοιας του αυτοφώρου είναι : α) η χωρίς ένταλμα σύλληψη του δράστη (275 ΚΠΔ), β) η διενέργεια προανάκρισης χωρίς εισαγγελική παραγγελία (243 παρ 2 ΚΠΔ), γ) η διενέργεια κατ’ οίκον έρευνας μέσα στην νύχτα από δικαστικό λειτουργό (254 ΚΠΔ) και δ) η προσαγωγή του συλληφθέντος στον εισαγγελέα (279, 416 επ. ΚΠΔ). β. ΔΙΑΔΙΚΑΣΙΑ ΜΕΤΑ ΤΗΝ ΣΥΛΛΗΨΗ ΤΟΥ ΔΡΑΣΤΗ Όταν συλλαμβάνεται κάποιος για αυτόφωρο έγκλημα συντάσσεται πάντοτε έκθεση συλλήψεως (αρθ. 48 ΚΠΔ). Σε περίπτωση συλλήψεως κάποιου για αυτόφωρο αδίκημα, αυτός οδηγείται στο αστυνομικό τμήμα, όπου 57 υπηρετούν οι αστυνομικοί που τον συνέλαβαν. Συντάσσεται έκθεση συλλήψεως και έκθεση κατασχέσεως τυχόν πειστηρίων ή προϊόντων του εγκλήματος καθώς και εκθέσεις εξετάσεως μαρτύρων. Ακολούθως, λαμβάνεται από τα αστυνομικά όργανα η απολογία του κατηγορουμένου, ο οποίος δικαιούται να λάβει αντίγραφα της δικογραφίας, με δική του δαπάνη και να παρίσταται κατά την απολογία του με συνήγορο και ο οποίος μπορεί να αρνηθεί ακόμη να απολογηθεί (δικαίωμα σιωπής) ή να επιφυλαχθεί να απολογηθεί ενώπιον του Δικαστηρίου. Ακολούθως, εάν ο συλληφθείς συνελήφθη στην περιοχή της Αττικής οδηγείται στην Γενική Αστυνομική Διεύθυνση Αθηνών (ΓΑΔΑ) για λήψη αποτυπωμάτων και για διαπίστωση του εάν αυτός είναι προσεσημασμένος (δηλαδή εάν έχει ξανασυλληφθεί για αυτόφωρο αδίκημα) ή όχι και συντάσσεται σχετικό έγγραφο από την Διεύθυνση Εγκληματολογικών Ερευνών της Ελληνικής Αστυνομίας, καθώς και εάν εκκρεμούν εις βάρος του άλλες καταδικαστικές αποφάσεις (δηλ. εάν είναι φυγόποινος ή όχι) ή όχι και συντάσσεται σχετικό έγγραφο, όλα δε τα έγγραφα αυτά περιλαμβάνονται την δικογραφία που σχηματίζεται εις βάρος του. ‘Επειτα, οδηγείται στον Εισαγγελία Πρωτοδικών, τον αρμόδιο για την άσκηση ποινικής διώξεως, ο οποίος του απαγγέλλει την σχετική κατηγορία και, εάν η διωκόμενη πράξη έχει πλημμεληματικό χαρακτήρα, παραπέμπεται να δικαστεί ενώπιον του αντιστοίχου Αυτοφώρου Μονομελούς ή Τριμελούς Πλημμελειοδικείου. Εάν η διωκόμενη πράξη έχει κακουργηματικό χαρακτήρα, τότε παραπέμπεται σε Ανακριτή του Πρωτοδικείου. Εάν εκκρεμούν εις βάρος του άλλες καταδικαστικές προς εκτέλεση αποφάσεις, τότε ο κατηγορούμενος οδηγείται και στον αρμόδιο Εισαγγελέα Εκτελέσεως των ποινών. γ. ΔΙΚΑΙΩΜΑ ΚΑΤΗΓΟΡΟΥΜΕΝΟΥ ΓΙΑ ΑΝΑΒΟΛΗ ΤΗΣ ΔΙΚΗΣ Σε περίπτωση προσαχθεί ενώπιον πλημμεληματικής του πράξεως, Αυτοφώρου ο συλληφθείς Μονομελούς ή αφού Τριμελούς Πλημμελειοδικείου (αναλόγως της καθ’ ύλην αρμοδιότητος για την εκδίκαση της πράξεώς του), μπορεί, κατά το άρθρο 423 ΚΠΔ, να ζητήσει από το Δικαστήριο αναβολή για να προετοιμάσει την υπεράσπισή του (π.χ. για να βρει Δικηγόρο ή να λάβει αντίγραφα της δικογραφίας από την Γραμματεία του αρμοδίου αυτοφώρου Δικαστηρίου και για να προσκομίσει έγγραφα, αλλά και να προτείνει και να εξετάσει μάρτυρες για την απόδειξη των ισχυρισμών του κ.ά). Την αναβολή αυτή το Δικαστήριο είναι υποχρεωμένο να του δώσει 58 και η οποία πρέπει να είναι σε ρητή δικάσιμο, που δεν πρέπει να απέχει περισσότερο από τρεις ημέρες. Στην περίπτωση αυτή, το Δικαστήριο αποφασίζει για την διατήρηση ή την άρση της κράτησης του κατηγορουμένου (άρθρο 423 παρ. 3 ΚΠΔ), εάν αυτός δεν κρατείται ήδη για άλλη αιτία (π.χ. λόγω υπάρξεως εναντίον του εκτελεστών καταδικαστικών αποφάσεων ή, επί αλλοδαπού, λόγω διοικητικής απελάσεώς του). Το Δικαστήριο, για να καταλήξει στην κρίση του για την άρση ή την διατήρηση της κρατήσεως, εξετάζει την βαρύτητα της αποδιδομένης πράξεως και το εάν ο κατηγορούμενος έχει γνωστή διαμονή ή όχι καθώς και την οικογενειακή και επαγγελματική κατάσταση, σύμφωνα με όσα ορίζει το άρθρο 282 ΚΠΔ. Ο κατηγορούμενος δικαιούται, βεβαίως, να μην ζητήσει την παραπάνω αναβολή και να δικασθεί από το Αυτόφωρο Δικαστήριο την ίδια ημέρα, εφόσον κρίνει ότι είναι προετοιμασμένος για την δίκη. Στην περίπτωση, όμως, αυτή, εάν δεν έχει λάβει αντίγραφα της δικογραφίας κατά τον χρόνο που εκρατείτο στο αστυνομικό τμήμα, δεν μπορεί να λάβει αντίγραφα κατά τον χρόνο συνεδριάσεως του Δικαστηρίου. Συνηθίζεται, όμως, κατόπιν προφορικού αιτήματος του συνηγόρου του (προς τον Εισαγγελέα της έδρας, επί Μονομελούς ή τον εκ των δεξιών του Προέδρου του Δικαστηρίου καθήμενο δικαστή, επί Τριμελούς) να χορηγείται σε αυτόν η σχετική δικογραφία για επιτόπια μελέτη εντός της αίθουσας του συνεδριάζοντος δικαστηρίου. Ακολούθως, το Δικαστήριο μπορεί να αναβάλει την εκδίκαση της υποθέσεως για ισχυρότερες αποδείξεις (γνωστές ως «κρείσσονες αποδείξεις») ή για να κλητευθούν οι συναίτιοι, αν αυτοί παραπέμφθηκαν μαζί του στο ακροατήριο, αλλά δεν κλητεύθηκαν (διότι δεν συνελήφθησαν) ή για να κλητευθεί ο μηνυτής, εάν δεν έχει κλητευθεί, σε ρητή δικάσιμο που δεν πρέπει να απέχει πάνω από 15 ημέρες από την δικάσιμο αυτή. Μετά την αναβολή αυτή, είναι δυνατόν να αναβληθεί και πάλι η δική σε ρητή δικάσιμο ή αορίστως, εάν συντρέχει κατά νόμον προϋπόθεση αναβολής (πχ. κώλυμα κατηγορουμένου, κώλυμα συνηγόρου του, διορισμός πραγματογνώμονα κλπ). Οι υποθέσεις των κατηγορουμένων για αυτόφωρο αδίκημα, οι οποίοι οδηγούνται στο αυτόφωρο δικαστήριο, μετά την παραπομπή τους σε αυτό από τον Εισαγγελέα Ποινικής διώξεως, δικάζονται από το αρμόδιο αυτόφωρο δικαστήριο, μετά το πέρας των υποθέσεων του τακτικού πινακίου. 59 Κατά τα λοιπά, για την διαδικασία κατά την εκδίκαση στο ακροατήριο αυτοφώρου αδικήματος ισχύει ό,τι αναφέρουμε παραπάνω για την εκδίκαση των λοιπών ποινικών υποθέσεων. ΑΝΤΙΓΡΑΦΑ ΑΠΟΦΑΣΕΩΝ – ΑΡΧΕΙΟ: Κτίριο 4, υπόγειο, από 09:00 π.μ. μέχρι 12:30 μ.μ. Αρχείο ποινικών αποφάσεων από 2001 μέχρι σήμερα. Των ετών 1992, 1993 1998, 1999 και 2000 βρίσκονται στο Αρχείο Πρωτοδικείου (οδός Λουκάρεως, υπόγειο Εφετείου του Αθηνών), οι δε υπόλοιπες, συμπεριλαμβανομένων των αγορανομικών ετών 1992 και 1993 βρίσκονται στο Αρχείο του Πρωτοδικείου, στην οδό Γερανίου. Αν, όμως, θέλουμε απόσπασμα πρόσφατης αποφάσεως, απευθυνόμαστε στον Γραμματέα της έδρας. Ακολούθως, όταν η απόφαση έχει καθαρογραφεί, μπορούμε να λάβουμε πλήρες αντίγραφό της. Αξίζει να σημειωθεί ότι οι αθωωτικές αποφάσεις του Μονομελούς Πλημμελειοδικείου συνήθως δεν καθαρογράφονται. Γι΄αυτό, εάν υπάρχει ειδικός λόγος καθαρογραφής της αποφάσεως, το ζητούμε από τον Γραμματέα της έδρας. Στο κτίριο αυτό βρίσκονται και τα αντίστοιχα βιβλία (Μονομελούς και Τριμελούς Πλημμελειοδικείου), ανά τμήμα (π.χ. Α' Μονομελές, Β' Μονομελές κ.ο.κ), ονοματεπώνυμο στα του οποία με βάση αντίστοιχο Πλημμελειοδικείο, το κατηγορουμένου και την δικάσιμο, αναζητούμε τον αριθμό της αποφάσεως, που μας ενδιαφέρει ή το όνομα του γραμματέως έδρας της συγκεκριμένης δικασίμου. Τα αντίστοιχα πρόσφατα βιβλία βρίσκονται στο κτίριο 12, πρώτος όροφος, γραφεία 103-104 (ΕΚΚΑΘΑΡΙΣΗ). ΓΡΑΜΜΑΤΕΙΣ ΕΔΡΑΣ ΤΡΙΜΕΛΟΥΣ ΠΛΗΜΜΕΛΕΙΟΔΙΚΕΙΟΥ ΑΘΗΝΩΝ : Κτίριο 12, 2ος όροφος, γραφεία 201-207. Στον όροφο αυτό υπάρχει αναρτημένος πίνακας κατ’ αλφαβητική σειρά των ονομάτων των γραμματέων και δίπλα το γραφείο, στο οποίο υπηρετεί ο καθένας τους. ΓΡΑΜΜΑΤΕΙΣ ΕΔΡΑΣ ΜΟΝΟΜΕΛΟΥΣ ΠΛΗΜΜΕΛΕΙΟΔΙΚΕΙΟΥ ΑΘΗΝΩΝ : Κτίριο 8, 2ος όροφος, γραφεία 201 και 202. Στον όροφο αυτό υπάρχει αναρτημένος πίνακας κατ’ αλφαβητική σειρά των ονομάτων των γραμματέων και δίπλα το γραφείο, στο οποίο υπηρετεί ο καθένας τους. 60 Ε Φ Ε Σ Η ΚΑΤΑ ΒΟΥΛΕΥΜΑΤΩΝ ΚΑΙ ΑΠΟΦΑΣΕΩΝ: ΕΦΕΣΗ ΕΜΠΡΟΘΕΣΜΗ ΚΑΙ ΕΚΠΡΟΘΕΣΜΗ ΕΦΕΣΗ ΚΑΤΑ ΒΟΥΛΕΥΜΑΤΩΝ Το άρθρο 478 ΚΠΔ ορίζει τις περιπτώσεις, κατά τις οποίες επιτρέπεται η άσκηση εφέσεως κατά βουλεύματος από τον κατηγορούμενο, ενώ το άρθρο 479 ΚΠΔ ορίζει πότε επιτρέπεται η άσκηση εφέσεως κατά βουλεύματος από τον Εισαγγελέα. Το άρθρο 480 ΚΠΔ ορίζει πότε επιτρέπεται η άσκηση εφέσεως κατά βουλεύματος από τον πολιτικώς ενάγοντα. ΠΟΙΕΣ ΑΠΟΦΑΣΕΙΣ ΥΠΟΚΕΙΝΤΑΙ ΣΕ ΕΦΕΣΗ ΑΠΟ ΤΟΝ ΚΑΤΗΓΟΡΟΥΜΕΝΟ (ΑΡΘΡΟ 489 ΠΑΡ. 1 ΚΠΔ): Ο κατηγορούμενος δικαιούται να ασκήσει έφεση: α) κατά της απόφασης του πταισματοδικείου και του ειρηνοδικείου (άρθρο 116) αν με αυτήν ο κατηγορούμενος καταδικάστηκε σε κράτηση περισσότερο από οκτώ ημέρες ή σε πρόστιμο πάνω από τετρακόσια ευρώ ή σε αποζημίωση ή σε χρηματική ικανοποίηση προς τον πολιτικώς ενάγοντα πάνω από εκατό ευρώ συνολικά, β) κατά της απόφασης του μονομελούς πλημμελειοδικείου αν με αυτήν καταδικάστηκε ο κατηγορούμενος σε φυλάκιση πάνω από εξήντα ημέρες ή σε χρηματική ποινή πάνω από χίλια ευρώ ή αν επιδικάστηκε εναντίον του οποιαδήποτε αποζημίωση και ικανοποίηση πάνω από διακόσια πενήντα ευρώ συνολικά ή αν καταδικάστηκε σε οποιαδήποτε ποινή που συνεπάγεται τις στερήσεις και τις ανικανότητες που ορίζονται στην επόμενη περίπτωση (στοιχείο γ) ή ακόμα αν συνεπάγεται την έκτιση άλλης ποινής φυλάκισης που είχε ανασταλεί και είναι μεγαλύτερη από εξήντα ημέρες ή συνεπάγεται τα ίδια αποτελέσματα γ) κατά της απόφασης του τριμελούς πλημμελειοδικείου και της απόφασης του εφετείου για πλημμελήματα (άρθρα 111 αρ. 7 και 116) αν με αυτή καταδικάστηκε ο κατηγορούμενος σε ποινή φυλάκισης πάνω από τέσσερις μήνες ή σε χρηματική ποινή πάνω από χίλια πεντακόσια ευρώ ή σε οποιαδήποτε ποινή που συνεπάγεται στέρηση των πολιτικών δικαιωμάτων ή έκπτωση από δημόσια δημοτική ή κοινοτική υπηρεσία ή ανικανότητα διορισμού σε αυτήν ή σε ποινή που συνεπάγεται έκτιση άλλης ποινής τεσσάρων μηνών και πάνω που είχε ανασταλεί ή που συνεπάγεται τις παραπάνω στερήσεις και 61 ανικανότητες ή σε αποζημίωση και χρηματική ικανοποίηση προς τον πολιτικώς ενάγοντα πάνω από πεντακόσια ευρώ συνολικά "δ) κατά της απόφασης του μονομελούς και τριμελούς δικαστηρίου ανηλίκων, με την οποία καταδικάστηκε ο ανήλικος σε περιορισμό σε ειδικό κατάστημα κράτησης νέων, ε) κατά της απόφασης του μονομελούς ή τριμελούς δικαστηρίου ανηλίκων με την οποία ο ανήλικος που κατά την τέλεση της πράξης είχε συμπληρώσει το δέκατο τρίτο έτος, δικάστηκε όμως μετά τη συμπλήρωση του δέκατου όγδοου έτους της ηλικίας του, καταδικάστηκε κατά το άρθρο 130 του Ποινικού Κώδικα σε ποινή στερητική της ελευθερίας μεγαλύτερη από τις ποινές που προβλέπονται στα εδάφια β' και γ'". *** Οι περ. δ' και ε' αντικαταστάθηκαν ως άνω με την παρ.5 άρθρ.4 Ν.3189/2003,ΦΕΚ Α 243/21.10.2003. στ) κατά της απόφασης του μεικτού ορκωτού δικαστηρίου και του τριμελούς εφετείου με την οποία καταδικάστηκε ο κατηγορούμενος σε ποινή στερητική της ελευθερίας διάρκειας τουλάχιστον δύο ετών για κακούργημα ή τουλάχιστον ενός έτους για πλημμέλημα." *** Η παρ.1 αντικαταστάθηκε ως άνω με το άρθρο 44 Ν.3160/2003,ΦΕΚ Α 165/30.6.2003. 2. Στην περίπτωση του άρθρ. 38 του Ποινικού Κώδικα το δικαίωμα για την άσκηση έφεσης ρυθμίζεται από το μέγεθος της ποινής που προσδιορίστηκε σύμφωνα με την τρίτη παράγραφό του. 3. Αν η στερητική της ελευθερίας ποινή μετατραπεί σε χρηματική, το δικαίωμα για άσκηση έφεσης εξαρτάται: α) από την ποινή φυλάκισης ή κράτησης που έχει μετατραπεί σε χρηματική ή β) από την χρηματική ποινή που την έχει αντικαταστήσει, αν εξαιτίας του ποσού της μπορεί η απόφαση να προσβληθεί με έφεση κατά την παρ. 1 εδ. α, β' και γ' αυτού του άρθρου. ΠΟΥ ΑΣΚΕΙΤΑΙ: Στον Γραμματέα του Δικαστηρίου που εξέδωκε την απόφαση (ή το βούλευμα) ή στα λοιπά πρόσωπα που ορίζει το άρθρο 474 ΚΠΔ. Ο αρμόδιος υπάλληλος συντάσσει σχετική έκθεση, η οποία περιέχει τους λόγους εφέσεως και η οποία υπογράφεται από αυτόν και από τον ασκούντα το ένδικο αυτό μέσο (άρθρο 498 και 474 παρ. 2 ΚΠΔ). 62 ΠΡΟΘΕΣΜΙΑ Η προθεσμία για την άσκηση εφέσεως κατά αποφάσεως ποινικού Δικαστηρίου είναι δεκαήμερη (10 μέρες) και αρχίζει, εάν ο κατηγορούμενος ήταν παρών κατά την απαγγελία της αποφάσεως (ακόμη και εάν έχει παραστεί δια πληρεξουσίου συνηγόρου), από την δημοσίευση της αποφάσεως, ενώ, εάν ήταν ερήμην, από την επίδοση της αποφάσεως. Δυνατή η άσκηση εφέσεως και προ πάσης επιδόσεως, ήτοι εάν ο ερήμην καταδικασθείς έχει πληροφορηθεί την απόφαση πριν από την επίδοσή της σε αυτόν. Εάν ο κατηγορούμενος είναι κάτοικος αλλοδαπής ή είναι αγνώστου διαμονής είναι τριακονθήμερη και αρχίζει από την επίδοση της αποφάσεως. Επί βουλεύματος, η σχετική προθεσμία αρχίζει από την επίδοση του βουλεύματος στον κατηγορούμενο. Σύμφωνα με το άρθρο 473 παρ. 4 ΚΠΔ, η προθεσμία για την άσκηση των ενδίκων μέσων κατά αποφάσεων και βουλευμάτων αναστέλλονται κατά το χρονικό διάστημα από 1ης Αυγούστου έως 31ης Αυγούστου. ΠΩΣ ΑΣΚΕΙΤΑΙ Μπορεί να την ασκήσει είτε ο ίδιος αυτοπροσώπως ή πληρεξούσιος Δικηγόρος, ο οποίος πρέπει να έχει προς τούτο ειδική εντολή και πληρεξουσιότητα, δυνάμει είτε ειδικού συμβολαιογραφικού πληρεξουσίου είτε σχετικής εξουσιοδότησης του κατηγορουμένου, με θεωρημένο το γνήσιο της υπογραφής του από Αστυνομία, Δήμο, Κέντρο Εξυπηρέτησης Πολιτών (ΚΕΠ) ή Δικηγόρο. ΠΟΥ ΑΣΚΕΙΤΑΙ ΣΤΟ ΠΡΩΤΟΔΙΚΕΙΟ ΑΘΗΝΩΝ Εάν είναι παρών ο κατηγορούμενος και ασκηθεί έφεση ημέρα, αυτή κατατίθεται στο κτίριο την ίδια 12, στον 1ο όροφο, Γραφεία 103- 104 (Εκκαθάριση). Σε κάθε άλλη περίπτωση, ήτοι στην περίπτωση της ασκήσεως εφέσεως προ πάσης επιδόσεως ή ασκήσεως εφέσεως εμπρόθεσμης ή εκπρόθεσμης από ερημοδικασθέντα ή μη κατηγορούμενο ή πληρεξούσιο Δικηγόρο του, μετά την δικάσιμο, η έφεση κατατίθεται στο κτίριο 8 πρώτος (1 όροφος, γραφείο 102). Συμπληρώνεται ειδικό έντυπο (Έκθεση Εφέσεως), το οποίο είναι διαφορετικό εάν την έφεση ασκεί ο ίδιος ο κατηγορούμενος ή εάν αυτή ασκεί για λογαριασμό του ο πληρεξούσιος Δικηγόρος του. 63 ΕΚΠΡΟΘΕΣΜΗ ΕΦΕΣΗ. Δυνατή και η εκπρόθεσμη άσκηση της εφέσεως κατά αποφάσεως ή βουλεύματος, λόγω ανωτέρας βίας ή ανυπερβλήτου κωλύμματος, αλλά ο εκκαλών οφείλει να διαλάβει στην σχετική έκθεση εφέσεως όλα τα αναγκαία πραγματικά περιστατικά, αλλά και τα αποδεικτικά μέσα, από τα οποία αποδεικνύεται η ανωτέρα βία ή το ανυπέρβλητο κώλυμμά του. ‘Ετσι, εάν παρήλθε η δεκαήμερη προθεσμία, από την επίδοση της αποφάσεως ή του βουλεύματος, για την άσκηση της εφέσεως, η δε απόφαση ή το βούλευμα δεν έχουν επιδοθεί νομίμως (π.χ. επεδόθη σε άλλη διεύθυνση, από αυτήν στην οποία διέμενε ο κατηγορούμενος), μπορεί να ασκηθεί έφεση, αλλά στην έκθεση εφέσεως πρέπει να αναφέρεται λεπτομερώς η πλημμέλεια της επιδόσεως. Εάν η απόφαση έχει επιδοθεί στον κατηγορούμενο ως αγνώστου διαμονής (διότι ανεζητήθη και δεν ανευρέθη στην τελευταία γνωστή διαμονή του), πρέπει τόσο στην έφεση, όσο και στην σχετική εξου σιοδότηση , να δικαιολογείται το τυχόν εκπρόθεσμο της ασκήσεως της εφέσεως, να μνημονεύετ αι κατηγορουμένου κατά τον ποιά ήταν χρόνο η γνωστή επιδόσεως διαμονή του του κλητηρίου θεσπίσματος και να επισυνάπτονται, εάν είναι δυνατόν, τα έγγραφα που δικαιολογούν το εκπρόθεσμο της εφέσεως, στην δε σχετική δίκη πρέπει να την αποδείξει με κάθε νόμιμο αποδεικτικό μέσο (μάρτυρες, και με έγγραφα, πρωτίστως δημόσια, π.χ. μισθωτήριο συμβόλαιο, συμβόλαιο αγοράς οικίας, φορολογικές δηλώσεις του, λογαριασμοί ΔΕΗ, ΕΥΔΑΠ, ΟΤΕ κλπ). Σε περίπτωση καταδίκης του κατηγορουμένου, ο οποίος δικάσθηκε ως αγνώστου διαμονής και έχει παρέλθει η προθεσμία ασκήσεως της εφέσεως καθώς και σε περίπτωση κατά την οποία η εκκαλούμενη απόφαση δεν έχει για οποιοδήποτε λόγο αναστέλλουσα δύναμη, η έφεση ασκείται με πληρεξούσιο ή εξουσιοδότηση, κατά τ' ανωτέρω, διότι στην αντίθετη περίπτωση που η έφεση κατατεθεί από τον καταδικασθέντα υπάρχει κίνδυνος να συλληφθεί. ΠΡΟΣΟΧΗ - Πάντοτε προσέχουμε να υπογράφει την σχετική έκθεση εφέσεως ο εκκαλών, αλλά και ο Γραμματέας, - Στην έφεση πρέπει υποχρεωτικώς να διορισθεί αντίκλητος Δικηγόρος, ο οποίος να είναι διορισμένος στην έδρα του 64 δικαστηρίου που εξέδωκε την απόφαση ή αυτού που δικάζει σε δεύτερο βαθμό (άρθρο 498 παρ. 1 ΚΠΔ). ΕΥΡΕΣΗ ΕΡΗΜΗΝ ΠΟΙΝΙΚΩΝ ΔΙΚΟΓΡΑΦΙΩΝ ΤΟΥ ΤΡΙΜΕΛΟΥΣ ΠΛΗΜΜΕΛΕΙΟΔΙΚΕΙΟΥ ΑΘΗΝΩΝ: Με τον αριθμό της αποφάσεως, παίρνουμε από το γραφείο 202, στον δεύτερο (2ο) όροφο του κτιρίου δώδεκα (12) τον αριθμό και την ημερομηνία υποβολής της ερήμην δικογραφίας στον Εισαγγελέα. Ακολούθως, στο κτίριο δέκα έξι (16), στον Πρώτο 'Όροφο, στο γραφείο 102, βρίσκουμε τον αριθμό και την ημερομηνία αποστολής της δικογραφίας στο αρχείο φυγοποίνων (υπόγειο του κτιρίου 8), όπου, στη συνέχεια, βρίσκουμε τη δικογραφία. Σημειώνεται ότι για αποφάσεις του 2001 και μετά, οι άνω πληροφορίες μπορούν να μας δοθούν μέσω του ηλεκτρονικού υπολογιστή στα αντίστοιχα γραφεία (κτίριο δέκα έξι (16), στον Πρώτο 'Όροφο, στο γραφείο 103 ή 102 αντίστοιχα). Για λήψη αντιγράφων ερήμην δικογραφιών από το αρχείο φυγοποίνων (υπόγειο όπισθεν του κτιρίου 8), απαιτείται αίτηση, η οποία υποβάλλεται στον Πρόεδρο του Ποινικού (κτίριο 9, πρώτος όροφος, γραφείο 127) και εξουσιοδότηση με θεωρημένο το γνήσιο της υπογραφής σύμφωνα με τον ΚΠΔ (από δημόσια, δημοτική ή κοινοτική αρχή ή Δικηγόρο). Στο γραφείο αυτό του υπογείου όπισθεν του κτιρίου 8 βρίσκονται ερήμην δικογραφίες με ημερομηνία αποστολής το έτος 2000. ΕΥΡΕΣΗ ΕΡΗΜΗΝ ΠΟΙΝΙΚΩΝ ΔΙΚΟΓΡΑΦΙΩΝ ΤΟΥ ΜΟΝΟΜΕΛΟΥΣ ΠΛΗΜΜΕΛΕΙΟΔΙΚΕΙΟΥ ΑΘΗΝΩΝ: Με τον αριθμό της αποφάσεως, παίρνουμε από το γραφείο 103, στον πρώτο (1ο) όροφο του κτιρίου οκτώ (8) τον αριθμό και την ημερομηνία υποβολής της ερήμην δικογραφίας στον Εισαγγελέα. Ακολούθως, στο κτίριο δέκα έξι (16), στον Πρώτο 'Οροφο στο γραφείο 103, βρίσκουμε τον αριθμό και την ημερομηνία αποστολής ημερομηνία προς εκκαθάριση) της δικογραφίας (ερήμην και στο αρχείο φυγοποίνων 65 (υπόγειο του κτιρίου 8), όπου, στη συνέχεια, βρίσκουμε τη δικογραφία. Σημειώνεται ότι για αποφάσεις του 2001 και μετά, οι άνω πληροφορίες μπορούν να μας δοθούν μέσω του ηλεκτρονικού υπολογιστή στα αντίστοιχα γραφεία (κτίριο δέκα έξι (16), στον Πρώτο 'Όροφο, στο γραφείο 103 ή 102 αντίστοιχα). Για λήψη αντιγράφων ερήμην δικογραφιών από το αρχείο φυγοποίνων (υπόγειο του κτιρίου 8) απαιτείται αίτηση, η οποία υποβάλλεται στον Πρόεδρο του Ποινικού (κτίριο 9, πρώτος όροφος) και εξουσιοδότηση με θεωρημένο το γνήσιο της υπογραφής σύμφωνα με τον ΚΠΔ (από δημόσια, δημοτική ή κοινοτική αρχή ή Δικηγόρο). Στο γραφείο αυτό του υπογείου όπισθεν του κτιρίου 8 βρίσκονται ερήμην δικογραφίες με ημερομηνία αποστολής το έτος 2000. Στο αρχείο του κτιρίου του Εφετείου Αθηνών (1ο υπόγειο οδού Κυρίλλου Λουκάρεως αριθμ.14) βρίσκονται οι ερήμην δικογραφίες Μονομελούς και Τριμελούς Πλημμελειοδικείου Αθηνών των ετών 1993, 1994, 1995, 1997 και Επίσης 1998. οι δικογραφίες ερήμην αποφάσεων Τριμελούς Πλημμελειοδικείου Αθηνών (που έχουν εκδοθεί κατ’ έφεση αποφάσεων Μονομελούς) των ετών 1993, 1994, 1995, 2000 έως και 2005. Στο αρχείο του Πρωτοδικείου στην οδό Γερανίου αριθμ…. ευρίσκονται οι ερήμην δικογραφίες Μονομελούς και Τριμελούς Πλημμελειοδικείου Αθηνών των ετών 1996 και των προ του 1993 ετών καθώς επίσης οι δικογραφίες ερήμην αποφάσεων Τριμελούς Πλημμελειοδικείου Αθηνών (που έχουν εκδοθεί κατ’ έφεση αποφάσεων Μονομελούς) των ετών 1996, 1997, 1998 και 1999. ΠΑΡΑΚΟΛΟΥΘΗΣΗ ΠΟΡΕΙΑΣ ΑΣΚΗΘΕΙΣΗΣ ΕΦΕΣΕΩΣ ΚΑΤΑ ΠΟΙΝΙΚΗΣ ΑΠΟΦΑΣΕΩΣ. 1. Από τα αριθμητικά βιβλία αποφάσεων, που βρίσκονται στο κτίριο 8, 1ος όροφος, γραφείο 101, βρίσκουμε τον αριθμό εφέσεως. Τα βιβλία είναι κοινά για το Μονομελές Πλημμελειοδικείο, το Μονομελές Πλημμελειοδικείο (Αγορανομικό), το Τριμελές Πλημμελειοδικείο και τα Βουλεύματα. Στο γραφείο αυτό βρίσκονται βιβλία από το έτος 1999. 2. ΕΝΔΕΙΞΕΙΣ. Η ένδειξη "Μ" αφορά έφεση κατ' αποφάσεως Μονομελούς 66 Πλημμελειοδικείου. Η ένδειξη "Αγορ." αφορά έφεση κατ' αποφάσεως Μονομελούς Πλημμελειοδικείου (Αγορανομικού). Η ένδειξη "Τριμ." αφορά έφεση κατ' αποφάσεως του Τριμελούς Πλημμελειοδικείου. Η ένδειξη "Βουλ." αφορά έφεση κατά Βουλεύματος. 3. Αφού βρούμε τον αριθμό εφέσεως, ερευνούμε στα αντίστοιχα μικρά βιβλία εφέσεων, όπου βρίσκουμε το όνομα του εκκαλούντος και από τη δεύτερη στήλη βρίσκουμε τον αριθμό και την ημερομηνία υποβολής της εφέσεως. (π.χ Αριθμός εφέσεως 6550 αφορά τον Ιωάννη Παπαδόπουλο, αριθμός υποβολής εφέσεως 10520/10-9-1996). 4. Αφού σημειώσουμε τον αριθμό και την ημερομηνία υποβολής της εφέσεως, αναζητούμε από την Εισαγγελία (Κτίριο 16, Πρώτος 'Όροφος) την πορεία της εφέσεως, στον γραφείο 103 για τις αποφάσεις του Μονομελούς Πλημμελειοδικείου, στο γραφείο 102 για τις αποφάσεις του Τριμελούς Πλημμελειοδικείου και στο γραφείο 209 για τα Βουλεύματα. ΔΙΑΔΙΚΑΣΙΑ ΣΤΟ ΔΕΥΤΕΡΟΒΑΘΜΙΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ Κατά την εκδίκαση της υποθέσεως στο δευτεροβάθμιο Δικαστήριο, κατόπιν ασκήσεως εφέσεως του κατηγορουμένου ισχύουν όσα έχουμε αναφέρει στο κεφάλαιο για την εκδίκαση της υποθέσεως στον πρώτο βαθμό, τόσο για τον κατηγορούμενο όσο και για τον πολιτικώς ενάγοντα. Εάν ο κατηγορούμενος είναι απών και δεν εκπροσωπείται από συνήγορο, η έφεσή του απορρίπτεται ως ανυποστήρικτη. Εάν, όμως, ο εκκαλών κατηγορούμενος ή ο συνήγορός του εμφανίσθηκαν κατά την έναρξη της διαδικασίας και μετά απεχώρησε, λογίζεται ως παρών και το Δικαστήριο δεν μπορεί να απορρίψει την έφεσή του ως ανυποστήρικτη, αλλά οφείλει να την ερευνήσει κατ΄ουσίαν. Το ίδιο ισχύει και όταν η υπόθεση είχε αναβληθεί, κατόπιν αιτήματος του εκκαλούντος ή του συνηγόρου του και ο εκκαλών ή ο συνήγορός του δεν εμφανίσθηκαν στην μετ’ αναβολήν δικάσιμο (βλ. ΟλΑΠ 3/2006, ΕλλΔνη, 47 (2006), σελ. 1561). ΠΡΟΣΟΧΗ : Εάν ο κατηγορούμενος δεν πληροί τις προϋποθέσεις του άρθρου 99 ΠΚ, για αναστολή εκτελέσεως της ποινής, σε περίπτωση καταδίκης του, τότε εάν είναι παρών στην δίκη στο δευτεροβάθμιο Δικαστήριο και καταδικασθεί, θα πρέπει να εξαγοράσει άμεσα την επιβληθεισομένη ποινή φυλακίσεως και την την τυχόν χρηματική ποινή, αλλά και τα έξοδα της δίκης, 67 ειδάλλως θα κρατηθεί μέχρις ότου την εξαγοράσει. Γι’ αυτό σκόπιμο είναι, σε μια τέτοια περίπτωση και εφόσον δεν διαθέτει το απαιτούμενο χρηματικό ποσόν, να παρίσταται ενώπιον του δευτεροβαθμίου Δικαστηρίου δια συνηγόρου, εφοδιασμένου με ειδική πληρεξουσιότητα. ΑΙΤΗΣΗ ΑΝΑΣΤΟΛΗΣ ΕΚΤΕΛΕΣΕΩΣ (ΑΡΘΡΟ 497 ΠΑΡ. 7 ΚΠΔ) Εάν δεν ασκηθεί νομότυπα και εμπρόθεσμα έφεση ή εάν η ασκηθείσα έφεση δεν έχει αναστέλλουσα δύναμη, δεν αναστέλλεται η εκτέλεση της αποφάσεως. Αυτό σημαίνει ότι ο καταδικασθείς, εάν δεν ήταν παρών κατά την εκδίκαση της υποθέσεως, ανά πάσα στιγμή μπορεί να συλληφθεί και να υποβληθεί στην εκτέλεση της αποφάσεως. Και τούτο μπορεί να συμβεί όχι μόνον όταν τον αναζητήσουν τα αστυνομικά όργανα του αστυνομικού τμήματος της περιοχής του, στο οποίο θα αποσταλεί για εκτέλεση η απόφαση, αλλά και επ' ευκαιρία ενός τυπικού αστυνομικού ελέγχου (για εξακρίβωση στοιχείων ή για άδεια οδηγήσεως ή ακόμη και εάν επισκεφθεί ένα αστυνομικό τμήμα για οποιαδήποτε υπόθεση του, π.χ. θεώρηση του γνησίου υπογραφής του). Για να ανασταλεί η εκτέλεση της αποφάσεως πρέπει εφόσον έχει υποβληθεί έφεση (εμπρόθεσμη ή εκπρόθεσμη), να υποβληθεί αίτηση αναστολής εκτελέσεως κατά το άρθρο 497 ΚΠΔ. ΠΟΥ ΚΑΤΑΤΙΘΕΤΑΙ ΚΑΙ ΑΠΟ ΠΟΙΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΕΚΔΙΚΑΖΕΤΑΙ: Η αίτηση κατατίθεται στο αρμόδιο Γραφείο της Εισαγγελίας (Τμήμα Εκτελέσεως Ποινών), ενώπιον του Εισαγγελέως Πρωτοδικών (Εκτελέσεως των ποινών) και απευθύνεται στο Δικαστήριο, στο οποίο εκκρεμεί η έφεση. Αν πρόκειται για το Μικτό Οκωτό Εφετείο, απευθύνεται στο Πενταμελές Εφετείο. Η αίτηση μπορεί να κατατεθεί είτε από τον ίδιο τον κατηγορούμενο, προσερχόμενο αυθορμήτως, εάν είναι ελεύθερος, οπότε θα συλληφθεί και θα υποβληθεί στην εκτέλεση της ποινής μέχρις ότου εκδοθεί απόφαση, η οποία να δέχεται την αίτησή του και να διατάσσει την αναστολή εκτελέσεως της αποφάσεως. Γι΄αυτό είναι προτιμότερο, η αίτηση να κατατίθεται από πληρεξούσιο Δικηγόρο, ο οποίος, όμως, είναι απαραίτητο να είναι εφοδιασμένος με ειδικό πληρεξούσιο έγγραφο, στο οποίο να είναι θεωρημένο το γνήσιο της υπογραφής του αιτούντος από Δημόσια Αρχή ή Δικηγόρο κατά τον ΚΠΔ. Προσκομιζόμενα έγγραφα : Επικυρωμένο αντίγραφο της εκκαλουμένης αποφάσεως με βεβαίωση του αρμοδίου Τμήματος Ενδίκων Μέσων περί 68 ασκήσεως εφέσεως κατ’ αυτής. Αφού έχουμε συννενοηθεί με τον Γραμματέα του Τμήματος εκτελέσεως των ποινών της Εισαγγελίας και έχουμε εντοπίσει την δικογραφία, η δικογραφία μεταφέρεται υπηρεσιακώς στο τμήμα εκτελέσεως των ποινών της Εισαγγελίας. Η κατατεθείσα αίτηση εισάγεται από τον Εισαγγελέα Εκτελέσεως των ποινών, ο οποίος ορίζει και την σχετική δικάσιμο και το αρμόδιο δικαστήριοο. ΠΡΟΫΠΟΘΕΣΕΙΣ ΧΟΡΗΓΗΣΕΩΣ ΑΝΑΣΤΟΛΗΣ: ΟΡΙΖΟΝΤΑΙ ΣΤΟ ΑΡΘΡΟ 497 ΠΑΡ. 7 ΚΠΔ Ο κατηγορούμενος να μην είναι ιδιαίτερα επικίνδυνος ή υπότροπος ή ύποπτος φυγής, να μην υπάρχει βάσιμος φόβος ότι θα τελέσει νέες αξιόποινες πράξεις και να προβλέπεται ότι η έκτιση της ποινής μέχρι της εκδόσεως αποφάσεως επί της εφέσεως θα έχει ως υπέρμετρη συνέπεια και ανεπανόρθωτη βλάβη για τον ίδιο ή την οικογένειά του. Κατά την εκδίκαση της υποθέσεως, είναι δυνατή η παράσταση στο Δικαστήριο του συνηγόρου του κατηγορουμένου με ειδικό πληρεξούσιο έγγραφο, το οποίο να είναι θεωρημένο το γνήσιο της υπογραφής του αιτούντος από Δημόσια Αρχή ή Δικηγόρο κατά τον ΚΠΔ. Απαιτείται η προσκόμιση σχετικών εγγράφων και η εξέταση μάρτυρος, ο οποίος θα βεβαιώσει την ανεπανόρθωτη βλάβη, που θα υποστεί ο ίδιος ο κατηγορούμενος ή η οικογένειά του από την εκτέλεση της αποφάσεως. ΕΠΑΝΑΛΗΨΗ ΔΙΑΔΙΚΑΣΙΑΣ KAT’ ΑΡΘΡΑ 525 επ. ΚΠΔ ΑΙΤΗΣΗ – ΠΡΟΫΠΟΘΕΣΕΙΣ : Με την αίτηση αυτή, η οποία προβλέπεται από τα άρθρα 525 επ. ΚΠΔ, επιδιώκεται η επανάληψη της ποινικής διαδικασίας καταδικασμένου για πλημμέλημα ή κακούργημα στις περιοριστικώς αναφερόμενες περιπτώσεις των άρθρων 525 και 526 ΚΠΔ. ΝΟΜΙΜΟΠΟΙΟΥΜΕΝΑ ΠΡΟΣΩΠΑ : Από το άρθρο 525 παρ.1 ΚΠΔ προκύπτει ότι η επανάληψη διαδικασίας δεν αποτελεί ένδικο μέσο αλλά «έκτακτη διαδικασία», η δε υποβολή της σχετικής αιτήσεως δεν υπόκειται σε προθεσμία και δύναται να γίνει από τον καταδικασμένο δια πληρεξουσίου Δικηγόρου, που έχει ειδική εντολή, κατ’ ανάλογη εφαρμογή του άρθρου 465 ΚΠΔ. Με την αίτηση επαναλήψεως διαδικασίας δεν δημιουργείται στάδιο ελέγχου της δικαστικής κρίσεως, όπως αυτή διαμορφώθηκε στην οικεία δικαστική απόφαση, ύστερα από βάσανο του 69 συγκεντρωθέντος αποδεικτικού υλικού, αλλ’ επιδιώκεται η διεξαγωγή μιας νέας δίκης, επί τη βάσει νέων στοιχείων, τα οποία δεν είχαν υπόψιν τους οι εκδόσαντες την απόφαση δικαστές και από τα οποία αποδεικνύεται η αναλήθεια της πραγματικής βάσεως επί της οποίας στηρίχθηκε η δικαστική κρίση. Οι όροι «γεγονότα» και «αποδείξεις» του άρθρου 525 παρ. 1 ΚΠΔ είναι ταυτόσημοι. Ως νέες αποδείξεις, οι οποίες πάντως δεν πρέπει να υπεβλήθησαν αμέσως ή εμμέσως και σαφώς να απερρίφθησαν από το δικαστήριο, έστω και κατ’ εσφαλμένη εκτίμηση, θεωρούνται οποιεσδήποτε, όπως καταθέσεις νέων μαρτύρων, συμπληρωματικές ή τροποποιητικές παλαιοτέρων, νέα έγγραφα ή άλλα στοιχεία, που διευκρινίζουν αυτές, εκτιμώμενες, είτε μόνες τους είτε σε συνδυασμό με αυτές που είχαν προσκομιστεί στο δικαστήριο, το οποίο εξέδωσε την καταδικαστική απόφαση, καθιστούν φανερό και όχι απλώς πιθανό, ότι ο καταδικασθείς είναι αθώος ή καταδικάσθηκε άδικα για έγκλημα, βαρύτερο από εκείνο που ετέλεσε. ΠΟΥ ΥΠΟΒΑΛΛΕΤΑΙ : Η εν λόγω αίτηση υποβάλλεται στον Εισαγγελέα Εφετών, αν η αμετάκλητη καταδίκη ή αθώωση απαγγέλθηκε από το πλημμελειοδικείο, στον Εισαγγελέα του Αρείου σε κάθε άλλη περίπτωση και επ’ αυτής αποφασίζει το Συμβούλιο Εφετών ή του Αρείου Πάγου σύμφωνα με το άρθρο 527 παρ. 3 ΚΠΔ. ΣΤΟΙΧΕΙΑ ΑΙΤΗΣΕΩΣ - ΠΡΟΣΚΟΜΙΖΟΜΕΝΑ ΕΓΓΡΑΦΑ: Η αίτηση πρέπει, επί ποινή απαραδέκτου, σύμφωνα με το άρθρο 527 παρ. 3 ΚΠΔ, να περιέχει όλους τους λόγους για τους οποίους ζητείται η επανάληψη της διαδικασίας καθώς και να προσκομίζονται με την κατάθεσή της όλα τα αποδεικτικά στοιχεία, που τους βεβαιώνουν. μαρτύρων με Δυνατή ένορκες Συμβολαιογράφου. αποδεικνύονται βεβαιώσεις, Εκτός οι είναι των ισχυρισμοί και η ενώπιον εγγράφων του κατάθεση νέων Ειρηνοδίκη από αιτούντος τα ή οποία πρέπει να προσκομίζονται : Α) Κεκυρωμένο αντίγραφο της πρωτοδίκου και της κατ’ έφεση (εάν υπάρχει) αποφάσεως, Β) Εάν άπρακτη δεν η υπάρχει κατ’ προθεσμία έφεση ασκήσεως απόφαση, εφέσεως, επειδή παρήλθε προσκομίζεται κεκυρωμένο αντίγραφο της πρωτόδικης αποφάσεως με την επ’ 70 αυτής βεβαίωση της Γραμματείας του Πρωτοδικείου ότι κατά της αποφάσεως δεν έχουν ασκηθεί ένδικα μέσα. Κατά την εκδίκαση της υποθέσεως από το αρμόδιο Δικαστικό Συμβούλιο, είναι δυνατή η παράσταση του κατηγορουμένου δια συνηγόρου, εφοδιασμένου με ειδική πληρεξουσιότητα, κατά τα ανωτέρω αναφερόμενα, ο οποίος μπορεί να καταθέσει και υπόμνημα. ΠΟΙΝΕΣ ΣΤΕΡΗΤΙΚΕΣ ΤΗΣ ΕΛΕΥΘΕΡΙΑΣ ΚΑΙ ΔΙΑΚΡΙΣΕΙΣ ΤΟΥΣ – ΛΟΓΟΙ ΜΕΙΩΣΕΩΣ ΤΟΥΣ - ΕΛΑΦΡΥΝΤΙΚΕΣ ΠΕΡΙΣΤΑΣΕΙΣ – ΜΕΤΑΤΡΟΠΗ – ΑΝΑΣΤΟΛΗ. Σύμφωνα με το άρθρο 51 του ΠΚ, ποινές στερητικές της ελευθερίας είναι η κάθειρξη, η φυλάκιση, ο περιορισμός σε ειδικό κατάστημα κράτησης νέων, ο περιορισμός σε ψυχιατρικό κατάστημα και η κράτηση. Για τις πρόσκαιρες ποινές στερητικές της ελευθερίας η ημέρα υπολογίζεται σε 24 ώρες, η εβδομάδα σε επτά ημέρες, ο μήνας και το έτος σύμφωνα με το ισχύον ημερολόγιο. Ο χρόνος της ποινής επιμετράται πάντοτε σε πλήρεις ημέρες, εβδομάδες, μήνες και έτη. ΚΑΘΕΙΡΞΗ. Κατ’ άρθρο 52 ΠΚ, η ποινή της κάθειρξης είναι ισόβια ή πρόσκαιρη και εκτελείται σε καταστήματα ή τμήματα καταστημάτων που προορίζονται αποκλειστικά γι’ αυτήν. Όταν ο νόμος δεν ορίζει ρητά ότι η επιβαλλόμενη κάθειρξη είναι ισόβια, αυτή είναι πρόσκαιρη. Η διάρκεια της πρόσκαιρης κάθειρξης δεν υπερβαίνει τα είκοσι έτη ούτε είναι μικρότερη από πέντε έτη, με την επιφύλαξη των ορισμών του άρθρου 91 για την αόριστη κάθειρξη. ΦΥΛΑΚΙΣΗ. Κατ’ άρθρο 53 ΠΚ, η διάρκεια της φυλάκισης δεν υπερβαίνει τα πέντε έτη, ούτε είναι μικρότερη από δέκα ημέρες. ΚΡΑΤΗΣΗ. Σύμφωνα με το άρθρο 55 ΠΚ, η διάρκεια της κράτησης δεν μπορεί να υπερβαίνει τον ένα μήνα ούτε να είναι συντομότερη από μία ημέρα, αν ο νόμος δεν ορίζει διαφορετικά σε άλλες διατάξεις. Εκτελείται σε ιδιαίτερα τμήματα των φυλακών ή, εάν τέτοια δεν υπάρχουν, στα αστυνομικά κρατητήρια. ΧΡΗΜΑΤΙΚΕΣ ΠΟΙΝΕΣ. Σύμφωνα με το άρθρο 57 ΠΚ, αν δεν ορίζεται διαφορετικά σε ειδικές διατάξεις, η χρηματική ποινή δεν μπορεί να είναι κατώτερη από 150 Ευρώ (πενήντα χιλιάδες δραχμές) ούτε ανώτερη από 15.000 Ευρώ (πέντε εκατομμύρια δραχμές) και το πρόστιμο δεν μπορεί να 71 είναι κατώτερο από 29 ΕΥΡΩ (10.000 δραχμές) ούτε ανώτερο από 590 Ευρώ (200.000 δραχμές). ΜΕΤΑΤΡΟΠΗ ΤΗΣ ΠΕΡΙΟΡΙΣΤΙΚΗΣ ΤΗΣ ΕΛΕΥΘΕΡΙΑΣ ΠΟΙΝΗΣ ΣΕ ΧΡΗΜΑΤΙΚΗ (ΑΡΘΡΟ 82 ΠΚ). Κατά την παρ. 1 του άνω άρθρου, η περιοριστική της ελευθερίας ποινής που δεν υπερβαίνει το ένα έτος μετατρέπεται σε χρηματική ποινή ή πρόστιμο, δηλ. το Δικαστήριο που την επιβάλει υποχρεούται να την μετατρέψει; Σύμφωνα με την παρ. 2 του ίδιου άρθρου, η περιοριστική της ελευθερίας ποινή που είναι μεγαλύτερη από ένα έτος και δεν υπερβαίνει τα δύο έτη μετατρέπεται σε χρηματική, εκτός εάν ο δράστης είναι υπότροπος και το δικαστήριο με ειδικά αιτιολογημένη απόφασή του κρίνει ότι απαιτείται η μη μετατροπή της για να αποτραπεί ο δράστης από την τέλεση άλλων αξιόποινων πράξεων. Η περιοριστική της ελευθερίας ποινή που είναι μεγαλύτερη από δύο έτη και δεν υπερβαίνει τα τρία έτη, μπορεί, με απόφαση του δικαστηρίου, ειδικά αιτιολογημένη να μετατραπεί σε χρηματική, αν το δικαστήριο κρίνει ότι η μετατροπή αρκεί για να αποτρέψει τον δράστη από την τέλεση άλλων αξιόποινων πράξεων. Σύμφωνα με το άρθρο 13 & 2ν. 2721/1999, κατηγορούμενοι που έχουν εις βάρος τους καταδικαστικές αποφάσεις με ποινές φυλάκισης από δύο έως τρία έτη, μπορούν με αίτησή τους απευθυνόμενη προς το δικαστήριο που τις επέβαλε, να ζητήσουν την μετατροπή τους σε χρηματική ποινή κατά τις προϋποθέσεις της παρ. 2 του άρθρου 82 ΠΚ. Κατά την παρ. 3 του άνω άρθρου, το ποσό της μετατροπής καθορίζεται με ειδικά αιτιολογημένη απόφαση του δικαστηρίου, αφού ληφθεί υπόψη η οικονομική κατάσταση του καταδικασμένου. ΠΟΣΑ ΜΕΤΑΤΡΟΠΗΣ Κάθε ημέρα φυλάκισης σύμφωνα με την υπ’ αριθμ. 58554/19/28-6-2006 ΚΥΑ Οικονομικών και Δικαιοσύνης, ΦΕΚ Β776, υπολογίζεται από 28-7-2006 σε ποσό από 5 ΕΥΡΩ έως 59 ΕΥΡΩ, ενώ προηγουμέως υπολογιζόταν σε 4,40 ΕΥΡΩ (1.500 δραχμών) έως 59 Ευρώ (20.000 δραχμών) και κάθε ημέρα κράτησης σε ποσό από 2,10 Ευρώ (700 δραχμών) έως 15 Ευρώ (5.000 δραχμών). Τα προβλεπόμενα ποσά μπορούν να αυξομειώνονται με κοινή απόφαση των Υπουργών Δικαιοσύνης και Οικονομικών. Εάν ο καταδικασθείς αδυνατεί λόγω της οικονομικής του κατάστασης να καταβάλει το κατώτατο όριο της μετατροπής και το έγκλημα δεν οφείλεται σε φιλοκέρδεια (άρθρο 81 ΠΚ), το δικαστήριο μπορεί, με ειδικά αιτιολογημένη 72 απόφασή του να μειώσει το ποσό της μετατροπής μέχρι του ενός τρίτου του κατώτατου ορίου. ΚΑΤΑΒΟΛΗ ΤΟΥ ΠΟΣΟΥ ΤΗΣ ΜΕΤΑΤΡΟΠΗΣ ΣΕ ΔΟΣΕΙΣ Κατά την παρ. 5 του άνω άρθρου, σε περίπτωση μετατροπής της στερητικής της ελευθερίας ποινής σε χρηματική ποινή ή πρόστιμο, η αρχική ποινή εκτελείται, μέχρι να καταβληθεί στο δημόσιο ταμείο ολόκληρο το ποσό της μετατροπής. Με διάταξη όμως του εισαγγελέα πλημμελειοδικών, που εκδίδεται μετά από αίτηση του καταδικασθέντος, μπορεί να επιτραπεί σε αυτόν η καταβολή του ποσού της μετατροπής εφ’ άπαξ ή σε δόσεις μέσα σε δύο έτη από την καταδίκη, εφ’ όσον ο καταδικασθείς : α) βρίσκεται σε πρόδηλη και απόλυτη οικονομική αδυναμία, β) από την εκπαίδευσή του, τις επαγγελματικές του δυνατότητες και τα στοιχεία της προσωπικότητάς του γενικά πιθανολογείται ότι θα ανταποκριθεί στην υποχρέωση καταβολής και γ) έχει προηγουμένως ζητήσει την μετατροπή της ποινής σε παροχή κοινωφελούς εργασίας, αλλά το δικαστήριο έκρινε ότι η παροχή τέτοιας εργασίας από τον συγκεκριμένο δεν είναι εφικτή για λόγους ανεξαρτήτους από την θέλησή του. Με την ίδια διάταξη αναστέλλεται η έκτιση της ποινής και μπορεί να επιβάλλονται περιοριστικοί όροι, εφόσον αυτοί είναι απολύτως αναγκαίοι και ανάλογοι προς το ύψος της ποινής, την επαγγελματική δραστηριότητα και την προσωπικότητα του καταδικασθέντος. Εάν ο καταδικασθείς δεν τηρεί τις ταχθείσες προθεσμίες για την καταβολή του ποσού της μετατροπής ή των δόσεων ή δεν συμμορφώνεται με τους επιβληθέντες περιοριστικούς όρους, η χορηγηθείσα αναστολή ανακαλείται με όμοια διάταξη και διατάσσεται η εκτέλεση της ποινής. Αν ο καταδικασθείς δεν μπορεί, λόγω παράτασης της οικονομικής του αδυναμίας που δεν οφείλεται σε υπαιτιότητά του, να τηρήσει την ταχθείσα προθεσμία για την καταβολή του ποσού της μετατροπής ή δόσεώς του, μπορεί με αίτησή του, που υποβάλλεται ενώπιον του εισαγγελέα πλημμελειοδικών πριν την λήξη της προθεσμίας να ζητήσει μόνο μια φορά την παράτασή της το πολύ για έξι μήνες. Οι διατάξεις του εισαγγελέα πλημμελειοδικών, που εκδίδονται κατά τα ανωτέρω, ανακοινώνονται στον εισαγγελέα έκτισης της ποινής. Κατά των διατάξεων αυτών χωρεί προσφυγή ενώπιον του εισαγγελέα εφετών. Η σχετική αίτηση υποβάλλεται στην Εισαγγελία Πρωτοδικών Αθηνών : υπόγειο κτιρίου 16, θυρίδα 7. Είναι δυνατή εάν η επιβληθείσα, χωρίς μετατροπή, ποινή δεν υπερβαίνει τα 73 τρία (3) έτη. ΑΠΑΙΤΟΥΝΤΑΙ: 1. Αίτηση, 2. Εξουσιοδότηση, 3. Επικυρωμένο αντίγραφο αποφάσεως, 4. Δικογραφία. ΜΕΤΑΤΡΟΠΗ ΤΗΣ ΣΤΕΡΗΤΙΚΗΣ ΤΗΣ ΕΛΕΥΘΕΡΙΑΣ ΠΟΙΝΗΣ ΣΕ ΠΑΡΟΧΗ ΚΟΙΝΩΦΕΛΟΥΣ ΕΡΓΑΣΙΑΣ. Σύμφωνα με την παρ. 6 του άνω άρθρου, η περιοριστική της ελευθερίας ποινή που είναι μεγαλύτερη από ένα μήνα και έχει μετατραπεί σε χρηματική ποινή ή πρόστιμο μετατρέπεται περαιτέρω σε ποινή παροχής κοινωφελούς εργασίας, αν το ζητεί ή το αποδέχεται ο καταδικασθείς και εφόσον η παροχή τέτοιας εργασίας από τον συγκεκριμένο καταδικασθέντα είναι εφικτή. Η περιοριστική της ελευθερίας ποινή που είναι μεγαλύτερη από δύο έτη και δεν υπερβαίνει τα τρία έτη μπορεί να μετατρέπεται σε ποινή παροχής κοινωφελούς εργασίας, εάν το ζητεί ή το αποδέχεται ο καταδικασθείς και εφόσον η παροχή τέτοιας εργασίας από τον συγκεκριμένο καταδικασθέντα είναι εφικτή. Από τα παραπάνω συνάγεται ότι η μετατροπή ποινής φυλακίσεως σε παροχή κοινωφελούς εργασίας, εφόσον συντρέχουν οι σχετικές προϋποθέσεις, είναι υποχρεωτική για ποινές από ενός μηνός μέχρι και δύο ετών και δυνητική για ποινές από δύο έως τριών ετών (βλ. υπ’ αριθμ. 24/1996 εγκύκλιο του Εισαγγελέα του Αρείου Πάγου και Σπύρου Μουζακίτη, Ζητήματα Εκτελέσεως Ποινικών Αποφάσεων, εκδόσεις Π.Ν. Σάκκουλα, Αθήνα 2002, σελ. 45). Αν το δικαστήριο αποφασίσει την μετατροπή της ποινής φυλακίσεως σε παροχή κοινωφελούς εργασίας, καθορίζει συγχρόνως στην απόφασή του και τον αριθμό των ωρών κοινωφελούς εργασίας που αντιστοιχούν σε κάθε ημέρα φυλακίσεως. Κάθε ημέρα φυλακίσεως μετατρέπεται σε παροχή κοινωφελούς εργασίας τεσσάρων ωρών, το δικαστήριο όμως, λαμβάνοντας υπόψη τις προσωπικές συνθήκες του καταδικασθέντος, μπορεί να περιορίσει την κοινωφελή εργασία μέχρι δύο ή να την αυξήσει έως έξι ώρες για κάθε ημέρα ποινής φυλακίσεως. 74 Ο εισαγγελέας εκτελέσεως της ποινής ορίζει αμέσως, ευθύς ως καταστεί εκτελεστή η ποινή, με διάταξή του, την υπηρεσία, τον οργανισμό ή το πρόσωπο προς το οποίο θα παρασχεθεί η κοινωφελής εργασία και τον χρόνο παροχής της (παρ. 7 άνω άρθρου). Η κοινωφελής εργασία παρέχεται χωρίς αμοιβή σε υπηρεσίες του κράτους, των οργανισμών τοπικής αυτοδιοίκησης, των νομικών προσώπων δημοσίου τομέα ή σε μη κερδοσκοπικά κοινωφελή νομικά πρόσωπα ιδιωτικού δικαίου ή και άλλα, τα οποία ορίζονται με απόφαση του Υπουργού Δικαιοσύνης και των τυχόν άλλων συναρμοδίων υπουργών με την οποία καθορίζονται η οργάνωση της παροχής κοινωφελούς εργασίας, η διαδικασία επιλογής, ανάθεσης και επίβλεψης της σχετικής εργασίας και κάθε άλλη σχετική λεπτομέρεια (βλ. σχετικά την υπ’ αριθμ. 108842/3-12-1997 Κοινή Υπουργική απόφαση των Υπουργών Δικαιοσύνης, Εργασίας και Κοινωνικών Ασφαλίσεων, Υγείας και Πρόνοιας και του Υφυπουργού Εσωτερικών – Δημόσιας Διοίκησης και Αποκέντρωσης, ΦΕΚ 1104/1997). Μπορεί επίσης να αφορά και σε παροχή υπηρεσιών προς τον παθόντα, αν κατέστη ανάπηρος και συμφωνούν ο καταδικασθείς και ο παθών. ΔΙΚΑΣΤΙΚΑ ΕΞΟΔΑ Σύμφωνα με την υπ’ αριθμ. 58554/19/28-6-2006 ΚΥΑ Οικονομικών και Δικαιοσύνης, ΦΕΚ Β776, τα δικαστικά έξοδα αναπροσαρμόσθηκαν από 28-7-2006, και ισχύουν ως εξής: α) Επί αποφάσεων Πταισματοδικείου από 15 ΕΥΡΩ σε 25 ΕΥΡΩ, β) Επι αποφάσεων Μονομελούς Πλημμελειοδικείου από 29 ΕΥΡΩ σε 40 ΕΥΡΩ, γ) Επί αποφάσεων Μικτού Ορκωτού Δικαστηρίου από 73 ΕΥΡΩ σε 120 ΕΥΡΩ, δ) Επί αποφάσεων Τριμελούς Εφετείου Κακουργημάτων από 73 σε 120 ΕΥΡΩ, ε) Επί αποφάσεων Μικτού Ορκωτού Εφετείου και Πενταμελούς Εφετείου από 150 σε 250 ΕΥΡΩ, στ) Επί αποφάσεων λοιπών Ποινικών Δικαστηρίων από 73 σε 85 ΕΥΡΩ, ζ) Της παραγράφου 3 του άρθρου 3 του ν. 663/1977 από 205 σε 220 ΕΥΡΩ, η) Της παραγράφου 4 εδ. α’ του άρθρου 3 του ν. 663/1977 από 29 σε 40 ΕΥΡΩ. 75 ΠΑΡΑΓΡΑΦΗ ΤΩΝ ΠΟΙΝΩΝ Χρόνος παραγραφής των ποινών (άρθρο 114 επ. ΠΚ). Οι ανεκτέλεστες ποινές που επιβλήθηκαν αμετακλήτως παραγράφονται : Α) Η ισόβια κάθειρξη μετά 30 έτη, Β) ο περιορισμός σε ψυχιατρικό κατάστημα και η κάθειρξη, μετά 20 έτη, Γ) η φυλάκιση, η χρηματική ποινή και ο περιορισμός σε ειδικό κατάστημα κρατήσεως νέων, μετά δέκα έτη, Δ) κάθε άλλη μικρότερη ποινή, μετά δύο έτη. Η παραγραφή των ποινών σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 114 ΠΚ αρχίζει από την ημέρα που η απόφαση κατέστη αμετάκλητη και ο χρόνος αυτός είναι τριάντα έτη για την ποινή της ισόβιας κάθειρξης, 20 έτη για την απλή κάθειρξη και για τον περιορισμό εντός ψυχιατρικού καταστήματος, 10 έτη για τη φυλάκιση, για τη χρηματική ποινή, για τον περιορισμό σε ειδικό κατάστημα κράτησης νέων και 2 έτη για κάθε άλλη μικρότερη ποινή. Αναστολή της παραγραφής καταγνωσθείσας ποινής Σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 116 ΠΚ, η προθεσμία της παραγραφής αναστέλλεται για όσο χρόνο δεν μπορεί να αρχίσει ή να εξακολουθήσει η εκτέλεση της ποινής, για όσο χρόνο σύμφωνα με το άρθρο 99 ΠΚ έχει ανασταλεί η εκτέλεση ή έχει επιτραπεί η καταβολή σε δόσεις της χρηματικής ποινής ή του προστίμου και για όσο διαρκεί η εκτέλεση κάποιου από τα μέτρα που προβλέπουν τα άρθρα 71 και 72 ΠΚ ΠΑΡΑΓΡΑΦΗ ΝΟΜΟΥ 3346/2005 Σύμφωνα με το άρθρο 32 παρ. 1 και 2 του ν. 3346/2005, 2 και 114 ΠΚ και 568 ΚΠΔ, οι επιβληθείσες μέχρι την 17-6-2005 ποινές έως 6 μηνών, εφόσον δεν έχουν καταστεί αμετάκλητες και δεν έχουν μέχρι την ως άνω ημεροχρονολογία εκτιθεί, παραγράφονται και δεν εκτελούνται, υπό τον όρο ότι ο καταδικασθείς δεν θα υποπέσει μέσα σε 18 μήνες από 17-6-2005 σε νέα από δόλο προερχόμενη αξιόποινη πράξη, για την οποία θα καταδικασθεί αμετάκλητα οποτεδήποτε σε ποινή στερητική της ελευθερίας ανώτερη των 6 μηνών. Όπως γίνεται δεκτό, η εν λόγω διάταξη εφαρμόζεται και για επιβληθείσα χρηματική ποινή, ενώ επί συρροής ποινών, κάθε μία από αυτές διατηρεί την αυτοτέλειά της και, ως εκ τούτου, η διάταξη αυτή εφαρμόζεται και σε αυτήν την περίπτωση : π.χ. εάν κάποιος έχει καταδικασθεί με την ίδια απόφαση σε συνολική ποινή, κατά συγχώνευση, φυλακίσεως 25 μηνών, ενώ η κάθε μία από τις μερικότερες ποινές φυλακίσεως ήταν κατώτερη 76 των 6 μηνών, τότε παραγράφονται οι ποινές κατά το παραπάνω άρθρο (ΑΠ 415/2006, ΤΡΑΠΕΖΑ ΝΟΜΙΚΩΝ ΠΛΗΡΟΦΟΡΙΩΝ ΔΣΑ, ΑΠ 769/2006, ΤΡΑΠΕΖΑ ΝΟΜΙΚΩΝ ΠΛΗΡΟΦΟΡΙΩΝ ΔΣΑ). Εξ άλλου, σύμφωνα με το άρθρο 31 παρ. 1 και 2 του ν. 3346/2005, παραγράφεται το αξιόποινο και παύει η δίωξη των αξιόποινων πράξεων, με εξαίρεση τις πράξεις που αναφέρονται στην παρ. 5 (άρθρο 358 ΠΚ, του νόμου 690/1945, του άρθρου 377 ΠΚ για τις περιπτώσεις αγοράς εμπορευμάτων), ήτοι : Α) των πταισμάτων και Β) των πλημμελημάτων κατά των οποίων ο νόμος απειλεί ποινή φυλακίσεως μέχρι ενός έτους ή χρηματική ποινή ή και τις δύο υπό τον όρο ότι ο καταδικασθείς δεν θα υποπέσει μέσα σε 12 μήνες από 17-6-2005 σε νέα από δόλο προερχόμενη αξιόποινη πράξη, κακουργήματος ή πλημμελήματος, για την οποία θα καταδικασθεί αμετάκλητα οποτεδήποτε σε ποινή στερητική της ελευθερίας ανώτερη των 2 μηνών ή σε χρηματική ποινή τουλάχιστον 150 ευρώ, διαφορετικά συνεχίζεται κατ’ αυτού η παυθείσα ποινική δίωξη. ΑΙΤΗΣΗ ΑΚΥΡΩΣΗΣ ΤΗΣ ΔΙΑΔΙΚΑΣΙΑΣ αρθ. 341 ΚΠΔ ΠΡΟΫΠΟΘΕΣΕΙΣ ΑΙΤΗΣΕΩΣ ΑΚΥΡΩΣΕΩΣ ΔΙΑΔΙΚΑΣΙΑΣ Κατά το αρθ. 341 ΚΠΔ, η αίτηση ακύρωσης της διαδικασίας, σε περίπτωση αδυναμίας του κατηγορούμενου, από λόγους ανώτερης βίας ή από άλλα ανυπέρβλητα αίτια, να γνωστοποιήσει εγκαίρως στο δικαστήριο ανυπέρβλητο κώλυμα εμφανίσεως του και να ζητήσει αναβολή της συζητήσεως (349 ΚΠΔ), επιτρέπεται μόνο στα πλημμελήματα για τα οποία εκδόθηκε ανέκκλητη απόφαση (όχι αμετάκλητη), δηλ. μη υποκείμενη σε έφεση, αλλά σε αναίρεση και εισάγεται για εκδίκαση στο δικαστήριο που δίκασε (ΟλΑΠ 5/2005), το οποίο αποφασίζει αμετάκλητα. Κατά το αρθ. 501 παρ. 1 ΚΠΔ, αν κατά την συζήτηση της εφέσεως ο εκκαλών δεν εμφανισθεί, η έφεση απορρίπτεται ως ανυποστήρικτη, εφαρμόζεται δε ανάλογα η διάταξη του άρθ. 341 του ίδιου Κώδικα. Από τις διατάξεις αυτές συνάγεται ότι και η διάταξη του αρθ. 501 παρ. 1 ΚΠΔ είχε υπ’ όψιν μη εμφανισθέντα εκκαλούντα για πλημμέλημα. Με την διάταξη του άρθρου 11 του Ν.969/1979 και την υπ’ αριθ. 8/1998 απόφαση της ολομέλειας του ΑΠ (ΠοινΔ 1998. 1113) έγινε δεκτό, ότι με ανάλογη εφαρμογή των διατάξεων των άρθ. 501 παρ. 1 και 341 ΚΠΔ, αίτηση ακυρώσεως της διαδικασίας επιτρέπεται και κατά απόφασης, δια της οποίας 77 απερρίφθη ως ανυποστήρικτη έφεση κατά καταδικαστικής απόφασης και σε κακουργήματα. Προϋπόθεση της αιτήσεως ακυρώσεως είναι η καταδίκη του κατηγορουμένου απόντος και δικασθέντος ωσεί παρόντος, στην οποία είχε κλητευθεί ως γνωστής διαμονής. Ο κατηγορούμενος θα πρέπει και να μην μπορούσε λόγω ανυπέρβλητου κωλύματος να εμφανισθεί στην δίκη, αλλά και να μην μπορούσε εγκαίρως εκ λόγων ανωτέρας βίας να γνωστοποιήσει το εν λόγω κώλυμά του στο Δικαστήριο και να ζητήσει αναβολή (πχ. αιφνίδια και σοβαρή ασθένεια, κράτηση κατηγορούμενου στις φυλακές, ανυπαρξία συγκοινωνιακού μέσου λόγω απεργίας, αναγραφή στην κλήση είτε άλλου τμήματος του Δικαστηρίου είτε άλλης ημέρας και ώρας της δίκης κλπ). Αν υπάρχει κώλυμα εμφανίσεως, αλλά ο κατηγορούμενος δεν το γνωστοποίησε, αν και μπορούσε, δεν παρέχεται δικαίωμα αιτήσεως ακυρώσεως (Εφ. Θεσ. 3416/98, Πράξη και Λόγος 2000 σελ. 514). Απαιτείται δηλαδή συνδρομή και των δύο κωλυμάτων, ήτοι της εμφανίσεως του κατηγορουμένου στην δίκη και της γνωστοποιήσεως του κωλύματος εμφανίσεώς του. ΑΠΟ ΠΟΙΟΝ ΚΑΙ ΠΟΥ ΑΣΚΕΙΤΑΙ Η αίτηση ακυρώσεως ασκείται είτε από τον ίδιο τον κατηγορούμενο είτε από πληρεξούσιο Δικηγόρο του, ο οποίος πρέπει να είναι εφοδιασμένος με πληρεξούσιο έγγραφο, στο οποίο να περιέχεται η σχετική ειδική εντολή και να είναι θεωρημένο το γνήσιο της υπογραφής του καταδικασθέντος από αρμόδια Δημόσια Αρχή ή Δικηγόρο, ενώπιον του γραμματέως του εκδόντος την απόφαση δικαστηρίου, οπότε καταρτίζεται και πράξη εγχειρήσεως (αρθ. 341 ΚΠΔ). Στην αίτηση πρέπει υποχρεωτικά να αναφέρονται οι λόγοι που συνιστούν τους λόγους ανωτέρας βίας ή το ανυπέρβλητο κώλυμα μη εμφανίσεως του κατηγορουμένου κατά την αρχικώς ορισθείσα για την εκδίκαση της υποθέσεως δικάσιμο και μη γνωστοποιήσεως του κωλύματός του αυτού (πχ. λόγω ασθενείας). Ο γραμματέας είναι υποχρεωμένος να δεχθεί την αίτηση ακόμα και αν είναι εκπρόθεσμη, το δικαστήριο θα κρίνει την εγκυρότητα η μη της άσκησης. Εάν ο κατηγορούμενος κρατείται, δύναται να ασκηθεί και στον διευθυντή των φυλακών (άρθρο 474 παρ. 1 ΚΠΔ) (Αθ. Κονταξή, Κώδικας Ποινικής Δικονομίας Δ’ Έκδοση, σελ. 2184). ΠΡΟΘΕΣΜΙΑ ΑΣΚΗΣΕΩΣ Η αίτηση ακύρωσης ασκείται εντός ανατρεπτικής προθεσμίας 15 ημερών από την έκδοση της απόφασης δηλαδή την δημοσίευση ή την απαγγελία 78 (Δέδες, Ποινική Δικονομία 1991 σελ. 489 σημ. 172). Όμως αν ο κατηγορούμενος δεν έλαβε γνώση της ημερομηνίας διεξαγωγής της δίκης αφού η κλήτευσή του ήταν εκπρόθεσμη, παράτυπη, η αίτηση υποβάλλεται σε ανατρεπτική προθεσμία 15 ημερών από την ημέρα που ο κατηγορούμενος έλαβε γνώση της απόφασης (Καρράς 1998 σελ. 644). Η άσκηση της αιτήσεως ακυρώσεως της διαδικασίας δεν αναστέλλει την εκτέλεση της αποφάσεως. Μπορεί, όμως, ο Εισαγγελέας του εκδόντος την απόφαση Δικαστηρίου, με την υποβολή της αιτήσεως, κατόπιν σχετικού αιτήματος, να διατάξει την αναστολή μέχρι να εκδικασθεί η αίτηση. Αν απορριφθεί η αίτηση αναστολής, χωρεί προσφυγή εντός προθεσμίας 2 ημερών από την δημοσίευση της απορριπτικής αποφάσεως, ενώπιον του Συμβουλίου Πλημμελειοδικών ή Εφετών, αναλόγως ποιο Δικαστήριο έχει εκδώσει την υποκείμενη σε αίτηση ακυρώσεως απόφαση (άρθρ. 473 παρ. 1 ΚΠΔ). Η απόφαση που εκδίδεται επί της αιτήσεως ακυρώσεως διαδικασίας δεν υπόκειται σε κανένα ένδικο μέσο. Αν κατά δικάσιμο της αιτήσεως ακυρώσεως διαδικασίας δεν εμφανισθεί ο αιτών, έστω και από λόγους ανωτέρας βίας, τότε απορρίπτεται η αίτηση και δεν χωρεί νέα αίτηση, δεδομένου ότι το Δικαστήριο αποφασίζει αμετάκλητα. Εάν η αίτηση ακυρώσεως διαδικασίας γίνει δεκτή, τότε το Δικαστήριο ορίζει νέα ρητή δικάσιμο για την εκδίκαση της υποθέσεως, οπότε δεν απαιτείται κλήτευση του παρόντος κατηγορουμένου. ΑΙΤΗΣΗ ΑΚΥΡΩΣΕΩΣ ΑΠΟΦΑΣΕΩΣ (ΑΡΘΡΟ 430 ΚΠΔ) ΠΡΟΫΠΟΘΕΣΕΙΣ Σύμφωνα με το άρθρο 430 ΚΠΔ, ο κατηγορούμενος που δεν εμφανίσθηκε ούτε εκπροσωπήθηκε από συνήγορο, εφόσον δεν άσκησε ένδικο μέσο που επιτρέπεται από τον νόμο κατά της καταδικαστικής απόφασης, μπορεί να ζητήσει την ακύρωσή της για τον λόγο ότι κατά την επίδοση του κλητηρίου θεσπίσματος, δεν συνέτρεχαν οι όροι του άρθρου 428 ΚΠΔ καθορίζοντας συγχρόνως και τον τόπο στον οποίο τότε διέμενε, διαφορετικά η αίτησή του είναι απαράδεκτη. Προϋπόθεση, λοιπόν, της αιτήσεως ακυρώσεως αποφάσεως είναι η καταδίκη κάποιου, ο οποίος κλήθηκε στην δίκη, ως αγνώστου διαμονής (κατά τα άρθρα 156 επ ΚΠΔ) και δεν εμφανίσθηκε ο ίδιος ή δεν εκπροσωπήθηκε από συνήγορο, ενώ κατά τον χρόνο της κλητεύσεώς του είχε γνωστή διαμονή. 79 Για να είναι παραδεκτή η αίτηση ακυρώσεως της καταδικαστικής αποφάσεως πρέπει : α) να μην έχει ασκήσει ο καταδικασθείς ένδικο μέσο κατά της αποφάσεως ή να έχει παραιτηθεί τυχόν ασκηθέντος ενδίκου μέσου ή να έχει παρέλθει η προθεσμία αυτού άπρακτη και β) να αποδειχθεί ότι ο κατηγορούμενος κατά την επίδοση του κλητηρίου θεσπίσματος ή κλήσεως, δεν ήταν απών από τον τόπο κατοικίας του, ούτε αγνώστου, αλλά γνωστής διαμονής και να καθορίσει τον τόπο, όπου αυτός τότε διέμενε. Για την απόδειξη της γνωστής διαμονής του κατηγορουμένου ισχύουν όσα αναφέρουμε στο κεφάλαιο της εκπρόθεσμης εφέσεως. ΠΡΟΘΕΣΜΙΑ ΚΑΙ ΤΡΟΠΟΣ ΑΣΚΗΣΕΩΣ Η αίτηση ασκείται εντός ανατρεπτικής προθεσμίας οκτώ (8) ημερών από την εκτέλεση της αποφάσεως, με έκθεση που συντάσσεται ενώπιον του γραμματέως του εκδόντος την απόφαση δικαστηρίου ή του δικαστηρίου του τόπου εκτελέσεως της αποφάσεως. Στην έκθεση αυτή, ο αιτών πρέπει να αναφέρει ότι κατά την επίδοση του κλητηρίου θεσπίσματος ή κλήσεως, δεν ήταν απών από τον τόπο κατοικίας του, ούτε αγνώστου, αλλά γνωστής διαμονής και να καθορίσει τον τόπο, όπου αυτός τότε διέμενε. Ο αιτών οφείλει να δηλώσει την τωρινή διαμονή του και να δηλώσει αντίκλητο προς τον οποίο θα γίνονται όλες οι σχετικές επιδόσεις και κοινοποιήσεις, διαφορετικά η αίτηση είναι απαράδεκτη. ΑΠΟ ΠΟΙΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΕΚΔΙΚΑΖΕΤΑΙ Εισάγεται για συζήτηση στο Δικαστήριο που εξέδωσε την απόφαση, την πρώτη δικάσιμο, ύστερα από τρεις ημέρες από την σύνταξη της άνω εκθέσεως, χωρίς να προσκαλείται ο αιτών. Ο Εισαγγελέας οφείλει να κλητεύσει, χωρίς καμιά προθεσμία τους μάρτυρες που προτάθηκαν από τον αιτούντα (άρθρο 430 παρ. 1 ΚΠΔ). Επίσης, ο Εισαγγελέας μπορεί να διατάξει αναβολή ή διακοπή της εκτέλεσης της αποφάσεως η οποία διαρκεί μέχρι την έκδοση αποφάσεως επί της αιτήσεως ακυρώσεως, εάν ο αιτών δεν είναι ύποπτος για απόδραση (άρθρο 430 παρ. 2 ΚΠΔ). ΑΠΑΡΑΙΤΗΤΑ ΔΙΚΑΙΟΛΟΓΗΤΙΚΑ ΑΚΥΡΩΣΗΣ ΑΠΟΦΑΣΕΩΝ ΚΑΤ΄ ΑΡΘΡΟ 341 Κ.Π.Δ. ΚΑΙ 430 Κ.Π.Δ. (ΠΡΩΤΟΔΙΚΕΙΟ ΑΘΗΝΩΝ) α) Απόσπασμα ή πλήρες αντίγραφο της απόφασης επικυρωμένο. β) Έντυπο αιτήσεως ακυρώσεως απόφασης. 80 Πρόκειται για συγκεκριμένο έντυπο, που χορηγείται από την υπηρεσία και το βρίσκουμε στο κτίριο 8 στον 1ο όροφο, γραφείο 102 (ένδικα μέσα), όπου και κατατίθεται. Υπάρχουν δύο τύποι εντύπων. Το ένα, κατ΄ άρθρο 430 Κ.Π.Δ., συμπληρώνεται για αποφάσεις που έχουν κοινοποιηθεί ως ΑΓΝΩΣΤΟΥ διαμονής στον καταδικασθέντα. Το άλλο, κατ΄ άρθρο 341 Κ.Π.Δ., συμπληρώνεται για αποφάσεις που έχουν κοινοποιηθεί ως ΓΝΩΣΤΗΣ διαμονής στον καταδικασθέντα. γ) Πριν προβούμε σε κατάθεση αιτήσεως ακυρώσεως θα πρέπει πρώτα να γνωρίζουμε που βρίσκεται η συγκεκριμένη δικογραφία που σχηματίσθηκε για την απόφαση της οποίας θέλουμε να αιτηθούμε την ακύρωση της. Διαδικασία: Αφού πρώτα καταθέσουμε την αίτηση ακυρώσεως στο κτίριο 8 στον 1ο όροφο, γραφείο 101 (ένδικα μέσα), παίρνουμε το έντυπο και ενημερώνουμε το αρμόδιο αρχείο, στο οποίο βρίσκεται η δικογραφία για την κατάθεση της αιτήσεως, προκειμένου ο αρμόδιος υπάλληλος να διαβιβάσει την δικογραφία στο γραφείο της Εισαγγελίας (κτίριο 16, υπόγειο θυρίδα 4) που είναι αρμόδιο για την εισαγωγή της αιτήσεως στο Δικαστήριο. Κατόπιν παραδίδουμε την αίτηση ακυρώσεως στον υπάλληλο που είναι αρμόδιος για την εισαγωγή αυτής στο Δικαστήριο. Κατά την εκδίκαση της αιτήσεως ακυρώσεως διαδικασίας ή αποφάσεως είναι επιτρεπτή η εκπροσώπηση του κατηγορουμένου από συνήγορο, ο οποίος πρέπει να είναι εφοδιασμένος με ειδικό πληρεξούσιο έγγραφο, στο οποίο να είναι θεωρημένο το γνήσιο της υπογραφής του αιτούντος από Δημόσια Αρχή ή Δικηγόρο κατά τον ΚΠΔ. ΑΝΑΙΡΕΣΗ ΑΠΟΦΑΣΕΩΝ ΠΟΙΕΣ ΑΠΟΦΑΣΕΙΣ ΥΠΟΚΕΙΝΤΑΙ ΣΕ ΑΝΑΙΡΕΣΗ : Με αναίρεση προσβάλλονται οι οριστικές αποφάσεις (αθωωτικές, καταδικαστικές, παύουσες οριστικά την ποινική δίωξη ή κηρύττουσες την ποινική δίωξη απαράδεκτη) που όπως απαγγέλθηκαν δεν υπόκεινται σε έφεση - ή εκδόθηκαν ύστερα από άσκηση εφέσεως από δευτεροβάθμιο δικαστήριο (άρθρο 504 ΚΠΔ). ΔΙΚΑΙΟΥΜΕΝΑ ΠΡΟΣΩΠΑ : Δικαίωμα να ζητήσουν την αναίρεση κατ' αποφάσεων έχουν ο κατηγορούμενος, ο πολιτικώς ενάγων, ο αστικώς υπεύθυνος, ο Εισαγγελέας 81 Πλημμελειοδικών και Εφετών και ο Εισαγγελέας του Αρείου Πάγου (άρθρο 505 ΚΠΔ). Ο Εισαγγελέας του Αρείου Πάγου μπορεί να ζητήσει την αναίρεση του βουλεύματος ή οποιασδήποτε αποφάσεως υπέρ του νόμου ακόμη και προπαρασκευαστικής ή παρεμπίπτουσας, όταν έχει παρέλθει η προθεσμία για την άσκηση της κανονικής αναίρεσης εκ μέρους του, χωρίς να βλάπτονται τα δικαιώματα των διαδίκων. ΑΝΑΙΡΕΣΗ ΑΠΟ ΤΟΝ ΚΑΤΑΔΙΚΑΣΘΕΝΤΑ Ο ίδιος ο καταδικασθείς ή ειδικά προς τούτο εξουσιοδοτημένος πληρεξούσιος Δικηγόρος ή ο παραστάς ενώπιον του Δικαστηρίου, που εξέδωσε την αναιρεσιβαλλόμενη απόφαση Δικηγόρος (άρθρο 465 παρ. 2 του ΚΠΔ), ο οποίος δεν απαιτείται να έχει ειδική εξουσιοδότηση για την κατάθεση της αναιρέσεως, μόνον, όμως στην περίπτωση κατά την οποία η αναιρεσιβαλλόμενη απόφαση είναι καταδικαστική. Εάν η απόφαση δεν είναι καταδικαστική (π.χ. αυτή, με την οποία απορρίπτεται η έφεση του κατηγορουμένου, ως απαράδεκτη, ΑΠ 263/2007, Αρμ. 2007 σελ. 582), ο παραστάς δικηγόρος μπορεί να ασκήσει παραδεκτά αναίρεση, για λογαριασμό του εντολέως του, μόνον εάν έχει προς τούτο ειδική εντολή και προσαρτηθεί στην σχετική έκθεση το πληρεξούσιο ή επικυρωμένο αντίγραφο αυτού (βλ. ΑΠ 1992/2006 (Στ’ Τμήμα – σε Συμβούλιο), ΝοΒ 2007, σελ. 449). Εάν ασκηθεί η αναίρεση από άλλο πληρεξούσιο Δικηγόρο, είναι απαράδεκτη αν δεν αναφέρεται ή δεν προσαρτάται στην έκθεση αναιρέσεως το πληρεξούσιο δυνάμει του οποίου ο δικηγόρος έχει την σχετική εντολή ή εφόσον δεν προσκομίσθηκε στον γραμματέα (ΑΠ 971/2005, Ποιν. Λόγος 2005, σελ. 887). ΠΡΟΘΕΣΜΙΑ ΑΣΚΗΣΕΩΣ ΑΝΑΙΡΕΣΕΩΣ Α) Κατά τα άρθρα 473 παρ. 3 και 507 ΚΠΔ, εάν ο κατηγορούμενος ήταν παρών κατά την απαγγελία της αποφάσεως ή παρέστη δια συνηγόρου, δεκαήμερη προθεσμία, η οποία άρχεται από την καταχώριση καθαρογραμμένης της αποφάσεως στο ειδικό βιβλίο τελεσιδικίας, που τηρείται στην Γραμματεία του Ποινικού Δικαστηρίου, το οποίο εξέδωσε την προσβαλλόμενη απόφαση κατ’ άρθρο 504 ΚΠΔ. ΠΟΥ ΚΑΤΑΤΙΘΕΤΑΙ: Στην Γραμματεία του εκδόντος την αναιρεσιβαλλόμενη απόφαση Δικαστηρίου. 82 Β) Κατά το άρθρο 473 παρ. 2, για τον καταδικασθέντα και μόνον για την αναίρεση κατά καταδικαστικής αποφάσεως, εικοσαήμερη προθεσμία, η οποία αρχίζει από την καταχώριση καθαρογραμμένης της αποφάσεως στο ειδικό βιβλίο τελεσιδικίας, κατά τα ανωτέρω. Στην περίπτωση αυτή η αναίρεση ασκείται με σχετική δήλωση του καταδικασθέντος περί ασκήσεως της αναιρέσεως, η οποία πρέπει να περιέχει όλα τα στοιχεία της αιτήσεως αναιρέσεως (αναιρετήριο) και επίδοση του αναιρετηρίου αυτού στον Εισαγγελέα του Αρείου Πάγου μέσω Δικαστικού Επιμελητού. Ως καταδικαστική νοείται η απόφαση, η οποία κηρύσσει ένοχο κάποιον για την πράξη, για την οποία κατηγορείται και του επιβάλλει την σχετική ποινή. Οι παραπάνω προθεσμίες ισχύουν για τον καταδικασθέντα, ο οποίος ήταν παρών (αυτοπροσώπως ή δια πληρεξουσίου συνηγόρου) κατά την έκδοση της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως (ΑΠ 1757/2006, επιμέλεια Σταύρου Ομήρου Χούρσογλου, Δικηγόρου, ΝοΒ 2007, σελ. 731). Σύμφωνα, όμως, με το άρθρο 473 παρ. 1 ΚΠΔ, εάν ο καταδικασθείς διαμένει στην αλλοδαπή ή είναι αγνώστου διαμονής, η προθεσμία για άσκηση αναιρέσεως είναι 30 ημέρες και αρχίζει από την επίδοση της αποφάσεως. Εάν τυχόν η επίδοση έχει προηγηθεί από την καταχώριση στο ειδικό βιβλίο, η προθεσμία άρχεται από την καταχώριση. Εάν η επίδοση είναι μεταγενέστερη της καταχωρίσεως στο ειδικό βιβλίο, η προθεσμία αρχίζει από την επομένη της επιδόσεως, διαφορετικά αρχίζει από την επομένη της μεταγενέστερης καταχωρίσεως. (ΑΠ 310/2005, ΠοινΧρ. ΝΕ, 2005, σελ. 930, ΑΠ 113/2004, ΝοΒ 2004. 1275, ΠοινΧρ ΝΔ 981, ΑΠ 1349/2001, ΠοινΛογ. Α’ 1875, ΑΠ 2232/2002, ΑΠ 310/2005, ΑΠ 644/1999, ΠοινΧρ. Ν, σελ. 232, Αθ. Κονταξή, Κώδικας Ποινικής Δικονομίας, Δ’ έκδοση, Αθήνα 2006, σελ. 2729). Εάν ο κατηγορούμενος ήταν απών κατά την απαγγελία της αποφάσεως, η προθεσμία αρχίζει από την επομένη ημέρα της επιδόσεως της αποφάσεως, εφόσον αυτή είναι προγενέστερη της καταχωρίσεως της αποφάσεως στο άνω ειδικό βιβλίο (ΑΠ 156/1995, ΝοΒ 43, σελ. 885). Προκειμένου περί εγκλημάτων δια του Τύπου, οι προβλεπόμενες άνω προθεσμίες (δεκαήμερη και εικοσαήμερη) για την άσκηση του ενδίκου μέσου της αναιρέσεως συντέμνονται στο ήμισυ (άρθρο 2243/1994 άρθρο μόνο παρ. 3 εδ. α’ και β’, ΑΠ 2075/2005 (σε Συμβούλιο, ΠοινΛόγος, 2005, σελ. 1920, ΑΠ 867/2005, Ποιν.Λόγος, 2005, σελ. 815) 83 Η προθεσμία για την άσκηση αναιρέσεως, όπως κάθε προθεσμία, αρχίζει την επομένη της ημέρας, κατά την οποία συνέβη το γεγονός, που αποτελεί την αφετηρία της προθεσμίας και λήγει όταν περάσει ολόκληρη η τελευταία ημέρα, αν δε αυτή είναι εξαιρετέα, η προθεσμία επεκτείνεται έως την επόμενη μη εξαιρετέα ημέρα (άρθρα 168 &1, 285 1 ΚΠΔ, 1 &12 εδ. α’ του ν. 1157/1981, άρθρα. 241, 242 ΑΚ). ΕΚΠΡΟΘΕΣΜΗ ΑΝΑΙΡΕΣΗ: Είναι επιτρεπτή η άσκηση αναιρέσεως εκπροσθέσμως, ήτοι μετά την πάροδο της άνω προθεσμίας, εφόσον συνέτρεχε λόγος ανωτέρας βίας ή ανυπερβλήτου κωλύμματος, κατά την γενική αρχή του δικαίου ότι «ουδείς υποχρεούται εις τα αδύνατα». Ο αιτών – καταδικασθείς οφείλει, όμως, για το παραδεκτό της αναιρέσεώς του, στο σχετικό δικόγραφο να αναφέρει όλα εκείνα τα αναγκαία πραγματικά περιστατικά, αλλά και τα αποδεικτικά μέσα, από τα οποία αποδεικνύεται ο λόγος ανωτέρας βίας ή το ανυπέρβλητο κώλυμμα ένεκα του οποίου εκωλύθη να ασκήσει εμπροθέσμως την αναίρεση (ΑΠ 1406/2006, ΕλλΔνη, 47 (2006), σελ. σελ. 1530, ΑΠ 310/2005, ΠοινΧρ. ΝΕ, 2005, σελ. 930, βαριά καταθλιπτική διαταραχή της αιτούσης λόγω της οποίας εκωλύθη να ασκήσει εμπροθέσμως αναίρεση). ΛΟΓΟΙ ΑΝΑΙΡΕΣΕΩΣ : άρθρα 510, 511 και 512 ΚΠΔ. Οι σχετικοί λόγοι πρέπει να αναπτύσσονται στο δικόγραφο, κατά τρόπο σαφή και ωρισμένο και δεν αρκεί η απλή αναφορά του λόγου, που προβλέπεται από τον νόμο, όπως πχ. η εσφαλμένη ερμηνεία ή ή έλλειψη ειδικής αιτιολογίας, χωρίς δηλ. προσδιορισμό της νομικής πλημμελειας της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως, αλλιώς η αναίρεση απορρίπτεαι ως απαράδεκτη λόγω αοριστίας (βλ. ΑΠ 1061/2005 (σε Συμβούλιο, Ποιν. Λόγος, 2005, σελ. 933, ΑΠ 839/2005, Ποιν. Λόγος 2005, σελ. 798). Δεν αποτελεί παραδεκτό λόγο αναιρέσεως η κακή και εσφαλμένη εκτίμηση των αποδείξεων από το δικαστήριο, διότι από τον ‘Αρειο Πάγο ελέγχεται μόνον η νομική ορθότητα της αποφάσεως ή του βουλεύματος. ΠΡΟΣΘΕΤΟΙ ΛΟΓΟΙ ΑΝΑΙΡΕΣΕΩΣ : Κατά το άρθρο 509, μπορούν να προταθούν με έγγραφο (δικόγραφο) που κατατίθεται μέχρι 15 ημέρες πριν την συζήτηση της αιτήσεως αναιρέσεως στο Γραμματέα της Εισαγγελίας του Αρείου Πάγου. ΠΑΡΑΔΕΚΤΟ ΤΗΣ ΑΝΑΙΡΕΣΕΩΣ : ΑΡΘΡΟ 508. Για να είναι παραδεκτή, μεταξύ των άλλων, η αίτηση αναιρέσεως κατά αποφάσεως, που επιβάλει ποινή στερητική της ελευθερίας, εάν μεν έχει 84 μετατραπεί σε χρηματική ποινή, θα πρέπει ο καταδικασθείς να την έχει εξαγοράσει και εάν όχι, θα πρέπει να κρατείται στις φυλακές και να προσκομίσει μέχρι την συζήτηση στο ακροατήριο πιστοποιητικό από το Διευθυντή των φυλακών, όπου κρατείται, από το οποίο να αποδεικνύεται η κράτησή του δυνάμει της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως, διαφορετικά η αναίρεση απορρίπτεται ως απαράδεκτη. Εάν έχει χορηγηθεί αναστολή ή αναβολή εκτελέσεως της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως, δεν απαιτείται το πιστοποιητικό αυτό. Δεν μπορεί να προσβληθεί με αίτηση αναιρέσεως πρωτοβάθμια καταδικαστική απόφαση, έστω και εάν έχει καταστεί τελεσίδικη λόγω άπρακτης παρόδου της προθεσμίας εφέσεως (ΑΠ 1194/2006, ΕλλΔνη 47 (2006), σελ. 1564, ΑΠ 1208/2007, ΕλλΔνη 47 (2006), σελ. 1533.) Για την αίτηση αναιρέσεως κατά αποφάσεων, αποφασίζει το ποινικό τμήμα του Αρείου Πάγου, το οποίο συνεδριάζει σε πενταμελή σύνθεση. ΝΟΜΙΜΟΠΟΙΗΣΗ ΚΑΤΑ ΤΗΝ ΕΚΔΙΚΑΣΗ ΤΗΣ ΥΠΟΘΕΣΕΩΣ : Απαιτείται είτε αυτοπρόσωπη εμφάνιση του αναιρεσείοντος είτε εκπροσώπησή του δια συνηγόρου, ο οποίος, όμως, πρέπει να είναι εφοδιασμένος είτε με ειδικό πληρεξούσιο είτε με απλή εξουσιόδοτηση, με θεωρημένο το γνήσιο της υπογραφής του εντολέως από Δημόσια Αρχή ή Δικηγόρο, κατά τον ΚΠΔ. Τα ίδια ισχύουν και για τον πολιτικώς ενάγοντα, ο οποίος επιθυμεί να παραστεί στην σχετική δίκη, για να αντικρούση την αναίρεση. ΥΠΟΜΝΗΜΑ: Κατατίθεται στο Γραμματέα της έδρας, είτε πριν από την έναρξη της συζητήσεως είτε εντός 2 ημερών, μετά την συζήτηση. ΑΝΑΙΡΕΣΗ ΒΟΥΛΕΥΜΑΤΩΝ ΠΟΙΑ ΒΟΥΛΕΥΜΑΤΑ ΠΡΟΣΒΑΛΛΟΝΤΑΙ ΜΕ ΑΝΑΙΡΕΣΗ : Τα βουλεύματα που παραπέμπουν τον κατηγορούμενο στο ακροατήριο για κακούργημα, αποφαίνονται ότι δεν πρέπει να γίνει κατηγορία και όταν παύουν προσωρινά ή οριστικά την ποινική δίωξη ή την κηρύσσουν απαράδεκτη (άρθρο 482 ΚΠΔ). ΔΙΚΑΙΟΥΜΕΝΑ ΠΡΟΣΩΠΑ : ο κατηγορούμενος, ο Εισαγγελέας Πλημμελειοδικών και Εφετών και ο Εισαγγελέας του Αρείου Πάγου (άρθρα 482 ΚΑΙ 483 ΚΠΔ). ΛΟΓΟΙ ΑΝΑΙΡΕΣΕΩΣ ΒΟΥΛΕΥΜΑΤΩΝ: Ορίζονται στο άρθρο 484 ΚΠΔ. Δεν υπάρχει δυνατότητα ασκήσεως προσθέτων λόγων. 85 ΠΡΟΘΕΣΜΙΑ : 10ήμερη από την επίδοση του βουλεύματος στον κατηγορούμενο, εφόσον δεν υπόκεινται σε έφεση, άλλως από την λήξη της προθεσμίας εφέσεως. Επιτρεπτή και εκπρόθεσμη αναίρεση, αρκεί στην έκθεση ασκήσεως να αναφέρεται ο λόγος που δικαιολογεί την εκπρόθεσμη άσκηση (βλ. ΑΠ 1259/2006 (Ε’ Τμ.), ΕλλΔνη 47 (2006), σελ. 1533). Για τον Εισαγγελέα του Αρείου Πάγου η προθεσμία άσκησης αναίρεσης κατά βουλεύματος είναι ένας (1) μήνας από την έκδοσή του (άρθρο 483 παρ. 3 ΚΠΔ) και για τους Εισαγγελείς Πλημ/κών και Εφετών δέκα (10) ημέρες από της κοινοποιήσεως και αν δεν γίνει πραγματική κοινοποίηση, μπορούν ν' ασκήσουν αναίρεση μέσα σε ένα (1) μήνα από την έκδοσή τους και την λήξη της προθεσμίας εφέσεως. Για την αίτηση αναιρέσεως κατά βουλευμάτων, αποφαίνεται το τμήμα του ποινικό Αρείου Πάγου που συνεδριάζει σε τριμελή σύνθεση ως συμβούλιο, ύστερα από έγγραφη πρόταση του οικείου εισαγγελέα (άρθρο 485 παρ. 1 ΚΠΔ). ΟΔΗΓΟΣ ΠΤΑΙΣΜΑΤΟΔΙΚΕΙΟΥ ΑΘΗΝΩΝ Σταδίου 65 Τηλ. 210 3242030 - 210 3217940 ------------------------------ο 1 Προανακριτικό Γραφείο 309, τηλ. 210-3247654. 2 ο Προανακριτικό Γραφείο 310, τηλ. 210-3247644. 3 ο Προανακριτικό Γραφείο 311, τηλ. 210-3240169. 4 ο Προανακριτικό Γραφείο 312, τηλ. 210-3241358. 5 ο Προανακριτικό Γραφείο 313, τηλ. 210-3240227. 6 ο Προανακριτικό Γραφείο 314, τηλ. 210-3247094. 7 ο Προανακριτικό Γραφείο 315, τηλ. 210-3244378. 8 ο Προανακριτικό Γραφείο 316, τηλ. 210-3247824. 9 ο Προανακριτικό Γραφείο 317, τηλ. 210-3247024. 10 ο Προανακριτικό Γραφείο 318, τηλ. 210-3240228. 11 ο Προανακριτικό Γραφείο 319, τηλ. 210-3241255. 12 ο Προανακριτικό Γραφείο 320, τηλ. 210-3247904. 13 ο Προανακριτικό Γραφείο 321, τηλ. 210-3241245. 14 ο Προανακριτικό Γραφείο 403, τηλ. 210-3240270. 15 ο Προανακριτικό Γραφείο 404, τηλ. 210-3240340. 86 16 ο Προανακριτικό Γραφείο 405, τηλ. 210-3247998. 17 ο Προανακριτικό Γραφείο 406, τηλ. 210-3242230. 18 ο Προανακριτικό Γραφείο 408, τηλ. 210-3241657. 19 ο Προανακριτικό Γραφείο 409, τηλ. 210-3247694. 20 ο Προανακριτικό Γραφείο 410, τηλ. 210-3240348. 21 ο Προανακριτικό Γραφείο 411, τηλ. 210-3240482. 22 ο Προανακριτικό Γραφείο 412, τηλ. 210-3217330. 23 ο Προανακριτικό Γραφείο 413, τηλ. 210-3241547. 24 ο Προανακριτικό Γραφείο 414, τηλ. 210-3247844. 25 ο Προανακριτικό Γραφείο 415, τηλ. 210-3240163. 26 ο Προανακριτικό Γραφείο 416, τηλ. 210-3247664. 27 ο Προανακριτικό Γραφείο 417, τηλ. 210-3240484. 28 ο Προανακριτικό Γραφείο 418, τηλ. 210-3247924. 29 ο Προανακριτικό Γραφείο 419, τηλ. 210-3249310. 30 ο Προανακριτικό Γραφείο 420, τηλ. 210-3247614. 31 ο Προανακριτικό Γραφείο 421, τηλ. 210-3241128. Προϊστάμενος Γραμματείας τηλ. 210-3247884. Γραφ...... Ακροατήριο Πταισματοδικείου............ Γραφείο... 301 Εκκαθάριση (πληρωμή ποινών)-Δημοσίευση. Γραφείο... 302. Γραμματεία - Πρωτόκολλο................ Γραφείο...303. Προσδιορισμός δικασίμων - Πινάκια...... Γραφείο...304. Δημόσιος Κατήγορος..................... Γραφείο...305. Κλητήρια - κλήσεις - Μητρώο - Μηνύσεις - Αναβλητικές υποθέσεις.............................. Γραφείο...308. Γραφείο πληροφοριών, μέσω ηλεκτρονικού υπολογιστή, για τις εισαγόμενες δικογραφίες, ύστερα από παραγγελία του Εισαγγελέως Πρωτοδικών Αθηνών για την διενέργεια προανάκρισης Πέμπτος (5ος) όροφος (Τμ. Στατιστικής) Γραφ. 510. ΕΙΣΑΓΓΕΛΙΑ ΠΡΩΤΟΔΙΚΩΝ ΑΘΗΝΩΝ Τηλεφωνικό Κέντρο - Πληροφορίες: 210-8625016. Εξωτερική Πύλη - Πληροφορίες: 210-8837532. Φυλάκιο - Πληροφορίες: 2108253643. 87 ΚΤΙΡΙΟ ΔΕΚΑ ΕΞΙ (16) ΥΠΟΓΕΙΟ ΠΛΗΡΟΦΟΡΙΚΗ - ΠΡΟΪΣΤΑΜΕΝΟΣ. ΑΣΤΥΝΟΜΙΚΟΙ ΕΚΤΕΛΕΣΗΣ ΑΠΟΦΑΣΕΩΝ Γραφείο Υ1 τηλ. 210-8256202, 210-8253648 ΕΙΣΑΓΓΕΛΕΑΣ ΕΚΤΕΛΕΣΗΣ ΑΠΟΦΑΣΕΩΝ Γραφείο Υ2 τηλ. 210-8228321 ΠΛΗΡΟΦΟΡΙΚΗ Γραφείο Υ3 τηλ. 210-8256202, 210-8837998 (και Fax) ΓΡΑΜΜΑΤΕΙΑ ΕΚΤΕΛΕΣΗΣ ΑΠΟΦΑΣΕΩΝ – ΠΡΟΪΣΤΑΜΕΝΟΣ Γραφείο Υ4 τηλ. 210-8828627 (και FAX), 210-8828088, 210-8837903, 210-8839092 ΑΣΤΥΝΟΜΙΚΟΙ ΕΚΤΕΛΕΣΗΣ ΑΠΟΦΑΣΕΩΝ Γραφείο Υ4 τηλ. 210-8838291 ΑΣΤΥΝΟΜΙΚΟΙ ΑΠΟΣΤΟΛΗ ΑΠΟΦΑΣΕΩΝ Γραφείο Υ4 τηλ. 210-8853648 COMPUTER ROOM – Πληροφορική Γραφείο Υ4 τηλ. 210 8256202. Επίσης στο υπόγειο του κτιρίου 16: Στην Θυρίδα 1: χορηγείται πιστοποιητικό περί μη διώξεως φυγόποινου, Στις θυρίδες 2 και 3 : γίνεται η εξαγορά ποινών (εκτός κρατουμένων), έκδοση πιστοποιητικών φυγόποινων Στην θυρίδα 4: γίνεται η ενημέρωση φακέλου στους δικηγόρους (ενημέρωση περί τυχόν εκκρεμών ποινικών αποφάσεων εις βάρος κάποιου), κατόπιν ειδικής εξουσιοδοτήσεως και σχετικής αιτήσεως κατά τα ανωτέρω (από 1-102002 απαραίτητος ο Α.Φ.Μ), Στην θυρίδα 5 : Ακυρώσεις, (ωράριο 9:00 πμ - 11:00 πμ) Στην θυρίδα 6: Αντιρρήσεις κατ' άρθρα 497, 471, 472, 564 και 565 ΚΠΔ, Στην θυρίδα 8 : Αναβολές (κατ’ αρθ. 556, 429 ΚΠΔ ΛΟΓΩ ΡΥΘΜΙΣΗΣ ΚΑΙ ΕΞΑΛΕΙΨΗΣ) Στην θυρίδα 9 : Συγχωνεύσεις ποινών Στις θυρίδες 10 και 11 : Φυλακίσεις ( μόνο για κρατούμενους) 88 ΙΣΟΓΕΙΟ ΚΟΙΝΟΠΟΙΗΣΗ ΒΟΥΛΕΥΜΑΤΩΝ, Γραφείο 1. τηλ.210-8828700, 210- 8835201. ΕΙΣΑΓΓΕΛΕΑΣ ΠΟΙΝΙΚΗΣ ΔΙΩΞΗΣ, Γραφείο 2 τηλ. 210-8828855, 210- 8216036 ΠΟΡΕΙΑ ΜΗΝΥΣΕΩΝ - ΠΛΗΡΟΦΟΡΙΕΣ, Γραφείο 3. τηλ. 210-8222890 ΚΑΤΑΧΩΡΙΣΗ ΜΗΝΥΣΕΩΝ, Γραφείο 4 τηλ. 210-8823612. Α. ΠΟΙΝΙΚΗ ΔΙΩΞΗ - ΚΑΤΑΘΕΣΗ ΠΡΟΣΦΥΓΗΣ (κωδ. Α',Β',Γ',Δ') (Προϊστάμενος), Γραφείο 5, τηλ. 210-8837631 (και Fax), τηλ. 210-8220585. ΚΑΤΗΓΟΡΗΤΗΡΙΑ ΑΥΤΟΦΩΡΟΥ ΔΙΑΔΙΚΑΣΙΑΣ, Γραφείο 6. ΣΥΝΟΔΕΙΕΣ – ΠΕΙΣΤΗΡΙΑ, Γραφείο 7 τηλ. 210-8253642 ΓΡΑΜΜΑΤΕΙΑ ΕΙΣΑΓΓΕΛΕΑ ΑΚΡΟΑΣΕΩΝ, Γραφείο 8 τηλ. 210-8829033. ΕΙΣΑΓΓΕΛΕΑΣ ΑΚΡΟΑΣΕΩΝ, Γραφείο ΚΑΤΑΘΕΣΗ ΜΗΝΥΣΕΩΝ, Γραφείο 10 τηλ. 210-8828744. 11 ΑΙΘΟΥΣΑ ΑΣΦΑΛΙΣΤΙΚΩΝ ΜΕΤΡΩΝ, Γραφείο 12 ΠΡΟΣΔΙΟΡΙΣΜΟΣ ΜΟΝΟΜΕΛΟΥΣ – ΠΡΟΪΣΤΑΜΕΝΟΣ, Γραφείο 13 τηλ. 210-8829157, 210-8228758 (και Fax). ΛΙΠΟΜΑΡΤΥΡΙΕΣ ΜΟΝΟΜΕΛΟΥΣ, Γραφείο 14 ΚΛΗΣΕΙΣ ΜΟΝΟΜΕΛΟΥΣ, Γραφείο 15 τηλ. 210-8252327 ΕΠΙΤΑΓΕΣ, Γραφείο 16 ΓΡΑΜΜΑΤΕΙΑ Γ’ ΦΟΡΟΛΟΓΙΚΩΝ και Ζ’ ΜΟΝΟΜΕΛΟΥΣ ΥΠΟΘΕΣΕΩΝ ΑΓΟΡΑΝΟΜΙΚΩΝ (ΜΕΤΑΒΑΤΙΚO & ΜΟΝΟΜΕΛΟΥΣ ΑΧΑΡΝΩΝ), Γραφείο 17 τηλ. 210-8252485 ΔΙΚΑΣΤΙΚΗ ΣΥΝΔΡΟΜΗ, Γραφείο 18. ΠΙΝΑΚΙΑ Β' ΜΟΝΟΜΕΛΟΥΣ ΚΑΙ Α' ΚΑΙ Β' ΑΥΤΟΦΩΡΟΥ ΜΟΝΟΜΕΛΟΥΣ, Γραφείο 19 τηλ. 210-8253641. ΠΙΝΑΚΙΑ Θ' ΚΑΙ Ι' ΤΡΙΜΕΛΟΥΣ, Γραφείο 20 τηλ. 210-8830828. ΠΙΝΑΚΙΑ Δ’ και ΣΤ' ΕΛΕΥΣΙΝΑΣ), Γραφείο ΠΙΝΑΚΙΑ ΜΟΝΟΜΕΛΟΥΣ (ΜΕΤΑΒΑΤΙΚΑ ΜΑΡΑΘΩΝΑ- 21 τηλ. 210-8829089. Α’ ΜΟΝΟΜΕΛΟΥΣ ΚΑΙ Α’ ΑΥΤΟΦΩΡΟΥ (ΜΕΤΑΒΑΤΙΚΑ ΚΡΩΠΙΑΣ-ΛΑΥΡΙΟΥ-ΜΕΓΑΡΩΝ), Γραφείο 22 τηλ. 210-8823615. ΠΑΡΑΤΗΡΗΣΕΙΣ: 89 1) Στα παραπάνω πέντε (17, 19, 20, 21, 22) γραφεία υπάρχουν οι δικογραφίες, που εκδικάζονται τις επόμενες ημέρες στα αντίστοιχα Δικαστήρια και μπορούμε να τις μελετήσουμε και να λάβουμε αντίγραφα. 2) Τα εκθέματα αναρτώνται στο ισόγειο του κτ. 16, αριστερά της εισόδου τα πινάκια του Τριμελούς και δεξιά του Μονομελούς. 1ος ΟΡΟΦΟΣ ΓΡΑΜΜΑΤΕΙΑ ΑΓΟΡΑΝΟΜΙΑΣ – ΠΙΝΑΚΙΟ Α' ΜΟΝΟΜΕΛΟΥΣ ΑΓΟΡΑΝΟΜΙΚΟ – ΠΡΟΪΣΤΑΜΕΝΟΣ, Γραφείο 101 τηλ. 210-8823653 ΕΡΗΜΗΝ ΑΠΟΦΑΣΕΙΣ ΤΡΙΜΕΛΟΥΣ , Γραφείο 102 τηλ. 210-8253831. ΕΡΗΜΗΝ ΑΠΟΦΑΣΕΙΣ ΜΟΝΟΜΕΛΟΥΣ (από το έτος 2001 στο COMPUTER) – ΠΡΟΪΣΤΑΜΕΝΟΣ, Γραφείο 103 τηλ. 210-8828211 ΕΦΕΣΕΙΣ - ΠΡΟΣΦΥΓΕΣ - ΛΙΠΟΜΑΡΤΥΡΙΕΣ ΤΡΙΜΕΛΟΥΣ, Γραφείο 104 τηλ. 210-8841438 Β' ΠΟΙΝΙΚΗ ΔΙΩΞΗ - ΚΑΤΗΓΟΡΗΤΗΡΙΑ – ΠΡΟΪΣΤΑΜΕΝΟΣ, Γραφείο 105 τηλ. 210-8841440 Β' ΠΟΙΝΙΚΗ ΔΙΩΞΗ ΚΑΤΗΓΟΡΗΤΗΡΙΑ - ΚΩΔΙΚΟΙ Ι', ΙΒ’, ΙΓ', ΙΕ’, ΣΤ', Γραφείο 106 τηλ. 210-8828651 Β' ΠΟΙΝΙΚΗ ΔΙΩΞΗ ΚΑΤΗΓΟΡΗΤΗΡΙΑ - ΚΩΔΙΚΟΙ Ε', Ζ, Η', Θ', ΙΑ’, ΙΔ’, Γραφείο 107 τηλ. 210-8828651 ΕΠΙΜΕΛΗΤΕΣ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΩΝ, Γραφεία 108, 109 τηλ. 210-8823658, 210- 8832177 (και Fax). ΥΠΗΡΕΣΙΑ ΕΠΙΜΕΛΗΤΩΝ-ΚΟΙΝΩΝΙΚΗΣ ΑΡΩΓΗΣ, Γραφείο 110 ΑΣΦΑΛΙΣΤΙΚΑ ΤΑΜΕΙΑ – ΠΡΟΪΣΤΑΜΕΝΟΣ, Γραφείο 111 τηλ. 210-8827659 ΑΣΦΑΛΙΣΤΙΚΑ ΤΑΜΕΙΑ - ΠΙΝΑΚΙΟ Ε' ΜΟΝΟΜΕΛΟΥΣ, Γραφείο 112 ΕΙΣΑΓΓΕΛΕΑΣ ΠΡΟΣΔΙΟΡΙΣΜΟΥ, Γραφείο 113 τηλ. 210-8841557 ΓΡΑΜΜΑΤΕΙΑ ΤΡΙΜΕΛΟΥΣ – ΠΛΗΡΟΦΟΡΙΕΣ, Γραφείο114 τηλ. 210- 8827725 ΠΙΝΑΚΙΟ ΙΑ' ΤΡΙΜΕΛΟΥΣ, Γραφείο 115 ΠΡΟΣΔΙΟΡΙΣΜΟΣ ΤΡΙΜΕΛΟΥΣ – ΠΡΟΪΣΤΑΜΕΝΟΣ, Γραφείο116 τηλ. 2108224437 (και φαξ) ΚΛΗΣΕΙΣ ΤΡΙΜΕΛΟΥΣ, Γραφεία 117,118,119,120 ΠΙΝΑΚΙΑ Η', Ζ' ΤΡΙΜΕΛΟΥΣ ΚΑΙ Α' ΑΥΤΟΦΩΡΟΥ ΤΡΙΜΕΛΟΥΣ, Γραφείο 121 τηλ. 210-8831290 90 ΠΙΝΑΚΙΑ Ε’, ΣΤ' ΤΡΙΜΕΛΟΥΣ ΚΑΙ Β' ΑΥΤΟΦΩΡΟΥ ΤΡΙΜΕΛΟΥΣ, Γραφείο 122 τηλ. 210-8841559 ΠΙΝΑΚΙΑ Γ’ ΚΑΙ Δ' ΤΡΙΜΕΛΟΥΣ, Γραφείο 123 τηλ. 210-8835803 ΠΙΝΑΚΙΑ Α’ ΚΑΙ Β' ΤΡΙΜΕΛΟΥΣ Γραφείο 124 τηλ. 210-8833124 Στα γραφεία των πινακίων υπάρχουν οι δικογραφίες, που εκδικάζονται τις επόμενες ημέρες, στα αντίστοιχα Δικαστήρια και μπορούμε να τις μελετήσουμε και να λάβουμε αντίγραφα. Απαραίτητη προϋπόθεση είναι είτε να αναφερόμαστε κατηγορουμένου στην ή δικογραφία, του ως πολιτικώς πληρεξούσιος ενάγοντος, Δικηγόρος αναλόγως του του ποιόν εκπροσωπούμε ή να έχουμε εξουσιοδότηση από τον κατηγορούμενο ή τον πολτικώς ενάγοντα. 2ος ΟΡΟΦΟΣ ΕΙΣΑΓΓΕΛΕΑΣ ΑΝΗΛΙΚΩΝ, Γραφείο 201 τηλ. 210-8827993, 210-8827713 (και Fax) ΓΡΑΜΜΑΤΕΙΑ ΑΝΗΛΙΚΩΝ, Γραφείο 202 τηλ. 210-8839029 (Στο γραφείο αυτό διενεργούνται όλες οι πράξεις, που αφορούν εκδίκαση ποινικής υποθέσεως ανηλίκου) ΑΙΘΟΥΣΑ ΕΙΣΑΓΓΕΛΕΩΝ (Αίθ. Κ. ΑΝΔΡΟΥΛΙΔΑΚΗ), Γραφείο 203 τηλ. 2108821934 ΕΝΩΣΗ ΕΙΣΑΓΓΕΛΕΩΝ – ΒΙΒΛΙΟΘΗΚΗ, Γραφείο 204 τηλ. 210-8222548, 210-8254211 (και Fax) ΕΙΣΑΓΓΕΛΙΚΑ ΓΡΑΦΕΙΑ – ΠΡΟΪΣΤΑΜΕΝΟΣ, Γραφείο 205 τηλ. 210-8827893 ΚΑΤΗΓΟΡΗΤΗΡΙΑ Γραφείο 206 τηλ. 210-8228787 ΕΙΣΑΓΓΕΛΕΑΣ Γραφείο 208 ΕΙΣΑΓΓΕΛΙΚΑ ΓΡΑΦΕΙΑ – ΠΛΗΡΟΦΟΡΙΕΣ, Γραφείο 209 τηλ. 210-8841447 (και φαξ) ΠΡΟΪΣΤΑΜΕΝΟΣ ΕΙΣΑΓΓΕΛΙΑΣ, Γραφείο 210 τηλ. 210-8827657, 2108827057 ΓΡΑΦΕΙΟ ΕΠΙΘΕΩΡΗΤΟΥ (Αίθ. Γ. ΘΕΟΦΑΝΟΠΟΥΛΟΥ), Γραφείο 211 τηλ. 210-8253832 ΕΙΣΑΓΓΕΛΕΑΣ ΔΙΟΙΚΗΤΙΚΟΥ - ΕΣΩΤ. ΥΠΟΘΕΣΕΩΝ ΚΑΙ ΕΝΔΙΚΩΝ ΜΕΣΩΝ, Γραφείο 212 τηλ. 210-8827758 ΓΡΑΦΕΙΟ ΕΠΙΘΕΩΡΗΤΟΥ, Γραφείο 213 91 ΓΡΑΜΜΑΤΕΙΑ ΔΙΕΥΘΥΝΣΗΣ, Γραφείο 214, Τηλ. 210 8827664, 210 8837983 (και Fax) ΔΙΕΥΘΥΝΤΡΙΑ ΓΡΑΜΜΑΤΕΙΑΣ Γραφείο 215 ΔΙΟΙΚΗΤΙΚΟ (ΑΣΦΑΛΙΣΤΙΚΑ ΜΕΤΡΑ ΕΙΣΑΓΓΕΛΕΑ) Γραφείο 217 τηλ. 2108824595 ΑΝΑΚΡΙΤΙΚΟ ΓΡΑΦΕΙΟ Γραφείο 218 τηλ. 210 -8224570 ΠΡΩΤΟΚΟΛΛΟ, Γραφείο 219 τηλ. 210-8827874 ΤΜΗΜΑ ΠΟΙΝΙΚΟΥ ΜΗΤΡΩΟΥ Δέγλερη 2 και Αλεξάνδρας – Αμπελόκηποι (11522) Κτίριο Εφετείου Αθηνών ΕΚΔΟΣΗ ΠΟΙΝΙΚΟΥ ΜΗΤΡΩΟΥ Το ποινικό μητρώο εκδίδεται στην οδό Δέγλερη (Εφετείο Αθηνών, υπόγειο). Τηλ. 210 6400708, 210 6455837, 210 6455892, 210 6464476, 210 64626532, 210 6462849 (και Fax), 210 6463697 (και Fax), 210 6463903. Για όσους έχουν γεννηθεί στο εξωτερικό, στο Υπουργείο Δικαιοσύνης, Μεσογείων αριθμ. 96 (Σχολή Αξιωματικών ΕΛ.ΑΣ), στο ισόγειο, πίσω δεξιά από την κεντρική είσοδο του Υπουργείου Δικαιοσύνης. ΕΚΔΟΣΗ ΜΕΣΩ ΤΗΛΕΦΩΝΟΥ: ΑΠΟ ΤΑ ΚΕΝΤΡΑ ΕΞΥΠΗΡΕΤΗΣΗΣ ΠΟΛΙΤΗ (ΚΕΠ). ΠΑΡΑΛΑΒΗ ΤΗΛΕΓΡΑΦΗΜΑΤΩΝ τηλ 210-8701216 ΘΥΡΙΔΑ τηλ. 210-8701242 ΠΡΟΪΣΤΑΜΕΝΗ τηλ. 210-8701205 ΑΝΑΠΛΗΡΩΤΗΣ ΠΡΟΪΣΤΑΜΕΝΟΣ τηλ. 210-8701207 Γραμματεία Μ.Ο.Δ: κτίριο 8, 1ος όροφος, γραφείο 102. ΤΜΗΜΑΤΑ ΚΑΙ ΑΙΘΟΥΣΕΣ ΣΥΝΕΔΡΙΑΣΕΩΣ ΤΟΥ ΜΟΝΟΜΕΛΟΥΣ ΠΛΗΜΜΕΛΕΙΟΔΙΚΕΙΟΥ ΑΘΗΝΩΝ ΤΜΗΜΑ ΚΤΙΡΙΟ ΑΙΘΟΥΣΑ Α’ ΜΟΝΟΜΕΛΕΣ 2 4 Α’ ΑΥΤΟΦΩΡΟ ΜΟΝΟΜΕΛΕΣ 2 3 Β’ ΜΟΝΟΜΕΛΕΣ 8 1 Β’ ΑΥΤΟΦΩΡΟ ΜΟΝΟΜΕΛΕΣ 2 1 Γ’ ΜΟΝΟΜΕΛΕΣ 9 2 Δ’ ΜΟΝΟΜΕΛΕΣ 9 7 92 Ε’ ΜΟΝΟΜΕΛΕΣ 7 4 ΣΤ’ ΜΟΝΟΜΕΛΕΣ 9 9 ΑΓΟΡΑΝΟΜΙΚΟ 5 4 ΤΜΗΜΑΤΑ ΚΑΙ ΑΙΘΟΥΣΕΣ ΣΥΝΕΔΡΙΑΣΕΩΣ ΤΟΥ ΤΡΙΜΕΛΟΥΣ ΠΛΗΜΜΕΛΕΙΟΔΙΚΕΙΟΥ ΑΘΗΝΩΝ ΤΜΗΜΑ ΚΤΙΡΙΟ ΑΙΘΟΥΣΑ Α’ ΤΡΙΜΕΛΕΣ 9 4 Α’ ΑΥΤΟΦΩΡΟ ΤΡΙΜΕΛΕΣ 9 5 Β’ ΤΡΙΜΜΕΛΕΣ 8 2 Β’ ΑΥΤΟΦΩΡΟ ΤΡΙΜΕΛΕΣ 7 2 Γ’ ΤΡΙΜΕΛΕΣ 7 3 Δ’ ΤΡΙΜΕΛΕΣ 7 1 Ε’ ΤΡΙΜΕΛΕΣ 8 3 ΣΤ’ ΤΡΙΜΕΛΕΣ 9 12 Ζ’ ΤΡΙΜΕΛΕΣ 8 4 Η’ ΤΡΙΜΕΛΕΣ 2 2 Θ’ ΤΡΙΜΕΛΕΣ 12 1 Ι’ ΤΡΙΜΕΛΕΣ 12 4 ΙΑ’ ΤΡΙΜΕΛΕΣ 9 10 ΔΙΑΚΟΠΕΙΣΕΣ ΔΙΚΕΣ ΤΡΙΜΕΛΩΝ ΤΜΗΜΑΤΩΝ ΠΛΗΜΜΕΛΕΙΟΔΙΚΕΙΟΥ ΑΘΗΝΩΝ Με την υπ' αριθμ. 135905 Απόφαση του Υπουργού Δικαιοσύνης (ΦΕΚ Β-2410) ορίσθηκε, ότι από 1.1.2008 οι συνεδριάσεις Α, Β, Γ, Δ, Ε, Ζ, Η, Θ, Ι και ΙΑ Τριμελών Πλημμελειοδικείων Αθηνών, που αφορούν διακοπείσες δίκες, των οποίων η εκδίκαση είχε αρχίσει πριν από τη λήξη του ωραρίου (3.00' μ.μ.) και συνεχίζουν για την επόμενη δικάσιμο, θα πραγματοποιούνται κατά τις ημέρες Δευτέρα - Τετάρτη και Παρασκευή κάθε εβδομάδας, στο κτίριο του ΕΦΕΤΕΙΟΥ ΑΘΗΝΩΝ, (Κυρίλλου Λουκάρεως αρ. 14) στις αίθουσες με στοιχεία 70 Ε και 70 Ζ του πρώτου ορόφου. Διευκρινίζεται, ότι σύμφωνα με την από 27-12-2007 ανακοίνωση του Δικηγορικού Συλλόγου Αθηνών, κατόπιν έγγραφης απάντησης του Υπουργού Δικαιοσύνης μετά από σχετικό ερώτημα του Δ.Σ.Α., οι άνω διακοπείσες δίκες αφορούν υποθέσεις, η εκδίκαση των οποίων άρχισε πριν της 3.00΄ μ.μ. και 93 διεκόπησαν και όχι δίκες που δεν άρχισαν εντός του ωραρίου λειτουργίας των δικαστηρίων και για τις οποίες ισχύει η απόφαση της Ολομέλειας των Δικηγορικών Συλλόγων της χώρας, σύμφωνα με την οποία σε υποθέσεις αρμοδιότητας Μονομελούς και Τριμελούς Πλημμελειοδικείου, οι Δικηγόροι απέχουν στις μετά από διακοπή συνεδριάσεις εκτός των υποθέσεων των οποίων επίκειται παραγραφή. Ωράριο συνεδριάσεως : Την χειμερινή περίοδο, από 09:00 π.μ. έως 15:00 μ.μ., λόγω της τηρήσεως ωραρίου από τους Γραμματείς της έδρας. Την θερινή περίοδο, από 09:00 π.μ. έως 14:30 μ.μ., λόγω της τηρήσεως ωραρίου από τους Γραμματείς της έδρας. ‘Οσες υποθέσεις δεν εκδικασθούν μέχρι την κατά τα άνω τήρηση του ωραρίου από τους Γραμματείς, αναβάλλονται σε άλλη δικάσιμο. Στα αυτόφωρα Δικαστήρια δεν τηρείται ωράριο από τους Γραμματείς. Αυτά συνεδριάζουν συνεχώς μέχρι να τελειώσει το τακτικό πινάκιο, αλλά και το πινάκιο, που αφορά τις αυτόφωρες υποθέσεις, οι οποίες εισήχθησαν για πρώτη φορά στο ακροατήριο. Στα Β’ Αυτόφωρα Μονομελές και Τριμελές Πλημμελειοδικείο Αθηνών δικάζονται οι κατ’ εξοχήν υποθέσεις αυτοφώρου διαδικασίας. Στο Α’ Αυτόφωρο Τριμελές εισάγονται, πλην των συνήθων υποθέσεών του, και οι συγχωνεύσεις, οι αιτήσεις ακυρώσεως διαδικασίας και ακυρώσεως αποφάσεως, οι αιτήσεις αναστολής εκτελέσεως κλπ. ΕΦΕΤΕΙΟ ΑΘΗΝΩΝ - ΕΙΣΑΓΓΕΛΙΑ ΕΦΕΤΩΝ ΑΘΗΝΩΝ ( Γραφεία και Υπηρεσίες ανά όροφο για ποινικές υποθέσεις) Τηλεφωνικό κέντρο : 210 6404000 Λουκάρεως αριθμ. 14, Αθήνα 7ος ΟΡΟΦΟΣ ΕΠΙΘΕΩΡΗΤΗΣ ΑΡΕΟΠΑΓΙΤΗΣ: Γραφείο 1335. Τηλ. 210-6404212. ΠΡΟΙΣΤΑΜΕΝΟΣ ΔΙΕΥΘΥΝΣΗΣ ΓΡΑΜΜΑΤΕΙΑΣ: Γραφείο 1346. Τηλ. 21094 6404144. ΠΡΩΤΟΚΟΛΛΟ: Γραφείο 1345. Τηλ. 210-6404144. ΑΝΑΡΤΗΣΗ ΠΙΝΑΚΩΝ ΣΥΝΘΕΣΕΩΣ ΠΟΙΝΙΚΩΝ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΩΝ: Κοντά στο Γραφείο 1348. Για τις συνθέσεις παρέχονται πληροφορίες και μέσω της ιστοσελίδας του Εφετείου Αθηνών : www.efeteioathinon.gr. 6ος ΟΡΟΦΟΣ ΠΡΟΙΣΤΑΜΕΝΟΣ ΕΙΣΑΓΓΕΛΙΑΣ ΕΦΕΤΩΝ: Πέμπτος (5ος) 'Οροφος Γραφείο 1140 τηλ 210 6404174. ΓΡΑΜΜΑΤΕΙΣ ΕΔΡΑΣ ΠΟΙΝΙΚΩΝ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΩΝ ΤΟΥ ΕΦΕΤΕΙΟΥ: Γραφεία: 1211, 1212, 1213, 1214, 1216, 1220, 1221, 1222, 1225, 1226, 1227, 1228, 1229, 1230, 1231, 1232, 1233, 1234 και 1235. Δίπλα στο γραφείο 1221 αριστερά αναρτώνται σε πίνακα οι υπηρεσίων των Γραματέων έδρας των Ποινικών Τμημάτων του Εφετείου. ΠΛΗΡΩΜΗ ΠΟΙΝΩΝ: Γραφείο 1218, ΔΗΜΟΣΙΟ ΤΑΜΕΙΟ (ΕΦΟΡΙΑ): γραφείο 1219. Στο Γραφείο αυτό εξαγοράζονται οι ποινές, καταβάλλονται τα δικαστικά έξοδα των ποινικών αποφάσεων, επιστρέφονται τα χρήματα, ύστερα από αμετάκλητη αθωωτική ποινική απόφαση, αφού τηρηθεί η σχετική διαδικασία. ΠΡΟΪΣΤΑΜΕΝΟΣ ΠΟΙΝΙΚΟΥ ΤΜΗΜΑΤΟΣ: Γραφείο 1223. τηλ. 210- 6404152. ΠΟΙΝΙΚΟ ΤΜΗΜΑ ΕΚΚΑΘΑΡΙΣΗΣ ΤΩΝ ΔΗΜΟΣΙΕΥΣΗΣ ΠΟΙΝΩΝ: ΠΟΙΝΙΚΩΝ Γραφείο 1215. ΑΠΟΦΑΣΕΩΝ Στο Γραφείο ΚΑΙ αυτό δημοσιεύονται οι ποινικές αποφάσεις του Τριμελούς Εφετείου Πλημμελημάτων, του Τριμελούς Εφετείου Κακουργημάτων και του Πενταμελούς Εφετείου και Μ.Ο.Ε. Υπάρχουν τα πρόσφατα ευρετήρια των αποφάσεων. Τηλ. 2106404464-7. Στο Γραφείο αυτό επίσης υπάρχουν: α. Βιβλία (ευρετήρια) δημοσίευσης ποινικών αποφάσεων των ετών 2007 και 2008. β. Ειδικά βιβλία καταχώρισης ετών 2006, 2007 και 2008, όταν καθαρογράφονται και θεωρούνται οι αποφάσεις (πορεία ποινικών αποφάσεων). Στο ίδιο ως άνω Γραφείο: Κατατίθενται τα ένδικα μέσα. Τηρούνται βιβλία 95 ενδίκων μέσων και χορηγείται πιστοποιητικό περί ασκήσεως ή μη ενδίκων μέσων. 5ος ΟΡΟΦΟΣ ΤΜΗΜΑ ΒΟΥΛΕΥΜΑΤΩΝ: Γραφεία 1132, 1133. τηλ. 210 6404576, 210 6404577, 210 6404578, 210 6404579 Στο Γραφείο αυτό: α. Τηρούνται τα βιβλία δημοσίευσης των βουλευμάτων του Συμβουλίου Εφετών. β. Κατατίθεται η αίτηση αναιρέσεως κατά βουλεύματος του Συμβουλίου Εφετών. γ. Κατατίθενται οι Διατάξεις του Προέδρου Εφετών. δ. Υποβάλλεται η πρόταση του Εισαγγελέως, πριν το βούλευμα. ε Δημοσιεύονται όλα τα βουλεύματα του Συμβουλίου Εφετών, στ. Διεξάγεται η διαδικασία για την έκδοση εκζητουμένων αλλοδαπών. ζ. Πραγματοποιείται η διαδικασία για την απόδοση της εγγυήσεως ή των κατασχεθέντων, που διατάσσονται με ΒΟΥΛΕΥΜΑ. Για την απόδοση της εγγυήσεως ή των κατασχεθέντων, που διατάσσονται ΜΕ ΒΟΥΛΕΥΜΑ, απαιτούνται: α. Δύο (2) επικυρωμένα αποσπάσματα του σχετικού βουλεύματος. β. Πιστοποιητικά αμετακλήτου του βουλεύματος, που λαμβάνονται από το παραπάνω γραφείο και από το αρμόδιο γραφείο του Αρείου Πάγου. γ. 'Εγγραφο της άνω υπηρεσίας προς τον Εισαγγελέα Εφετών, προκειμένου να δοθεί η σχετική εντολή για απόδοση της κατασχεθέντων. Το έγγραφο κατατιθεται στο εγγυήσεως ή την άρση των γραφείο 1026 του Εφετείου Αθηνών, στον τέταρτο (4ο) όροφο, από την οδό Λουκάρεως. Σε περίπτωση βουλεύματος του Συμβουλίου Εφετών, που αντικαθιστά την προσωρινή κράτηση με την καταβολή εγγυοδοσίας, απαιτούνται: α. Τρία (3) επικυρωμένα αποσπάσματα του σχετικού βουλεύματος. 96 β. Κατάθεση του ορισθέντος ποσού στο Ταμείο Παρακαταθηκών και Δανείων Αθηνών. γ. Προσκόμιση του σχετικού γραμματίου παρακαταθήκης στην πρώην Σχολή Ευελπίδων, στο Κτίριο εννέα (9), Γραφείο 124 και σύνταξη σχετικής εκθέσεως εγγυοδοσίας. δ. 'Εγγραφο από το παραπάνω γραφείο προς τον Εισαγγελέα Εφετών, προκειμένου να δοθεί η σχετική εντολή για αποφυλάκιση. Το έγγραφο κατατίθεται στο γραφείο 1026 του Εφετείου Αθηνών, στον τέταρτο (4ο) όροφο, από την οδό Λουκάρεως. ΠΡΟΪΣΤΑΜΕΝΟΣ ΒΟΥΛΕΥΜΑΤΩΝ: Γραφείο 1133. τηλ. 210 6404157 ΚΑΘΑΡΟΓΡΑΦΗ 6404580, 210 ΒΟΥΛΕΥΜΑΤΩΝ: Γραφεία: 1135 (τηλ. 210 6404581) 1136 (τηλ. 210 6404582, 10 6404583) 1137 (τηλ. 210 6404584, 210 6404585) ΠΙΝΑΚΕΣ ΕΚΚΡΕΜΟΤΗΤΩΝ ΕΙΣΑΓΓΕΛΙΩΝ ΠΕΡΙΦΕΡΕΙΑΣ ΕΦΕΤΕΙΟΥ ΑΘΗΝΩΝ: Γραφείο 1138 τηλ. 210 6404589 ΓΡΑΜΜΑΤΕΙΑ ΕΙΣΑΓΓΕΛΙΑΣ ΕΦΕΤΩΝ ΑΘΗΝΩΝ: Γραφείο 1139 τηλ. 210 6404173 Στο γραφείο αυτό: - Γίνεται η μηνιαία κλήρωση για την υπηρεσία των Εισαγγελικών Λειτουργών. - Ορίζεται ο Εισαγγελέας για την διενέργεια των εξετάσεων ασκούμενων Δικηγόρων, Συμβολαιογράφων και Δικαστικών Επιμελητών. ΠΡΟΪΣΤΑΜΕΝΟΣ ΕΙΣΑΓΓΕΛΙΑΣ ΕΦΕΤΩΝ ΑΘΗΝΩΝ: Γραφείο 1140 ΠΡΟΪΣΤΑΜΕΝΟΣ ΓΡΑΜΜΑΤΕΙΑΣ ΕΙΣΑΓΓΕΛΙΑΣ ΕΦΕΤΩΝ ΑΘΗΝΩΝ: Γραφείο 1141 τηλ. 210 6404172 ΑΣΚΗΣΗ ΕΝΔΙΚΩΝ ΜΕΣΩΝ ΑΠΟ ΕΙΣΑΓΓΕΛΕΑ ΕΦΕΤΩΝ: Γραφείο 1142. τηλ. 210 6404590 Στο γραφείο αυτό: - Κατατίθενται και διεκπεραιώνονται αιτήσεις από τους ενδιαφερόμενους, προκειμένου ο Εισαγγελέας Εφετών να ασκήσει ένδικα μέσα (έφεση 97 αναίρεση) κατά αποφάσεων και βουλευμάτων των Δικαστηρίων Αθηνών και της περιφέρειας του Εφετείου Αθηνών. - Διεκπεραιώνονται οι δικογραφίες βουλευμάτων κατά Δικηγόρων, Συμβολαιογράφων, Δικαστικών Επιμελητών, δικαστικών υπαλλήλων κ.λ.π. 4ος ΟΡΟΦΟΣ ΠΡΟΣΔΙΟΡΙΣΜΟΣ - ΕΥΡΕΤΗΡΙΑ ΕΦΕΣΕΩΝ ΚΑΤΑ ΑΠΟΦΑΣΕΩΝ ΤΡΙΜΕΛΟΥΣ ΠΛΗΜΜΕΛΕΙΟΔΙΚΕΙΟΥ ΑΠΟ ΤΟ ΕΤΟΣ 1990 ΕΩΣ ΚΑΙ ΤΟ 2000: Γραφείο 1002. Στο γραφείο αυτό υπάρχουν: α. Τα βιβλία (ευρετήρια) εφέσεων από το 1990 και μέχρι το έτος 2000. β. Τα Προσδιορισμός των αντιμωλία βιβλία προσδιορισμού των εφέσεων. και ερήμην ποινικών υποθέσεων. γ. Διακι- νούνται οι δικογραφίες ύστερα από αναιρετική απόφαση του Αρείου Πάγου, κατά αποφάσεως του Τριμελούς Εφετείου (πλημμελημάτων). δ. Αιτήσεις για συμπλήρωση ή διόρθωση αποφάσεων (άρθρο 145 ΚΠΔ). ε. Γίνονται οι ενέργειες δήμευσης. στ. Γίνονται οι ενέργειες απόδοσης των κατασχεθέντων, που διετάχθη με απόφαση του Τριμελούς Εφετείου (Πλημμελημάτων). ζ. Γίνονται οι ενέργειες για απόδοση της εγγυήσεως, που διετάχθη από το Τριμελές Εφετείο (Πλημμελημάτων). η. Διαβιβάζονται οι ποινικές αναιρέσεις και χορηγούνται τα σχετικά πιστοποιητικά. Τηλ. 210 6404596, 210 6404597. ΓΙΑ ΑΠΟΔΟΣΗ ΚΑΤΑΣΧΕΘΕΝΤΩΝ ΑΠΑΙΤΟΥΝΤΑΙ: α. Αίτηση προς τον Εισαγγελέα Εφετών. β. Δύο (2) επικυρωμένα αντίγραφα της σχετικής απόφασης, που διατάσσει την απόδοση. γ. Πιστοποιητικά αμετακλήτου της απόφασης από το Εφετείο και τον 'Αρειο Πάγο και δ. Επικυρωμένο αντίγραφο της έκθεσης κατασχέσεως, που λαμβάνεται από την δικογραφία. ΓΙΑ ΑΠΟΔΟΣΗ ΤΗΣ ΕΓΓΥΗΣΕΩΣ ΑΠΑΙΤΟΥΝΤΑΙ: α. Αίτηση προς τον Εισαγγελέα Εφετών. β. Δύο (2) επικυρωμένα αντίγραφα της σχετικής απόφασης, που διατάσσει την απόδοση. γ. Πιστοποιητικά αμετακλήτου της απόφασης από το Εφετείο και τον 'Αρειο Πάγο. δ. Βεβαίωση από το Τμήμα εκκαθάρισης, ότι έχουν πληρωθεί τα τυχόν δικαστικά έξοδα και ε. Αναφορά του Γραμματέα του Εφετείου. ..........................Τηλ. 210-6404603, 210- 6404604. ΚΙΝΗΣΗ ΔΙΚΟΓΡΑΦΙΩΝ ΠΛΗΜΜΕΛΗΜΑΤΩΝ - ΑΝΑΒΛΗΤΙΚΕΣ ΔΙΚΟΓΡΑ98 ΦΙΕΣ. ΚΑΤΑΘΕΣΗ ΑΙΤΗΣΕΩΝ ΑΝΑΣΤΟΛΩΝ ΑΠΟΦΑΣΕΩΝ ΕΠΙ ΠΛΗΜΜΕΛΗΜΑΤΩΝ: Γραφεία: 1003 - 1004. Είσοδος από 1003. Για τις ανυποστήρικτες: Για 210-6404600-1. τις αναβλητικές δικογραφίες και αναστολών: 210-6404602. Στο γραφείο αυτό: α. Υπάρχουν όλες οι ποινικές δικογραφίες, πλην της τρέχουσας περίπου εβδομάδος. β. Υποβάλλονται αιτήσεις αναστολής αποφάσεως Χορηγείται των Τριμελών Εφετείων πιστοποιητικό, ότι κάποιος δικάζεται σε (Πλημμελημάτων). συγκεκριμένη γ. δικάσιμο και για συγκεκριμένα αδικήματα. δ. Υπάρχουν οι δικογραφίες των ανυποστήρικτων εφέσεων. ΠΛΗΡΟΦΟΡΙΕΣ ΓΙΑ ΠΡΟΣΔΙΟΡΙΣΜΟ ΕΦΕΣΕΩΝ ΚΑΤΑ ΑΠΟΦΑΣΕΩΝ ΤΡΙΜΕΛΩΝ ΠΛΗΜΜΕΛΕΙΟΔΙΚΕΙΩΝ: Γραφεία 1005 και 1006. Στα γραφεία αυτά παρέχονται, με σχετική εξουσιοδότηση, πληροφορίες, μέσω ηλεκτρονικού υπολογιστή, για τον προσδιορισμό εφέσεων κατά αποφάσεων Τριμελών Πλημμελημάτων, με το όνομα του κατηγορουμένου εκκαλούντος ή τον αριθμό της πρωτόδικης απόφασης. Στο γραφείο 1005 γίνεται η επεξαργασία και καταχώριση σχετικών πληροφορώντων ποινικών δικογραφιών σε ηλεκτρονικό υπολογιστή. Στο Γραφείο 1006 αρχειοθετούνται οι ποινικές υποθέσεις. ΚΑΤΗΓΟΡΗΤΗΡΙΑ - ΠΡΟΣΦΥΓΕΣ ΕΙΔΙΚΩΝ ΔΩΣΙΔΙΚΙΩΝ (Κατά Δικηγόρων, Συμβολαιογράφων κ.λ.π): Γραφείο 1007. ΠΡΟΪΣΤΑΜΕΝΟΣ ΤΜΗΜΑΤΟΣ ΤΡΙΜΕΛΟΥΣ ΕΦΕΤΕΙΟΥ ΠΛΗΜΜΕΛΗΜΑΤΩΝ: Γραφείο 1008 Τηλ. 210-6404274. ΠΙΝΑΚΙΑ ΤΡΙΜΕΛΟΥΣ ΠΛΗΜΜΕΛΗΜΑΤΩΝ ΚΑΙ ΜΕΛΕΤΗ ΤΩΝ ΣΧΕΤΙΚΩΝ ΔΙΚΟΓΡΑΦΙΩΝ: Γραφείο 1009. Στο γραφείο αυτό υπάρχουν τα πινάκια και οι δικογραφίες, που εκδικάζονται την τρέχουσα εβδομάδα. Με αίτησή μας μπορούμε να λάβουμε αντίγραφα. Τηλ. 210-6404609 - 12. ΑΝΤΕΙΣΑΓΓΕΛΕΙΣ ΕΚΤΕΛΕΣΗΣ ΠΟΙΝΩΝ: Γραφείο 1010. ΤΜΗΜΑ ΕΚΤΕΛΕΣΗΣ ΠΟΙΝΩΝ: Γραφείο 1011 - 1012. Τηλ. 210-6404208. 99 ΕΚΤΕΛΕΣΗ ΑΠΟΦΑΣΕΩΝ πλημμελήματα), 1013 - ΤΜΗΜΑ ΧΑΡΙΤΩΝ: Γραφείο 1015 (για (για κακουργήματα, Πενταμελές, Μ.Ο.Δ, Μ.Ο.Ε). Κατατίθενται και γίνεται η διαδικασία για την εισαγωγή: α. αιτήσεων ακυρώσεως β. αιτήσεων συγχωνεύσεως, αιτήσεων αναστολών, σύμφωνα με το άρθρο 471 παρ. 2 Κ.Π.Δ. Ακόμη, γίνεται η διαδικασία για την ανάκληση χορηγηθεισών αναστολών εκτελέσεως ή αποφάσεων, που διατάσσουν την υφ' όρον απόλυση του κατηγορουμένου, τηλ. και φαξ 210-6404817 (γρ. 1015), 2106404615 (γρ. 1013). Στο γραφείο 1013 χορηγείται πιστοποιητικό ότι κάποιος διώκεται ή δεν διώκεται για κακούργημα. ΠΙΝΑΚΙΑ ΤΡΙΜΕΛΟΥΣ ΕΦΕΤΕΙΟΥ ΚΑΚΟΥΡΓΗΜΑΤΩΝ: Γραφείο 1016. Στο γραφείο αυτό υπάρχουν οι σχετικές δικογραφίες των δύο τελευταίων εβδομάδων και λαμβάνονται αντίγραφά τους. Αναρτώνται τα πινάκια Τηλ. 210 6404618. ΚΑΤΗΓΟΡΗΤΗΡΙΑ ΣΤΕΙΕΣ ΤΡΙΜΕΛΟΥΣ ΕΦΕΤΕΙΟΥ ΚΑΚΟΥΡΓΗΜΑΤΩΝ ΝΑΡΚΩΤΙΚΑ): Γραφείο 1017 Στο γραφείο αυτό υπάρχουν (ΛΗοι δικογραφίες, που εισάγονται με απευθείας κλήση, μέχρι το στάδιο του προσδιορισμού, τηλ. 210-6404176. ΠΛΗΡΟΦΟΡΙΕΣ ΓΙΑ ΠΟΡΕΙΑ ΤΩΝ ΔΙΚΟΓΡΑΦΙΩΝ ΚΑΚΟΥΡΓΗΜΑΤΩΝ. ΚΑΘΑΡΟΓΡΑΦΗ ΚΛΗΤΗΡΙΩΝ ΘΕΣΠΙΣΜΑΤΩΝ ΓΙΑ ΚΑΚΟΥΡΓΗΜΑΤΑ: Γραφείο 1018, Τηλ. 210-6404620. ΠΡΟΣΔΙΟΡΙΣΜΟΣ ΤΡΙΜΕΛΟΥΣ ΚΑΚΟΥΡΓΗΜΑΤΩΝ: Γραφεία 1019, 1020. Στο γραφείο αυτό υπάρχουν τα βιβλία (ευρετήρια) των αποφάσεων του Τριμελούς Κακουργημάτων (αλφαβητικά και με την ημέρα της δικασίμου). Χορηγούνται αντίγραφα των δικογραφιών (όχι προ δέκα (10) ημερών από τη δικάσιμο). Κατατίθενται αιτήσεις για προτιμήσεις για εκδίκαση της σχετικής υπόθεσης και χορηγούνται πιστοποιητικά προσδιορισμού της υπόθεσης. ΕΙΣΑΓΓΕΛΕΑΣ ΥΠΗΡΕΣΙΑΣ: Γραφείο 1031. ΠΙΝΑΚΙΑ ΠΕΝΤΑΜΕΛΟΥΣ ΕΦΕΤΕΙΟΥ: Γραφείο 1036, 1037. Στο γραφείο αυτό: α. υπάρχουν οι δικογραφίες του πενταμελούς Εφετείου Κακουργημάτων. 100 β. Μελετώνται οι δικογραφίες και λαμβάνονται αντίγραφα, γ. Κατατίθενται αιτήσεις αναστολής (άρθρο 497 Κ.Π.Δ), κατά αποφάσεων του Τριμελούς Εφετείου Κακουργημάτων.δ. υπάρχουν τα βιβλία (ευρετήρια εφέσεων) κατά αποφάσεων του Τριμελούς Εφετείου Κακουργημάτων και του Τριμελούς Εφετείου, που δικάζει υποθέσεις ειδικής δωσιδικίας (κατά Δικηγόρων, Συμβολαιογράφων κ.λ.π) Τηλ. 210-6404192, 210-6404193, 210-6404638. ΤΜΗΜΑ ΠΡΩΤΟΔΙΚΩΝ ΠΑΡΑΠΕΜΠΤΙΚΩΝ ΒΟΥΛΕΥΜΑΤΩΝ ΚΑΙ ΠΡΟΣΦΥΓΩΝ. Γραφείo 1029. Στo γραφείo αυτό χορηγείται πιστοποιητικό μη διώξεως. Διαβιβάζονται τα παραπεμπτικά πρωτόδικα βουλεύματα και υπάρχουν τα σχετικά βιβλία, από τα οποία παρακολουθούμε την πορεία της υπόθεσης. Διαβιβάζονται οι διατάξεις του Εισαγγελέως Πρωτοδικών και οι προσφυγές κατά τα άρθρα 322 και 48 ΚΠοιν.Δ. ΤΜΗΜΑ ΒΟΥΛΕΥΜΑΤΩΝ : Γραφεία 1026-1027. Στα γραφεία κατατίθενται οι προτάσεις των Εισαγγελέων, για όλες τις υποθέσεις, πριν την έκδοση σχετικού βουλεύματος. Οι προτάσες παραμένουν στα γραφεία αυτά κατά τον προβλεπόμενο εκ του νόμου χρόνο, προκειμένου ο κατηγορούμενος να λάβει γνώση τους, εφόσον το έχει ζητήσει νομίμως. 3ος ΟΡΟΦΟΣ ΓΡΑΦΕΙΟ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΥ ΣΥΛΛΟΓΟΥ ΑΘΗΝΩΝ. (Προεισπράξεις, 'Ενσημα). Τηλ. 210 6450729, 210 6450692. Fax: 210 6450741. ΠΛΗΡΟΦΟΡΙΕΣ ΓΙΑ ΠΙΝΑΚΙΑ ΠΟΙΝΙΚΩΝ ΥΠΟΘΕΣΕΩΝ, τη΄λ. 210-6450692. ΓΡΑΦΕΙΟ ΠΡΟΕΔΡΟΥ Δ.Σ.Α. ΓΡΑΦΕΙΟ ΣΥΜΒΟΥΛΩΝ Δ.Σ.Α. ΓΡΑΦΕΙΟ ΕΞΩΔΙΚΗΣ ΕΠΙΛΥΣΗΣ ΔΙΑΦΟΡΩΝ. ΒΙΒΛΙΟΘΗΚΗ Δ.Σ.Α. ΤΗΛΕΜΑΤΙΚΗ Δ.Σ.Α. ΓΡΑΦΕΙΟ ΕΚΠΑΙΔΕΥΤΩΝ Κ.Ε.Κ Δ.Σ.Α. ΑΙΘΟΥΣΕΣ ΔΙΔΑΣΚΑΛΙΑΣ Κ.Ε.Κ Δ.Σ.Α (ΔΕΝ ΥΠΑΡΧΕΙ Κ.Ε.Κ) 3ος ΟΡΟΦΟΣ, ΕΙΣΟΔΟΣ ΑΠΟ ΤΗΝ ΟΔΟ ΔΕΓΛΕΡΗ ΑΡΧΕΙΟ ΠΟΙΝΙΚΩΝ ΑΠΟΦΑΣΕΩΝ ΤΟΥ ΕΦΕΤΕΙΟΥ ΑΘΗΝΩΝ. Υπάρχουν και χορηγούνται αντίγραφα, ποινικών αποφάσεων από το έτος 1981 και ποινικών δικογραφιών από το έτος 1995. ΚΛΗΣΕΙΣ ΤΡΙΜΕΛΟΥΣ ΕΦΕΤΕΙΟΥ ΚΑΚΟΥΡΓΗΜΑΤΩΝ. Γραφείο 922. 101 1ος ΟΡΟΦΟΣ : Γραμματεία ΜΟΕ, τηλ. 2106404232 ΠΟΙΝΙΚΑ ΤΜΗΜΑΤΑ ΤΟΥ ΕΦΕΤΕΙΟΥ ΚΑΙ ΑΙΘΟΥΣΕΣ ΣΥΝΕΔΡΙΑΣΕΩΣ 'Ωρα 09:00 π.μ Δεύτερος (2ος Οροφος) ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΑΙΘΟΥΣΑ Α' ΤΡΙΜΕΛΕΣ ΠΛΗΜΜΕΛΗΜΑΤΩΝ Δ.80Α Β' ΤΡΙΜΕΛΕΣ ΠΛΗΜΜΕΛΗΜΑΤΩΝ Δ.80Β Γ' ΤΡΙΜΕΛΕΣ ΠΛΗΜΜΕΛΗΜΑΤΩΝ Δ.80Γ Δ' ΤΡΙΜΕΛΕΣ ΠΛΗΜΜΕΛΗΜΑΤΩΝ Δ.80Δ Ε' ΤΡΙΜΕΛΕΣ ΠΛΗΜΜΕΛΗΜΑΤΩΝ Δ.80Ε ΣΤ' ΤΡΙΜΕΛΕΣ ΠΛΗΜΜΕΛΗΜΑΤΩΝ Δ.80ΣΤ 'Ωρα 09:00 π.μ Τέταρτος (4ος 'Οροφος) ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΑΙΘΟΥΣΑ Α' ΤΡΙΜΕΛΕΣ ΚΑΚΟΥΡΓΗΜΑΤΩΝ Δ.100Β, Αίθουσα Διάσκεψης Δ.1044 Β' ΤΡΙΜΕΛΕΣ ΚΑΚΟΥΡΓΗΜΑΤΩΝ Δ.100Γ, Αίθουσα Διάσκεψης Δ.1041 Γ' ΤΡΙΜΕΛΕΣ ΚΑΚΟΥΡΓΗΜΑΤΩΝ Δ.100Δ, Αίθουσα Διάσκεψης Δ.1042 ΚΟΡΥΔΑΛΛΟΥ Δ.100Δ, Αίθουσα Διάσκεψης Δ.1042 Α' ΜΙΚΤΟ ΟΡΚΩΤΟ ΕΦΕΤΕΙΟ (Μ.Ο.Ε) Δ.120Α Β' ΜΙΚΤΟ ΟΡΚΩΤΟ ΕΦΕΤΕΙΟ (Μ.Ο.Ε) Δ.120Β Α' ΠΕΝΤΑΜΕΛΕΣ ΕΦΕΤΕΙΟ Δ.120Γ Β' ΠΕΝΤΑΜΕΛΕΣ ΕΦΕΤΕΙΟ Δ.120Δ ΠΕΝΤΑΜΕΛΕΣ ΑΝΑΣΤΟΛΩΝ Δ.120Δ Αίθουσα Διάσκεψης: Δ.1238 102 Εάν την ίδια ημέρα συνεδριάζει το Β' ΠΕΝΤΑΜΕΛΕΣ ΕΦΕΤΕΙΟ και το ΠΕΝΤΑΜΕΛΕΣ ΑΝΑΣΤΟΛΩΝ, το Β' ΠΕΝΤΑΜΕΛΕΣ συνεδριάζει στην αίθουσα Δ.120Δ και το ΠΕΝΤΑΜΕΛΕΣ ΑΝΑΣΤΟΛΩΝ στην αίθουσα Δ.100Α, στον τέταρτο (4ο) όροφο και η διάσκεψη γίνεται στην αίθουσα Δ.1045. ΠΡΟΣΟΧΗ : Στα ποινικα τμήματα του Εφετείου Αθηνών δεν αναβάλλονται οι υποθέσεις, οι οποίες δεν εκδικασθούν μέχρι την λήξη του ωραρίου των Γραμματέων, αλλά διακόπτεται η συνεδρίαση για άλλη δικάσιμο. Σε περίπτωση δεύτερης διακοπής, σύμφωνα με απόφαση της Ολομέλειας των Δικηγορικών Συλλόγων της χώρας, σε υποθέσεις αρμοδιότητας Εφετείου (Πλημμελημάτων ή Κακουργημάτων), οι Δικηγόροι απέχουν στις μετά από διακοπή συνεδριάσεις, εκτός των υποθέσεων των οποίων επίκειται παραγραφή, οπότε η υπόθεση θα αναβληθεί για άλλη δικάσιμο. ΑΡΕΙΟΣ ΠΑΓΟΣ (Γραφεία και Υπηρεσίες για ποινικές υποθέσεις) Λεωφ. Αλεξάνδρας αριθμ. 121 FAX: 210 6433799 ΕΙΣΑΓΓΕΛΙΑ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ FAX: 210 6411523 - 210 6457903 ΠΙΣΤΟΠΟΙΗΤΙΚΟ ΑΜΕΤΑΚΛΗΤΟΥ ΑΘΩΩΤΙΚΗΣ ΠΟΙΝΙΚΗΣ ΑΠΟΦΑΣΕΩΣ: Γραφείο 209. ΠΙΣΤΟΠΟΙΗΤΙΚΟ ΑΜΕΤΑΚΛΗΤΟΥ ΚΑΤΑΔΙΚΑΣΤΙΚΗΣ ΑΠΟΦΑΣΕΩΣ: Γραφείο 421. ΠΙΣΤΟΠΟΙΗΤΙΚΟ ΑΝΥΠΟΣΤΗΡΙΚΤΩΝ - ΑΠΑΡΑΔΕΚΤΩΝ ΑΝΑΙΡΕΣΕΩΝ. ΟΡΙΣΤΙΚΗΣ ΠΑΥΣΗΣ ΠΟΙΝΙΚΗΣ ΔΙΩΞΗΣ ΚΑΙ ΑΤΙΜΩΡΗΤΩΝ: Γραφείο 209. ΠΙΣΤΟΠΟΙΗΤΙΚΟ ΑΜΕΤΑΚΛΗΤΟΥ ΚΑΤΑΔΙΚΑΣΤΙΚΗΣ ΑΠΟΦΑΣΕΩΣ: Γραφείο 421. ΠΙΣΤΟΠΟΙΗΤΙΚΟ ΑΜΕΤΑΚΛΗΤΟΥ ΒΟΥΛΕΥΜΑΤΩΝ: Γραφείο 209. ΑΝΤΙΓΡΑΦΑ ΠΟΙΝΙΚΩΝ ΑΠΟΦΑΣΕΩΝ - ΑΠΟΓΡΑΦΟ ΠΟΙΝΙΚΗΣ ΑΠΟΦΑΣΕΩΣ ΓΙΑ ΤΟΝ ΠΟΛΙΤΙΚΩΣ ΕΝΑΓΟΝΤΑ: Γραφείο 209. ΕΥΡΕΤΗΡΙΟ ΑΝΑΙΡΕΣΕΩΝ ΕΠΙ ΠΟΙΝΙΚΩΝ ΥΠΟΘΕΣΕΩΝ ΑΠΟ ΤΟΝ ΕΙ103 ΣΑΓΓΕΛΕΑ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ: Γραφείο 209. ΕΥΡΕΤΗΡΙΑ ΒΟΥΛΕΥΜΑΤΩΝ - ΠΟΙΝΙΚΩΝ ΑΠΟΦΑΣΕΩΝ: Γραφείο 421. ΕΥΡΕΤΗΡΙΟ ΔΗΜΟΣΙΕΥΣΕΩΣ ΠΟΙΝΙΚΩΝ ΑΠΟΦΑΣΕΩΝ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ: Γραφείο 209. ΠΟΙΝΙΚΑ ΤΜΗΜΑΤΑ ΚΑΙ ΗΜΕΡΕΣ ΣΥΝΕΔΡΙΑΣΕΩΣ ΤΟΥΣ: Ε' ΤΜΗΜΑ : Ημέρα Παρασκευή ΣΤ' ΤΜΗΜΑ : Ημέρα Τρίτη Ζ’ ΤΜΗΜΑ: Ημέρα Τετάρτη Ωρες συνεδράσεως : 09:30 ΓΡΑΜΜΑΤΕΙΣ ΕΔΡΑΣ (δεύτερος όροφος) Ε’, Γραφείο 208, τηλ. 210 6419127 ΣΤ’, Γραφείο 202, τηλ. Τηλ. 210 6419107 και 210 6419156 Ζ’, Γραφείο 208, τηλ. 210 6419128 Γραφείο ΔΣΑ (Προεισπράξεις, ένσημα) : 1ος όροφος, γραφείο 103. ΕΦΕΤΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΩΣ Τηλεφ. Κέντρο: 210 4582000, 210 4582100 FAX: 210 4520864 ΕΙΣΑΓΓΕΛΙΑ ΕΦΕΤΩΝ ΠΕΙΡΑΙΩΣ Τηλ. Κέντρο: 210 4582000, 210 4582100 ΠΡΩΤΟΔΙΚΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΩΣ Τηλεφ. Κέντρο: 210 4582000, 210 4582100 FAX: 210 4580210 ΕΙΣΑΓΓΕΛΙΑ ΠΡΩΤΟΔΙΚΩΝ ΠΕΙΡΑΙΩΣ 104 Τηλεφ. Κέντρο: 210 4582000, 210 4582100 FAX: 210 4282180 Σκουζέ 3-5 και Φίλωνος, Πειραιάς 1ος ΟΡΟΦΟΣ Αρχείο Ποινικών αποφάσεων.....Γρ. 101 (08:00-15:00) Α' Τακτικός Ανακριτής......... Γρ. 103 τηλ. 210-4582003 Β' Τακτικός Ανακριτής......... Γρ. 104 τηλ. 210-4520004 Γ' Τακτικός Ανακριτής......... Γρ. 105 τηλ. 210-4520005 Δ' Τακτικός Ανακριτής......... Γρ. 106 τηλ. 210-4520006 Ε' Τακτικός Ανακριτής......... Γρ. 107 τηλ. 210-4520007 ΣΤ' Τακτικός Ανακριτής........Γρ. 108 τηλ. 210-4522008 Ζ' Τακτικός Ανακριτής........ Γρ. 109 τηλ. 210-4582179 Γραμματεία Μ.Ο.Δ. - Γραμματείς έδρας. Λήψη αντιγράφων αποφάσεων Μ.Ο.Δ. από το 1978 και έπειτα τηλ. 210-4582010 .... Γρ. 105Β' (Από το 1970 έως Α' Εξάμηνο 1978 στα Γενικά Αρχεία του Κράτους. Γραμματείς έδρας Ποινικού Τμήματος .... Γρ. 110 Γραφείο για έλεγχο στο ειδικό βιβλίο καταχώρισης ποινικών αποφάσεων .... Γρ. 110 Κατάθεση εφέσεων κατά αποφάσεων του Μονομελούς και Τριμελούς Πλημμελειοδικείου Πειραιώς................Γρ. 101 Κατάθεση αιτήσεως ακυρώσεως (διαδικασίας - αποφάσεως) .... Γρ. 102 (08:00-11:00) Κατάθεση αιτήσεως αναιρέσεως κατά αποφάσεων του Μονομελούς Πλημμελειοδικείου και του Τριμελούς Πλημμελειοδικείου Πειραιώς .... Γρ. 102 Πιστοποιητικό περί ασκήσεως ή μη ενδίκων μέσων κατά ποινικών αποφάσεων .... Γρ. 102 2ος ΟΡΟΦΟΣ Εκκαθάριση - Προετοιμασία για πληρωμή ποινών.. Γρ. 201 105 Για την πληρωμή της ποινής, που έχει επιβληθεί με απόφαση, απαιτείται: α. Επικυρωμένο αντίγραφο της απόφασης β. 'Εκθεση σύλληψης (όταν ο κατηγορούμενος είναι κρατούμενος) και γ. Υπηρεσιακή βεβαίωση του καταστήματος κρατήσεως (σε περίπτωση που ο κατηγορούμενος κρατείται στις φυλακές). Στο ίδιο γραφείο γίνεται, ύστερα από παραγγελία του Εισαγγελέα, η διαγραφή ποινής από το ποινικό μητρώο και η προετοιμασία για τα χρήματα που τυχόν έχουν καταβληθεί για την πληρωμή της ποινής (σε περίπτωση αθώωσης, μείωσης της ποινής από δευτεροβάθμιο Δικαστήριο, αναίρεσης της καταδικαστικής απόφασης κ.λ.π). - Πληρωμή Ποινών - Δημόσιο Ταμείο - Ταμείο Δικαστικών Εισπράξεων .... Γρ. 207 Στο γραφείο αυτό εξοφλούνται οι ποινές και καταβάλλεται το ποσό γιά το δικαστικό ένσημο. Λειτουργεί από 9-13:00. -Γραμματείς έδρας ποινικών Δικαστηρίων .... Γρ. 203, 204, 205, 206. -Βιβλία δημοσίευσης ποινικών αποφάσεων: Ευρίσκονται έξω από τα γραφεία 203, 204, 205 και 206 ΑΚΡΟΑΤΗΡΙΑ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΩΝ - Α' Μονομελές Πλημμελειοδικείο ....... Αίθουσα..... 208 - Β' Μονομελές Πλημμελειοδικείο ....... Αίθουσα..... 209 - Α' Τριμελές Πλημμελειοδικείο ........ Αίθουσα..... 212 - Β' Τριμελές Πλημμελειοδικείο ........ Αίθουσα..... 210 - Μονομελές Πλημμελειοδικείο - Αγορανομικό. Αίθουσα. 215 3ος ΟΡΟΦΟΣ ΑΚΡΟΑΤΗΡΙΑ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΩΝ -ΜΙΚΤΟ ΟΡΚΩΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ..............Αίθουσα..... 311 - Γ' Τριμελές Πλημμελειοδικείο......... Αίθουσα..... 311 106 - Ακροατήριο Τριμελούς Εφετείου Πλημμελημάτων και Ναυτικών Υποθέσεων ..... ……. Αίθουσες....... 307 - ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ ΠΕΙΡΑΙΩΣ - ΓΡΑΦΕΙΟ ΠΡΟΕΙΣΠΡΑΞΕΩΝ ΕΝΣΗΜΩΝ - ΧΑΡΤΟΣΗΜΩΝ...Γρ. 306, τηλ. 210-4183164 - ΑΙΘΟΥΣΑ ΔΙΚΗΓΟΡΩΝ..... Αίθουσες .... 313, 314 4ος ΟΡΟΦΟΣ - Προϊστάμενος Εισαγγελίας Πρωτοδικών .... Τηλ. 210-4582039 .... Γρ. 411 - Προϊστάμενος Γραμματείας Εισαγγελίας Τηλ. 210-4175159 ..... Γρ. 411 - Εισαγγελέας Ακροάσεων Τηλ. 210-4582042 Γρ. 414 - Γραμματεία Α' και Γ' Τριμελούς Πλημμελειοδικείου Προσδιορισμός Τριμελούς Πλημμελειοδικείου Τηλ. 210-4582030 .... Γρ. 402, 403 - Τμήμα Φυγοποίνων - Εκτέλεσης ποινών .... Γρ. 404 - Πιστοποιητικό μη δίωξης τηλ. 210-4582032, 4582054 Γρ. 404 - Αίτηση για γνώση φακέλλου διωκόμενου ... Γρ. 404 - Αιτήσεις κατ' άρθρα 429, 556 Κ.Π.Δ. .. Γρ. 404 - Γραφείο κίνησης ποινικών δικογραφιών ... Γρ. 405 - Γραμματεία Β' Τριμελούς Πλημμελειοδικείου - Προσδιορισμός Τριμελούς Πλημμελειοδικείου Τηλ. 210-4582034 Γρ. 406 - Προσδιορισμός Μονομελούς Πλημμελειοδικείου.. Γρ... 407 -Γραμματεία Α', Β' Μον/λούς Πλημ/κείου και μεταβατι- κών..Προσδιορισμός Τηλ. 210 4582036......... Γρ... 408 - Γραμματεία ερήμην αποφάσεων................. Γρ... 409 - Πρωτόκολλο Εισαγγελίας - Επιδόσεις δικογράφων, Παραγγελίες γενικά π.χ. γιά κλήση στο αστυνομικό τμήμα, λύση του γάμου, διόρθωση ληξιαρχικών πράξεων κλπ.. Γρ... 412 - Εισαγγελέας εκτελέσεως ποινών και Εισαγγελέας Ποινικής Δίωξης .... Γρ.413 107 - Εισαγγελέας Ακροάσεων…………………………………Γρ. 414 Τμήμα Βουλευμάτων - Προτάσεις Εισαγγελέων - Αίτηση για γνώση προτάσεως Εισαγγελέως ... Γρ... 419 - Κατάθεση μηνύσεως - εγκλήσεως -Συνοδείες.... Γρ... 416 - Παρακολούθηση πορείας της μήνυσης........... Γρ... 425 - Πιστοποιητικό ποινικής δίωξης (θετικό, ότι κάποιος διώκεται γιά συγκεκριμένα αδικήματα)....... Γρ... 416 (πριν λάβει ΕΓ) και Γραφείο 415 (μετά τη λήψη του ΕΓ). - Πιστοποιητικό ότι κάποιος δεν διώκεται για συγκεκριμένα αδικήματα .... Γρ. 415-416 - Τμήμα Εισαγγελικών Γραφείων………………….Γρ. 415 - Σύνταξη κατηγορητηρίων Β' και Γ' Κωδικού, Γραφείο Ποινικής Δίωξης ... Γρ. 417 - Γραμματεία Αγορανομικού (Δικογραφίες - πινάκια) - Προσδιορισμός υποθέσεων ασφαλιστικών ταμείων (δικογραφίες – πινάκια) Γρ.418 -Εισαγγελέας Ανηλίκων………………………………………………Γρ. 420 - Προϊστάμενος Επιμελητών Δικαστηρίων - Επιμελητές ..... Γρ. 421 - Σύνταξη κατηγορητηρίων Γ' Κωδικού, Γραφείο Ποινικής Δίωξης .... Γρ. 422 - Σύνταξη κατηγορητηρίων Β' Κωδικού, Γραφείο Ποινικής Δίωξης .... Γρ. 423 - 'Εκδοση Ποινικού Μητρώου ... Γρ. 423 - Πορεία δικογραφιών από υπολογιστή........... Γρ. 424 6ος ΟΡΟΦΟΣ -Πρόεδρος Τριμελούς Συμβουλίου Διοίκησης Πρωτοδικείου Τηλ. 210 4520519, 210 4582105............. Γρ. 615-616 - Προϊστάμενος Εισαγγελίας Εφετών Πειραιώς.............. Τηλ. 210 4582103, 108 210 4582104............... Γρ. 613-614 - Εκτέλεση βουλευμάτων του Συμβουλίου Εφετών - Προσφυγές, Γραφείο χαρίτων ................................................ Γρ. 601 - Γραφεία Αντεισαγγελέων Εφετών............. Γρ. 602-603 - Δικογραφίες Τριμελούς Εφετείου Πλημμελημάτων - Προσδιορισμός Πινάκιο, Προσδιορισμός αιτ. ακυρώσεως του ποινικού Εφετείου, κατάθεση αιτήσεων αναστολής εκτελέσεως (497 και 471 ΚΠΔ) Τηλ. 210 4582094, 2104525298........... Γρ. 604 - Δικογραφίες Τριμελούς Εφετείου Κακουργημάτων - Προσδιορισμός Πινάκια, κατάθεση αιτήσεως αντικαταστάσεως προσωρινής κράτησης και η αίτηση ανακλήσεως κατ' άρθρο 548 ΚΠΔ Τηλ. 210 4582095 - 210 4525297.......... Γρ. 605 - Επικύρωση διατάξεων (άρθρο 43 ΚΠΔ)................................. Γρ. 606 - Δικογραφίες Μ.Ο.Δ (μέχρι τη συζήτηση), Μ.Ο.Ε και Πενταμελούς Εφετείου, Σύνταξη κατηγορητηρίων Τριμελούς Κακουργημάτων Τηλ. 210 4582097 -210 4525289....... Γρ. 607 - Γραφεία Εισαγγελέων Εφετών................ Γρ. 608-610 - Γραφείο Διοικήσεως - Μεταγωγών - Εκδόσεων - Δικαστικών Συνδρομών...................................... Γρ.. 611 - Πινάκια Τριμελούς Εφετείου Πειραιώς (Πλημμελημάτων και Κακουργημάτων).............. 'Εξω από το Γραφείο.... 604 - Προϊσταμένη Διευθύνσεως Γραμματείας Εφετείου ... Γρ. 612 - Γραφεία Προέδρων Πρωτοδικών.... Γρ..618-622 - Προϊστάμενος Γραμματείας Πρωτοδικείου................. Τηλ. 210 4520582, 210 4582107.................Γρ.....617 - 'Εκδοση Βουλευμάτων Πλημμελειοδικείου - Προτάσεις άρθ. 43 Κ.Π.Δ. Τηλ. 210 4582114 ..................... Γρ. 624 - Κατάθεση εφέσεων - αναιρέσεων κατά βουλευμάτων……………….Γρ. 624 109 7ος ΟΡΟΦΟΣ - Διευθύνων το Εφετείο Πειραιώς Τηλ. 210 4582131 Γρ. 711 - Πρόεδροι Εφετών....................Γρ.. 709, 712, 715, 717 Αίθουσα Εφετών...................................Γρ..716 - Προϊστάμενος Γραμματείας Εφετείου Τηλ. 210 -4582130 Γρ.710 - Αρχείο Ποινικού Τμήματος …………………………………..Γρ. 724 - Βουλεύματα Εφετείου Τηλ. 210-4582142 Γρ.722 - Εκκαθάριση - Δημοσίευση ποινικών αποφάσεων Εφετείου Αναιρέσεις- Κατάθεση αιτήσεων ακυρώσεως αποφάσεων, λιπομαρτύρων και λιπενόρκων......................... Γρ..719 - Γραμματείς εδρών Ποινικού Εφετείου . Γρ. 718,720,721,723 - Πιστοποιητικό ποινικού μητρώου..............Γρ.424. ΑΡΧΕΙΟ ΠΟΙΝΙΚΩΝ ΑΠΟΦΑΣΕΩΝ ΠΡΩΤΟΔΙΚΕΙΟΥ ΠΕΙΡΑΙΩΣ Γρ. 101 Για αποφάσεις έως το τέλος του 1988, στην οδό Νικήτα αρ. 12, Τρίτος (3ος)'Οροφος. Κάθε Παρασκευή, ύστερα από συνεννόηση με το Γραφείο 101 του Πρωτοδικείου. Τηλ. 210 4520205. ΠΡΟΕΙΣΠΡΑΞΕΙΣ - ΕΝΣΗΜΑ ΠΑΡΑΣΤΑΣΕΩΝ Πρώτος (1ος) 'Οροφος. ΠΤΑΙΣΜΑΤΟΔΙΚΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΩΣ Νοταρά 93-95, Πειραιάς Δημόσιος Κατήγορος τηλ. 210-4175221 Γραφείο 101 Εκθέματα Γραφείο 101 Γραμματεία Δημοσίου Κατηγόρου Γραφείο 102 Αίθουσα Ακροατηρίου Γραφείο 103 Γραφείο εισπράξεως προστίμων Γραφεία 104 - 205 τηλ. 210 4199633 - 210 4122314 Αρχείο αποφάσεων δικογραφιών Γραφεία 204 - 201 - 205 110 Προϊστάμενος Διευθύνσεως Γραφείο 202 Γραμματεία τηλ. 210-4199601, φαξ:210-4199609 Γραφείο 203 Ποινικό Τμήμα Γραφείο 204 Αποσπάσματα πρακτικά, αθωωτικών κατάθεση αποφάσεων, εφέσεων, αντίγραφα αποφάσεων, λιπομαρτυρίες και ανακοπή κατά λιπομαρτυριών Γραφείο 204 Πληρωμή ποινών – Εκκαθάριση Γραφείο 205 Αίτηση για έκδοση αποσπασμάτων για συγχώνευση ποινών, προσφυγές (άσκηση και ευρετήριο) Γραφείο 205 Προεισπράξεις δικηγορικής αμοιβής Γραφείο 205 Προϊστάμενος Πταισματοδικείου Γραφείο 304 τηλ. 210-4134980 Προϊστάμενος Υπηρεσιών 210-4199603, 1ο Προανακριτικό Γραφείο .... Γραφείο 301 τηλ. 210-4199618 φαξ: 2104199619 2ο Προανακριτικό Γραφείο. ..... Γραφείο 302 τηλ. 210-4199620 φαξ: 2104199621 3ο Προανακριτικό Γραφείο .... Γραφείο 303 τηλ. 210-4199622 φαξ: 2104177812 4ο Προανακριτικό Γραφείο .... Γραφείο 305 τηλ. 210-4199623 φαξ: 2104199624 5ο Προανακριτικό Γραφείο .... Γραφείο 401 τηλ. 210-4199625 φαξ: 210- 4199626 6ο Προανακριτικό Γραφείο .... Γραφείο 402 τηλ. 210-4199627 φαξ: 210- 4199628 7ο Προανακριτικό Γραφείο .... Γραφείο 403 τηλ. 210-4199629 φαξ: 2104199630 8ο Προανακριτικό Γραφείο .... Γραφείο 404 τηλ. 210-4199631 φαξ: 2104199632 111 ΧΡΗΣΙΜΕΣ ΠΟΙΝΙΚΕΣ ΔΙΑΔΙΚΑΣΙΕΣ (ΕΙΣΑΓΓΕΛΙΑ ΠΡΩΤΟΔΙΚΩΝ ΑΘΗΝΩΝ) Α. ΑΝΑΒΟΛΗ ΕΚΤΕΛΕΣΕΩΣ ΑΠΟΦΑΣΕΩΣ-ΕΝΕΡΓΕΙΕΣ (Κτίριο 16, Υπόγειο, θυρίδα 8) Α. Κατ' άρθρο 556 και 429 ΚΠΔ. Όταν σε βάρος κάποιου εκκρεμεί καταδικαστική, προς εκτέλεση, απόφαση τότε ο καταδικασθείς και εφόσον υπάρχουν σοβαροί οικογενειακοί λόγοι, μπορεί να αιτηθεί την αναβολή εκτέλεσης της απόφασης, για χρονικό διάστημα έως 6 μηνών. ΑΠΑΙΤΟΥΝΤΑΙ: 1. Αίτηση του ενδιαφερομένου ή του πληρεξουσίου του. 2. Σε περίπτωση που την αίτηση υποβάλλει πληρεξούσιος Δικηγόρος, χρειάζεται εξουσιοδότηση με θεωρημένο το γνήσιο της υπογραφής, όπως προβλέπει ο νόμος (ακόμη και από Δικηγόρο). Σε περίπτωση που την αίτηση υποβάλλει πληρεξούσιος ιδιώτης, χρειάζεται εξουσιοδότηση με θεωρημένο το γνήσιο της υπογραφής από αστυνομικό τμήμα. 3. Απόσπασμα της απόφασης επικυρωμένο. Β. Μέχρις εκδόσεως αποφάσεως επί της ασκηθείσης εφέσεως. 'Όλα τα αναφερόμενα ανωτέρω και βεβαίωση ότι έχει ασκηθεί έφεση επί της αποφάσεως της οποίας ζητείται η αναστολή εκτελέσεως. Γ. Με το Ν. 2434/1996. 'Ολα τα ανωτέρω στην περίπτωση αιτήσεως αναβολής κατά το άρθρο 556 ΚΠΔ και, επί πλέον, βεβαίωση ρύθμισης των οφειλών των συγκεκριμένων πράξεων από το αρμόδιο ασφαλιστικό Ταμείο. Διαδικασία: Η αίτηση απευθύνεται προς τον κ. Εισαγγελέα του Τμήματος Εκτελέσεως Αποφάσεων. Η αίτηση πρώτα κατατίθεται στον αρμόδιο υπάλληλο (θυρίδα 8), για να ελέγξει τα δικαιολογητικά. Η αίτηση αναβολής εκτέλεσης μιας απόφασης, είναι άμεσα εξαρτημένη από το είδος του αδικήματος και από τους λόγους που αυτή ζητείται καθώς επίσης και από το ύψος της ποινής ( να μην υπερβαίνει τα δύο (2) έτη. 112 Εάν πρόκειται για περισσότερες της μιας αποφάσεις το συνολικό ύψος των ποινών δεν πρέπει να υπερβαίνει τα δύο έτη. Β. ΣΥΓΧΩΝΕΥΣΗ (ΕΠΙΜΕΤΡΗΣΗ) ΠΟΙΝΩΝ (ΑΡΘΡΟ 551 Κ.Π.Δ.) (Κτίριο 16, Υπόγειο στην θυρίδα 9) Με το συγκεκριμένο άρθρο, παρέχεται η δυνατότητα σε αυτόν που έχει καταδικαστεί με πολλές αποφάσεις, να ζητήσει να συγχωνευτούν αυτές σε μία απόφαση. Η εφαρμογή του συγκεκριμένου άρθρου έχει ως αποτέλεσμα, ο καταδικασθείς με πολλές αποφάσεις να εκτίσει μικρότερη ποινή από το πραγματικό άθροισμα των ποινών όλων των αποφάσεων που εκτελούνται σε βάρος του δεδομένου ότι στη συγχωνευτική απόφαση, η μεγαλύτερη ποινή (φυλακίσεως και τυχόν χρηματικής ποινής) τίθεται σαν ποινή βάσης και παραμένει ως έχει, ως προς το ύψος της ποινής, η δε λοιπές ποινές (καθώς και η χρηματική ποινή) των υπολοίπων μειώνονται περίπου στο μισό. ΑΠΑΙΤΟΥΝΤΑΙ 1. Αίτηση. 2. Εξουσιοδότηση, όταν η αίτηση κατατίθεται από συνήγορο, με θεωρημένο το γνήσιο της υπογραφής κατά τον ΚΠΔ, όπως ανωτέρω αναφέρεται. Εάν ο αιτών κρατείται, η σχετική εξουσιοδότηση πρέπει να είναι θεωρημένη από την αρχή, στην οποία κρατείται (π.χ. Αστυνομικό Τμήμα, Φυλακές κλπ). 3. Επικυρωμένα αντίγραφα αποφάσεων των οποίων ζητείται η συγχώνευση. 4. Βεβαιώσεις ότι δεν έχουν ασκηθεί ένδικα μέσα κατά των προς συγχώνευση αποφάσεων (με σχετική σφραγίδα επί των αποφάσεων από την αρμόδια Γραμματεία Ενδίκων Μέσων, κτίριο 8 1ος όροφος, γραφείο 102). 5. Στην περίπτωση που έχουν ασκηθεί ένδικα μέσα κατά των αποφάσεων, απαιτείται έκθεση παραίτησης του καταδικασθέντος από τα ένδικα μέσα, Κτίριο 8, 1ος όροφος, γραφείο 102. 6. Εάν οι εφέσεις έχουν απορριφθεί ως ανυποστήρικτες, πρέπει επισυνάπτονται σε κεκυρωμένα αντίγραφα οι δικαστικές αποφάσεις να που απορρίπτουν τις εφέσεις (υπόγειο όπισθεν ΚΤΙΡΙΟΥ 4). 7. Υπεύθυνη δήλωση του αιτούντος, με θεωρημένο το γνήσιο της υπογραφής του κατά τον ΚΠΔ, στην οποία να δηλώνονται ότι κατ' αυτού δεν εκκρεμούν δικαστικές αποφάσεις άλλων Εισαγγελιών της χώρας, ότι δεν έχει εξαγοράσει 113 καμιά από τις προς συγχώνευση αποφάσεις και ποιος είναι ο ΑΦΜ του και η ΔΟΥ, στην οποία υπάγεται. 8. Σε περίπτωση που ο αιτών τη συγχώνευση των ποινών του είναι κρατούμενος, απαιτείται πιστοποιητικό κρατήσεως του καταστήματος όπου κρατείται, από την ημερομηνία εκδόσεως του οποίου δεν πρέπει να έχουν παρέλθει δέκα (10) ημέρες. Διαδικασία: Η αίτηση απευθύνεται προς το Μονομελές ή Τριμελές Πλημ/κείο Αθηνών (ανάλογα με την απόφαση η οποία θα τεθεί σαν ποινή βάσης στη συγχωνευτική απόφαση), δια του κυρίου Εισαγγελέα του Τμήματος Εκτελέσεως Αποφάσεων, όπου και υποβάλλεται. Ο Εισαγγελέας εγκρίνει την εισαγωγή της αίτησης και ορίζει συγκεκριμένη ημερομηνία εισαγωγής στο ακροατήριο του Αυτοφώρου Μονομελούς ή Τριμελούς Πλημ/κείου Αθηνών. α) Σύμφωνα με το άρθρο 551 Κ.Π.Δ. δεν επιτρέπεται η συγχώνευση αποφάσεων οι οποίες έχουν εκδοθεί για παράβαση των : 1) ΒΔ 29/71 και 2) για το αδίκημα της «απόδρασης κρατουμένου». β) Σύμφωνα με τις διατάξεις του ανωτέρω άρθρου κατά την συγχώνευση των αποφάσεων η μεγαλύτερη ποινή τίθεται σαν ποινή βάσης και παραμένει ως έχει, ως προς το ύψος της ποινής, η ποινή (καθώς και η χρηματική ποινή) των υπολοίπων όμως μειώνεται περίπου στο μισό. Γ. ΕΞΑΛΕΙΨΗ ΤΗΣ ΠΟΙΝΗΣ ΚΑΤ' ΑΡΘΡΟ 565 ΚΠΔ ΕΝΕΚΑ ΟΦΕΙΛΩΝ ΣΤΑ ΑΣΦΑΛΙΣΤΙΚΑ ΤΑΜΕΙΑ. ΓΙΝΕΤΑΙ ΜΕ ΕΙΣΑΓΓΕΛΙΚΗ ΔΙΑΤΑΞΗ ΚΑΙ ΟΧΙ ΜΕ ΕΙΣΑΓΩΓΗ ΣΤΟ ΑΡΜΟΔΙΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ. (Κτίριο 16, Υπόγειο στην θυρίδα 8) 1. Αίτηση με παράσταση πληρεξουσίου Δικηγόρου. 2. Εξουσιοδότηση του αιτούντος προς τον πληρεξούσιο Δικηγόρο του. 3. Επικυρωμένο αντίγραφο της μήνυσης (μηνυτήριας αναφοράς) από την δικογραφία (αν δεν προκύπτει η ΠΕΕ από το απόσπασμα της πρωτόδικης αποφάσεως). 4. Επικυρωμένο αντίγραφο της απόφασης εφ' ής η μήνυση. 5. Βεβαίωση ολοσχερούς εξοφλήσεως του ασφαλιστικού φορέα. 114 6. Απόφαση του Τριμελούς Πλημμελειοδικείου Αθηνών περί απορρίψεως της εφέσεως ως ανυποστήρικτης. Η διάταξη του Εισαγγελέως εκδίδεται αυθημερόν με την υποβολή της αιτήσεως. Αν ζητείται η εξάλειψη περισσοτέρων αποφάσεων, χρειάζεται χωριστή αίτηση για κάθε μία απόφαση. Δ. ΑΙΤΗΣΗ ΑΝΤΙΡΡΗΣΕΩΝ ΚΑΤ΄ ΑΡΘΡΟ 565 Κ.Π.Δ. (Κτίριο 16, Υπόγειο, θυρίδα 6) Το συγκεκριμένο άρθρο, αφορά αντιρρήσεις κατά της εκτελεστότητας μιας αποφάσεως. Δικαιολογητικά: 1. Αίτηση. 2. Εξουσιοδότηση. 3. Πρακτικά της απόφασης επικυρωμένα. 4. Επιπλέον δικαιολογητικά, τα οποία όμως μπορούν να προσδιοριστούν, μόνον κατά περίπτωση. Διαδικασία: Η αίτηση απευθύνεται προς το Τριμελές Πλημ/κείο Αθηνών, δια του κυρίου Εισαγγελέα του Τμήματος Εκτελέσεως Αποφάσεων, όπου και υποβάλλεται. Ο Εισαγγελέας εγκρίνει την εισαγωγή της αίτησης και ορίζει συγκεκριμένη ημερομηνία εισαγωγής στο ακροατήριο του Αυτοφώρου Τριμελούς Πλημ/κείου Αθηνών. Τί πρέπει να γνωρίζω: α) Για το εάν μια αίτηση κατ΄ άρθρο 565 Κ.Π.Δ., θα γίνει δεκτή αποφασίζει το αρμόδιο Δικαστήριο. β) Κατά την ημέρα εκδίκασης της ανωτέρω αιτήσεως θα πρέπει ο αιτών ή ο πληρεξούσιος δικηγόρος, να εμφανιστεί αυτοπροσώπως, ενώπιον του ακροατηρίου. Σε περίπτωση που εμφανιστεί ο ίδιος ο καταδικασθείς, τότε θέτει εαυτόν σε εκτέλεση της απόφασης και συλλαμβάνεται, αν όμως η αίτησή του γίνει δεκτή από το ακροατήριο, τότε αφήνεται ελεύθερος. Ε. ΑΡΣΗ ΚΑΤΑΣΧΕΣΕΩΣ - ΑΠΟΔΟΣΗ ΚΑΤΑΣΧΕΘΕΝΤΩΝ ΜΕ ΑΠΟΦΑΣΗ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ ΠΛΗΜΜΕΛΕΙΟΔΙΚΩΝ ΑΘΗΝΩΝ 'Η ΒΟΥΛΕΥΜΑ ΤΟΥ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟΥ ΠΛΗΜΜΕΛΕΙΟΔΙΚΩΝ ΑΘΗΝΩΝ. 115 (Υπόγειο Κτιρίου 16, θυρίδα 7). Απαιτούνται: 1. Επικυρωμένα αντίγραφα πρακτικών και απόφασης: Από τον Γραμματέα έδρας Μονομελούς Πλημμελειοδικείου Αθηνών (κτίριο 8, δεύτερος όροφος), Τριμελούς Πλημμελειοδικείου Αθηνών (κτίριο 12, δεύτερος όροφος) ή το υπόγειο του κτιρίου 4 (αρχείο ποινικών αποφάσεων) ή προκειμένου περί βουλεύματος (κτίριο 9, πρώτος όροφος). 2. Επικυρωμένο αντίγραφο της έκθεσης κατασχέσεως (αναζητείται από την δικογραφία). 3. Πιστοποιητικό περί του αμετακλήτου της απόφασης ή του βουλεύματος. Συντάσσεται επί του σώματος της αποφάσεως ή του βουλεύματος. α. Προκειμένου να πιστοποιηθεί αν ασκήθηκε έφεση ή όχι απαιτείται: αα. να έχει παρέλθει χρονικό διάστημα 12 ημερολογιακών ημερών από την δημοσίευση της απόφασης για να καταχωρηθεί αυτή στα ειδικά βιβλία του Πρωτοδικείου (κτίριο 8) και αβ. η παρέλευση 30 ημερολογιακών ημερών από την ανωτέρω ημερομηνία για να πιστοποιηθεί το εάν έχει ασκηθεί ή όχι το ένδικο μέσο της έφεσης (κτίριο 8). 'Οταν τα κατασχεθέντα χρονική παρέλευση αποδίδονται με βούλευμα, απαιτείται η 30 ημερολογιακών ημερών, από την ημερομηνία δη- μοσίευσης του βουλεύματος για να πιστοποιηθεί το εάν ή όχι ασκήθηκε έφεση (κτίριο 9). Σημειώνεται, ότι για την απόδοση κατασχεθέντων αντικειμένων που σχετίζονται με τα αδικήματα της λαθρεμπορίας και του Νόμου περί ναρκωτικών, απαιτείται η παρέλευση 60 ημερολογιακών ημερών από την δημοσίευση του βουλεύματος για να πιστοποιηθεί το εάν έχει ασκηθεί ή όχι έφεση. β. Χρειάζεται να πιστοποιηθεί από την Εισαγγελία του Αρείου Πάγου το εάν έχει ασκηθεί αναίρεση από τον Εισαγγελέα του Αρείου Πάγου κατά της απόφασης ή του βουλεύματος. Το ανωτέρω πιστοποιητικό χορηγείται άμεσα (δεν υπάρχει χρονικός περιορισμός) από την Εισαγγελία του Αρείου Πάγου (Λεωφ. Αλεξάνδρας), 2ος όροφος, γραφείο 209. 4. Αίτηση εγκεκριμένη από τον Εισαγγελέα Εκτελέσεως Ποινών (κτίριο 16, Υπόγειο, Γραφ. Υ2). 5. Με όλα τα ανωτέρω στο Γραφείο 7 της Εισαγγελίας Πρωτοδικών Αθηνών 116 (κτίριο 16) όπου και εκτελείται η απόφαση ή το βούλευμα από τον αρμόδιο υπάλληλο του τμήματος Πειστηρίων. ΣΗΜΕΙΩΣΗ: Οι πιο πάνω ενέργειες, για να γίνουν από άλλο πρόσωπο και όχι από τον άμεσα ενδιαφερόμενο, απαιτείται εξουσιοδότηση με βεβαίωση του γνήσιου της υπογραφής από το Α.Τ. της περιοχής του ή άλλη δημόσια ή δημοτική υπηρεσία, που έχει αρμοδιότητα να θεωρεί το γνήσιο της υπογραφής κατά τον Κ.Π.Δ. ΠΡΟΣΟΧΗ: Κατά την πιο πάνω διαδικασία γίνεται και έλεγχος των τυχόν εκκρεμών εις βάρος του αιτούντος ποινικών αποφάσεων Ε. ΒΕΒΑΙΩΣΗ ΧΡΗΜΑΤΙΚΗΣ ΠΟΙΝΗΣ ΚΑΙ ΔΙΚΑΣΤΙΚΩΝ ΕΞΟΔΩΝ ΣΤΗΝ ΑΡΜΟΔΙΑ Δ.Ο.Υ Κτίριο Δέκα έξι (16), στο υπόγειο, στην θυρίδα 7. Η συγκεκριμένη διαδικασία, παρέχει τη δυνατότητα σε αυτόν που έχει καταδικαστεί με δικαστική απόφαση, με την οποία επιβλήθηκε στον καταδικασθέντα χρηματική Ποινή να βεβαιώσει αυτή και τα δικαστικά έξοδα στη Δ.Ο.Υ. που υπάγεται. Με αυτόν τον τρόπο και από τη στιγμή που η Δ.Ο.Υ. θα αποδεχτεί τη βεβαίωση παρέχεται στον καταδικασθέντα η δυνατότητα εξόφλησης, με δόσεις. Δικαιολογητικά: α) Αίτηση. β) Εξουσιοδότηση. (Όταν η αίτηση κατατίθεται από συνήγορο). γ) Απόσπασμα της απόφασης επικυρωμένο. δ) Υπεύθυνη Δήλωση, με θεωρημένο το γνήσιο της υπογραφής κατά τον ΚΠΔ, στην οποία πρέπει οπωσδήποτε να αναγράφεται ο Α.Φ.Μ., η Δ.Ο.Υ., καθώς και η ακριβής διεύθυνση κατοικίας του αιτούντα. Διαδικασία: Η αίτηση απευθύνεται προς τον κ. Εισαγγελέα Εκτέλεσης Αποφάσεων του τόπου αρμοδιότητας (τόπος έκδοσης της απόφασης) από τον οποίο και δίνεται η εντολή στο αρμόδιο Πρωτοδικείο. Κατόπιν η αίτηση κατατίθεται στον αρμόδιο υπάλληλο (θυρίδα 6), ο οποίος και ετοιμάζει τη σχετική παραγγελία προς το Πρωτοδικείο. Στη συνέχεια η σχετική παραγγελία αποστέλλεται στο Πρωτοδικείο Αθηνών κτίριο 12 , 1ος όροφος, τμήμα εκκαθάρισης, το οποίο αποστέλλει το σχετικό ερώτημα στην αρμόδια Δ.Ο.Υ. Από τη στιγμή που η Δ.Ο.Υ. θα 117 επιβεβαιώσει ότι αποδέχεται τη μεταφορά του χρέους, της χρηματικής ποινής και των δικαστικών εξόδων, τότε η διαδικασία θεωρείται περαιωθείσα. ΣΤ. ΔΙΚΑΙΟΛΟΓΗΤΙΚΑ ΓΙΑ ΤΗΝ ΣΥΝΤΑΞΗ Τ.Α.Φ.Ε (ΕΠΙΣΤΡΟΦΗ ΧΡΗΜΑΤΩΝ ΓΙΑ ΕΞΑΓΟΡΑ ΠΟΙΝΗΣ ΚΑΙ ΔΙΑΓΡΑΦΗ ΒΕΒΑΙΩΘΕΙΣΗΣ ΣΤΗΝ Δ.Ο.Υ. ΧΡΗΜΑΤΙΚΗΣ ΠΟΙΝΗΣ (ΑΡΘΡΟ 558 & 4 ΚΑΙ 553 ΚΠΔ ΣΕ ΣΥΝΔΥΑΣΜΟ ΜΕ ΤΗΝ ΥΠ' ΑΡΙΘM. 132311/7298/77 ΚΟΙΝΗΣ ΑΠΟΦΑΣΕΩΝ ΤΩΝ ΥΠΟΥΡΓΕΙΩΝ ΔΙΚΑΙΟΣΥΝΗΣ ΚΑΙ ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΩΝ). Υπόγειο κτιρίου 16, θυρίδα 7 ΑΠΑΙΤΟΥΜΕΝΑ ΔΙΚΑΙΟΛΟΓΗΤΙΚΑ 1. Επικυρωμένο αντίγραφο ή απόσπασμα της πρωτόδικης αποφάσεως και βεβαίωση πληρωμής της. Εάν η επιβληθείσα χρηματική ποινή έχει βεβαιωθεί στην αρμοδία Δ.Ο.Υ, απαιτείται και σχετική βεβαίωση από το γραφείο 107, κτίριο 12. 2. Πλήρες αντίγραφο (και όχι απόσπασμα) της κατ' έφεση αποφάσεως και βεβαίωση πληρωμής των εξόδων της, εάν δεν είναι αθωωτική (π.χ. εάν είναι καταδικαστική με τριετή αναστολή). Γι' αυτόν τον λόγο μετά την έκδοση της κατ' έφεση αποφάσεως, συννενοούμεθα με τον Γραμματέα της έδρας για την κατά το ταχύτερο δυνατόν καθαρογραφή της. 3. Πιστοποιητικό περί μη ασκήσεως ενδίκων μέσων από τα ποινικά ένδικα μέσα (κτίριο 8, 1ος όροφος, Γραφείο 101) ή τα Ποινικά ένδικα μέσα του Εφετείου (οδός Λουκάρεως αριθμ. 14). 4. Πιστοποιητικό από τον 'Αρειο Πάγο περί μη ασκήσεως αναιρέσεως από τον Εισαγγελέα του Αρείου Πάγου. Για την χορήγηση του άνω πιστοποιητικού απαιτείται η παρέλευση 30 ημερών από την καταχώριση της κατ' έφεση αποφάσεως στο ειδικό βιβλίο. 5. Αίτηση στον Εισαγγελέα Εκτελέσεως Ποινών, για να δώσει την σχετική παραγγελία. 6. Εξουσιοδότηση, με θεωρημένο το γνήσιο της υπογραφής κατά τον ΚΠΔ (από δημοσία, δημοτική, κοινοτική αρχή ή Δικηγόρο), εάν την αίτηση την υποβάλει πληρεξούσιος Δικηγόρος. ΠΡΟΣΟΧΗ: Και σε αυτήν την περίπτωση γίνεται έλεγχος περί τυχόν εκκρεμών εις βάρος του αιτούντος ποινικών αποφάσεων. Αφού εγκριθεί η αίτησή μας από τον Εισαγγελέα Εκτελέσεως Ποινών και 118 δοθεί η σχετική παραγγελία, παραδίδουμε την παραγγελία αυτή, την αίτηση και όλα τα δικαιολογητικά στο κτίριο 12, γραφείο 107. Τα χρήματα επιστρέφονται πάντα από το Ταμείο, που καταβλήθηκαν, κατόπιν ατομικής ειδοποίησης της αρμοδίας Δ.Ο.Υ στην διεύθυνση κατοικίας του αιτούντος. Αρμόδια υπηρεσία για την σύνταξη του Τ.Α.Φ.Ε είναι η αρχή που εξέδωκε την πρωτόδικη απόφαση. Ζ. ΔΙΑΓΡΑΦΗ ΑΠΟΦΑΣΕΩΣ ΟΤΑΝ ΚΑΠΟΙΟΣ ΕΧΕΙ ΚΑΤΑΔΙΚΑΣΘΕΙ ΓΙΑ ΤΟ ΙΔΙΟ ΑΔΙΚΗΜΑ ΔΥΟ ΦΟΡΕΣ ΜΕ ΤΕΛΕΣΙΔΙΚΕΣ ΑΠΟΦΑΣΕΙΣ (ΑΡΘΡΟ 550 ΚΠΔ). Υπόγειο κτιρίου 16, θυρίδα 6. ΑΠΑΙΤΟΥΝΤΑΙ: 1. Αίτηση, 2. Εξουσιοδότηση, κατά τ' ανωτέρω. 3. Πρακτικά και πιστοποιητικά αμετακλήτου και των δύο αποφάσεων. 4. Βεβαίωση εξαγοράς της μικρότερης απόφασης. 5. Δικογραφίες. Η. ΕΠΙΣΤΡΟΦΗ ΕΓΓΥΟΔΟΣΙΑΣ Υπόγειο κτιρίου 16, θυρίδα 7 ΑΠΑΙΤΟΥΝΤΑΙ: 1. Αίτηση, 2. Εξουσιοδότηση, όπως ανωτέρω, 3. Επικυρωμένη πρωτόδικη απόφαση, 4. Απόφαση που επιβάλλει την εγγυοδοσία, 5. Γραμμάτιο κατάθεσης και Έκθεση εγγυοδοσίας, Απόφαση, η οποία διατάσσει την απόδοση της εγγυοδοσίας 6. και αμετάκλητα αυτής κατά τα ανωτέρω (Επιστροφή χρημάτων). ΧΡΗΣΙΜΕΣ ΕΠΙΣΗΜΑΝΣΕΙΣ ΓΙΑ ΟΛΕΣ ΤΙΣ ΔΙΑΔΙΚΑΣΙΕΣ: - Η σχετική αίτηση πρέπει να αναφέρει όνομα, επώνυμο, πατρώνυμο, διεύθυνση κατοικίας, Α.Δ.Τ, αριθμό φορολογικού μητρώου και Δ.Ο.Υ του αιτούντος. 119 - Η κατάθεση της αίτησης μαζί με όλα τα δικαιολογητικά έγγραφα γίνεται πρώτα στον αρμόδιο υπάλληλο, στην αντίστοιχη θυρίδα, για να ελεγχθούν τα δικαιολογητικά και μετά απευθυνόμαστε στον Εισαγγελέα Εκτελέσεως Ποινών. - Εάν ο αιτών είναι κρατούμενος, απαιτείται η εξουσιοδότησή του να φέρει γνησιότητα της υπογραφής του από τον τόπο κράτησής του. - Όλα τα προσκομιζόμενα έγγραφα να είναι νομίμως επικυρωμένα. ΥΠΟΔΕΙΓΜΑΤΑ ΔΙΚΟΓΡΑΦΩΝ ΚΑΙ ΕΞΟΥΣΙΟΔΟΤΗΣΕΩΝ 1. Υπόδειγμα μηνύσεως για έκδοση ακάλυπτης επιταγής, την οποία υποβάλει πληρεξούσιος Δικηγόρος ΕΝΩΠΙΟΝ ΤΟΥ κ. ΕΙΣΑΓΓΕΛΕΩΣ ΠΛΗΜΜΕΛΕΙΟΔΙΚΩΝ AΘΗΝΩΝ ΜΗΝΥΣΗ Του (Ονοματεπώνυμο-όνομα πατρός , κατοίκου……………., οδός …………… αριθμός ………. ), όπως νομίμως εκπροσωπείται. Κ Α Τ Α (Ονοματεπώνυμο-όνομα πατρός , κατοίκου……………., οδός …………… αριθμός ………. ) Aξιότιμε κ. Εισαγγελεύ, Ο άνω μηνυόμενος εξέδωσε στην Αθήνα μία τραπεζική επιταγή της Τράπεζας ……………………, με αριθμό …………………….., ημερομηνία εκδόσεως την ……………………., ποσού (ολογράφως και αριθμητικώς) Ευρώ , με χρέωση του υπ’ αριθμόν …………………….. λογαριασμού του, πληρωτέα εις διαταγήν του ……………………………….. και στο υποκατάστημα ………………………….. της Τράπεζας ……………………... 120 Η επιταγή εμφανίσθηκε νόμιμα και εμπρόθεσμα για πληρωμή την ……………………… στην Τράπεζα …………………., πλην όμως δεν πληρώθηκε, λόγω ελλείψεως επαρκούς υπολοίπου στον ως άνω αναφερόμενο λογαριασμό του μηνυομένου, όπως εξακριβώθηκε έπειτα από έλεγχο του λογαριασμού του μηνυομένου μέσω του Μηχανογραφικού Κέντρου της ………………………., της μη πληρωμής βεβαιωθείσης με την από ………………………. βεβαίωση της Τράπεζας …………………. στο σώμα της επιταγής, η οποία έγινε έπειτα από ρητή εξουσιοδότηση του …………………………. στην οποία τηρείται ο λογαριασμός του μηνυομένου. Επειδή ο μηνυόμενος εξέδωσε την εν λόγω επιταγή, εν γνώσει του ότι δεν διέθετε εις την πληρώτρια Τράπεζα τα αντίστοιχα κεφάλαια κατά τον χρόνο εκδόσεως ή πληρωμής, ήτοι κατά παράβασιν του άρθρου 79 του Ν.5960/1933, ως ετροποποιήθη υπό του Ν.Δ.1325/1972. ΔΙΑ ΤΑΥΤΑ ΜΗΝΥΩ τον (Ονοματεπώνυμο-όνομα πατρός) κατοίκου ………., οδός ……………αριθμός ………. διά την ανωτέρω πράξη και ΑΙΤΟΥΜΑΙ την κατά νόμον ποινική δίωξη και τιμωρία του. ΔΗΛΩ ότι παρίσταμαι ως πολιτικώς ενάγων κατά του μηνυομένου διά χρηματική ικανοποίηση λόγω ηθικής βλάβης ποσού 44 Ευρώ για την ηθική βλάβη την οποία υπέστην εκ της άνω αδίκου πράξεως, επιφυλασσόμενος να διεκδικήσω το υπόλοιπο ποσό της χρηματικής μου ικανοποίησης λόγω ηθικής βλάβης από το αστικά δικαστήρια. Πληρεξούσιο Δικηγόρο και αντίκλητό μας διορίζουμε τον κ. …………………………., κάτοικο Αθηνών, οδός …………….. αριθμ…., τηλ. 210……………….. Προσάγω και επικαλούμαι : 1) Αντίγραφο της άνω επιταγής, 2) Την από ………Εξουσιοδότησή μου, με θεωρημένο το γνήσιο της υπογραφής μου προς τον υπογράφοντα την παρούσα Δικηγόρο. 121 Αθήνα, (ημερομηνία) Ο μηνυτής …………………….. Αντ’ αυτού και για λογαριασμό του δυνάμει της από……….επισυνημμένης εξουσιοδοτήσεως Ο πληρεξούσιος Δικηγόρος Στην Εισαγγελία Πρωτοδικών Αθηνών, σήμερα την ….………. , ημέρα ………….. και ώρα … π.μ., ενώπιον του κ. Εισαγγελέα …………………… και του γραμματέα ……………………………, παρουσιάστηκε ο ……………………, Δικηγόρος (ΑΜ ………………) ως πληρεξούσιος, κατ΄ εντολή και για λογαριασμό του μηνυτή ………………………, κατοίκου ………………. ,οδός…………… αριθ ………, δυνάμει της από…..επισυνημμένης εξουσιοδοτήσεως και κατέθεσε την από ………………… μήνυσή του που προς τον κ.Εισαγγελέα Πλημμελειοδικών απευθύνεται Αθηνών κατά του …………………………….. και βεβαίωσε προφορικά το περιεχόμενό της. Ο καταθέσας 2. Ο Εισαγγελέας …Γραμματέας Υπόδειγμα μηνύσεως, την οποία καταθέτει ο ίδιος ο μηνυτής, για τα αδικήματα της εξυβρίσεως, της συκοφαντικής δυσφημήσεως, προκλήσεως σωματικής βλάβης εκ προθέσεως, της απειλής και της κακόβουλης βλασφημίας ΕΝΩΠΙΟΝ ΤΟΥ κ. ΕΙΣΑΓΓΕΛΕΩΣ ΠΛΗΜΜΕΛΕΙΟΔΙΚΩΝ ΑΘΗΝΩΝ ΜΗΝΥΣΗ 1. (ονοματεπώνυμο – όνομα πατρός), κατοίκου ………………….., οδός 122 Comment [.1]: ……………. Αριθ. …… 2.. (ονοματεπώνυμο – όνομα πατρός), κατοίκου ………………….., οδός ……………. Αριθ. ……. ΚΑΤΑ (ονοματεπώνυμο – όνομα πατρός), κατοίκου ………………….., οδός ……………. Αριθ. …… Αξιότιμε κύριε Εισαγγελεύ, Στις (ημερομηνία), ημέρα …………… και περί ώρα …………. μ.μ. εξήλθαμε από την οικία μας, η οποία ευρίσκεται στον Δήμο …………………….. Αττικής, πάροδος οδού ……………….. και κινούμεθα πεζή προκειμένου να επιβιβασθούμε στο αυτοκίνητό μας, το οποίο ήταν σταθμευμένο επί της οδού ……………………. επί κοινού διαδρόμου, ο οποίος αποτελεί τμήμα ιδιοκτησίας κληρονόμων Ευαγγέλου Τσαμίλη, οι οποίοι το έχουν άτυπα παραχωρήσει για την εξυπηρέτηση και επικοινωνία των πέριξ αυτού υπαρχουσών δύο κατοικιών (ήτοι της δικής μας, του μηνυόμενου), δεδομένου ότι οι άνω οικίες δεν έχουν άμεσο πρόσβαση προς την οδό ……………..,. (Αναγράφουμε έπειτα όλο το ιστορικό) πχ. Ενώ λοιπόν εβαδίζαμε επί του άνω κοινού διαδρόμου (πάροδος ……………) κατά τα ανωτέρω διεπιστώσαμε ότι ο μηνυόμενος είχε σταθμεύσει το ΙΧΕ αυτοκίνητό του, εργοστασίου κατασκευής ………………… τύπου …………….. επί του κοινού αυτού διαδρόμου, παρεμποδίζοντας κατ’ αυτόν τον τρόπο την κυκλοφορία μας ως πεζών επ’ αυτού. Ο πρώτος από εμάς παρεκάλεσα τον μηνυόμενο να απομακρύνει το αυτοκίνητό του από τον άνω διάδρομο, διότι παρεμπόδιζε την κίνησή μας, δεδομένου μάλιστα ότι θέλαμε να μεταφέρουμε στο αυτοκίνητό μας πράγματα. Τότε ο μηνυόμενος, αντί άλλης απαντήσεως και ευρισκόμενος κυριολεκτικά σε έξαλλη κατάσταση είπε φωνάζοντας δυνατά επί λέξει τα ακόλουθα: «(αναγράφουμε όλες τις υβριστικές λέξεις που εξεστόμισε)». Σαστίσαμε και ταραχθήκαμε. Η δεύτερη από εμάς (ονοματεπώνυμο) διαμαρτυρήθηκε προς τον μηνυόμενο λέγοντάς του : «Δεν ντρέπεσαι που μας βρίζεις;». Αμέσως ο μηνυόμενος κινήθηκε απειλητικά εναντίον της για να την κτυπήσει. Τότε παρενέβην ο πρώτος από εμάς για να τον εμποδίσω και ο μηνυόμενος διακατεχόμενος από 123 μένος, κτύπησε τον πρώτο από εμάς στο δεξιό μάγουλο και άρχισε να με σπρώχνει δυνατά, με αποτέλεσμα να πέσω στο έδαφος και είπε επί λέξει στον πρώτο από εμάς : «Μη με ξαναενοχλήσεις ………….. γιατί θα έχουμε άσχημα ξεμπερδέματα. Δεν ξέρεις με ποιον έχεις μπλέξεις. Θα σου ……………….. ό,τι έχεις και δεν έχεις» και κινήθηκε και πάλι απειλητικά εις βάρος του πρώτου από εμάς, αλλά τον συγκράτησαν η γυναίκα του ………………. και ο …………………………... ‘Εντρομοι από την παραπάνω βάναυση και βίαιη συμπεριφορά του μηνυόμενου εις βάρος μας κατευθυνθήκαμε γρήγορα προς το αυτοκίνητό μας, το οποίο ήταν σταθμευμένο επί της οδού ………………... Ενώ είχαμε μπει στο αυτοκίνητό μας, το οποίο ο πρώτος από εμάς είχα θέσει σε κυκλοφορία, ο μηνυόμενος, ο οποίος εν τω μεταξύ ξέφυγε από τους δικούς του, άρχισε με μανία να κλοτσάει το αυτοκίνητό μας και πριν προλάβω να αντιδράσω, μου έπιασε το τιμόνι από το ανοικτό παράθυρο του οδηγού λέγοντάς μου: «Πας να φύγεις (αναγραφή της εκάστοτε υβριστικής λέξης)». Τελικά, με όση ψυχραιμία είχε απομείνει στον πρώτο από εμάς, κατορθώσαμε, οδηγώντας το παραπάνω αυτοκίνητο, να φύγουμε και κατευθυνθήκαμε αμέσως στο Αστυνομικό Τμήμα ……………………., όπου εξεφράσαμε παράπονα στα αστυνομικά όργανα του Τμήματος αυτού, ρητώς επιφυλασσόμενοι να τον καταμηνύσουμε για τις άδικες πράξεις, που αυτός κατά τα ανωτέρω ετέλεσε εις βάρος μας, όπως αποδεικνύεται από το υπ’ αριθμ. πρωτ. …………………… από ……………… μ’ επίκληση προσαγόμενο αντίγραφο του Βιβλίου Αδικημάτων και Συμβάντων της ………………………….. του Αστυνομικού Τμήματος Σαλαμίνος (Σχ. 1). Στο Αστυνομικό Τμήμα Σαλαμίνος, όπου καταφύγαμε, ο πρώτος από εμάς διαπίστωσα, αφού προηγουμένως συνήλθα από το σοκ, που υπέστην από την άνω άδικη και παράνομη συμπεριφορά του μηνυομένου, ότι αυτός κατά την επίθεσή του εναντίον μου είχε προκαλέσει, με το κτύπημα που μου κατέφερε, μώλωπα στο δεξιό μάγουλο του προσώπου μου. Οι παραπάνω ύβρεις, απειλές και βλασφημίες του μηνυομένου σε συνδυασμό με την βίαιη και αυταρχική συμπεριφορά του εις βάρος μας επροξένησαν και στους δύο από εμάς έντονο τρόμο και ταραχή, καθώς φοβηθήκαμε πολύ για την ζωή μας, την σωματική ακεραιότητά μας, αλλά και για την περιουσία μας. Σημειώνεται ότι ο πρώτος από εμάς ………………………….. πάσχω από στεφανιαία νόσο δύο αγγείων, (Σχ. 2), ο δε μηνυόμενος καίτοι γνωρίζει πολύ καλά τις παραπάνω σοβαρότατες παθήσεις μου, παρά ταύτα, δεν δίστασε να με κτυπήσει, να με σπρώχνει βίαια, να με υβρίζει χυδαιότατα και να με απειλεί. 124 Επειδή ο μηνυόμενος με την προπεριγραφομένη συμπεριφορά του ετέλεσε εις βάρος μας δυσφημήσεως, τα αδικήματα της εξυβρίσεως, της συκοφαντικής προκλήσεως σωματικής βλάβης εκ προθέσεως και της απειλής, τα οποία προβλέπονται και τιμωρούνται από τα άρθρα 361, 362, 363, 308 παρ. 1 και 333 του Ποινικού Κώδικος. Επειδή ο μηνυόμενος εκτός από τις παραπάνω άδικες πράξεις, καθυβρίζοντας δημοσίως κακόβουλα τον Χριστό και την Παναγία, διέπραξε και το αδίκημα της κακόβουλης βλασφημίας, το οποίο προβλέπεται και τιμωρείται από το άρθρο 198 παρ. 1 του Ποινικού Κώδικος. Επειδή η παρούσα μας είναι νόμιμος, βάσιμος και αληθής. ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ ΜΗΝΥΟΜΕ Τον (ονοματεπώνυμο-όνομα πατρός) , κάτοικο (πόλη-οδός –αριθμός) και ΖΗΤΟΥΜΕ την παραδειγματική του τιμωρία Επειδή δηλούμε ότι έκαστος εξ ημών παρίσταμαι κατά του μηνυομένου ως πολιτικώς ενάγων για χρηματική ικανοποίηση λόγω της ηθικής βλάβης, που υπέστημεν από τις εις βάρος μας άνω άδικες πράξεις του μηνυομένου και για ποσόν 44 ΕΥΡΩ, ρητά επιφυλασσόμενοι να αξιώσουμε από τα πολιτικά δικαστήρια το επί πλέον ποσόν. Μάρτυρα προτείνομε την : (ονοματεπώνυμο – όνομα πατρός), κατοίκου ………………….., οδός ……………. Αριθ. ……. Πληρεξούσιο και αντίκλητό μας διορίζομε ……………………..,(ΑΜ…………..ΔΣΑ)κάτοικο τον ……………, Δικηγόρο οδός …………………………., τηλ. 210……………. (Τόπος , ημερομηνία) Οι μηνυτές (Υπογραφές) (ονοματεπώνυμο- όνομα πατρός) 125 Στην Εισαγγελία Πρωτοδικών Αθηνών σήμερα την ……………., ημέρα …………… και ώρα ............. ενώπιον του κ. Εισαγγελέα ......................................... και της Γραμματέως ...................... παρουσιάσθηκαν οι: (ονοματεπώνυμο – όνομα πατρός), κατοίκου ………………….., οδός ……………. Αριθ. …… και 2. (ονοματεπώνυμο – όνομα πατρός), κατοίκου ………………….., οδός ……………. αριθ. …… και κατέθεσαν την από ………………… μήνυσή τους κατά του (ονοματεπώνυμο – όνομα πατρός), κατοίκου ………………….., οδός ……………. Αριθ. …….. και βεβαίωσαν προφορικά το περιεχόμενο αυτής. Οι καταθέσαντες Ο Εισαγγελέας Η Γραμματέας 3. Υπόδειγμα αιτήσεως για χορήγηση στον μηνυτή επικυρωμένων αντιγράφων της μηνύσεώς του. ΕΝΩΠΙΟΝ ΤΟΥ κ. ΕΙΣΑΓΓΕΛΕΩΣ ΠΛΗΜΜΕΛΕΙΟΔΙΚΩΝ ΑΘΗΝΩΝ ΑΙΤΗΣΗ (ονοματεπώνυμο), του (όνομα πατρός) και της (όνομα μητέρας), κατοίκου ………………. Αττικής, οδός …………….. αριθ. ….. Παρακαλώ όπως μου χορηγηθούν δύο (2) κεκυρωμένα αντίγραφα της από (ημερομηνία) μηνύσεώς μου Κ Α Τ Α κατά του (ονοματεπώνυμο), του (όνομα πατρός) και της (όνομα μητέρας), κατοίκου ………………. Αττικής, οδός …………….. αριθ. ….. Αθήναι, (ημερομηνία) Ο/Η μηνύτ….. (ονοματεπώνυμο) 126 4. Υπόδειγμα εξουσιοδοτήσεως για κατάθεση μηνύσεως από πληρεξούσιο Δικηγόρο ΕΞΟΥΣΙΟΔΟΤΗΣΗ Ο κάτωθι υπογεγραμμένος (ονοματεπώνυμο) του (πατρώνυμο) και της (μητρώνυμο), γεννηθείς στις ………… στην ……, κάτοικος Αθηνών, οδός …………… αριθμ. ….., κάτοχος του υπ’ αριθμ. ……. δελτίου αστυνομικής ταυτότητος, το οποίο εξεδόθη στις …………. από το Α.Τ. ……………, Α.Φ.Μ. ……………., Δ.Ο.Υ …..Αθηνών δια της παρούσης μου Ε Ξ Ο Υ Σ Ι Ο Δ Ο Τ Ω τον Δικηγόρο Αθηνών Ανδρέα Φωτ. Τζουμάνη (Α.Μ. 21.204 Δ.Σ.Α.), κάτοικο Αθηνών, οδός Μπόταση αριθμ. 5, στον οποίο δίδω την ειδική εκ του νόμου εντολή και πληρεξουσιότητα, όπως, κατ’ εντολήν και για λογαριασμόν μου εμφανισθεί ενώπιον του κ. Εισαγγελέως Πλημμελειοδικών Αθηνών και καταθέσει μήνυση κατά της …………………….., κατοίκου …………… Αττικής, ……………αριθμ. ….. και κατά παντός άλλου συναυτουργού, συνυπαιτίου ή συμμετόχου ήθελε προκύψει από την προανάκριση, για τα αδικήματα της πλαστογραφίας και απάτης σε βαθμό κακουργήματος και της ψευδορκίας μάρτυρος κατ’ εξακολούθηση. Ειδικώτερα, τον άνω Δικηγόρο Ανδρέα Τζουμάνη του Φωτίου εξουσιοδοτώ να υπογράψει και καταθέσει, ενώπιον του κ. Πρωτοδικών Αθηνών, μήνυση κατά της Εισαγγελέως …………………., κατοίκου ……………. Αττικής, οδός …………….αριθμ. ….. και κατά παντός άλλου συναυτουργού, συνυπαιτίου ή συμμετόχου ήθελε προκύψει από την προανάκριση, να δηλώσει κατ΄αυτής για λογαριασμό μου παράσταση πολιτικής αγωγής για χρηματική ικανοποίηση λόγω της ηθικής βλάβης, που υπέστην από τις άνω άδικες πράξεις της μηνυομένης, η δε μήνυση θα έχει το ακόλουθο το περιεχόμενο : (ακολουθεί το ακριβές κείμενο της μηνύσεως) Επίσης εξουσιοδοτώ τον ίδιο ως άνω Δικηγόρο όπως παραλάβει κατ΄εντολήν και για λογαριασμό μου δύο (2) επικυρωμένα αντίγραφα της κατατεθείσης μηνύσεώς μου. Τέλος, εγκρίνω όλες τις παραπάνω ενέργειες του άνω πληρεξουσίου μας Δικηγόρου. Αθήνα, 22 Νοεμβρίου 2006 127 Ο Εξουσιοδοτών Βεβαιούται το γνήσιον της υπογραφής του άνω υπογράψανος……………. Αθήνα, 22 Νοεμβρίου 2006 Η Βεβαιούσα Δικηγόρος 5. Υπόδειγμα εξουσιοδοτήσεως προς Δικηγόρο για κατάθεση προσφυγής κατά κλητηρίου θεσπίσματος. ΕΞΟΥΣΙΟΔΟΤΗΣΗ Ο κάτωθι υπογεγραμμένος (ονοματεπώνυμο) του (πατρώνυμο) και της μητρώνυμο, γεννηθείς στις ……………. στην Αθήνα, κάτοικος Αθηνών, οδός ……….. αριθμ. ….., κάτοχος του υπ’ αριθμ. …………. δελτίου αστυνομικής ταυτότητος, το οποίο εξεδόθη στις …… από το Α.Τ. ……………, Α.Φ.Μ. …………., Δ.Ο.Υ ………….. δια της παρούσης μου Ε Ξ Ο Υ Σ Ι Ο Δ Ο ΤΩ τον Δικηγόρο Αθηνών Ανδρέα Φωτ. Τζουμάνη (Α.Μ. 21.204 Δ.Σ.Α.), κάτοικο Αθηνών, οδός Μπόταση αριθμ. 5, στον οποίο δίδω την ειδική εκ του νόμου εντολή και πληρεξουσιότητα, όπως, κατ’ εντολήν και για λογαριασμόν μου εμφανισθεί ενώπιον του αρμοδίου Γραμματέως της Εισαγγελίας Πρωτοδικών Αθηνών και καταθέσει προ πάσης επιδόσεως προσφυγή, η οποία θα απευθύνεται ενώπιον του κ. Εισαγγελέως Εφετών Αθηνών κατά της υπ’ αριθμ. ………../από …………. διάταξης της κ. Εισαγγελέως Πρωτοδικών Αθηνών, ……., δια της οποίας η από ………. (ΑΒΜ………………….), ενώπιον του κ. Εισαγγελέως Πρωτοδικών Αθηνών, μήνυση εμού κατά της (ονοματεπώνυμο μηνυομένου) κατοίκου ……………., οδός ……….αριθμ. ….., απερρίφθη ως προς το σκέλος της, κατά το οποίο εγκαλείται από εμάς η εν λόγω ……………………. για τις αξιόποινες πράξεις της απάτης και της πλαστογραφίας, ως μη στηριζόμενη στον νόμο σύμφωνα με την διάταξη του άρθρου 47 παρ. 1 σε συνδυασμό με άρθρο 57 παρ. 1ΚΠΔ και με την οποία (προσφυγή) θα ζητεί, κατ’ εντολήν και για λογαριασμό μου, όπως ακυρωθεί και εξαφανισθεί η ανωτέρω υπ’ αριθμ. ………………..διάταξη της κ. Εισαγγελέως Πρωτοδικών Αθηνών, δια της οποίας απερρίφθη εν μέρει η ανωτέρω μήνυσή μας. 128 Στον ως άνω Δικηγόρο δίδω την ειδική εκ του νόμου εντολή και πληρεξουσιότητα, όπως καταθέσει και υπογράψει την ανωτέρω προσφυγή, η οποία θα απευθύνεται ενώπιον του κ. Εισαγγελέως Εφετών Αθηνών κατά της άνω υπ’ αριθμ. …………… διάταξης της κ. Εισαγγελέως Πρωτοδικών Αθηνών, …………………., περιλαμβάνοντας στην προσφυγή μου αυτή οποιουσδήποτε κατά την κρίση του αναγκαίους λόγους, με σκοπό, όπως γενομένης δεκτής της προσφυγής μου αυτής, ακυρωθεί και εξαφανισθεί η ανωτέρω υπ’ αριθμ. ……………….. διάταξη της κ. Εισαγγελέως Πρωτοδικών Αθηνών, δια της οποίας απερρίφθη εν μέρει η ανωτέρω μήνυσή μας και ιδία όπως περιλάβει τους ακόλουθους λόγους προσφυγής : (Σημείωση : Ακολουθούν οι λόγοι προσφυγής, το κείμενο των οποίων ενσωματώνεται και στην σχετική έκθεση προσφυγής την οποία συντάσσει ο Γραμματέας). Τέλος, τον ως άνω Δικηγόρο εξουσιοδοτώ όπως κατ’ εντολήν και για λογαριασμό μου υπογράψει οποιοδήποτε έγγραφο τυχόν απαιτηθεί καθώς και εν γένει πράξει πάν ό,τι απαιτείται για την περαίωση της εν λόγω εντολής μου. Αθήνα, 4 Μαίου 2007 Ο εξουσιοδοτών ……………………………. Βεβαιούται το γνήσιον της υπογραφής του άνω υπογράψαντος ……………………………………………… Αθήνα, 4 Μαίου 2007 Η βεβαιούσα Δικηγόρος 6. Υπόδειγμα εγγράφων εξηγήσεων κατά την διάρκεια προκαταρκτικής εξετάσεως. ΕΝΩΠΙΟΝ ΤOY κ. ΕΙΣΑΓΓΕΛΕΩΣ ΠΛΗΜΜΕΛΕΙΟΔΙΚΩΝ ΑΘΗΝΩΝ ( Διά της κ. Πταισματοδίκου Αθηνών – 9ου Τμήματος) ΕΓΓΡΑΦΕΣ ΕΞΗΓΗΣΕΙΣ 129 …………….. του …………… και της …………, εν διαστάσει συζύγου ………….., κατοίκου ……….. Αττικής, οδός …….. αρ….. _____________________________________________________ Τις αποδιδόμενες σ΄ εμένα κατηγορίες συνεπεία της από 1111-1999 μηνύσεως του ……… (ΕΓ ………….), αρνούμαι και αποκρούω ως νομικά και ουσιαστικά αβάσιμες. Ουδέποτε διέπραξα τα αδικήματα, για τα οποία με εγκαλεί ο ……... Αντιθέτως, εγώ, νομίμως, ορθώς και αληθώς κατεμήνυσα τον …….. για τα αδικήματα της απειλής και της υφαίρεσης, αφού όσα αναφέρω στην από 10-11-1999 έγκλησή μου, που υπέβαλα εις βάρος του στο Α.Τ. ………. είναι αληθινά περιστατικά που πράγματι συνέβησαν και πλήρως αποδεικνύονται. Συγκεκριμένα : Στις 10 Νοεμβρίου του έ τους 1999 γύρω στις 19.00 μ.μ., ο σύζυγός μου ………, παρουσία των δύο ανηλίκων τέκνων μας καθώς και της ανεψιάς μου …………, μου επετέθη φραστικά και με τη βία απέσπασε, παρά τη σθεναρή αντίσταση που προέβαλα, από την τσάντα μου τα κλειδιά του υπ΄ αριθμ. ………… ΙΧΕ αυτοκινήτου μου, με το οποίο και διέ φυγε, απειλώντας με συγχρόνως ότι θα με σκοτώσει και θα με βιάσει προκειμέ νου να μην πληρώνει διατροφή. Μετά από δύο ώρες περίπου επέστρεψε και μου παρέδωσε τα κλειδιά του αυτοκινήτου μου. Όταν πήγα στο αυτοκίνητό μου διαπίστωσα με έκπληξη ότι είχε αφαιρέσει από το αυτοκίνητό μου το ραδιοκασετόφωνο μαζί με τα ηχεία του, το Δελτίο Αστυνομικής Ταυτότητάς μου, την άδεια ικανότητας οδήγησής μου και διάφορα άλλα προσωπικά μου έ γγραφα. Μάλιστα μου είπε ότι επιθυμούσε να αφαιρέσει και τον συναγερμό, αλλά χρειαζόταν κάποια διαδικασία και έτσι δεν πρόλαβε να το κάνει. Οι ανωτέρω απειλές και παράνομες πράξεις του συζύγου μου προκάλεσαν σ΄εμένα έντονο τρόμο και ανησυχία για την σωματική μου ακεραιότητα. Για το λόγο αυτό, στις 21.30 μ.μ. της ίδιας ημέρας, προσήλθα στο Αστυνομικό Τμήμα ……….και κατέθεσα την από 10-11-1999 μήνυση κατά του συζύγου μου …….. για τα αδικήματα της κλοπής (υφαίρεσης) και της απειλής. Ο σύζυγός μου συνελήφθη στις 22.30 μ.μ. της ιδίας ημέρας και εισήχθη στο Β΄Αυτόφωρο Τριμελές Πλημ/κείο Αθηνών το πρωί της επόμενης ημέρας (11-111999) προκειμένου να δικασθεί. Τελικώς, όταν δικάσθηκε μετ΄ αναβολήν στις 130 13-11-1999, οι άνω διαπραχθείσες σε βάρος μου αξιόποινες πράξεις απεδείχθησαν περίτρανα κατά την επ΄ ακροατηρίω διαδικασία και εξεδόθη η υπ΄αριθμ……../1999 απόφαση του άνω Δικαστηρίου, διά της οποίας κρίθηκε ένοχος για τα αδικήματα της κλοπής και της απειλής και καταδικάσθηκε σε συνολική ποινή φυλάκισης 5 μηνών. Προσάγω και επικαλούμαι αντίγραφο της άνω αποφάσεως (Σχ. 1). Η εναντίον μου αναληθής μήνυση του εν διαστάσει συζύγου μου ……… για τα αδικήματα της ψευδούς καταμηνύσεως και συκοφαντικής δυσφημήσεως υπεβλήθη την 11-11-1999 και ώρα 6.00 π.μ., ενόσω αυτός εκρατείτο στο Αστυνομικό Τμήμα Άνω ……. συνεπεία της από 10-10-1999 μηνύσεώς μου κατ΄ αυτού. Το γεγονός αυτό σε συνδυασμό με την άνω καταδικαστική απόφαση αποδεικνύει περίτρανα το αβάσιμο και αναληθές της μηνύσεως η οποία υπεβλήθη από τον εν διαστάσει σύζυγό μου αποκλειστικά και μόνο για λόγους εκδίκησης. Ειδικότερα, η αλήθεια, την οποία πολύ καλά γνωρίζει ο μηνυτής μου, έχει ως εξής : ήλθα εις νομίμου γάμου κοινωνία, κατά τους Με τον ……….. θείους και ιερούς κανόνες της Ανατολικής Ορθοδόξου του Χριστού Εκκλησίας, στον Ιερό Ναό Μεταμορφώσεως του Σωτήρος Κηφισιάς στις ………. Από το γάμο μας αυτό αποκτήσαμε δύο τέκνα, τον ………., ο οποίος γεννήθηκε στην Αθήνα στις ……….. και την ………, η οποία γεννήθηκε στην Αθήνα στις ………. Μετά το γάμο μας εγκατασταθήκαμε αρχικώς διαμέρισμα πολυκατοικίας κειμένης στο ……. Αττικής σε μίσθιο και από τον Ιανουάριο του έτους 1996 σε μίσθιο διαμέρισμα του δευτέρου ορόφου πολυκατοικίας κειμένης στο Δήμο ………. Αττικής και επί της οδού ……αρ……. Παρά το γεγονός ότι ο γάμος μας, όπως άλλωστε και οι περισσότεροι γάμοι, ξεκίνησε με αίσιους οιωνούς και με υποσχέσεις και όρκους αιώνιας αγάπης, από τους πρώτους κιόλας μήνες της εγγάμου συμβιώσεώς μας και ιδιαίτερα μετά τη γέννηση του πρώτου τέκνου μας ……, ο σύζυγός μου άρχισε να μου συμπεριφέ ρεται με τρόπο απάδοντα προς εμέ , τη σύζυγό του, και προς τις ηθικέ ς και νομικέ ς υποχρεώσεις της εγγάμου συμβιώσεως, επιδεικνύοντας καθημερινώς εριστικό, αυταρχικό και ανασφαλή χαρακτήρα και εν γέ νει ανωριμότητα αναφορικώς με την 131 ιδιότητά του ως συζύγου και οικογενειάρχη. Εγώ, από την πλευρά μου, προσπαθούσα να κάνω υπομονή και πίστευα ότι με τον καιρό θα συναισθανθεί τις ευθύνες και τις υποχρεώσεις της εγγάμου συμβιώσεως και θα αλλάξει στάση και συμπεριφορά. Πλην όμως, ο μηνυτής και εν διαστάσει πλέον σύζυγός μου εξακολουθούσε να συνεχίζει την ίδια εις βάρος μου αντισυζυγική, υποτιμητική και προσβλητική συμπεριφορά. Με την παραμικρή αφορμή δημιουργούσε μεταξύ μας διαφωνίες και προβλήματα και, έτσι, μέρα με την ημέρα η ζωή μου και η ζωή των παιδιών μας εγένετο μαρτυρική εξαιτίας της ως άνω συμπεριφοράς του. Αποτέλεσμα της όλης αντισυζυγικής συμπεριφοράς του συζύγου μου ήταν να διασπασθεί, από τον ……… του έ τους …….., με αποκλειστική υπαιτιότητά του η έ γγαμη συμβίωσή μας. Συνεπεία του γεγονότος αυτού κατέθεσα κατά του συζύγου μου την από …… και υπ΄αριθμ. καταθέσεως …./1999 αίτησή μου την απευθυνομένη ενώπιον του Μονομελούς Πρωτοδικείου Αθηνών, διώκουσα τη λήψη ασφαλιστικών μέτρων κατά του συζύγου μου και ιδία την μετοίκηση αυτού, την προσωρινή ανάθεση σ΄ εμένα της επιμέλειας των ανηλίκων τέκνων μας και την προσωρινή επιδίκαση διατροφής σ΄ εμένα με την ιδιότητά μου ως ασκούσης εκ των πραγμάτων την επιμέλεια των ανηλίκων τέκνων μας. Προσάγω και επικαλούμαι αντίγραφο της εν λόγω αιτήσεως (Σχ. 2). Επί της αιτήσεώς μου, συζητήσεως …./1999 απόφαση του γενομένης, Μονομελούς εξεδόθη η υπ΄ Πρωτοδικείου αριθμ. Αθηνών (Διαδικασία Ασφαλιστικών Μέτρων), η οποία και την έκαμε δεκτή, αντίγραφο δε αποσπάσματος της οποίας προσάγω και επικαλούμαι (Σχ.3). Στις ……. και ώρα 9.35 π.μ. η δικαστική επιμελήτρια του Πρωτοδικείου Αθηνών ……. επέδωσε στον μηνυτή-σύζυγό μου αντίγραφο της άνω αιτήσεώς μου περί λήψεως ασφαλιστικών μέτρων κατ΄ αυτού. Εγώ εκείνη τη στιγμή απουσίαζα από το σπίτι, καθ΄ όσον ήμουν στην εργασία μου. Όταν επέστρεψα, γύρω στις 19.00 μ.μ., ο μηνυτής σε έξαλλη κατάσταση ευρισκόμενος, κυριολεκτικά εκτός εαυτού, άρχισε να με απειλεί κατατρομοκρατώντας με. Μου αφαίρεσε με την βία τα κλειδιά του αυτοκινήτου μου και επιβιβασθείς αυτού, ανεχώρησε προς 132 άγνωστη κατεύθυνση και εν γένει έ λαβαν χώρα όλες οι αξιόποινες πράξεις για τις οποίες τον κατεμήνυσα. Η αιτία για την επιθετική και παράνομη συμπεριφορά εις βάρος μου, για την οποία και τον κατεμήνυσα, ήταν η άσκηση από εμέ να της εις βάρος του αιτήσεως ασφαλιστικών μέ τρων, η οποία και του είχε επιδοθεί το πρωί της ίδιας ημέρας. Άλλωστε και προ των γεγονότων αυτών, αλλά και μετά, μου έ χει δηλώσει επανειλλημέ νως ότι θα με εκδικηθεί και ότι θα μετανιώσω για όσες δικαστικέ ς ενέ ργειες έχω προβεί εις βάρος του. Ενόψει των ανωτέρω ορθώς και αληθώς για τα αδικήματα τα οποία περιγράφονται στην από ……. έγκλησή μου κατεμήνυσα τον ……, ο οποίος μετέπειτα για λόγους εκδίκησης και ορμώμενος από συναισθήματα οργής και εμπάθειας εναντίον μου υπέβαλε την από …….. αναληθή και αβάσιμη μήνυσή του. Επιπροσθέτως, σημειώνω ότι η εκδικητική συμπεριφορά του εν διαστάσει συζύγου μου δεν σταμάτησε στην αναληθή μήνυσή του, αλλά συνεχίστηκε και εξακολουθεί να υφίσταται μέχρι σήμερα. Μετά την έκδοση της άνω καταδικαστικής γι΄ αυτόν αποφάσεως εκμεταλλευόμενος το γεγονός ότι εγώ δεν διέμενα πλέον στη συζυγική μας οικία επί της οδού ……. στο ……, πραγματοποίησε τηλεφωνικές συνδιαλέξεις στις γνωστές σε όλους γραμμές επικοινωνίας με το πρόθεμα 090 κλπ. διαφόρων εταιρειών (ροζ γραμμές) από την τηλεφωνική γραμμή την οποία διατηρούσα επ΄ ονόματί μου, με αποτέλεσμα την υπέρογκη χρέωση του λογαριασμού μου εκείνης της χρονικής περιόδου κατά το συνολικό ποσό των 900.000 δραχμών. Την εκδικητική αυτή του πράξη ομολόγησε και ο ίδιος και για το λόγο αυτό ανέλαβε την αποπληρωμή του άνω ποσού κατόπιν σχετικού διακανονισμού με τον ΟΤΕ. Όμως, δεν τήρησε την ανωτέρω υπόσχεσή του και για το λόγο αυτό αναγκάσθηκα να ασκήσω κατ΄ αυτού την από ……….. αγωγή μου ενώπιον του Ειρηνοδικείου Αμαρουσίου με αριθμό καταθέσεως …….., η οποία συζητήθηκε κατά την δικάσιμο της ……… ερήμην του εναγομένου. Προσάγω και επικαλούμαι αντίγραφο της άνω αγωγής (Σχ. 4), καθώς και της από ……. δηλώσεως αναγνωρίσεως χρέους , η οποία συνετάγη από τον ίδιο τον εν διαστάσει σύζυγό μου σε έντυπο Υπεύθυνης Δηλώσεως του άρθρου 8 του Ν.1559/1986 με θεωρημένο το γνήσιο της υπογραφής του (Σχ. 5). Πέραν των ανωτέρω, αναφέρω ότι ακόμη και μέχρι σήμερα ο μηνυτής και εν διαστάσει σύζυγός μου εξακολουθεί να συμπεριφέρεται με τρόπο εχθρικό 133 και απάδοντα προς εμέ και τις εν γένει ηθικές και νομικές υποχρεώσεις του ως πατέρα δύο ανηλίκων τέκνων, καθ΄ όσον αρνείται να καταβάλει την προσωρινώς επιδικασθείσα δυνάμει της υπ΄ αριθμ. …….. αποφάσεως του Μονομελούς Πρωτοδικείου Αθηνών (Διαδικασία Ασφαλιστικών Μέτρων) διατροφή των δύο ανηλίκων τέκνων μας, η οποία ανέρχεται συνολικώς στο ποσόν των 90.000 δραχμών μηνιαίως, ενώ επί της ασκηθείσης αγωγής διατροφής μου, η οποία συνεζητήθη ενώπιον του Μονομελούς Πρωτοδικείου Αθηνών (Διαδικασία Διατροφών), κατά την δικάσιμο της 5ης Φεβρουαρίου 2001, δεν έχει ακόμη μέχρι σήμερα εκδοθεί απόφαση. Επειδή, εν όψει των ανωτέρω, προκύπτει ότι νομίμως, ορθώς και αληθώς κατεμήνυσα τον ………, με την από 10-11-1999 μήνυσή μου, διότι πράγματι διέπραξε εις βάρος μου, τα αδικήματα αυτά. Επειδή ουδέν απολύτως αδίκημα διέπραξα εις βάρος του μηνυτού μου ……….. ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ ΑΙΤΟΥΜΑΙ Να μην μου ασκηθεί ποινική δίωξη για κανένα αδίκημα. Μάρτυρες προτείνω τους : 1. …………, κάτοικο ……….. Αττικής, οδός ……….. αριθμ. … 2. …………, κάτοικο ……….. Αττικής, οδός ……….. αριθμ. … Πληρεξούσιο και αντίκλητό μου διορίζω το Δικηγόρο Αθηνών ………(ΑΜ ……… ΔΣΑ), κάτοικο Αθηνών, οδός …….. αριθμ. …. Αθήνα, ………. Ευπειθέστατη Η παρέχουσα έγγραφες εξηγήσεις ………………………….. 7. Υπόδειγμα εξουσιοδοτήσεως χορηγήσεως αντιγράφων δικογραφίας στον πληρεξούσιο Δικηγόρο του κατηγορουμένου. 134 ΕΞΟΥΣΙΟΔΟΤΗΣΗ Η κάτωθι υπογεγραμμένη (ονοματεπώνυμο) του (πατρώνυμο) και της (μητρώνυμο), γεννηθείσα στις ………… στην …………….., κάτοικος …………………. Αττικής, οδός ……………….. αριθμ. ……….., κάτοχος του υπ’ αριθμ. ……………..δελτίου αστυνομικής ταυτότητος, το οποίο εξεδόθη στις …………….. από το Α. Τ. ………………, δια της παρούσης μου Ε Ξ Ο Υ Σ Ι Ο Δ Ο Τ Ω τον Δικηγόρο Αθηνών Ανδρέα Φωτ. Τζουμάνη (Α.Μ. 21.204 Δ.Σ.Α.), κάτοικο Αθηνών, οδός Μπόταση αριθμ. 5, όπως κατ’ εντολήν και για λογαριασμόν μου, παραλάβει από την Γραμματεία του Α’ Τριμελούς Πλημμελειοδικείου Αθηνών αντίγραφα της εις βάρος μου σχηματισθείσης δικογραφίας, συνεπεία της από ……(Α.Β.Μ.) μηνύσεως του …………., η οποία εκδικάζεται ενώπιον του άνω Δικαστηρίου κατά την δικάσιμο της …………….. 2004. Αθήνα 21 Ιουνίου 2004 Η Εξουσιοδοτούσα ……………………………….. Βεβαιούται το γνήσιον της υπογραφής της άνω υπογραψάσης ………………………………………………… Αθήνα 21 Ιουνίου 2004 Η Βεβαιούσα Δικηγόρος 8. Υπόδειγμα εξουσιοδοτήσεως δικογραφίας στον χορηγήσεως αντιγράφων πληρεξούσιο Δικηγόρο του μηνυτή και πολιτικώς ενάγοντος. 135 ΕΞΟΥΣΙΟΔΟΤΗΣΗ Ο κάτωθι υπογεγραμμένος ……………………………, γεννηθείς στις ………. στην Αθήνα, κάτοικος Αθηνών, οδός ………….. αριθμ. …., κάτοχος του υπ’ αριθμ. ………….. δελτίου αστυνομικής ταυτότητος, το οποίο εξεδόθη στις …………… από το Α.Τ. Κολωνού, Α.Φ.Μ. ……….., Δ.Ο.Υ ΚΒ’ Αθηνών. δια της παρούσης μου Ε Ξ Ο Υ Σ Ι Ο Δ Ο Τ Ω τον Δικηγόρο Αθηνών ……………. (Α.Μ. ………… Δ.Σ.Α.), κάτοικο Αθηνών, οδός …………αριθμ. ……., όπως κατ’ εντολήν και για λογαριασμόν μου υποβάλει ΕΝΩΠΙΟΝ ΤΟΥ κ. ΕΙΣΑΓΓΕΛΕΩΣ ΕΦΕΤΩΝ ΑΘΗΝΩΝ Α Ι Τ Η Σ Η, με την οποία να ζητεί, κατ’ εντολήν και για λογαριασμόν μου, όπως παραγγείλει ο άνω Εισαγγελεύς τον Γραμματέα του Α’ Τριμελούς Εφετείου Κακουργημάτων να του χορηγηθούν αντίγραφα από την εις βάρος του …………….. σχηματισθείσα δικογραφία, συνεπεία της από 9-72002 μηνύσεώς μου (ΑΒΜ ………….), υποβληθείσης ενώπιον του κ. Εισαγγελέως Πρωτοδικών Αθηνών, εναντίον του, ο οποίος βάσει του υπ’ αριθμ. ………….. βουλεύματος του Συμβουλίου Πλημμελειοδικών Αθηνών παρεπέμφθη ενώπιον του Α’ Τριμελούς Εφετείου Κακουργημάτων Αθηνών, για να δικασθεί για τις πράξεις της πλαστογραφίας και της απάτης σε βαθμό κακουργήματος και δικάζεται ενώπιον του Δικαστηρίου αυτού κατά την δικάσιμο της …………., δεδομένου ότι ήδη κατά του άνω ……………. του Ιωάννου έχω νομίμως δηλώσει παράσταση πολιτικής αγωγής. Στον ως άνω Δικηγόρο παρέχω την ειδική εντολή και πληρεξουσιότητα όπως υπογράψει, κατ’ εντολήν και για λογαριασμό μου οποιοδήποτε έγγραφο τυχόν απαιτηθεί, προσκομίσει όλα τα αναγκαία έγγραφα και εν γένει πράξει παν ό, τι είναι απαραίτητο για την περαίωση της άνω εντολής. Αθήνα, ………………….. Ο Εξουσιοδοτών …………………. 136 Βεβαιούται το γνήσιον της υπογραφής του άνω υπογράψαντος………………………….. Αθήνα, 21 Μαρτίου 2005 O Βεβαιών Δικηγόρος 9. Υπόδειγμα εξουσιοδοτήσεως προς Δικηγόρο για δήλωση παραστάσεως πολιτικής αγωγής, πριν την εκδίκαση της υποθέσεως. ΕΞΟΥΣΙΟΔΟΤΗΣΗ Ο κάτωθι υπογεγραμμένος ……………………………, γεννηθείς στις ………. στην Αθήνα, κάτοικος Αθηνών, οδός ………….. αριθμ. …., κάτοχος του υπ’ αριθμ. ………….. δελτίου αστυνομικής ταυτότητος, το οποίο εξεδόθη στις …………… από το Α.Τ. Κολωνού, Α.Φ.Μ. ……….., Δ.Ο.Υ ΚΒ’ Αθηνών. δια της παρούσης μου Ε Ξ Ο Υ Σ Ι Ο Δ Ο Τ Ω τον Δικηγόρο Αθηνών ……………. (Α.Μ. ………… Δ.Σ.Α.), κάτοικο Αθηνών, οδός …………αριθμ. ……., όπως κατ’ εντολήν και για λογαριασμόν μου, λογαριασμό μου ενώπιον του ΕΙΣΑΓΓΕΛΕΩΣ ΠΡΩΤΟΔΙΚΩΝ και να εμφανισθεί κατ’ εντολήν και για να δηλώσει ΕΝΩΠΙΟΝ ΤΟΥ κ. Αθηνών, παράσταση πολιτικής αγωγής κατά των: 1. ……………….. και 2. ……………………, αμφοτέρων κατοίκων ……………….. Αττικής, οδός ………. αριθμ. …., για χρηματική ικανοποίηση μου, κατά καθενός εξ αυτών, ποσού 44 ΕΥΡΩ, με επιφύλαξη διεκδικήσεως του υπολοίπου από το αρμόδιο πολιτικό Δικαστήριο, λόγω της ηθικής βλάβης που υπέστην από την τέλεση εις βάρος μου από αυτούς των αδίκων πράξεων της αυτοδικίας και της φθοράς ξένης ιδιοκτησίας, τις οποίες αυτοί ετέλεσαν εις βάρος μου στις ……….., σε ακίνητο ιδιοκτησίας μου (αγροτεμάχιο εκτάσεως …………τ. μ., το οποίο ευρίσκεται στην θέση «…………..» του Δήμου ……….. Αττικής), πράξεις για τις οποίες δικάζονται ενώπιον του Μονομελούς Πλημμελειοδικείου Κρωπίας, κατά την δικάσιμο της …………. Στον ως άνω πληρεξούσιο Δικηγόρο δίδω την εντολή και πληρεξουσιότητα όπως λαμβάνει αντίγραφα από τον φάκελο της δικογραφίας, η οποία έχει σχηματισθεί κατά των: 1. ……………….. και 2. ……………………, αμφοτέρων κατοίκων ……………….. Αττικής, οδός ………. αριθμ. …., γνωστοποιήσει μάρτυρες πριν από την εκδίκαση της υποθέσεως και εν γένει πράξει παν ό,τι απαιτείται για την περαίωση της άνω εντολής. Αθήνα,…………………… 137 Ο/Η Εξουσιοδ……….. ………………………………………………….. Βεβαιούται το γνήσιον της υπογραφής τ… άνω υπογραψ…… …………………………………... Αθήνα, ………………….. Ο/Η βεβαι………… Δικηγόρος 10. Υπόδειγμα εξωδίκου γνωστοποιήσεως μαρτύρων πολιτικής αγωγής ΕΝΩΠΙΟΝ ΤΟΥ ΤΡΙΜΕΛΟΥΣ ΠΛΗΜΜΕΛΕΙΟΔΙΚΕΙΟΥ ΑΘΗΝΩΝ ΕΞΩΔΙΚΗ ΓΝΩΣΤΟΠΟΙΗΣΗ ΜΑΡΤΥΡΩΝ (ονοματεπώνυμο – όνομα πατρός), κατοίκου ………………….., οδός ……………. Αριθ. …… ΚΑΤΑ (ονοματεπώνυμο – όνομα πατρός), κατοίκου ………………….., οδός ……………. Αριθ. …… Σας γνωστοποιώ ότι κατά την εκδίκαση της εις βάρος σας κατηγορίας για πρόκληση σε εμένα σωματικής βλάβης από αμέλεια (άρθρα 314 &1α΄ και 315 & 1β΄ ΠΚ) και για παράβαση του άρθρου 19&&2,3,10 του ν. 2696/1999, ενώπιον του ……..Τριμελούς Πλημμελειοδικείου Αθηνών, κατά την δικάσιμο της … Mαίου ……., ημέρα Παρασκευή και ώρα 09:00 π.μ. ή και σε οποιαδήποτε μετ’ αναβολή ή μετά από διακοπήν δικάσιμο, κατά την οποία πρόκειται να παραστώ ως πολιτικώς ενάγων εναντίον σας, όπως άλλωστε έχω ήδη νομίμως δηλώσει εναντίον σας παράσταση πολιτικής αγωγής, δεδομένου ότι τις άνω πράξεις ετελέσατε εις βάρος μου στις …………Μαρτίου ……… και περί ώρα 21.30 μ.μ. και επί της οδού …………….. στο ……………. Αττικής, όπου από αποκλειστικά δική σας υπαιτιότητα τραυματίσθηκα βαρύτατα, υποστάς υποτροχαντήριο συντριπτικό κάταγμα αριστερού μηριαίου, κάταγμα αριστερής κνήμης και κρανιοεγκεφαλική κάκωση, όταν εσείς, οδηγώντας το υπ’ αριθμ. κυκλοφορίας 138 ……….. Ιδιωτικής Χρήσεως Φορτηγό αυτοκίνητο, της αποκλειστικής κυριότητος, νομής και κατοχής σας, με κατεύθυνση από …………. προς …………….., δεν μειώσατε την ταχύτητα του οχήματός σας, μολονότι εβαίνατε σε κατοικημένη περιοχή και μολονότι οι περιστάσεις το απαιτούσαν, καίτοι ήσασταν υποχρεωμένος σε ιδιαίτερη επιμέλεια και προσοχή, με αποτέλεσμα να επιπέσετε με ιδιαίτερη σφοδρότητα στην υπ’ αριθμ. κυκλοφορίας …………… δίκυκλη μοτοσυκλέττα, της αποκλειστικής κυριότητος, νομής και κατοχής του πατέρα μου ………………., την οποία οδηγούσα συννόμως, κινούμενος επί της άνω οδού ………………, αφού είχα προηγουμένως εισέλθει σε αυτήν από ανώνυμη δημοτική οδό, σύμφωνα και με όσα διαλαμβάνονται στην εις βάρος σας σχηματισθείσα με στοιχεία Α.Β.Μ. …………. δικογραφία και στο υπ’ αριθμ. ………….. από ..-..-2005 κλητήριο θέσπισμα του κ. Εισαγγελέως Πλημμελειοδικών Αθηνών (ενώ περαιτέρω εκινείσθω στον ίδιο τόπο και χρόνο, κακώς και παρανόμως, με υπερβολική ταχύτητα περίπου 90 χλμ ανά ώρα, την οποία δεν εμειώσατε καθόλου κατά τα άνω και έχοντας κλειστά τα φώτα του άνω οχήματός σας, αλλά και παραβιάζοντας την εκ δεξιών προτεραιότητά μου), θα καλέσω και θα εξετάσω τους εξής μάρτυρες : 1. (ονοματεπώνυμο – όνομα πατρός), κατοίκου ………………….., οδός ……………. Αριθ. …… 2.. (ονοματεπώνυμο – όνομα πατρός), κατοίκου ………………….., οδός ……………. Αριθ. ……. Επικολλάται ένσημο Τ.Π.Δ.Α. 1,15 €. Αρμόδιος δικαστικός επιμελητής να επιδώσει νόμιμα την παρούσα προς τον ………….. του …………. και της ……………, κάτοικο …………………., προς γνώση του και για τις νόμιμες συνέπειες, αντιγράφων αυτή ολόκληρη στην έκθεση επιδόσεως που θα συνταχθεί. Αθήνα, ……………… Ο εξωδίκως γνωστοποιών Ο/Η Πληρεξούσιος Δικηγόρος 139 11. Υπόδειγμα δηλώσεως συνηγόρου υπερασπίσεως για αναβολή της υποθέσεως λόγω κωλύματός του ΕΝΩΠΙΟΝ ΤΟΥ Β’ ΑΥΤΟΦΩΡΟΥ ΜΟΝΟΜΕΛΟΥΣ ΠΛΗΜΜΕΛΕΙΟΔΙΚΕΙΟΥ ΑΘΗΝΩΝ ΔΗΛΩΣΗ Ανδρέα Φ. Τζουμάνη, Δικηγόρου Αθηνών (Α.Μ. 21.204 Δ.Σ.Α.), κατοίκου Αθηνών, οδός Μπόταση αριθμ. 5. Αξιότιμη κ. Πρόεδρε, Είμαι συνήγορος υπερασπίσεως του ………. του ……., ο οποίος δικάζεται ενώπιον του Δικαστηρίου Σας κατά την δικάσιμο της 24ης Ιανουαρίου 2006 κατηγορούμενος για παράβαση του άρθρου 90&3 του ν. 2696/1999. Πλην, όμως, κατά την δικάσιμο της 24ης Ιανουαρίου 2006 αδυνατώ να παραστώ ενώπιον του Δικαστηρίου Σας και να εκπροσωπήσω τον άνω κατηγορούμενο, καθ’ όσον κατά την αυτή δικάσιμο της 24ης Ιανουαρίου 2006 θα ευρίσκομαι ενώπιον του Β’ Μικτού Ορκωτού Εφετείου Αθηνών ως συνήγορος πολιτικής αγωγής του …………… κατά του ……………., ο οποίος κατηγορείται για το αδίκημα της εκρήξεως, η δε εκδίκαση της υποθέσεως αυτής άρχισε στις 18 Ιανουαρίου 2006 και διεκόπη για την δικάσιμο της 24ης Ιανουαρίου 2006, προκειμένου να προσέλθει ο εντολεύς μου …………, ο οποίος εκωλύετο λόγω ασθενείας να προσέλθει κατά την δικάσιμο της 18ης Ιανουαρίου 2006, συνημμένως δε σας υποβάλω και την σχετική απόφαση του Β΄ Μικτού Ορκωτού Εφετείου Αθηνών. Γι’ αυτόν τον λόγο παρακαλώ λόγω του ανωτέρω κωλύματός μου να αναβληθεί η εκδίκαση της υποθέσεως του εντολέως μου ………….. Αθήνα, ………… Μετά τιμής Ο δηλών συνήγορος υπερασπίσεως 12. Υπόδειγμα εξουσιοδοτήσεως για παράσταση συνηγόρου υπερασπίσεως στο ακροατήριο 140 ΕΞΟΥΣΙΟΔΟΤΗΣΗ Ο κάτωθι υπογραφόμενος (ονοματεπώνυμο) του (πατρώνυμο) και της (μητρώνυμο), γεννηθείς στην Αθήνα το έτος ….., κάτοχος του υπ΄αριθμ. ………. Δελτίου Αστυνομικής Ταυτότητος, που εκδόθηκε στις …………….. από το Α.Τ. ………….., κάτοικος Αθηνών, οδός ………. αριθμ. …………….., εξουσιοδοτώ με την παρούσα τον Δικηγόρο Ανδρέα Φωτ. Τζουμάνη του Φωτίου, Δικηγόρο Αθηνών (ΑΜ 21.204 ΔΣΑ), κάτοικο Αθηνών, οδός Μπόταση αριθμ. 5 να εμφανισθεί κατ’ εντολήν και για λογαριασμό μου ενώπιον του Εβδόμου (Ζ’) Μονομελούς Πλημμελειοδικείου Αθηνών, κατά την δικάσιμο της …………… ή σε οποιαδήποτε μετ’ αναβολήν δικάσιμο, να παραστεί και να με εκπροσωπήσει κατά την εκδίκαση της εναντίον μου από ……………….. μηνυτηρίου αναφοράς του Προϊσταμένου της ΔΟΥ …………….., για παράβαση των άρθρων 26&1α , 27 &1, 98&2 ΠΚ, 25&&1,2,3 ν. 1892/1990, όπως αντικ. με το άρθρο 23 ν. 2523/97, 19&2 ν. 2948/2001 και άρθρο 34&1α ν. 3220/2004, σύμφωνα με όσα διαλαμβάνονται στο από ………………… Κλητήριο θέσπισμα (Αριθμ. Β. ΚΛ. ……………..) της Εισαγγελέως Πρωτοδικών Αθηνών κ. ……………………. Τον άνω Δικηγόρο εξουσιοδοτώ εμφανιζόμενο κατά τα άνω ενώπιον του Ζ’ Μονομελούς Πλημμελειοδικείου Αθηνών να υποβάλλει όποιους κατά την κρίση του αναγκαίους για την υπεράσπισή μου ισχυρισμούς και ενστάσεις και ιδία να υποβάλει αίτημα αναβολής εκδικάσεως της άνω υποθέσεώς μου για όποιους αναγκαίους κατά την κρίση του λόγους και ειδικά για τον λόγο ότι έχω ήδη καταβάλει στην ΔΟΥ Λαυρίου έναντι του ποσού των 10.460,62 ΕΥΡΩ, το οποίο έχει βεβαιωθεί εις βάρος μου, συνολικά το ποσόν των 2.500 ΕΥΡΩ, προτιθέμενος να εξοφλήσω το υπόλοιπο κατόπιν σχετικής ρυθμίσεως και διακανονισμού, όπως και να προτείνει και να εξετάσει μάρτυρες, να προσκομίσει έγγραφα και εν γένει να πράξει παν ό,τι κατά την κρίση του είναι αναγκαίο για την περαίωση της εντολής αυτής και την υπεράσπισή μου εναντίον της άνω κατηγορίας. Αθήνα, 07 Απριλίου 2006 Ο ΕΞΟΥΣΙΟΔΟΤΩΝ (ονοματεπώνυμο) 141 Βεβαιούται το γνήσιον της υπογραφής του άνω υπογράψαντος (ονοματεπώνυμο). Αθήνα, 07 Απριλίου 2006 Η βεβαιούσα Δικηγόρος 13. Υπόδειγμα εξουσιοδότησης του πολιτικώς ενάγοντος για παράσταση του συνηγόρου του στο ακροατήριο. ΕΞΟΥΣΙΟΔΟΤΗΣΗ Ο κάτωθι υπογεγραμμένος ……………………………, γεννηθείς στις ………. στην Αθήνα, κάτοικος Αθηνών, οδός ………….. αριθμ. …., κάτοχος του υπ’ αριθμ. ………….. δελτίου αστυνομικής ταυτότητος, το οποίο εξεδόθη στις …………… από το Α.Τ. Κολωνού, Α.Φ.Μ. ……….., Δ.Ο.Υ ΚΒ’ Αθηνών. δια της παρούσης μου Ε Ξ Ο Υ Σ Ι Ο Δ Ο Τ Ω τον Δικηγόρο Αθηνών ……………. (Α.Μ. ………… Δ.Σ.Α.), κάτοικο Αθηνών, οδός …………αριθμ. ……., όπως κατ’ εντολήν και για λογαριασμόν μου, λογαριασμό μου ενώπιον του να εμφανισθεί κατ’ εντολήν και για ΜΟΝΟΜΕΛΟΥΣ ΠΛΗΜΜΕΛΕΙΟΔΙΚΕΙΟΥ ΚΡΩΠΙΑΣ, κατά την δικάσιμο της …………. ή σε οποιαδήποτε μετ’ αναβολήν δικάσιμο, να παραστεί και να με εκπροσωπήσει κατά την εκδίκαση της από ………. (ΑΒΜ …………….) εγκλήσεώς μου κατά των: 1. ……………….. και 2. ……………………, αμφοτέρων κατοίκων ……………….. Αττικής, οδός ………. αριθμ. …., για την τέλεση εις βάρος μου από αυτούς των αδίκων πράξεων της αυτοδικίας και της φθοράς ξένης ιδιοκτησίας, τις οποίες αυτοί ετέλεσαν εις βάρος μου στις 20-9-2005, σε ακίνητο ιδιοκτησίας μου (αγροτεμάχιο εκτάσεως 5.196 τ. μ., το οποίο ευρίσκεται στην θέση «Κάτω Χαρβάτι» του Δήμου Παλλήνης Αττικής), πράξεις για τις οποίες δικάζονται ενώπιον του Μονομελούς Πλημμελειοδικείου Κρωπίας, κατά την δικάσιμο της ……………….. Τον άνω Δικηγόρο εξουσιοδοτώ εμφανιζόμενο κατά τα άνω ενώπιον του ΜΟΝΟΜΕΛΟΥΣ ΠΛΗΜΜΕΛΕΙΟΔΙΚΕΙΟΥ ΚΡΩΠΙΑΣ να δηλώσει, κατ΄εντολή και 142 για λογαριασμό μου, παράσταση πολιτικής αγωγής κατά των 1. ……………… και 2. ……………., αμφοτέρων κατοίκων ………… Αττικής, οδός …………. αριθμ. ..., για χρηματική ικανοποίηση μου, κατά αυτών, ποσού 44 ΕΥΡΩ, ευθυνομένων, αλληλεγγύως και εις ολόκληρον εκάστου εξ αυτών, με επιφύλαξη διεκδικήσεως του υπολοίπου από το αρμόδιο πολιτικό Δικαστήριο, λόγω της ηθικής βλάβης που υπέστην από την τέλεση εις βάρος μου από αυτούς των αδίκων πράξεων της αυτοδικίας και της φθοράς ξένης ιδιοκτησίας, τις οποίες αυτοί ετέλεσαν εις βάρος μου στις …………, σε ακίνητο ιδιοκτησίας μου (αγροτεμάχιο εκτάσεως ……….. τ. μ., το οποίο ευρίσκεται στην θέση «…………..» του Δήμου ……… Αττικής), πράξεις για τις οποίες δικάζονται αυτοί κατά τα ανωτέρω, να προτείνει και να εξετάσει μάρτυρες, να προσκομίσει έγγραφα και εν γένει να πράξει παν ό,τι κατά την κρίση του είναι αναγκαίο για την περαίωση της εντολής μου αυτής και την εκπροσώπησή μου και την υποστήριξη της άνω εγκλήσεώς μου κατά των άνω κατηγορουμένων. Αθήνα, ……………. Ο Εξουσιοδοτών Βεβαιούται το γνήσιον της υπογραφής της άνω υπογραψάσης ………………………... Αθήνα, ………………. Ο/Η βεβαιών Δικηγόρος 14. Υπόδειγμα πρακτικού Διοικητικού Συμβουλίου Ανώνυμης εταιρείας για παράσταση και εκπροσώπηση της εν λόγω εταιρείας ως πολιτικώς ενάγουσας επί μηνύσεως. ΠΡΑΚΤΙΚΟ Στο …………… Αττικής σήμερα στις …………….. ημέρα ………… και ώρα ……….. στα γραφεία της ανώνυμης εταιρείας με την επωνυμία «……………. ΑΝΩΝΥΜΗ ΕΜΠΟΡΙΚΗ ΕΤΑΙΡΕΙΑ», η οποία εδρεύει στο ………… Αττικής και επί των οδών …………….., συγκεντρωθήκαμε οι : 1. ……………, ΠΡΟΕΔΡΟΣ & Δ/ΝΩΝ ΣΥΜΒΟΥΛΟΣ ΤΟΥ Δ.Σ , 2. ……………, ΜΕΛΟΣ ΤΟΥ ΔΙΟΙΚΗΤΙΚΟΥ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟΥ 3. ……………, ΜΕΛΟΣ ΤΟΥ ΔΙΟΙΚΗΤΙΚΟΥ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟΥ, 143 οι οποίοι όλοι αποτελούμε το Διοικητικό Συμβούλιο της παραπάνω εταιρείας και αφού διαπιστώθηκε απαρτία, υπό την προεδρία του κ. Προέδρου του Διοικητικού Συμβουλίου …………., συζητήσαμε για το παρακάτω θέμα ημερησίας διατάξεως:, ΗΜΕΡΗΣΙΑ ΔΙΑΤΑΞΗ: ΠΑΡΟΧΗ ΕΙΔΙΚΗΣ ΕΝΤΟΛΗΣ ΚΑΙ ΠΛΗΡΕΞΟΥΣΙΟΤΗΤΟΣ ΣΤΟΝ ΔΙΚΗΓΟΡΟ ΑΘΗΝΩΝ …………….. (Α.Μ. ……… ΔΣΑ) ΟΠΩΣ, ΕΝΕΡΓΗΣΕΙ, ΠΑΡΑΣΤΕΙ ΚΑΙ ΕΚΠΡΟΣΩΠΗΣΕΙ ΤΗΝ ΕΤΑΙΡΕΙΑ ΜΑΣ, ΕΝΩΠΙΟΝ ΤΟΥ ΣΤ’ ΜΟΝΟΜΕΛΟΥΣ ΠΛΗΜΜΕΛΕΙΟΔΙΚΕΙΟΥ ΑΘΗΝΩΝ, ΚΑΤΑ ΤΗΝ ΔΙΚΑΣΙΜΟ ΤΗΣ …………. ΑΝΑΒΟΛΗ ΔΙΚΑΣΙΜΟ, ΚΑΤΑ ΤΗΝ Η’ ΣΕ ΟΠΟΙΑΝΔΗΠΟΤΕ ΜΕΤ’ ΕΚΔΙΚΑΣΗ ΤΗΣ ΑΠΟ ………… ΜΗΝΥΣΕΩΣ (ΑΒΜ ………..) ΤΗΣ ΕΤΑΙΡΕΙΑΣ ΜΑΣ ΚΑΤΑ ΤΟΥ ……….., ΔΗΛΩΣΕΙ ΠΑΡΑΣΤΑΣΗ ΠΟΛΙΤΙΚΗΣ ΑΓΩΓΗΣ ΚΑΤ’ ΑΥΤΟΥ ΠΟΣΟΥ 44 ΕΥΡΩ, ΓΙΑ ΧΡΗΜΑΤΙΚΗ ΙΚΑΝΟΠΟΙΗΣΗ ΛΟΓΩ ΗΘΙΚΗΣ ΒΛΑΒΗ, ΜΕ ΕΠΙΦΥΛΑΞΗ ΚΑΙ ΕΝΕΡΓΗΣΕΙ ΚΑΘΕ ΣΧΕΤΙΚΗ ΜΕ ΤΗΝ ΚΑΤΑ ΤΑ ΑΝΩ ΕΚΠΡΟΣΩΠΗΣΗ ΤΗΣ ΕΤΑΙΡΕΙΑΣ ΜΑΣ ΠΡΑΞΗ. Ο Πρόεδρος ενημερώνει τα μέλη του Διοικητικού Συμβουλίου για την υποβολή της από …….. μηνύσεως (ΑΒΜ ………), ενώπιον του κ. Εισαγγελέως Πλημμελειοδικών Αθηνών, της εταιρείας μας κατά του …………….., κατοίκου Αθηνών, οδός ………… αριθμ……….., για το αδίκημα της έκδοσης ακάλυπτης επιταγής από τον εν λόγω …………, κάτοικο Αθηνών, οδός ……….. αριθμ. ………., το οποίο αυτός διέπραξε, εκδίδοντας στην Αθήνα μία τραπεζική επιταγή της Τράπεζας ……….., με αριθμό …………, ημερομηνία εκδόσεως την ……….., ποσού …………. (…….) Ευρώ, με χρέωση του υπ’ αριθμόν ………….. λογαριασμού του , πληρωτέα εις διαταγήν της εταιρείας μας και στο υποκατάστημα ………… της Τράπεζας ………………... Την ανωτέρω επιταγή η εταιρεία μας την κατέθεσε στην Τράπεζα …………. (αξία λόγω ενεχύρου), με την οποία συνεργαζόταν, και στο κατάστημα ………… της εν λόγω Τράπεζας. Η επιταγή εμφανίσθηκε νόμιμα και εμπρόθεσμα για πληρωμή την …………. στην Τράπεζα …………….., πλην όμως δεν πληρώθηκε, λόγω ελλείψεως επαρκούς υπολοίπου στον ως άνω αναφερόμενο λογαριασμό του …………….., όπως εξακριβώθηκε έπειτα από έλεγχο του λογαριασμού του μέσω του Μηχανογραφικού Κέντρου της ………………., της μη πληρωμής βεβαιωθείσης με την από ……… βεβαίωση της Τράπεζας ………………. στο σώμα της επιταγής, η οποία έγινε έπειτα από ρητή εξουσιοδότηση της Τράπεζας ……………. στην οποία τηρείται ο λογαριασμός του, με αποτέλεσμα να πληρώσει η εταιρεία 144 μας το ποσόν της επιταγής στην ……………. και να αναλάβει την επιταγή αυτή, καταστάσα έτσι νόμιμος κομίστρια ως λήπτρια αυτής. Η εν λόγω μήνυση της εταιρείας μας κατά του άνω …………… εκδικάζεται ενώπιον του ΣΤ’ Μονομελούς Πλημμελειοδικείου Αθηνών, κατά την δικάσιμο της ………………., μετ’ αναβολήν. Για το λόγο αυτό ο Πρόεδρος του Διοικητικού Συμβουλίου, προτείνει στα μέλη να ληφθεί απόφαση, με την οποία θα εξουσιοδοτείται ο Δικηγόρος Αθηνών ……………. (ΑΜ ……….. ΔΣΑ), κάτοικος Αθηνών, οδός ……….. αριθμ. ………., όπως ενεργήσει, εμφανισθεί κατ’ εντολήν και για λογαριασμό της εταιρείας μας, ενώπιον του ΣΤ’ Μονομελούς Πλημμελειοδικείου Αθηνών, κατά την δικάσιμο της …………… ή σε οποιαδήποτε μετ’ αναβολήν δικάσιμο, παραστεί και εκπροσωπήσει την εταιρεία μας κατά την εκδίκαση της από ………. (ΑΒΜ ……………), ενώπιον του κ. Εισαγγελέως Πλημμελειοδικών Αθηνών, υποβληθείσης μηνύσεώς της κατά του ……….., κατοίκου Αθηνών, οδός ……….. αριθμ. …………, δηλώσει παράσταση πολιτικής αγωγής της εταιρείας μας κατ’ αυτού για ποσό 44 ΕΥΡΩ με επιφύλαξη για χρηματική ικανοποίηση λόγω της ηθικής βλάβης, που προκάλεσαν στην άνω εταιρεία μας οι άνω άδικες πράξεις του …………., προτείνει και εξετάσει μάρτυρες, προσκομίσει έγγραφα και εν γένει πράξει παν ό,τι απαιτείται για την περαίωση της εντολής αυτής. Τα άνω μέλη του Διοικητικού Συμβουλίου της άνω εταιρείας, ύστερα από διαλογική συζήτηση, ομόφωνα αποφασίζουν και εξουσιοδοτούν τον Δικηγόρο Αθηνών: ………………… (ΑΜ ….. ΔΣΑ), κάτοικο Αθηνών, οδός ………… αριθμ. …, στον οποίο παρέχουν την ειδική εντολή και πληρεξουσιότητα, όπως ενεργήσει, εμφανισθεί λογαριασμό της εταιρείας μας, ενώπιον κατ’ εντολήν και για του ΣΤ’ Μονομελούς Πλημμελειοδικείου Αθηνών, κατά την δικάσιμο της …………. ή σε οποιαδήποτε μετ’ αναβολήν δικάσιμο, παραστεί και εκπροσωπήσει την εταιρεία μας κατά την εκδίκαση της από …………. (ΑΒΜ …………) μηνύσεώς της κατά του ………………., κατοίκου Αθηνών, οδός …………… αριθμ. …., για το αδίκημα της ακάλυπτης επιταγής, το οποίο ο εν λόγω …………… διέπραξε εις βάρος της εταιρείας μας, εκδίδοντας στην Αθήνα μία τραπεζική επιταγή της Τράπεζας ………….., με αριθμό ………….., ημερομηνία εκδόσεως την ……………., ποσού ……………….. (……) Ευρώ, με χρέωση του υπ’ αριθμόν ……………… λογαριασμού του, πληρωτέα εις διαταγήν της εταιρείας μας και στο υποκατάστημα …………. της Τράπεζας …………… . Την ανωτέρω επιταγή η εταιρεία μας την κατέθεσε στην Τράπεζα ………… 145 (αξία λόγω ενεχύρου), με την οποία συνεργαζόταν, και στο κατάστημα ……………. της εν λόγω Τράπεζας. Η επιταγή εμφανίσθηκε νόμιμα και εμπρόθεσμα για πληρωμή την ……………. στην Τράπεζα ……………., πλην όμως δεν πληρώθηκε, λόγω ελλείψεως επαρκούς υπολοίπου στον ως άνω αναφερόμενο λογαριασμό του ………………., όπως εξακριβώθηκε έπειτα από έλεγχο του λογαριασμού του μέσω του Μηχανογραφικού Κέντρου της ……………, της μη πληρωμής βεβαιωθείσης με την από ………… βεβαίωση της Τράπεζας ………….. στο σώμα της επιταγής, η οποία έγινε έπειτα από ρητή εξουσιοδότηση της Τράπεζας …………. στην οποία τηρείται ο λογαριασμός του, με αποτέλεσμα να πληρώσει η εταιρεία μας το ποσόν της επιταγής στην Τράπεζα …………. και να αναλάβει την επιταγή αυτή, καταστάσα έτσι νόμιμος κομίστρια ως λήπτρια αυτής. Στον εν λόγω πληρεξούσιο Δικηγόρο παρέχεται η ειδική εντολή και πληρεξουσιότητα, όπως πάντοτε ενεργήσει, εκπροσωπήσει την άνω εταιρεία μας ενώπιον του ΣΤ’ Μονομελούς Πλημμελειοδικείου Αθηνών κατά την δικάσιμο της ……………. ή σε οποιαδήποτε μετ’ αναβολή δικάσιμο και κατά την εκδίκαση της άνω μηνύσεως της εταιρείας μας κατά του …………., δηλώσει παράσταση πολιτικής αγωγής της εταιρείας μας κατ’ αυτού για ποσό 44 ΕΥΡΩ με επιφύλαξη για χρηματική ικανοποίηση λόγω της ηθικής βλάβης, που προκάλεσαν στην άνω εταιρεία μας οι άνω άδικες πράξεις του ………………., προτείνει και εξετάσει μάρτυρες, προσκομίσει έγγραφα και εν γένει πράξει παν ό,τι απαιτείται για την περαίωση της εντολής αυτής Μετά τα παραπάνω και αφού δεν υπάρχει άλλο θέμα για συζήτηση συντάσσεται και υπογράφεται το πρακτικό αυτό. Ο ΠΡΟΕΔΡΟΣ ΤΑ ΜΕΛΗ 15. Υπόδειγμα ενστάσεως αποβολής πολιτικής αγωγής. ΕΝΩΠΙΟΝ ΤΟΥ ΤΡΙΜΕΛΟΥΣ ΠΛΗΜΜΕΛΕΙΟΔΙΚΕΙΟΥ ΣΥΡΟΥ ΕΝΣΤΑΣΗ ΑΠΟΒΟΛΗΣ ΤΗΣ ΠΟΛIΤΙΚΗΣ ΑΓΩΓΗΣ 1. …………..του ……….., κατοίκου …………. 2. …….. του …….., κατοίκου ………, 146 Απαραδέκτως παρίσταται εναντίον μας ως πολιτικώς ενάγων ο Δήμος …………. και, ως εκ τούτου, πρέπει και ζητούμε να αποβληθεί της δίκης για τους κάτωθι νομίμους, βασίμους και αληθείς λόγους: ‘Οπως προκύπτει από τις διατάξεις των άρθρων 63, 64, 68, 83 και 84 του Κ.Π.Δ., δικαίωμα παραστάσεως πολιτικής αγωγής στο ποινικό δικαστήριο έχει εκείνος που δικαιούται να αξιώσει αποζημίωση ή χρηματική αποζημίωση κατά του κατηγορουμένου από την αξιόποινη πράξη, σύμφωνα με .τις ισχύουσες διατάξεις. Εξάλλου, σύμφωνα μετά άρθρα 38, 85 και 86 του Υπαλληλικού Κώδικα (Ν. 2683/1999, ΚΝοΒ. 99/237) ο υπάλληλος του Δημοσίου και οι εξομοιούμενοι με αυτό υπάλληλοι Νομικών Προσώπων Δημοσίου Δικαίου (ΝΠΔΔ) ευθύνονται έναντι των τελευταίων για κάθε θετική ζημία που προξένησαν σε βάρος τους από δόλο ή αμέλεια. Αυτό σημαίνει ότι ο υπάλληλος που υπηρετεί στο Δημόσιο ή σε ΝΠΔΔ, είτε συνδέεται με τους τελευταίους φορείς με σχέση δημοσίου, είτε με αντίστοιχη ιδιωτικού δικαίου, ανεξάρτητα από τα καθήκοντα που επιτελεί ή από τη θέση ταυ στη διοικητική ιεραρχία, ευθύνεται έναντι αυτών μόνο για τη θετική ζημία την οποία προξένησαν από δόλο ή από αμέλεια κατά την εκτέλεση των καθηκόντων του, καθώς και για τις αποζημιώσεις στις οποίες οι ως άνω φορείς υποβλήθηκαν έναντι των τρίτων, εξαιτίας παρανόμων πράξεων ή παραλείψεων του. που χώρισαν ομοίως κατά την εκτέλεση των καθηκόντων του και αποδίδονται σε δόλο ή βαριά αμέλεια του. Ακόλουθος ο υπάλληλος δεν ευθύνεται σε αποκατάσταση της ηθικής βλάβης που προξενήθηκε στο Δημόσιο ή στο ΝΠΔΔ (βλ. Τριμ. Εφ. Θεσ. 1197/2003 Ποιν.Δικ. 2004/811-812, Εφ. θεσ. 733/1999, Πρόεδρος Σ. Γαβαλάς, Πεντ. Εφ. Θεσ. 364-365/2000 Πρόεδρος Θ. Τσεκούρας αδημοσίευτες). Στην προκειμένη περίπτωση ο Δήμος ………., νόμιμα εκπροσωπούμενος από το Δήμαρχο …………, δηλώνει παράσταση πολιτικής αγωγής και αξιώνει χρηματική ικανοποίηση λόγω ηθικής βλάβης με παθητικό υποκείμενο και υπόχρεο εμάς, πρώην Δημοτικούς Συμβούλους του Δήμου ………….. Ειδικότερα, εμείς φερόμεθα να έχουμε τελέσει το αδίκημα της παράβασης καθήκοντος κατά τη διάρκεια της θητείας μας και δη κατά την εκπλήρωση των καθηκόντων του. Ωστόσο ο δήμος δεν αποτελεί παρά ΝΠΔΔ (βλ. Αναστάσιο Τάχο Ελληνικό Διοικητικό Δίκαιο σελ. 210), ο δε δημοτικοί σύμβουλοι τυγχάνουν υπάλληλοι (ενδεικτ. Α.Π. 977/1998 Ποιν. Χρ. ΜΘ/552, Α.Π. 1168/1991 ΝοΒ 40/327)/ σύμφωνα με την έννοια του άρθρου 13α ταυ Π.Κ. και συνδέονται με τον τελευταίο με σχέση δημοσίου 147 δικαίου. Επομένως, το περιεχόμενο της ευθύνης μας απέναντι στον δήμο οριοθετείται σύμφωνα με τα οριζόμενα στην ανωτέρω σκέψη. Ακολούθως, με το περιεχόμενο αυτό, ήτοι αποβλέποντας την επιδίκαση χρηματικής ικανοποίησης λόγω ηθικής βλάβης, η πολιτική αγωγή δεν στηρίζεται στον νόμο και ως τέτοια πρέπει να απορριφθεί και να διαταχθεί η αποβολή του αιτούντος Δήμου από την ποινική διαδικασία. …………………….. Ο συνήγορος υπερασπίσεως 16. Υπόδειγμα μαρτύρων κατηγορουμένου ΕΝΩΠΙΟΝ ΤΟΥ ΤΕΤΑΡΤΟΥ (Δ’) ΤΡΙΜΕΛΟΥΣ ΕΦΕΤΕΙΟΥ ΚΑΚΟΥΡΓΗΜΑΤΩΝ ΑΘΗΝΩΝ ΚΑΤΑΛΟΓΟΣ ΜΑΡΤΥΡΩΝ ΥΠΕΡΑΣΠΙΣΕΩΣ 1. ………….. του ……… και της …….., κατοίκου Αθηνών, οδός …. αριθμ. … 2. ……… του ……., κατοίκου ……..Αττικής, οδός ….. αριθ. …. Επί της εις βάρος μας κατηγορίας της απάτης σε βαθμό κακουργήματος, για την οποία παραπεμπόμεθα να δικασθούμε σήμερα ενώπιον του Δικαστηρίου Σας σύμφωνα με το υπ’ αριθμ. …../2004 βούλευμα του Συμβουλίου Πλημμελειοδικών Αθηνών, το οποίο επεκυρώθη δυνάμει του υπ’ αριθμ. ……/2004 βουλεύματος του Συμβουλίου Εφετών Αθηνών, παρακαλώ δεχθείτε να εξετάσετε τους ακόλουθους μάρτυρες υπερασπίσεώς μας : 1. …………του ……… και της ………., κάτοικο Αθηνών, οδός …………. αριθμ. …., 2. …………. του ……… και της ……….., σύζ. …………., κάτοικο Αθηνών, οδός ………. αριθμ. ……, 3. ……… του …….. και της ………, κάτοικο Αθηνών, οδός ………. αριθμ. ….. 4. ……… του ………, κάτοικο ……….. Αττικής, Λεωφόρος ……….. αριθμ. ……... Αθήνα, ……………… 148 Ο Συνήγορος Υπερασπίσεως 17. Υπόδειγμα υποβολής ενστάσεως – αυτοτελούς ισχυρισμού κατηγορουμένου. ΕΝΩΠΙΟΝ ΤΟΥ Β’ ΤΡΙΜΕΛΟΥΣ ΠΛΗΜΜΕΛΕΙΟΔΙΚΕΙΟΥ ΑΘΗΝΩΝ ΕΝΣΤΑΣΗ - ΑΥΤΟΤΕΛΗΣ ΙΣΧΥΡΙΣΜΟΣ …………….. του ……………, κατοίκου …………. Αττικής, οδός ….. αριθμ. …….. *********************** Η αρξαμένη εις βάρος μου ποινική δίωξη είναι απαράδεκτη σύμφωνα με τα άρθρα 118 και 315 Π.Κ και, ως εκ τούτου, πρέπει και ζητώ να παύσει οριστικά και τούτο διότι στην από 16 Ιουνίου 2001 προανακριτική κατάθεση του …….., πατέρα και νομίμου αντιπροσώπου του ανηλίκου …….., έχει δηλωθεί από αυτόν ότι : «Δεν επιθυμώ την ποινική δίωξη κανενός ούτε αστική αποζημίωση επιθυμώ.» Κατά συνέπειαν, η ως άνω αρνητική δήλωση του νομίμου αντιπροσώπου του άνω ανηλίκου συνιστά λόγο καταλυτικό της ποινικής αξιώσεως της Πολιτείας (ΑΠ 664/95, ΠοινΧρ ΜΕ’, 1240, ΑΠ 877/1997, ΠοινΧρ 1998, ΜΗ’, 264, ΑΠ 1780/2000, ΣυμβΠλημΔράμας 66/1994). Αντίθετα η διαληφθείσα στην από 21-6-2001 προανακριτική κατάθεση δήλωση του άνω ανηλίκου ……….. ότι επιθυμεί την ποινική μου δίωξη είναι άκυρη και παντελώς ανίσχυρη και, ως εκ τούτου, ουδεμία έννομη συνέπεια παράγει, ως γενομένη από πρόσωπο το οποίο λόγω της ανηλικότητός του δεν μπορούσε εγκύρως να προβεί σε τέτοια δήλωση. Πράγματι, ο εν λόγω ανήλικος, στις ………., οπότε προέβη σε αυτή την δήλωση, δεν είχε συμπληρώσει ακόμη το 12ο έτος της ηλικίας του, δεδομένου ότι έχει γεννηθεί στις 28-8-1989. Συνεπώς σύμφωνα με το άρθρο 118 παρ. 2 του ΠΚ, δικαίωμα τέτοιας δηλώσεως είχε μόνον ο νόμιμος αντιπρόσωπός του (αρκούσε και μόνον ο ένας από τους γονείς του, ΑΠ 1134/1995), ο δε πατέρας του και νόμιμος αντιπρόσωπός του, όμως, εδήλωσε κατά τα ανωτέρω ότι δεν επιθυμεί την ποινική δίωξη κανενός. 149 Περαιτέρω, η αρχικώς εις βάρος κατηγορία, την οποία αρνούμαι και αποκρούω, ήταν για τέλεση σωματικής βλάβης εξ αμελείας εντελώς ελαφράς, πράξη, η οποία σύμφωνα με το άρθρο 308 παρ. 1 εδ. Β΄του ΠΚ «τιμωρείται με φυλάκιση το πολύ έξι μηνών ή με χρηματική ποινή.» Σύμφωνα με το άρθρο 31 του ν. 3346/2005 «Παραγράφεται το αξιόποινο και παύει η δίωξη των ακόλουθων αξιόποινων πράξεων, που έχουν τελεσθεί μέχρι την δημοσίευση του παρόντος……β) των υφ’ όρων πλημμελημάτων, κατά των οποίων ο νόμος απειλεί ποινή φυλάκισης μέχρι ένα έτος ή χρηματική ποινή ή και τις δύο ποινές.», ενώ σύμφωνα με το άρθρο 35 του άνω νόμου «Η ισχύς του παρόντος νόμου αρχίζει από την δημοσίευσή του στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως….», ο δε νόμος 3346/2005 δημοσιεύθηκε στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως στις 17-6-2005 (ΦΕΚ Α 140). Κατά συνέπειαν των ανωτέρω, η αρχικώς εις βάρος μου κατηγορία, όπως εισήχθη να δικασθεί ενώπιον του Μονομελούς Πλημμελειοδικείου Αθηνών, κατά την δικάσιμο της 11ης Μαρτίου 2005, ήτοι ως εντελώς ελαφρά σωματική βλάβη, η οποία φέρεται τελεσθείσα στις 156-2001 (πριν από την δημοσίευση του άνω νόμου), υπάγεται σαφώς στην άνω διάταξη του άρθρου 31 του ν. 3346/2005, η οποία ως ευμενέστερη διάταξη για εμένα έχει αναδρομική εφαρμογή σύμφωνα με το άρθρο 2 του Ποινικού Κώδικος. Για τους παραπάνω λόγους ζητώ Να παύσει οριστικά η εις βάρος μου αρξαμένη ποινική δίωξη και να απαλλαγώ από την κατηγορία. Αθήνα ………… Ο συνήγορος υπερασπίσεως 18. Υπόδειγμα εξουσιοδοτήσεως προς Δικηγόρο για κατάθεση εμπροθέσμου εφέσεως. ΕΞΟΥΣΙΟΔΟΤΗΣΗ Ο κάτωθι υπογραφόμενος (ονοματεπώνυμο-όνομα πατρός και μητέρας), γεννηθείς στην ………………. το έτος ……………., κάτοχος του υπ΄ αριθμ. ……………… Δελτίου Αστυνομικής Ταυτότητος, που 150 εκδόθηκε στις …………….. από το ……………………….., κάτοικος ……………….., οδός …………………. αριθμ. ……., εξουσιοδοτώ με την παρούσα τον Δικηγόρο (ονοματεπώνυμο δικηγόρου), Δικηγόρο Αθηνών (ΑΜ ΔΣΑ), …………….. κάτοικο ……………….., οδός …………………. αριθμ. ….,, στον οποίο δίδω την ειδική εντολή και πληρεξουσιότητα όπως καταθέσει Πλημμελειοδικείου ………… έφεση ενώπιον κατά της του υπ’ Τριμελούς αριθμ. Α.Μ. ……………… αποφάσεως του Α’ Μονομελούς Πλημμελειοδικείου …………., με την οποία κατεδικάσθην σε φυλάκιση δύο (2) μηνών, μετατρεπομένης της κάθε ημέρας φυλακίσεως προς 4,40 ΕΥΡΩ καθώς και σε αφαίρεση της αδείας οδηγήσεως για ένα (1) μήνα και στα έξοδα της δίκης από 29 ΕΥΡΩ για παράβαση του άρθρου 43 παρ. 1 περ.γ΄ του ν. 2696/1999. Στον ως άνω Δικηγόρο παρέχω την ειδική εντολή και πληρεξουσιότητα όπως υπογράψει, κατ’ εντολήν και για λογαριασμό μου, το εφετήριο κατά της άνω υπ’ αριθμ. Α.Μ. ………………. αποφάσεως του Α’ Μονομελούς Πλημμελειοδικείου Πειραιώς, προβάλλοντας όποιους λόγους αυτός κρίνει αναγκαίους καθώς και οποιοδήποτε έγγραφο τυχόν απαιτηθεί, προσκομίσει όλα τα αναγκαία έγγραφα και εν γένει πράξει παν ό, τι είναι απαραίτητο για την περαίωση της άνω εντολής. Αθήνα, ……………… Ο Εξουσιοδοτών ………………… O κάτωθι υπογεγραμμένoς ……………………. (Α.Μ. …………… Δ.Σ.Α.), θεωρώ το γνήσιον της υπογραφής του άνω υπογράψαντος …………………. Αθήνα, ………………… Ο θεωρών Δικηγόρος 151 19. Υπόδειγμα εξουσιοδοτήσεως για κατάθεση εκπρόθεσμης εφέσεως. ΕΞΟΥΣΙΟΔΟΤΗΣΗ Ο κάτωθι υπογεγραμμένος ……………………………, γεννηθείς στις ………. στην Αθήνα, κάτοικος Αθηνών, οδός ………….. αριθμ. …., κάτοχος του υπ’ αριθμ. ………….. δελτίου αστυνομικής ταυτότητος, το οποίο εξεδόθη στις …………… από το Α.Τ. Κολωνού, Α.Φ.Μ. ……….., Δ.Ο.Υ ΚΒ’ Αθηνών. δια της παρούσης μου Ε Ξ Ο Υ Σ Ι Ο Δ Ο Τ Ω τον Δικηγόρο Αθηνών ……………. (Α.Μ. ………… Δ.Σ.Α.), κάτοικο Αθηνών, οδός …………αριθμ. ……., όπως κατ’ εντολήν και για λογαριασμόν μου, καταθέσει ενώπιον του Τριμελούς Εφετείου Πλημμελημάτων Αθηνών έφεση κατά της υπ’ αριθμ. …………/από αποφάσεως 14-05-1999 του Τριμελούς Πλημμελειοδικείου Αθηνών, με την οποία κατεδικάσθην ερήμην σε συνολική ποινή φυλάκισης δέκα (10) μηνών, μετατρεπομένης της κάθε ημέρας φυλακίσεως προς 1.500 δραχμές και ήδη 4,40 ΕΥΡΩ και χρηματική ποινή 100.000 δραχμών καθώς και στα έξοδα της δίκης από 25.000 οπλοχρησίας, δραχμών παράνομης για τις πράξεις της παράνομης σωματικής οπλοφορίας και απλής παρέχω την ειδική βλάβης. Στον ως άνω Δικηγόρο εντολή και πληρεξουσιότητα όπως υπογράψει, κατ’ εντολήν και για λογαριασμό μου, το εφετήριο κατά της άνω υπ’ αριθμ. κατά της υπ’ αριθμ. …………../από 14-05-1999 αποφάσεως του Τριμελούς Πλημμελειοδικείου Αθηνών, προβάλλοντας όποιους λόγους αυτός κρίνει αναγκαίους και ιδίως όπως δικαιολογήσει το τυχόν εκπρόθεσμο αυτής, δεδομένου ότι : Oυδέποτε μου κοινοποιήθηκε το κλητήριο θέσπισμα, αλλά ούτε και η εκκαλουμέ νη, ουδέ ποτε υπήρξα αγνώστου διαμονής, αλλά πάντοτε γνωστής διαμονής και συγκεκριμένα μέχρι την 26 η Μαρτίου 1997 διέμενα με την οικογένειά του μόνιμα στην ……………Αττικής και επί της οδού …………. αριθμ. …….., οπότε μετοίκησα στην ………… Αττικής και επί της οδού ……… αριθμ. …., όπου από 27 Μαρτίου 1997 διέμενα σε μίσθιο διαμέρισμα το οποίο εμίσθωσα από τον ……… δυνάμει του από 27 Μαρτίου 1997 ιδιωτικού συμφωνητικού μισθώσεως, με 152 την οικογένειά μου μόνιμα μέχρι την 31 η Δεκεμβρίου 2005, ενώ από την 1 η Ιανουαρίου 2006 και μέχρι σήμερα διαμένω σε μίσθιο διαμέρισμα στην ……… Αττικής και επί της οδού ……. αριθμ. ….. Ως εκ τούτου, στις 6-4-1998, όλως κακώς, εσφαλμένως και παρανόμως θυροκολλήθηκε από τον ……………., αστυφύλακα του Α/Τ. ……, το κλητήριο θέσπισμα στην οδό …….. αριθμ. ……….. στην Καισαριανή Αττικής, ενώ τότε δεν διέμενα εκεί, αλλά στην ‘Ανω Γλυφάδα και επί της οδού Γεννηματά αριθμ. 112 . Το εν λόγω αστυνομικό όργανο όφειλε να μην θυροκολλήσει το κλητήριο θέσπισμα, αλλά προβλέπεται να ακολουθήσει από το άρθρο την διαδικασία, η οποία 156 ΚΠΔ (επίδοση σε πρόσωπα αγνώστου διαμονής), πράγμα που δεν έπραξε. Ως εκ τούτου, η επίδοση του κλητηρίου θεσπίσματος ήταν απολύτως άκυρη. Περαιτέρω, άκυρες για τον ίδιο λόγο είναι και οι από 23 Απριλίου 1999 και 23 κατηγορούμενο, Απριλίου τις 2003 οποίες επιδόσεις ενήργησε ο κλήσεων προς τον Επιμελητής ………, Δικαστηρίου της Εισαγγελίας Πρωτοδικών Αθηνών. Και τούτο διότι, όπως γίνεται παγίως δεκτόν, όταν ο κατηγορούμενος δηλώσει την διεύθυνση κατοικίας του ενώπιον του αστυνομικού υπαλλήλου, που ενεργεί προανάκριση, όπως συνέβη εν προκειμένω με εμένα στην από 10 Οκτωβρίου 1996 ενώπιον του Υ/Β ………και του Αρχ. ………… συνταχθείσα ‘Εκθεση Εξετάσεως κατηγορουμένου, θα πρέπει αυτός να αναζητείται σε αυτήν την διεύθυνση και αν απουσιάζει από αυτή την διεύθυνση, η επίδοση να γίνεται ως αγνώστου διαμονής, η δε διάταξη του άρθρου 273 παρ. 1 εδ. α’, όπως αντικαταστάθηκε με το άρθρο 34 παρ. 4 του ν. 2172/1993 εφαρμόζεται μόνον εάν η διεύθυνση κατοικίας έχει δηλωθεί ενώπιον του ανακριτού, του εισαγγελέ ως, του πταισματοδίκου ή του ειρηνοδίκου κατά την προανάκριση και όχι εάν η δήλωση έχει γίνει ενώπιον του αστυνομικού υπαλλήλου, που ενεργεί προανάκριση, (βλ. ΑΠ 1138/2001, ΠοινΧρ 2002, σελ. 412, ΑΠ 2289/2003, ΠοινΛογ 2003, 2465 835/2003, ΠοινΛογ 2003, 942). Περαιτέρω, η επίδοση του κλητηρίου θεσπίσματος είναι άκυρη και μη επάγουσα έ ννομα αποτελέσματα και για τον λόγο ότι στο οικείο από 6-4-1998 αποδεικτικό επιδόσεως κλητηρίου θεσπίσματος, υπάρχει σύγχυση περί του εάν επεδόθη 153 προσωπικά σε εμέ να τον ίδιο το κλητήριο θέ σπισμα ή τούτο θυροκολλήθηκε, δεδομένου ότι στο εν λόγω αποδεικτικό επιδόσεως αναγράφεται επί λέξει : «Βρήκα τον ίδιο, επέδωσα το παραπάνω κλητήριο θέσπισμα και του διάβασα το περιεχόμενό του», ενώ έχει διαγραφεί από τον επιδόντα η φράση: «Δεν βρήκα τον ίδιο ούτε άλλο πρόσωπο από τα αναφερόμενα στο άρθρο 155 &2 Κ.Π.Δ. Επομένως θυροκόλλησα το παραπάνω κλητήριο θέσπισμα παρουσία του μάρτυρα…..». Πλην, όμως, εγώ ουδέποτε παρέλαβα το εν λόγω κλητήριο θέσπισμα, ούτε και έχω υπογράψει για την παραλαβή του. Αλλά και ακόμη εάν γίνει δεκτό ότι το άνω κλητήριο θέσπισμα θυροκολλήθηκε, τότε και πάλιν η επίδοσή του είναι άκυρη, διότι στο οικείο αποδεικτικό επιδόσεως δεν αναγράφονται η διεύθυνση κατοικίας και το επάγγελμα του προσληφθέντος ως μάρτυρος καθώς …………….. και σε ποιο αστυνομικό τμήμα αυτός υπηρετούσε. Περαιτέρω, ουδέποτε μου επεδόθη και η εκκαλουμένη, αλλά, όλως κακώς εκκαλουμένη και ως εσφαλμένως, αγνώστου στις 24-12-1999, διαμονής, ενώ επεδόθη πάντοτε η ήμουν γνωστής διαμονής και συγκεκριμένα τότε (24-12-1999) κατοικούσα μόνιμα, όπως προελέχθη, στην ………………. Αττικής και επί της οδού …………… αριθμ. ……., η δε επίδοση αυτή είναι απολύτως άκυρη και κατά τα άρθρα 161 &1,2 και 155- 158 Κ.Π.Δ (ΑΠ 1193/1984, ΠοινΧρ ΛΕ 252, ΑΠ 1556/2003, ΠοινΛογ Γ/2003, 1681), διότι δεν αναγράφεται στο οικείο από 24 Δεκεμβρίου 1999 αποδεικτικό επιδόσεως απόφασης σε κατηγορούμενο με άγνωστη διαμονή, ο τόπος, ήτοι πόλη, οδός, αριθμός, στον οποίο ο υπογραφόμενος …………….., Αρχ/κας Μ.Π.Σ ενήργησε την εν λόγω επίδοση της εκκαλουμένης και συγκεκριμένα δεν αναγράφεται στο αποδεικτικό επιδόσεως, εάν το αστυνομικό αυτό όργανο μετέβη στην …………… Αττικής ή σε άλλη πόλη, σε κάθε δε περίπτωση από το εν λόγω αποδεικτικό επιδόσεως προκύπτει ότι αυτό συνετάγη στην Αθήνα και ότι η επίδοση έ γινε στην ……….. και στην οδό ……………. και όχι στην οδό ………. στην …………….. Αττικής, όπου εγώ διέμενα μέχρι τις 27-3-1997, ήτοι από το 154 αποδεικτικό επιδόσεως υπάρχει προδήλως ασάφεια ως προς τον τόπο της επιδόσεως (ΑΠ 1587/1996, ΠοινΧρ ΜΖ’, 1997, 868). Τέλος, στον πληρεξουσιότητα εν λόγω όπως Δικηγόρο υπογράψει παρέχω την οποιοδήποτε εντολή και άλλο έγγραφο τυχόν απαιτηθεί για την κατάθεση της άνω εφέσεώς μου και εν γένει πράξει παν ό,τι απαιτείται για την περαίωση της εν λόγω εντολής. Αθήνα, ………………… Ο/Η Εξουσιοδοτ……. ……………………………………. Ο/Η κάτωθι υπογεγραμμέν …………………. (Α.Μ. ……….. Δ.Σ.Α.), θεωρώ το γνήσιον της υπογραφής τ…. άνω υπογράψ……… ………………………….. Αθήνα, …………………… Η θεωρούσα Δικηγόρος Ο/Η Βεβαι…….. Δικηγόρος 20. Υπόδειγμα αιτήσεως αναστολής εκτελέσεως αποφάσεως. ΕΝΩΠΙΟΝ ΤΟΥ ΤΡΙΜΕΛΟΥΣ ΠΛΗΜΜΕΛΕΙΟΔΙΚΕΙΟΥ ΑΘΗΝΩΝ (ΔΙΑ ΤΟΥ κ. ΕΙΣΑΓΓΕΛΕΩΣ ΠΡΩΤΟΔΙΚΩΝ ΑΘΗΝΩΝ) (Εκτελέσεως Ποινών) ΑΙΤΗΣΗ ……………….., του …………………. και της …………, γεννημμ…. το έτος ….. στην …….., κατοίκου ……………. Αττικής, οδός ……… αριθ. ………, κατόχου του υπ’ αριθμ. ……… δελτίου αστυνομικής ταυτότητος, το οποίο εξεδόθη στις …………. από το …………, Α.Φ.Μ. …………, Δ.Ο.Υ ………... 155 Δια της υπ’ αριθμ. ………../09-12-2002 αποφάσεως του Μονομελούς Πλημμελειοδικείου Αθηνών, κατεδικάσθην ερήμην, ως αγνώστου διαμονής, σε φυλάκιση δέκα οκτώ (18) μηνών, μετατρεπομένης της κάθε ημέρας φυλακίσεως προς 4,40 ΕΥΡΩ και χρηματική ποινή 500 ΕΥΡΩ και στα έξοδα της δίκης από 29 ΕΥΡΩ, για παράβαση του νόμου περί επιταγών (άρθρο 79 ν. 5960/1933). Όπως προκύπτει από τον φάκελλο της σχετικής δικογραφίας, η εν λόγω απόφαση επεδόθη σε εμένα, ως κατηγορούμενο αγνώστου διαμονής, στις 6 Μαίου 2005, όπως αποδεικνύεται από την από 6 Μαίου 2005 έκθεση επιδόσεως του Αρχ/κα …….., υπηρετούντος στο Α.Τ. …………. Πλην, όμως, ουδέποτε υπήρξα αγνώστου διαμονής, αλλά πάντοτε γνωστής διαμονής, ουδέποτε εκλήθην να παραστώ κατά την δικάσιμο του Μονομελούς Πλημμελειοδικείου Αθηνών της 9 η ς Δεκεμβρίου 2002, η δε εταιρεία «………… και ΣΙΑ Ο.Ε.», της οποίας ετύγχανα τυπικά και μόνον μέ λος και ουδεμία απολύτως ανάμειξη είχα με την διαχείριση και εκπροσώπησή της, ούτε και έ χω υπογράψει την επίδικη τραπεζική επιταγή, καθ΄ όσον την ουσιαστική διοίκηση, διαχείριση και εκπροσώπηση αυτής είχε ο σύζυγός μου, ………, δυνάμει του υπ’ αριθμ. ………/2711-1997 πληρεξουσίου της Συμβολαιογράφου Περιστερίου, ……………, ο οποίος και έ χει υπογράψει την επίδικη τραπεζική επιταγή, είχε την έδρα της στην Αθήνα και επί της οδού ………… αριθμ. 29 από 1-1- 1998 μέχρι 30-4-2000, από 1-5-2000 μετεφέρθη το εταιρικό της κατάστημα στην οδό ……….αριθμ. …. στην Αθήνα μέχρι τις 31-12-2003, έκτοτε δε μέχρι και σήμερα εδρεύει στην οδό ………….. αριθμ. …, Αμπελάκια Σαλαμίνος, η δε μόνιμη διεύθυνση κατοικίας μου από το 1993 έως 31-1-2001 ήταν στην οδό …………αριθμ. … στο Γαλάτσι Αττικής και από 1-4-2001 έως και σήμερα είναι Σαλαμίνα, οδός …….. Της εν λόγω εις βάρος μου αποφάσεως έλαβα το πρώτον γνώση στις 4 Ιουνίου 2007, όταν τυχαίως την πληροφορήθηκε ο πληρεξούσιος Δικηγόρος μου ……………….. . 156 Κατά της άνω υπ’ αριθμ. ……../09-12-2002 αποφάσεως του Μονομελούς Πλημμελειοδικείου Αθηνών ήσκησα την υπ’ αριθμ. ………. από 7-6-2007 έφεσή μου, η οποία απευθύνεται ενώπιον του Τριμελούς Πλημμελειοδικείου Αθηνών και η οποία, ως εκπρόθεσμη, κατά νόμον, δεν αναστέλει την εκτέλεση της άνω αποφάσεως εις βάρος μου . Σύμφωνα με την διάταξη του άρθρου 497 παρ. 7 ΚΠΔ: «Σε περίπτωση που ο κατηγορούμενος καταδικάσθηκε με απόφαση πρωτοβαθμίου δικαστηρίου σε ποινή στερητική της ελευθερίας κα άσκησε έφεση, η οποία όμως δεν έχει ανασταλτική δύναμη, μπορεί να ζητηθεί, με αίτηση του ίδιου ή του εισαγγελέα, η αναστολή της εκτέλεσης της πρωτόδικης απόφασης, μέρχις ότου εκδοθεί απόφαση του δευτεροβαθμίου δικαστηρίου. Η αίτηση απευθύνεται στο δευτεροβάθμιο δικαστήριο και, αν πρόκειται για το μικτό ορκωτό εφετείο, στο πενταμελές εφετείο. Η αναστολή διατάσσεται, αν ο κατηγορούμενος δεν είναι ιδιαίτερα επικίνδυνος ή υπότροπος ή ύποπτος φυγής και δεν αποδεικνύεται, ότι υπάρχει βάσιμος φόβος πως θα τελέσει νέες αξιόποινες πράξεις, εφόσον η έκτιση της ποινής, μέχρι την έκδοση απόφασης επί της έφεσης, προβλέπεται ότι θα έχει σαν συνέπεια υπέρμετρη και ανεπανόρθωτη βλάβη για τον ή την οικογένειά του.» Επειδή, εν προκειμένω, πρέπει να διαταχθεί η αναστολή εκτελέσεως της άνω υπ’ αριθμ. …………/09-12-2002 αποφάσεως του Μονομελούς Πλημμελειοδικείου Αθηνών, δεδομένου ότι εγώ δεν είμαι ούτε ιδιαίτερα επικίνδυνη, ούτε υπότροπη, ούτε ύποπτη φυγής, ούτε αποδεικνύεται ότι υπάρχει βάσιμος φόβος ότι θα εκτελέ σω νέες αξιόποινες πράξεις. Επειδή η έκτιση της ποινής, η οποία μου επεβλήθη με την άνω υπ’ αριθμ. ……../09-12-2002 απόφαση του Μονομελούς Πλημμελειοδικείου Αθηνών, μέχρι την έκδοση αποφάσεως επί της εφέσεως, την βεβαιότητος οποία θα ανεπανόρθωτη κατά τα έ χει ως βλάβη για άνω ήσκησα συνέπεια εμέ να και την την κατ’ αυτής, υπέρμετρη οικογέ νειά μετά και μου, καθόσον είμαι ήδη ηλικίας 68 ετών, ως γεννηθείσα το έτος 1939, όπως αποδεικνύεται αστυνομικής μου από επικυρωμένο ταυτότητος, αντίγραφο αντιμετωπίζω από του δελτίου ετών σοβαρά 157 προβλήματα υγείας, τα οποία επιδεινώνονται λόγω και του προκεχωρημένου της ηλικίας μου, καθόσον πάσχω από ετών από την καρδιά μου, όπως αποδεικνύεται από την από 28-9-2000 Αξονική Τομογραφία Θώρακος και το 28-9-2000 έγγραφο της ΚΑΡΔΙΟΔΥΝΑΜΙΚΗΣ (ΕΡΓΑΣΤΗΡΙΟ ΥΠΕΡΗΧΩΝ & DOPPLER ΚΑΡΔΙΑΣ) και από μικρού βαθμού ανεπάρκεια της μιτροειδούς κοιλότητος, όπως αποδεικνύεται από το από 24-3-1994 έγγραφο της ΚΑΡΔΙΟΔΥΝΑΜΙΚΗΣ (ΕΡΓΑΣΤΗΡΙΟ ΥΠΕΡΗΧΩΝ & DOPPLER ΚΑΡΔΙΑΣ), αλλά και από αυχεναλγία, η οποία μου προξενεί ζάλη και ιλίγγους, όπως αποδεικνύεται από το από 14-11-2006 Πόρισμα ακτινολογικού ελέγχου του ΙΚΑ, ενώ, περαιτέ ρω, ο σύζυγός μου, ……………., ηλικίας επίσης 68 ετών πάσχει από στεφανιαία νόσο δύο αγγείων, υποβληθείσα σε αγγειοπλαστική, σημαντικού βαθμού, υπερτροφία αριστεράς κοιλίας και απόφραξη καρωτίδων άμφω, παραμόρφωση δεξιού άκρου ποδός λόγω οστεομυελίτιδος, έ χει δε κριθεί λόγω των προβλημάτων του αυτών ως ανάπηρος με ποσοστό αναπηρίας 80%, σύμφωνα με την υπ’ αριθμ. πρωτ. ………./5-11-2003 Απόφαση της Πρωτοβαθμίου Υγειονομικής Επιτροπής Πειραιά, και, ως εκ τούτου, έ χει άμεση ανάγκη από την συνεχή και καθημερινή φροντίδα, περιποίηση και συμπαράστασή μου, καθ΄όσον μόνον εγώ διαμένω μαζί του και τον περιποιούμαι και τον φροντίζω. Επειδή δηλώνω ότι παραιτούμαι της κλητεύσεως μου στο ακροατήριο για την εκδίκαση της παρούσης αιτήσεώς μου και των προθεσμιών αυτής. Επειδή για την νομιμοποίηση του υπογράφοντος την παρούσα αίτησή μου Πληρεξουσίου μου Δικηγόρου ……….., προσάγω και επικαλούμαι την από ………… εξουσιοδότησή μου προς αυτόν για την άσκηση της παρούσης αιτήσεώς μου περί αναστολής εκτελέσεως της άνω αποφάσεως, αλλά και για την εκπροσώπησή μου από αυτόν, κατά την εκδίκαση της παρούσης αιτήσεώς μου (Σχ. 7). Επειδή η παρούσα αίτησή μου είναι νόμιμη, βάσιμη και αληθής. 158 ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ – ΑΙΤΟΥΜΑΙ Να γίνει δεκτή η παρούσα αίτησή μου. Να διαταχθεί, με απόφαση του Δικαστηρίου Σας, η αναστολή εκτελέσεως της ποινής φυλακίσεως των δέκα οκτώ (18) μηνών, μετατρεπομένης της κάθε ημέρας φυλακίσεως προς 4,40 ΕΥΡΩ και της χρηματικής ποινής 500 ΕΥΡΩ και στα έξοδα της δίκης από 29 ΕΥΡΩ, για παράβαση του νόμου περί επιταγών (άρθρο 79 ν. οι οποίες μου επεβλήθησαν δια της άνω 5960/1933), υπ’ αριθμ. ……../09-12-2002 αποφάσεως του Μονομελούς Πλημμελειοδικείου Αθηνών, μέχρις ότου εκδοθεί απόφαση του Τριμελούς Πλημμελειοδικείου Αθηνών επί της άνω ασκηθείσης υπ’ αριθμ. ……/ από 7-6-2007 εφέσεώς μου κατά της εν λόγω αποφάσεως. Αθήνα ………….. Ο/Η Πληρεξούσιος Δικηγόρος 21. Υπόδειγμα εξουσιοδοτήσεως κατηγορουμένου για παράσταση του συνηγόρου του σε κατ’ έφεση δίκη. ΕΞΟΥΣΙΟΔΟΤΗΣΗ Ο κάτωθι υπογεγραμμένος ……………………………, γεννηθείς στις ………. στην Αθήνα, κάτοικος Αθηνών, οδός ………….. αριθμ. …., κάτοχος του υπ’ αριθμ. ………….. δελτίου αστυνομικής ταυτότητος, το οποίο εξεδόθη στις …………… από το Α.Τ. Κολωνού, Α.Φ.Μ. ……….., Δ.Ο.Υ ΚΒ’ Αθηνών. δια της παρούσης μου Ε Ξ Ο Υ Σ Ι Ο Δ Ο Τ Ω τον Δικηγόρο Αθηνών ……………. (Α.Μ. ………… Δ.Σ.Α.), κάτοικο Αθηνών, οδός …………αριθμ. ……., όπως κατ’ εντολήν και για λογαριασμό ΕΒΔΟΜΟΥ (Ζ’) ΤΡΙΜΕΛΟΥΣ κατά δικάσιμο την αναβολήν δικάσιμο, της μου εμφανισθεί ΕΝΩΠΙΟΝ ΠΛΗΜΜΕΛΕΙΟΔΙΚΕΙΟΥ ………… παραστεί ή και σε ΑΘΗΝΩΝ, οποιαδήποτε με ΤΟΥ μετ’ εκπροσωπήσει, υποστηρίζοντας την έφεσή μου (υπ’ αριθμ. εφέσεως …………) κατά της υπ’ αριθμ. ………….. αποφάσεως του Μονομελούς Πρωτοδικείου Αθηνών, δια της οποίας κατεδικάσθην ερήμην σε 159 φυλάκιση 12 μηνών, μετατρεπομένης της κάθε ημέρας φυλακίσεως προς 4,40 ΕΥΡΩ και χρηματική ποινή 600 ΕΥΡΩ και στα έξοδα της δίκης από 29 ΕΥΡΩ, για παράβαση του νόμου περί επιταγών (άρθρο 79 ν. 5960/1933) κατ’ εξακολούθηση. Στον ως άνω Δικηγόρο παρέχω την ειδική εντολή και πληρεξουσιότητα όπως, παριστάμενος και εκπροσωπώντας με κατά τα ανωτέρω, προβάλει οιουσδήποτε αναγκαίους για την υποστήριξη της άνω εφέσεώς μου και την υπεράσπισή μου, κατά την κρίση μου, ενστάσεις και αυτοτελείς ισχυρισμούς, προτείνει και εξετάσει μάρτυρες υπερασπίσεως, προσκομίσει έγγραφα και εν γένει πράξει παν ό, τι είναι απαραίτητο για την περαίωση της άνω εντολής. Αθήνα………………….. Ο Εξουσιοδοτών ………… Βεβαιούται το γνήσιον της υπογραφής του άνω υπογράψαντος ……………………... Αθήνα, ………… Ο/Η Βεβαι…….. Δικηγόρος 22. Υπόδειγμα εξουσιοδοτήσεως για βεβαίωση χρηματικής ποινής στην αρμόδια Δ.Ο.Υ. ΕΞΟΥΣΙΟΔΟΤΗΣΗ Ο κάτωθι υπογεγραμμένος ……………………………, γεννηθείς στις ………. στην Αθήνα, κάτοικος Αθηνών, οδός ………….. αριθμ. …., κάτοχος του υπ’ αριθμ. ………….. δελτίου αστυνομικής ταυτότητος, το οποίο εξεδόθη στις …………… από το Α.Τ. Κολωνού, Α.Φ.Μ. ……….., Δ.Ο.Υ ΚΒ’ Αθηνών. δια της παρούσης μου Ε Ξ Ο Υ Σ Ι Ο Δ Ο Τ Ω τον Δικηγόρο Αθηνών ……………. (Α.Μ. ………… 160 Δ.Σ.Α.), κάτοικο Αθηνών, οδός …………αριθμ. ……., όπως κατ’ εντολήν και για λογαριασμόν μου, υποβάλλει ΕΝΩΠΙΟΝ ΤΟΥ κ. ΕΙΣΑΓΓΕΛΕΩΣ ΠΡΩΤΟΔΙΚΩΝ ΑΘΗΝΩΝ (Εκτελέ σεως Ποινών) Α Ι Τ Η Σ Η, με την οποία να ζητεί, κατ’ εντολήν και για λογαριασμόν μου να παραγγείλει ο άνω Εισαγγελεύς τον Προϊστάμενο του Τμήματος Εκκαθαρίσεως Προϊστάμενο του Πρωτοδικείου Αθηνών και τον της ΚΒ’ ΔΟΥ Αθηνών να προβούν σε όλες τις απαραίτητες κατά νόμον ενέργειες ώστε να βεβαιωθεί στην άνω ΔΟΥ η χρηματική ποινή ποσού 800.000 δραχμών ή το ισόποσό της σε ΕΥΡΩ, η οποία μου επεβλήθη με την υπ’ αριθμ. ………….. απόφαση του Μονομελούς Πλημμελειοδικείου Αθηνών. Στον ως άνω Δικηγόρο παρέχω την ειδική εντολή και πληρεξουσιότητα όπως υπογράψει, κατ’ εντολήν και για λογαριασμό μου οποιοδήποτε έγγραφο τυχόν απαιτηθεί, προσκομίσει όλα τα αναγκαία έγγραφα και εν γένει πράξει παν ό, τι είναι απαραίτητο για την περαίωση της άνω εντολής. Αθήνα 16 Ιουνίου 2005 Ο Εξουσιοδοτών …………………………… Βεβαιούται το γνήσιον της υπογραφής του άνω υπογράψαντος …………………………. Αθήνα ………….. 23. Υπόδειγμα αιτήσεως αναιρέσεως κατά καταδικαστικής αποφάσεως. ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑ ΕΦΕΤΕΙΟ ΑΘΗΝΩΝ Α Ρ Ι Θ Μ Ο Σ …………/…………. ΕΚΘΕΣΗ ΑΝΑΙΡΕΣΕΩΣ 161 Στην Αθήνα και στο δικαστικό κατάστημα του Εφετείου Αθηνών σήμερα 8 Ιουνίου ημέρα 2006, Πέμπτη και ώρα π.μ. 10:00 εμφανίσθηκε στην Γραμματέα του Ποινικού Τμήματος του Eφετείου Αθηνών………………., ο ……………………………., γεννηθείς στις ………………… στην Αθήνα, κάτοικος Αθηνών, οδός ………….. αριθμ. …, (τα ανωτέρω στοιχεία προκύπτουν από το υπ’ αριθμ. ……………. δελτίο αστυνομικής ταυτότητος, το οποίο εξεδόθη στις …………. από το ……………, το οποίο μου επεδείχθη), Α.Φ.Μ. …………, Δ.Ο.Υ ΚΒ’ Aθηνών, και εδήλωσε ότι αναιρεσιβάλλει ενώπιον του Αρείου Πάγου την με αριθμό απόφαση …../17-1-2006 του Εφετείου Αθηνών (Τριμελούς Πλημμελημάτων), η οποία εξεδόθη ύστερα από έφεση που άσκησε ο καταδικαστικής ίδιος κατά της αποφάσεως του υπ’ αριθμ. Τριμελούς ……………. /2005 Πλημμελειοδικείου Αθηνών. Σύμφωνα με την με αριθμό ……/17-1-2006 απόφαση του Εφετείου Αθηνών Πλημμελημάτων) (Τριμελούς ο άνω …………………………. εκρίθη ένοχος για παράβαση του άρθρου 375 1 α ’ του Ποινικού Κώδικος, ήτοι του αδικήματος της υπεξαιρέσεως κατ’ εξακολούθηση, συνολικού ποσού 8.500.000 δραχμών. Για την πράξη του αυτή και αφού του ανεγνωρίσθη το ελαφρυντικό του προτέρου εντίμου βίου του άρθρου 84 παρ. 2 εδ. α’ του Π.Κ., του επεβλήθη σύμφωνα με το άρθρο 83 Π.Κ. μειωμένη ποινή φυλακίσεως δώδεκα (12) μηνών, ενώ κατεδικάσθη και στα έξοδα της δίκης από 220 ΕΥΡΩ. Η ποινή αυτή φυλακίσεως, σύμφωνα με την αναιρεσιβαλλομένη απόφαση ανεστάλη επί μία τριετία κατά το άρθρο 100 Π.Κ. Την παραπάνω αναφερομένη με αριθμό …../17-1-2006 απόφαση του Εφετείου Αθηνών (Τριμελούς Πλημμελημάτων) o άνω …………….. αναιρεσιβάλλει ενώπιον του Αρείου Πάγου για τους προσθέτους λόγους, που επιφυλάσσεται να προτείνει, αλλά και για τους ακόλουθους λόγους που μου υπαγόρευσε ο ίδιος : Για έ λλειψη ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας (άρθρο 510 παρ. 1 εδ. δ’ Κώδικος Ποινικής Δικονομίας) Η Εφετείου πληττομένη Αθηνών κατεδικάσθην ως υπ’ αριθμ. ……../17-1-2006 (Τριμελούς Πλημμελημάτων), υπαίτιος υπεξαιρέσεως απόφαση με ποσού την του οποία 8.500.000 162 δραχμών, στερείται της ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας, της επιβεβλημένης υπό των άρθρων 93 του Συντάγματος και 139 του Κώδικος Ποινικής Δικονομίας, η οποία κατά το άρθρον 510 παρ. 1 εδ. δ’ Κώδικος Ποινικής Δικονομίας ιδρύει λόγον αναιρέσεως της εν λόγω καταδικαστικής αποφάσεως, διότι δεν αναφέρει με πληρότητα και σαφήνεια, χωρίς αντιφάσεις και λογικά κενά τα πραγματικά περιστατικά, τα αποδειχθέντα από την διαδικασία στο ακροατήριο, σχετικά με τα αντικειμενικά και υποκειμενικά στοιχεία του εγκλήματος της υπεξαιρέσεως για το οποίο κατεδικάσθην, ήτοι τα πραγματικά αυτά περιστατικά, τα οποία θεμελιώνουν κατά νόμον την αντικειμενική και υποκειμενική υπόσταση του άνω εγκλήματος, τις σκέψεις με βάση τις οποίες υπήχθησαν τα προκύψαντα πραγματικά περιστατικά στην εφαρμοσθείσα ουσιαστική ποινική διάταξη του άρθρου 375 παρ. 1 α ΄ Π.Κ. και τις αποδείξεις (τα αποδεικτικά μέσα), τα οποία προέκυψαν από την αποδεικτική διαδικασία και θεμελίωσαν τα περιστατικά αυτά καθώς και τους τους οποίους το δικαστήριο (νομικούς) συλλογισμούς, με υπήγαγε τα περιστατικά που αποδείχθηκαν στην άνω εφαρμοσθείσα ουσιαστική ποινική διάταξη, με αποτέλεσμα να καθίσταται ανέφικτος ο αναιρετικός έλεγχος (βλ. ΑΠ 1222/1995, ΠΧρ ΜΣΤ 356επ, ΑΠ 1066/1995, ΠοινΧρ ΜΣΤ 183 επ., ΑΠ 1870/1994, ΠοινΧρ ΜΕ 205 επ., 1871/1994 ΠΧρ ΜΕ 205 επ.). Α. Ειδικώτερα, στην σελίδα 24 της άνω πληττόμενης ……./17-1- 2006 αποφάσεως του Εφετείου Αθηνών (Τριμελούς Πλημμελημάτων), αναφέρεται, επί λέξει, ότι προέκυψαν εις βάρος μου τα εξής : «Στην προκειμένη περίπτωση το δικαστήριο επείσθη περί της ενοχής του κατηγορουμένου καθόσον αποδείχθηκαν επιβαρυντικά στοιχεία σε βάρος αυτού που συγκροτούν την αντικειμενική υπόσταση και υποκειμενική υπόσταση του εγκλήματος που κατηγορείται, γι’ αυτό και πρέπει να κηρυχθεί ένοχος της αξιόποινης πράξης που του αποδίδεται με το κατηγορητήριο…Πράγματι κατά τα συμφωνηθέντα θα έπρεπε ο μηνυτής να του στείλει επιταγές μεταχρονολογημένες με ημερομηνίες πληρωμής από τα μέσα Απριλίου μέχρι και τέλος Μαίου 2000, ώστε αυτός (κατηγορούμενος) θα τις προεξοφλούσε στην Τράπεζα που συνεργαζόταν και θα έστελνε σ’ αυτό το ποσό των χρημάτων το οποίο θα ελάμβανε από τις προεξοφλήσεις δηλαδή το ποσό των 10.000.000 δρχ. υπολογίζοντας ως προεξόφληση περίπου θα του χορηγούσε το ποσό των 163 80% των επιταγών (η Τράπεζά του)….και θα του έστελνε το χρηματικό ποσό των 10.000.000 δραχμών και θα παρακρατούσε το υπόλοιπο ποσό των 3.450.000 δρχ. Δεν αναφέρεται, όμως, σε κανένα σημείο του αιτιολογικού της άνω αποφάσεως μεταξύ ποίων κατηρτίσθη η άνω συμφωνία, πώς, πότε και πού κατηρτίσθη η άνω συμφωνία, ποιοί ήσαν οι ακριβείς όροι της καταρτισθείσης μεταξύ εμού και του μηνυτού ………. συμφωνίας καθώς και ποιές ήσαν επακριβώς οι υποχρεώσεις του μηνυτού ……… αλλά και εμού, οι οποίες απέρρεαν εκ της εν λόγω συμφωνίας. Δεν αναφέρει δηλαδή η αναιρεσιβαλλομένη απόφαση αυτή, εάν η συμφωνία κατηρτίσθη μεταξύ του μηνυτού και εμού ή μεταξύ του ………, ως αντιπροσώπου του μηνυτού και εμού, τον τόπο καταρτίσεως της συμφωνίας αυτής, εάν η συμφωνία αυτή καταρτίσθηκε προφορικώς ή εγγράφως, εάν ο μηνυτής ……….. θα έπρεπε να καλύψει (πληρώσει) τις επιταγές, τις οποίες εξέδωκε εις διαταγήν μου, κατά τον χρόνο πληρωμής τους και συγκεκριμένα τις επιταγές, τις οποίες αυτός εξέδωκε στην Πάτρα τον Δεκέμβριο του 1999, με ημερομηνίες εκδόσεως 13-4-2000, 30-4-2000 και 13 Μαίου 2000 αντιστοίχως, πληρωτέες από την Ιονική Τράπεζα, σε χρέωση του υπ’ αριθμ. ………… τραπεζικού λογαριασμού του, ήτοι την υπ’ αριθμ. …………., ποσού 2.000.000 δραχμών, την υπ’ αριθμ. ………. επιταγή, ποσού 1.200.000 δραχμών, την υπ’ αριθμ. ……… επιταγή, ποσού 2.000.000 δραχμών, την υπ’ αριθμ. …………….. επιταγή, με ημερομηνία εκδόσεως 5 Μαίου 2000, ποσού 1.250.000 δραχμών, την υπ’ αριθμ. …………. επιταγή ποσού 1.400.000 δραχμών, με ημερομηνία εκδόσεως 20-5-2000, την υπ’ αριθμ. ………. επιταγή ποσού 1.600.000 δραχμών με ημερομηνία εκδόσεως 15 Μαίου 2000, την υπ’ αριθμ. ………… επιταγή, ποσού 1.450.000 δραχμών με ημερομηνία εκδόσεως 20 Μαίου 2000 και την υπ’ αριθμ. ………… επιταγή της Εθνικής Τραπέζης ποσού 1.750.000 δραχμών από τον υπ’ αριθμ. ……………. λογαριασμό της Εθνικής Τραπέζης εκδόσεως στην Ζάκυνθο του ……………, με ημερομηνία εκδόσεως την 25-52000. Δεν αναφέρει ακόμη η άνω αναιρεσιβαλλομένη απόφαση σε ποιόν ανήκε κατά κυριότητα, ήτοι εάν ανήκε στον μηνυτή, …………… και για ποιόν λόγο, σύμφωνα με τις διατάξεις του αστικού δικαίου, το χρηματικό ποσόν των 8.500.000 δραχμών, το οποίο έλαβα ως προεξόφληση από τις Τράπεζες (Τράπεζα …….., ……… ΤΡΑΠΕΖΑ Α.Ε., …….. ΤΡΑΠΕΖΑ Α.Ε, ΤΡΑΠΕΖΑ ………… Α.Ε,), στις οποίες κατέθεσα προς προεξόφληση τις 164 άνω επίδικες επιταγές, εκδόσεως του μηνυτού εις διαταγήν μου και το οποίο (ποσόν) εκρίθη ότι παρανόμως ιδιοποιήθηκα, ώστε να ελεχθεί αναιρετικώς εάν το χρηματικό αυτό ποσόν ήτο ως προς εμένα ξένο κινητό πράγμα ή όχι και, άρα, δεκτικόν υπεξαιρέσεως ή όχι και, ως εκ τούτου, καθίσταται ανέφικτος ο αναιρετικός έλεγχος περί της ορθής εφαρμογής της ουσιαστικής ποινικής διατάξεως του άρθρου 375 παρ. 1α΄ΠΚ. Β. Περαιτέρω, η πληττομένη υπ’ αριθμ. ……/17-1-2006 απόφαση του Εφετείου Αθηνών (Τριμελούς Πλημμελημάτων) στερείται της ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας, της επιβεβλημένης υπό των άρθρων 93 του Συντάγματος και 139 του Κώδικος Ποινικής Δικονομίας, η οποία κατά το άρθρον 510 παρ. 1 εδ. δ’ Κώδικος Ποινικής Δικονομίας ιδρύει λόγον αναιρέσεως της εν λόγω καταδικαστικής αποφάσεως, διότι δεν αναφέρονται σε αυτήν με πληρότητα και σαφήνεια οι αποδείξεις – αποδεικτικά μέσα, τα οποία εθεμελίωσαν τα πραγματικά περιστατικά περιστατικά, που προέκυψαν από την ακροαματική διαδικασία και στα οποία εστηρίχθη η κρίση της περί της ενοχής μου, δεδομένου ότι προκύπτει χωρίς αμφιβολία ότι το εκδόν την αναιρεσιβαλλόμενη απόφαση Δικαστήριο δεν έλαβε υπόψη του όλα τα αποδεικτικά μέσα, αλλά μόνον μερικά από αυτά για να μορφώσει την καταδικαστική ως προς εμένα κρίση του. Εν προκειμένω, το Εφετείο Αθηνών (Τριμελές Πλημμελημάτων Αθηνών, το οποίο εξέδωκε την αναιρεσιβαλλομένη υπ’ αριθμ. ……../17-1-2006 απόφασή του εις βάρος μου, για να στηρίξει την εν λόγω καταδικαστική του κρίση εδέχθη ότι τα πραγματικά περιστατικά που μνημονεύει στο αιτιολογικό της αποφάσεως προέκυψαν : «από τις καταθέσεις των μαρτύρων της κατηγορίας και της υπεράσπισης, που εξετάσθηκαν ενόρκως στο Δικαστήριο τούτο τα πρακτικά της πρωτοβάθμιας δίκης, που αναγνώσθηκαν, καθώς και τα έγγραφα που αναγνώσθηκαν και αναφέρονται στα πρακτικά και όσα γενικά έγγραφα ……έστω και εάν δεν έγινε ειδική μνεία και την όλη αποδεικτική διαδικασία..» Όμως από την περικοπή αυτή του αιτιολογικού της άνω αποφάσεως που αναφέρεται στα αποδεικτικά μέσα και ειδικώτερα από το αναφερόμενο σε αυτή ότι ελήφθησαν υπόψιν και εκτιμήθηκαν από το Εφετείο οι καταθέσεις των μαρτύρων, οι οποίοι εξετάσθηκαν «ενόρκως» στο ακροατήριό του, δεν προκύπτει ότι ελήφθη υπόψιν και εκτιμήθηκε από το Εφετείο και η χωρίς όρκο κατάθεση του πολιτικώς ενάγοντος ………., ο οποίος επίσης εξετάσθηκε ως μάρτυς κατηγορίας και ανωμοτί ως πολιτικώς ενάγων στο ακροατήριο σύμφωνα με τα 165 πρακτικά της δίκης . Δεν μπορεί δε να συναχθεί το αντίθετο ούτε από την υπάρχουσα στο σκεπτικό της προσβαλλομένης αποφάσεως περικοπή ότι τα αναφερόμενα ως δεκτά γενόμενα περιστατικά προέκυψαν και «από την όλη αποδεικτική διαδικασία» ούτε και από το όλο περιεχόμενο του σκεπτικού, αλλά και του διατακτικού της, στα οποία δεν μνημονεύεται τίποτε από όσα κατέθεσε ενώπιον του Εφετείου ο ανωμοτί ως πολιτικώς ενάγων εξετασθείς μάρτυς ……….. Ως εκ τούτου, η αιτιολογία της προσβαλλομένης αποφάσεως και αναφορικά με την έκθεση των αποδεικτικών καταδικαστικής κρίσεως του μέσων για την θεμελίωση της Εφετείου δεν είναι ειδική κατά τα προαναφερόμενα και, ως εκ τούτου, αναιρετέα καθίσταται η προσβαλλομένη σύμφωνα με το άρθρο 510 παρ. 1δ ΚΠΔ, ερεύνωμενο και αυτεπαγγέλτως (ΑΠ 449/2000, ΠοινΧρ Ν, 60, ΑΠ 1890/1999, ΠοινΧρ Ν 819, ΑΠ 282/2000, ΠοινΧρ Ν’, 885, ΑΠ 678/2000 ΠραξΛογ ΠΔ 2000, 155, ΑΠ 1358/2000, ΠοινΔικ 2001, 221). Γ. Περαιτέρω, η πληττομένη υπ’ αριθμ. ……/17-1-2006 απόφαση του Εφετείου Αθηνών (Τριμελούς Πλημμελημάτων) στερείται της ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας, της επιβεβλημένης υπό των άρθρων 93 του Συντάγματος και 139 του Κώδικος Ποινικής Δικονομίας, η οποία κατά το άρθρον 510 παρ. 1 εδ. δ’ Κώδικος Ποινικής Δικονομίας ιδρύει λόγον αναιρέσεως της εν λόγω καταδικαστικής αποφάσεως, διότι δεν αναφέρονται σε αυτήν με πληρότητα και σαφήνεια οι λόγοι για τους οποίους ισχυρισμοί απερρίφθησαν μου, οι οι προταθέντες οποίοι από καταχωρίσθηκαν 17-1-2006 στα αυτοτελείς πρακτικά της δευτεροβαθμίου δίκης. Ειδικώτερα, η αναιρεσιβαλλομένη απόφαση δεν απήντησε με ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία επί του αυτοτελούς ισχυρισμού μου ότι οι άνω επίδικες επιταγές, εκδόσεως του μηνυτού μου ……… εις διαταγήν μου και μεταβιβασθείσες από αυτόν δι’ οπισθογραφήσεως σε εμένα δεν ήταν για εμένα ξένο κινητό πράγμα, σύμφωνα με τις διατάξεις του Αστικού Κώδικα, οι οποίες λαμβάνονται υπόψιν για τον χαρακτηρισμό ενός πράγματος, ως ξένου ή μη, για την στοιχειοθέτηση του αδικήματος της υπεξαιρέσεως. Η αναιρεσιβαλλομένη απόφαση δεν απήντησε καν επί του αυτοτελούς ισχυρισμού μου (ο οποίος αμέσως συνέχεται με τον παραπάνω αυτοτελή ισχυρισμό μου περί του ότι το άνω ποσόν των 8.500.000 δραχμών το οποίο έλαβα από τις άνω Τράπεζες για την προεξόφληση των επιδίκων 166 επιταγών, εκδόσεως του μηνυτού μου, εις διαταγήν μου, δεν ήτο ως προς εμένα ξένο κινητό πράγμα) ότι, σε περίπτωση μη πληρωμής των επιδίκων επιταγών από τον μηνυτή, εκδότη αυτών, κατά τον χρόνο πληρωμής τους, ευθυνόμουν και εγώ, αλληλεγγύως και εις ολόκληρον μετά του μηνυτού μου – εκδότου αυτών, απέναντι των πληρωτριών Τραπεζών, όπως και έγινε, δεδομένου ότι οι επικαλούμενες από τον μηνυτή και κατωτέρω αναφερόμενες διαταγές πληρωμής των Τραπεζών, οι οποίες εξεδόθησαν λόγω μη πληρωμής των επιδίκων επιταγών από τον μηνυτή κατά τον χρόνο λήξεως, εκδοθεισών από τον μηνυτή εις διαταγήν μου και μεταβιβασθεισών από αυτόν εις εμέ δι’ οπισθογραφήσεως, εξεδόθησαν όχι μόνον εις βάρος του, αλλά και εις βάρος μου, καθ΄σον υπεχρεώθην, αλληλεγγύως και εις ολόκληρον μετά του μηνυτού μου να καταβάλω τα χρηματικά ποσά των επιταγών αυτών, λόγω μη πληρωμής τους από τον μηνυτή μου. Η αναιρεσιβαλλομένη απόφαση δεν απήντησε ακόμη επί του ισχυρισμού μου ότι, με την έκδοση των επιδίκων επιταγών από τον μηνυτή μου, ……………, εις διαταγήν μου και την μεταβίβασή τους από αυτόν σε εμένα, δι’ οπισθογραφήσεως, μου μετεβιβάσθησαν κατά τις διατάξεις του άρθρου 1034 ΑΚ, άπαντα τα δικαιώματα επί των επιδίκων επιταγών, καταστάς ούτω εγώ κύριος αυτών και, ως εκ τούτου, οι επιταγές αυτές δεν ήσαν ως προς εμένα ξένο κινητό πράγμα, δεκτικόν υπεξαιρέσεως. Η αναιρεσιβαλλομένη απόφαση δεν απήντησε επί του ισχυρισμού μου ότι ο μηνυτής μου ………. εξέδωκε τις επίδικες επιταγές εις διαταγήν μου, προκειμένου να δανειοδοτηθεί από εμένα, επειδή δεν διέθετε διαθέσιμα κεφάλαια στις πληρώτριες Τράπεζες, η δε αιτία εκδόσεως των επιδίκων επιταγών από τον μηνυτή εις διαταγήν μου ήταν το δάνειο, που θα του χορηγούσα από την προεξόφλησή τους και το οποίο του εχορήγησα. Σημειώνεται ότι, εκτός από τους εξετασθέντες μάρτυρες υπερασπίσεώς μου, ……… και …………, τόσο ο μηνυτής, ………., όσο και ο μάρτυς κατηγορίας, ……….. αμφότεροι κατέθεσαν κατά την εξέτασή τους ενώπιον του δευτεροβαθμίου δικαστηρίου ότι μεταξύ εμού και του μηνυτού μου υπήρχε σύμβαση δανείου προεξοφλήσεις και, των κατά επιδίκων συνέπειαν, επιταγών τα στις χρήματα από Τράπεζες, τις όπου διατηρούσα πλαφόν, τα οποία κατά την συμφωνία μου με τον μηνυτή ώφειλα να του αποστείλω, ήσαν δικά μου και άλλωστε σε εμένα χρεώθηκαν από τις Τράπεζες αυτές. Όπως προκύπτει από τα πρακτικά της δευτεροβαθμίου δίκης, ο μεν μηνυτής εξετασθείς ανωμοτί, ως πολιτικώς 167 ενάγων, ………. κατέθεσε επί λέξει: «Δεν υπήρχαν διαθέσιμα κεφάλαια στην Τράπεζα (σημ. δική μου: εννοείται στις Τράπεζες, όπου ετηρούντο οι δικοί του τραπεζικοί λογαριασμοί, επί των οποίων εσύροντο οι εκδοθείσες από αυτόν επίδικες επιταγές εις διαταγήν μου). ‘Ηταν δάνειο θα μου έδινε 13.000.000 ο κατηγορούμενος», ο δε μάρτυς κατηγορίας ………. κατέθεσε επί λέξει: «‘Ηταν δάνειο η συμφωνία. Το δάνειο θα ήταν από την Τράπεζα που θα έπαιρνε τις επιταγές ο ……….. Η Τράπεζα κυνηγά και τους δυο σε περίπτωση που δεν πληρώνονται οι επιταγές». Περαιτέρω και ο μάρτυς υπερασπίσεώς μου και πατέρας μου …………….. κατέθεσε στην δευτεροβάθμιο δίκη, ενώπιον του Εφετείου Αθηνών επί λέξει : «Ο γιός μου θα προεξοφλούσε τις επιταγές για να εξυπηρετήσει το ……….. ήταν δάνειο ουσιαστικά. Το μόνο κέρδος ήταν ότι τα έξοδα θα τα περνούσαμε στην εφορία. Καταθέσαμε τις επιταγές στην Τράπεζα και παίρναμε τα χρήματα γιατί υπήρχε πλαφόν. Συνεργαζόμαστε με πολλές Τράπεζες. Εμάς χρέωσε η Τράπεζα.» Οι ελλείψεις αυτές της αιτιολογίας της πληττομένης αποφάσεως είναι ουσιώδεις, δεδομένου ότι, όπως γίνεται δεκτό, επί υπεξαιρέσεως πρέπει να καθορίζεται επακριβώς γιατί το πράγμα είναι ξένο ως προς τον υπαίτοι, σε ποίου την κυριότητα ανήκει καθώς και ο τρόπος περιελεύσεως της κατοχής του ξένου κινητού πράγματος στον υπαίτιο της υπεξαιρέσεως, προκειμένου να ελεγχθεί αναιρετικώς εάν το πράγμα είναι ξένο ή όχι ως προς τον υπαίτιο και, κατά μείζονα λόγο, εάν έχει διαπραχθεί το αδίκημα της υπεξαιρέσεως ή όχι και εάν εφηρμόσθη η ορθή ουσιαστική ποινική διάταξη ή όχι. Δ. Περαιτέρω, και αντιφατικές κρίσεις και αιτιολογία διέλαβε κατά τ’ ανωτέρω η απόφαση αυτή στο αιτιολογικό και στο διατακτικό της, διότι εδέχθη μεν (σελ. 26, αιτιολογικό της) ότι : «Ο κατηγορούμενος παρακράτησε παράνομα το ποσό των 8.500.000 δρχ. το οποίο ώφειλε να αποστείλει, χωρίς να έχει κανένα δικαίωμα, αν και είχε περιέλθει στην κατοχή του με τον τρόπο που προαναφέρθηκε…», ενώ επίσης εδέχθη ότι (σελ. 29-30, διατακτικό της): «…και ο κατηγορούμενος έπεισε τον ……….. να πληρώσει το ποσό των 1.750.000 δραχμών….και θα του έστελνε το χρηματικό ποσό του δανείου των 10.000.000 δραχμών, δεν απέστειλε το ποσό τούτο, αλλά το παρακράτησε χωρίς να έχει τέτοιο δικαιώμα αν και είχε περιέλθει στην κατοχή του με τον τρόπο που προαναφέρθηκε.». Εν προκειμένω, αντιφάσκει η αναιρεσιβαλλομένη, διότι το μεν εδέχθη ότι δήθεν παρανόμως παρεκράτησα το ποσόν των 8.500.000 δραχμών, το οποίο ώφειλα να αποστείλω στον μηνυτή, το δε ότι το χρηματικό 168 ποσόν των 10.000.000 δραχμών, το οποίο ώφειλα να του αποστείλω, ήταν δάνειό μου προς αυτόν και, άρα, δεν ήταν ξένο κινητό πράγμα ως προς εμένα, όπως ακριβώς ισχυρίσθηκα, αλλά και απεδείχθη εκ της ακροαματικής διαδικασίας ενώπιον του δευτεροβαθμίου δικαστηρίου (ΑΠ 35/1990, ΠοινΧρ 1990, 946). Λόγω και αυτών των ουσιωδών ελλείψεων και αντιφάσεων, η αιτιολογία της πληττομένης αποφάσεως είναι ελλιπής και στερεί της δυνατότητος του αναιρετικού ελέγχου, περί του εάν πράγματι όφειλα κατά την συμφωνία μου με τον μηνυτή να του αποστείλω τα συγκεκριμένα χρήματα (τα συγκεκριμένα χαρτονομίσματα), τα οποία έλαβα από τις προεξοφλήσεις των επιταγών ή να του στείλω ως δάνειο το ποσόν το οποίο είχαμε συμφωνήσει, με άλλα χαρτονομίσματα και, εάν το ποσόν των 8.500.000 δραχμών, το οποίο έλαβα από τις Τράπεζες για την προεξόφληση των επιδίκων επιταγών, εκδόσεως του μηνυτού μου, εις διαταγήν μου, ήτο ή όχι ως προς εμένα ξένο κινητό πράγμα, δεκτικόν υπεξαιρέσεως κατά την έννοια του άρθρου 375 παρ. 1α’ Π.Κ. ή όχι και ανήκε στην κυριότητα του μηνυτή ή όχι και, κατά συνέπειαν, περί του εάν ετέλεσα την αποδιδομένη σε εμένα πράξη της υπεξαιρέσεως ή όχι, προκειμένου τελικώς να ελεγχθεί αναιρετικώς εάν στοιχειοθετείται ή όχι η καταδίκη μου για το αδίκημα της υπεξαιρέσεως και εάν εφηρμόσθη ορθώς από το Εφετείο Αθηνών η ουσιαστική ποινική διάταξη του άρθρου 375 1α’ ΠΚ. Ε. Επί πλέον, η αναιρεσιβαλλομένη απόφαση στερείται της εκ του νόμου ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας, διότι δεν αναφέρει με σαφήνεια και πληρότητα και χωρίς αντιφάσεις και τις αποδείξεις (τα αποδεικτικά μέσα), τα οποία προέκυψαν από την αποδεικτική διαδικασία και θεμελίωσαν τα περιστατικά αυτά, ούτε την αξιολόγηση κάθε αποδεικτικού μέσου, ούτε εάν η απόφαση αυτή στηρίχθηκε σε άμεσα ή έμμεσα αποδεικτικά μέσα ή ενδείξεις. Δεν αναφέρει ακόμη και τους νομικούς συλλογισμούς, με τους οποίους (Εφετείο το δευτεροβάθμιο δικαστήριο Αθηνών) υπήγαγε τα περιστατικά που κατά την κρίση του αποδείχθηκαν στην άνω εφαρμοσθείσα ουσιαστική ποινική διάταξη, με αποτέλεσμα να καθίσταται ανέφικτος ο αναιρετικός έλεγχος της ορθής εφαρμογής της ουσιαστικής ποινικής διατάξεως. Παραλλήλως, η αναιρεσιβαλλομένη απόφαση έσφαλε παραβιάζοντας και το άρθρο 510 στοιχ. Ε ΚΠΔ. Όπως γίνεται δεκτόν κατά την παγία νομολογία του Αρείου Πάγου, εκ πλαγίου παραβίαση της εφαρμοσθείσης ποινικής διατάξεως υφίσταται, όταν δεν αναφέρονται στην απόφαση σαφώς πλήρως και συγκεκριμένως όσα κατά την κρίση του δικαστηρίου πραγματικά περιστατικά 169 προέκυψαν ή εμφιλοχωρούν λογικά κενά ή κατά την έκθεσή τους ανακύπτει αντίφαση μεταξύ αιτιολογικού και διατακτικού της αποφάσεως, που καθιστούν αδύνατο τον αναιρετικό έλεγχο της ορθής εφαρμογής του νόμου. Συγκεκριμένα, η αναιρεσιβαλλομένη απόφαση εσφαλμένως και κατά παράβαση του άρθρου 510 εδ. Δ και Ε ΚΠΔ αναφέρει (σκεπτικό υτής, σελ. 26) : «Ο κατηγορούμενος ιδιοποιήθηκε υπεξήρεσε ξένο κινητό πράγμα που περιήλθε στην κατοχή του στις 13 Δεκεμβρίου 1999 και 17 Δεκεμβρίου 1999 με περισσότερες πράξεις που συνιστούν εξακολούθηση και μάλιστα ενός και του ιδίου εγκλήματος. Στην αρχή ο κατηγορούμενος έστειλε το 1.000.000 δρχ υποσχόμενος και την μετέπειτα αποστολή των υπολοίπων χρημάτων.» Περαιτέρω, η άνω απόφαση εδέχθη (σκεπτικό αυτής στην σελ 25 και 26) ότι : «Τα υποστηριζόμενα ότι τα χρήματα που θα εδίδοντο από την προεξόφληση των επιταγών, ότι όλα όπως συμφώνησαν αποδόθηκαν και συγκεκριμένα το ποσό των 8.500.000 δεν αποδόθηκε καθόσον τα κατατιθέμενα από τους μάρτυρες υπεράσπισης και στους ισχυρισμούς που προβλήθηκαν από τον κατηγορούμενο δεν αποδόθηκαν στον …….., γιατί όχι μόνον δεν συνεπικουρούνται από κανένα άλλο αποδεικτικό στοιχείο, αλλά ούτε και ενισχύεται από κάποιο έγγραφο….Από κανένα αποδεικτικό στοιχείο δεν αποδείχθηκε ότι ο κατηγορούμενος απέδωσε το οφειλόμενο ποσό που δεν είχε καταβάλει….» Πλην, όμως, δεχθείσα τα ανωτέρω, έσφαλε η αναιρεσιβαλλομένη σύμφωνα με τις διατάξεις του άρθρου 510 στοιχ. Δ και Ε ΚΠΔ, διότι τον μεν δεν αναφέρει τα αποδεικτικά μέσα, από τα οποία συνήγαγε την άνω κρίση της περί παρανόμου ιδιοποιήσεως από εμένα του άνω ποσού, αλλά και από κανένα αποδεικτικό στοιχείο δεν προέκυψε ότι το ποσόν των 8.500.00 δραχμών ήταν ξένο κινητό πράγμα ως προς εμένα, ανήκον κατά κυριότητα, κατά τις διατάξεις του αστικού δικαίου στον μηνυτή και, ως εκ τούτου, δεκτικόν παρανόμου ιδιοποιήσεως από εμένα. Αντιθέτως, ο μεν μηνυτής εξετασθείς ανωμοτί, ως πολιτικώς ενάγων, ενώπιον του Εφετείου Αθηνών, κατέθεσε επί λέξει: «Δεν υπήρχαν διαθέσιμα κεφάλαια στην Τράπεζα. ‘Ηταν δάνειο θα μου έδινε 13.000.000 ο κατηγορούμενος», ο δε μάρτυς κατηγορίας ………. κατέθεσε επί λέξει: «‘Ηταν δάνειο η συμφωνία. Το δάνειο θα ήταν από την Τράπεζα που θα έπαιρνε τις επιταγές ο ………. Η Τράπεζα κυνηγά και τους δυο σε περίπτωση που δεν πληρώνονται οι επιταγές». Περαιτέρω και ο μάρτυς υπερασπίσεώς μου και πατέρας μου ……….. κατέθεσε ενώπιον του Εφετείου Αθηνών επί λέξει : «Ο 170 γιός μου θα προεξοφλούσε τις επιταγές για να εξυπηρετήσει το ………. ήταν δάνειο ουσιαστικά. Το μόνο κέρδος ήταν ότι τα έξοδα θα τα περνούσαμε στην εφορία. Καταθέσαμε τις επιταγές στην Τράπεζα και παίρναμε τα χρήματα γιατί υπήρχε πλαφόν. Συνεργαζόμαστε με πολλές Τράπεζες. Εμάς χρέωσε η Τράπεζα.» Περαιτέρω, αναφορικά με την καταβολή από εμένα στον μηνυτή του ποσού των 8.500.000 δραχμών, το οποίο εκρίθη ότι υπεξήρεσα, και οι δύο εξετασθέντες μάρτυρες υπερασπίσεώς μου, ………….. – σύζυγός μου και ……….. – πατέρας μου, μετά λόγου γνώσεως και εξ ιδίας αντιλήψεως εβεβαίωσαν το δευτεροβάθμιο δικαστήριο ότι πράγματι το κατέβαλα στον μηνυτή. Η μεν ………….. κατέθεσε επί λέξει : «Μίλησαν από το τηλέφωνο ο σύζυγος και ο πεθερός μου και έδωσαν ραντεβού με τον ……… σε μία ώρα να του δώσουν τα χρήματα. Η επιταγή θεωρείται απόδειξη γιαυτό δεν πήραμε απόδειξη. Η Τράπεζα έβγαλε και σε μας διαταγές πληρωμής…Ακόμη και τώρα πληρώνουμε. Του δώσαμε στο δεύτερο δεκαπενθήμερο του Ιανουαρίου τα 8.500.000 δρχ.», ο δε …………. κατέθεσε: «Στα μέσα του Ιανουαρίου του δώσαμε άλλα 8.500.000 δρχ. Δεν οφείλουμε χρήματα στο ………... Δεν πήραμε απόδειξη γιατί είχαμε στα χέρια μας τις επιταγές…Η Τράπεζα έκανε κατάσχεση στο σπίτι μου, βγήκε το σπίτι μου στον πλειστηριασμό.» Και οι δύο αυτοί μάρτυρές μου βεβαίωσαν το δευτεροβάθμιο δικαστήριο περί της καταβολής από εμένα στον μηνυτή του ποσού των 8.500.000 δραχμών καθώς και ότι δεν έλαβα από τον μηνυτή απόδειξή του για την συγκεκριμένη καταβολή μου σε αυτόν, διότι για εμένα απόδειξη της οφειλής του μηνυτού απέναντί μου αποτελούσαν οι συγκεκριμένες επιταγές του, τις οποίες είχε εκδώσει εις διαταγήν μου και μου είχε μεταβιβάσει δι΄ οπισθογραφήσεως και τις οποίες όφειλε να πληρώσει κατά τον χρόνο πληρωμής τους. Περαιτέρω, ενώπιον του δευτεροβαθμίου δικαστηρίου προσεκόμισα μέσω του πληρεξουσίου μου Δικηγόρου, ο οποίος με εκπροσώπησε, τέσσερα (4) δελτία αναλήψεως από την Τράπεζα ……… από τον υπ’ αριθμ. ………. λογαριασμό, τα οποία περιλαμβάνονται μεταξύ των αναγνωστέων εγγράφων της δευτεροβαθμίου δίκης, από τα οποία απεδείχθη, σε συνδυασμό και με τις καταθέσεις των άνω μαρτύρων υπερασπίσεώς μου, ότι από την συγκεκριμένη Τράπεζα, κατά τις ημερομηνίες, που φέρουν τα εν λόγω δελτία, ανέλαβα το χρηματικό ποσόν των 8.500.000 δραχμών, το οποίο κατέβαλα στον μηνυτή. Πλην, όμως, η αναιρεσιβαλλομένη απόφαση σε ουδεμία απολύτως αξιολόγηση των συγκεκριμένων εγγράφων δεν προέβη, ούτε αυτών μεμονωμένως, ούτε και σε συνδυασμό με τις άνω καταθέσεις των μαρτύρων 171 υπερασπίσεως, αλλά ούτε καν τα έλαβε υπ’ όψιν της, ούτε και διέλαβε καμμία απολύτως αιτιολογία περί του ισχυρισμού μου ότι «δεν έλαβα απόδειξη από τον μηνυτή περί της καταβολής σε αυτόν του ποσού των 8.500.000 δραχμών, διότι απόδειξη για εμένα αποτελούσαν οι επιταγές του, εις διαταγήν μου.» Κατά συνέπειαν, εν όψει των ανωτέρω, η αναιρεσιβαλλομένη απόφασις δεν αναφέρει από ποια ειδικότερα αποδεικτικά μέσα απεδείχθησαν τα προαναφερόμενα εις βάρος μου, με ποια διαδικασία υπαγωγής και με ποιο νομικό και λογικό συλλογισμό οδηγήθηκε στην καταδίκη μου για το αδίκημα της υπεξαιρέσεως κατ’ εξακολούθηση και, άρα, αναιρετέα καθίσταται. 2. Για εσφαλμένη ερμηνεία και εφαρμογή ουσιαστικής ποινικής διατάξεως. Όπως γίνεται δεκτόν, εσφαλμένη ερμηνεία ουσιαστικής ποινικής διατάξεως, ως λόγος αναιρέσεως κατά το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Ε’ ΚΠΔ υπάρχει όταν το εκδόν την αναιρεσιβαλλομένη απόφαση Δικαστήριο αποδίδει σε αυτήν διαφορετική έννοια από εκείνη, την οποία έχει στην πραγματικότητα, ενώ εσφαλμένη εφαρμογή αυτής υπάρχει όταν δεν υπήγαγε ορθώς τα πραγματικά περιστατικά, τα οποία εδέχθη, στην εφαρμοσθείσα ουσιαστική ποινική διάταξη. Η αναιρεσιβαλλομένη απόφαση εσφαλμένως ερμήνευσε και εφήρμοσε το άρθρο 375 του Ποινικού Κώδικος και δη την διάταξη του άρθρου 375 παρ. 1α΄ του Ποινικού Κώδικος, δεχθείσα ότι ιδιοποιήθηκα παρανόμως το χρηματικό ποσόν των 8.500.000 δραχμών, το οποίο περιήλθε στην κατοχή μου, από την προεξόφληση στην Τράπεζα Πίστεως των επιταγών, τις οποίες εξέδωκε ο μηνυτής ………… εις διαταγήν μου και μου μετεβίβασε δι’ οπισθογραφήσεως. Κατά το άρθρο 375 παρ. 1 του Ποινικού Κώδικος, όποιος ιδιοποιείται παρανόμως ξένο (ολικά ή εν μέρει) κινητό πράγμα που περιήλθε στην κατοχή του με οποιονδήποτε τρόπο τιμωρείται με φυλάκιση μέχρι δύο ετών και αν το αντικείμενο της υπεξαιρέσεως είναι ιδιαίτερα μεγάλης αξίας με φυλάκιση τουλάχιστον ενός έτους. Κατά την ορθή ερμηνεία της εν λόγω διατάξεως, για την στοιχειοθέτηση του εγκλήματος της υπεξαιρέσεως απαιτείται η συνδρομή των ακόλουθων στοιχείων : α) ξένο εν όλω ή εν μέρει κινητό πράγμα, ως δε τέτοιο θεωρείται αυτό, το οποίο ευρίσκεται σε ξένη, σε σχέση με τον δράστη, κυριότητα, όπως αυτή διαπλάσσεται από το αστικό δίκαιο, β) να περιήλθε αυτό με οποιοδήποτε τρόπο στην κατοχή του δράστη και να ήταν κατά τον χρόνο της πράξεως στην κατοχή αυτού, γ) παράνομη ιδιοποίηση του πράγματος από τον 172 δράστη, η οποία υπάρχει, όταν αυτή γίνεται χωρίς την συναίνεση του ιδιοκτήτη ή χωρίς την ύπαρξη άλλου δικαιώματος, το οποίο παρέχεται στον δράστη από τον νόμο και δ) δολία προαίρεση του δράστη, εκδηλουμένη δι’ οιασδήποτε ενεργείας αυτού, εμφανιζούσης εξωτερίκευση της βουλήσεώς του να ενσωματώσει στην δική του περιουσία το ξένο κινητό πράγμα, που ευρίσκεται στην κατοχή του χωρίς νόμιμο δικαιολογικό λόγο. Εν προκειμένω, η αναιρεσιβαλλομένη απόφασις εδέχθη ότι διέπραξα το αδίκημα της υπεξαιρέσεως, διότι ιδιοποιήθηκα παρανόμως, ήτοι χωρίς να έχω δικαίωμα προς τούτο, το χρηματικό ποσόν των 8.500.000 δραχμών, το οποίο έλαβα από την προεξόφληση σε Τράπεζα στο δικό μου «πλαφόν» των τραπεζικών επιταγών, τις οποίες ο μηνυτής …………εξέδωκε εις διαταγήν μου και μου παρέδωσε δι’ οπισθογραφήσεως. Πλην, όμως, των άνω επιταγών, εκδοθεισών από τον μηνυτή εις διαταγή μου και παραδοθεισών από αυτόν εις εμέ δι’ οπισθογραφήσεως, ήμουν νόμιμος κομιστής και σύμφωνα με τα άρθρα 14 και 34 ν. 5960/1933 «περί επιταγής» και 1034 του Αστικού Κώδικος, είχα καταστεί κύριος αυτών δια μεταβιβάσεως από τον εκδότη τους συνεπεία οπισθογραφήσεως (ΑΠ 119/1986 (βούλευμα), ΝοΒ 1986, 595). Ως εκ τούτου, οι εν λόγω επιταγές δεν ήσαν ξένο κινητό πράγμα, ως προς εμένα, διότι από και δια της μεταβιβάσεως από τον εκδότη τους σε εμένα συνεπεία οπισθογραφήσεως, είχαν εκφύγει από την κυριότητα του εκδότη τους. Όπως άλλωστε απεδείχθη εκ της ακροαματικής διαδικασίας ενώπιον του δευτεροβαθμίου δικαστηρίου, πράγματι, ο μηνυτής ……………. τον Δεκέμβριο του 1999 αντιμετώπιζε οικονομικά προβλήματα και αναζητούσε χρηματοδότηση για την αντιμετώπισή τους. Λόγω της μεγάλης οικονομικής επιφανείας την περίοδο εκείνη εμού, αλλά και της εταιρείας με την επωνυμία «…………. ΣΙΑ Ο.Ε.», της οποίας ετύγχανα ομόρρυθμο μέλος και διαχειριστής και η οποία είχε την δυνατότητα να προεξοφλεί τραπεζικές επιταγές τρίτων (π.χ. πελατών της), οι οποίες είχαν εκδοθεί εις διαταγήν της, ο ………… υπέδειξε στον μηνυτή εμένα για να βοηθήσω αυτόν (τον μηνυτή), χρηματοδοτώντας αυτόν. Κατά την συμφωνία μας με τον μηνυτή, μέσω του αντιπροσώπου του ……….., και επειδή ο μηνυτής δεν είχε διαθέσιμα κεφάλαια στις Τράπεζες, στις οποίες ετηρούντο οι λογαριασμοί, στους οποίους εσύροντο οι επίδικες επιταγές, για να χρηματοδοτηθεί αυτός, ουσιαστικά για να δανειοδοτηθεί αυτός από εμένα, αλλά και για να είμαι και εγώ εξασφαλισμένος για την απόδοση από τον μηνυτή σε εμένα του δανείου προς αυτόν, εξέδωκε τις συγκεκριμένες επιταγές εις διαταγήν μου και μου τις παρέδωσε δι’ οπισθογραφήσεως, προκειμένου να τις 173 προεξοφλήσω, καταθέτοντας αυτές στην Τράπεζα, όπου η άνω ομόρρυθμος εταιρεία μου διατηρούσε τότε «πλαφόν», ήτοι αλληλόχρεο λογαριασμό και ποσόν ίσο με το ποσόν της προεξοφλήσεως, ήτοι το 80% του αντιτίμου των επιταγών να αποστείλω στον μηνυτή, ως δάνειο, ο οποίος αντιστοίχως υπεχρεούτο, κατά την λήξη των επιταγών αυτών να τις καλύψει, ήτοι να έχει διαθέσιμα κεφάλαια στους λογαριασμούς, όπου εσύροντο αυτές, ώστε να πληρωθούν. Ως εκ τούτου, δεν εισέπραξα τις επίδικες επιταγές, εκδόσεως του μηνυτού εις διαταγήν μου, δεδομένου ότι, όπως ο ίδιος ο μηνυτής κατέθεσε εξεταζόμενος ενώπιον του Εφετείου, δεν υπήρχαν διαθέσιμα κεφάλαιά του, ούτε ενήργησα κατ’ εντολήν του. Τα δε χρήματα που μου εχορήγησαν οι Τράπεζες από τις προεξοφλήσεις των επιδίκων επιταγών, μεταξύ των οποίων και το ποσόν των 8.500.000 δραχμών, για το οποίο εκρίθην ένοχος υπεξαιρέσεως, δεν ήσαν χρήματα του μηνυτού, δεν ανήκαν στην δική του κυριότητα, ούτε προήρχοντο από δικό του τραπεζικό λογαριασμό, αλλά ήσαν χρήματα, τα οποία χρεώθηκαν στον δικό μου αλληλόχρεο λογαριασμό (πλαφόν της άνω ομορρύθμου εταιρείας μου), ο οποίος είχε ανοιχθεί στις Τράπεζες, με τις οποίες συνεργαζόταν η άνω ομόρρυθμος εταιρεία μου και στις οποίες κατετέθησαν από εμένα οι επιταγές εκδόσεως του μηνυτού, προς προεξόφληση, οι δε επικαλούμενες από τον αντίδικο υπ’ αριθμ. ……./2000 διαταγή πληρωμής του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πατρών, μετά από αίτηση της τραπεζικής εταιρείας «………...», υπ’ αριθμ. 10672/2000 διαταγή πληρωμής του Μονομελούς Πρωτοδικείου Αθηνών, μετά από αίτηση της τραπεζικής εταιρείας «………….. Α.Ε», υπ’ αριθμ. ………./2000 διαταγή πληρωμής του Μονομελούς Πρωτοδικείου Αθηνών, μετά από αίτηση της τραπεζικής εταιρείας «………… Α.Ε», υπ’ αριθμ. ………/2000 διαταγή πληρωμής του Ειρηνοδικείου Αθηνών, μετά από αίτηση της τραπεζικής εταιρείας «………….. Α.Ε», υπ’ αριθμ. ………./2000 διαταγή πληρωμής του Μονομελούς Πρωτοδικείου Αθηνών, μετά από αίτηση της τραπεζικής εταιρείας «…………. Α.Ε» εξεδόθησαν και εναντίον εμού, ως οπισθογράφου αυτών, αλλά και της άνω εταιρείας μου με την επωνυμία «………………… ΚΑΙ ΣΙΑ Ο.Ε.». Κατά συνέπειαν, η αναιρεσιβαλλομένη απόφαση εσφαλμένως ερμήνευσε και εφήρμοσε την διάταξη του άρθρου 375 παρ. 1α’ Π.Κ. ως προς την υπαγωγή των ανωτέρω πραγματικών περιστατικών, τα οποία εδέχθη, στην έννοια του «ξένου κινητού πράγματος», διαλαμβάνοντας μάλιστα και τις ανωτέρω ελλιπείς και αντιφατικές αιτιολογίες και κρίσεις (βλ. πρώτο λόγο αναιρέσεως), διότι όλα τα ανωτέρω πραγματικά περιστατικά, που εδέχθη και 174 αναφέρει δεν υπάγονται στην διάταξη του άρθρου 375 παρ. 1α του Ποινικού Κώδικος, στην οποία προβλέπεται και τιμωρείται το αδίκημα της υπεξαιρέσεως, δεδομένου ότι το χρηματικό ποσόν των 8.500.000 δραχμών, το οποίο κατηγορούμαι ότι δήθεν παρανόμως ιδιοποιήθηκα, δεν ήταν ως προς εμένα ξένο κινητό πράγμα, καθόσον δεν ανήκε στην κυριότητα του μηνυτού ……………, κατά τις διατάξεις του αστικού δικαίου, αλλά ανήκε στην κυριότητά μου, αφού είχα αποκτήσει την κυριότητα των επιδίκων επιταγών, εκδόσεως του μηνυτού μου, εις διαταγήν μου και μεταβιβασθεισών σε εμένα από τον μηνυτή, συνεπεία οπισθογραφήσεως, ενώ και το χρηματικό ποσόν των 8.500.000 δραχμών, το οποίο έλαβα από τις προεξοφλήσεις των επιταγών, δεν ανήκε στην κυριότητα του μηνυτού μου, αλλά στην δική μου κυριότητα, διότι μου εχορηγήθη από τις Τράπεζες, στις οποίες διατηρούσε πλαφόν, ήτοι αλληλόχρεο λογαριασμό, η άνω ομόρρυθμη εταιρεία μου, χρεώθηκε στον λογαριασμό αυτής και αυτή μαζί με εμένα, αλληλεγγύως και εις ολόκληρον ευθυνόταν για την μη πληρωμή των επίδικων επιταγών από τον μηνυτή, κατά τον χρόνο λήξεώς τους, όπως και έγινε, με αποτέλεσμα οι άνω διαταγές πληρωμής να εκδοθούν και εναντίον εμού, αλλά και της εν λόγω ομορρύθμου εταιρείας μου. Εάν, όμως, η αναιρεσιβαλλομένη απόφαση ερμήνευε και εφήρμοζε ορθώς τον νόμο (άρθρο 375 Π.Κ.) και δη την παράγραφο 1α’ του άρθρου 375 του Ποινικού Κώδικος, θα έπρεπε να δεχθεί ότι, από τα ανωτέρω πραγματικά περιστατικά, που αναφέρει, δεν απεδείχθη ότι ετέλεσα το αδίκημα της υπεξαιρέσεως, δεδομένου ότι, εν όψει των ανωτέρω, δεν στοιχειοθετείται η αντικειμενική και υποκειμενική υπόσταση αυτού και ότι, σε περίπτωση κατά την οποία δεν κατέβαλα στον μηνυτή μου ………. το ποσόν των 8.500.000 δραχμών, αυτό δεν θα συνιστούσε από μέρους μου παράνομο ιδιοποίηση αυτού και, συνεπώς, υπεξαίρεση, αλλά απλώς αθέτηση από μέρους μου εκπληρώσεως συμβατικής μου υποχρεώσεως απέναντι του μηνυτού μου ………….. Σημειώνεται ότι για τους λόγους αυτούς απαλλακτική ήταν ως προς εμένα η εισαγγελική πρόταση του κ. Εισαγγελέως Πλημμελειοδικών Αθηνών, …………, ο οποίος πρότεινε την απαλλαγή μου, όπως αποδεικνύεται από την πρωτόδικο υπ’ αριθμ. ………/2005 απόφαση του Τριμελούς Πλημμελειοδικείου Αθηνών. 3. Για παραβίαση ουσιαστικής διατάξεως νόμου εκ πλαγίου. ‘Οπως γίνεται παγίως δεκτό, περίπτωση εσφαλμένης εφαρμογής του νόμου υπάρχει, και όταν η παραβίαση ουσιαστικού κανόνος δικαίου γίνεται εκ πλαγίου, ήτοι όταν στο πόρισμα της αποφάσεως ή του βουλεύματος, που 175 περιλαμβάνεται στο συνδυασμό αιτιολογικού και διατακτικού και ανάγεται στα στοιχεία και την ταυτότητα του εγκλήματος, έχουν εμφιλοχωρήσει ασάφειες, αντιφάσεις ή λογικά κενά, με αποτέλεσμα να μην είναι εφικτός ο αναιρετικός έλεγχος της ορθής εφαρμογής της ουσιαστικής ποινικής διατάξεως, οπότε η απόφαση ή το βούλευμα στερούνται νομίμου βάσεως (Α.Π. 974/2001, ΑΠ 1253/2000). Εν προκειμένω, η αναιρεσιβαλλομένη απόφαση εδέχθη (σελ. 26) ότι : «Ο κατηγορούμενος παρακράτησε παράνομα το ποσό των 8.500.000 δρχ. το οποίο ώφειλε να αποστείλει, χωρίς να έχει κανένα δικαίωμα, αν και είχε περιέλθει στην κατοχή του με τον τρόπο που προαναφέρθηκε…». Πλην, όμως, η ανιρεσιβαλλομένη απόφαση επίσης εδέχθη ότι (σελ. 29-30): «…και ο κατηγορούμενος έπεισε τον ………… να πληρώσει το ποσό των 1.750.000 δραχμών….και θα του έστελνε το χρηματικό ποσό του δανείου των 10.000.000 δραχμών, δεν απέστειλε το ποσό τούτο, αλλά το παρακράτησε χωρίς να έχει τέτοιο δικαιώμα αν και είχε περιέλθει στην κατοχή του με τον τρόπο που προαναφέρθηκε.». Εν προκειμένω, η αναιρεσιβαλλομένη αντιφάσκει, έχοντας διαλάβει αντιφατικές κρίσεις στο σκεπτικό της και στο διατακτικό της, διότι το μεν εδέχθη ότι δήθεν παρανόμως παρεκράτησα το ποσόν των 8.500.000 δραχμών, το οποίο ώφειλα να αποστείλω στον μηνυτή, το δε ότι το χρηματικό ποσόν των 10.000.000 δραχμών, το οποίο ώφειλα να του αποστείλω ήταν δάνειό μου προς αυτόν και, άρα, δεν ήταν ξένο κινητό πράγμα ως προς εμένα, ούτε και ανήκε στην κυριότητα του μηνυτού μου, όπως ακριβώς ισχυρίσθηκα, αλλά και απεδείχθη εκ της ακροαματικής διαδικασίας ενώπιον του δευτεροβαθμίου δικαστηρίου. Η πληττόμενη δηλαδή απόφαση, αντιφάσκωντας, συγχέει την έννομη σχέση μου με τον μηνυτή μου, …………., καθόσον το μεν δέχεται ότι κατά τα συμφωνηθέντα μεταξύ μας ώφειλα να του αποστείλω το ποσόν των 8.500.000 δραχμών, το οποίο δήθεν παρακράτησα παράνομα, χωρίς να έχω κανένα δικαίωμα, αν και είχε περιέλθει στην κατοχή μου με τον τρόπο που προαναφέρθηκε, το δε ότι το ποσόν των 10.000.000 δραχμών, το οποίο έπρεπε να του αποστείλω (εκ του οποίου δήθεν παρεκράτησα το ποσόν των 8.500.000 δραχμών) ήταν δάνειό μου προς αυτόν και, ως εκ τούτου, δεν ανήκε κατά κυριότητα στον μηνυτή μου, αλλά σε εμένα, ο οποίος θα το εδάνειζα σε αυτόν, όπως και έγινε. Η αναιρεσιβαλλομένη δεν αποσαφηνίζει εάν ο μηνυτής, ………… ήταν και για ποιόν λόγο κατά τις διατάξεις του αστικού δικαίου κύριος 176 του χρηματικού ποσού των 8.500.000 δραχμών, το οποίο εκρίθη ότι υπεξήρεσα (βλ. ad hoc ΑΠ 35/1990, ΠοινΧρ 1990, 946). Λόγω αυτής της ουσιώδους αντιφάσεώς της, η αιτιολογία του πληττομένης αποφάσεως είναι ελλιπής και στερεί της δυνατότητος του αναιρετικού ελέγχου, περί του εάν το ποσόν των 8.500.000 δραχμών, το οποίο εκρίθην με την αναιρεσιβαλλομένη απόφαση ότι ιδιοποιήθηκα, ήταν ξένο κινητό πράγμα ως προς εμένα και δεκτικό υπεξαιρέσεως και, κατά συνέπειαν, εάν παρανόμως ιδιοποιήθηκα αυτό κατά την έννοια του άρθρου 375 παρ. 1α’ Π.Κ. ή όχι, ώστε να μη καθίσταται εφικτός ο αναιρετικός έλεγχος περί της ορθής ή μη εφαρμογής της εν λόγω διατάξεως, με αποτέλεσμα η πληττομένη απόφαση να στερείται νομίμου βάσεως. Κατά συνέπειαν, η αναιρεσιβαλλομένη απόφαση διαλαμβάνοντας, κατά τα’ ανωτέρω αντιφατικές κρίσεις τόσο στο σκεπτικό όσο και στο διατακτικό αυτής, παρεβίασε ουσιαστικό κανόνα δικαίου εκ πλαγίου, ήτοι παρεβίασε τις διατάξεις του άρθρου 375 παρ. 1α’ Π.Κ., με αποτέλεσμα να μην είναι εφικτός ο αναιρετικός έλεγχος της ορθής εφαρμογής της εν λόγω ουσιαστικής ποινικής διατάξεως, οπότε η απόφαση αυτή στερείται νομίμου βάσεως και αναιρετέα καθίσταται. Επειδή η παρούσα αίτηση αναιρέσεως ασκείται εντός της δεκαήμερης προθεσμίας από την καταχώριση της καθαρογεγραμμένης προσβαλλομένης αποφάσεως στο ειδικό βιβλίο σύμφωνα με την διάταξη του άρθρου 473 παρ. 3 ΚΠΔ και, συνεπώς είναι εμπρόθεσμη, δεδομένου ότι η αναιρεσιβαλλομένη υπ’ αριθμόν ……/17-1-2006 απόφαση του Εφετείου Αθηνών (Τριμελούς Πλημμελημάτων) καταχωρήθηκε στο ειδικό βιβλίο τελεσιδικίας στις 31 Μαίου 2006, με αυξ. αριθμό 3932/31-5-2006, όπως βεβαιώνεται επί του σώματος της εν λόγω αποφάσεως (κάτωθι αυτής) από την Γραμματέα του Ποινικού Τμήματος του Εφετείου Αθηνών, ……….. Επειδή η παρούσα αίτηση αναιρέσεως είναι νόμιμος, βάσιμος και αληθής. ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ Ζητώ: καταδικαστική Να αναιρεθεί απόφαση του η με αριθμό Εφετείου ……/17-1-2006 Αθηνών (Τριμελούς Πλημμελημάτων). Αντίκλητό μου διορίζω τον Δικηγόρο Αθηνών ……………. του ………….., κάτοικο Αθηνών, οδός ………… αριθμ. …, τηλ. ………….. 177 Η έκθεση αυτή διαβάσθηκε, επιβεβαιώθηκε και υπογράφεται ως έπεται. Ο ΑΝΑΙΡΕΣΕΙΩΝ Ο/Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ …………………………. 24. Υπόδειγμα αιτήσεως αναιρέσεως κατά βουλεύματος Α Ρ Ι Θ Μ Ο Σ …………/2003 ΕΚΘΕΣΗ ΑΝΑΙΡΕΣΕΩΣ Στην Αθήνα και στο Δικαστικό Κατάστημα του Εφετείου Αθηνών σήμερα 17 Ιουλίου 2003 ημέρα Πέμπτη και ώρα ….. π.μ. εμφανίσθηκε στ. Γραμματέα του Τμήματος Βουλευμάτων του Εφετείου Αθηνών ………………………….., ο ………………… του …………. και της …………, που γεννήθηκε στην Αθήνα το έτος …… και κατοικεί στην ………… Αττικής, οδός ………….. αριθμ. …., Α.Φ.Μ………………….. (τα ανωτέρω στοιχεία προκύπτουν από το δελτίο αστυνομικής ταυτότητος που μου επέδειξε με αριθμό …………. της ………………, που εκδόθηκε από το ……………… Αττικής), και δήλωσε ότι ως κατηγορούμενος αναιρεσιβάλλει ενώπιον του Αρείου Πάγου το βούλευμα με αριθμό ……../2002 του Συμβουλίου Εφετών Αθηνών, που εκδόθηκε ύστερα από έφεση του ιδίου κατά του βουλεύματος με αριθμό ……./2002 του Συμβουλίου Πλημμελειοδικών Αθηνών, για τους ακόλουθους λόγους : Για έλλειψη ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας Το πληττόμενο υπ’ αριθμ. ….../2002 βούλευμα του Συμβουλίου Εφετών Αθηνών, δια του οποίου παραπέμπομαι να δικασθώ ενώπιον του Τριμελούς Εφετείου Κακουργημάτων Αθηνών ως υπαίτιος υπεξαιρέσεως αντικειμένου ιδιαιτέρως μεγάλης αξίας, πράξη την οποία φέρομαι ότι τέλεσα κατά κατάχρηση ιδιαίτερης εμπιστοσύνης, ως διαχειριστής ξένης περιουσίας, - και την οποία ρητώς και κατηγορηματικώς, ευθύς εξ αρχής, όπως προκύπτει από την απολογία μου, τα απολογητικά υπομνήματά μου και τα αποδεικτικά μου έγγραφα, ητιολογημένως αρνήθηκα και αρνούμαι ότι ετέλεσα - στερείται της 178 ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας, της επιβεβλημένης υπό των άρθρων 93 του Συντάγματος και 139 του Κώδικος Ποινικής Δικονομίας, διότι δεν αναφέρει με πληρότητα και σαφήνεια, χωρίς αντιφάσεις και λογικά κενά όλα τα πραγματικά περιστατικά, που θεμελιώνουν κατά νόμον την αντικειμενική και υποκειμενική υπόσταση του εγκλήματος, τις σκέψεις με βάση τις οποίες υπήχθησαν τα προκύψαντα πραγματικά περιστατικά στην εφαρμοσθείσα ουσιαστική ποινική διάταξη του άρθρου 375 παρ. 2 Π.Κ., ως προς την διαπίστωση της υπάρξεως εις βάρος μου αποχρωσών ενδείξεων για την παραπομπή μου στο ακροατήριο, με αποτέλεσμα να καθίσταται ανέφικτος ο αναιρετικός έλεγχος. Α. Ειδικώτερα, στην σελίδα 17 του πληττομένου υπ’ αριθμ. …../2002 βουλεύματος του Συμβουλίου Εφετών Αθηνών, αναφέρεται, επί λέξει, ότι προέκυψαν εις βάρος μου τα εξής : «Ο κατηγορούμενος ήταν υπάλληλος της εδρεύουσας στην Αθήνα ανώνυμης εταιρίας με την επωνυμία «ΑΝΩΝΥΜΟΣ ΕΤΑΙΡΙΑ …………….. », στην οποία, κατά το έτος 1993, εκτελούσε καθήκοντα προϊσταμένου της υπηρεσίας λογιστικού της Διεύθυνσης Οικονομικών Υπηρεσιών. Λόγω της ιδιότητάς του αυτής, αλλά και της πλήρους εμπιστοσύνης, που απολάμβανε από την εταιρία του, αυτή του είχε αναθέσει τη διαχείριση των συναλλαγματικών, που οι πελάτες της αποδέχονταν ή της μεταβίβαζαν χάριν του τιμήματος των πωλούμένων σ’ αυτούς προϊόντων της.» Δεν αναφέρει, όμως, σε κανένα σημείο του το άνω βούλευμα τον χρόνο και τον τρόπο περιελεύσεως της διαχειρίσεως σε εμένα, το πότε και το πώς, ήτοι πότε, με ποιόν τρόπο, και από ποιόν μου είχε ανατεθεί η διαχείριση των επιδίκων συναλλαγματικών. Δεν αναφέρει δηλαδή το βούλευμα αυτό, εάν η ανάθεση της διαχειρίσεως σε εμένα των συναλλαγματικών αυτών εχώρησε προφορικώς ή εγγράφως και από ποιόν ειδικώτερα, δεδομένου ότι η εγκαλούσα υπό ειδική εκκαθάριση τελούσα ανώνυμος εταιρεία με την επωνυμία «ΑΝΩΝΥΜΟΣ ΕΤΑΙΡΙΑ …………..», ως ανώνυμη εταιρεία, εκπροσωπείτο από τα κατά νόμον αρμόδια όργανά της, ήτοι από το Διοικητικό της Συμβούλιο ή τα οριζόμενα από το καταστατικό της όργανα. Δεν αναφέρεται στο προσβαλλόμενο βούλευμα, λοιπόν, ειδικώτερα : α) ποίος ή ποίοι νόμιμοι ή μη εκπρόσωποι της εν λόγω ανωνύμου εταιρείας, στην οποία απησχολούμην ως λογιστής, μου είχαν αναθέσει την δήθεν διαχείριση των επιδίκων συναλλαγματικών καθώς επίσης β) βάσει ποίας ειδικώτερα εννόμου (εγκύρου ή και ακύρου) σχέσεως μου την είχαν αναθέσει (π.χ. δυνάμει συμβάσεως εξηρτημένης εργασίας ή συμβάσεως εντολής ή ενδεχομένως άλλης συμβάσεως) και γ) ποίο ήταν το 179 ακριβές περιεχόμενο αυτής της εννόμου σχέσεως. Οι ελλείψεις αυτές της αιτιολογίας του πληττομένου βουλεύματος είναι ουσιώδεις, δεδομένου ότι, όπως γίνεται δεκτό, πρέπει να καθορίζεται επακριβώς ο τρόπος περιελεύσεως της διαχειρίσεως στον υπαίτιο της υπεξαιρέσεως, προκειμένου να ελεγχθεί αναιρετικώς εάν αυτός είναι διαχειριστής ξένης περιουσίας ή όχι (ΑΠ 766/1983, ΑΠ 1336/1993, Κονταξή, Ερμηνεία Ποινικού Κώδικα, Αθήνα 2000, άρθρο 375, σελ. 3343). Β. Δεν αναφέρει, επίσης, το πληττόμενο βούλευμα τα αναγκαία εκείνα πραγματικά περιστατικά, από τα οποία προέκυψε η κρίση του περί του ότι η φερομένη ως διαπραχθείσα από εμένα πράξη της υπεξαιρέσεως ετελέσθη «κατά κατάχρηση ιδιαίτερης εμπιστοσύνης». Αναφέρεται, μόνον, στην σελίδα 17 αυτού, ότι λόγω της πλήρους εμπιστοσύνης, που απολάμβανα από την εταιρία μου, μου ανετέθη η διαχείριση των επιδίκων συναλλαγματικών και στην σελίδα 22 του ιδίου βουλεύματος αναφέρεται, επί λέξει, ότι : «….δολίως αρνήθηκε, ότι έχει στην κατοχή του τις εν λόγω συναλλαγματικές, όταν οι αρμόδιοι υπάλληλοι της εταιρίας του ζήτησαν να τους παραδώσει όποιο αξιόγραφο κατείχε, και καταχρώμενος της προς αυτόν ιδιαίτερης εμπιστοσύνης της εταιρίας…», χωρίς ωστόσο να αναφέρονται ειδικώτερα εκείνα τα πραγματικά περιστατικά, που συγκροτούν την αόριστη νομική έννοια της «κατάχρησης ιδιαίτερης εμπιστοσύνης», η οποία ως τέτοια υπόκειται στον αναιρετικό έλεγχο (ΟλΑΠ 1463/1981 για την αόριστη νομική έννοια «επιτηδειότης των ειδήσεων ή φημών» του άρθρου 191 παρ. 1 Π.Κ., ΑΠ 1434/1983, ΑΠ 766/1983, ΑΠ 473/1983, ΑΠ 248/1982). Δεν αναφέρεται, εν προκειμένω, στο άνω βούλευμα ποία ήταν η ιδιαίτερη και συγκεκριμένη εκείνη ( εσωτερική) σχέση μεταξύ εμού και της εργοδότριας άνω εταιρίας μου, βάσει της οποίας υπήρχε σε αυτήν ιδιαίτερη εμπιστοσύνη προς το πρόσωπό μου, ώστε να μου ανατεθεί η διαχείριση των επίδικων συναλλαγματικών (ΑΠ 14/1994, ΠοινΧρ 1994, τόμος ΜΔ, σελ. 220, ΑΠ 1832/1993, ΠοινΧρ 1994, τόμος ΜΔ, σελ. 180). Λόγω των παραπάνω ουσιωδών ελλείψεων, η αιτιολογία του πληττομένου βουλεύματος είναι ελλιπής και στερεί της δυνατότητος του αναιρετικού ελέγχου, περί του εάν νομίμως πράγματι ήμουν «διαχειριστής ξένης περιουσίας» κατά την έννοια του άρθρου 375 παρ. 2 Π.Κ. ή όχι και περί του εάν ετέλεσα την αποδιδομένη σε εμένα πράξη της υπεξαιρέσεως «κατά κατάχρηση ιδιαίτερης εμπιστοσύνης» ή όχι, προκειμένου τελικώς να ελεγχθεί αναιρετικώς εάν η αποδιδομένη σε εμένα κατηγορία της υπεξαιρέσεως έχει 180 κακουργηματικό, κατ’ εφαρμογήν του άρθρου 375 παρ. 2 Π.Κ. ή πλημμεληματικό χαρακτήρα, κατά το άρθρο 375 παρ. 1 Π.Κ. και, ως εκ τούτου, κατά το άρθρο 111 Π.Κ., εάν έχει υποπέσει στην προβλεπόμενη πενταετή παραγραφή. Γ. Περαιτέρω, στην ίδια σελίδα του παραπάνω βουλεύματος αναφέρεται επί λέξει ότι : «Συγκεκριμένα, το εμπορικό τμήμα της εταιρίας, που παραλάμβανε τις συναλλαγματικές αυτές, τις απέστελνε στη συνέχεια στην υπηρεσία του κατηγορουμένου, ο οποίος τις παραλάμβανε, τις ταξινόμιζε κατά ημερομηνία λήξης και τις τοποθετούσε σε μία τσάντα, την οποία φύλασσε πάντοτε σε χρηματοκιβώτιο, το κλειδί του οποίου είχε μόνο ο ίδιος, ο οποίος, έτσι ήταν μοναδικός κάτοχος των συναλλαγματικών, η κυριότητα των οποίων ανήκε στην εταιρία. Σε σχέση με τις συναλλαγματικές αυτές ο κατηγορούμενος είχε την εξουσία να δέχεται την πληρωμή τους από τους οφειλέτες και να μεταβιβάζει, για λογαριασμό της εταιρίας του, την κυριότητα των εξοφλημένων συναλλαγματικών στους πληρωτές, όπως επίσης να μεταβιβάζει και εκχωρεί τις συναλλαγματικές προς πληρωμή στις τράπεζες, οι οποίες, αν δεν είχαν πληρωθεί κατά τη λήξη τους τις επέστρεφαν στον κατηγορούμενο, ο οποίος τοποθετούσε όλες τις διαμαρτυρημένες συναλλαγματικές σε άλλη τσάντα, την οποία επίσης φύλασσε στο ίδιο χρηματοκιβώτιο. Επομένως, ο κατηγορούμενος, όσον αφορά τις παραπάνω συναλλαγματικές, ήταν διαχειριστής ξένης περιουσίας κατά την έννοια της διάταξης του άρθρου 375 παρ. 2 ΠΚ.». Το παραπάνω βούλευμα, όλως πάντως εσφαλμένως, μου αποδίδει την ιδιότητα του διαχειριστή ξένης περιουσίας κατά την έννοια της διάταξης του άρθρου 375 παρ. 2 ΠΚ., αναφέροντας μόνον τις υλικές πράξεις, η διενέργεια των οποίων μου είχε δήθεν ανατεθεί, ενώ δεν αναφέρει καμμία νομική πράξη, ούτε αναφέρει καθόλου τα πραγματικά εκείνα περιστατικά, τα οποία είναι αναγκαία κατά νόμον για την οριοθέτηση : 1) της δήθεν εξουσίας μου αντιπροσωπεύσεως του εντολέα μου, 2) της δυνατότητας αναπτύξεως πρωτοβουλίας και λήψεως αποφάσεως με κίνδυνο και ευθύνη μου, ήτοι δεν αναφέρει ποία ήτο η εξουσία μου αντιπροσωπεύσεως του εντολέα μου, ποία η ανάπτυξη πρωτοβουλίας μου, ποίος ο κίνδυνος και ποία η ευθύνη μου. Περαιτέρω, ενώ το άνω βούλευμα εδέχθη ότι είχα την εξουσία να δέχομαι την πληρωμή των συναλλαγματικών από τους οφειλέτες και να μεταβιβάζω, για λογαριασμό της εταιρίας του, την κυριότητα των εξοφλημένων συναλλαγματικών στους πληρωτές, δεν αναφέρει εάν είχα ή δεν είχα την δυνατότητα να χορηγώ σε αυτούς εξοφλητικές αποδείξεις, να συμβιβάζομαι με αυτούς, να δέχομαι 181 τμηματικές καταβολές της προς την άνω εταιρεία οφειλής τους, να δέχομαι από τους αποδέκτες την αντικατάσταση των συναλλαγματικών με άλλα αξιόγραφα (συναλλαγματικές, επιταγές), σε περίπτωση μη εμπροθέσμου πληρωμής. Λόγω και αυτών των ουσιωδών ελλείψεων, η αιτιολογία του πληττομένου βουλεύματος είναι ελλιπής και στερεί της δυνατότητος του αναιρετικού ελέγχου, περί του εάν νομίμως πράγματι ήμουν «διαχειριστής ξένης περιουσίας» κατά την έννοια του άρθρου 375 παρ. 2 Π.Κ. ή όχι και, κατά συνέπειαν, περί του εάν ετέλεσα την αποδιδομένη σε εμένα πράξη «κατά κατάχρηση ιδιαίτερης εμπιστοσύνης» ή όχι, προκειμένου τελικώς να ελεγχθεί αναιρετικώς εάν η αποδιδομένη σε εμένα κατηγορία της υπεξαιρέσεως έχει κακουργηματικό, κατ’ εφαρμογήν του άρθρου 375 παρ. 2 Π.Κ. ή πλημμεληματικό χαρακτήρα, κατά το άρθρο 375 παρ. 1 Π.Κ. Δ. Ακολούθως, στην σελίδα 23 του αναιρεσιβαλλομένου βουλεύματος αναφέρεται, επί λέξει, ότι : «….και τις ιδιοποιήθηκε παράνομα, με σκοπό να επιδιώξει την πληρωμή τους και να σφετερισθεί το ποσό τους, όπως και πιθανολογείται ότι έγινε.». Δεν αναφέρει, όμως, καθόλου το αναιρεσιβαλλόμενο βούλευμα, με ποία ειδικώτερη ενέργεια από μέρους μου συνετελέσθη η δήθεν παράνομη ιδιοποίηση των επιδίκων συναλλαγματικών, ήτοι ενσωματώθηκαν αυτές στην περιουσία μου και από ποία ειδικώτερα αποδεικτικά στοιχεία συνήγαγε τούτο. Και αυτή η παράλειψη της αιτιολογίας του εν λόγω βουλεύματος είναι ουσιώδης, διότι πρέπει να εκτίθεται στην απόφαση ή το βούλευμα, όλα εκείνα τα πραγματικά περιστατικά, από τα οποία να προκύπτει με ποίον ακριβώς τρόπο εξεδηλώθη η ενσωμάτωση στην ιδίαν του υπατίου περιουσία του πράγματος και εκ ποίων αποδεικτικών στοιχείων συνήγαγε αυτήν το προσβαλλόμενο βούλευμα ως συντελεσθείσα, άλλως υπάρχει ελλιπής αιτιολογία και αναιρετέα καθίστανται η απόφαση ή το βούλευμα (ΑΠ 970/1974, ΠοινΧρ. ΚΕ, σελ. 291, Κονταξή, Ερμηνεία Ποινικού Κώδικα, Αθήνα 2000, σελ. 3306). Εν προκειμένω, επί υπεξαιρέσεως συναλλαγματικών πράξη για την οποία, όπως επανειλημμένως έχω αναφέρει, αδίκως κατηγορούμαι, διότι, όπως ευθύς εξ αρχής ανέφερα, δεν την έχω τελέσει - η ιδιοποίησή τους συνίσταται στην καθ’ οιονδήποτε τρόπο ενσωμάτωση από τον υπεξαιρέτη, στην περιουσία του, της απαιτήσεως, την οποία ενσωματώνουν (π.χ. εξόφληση από τον αποδέκτη τους, μεταβίβαση δι’ οπισθογραφήσεως σε άλλο πρόσωπο) και όχι στην απλή αποστέρηση του εγγράφου, που ενσωματώνει την απαίτηση, από τον κάτοχο. 182 Ε. Στην σελίδα 20 του άνω βουλεύματος αναφέρεται, επί λέξει, ότι: «….ενώ κατά το επόμενο έτος 1993 και συγκεκριμένα στις αρχές του μηνός Αυγούστου το εργοστασιακό συγκρότημα στη Δραπετσώνα της υπό εκκαθάριση εταιρίας πωλήθηκε στην ανώνυμη εταιρία «ΑΕ …………», στην οποία μεταβιβάσθηκαν και οι εργασιακές σχέσεις των υπαλλήλων της εταιρίας εκείνης, μεταξύ των οποίων ήταν και ο κατηγορούμενος. Παρά ταύτα, όμως, ο κατηγορούμενος συνέχισε για τις ανάγκες της εκκαθάρισης να ασκεί τα προηγούμενα καθήκοντά του ως προϊσταμένου της υπηρεσίας λογιστικού της Δ/νσης Οικον. Υπηρεσιών της υπό εκκαθάριση εταιρίας και ειδικότερα εξακολούθησε να ασκεί «εν τοις πράγμασι» την προαναφερόμενη διαχειριστική εξουσία επί των συναλλαγματικών των πελατών της, που κατείχε, παρόλο που τυπικά δεν ήταν υπάλληλός της, μέχρι τις 20 Σεπτεμβρίου του ίδιου έτους 1993..». Επίσης, στην σελίδα 22 του ιδίου βουλεύματος αναφέρεται, επί λέξει, ότι : «….δολίως αρνήθηκε, ότι έχει στην κατοχή του τις εν λόγω συναλλαγματικές, όταν οι αρμόδιοι υπάλληλοι της εταιρίας του ζήτησαν να τους παραδώσει όποιο αξιόγραφο κατείχε, και καταχρώμενος της προς αυτόν ιδιαίτερης εμπιστοσύνης της εταιρίας…» Το παραπάνω βούλευμα, κατά τ’ ανωτέρω, όλως πάντως εσφαλμένως, μου αποδίδει την ιδιότητα του εν τοις πράγμασι διαχειριστή ξένης περιουσίας, χωρίς, επί πλέον, και να αναφέρει τα αναγκαία εκείνα πραγματικά περιστατικά, από τα οποία προέκυψε η κρίση του ότι «εξακολούθησα να ασκώ την προαναφερομένη δήθεν διαχειριστική μου εξουσία και μετά τον Αύγουστο του 1993,» όταν δεν ήμουν πλέον υπάλληλος της εγκαλούσης, καθόσον η εργασιακή μου σχέση, όπως αυτό εδέχθη, είχε ήδη μεταβιβασθεί στην ανώνυμη εταιρία «ΑΕ ΠΡΟΤΥΠΟΣ ΚΤΗΜΑΤΙΚΗ ΤΟΥΡΙΣΤΙΚΗ». Δεν αναφέρει το εν λόγω βούλευμα απολύτως καμμία δική μου υλική ή νομική πράξη διαχειρίσεως των επιδίκων συναλλαγματικών κατά το παραπάνω χρονικό διάστημα, αλλά αναφέρει μόνον, όλως αναιτιολογήτως, αλλά και αντιφατικώς «ότι εξακολούθησα να ασκώ την προαναφερόμενη διαχειριστική εξουσία στην περιουσία της εγκαλούσης εν τοις πράγμασι», καίτοι δεν ήμουν πλέον υπαλληλος της εγκαλούσης, δηλ. ότι εξηκολούθησα, όπως αναιτιολογήτως εδέχθη κατά τ’ ανωτέρω, να ασκώ τις προαναφερθείσες υλικές και μόνον πράξεις, η διενέργεια των οποίων μου είχε δήθεν ανατεθεί, ενώ δεν αναφέρει επίσης εάν διενήργησα ή είχα εξουσία να διενεργήσω καμμία νομική πράξη, ούτε αναφέρει καθόλου τα πραγματικά εκείνα περιστατικά, τα οποία είναι αναγκαία κατά νόμον για την οριοθέτηση : 1) της δήθεν εξουσίας 183 μου αντιπροσωπεύσεως του εντολέα μου, 2) της δυνατότητας αναπτύξεως πρωτοβουλίας και λήψεως αποφάσεως με κίνδυνο και ευθύνη μου, ήτοι δεν αναφέρει ποία ήτο η εξουσία μου αντιπροσωπεύσεως του εντολέα μου, ποία η ανάπτυξη πρωτοβουλίας μου, ποίος ο κίνδυνος και ποία η ευθύνη μου, ως προς την ιδιότητα του «εν τοις πράγμασι διαχειριστή» της περιουσίας της εγκαλούσης, την οποία μου αποδίδει. Περαιτέρω, και αντιφατικές κρίσεις και αιτιολογία διέλαβε κατά τ’ ανωτέρω το βούλευμα αυτό, διότι εδέχθη μεν ότι από τον Αύγουστο του 1993 δεν ήμουν πλέον υπάλληλος της εγκαλούσης, ενώ επίσης εδέχθη ότι τον Σεπτέμβριο του 1993, μη όντας πλέον υπάλληλος αυτής, καταχρώμενος της ιδιαίτερης εμπιστοσύνης της εγκαλούσης εταιρίας, από την οποία είχα απολυθεί, αφαίρεσα τις επίδικες συναλλαγματικές από το χρηματοκιβώτιό της και τις ιδιοποιήθηκα. Λόγω και αυτών των ουσιωδών ελλείψεων και αντιφάσεων, η αιτιολογία του πληττομένου βουλεύματος είναι ελλιπής και στερεί της δυνατότητος του αναιρετικού ελέγχου, περί του εάν νομίμως πράγματι ήμουν «εν τοις πράγμασι διαχειριστής ξένης περιουσίας» κατά την έννοια του άρθρου 375 παρ. 2 Π.Κ. ή όχι και, κατά συνέπειαν, περί του εάν ετέλεσα την αποδιδομένη σε εμένα πράξη «κατά κατάχρηση ιδιαίτερης εμπιστοσύνης» ή όχι, προκειμένου τελικώς να ελεγχθεί αναιρετικώς εάν η αποδιδομένη σε εμένα κατηγορία της υπεξαιρέσεως έχει κακουργηματικό, κατ’ εφαρμογήν του άρθρου 375 παρ. 2 Π.Κ. ή πλημμεληματικό χαρακτήρα, κατά το άρθρο 375 παρ. 1 Π.Κ. 3. Για εσφαλμένη ερμηνεία και εφαρμογή ουσιαστικής ποινικής διατάξεως. Το αναιρεσιβαλλόμενο βούλευμα εσφαλμένως ερμήνευσε και εφήρμοσε το άρθρο 375 του Ποινικού Κώδικος και δη την διάταξη του άρθρου 375 παρ. 2 του Ποινικού Κώδικος, δεχθέν ότι αρχικά είχα την ιδιότητα του διαχειριστού ξένης περιουσίας της εγκαλούσης, και ακολούθως την ιδιότητα του «εν τοις πράγμασι διαχειριστή της περιουσίας της» και ότι ενήργησα «κατά κατάχρηση ιδιαίτερης εμπιστοσύνης». Κατά την ορθή ερμηνεία της διατάξεως του άρθρου 375 παρ. 2 του Ποινικού Κώδικος, για να έχει ο δράστης κακουργηματικής υπεξαιρέσεως την ιδιότητα του «διαχειριστή ξένης περιουσίας», πρέπει να ενεργεί «διαχείριση», να ενεργεί δηλαδή όχι απλώς υλικές πράξεις, αλλά νομικές πράξεις με εξουσία αντιπροσωπεύσεως του εντολέα, με δυνατότητα αναπτύξεως πρωτοβουλίας και λήψεως αποφάσεως με κίνδυνο και ευθύνη αυτού, η οποία στηρίζεται είτε τον νόμο είτε στην σύμβαση, καθόσον για τον χαρακτηρισμό κάποιου ως 184 «διαχειριστή ξένης περιουσίας» δεν αρκεί μόνον η υπαλληλική ιδιότητα και η εντολή εκτελέσεως νομικής ή υλικής πράξεως (βλ. ΑΠ 620/1991, ad hoc για υπάλληλο Α.Ε., όπως ήμουν εγώ, Υπεράσπιση 1991, 1092, ΑΠ 1832/1993, ΑΠ 1586/1994, ΑΠ 1253/2000, ΑΠ 974/2001). Δεν συνιστά διαχείριση ξένης περιουσίας η διενέργεια υλικών απλώς πράξεων. Τέτοιες υλικές πράξεις είναι και η λήψη παραγγελιών από πελάτες για λογαριασμό της εταιρίας, η είσπραξη χρημάτων για την αντιπροσωπευομένη εταιρία, οι διαπραγματεύσεις και η παράδοση τιμολογίων στους πελάτες της εταιρίας (ΑΠ 1474/1997, ΠοινΔικ 1998, 29, ΑΠ 1743/1997, ΠοινΔικ 1998, 28). Εξ άλλου, σύμφωνα με τα άρθρα 18 και 22 του ν. 2190/1920 «Περί Ανωνύμων Εταιρειών», όπως αυτά ισχύουν, την εκπροσώπηση και διοίκηση της ανωνύμου εταιρείας καθώς και την διαχείριση της περιουσίας της ασκεί το διοικητικό της συμβούλιο, το οποίο ενεργεί συλλογικά, δηλαδή όλα τα μέλη από κοινού είναι συνδιαχειριστές της περιουσίας της εταιρείας, εκτός αν υπάρχει διαφορετική ρύθμιση στο καταστατικό. Μπορεί, όμως, το καταστατικό της εταιρείας να προβλέψει, ότι ένα ή περισσότερα μέλη του Διοικητικού της Συμβουλίου ή άλλα πρόσωπα, κατανομαζόμενα από το καταστατικό ή οριζόμενα με απόφαση του Διοικητικού Συμβουλίου, έχουν εξουσία να ασκούν εν όλω ή εν μέρει τις αρμοδιότητες αυτές της εταιρείας, ήτοι να εκπροσωπούν αυτήν και να διαχειρίζονται την περιουσία της. Και μόνη, όμως, η ιδιότητα του Προέδρου ή μέλους του Διοικητικού Συμβουλίου Ανωνύμου Εταιρίας έχει κριθεί ότι δεν παρέχει εξουσία εκπροσώπησής της και διαχείρισης των υποθέσεων και της περιουσίας της (ΑΠ 1586/1994, ΠοινΧρ 1994, ΜΔ, 1381). Περαιτέρω, ως «ιδιαίτερη εμπιστοσύνη» κατά την έννοια της διατάξεως του άρθρου 375 παρ. 2 Π.Κ. θεωρείται η ύπαρξη ειδικής και συγκεκριμένης σχέσεως (στενής εσωτερικής σχέσεως), μεταξύ του εντολέως και του φερομένου ως παραβάτου, ο οποίος σε δεδομένο χρόνο παρεκτρέπεται του προσδιορισμένου κύκλου ενεργείας του με απώτερο σκοπό την ιδιοποίηση του εμπιστευθέντος (ΑΠ 14/1994, ΠοινΧρ 1994, ΜΔ, 220, ΑΠ 1832/1993 ΠοινΧρ 1994, ΜΔ, 180). Το πληττόμενο υπ’ αριθμ. 2726/2002 βούλευμα του Συμβουλίου Εφετών Αθηνών, εδέχθη, επί λέξει, ότι προέκυψαν εις βάρος μου τα εξής πραγματικά περιστατικά, στην σελίδα 17 αυτού : «Ο κατηγορούμενος ήταν υπάλληλος της εδρεύουσας στην Αθήνα ανώνυμης εταιρίας με την επωνυμία «ΑΝΩΝΥΜΟΣ ΕΤΑΙΡΙΑ …………….», στην οποία, κατά το έτος 1993, εκτελούσε καθήκοντα προϊσταμένου της υπηρεσίας λογιστικού της Διεύθυνσης Οικονομικών Υπηρεσιών. Λόγω της ιδιότητάς του αυτής, αλλά και της πλήρους εμπιστοσύνης, 185 που απολάμβανε από την εταιρία του, αυτή του είχε αναθέσει τη διαχείριση των συναλλαγματικών, που οι πελάτες της αποδέχονταν ή της μεταβίβαζαν χάριν του τιμήματος των πωλούμένων σ’ αυτούς προϊόντων της…… Συγκεκριμένα, το εμπορικό τμήμα της εταιρίας, που παραλάμβανε τις συναλλαγματικές αυτές, τις απέστελνε στη συνέχεια στην υπηρεσία του κατηγορουμένου, ο οποίος τις παραλάμβανε, τις ταξινόμιζε κατά ημερομηνία λήξης και τις τοποθετούσε σε μία τσάντα, την οποία φύλασσε πάντοτε σε χρηματοκιβώτιο, το κλειδί του οποίου είχε μόνο ο ίδιος, ο οποίος, έτσι ήταν μοναδικός κάτοχος των συναλλαγματικών, η κυριότητα των οποίων ανήκε στην εταιρία. Σε σχέση με τις συναλλαγματικές αυτές ο κατηγορούμενος είχε την εξουσία να δέχεται την πληρωμή τους από τους οφειλέτες και να μεταβιβάζει, για λογαριασμό της εταιρίας του, την κυριότητα των εξοφλημένων συναλλαγματικών στους πληρωτές, όπως επίσης να μεταβιβάζει και εκχωρεί τις συναλλαγματικές προς πληρωμή στις τράπεζες, οι οποίες, αν δεν είχαν πληρωθεί κατά τη λήξη τους τις επέστρεφαν στον κατηγορούμενο, ο οποίος τοποθετούσε όλες τις διαμαρτυρημένες συναλλαγματικές σε άλλη τσάντα, την οποία επίσης φύλασσε στο ίδιο χρηματοκιβώτιο. Επομένως, ο κατηγορούμενος, όσον αφορά τις παραπάνω συναλλαγματικές, ήταν διαχειριστής ξένης περιουσίας κατά την έννοια της διάταξης του άρθρου 375 παρ. 2 ΠΚ.», στην δε σελίδα 20 του άνω βουλεύματος αναφέρεται, επί λέξει, ότι: «….ενώ κατά το επόμενο έτος 1993 και συγκεκριμένα στις αρχές του μηνός Αυγούστου το εργοστασιακό συγκρότημα στη Δραπετσώνα της υπό εκκαθάριση εταιρίας πωλήθηκε στην ανώνυμη εταιρία «ΑΕ …………», στην οποία μεταβιβάσθηκαν και οι εργασιακές σχέσεις των υπαλλήλων της εταιρίας εκείνης, μεταξύ των οποίων ήταν και ο κατηγορούμενος. Παρά ταύτα, όμως, ο κατηγορούμενος συνέχισε για τις ανάγκες της εκκαθάρισης να ασκεί τα προηγούμενα καθήκοντά του ως προϊσταμένου της υπηρεσίας λογιστικού της Δ/νσης Οικον. Υπηρεσιών της υπό εκκαθάριση εταιρίας και ειδικότερα εξακολούθησε να ασκεί «εν τοις πράγμασι» την προαναφερόμενη διαχειριστική εξουσία επί των συναλλαγματικών των πελατών της, που κατείχε, παρόλο που τυπικά δεν ήταν υπάλληλός της, μέχρι τις 20 Σεπτεμβρίου του ίδιου έτους 1993..» και στην σελίδα 22 αυτού ότι : «….δολίως αρνήθηκε, ότι έχει στην κατοχή του τις εν λόγω συναλλαγματικές, όταν οι αρμόδιοι υπάλληλοι της εταιρίας του ζήτησαν να τους παραδώσει όποιο αξιόγραφο κατείχε, και καταχρώμενος της προς αυτόν ιδιαίτερης εμπιστοσύνης της εταιρίας…». Κατά συνέπειαν, το αναιρεσιβαλλόμενο βούλευμα εσφαλμένως ερμήνευσε και εφήρμοσε την διάταξη του άρθρου 375 παρ. 2 Π.Κ. ως προς 186 την υπαγωγή των ανωτέρω πραγματικών περιστατικών, τα οποία εδέχθη, στην έννοια του «διαχειριστή ξένης περιουσίας» και αυτή του «εν τοις πράγμασι διαχειριστή», διαλαμβάνοντας μάλιστα και τις ανωτέρω ελλιπείς και αντιφατικές αιτιολογίες και κρίσεις (βλ. πρώτο λόγο αναιρέσεως), διότι όλα τα ανωτέρω πραγματικά περιστατικά, που εδέχθη και αναφέρει συνιστούν απλώς υλικές πράξεις και όχι νομικές πράξεις, εντολέα, με δυνατότητα με εξουσία αντιπροσωπεύσεως του αναπτύξεως πρωτοβουλίας και λήψεως αποφάσεως με κίνδυνο και ευθύνη αυτού, η οποία στηρίζεται είτε τον νόμο είτε στην σύμβαση. Περαιτέρω, εν όψει των ανωτέρω, εσφαλμένως εφήρμοσε και ερμήνευσε την διάταξη του άρθρου 375 παρ. 2 Π.Κ. ως προς την υπαγωγή των ανωτέρω πραγματικών περιστατικών, τα οποία εδέχθη, στην έννοια της «καταχρήσεως ιδιαίτερης εμπιστοσύνης». Εάν, όμως, το αναιρεσιβαλλόμενο βούλευμα ερμήνευε και εφήρμοζε ορθώς τον νόμο (άρθρο 375 Π.Κ.) και δη την παράγραφο 2 του άρθρου 375 του Ποινικού Κώδικος, θα έπρεπε να δεχθεί ότι, από τα ανωτέρω πραγματικά περιστατικά, που αναφέρει, δεν προέκυψε ότι η διαχείριση των επιδίκων συναλλαγματικών μου είχε ανατεθεί από τον νόμο ή από σύμβαση και δεν ήμουν και ούτε μπορούσα να είμαι, με μόνη την ιδιότητα του Προϊσταμένου της υπηρεσίας λογιστικού της Διευθύνσεως Οικονομικών Υπηρεσιών της εγκαλούσης υπό ειδικής εκκαθάρισης τελούσης ανωνύμου εταιρείας με την επωνυμία «ΑΝΩΝΥΜΟΣ ΕΤΑΙΡΙΑ ………….» και με μόνη την διενέργεια των ως άνω υλικών πράξεων, οι οποίες μόνον ανέκυψαν και τις οποίες και μόνον αναφέρει, διαχειριστής της περιουσίας της, ήτοι «διαχειριστής ξένης περιουσίας» κατά την άνω διάταξη του άρθρου 375 παρ. 2 Π.Κ. Διαχειριστής της περιουσίας της εγκαλούσης, ως ανωνύμου εταιρείας, ήταν και μπορούσαν να είναι μόνον τα κατά τον νόμο και το καταστατικό της αρμόδια όργανα, είτε το διοικητικό της συμβούλιο, ενεργώντας συλλογικά, δηλαδή όλα τα μέλη από κοινού ως συνδιαχειριστές της περιουσίας της, εκτός αν υπήρχε διαφορετική ρύθμιση στο καταστατικό της, σύμφωνα με την οποία ένα ή περισσότερα μέλη του Διοικητικού της Συμβουλίου ή άλλα πρόσωπα, κατανομαζόμενα από το καταστατικό ή οριζόμενα με απόφαση του Διοικητικού Συμβουλίου, να έχουν εξουσία να ασκούν εν όλω ή εν μέρει τις αρμοδιότητες αυτές της εταιρείας, ήτοι να εκπροσωπούν αυτήν και να διαχειρίζονται την περιουσία της. Τέτοιο εξουσιοδοτημένο πρόσωπο δεν προέκυψε ότι ήμουν ούτε προέκυψε ότι μου είχε παρασχεθεί από την εργοδότριά μου εταιρία τέτοια εξουσία. 187 Εάν, επίσης, το αναιρεσιβαλλόμενο βούλευμα ερμήνευε και εφήρμοζε ορθώς τον νόμο (άρθρο 375 Π.Κ.) και δη την παράγραφο 2 του άρθρου 375 του Ποινικού Κώδικος, θα έπρεπε επίσης να δεχθεί ότι από τα άνω πραγματικά περιστατικά, τα οποία και αναφέρει, δεν προέκυψε η ύπαρξη ειδικής και συγκεκριμένης σχέσεως (στενής εσωτερικής σχέσεως), μεταξύ εμού, ενός απλού υπαλλήλου και τύποις μόνον Προϊσταμένου του Λογιστικού της εγκαλούσης και της εγκαλούσης εταιρίας, βάσει της οποίας να μου είχε εμπιστευθεί η εγκαλούσα την διαχείριση της περιουσίας της. Κατά συνέπειαν, θα έπρεπε το αναιρεσιβαλλόμενο βούλευμα να δεχθεί, εν όψει εφαρμογής, στην περίπτωσή μου, κατ΄ άρθρον 2 του Π.Κ, του επιεικεστέρου νόμου, ότι η πράξη της υπεξαιρέσεως την οποία φέρεται ότι ετέλεσα στις 20-9-1993, έχει πλημμεληματικό χαρακτήρα, κατ΄εφαρμογήν της πρώτης παραγράφου του άρθρου 375 Π.Κ. και ουχί κακουργηματικό, κατ’ εφαρμογήν της παρ. 2 του άρθρου 375, όπως εσφαλμένως εδέχθη και, ως εκ τούτου, ότι έχει υποπέσει στην προβλεπόμενη πενταετή παραγραφή. 4. Για παραβίαση ουσιαστικής διατάξεως νόμου εκ πλαγίου. ‘Οπως γίνεται παγίως δεκτό, περίπτωση εσφαλμένης εφαρμογής του νόμου υπάρχει, και όταν η παραβίαση ουσιαστικού κανόνος δικαίου γίνεται εκ πλαγίου, ήτοι όταν στο πόρισμα της αποφάσεως ή του βουλεύματος, που περιλαμβάνεται στο συνδυασμό αιτιολογικού και διατακτικού και ανάγεται στα στοιχεία και την ταυτότητα του εγκλήματος, έχουν εμφιλοχωρήσει ασάφειες, αντιφάσεις ή λογικά κενά, με αποτέλεσμα να μην είναι εφικτός ο αναιρετικός έλεγχος της ορθής εφαρμογής της ουσιαστικής ποινικής διατάξεως, οπότε η απόφαση ή το βούλευμα στερούνται νομίμου βάσεως (Α.Π. 974/2001, ΑΠ 1253/2000). Εν προκειμένω, στην 17 σελίδα του παραπάνω βουλεύματος αναφέρεται επί λέξει ότι : ««Ο κατηγορούμενος ήταν υπάλληλος της εδρεύουσας στην Αθήνα ανώνυμης εταιρίας με την επωνυμία «ΑΝΩΝΥΜΟΣ ΕΤΑΙΡΙΑ …………..», στην οποία, κατά το έτος 1993, εκτελούσε καθήκοντα προϊσταμένου της υπηρεσίας λογιστικού της Διεύθυνσης Οικονομικών Υπηρεσιών……………Συγκεκριμένα, το εμπορικό τμήμα της εταιρίας, που παραλάμβανε τις συναλλαγματικές αυτές, τις απέστελνε στη συνέχεια στην υπηρεσία του κατηγορουμένου, ο οποίος τις παραλάμβανε, τις ταξινόμιζε κατά ημερομηνία λήξης και τις τοποθετούσε σε μία τσάντα, την οποία φύλασσε πάντοτε σε χρηματοκιβώτιο, το κλειδί του οποίου είχε μόνο ο ίδιος, ο οποίος, έτσι ήταν μοναδικός κάτοχος των συναλλαγματικών, η κυριότητα των οποίων 188 ανήκε στην εταιρία. Σε σχέση με τις συναλλαγματικές αυτές ο κατηγορούμενος είχε την εξουσία να δέχεται την πληρωμή τους από τους οφειλέτες και να μεταβιβάζει, για λογαριασμό της εταιρίας του, την κυριότητα των εξοφλημένων συναλλαγματικών στους πληρωτές, όπως επίσης να μεταβιβάζει και εκχωρεί τις συναλλαγματικές προς πληρωμή στις τράπεζες, οι οποίες, αν δεν είχαν πληρωθεί κατά τη λήξη τους τις επέστρεφαν στον κατηγορούμενο, ο οποίος τοποθετούσε όλες τις διαμαρτυρημένες συναλλαγματικές σε άλλη τσάντα, την οποία επίσης φύλασσε στο ίδιο χρηματοκιβώτιο.». Πλην, όμως, στην σελίδα 19 του ιδίου βουλεύματος αναφέρεται επί λέξει ότι : «Επίσης, όταν οι οφειλέτες πλήρωναν σ’ αυτόν, ήτοι στο ταμείο της εταιρίας, συναλλαγματικές…». Κατά συνέπειαν, το ως άνω βούλευμα έχει διαλάβει αντιφατικές κρίσεις στο σκεπτικό του, διότι το μεν εδέχθη κατά τ’ ανωτέρω ότι εκτελούσα καθήκοντα προϊσταμένου της υπηρεσίας λογιστικού της Διεύθυνσης Οικονομικών Υπηρεσιών και λόγω αυτής της ιδιότητος είχα την διαχείριση των επιδίκων συναλλαγματικών και συγκεκριμένα διέλαβε την αιτιολογία ότι «Σε σχέση με τις συναλλαγματικές αυτές ο κατηγορούμενος είχε την εξουσία να δέχεται την πληρωμή τους από τους οφειλέτες και να μεταβιβάζει, για λογαριασμό της εταιρίας του, την κυριότητα των εξοφλημένων συναλλαγματικών στους πληρωτές..», ενώ παράλληλα εδέχθη, όλως αντιφατικώς, ότι η πληρωμή των συναλλαγματικών εγένετο σε εμένα, ήτοι στο ταμείο της εταιρίας. Το πληητόμενο δηλαδή βούλευμα, αντιφάσκωντας, συγχέει την ιδιότητά μου ως υπαλλήλου εντεταγμένου στην Υπηρεσία Λογιστικού της εγκαλούσης εταιρίας, ιδιότητά μου την οποία άλλωστε και το ίδιο εδέχθη, με το ταμείο της εγκαλούσης εταιρίας, όπου γίνονταν οι πληρωμές των συναλλαγματικών, και το οποίο αποτελούσε υπηρεσία άλλη, διάφορη και ξένη προς αυτήν, στην οποία υπηρετούσα, ως υπάλληλος της εγκαλούσης, δεδομένου ότι ήμουν υπάλληλος του λογιστηρίου και όχι του ταμείου της. Λόγω αυτής της ουσιώδους αντιφάσεώς της, η αιτιολογία του πληττομένου βουλεύματος είναι ελλιπής και στερεί της δυνατότητος του αναιρετικού ελέγχου, περί του εάν δεχόμουν πληρωμές ή όχι αναφορικά με τις επίδικες συναλλαγματικές, και, κατά συνέπειαν, εάν ενεργούσα υλικές και νομικές πράξεις αντιπροσωπεύσεως της εγκαλούσης εταιρίας, ήτοι εάν νομίμως πράγματι ήμουν «διαχειριστής ξένης περιουσίας» κατά την έννοια του άρθρου 375 παρ. 2 Π.Κ. ή όχι, ώστε να μη καθίσταται εφικτός ο έλεγχος περί της 189 ορθής ή μη εφαρμογής της εν λόγω διατάξεως, με αποτέλεσμα το πληττόμενο βούλευμα να στερείται νομίμου βάσεως. Επίσης, στην σελίδα 23 του αναιρεσιβαλλομένου βουλεύματος αναφέρεται, επί λέξει, ότι : «….και τις ιδιοποιήθηκε παράνομα, με σκοπό να επιδιώξει την πληρωμή τους και να σφετερισθεί το ποσό τους, όπως και πιθανολογείται ότι έγινε.», ενώ στην σελίδα 27 του ιδίου βουλεύματος αναφέρεται, επί λέξει ότι : «….2) ο κατηγορούμενος, από του έτους 1994 και εντεύθεν, επένδυε στο όνομα του γιού του ………… (ο οποίος δεν προέκυψε ότι είχε τόσα εισοδήματα, ώστε να αποταμιεύσει τέτοια μεγάλα χρηματικά ποσά), σε τραπεζικά προϊόντα ( έντοκα γραμμάτια, ομόλογα, αμοιβαία κεφάλαια κλπ.), χρηματικά ποσά δεκάδων εκατομμυρίων δραχμών, που το έτος 2001 ανήλθαν σε 101.426.003 δραχμές, που κατατέθηκαν σε κοινό του ανωτέρω γιού του και της νύφης του …………. λογαριασμό στη Τράπεζα, των οποίων ποσών δεν δικαιολογείται η κατοχή εκ μέρους του κατηγορουμένου, λαμβανομένων υπόψη των μέτριων αποδοχών του και ακολούθως της σύνταξής του, αλλά πιθανολογείται ότι κατά το μεγαλύτερο τουλάχιστον μέρος προέρχονται από την πληρωμή επιδίκων και άλλων συναλλαγματικών…» Πλην, όμως, στην σελίδα 28 του αυτού βουλεύματος αναφέρεται επί λέξει ότι : «Κατ΄ ακολουθίαν των προεκτεθέντων, από όλα τα αποδεικτικά στοιχεία της δικογραφίας προκύπτει επαρκώς η στοιχειοθέτηση της αποδιδόμενης στον κατηγορούμενο κακουργηματικής υπεξαίρεσης κινητών πραγμάτων (συναλλαγματικών) ιδιαίτερα μεγάλης αξίας..» Εν όψει των ανωτέρω, το αναιρεσιβαλλόμενο βούλευμα διέλαβε αντιφατικές κρίσεις στο σκεπτικό του σε συνδυασμό και με το διατακτικό του. Και τούτο διότι, η κρίση του περί απλής πιθανολόγησης (δια της χρήσεως του όρου «πιθανολογείται») αφ’ ενός μεν της από μέρους μου ιδιοποιήσεως των επιδίκων συναλλαγματικών και αφ’ ετέρου της νομιμοποιήσεως του προϊόντος αυτών ως εσόδων από παράνομη δραστηριότητα, στην οποία αναφέρεται το ως άνω βούλευμα, ευθέως αντιφάσκει προς την διαλαμβανόμενη στο σκεπτικό, αλλά και στο διατακτικό κρίση του περί του ότι προέκυψαν εις βάρος μου επαρκείς ενδείξεις για την στοιχειοθέτηση της εις βάρος μου κατηγορίας και της παραπομπής μου, προκειμένου να δικασθώ ως υπαίτιος κακουργηματικής υπεξαιρέσεως. Η κρίση του εν λόγω βουλεύματος περί υπάρξεως επαρκών ενδείξεων για την στοιχειοθέτηση της εις βάρος μου κατηγορίας και εντεύθεν περί της παραπομπής μου, ήτοι η ηυξημένη πιθανότης (ταυτόσημη έννοια με εκείνη των αποχρωσών ενδείξεων 190 ενοχής του άρθρου 313 του Κώδικος Ποινικής Δικονομίας), κρίση στην οποία κατέληξε, όλως βεβαίως εσφαλμένως , αντιφάσκει ευθέως προς την άνω κρίση του περί απλής πιθανολογήσεως της ιδιοποιήσεως από εμένα των επιδίκων συναλλαγματικών και, συνακόλουθα, της νομιμοποιήσεως του προϊόντος της δήθεν υπεξαιρέσεως . Κατά συνέπειαν, το αναιρεσιβαλλόμενο βούλευμα διαλαμβάνοντας, κατά τα’ ανωτέρω αντιφατικές κρίσεις τόσο στο σκεπτικό όσο και στο διατακτικό αυτού, παρεβίασε ουσιαστικό κανόνα δικαίου εκ πλαγίου, ήτοι παρεβίασε τις διατάξεις του άρθρου 375 Π.Κ., με αποτέλεσμα να μην είναι εφικτός ο αναιρετικός έλεγχος της ορθής εφαρμογής της εν λόγω ουσιαστικής ποινικής διατάξεως, οπότε το βούλευμα αυτό στερείται νομίμου βάσεως και αναιρετέο καθίσταται. ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ Ζητώ να αναιρεθεί το βούλευμα με αριθμό ……./2002 του Συμβουλίου Εφετών Αθηνών. Αντικλήτους μου διορίζω τον …………………, Δικηγόρο Αθηνών, οδός ………… αριθμ. …, τηλ. ………….. Ο ΑΝΑΙΡΕΣΕΙΩΝ Ο/Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ 25. Υπόδειγμα αιτήσεως άρσεως κατασχέσεως αυτοκινήτου. Ενώπιον του Συμβουλίου Πλημμελειοδικών Αθηνών (Δια των κ.κ Εισαγγελέως Πρωτοδικών Αθηνών και 28ου Ανακριτού Αθηνών) ΑΙΤΗΣΗ 1. Της ανωνύμου εταιρείας με την επωνυμία «……………..”, η οποία εδρεύει στην Αθήνα και επί της οδού ……….. αριθμ. …, όπως νομίμως εκπροσωπείται. Δυνάμει της υπ’ αριθμ. ……….. παραγγελίας του κ. Εισαγγελέως Πρωτοδικών Αθηνών διεξάγεται ενώπιον του κ. 28ου Ανακριτού Αθηνών κυρία ανάκριση εις 191 βάρος του …………….. του …………, κατοίκου ………….. Αττικής, οδός ………… αριθμ. …., για παράβαση του νόμου περί ναρκωτικών, ο οποίος συνελήφθη την 13η Μαίου 2002 να μεταφέρει ποσότητα ναρκωτικών ουσιών εντός του υπ’ αριθμ. κυκλοφορίας ………. αυτοκινήτου εργοστασίου κατασκευής VW τύπου GOLF, το οποίο και κατεσχέθη, ως μέσον αποκρύψεως και μεταφοράς ναρκωτικών ουσιών, δυνάμει της από …….. Μαίου 2002 Εκθέσεως Ερεύνης Αυτοκινήτου και Κατασχέσεως του Υ/Α ………… του Α.Τ Αγίων Αναργύρων και Αστυφύλακος ……….. της ιδίας Υπηρεσίας, προσληφθέντος ως β’ ανακριτικού υπαλλήλου. Το ανωτέρω κατασχεθέν αυτοκίνητο ανήκει κατά κυριότητα στην πρώτη από εμάς ανώνυμη εταιρεία, όπως αποδεικνύεται από το μ’ επίκληση προσαγόμενο αντίγραφο της αδείας κυκλοφορίας του (Σχ. 1). Το εν λόγω αυτοκίνητο δυνάμει εγκύρου και ισχυράς συμβάσεως συμβάσεως χρηματοδοτικής μισθώσεως (leasing) και ειδικώτερα δυνάμει της από 10-7-2000 υπ’ αριθμ. ……/2000 συμβάσεως “ Γενικών ‘Ορων Χρηματοδοτικής Μισθωσης” , όπως αυτή συνεπληρώθη με το υπ’ αριθμ. παράρτημα …./από 24-7-2000 εξεμισθώθη, μεταξύ άλλων κινητών πραγμάτων στην δεύτερη από εμάς εταιρεία περιωρισμένης ευθύνης με την επωνυμία «……… ΕΠΕ ΜιΣΘΩΣΕΙΣ ΑΥΤΟΚΙΝΗΤΩΝ», κατά τους ειδικώτερους όρους και συμφωνίες, που αναγράφονται στις ανωτέρω σύμβαση και παράρτημα αυτής, όπως αποδεικνύεται από τα μ΄επίκληση προσαγόμενα αντίγραφα της σχετικής συμβάσεως (Σχ. 2), του παραρτήματος (Σχ. 3), του από 10-7-200 Πιστοποιητικού Παραλαβής και Αποδοχής Εξοπλισμού (Σχ. 4) και του υπ’ αριθμ. ………. Τιμολογίου Πώλησης Δελτίου Αποστολής (ΤΔΑ 3 – 757) (Σχ. 5), που αφορά ειδικώτερα την κατά τ’ ανωτέρω εκμίσθωση του άνω αυτοκινήτου. Περαιτέρω, η δεύτερη από εμάς εταιρεία περιωρισμένης ευθύνης, η οποία έχει ως κυρία επαγγελματική ενασχόληση την μίσθωση αυτοκινήτων είχε νομίμως υπεξεμισθώσει, όπως εδικαιούτο εκ της άνω συμβάσεως χρηματοδοτικής μισθώσεως, το εν λόγω αυτοκίνητο δυνάμει εγκύρου και ισχυράς συμβάσεως μισθώσεως, όπως αποδεικνύεται από το μ΄επίκληση προσαγόμενο αντίγραφο του σχτικού υπ’ αριθμ. ….. μισθωτηρίου συμβολαίου/από 12-4-2002, (Σχ. 6) για χρονικό διάστημα από 12-4-2002 έως 24-4-2002, αντί ημερησίου μισθώματος 32,28 Ευρώ και σύμφωνα με τους σε αυτό αναγραφόμενους ειδικώτερους όρους και συμφωνίες στην τρίτη από εμάς ομόρρυθμο εταιρεία με την επωνυμία « ………….. Τουριστικές και Οικοδομικές Επιχειρήσεις Ομόρρυθμη Εμπορική Εταιρεία», και το διακριτικό τίτλο “……..”, η οποία επίσης ως κύρια 192 επαγγελματική δραστηριότητα έχει την εκμίσθωση αυτοκινήτων σε τρίτους. Η εν λόγω υπομίσθωση μετά την πάροδο της 24ης Απριλίου 2002 (του ωρισμένου χρόνου διαρκείας της) κατέστη αορίστου χρόνου διαρκείας. Η τρίτη από εμάς εταιρεία, όπως νομίμως εκπροσωπείται, δυνάμει εγκύρου και ισχυράς συμβάσεως μισθώσεως εξεμίσθωσε στον κατηγορούμενο ………. αρχικώς το υπ’ αριθμ. ………. αυτοκίνητο εργοστασίου κατασκευής FIAT τύπου PUNTO για το χρονικό διάστημα από 12-4-2002 έως 19-4-2002, το οποίο και ο εν λόγω μας παρέδωσε την 2-5-2002, λόγω συμφωνηθείσης παρατάσεως της μισθώσεως, χωρίς να δημιουργηθεί το παραμικρό πρόβλημα. Το επίμαχο υπ’ αριθμ. κυκλοφορίας ……… αυτοκινήτου εργοστασίου κατασκευής VW τύπου GOLF, ιδιοκτησίας της πρώτης από εμάς, η τρίτη από εμάς εταιρεία εξεμίσθωσε (υπεξεμίσθωσε) στον ήδη κατηγορούμενο ………. του …………. δυνάμει μεταξύ αυτού και των νομίμων εκπροσώπων μας καταρτισθείσης εγκύρου και ισχυράς συμβάσεως μισθώσεως για το χρονικό διάστημα από 9-5-2002 έως και 13-5-2002, οπότε ο εν λόγω ………… υπεχρεούτο να μας το αποδώσει. Πλην, όμως, την 13η Μαίου 2002 και ώρα 19:15 ο εν λόγω μισθωτής της τρίτης από εμάς ……. συνελήφθη από αστυνομικά όργανα να μεταφέρει μεγάλη ποσότητα ναρκωτικών ουσιών με το μισθωμένο από την τρίτη από εμάς ομόρρυθμο εταιρεία υπ’ αριθμ. κυκλοφορίας ……….. αυτοκινήτου εργοστασίου κατασκευής VW τύπου GOLF, ιδιοκτησίας της πρώτης από εμάς, γεγονός το οποίο παντελώς αγνοούσαμε όλοι οι νόμιμοι εκπρόσωποι και των τριών εταιρειών από εμάς, οι οποίοι και ως εκ τούτου είμεθα αμέτοχοι στο παραπάνω έγκλημα και ούτε γνωρίζαμε ότι το κατασχεθέν αυτοκίνητο της πρώτης από εμάς θα εχρησιμοποιείτο από τον κατηγορούμενο για την τέλεση εγκλημάτων. Συνεπεία της άνω αξιοποίνου πράξεως του εν λόγω μισθωτή μας – κατηγορουμένου, με την οποία εμείς (οι νόμιμοι εκπρόσωποί μας) ουδεμία απολύτως σχέση έχουμε, το εν λόγω όχημα, όπως προελέχθη, έχει κατασχεθεί, με συνέπεια όλοι εμείς να υφιστάμεθα σημαντική περιουσιακή ζημία, για τον λόγο ότι το εν λόγω αυτοκίνητο αποτελεί μέσον βιοπορισμού και για τις τρείς από εμάς εμπορικές εταιρείες, η δε τρίτη εξ ημών είναι υποχρεωμένη μάλιστα να καταβάλει το συμφωνημένο μίσθωμα στην δεύτερη από εμάς εταιρείας (το οποίο ανέρχεται μηνιαίως στο ποσόν των 968 Ευρώ, ήτοι 32,28 Ευρώ ημερησίως επί 30 ημέρες), χωρίς ωστόσο (η τρίτη από εμάς) λόγω της προειρημμένης κατασχέσεως, να μπορεί να το εκμισθώνει σε τρίτους, 193 καθόσον στερείται της χρήσεώς του, υφισταμένη εντελώς αναίτια σοβαρή περιουσιακή ζημία. Συνεπώς, εν όψει των ανωτέρω, νόμιμος συντρέχει περίπτωση, κατ’ εφαρμογήν των διατάξεων των άρθρων 268 & 3 και 307 β’ του Κώδικος Ποινικής Δικονομίας σε συνδυασμό με το άρθρο 19&1 του νόμου 1729/1987, όπως αυτό ισχύει σήμερα, να ζητήσουμε την άρση της προειρημμένης κατασχέσεως του υπ’ αριθμ. κυκλοφορίας ………….. αυτοκινήτου εργοστασίου κατασκευής VW τύπου GOLF, ιδιοκτησίας της πρώτης από εμάς και την απόδοσή του στην πρώτη από εμάς ιδιοκτήτριά του, δεδομένου ότι η αιτουμένη άρση της κατασχέσεως μετά βεβαιότητος δεν θα δημιουργήσει δυσχέρειες στην εξακρίβωση της αληθείας. Προσάγουμε και επικαλούμεθα : Α) Την από ….Μαίου 2002 εξουσιοδότηση των ………… και της ……………., νομίμων εκπροσώπων – διαχειριστών της τρίτης αιτούσης ομορρύθμου εταιρείας. Επειδή ουδεμία απολύτως συμμετοχή των νομίμων εκπροσώπων μας υπάρχει στην τέλεση της άνω εγκληματικής πράξεως του κατηγορουμένου ………….. (διακίνηση ναρκωτικών ουσιών με το υπ’ αριθμ. κυκλοφορίας …………… αυτοκινήτου εργοστασίου κατασκευής VW τύπου GOLF, ιδιοκτησίας της πρώτης από εμάς), την οποία αγνοούσαμε παντελώς, οι δε αιτούμενες άρση κατασχέσως και οριστική απόδοση του άνω αυτοκινήτου είναι βέβαιον ότι δεν θα δημιουργήσουν δυσχέρειες στην εξακρίβωση της αληθείας. Επειδή η παρούσα αίτησή μας είναι νόμιμη, βάσιμη και αληθής. ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ ΑΙΤΟΥΜΕ ΘΑ Να γίνει δεκτή η παρούσα αίτησή μας. Να αρθεί η κατάσχεση του υπ’ αριθμ. κυκλοφορίας …………… αυτοκινήτου εργοστασίου κατασκευής VW τύπου GOLF, το οποίο και κατεσχέθη, ως μέσον αποκρύψεως και μεταφοράς ναρκωτικών ουσιών, δυνάμει της από 13ης Μαίου 2002 Εκθέσεως Ερεύνης Αυτοκινήτου και Κατασχέσεως του Υ/Α ………… του Α.Τ Αγίων Αναργύρων και Αστφύλακος …………… της ιδίας Υπηρεσίας, προσληφθέντος ως β’ ανακριτικού υπαλλήλου. Να διαταχθεί η οριστική απόδοση του εν λόγω του υπ’ αριθμ. κυκλοφορίας …………. αυτοκινήτου εργοστασίου κατασκευής VW τύπου GOLF στην πρώτη από εμάς ιδιοκτήτρια εταιρεία. 194 Πληρεξούσιο και αντίκλητό μας διορίζουμε τον Δικηγόρο Αθηνών ………………, κάτοικο …………, οδός ………….. αριθμ. ………. Αθήνα …………………… Ο Πληρεξούσιος Δικηγόρος 26. Υπόδειγμα αιτήσεως επαναλήψεως διαδικασίας Ενώπιον του Συμβουλίου Εφετών Αθηνών (Δια του κ. Εισαγγελέως Εφετών Αθηνών) ΑΙΤΗΣΗ (ονοματεπώνυμο), του (όνομα πατρός) και της (όνομα μητέρας), γεννημένου στο …………. το έτος ………., κατοίκου ………………. Αττικής, οδός …………….. αριθ. ….., κατόχου του υπ΄ αριθμ. ………….. Δελτίου Αστυνομικής Ταυτότητος, που εξεδόθη το …………. από τ…………………….., με ΑΦΜ …………….., ΔΟΥ …………... ΠΕΡΙ ΕΠΑΝΑΛΗΨΕΩΣ ΤΗΣ ΔΙΑΔΙΚΑΣΙΑΣ, ΕΠΙ ΤΗΣ ΟΠΟΙΑΣ ΕΞΕΔΟΘΗ Η ΥΠ’ ΑΡΙΘΜ. ……………….. ΕΡΗΜΗΝ ΑΠΟΦΑΣΗ ΤΟΥ ΜΟΝΟΜΕΛΟΥΣ ΠΛΗΜΜΕΛΕΙΟΔΙΚΕΙΟΥ ΑΘΗΝΩΝ. Δυνάμει της υπ’ αριθμ. ……………….. αποφάσεως του Μονομελούς Πλημμελειοδικείου Αθηνών, κεκυρωμένο αντίγραφο της οποίας και των πρακτικών αυτής προσάγω και επικαλούμαι (Σχ. 1), κατεδικάσθην ερήμην σε φυλάκιση έξι (6) μηνών για παράβαση του άρθρου 17 & 1 και 8 του ν. 1337/1983, μετατρεπομένης της ποινής φυλακίσεως προς 1500 δραχμές ημερησίως για την κάθε ημέρα φυλακίσεως, ενώ επεβλήθησαν εις βάρος μου τα έξοδα και τέλη της δίκης ύψους 10.000 δραχμών. Πλην, όμως, η καταδίκη μου αυτή είναι ανυπόστατη και εγένετο εκ πλάνης, διότι, όπως θα εκθέσω λεπτομερώς κατωτέρω, ουδεμία σχέση έχω με τον πραγματικό κατηγορούμενο ούτε ετέλεσα την πράξη για την οποία εκ πλάνης κατηγορήθηκα. Ειδικώτερα, τα πραγματικά περιστατικά έχουν ως ακολούθως : Την 3-7-2000 οι υπάλληλοι της Διευθύνσεως Πολεδομίας ΒΧ της Νομαρχίας Ανατολικής Αττικής Α και Β διενήργησαν έλεγχο σε οικοδομή, που ευρίσκεται στην οδό ……………………, στην κτηματική περιφέρεια του 195 Δήμου Αθηνών. ‘Όπως διεπίστωσαν οι εν λόγω υπάλληλοι και ανέγραψαν στην υπ’ αυξ. Αριθμό ………../από 10-8-2000 ‘Εκθεση αυτοψίας, κεκυρωμένο αντίγραφο της οποίας μ’ επίκληση προσάγω και επικαλούμαι (Σχ.2), η εν λόγω οικοδομή διέθετε μανδρότοιχο και βοηθητικό χώρο με ελενίτ, χωρίς την απαιτούμενη προς τούτο άδεια οικοδομής από τον φερόμενο ιδιοκτήτη Γ, αγνώστων λοιπών στοιχείων και ακολούθως εσχηματίσθη στην Πολεοδομία ΒΧ ο υπό στοιχεία Φ257/2000 φάκελος. Ακολούθως, με το υπ’ αριθμ. πρωτ……./από 12-10-2000 έγγραφο του Πολεοδομικού Γραφείου Αχαρνών με θέμα «Ποινική Δίωξη υπευθύνων οικοδομικών παραβάσεων», κεκυρωμένο αντίγραφο του οποίου προσάγω και επικαλούμαι (Σχ 3), που κοινοποιήθηκε προς τον κ. Εισαγγελέα Πλημμελειοδικών Αθηνών, κατηγγέλθησαν οι άνω πολεοδομικές παραβάσεις, προκειμένου ο κ. Εισαγγελεύς Πρωτοδικών Αθηνών να ασκήσει ποινική δίωξη κατά των υπευθύνων (ιδιοκτήτη, μηχανικού, εργολάβου). Επειδή τα στοιχεία του φερόμενου ιδιοκτήτη Γ ήσαν ελλιπή, ανετέθη από το Α.Τ. Αχαρνών η ανεύρεση των πλήρων στοιχείων του φερόμενου ιδοκτήτη του παραπάνω αυθαίρετου κτίσματος Γ, στον αστυφύλακα της ΕΛΑΣ Μ.Ν, ο οποίος, όμως, όλως πεπλανημένως εξακρίβωσε, μετά από ενέργειες που έκανε, όπως αναφέρει στην από 8 Απριλίου 2001 έκθεση ένορκης εξέτασης μάρτυρα, αντίγραφο της οποίας μ΄επίκληση προσάγω (Σχ. 4) ότι τα πλήρη στοιχεία του φερόμενου ιδιοκτήτη Γ είναι τα δικά μου, δηλ. πατρώνυμο Ιωάννης, μητρώνυμο Ουρανία, τόπος γεννήσεως ………… και τόπος διευθύνσεως : …………... Βάσει αυτής της λανθασμένης και όλως πεπλανημένης εξακριβώσεως, στην οποία προέβη το άνω αστυνομικό όργανο, ασκήθηκε ποινική δίωξη εις βάρος μου. Σημειώνω ότι της εν λόγω ποινικής διώξεως ουδέποτε έλαβα γνώση, ώστε να ασκήσω αμέσως τα όποια νόμιμα δικαιώματά μου. Μάλιστα, το κλητήριο θέσπισμα επεδόθη την 24η Φεβρουαρίου 2001 στην Αθήνα και στην οδό …………. και όπως αποδεικνύεται από το υπό την ιδία ημερομηνία αποδεικτικό επιδόσεως κλητηρίου θεσπίσματος στον κατηγορούμενο, κεκυρωμένο αντίγραφο του οποίου προσάγω και επικαλούμαι (Σχ. 5), αυτό το παρέλαβε ο ενήλικος σύνοικος ΒΓ, αδελφός του προν ον η επίδοση. Πλην, όμως, εγώ δεν έχω αδελφό, καθώς είμαι το μόνον τέκνο των γονέων μου (ονοματεπώνυμο), όπως αποδεικνύεται και από το μ’ επίκληση προσαγόμενο Πιστοποιητικό Οικογενειακής Καταστάσεως του Δήμου ………… του νομού …………, όπου διατηρούσε την οικογενειακή μερίδα του ο 196 αείμνηστος πατέρας μου …………….. (Σχ. 6). ‘Ετσι και η δίκη διεξήχθη ερήμην μου ενώπιον του Μονομελούς Πλημμελειοδικείου Αθηνών, κατά την δικάσιμο της 11ης Απριλίου 2000, ενώ και η υπ’ αριθμ. …………../2000 καταδικαστική απόφαση που εξεδόθη ερήμην μου, επεδόθη δια θυροκολλήσεως, στην ανωτέρω διεύθυνση, οδός Αθήνα ………………., Αττικής, όπως αποδεικνύεται από το μ’ επίκληση προσαγόμενο σε κεκυρωμένο αντίγραφο από 8 Μαρτίου 2001 αποδεικτικό επίδοσης ερήμην αποφάσεως (Σχ. 7). Επί της ουσίας της υποθέσεως : Η αθωώτης μου είναι πρόδηλη, δεδομένου ότι το ακίνητο επί του οποίου υπήρξαν οι ανωτέρω αυθαίρετες κατασκευές, επί των οδών Χειλετζάρη και Ρέματος, στην θέση Μεγάλα Σχοίνα (Ειρήνη) ανήκε ιδιοκτησιακά σε άλλον (ονοματεπώνυμο) και όχι σε εμένα. Συγκεκριμένα, ιδιοκτήτης του εν λόγω ακινήτου, κατά τον χρόνο, που διενεργήθηκε η άνω αυτοψία ήταν ο ……………………., έμπορος, γεννηθείς εις ………………….το έτος ………….. Ειδικώτερα, ο εν λόγω Κωνσταντίνος Μαραγκός του Χαραλάμπους, δυνάμει των υπ’ αριθμ. ……../11 Σεπτεμβρίου 1979 και υπ’ αριθμ. 809/5 Νοεμβρίου 1979 συμβολαίων του Συμβολαιογράφου Αθηνών …………………, κεκυρωμένα αντίγραφα των οποίων προσάγω και επικαλούμαι (Σχ. 8 και 9), νομίμως μεταγεγραμμένων στα βιβλία μεταγραφών του Δήμου Αθηνών, απέκτησε δι’ αγοράς δύο (2) όμορα αγροτεμάχια, συνολικής εκτάσεως 283, 20 τ.μ. (ήτοι 141,60 τ.μ. έκαστον), τα οποία βρίσκονται στην ……………. του Δήμου Αχαρνών. Όπως αποδεικνύεται τόσο από τους εν λόγω τίτλους κτήσεως, όσο και από το μ’ επίκληση προσαγόμενο από Σεπτεμβρίου 1979 Τοπογραφικό Διάγραμμα του Πολιτικού Μηχανικού ……………….(Σχ. 10), που προσαρτάται στο άνω υπ’ αριθμ. 809/5 Νοεμβρίου 1979 συμβόλαιο, το εν λόγω ακίνητο (2 όμορα αγροτεμάχια) ιδιοκτησίας ………………. συνορεύεται αρκτικώς επί προσώπου Ε-Δ-Γ του άνω τοπογραφικού διαγράμματος μήκους μέτρων 12,00 (ήτοι 6 μ + 6 μ) με αγροτική οδό και ανατολικά επί πλευράς Γ-Β του διαγράμματος μήκους 23,60 μέτρων με ρέμα. Αυτό είναι λοιπόν το ακίνητο, στο οποίο ευρίσκοντο οι αυθαίρετες κατασκευές, στις οποίες αναφέρεται η άνω υπ’ αυξ. Αριθμό ……./από ……… ‘Εκθεση αυτοψίας των υπαλλήλων της Πολεοδομίας Αχαρνών Α και Β. Σημειώνεται ότι στο σκαρίφημα, που υπάρχει στην εν λόγω έκθεση αυτοψίας, το επίμαχο ακίνητο περιγράφεται, οριοθετούμενο ως εξής : βόρεια συνορεύει με οδό …………., ανατολικά με ρέμα …………….. και δυτικά του υπάρχει η οδός 197 ………………….. ‘Όπως με ενημέρωσε ο εκ των υπαλλήλων της Πολεοδομίας ……………, που διενήργησε την παραπάνω αυτοψία, κ. ……………….., στον οποίο αποτάθηκα, για να προσδιορίσει με τον συνάδελφό του κ. ………….. όσο το δυνατόν ακριβέστερα την θέση του αυθαιρέτου στην παραπάνω έκθεση αυτοψίας τους, δεδομένου ότι αυτό βρίσκεται σε εκτός σχεδίου και ζώνης περιοχή και επειδή είχε πρόσοψη σε αγροτική οδό, χωρίς όνομα τότε που έγινε η αυτοψία, η οποία (αγροτική οδός) όμως ήταν προέκταση της τότε ήδη γνωστής οδού ……………., γι’ αυτόν τον λόγο έγραψαν στην έκθεσή τους αυτή, «οδό …………», ενώ επρόκειτο για αγροτική οδό, προέκταση της ……………., που σήμερα ονομάζεται ………….. Προσάγω και επικαλούμαι αντίγραφο χάρτη της Τεχνικής Υπηρεσίας του Τμήματος Ονοματοθεσίας και Αριθμήσεων Οδών του Δήμου Αθηνών (Σχ. 11), που αφορά την επίμαχη περιοχή και στον οποίο είναι υπογραμμισμένα : η οδός ………….., προέκταση της οδού ……………., το ρέμα και η οδός …………, ώστε ευχερώς να γίνουν αντιληπτά όλα τα παραπάνω. Προσάγω ακόμη και επικαλούμαι κεκυρωμένο αντίγραφο του υπ’ αριθμ. ………../8 Οκτωβρίου 2001 συμβολαίου του Συμβολαιογράφου ……………………..με τίτλο «Πράξη Αποδοχής Κληρονομίας» (Σχ. 12) νομίμως μεταγεγραμμένο στα βιβλία μεταγραφών του Δήμου Αχαρνών, με το οποίο οι κληρονόμοι του άνω …………………………, ο οποίος απεβίωσε την 211-2000, απεδέχθησαν στην κληρονομία, που τους κατέλιπε, μεταξύ άλλων, και τα ανωτέρω δύο αγροτεμάχια, στην οδό ……………, όπως τώρα ονομάζεται η άνω αγροτική οδός, προέκταση της οδού ……………Χειλετζάρη, στη Θέση «Μεγάλα Σχοίνα» του Δήμου Αθηνών. Αντιθέτως, δεν ήμουν ποτέ και δεν είμαι εγώ ο ιδιοκτήτης του εν λόγω ακινήτου. ‘Αλλωστε, εγώ δεν διαθέτω κανένα απολύτως περιουσιακό στοιχείο στην κτηματική περιφέρεια του Δήμου ……………, όπου υπάγεται το συγκεκριμένο ακίνητο, το οποίο και να έχω αποκτήσει καθ’ οιονδήποτε τρόπο (άτυπη αγορά ή δωρεά, γονική παροχή, αποδοχή κληρονομίας, χρησικτησία κλπ), ούτε ποτέ άσκησα ή ασκώ πράξεις νομής επί οιουδήποτε ακινήτου κειμένου στην εν λόγω κτηματική περιφέρεια, ούτε φυσικά επί του επιδίκου, ούτε ποτέ μέχρι και σήμερα δεν διέθετα καν μερίδα στο οικείο Υποθηκοφυλακείο ……………, όπως αποδεικνύεται από το μ’ επίκληση προσαγόμενο υπ’ αριθμ. πρωτ. ……………/από 21 Ιανουαρίου 2002 Πιστοποιητικό της Υποθηκοφύλακος …………. (Σχ. 13). Η μόνη μου σχέση με την περιοχή των Αχαρνών είναι ότι μόνον η σύζυγός μου (ονοματεπώνυμο κλπ) διαθέτει στην κτηματική περιφέρεια του 198 Δήμου Αχαρνών ένα ακίνητο κτήμα (οικόπεδο) συνολικού εμβαδού ……….. τετραγωνικών μέτρων, κείμενο στην θέση ……………………. και επί της αγροτικής οδού ………….. της εν λόγω κτηματικής περιφερείας, το οποίον αποτελείται από δύο συνεχόμενα αγροτεμάχια εμβαδού 100,70 τετραγωνικά μέτρα (το ένα) και το οποίο απέκτησε δυνάμει του υπ’ αριθμ. …………/1978 αγοραπωλητήριο συμβόλαιο του Συμβολαιογράφου ……………………, νομίμως μεταγραφέντος στα βιβλία του αρμοδίου Υποθηκοφυλακείου του Δήμου ……………. στον τόμο 376 και υπ’ αύξοντα αριθμό 423 και εμβαδού 201,40 τετραγωνικά μέτρα το άλλο, το οποίο και απέκτησε δυνάμει του υπ’ αριθμ. αγοραπωλητήριο …………….. …………………, νομίμως συμβόλαιο μεταγραφέντος στα της βιβλία Συμβολαιογράφου του αρμοδίου Υποθηκοφυλακείου του Δήμου ……………… στον τόμο 446 και υπ’ αύξοντα αριθμό 432, όπως αποδεικνύεται από τα μ’ επίκληση προσαγόμενα αντίγραφα των εν λόγω συμβολαίων (Σχ. 14 και 15). Επί του εν λόγω οικοπέδου της, η σύζυγός μου ανήγειρε λυώμενη οικία, αποτελουμένη από δύο κοιτώνες, καθιστικό, σαλόνι, κουζίνα, χωλ, λουτρό, βεράντες αποθήκη και μανδρότοιχο, προ του 1983, για τα οποία και υπέβαλε νομίμως και εμπροθέσμως την προβλεπόμενη από το άρθρο 15 παρ. 5 του ν. 1337/1983 δήλωση αυθαίρετης κατασκευής, η οποία κατετέθη με αυξ. Αριθμ. …………/…………., αντίγραφο της οποίας προσάγω και επικαλούμαι (Σχ.16), επί τη βάσει όλων των απαιτουμένων νομίμων εγγράφων, μεταξύ των οποίων και το από τοπογραφικό – κάτοψη – τομή – οδοιπορικό του Αρχιτέκτονος Μηχανικού …………., αντίγραφο του οποίου επίσης προσάγω και επικαλούμαι (Σχ. 17). Η εν λόγω κατασκευή της συζύγου μου, η οποία και είναι νόμιμη κατά τα ανωτέρω, ουδεμία σχέση έχει με την ανωτέρω αυθαίρετη οικοδομή, για τις πολεοδομικές παραβάσεις της οποίας κακώς εδιώχθην και κατεδικάσθην, δεδομένου ότι, όπως αποδεικνύεται τόσο από τα ανωτέρω συμβόλαια αγοραπωλησίας, όσο και από το Τοπογραφικό – Κάτοψη- τομή – οδοιπορικό του άνω Αρχιτέκτονος Μηχανικού, ευρίσκεται ……………… και επί της αγροτικής οδού ……………. της στην Θέση κτηματικής περιφερείας του Δήμου Αχαρνών, ενώ το αυθαίρετο κτίσμα ευρίσκεται στις οδούς …………………… της αυτής μεν κτηματικής περιφερείας, αλλά σε θέση ΕΝΤΕΛΩΣ ΑΣΧΕΤΗ προς αυτήν, όπου κείται το ακίνητο της συζύγου μου, όπως επίσης αποδεικνύεται και από το μ’ επίκληση προσαγόμενο αντίγραφο χάρτη της Τεχνικής Υπηρεσίας του Τμήματος Ονοματοθεσίας και Αριθμήσεων Οδών 199 του Δήμου ……………. (Σχ. 18) σε συσχετισμό και με το ανωτέρω υπ’ αριθμ. 11 Σχετικό, αλλά και από την μ’ επίκληση προσαγόμενη υπ’ αριθμ. πρωτ. ………/από 11-3-2002 Βεβαίωση της Διευθύνσεως Τεχνικών ‘Εργων και Μελετών του Δήμου Αχαρνών (Σχ. 19). Εκτός δε του παραπάνω ακινήτου μετά του παραπάνω νομίμου κτίσματος ιδιοκτησίας της συζύγου, ούτε η σύζυγός μου, ούτε εγώ, ούτε κανένα άλλο μέλος της οικογενείας μου διαθέτουμε στην κτηματική περιφέρεια του Δήμου Αθηνών, άλλο περιουσιακό στοιχείο. Συνεπώς, εν όψει όλων των ανωτέρω, περίτρανα αποδεικνύεται ότι είναι πρόδηλη και βέβαιη η αθωώτητά μου, καθόσον ουδεμία σχέση έχω με το αυθαίρετο κτίσμα, το οποίο ευρίσκετο στις οδούς …………….. του Δήμου ………………., του οποίου ιδιοκτήτης ήταν ο …………………., γεννηθείς εις ……………….. το ……….και όχι εγώ ΠΟΥ ΑΔΙΚΑ ΚΑΤΗΓΟΡΗΘΗΚΑ ΚΑΙ ΚΑΤΑΔΙΚΑΣΘΗΚΑ. Αυτός ήταν ο φερόμενος ιδιοκτήτης ………………….. και αυτόν αφορούσε η υπ’ αυξ. Αριθμό …………/από ……….. ‘Εκθεση αυτοψίας των υπαλλήλων Πολεοδομίας του Δήμου Αχαρνών, ως ιδιοκτήτη του αυθαιρέτου κτίσματος, επί του οποίου αυτοί διενήργησαν τον σχετικό έλεγχο. Προς απόδειξη όλων των ανωτέρω ισχυρισμών, που καταδεικνύουν μετά βεβαιότητος την αθωότητά μου, προσάγω ακόμη και επικαλούμαι : Α) Την υπ’ αριθμ………/2002 ένορκη βεβαίωση της συζύγου μου ………………. η οποία εδόθη ενώπιον του κ. Ειρηνοδίκη Αθηνών (Σχ. 19 ). Β) Την υπ’ αριθμ………/2002 ένορκη βεβαίωση της ………………, η οποία εδόθη ενώπιον του κ. Ειρηνοδίκη Αθηνών (Σχ. 20). Επειδή, όπως προκύπτει από όλα τα άνω αναφερόμενα και μ’ επίκληση προσαγόμενα έγγραφα, τα οποία συνυποβάλω με την παρούσα αίτησή μου και τα οποία αποτελούν νέα στοιχεία, που ήσαν άγνωστα στους δικαστές οι οποίοι ΕΡΗΜΗΝ μου με κατεδίκασαν, ΑΔΙΚΑ ΚΑΙ ΠΑΡΑΝΟΜΑ κατηγορήθηκα και εν συνεχεία κατεδικάσθην σε ποινή φυλακίσεως 6 μηνών, δυνάμει της δια της παρούσης πληττομένης αμετακλήτου υπ’ αριθμ. …………. αποφάσεως του Μονομελούς Πλημμελειοδικείου Αθηνών. Είναι δε βέβαιον ότι, εάν όλα τα παραπάνω νέα αποδεικτικά στοιχεία είχαν τεθεί υπ’ όψιν των δικαστών, που με εδίκασαν ερήμην, θα είχα αθωωθεί, Επειδή δεν έχω καμία απολύτως σχέση με τον άνω αναφερόμενο ……………………………., ιδιοκτήτη του αυθαιρέτου κτίσματος, το μοναδικό 200 δε κοινό μας στοιχείο είναι τα κοινά στοιχεία του ονόματος και του επωνύμου μας. Επειδή σύμφωνα με τα άρθρα 564 παρ. 2, εδ. τελευτ. σε συνδυασμό με τα άρθρα 525 παρ. 1 αρ. 2, 527 παρ. 1, 3 και 528 παρ. 1 του Κώδικος Ποινικής Δικονομίας, δικαιούμαι, ως έχων έννομο συμφέρον προς τούτο, να ζητήσω την επανάληψη της διαδικασίας επί της οποίας εξεδόθη η υπ’ αριθμ. ………….. απόφαση του Μονομελούς Πλημμειοδικείου Αθηνών. Επειδή μετά της παρούσης αιτήσεώς μου, πέραν των άνω μ’ επίκληση προσαγομένων εγγράφων – νέων στοιχείων , τα οποία συνυποβάλω, προσάγω και επικαλούμαι και τα κάτωθι έγγραφα – νέα στοιχεία, τα οποία επίσης συνυποβάλω, ήτοι : 1) Την από ……………. Υπηρεσιακή Βεβαίωση του κ. Γραμματέως του Πρωτοδικείου Αθηνών, επί του σώματος της εν λόγω αποφάσεως, ότι κατά της υπ’ αριθμ. ………… αποφάσεως του Μονομελούς Πρωτοδικείου Αθηνών, δεν έχουν ασκηθεί τα ένδικα μέσα της εφέσεως και αναιρέσεως (Σχ. 21), 2) Την από …………….. Υπηρεσιακή Βεβαίωση του Τμήματος Ερήμην Μονομελούς της Εισαγγελίας Πρωτοδικών Αθηνών περί του ότι η άνω απόφαση επεδόθη την ………….(Σχ. 22), 3) Το υπ’ αριθμ. Πρωτ. …………. Πιστοποιητικό του κ. Γραμματέως του Αρείου Πάγου (Σχ. 23 ), 4) Το υπ’ αριθμ. ……………. Πιστοποιητικό του κ. Γραμματέως της Εισαγγελίας του Αρείου Πάγου (Σχ. 24). 5) Ακριβές φωτοαντίγραφο του δελτίου αστυνομικής ταυτότητός μου (Σχ. 25) 6) Την από ………… Υπεύθυνη Δήλωσή μου (Σχ. 26) 7) Αντίγραφα από τον φάκελο ερήμην δικογραφίας της παραπάνω αποφάσεως. Επειδή η δια της παρούσης αιτήσεώς μου πληττομένη υπ’ αριθμ. ……… απόφαση του Μονομελούς Πλημμελειοδικείου Αθηνών έχει καταστεί αμετάκλητος. Επειδή η παρούσα αίτησή μου είναι νόμιμος, βάσιμος και αληθής. ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ ΑΙΤΟΥΜΑΙ Να γίνει δεκτή η παρούσα αίτησή μου. 201 Να διαταχθεί η επανάληψη της διαδικασίας, επί της οποίας εξεδόθη η υπ΄ αριθμ………… ερήμην απόφαση του Μονομελούς Πλημμελειοδικείου Αθηνών, για τους αναφερόμενους στο ιστορικό της παρούσης μου λόγους. Να ενεργηθεί κάθε τι νόμιμο, προκειμένου να κηρυχθώ αθώος και να απαλλαγώ από το αδίκημα της παραβάσεως του άρθρου 17 του ν. 13371983. Πληρεξούσιο και αντίκλητό μου διορίζω τον Δικηγόρο Αθηνών ……………………., κάτοικο Αθηνών, οδός …………….. αριθμ. ….. , τηλ. ………………. Αθήνα………………… Ο αιτών ……………………………… Αντ’ αυτού και για λογαριασμό του δυνάμει της από ……………….. επισυνημμένης εξουσιοδοτήσεως . Ο Πληρεξούσιος Δικηγόρος του αιτούντος 27. Υπόδειγμα αιτήσεως για σύνταξη ΤΑΦΕ ΕΝΩΠΙΟΝ ΤΟΥ κ. ΕΙΣΑΓΓΕΛΕΩΣ ΠΡΩΤΟΔΙΚΩΝ ΑΘΗΝΩΝ (Εκτελέσεως Ποινών) ΑΙΤΗΣΗ (ονοματεπώνυμο, όνομα πατρός και μητέρας) , γεννημένου στις ………………… στην ………………., κατοίκου ………………… Αττικής, οδός …………. …………………….. εξεδόθη στις αριθμ. ……, δελτίου αστυνομικής …………….. από κατόχου το του υπ’ ταυτότητος, το ………………….., αριθμ. οποίο Α.Φ.Μ. …………….., Δ.Ο.Υ ……………... 202 Αξιότιμε κύριε Εισαγγελεύ, Με την υπ’ αριθμ. ……………. απόφαση του Μονομελούς Πλημμελειοδικείου Αθηνών, κεκυρωμένο φωτοαντίγραφο της οποίας μ’ επίκληση προσάγω (Σχ. 1), κατεδικάσθην ερήμην σε συνολική ποινή φυλακίσεως μηνών 2 και 10 ημερών , μετατρεπομένη προς 1500 δραχμές ημερησίως και σε συνολική χρηματική ποινή 300 ΕΥΡΩ και 14,67 ΕΥΡΩ και στα έξοδα της δίκης εκ 30 ΕΥΡΩ, για παράβαση άρθρου 94 ν. 2094/92 και ν. 2170/93. Όπως προκύπτει από την μ’ επίκληση προσαγόμενη από Υπηρεσιακή …………………… Βεβαίωση του Τμήματος Εκκαθαρίσεως του Πρωτοδικείου Αθηνών (Σχ. 2), στις 26-11-2003, εξαγόρασα την άνω υπ’ αριθμ. ………………. απόφαση του Μονομελούς Πλημμελειοδικείου Αθηνών, εκδοθέντος προς τούτο του υπ’ αριθμ. ………….. διπλοτύπου εισπράξεως του Ταμείου Δικαστικών Εισπράξεων Αθηνών, αφού κατέβαλα 629,15 ΕΥΡΩ πλέον 2,4% χαρτόσημο. Επί πλέον, όπως προκύπτει από την μ’ επίκληση προσαγόμενη από ………………….. Βεβαίωση του Τμήματος Εκκαθαρίσεως του Πρωτοδικείου Αθηνών (Σχ. 3), η χρηματική ποινή των 300 ΕΥΡΩ και 14,67 ΕΥΡΩ, που μου επεβλήθη με την άνω απόφαση βεβαιώθηκε στην ΔΟΥ Χαλανδρίου με αριθμό τριπλοτύπου βεβαιώσεως ………………. Ακολούθως, κατόπιν ασκήσεως της υπ’ αριθμ. …………….. εκπροθέσμου εφέσεώς μου κατά της άνω αποφάσεως, εξεδόθη η υπ’ αριθμ. ……………….. απόφαση του Τριμελούς Πλημμελειοδικείου Αθηνών κεκυρωμένο φωτοαντίγραφο της οποίας μ’ επίκληση προσάγω (Σχ. 4), η οποία έκανε δεκτή την άνω έφεσή μου και με κατεδίκασε σε ποινή φυλακίσεως είκοσι (20) ημερών με τριετή αναστολή, κατεχωρίσθη δε στο ειδικό βιβλίο την ………………... Όπως προκύπτει από την μ’ επίκληση προσαγόμενη από ……………… Υπηρεσιακή Βεβαίωση του Τμήματος Εκκαθαρίσεως του Πρωτοδικείου Αθηνών (Σχ. 5), στις 26-11-2003, εξαγόρασα την άνω υπ’ αριθμ. …………. απόφαση του Τριμελούς Πλημμελειοδικείου Αθηνών, ήτοι επλήρωσα τα έ ξοδά της, 203 εκδοθέντος προς εισπράξεως τούτο του υπ’ αριθμ. διπλοτύπου …………. του Ταμείου Δικαστικών Εισπράξεων Αθηνών, αφού κατέβαλα 88 ΕΥΡΩ πλέον 2,4% χαρτόσημο. Επειδή με την άνω υπ’ αριθμ. ……………… απόφαση του Τριμελούς Πλημμελειοδικείου Αθηνών, γενομένης δεκτής της εφέσεώς μου κατά της …………….. απόφασης του Μονομελούς Πλημμελειοδικείου Αθηνών, κατεδικάσθην σε ποινή φυλακίσεως είκοσι (20) ημερών με τριετή αναστολή και ως εκ τούτου δικαιούμαι να ζητήσω την επιστροφή των χρημάτων, που κατέβαλα για την εξαγορά της άνω ………… απόφασης του Μονομελούς Πλημμελειοδικείου Αθηνών καθώς και την διαγραφή της δι’ αυτής επιβληθείσης και βεβαιωθείσης στην ΔΟΥ …………. χρηματικής ποινής. Επειδή προσάγω και επικαλούμαι την από ………….. Υπηρεσιακή Βεβαίωση του Γραμματέως του Πρωτοδικείου Αθηνών περί μη ασκήσεως αναιρέσεως κατά της υπ’ αριθμ. ……….. απόφασης του Τριμελούς Πλημμελειοδικείου Αθηνών καθώς το υπ’ αριθμ. Πρωτ………/από…../………. Πιστοποιητικό του Γραμματέως του Αρείου Πάγου, περί μη ασκήσεως αναιρέσεως από τον Εισαγγελέα του Αρείου Πάγου κατά της άνω αποφάσεως (Σχ. 6). Επειδή για την νομιμοποίηση του υπογράφοντος την παρούσα αίτησή μου Πληρεξουσίου μου Δικηγόρου ……………………., προσάγω και επικαλούμαι την από ………………….. εξουσιοδότησή μου προς αυτόν (Σχ. 7). Επειδή η παρούσα αίτησή μου είναι νόμιμη, βάσιμη και αληθής. ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ – ΑΙΤΟΥΜΑΙ Να παραγγείλετε τον Προϊστάμενο του Τμήματος Εκκαθαρίσεως του Πρωτοδικείου Αθηνών να προβεί σε όλες τις απαραίτητες κατά νόμον ενέργειες, ώστε: α) να μου επιστραφεί το ποσόν των 629,15 ΕΥΡΩ πλέον 2,4% χαρτόσημο, που κατέβαλα για την εξαγορά της άνω υπ’ αριθμ. ……………….. απόφασης του Μονομελούς Πλημμελειοδικείου Αθηνών, εκδοθέντος προς τούτο του υπ’ αριθμ. …………… διπλοτύπου εισπράξεως του Ταμείου Δικαστικών Εισπράξεων Αθηνών και β) να διαγραφεί η βεβαιωθείσα 204 στην ΔΟΥ Χαλανδρίου με αριθμό τριπλοτύπου βεβαιώσεως …………… χρηματική ποινή των 300 ΕΥΡΩ και 14,67 ΕΥΡΩ, που μου επεβλήθη με την άνω απόφαση . Αθήνα, ………………. Ο Πληρεξούσιος Δικηγόρος 28. Υπόδειγμα αιτήσεως για βεβαίωση χρηματικής ποινής στην Εφορία. ΕΝΩΠΙΟΝ ΤΟΥ κ. ΕΙΣΑΓΓΕΛΕΩΣ ΠΡΩΤΟΔΙΚΩΝ ΑΘΗΝΩΝ (Εκτελέσεως Ποινών) ΑΙΤΗΣΗ ………… του ……… και της ………….., γεννηθέντος στην Αθήνα στις ……….. (Α.Δ.Τ …………./…….. του Α.Τ …….., Α.Φ.Μ ……….., ΔΟΥ ……….., κατοίκου Αθηνών, οδός ……. αριθμ. …., Παρακαλώ όπως παραγγείλετε τον προϊστάμενο της ΔΟΥ …………. και προβεί σε κάθε νόμιμη ενέργεια προκειμένου να βεβαιωθεί στην αρμοδία ΔΟΥ η συνολική χρηματική ποινή ποσού πέντε χιλιάδων τετρακοσίων (5.400) ΕΥΡΩ, η οποία επεβλήθη εις βάρος μου, δυνάμει της υπ’ αριθμ. ……./2007 αποφάσεως του Τριμελούς Πλημμελειοδικείου Αθηνών, η οποία εξεδόθη κατόπιν αιτήσεώς μου περί συγχωνεύσεως των εις βάρος μου εκκρεμουσών υπ’ αριθμ. ………../2006, ……/2006, …./2006 και ……../2005 αποφάσεων του Τριμελούς Πλημμελειοδικείου Αθηνών Αθήνα …………………… Ο/Η πληρεξούσιος Δικηγόρος 205 29. Υπόδειγμα εξουσιοδοτήσεως για διαγραφή ποινής σύμφωνα με το άρθρο 32 του ν. 3346/2005 ΕΞΟΥΣΙΟΔΟΤΗΣΗ Ο κάτωθι υπογεγραμμένος (ονοματεπώνυμο) του (πατρώνυμο) και της (μητρώνυμο), γεννηθείς στις …… στις …………….. κάτοικος ……………… Αττικής, οδός ………..αριθμ. …, κάτοχος του υπ’ αριθμ. δελτίου ……………. αστυνομικής ταυτότητος, το οποίο εξεδόθη στις …………. από το Α.Τ. …………, δια της παρούσης μου Ε Ξ Ο Υ Σ Ι Ο Δ Ο Τ Ω τον Δικηγόρο Αθηνών Ανδρέα Φωτ. Τζουμάνη (Α.Μ. 21.204 Δ.Σ.Α.), κάτοικο Αθηνών, οδός Μπόταση αριθμ. 5, όπως κατ’ εντολήν και για λογαριασμόν μου προβεί σε όλες τις απαραίτητες κατά νόμον ενέργειες, ώστε σύμφωνα με το άρθρο 32 του ν. 3346/2005 δεν εκτελεσθεί λόγω υφ’ όρον παραγραφής : α) η ποινή φυλακίσεως έξι (6) μηνών, μετατρεπομένης της κάθε ημέρας φυλακίσεως προς 4,40 ΕΥΡΩ, η οποία μου επεβλήθη με την υπ’ αριθμ. ………/2003 απόφαση του Τριμελούς Πλημμελειοδικείου Αθηνών, β) η ποινή φυλακίσεως τριών (3) μηνών, μετατρεπομένης της κάθε ημέρας φυλακίσεως προς 4,40 ΕΥΡΩ, η οποία μου επεβλήθη με την υπ’ αριθμ. ……/2004 απόφαση του Τριμελούς Πλημμελειοδικείου Αθηνών και γ) η ποινή φυλακίσεως έξι (6) μηνών, μετατρεπομένης της κάθε ημέρας φυλακίσεως προς 4,40 ΕΥΡΩ, η οποία μου επεβλήθη με την υπ’ αριθμ. ……/2004 απόφαση του Τριμελούς Πλημμελειοδικείου Αθηνών, όλες για παράβαση του ν. 1337/1983. Στον ως άνω Δικηγόρο παρέχω την ειδική εντολή και πληρεξουσιότητα όπως υπογράψει, κατ’ εντολήν και για λογαριασμό μου οποιοδήποτε έγγραφο τυχόν απαιτηθεί, προσκομίσει όλα τα αναγκαία έγγραφα και εν γένει πράξει παν ό, τι είναι απαραίτητο για την περαίωση της άνω εντολής. Αθήνα, 10 Ιουνίου 2006 Ο Εξουσιοδοτών ………………………………. 206 Βεβαιούται το γνήσιον της υπογραφής του άνω υπογράψαντος …………………………………. Αθήνα 10 Ιουνίου 2006 Ο Βεβαιών Δικηγόρος 30. Υπόδειγμα αιτήσεως για εξάλειψη της ποινής σύμφωνα με τον νόμο 2408/1996 Ενώπιον του κ. Εισαγγελέως Πλημμελειοδικών Αθηνών (Εκτελέσεως Ποινών) Α Ι Τ Η Σ Η (oνοματεπώνυμο) του (πατρώνυμο) και της (μητρώνυμο), κατοίκου Νέου Ηρακλείου Αττικής, οδός ….αριθμ. …, γεννηθέντος στην Αθήνα, στις …. Αιτριλίου 1981, κατόχου του υπ' αριθμ. …………..δελτίου στυνομικής ταυτότητος, το οποίο εξεδόθη από το …………….., με ΑΦΜ ……, ΔΟΥ ….. Αθηνών. ********************* Με την υπ’ αριθμ. …../2006 απόφαση του Μονομελούς Πλημμελειοδικείου Αθηνών κατεδικάσθην σε ποινή φυλακίσεως 15 ημερών, μετατραπείσα σε χρηματική ποινή προς 5 ΕΥΡΩ ημερησίως, ενώ μου επεβλήθησαν και τα έξοδα της δίκης, για παράβαση του α.ν. 86/1967, απόφαση, η οποία εκ του νόμου είναι ανέκκλητη . Πλην, όμως, όπως αποδεικνύεται από την υπ’ αριθμ. πρωτ. …./15-5-2007 Βεβαίωση του ΙΚΑ (Β’ Ταμείο Εσόδων ΙΚΑ Αθηνών), έχω πλήρως εξοφλήσει, μεταξύ άλλων, την ΠΕΕ ….., για την οποία κατεδικάσθην με την άνω απόφαση. Συνεπώς, νόμιμη συντρέχει περίπτωση σύμφωνα με τον νόμο 2408/1996 να εκδώσετε διάταξη με την οποία να εξαλειφθεί η άνω ποινή φυλακίσεως των 15 207 ημερών, μετατραπείσα σε χρηματική ποινή προς 5 ΕΥΡΩ ημερησίως, για παράβαση του α.ν. 86/1967, που μου επεβλήθη με την άνω υπ' αριθμ. ……/2006 απόφαση του Μονομελούς Πλημμελειοδικείου Αθηνών. Επειδή προσάγω και επικαλούμαι : α) Κεκυρωμένο αντίγραφο της άνω υπ’ αριθμ. …../2006 απόφασης του Μονομελούς Πλημμελειοδικείου Αθηνών, β) Κεκυρωμένο αντίγραφο της μηνύσεως του ΙΚΑ, επί της οποίας εξεδόθη η άνω απόφαση. γ) Την υπ' αριθμ. πρωτ. …./15-5-2007 Βεβαίωση του ΙΚΑ (Β’ Ταμείο Εσόδων ΙΚΑ Αθηνών) δ) Την από 1ης ……. 2007 εξουσιοδότηση μου προς τον υπογράφοντα την παρούσα Δικηγόρο Αθηνών για την υποβολή της παρούσης. Επειδή η παρούσα είναι νόμιμος, βάσιμος και αληθής. ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ Α Ι Τ Ο Υ Μ Α Ι Να γίνει δεκτή η παρούσα αίτηση μου. Να εκδώσετε διάταξη με την οποία να εξαλειφθεί η ποινή φυλακίσεως 15 ημερών, μετατραπείσα σε χρηματική ποινή προς 5 ΕΥΡΩ ημερησίως, για παράβαση του α.ν. 86/1967, που μου επεβλήθη με την άνω υπ’ αριθμ. ……../2006 απόφαση του Μονομελούς Πλημμελειοδικείου Αθηνών. Αθήνα , 1 Ιουνίου 2007 Ο Πληρεξούσιος Δικηγόρος 31. Υπόδειγμα αιτήσεως για έκδοση εισαγγελικής παραγγελίας 208 ΕΝΩΠΙΟΝ ΤΟΥ κ. ΕΙΣΑΓΓΕΛΕΩΣ ΠΡΩΤΟΔΙΚΩΝ ΑΘΗΝΩΝ ΑΙΤΗΣΗ (ονοματεπώνυμο), του (όνομα πατρός) και της (όνομα μητέρας), κατοίκου ………………. Αττικής, οδός …………….. αριθ. ….. Με την υπ’ αριθμ. πρωτ. ………../25-01-2005 αίτησή μου προς το Υπουργείο Απασχόλησης και Κοινωνικής Προστασίας (Α/βάθμια Επιτροπή άρθρου 9 ν. 2643/1998 Περιφερειακής Διευθύνσεως ΟΑΕΔ Αττικής και Νήσων), εζήτησα την πρόσληψή μου σε μία θέση σε Δημόσιο, ΝΠΔΔ ή ΟΤΑ, σύμφωνα με τις διατάξεις του νόμου 2643/1998 και 3227/2004, την υπ’ αριθμ. πρωτ. 201164/από 7 Δεκεμβρίου 2004 κοινή Υπουργική Απόφαση των Υπουργών Εσωτερικών, Δημόσιας Διοίκησης και Αποκέντρωσης και Απασχόλησης και Κοινωνικής Προστασίας, αλλά και την υπ’ αριθμ. πρωτ. 22417/από 28 Δεκεμβρίου 2004 Προκήρυξη της Περιφερειακής Διευθύνσεως Αττικής και Νήσων του Ο.Α.Ε.Δ. Σύμφωνα με το άρθρο 3 του ν. 2643/1998, κατά σειράν προτιμήσεώς μου οι αιτούμενες τρεις (3) πρώτες θέσεις εργασίας ήταν : 1. Υπουργείο Δημόσιας Τάξης (Α/Α 95Ν), 2. Υπουργείο Μεταφορών και Επικοινωνιών (Α/Α 93Ν) και 3. Υπουργείο Μεταφορών και Επικοινωνιών (Α/Α 196Ν). Αφού ελέχθηκε η παραπάνω αίτησή μου και μου ανακοινώθηκαν τα μόρια, τα οποία συγκέντρωσα και τα οποία ήταν 773, κλήθηκα να υποβάλω τα απαραίτητα δικαιολογητικά, τα οποία υπέβαλα στις ……………. με αριθμό πρωτοκόλλου ………... Τον Ιούνιο του 2006 ανακοινώθηκαν οι προσωρινοί πίνακες, βάσει των οποίων ήμουν επιτυχούσα στο Υπουργείο Δημοσίας Τάξεως με ειδικότητα ΠΕ Διοικητικού – Οικονομικού, με μόρια 773. Στις 25 Ιανουαρίου 2007 ανακοινώθηκαν η μοριοδότησης, βάσει των οποίων φέρομαι ως 2 οι τελικοί επιλαχούσα, πίνακες στο Υπουργείο Περιβάλλοντος, Χωροταξίας και Δημοσίων Έργων. Πλην, όμως, στις τρεις πρώτες θέσεις της επιλογής μου φέρονται ως επιτυχόντες συνυποψήφιοί μου με λιγότερα μόρια από τα δικά μου. Συγκεκριμένα, στο Υπουργείο Μεταφορών και Επικοινωνιών φέρεται ως επιτυχών ο ……………….. του Σπυρίδωνος με 766 μόρια (υπ’ αριθμ. πρωτ. ………… αίτησή του), στο Υπουργείο Δημόσιας Τάξης, η …………. με 755 209 μόρια (υπ’ αριθμ. πρωτ. …….. αίτησή της) και στην Νομαρχία Αθηνών, η …………….. με 761 μόρια (υπ’ αριθμ. πρωτ. …….. αίτησή της). Κατά συνέπειαν των ανωτέρω δικαιούμαι κατά νόμον να ζητήσω από Εσάς να παραγγείλετε την Α/βάθμια Επιτροπή άρθρου 9 ν. 2643/1998 Περιφερειακής Διεύθυνσης ΟΑΕΔ Αττικής και Νήσων όπως μου χορηγήσει, δαπάνες μου, κεκυρωμένα αντίγραφα των αιτήσεων και των δικαιολογητικών εγγράφων, τα οποία προσεκόμισαν τόσο εγώ όσο και οι ανωτέρω …………….. με 766 μόρια, ο οποίος φέρεται ως επιτυχών στο Υπουργείο Μεταφορών και Επικοινωνιών, ………………….. με 755 μόρια, η οποία φέρεται ως επιτυχούσα στο Υπουργείο Δημόσιας Τάξης και η …………………… με 761 μόρια, η οποία φέρεται ως επιτυχούσα στην Νομαρχία Αθηνών, καθόσον έχω ειδικό έννομο συμφέρον, προκειμένου να ασκήσω τα εκ του νόμου δικαιώματά μου, με σκοπό όπως καταλάβω μία από τις ανωτέρω θέσεις, όπως δικαιούμαι κατά νόμον. ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ - ΑΙΤΟΥΜΑΙ Να παραγγείλετε την Α/βάθμια Επιτροπή άρθρου 9 ν. 2643/1998 Περιφερειακής Διεύθυνσης ΟΑΕΔ Αττικής και Νήσων όπως μου χορηγήσει, δαπάνες μου, κεκυρωμένα αντίγραφα των αιτήσεων τις οποίες υπέβαλαν και των δικαιολογητικών εγγράφων, τα οποία προσεκόμισαν στην Α/βάθμια Επιτροπή άρθρου 9 ν. 2643/1998 Περιφερειακής Διεύθυνσης ΟΑΕΔ Αττικής και Νήσων τόσο εγώ όσο και οι ανωτέρω …………….. του ……… με 766 μόρια (υπ’ αριθμ. πρωτ. ………. αίτησή του), ο οποίος φέρεται επιτυχών στο Υπουργείο Μεταφορών και Επικοινωνιών, η ……………….. με 755 μόρια (υπ’ αριθμ. πρωτ. ……… αίτησή της), η οποία φέρεται ως επιτυχούσα στο Υπουργείο Δημόσιας Τάξης, και ……………… με 761 μόρια (υπ’ αριθμ. πρωτ. ………. αίτησή της), η οποία φέρεται επιτυχούσα στην Νομαρχία Αθηνών. Αθήνα, …………………….. Ο πληρεξούσιος Δικηγόρος ……………………………. 210
© Copyright 2024 Paperzz