εδώ - RE.HERB

A
Κατάλογος
ρωματικών
&
P
αρμακευτικών
Φυτών
Το έργο συγχρηματοδοτείται από την Ευρωπαϊκή Ένωση (ΕΤΠΑ)
και από Εθνικούς Πόρους της Ελλάδας και της Ιταλίας
μέσω του Προγράμματος Ευρωπαϊκής Εδαφικής Συνεργασίας.
Κείμενα, επιστημονική επιμέλεια
Δρ. ΓΡΗΓΟΡΙΟΣ ΙΑΤΡΟΥ, Καθηγητής, Επιστημονικός Υπεύθυνος
ΠΑΝΕΠΙΣΤHΜΙΟ ΠΑΤΡΩΝ
ΤΜΗΜΑ ΒΙΟΛΟΓΙΑΣ
ΤΟΜΕΑΣ ΒΙΟΛΟΓΙΑΣ ΦΥΤΩΝ
Δρ. ΦΩΤΕΙΝΗ ΛΑΜΑΡΗ, Αναπληρώτρια Καθηγήτρια
ΤΜΗΜΑ ΦΑΡΜΑΚΕΥΤΙΚΗΣ
ΕΡΓΑΣΤΗΡΙΟ ΦΑΡΜΑΚΟΓΝΩΣΙΑΣ ΚΑΙ ΧΗΜΕΙΑΣ ΦΥΣΙΚΩΝ ΠΡΟΙΟΝΤΩΝ
Δρ. ΓΕΩΡΓΙΟΣ ΔΗΜΗΤΡΕΛΛΟΣ
ΤΜΗΜΑ ΒΙΟΛΟΓΙΑΣ
ΤΟΜΕΑΣ ΒΙΟΛΟΓΙΑΣ ΦΥΤΩΝ
MSc ΜΑΡΙΑ ΤΣΑΚΙΡΗ
ΤΜΗΜΑ ΒΙΟΛΟΓΙΑΣ
ΤΟΜΕΑΣ ΒΙΟΛΟΓΙΑΣ ΦΥΤΩΝ
Πάτρα, Οκτώβριος 2014
Εισαγωγή
H
Ελλάδα έχει μια από τις πλουσιότερες χλωρίδες στην Ευρώπη σε σχέση πάντα με την έκτασή της. Αριθμεί
6.600 είδη και υποείδη (taxa), εκ των οποίων, τα 1.462 χαρακτηρίζονται ως ενδημικά (22,2%). Περισσότερα από το 1/6 του συνόλου χαρακτηρίζονται ως αρωματικά και φαρμακευτικά φυτά, ενώ, περισσότερα από 2.000 παρουσιάζουν εμπορικό ενδιαφέρον. Τα αρωματικά και φαρμακευτικά φυτά ταξινομούνται σε περίπου πενήντα οικογένειες (Abietaceae, Apiaceae, Asteraceae, Geraniaceae, Lamiaceae, Labiatae, Rutaceae, Iridaceae,
Rosaceae κ.λπ.).
Με τον όρο αρωματικά φυτά χαρακτηρίζονται όλα εκείνα τα φυτά που αποδίδουν άρωμα, το οποίο οφείλεται στις
πτητικές ενώσεις που περιέχουν. Τα φαρμακευτικά φυτά θεωρούνται εκείνα που τουλάχιστον κάποιο τμήμα τους
παράγει χημικές ενώσεις με θεραπευτικές δράσεις για τον άνθρωπο. Δεν υπάρχει σαφής διάκριση
ανάμεσα σε πολλά αρωματικά και φαρμακευτικά φυτά καθώς τα περισσότερα έχουν και τις
δύο ιδιότητες. Χρησιμοποιούνται εδώ και εκατοντάδες χρόνια σε κάθε σημείο της γης από
πολυάριθμους πολιτισμούς, τόσο στη διατροφή όσο και στην αντιμετώπιση προβλημάτων
υγείας. Είναι ευρέως διαδεδομένα σε όλη την περιοχή της Μεσογείου καθώς είναι κυρίαρχα στοιχεία της χλωρίδας της.
Τα φαρμακευτικά φυτά είναι τα αρχαιότερα θεραπευτικά μέσα που ανακάλυψε ο άνθρωπος για
την θεραπεία του και την ανακούφισή του από τους πόνους, άλλωστε, στο παρελθόν, η βοτανική
και η ιατρική αποτελούσαν στην πρακτική τους εφαρμογή συνώνυμους όρους. Για πολλούς αιώνες
το θεραπευτικό οπλοστάσιο περιελάμβανε μόνο φυτικά φάρμακα. Οι πρώτοι γιατροί ήταν στην πραγματικότητα βοτανολόγοι. Οι κλασσικοί Έλληνες και γιατροί
της αρχαιότητας έγραψαν διάφορα συγγράμματα για τις θεραπευτικές ιδιότητες και τον τρόπο χρήσης των φυτών βασισμένοι στις λαϊκές παραδόσεις
της εποχής τους. Oι γνώσεις τους κυριάρχησαν για πολλούς αιώνες
και αποτέλεσαν τη βάση για την ανάπτυξη της λαϊκής θεραπευτικής σε ολόκληρο το Δυτικό Κόσμο. Ο Αριστοτέλης (384-322
π.Χ.), και ο μαθητής του Θεόφραστος (371-285 π.Χ.) έθεσαν
τις πρώτες επιστημονικές βάσεις της Βοτανικής. Το έργο του
Αριστοτέλη «Περί Φυτών», δεν έχει διασωθεί, όμως, τα βιβλία
του Θεόφραστου «Περί φυτών ιστορία» και «Φυτών αιτίαι», θεωρούνται έως και σήμερα κλασικά βιολογικά έργα και δικαίως ο
Θεόφραστος θεωρείται ο πατέρας της Βοτανικής. Ο Ιπποκράτης (460377 π.Χ.) και ο Διοσκουρίδης (40-90 μ.Χ.), ήταν αυτοί που δημιούργησαν
τις βάσεις της σύγχρονης ιατρικής, αναγνωρίζοντας και χρησιμοποιώντας για θεραπευτικούς
σκοπούς διάφορα φυτά. Το σύγγραμμα του Διοσκουρίδη «Περί Ύλης Ιατρικής» (De Materia medika),
αποτελούσε για αιώνες το πολυτιμότερο συμβουλευτικό κείμενο για ιατρό-φαρμακευτικούς σκοπούς.
55
Η ιστορία είναι γεμάτη μύθους, θρύλους και παραδόσεις που αναφέρονται στις θεραπευτικές χρήσεις των φυτών. Στην
αρχαία ελληνική Μυθολογία και λογοτεχνία υπάρχουν πολυάριθμες αναφορές φυτών σε μύθους με θεούς, ημίθεους
και μυθικά πλάσματα, που κάποιοι εξηγούν την κοινή ονομασία τους, ενώ κάποιοι άλλοι περιγράφουν λεπτομερώς τη
χρήση τους ως μέσο ίασης. Βασιζόμενες τη λαϊκή παράδοση, έχουν διασωθεί στο πέρασμα του χρόνου πολλές συνταγές
με χρήση φυτών και συχνά αποκαλούνται ως ελιξίρια με μαγικές ιδιότητες. Η χρήση βοτάνων, οι αυτοσχέδιες αλοιφές
για επιθέματα και καταπλάσματα, τα αφεψήματα, κ.τ.λ., που παρασκευάζονταν από διάφορα μέρη φυτών, όπως άνθη,
φλοιούς, φύλλα, ρίζες, υπόγειους βλαστούς, και καρπούς, υποκαθιστούσαν επί αιώνες την επιστημονική ιατρική και
πάνω τους εναπέθεταν συνήθως, οι πάσχοντες τις ελπίδες της γιατρειάς.
Σήμερα, η παγκόσμια βιομηχανία τροφίμων, ποτών (προσθήκη αρώματος / γεύσης και συντήρηση), καλλυντικών, αρωμάτων και φαρμάκων, επιστρέφει ξανά στη φύση, με αποτέλεσμα όλο και περισσότερα φυτά να χρησιμοποιούνται για
την παρασκευή των προϊόντων τους. Χρησιμοποιούνται είτε ως φυτικό υλικό, ξερό ή νωπό, ή μεταποιημένα σε αιθέριο
έλαιο. Στο σύγχρονο δυτικό κόσμο, η βοτανοθεραπεία ανακτά το χαμένο έδαφος και αποτελεί πλέον μία από τις αξιόπιστες συμπληρωματικές μεθόδους θεραπείας, με τη μορφή εισπνοών, με λουτρά, κομπρέσες, εντριβές, μασάζ, αφεψήματα, εγχύματα, καταπλάσματα, βάμματα, εκχυλίσματα, κ.τ.λ. Η ζήτηση αρωματικών και φαρμακευτικών φυτών,
εξαιτίας των ιδιοτήτων τους, σε εθνικό και διεθνές επίπεδο είναι πλέον ιδιαίτερα αυξημένη, ενώ αυτοφυείς πληθυσμοί
απαντώνται σχεδόν σε ολόκληρη την Ελλάδα. Στην κατεύθυνση της αξιοποίησης των αυτοφυών αρωματικών φυτών
της χώρας μας προσανατολίζονται ήδη πολλές ελληνικές αλλά και ξένες εταιρίες, με την ανάπτυξη της βιομηχανικής
έρευνας, έχοντας ως αντικείμενο την ανάδειξη ιδιοτήτων φαρμακευτικών φυτών της ελληνικής χλωρίδας.
Η ανάγκη της καλλιέργειας των εν λόγω φυτών είναι επιτακτική για τις επιχειρήσεις και τους επαγγελματίες, αποσκοπώντας στη βελτίωση της ανταγωνιστικότητάς τους στη διεθνή αγορά και στον περιορισμό της ανεξέλεγκτης συλλογής
άγριων φυτών με σκοπό την προστασία του περιβάλλοντος. Η καλλιέργεια των αρωματικών και φαρμακευτικών φυτών μπορεί να βοηθήσει αποτελεσματικά τις περιοχές που χαρακτηρίζονται από χαμηλή
παραγωγικότητα ή χαμηλή εκμετάλλευση να προσελκύσουν νέους αγρότες σε νέες και
καινοτόμες παραγωγικές δραστηριότητες, γεγονός που θα συμβάλει στην ενίσχυση του
πρωτογενούς τομέα της εθνικής οικονομίας. Αναμφισβήτητα, τα αυτοφυή αρωματικά και φαρμακευτικά φυτά της ελληνικής χλωρίδας, επειδή
αποτελούν στοιχεία του ελληνικού οικοσυστήματος, συνήθως υπερτερούν
άλλων καλλιεργειών που ευδοκιμούν σε παρόμοια εδάφη, με αποτέλεσμα να
μην αναμένονται ιδιαίτερα καλλιεργητικά προβλήματα. Επομένως, η επιλογή
καλλιέργειας και εμπορίας των προϊόντων τους, αποτελεί μια
άριστη εναλλακτική πρόταση καλλιέργειας.
6
Τα έργο «Re.herb» περιλαμβάνει:
α) την καταγραφή και τεκμηρίωση των αρωματικών και
φαρμακευτικών φυτών, αυτοφυών και καλλιεργούμενων,
στην Δυτική Ελλάδα, Ήπειρο, Ιόνια νησιά στην Ελλάδα και
στην επαρχία του Τάραντα στην Ιταλία,
β) τη λεπτομερή ανάλυση της υφιστάμενης κατάστασης
όσον αφορά στην υπάρχουσα παραγωγή, τιμολόγηση, διανομή και μελλοντικές ευκαιρίες,
γ) την ταξινόμηση και δομημένη παρουσίαση της τεκμηρίωσης όσον αφορά τόσο τα χαρακτηριστικά των προϊόντων και τα χαρακτηριστικά που αφορούν την τοπική κουλτούρα και τον τοπικό
τουρισμό, και τέλος,
δ) την ανάπτυξη μίας καινοτόμου, πολυδιάστατης πλατφόρμας για την αξιοποίηση του χώρου ηλεκτρονικής αγοράς και των δυνατοτήτων δικτύωσης με στόχο την αύξηση του αριθμού των συμμετεχό-
ντων ΜΜΕ στις δραστηριότητες του δικτύου και την ενίσχυση της συνεργασίας και
των κοινών δράσεων για την διεθνοποίηση.
Ο βασικός στόχος του «Re.herb» έγκειται στην ανάδειξη των θεραπευτικών και
καλλυντικών ιδιοτήτων συγκεκριμένων φυτών, τόσο σε εθνικό, όσο και διασυνοριακό επίπεδο, με σκοπό αφενός την ενημέρωση του πληθυσμού κάτω από ένα
πιο ολοκληρωμένο και περιεκτικό τρόπο και, αφετέρου, στην ενίσχυση της ζήτησης (τόσο της
εγχώριας όσο και της ξένης) για τέτοια φυτά ή φυτικά προϊόντα.
Αξιοσημείωτο είναι το γεγονός ότι η περιοχή μελέτης παρουσιάζει πλούσια χλωριδική
ποικιλότητα. Κατά τη διάρκεια του έργου «Re.herb» πραγματοποιήθηκε καταλογογράφηση του συνόλου των αρωματικών και φαρμακευτικών φυτών της εν λόγω περιοχής.
Επειδή δεν ήταν εφικτό να μελετηθούν στο σύνολο τους, επιλέχθηκαν αντιπρόσωποι που παρουσιάζουν ήδη εμπορικό ενδιαφέρον ή θα μπορούσαν να αξιοποιηθούν προς αυτή την κατεύθυνση εξαιτίας των φαρμακευτικών ιδιοτήτων τους. Τα πλήρη κείμενα για το σύνολο των αυτοφυών και καλλιεργούμενων taxa που μελετήθηκαν, παρατίθεται
στην ιστοσελίδα που υλοποιήθηκε στα πλαίσια του έργου (www.reherb.eu), περιλαμβάνοντας την επιστημονική
και παραδοσιακή ονομασία για το κάθε ένα, τη συστηματική περιγραφή, τη γεωγραφική εξάπλωση, τα υποείδη
που περιλαμβάνει, το βιότοπο όπου απαντάται, τις φαρμακευτικές ιδιότητες και τη φυτοχημική σύσταση, το βαθμό
καλλιέργειας και τη χρήση του σε τοπικό επίπεδο, τις παραδοσιακές χρήσεις, τους πιθανούς κινδύνους της χρήσης
του, καθώς και αντιπροσωπευτικό φωτογραφικό υλικό. Για πρακτικούς και κυρίως οικονομικούς λόγους, στο παρόν
βιβλίο, παρατίθενται επιλεκτικά από τις τρείς περιοχές μελέτης, οι σημαντικότεροι αντιπρόσωποι των αυτοφυών
(82 taxa) και των καλλιεργούμενων (19 taxa) και συνοδεύονται αντίστοιχα από την επιστημονική και παραδοσιακή
ονομασία, την συστηματική περιγραφή, τη γεωγραφική εξάπλωση, τις φαρμακευτικές χρήσεις και την φυτοχημική
τους σύσταση.
7
Π Ε ΡΙ Ε ΧΟΜ Ε ΝΑ
Αυτοφυή Αρωματικά και Φαρμακευτικά Φυτά
Achillea setacea Waldst. & Kit. Čelak ......................................................................
Anchusa officinalis L. subsp. οfficinalis ...................................................................
Anthyllis vulneraria subsp. rubriflora (DC.) Arcang. ................................................
Arbutus unedo L. ....................................................................................................
Arctium lappa L. .....................................................................................................
Artemisia arborescens (Vaill.) L. .............................................................................
Asparagus acutifolius L. .........................................................................................
Asphodelus ramosus L. ..........................................................................................
Berberis cretica L. ...................................................................................................
Blitum bonus-henricus (L.) Rchb. ...........................................................................
Borago officinalis L. ................................................................................................
Brassica nigra (L.) W. D. J. Koch in Röhl. ..................................................................
Bryonia dioica Jacq. ................................................................................................
Calendula officinalis L. ...........................................................................................
Capparis spinosa L. .................................................................................................
Capsella bursa-pastoris (L.) Medik. ........................................................................
Celtis australis L. ....................................................................................................
Centaurea cyanus L. ...............................................................................................
Ceratonia siliqua L. .................................................................................................
Cichorium intybus L. ..............................................................................................
Cistus creticus subsp. creticus Greuter and Burdet ..................................................
Colchicum bivonae Guss. ........................................................................................
Cornus mas L. .........................................................................................................
Crataegus monogyna Jacq. ....................................................................................
Crocus boryi J. Gay .................................................................................................
Cynara scolymus L. .................................................................................................
Cynodon dactylon (L.) Pers. ....................................................................................
Cynoglossum officinale L. .......................................................................................
Digitalis grandiflora Mill. ........................................................................................
Dracunculus vulgaris Schott ...................................................................................
Drimia numidica ....................................................................................................
Ephedra nebrodensis Guss. subsp. procera .............................................................
Eryngium amethystinum L. ....................................................................................
Euphorbia characias L. subsp. wulfenii (W. D. J. Koch) Radcl.-Sm. ..........................
Foeniculum vulgare Mill. ........................................................................................
Fumaria officinalis L. subsp. officinalis ...................................................................
Glycyrrhiza glabra L. ...............................................................................................
Humulus lupulus L. ................................................................................................
Hypericum perforatum L. subsp. perforatum .........................................................
15
16
17
18
19
20
21
22
23
24
25
26
27
28
29
30
31
32
33
34
35
36
37
38
39
40
41
42
43
44
45
46
47
48
49
50
51
52
53
9
10
Iris germanica L. .....................................................................................................
Juniperus oxycedrus L. ...........................................................................................
Laurus nobilis L. .....................................................................................................
Lavandula stoechas L. subsp. stoechas ...................................................................
Malva sylvestris L. ..................................................................................................
Marrubium vulgare L. ............................................................................................
Matricaria chamomilla L. .......................................................................................
Melissa officinalis L. subsp. altissima (Sm.) Arcang. ...............................................
Melittis melissophyllum subsp. albida (Guss.) P. W. Ball .........................................
Mentha aquatica L. ................................................................................................
Mentha pulegium L. ...............................................................................................
Myrtus communis L. subsp. communis ..................................................................
Origanum vulgare L. subsp. hirtum ........................................................................
Parietaria officinalis L. ............................................................................................
Pistacia lentiscus L. ................................................................................................
Portulaca oleracea L. ..............................................................................................
Pulicaria dysenterica (L.) Bernh. .............................................................................
Pyrus spinosa Forssk. ..............................................................................................
Quercus frainetto Ten. ............................................................................................
Ribes uva-crispa L. subsp. austro-europaeum (Bornm.) Bech. ...............................
Rosa canina L. ........................................................................................................
Rosmarinus officinalis L. ........................................................................................
Rubus idaeus L. ......................................................................................................
Salvia fruticosa Mill. ...............................................................................................
Salvia officinalis L. subsp. officinalis .......................................................................
Sambucus nigra L. ..................................................................................................
Saponaria officinalis L. ...........................................................................................
Sideritis clandestina subsp. peloponnesiaca (Boiss. & Heldr.) Baden ......................
Silybum marianum (L.) Gaertn. .............................................................................
Sinapis alba L. subsp. alba ......................................................................................
Sisymbrium officinale (L.) Scop. .............................................................................
Taraxacum pindicola (Bald.) Hand.-Mazz. ..............................................................
Teucrium capitatum L. subsp. capitatum ................................................................
Thymbra capitata (L.) Cav. Elench. ..........................................................................
Thymus leucotrichus Halácsy subsp. leucotrichus ...................................................
Tilia tomentosa Moench .........................................................................................
Tordylium apulum L. ..............................................................................................
Tussilago farfara L. .................................................................................................
Urtica dioica L. .......................................................................................................
Urtica urens L. ........................................................................................................
Verbascum thapsus L. ............................................................................................
Vinca major L. ssp. major ........................................................................................
Vitex agnus-castus L. .............................................................................................
54
55
56
57
58
59
60
62
63
64
65
66
67
68
69
70
71
72
73
74
75
76
77
79
80
81
82
83
84
85
86
87
88
89
90
91
92
93
94
95
96
97
98
Καλλιεργούμενα Αρωματικά και Φαρμακευτικά Φυτά
Allium sativum L. .................................................................................................
Aloe vera (L.) Burm. f. ..........................................................................................
Aronia melanocarpa (Michx.) Elliott .....................................................................
Artemisia dracunculus L. ......................................................................................
Coriandrum sativum L. .........................................................................................
Cuminum cyminum L. ..........................................................................................
Echinacea purpurea (L.) Moench ..........................................................................
Eruca vesicaria (L.) Cav. ........................................................................................
Hippophae rhamnoides L. ....................................................................................
Jasminum grandiflorum L. ...................................................................................
Lycium barbarum L. .............................................................................................
Mentha x piperita L. .............................................................................................
Ocimum basilicum L. ............................................................................................
Pelargonium graveolens (Thunb.) L’Hér. ...............................................................
Pimpinella anisum L. ...........................................................................................
Punica granatum L. ..............................................................................................
Stevia rebaudiana (Bert.) Bertoni .........................................................................
Trigonella foenum-graecum L. .............................................................................
Vaccinium corymbosum L. ...................................................................................
101
102
103
104
105
106
107
108
109
110
111
112
113
114
115
116
117
118
119
11
A
υτοφυή
Aρωματικά και Φαρμακευτικά
Φυτά
13
Achillea setacea Waldst. & Kit. Čelak
Květ. Okolí Pražsk.: 130. 1870
• Οικογένεια: Asteraceae.
• Συνώνυμα: Achillea fililoba Freyn, Achillea
kuemmerleana Prodan.
• Κοινή ελληνική ονομασία: Αχιλλέα.
• Συστηματική περιγραφή: Βλαστοί 15-30(-45) cm,
όρθιοι η ανερχόμενοι, απλοί, με 12-20 μεσογονάτια διαστήματα. Μεσαία φιλα του βλαστού 3 x 0,5 cm, με περίγραμμα στενά λογχοειδές, 3-πτεροσχιδή, με κοντό η
μακρύτερο τρίχωμα, η ράχης 0,5 mm πλάτους, ακέραια.
Πρωτογενή τμήματα c. 2 mm, με σχεδόν κυκλικό περίγραμμα, η ράχης 0,4 mm πλάτους. Λοβοί νηματοειδείς
αφιστάμενοι. Κεφάλια c. 3 x 0,5-2,5 mm, με βράκτια σχεδόν ομοιόμορφα τριχωτά. Γλωσσίδια λευκά. 2n = 18.
• Γεωγραφική εξάπλωση: Σε ξηρά μέρη. Εντοπίζεται
σε Ν, ΝΑ & ΝΚ Ευρώπη, δυτικά της ΝΔ Ελβετίας και βορειότερα των 56o Β, στην Κ. Ρωσία. [Au Bu Cz Ge Gr He ?Hs
Hu It Ju Po ?Rm Rs (C, W, K, E)].
• Φαρμακευτικές χρήσεις: Η ευρεία εξάπλωση του γένους Achillea σε όλο τον κόσμο, συνετέλεσε στην χρήση
των ειδών από τις τοπικές κοινωνίες στην παραδοσιακή
ιατρική ως φάρμακα. Αφεψήματα των ειδών του γένους
Achillea έχουν παραδοσιακά χρησιμοποιηθεί για τον κοιλιακό πόνο και τον μετεωρισμό. Ο Διοσκουρίδης, επίσης,
χρησιμοποιούσε την Achillea για τη δυσεντερία είτε σχετιζόταν με την χολέρα ή με άλλες νόσους.
Όπως και στο είδος A. millefolium, το σκούρο μπλε αιθέριο έλαιο, το οποίο εκχυλίζεται με απόσταξη μεθ’ υδρατμών από τα φύλλα, γενικά χρησιμοποιείται ως αντιφλεγμονώδες ή ως εντριβή στο στήθος σε κρυολογήματα και
γρίπη. Έχει αναφερθεί ότι χρησιμοποιείται ως αντιφλογιστικό, ευστόμαχο και εμμηναγωγό και για την αντιμετώπιση του πόνου, της αιμορραγίας, των γαστρεντερικών
διαταραχών, και φλεγμονών της χοληδόχου κύστεως.
• Φυτοχημική σύσταση: Με GC-MS ανάλυση του απομονωμένου αιθερίου ελαίου από τα αποξηραμένα εναέρια τμήματα του φυτού Achillea setacea ταυτοποιήθηκε
Achillea setacea Waldst. & Kit: Λεπτομέρεια των ταξιανθιών.
ένας μεγάλος αριθμός συστατικών, με την ευκαλυπτόλη
(1,8-κινεόλη) να αποτελεί το κυριότερο συστατικό του
ελαίου. Επιπλέον, η καμφορά και τα παράγωγά της, βορνεόλη, τερπινεν-4-όλη και ευκαλυπτόλη (1,8-κινεόλη)
θεωρούνται ως τα κυριότερα αντιμικροβιακά συστατικά
του. Από τα εναέρια τμήματα της Achillea setacea έχουν
απομονωθεί, επίσης, σεσκιτερπένια με δομή α-μεθυλεν-γ-λακτόνης και φλαβονοειδή.
15
Anchusa officinalis L. subsp. οfficinalis
Sp. Pl.: 133. 1753
• Οικογένεια: Boraginaceae.
• Συνώνυμα: Anchusa angustifolia L., Anchusa
officinalis subsp. angustifolia (L.) Bjelcić, Anchusa arvalis
Rchb., Anchusa microcalyx Vis., Anchusa osmanica
Velen.
• Κοινές ελληνικές ονομασίες: Άγχουσα η φαρμακευτική, Άγχουσα, Βοϊδόγλωσσα, Σκυλόγλωσσα, Αλκάνη,
Λύκοψις.
• Συστηματική περιγραφή: Πολυετές, σπάνια διετές,
με σκληρές ομοιόμορφες ή σύνθετες τρίχες, βλαστοί 2080 (-170) cm, όρθιος. Φύλλα 50-120 x 10-20 mm. Κυματώδης ταξιανθία πολλαπλή, πυκνή∙ μίσχος πολύ κοντός,
έως 5 mm στην καρποφορία, βράκτια ίσα ή κοντύτερα
από τον κάλυκα. Κάλυκας 5-7 mm, έως 10 mm καρποφορία, διαιρούμενος έως τη μέση ή σχεδόν ως τη βάση σε
λογχοειδείς, οξείς λοβούς. Η στεφάνη είναι βιολετί ή κοκκινωπή, σπάνια λευκή ή κίτρινη με σωλήνα 5-7 mm, ίσος
ή έως 1½ φορά το μήκος του κάλυκα της στεφάνη 7-15
mm σε διάμετρο; Οι στήμονες φτάνουν στο ανώτερο μισό
του σωλήνα της στεφάνης φτάνοντας ή επικαλύπτουν
μερικώς τα λέπια. Καρπίδια περίπου 2 x 4 mm, αμβλέως
ωοειδή. 2n = 16 ± 0-2B.
16
• Γεωγραφική εξάπλωση: Εντοπίζεται σε μεγάλο μέρος της Ευρώπης, όμως απουσιάζει από τις βορειότερες
περιοχές, από πολλές περιοχές της Δύσης και από ορισμένα μέρη της Μεσογείου. [Αl Au Bl Bu Co Cz Da GaGe Gr He
Ho Hu It Ju *No Po RmRs (*N, B, C, W, E) Su Tu (*Be *Fe)].
Στη χώρα μας είναι αυτοφυές με εξάπλωση στην Ηπειρωτική Ελλάδα, Ζάκυνθο, Κεφαλλονιά και νησιά του Βορείου
Αιγαίου. Στην περιοχή μελέτης απαντάται στην Αιτωλοακαρνανία, Αχαϊα, Ηλεία, Κεφαλλονιά και Ζάκυνθο.
• Φαρμακευτικές χρήσεις: Οι ανθοφόροι βλαστοί, οι
ρίζες και τα άνθη χρησιμοποιούνται στην θεραπευτική ως
μαλακτικά και αποχρεμπτικά. Η άγχουσα, χρησιμοποιείται για τη θεραπεία του βήχα, της βρογχίτιδας και άλλων
λοιμώξεων του στήθους και του λάρυγγα, στην τοπική θεραπεία πληγών, εκχυμώσεων και κιρσών. Ομοιοπαθητικό
Anchusa officinalis L. subsp. officinalis:
Λεπτομέρεια των ανθέων.
φάρμακο που παρασκευάζεται από το φυτό αυτό χρησιμεύει στη θεραπεία του έλκους του στομάχου και του
δωδεκαδάχτυλου. Αφέψημα από τις ρίζες πιστεύεται ότι
«καθαρίζει» το αίμα, ενώ επίσης χρησιμεύει ως διουρητικό και ως εφιδρωτικό.
• Φυτοχημική σύσταση: Στο ανθοφόρο φυτό έχουν
εντοπιστεί σιλικικό οξύ, αλκαλοειδή (συμπεριλαμβανομένων ορισμένων τοξικών αλκαλοειδών της πυρρολιζιδίνης), βλέννα, τριτερπενοειδείς σαπωνίνες και ανθοκυανίνες.
Anthyllis vulneraria subsp. rubriflora (DC.) Arcang.
Comp. Fl. Ital.: 178. 1882
• Οικογένεια: Fabaceae.
• Συνώνυμα: Anthyllis font-queri Rothm., Anthyllis
gandogeri (Sagorski) W. Becker, Anthyllis praepropera
(A. Kern.) Beck, Anthyllis rosea Willk., Anthyllis spruneri
(Boiss.) Beck, Anthyllis vulneraria subsp. praepropera
(A. Kern.) Bornm., Anthyllis vulneraria subsp. spruneri
(Boiss.) Bornm.
• Κοινές ελληνικές ονομασίες: Κοκκωνόχορτο, Ανθυλίδα, Καπνόχορτο.
• Συστηματική περιγραφή: ετήσιο, διετές ή πολυετές.
Βλαστοί έως 10-35 cm, ανερχόμενοι προς στητοί, τριχωτοί στο κάτω μέρος. Κατώτερα φύλλα συνήθως με ένα
μόνο φυλλάριο. Τα ανώτατα φύλλα με 7-13 ίσα φυλλάρια,
ενώ τα ανώτερα φύλλα περιτόλληκτα, ίσα μεταξύ τους ή
όχι. Κεφάλια με πολυάριθμα άνθη, κείνται απέναντι από
2 παλαμοσχιδή βράκτια, πολύ κοντά κάτω από τα άνθη.
Κάλυκας φουσκώνει κατά την άνθιση, στενεύουν στην
κορυφή, με 5 άνισα δόντια και στόμιο λοξό άνισο. Στεφάνη κίτρινη, ερυθρή, πορφυρή, πορτοκαλί, λευκωπή, ή
ποικιλόχρωμη. Όσπριο με 1 έως 2 σπέρματα.
Anthyllis vulneraria subsp. rubriflora (DC.) Arcang:
Ταξιανθία.
• Γεωγραφική εξάπλωση: Εμφανίζεται στη μεσογειακή περιοχή, απουσιάζει από την Ισπανία και το μεγαλύτερο μέρος της Ιταλίας. [Al Bl Co Cr Ga Gr It Ju Sa Tu].
• Φαρμακευτικές χρήσεις: H ανθυλίδα χρησιμοποιείται σε πομάδα για την θεραπεία των ελκών και των
πληγών. Επίσης, είναι καθαρτικό και αντιασθματικό. Το
λούσιμο των μαλλιών με το ίδιο έμβρεγμα προλαβαίνει
την τριχόπτωση.
• Φυτοχημική σύσταση: Περιέχει τανίνες, κολλώδεις
ουσίες, σαπωνίνες, ξανθοφύλλες, οργανικές χρωστικές
ουσίες.
17
Arbutus unedo L.
Sp. Pl.: 395. 1753
• Οικογένεια: Ericaceae.
• Συνώνυμα: Arbutus serratifolia Salisb., nom. illeg.,
Arbutus salicifolia Hoffmanns.
• Κοινές ελληνικές ονομασίες: Άρβουτος η κοινή,
Κουμαριά.
• Συστηματική περιγραφή: Συνήθως είναι φουντωτός θάμνος 1,5-3 m, περιστασιακά μικρό δένδρο έως 12
m. Ο φλοιός έχει σχισμές, ξεφλουδίζεται σε μικρές λουρίδες, κυρίως θαμπό καφέ, τα νεαρά κλαδιά αδενώδη
τριχωτά τουλάχιστον εν μέρη. Τα φύλλα 4-11 x 1,5-4 cm,
επιμήκη-λογχοειδή, συνήθως 2-3 φορές μακρύτερα από
το φάρδος, οδοντωτά προς ακέραια, λεία εκτός από την
βάση, ποδίσκος 10 mm ή μικρότερος. Ταξιανθία 4-5 cm.
Κρεμμάμενη και εμφανίζεται το Φθινόπωρο. Κάλυκας 1,5
mm, με υπό-κυκλικούς λοβούς, στεφάνη 9 x 7 mm, λευκή, συχνά με πράσινα ή ροζ στίγματα. Καρπός μούρο, 20
mm καλυμμένος με κωνικές θηλές, όταν ωριμάζουν περνούν από το κίτρινο στο κόκκινο και τέλος έντονα κόκκινο. 2n = 26.
18
• Γεωγραφική εξάπλωση: Σε αειθαλείς θαμνώτοπους,
στα περιθώρια δασών και σε βραχώδεις πλαγιές. Στην περιοχή της Μεσογείου και στην ΝΔ Ευρώπη, εκτεινόμενο
βόρεια τοπικά στην ΒΔ Ιρλανδία. [Al Bl Co Cr Ga Gr HbHs It
Ju Lu Sa Si Tu]. Είναι στενό μεσογειακό είδος. Στην χώρα
μας απαντάται τόσο στην Ηπειρωτική Ελλάδα όσο και
στα νησιά. Στην περιοχή μελέτης απαντάται στην Αχαΐα,
Ηλεία, Αιτωλοακαρνανία και στα νησιά του Ιονίου (Ζάκυνθο και Κεφαλλονιά). Είναι αυτοφυές, άφθονο και με πολύ
καλούς πληθυσμούς. Μπορεί να συλλέγεται από τη φύση
χωρίς να υπάρχει κίνδυνος υποβάθμισης.
Στην περιοχή μας αναπτύσσεται επίσης και το είδος
Arbutus andrachne L. (αυτοφυές στην περιοχή της Μεσογείου, τη Μέση Ανατολή και της νοτιοδυτική Ασία).
• Φαρμακευτικές χρήσεις: Τα φύλλα, ο φλοιός και τα
η ρίζα είναι γνωστά στην παραδοσιακή ιατρική ως αντισηπτικά, διουρητικά και καθαρτικά, ενώ τα άνθη του είναι
ελαφρώς εφιδρωτικά. Επίσης, χρησιμοποιούνται για τη θε-
Arbutus unedo L.: Χρωματιστά (ώριμα) άνθη και καρποί.
ραπεία μολύνσεων του ουροποιητικού συστήματος, όπως
η κυστίτιδα και η ουρηθρίτιδα. Λόγω της στυπτικής του
δράσης χρησιμοποιείται στη αντιμετώπιση της διάρροιας
και της δυσεντερίας και, όπως συμβαίνει με πολλά άλλα
στυπτικά φυτά, χρησιμεύει σε εκπλύσεις για την αντιμετώπιση ερεθισμών της στοματοφαρυγγικής κοιλότητας.
• Φυτοχημική σύσταση: Όλα τα μέρη του φυτού είναι
πλούσια σε πολυφαινόλες, από απλά φαινολικά συστατικά, φλαβονοειδή, ανθοκυανίνες μέχρι τις περισσότερο
πολύπλοκες ταννίνες.
Arctium lappa L.
Sp. Pl.: 816. 1753
• Οικογένεια: Astreraceae.
• Συνώνυμα: Arctium majus Bernh., nom. illeg., Arctium
vulgare (Hill) Druce, Lappa glabra Lam., nom. illeg., Lappa
major Gaertn., nom. illeg., Lappa officinalis All., nom. illeg.,
Lappa vulgaris Hill, nom. nov., Arctium chaorum Klokov.
• Κοινές ελληνικές ονομασίες: Άρκτιο το αρπακτικό, Λάππα ή Κολλιτσίδα ή Πλατανομαντηλίδα ή Αρκουδοβότανο.
• Συστηματική περιγραφή: Φυτό 90-150 cm. Βλαστοί, μίσχοι και ποδίσκοι χνουδωτά έως σχεδόν λεία. Κάθε βασικός
κλάδος της ταξιανθίας κορυμβώδης. Φύλλα βάσης μέχρι 50 cm,
πλατιά ωοειδή, καρδιοειδή, συνήθως αμβλεία, ποδίσκοι στέρεοι.
Μίσχοι 3-10 cm. Περίβλημα ταξιανθίας 20-25 x 35-42 mm στην
καρποφορία, σφαιρικό ως μπουμπούκι, ημισφαιρικό και ευρέως
ανοικτό πάνω στην καρποφορία, λαμπερό χρυσοπράσινο, λείο
ή σχεδόν λείο. Άνθίδια, περίπου ίσου μήκους με τα βράκτια του
κεφαλίου. Αχαίνια 6-7 mm. Πάππος 1, 3-5 mm. 2n = 36.
• Γεωγραφική εξάπλωση: Σχεδόν σε όλη την Ευρώπη εκτός
από τις βόρειες χώρες.
• Φαρμακευτικές χρήσεις: Χρησιμοποιείται για τη θεραπεία παθήσεων που προκαλούνται από την «υπερφόρτωση»
του οργανισμού με τοξίνες, όπως του λαιμό και άλλες λοιμώξεις, εξανθήματα και άλλα δερματικά προβλήματα. Το φυτό
είναι αντιβακτηριακό, αντιμυκητιακό, αντιστομαχικό. Έχει
καταπραϋντικές, ιδιότητες και λέγεται ότι είναι μία από τις
πιο σίγουρες θεραπείες για πολλούς τύπους ασθενειών του
δέρματος, εγκαύματα, μώλωπες κ.λπ. Χρησιμοποιείται στη
θεραπεία του έρπη, του εκζέματος, της ακμής, των λειχηνών,
κατά δαγκωμάτων κ.λπ. Το φυτό μπορεί να ληφθεί εσωτερικά ως έγχυμα, ή να χρησιμοποιηθεί εξωτερικά σαν έκπλυση.
Χρησιμοποιήστε το με προσοχή. Οι ρίζες ηλικίας ενός έτους
φυτού συλλέγονται στα μέσα του καλοκαιριού και αποξηραίνονται. Πρόκειται για εναλλακτικό, καθαρτικό, καθαριστικό
αίματος, χολαγωγό, εφιδρωτικό, διουρητικό. Ο Ευρωπαϊκός
Οργανισμός Φαρμάκων (EMA), αναγνωρίζοντας τη μακροχρόνια χρήση της ρίζας Arctium, επιτρέπει τη χρήση του ως
παραδοσιακό φάρμακο φυτικής προέλευσης με στόχο 1) την
αύξηση της ποσότητας των ούρων για την επίτευξη του αδειάσματος της ουροποιητικού συστήματος, ως ανοσοενισχυτικό
σε μικρές λοιμώξεις ουροποιητικού συστήματος, 2) σε προσωρινή απώλεια της όρεξης, και 3) στη θεραπεία της σμηγματορροϊκές δερματικές παθήσεις. Το σπέρμα είναι αντιφλο-
Arctium lappa L.: Ταξιανθίες (σφαιροειδή κεφάλια)
με αγκαθωτά βράκτια περιβλήματος.
γιστικό, καθαρκτικό, εφιδρωτικό και διουρητικό. Πρόσφατες
έρευνες έχουν δείξει ότι οι καρποίι οδηγούν σε χαμηλότερα
επίπεδα σακχάρου στο αίμα. Το σπέρμα συλλέγεται το καλοκαίρι και ξηραίνεται για μετέπειτα χρήση. Το θρυμματισμένο
σπέρμα τοποθετείται ως κατάπλασμα σε μώλωπες. Τα φύλλα
επίσης χρησιμοποιούνται σαν κατάπλασμα σε έλκη εγκαύματα
και πληγές. Καταπλάσματα φύλλων έχουν χρησιμοποιηθεί για
τραυματισμούς, ενώ εγχύματα χρησιμοποιούνται για το έλκος
στομάχου και γαστρίτιδα. Τοπικώς χρησιμοποιείται για τη θεραπεία ασθενειών του δέρματος, κατά τσιμπημάτων εντόμων,
κνησμό και γρατσουνιές. Τα φύλλα μπορεί να βοηθήσει στη
θεραπεία μωλώπων, όγκων και οιδημάτων.
• Φυτοχημική σύσταση: Η ρίζα του Arctium περιέχει πολυσακχαρίτες (μέχρι 70% της ξηρής μάζας, κυρίως ινουλίνη),
λιπαρά οξέα (0,4-0,8%), πολλά τριτερπένια (οξέα, εστέρες,
αλκοόλες), λιγνάνες (κυρίως αρκτίνη), φαινολικά οξέα, φλαβονοειδή και ταννίνες (μέχρι 3,65% στή νωπή ρίζα) και μικρό
ποσοστό αιθέριου ελαίου (έως 0,18%). Τα φύλλα περιέχουν
σεσκιτερπένια (κυρίως στο αιθέριο έλαιο), ελεύθερες τερπενικές αλκοόλες και εστέρες, στερόλες, λιπαρά οξέα (κυρίως
κορεσμένα), φαινολικά οξέα, ασκορβικό οξύ και τανίνες, ενώ
οι σπόροι είναι πλούσιοι σε λιπαρά οξέα, λιγνάνες (συμπεριλαμβανομένων αρκτίνης) και ντοκοστερόλης.
19
Artemisia arborescens (Vaill.) L.
Sp. Pl., ed. 2: 1188. 1763
• Οικογένεια: Asteraceae.
• Συνώνυμα: Absinthium arborescens Vaill.
• Κοινές ελληνικές ονομασίες: Αρτεμισία η δενδροειδής, Αρτεμισία.
• Συστηματική περιγραφή: Φυτό πολυετές, αρωματικό, λευκό - χνοώδες, βλαστοί 50-100 cm, ξυλώδες κάτω.
Φύλλα 1-2 - πτεροσχιδή ή το ανώτερο μερικές φο­ρές απλό,
έμμισχο Λοβοί 5-25 x 1-2 mm, αμβλείοι. Κεφάλιο 6-7 mm,
σε όλη την ταξιανθία. Περίβλημα 3,5-4 mm, βράκτια ωοειδή, χνοώδη, με ένα ευρύ, λείο, μεμβρανώδες περιθώριο.
Ανθοδόχη τριχωτή. Στεφάνη λεία. 2n = 18.
• Γεωγραφική εξάπλωση: Περιοχή της Μεσόγειου, Ν.
Πορτογαλία. [Bl Co Cr Gr Hs It Ju Lu Sa Si (Ga)]. Η εξάπλωσή της στη χώρα μας εκτείνεται στην νότια Ελλάδα και
στην Κρήτη Στην περιοχή μελέτης απαντάται στην Ηλεία
και Κεφαλονιά.
20
• Φαρμακευτικές χρήσεις: Το A. arborescens είχε διάφορες ιατρικές χρήσεις κατά τη διάρκεια των χρόνων,
όπως ανθελμινθικό, τονωτικό της ορέξεως, διουρητικό,
εμμηναγωγό και εκτρωτικό φάρμακο. Αφεψήματα των
φύλλων έχουν χρησιμοποιηθεί για την αντιμετώπιση του
κοινού κρυολογήματος, του άσθματος, της αλλεργικής ρινίτιδας και της ασθματικής βρογχίτιδας, των ιλίγγων, και
ως υπογλυκαιμικός παράγοντας. Επίσης, κονιοποιημένα
φύλλα έχουν χρησιμοποιηθεί παραδοσιακά για την τοπική εξωτερική αντιμετώπιση διαφόρων δερματοπαθειών,
αλλεργικών αντιδράσεων, και της φλεβικής ανεπάρκειας.
Τέλος, θεωρείται αντισηπτικό.
• Φυτοχημική σύσταση: Το γένος έχει υψηλή περιεκτικότητα σε αιθέριο έλαιο-θυιόνη, καμφορά και χαμαζουλένιο αποτελούν μέχρι και το 75% των συστατικών.
Η υψηλή περιεκτικότητα του σε χαμαζουλένιο εξηγεί
τις αντιφλεγμονώδεις ιδιότητες και τις χρήσεις του, ενώ
σπασμολυτικές και αντιικές ιδιότητες έχουν αναφερθεί
για το αιθέριο έλαιο. Εκτός από αιθέριο έλαιο, τα φυτά
περιέχουν φαινολικά οξέα, φλαβονοειδή, σεσκιτερπένια,
στερόλες και άλλα τριτερπένια.
Artemisia arborescens (Vaill.) L.: Ταξιανθία.
Asparagus acutifolius L.
Sp. Pl.: 314. 1753
• Οικογένεια: Asparagaceae.
• Συνώνυμα: Asparagus aetnensis Tornab., Asparagus
ambiguus De Not., Asparagus brevifolius Tornab.,
Asparagus commutatus Ten., Asparagus corruda Scop.,
Asparagus inarimensis Tornab.
• Κοινές ελληνικές ονομασίες: Ασπάραγος ο οξύφυλλος, Αγριοσπαράγγι, Σπαράγγια, Σφαράγγια, Σφαραγγιές, Κουτσαγρέλια.
• Συστηματική περιγραφή: Βλαστοί έως 200 cm,
ξυλώδεις, λευκοί ή γκρι. Βλαστοί και κλαδιά κατά μήκος
ραβδωτά, θηλώδη ή σχεδόν λεία. Κλαδώδια 2-8 (-10) x
0,3-0,5 mm, σχεδόν ίσα, σε δέσμες (5 -)10-30(-50), αφιστάμενα, έντονα αγκαθωτά. Μίσχοi 3-7(-8) χιλιοστών,
που περιβάλλεται από μικρά βράκτια στη βάση. Γόνατα
με (1-)2-4 άνθη που αναμιγνύονται με τα κλαδώδια. Περιάνθιο-τμήματα 3-4 mm. Ράγα 4,5-7,5(-10) mm, μαύρη, με 1-2 σπόρους. 2n = 40. Τα κλαδώδια είναι γενικά
μικρότερα στους πληθυσμούς της δυτικής από ό,τι της
ανατολικής Μεσογείου. Φυτά από τις παράκτιες περιοχές,
κυρίως από τα νησιά, είναι μερικές φορές μόνο ελαφρώς
ξυλώδη και έχουν λεπτό, ελάχιστα ακανθώδη κλαδώδια
(var. gracilis Baker).
• Γεωγραφική εξάπλωση: Νότια Ευρώπη, ανατολικά
προς Κρήτη και Ν.Α. Βουλγαρία. [Al Bl Bu Co Cr Ga Gr Hs It
Ju Lu Sa Si Tu]. Στη χώρα μας είναι αυτοφυές με εξάπλωση
κυρίως στην Ηπειρωτική Ελλάδα και λιγότερο στα νησιά
του Ιονίου και Αιγαίου. Απαντάται στην Αιτωλοακαρνανία,
Αχαϊα, Ηλεία, Κεφαλλονιά, Ιθάκη και Ζάκυνθο.
• Φαρμακευτικές χρήσεις: Τα είδη του γένους Aspa­
ragus θεωρούνται καθαρκτικά, αποτοξινωτικά και διουρητικά. Η ρίζα του είδους Asparagus officinalis χρησιμοποιείται ως διουρητικό, στην περίπτωση της υδρωπικίας,
ως ισχυρό ηρεμιστικό για την καρδιά, ως θεραπεία για
την σχιστοσωμίαση και την φυματίωση. Οι ρίζες του
Asparagus filicinus θεωρούνται τονωτικές, στυπτικές και
ανθελμινθικές.
Asparagus acutifolius L.: Μίσχος με καρπούς.
• Φυτοχημική σύσταση: Οι κύριες βιοδραστικές ενώσεις των σπαραγγιών είναι μια ομάδα στεροειδών σαπωνίνων. Χαρακτηριστικά οργανοθειούχα συστατικά είναι
υπεύθυνα για τη χαρακτηριστική οσμή στα ούρα μετά την
κατανάλωση τους. Το φυτό αυτό περιέχει επίσης βιταμίνες Α, Β1, Β2, C, Ε, Mg, Ρ, Ca, Fe, και φυλλικό οξύ. Άλλες
σημαντικά χημικά συστατικά του Asparagus είναι η ασπαραγίνη, αργινίνη, τυροσίνη, φλαβονοειδή (κεμπφερόλη,
κερκετίνη και ρουτίνη), ρητίνες και ταννίνες.
21
Asphodelus ramosus L.
Sp. Pl.: 310. 1753
• Οικογένεια: Asphodelaceae.
• Συνώνυμα: Asphodelus albus subsp. ramosus (L.)
Bonnier & Layens, Asphodelus ramosus L. subsp.
ramosus, Asphodelus ramosus subsp. distalis Z. Díaz &
Valdés.
• Κοινές ελληνικές ονομασίες: Aσφόδελος.
• Συστηματική περιγραφή: Πολυετές, με γογγυλοειδείς ρίζες. Φύλλα 15-40 x 1-3 (-4) cm, επίπεδα, σε κάποιο
βαθμό με τρόπιδα. Βλαστός 40-150 cm, γερός, συνήθως
με πολλές διακλαδώσεις. Τα πλευρικά κλαδιά σχεδόν ίσου
μήκους με το ακραίο. Βράκτια μεμβρανώδη προς ωχρά
πράσινα. Τμήματα περιανθίου 15-20 mm, λογχοειδή ή
γραμμοειδή-επιμήκη, αμβλέα. Κάψα 8-14 x 5-11 mm,
ωοειδής. 2n = 28, 56, 84.
• Γεωγραφική εξάπλωση: Εμφανίζεται στη Νοτιοδυτική Ευρώπη, εκτείνεται ανατολικά έως τη Νοτιοδυτική
Ελλάδα. [Co Ga Gr Hs It Ju Lu Sa Si].
• Φαρμακευτικές χρήσεις: Χρησιμοποιείται ως διουρητικό και για την αποσυμφόρηση του ερεθισμένου δέρματος.
• Φυτοχημική σύσταση: Το φυτό περιέχει υδατάνθρακες, γλυκοσίδια και αλκαλοειδή.
22
Asphodelus ramosus L.: Εικόνα του φυτού στη φύση.
Berberis cretica L.
Sp. Pl. (1753) 331.
• Οικογένεια: Berberidaceae.
• Συνώνυμα: Berberis cretica var. serratifolia Loudon,
Berberis vulgaris var. cretica (L.) Hook.f. & Thomson.
• Κοινές ελληνικές ονομασίες: Βερβερίς η κρητική,
Αλουτσά, Λουτσιά, Bερβεριτζιά.
• Συστηματική περιγραφή: Μοιάζει με το Β. hispa­
nica, αλλά είναι στολωνοφόρο. Τα φύλλα σχεδόν πάντα
ολόκληρα, βότρεις 7-15 mm, μόλις και μετά βίας υπερβαίνουν τα φύλλα, με μόνο 3-8 άνθη, μελιτοφόρα φύλλα
c. 4,5 mm μεγαλύτερα από το εσωτερικό του περιανθίου-τμημάτων, καρπός 6-7 mm.
• Γεωφραφική εξάπλωση: Β. Αφρική, Ανατολική Μεσόγειος, συμπεριλαμβανομένης της Κύπρου, σπανιότερα
στην Ευρωπαϊκή Μεσόγειο. Στη χώρα μας είναι αυτοφυές
με εξάπλωση στη Ηπειρωτική Ελλάδα, στην Κρήτη και
στο Αιγαίο. Στην περιοχή μελέτης φύεται σε υψόμετρα
από 1.500-2.200 m περίπου.
• Φαρμακευτικές χρήσεις: Εκχυλίσματα βερβερίδος
χρησιμοποιούνται ως αναλγητικά, αντιβακτηριακά, αντι-ιικά,
κατά της αρρυθμίας, αντιφλεγμονώδη, υπογλυκαιμικά, χολαγωγά, ως παράγοντες οστεοποίησης, για την αντιμετώπιση
της δυσπεψίας και της διάρροιας. Οι ρίζες και ο φλοιός της
βερβερίδος σε αφέψημα είναι χρήσιμες για λοιμώξεις των
πνευμόνων, των νεφρών και του ήπατος. Βοηθά στην αποβολή των λίθων από τη χοληδόχο κύστη και τους νεφρούς. Επίσης, χρησιμοποιείται για την αντιμετώπιση της δυσεντερίας,
τα ελονοσίας, της λεϊσμανίασης, της ηπατίτιδας, του καρκίνου
του ήπατος, και της υπέρτασης. Τα φύλλα χρησιμοποιούνται
ως αντιαιμορραγικό στις γυναικολογικές αιμορραγίες.
• Φυτοχημική σύσταση: Τα χαρακτηριστικά φυτοχημικά του γένος είναι τα τετρακυκλικά αλκαλοειδή (πρωτοβερβερίνες) που προέρχονται από τη βενζυλοισοκινολίνη
και είναι υπεύθυνα για τις χρωστικές ιδιότητες και πολλές
από τις θεραπευτικές. Επιπρόσθετα, τα φυτά είναι πλούσιες πηγές ταννινών, κηρών, βλέννας, μεταλλικών αλάτων
και πηκτινών.
Berberis cretica L.: Όψη του φυτού με τα αγκαθωτά κλαδιά.
23
Blitum bonus-henricus (L.) Rchb.
Fl. Germ. Excurs.: 582. 1832
• Οικογένεια: Chenopodiaceae.
• Συνώνυμα: Blitum bonus-henricus L., Blitum bonushenricus (L.) C. A. Mey., Chenopodium esculentus.
• Κοινή ελληνική ονομασία: Χηνοπόδιο.
• Συστηματική περιγραφή: Πολυετής πόα, 5-80 cm,
όρθια ή αύξοντα, αραιά τριχωτά. Φύλλα λίγο πολύ τριγωνικά, λογχoειδή προς βελοειδή, σχεδόν ακέραια εκτός
από τους λοβούς στην βάση τους. Ταξιανθία κυρίως
ακραία (στη άκρη του βλαστού) στενή, κωνική, χωρίς
φύλλα πάνω. Σέπαλα με καθόλου ή με μικρή τρόπιδα.
Στίγματα 0,8-1,5 mm. Σπέρματα 1,5-2,2 mm διαμέτρου,
κάθετα εκτός από τα κορυφαία άνθη. 2n = 36.
• Γεωγραφική εξάπλωση: Εμφανίζεται σε ένα μεγάλο
μέρος της Ευρώπης, αλλά σπάνια στα ανατολικά, είναι αμφίβολη η ιθαγένεια του στα βόρεια. Εξαπλώνεται κυρίως
στα βουνά της Ν. Ευρώπης. [Al Au *Be Bu Co Cz *Da Ga
Ge Gr He *Ho Hs Hu It Ju Lu *No *Po Rm Rs (*B, C, W, E)
Sa Si (Br Fe Hb)]. Στην χώρα μας απαντάται στα όρη της
Ηπειρωτικής Ελλάδας. Στην περιοχή μελέτης απαντάται
στην Αιτωλοακαρνανία, Αχαΐα και Ηλεία.
• Φαρμακευτικές χρήσεις: Οι ρίζες, τα σπέρματα, καθώς και ολόκληρο το φυτό, χρησιμοποιούνται ως μαλακτικό και καθαρτικό. Το κατάπλασμα από τα φύλλα έχει
χρησιμοποιηθεί για τον καθαρισμό και τη θεραπεία χρόνιων πληγών, για εξανθήματα και αποστήματα.
24
• Φυτοχημική σύσταση: Ολόκληρη η πόα, καθώς και
οι ρίζες είναι πλούσια σε σαπωνίνες. Εκδυστρεροειδή
έχουν απομονωθεί από τις ρίζες.
Blitum bonus-henricus (L.) Rchb.: Φυτό με ταξιανθία.
Borago officinalis L.
Sp. Pl.: 137. 1753
• Οικογένεια: Boraginaceae.
• Συνώνυμα: Kανένα.
• Κοινές ελληνικές ονομασίες: Μποράγκο το φαρμακευτικό, Καρδιαγωγόν το φαρμακευτικόν, Βόραγο, Βοράγινο, Βορατσίνα, Αρπέτα, Έχιον, Μποπράτσινο, Μπουράντζα, Βούγλωσσο, Βοϊδόγλωσσα.
• Συστηματική περιγραφή: Φυτό μονοετές με σκληρό
τρίχωμα, βλαστοί 15-70 cm, όρθιοι, εύρωστοι, συχνά διακλαδισμένοι. Φύλλα βάσης 5-20 cm, ωοειδή-λογχοειδή,
έμμισχα. άνω φύλλα του βλαστού άμισχα, περίβλαστα.
Μίσχοι 5-30 mm, χοντροί, αφιστάμενα ή κυρτά, μετά την
άνθηση. Κάλυκας 8-15 mm κατά την άνθηση, έως 20 mm
στην καρποφορία, λοβοί γραμμοειδείς-λογχοειδείς, οξείοι, συγκλήνοντες στην καρποφορία. Στεφάνη τροχοειδής,
χρώμα φωτεινό μπλε, σπάνια λευκό. Σωλήνας είναι πολύ
μικρός ή σχεδόν λείπει. Λοβοί 8-15 mm, λογχοειδείς,
οξείοι. Καρπίδια 7-10 mm, επιμήκη-ωοειδή. 2n = 16.
• Γεωγραφική εξάπλωση: Ν. Ευρώπη. Καλλιεργείται
ευρέως ως καλλωπιστικό, έχει εγλκιματιστεί στα θερμότερα μέρη της Κ., A. & Δ. Ευρώπης; βραχύβιοι αντιπρόσωποι εμφανίζονται βορειότερα. [*AzBl Co Cr Ga Gr Hs It
Ju Lu Sa Si Tu (Au Br Cz Ge He Ho Hu Po RmRs -C, W, K,
E-)]. Ξηρές περιοχές, συνήθως με απόβλητα περιοχές. Στη
χώρα μας είναι αυτοφυές με εξάπλωση στη νότια Ελλάδα,
Κρήτη και ανατολικό Αιγαίο. Απαντάται στην Αιτωλοακαρνανία, Αχαΐα, Ηλεία και Ζάκυνθο. Δεν έχουν καταγραφεί κίνδυνοι συλλογής.
• Φαρμακευτικές χρήσεις: Tο Μποράγκο είναι ένα αρκετά κοινό εγχώριο φυτικό φάρμακο που έχει χρησιμοποιηθεί από τους αρχαίους χρόνους. Θεωρείται ότι είναι
ευεργετικό στο νευρικό σύστημα, αφού χρησιμοποιείται
για να διώξει την μελαγχολία και προκαλεί ένα αίσθημα
ευφορίας. Έχει επίσης εφιδρωτικές, αποτοξινωτικές,
διου­ρητικές, αποχρεμπτικές, αντι­πυρετικές, μαλακτικές,
κατα­πραϋντικές και ηρεμιστικές ιδιότητες. Καταναλώνεται ως αφέψημα, αν και δεν πρέπει να συνταγογραφείται
σε άτομα με ηπατικά προβλήματα. Εξωτερικά χρησιμο-
Borago officinalis L.: Άνθη.
ποιείται ως κατάπλασμα για φλεγμονώδη οιδήματα. Το
έλαιο των σπερμάτων βοηθά στην ορμονική ρύθμιση και
μειώ­νει την αρτηριακή πίεση. Χρησιμοποιείται εσωτερικά
και εξωτερικά, βοηθώντας στην ανακούφιση παθήσεων
του δέρματος και της προ-εμμηνορροϊκής έντασης. Χρησιμοποιείται για τη θεραπεία της φλεβίτιδας.
• Φυτοχημική σύσταση: Τα σπέρματα είναι μια πλού­
σια πηγή γ-λινολενικού οξέος. Διάφορες πολυφαινόλες
έχουν απομονωθεί από το μποράγκο, αλλά τα πυρρολιζιδινικά αλκαλοειδή που βρίσκονται σε χαμηλές ποσότητες έχουν προσελκύσει το μεγαλύτερο μέρος της
προσοχής εξαιτίας των καρκινογόνων και ηπατοτοξικών
ιδιοτήτων τους.
25
Brassica nigra (L.) W. D. J. Koch in Röhl.,
Deutschl. Fl., ed. 3, 4: 713. 1833
• Οικογένεια: Brassicaceae.
• Συνώνυμα: Sinapis nigra L., Brassica bracteolata
Fisch. & C. A. Mey.
• Κοινές ελληνικές ονομασίες: Κράμβη η μαύρη,
Μαύ­ρο σινάπι.
• Συστηματική περιγραφή: Ετήσιο∙ βλαστοί έως 100
cm ή περισσότερο, διακλαδιζόμενοι από τη μέση ή κοντά
από τη βάση. Τα χαμηλότερα φύλλα λυροειδώς-πτεροσχειδή, με 1-3 ζεύγη πλευρικών λοβών και ένας πολύ
μεγαλύτερος τελικός λοβός, τριχωτά και στις δυο επιφάνειες τα ανώτερα φύλλα γραμμικά-επιμήκη, ακέραια ή
οδοντωτά λεία. Όλα τα φύλλα είναι έμμισχα. Πέταλα 7-9
mm, κίτρινα. Κέρας 10-20 x 1,5-2 mm, λεπτυνόμενο σε
ένα λεπτό, άσπερμο ράμφος, επί κοντών (2,5-6 mm) ποδίσκων πιεσμένους στο βλαστό. 2n = 16.
• Γεωγραφική εξάπλωση: Εμφανίζεται στο μεγαλύτερο μέρος της Ευρώπης αλλά είναι πιο κοινό κεντρικά και
νότια, συνήθως απαντάται ως ξενικό. Στη χώρα μας είναι
αυτοφυές με εξάπλωση σε όλες τις περιοχές της. Απαντάται στην Αιτωλοακαρνανία, Αχαΐα, Ηλεία, Κεφαλονιά και
Ζάκυνθο.
26
• Φαρμακευτικές χρήσεις: Οι καρποί χρησιμοποιούνται συχνά στην παραδοσιακή βοτανική θεραπευτική,
κυρίως ως κατάπλασμα ή κονίαμα. Όταν εφαρμόζεται
τοπικά η Brassica nigra, προκαλεί ερεθισμό και υπεραιμία. Το κονίαμα των καρπών εφαρμόζεται συχνότερα στο
στήθος, πάνω από τους πνεύμονες για την ελάττωση της
συμφόρησης και την ενεργοποίηση της απόχρεμψης. Το
καυτό νερό πάνω στους κονιορτοποιημένους καρπούς συνιστά ένα διεγερτικό ποδόλουτρο, καλό για τα κρυολογήματα και τους πονοκεφάλους. Το έλαιο έχει χρησιμοποιηθεί για τη θεραπεία της αλωπεκίας, της επιληψίας, του
πονόδοντου, καθώς και για δήγματα φιδιών. Επιπλέον, ο
καρπός χρησιμοποιείται και για εσωτερική χρήση, σε χαμηλές συγκεντρώσεις είναι ορεκτικό, χωνευτικό, διουρητικό και τονωτικό, ενώ σε υψηλότερες προκαλεί εμετό. Η
σκόνη θεωρείται αντισηπτική.
Brassica nigra (L.) W. D. J. Koch in Röhl:
Καλλιέργεια φυτών.
• Φυτοχημική σύσταση: Οι θειογλυκοζίτες θεωρούνται η κύρια ομάδα βιοδραστικών συστατικών. Όταν οι
καρποί θρυμματίζονται και αναμιγνύονται με ζεστό νερό
ή όταν μασώνται, οι θειογλυκοζίτες, κυρίως η σινιγρίνη,
υδρολύονται από ένζυμα σε δραστικά συστατικά, όπως
ισοθειοκυανικό αλλύλιο, το οποίο είναι υπεύθυνο για την
καυστική γεύση. Παράγωγα φαινυλοπροπανίου και έλαια
(30%), κόλλα και πρωτεΐνες έχουν απομονωθεί και ταυτοποιηθεί.
Bryonia dioica Jacq.
Fl. Austriac. 2: 59. 1774
• Οικογένεια: Cucurbitaceae.
• Συνώνυμα: Bryonia acuta Desf., Bryonia cretica L.
subsp. dioica (Jacq) Tutin.
• Κοινές ελληνικές ονομασίες: Βρυώνια, Ποντικοστάφυλο, Οφιοστάφυλο, Θηριόχορτο, Φαρμακιά.
• Συστηματική περιγραφή: Δίοικο. Βλαστοί έως 4 m,
διακλαδιζόμενοι. Φύλλα 5-10 cm, ωοειδή, καρδιόσχημα,
5-γωνα ή παλαμοειδή 5-λοβα, οι λοβοί των φύλλων είναι
ακέραια ή με λίγα, μεγάλα, υποαμβλέα δόντια, το κεντρικό συνήθως αξιοσημείωτα μακρύτερο από τα πλευρικά∙
ο κάλυκας των θηλυκών ανθέων, συνήθως στο μισό μήκος της στεφάνης, τα στίγματα θηλώδη-τριχωρά, καρποί
6-10 mm σε διάμετρο, κόκκινοι. Τα φύλλα και οι ανώριμοι
καρποί είναι ομοιόμορφα πράσινα. Αρσενική αδενώδης
ταξιανθία με λίγες ή καθόλου μακριές τρίχες. 2n = 20.
• Γεωγραφική εξάπλωση: Ν., Ν.Κ. & Δ. Ευρώπη. Επισήμως καλλιεργείται ως φαρμακευτικό φυτό και συχνά
εγκλιματιζόμενο. Στην χώρα μας απαντάται κυρίως στην
Ηπειρωτική Ελλάδα και με μικρότερους πληθυσμούς στα
νησιά του Ιονίου. Στην περιοχή μελέτης απαντάται στην
Αιτωλοακαρνανία, Αχαΐα και Ηλεία, Ζάκυνθο.
• Φαρμακευτικές χρήσεις: Ο Ιπποκράτης ο Κώος
χρησιμοποιούσε τη ρίζα της Βρυωνίας της διοίκου για
τη θεραπεία ασθενών, οι οποίοι έπασχαν από τέτανον. Ο
Διοσκουρίδης ονομάζει το φυτό αυτό «Οφιοστάφυλον»,
δηλαδή σταφύλι των όφεων, προκειμένου να υποδηλώσει
την δηλητηριώδη ιδιότητα αυτού. Κατά την αρχαιότητα
εθεωρείτο ότι οι ρίζες, τα φύλλα και οι καρποί του φυτού αυτού κατέχουν θεραπευτικές ιδιότητες για κακοήθη
έλκη, δερματοπάθειες, εξανθημάτα του δέρματος, μολύνσεις, αποστημάτα, επιληψίες. Εδίδετο ως αντίδοτο, σε
περιπτώσεις δηγμάτων, προερχομένων από δηλητηριώδη φίδια. Η ρίζα της Βρυώνιας θεωρείται ένας πανίσχυρο
καθαρτικός παράγοντας. Σε μικρές ποσότητες, χρησιμοποιείται εσωτερικά για τη θεραπεία παθήσεων του στομάχου και του εντέρου, του πνεύμονα και του ήπατος, για
την αρθρίτιδα και για μεταβολικές διαταραχές. Επίσης,
Bryonia dioica Jacq.: Εικόνα του φυτού.
για την πρόληψη μολύνσεων. Επιπλέον, χρησιμοποιείται
για την αύξηση της ούρησης για την ανακούφιση από την
κατακράτηση υγρών. Σε μεγάλες φαρμακευτικές δόσεις,
έχει χρησιμοποιηθεί ως εμετικό, ενώ σε υψηλές δόσεις
θεωρείται δηλητηριώδες. Για εξωτερική χρήση, εφαρμόζεται σε μυϊκές διαταραχές, πόνους στις αρθρώσεις και
πλευρίτιδα.
• Φυτοχημική σύσταση: Χαρακτηριστικά τριτερπένια
(κουρκουμπιτακίνες) και αλκαλοειδή έχουν ταυτοποιηθεί
και θεωρούνται υπεύθυνα για την τοξικότητα του φυτού.
Τοξικές γλυκοπρωτεΐνες και λεκτίνες στη ρίζα έχουν επίσης περιγραφεί. Άλλα σημαντικά συστατικά είναι κόμμεα
και φλαβονοειδή.
27
Calendula officinalis L.
Sp. Pl.: 921. 1753
• Οικογένεια: Asteraceae.
• Συνώνυμα: Calendula aurantiaca, Calendula eriocarpa,
Calendula hydruntina, Caltha officinalis.
• Κοινή ελληνική ονομασία: Καλέντουλα η φαρμακευτική.
• Συστηματική περιγραφή: Μονοετή έως πολυετή, ξυλώδη μόνο στη βάση. Βλαστοί (17-)20-50(-10) cm, όρθιοι,
διάσπαρτοι ή ανερχόμενοι, πολύ διακλαδισμένοι, γενικά φυλλώδεις σχεδόν έως την κορυφή τους. Φύλλα (3-)7-14(-17) x
1-4(-6) cm, αντιλογχοειδή, στενά αντωοειδή, επιμήκη ή σπατουλοειδή, λίγο οξεία ή αμβλεία, αδενώδη - τριχωτά, σποραδικά αραχνοειδή - κροκυδώδη, συνήθως σχεδόν ακέραια προς
ελαφρά κυματοειδή οδοντωτά. Κεφάλιο συνήθως 4-7 cm σε
διάμετρο. Γλωσσοειδή ανθίδια συχνά 2 cm, κίτρινα ή πορτοκαλί, τουλάχιστον διπλάσια από τα μεμβρανώδη βράκτια,.
Σωληνοειδή ανθίδια συνήθως σχεδόν ομοιόχρωμα, μερικές
φορές καφέ. Κεφάλιο στην καρποφορία με ή χωρίς εξωτερική σειρά καμπυλωτών στενόραμφων αχαινίων 2-2,5 cm, που
εναλλάσσονται με πολύ μικρότερα, κυμβοειδή αχαίνια.
• Γεωγραφική εξάπλωση: Καλλιεργείται για διακοσμητικό
σε όλη την Ευρώπη. Αυτοφυές στην N. & Δ. Ευρώπη και συχνά αλλού. [Az Br Hs It.]. Bρίσκεται ως τμήμα κήπου, καλλιεργήσιμης γης και κατά μήκος των δρόμων. Στην Ευρώπη το
συναντάμε ως καλλιεργούμενο. Στη νότια και δυτική Ευρώπη
κατά τόπους απαντάται τυχαία και σποραδικά με φυσικούς
πληθυσμούς. Απαντάται σε κήπους, αλλά και σε αγρούς στην
Αιτωλοακαρνανία, Αχαΐα, Ηλεία. Στην περιοχή μελέτης το συναντάμε σε υψόμετρα από 0-600(-1000) m.
28
• Φαρμακευτικές χρήσεις: Η Καλέντουλα χρησιμοποιείται συνήθως ως βάμμα εσωτερικά, και με τη μορφή ελαίου,
κρέμας ή αλοιφής για εξωτερική εφαρμογή. Η τοπική εξωτερική εφαρμογή χρησιμοποιείται για μια ποικιλία δερματικών
παθήσεων, όπως τραυματισμοί, χειρουργικά τραυμάτα και
ασθένειες όπως δερματικό έλκος, απόστημα, ακμή, ψωρίαση,
έκζεμα, κνησμό, κολπίτιδα, τραχηλίτιδα, εξάνθημα από πάνα,
φλεβίτιδα, κ.λπ. Επιπλέον, θεωρείται ένα καθαριστικό και αποτοξινωτικό βότανο και λαμβάνεται για τη θεραπεία του πυρετού και των χρόνιων λοιμώξεων. Ως έκπλυμα χρησιμοποιείται
για τη θεραπεία της ουλίτιδας, στοματίτιδας και στοματικών
ελκών. Χρησιμοποιείται για τη θεραπεία της επιπεφυκίτιδας
σε μορφή υγρού για πλύσεις των οφθαλμών, καταπλασμάτων
ή ως κομπρέσες, ενώ για την αγωγή της γονοκοκκικής λευ-
Calendula officinalis L.: Μορφή του φυτού.
κόρροιας χρησιμοποιείται ως ντους ή έκπλυση. Ένα αφέψημα
από τα πέταλα τονώνει την κυκλοφορία και, όταν λαμβάνεται
τακτικά, μπορεί να απαλύνει τα συμπτώματα της φλεβίτιδας.
Ολόκληρο το φυτό, αλλά κυρίως τα άνθη και τα φύλλα, είναι
αντιφλογιστικά, αντισηπτικά, αντισπασμωδικά, αποτοξινωτικά, στυπτικά, χολαγωγά, εφιδρωτικά, και εμμηναγωγά. Ο Ευρωπαϊκός Οργανισμός Φαρμάκων (EMA), αναγνωρίζοντας την
μακροχρόνια παραδοσιακή χρήση του επιτρέπει την κυκλοφορία του για α) την συμπτωματική θεραπεία μικρών φλεγμονών
του δέρματος (π.χ. ηλιακά εγκαύματα) και για την επούλωση
μικρών πληγών και β) τη συμπτωματική θεραπεία μικρών
φλεγμονών του στόματος και του λαιμού.
Παρομοιες φαρμακευτικές ιδιότητες παρουσιάζει Calendula
arvensis L.
• Φυτοχημική σύσταση: Τα κύρια συστατικά είναι τριτερπενικές σαπωνίνες (2-10% στα αποξηραμένα κεφάλια άνθεων) με βάση το ολεανολικό οξύ (π.χ. καλεντουλοζίτες) και
φλαβονοειδή (3-Ο-γλυκοζίτες της ισοραμνετίνης και της κερκετίνης), συμπεριλαμβανομένων της αστραγαλίνης, του υπεροζίτη, της ισοκερσιτρίνης και της ρουτίνης. Άλλα συστατικά
περιλαμβάνουν το αιθέριο έλαιο, τα σεσκιτερπένια (π.χ. καρυοφυλλένιο) και τριτερπένια (π.χ. α-και β-αμυρίνες, λουπεόλη
και λουπεόνη). Πολυσακχαρίτες έχουν επίσης αναφερθεί σε
υψηλές ποσότητες (15%).
Capparis spinosa L.
Sp. Pl.: 503. 1753
• Οικογένεια: Capparaceae.
• Συνώνυμα: Capparis inermis Turra (1780), Capparis
orientalis Veill. (1800), Capparis rupestris Sm. (1806).
• Κοινές ελληνικές ονομασίες: Κάππαρις η ακανθώδης, Κάππαρη.
• Συστηματική περιγραφή: Φύλλα λεία, έμμισχα, κυκλικά η κυκλικά ωοειδή, αμβλέα η ακρότμητα στην κορυφή. Το αγκάθι στη βάση των μίσχων είναι στραμμένο προς
τα πίσω, μερικές φορές όχι καλά αναπτυγμένο. Άνθη με
διάμετρο 5-7 cm, ελαφρά ζυγόμορφα. Σέπαλα πορφυρά.
• Γεωγραφική εξάπλωση: Περιοχή της Μεσογείου. [Al
Bl Co Cr Ga Gr Hs It Ju Lu Rs (K) Sa Si]. Η κάππαρη απαντάται σχεδόν σε όλες τις μεσογειακές χώρες και συμπεριλαμβάνεται στην χλωρίδα των περισσότερων εξ’ αυτών,
αλλά η ιθαγένεια του φυτού είναι αμφίβολη.
• Φαρμακευτικές χρήσεις: Ο φλοιός της ρίζας έχει
δράση ως αναλγητικό, ανθελμινθικό, αντιαιμοροϊδικό,
καθαρτικό, αποφρακτικό, αποτοξινωτικό, διουρητικό,
εμμηναγωγό, αποχρεμπτικό, τονωτικό, αγγειοσυσταλτικό, ορεκτικό. Η από του στόματος χορήγηση ενδείκνυται
για τη θεραπεία γαστρεντερικών λοιμώξεων, διάρροιας,
αρθρίτιδας και ρευματισμών. Η τοπική εξωτερική χρήση
του συμβάλλει στη θεραπεία δερματοπαθειών και στην
αντιμετώπιση της ευθραυστότητα των τριχοειδών αγγείων και του εύκολου μωλωπισμού. Τα κλειστά άνθη έχουν
ηπακτική δράση, λαμβάνονται για τη θεραπεία του βήχα
και των οφθαλμικών μολύνσεων, είναι πλούσια πηγή
συστατικών που είναι γνωστά ως αναστολείς της αναγωγάσης της αλδόζης – τέτοια συστατικά αναφέρεται ότι
προλαμβάνουν αποτελεσματικά το σχηματισμό καταρράκτη. Συλλέγονται πριν ανοίξουν τα άνθη και γίνονται και
τουρσί για μελλοντική χρήση – λέγεται πως όταν κατεργάζονται σωστά διευκολύνουν το στομαχόπονο. Αφέψημα του φυτού χρησιμοποιείται για την θεραπεία κολπικών
άφθων. Τα φύλλα θρυμματίζονται και εφαρμόζονται ως
πολτός κατά τη θεραπεία της αρθρίτιδας. H κατανάλωση
κάππαρης μπορεί να συμβάλει στην καθημερινή δόση
Capparis spinosa L.: Γενική εικόνα του φυτού.
φυσικών αντικαρκινογόνων που μπορεί να μειώσουν τον
κίνδυνο εμφάνισης καρκίνου. Οι θειογλυκοζίτες είναι,
επίσης, γνωστό ότι διαθέτουν αντι-θυρεοειδική δράση.
Η κατανάλωση κάππαρης θεωρείται ότι συνεισφέρει στην
αντιοξειδωτική προστασία.
• Φυτοχημική σύσταση: Φλαβονοειδή (γλυκοζίτες
κερσετίνης και κεμφερόλης), θειογλυκοζίτες, πολυπρενόλες, πρενυλ-γλυκοζίτες, τοκοφερόλες (βιταμίνη Ε), βιταμίνη C, καροτενοειδή, πολυακόρεστα λιπαρά οξέα καθώς
και στερόλες στο έλαιο των καρπών και αλκαλοειδή στις
ρίζες.
29
Capsella bursa-pastoris (L.) Medik.
Pfl.-Gatt.: 85. 1792
• Οικογένεια: Brassicaceae.
• Συνώνυμα: Thlaspi bursa-pastoris L., Bursa
djurdjurae Shull, Bursa fracticruris Borbás, Bursa nana
(Baumg.) Borbás, Bursa occidentalis Shull, Bursa
pastoris Hill, Capsella apetala Opiz, Capsella batavorum
E. B. Almq., Capsella concava E. B. Almq., Capsella
heegeri Solms, Capsella mediterranea E. B., Bursa
pastoris Weber Almq., Capsella patagonica E. B. Almq.,
Capsella ruderalis Jord., Capsella stenocarpa Timb.-Lagr.,
Capsella treviorum E. B. Almq., Capsella turoniensis E.
B. Almq., Solmsiella heegeri (Solms) Borbás, Capsella
bursa-pastoris subsp. occidentalis (Shull) Maire, Capsella
bursa-pastoris subsp. typica Emb. & Maire.
• Κοινές ελληνικές ονομασίες: Καψέλλα η ποιμενοσακκοειδής Καψέλλα, Αγριοκαρδαμούδα.
• Συστηματική περιγραφή: Φυτό αραιά τριχωτό, ειδικά κάτω, ή λείο. Άνθη άοσμα. Σέπαλα συνήθως πράσινα,
συχνά χνουδωτά. Πέταλα 2-3 mm, περίπου δύο φορές
όσο τα σέπαλα, λευκά (σπάνια απουσιάζουν). Κεράτιο
6-9 x 4-9 mm, συνήθως περισσότερο επίμηκες από ότι
πλατύ, μόλις και στενούμενο ελαφρά στη βάση, συνήθως
ελαφρά ακρότμητα. Τα περιθώρια στα πλευρά συνήθως
ευθεία ή κυρτά. Ακραίοι λοβοί συνήθως υποξείοι. Στύλοι
c. 0,25 mm. 2n = 32.
• Γεωγραφική εξάπλωση: Σε όλη την Ευρώπη, σε χερσαίες περιοχές.
• Φαρμακευτικές χρήσεις: Παρασκευάζεται τσάι από
30 ολόκληρο το φυτό κατά του σκορβούτου, ως στυπτικό,
διουρητικό, εμμηναγωγό, αιμοστατικό, υποτασικό, διεγερτικό, αγγειοσυσταλτικό, αγγειοδιασταλτικό και επουλωτικό. Επίσης θεωρείται αποτελεσματικό κατά αιμορραγιών όλων των ειδών - στο στομάχι, τους πνεύμονες,
τη μήτρα και, ειδικότερα, τα νεφρά. Έχει ιδιότητες που
σχετίζονται με συσπάσεις της μήτρας και χρησιμοποιείται
παραδοσιακά κατά τη διάρκεια του τοκετού. Χρησιμοποιείται στη θεραπεία της ουροποιητικής λιθίασης. Έχει
εγκριθεί η Capsella bursa-pastoris πως μπορεί να χρησι-
Capsella bursa-pastoris: Φυτά με λουλούδια και καρπούς.
μοποιηθεί για ρινορραγίες, προεμμηνορροϊκό σύνδρομο,
πληγές και εγκαύματα. Αναγνωρίζοντας την μακρόχρονη
χρήση του ως στυπτικό, ο Ευρωπαϊκός Οργανισμός Φαρμάκων ενέκρινε την κυκλοφορία των αποξηραμένων
βοτάνων ή των υγρών εκχυλισμάτων, ως παραδοσιακό
φάρμακο φυτικής προέλευσης για τη μείωση των βαριών
εμμηνορροϊκών αιμορραγιών σε γυναίκες με τακτικό έμμηνο κύκλο, μετά από σοβαρές παθήσεις που έχουν αποκλειστεί από γιατρό.
• Φυτοχημική σύσταση: Πολλές ενώσεις έχουν εντοπιστεί στα εναέρια μέρη του φυτού. Περιέχει φλαβονοειδή,
φαινολικά οξέα, σαπωνίνες και άλλα τριτερπένια, πολικά
λιπίδια, ρητίνες, γλυκοζίτες, σιναπέλαιο.
Celtis australis L.
Sp. Pl.: 1043. 1753
• Οικογένεια: Ulmaceae.
• Συνώνυμα: Κανένα.
• Κοινές ελληνικές ονομασίες: Κελτίς, Ευρωπαϊκό
τσουκνιδόδεντρο, Μελικοκιά, Μελικουκιά, Μικροκουκιά,
Kεράδα (Ζάκυνθος), Κοκκονία ή Πάνια ή Κονναρκά (Κύπρος).
• Συστηματική περιγραφή: Δέντρο έως 25 m, με
γκριζωπό φλοιό. Φύλλα 4-15 x 1,5-6 cm, λογχοειδή προς
ωοειδή, οδοντωτά, ακιδωτά, στρογγυλευμένα ή καρδιόσχημα στη βάση, τραχεία στην πάνω επιφάνεια και χνοώδη στην κάτω. Μίσχοι ταξιανθίας έως 3,5 cm. Καρπός
δρύπη 9-12 mm σε διάμετρο, σφαιροειδής, λεία, καφέμαύρου χρώματος όταν ωριμάσει, ενδοκάρπιο έντονα
δικτυωτό- ρυτιδωμένο.
Celtis australis L.: Χαρακτηριστικά φύλλα και καρποί.
• Γεωγραφική εξάπλωση: Στη Νότια Ευρώπη. [Al Bl Bu
Co Ga Gr Hs It Ju Lu Rm Sa Si (He)].
• Φαρμακευτικές χρήσεις: Τα φύλλα και ο καρπός
είναι στυπτικά, αναλγητικά και στομαχικά. Τα φύλλα
συλλέγονται νωρίς το καλοκαίρι και αποξηραίνονται για
μετέπειτα χρήση. Οι καρποί θεωρούνται περισσότεροι
αποτελεσματικοί για φαρμακευτική χρήση όταν συγκομίζονται προτού ωριμάσουν πλήρως. Το αφέψημα που
παρασκευάζεται από φύλλα και καρπούς χρησιμοποιείται
για την αντιμετώπιση συμπτωμάτων της έντονης έμμηνου
ρύσης, καθώς και κατά το διάστημα μεταξύ των κύκλων.
Επίσης, μπορεί να χρησιμοποιηθεί λόγω της στυπτικής
του ιδιότητας, που δρα στις βλεννώδεις μεμβράνες, για
την αντιμετώπιση της διάρροιας, της δυσεντερίας και του
πεπτικού έλκους.
• Φυτοχημική σύσταση: Τα φύλλα είναι μια πλούσια
πηγή φλαβονοειδών και γ-γλυκοσιδάσης. Τα νεαρά φύλλα βρέθηκαν να περιέχουν υψηλότερα ποσά φαινολικών
ανά γραμμάριο ξηρού βάρους. Υπάρχει η τάση υψηλής
περιεκτικότητας σε φαινολικά στις αρχές της καλλιεργητικής περιόδου και η γρήγορη πτώση τους αργότερα επηρεάζει τα παράγωγα καφεϊκό οξύ και τα φλαβονοειδή.
31
Centaurea cyanus L.
Sp. Pl.: 911. 1753
• Οικογένεια: Asteraceae.
• Συνώνυμα: Centaurea cyanus L., Centaurea
cyanocephala Velen., Centaurea hortorum Pau,
Centaurea cyanus subsp. coa Rech. f.
• Κοινές ελληνικές ονομασίες: Κενταύριον ο Κυανούς, Κενταύρια, Kενταύριο.
• Συστηματική περιγραφή: Μονοετή, σπάνια διετή.
Βλαστός 20-80 cm, όρθιος, διακλαδισμένος. Φύλλα καλυμμένα με πυκνά, κροκυδώδη τριχώματα από κάτω, πράσινα και λεία επάνω. Τα κατώτερα λογχοειδή, ακέραια, με
αραιή οδόντωση ή λυροειδώς πτεροειδή με 1-3 γραμμικά
ή με λογχοειδή τμήματα σε κάθε πλευρά, οξεία, έμμισχα.
Τα ανώτερα γραμμοειδή-λογχοειδή ακέραια. Περίβλημα κεφαλίου 12-13 mm σε διάμετρο, ωοειδές-σφαιρικό,
εξαρτήματα στενά (0,3 mm) ανερχόμενα, καφέ, νηματοειδή 1 mm ασημί. Εσωτερικά ανθίδια μπλε-ιώδη. Εξωτερικά
σκούρο μπλε, σπάνια άσπρα ή μωβ. Αχαίνια 3,5-4 mm.
Πάππος (pappus) 3-4 mm. 2n = 24.
• Γεωγραφική εξάπλωση: Αυτοφυές σε ξηρά, ανοιχτά
ενδιαιτήματα στην NΑ Ευρώπη και Σικελία. Εγκλιματίστηκε σε καλλιέργειες καλαμποκιού σχεδόν σε όλη την Ευρώπη, αλλά τώρα είναι πολύ σπάνιο ή μόνο περιστασιακά σε
Br Hb Rs (Ε) και ίσως και άλλες περιοχές. [Al Bu Gr *Ju Si
Tu (Au Be Br Co Cz Da Fe Ga Ge Hb He Ho Hs Hu It Lu No Po
Rm Rs -N, B, C, W, K, E- Sa Su)]. Στη χώρα μας είναι αυτοφυές με εξάπλωση την Ηπειρωτική Ελλάδα. Στην περιοχή
μας απαντάται στην Αιτωλοακαρνανία, Αχαΐα, Ηλεία.
32 • Φαρμακευτικές χρήσεις: Έχει μια μακρά ιστορία βο-
τανικής χρήσης, χρησιμοποιείται σπάνια σήμερα. Οι κεφάλες των ανθέων του χρησιμοποιούνται για την αντιμετώπιση ήπιων οφθαλμικών φλεγμονών. Τα αποξηραμένα
άνθη είναι αντικνησμώδη, αντιβηχικά, στυπτικά, ασθενώς διουρητικά, εμμηναγωγά, πολύ ήπια καθαρτικά και
τονωτικά. Το έγχυμα χρησιμοποιείται στη θεραπεία της
υδρωπικίας, της δυσκοιλιότητας, ή ως στοματικό διάλυμα
για έλκη και την αιμορραγία των ούλων, ως τονωτικό και
διεγερτικό της όρεξης, βελτιώνοντας την πέψη και ενδε-
Centaurea cyanus L.: Ανθισμένο κεφάλιο, με χαρακτηριστικά
βράκτια και άνθη.
χομένως υποστηρίζοντας το ήπαρ, καθώς και τη βελτίωση της αντοχής σε μολύνσεις. Τα σπέρματα χρησιμοποιούνται ως ήπιο καθαρτικό για τα παιδιά. Το αφέψημα των
φύλλων είναι αντιρρευματικό, αντιμυκητιακό, χρησιμοποιείται για την έκπλυση των μαλλιών στη θεραπεία του
δερματικού εκζέματος της κεφαλής. Πλύσεις συνιστώνται
για τη θεραπεία κολπικών μολύνσεων από Candida. Μπορεί να χρησιμοποιηθεί για πληγές, εξανθήματα, ακμή και
μώλωπες του δέρματος.
• Φυτοχημική σύσταση: Φλαβονοειδή και πολυσακχαρίτες είναι τα κύρια συστατικά στην πόα κενταύριου,
ενώ χαρακτηριστικά ινδολικά αλκαλοειδή έχουν βρεθεί
στα σπέρματα.
Ceratonia siliqua L.
Sp. Pl.: 1026. 1753
• Οικογένεια: Caesalpiniaceae.
• Συνώνυμα: Κανένα.
• Κοινές ελληνικές ονομασίες: Κερατόνια η κερατέα,
Ξυλοκερατιά, Χαρουπιά, Κερατσιά, Κουτσουπιά (Ιόνια νησιά), Τερατσιά (Κύπρος).
• Συστηματική περιγραφή: Δέντρο ή θάμνος ύψους
μέχρι 10 m. Φυλλάρια 2-5 ζεύγη, 30-50 x 30-40 mm, ελλειπτικά ή ωοειδή έως υποκυκλικά, δερματώδη, σκουροπράσινα και λαμπερά από πάνω, ανοιχτό πράσινο κάτω.
Άνθη πράσινα. Όσπρια 10-20 x 1,5-2 cm, καφέ-ιώδη,
κρεμάμενα.
• Γεωγραφική εξάπλωση: Ιθαγενές στην περιοχή της
Μεσογείου, καλλιεργούνται επίσης ευρέως εκεί (στην
Πορτογαλία) για χορτονομές και είναι ευρέως εγκλιματισμένο, έτσι ώστε τα όρια του ως ιθαγενές είναι δύσκολο
να προσδιοριστούν. [Al Bl Cr Ga Gr Hs It Ju Sa Si (Co Lu)].
Στην χώρα μας απαντάται στην νότια Ελλάδα και στα νησιά, στην παραλιακή ξηρή και θερμή ζώνη. Στην περιοχή
μελέτης απαντάται στην Αιτωλοακαρνανία, Αχαϊα, Ηλεία,
Ζάκυνθο, Κεφαλονιά και Ιθάκη κοντά στις ακτές.
• Φαρμακευτικές χρήσεις: Ο πολτός των καρπών της
χαρουπιάς είναι πολύ θρεπτικός, λόγω της υψηλής περιεκτικότητας σε σάκχαρα, με γλυκιά γεύση και ήπια καθαρτική δράση. Είναι, επίσης, στυπτικός και χρησιμοποιείται
ως αφέψημα για τη θεραπεία της διάρροιας και για τον
ήπιο καθαρισμό και την ανακούφιση από ερεθισμούς του
εντέρου. Ενώ οι δράσεις αυτές φαίνεται να είναι αντικρουόμενες, η χαρουπιά είναι ένα παράδειγμα του πώς το
σώμα ανταποκρίνεται στα φυτικά φάρμακα με διαφορετικούς τρόπους, ανάλογα με το πώς το βότανο παρασκευάζεται και ανάλογα με το συγκεκριμένη πάθηση. Οι καρποί
χρησιμοποιούνται επίσης για τη θεραπεία του βήχα. Το
αλεύρι που φτιάχνεται από τους ώριμους καρπούς είναι
μαλακτικό και χρησιμοποιείται στη θεραπεία της διάρροιας. Το περίβλημα (θήκη) των σπερμάτων είναι στυπτικό
και καθαρτικό. Ο φλοιός είναι έντονα στυπτικός. Επιπλέον, το χαρούπι χρησιμοποιείται για προβλήματα πέψης
Ceratonia siliqua L.: Θηλυκό δέντρο
με ανώριμους καρπούς (λοβούς).
συμπεριλαμβανομένης της διάρροιας, του αισθήματος
καύσου, και την αδυναμία του εντέρου να απορροφήσει
σωστά ορισμένες θρεπτικές ουσίες από τα τρόφιμα. Άλλες
χρήσεις περιλαμβάνουν την αντιμετώπιση της παχυσαρκίας, τον έμετο κατά τη διάρκεια της εγκυμοσύνης, καθώς
και την υψηλή χοληστερόλη.
• Φυτοχημική σύσταση: Η χαρουπιά έχει ιδιαίτερη
αξία, λόγω των καρπών της. Οι καρποί είναι πλούσιοι σε
σάκχαρα, ενώ τα σπέρματα είναι πλούσια σε πρωτεΐνες.
Οι ώριμοι καρποί περιέχουν μεγάλη ποσότητα συμπυκνωμένων ταννινών. Η ζάχαρη μπορεί να εξαχθεί από τους
καρπούς με αλκοόλη και η μελάσσα λαμβάνεται ως ένα
παρα-προϊόν το οποίο μπορεί να υποστεί ζύμωση για την
παραγωγή αιθυλικής αλκοόλης. Τα σπέρματα περιέχουν
επίσης βιταμίνη Α, D, E και ίχνη Β1. Μια κολλώδης ουσία,
γνωστή ως κόμμι χαρουπιού, λαμβάνεται από τα σπέρματα και αποτελείται από ένα κεράτινο γκριζωπό-λευκό ενδοσπέρμιο και διαχωρίζεται από τα σπέρματα με ειδικές
μηχανές. Είναι άοσμο και έχει κολλώδη γεύση.
33
Cichorium intybus L.
Sp. Pl.: 813. 1753
• Οικογένεια: Asteraceae.
• Συνώνυμα: Cichorium balearicum Porta, Cichorium
glabratum C. Presl, Cichorium glaucum Hoffmanns.
& Link, Cichorium hirsutum Gren., Cichorium intybus
subsp. balearicum (Porta) Gand., Cichorium intybus
subsp. foliosum (Hegi) Janch., Cichorium intybus subsp.
glabratum (C. Presl) Arcang., Cichorium intybus subsp.
glaucum (Hoffmanns. & Link) Tzvelev, Cichorium intybus
subsp. sativum (DC.) Janch.
• Κοινή ελληνική ονομασία: Ραδίκι.
• Συστηματική περιγραφή: Λείο ή με μερικώς άκαμπτες τρίχες. Πολυετές φυτό με μακριά, ογκώδη κύρια
ρίζα. Βλαστοί 30-120 cm, όρθιοι, με άκαμπτα, κλαδιά
αφιστάμενα ανερχόμενα. Φύλλα βάσης 7-30 x 1-12 cm,
λογχοειδή, πτεροειδή-πτεροσχιδή, έως οδοντωτά, λίγο
έμμισχα, ή αναπτυσσόμενα από τον βλαστό με λιγότερα
δόντια ή ακαίρεα, άμισχα, περίβλαστα. Μίσχος του κεφάλιου ελαφρώς συμπαγές στην κορυφή. Περίβλημα 11-14
x 4-10 mm. Εξωτερικά βράκτια c. 8, φαρδιά λογχοειδή,
ανοιχτά στην κορυφή. Εσωτερικά βράκτια c. 5, δύο φορές
όσο τα εξωτερικά και στενότερα, όρθια. Γλωσσίδια φωτεινό μπλε, σπάνια ροζ ή λευκά, 3 φορές μεγαλύτερα από
ο καρπός. Αχαίνια 2-3 mm, ακανόνιστα γωνιακά, απαλό
καφέ. Πάππος στο 01/10 έως 01/8 των αχαίνιων. 2n = 18.
34
• Γεωγραφική εξάπλωση: Σε ένα μεγάλο μέρος της
Ευρώπης. Παλαιότερα καλλιεργείτο ως φαρμακευτικό
φυτό, ενώ πιο πρόσφατα ως υποκατάστατο του καφέ και
καλλωπιστικό, ενώ είναι ευρέως εγκλιματισμένο. Σε όλες
τις χώρες εκτός Fa Is Sb, όμως περιστασιακά ή αμφιβόλως
εγκλιματισμένο στις Fe Hb No Rs (N). Εμφανίζεται σε χλοώδη λιβάδια και καλλιεργήσιμη γη. Στη χώρα μας είναι
αυτοφυές με εξάπλωση σε όλη την Ελλάδα. Απαντάται
στην Αιτωλοακαρνανία, Αχαϊα, Ηλεία, Κεφαλλονιά, Ιθάκη
και Ζάκυνθο.
• Φαρμακευτικές χρήσεις: Tο ραδίκι έχει μια μακρά
ιστορία βοτανικής χρήσης και έχει ιδιαίτερα μεγάλη αξία για
την τονωτική του δράση στο ήπαρ και το πεπτικό σύστημα.
Cichorium intybus L.: Ταξιανθία (κεφάλιο).
Η ρίζα και τα φύλλα είναι ορεκτικά, χολαγωγά, αποτοξινωτικά, πεπτικά, διουρητικά, υπογλυκαιμικά, καθαρτικά και
τονωτικά.. Το αφέψημα της ρίζας έχει αποδειχθεί να είναι
επωφελές για τη θεραπεία του ίκτερου, τη διόγκωση του
ήπατος, την ουρική αρθρίτιδα και τους ρευματισμούς. Ένα
αφέψημα του φρέσκου συγκομισθέντος φυτού χρησιμοποιείται για τη θεραπεία διαφόρων λιθιάσεων. Πειραματικά έχει
δειχθεί πως τα εκχυλίσματα ρίζας έχουν οδηγήσει σε βραδύτερο και ασθενέστερο καρδιακό ρυθμό (σφυγμός). Το φυτό
ερευνάται για την χρήση του σε καρδιακές αρρυθμίες. Ο χυμός του μίσχου εφαρμόζεται σε κονδυλώματα, προκειμένου
να τα καταστρέψουν. Ο Ευρωπαϊκός Οργανισμός Φαρμάκων
αναφέρει ότι η θρυμματισμένη ρίζα μπορεί να χρησιμοποιηθεί ως αφέψημα (τσάι, παραδοσιακά φυτικά φαρμακευτικά
προϊόντα), για την ανακούφιση των συμπτωμάτων που σχετίζονται με ήπιες διαταραχές του πεπτικού συστήματος.
• Φυτοχημική σύσταση: Τα χαρακτηριστικά συστατικά στις ρίζες, αλλά και στις κεφαλές των φυτών, είναι μια
σειρά από σεσκιτερπενικές λακτόνες, οι οποίες είναι επίσης υπεύθυνες για την πικρή γεύση του φυτού. Ολόκληρο
το φυτό περιέχει φλαβονοειδή (ειδικά τα λουλούδια περιέχουν ανθοκυανίνες), ενώ οι κουμαρίνες έχουν ανιχνευθεί
στους βλαστούς.
Cistus creticus L. subsp. creticus
Syst. Nat. ed. 10: 1077. 1759
• Οικογένεια: Cistaceae.
• Συνώνυμα: Cistus creticus, Cistus polymorphus,
Cistus villosus subsp. creticus.
• Κοινές ελληνικές ονομασίες: Κίστος ο Κρητικός,
Κίστος, Βούκισος, Kίσθος του Θεφράστου, Λαδανιά, Αλάδανος, Λάδανο, Αγκίσαρος, Μειτζίνα, Κουνούκλα.
• Συστηματική περιγραφή: Βλαστοί έως 100 cm,
όρθιοι ή απλωτοί. Φύλλα (10-)20-50(-70) x 8-30 mm,
ωοειδή, αντωοειδή ή ελλειπτικά, συχνά κυματοειδή, με
πτεροειδείς νευρώσεις, πράσινα ή γκριζωπά, χνουδωτά ή
χνοώδη με τρίχες αστεροειδεί, με τις φλέβες ανάγλυφες
πάνω και εξέχουσες από κάτω. Μίσχοι 3-15 mm. Κυματοειδής ταξιανθία με 1-7-άνθη, περισσότερο ή λιγότερο
συμμετρικά. Σέπαλα 5, ωοειδή-λογχοειδή, με μακρά κορυφή, με τρίχες αστεροείδείς και μακριές, απλές τρίχες.
Άνθη 4-6 cm σε διάμετρο, μωβ-ροζ.
• Γεωγραφική εξάπλωση: Εμφανίζεται στη Ν. Ευρώπη, αλλά σπάνια στα δυτικά. [Al Bl Bu Co Cr Gr Είναι Ju
Rs (K) Sa Si Tu (Br)]. Είναι είδος Μεσογειακό με εξάπλωση στην Ελλάδα από τα νησιά μέχρι και την Ηπειρωτική
Ελλάδα. Στην περιοχή μελέτης απαντάται στην Αχαΐα,
Ηλεία, Αιτωλοακαρνανία και στα νησιά του Ιονίου. Είναι αυτοφυές, άφθονο και με πολύ καλούς πληθυσμούς.
Μπορεί να συλλέγεται από τη φύση χωρίς να υπάρχει κίνδυνος υποβάθμισης.
• Φαρμακευτικές χρήσεις: Το φυτό αυτό είναι ένα
αρωματικό, αποχρεμπτικό, τονωτικό βότανο που ελέγχει
την αιμορραγία και έχει αντιβιοτική δράση. Χρησιμοποιείται από του στόματος για τη θεραπεία της καταρροής
και διάρροιας και ως εμμηναγωγό. Τα φύλλα συλλέγονται
στο τέλος της άνοιξης και νωρίς το καλοκαίρι και μπορούν
να ξηρανθούν για μελλοντική χρήση αυτά, ή η ρητίνη που
εξάγεται από αυτά. Τόσο το φυτό, όσο και η ελαιορητίνη
που χρησιμοποιούνται για μια ποικιλία λοιμώξεων του
δέρματος, έλκη, ακόμη και όγκους.
Τα είδη Cistus incanus και Cistus monsepaliensis εμφανίζουν παρόμοιες φαρμακευτικές ιδιότητες.
Cistus creticus subsp. creticus: Εικόνα του φυτού στη φύση.
• Φυτοχημική σύσταση: Το αιθέριο έλαιο του φυτού
περιέχει χαρακτηριστικά διτερπένια λαβδανίου, ενώ τα
φλαβονοειδή έχουν ευρεθεί στο φυτό.
35
Colchicum bivonae Guss.
Cat. Pl. Boccad. 72 (1821)
• Οικογένεια: Colchicaceae.
• Συνώνυμα: Colchicum autumnale var. bivonae (Guss.)
Fiori, Colchicum amabile Heldr., Colchicum bowlesianum
B. L. Burtt., Colchicum busambarense Lojac., Colchicum
latifolium Sm., Colchicum pulchrum Herb. ex Baker,
Colchicum sibthorpii Baker, Colchicum tuntasium Heldr.,
Colchicum variegatum Biv., nom. illeg., Colchicum
variopictum Janka.
• Κοινές ελληνικές ονομασίες: Το επιστημονικό όνομα πηγάζει από την αχαία Κολχίδα, μία χώρα της αρχαιότητας στα ανατολικά σύνορα στη Μαύρη Θάλασσα, όπου
τα κολχικά βρέθηκαν για πρώτη φορά.
• Συστηματική περιγραφή: Βολβός 2,5-5 x 2,5-4 cm,
ωοειδής, χιτώνας σκούρο καφέ, δερματώδης ή υποδερματώδης, με μακρύ λαιμό. Φύλλα (4-)5-9, έως 25 cm x
8-13 mm, αναπτυσσόμενα μετά την άνθηση, γραμμικά-λογχοειδή έως σε μεγάλο βαθμό λογχοειδή, οξεία έως
αμβλεία, λεία. Άνθη 1-6∙ περιάνθια-τμήματα (40-)55-65
x 8-20 mm, έντονα ψηφιδωτά, απαλό έως βαθύ ροζμωβ, λευκά στη βάση, επιμήκη έως ευρέως ελλειπτικά,
αμβλεία έως οξεία. Νημάτια 10-30 mm, ανθήρες (5-)78(-11) mm, μωβ-μαύροι ή -καφέ, γύρη κίτρινη. Στύλοι
κυρτοί στην κορυφή∙ στίγματα μακρά-όρθια. Κάψουλα
c. 40 mm, ωοειδής. Άνθηση από τον Αύγουστο έως τον
Οκτώβρη (-Νοέμβρη). 2n = 36, 54, 90.
36
• Γεωγραφική εξάπλωση: Στην Κεντρική Μεσόγειο
και τη Ν. Βαλκανική χερσόνησο. [AE(G) Bu Gr It Ju Sa Si
Tu(AE)]. Απαντάται στις περισσότερες περιοχές της Ελλάδας εκτός από την Κρήτη τις Κυκλάδες και το βόρειο
Αιγαίο. Στην περιοχή μελέτης απαντάται στους ορεινούς
όγκους στην Αιτωλοακαρνανία, Αχαΐα και Ηλεία και των
νησιών του Ιονίου.
• Φαρμακευτικές χρήσεις: Στο παρελθόν, οι βολβοί
και οι καρποί του C. bivonae εχρησιμοποιούντο στη θεραπεία του άσθματος, των ρευματισμών, της δυσεντερίας
και οξείας ουρικής αρθρίτιδας.
Colchicum bivonae Guss.: Χαρακτηριστικά άνθη.
• Φυτοχημική σύσταση: Οι βολβοί του Colchicum
bivonae περιέχουν χαρακτηριστικά αλκαλοειδή, τα κολχικινοειδή. Η κολχικίνη έχει εγκριθεί από τον US FDA για
τη θεραπεία της ουρικής αρθρίτιδας και του συγγενούς
Μεσογειακού πυρετού και έχει στενό θεραπευτικό εύρος.
Η κολχικίνη, επίσης, χρησιμοποιείται στην φυτική αναπαραγωγή για την παραγωγή πολυπλοειδών στελεχών.
Cornus mas L.
Sp. Pl.: 117. 1753
• Οικογένεια: Cornaceae.
• Συνώνυμα: Macrocarpium mas (L.) Nakai, Cornus
erythrocarpa St.-Lag., Cornus flava Steud., Cornus
homerica Bubani, Cornus mascula L., Cornus nudiflora
Dumort., Cornus praecox Stokes, Cornus vernalis Salisb.,
Eukrania mascula (L.) Merr., Cornus mas var. oblongifolia
Jovan.
• Κοινές ελληνικές ονομασίες: Κρανιά, Mαυροβεργιά. Ετυμολογικά, η λέξη Cornus προέρχεται από το λατινικό «cornum» που σημαίνει «κέρας» στα ελληνικά. Η
ονομασία αυτή οφείλεται στο ιδιαίτερα ανθεκτικό στη
θραύση ξύλο των αντιπροσώπων του γένους Cornus.
• Συστηματική περιγραφή: Θάμνος ή μικρός δένδρο
έως 8 m, με πρασινωπά-κίτρινα κλαδιά. Φύλλα 4-10 cm
ωοειδή ή ελλειπτικά, οξεία ή οξυτενή, χρώματος θαμπού
γκρι στο κάτω μέρος∙ νεύρα 3-5 ζευγάρια. Βράκτια 6-10 x
3-6 mm, πίπτοντα∙ ποδίσκος περίπου ίσος με τα βράκτια.
Πέταλα 2-2,5 mm, κίτρινα. Καρπός 12-15 mm, κόκκινος.
Cornus mas L.: Κλαδί με καρπούς.
• Γεωγραφική εξάπλωση: Κ. ΝΑ Ευρώπη, εκτεινόμενο
έως την Κ. Ιταλία έως την Κ. Γαλλία. Καλλιεργείται ως καλλωπιστικό και για τα εδώδιμα φρούτα του. [Al Au Be Bu Cz
Ga Ge Gr He Hu It Ju Rm Rs (W,K) Tu (Br)]. Στην χώρα μας
απαντάται στην Ηπειρωτική Ελλάδα. Στην περιοχή μελέτης απαντάται στην Αιτωλοακαρνανία, Αχαϊα και Ηλεία.
• Φαρμακευτικές χρήσεις: Ο φλοιός και οι καρποί
είναι στυπτικά, αντιπυρετικά και θρεπτικά. Ο στυπτικός
καρπός συμβάλειστη θεραπεία εντερικών διαταραχών
και πυρετών, ενώ χρησιμοποιείται επίσης στη θεραπεία
της χολέρας. Οι καρποί και τα άνθη χρησιμεύουν κατά της
διάρροιας.
• Φυτοχημική σύσταση: Οι ταννίνες είναι παρούσες σε
υψηλές συγκεντρώσεις. Τα φρούτα είναι πλούσια σε ανθοκυανίνες και ουρσολικό οξύ.
37
Crataegus monogyna Jacq.
Fl. Austriac. 3: 50. 1775
• Οικογένεια: Rosaceae.
• Συνώνυμα: Mespilus monogyna (Jacq.) All., Oxyacantha
monogyna (Jacq.) M. Roem., Crataegus oxyacantha subsp.
monogyna (Jacq.) Syme, Mespilus oxyacantha subsp.
monogyna (Jacq.) Čelak.
• Κοινές ελληνικές ονομασίες: Κραταίγος ο Mονόγυνος,
Tρικουκιά, Tσαπουρνιά, Mουρτζιά, Mουμουτζελιά, Μπουρμπουλιά, Βουρβουλιά Μπουρμπουτζελιά, Kοτσινομεσφιλιά (Κύπρος),
Mερμελίτσα (Κύπρος), Ξανθή Τσαμπουρνιά και Ξαγκαθιά.
• Συστηματική περιγραφή: Θάμνος ή μικρός δένδρο έως
τα 10 m, αγκάθια 7-20 mm. Φύλλα ωοειδή προς ρομβοειδή,
σφηνοειδή, αποχρωματισμένα λοβοί 3-7, επιμήκεις, οξεία
ή σχεδόν αμβλέα, ακέραια ή με αραιή οδόντωση κοντά στην
κορυφή, απλώνοντας το Υ προς το μέσο νεύρο, οι κόλποι
συνήθως ανοιχτοί και βαθείς∙ παράφυλλα ακέραια, λογχοειδή-οβελοειδή. Άνθη 8-15 mm σε διάμετρο. Στύλος 1. Καρποί
6-10 mm, σκούρο ή ανοιχτόχωμο κόκκινο, στεφανωμένα από
ανεστραμμένα σέπαλα τα οποία συνήθως είναι ελαφρώς μακρύτερα απ’ ότι το φάρδος τους. Πυρήνας 1.
• Γεωγραφική εξάπλωση: Σχεδόν σε όλη την Ευρώπη εκτός
των βόρειων και ανατολικών ορίων. [Παντού εκτός από Az Fa
Is Rs (N, B, E)Sb].
38
• Φαρμακευτικές χρήσεις: Ο κράταιγος είναι ένα αναγνωρισμένο
τονωτικό για την καρδιά και είναι ευεργετικό στη θεραπεία πολλών
καρδιακών παθήσεων, συμπεριλαμβανομένων της ταχυκαρδίας, της
αρρυθμίας, καρδιακής ανεπάρκειας και σε εκφυλιστικές καρδιακές
νόσους. Κλινικές μελέτες αποδεικνύουν τη χρήση του. Το βότανο ενεργοποιεί ήπια την καρδιά ώστε να πάλλεται ελαφρώς ταχύτερα, γεγονός
που ελαττώνει το ποσοστό της καταπόνησης που επιβαρύνει την καρδιά. Επιπλέον, διαστέλλει τις αρτηρίες για βελτίωση της κυκλοφορίας
του αίματος στο σώμα, και ενδυναμώνει τον καρδιακό μυ. Αυτές οι ικανότητες βοηθούν στη θεραπεία της αθηροσκλήρωσης και ρυθμίζουν
την πίεση του αίματος. Ο Crataegus monogyna μπορεί να αυξάνει τη
χαμηλή πίεση του αίματος σε ένα φυσιολογικό ρυθμό και να μειώσει
την υψηλή πίεση προς αποφυγή της υπέρτασης. Το βότανο ανακουφίζει από τη στηθάγχη ελαττώνοντας το γαλακτικό οξύ που είναι υπεύθυνο για τον πόνο του καρδιακού μυός. Επιπλέον, μειώνει το ποσοστό της
χοληστερόλης που πιστεύεται ότι ευθύνεται για τις καρδιακές νόσους.
Ο κράταιγος έχει επίσης χρησιμοποιηθεί ως αντισπασμωδικός παράγοντας στη θεραπεία του άσθματος, της διάρροιας, σε νόσους της χοληδόχου κύστεως και σε συσπάσεις της μήτρας, καθώς και ως ηρεμιστικό
Crataegus monogyna Jacq.: Κλαδιά με καρπούς.
για τη θεραπεία της αϋπνίας. Οι στυπτικές του ιδιότητες τον καθιστούν
ευεργετικό στη θεραπεία οιδήματος, παθήσεων των νεφρών και του
πονόλαιμου. Ο κράταιγος έχει χρησιμοποιηθεί στην Παραδοσιακή
Κινεζική Θεραπευτική για τη θεραπεία πεπτικών διαταραχών, όπως
ναυτία, εμετός και διάρροια, καθώς και σε καρδιοαγγειακές νόσους.
Ο Crataegus monogyna πιστεύεται ότι βοηθά στην πέψη του κρέατος
και των λιπών ενεργοποιώντας την παραγωγή ενζύμων και χολής που
απαιτούνται για την πέψη τους. Στην παραδοσιακή Κινεζική Θεραπευτική, όταν το βότανο χρησιμοποιείται δίδεται ως εκχύλισμα ή κονιορτοποιημένο και δισκιοποιημένο σαν χάπι.
• Φυτοχημική σύσταση: Τα κυριότερα συστατικά του είναι
φλαβονοειδή (ρουτίνη, υπεροζίτης, βιτεξίνη, ραμνοζίτης της
βιτεξίνης-2, ραμνοζίτης της ακετυλβιτεξίνης-2 και σχετικές
προανθοκυανιδίνες. Κατά την άνθηση, είναι παρόντες γλυκοζίτες της φλαβονόλης, κυρίως με τη μορφή υπεροζίτη, σπιροζίτη και ρουτίνης. Τα κυρίαρχα παράγωγα φλαβονοειδών στα
φύλλα είναι επικατεχίνη (επι-κατεχόλη) και/ή κατεχίνη (κατεχόλη), καθώς και οι σχετικές προανθοκυανιδίνες που σχηματίζονται κατά τη συμπύκνωση 2-8 μονομερών των ανωτέρω
κατεχινών, μαζί με ολιγομερείς προκυανιδίνες. Η παρουσία
απλών φαινολικών οξέων (π.χ. χλωρογενικό οξύ και καφεΐκό
οξύ) έχει επίσης αναφερθεί. Μεταξύ των κύριων συστατικών
συμπεριλαμβάνονται και μη φαινολικές ουσίες, όπως πεντακυκλικά τριτερπένια (ουρσολικό και ελαϊκό οξύ) και το 2-υδροξυ
παράγωγο του ελαϊκού οξέος, γνωστό ως κραταιγολικό οξύ.
Crocus boryi J. Gay
Bull. Sci. Nat. Géol. 25: 320. 1831
• Οικογένεια: Iridaceae.
• Συνώνυμα: Crocus boryanus Herb., nom. superfl.,
Crocus laevigatus subsp. boryi (J. Gay) K. Richt., Crocus
boryanus var. cephalonensis Herb., Crocus laevigatus
var. boryi (J. Gay) Nyman, Crocus cretensis Körn., Crocus
ionicus Herb., Crocus marathonisius Heldr., Crocus boryi
subsp. cretensis (Körn.) Nyman.
• Κοινές ελληνικές ονομασίες: Ο Κρόκος του Μπορί
(η ονομασία του δόθηκε προς τιμήν του Γάλλου φυσιοδίφη J.B. M. Bory de St Vincent, 1780-1846), Κρόκος, Σαφράνι.
• Συστηματική περιγραφή: Βολβοί ωοειδείς 0,8-2 cm
διαμέτρου. Χιτώνες απαλοί σαν χαρτί, διαχωρίζονται στη
βάση σε πολλές διαμήκεις παράλληλες ίνες. Κατάφυλλα
3-4, μεμβρανώδη, λευκά, πράσινα με νευρώσεις στην
κορυφή. Φύλλα 3-9, από κοντύτερα έως πολύ μακρύτερα από τα άνθη, κατά την άνθηση, 1-3,5 mm πλάτος,
σκούρα πράσινα, λεία ή αραιά βλεφαριδωτά. Πρόφυλλα
απουσιάζουν. Βράκτιο και βρακτεόλια ± ίσα, πρασινίζουν
στην κορυφή. Άνθη φθινοπωρινά, 1-4, κρεμ-λευκά, ενίοτε ελαφρώς με ανάγλυφες φλέβες ή μωβ στην εξωτερική
πλευρά. Λαιμός του άνθους βαθύ κίτρινο, λείος ή ελαφρά
θηλώδης. Σωλήνας περιανθίου 5-15 cm, λευκός ή σπάνια
με ανάγλυφες μωβ φλέβες. Τμήματα ελλειπτικά ή ωοειδή,
(1,5)2,5-5 x 0,6-2,3 mm, αμβλεία έως στρογγυλεμένα.
Νημάτια 3-7 mm, κίτρινα, θηλώδη. Ανθήρες 7-17 mm,
λευκοί. Στύλοι διακλαδίζονται, πορτοκαλί ή κοκκινωπό
χρώμα. Κάψα σχεδόν σφαιρική γενικά ελλειψοειδής, 0,51 x 0,5-0,6 cm. Σπέρμα σχεδόν σφαιρικό, 3 χιλιοστά διάμετρος, Κοκκινωπό-καφέ, ζαρωμένο.
• Γεωγραφική εξάπλωση: Ν. & Δ. Ελλάδα, από την
Κέρκυρα (Ιόνια νησιά) και κάτω, νότια στην Πελοπόννησο και ΝΑ Κρήτη, Ν. Αιγαίο. [Cr Gr.: Ελαιώνες, πετρώδεις
πλαγιές και θαμνώνες].
• Φαρμακευτικές χρήσεις: ίδιες με του γνωστού σαφράν (C. sativus). Γενικά, από τη συνεχή χρήση των διαφόρων ειδών κρόκου επί χιλιετίες στην φαρμακευτική,
Crocus boryi J. Gay: Χαρακτηριστικά άνθη.
έχουν προταθεί περισσότερες από 90 ιδιαίτερες χρήσεις.
Κατά καιρούς του έχουν αποδοθεί ευεργετικές δράσεις
κατά του άσθματος, οφθαλμικών λοιμώξεων, διαταραχών του έμμηνου κύκλου των γυναικών, της κατάθλιψης,
του γήρατος και διαταραχών του κυκλοφορικού συστήματος και έχει χρησιμοποιηθεί ως αναλγητικό, ευστόμαχο, καταπραϋντικό, θρομβολυτικό και εκτρωτικό. Στους
αρχαίους Έλληνες ήταν γνωστές οι ιδιότητες του κρόκου,
το χρησιμοποιούσαν για να καταπολεμήσουν την αϋπνία
και τα δυσάρεστα συμπτώματα της μέθης από το κρασί.
Επίσης γνωστή ήταν η χρήση του ως άρωμα στα λουτρά
αλλά και ως αφροδισιακό.
• Φυτοχημική σύσταση: Οι στύλοι του περιέχουν κροκίνες (χαρακτηριστικά καροτενοειδή), φλαβονοειδή και
αιθέριο έλαιο πλούσιο σε μονοτερπενικές αλδευδες.
• Άλλα taxa του γένους Crocus με παρόμοιες ιδιότητες
και δράσεις που επίσης υπάρχουν στην περιοχή μελέτης
είναι: Crocus cancellatus subsp. mazziaricus (Ν. Γιουγκοσλαβία, Ελλάδα, Ν.και Δ. Τουρκία), Crocus niveus (Ν. Ελλάδα).
39
Cynara scolymus L.
Sp. Pl.: 827. 1753
• Οικογένεια: Asteraceae.
• Συνώνυμα: Cynara cardunculus subsp. scolymus (L.)
Hegi.
• Κοινή ελληνική ονομασία: Αγκινάρα.
• Συστηματική περιγραφή: Βλαστός έως 200 cm,
σχεδόν λείος. Φύλλα έως 80 x 40 cm, σχεδόν λεία στην
άνω επιφάνεια και γκριζωπά γναφαλώδη στην κάτω, με
ευρεία απροστάτευτα ή αιχμηρά περιθώρια. Περίβλημα
60-70 x 70-80 mm με βράκτια σαρκώδη με ένα επίπεδο
κορυφαίο εξάρτημα. Εξάρτημα 15-40 x 12-35 mm, ωοειδές προς τριγωνικό, εκτετμημένο, αιχμηρό ή κολπωτόεκτετμημένο.
• Γεωγραφική εξάπλωση: Καλλιεργείται ευρέως σε
μεγάλη κλίμακα στη Nότια, Δυτική και Κεντρική Ευρώπη,
καθώς και σε άλλες περιοχές, καθώς καταναλώνονται τα
νεαρά κεφάλια. [Au Be Co Cr Cz Ga Gr He Ho Hs It Ju Lu
Rm Rs (W) Sa Si].
• Φαρμακευτικές χρήσεις: Χρησιμοποιείται στην ια­
τρική. Περιέχει καναρινή, η οποία έχει αποδειχτεί ότι
ελαττώνει σημαντικά τα επίπεδα χοληστερίνης και τριγλυκεριδιων στο σώμα μας, Έχει αποδειχτεί με πανεπιστημιακές μελέτες πως διεγείρει την έκκριση χολής και
χρησιμοποιείται στην θεραπεία της ανεπάρκειας του
συκωτιού και της ατελούς πέψης. Επιπλέον, θεωρείται
ότι χρησιμεύει για την αρτηριοσκλήρωση, τους ρευματισμούς τη φαγούρα και την ατονία.
40 • Φυτοχημική σύσταση: Aποτελεί πηγή διαιτητικών
ινών, χαλκού, μαγνησίου, ασβέστιο, φωσφόρου, μαγγανίου, σιδήρου, βιταμίνης Κ, βιταμίνης C, όλων των βιταμινών του συμπλέγματος Β και καλίου. Περιέχει, επίσης,
φλαβονοειδή.
Cynara scolymus L.: Εικόνα του φυτού.
Cynodon dactylon (L.) Pers.
Syn. Pl. 1: 85. 1805
• Οικογένεια: Poaceae.
• Συνώνυμα: Panicum dactylon L., Cynodon glabratus
Steud., Dactylon officinale Vill.
• Κοινή ελληνική ονομασία: Αγριάδα.
• Συστηματική περιγραφή: Εκτείνονται εκτεταμένα
με στολώνια και λεπιοειδή ριζώματα. Βλαστοί έως 30 cm.
Φύλλα έως 6 cm, γραμμοειδή - λογχοειδή, γλωσσίδιο ως
ένα δαχτυλίδι τριχών. Στάχυς 1-5 cm. Σταχύσκοι 2 mm,
σχεδόν άμισχοι σε μία επίπεδη ράχη. Βράκτια γραμμοειδή
- λογχοειδή, συχνά πορφυρά. Λέπυρο σε σχήμα λέμβου,
σποραδικά τριχωτό στην τρόπιδα και στα περιθώρια. Οι
ποδίσκοι της ταξιανθίας λείοι, επιμηκυσμένα. 2n = 36, 40.
• Γεωγραφική εξάπλωση: Δυτική, Νότια, Νοτιοανατολική και Ανατολική κεντρική Ευρώπη. [Gr He Ho Hs Hu It
Ju Lu RmRs (C, W, K, E) Sa Si Tu (Ge)].
• Φαρμακευτικές χρήσεις: Αναφέρεται ότι έχει αντισηπτικές, καθαρκτικές, στυπτικές, καταπραϋντικές, κα­
θα­­ρι­σμού αίματος, διουρητικές, μαλακτικές, εφιδρω­τικές
ιδιότητες, καθώς και για την ίαση πληγών. Το αφέ­ψημα
από τη ρίζα χρησιμοποιείται ως διουρητικό για την αντιμετώπιση της υδρωπικίας και της σύφιλης. Το έγχυμα της
ρίζας χρησιμοποιείται για την αντιμετώπιση των αιμορροΐδων. Ο χυμός που προέρχεται από το φυτό, ως στυπτικός,
χρησιμοποιείται εξωτερικά για την επούλωση πληγών
και κοψιμάτων, είναι διουρητικός και χρησιμοποιείται
για την αντιμετώπιση της υδρωπικίας και της θωρακικής δυσφορίας. Όταν αναμιγνύεται με σκόνη γαρίφαλου,
(Syzygium aromaticum), χρησιμοποιείται ως ανθελμινθικό. Εσωτερικά, χρησιμοποιείται για την αντιμετώπιση
της χρόνιας διάρροιας και της δυσεντερίας. Είναι επίσης
χρήσιμο στην οφθαλμική καταρροή. Ο χυμός των φύλλων χρησιμοποιείται σε περιπτώσεις υστερίας, επιληψίας
και φρενοβλάβειας. Σύμφωνα με τη λαϊκή θεραπευτική,
χρησιμοποιείται γενικά, σε περιπτώσεις θωρακικής δυσφορίας, καρκίνου, δοθιήνων, σπασμών, βήχα, κραμπών,
κυστίτιδας, διάρροιας, υδρωπικίας, δυσεντερίας, επιληψίας, πονοκεφάλων, αιμορροΐδων, υπέρτασης, υστερί-
Cynodon dactylon (L.) Pers.: Eικόνα του φυτού στη φύση.
ας, φρενοβλάβειας, ιλαράς, ερυθράς, δηγμάτων φιδιών,
ελκών, όγκων, ουρογεννητικών διαταραχών, μερμηγκιών
και πληγών.
• Φυτοχημική σύσταση: Το φυτό περιέχει τον πολυσακχαρίτη triticina (3-8%), που μοιάζει με την ινουλίνη,
κολλώδη ουσία (10%), πολυαλκοόλες, ελάχιστη ποσότητα αιθέριου ελαίου και γλυκοσίδια βανιλίνης.
41
Cynoglossum officinale L.
Sp. Pl.: 134. 1753
• Οικογένεια: Boraginaceae.
• Συνώνυμα: Cynoglossum castellanum Pau,
Cynoglossum officinale var. corsicum Brand.
• Κοινές ελληνικές ονομασίες: Κυνόγλωσσο το φαρμακευτικό, Σκυλόγλωσσα, Σκυλολακές, Γοργογιάννα.
• Συστηματική περιγραφή: Διετές. Βλαστοί (20-)3060(-90) cm, τριχωτοί. Φύλλα του βλαστού επιμήκη έως
λογχοειδή, τα κατώτερα με κοντό μίσχο, τα μεσαίαμε
πλάτος (10-)16-25(-30) mm, άμισχα έως περίβλαστα, με
κοντό και μαλακό τρίχωμα και στις δυο επιφάνειες. Ταξιανθίες χωρίς βράκτια (σπάνια με βράκτια στη βάση). Οι
λοβοί του κάλυκα έως 4 mm, ωοειδείς, τριχωτοί. Στεφάνη 5-6 mm, ανοιχτό μωβ, σωλήνας κυλινδρικός, με χείλος
κοντύτερο από τον σωλήνα. Οι στήμονες εισάγονται στο
ανώτερο τμήμα του σωλήνα. Καρπίδια 5-8 mm σε διάμετρο, ωοειδή, με ένα ευδιάκριτο περιθώριο το εξωτερικό
μέτωπο με πυκνές γλωχίνες. 2n = 24, 48.
• Γεωγραφική εξάπλωση: Στο μεγαλύτερο μέρος της
Ευρώπης εκτός από τις πολύ Βόρειες και πολύ Νότιες περιοχές. [Al Au Be Br Bu Co Cz Da Fe Ga Ge Gr Hb He Ho Hs
Hu It Ju No Po Rm Rs (B, C, W, K, E) Sa Su].
42
• Φαρμακευτικές χρήσεις: Η παραδοσιακή χρήση του
φυτού ως βότανο έχει μακρά ιστορία, αν και στις μέρες
σπάνια χρησιμοποιείται στην μοντέρνα θεραπευτική. Τα
φύλλα περιέχουν αλλαντοΐνη, έναν πολύ δραστικό παράγοντα που επιταχύνει την ίαση του σώματος. Το φυτό
έχει χρησιμοποιηθεί απο του στόματος στη θεραπεία του
βήχα και της διάρροιας, αν και τώρα πια χρησιμοποιείται
κυρίως ως κατάπλασμα στις αιμορροΐδες, στις πληγές, σε
μικρούς τραυματισμούς, δήγματα και πληγές. Ωστόσο, θα
πρέπει να εφαρμόζεται με προσοχή, καθώς έχουν αναφερθεί ναρκωτικές επιδράσεις όταν λαμβάνεται εσωτερικά σε υψηλές δόσεις και το φυτό θεωρείται δυνητικά καρκινογόνο (παρόλο που έχει χρησιμοποιηθεί στη θεραπεία
του καρκίνου). Τα φύλλα και οι ρίζες είναι αναλγητικά,
αντι-αιμορροϊδικά, αντισπασμωδικά, στυπτικά, χωνευτικά, μαλακτικά και ελαφρώς ναρκωτικά. Το φυτό αυτό
Cynoglossum officinale L.: Το ανώτερο τμήμα του φυτού
με τις ταξιανθίες.
περιέχει τα αλκαλοειδή κυνογλωσίνη και κονσολιδίνη, τα
οποία χρησιμοποιούνται φαρμακευτικά για την ανακούφιση του πόνου. Καταστέλλουν το νευρικό σύστημα και
είναι επίσης δυνητικά καρκινογόνα.
• Φυτοχημική σύσταση: Το φυτό είναι πλούσιο σε αλκαλοειδή. Τα εναέρια τμήματά του μπορεί να περιέχουν
έως και 1,5% αλκαλοειδή πυρρολιζιδίνης. Η αλλαντοΐνη,
επίσης, ανευρίσκεται στα εναέρια τμήματα.
Digitalis grandiflora Mill.
Gard. Dict., ed. 8: no. 4, Corr. 1768
• Οικογένεια: Scrophulariaceae.
• Συνώνυμα: Digitalis ambigua Murray.
• Κοινές ελληνικές ονομασίες: Δακτυλίς η μεγανθής,
Κίτρινη δακτυλίτιδα.
• Συστηματική περιγραφή: Διετές ή πολυετές με
ύψος (30-)60-100 cm. Φύλλα 70-250 x 20-60 mm, ωοειδή - λογχοειδή, με ακρίβεια πριονωτά, συνήθων λεία και
λαμπερά πράσινα στην πάνω επιφάνεια, διάσπαρτα τριχωτά στη κάτω επιφάνεια. Λοβοί του κάλυκα λογχοειδείς
οξείς. Στεφάνη 40-50 χιλ., κίτρινη. 2n = 56.
• Γεωγραφική εξάπλωση: Σε δάση, στην Ανατολική
και Κεντρική Ευρώπη, προς τα βόρεια ως την Εσθονία και
νότια έως τη Βόρεια Ελλάδα, εκτείνεται δυτικά προς το
Βέλγιο και τη Νότια Κεντρική Γαλλία. [Al Au Be Bu Cz Ga
Ge Gr He Hu It Ju Po Rm Rs (B, C, W, E) Tu]. Στην περιοχή
μελέτης, εμφανίζεται σε χαράδρες και σε άκρες των δρόμων από τα 700-1.400 m. Απαντάται κυρίως σε Ιωάννινα
και Άρτα.
• Φαρμακευτικές χρήσεις: Έχει καρδιοτονωτικές και
νευροτονωτικές ιδιότητες. Εξαιτίας των συστατικών που
περιέχει, εξασφαλίζει θεραπεία σε καρδιοπαθείς. Σήμερα
κυκλοφορεί το γνωστό σκεύασμα digoxin που χορηγείται
ευρέως σε καρδιακή ανεπάρκεια και αρρυθμίες. Συλλέγονται τα φύλλα λίγο πριν την ανθοφορία του από τα οποία
παρασκευάζονται καρδιοτονωτικά φάρμακα. Τα τελευταία χρόνια ερευνώνται οι αντικαρκινικές ιδιότητες της
δακτυλίτιδας.
• Φυτοχημική σύσταση: Τα φύλλα της Δακτυλίτιδας
περιέχουν γλυκοσίδες, όπως διγιταλίνη, διγιτοξίνη κ.α.
Περιέχουν επίσης σαπωνίνες, φλαβονοειδή, οξέα, χολίνη
κ.ά. Ολόκληρο το φυτό περιέχει 63 γλυκοσίδια που κατατάσσονται σε 5 ομάδες.
Digitalis grandiflora Mill.: Εικόνα του φυτού στη φύση.
43
Dracunculus vulgaris Schott
in Schott & Endlicher, Melet. Bot.: 17. 1832
• Οικογένεια: Araceae.
• Συνώνυμα: Arum dracunculus L., Aron dracunculum
(L.) St.-Lag., Dracunculus dracunculus (L.) Voss, des. inval.,
Dracunculus spadiceus Raf., nom. illeg., Arum guttatum
Salisb., Dracunculus creticus Schott, Dracunculus major
Garsault, des. inval., Dracunculus polyphyllus Blume,
nom. illeg., Dracunculus vulgaris subsp. creticus (Schott)
K. Richt., Dracunculus vulgaris var. creticus (Schott)
Nyman, Dracunculus vulgaris var. elongatus Engl.,
Dracunculus vulgaris var. laevigatus Engl.
• Κοινές ελληνικές ονομασίες: Δρακοντιά ή Φιδόχορτο.
• Συστηματική περιγραφή: Φυτό μέχρι 100 cm. Φύλλα
15-20 x 25-35 cm, με σχήμα περισσότερο ή λιγότερο νεφροειδές. Τμήματα 9-15, ελλειπτικά η επιμήκη-λογχοειδή,
οξεία. Mίσχος με μακριά και πλατιά περιβάλλουσα βάση,
στικτός με κηλίδες σκούρες μωβ, κρύβοντας την βάση του
βλαστού, έτσι ώστε να κάνουν μερικά φύλλα να εμφανίζονται επί του βλαστού. Σπάθη 20-40 (-55) cm, λεία, με κάτω
επιφάνεια πρασινωπή και τηνεπάνω σκούρο καφέ-μοβ. Με
το άνω μέρος λογχοειδές, όρθιο. Στα περιθώρια κυματώδης. Σπάδικας με αρσενικές και θηλυκές ζώνες σχεδόν συνεχόμενα. Στείρα άνθη λίγα, μερικές φορές απουσιάζουν.
Απόφυση με κοντό χλωμό στέλεχος, το υπόλοιπο σκούρο
μωβ. Μούρα πορτοκαλί-κόκκινα. 2n = 32.
44
• Γεωγραφική εξάπλωση: Α. & Κεντρική περιοχή Μεσογείου, εξαπλώνεται στην Ν. Βουλγαρία, καλλιεργούμενο αλλά και εγκλιματισμένο οπουδήποτε αλλού. [Al Bu Co
Cr Gr It Ju Sa Si (Ga ?Hs Lu)].
• Φαρμακευτικές χρήσεις: Διάφορα μέρη του φυτού
έχουν χρησιμοποιηθεί από την αρχαιότητα ως αντίδοτο
για το δάγκωμα φιδιού. Όποιος έτριβε τη ρίζα στα χέρια
του υποτίθεται ότι προστατεύεται από δάγκωμα φιδιού,
και το τυρί τυλιγμένο με το φυτό προστατεύεται από τη
σήψη. Τα θρυμματισμένα φύλλα του φιδόχορτου χρησιμοποιούνταν ως κομπρέσες στις πληγές, από τις οποίες
αργότερα προέκυψε η ονομασία της «break root», δηλαδή για τη θεραπεία και την επούλωση καταγμάτων. Η
Dracunculus vulgaris Schott : Εικόνα του φυτού στη φύση.
«χυμός» της ρίζας (με έλαιο) γινόταν ενστάλαξη σε αυτιά ατόμων με πόνο στο αυτί. Οι κόνδυλοι έχουν χρησιμοποιηθεί εξωτερικά στη θεραπεία των ρευματισμών. Η
ρίζα του φιδόχορτου περιγράφεται από το Διοσκουρίδη
ως αποχρεμπτικό σε αφέψιμη μορφή ή νωπά, αποξηραμένα ή διαλυμένα. Επανειλημμένα, είχε χρησιμοποιηθεί
ως φάρμακο ενάντια ασθενειών των πνευμόνων. ¨Ετσι
του αποδόθηκε το όνομα «βότανο του πνεύμονα». Ο Διοσκουρίδης καταγράφει τις αμβλωτικές ιδιότητες των
ριζών Dracunculus και υπάρχουν πολλές αναφορές για
τη χρήση του εναντίον κακοηθειών. Οι καρποί με τους
σπόρους χρησιμοποιούνται από του στόματος για τη θεραπεία των αιμορροΐδων, αν και οι τοξικές ιδιότητες του
είναι γνωστές.
• Φυτοχημική σύσταση: τα φύλλα και οι κόνδυλοι του
γένους Dracunculus περιέχουν σαπωνίνες και αλκαλοειδή
κωνειίνης, ταννίνες, φλαβονοειδή και κουμαρίνες. Ασυνήθιστα φαινυλο-λιπαρά οξέα έχουν προσδιοριστεί στα
σπέρματα.
Drimia numidica (Jord. & Fourr.) J.C. Manning & Goldblatt
Endiburg J. Bot. 60: 533-568 (2004)
• Οικογένεια: Hyacinthaceae.
• Συνώνυμα: Urginea maritima (L.) Baker, Drimia
maritima (L.) Stearn, Scilla maritima L.
• Κοινές ελληνικές ονομασίες: Σκυλοκρομμύδα, Σκυλοκρόμυδο.
• Συστηματική περιγραφή: Βολβός 5-15 cm σε διάμετρο. Βλαστός 50-150 cm. Φύλλα 30-100 cm x 30-100
mm, επιμήκη-λογχοειδή, ακέραια, εμφανίζονται πριν τα
άνθη. Ταξιανθία μακρύς πυκνός βότρυς με περισσότερα από 50 άνθη, βράκτια σουβλοειδή συχνά ευφήμερα,
κοντύρερα των ποδίσκων, ποδίσκοι 10-30 mm, περισσότερο ή λιγότερο ορθοί. Περιανθίου 6-8 mm, επιμήκη,
λευκωπά, με ένα πράσινο ή πορφυρό νεύρο στο μέσον.
Ανθήρες c. 2,5 mm. Στύλος ίσου μήκους με στήμονες.
2n = 20, 30, 40, 60, 64.
• Γεωγραφική εξάπλωση: Σε αμμώδη και βραχώδη
εδάφη, δίπλα στη θάλασσα. Στη Μεσογειακή περιοχή έως
την Πορτογαλία. [Al Bl Co Cr Ga Gr Hs It Ju Lu Sa Si].
• Φαρμακευτικές χρήσεις: Οι βολβοί έχουν χρησιμοποιηθεί ευρέως, εξαιτίας της θετικής επίδρασής τους
στη καρδιά, καθώς και τις διεγερτικές, αποχρεμπτικές και
διουρητικές ιδιότητές τους. Οι φρέσκοι βολβοί είναι πιο
δραστικοί φαρμακευτικά, σε σχέση με τους αποξηραμένους, περιέχουν όμως εξίσου έντονο κολλώδη χυμό που
μπορεί να προκαλέσει φλεγμονές του δέρματος. Οι αποξηραμένοι βολβοί έχουν καρδιοτονωτικές, ισχυρά διουρητικές, εμετικές ιδιότητες σε μεγάλες δόσεις, καθώς και
αποχρεμπτικές ιδιότητες. Χρησιμοποιείται εσωτερικά, για
τη θεραπεία της βρογχίτιδας, του άσθματος, βήχα και οιδήματος, καθώς είναι και υποκατάστατο της δακτυλίδας
στη θεραπεία δυσλειτουργιών της καρδιάς. Ο βολβός
συλλέγεται το χειμώνα, τεμαχίζονται και αποξηραίνονται
για μετέπειτα χρήση. Εξωτερικά, ο βολβός χρησιμοποιείται για τη θεραπεία πιτυρίδας και σμηγματόρροιας.
• Φυτοχημική σύσταση: Περιέχει κολλώδη ουσία (411%), φλαβονοειδή, τερπένια και διάφορα καρδιακά
γλυκοσίδια (bufadienolide).
Drimia numidica (Jord. & Fourr.) J.C. Manning & Goldblatt:
Κοντινή λήψη ταξιανθίας.
45
Ephedra nebrodensis Guss. subsp. procera (Fischer & C.A. Meyer) K. Richter
Pl. Eur. 1: 8. 1890
• Οικογένεια: Ephedraceae.
• Συνώνυμα: Ephedra procera C. A. Mey., Ephedra
nebrodensis subsp. procera (C. A. Mey.) K. Richt.,
Ephedra major var. procera (C. A. Mey.) Hayek, Ephedra
nebrodensis var. procera (C. A. Mey.) Stapf, Ephedra
procera var. chrysocarpa C. A. Mey., Ephedra procera var.
erythrocarpa C. A. Mey.
• Κοινές ελληνικές ονομασίες: Εφέδρα η επιμήκης,
Εφέδρα.
• Συστηματική περιγραφή: Δίοικο. Θάμνος, ύψους
μέχρι 2 m, με 1 κορμό-σαν βλαστό. Μικρά κλαδιά 0,7-1
(,2 -1) πλάτος mm. Άρρεν άμισχα στρόβιλο, στρογγυλό,
με 2-4 ζεύγη ανθέων. Άνθη με 6-8 μικροσποριάγγια. Θηλυκοί στρόβιλοι με μικρό ποδίσκο, με 1 άνθος. Σωλήνας
του περιβλήματος 0,6-1 mm, ίσιος. Καρποί 1-σπέρμα, το
σπέρμα αναδυόμενο. Κλαδιά ομαλά. Θηλυκοί στρόβιλοι
με εσώτερα βράκτια ενωμένα για c. ½ του μήκους τους.
• Γεωγραφική εξάπλωση: Περιοχή της Μεσογείου.
Ορεινές περιοχές της νότιας Βαλκανικής Χερσονήσου,
Τουρκία, Κύπρος, Καύκασο, Ιράν και Ιμαλάια. Βουνά της
Ελλάδας και Ν. Γιουγκοσλαβία. Στη χώρα μας είναι αυτοφυές με κύρια εξάπλωση στα βουνά της Ελλάδας. Στην
περιοχή μελέτης απαντάται στην Αιτωλοακαρνανία, Αχαϊα
και Ηλεία.
46
• Φαρμακευτικές χρήσεις: Τα μέλη του γένους αυτού
περιέχουν αλκαλοειδή (κυρίως εφεδρίνη) και χρησιμοποιούνται ευρέως σε παρασκευάσματα για την αντιμετώπιση του άσθματος και της καταρροής. Ολόκληρο το
φυτό μπορεί να χρησιμοποιηθεί σε πολύ χαμηλότερες
συγκεντρώσεις από ό, τι τα απομονωμένα συστατικά σε αντίθεση με τη χρήση της απομονωμένης εφεδρίνης,
χρησιμοποιώντας όλο το φυτό σπάνια προκαλούνται
παρενέργειες. Οι μίσχοι χρησιμοποιούνται για την ιδιότητα να διαστέλλουν τα βρογχικά αγγεία, τονώνουν την
καρδιά και το κεντρικό νευρικό σύστημα, επίσης είναι
εφιδρωτικοί, διουρητικοί, αντιπυρετικοί, υπερτασικοί,
κατευναστικοί, θωρακικοί, τονωτικοί, αγγειοσυσπαστι-
Ephedra nebrodensis Guss. subsp. Procera:
Κλαδιά με καρπούς.
κοί και αγγειοδιασταλτικοί. Χρησιμοποιούνται από του
στόματος για τη θεραπεία του άσθματος, της αλλεργικής
ρινίτιδας και άλλων αλλεργικών αιτιάσεων. Είναι επίσης,
σε συνδυασμό με μια σειρά άλλων βοτάνων, χρήσιμο στη
θεραπεία ενός ευρέος φάσματος ενοχλήσεων. Τα βότανα
που περιέχουν εφεδρίνη χρησιμοποιούνται σε συμπληρώματα ενίσχυσης-επιδόσεων και σε συμπληρώματα για
αδυνάτισμα, αλλά αυτή η χρήση είναι απαγορευμένη για
μια δεκαετία τώρα.
• Φυτοχημική σύσταση: Τα αλκαλοειδή είναι τα κύρια
βιοενεργά συστατικά, με την εφεδρίνη να είναι το σημαντικότερο. Φλαβονοειδή, φαινολικοί γλυκοζίτες είναι επίσης παρόντες στο βότανο.
• Άλλα taxa του γένους Ephedra με παρόμοιες ιδιότητες
και δράσεις: Ephedra distachya L. (S. Europe to N. Asia),
Ephedra foeminea Forssk. (Α. Μεσόγειος), Ephedra major
Host. (Μεσόγειος).
Eryngium amethystinum L.
Sp. Pl.: 233. 1753
• Οικογένεια: Apiaceae.
• Συνώνυμα: Κανένα.
• Κοινές ελληνικές ονομασίες: Ερύνγκιο το αμέθυστο, Ερύγγιο ή Ηρύγγιο.
• Συστηματική περιγραφή: Πολυετές; βλαστοί 20-40
cm, ορθοί. Φύλλα βάσης συνήθως μακρόβια, δερματώδη, έλασμα φύλλου 10-15 cm, αντωειδές, παλαμοσχιδές,
πάνω και πτερυγόσχιστο κάτω, τα τμήματα 2- ή 3- παλαμοσχιδή με γραμμοειδή- λογχοειδή, ακανθώδη- οδοντωτά τμήματα; Μίσχος ευρέως με πτέρυγες. Ταξιανθία
συνήθως γαλαζωπή, κυλινδρική προς κορυμβοειδής με
συνήθως πολυάριθμα μισχωτά σφαιροειδή ή ωοειδή
κεφάλια 1-2 cm. Βράκτια 2-5 cm, 5-9 γραμμοειδή-λογχοειδή, με 1-4 ζεύγη αγκαθιών. Μικρά βράκτια ακέραια
ή 3-αιχμηρά. Σέπαλα 1,5-2,5 mm ωοειδή-λογχοειδή, φέροντα άγανο, Καρπός αραιά φέρων λέπια.
Eryngium amethystinum L.: Εικόνα του φυτού στη φύση.
• Γεωγραφική εξάπλωση: Σε ξηρές τοποθεσίες. Εμφανίζεται στη Βαλκανική Χερσόνησο, την Αιγαιακή περιοχή,
Ιταλία και Σικελία. [Al ? Bu Cr Gr It Ju Si].
• Φαρμακευτικές χρήσεις: Χρησιμοποιείται ως διουρητικό, διεγερτικό και ως ορεκτικό, εξαιτίας των ιδιοτήτων των αιθέριων ελαίων και των βιοδραστικών συστατικών που περιέχει.
• Φυτοχημική σύσταση: Η ρίζα του περιέχει μονοτερπένια, σαπωνίνες, φαινολικά, ακετυλένια και άλλες ουσίες.
47
Euphorbia characias L. subsp. wulfenii (W. D. J. Koch) Radcl.-Sm.,
Repert. Spec. Nov. Regni Veg. 79: 55. 1968
• Οικογένεια: Euphorbiaceae.
• Συνώνυμα: Euphorbia wulfenii Hoppe ex W. D. J. Koch,
Tithymalus wulfenii (Hoppe ex W. D. J. Koch) Soják, Euphorbia
lycia Boiss., Euphorbia melapetala Gasp. ex Guss., Euphorbia
messeniaca Heldr. ex Halácsy, nom. illeg., Euphorbia sibthorpii
Boiss., Tithymalus melapetalus (Gasp. ex Guss.) Klotzsch &
Garcke, Tithymalus sibthorpii (Boiss.) Soják.
• Κοινές ελληνικές ονομασίες: Φλώμος, Γαλατσίδα.
• Συστηματική περιγραφή: Πυκνά γναφαλώδες, σπά­νια
κάπως λείο, γλαυκό, σε πυκνές τούφες πολυετές, μερικές φορές με διετείς βλαστούς έως 180 cm, με 13-30(-40) μασχαλιαίες ακτίνες. Φύλλα (14-)30-130 x 4-10(-17) mm γραμμοειδή
προς αντίστροφα λογχοειδή ή ενίοτε αντιωοειδή, ακέραια,
εκείνα του πρώτου έτους ανάπτυξης είναι συνήθως μεγαλύτερα από εκείνα του δεύτερου. Φύλλα των ακτίνων όπως τα
ανώτερα του βλαστού. Φύλλα των μικρών ακτίνων υποκυκλικά-δελτοειδή, συνήθως συμφυή σε ζεύγη στη βάση. Ακτίνες
10-20, συνήθως διπλάσιες, αλλά έως 4 φορές διχοτόμες.
Αδένες ευμετάβλητοι. Κάψα 4-7 x 5-6 mm, βαθιά αύλακωτή,
επίπεδη, πυκνά τριχωτή. Σπέρματα 2,5-3,8 mm, ωοειδής, αργυρά - γκρι. Βλαστοί έως 180 cm, αδένες κίτρινοι.
• Γεωγραφική εξάπλωση: Ανατολική Μεσογειακή περιοχή.
Ξηρά, αρκετά ανοικτά εδάφη. Στη χώρα μας είναι αυτοφυές με
εξάπλωση στην Ηπειρωτική Ελλάδα και στα νησιά. Στην περιοχή μελέτης απαντάται στην Αχαΐα, Ηλεία, Αιτωλοακαρνανία,
Κεφαλονιά και Ζάκυνθο.
48
• Φαρμακευτικές χρήσεις: Taxa του γένους Euphorbia συχνά
χρησιμοποιούνται για τη θεραπεία της βρογχίτιδας και προβλημάτων που σχετίζονται με το άσθμα. Πιστεύεται, επίσης, ότι
ανακουφίζουν από τα συμπτώματα των κρυολογημάτων και της
γρίπης. Τα φύλλα του φυτού χρησιμεύουν στη θεραπεία ερεθισμών του δέρματος. Ο γαλακτώδης χυμός, ενώ είναι δηλητηριώδης, έχει χρησιμοποιηθεί ως παραδοσιακό φυτικό φάρμακο για
την αντιμετώπιση δερματικών προβλημάτων, όπως μυρμηγκιές
και όγκοι. Εκχύλισμα από συνθλιμμένο άνθος πιστεύεται πως
θεραπεύει διάφορες οφθαλμικές μολύνσεις και φλεγμονές όπως
η επιπεφυκίτιδα Το φυτό πιστεύεται ότι προάγει την ίαση σε
περιπτώσεις δάγκειου πυρετού, διευκολύνοντας την παραγωγή
αιμοπεταλίων και μπορεί επίσης, να χρησιμοποιηθεί για τη θεραπεία από δαγκώματα φιδιών. Επιπλέον, είναι γνωστή για τις
ανθελμινθικές της ιδιότητες, και μπορεί να χρησιμοποιηθεί για
Euphorbia characias L. subsp. wulfenii:
Χαρακτηριστική μορφή του φυτού.
την απαλλαγή από τα σκουλήκια και άλλους παρασιτικούς οργανισμούς. Θεωρείται πως ενισχύει την παραγωγή γάλακτος στις
θηλάζουσες μητέρες. Μπορεί να χρησιμοποιηθεί στη θεραπεία
αφροδίσιων νοσημάτων, όπως η γονόρροια, ενώ, χρησιμεύει και
στη θεραπεία της ανικανότητας, της πρόωρης εκσπερμάτισης,
και άλλων σεξουαλικών διαταραχών. Από την ρίζα μπορεί να παρασκευαστεί ένας πολτός που τον χρησιμοποιούν για τη θεραπεία στομαχικών πόνων. Ωστόσο, θα πρέπει να καταναλώνεται
μόνο στις συνιστώμενες δόσεις, αλλιώς μπορεί να προκαλέσει
έμετο. Θεωρείται πως φέρει αντι-ιικές ιδιότητες, και έχει χρησιμοποιηθεί στη θεραπεία της δυσεντερίας και για την ανακούφιση των συμπτωμάτων της διάρροιας.
• Φυτοχημική σύνθεση: Στην Euphorbia έχουν βρεθεί σχεδόν όλες οι κατηγορίες των φυτοχημικών ενώσεων. Εκτός από
τα ευρέως διαδεδομένα φλαβονοειδή και τις ταννίνες, στην
Euphorbia characias ευρίσκεται μία ευρεία ποικιλία τερπενοειδών. Τα διτερπενοειδή είναι άφθονα στον γαλακτώδη χυμό
και τις ρίζες. Έχουν προσδιοριστεί, επίσης, τριτερπενοειδή και
φυτοστερόλες. Ο γαλακτώδης χυμός περιέχει πολύπλοκα μίγματα κερεβροζιτών (cerebrosides), λεκτίνες με αιμοσυγκολλητική δραστικότητα, και διάφορα ένζυμα όπως υπεροξειδάση,
αμινοξειδάσες, λιπολυτικά ένζυμα, μεταλλο-πρωτεΐνες πυροφωσφατάσης/ φωσφοδιεστεράσης νουκλεοτιδίων. Το αιθέριο
έλαιο περιέχει περισσότερες από 60 διαφορετικές ενώσεις.
Foeniculum vulgare Mill.
Gard. Dict., ed. 8: no. 1. 1768
• Οικογένεια: Apiaceae/ Umbeliferae.
• Συνώνυμα: Anethum piperitum Ucria, Foeniculum
azoricum Mill., Foeniculum dulce Mill., Foeniculum
giganteum Lojac., Foeniculum subinodorum Maire &
al., Foeniculum vulgare subsp. capillaceum Holmboe,
Foeniculum vulgare subsp. piperitum (Ucria) Cout.,
Foeniculum vulgare subsp. subinodorum (Maire & al.) Ibn
Tattou, Foeniculum vulgare var. azoricum (Mill.) Thell.
• Κοινές ελληνικές ονομασίες: Μάραθος. Το ελληνικό
όνομα μάραθος ή μάραθον, και η περιοχή της περίφημης μάχης του Μαραθώνα και το ομώνυμο άθλημα του Μαραθωνίου, προκύπτουν βιβλιογραφικά από μία πεδιάδα με μάραθο.
Στην ελληνική μυθολογία, ο Προμηθέας χρησιμοποίησε ένα
μίσχο από μάραθο για να κλέψει φωτιά από τους θεούς.
• Συστηματική περιγραφή: Φυτό πολυετές η διετές, λείο,
γλαυκό, μέχρι 250 cm. Βλαστός ραβδωτός, λαμπερός, όταν
μεγαλώνει γίνεται κοίλος. Φύλλα περισσότερο ή λιγότερο
τριγωνικά σε εξωτερικό διάγραμμα λοβοί συνήθως 5-50 mm,
νηματοειδείς, ακιδωτοί, χόνδρινοι στην κορυφή, συνήθως
φαρδείς και δεν βρίσκονται σε ένα επίπεδο. Μίσχοι των ανώτερων φύλλων συνήθως 3-6 cm. Ακτίνες 4-30. Βράκτια και
φυλλάρια συνήθως απόντα. Καρπός 4-10,5 mm, επιμήκης-ωοειδής. Πλευρικά αυλάκια προεξέχοντα ελάχιστα περισσότερο από ότι τα ραχιαία.
• Γεωγραφική εξάπλωση: Είναι αυτόχθονο στις ακτές της
Μεσογείου, αλλά έχει εγκλιματιστεί ευρέως σε πολλά μέρη
του κόσμου. Βρίσκεται στις περισσότερες χώρες της Ευρώπης, εκτός από το Βορρά, αλλά μάλλον αυτόχθονο μόνο στα
νότια και δυτικά. [Al Az Bl *Br Bu Co Cr Ga Gr *Hb Hs It Ju Lu
Sa Si Tu (Au Be Cz Ge He Ho Hu Po Rm Rs - C, W, E, K)].
• Φαρμακευτικές χρήσεις: Η φαρμακευτική χρήση του
Μαράθου εκπορεύεται από τις αντισπασμωδικές, βλεννολυτικές, αποχρεμπτικές και αντιβακτηριακές ιδιότητες του
αιθερίου ελαίου του. Χρησιμοποιείται και το αιθέριο έλαιο
του μαράθου που παράγεται με απόσταξη μεθ’ υδρατμών.
Το αιθέριο έλαιο περιέχει ένα υψηλό ποσοστό ανηθόλης, η
οποία δρα ως φυτοοιστρογόνο ερμηνεύοντας κάποιες από
τις χρήσεις του μαράθου. Η Ευρωπαϊκή Αρχή Φαρμάκων
(ΕΜΑ), αναγνωρίζοντας τη μακρόχρονη χρήση του ως φυ-
Foeniculum vulgare: Σπέρματα.
τοθεραπευτικό μέσο, επιτρέπει τη χρήση των σπερμάτων
(καρπών) ως παραδοσιακά φυτικά φαρμακευτικά προϊόντα
για τη συμπτωματική θεραπεία 1) των ήπιων, σπασμωδών
διαταραχών του γαστρεντερικού συστήματος, όπως ο τυμπανισμός, 2) των σπασμών που σχετίζονται με την έμμηνο
ρύση, και 3) ως αποχρεμπτικό για τον βήχα. Όμως, η ΕΜΑ
ορίζει ότι αιθέριο έλαιο του πικρού μαράθου μπορεί να χρησιμοποιηθεί μόνο ως αποχρεμπτικό.
• Φυτοχημική σύσταση: Οι σπόροι του πικρού μαράθου
χαρακτηρίζονται από υψηλό περιοχόμενο αιθερίου ελαίου.
Το αιθέριο έλαιο του πικρού μαράθου περιέχει περισσότερη από 60% ανηθόλη και 15% φεγχόνη και λιγότερη από
5% οιστραγόλης, ενώ το αιθέριο έλαιο του γλυκού μαράθου
περιέχει περισσότερο από 80% ανηθόλη και λιγότερο από
7.5% φεγχόνη και 15% οιστραγόλη (Ευρωπαϊκή Φαρμακοποιία). Οι κονιορτοποιημένοι σπόροι σταδιακά χάνουν
τα πτητικά τους συστατικά με την πάροδο του χρόνου. Οι
σπόροι περιέχουν επίσης υδατοδιαλυτούς γλυκοζίτες μονοτερπενικών και αρωματικών ενώσεων, καθώς και άλλες
ενώσεις, όπως πρωτεΐνες, κυτταρίνη, λιγνίνη, πηκτίνες,
τριακυλογλυκερόλες, κηρούς, φωσφολιπίδια, φυτοστερόλες (π.χ. β-σιτοστερόλη και στιγμαστερόλη), φλαβονοειδή,
υδροξυκουμαρίνες, φουρανοκουμαρίνες και βιταμίνες (τοκοφερόλη και τοκοτριενόλη).
49
Fumaria officinalis L. subsp. officinalis
Sp. Pl. : 700. 1753
• Οικογένεια: Fumariaceae.
• Συνώνυμα: Κανένα.
• Κοινές ελληνικές ονομασίες: Καπνιά η φαρμακευτική, Καπνόχορτο.
• Συστηματική περιγραφή: Μονοετές ποώδες φυτό
με πικρή γεύση. Κοντοί βλαστοί 10-25 cm μήκος, πράσινοι. Φύλλα κατ΄ εναλλαγή, έντονα διαιρούμενα, χωρίς
παράφυλλα με μακρύ μίσχο. Απέναντι από κάθε φύλλο,
βρίσκεται η κάθε ταξιανθία, βότρυς, αποτελείται από 2030 μικρά άνθη με έντονο ρόδινο χρώμα. Τα άνθη έχουν
κάλυκα με δύο οδοντωτά σέπαλα, κοντύτερα της στεφάνης και αποπίπτουν γρήγορα. Η στεφάνη αποτελείται από
4 πέταλα. Τα 2 εσωτερικά είναι ενωμένα μαζί στη κορυφή.
Τα 2 εξωτερικά είναι ελεύθερα, εκ των οποίων το ένα το
ανώτερο έχει οπίσθιο πλήκτρο, ενώ το άλλο είναι απλό.
Καρπός αχαίνιο με 1 σπέρμα.
• Γεωγραφική εξάπλωση: Κοσμοπολιτικό είδος με
εξάπλωση στη Μεσογειακή περιοχή.
50
• Φαρμακευτικές χρήσεις: Έχει εκτιμηθεί ιδιαίτερα,
τουλάχιστον από τη Ρωμαϊκή εποχή, για τις τονωτικές του
ιδιότητες, καθώς και εκείνες της κάθαρσης του αίματος.
Χρησιμοποιείται για την αντιμετώπιση όλων των σπλαχνικών δυσλειτουργιών, ιδιαίτερα εκείνων του ήπατος,
στο σκορβούτο, στις δερματικές παθήσεις, ιδιαίτερα του
εκζέματος (πραγματοποιείται εσωτερική αλλά και εξωτερική λήψη). Το φυτό έχει αντισπασμωδικές, καθαρκτικές,
χολαγωγές, ελαφρώς εφιδρωτικές, ήπιες διουρητικές και
ασθενώς τονωτικές ιδιότητες, Το φυτό συλλέγεται όταν
αρχίζει η ανθοφορία κατά το καλοκαίρι, μπορεί να χρησιμοποιηθεί φρέσκο ή αποξηραμένο για μετέπειτα χρήση. Απαιτείται προσοχή στη χρήση, καθώς η υπερβολική
δόση έχει υπνωτικές και ηρεμιστικές ιδιότητες, ιδιαίτερα
όταν λαμβάνεται περισσότερο από 8 ημέρες.
• Φυτοχημική σύσταση: Περιέχει αλκαλοειδή, φουμαρικό οξύ, κολλώδη ουσία, ανόργανα άλατα και βιταμίνες.
Fumaria officinalis L. subsp. officinalis: Ταξιανθίες.
Glycyrrhiza glabra L.
Sp. Pl.: 742. 1753
• Οικογένεια: Leguminasae.
• Συνώνυμα: Glycyrrhiza glandulifera Waldst. & Kit.
(provisional), Glycyrrhiza hirsuta Pall., Glycyrrhiza
pallida Boiss. & Noë, Glycyrrhiza violacea Boiss. & Noë,
Glycyrrhiza glabra subsp. glandulifera (Waldst. & Kit.)
Ponert.
• Κοινές ελληνικές ονομασίες: Γλυκύρριζα η λεία,
Γλυκόρριζα, Γλυκορρίζι.
• Συστηματική περιγραφή: Βλαστός 50-100 cm. Βλαστοί και μίσχοι χνουδωτοί, μερικές φορές τραχία. Φυλλάρια 9-17, 20-40(-55) mm, ελλειπτικά, ωοειδή ή επιμήκη,
αμβλεία, μερικές φορές οξύληκτα και συχνά κολλώδη.
Η ταξιανθία (Βότρυς) υπερβαίνει τα φύλλα τουλάχιστον
κατά την άνθηση, είναι χαλαρή, επιμήκης. Στεφάνη 8-12
mm. Όσπρια έως 30 mm, γραμμοειδή-επιμήκη, συμπιεσμένα, ίσια, με ραφές ευθείες, λεία ή με αδενώδεις τρίχες.
Σπέρματα (2-) 3-5.
• Γεωγραφική εξάπλωση: Ξηρά ανοιχτά ενδιαιτήματα.
N. & Α. Ευρώπη. Καλλιεργείται και συχνά έχει εγκλιματιστεί. [Al Bu Cr *Ga Gr *Hs It Ju Rm Rs (C, W, K, E) Sa Si
Tu (Au Cz He Hu Lu)]. Στη χώρα μας είναι αυτοφυές με
εξάπλωση στην Ηπειρωτική Ελλάδα και στα νησιά. Στην
περιοχή μελέτης απαντάται στην Αχαΐα, Ηλεία, Αιτωλοακαρνανία, Κεφαλονιά και Ζάκυνθο.
• Φαρμακευτικές χρήσεις: Η γλυκύρριζα παρουσιάζει
μαλακτικές και αποχρεμπτικές ιδιότητες για τη διάλυση
και τη διευκόλυνση της απαλλαγής από την βλέννας της
καταρροής και για ασθένειες της ανώτερης αναπνευστικής
οδού, ενώ χρησιμοποιείται σήμερα σε σκευάσματα για τον
βήχα. Η επουλωτική δράση για διάφορα έλκη, η αντιφλεγμονώδης και η ήπια υπακτική δραστικότητά της έχουν
αποδειχθεί. Εμφανίζει δράση αλατοκορτικοειδούς λόγω
της παρουσίας του γλυκυρριζικού οξέος και του μεταβολίτη γλυκυρριτινικό οξύ, το οποίο είναι ένας αναστολέας του
μεταβολισμού της κορτιζόλης. Η γλυκύρριζα έχει οιστρογονική δράση, έχει χρησιμοποιηθεί για τη σταθεροποίηση
του εμμηνορροϊκού κύκλου, και ως θεραπεία για ενοχλή-
Glycyrrhiza glabra L.: Εικόνα φυτού στη φύση.
σεις των πνευμόνων και του σπλήνα. Συνδυάζεται με άλλα
βότανα στη θεραπεία του βήχα, του κρυολογήματος, του
πονόλαιμου, του άσθματος, του έλκους του στομάχου και
του δωδεκαδακτύλου, της ηπατίτιδας, της υστερίας, της
τροφικής δηλητηρίασης, της υπογλυκαιμίας, της βρογχίτιδας, της κολίτιδας, της εκκολπωματίτιδας, της γαστρίτιδας,
μερικών αγχωδών διαταραχών, και της ναυτίας. Η χρήση
των παρασκευασμάτων γλυκύρριζας χωρίς σαπωνίνες έχει
αναφερθεί σε περιπτώσεις αφθώδους στοματίτιδας (στοματικά έλκη). Χρήσιμες εφαρμογές έχουν περιγραφεί και
για την θεραπεία της ατοπικής δερματίτιδας.
• Φυτοχημική σύσταση: Η ρίζα γλυκόρριζας περιέχει
τριτερπενοειδείς σαπωνίνες (4-20%), ως επί το πλείστον
γλυκυρριζίνη, ένα μείγμα αλάτων καλίου και ασβεστίου
του γλυκυρριζικού οξέος (επίσης γνωστό ως γλυκυρριζικό ή γλυκυρριζινικό οξύ και γλυκοζίτης του γλυκυρριτινικού οξέος). Περισσότερα από 300 φλαβονοειδή έχουν
απομονωθεί από είδη Glycyrrhiza. Αυτά είναι υπεύθυνα
για το κίτρινο χρώμα της γλυκύρριζας. Περιέχει επίσης
κουμαρίνες, φαινολικούς γλυκοζίτες, κόμμεα, κ.λπ.
51
Humulus lupulus L.
Sp. Pl.: 1028. 1753
• Οικογένεια: Cannabaceae.
Συνώνυμα: Lupulus humulus, Cannabis lupulus, Humulus
vulgaris, Humulus americanus, Humulus volubilis, Lupulus
amarus.
• Κοινές ελληνικές ονομασίες: Λυκίσκος, Ζυθοβότανο.
• Συστηματική περιγραφή: Βλαστοί έως 6 m, τραχύς με
κεκαμμένες τρίχες. Φύλλα αντίθετα, σε γενικές γραμμές ωοειδή-καρδιόσχημα, συνήθως βαθιά 3- ή 5-λοβα και έντονα
οδοντωτά. Λοβοί ευθυτενείς. Τα αρσενικά άνθη c. 5 mm σε
διάμετρο. Θηλυκή ταξιανθία 15 έως 20 mm. Άνθη που τέμνονται από ανθεκτικά ωοειδή, οξεία, ανοιχτό πράσινα βράκτια. Κώνοειδής ταξιανθία c.: 30 mm. 2n = 20.
• Γεωγραφική εξάπλωση: Περισσότερες χώρες της Ευρώπης. [Όλα εκτός από Az Bl Cr Fa Is Sb]. Στη χώρα μας απαντάται κυρίως στη Βόρεια Ελλάδα και σποραδικά στις υπόλοιπες
περιοχές της. Στην περιοχή μελέτης απαντάται στην Αιτωλοακαρνανία, Αχαΐα και Ηλεία.
52
• Φαρμακευτικές χρήσεις: Ο λυκίσκος έχει μια μακρά και
αποδεδειγμένη ιστορία θεραπευτικής χρήσης, όπου πηγάζει
κυρίως από τις καταπραϋντικές, ηρεμιστικές, τονωτικές και
κατευναστικές επιδράσεις στο σώμα και το μυαλό. Η έντονα
πικρή γεύση του προσδίδει σε μεγάλο βαθμό την ικανότητα
να ενισχύει την τόνωση της πέψης, την αύξηση των γαστρικών και άλλων εκκρίσεων. Το θηλυκό φυτό σε καρποφορία
είναι αναλγητικό, αντισηπτικό, αντισπασμωδικό, διουρητικό,
αντιπυρετικό, υπνωτικό, τονωτικό των νεύρων, ηρεμιστικό,
στομαχικό και τονωτικό. Τα άνθη λυκίσκου χρησιμοποιούνται
στην παρασκευή εγχυμάτων ή μπορούν να χρησιμοποιηθούν
για να γεμίσουν τα μαξιλάρια, όπου το βάρος του κεφαλιού
θα απελευθερώσει τα πτητικά έλαια. Ο καρπός, επίσης,
εφαρμόζεται εξωτερικά ως κατάπλασμα για τη φροντίδα
ελκών, εξανθημάτων, επώδυνων οιδημάτων κ.λπ., και λέγεται πως αποτελεί θεραπεία για την αντιμετώπιση επώδυνων
όγκων. Οι ανθισμένες θηλυκές κεφαλές συλλέγονται το φθινόπωρο και χρησιμοποιούνται φρέσκα ή ξηρά. Ένα κατάπλασμα των φύλλων εικάζεται ότι είναι χρήσιμο στη θεραπεία
των «ψυχρών» όζων. Ο Ευρωπαϊκός Οργανισμός Φαρμάκων
έχει εγκρίνει το λυκίσκο ως παραδοσιακό φάρμακο φυτικής
προέλευσης για την ανακούφιση των ήπιων συμπτωμάτων
του ψυχικού στρες και ως βοηθητικό του ύπνου, βασιζόμενος αποκλειστικά στη μακροχρόνια χρήση του στην Ευρώπη.
Humulus lupulus L.: Εικόνα του φυτού στη φύση,
με θηλυκές ταξιανθίες.
• Φυτοχημική σύσταση: Η ελαιο-ρητίνη (3% - 20%)
αποτελείται από διάφορα πρενυλιωμένα φλωρογλουκινολικά παραγώγα και ονομάζονται «πικρά οξέα». Αυτές οι
ενώσεις κατατάσσονται είτε ως «α-οξέα» ή «β-οξέα». Τα
α-οξέα θεωρούνται ως τα πιο σημαντικά συστατικά που
καθορίζουν την ποιότητα του λυκίσκου. Συμβάλλουν στη
σταθερότητα του αφρού ενώ προσδίδουν και αντιβακτηριακές ιδιότητες, ενώ δεν έχουν πικρή γεύση. Όμως, πικρή
γεύση έχουν τα ισομερή αυτών, τα οποία δημιουργούνται
κάτω από ποικίλες συνθήκες. Το αιθέριο έλαιο (0,5-1,5%)
αποτελείται κυρίως από απλά οξειδωμένα αλκάνια, μονοτερπένια και σεσκιτερπένια. Από την πλευρά της παραδοσιακής οικονομικής αξίας του λυκίσκου, το πτητικό έλαιο
και τα πικρά οξέα αποτελούν τα πιο σημαντικά συστατικά
που εμπεριέχονται σε αυτόν. Μια τρίτη κατηγορία ενώσεων
αποτελούν τα φλαβονοειδή (0,5-1,5%). Τα κύριο φυτοοιστρογόνο από το λυκίσκο είναι το (1:1) ρακεμικό μίγμα της
8-πρενυλοναρινγκενίνης ή της χοπεΐνης (hopein). Άλλα συστατικά του λυκίσκου περιλαμβάνουν αμινοξέα και πρωτεΐνες (15%), πολυσακχαρίτες (50-60%), μέταλλα, φαινολικά
οξέα όπως το καφεϊκό και το χλωρογενικό οξύ, λιπίδια και
συμπυκνωμένες ταννίνες (2-4%).
Hypericum perforatum L. subsp. perforatum
Sp. Pl.: 785. 1753
• Οικογένεια: Hypericacae.
• Συνώνυμα: Hypericum noeanum Boiss., Hypericum
plasonii Formánek.
• Κοινές ελληνικές ονομασίες: Υπερικό, Υπερικό το διάτρητο, Βάλσαμο (Άθω, Αρκαδία), Βαλσαμόχορτο, Βαλσαμάκι,
Σπαθόχορτο (Ήπειρο), Περίκι, Λειχηνόχορτο, Χελωνόχορτο
(Κεφαλλονιά), Βότανο του Προδρόμου, Βότανο του αγιάννη,
Κοψοβότανο, Ψειροβότανο, Κουκτσούδι.
• Συστηματική περιγραφή: Βλαστοί 10-100 cm, κάθετοι
από κατακείμενη ριζοβολούσα βάση, σε 2 γραμμές. Φύλλα (5 -)
8-30 (-35) mm, ωοειδή προς επιμήκη, άμισχα ή υπο-άμισχα, με
συγκαλυμμένη δικτυωτή νεύρωση και με πολλές μεγάλες διαφανείς κηλίδες. Σέπαλα λογχοειδή ή επιμήκη προς γραμμοειδή,
οξεία έως οξυτενή ή καταλήγουν σε μικρό αγκάθι, συνήθως ακέραια, χωρίς ή με λίγα επιφανειακά μαύρα στίγματα. Πέταλα με
λίγες περιθωριακές μαύρες κουκίδες, ενίοτε και με επιφανειακές
μαύρες κουκίδες ή ραβδώσεις. Κάψα με ραχιαίες νευρώσεις, και
πλάγια αμβλείες νευρώσεις η κυστίδια. 2n = 32 (? .48).
• Γεωγραφική εξάπλωση: Σε όλη την Ευρώπη εκτός από
τον Βορρά. [Παντού εκτός Fa Is Sb].
• Φαρμακευτικές χρήσεις: Η χρήση αυτού του φυτού ως
φυτικό φάρμακο για τη θεραπεία ποικίλων εσωτερικών και
εξωτερικών ενοχλήσεων χρονολογείται από την εποχή των αρχαίων Ελλήνων. Παρασκεύαζαν κρασί και το χρησιμοποιούσαν
ως αντιπυρετικό. Κατασκεύαζαν έλαιο, το γνωστό και ως «βαλσαμόλαδο». Το αφέψημα των ανθισμένων κορυφών του φυτού
χρησιμοποιείτο κατά των χρόνιων πνευμονικών καταρροών, του
άσθματος, της φθίσης με πυκνές αποχρέμψεις και των καταρροών της κύστεως. Το έγχυμα του φυτού έχει χρησιμοποιηθεί κατά
της υδρωπικίας για την πρόκληση διούρησης. Αφεψήματα και
βάμματα χρησιμοποιήθηκαν για τη θεραπεία του άγχους, της
κατάθλιψης, της αϋπνίας, των ημικρανιών, και των πονοκεφάλων. Επιπλέον, έχουν χρησιμοποιηθεί για διάφορες γαστρεντερικές διαταραχές, όπως η γαστρίτιδα, έλκη, δυσπεψία, καταρροές
του γαστρεντερικού σωλήνα, των γαστρικών νόσων νευρικής
αιτιολογίας, κοιλιακά άλγη, αιμορροΐδες και διάρροια, καθώς και
για διαταραχές του ήπατος και της χολής, νυκτερινή ενούρηση,
πέτρες στα νεφρά, ακράτεια, ως διουρητικό, κατά του κοινού
κρυολογήματος και παρασιτώσεων, ως εμμηναγωγό, κατά του
διαβήτη και των ρευματισμών. Τα παρασκευάσματα με φυτικά
έλαια αποτελούν μια δημοφιλή θεραπεία για την αγωγή κατά
Hypericum perforatum L ssp. perforatum: Aνθοφόροι βλαστοί.
τραυμάτων, εγκαυμάτων, έλκων του στομάχου, αιμορροΐδων
και αρκετών φλεγμονωδών καταστάσεων. Πρόσφατες έρευνες
δείχνουν την αποτελεσματικότητα αυτού του βοτάνου ή των
χημικών συστατικών του στη αντιμετώπιση άλλων ασθενειών,
συμπεριλαμβανομένου του καρκίνου, φλεγμονωδών διαταραχών, βακτηριακών και ιογενών νοσημάτων, και ως αντιοξειδωτικό και νευροπροστατευτικό παράγοντα. Ο Ευρωπαϊκός Οργανισμός Φαρμάκων (EMA), αναγνωρίζοντας την μακροχρόνια
παραδοσιακή χρήση του υπερικού, επιτρέπει τη χρήση του ως
φυτικό φάρμακο για την ανακούφιση της προσωρινής ψυχικής
εξάντλησης, τη συμπτωματική θεραπεία των ήσσονος σημασίας
φλεγμονών του δέρματος και ως βοήθημα για την επούλωση μικρών πληγών, αλλά και για την ήπια γαστρεντερική δυσφορία.
Επιπλέον, με βάση τα επιστημονικά δεδομένα, ο EMA επιτρέπει
τη χρήση του ως φάρμακο για την ήπια έως μέτρια κατάθλιψη.
To είδος Hypericum empetrifolium Willd. subsp. empetrifolium
παρουσιάζει παρόμοιες φαρμακευτικές ιδιότητες.
• Φυτοχημική σύσταση: Το εκχύλισμα του άνθεων είναι ένα
κόκκινο υγρό που περιλαμβάνει βιοδραστικές ενώσεις όπως:
0,06-4% ναφθοδιανθρόνες (υπερικίνη, ψευδοϋπερικίνη), 0,24% φλορογλουκινόλες (υπερφορίνη, αντιυπερφορίνη), 2-4%
φλαβονοειδή (κερσετίνη, υπεροζίτης, κεριστρίνη, ισοκερσιτρίνη, ρουτίνη, κεμπφερόλη, μυρικετίνη, αμεντοφλαβόνη),
6-15% προκυανιδίνες και ταννίνες (προκυανιδίνη, κατεχίνη,
πολυμερή επικατεχίνης), φαινυλοπροπανοειδή (καφεϊκό οξύ,
χλωρογενικό οξύ), και μικρό ποσοστό (0,01-0,25%) αιθέριου
ελαίου (τερπένια, αλκοόλες).
53
Iris germanica L.
Sp. Pl. 38 (1753)
• Οικογένεια: Iridaceae.
• Συνώνυμα: Κανένα.
• Κοινές ελληνικές ονομασίες: Ίρις η γερμανική.
• Συστηματική περιγραφή: Βλαστοί 40-90 cm, στητοί, με διακλαδώσεις μήκους τουλάχιστον 5 cm, στο ανώτερο μισό, τα κατώτερα άνθη εμφανώς προεξέχοντα των
βρακτίων, ακόμα και σε νεαρά άνθη. Φύλλα 30-70 cm x
20-35 mm, μερικές φορές γλαυκά, λιγότερο ή περισσότερο ευθέα. Άνθη (3-)4(-5), με χρώμα γαλαζωπό-ιώδες,
ή λευκό με ελαφρά γαλανή απόχρωση; μίσχοι πολύ κοντοί; σπάθη 35-55 mm, μετά βίας εξέχει του σωλήνα του
υπανθίου, μεμβρανώδης στο ανώτερο 1/2-2/3, συχνά
με πορφυρή απόχρωση. Σωλήνας υπανθίου 17-25 mm,
εξωτερικά τέπαλα 55-90 x 40-60 mm, σφηνοειδή-ωοειδή, χωρίς ευδιάκριτο όνυχα. Πέτασοι 55-90 x 45-60 mm
ευρέως ελλειψοειδής, με έναν κοντό όνυχα. Σπέρματα
απιοειδή, ρυτιδωμένα, ερυθρά-καφέ. 2n = 36, 44, 48.
• Γεωγραφική εξάπλωση: Καλλιεργείται ευρέως ως
καλλωπιστικό και για την εξαγωγή αρώματος. Έχει εγκλιματιστεί στις περισσότερες περιοχές της Ευρώπης, εκτός
από τον Βορρά. Πιθανώς είναι αυτοφυές στη Ανατολική
Μεσογειακή περιοχή. [Al Au Az Be Bl Br Bu Co Cr Cz Da Ga
Ge *Gr He Hs Hu It Ju Lu Rm Rs (C, W, K, E) Sa Si].
54
• Φαρμακευτικές χρήσεις: Η ρίζα έχει διουρητικές,
εμετικές, αποχρεμπτικές και ήπιες καθαρκτικές ιδιότητες. Σύμφωνα με άλλες αναφορές, ο χυμός της ρίζας είναι ωφέλιμος για την αντιμετώπιση της υδρωπικίας. Στο
παρελθόν, χρησιμοποιούσαν τμήματα αποξηραμένων
ριζών, τα οποία μασούσαν κατά την οδοντοφυΐα, γεγονός
που δεν συνεχίστηκε μετέπειτα για λόγους υγιεινής.
• Φυτοχημική σύσταση: Περιέχει διάφορα ισοφλαβονοειδή που θεωρούνται ότι έχουν καταπραϋντική δράση.
Αναφέρεται επίσης ότι το ρίζωμα του φυτού περιέχει 50%
άμυλο, βλεννώδεις ουσίες και ένα αιθέριο έλαιο, που περικλείει μία πολύ αρωματική κετόνη, την ιρόνη που έχει
μυρωδιά μενεξέ.
Iris germanica L.: Εικόνα του φυτού στη φύση.
Juniperus oxycedrus L.
Sp. Pl. 1038 (1753)
• Οικογένεια: Cupressaceae.
• Συνώνυμα: Kανένα.
• Κοινές ελληνικές ονομασίες: Άρκευθος η οξύκεδρος, Γιουνίπερος ο οξύκεδρος, Γιουνίπερος, Κέδρο, Κέντρο, Κεντροφίδα, Ρόκιο κέθρο, Κόϊνος (Νιγρίτη), Ρόκιο
(Μακεδονία), Άρκευθο (Κρήτη).
• Συστηματική περιγραφή: Έρπων ή όρθιος θάμνος,
ή λεπτό δένδρο έως 10 m, δίοικο. Φύλλα αφιστάμενα, 1020 x 1,2- 3,0 mm; Οι επάνω επιφάνεια με δυο υπόλευκες
στοματοφόρες ζώνες 1 εξωτερικό αγωγό ρητίνης κάτω
από την αγγειακή δέσμη, 1-3(-4) στρώματα από υποδερμικά κύτταρα. Καρποί με διάμετρο 6-16 mm, αποτελούμενα από 3(-6) κλίμακες, κιτρινωπά-πράσινα αρχικά,
κοκκινωπά-καφέ όταν ωριμάζουν το δεύτερο έτος, με
ποδίσκους. Σπέρματα (1-)3.
Juniperus oxycedrus L. ssp. oxycedrus: Κλαδί θηλυκού φυτού
με καρπούς (δρύπες).
• Γεωγραφική εξάπλωση: Εξαπλωμένο σε όλη την Ευρώπη, κυρίως στα βουνά του Νότου. [Παντού, εκτός από
Az Bl Cr Sb ?Tu]. Στην Ελλάδα υπάρχει άφθονο σε όλα τα
βουνά.
• Φαρμακευτικές χρήσεις: από το φυτό παράγεται το
αιθέριο έλαιο «Oil of Cade» ύστερα από εξαντλητική απόσταξη του ξύλου του θάμνου. Είναι ένα σκουρόχρωμο,
αρωματικό έλαιο με ισχυρή καπνιστή μυρωδιά, το οποίο
χρησιμοποιείται σε ορισμένα καλλυντικά και (παραδοσιακά) σε φάρμακα για τη θεραπεία δερματικών παθήσεων,
καθώς και ως θυμίαμα. Το έλαιο χρησιμεύει για εξωτερική επάλειψη στη θεραπεία δερματικών παθήσεων όπως η
ψωρίαση και το χρόνιο έκζεμα. Είναι καλό παρασιτοκτόνο
σε περιπτώσεις ψώρας και δερματομυκητιάσεων. Επίσης
διαθέτει αντισηπτική δράση.
Το είδος Juniperus communis L., παρουσιάζει παρόμοιες
φαρμακευτικές ιδιότητες.
• Φυτοχημική σύσταση: Το έλαιο από τα μούρα του
J. oxycedrus ssp. oxycedrus χαρακτηρίζεται από υψηλά
ποσοστά α-πινένιου (30-60%) και β-μυρκένιου.
55
Laurus nobilis L.
Sp. Pl. 369 (1753)
• Οικογένεια: Lauraceae.
• Συνώνυμα: Κανένα.
• Κοινές ελληνικές ονομασίες: Λάουρος ο ευγενής,
Δάφνη Απόλλωνος, Δάφνη.
• Συστηματική περιγραφή: Θάμνος ή μικρό δέντρο
2-20 m, με λεπτά λεία κλαδιά. Φύλλα 5-10 x 2-4(-7,5)
cm, στενά επιμήκη-λογχοειδή, οξέα ή οξύληκτα, λεία.
Αρσενικά άνθη με 8-12 στήμονες, όλοι ή οι περισσότεροι
με 2 αδένες στη βάση. Ανθήρες ανοιγόμενοι με 2 βαλβίδες. Θηλυκά άνθη με 2-4 στημονώδη. Καρπός 10-15 mm,
ωοειδής, μάυρος όταν ωριμάσει. 2n = 42.
• Γεωγραφική εξάπλωση: Εμφανίζει εξάπλωση στη
Μεσογειακή περιοχή. Καλλιεργείται και έχει εγκλιματιστεί
σε διάφορες περιοχές. [Al *Bl Co Cr *Ga Gr *Hs It Ju *Lu
Sa Tu - Rs (K)]. Στην χώρα μας απαντάται στην ηπειρωτική
και νησιωτική Ελλάδα, κυρίως στη Χαλκιδική, και νοτιότερα στο Πήλιο, στη Θάσο, Κεφαλονιά, Κρήτη, κ.λπ. Στην
περιοχή μελέτης απαντάται σποραδικά στην Αιτωλοακαρνανία, Αχαϊα, Ηλεία, Ζάκυνθο, Κεφαλονιά και Ιθάκη.
56
• Φαρμακευτικές χρήσεις: Σύμφωνα με αναφορές,
τόσο τα φύλλα, όσο και ο καρπός της δάφνης χρησιμοποιούνται συχνά σε θέματα που αφορούν τη γυναικεία υγεία,
για την αύξηση της γονιμότητας, την έμμηνο ρύση, την
αντισύλληψη και την επιτάχυνση του τοκετού. Στην Ελλάδα το απόσταγμα φύλλων χρησιμοποιείται ως αντισυλληπτικό. Χρησιμοποιείται διαδεδομένα για τη βελτίωση
της πέψης, την ανακούφιση από γαστρεντερική δυσφορία και τη διέγερση της όρεξης. Επίσης χρησιμοποιείται
για τη θεραπεία βρογχίτιδας και γρίπης. Τα φύλλα έχουν
δράση διουρητική, αντισπασμωδική, αντιβακτηριακή,
καθαρτική, αντισηπτική, στυπτική, εφιδρωτική, εμετική
(σε μεγάλες δόσεις), ως ναρκωτικό και παρασιτοκτόνο.
Μη πτητικά έλαια από τον καρπό χρησιμοποιούνται εξωτερικά για τη θεραπεία διαστρεμμάτων, μωλώπων κλπ,
μερικές φορές χρησιμοποιούνται ως ωτικές σταγόνες για
την ανακούφιση από τον πόνο. Το αιθέριο έλαιο από τα
φύλλα έχει ναρκωτικές, αντιβακτηριακές και μυκητοκτό-
Laurus nobilis L.: Κλαδιά θηλυκού φυτού με καρπούς.
νες ιδιότητες. Το αιθέριο έλαιο της δάφνης φημίζεται για
την χρήση του στη θεραπεία μασάζ, για την ανακούφιση
από αρθρίτιδα και ρευματισμούς. Η χρήση καταπλάσματος από βρασμένα φύλλα δάφνης αποτελεί παραδοσιακή
λαϊκή θεραπεία για εξανθήματα που προκαλούνται λόγω
δηλητηρίασης από κισσό, δρύ ή τσουκνίδα.
• Φυτοχημική σύνθεση: Τα φύλλα είναι πλούσια σε
αιθέρια έλαια, όπου περιέχεται η 1,8-κινεόλη σε μεγάλη
αφθονία. Άλλα σημαντικά φυτοχημικά στα φύλλα είναι οι
πολυφαινόλες, και ιδιαίτερα τα φλαβονοειδή και οι σεσκιτερπενικές λακτόνες.
Lavandula stoechas L. subsp. stoechas
Sp. Pl.: 573. 1753
• Οικογένεια: Lamiaceae.
• Συνώνυμα: Lavandula approximata Gand., Lavandula
corsica Gand., Lavandula debeauxii Gand., Lavandula
fascicularis Gand., Lavandula incana Salisb., Lavandula
olbiensis Gand., Lavandula stoechadensis St.-Lag.,
Stoechas arabica Garsault, des. inval., Lavandula
stoechas subsp. caesia Borja & Rivas Goday.
• Κοινές ελληνικές ονομασίες: Λεβάντα η στοιχιάς,
Λεβάντα, Αγριολεβάντα, Χαμωλίβανο.
• Συστηματική περιγραφή: Θάμνος έως 100 cm, γναφαλώδης. Φύλλα 10-40 mm, γραμμοειδή προς επιμήκηλογχοειδή, ακέραια, συνήθως γκρι- γναφαλώδη. Μίσχος
κοντύτερος του στάχυ. Στάχυς συνήθως 2-3 cm. Γόνιμα
βράκτια 4-8 mm, ρομβικά-καρδιοειδή, γναφαλώδη.
Ανώ­τερα βράκτια 10-50 mm, επιμήκη- αντωοειδή, συνήθως πορφυρά, χωρίς άνθη στους άξονές τους. Σπονδυλώδεις ταξιανθίες με 6-10 άνθη. Κατώτερα βράκτια οξέα.
Κάλυκας 4-6 mm, με 13 νευρώσεις, το ανώτερο δόντι με
ένα αντι-καρδιοειδές εξάρτημα στην κορυφή 1-1,5 mm
πλάτους. Στεφάνη 6-8 mm, συνήθως σκούρα πορφυρή.
2n = 30.
• Γεωγραφική εξάπλωση: Μεσογειακή περιοχή. Από
την ΒΑ Ισπανία ανατολικά έως την Ελλάδα. Στην Ελλάδα
το συναντάμε ως αυτοφυές στην ηπειρωτική και νησιωτική χώρα. Στην περιοχή μελέτης απαντάται στην Αχαΐα,
Ηλεία, Αιτωλοακαρνανία, Ζάκυνθο, Ιθάκη και Κεφαλονιά.
• Φαρμακευτικές χρήσεις: Η λεβάντα αποτελεί ήπιο
φυσικό ηρεμιστικό, για την αντιμετώπιση του άγχους, της
αϋπνίας και της κατάθλιψης. Το έγχυμα είναι χωνευτικό,
τονωτικό, αντισπασμωδικό και χρησιμεύει στην απολύμανση πληγών και τραυμάτων. Χρησιμοποιείται σε περιπτώσεις άσθματος, γρίπης, παθήσεων ήπατος και σπλήνας, ίκτερου, συμφόρησης, λευκόρροιας και εξασθένισης
της όρασης. Ένα λουτρό με λεβάντα ανακουφίζει από
τους ρευματισμούς και την ουρική αρθρίτιδα, χαλαρώνει
τα νεύρα και τους τεντωμένους μύες, είναι ιδιαίτερα αποτελεσματικό σε περιπτώσεις μωλωπισμού, πρηξίματος,
Lavandula stoechas L. subsp. stoechas:
Γενική εικόνα του φυτού.
διαστρέμματος, εξάρθρωσης και θλάσεων. Το αιθέριο
έλαιο συμβάλλει στη θεραπεία του κρυολογήματος, της
γρίπης, της στηθάγχης, της βρογχίτιδας, του πονοκέφαλου και συμπεριφορικών διαταραχών. Σε γαργάρες απολυμαίνει τις στοματικές αμυχές και βοηθά σε περίπτωση
παράλυσης της γλώσσας ή τραυλισμού. Εντριβές του
στήθους επισπεύδουν τη θεραπεία της πνευμονίας, της
πλευρίτιδας και της πνευμονικής συμφόρησης, ενώ οι
εντριβές της κεφαλής θεωρούνται ότι καταπολεμούν την
αλωπεκία.
• Φυτοχημική σύνθεση: Η λεβάντα, ως αρωματικό
φυτό, είναι ευρέως γνωστή για την υψηλή περιεκτικότητά της σε αιθέριο έλαιο. Τα αποξηραμένα άνθη περιέχουν
1,5 έως 3 %, τα φρέσκα άνθη αποδίδουν περίπου 0,5 %.
Τα σημαντικότερα πτητικά συστατικά είναι η φενχόνη και
η καμφορά. Άλλα μη πτητικά συστατικά είναι τα φλαβονοειδή, οι ανθοκυανίνες και κάποιες απλές φαινολικές
ενώσεις.
57
Malva sylvestris L.
Sp. Pl.: 689. 1753
• Οικογένεια: Malvaceae.
• Συνώνυμα: Malva ambigua Guss., Malva erecta
C. Presl, Malva grossheimii Iljin, Malva mauritiana L.,
Malva sylvestris subsp. ambigua (Guss.) P. Fourn.,
Malva sylvestris subsp. erecta (C. Presl) Nyman, Malva
sylvestris subsp. mauritiana (L.) Cout.
• Κοινές ελληνικές ονομασίες: Μαλάχη η άγρια, Μολόχα.
• Συστηματική περιγραφή: Διετές ή πολυετές, με
απλές ή αστεροειδείς τρίχες. Βλαστοί έως 150 cm, ευθείς
προς κεκλιμένοι, ξυλώδεις στη βάση. Φύλλα ποικίλα στο
μέγεθος, νεφροειδή προς υποσφαιροειδή-καρδιοειδή, λιγότερο ή περισσότερο παλαμοσχιδή, με 3-7 ημικυκλικούς
προς επιμήκεις, οδοντωτούς λοβούς. Τμήματα επικάλυκα
επιμήκη-λογχοειδή προς ελλειψοειδή. Σέπαλα τριχωτάχνοώδη στην κάτω επιφάνεια, πέταλα 12-30 mm, ρόδινα
προς πορφυρά, με σκουρότερα νεύρα. Μερικάρπια λεία ή
χνοώδη, έντονα δικτυωτά, με ραχιαία όψη επίπεδη, γωνίες αιχμηρές χωρίς πτερύγια. 2n = 42.
• Γεωγραφική εξάπλωση: Εμφανίζεται σχεδόν σε ολόκληρη την Ευρώπη, εκτός από τον απώτατο Βορρά. Στην
περιοχή μελέτης, αναπτύσσεται από την παράκτια ζώνη
μέχρι αρκετά μεγάλο υψόμετρο. Απαντάται στα Ιωάννινα,
στην Άρτα, στην Θεσπρωτία, στην Πρέβεζα, στην Λευκάδα και στην Κέρκυρα.
58
• Φαρμακευτικές χρήσεις: Έχει καταπραϋντικές και
μαλακτικές ιδιότητες, διουρητική, ανακουφίζει και θεραπεύει το βήχα, το έλκος του στομάχου και του δωδεκαδάκτυλου. Η μολόχα χρησιμοποιείται σε αρκετά φαρμακευτικά σκευάσματα. Από τη ρίζα της, παράγονται αλοιφές
και καταπλάσματα για πληγές, εγκαύματα και εξανθήματα. Χρησιμοποιείται επίσης ως μαλακτικό, καταπραϋντικό
και αντιβηχικό αλλά και για την αντιμετώπιση παθήσεων
του πεπτικού και του ουροποιητικού συστήματος (περιπτώσεις κολικού, κυστίτιδας, γαστρίτιδας) και εντερικών
διαταραχών. Τα τελευταία χρόνια πραγματοποιούνται
έρευνες για την αντικαρκινική της δράση.
Malva sylvestris L.: Εικόνα του φυτού στη φύση.
• Φυτοχημική σύσταση: Όλα τα μερή του φυτού, αλλά
κυρίως τα άνθη και τα φύλλα, περιέχουν βλέννη, που
υδρολύεται σε σάκχαρα και παράγωγες ενώσεις: γαλακτόζη, αραβινόζη, ραμινόζη και γαλακτουρονικό όξύ. Τα
φύλλα περιέχουν μικρές ποσότητες βιταμινών Α, Β1, Β2
και C.
Marrubium vulgare L.
Sp. Pl.: 583. 1753
• Οικογένεια: Lamiaceae.
• Συνώνυμα: Prasium marrubium E. H. L. Krause, nom.
superfl.
• Κοινές ελληνικές ονομασίες: Μαρούβιο το κοινό,
Μαρούβιο.
• Συστηματική περιγραφή: Βλαστοί έως 45 cm, λευκοί-τριχωτοί τουλάχιστον κάτωθεν, με πολυάριθμα μη ανθοφόρα κλαδιά. Φύλλα κυκλικά προς πλατιά ωοειδή, υπόκαρδιοειδή ή στρογγυλεμένα στη βάση, βαθειά και ανόμοια
οδοντωτά, αραιά τριωτά προς σχεδόν λεία στο πάνω μέρος,
περισσότερο πυκνά τριχωτά από κάτω; μίσχοι των κατώτερων φύλλων κοντύτεροι του ελάσματος του φύλλου. Σπονδυλώδεις ταξιανθίες σφαιροειδείς, με πολυάριθμα άνθη,
απέχουσες. Μικρά βράκτια βελονοειδή, τριχωτά και από
τις δύο πλευρές. Κάλυκας σε σωλήνα 3-4 mm, με 10 δυσδιάκριτες ραβδώσεις, τριχωτός- χνοώδης, δόντια 10, κοντύτερα της στεφάνης, ισομήκη, ανοικτά, σε σχήμα άγκιστρου
στην κορυφή, τριχωτά κάτωθεν, λεία άνωθεν. Στεφάνη εξέχουσα των δοντιών του κάλυκα, λευκή. 2n = 34.
• Γεωγραφική εξάπλωση: Σε ακαλλιέργητες περιοχές.
Εμφανίζεται στην Ευρώπη, από την Αγγλία, τη Νότια Σουηδία, και την Κεντρική Ρωσία νοτιότερα. [Παντού εκτός
από Fa Fe Is No Rs (N) Sb; μόνο ως ξενικό στην Hb]. Στην
χώρα μας φύεται από τα νησιά μέχρι και την Ηπειρωτική
Ελλάδα. Στην περιοχή μελέτης απαντάται στην Αιτωλοακαρνανία, Αχαΐα, Ηλεία, Ζάκυνθο και Κεφαλονιά.
• Φαρμακευτικές χρήσεις: Το μαρούβιο θεωρείται
ότι χρησιμεύει κυρίως ως αποχρεμπτικό και αντιβηχικό.
Χρησιμοποιείται από το παρελθόν ως αντιβηχικό και ως
ένα πολύ χρήσιμο φάρμακο για την αντιμετώπιση των
συμπτωμάτων του κοινού κρυολογήματος, για την οξεία
και τη χρόνια βρογχίτιδα, το άσθμα, τη συμφόρηση στο
στήθος και τη μύτη, τις λοιμώξεις αναπνευστικού και τον
πονόλαιμο. Είναι επίσης πολύ χρήσιμο στην θεραπεία της
καρδιακής αρρυθμίας, του διαβήτη, των διαταραχών
του εντέρου, της χοληδόχου κύστης και της μήτρας. Είναι ευεργετικό ως γαστρικό τονωτικό, χρήσιμο στις πε-
Marrubium vulgare L.: Σπονδυλώδεις ταξιανθίες
με πολυάριθμα άνθη.
ριπτώσεις απώλειας της όρεξης και του μετεωρισμού. Η
εξωτερική τοπική εφαρμογή είναι αποτελεσματική για
τον καθαρισμό τραυμάτων, και μπορεί επίσης να βοηθήσει σε περιπτώσεις τόσο προσωρινών όσο και επίμονων
δερματικών παθήσεων. Τα φύλλα και οι νεαροί ανθοφόροι βλαστοί έχουν αντισηπτική, αντισπασμωδική, χολαγωγό, εφιδρωτική, χωνευτική, διουρητική, εμμηναγωγό,
και διεγερτική δράση. Ως ένα πικρό τονωτικό, αυξάνει
την όρεξη και υποβοηθά τη λειτουργία του στομάχου.
Η ρίζα συστήνεται για την αντιμετώπιση δαγκώματος
φιδιών, χρησιμοποιούμενη σε ίση αναλογία με Plantago
lanceolata ή Ρ. major.
• Φυτοχημική σύνθεση: περιέχει πολλά και ποικίλα
βιοδραστικά φυσικά προϊόντα. Έχουν απομονωθεί διτερπενικά παράγωγα (ειδικά του τύπου λαβδανίου) από το
μαρούβιο, π.χ. μαρρουβιίνη (μία λακτόνη) και ορισμένες
αλκοόλες (μαρρουβενόλη, μαρρουβιόλη κ.λπ.). Επιπλέον,
φλαβονοειδή (απιγενίνη, λουτεολίνη), ταννίνες, φαινυλοπροπανοειδή, αιθέριο έλαιο (πλούσιο σε σεσκιτερπένια),
ασυνήθιστα λιπαρά οξέα (9- οκταδεκανοϊκό οξύ), στερόλες και άλλα τριτερπένια (ουρσολικό οξύ και ολεανολικό
οξύ) έχουν ταυτοποιηθεί σε εκχυλίσματα μαρρουβίου.
59
Matricaria chamomilla L.
Sp. Pl.: 891. 1753
• Οικογένεια: Asteraceae.
• Συνώνυμα: Chamomilla recutita (L.) Rauschert,
Courrantia chamomilloides Sch. Bip., nom. illeg.,
Matricaria bayeri Kanitz, Matricaria courrantiana DC.,
Matricaria exigua Tuntas, Matricaria kochiana Sch.
Bip., Matricaria pusilla Willd., Matricaria recutita L.,
Matricaria salina (Schur) Schur, Matricaria suaveolens
L., nom. illeg., Chamomilla recutita var. bayeri (Kanitz)
Dostál, Matricaria chamomilla var. salina Schur.
• Κοινές ελληνικές ονομασίες: Η ελληνική ονομασία
χαμόμηλο οφείλεται στο αρχαίο χαμαίμηλον «δια την
προς τα μήλα ομοιότητα της οσμής», όπως λέει ο Γαληνός.
Ήταν δηλαδή τα μήλα που βρίσκονταν «χαμαί». Λόγω του
σχήματος του οι Αιγύπτιοι το αφιέρωσαν στον ήλιο.
60
• Συστηματική περιγραφή: Φυτά Λεία. Βλαστοί (2-)
10-60 cm, κάθετοι ή ανερχόμενοι, πολύ-διακλαδισμένοι
επάνω. Φύλλα 4-7 cm, τμήματα οξεία, καλά διαχωρισμένα. Μίσχοι 3-10 cm. Κεφάλια (1-)8-120(-900), 10-25 mm
σε διάμετρο. Υπάνθια βράκτια με ένα απαλό περιθώριο.
Γλωσσοειδή 6-9 x 2-3 mm, κάμπτονται, σπάνια απουσιάζουν. Πέταλα σωληνοειδή 5-λοβα, κίτρινα λεία. Το άνω
μέρος του σωλήνα έχει κωδωνοειδή μορφή πάνω από
μία συγκεκριμένη στένωση. Αχαίνια c. 1 mm γκριζοκίτρινα-καφέ, με 4-5 νευρώσεις στην κοιλιακή πλευρά.
Πάππος συνήθως πολύ μικρός ή ανύπαρκτος, αλλά μερικές φορές, ειδικά σε αχαίνια των ταινιόστενων πετάλων,
φέρει έναν εμφανή, ακανόνιστο οδοντωτό λοβό, τόσο
μακρύ όσο το αχαίνιο ή και μεγαλύτερο. 2n = 18.
• Γεωγραφική εξάπλωση: Κοσμοπολίτικο. Στις περισσότερες χώρες της Ευρώπης, αλλά αυτοφυές, πιθανώς,
μόνο στην νότια και την ανατολική. [Σε όλες εκτός από Az
Fa Hb είναι Rs (N) Sb. Σπάνια σε κάποια από αυτά]. Σε καλλιεργούμενες εκτάσεις, περιοχές αποβλήτων και αλατούχες στέπες. Μερικές φορές καλλιεργείται ως φαρμακευτικό φυτό. Στην Ελλάδα είναι αυτοφυές στην ηπειρωτική
χώρα και στα νησιά.
Matricaria chamomilla L.: Συνήθης εικόνα στην φύση.
• Φαρμακευτικές χρήσεις: Συγκεκριμένα, θεωρείται
ένα αποτελεσματικό φυτικό φάρμακο για τη θεραπεία
διαφόρων παθήσεων του πεπτικού συστήματος, της
νευρικής έντασης και της ευερεθιστότητας, ενώ χρησιμοποιείται επίσης εξωτερικά για τη θεραπεία δερματικών προβλημάτων. Το έγχυμα των άνθεων λαμβάνεται
από του στόματος ως αναλγητικό, αντιφλεγμονώδες,
αντι­σηπτικό, αντισπασμωδικό, χολαγωγό, εφιδρωτικό,
εμ­μηναγωγό, αντιπυρετικό, ηρεμιστικό, ευστόμαχο, το­
νωτικό και αγγειοδιασταλτικό. Επίσης είναι ιδιαίτερα
χρήσιμο και για τα παιδιά ως καταπραϋντικό του στομάχου, τονωτικό των νεύρων και ως ηρεμιστικό φάρμακο,
ειδικά όταν βγάζουν δόντια. Επίσης, χρησιμοποιείται για
τη θεραπεία του συνδρόμου του ευερέθιστου εντέρου, τη
νόσο του Crohn, το πεπτικό έλκος και τη διαφραγματοκήλη. Τα άνθη χρησιμοποιούνται επίσης εξωτερικά για την
περιποίηση πληγών, ηλιακών εγκαυμάτων, εγκαυμάτων,
αιμορροΐδων, μαστίτιδας και ελκών στα πόδια. Κατά τη
διαδικασία της απόσταξης μέσω ατμών τα προαζουλένια μετασχηματίζονται σε χαμαζουλένιο, το οποίο είναι
εξαιρετικά αντι-αλλεργιογόνο και αντιφλεγμονώδες,
χρή­σιμο στη θεραπεία του άσθματος και της αλλεργικής
ρινί­τιδας. Η Γερμανική Επιτροπή Ε ενέκρινε το χαμομήλι
για εσωτερική χρήση για τη θεραπεία γαστρεντερικών
σπασμών και φλεγμονωδών νόσων και για εξωτερική
χρή­ση για φλεγμονές του δέρματος, των βλεννογόνων και
την άνω-περιοχή των γεννητικών οργάνων, βακτηριακές
λοι­μώξεις του δέρματος (περιλαμβανομένων εκείνων της
στο­ματικής κοιλότητας και των ούλων) και φλεγμονές της
αναπνευστικής οδού.
• Φυτοχημική σύσταση: Τα άνθη είναι πλούσια σε
πτητικά ή αιθέρια έλαια (0,4-2,0%). Τα κύρια συστατικά
του ελαίου περιλαμβάνουν το τερπενοειδή α-βισαβολόλη
και τα οξείδια της και αζουλένια, συμπεριλαμβανομένου
του χαμαζουλενίου (1-15%). Το χαμαζουλένιο είναι ένα
τεχνητό συστατικό με αντιφλεγμονώδεις ιδιότητες, που
σχηματίζεται κάτω από υψηλή θερμοκρασία και / ή όξινες συνθήκες από την ματρικίνη (προχαμαζουλένιο), η
οποία είναι παρούσα σε φρέσκα κεφάλια άνθεων. Το τσάι
που παρασκευάζεται από χαμομήλι περιέχει 10-15% του
αιθέριου ελαίου που υπάρχει συνολικά στο λουλούδι. Η
βασική σύσταση του ελαίου από το χαμομήλι μπορεί να
διαφέρει σημαντικά (τόσο ποιοτικά όσο και ποσοτικά)
μεταξύ των περιοχών ανάπτυξης, σε καλλιεργούμενους
πληθυσμούς έναντι άγριων πληθυσμών των φυτών, αλλά
ακόμα και λόγω των διαφορετικών συνθηκών επεξεργασίας. Αρκετά φλαβονοειδή και άλλες φαινολικές ενώσεις
(παράγωγα κινναμωμικού οξέος) έχουν προσδιοριστεί σε
υψηλές ποσότητες σε διάφορα μέρη της κεφαλής των ανθέων του χαμομηλιού. Τα κύρια φλαβονοειδή είναι απιγενίνη (16,8%), κερκετίνη (9,9%), πατουλετίνη (6,5%), και
λουτεολίνη (1,9%) και οι γλυκοζίτες τους. Άλλα σημαντικά
συστατικά είναι οι κουμαρίνες, οι οποίες είναι παρούσες
σε ποσοστό περίπου 0,1% του συνόλου των συστατικών.
61
Melissa officinalis L. subsp. altissima (Sm.) Arcang.
Comp. Fl. Ital., ed. 2: 427. 1894
• Οικογένεια: Lamiaceae.
• Συνώνυμα: Melissa altissima Sm., Melissa officinalis
subvar. altissima (Sm.) Nyman, Melissa bicornis Klokov,
Melissa romana Mill., Melissa officinalis var. romana
(Mill.) Woodv.
• Κοινές ελληνικές ονομασίες: Μελισσόχορτο, Μέλισσα, Μελισσάκι, Μελισσοβότανο, Βάλσαμο λεμονιού,
Βάλσαμο κεριού μέλισσας ή κοινώς Βάλσαμο, Κιτροβάλσαμο. Το όνομα του το οφείλει στην ελκυστικότητα του
στις μέλισσες. Οι αρχαίοι Έλληνες το ονόμαζαν μελισσόφυλλο από τις λέξεις μέλισσα και φύλλο ενώ οι αρχαίοι
Ρωμαίοι apiastrum από το «apias» που σημαίνει μέλισσα.
62
• Συστηματική περιγραφή: Βλαστοί 20-150 cm, όρθιοι, διακλαδισμένοι, ελάχιστα αδενώδεις-χνοώδεις, με
σποραδικές ή πυκνές, μακριές, εκτεινόμενες, μη αδενώδεις τρίχες, ή σχεδόν λείοι. Φύλλα 2-9 x 1,5-7 cm, ευρέως ωοειδή προς ρομβικά, αμβλέα ή οξέα, περισσότερο ή
λιγότερο οδοντωτά εκτός από τη βάση. Γκριζωπά ή λευκωπά- γναφαλώδη κάτωθεν. Ανθικά φύλλα εκτετμημένα
ή ημι-καρδιοειδή στη βάση. Ταξιανθίες κατά σπονδύλους
με 4 έως 12 άνθη. Μικρά βράκτια 2-5 mm, ωοειδή προς
γραμμοειδή, ακέραια. Κάλυκας 7-9 mm, με μακριές,
εκτεινόμενες, μη αδενώδεις και ελάχιστα αδενώδεις τρίχες. Δόντια κάτω χείλους λογχοειδή-τριγωνικά. Μεσαίο
δόντι του άνω χείλους στον καρποφόρο κάλυκα μόλις
εμφανές, εκτετμημένο ή ακρότμητο. Στεφάνη 8-15 mm,
ανοικτού κίτρινου χρώματος, γίνεται λευκή ή ρόδινου
χρώματος. Μικρά κάρυα 1,5-2 mm. 2n = 64.
• Γεωγραφική eξάπλωση: Ν. Ευρώπη. [AE(G) Al Bl
Bu Co Cr Cy Gr Hs It Ju Lu Rf(CS) Sa Si Tcs Tu(A E)]. Στην
χώρα μας είναι αυτοφυές με εξάπλωση στην ηπειρωτική
Ελλάδα και στα νησιά. Στην περιοχή μελέτης απαντά στην
Αχαΐα, Ηλεία, Αιτωλοακαρνανία, Κεφαλονιά και Ζάκυνθο.
• Φαρμακευτικές χρήσεις: Το Μελισσόχορτο έχει μία
μακρά παραδοσιακή φαρμακευτική χρήση στην Ευρώπη,
υπό τη μορφή αφεψήματος, ως φυτική ουσία σε σκόνη ή
υπό τη μορφή υδατικών/ αιθανολικών εκχυλισμάτων, για
Melissa officinalis L. subsp. altissima (Sm.) Arcang.:
Tαξιανθίες κατά σπονδύλους με άνθη.
την ανακούφιση των ήπιων συμπτωμάτων του ψυχικού
άγχους, για να βοηθήσει στον ύπνο και για την ανακούφιση των συμπτωμάτων ήπιων γαστρεντερικών ενοχλήσεων, συμπεριλαμβανομένου του τυμπανισμού και του
μετεωρισμού. Τα παραπάνω έχουν τεκμηριωθεί σε αρκετά εγχειρίδια και από επίσημες φαρμακοποιίες, και, κατά
συνέπεια, το Μελισσόχορτο έχει εγκριθεί ως παραδοσιακό φυτικό φάρμακο για τις προαναφερόμενες ενδείξεις
στην Ευρώπη από τον Ευρωπαϊκό Οργανισμό Φαρμάκων.
Επίσης υπάρχει ο ισχυρισμός ότι έχει αντιβακτηριακές και
αντιικές ιδιότητες (κατά του απλού έρπητος).
• Φυτοχημική σύνθεση: Το αιθέριο έλαιο σε ποσοστό
0,06 έως 0,8%, περιέχει μονοτερπενικές αλδεϋδες, κυρίως κιτράλη, νεράλη και κιτρονελλάλη, και παράγωγα
σεσκιτερπενίων. Το φυτό είναι πλούσιο σε φαινυλοπροπανοειδή συμπεριλαμβανομένων των παραγώγων του
υδροξυκινναμικού οξέος. Τα φλαβονοειδή όπως γλυκοζίτες λουτεολίνης, κερκετίνης, απιγενίνης και κεμφερόλης
είναι, επίσης, άφθονα συστατικά. Άλλα συστατικά που
περιέχονται είναι γλυκοζίτες μονοτερπενίων, ταννίνες και
τριτερπένια συμπεριλαμβανομένων του ουρσολικού και
ολεανολικού οξέος.
Melittis melissophyllum subsp. albida (Guss.) P. W. Ball
in Bot. J. Linn. Soc. 64: 71. 1971
• Οικογένεια: Lamiaceae.
• Συνώνυμα: Melittis albida Guss., Melittis melisso­
phyllum var. albida (Guss.) Nyman, Melittis graeca
Klokov.
• Κοινές ελληνικές ονομασίες: Μελιττίς η Μελισσόφυλος, Μελισσόφυλλο, Άγρια μελιόνι.
• Συστηματική περιγραφή: Βλαστοί 20-70 cm, όρθιοι, καλύπτονται πυκνά με μικρούς, μισχοφόρους αδένες.
Φύλλα 2-15 x 1-8 cm, ωοειδή επιμήκη με καρδιόσχημα
έως κομένα στη βάση, χοντροκομμένα οδοντωτά ή οδοντωτά. Τα μεγαλύτερα φύλλα 6-15 cm με 20-30 μεγάλα
δόντια σε κάθε πλευρά. Μίσχοι 4-10 mm. Κάλυκας 12-25
mm. Στεφάνη άνθους 25-40 mm, Στεφάνη άνθους λευκή, συχνά με ροζ ή μωβ σημάδια στο κάτω χείλος, σπάνια
μωβ. Ο σωλήνας της στεφάνης υπερβαίνει τον κάλυκα.
2n = 30.
• Γεωγραφική εξάπλωση: Ν. Ιταλία, Σικελία, Βαλκα­
νική χερσόνησος. Στην χώρα μας είναι αυτοφυές με εξάπλωση την ηπειρωτική Ελλάδα. Στην περιοχή μελέτης
απαντάται στην Αχαΐα, Ηλεία και Αιτωλοακαρνανία.
• Φαρμακευτικές χρήσεις: Θεωρείται ως μια αποτελεσματική θεραπευτική αγωγή για μια ποικιλία προβλημάτων υγείας, όπως η διάρροια, η αιμορραγία από τη μύτη
καθώς και άλλου είδους αιμορραγίες, λοίμωξη και άλλες
ασθένειες των νεφρών, προβλήματα εμμήνου ρύσεως,
άγχος, νευρικότητα και για τη θεραπεία πληγών. Το αιθέριο έλαιο από τα φύλλα έχει χρησιμοποιηθεί ως ηρεμιστικό, ναρκωτικό, αντιμυκητιακό, αντιβακτηριακό και αντιμυκητιακό, ενώ είναι μυοχαλαρωτικό και σπασμολυτικό.
• Φυτοχημική σύσταση: Τα φύλλα περιέχουν φαινολικά οξέα και φλαβονοειδή (κεμπφερόλη, απιγενίνη
και λουτεολίνη μεταξύ άλλων), ενώ διαθέτουν αντιοξειδωτική και αντιφλεγμονώδη δράση. Στο Μελλίτη, περιέχεται επίσης, κουμαρίνη. Το υποείδος albida περιέχει
χαμηλότερη περιεκτικότητα κουμαρίνης από το υποείδος
melissophyllum, το οποίο περιέχει υψηλά επίπεδα, κυρίως στα πρώιμα στάδια του φυτικού κύκλου.
Melittis melissophyllum subsp. albida (Guss.) P. W. Ball:
Δύο μορφές του φυτού με φύλλα διαφορετικού χρώματος.
63
Mentha aquatica L.
Sp. Pl.: 576. 1753
• Οικογένεια: Lamiaceae.
• Συνώνυμα: Marrubium aquaticum (L.) Uspensky,
Mentha aquatica var. nemorosa Fr., des. inval., Mentha
acuta Opiz, Mentha hirsuta Huds.
• Κοινές ελληνικές ονομασίες: Mίνθη η φίλυδρος,
Μέντα η υδροχαρής.
• Συστηματική περιγραφή: Σχεδόν λείο έως χνοώδες, συχνά κοκινωπό πολυετές (10-)20-90 cm, με έντονο
άρωμα. Φύλλα (15-)30-90 x (10-)15-40 mm, ωοειδή έως
ωοειδή-λογχοειδή, συνήθως κομμένα στη βάση, έμμισχα,
πριονωτά. Ταξιανθία με 2-3 συμπυκνωμένους σπονύλους με δυσδιάκριτα βράκτια φύλλα, σχηματίζοντας ένα
ακραίο κεφάλιο, μέχρι 2 cm σε διάμετρο, μερικές φορές
με 1-3 απομακρισμένους σπονδύλους από κάτω, στις μασχάλες των βρακτίων με μορφή φύλλων. Κάλυκας (2,5-)
3-4 mm, σωληνοειδής, οι νευρώσεις διακριτές. Δόντια
οβελοειδή στενά ή τριγωνικά. Μίσχοι τριχωτοί. Στεφάνη
μωβ. Καρπίδια ανοικτό καφέ χρώμα. 2n = 96.
• Γεωγραφική εξάπλωση: Εμφανίζεται σε όλη την Ευρώπη εκτός από τις πολύ βόρειες χώρες. [Παντού εκτός
Rs (N) Sb]. Θεωρείται κοσμοπολιτικό είδος. Στην χώρα
μας είναι αυτοφυές με εξάπλωση κυρίως την ηπειρωτική Ελλάδα. Οι πληθυσμοί του, από περιοχή σε περιοχή
μπορεί να είναι από μέτριοι μέχρι μικροί και συνήθως διάσπαρτοι. Στην περιοχή μελέτης απαντάται στην Αχαΐα,
Ηλεία, Αιτωλοακαρνανία και Κεφαλονιά.
• Φαρμακευτικές χρήσεις: Στην Αρχαία Ελλάδα ο Ιπ-
64 ποκράτης και ο Γαληνός χρησιμοποιούσαν τη μέντα κατά
της δυσπεψίας, κατά των νευρικών διαταραχών, κατά των
ιλίγγων, της αϋπνίας, της γαστρίτιδας, του βήχα, του κρυολογήματος, του πονόλαιμου και ως αντισπασμωδικό. Τα
φύλλα είναι παυσίπονα, αντισηπτικά, στυπτικά, χολαγωγά, εφιδρωτικά, εμετικά, ψυκτικά, διεγερτικά, τονωτικά
και αγγειοδιασταλτικά. Το αφέψημα από φύλλα, έχει χρησιμοποιηθεί παραδοσιακά στην θεραπεία του πυρετού,
πονοκεφάλων, πεπτικών διαταραχών και διαφόρων μικρών ενοχλήσεων. Επίσης, χρησιμοποιείται ως στοματική
Mentha aquatica L.: Εικόνα του φυτού.
πλύση και γαργάρα στην αγωγή του πονόλαιμου, ελκών,
της κακής αναπνοής, κ.λπ. Τα φύλλα συλλέγονται καθώς
το φυτό ανθίζει και μπορεί να ξηρανθούν για μετέπειτα
χρήση. Το αιθέριο έλαιο στα φύλλα είναι αντισηπτικό, αν
και είναι τοξικό σε μεγάλες δόσεις.
Τα είδη M. spicata L., M. suaveolens εμφανίζουν παρόμοιες φαρμακευτικές ιδιότητες.
• Φυτοχημική σύσταση: Πλούσιο σε αιθέριο έλαιο, το
οποίο περιέχει πολλά μονοτερπένια και σεσκιτερπένια,
κυρίαρχο συστατικό των οποίων είναι το μινθοφουράνιο, η 1,8-κινεόλη και το trans-καρυοφυλένιο. Επιπλέον,
έχουν ταυτοποιηθεί πολλά πολικά και λιπόφιλα φλαβονοειδή και άλλες φαινολικές ενώσεις.
Mentha pulegium L.
Sp. Pl.: 577. 1753
• Οικογένεια: Lamiaceae.
• Συνώνυμα: Melissa pulegium (L.) Griseb., Minthe
pulegia (L.) St.-Lag., Pulegium vulgare Mill., Mentha
pulegium subsp. vulgaris (Mill.) Briq., Mentha pulegium
var. vulgaris (Mill.) Briq.
• Κοινές ελληνικές ονομασίες: Μέντα η πουλέγιος,
Φλησκούνι, Βληχώνι, Φλεσκούνι ή Βληχούνι.
• Συστηματική περιγραφή: Βλαστοί 20-50(-90) cm,
όρθιοι, ευθείς, συνήθως απλοί, κεκαμμένοι-χνοώδεις ή
χνοώδεις. Φύλλα 10-30 x 5-20 mm, ωοειδή, αμβλέα προς
οξέα, περισσότερο ή λιγότερο οδοντωτά, ελαφρά πεπιεσμένα χνοώδη, πυκνά διάστικτα από κάτω. Ταξιανθίες
κατά σπονδύλους με 10-70 άνθη, οι οποίοι είναι χαλαροί,
οι κατώτεροι κοντύτεροι και οι ανώτεροι μακρύτεροι
των φύλλων που κείνται κάτωθεν. Κάλυκας 3,5-4 mm,
ελαφρά χνοώδης, σποραδικά τριχωτός στο λαιμό, δόντια
1/3-1/2 του μήκους του σωλήνα, γραμμοειδή-λογχοειδή
ή τριχώδη, ίσα. Στεφάνη 7-9 mm, άσπρη ή πορφυρή. Μικρά κάρυα αμβλέα.
• Γεωγραφική εξάπλωση: Είναι κοσμοπολιτικό είδος.
[AE(G) Ag Al Au Az Be Bl Br Bu By Ca Co Cr Cy Cz Eg Ga Ge
Gr Hb He Ho Hs Hu IJ It Ju Li LS Lu Ma Md Po Rf(CS S) Rm
Sa Si Tcs Tn Tu(A E) Uk(K U)]. Στην χώρα μας είναι αυτοφυές με εξάπλωση την ηπειρωτική και νησιωτική Ελλάδα. Οι
πληθυσμοί του από περιοχή σε περιοχή είναι από μέτριοι
μέχρι μικροί. Στην περιοχή μελέτης απαντάται στην Αχαΐα,
Ηλεία, Αιτωλοακαρνανία και Ζάκυνθο.
• Φαρμακευτικές χρήσεις: Χρησιμοποιείται για τα
κρυολογήματα, την πνευμονία, και άλλα αναπνευστικά
προβλήματα. Επίσης, χρησιμοποιείται για πόνους στο
στομάχι, αέρια, εντερικές διαταραχές και διάφορα προβλήματα στο συκώτι και τη χοληδόχο κύστη. Οι γυναίκες
το χρησιμοποιούν για την έναρξη ή τη ρύθμιση της έμμηνου ρύσεως, ή για την πρόκληση έκτρωσης. Χρησιμοποιείται, επίσης, για τον έλεγχο των μυϊκών σπασμών, για
να προκαλέσει εφίδρωση και να αυξήσει την παραγωγή
ούρων. Κάποιοι το χρησιμοποιούν ως τονωτικό και για την
Mentha pulegium L.: Βλαστός με διαδοχικές σπονδυλώδεις
ταξιανθίες.
αντιμετώπιση της αδυναμίας. Η μέντα εφαρμόζεται στο
δέρμα για να θανατωθούν τα μικρόβια, για να κρατήσει
μακριά τα έντομα, καθώς και για τη θεραπεία διαφόρων
ασθενειών του δέρματος. Επιπλέον, χρησιμοποιείται τοπικά για την ουρική αρθρίτιδα, σε περίπτωση δηλητηριωδών δαγκωμάτων και για έλκη στη στοματική περιοχή.
Τέλος, χρησιμεύει στη θανάτωση ψύλλων.
• Φυτοχημική σύσταση: Το φυτό είναι πλούσιο σε
πτητικό έλαιο. Το αιθέριο έλαιο περιέχει οξυγονωμένα
μονοτερπένια, κυρίως πουλεγόνη (pulegone). Οι σημαντικότεροι μονοτερπενικοί υδρογονάνθρακες είναι το
λιμονένιο και το α-πινένιο, ενώ σεσκιτερπενοειδή έχουν
ανιχνευθεί σε χαμηλά επίπεδα.
65
Myrtus communis L. subsp. communis
Sp. Pl.: 471. 1753
• Οικογένεια: Myrtaceae.
• Συνώνυμα: Myrtus acuta Mill., Myrtus acutifolia (L.)
Sennen & Teodoro, Myrtus angustifolia Raf., nom. illeg.,
Myrtus augustinii Sennen & Teodoro, Myrtus baetica (L.)
Mill., Myrtus baui Sennen & Teodoro, Myrtus belgica (L.)
Mill., Myrtus borbonis Sennen, Myrtus briquetii (Sennen
& Teodoro) Sennen & Teodoro, Myrtus buxifolia Raf., nom.
illeg., Myrtus christinae (Sennen & Teodoro) Sennen &
Teodoro, Myrtus eusebii (Sennen & Teodoro) Sennen &
Teodoro, Myrtus gervasii (Sennen & Teodoro) Sennen &
Teodoro, Myrtus italica Mill. κ.ά.
• Κοινή ελληνική ονομασία: Μυρτιά.
• Συστηματική Περιγραφή: Ορθός, έντονα διακλαδισμένος θάμνος, έως 5 m. Κλαδίσκοι αδενώδεις - τριχωτοί όταν είναι νεαροί. Φύλλα 2-5 cm, ωοειδή-λογχοειδή,
οξέα, ακέραια, δερματώδη, διάστικτα, πολύ αρωματικά
όταν συνθλίβονται. Τα άνθη έως 3 cm σε διάμετρο, μυρίζουν ευχάριστα. Ποδίσκοι μακρείς, λεπτοκαμωμένοι, με
2 μικρά εφήμερα βράκτια. Πέταλα υποσφαιρικά, λευκά.
Καρπός ράγα 7-10 x 6-8 mm, ευρέως ελλειψοειδής, συνήθως γαλανή- μαύρη όταν ωριμάσει.
• Γεωγραφική εξάπλωση: Στη μεσογειακή περιοχή και
τη ΝΔ Ευρώπη. [Al Az Bl Co Cr Ga Gr Hs It Ju Lu Sa Si].
Έχει καλλιεργηθεί ευρέως, γι’ αυτό οι περιοχές στις οποίες
είναι αυτοφυές δεν είναι βέβαιες.
66
• Φαρμακευτικές χρήσεις: Αναφέρεται ως βαλσαμικό, στυπτικό, αντισηπτικό, για και για την κυκλοφοριακή
συμφόρηση. Η εσωτερική χρήση ενδείκνυται για λοιμώξεις του ουροποιητικού συστήματος, λοιμώξεις που
αφορούν τον κόλπο, και σε περιπτώσεις βρογχικής συμφόρησης. Η εξωτερική χρήση ενδείκνυται για μολύνσεις
των ούλων, ακμή και αιμορροΐδες. Το αφέψημα μπορεί να
χρησιμοποιηθεί σε λουτρό και προσδίδει τόνωση.
• Φυτοχημική σύσταση: Tερπένια (πινένιο 20-40%,
λιμονένιο 9-15%) εστέρες (myrtenyl acetate 20-25%)
αλκοόλες (λιναλοόλη 1-7%).
Myrtus communis L. subsp. communis:
Εικόνα του φυτού στη φύση.
Origanum vulgare L. subsp. hirtum
(Link) A. Terracc.
• Οικογένεια: Lamiaceae.
• Συνώνυμα: Origanum hirtum Link, Majorana neglecta
(Vogel) Walp., Origanum heracleoticum Benth., nom.
illeg., Origanum illyricum Scheele, Origanum latifolium
Scheele, nom. illeg., Origanum megastachyum Link,
Origanum megastachyum Link, Origanum neglectum
Vogel, Origanum smyrnaeum Sm., Origanum hirtum
var. illyricum (Scheele) Nyman, Origanum hirtum var.
latifolium Nyman, Origanum hirtum var. neglectum
(Vogel) Nyman, Origanum vulgare var. megastachyum
(Link) W. D. J. Koch.
• Κοινές ελληνικές ονομασίες: Ορίγανον, Ρίγανη, Αγριορίγανη, Αγριορίγανος.
• Συστηματική περιγραφή: Ξυλώδη, ριζωματώδη, πολυετή. Βλαστοί έως 90 cm ή περισσότερο, συνήθως διακλαδισμένοι επάνω, χνουδωτοί, τριχωτοί ή με βελούδινη
υφή, σπάνια λείοι. Φύλλα 10-40 (-50) x 4-25 mm, ωοειδή,
ακέραια ή ελαφρώς πριονωτά οδοντωτά, λεία ή τριχωτά,
αδενώδη-στικτά, έμμισχα. Σταχύδια 5-30 mm, ωοειδή,
επιμήκη, ή πρισματικά, σχηματίζοντας ένα κόρυμβο ή
φόβη. Βράκτια 4-5 mm, σχεδόν δύο φορές όσο ο κάλυκας,
ωοειδή, όχι ακιδοειδή, τριχωτά ή λεία, αδενώδη ή ελάχιστα αδενώδη-στικτά, ποώδη, βιολετί-μωβ ή πρασινωπά.
Κάλυκας κίτρινος-αδενώδης-στικτός, τριχωτός ή λείος.
Στεφάνη άνθους 4-7 mm, άσπρου ή μωβ-κόκκινου χρώματος. 2n = 30, ?32.
• Γεωγραφική εξάπλωση: Στις περισσότερες χώρες της
Ευρώπης. [AE(G) Al Bu Cr Cy Gr Ju Tu(A E)]. Είναι φυτό της
Ευρώπης με εξάπλωση όμως και βορειότερα. Πολλά είδη,
υποείδη και ποικιλίες απαντώνται σε όλες τις χώρες της Mεσογείου, Ευρώπης, Ασίας και Αμερικής. Στην Ελλάδα το συναντάμε από τα παράλια μέχρι τα ψηλά βουνά. Στην περιοχή
μελέτης απαντάται στην Αχαΐα, Ηλεία, Αιτωλοακαρνανία,
Ζάκυνθο, Ιθάκη και Κεφαλονιά. Στην Αιτωλοακαρνανία, Ζάκυνθο, Ιθάκη και Κεφαλονιά απαντάται επίσης το Origanum
vulgare subsp. vulgare.
• Φαρμακευτικές χρήσεις: Η ρίγανη χρησιμοποιείται
από του στόματος για γαστρεντερικές διαταραχές, όπως η
δυσπεψία και το φούσκωμα, αλλά επίσης και για την αντιμετώπιση του πεπτικού έλκους και της γαστρεντερικής κα-
Οriganum vulgare L. subsp. hirtum (Link) A. Terracc:
Λεπτομέρεια ταξιανθίας.
ντιντίασης. Ως αφέψημα, χρησιμοποιείται για λοιμώξεις του
αναπνευστικού συστήματος.Θεωρείται επίσης τονωτικό,
αντισπασμωδικό, εφιδρωτικό και διουρητικό. Χρησιμοποιείται δια στόματος για τη δυσμηνόρροια, τη ρευματοειδή
αρθρίτιδα, παθήσεις της ουροποιητικής οδού συμπεριλαμβανομένων των λοιμώξεων του ουροποιητικού συστήματος, πονοκεφάλους και καρδιακές παθήσεις. Το έλαιο χρησιμοποιείται από του στόματος για την αντιμετώπιση των
εντερικών παρασίτων, αλλεργιών, ιγμορίτιδας, αρθρίτιδας,
κρυολογήματος και γρίπης, κατά της γρίπης των χοίρων,
ωτίτιδων, αλλά και για την αντιμετώπιση της κόπωσης, ενώ
τοπικά, για την ακμή, βακτηριακές και μυκητιακές λοιμώξεις, την πιτυρίαση, σε τσιμπήματα από έντομα και αράχνες, κατά της ουλίτιδας, των πονόδοντων, της ψωρίασης,
της σμηγματόρροιας, του δακτυλιωδούς κοκκιώματος, της
ροδόχρους ακμής, των μυικών πόνων, των κιρσών και των
κονδυλωμάτων.
• Φυτοχημική σύσταση: Ως αρωματικό, η ρίγανη έχει
υψηλή περιεκτικότητα σε αιθέριο έλαιο. Τα κύρια πτητικά
συστατικά είναι η θυμόλη και η καρβακρόλη, ενώσεις με
αντιμικροβιακή δράση. Επιπλέον, είναι πλούσια σε φαινολικά οξέα και φλαβονοειδή. Σεσκιτερπένια και ουρσολικό οξύ
έχουν επίσης ανιχνευθεί.
67
Parietaria officinalis L.
Sp. Pl.: 1052. 1753
• Οικογένεια: Urticaceae.
• Συνώνυμα: Parietaria erecta Mert. & W. D. J. Koch.
• Κοινές ελληνικές ονομασίες: Παριετάρια, Ανεμοκλεϊτί, Περδικάκι, Ανεμόκλαδο, Παρθενούδι.
• Συστηματική περιγραφή: Πολυετές, βλαστοί 30100 cm, ορθοί, απλοί ή ελαφρώς διακλαδισμένοι, πυκνά
χνοώδεις. Φύλλα 3-12 cm, ωοειδή - λογχοειδή ή ελλειψοειδή, μακριά - ακιδωτά. Μίσχος φύλλου κοντύτερος του
ελάσματος. Βράκτια ελεύθερα, κοντύτερα του περιανθίου. Αχαίνια μαύρα. 2n = 14.
• Γεωγραφική εξάπλωση: Υγρά αμμώδη βράχια και
όχθες. Εξαπλώνεται στη Κεντρική και Νοτιοανατολική
Ευρώπη, εκτείνεται έως την Κορσική και την Κεντρική
Γαλλία. [Al Au Co CzGaGe Gr He *Ho Hu It Ju Rm Rs(W, K)
Sa Si Tu (Be Da Po Su)].
68
• Φαρμακευτικές χρήσεις: Η παριετάρια έχει εκτιμηθεί για τις ιδιότητές της περισσότερο από 2.000 χρόνια
πριν, καθώς θεωρείται διουρητική, καταστέλλει το χρόνιο βήχα και ως αλοιφή χρησιμοποιείται για πληγές και
εγκαύματα. Θεωρείται ότι έχει αναζωογονητική δράση
στα νεφρά, υποστηρίζοντας και ενισχύοντας τη λειτουργία τους. Ολόκληρο το φυτό, το οποίο συλλέγεται όταν
είναι ανθισμένο, έχει χολαγωγές, ελαφρώς μαλακτικές,
διουρητικές, καθαρκτικές, ψυκτικές και για την ίαση πληγών, ιδιότητες. Αποτελεί αποτελεσματική θεραπεία για τις
πέτρες στα νεφρά και την ουροδόχο κύστη, καθώς και για
άλλα συμπτώματα που αφορούν το ουροποιητικό σύστημα, όπως κυστίτιδα και νεφρίτιδα. Δεν πρέπει να χορηγείται σε άτομα που παρουσιάζουν αλλεργική ρινίτιδα ή
άλλες αλλεργικές αντιδράσεις. Τα φύλλα είναι ωφέλιμα,
για εξωτερική χρήση, ως κατάπλασμα σε πληγές κτλ.
Έχουν καταπραϋντικές ιδιότητες σε απλά εγκαύματα και
εγκαύματα από υγρό. Το φυτό συλλέγεται όταν ανθίσει
και μπορεί να χρησιμοποιηθεί φρέσκο ή αποξηραμένο.
• Φυτοχημική σύσταση: Η παριετάρια περιέχει ασβέστιο, κάλιο, άλατα, κολλώδη ουσία, ουσίες που περιέχουν
θείο, φλαβονοειδή και τανίνες.
Parietaria officinalis L: Εικόνα του φυτού στη φύση.
Pistacia lentiscus L.
Sp. Pl. 1026 (1753)
• Οικογένεια: Anacardiaceae.
• Συνώνυμα: Pistacia massiliensis Mill., Terebinthus
lentiscus Moench, Pistacia gummifera Salisb.,
Terebinthus vulgaris Fourr., Lentiscus massiliensis (Mill.)
Fourr.
• Κοινές ελληνικές ονομασίες: Μαστιχόδενδρο ή Σχίνος.
• Συστηματική περιγραφή: Μικρός αειθαλές δέντρο ή
θάμνος, με 1-8 m. Φύλλα αρτιολήκτως πτερωτά; φυλλάρια 1-5 x 0,5-1,5 cm, (4-)8-12, λογχοειδή προς αντωειδήλογχοειδή, αιχμηρά, δερματώδη· ράχη ευρέως πτερωτή·
μίσχοι λείοι. Ταξιανθία σύνθετη, μοιάζει με στάχυ. Άνθη
κιτρινωπά ή πορφυροειδή. Καρπός δρύπη 4 mm, λεία,
ακιδοειδής, κόκκινη που μετατρέπεται σε μάυρη.
Pistacia lentiscus L.: Kαρποί.
• Γεωγραφική εξάπλωση: Στη μεσογειακή περιοχή,
εκτείνεται έως την Πορτογαλία. [Al Bl Co Cr Ga Gr Hs It Ju
Lu Sa Si].
• Φαρμακευτικές χρήσεις: Χρησιμοποιείται ελάχιστο
στη σύγχρονη βοτανοθεραπεία, παρά το γεγονός ότι είναι
ιδιαίτερα αποτελεσματικό για στην αντιμετώπιση βρογχικών προβλημάτων, βήχα, καθώς και για την αντιμετώπιση της διάρροιας. Η ρητίνη έχει αναλγητικές, αντιβηχικές,
αποχρεμπτικές, ηρεμιστικές και διεγερτικές ιδιότητες,
καθώς και αντί του μετεωρισμού και της οδονταλγίας.
Αναμιγνυόταν με άλλες ουσίες και χρησιμοποιείτο για
σε περιπτώσεις κατεστραμμένων δοντιών. Εσωτερικά,
χρησιμοποιείται για την αντιμετώπιση της διάρροιας σε
παιδιά, καθώς και εξωτερικά, τοποθετείται σε δοθιήνες,
έλκη, τριχοφυτία και μυϊκές δυσκαμψίες.
• Φυτοχημική σύσταση: Τα φύλλα είναι πλούσια σε
τανίνες και αιθέρια έλαια.
69
Portulaca oleracea L.
Sp. Pl. 445 (1753)
• Οικογένεια: Portulacaceae.
• Συνώνυμα: Portulaca officinarum Crantz, Portulaca
stellata (Danin& H. G. Baker) Ricceri & Arrigoni,
Portulaca oleracea subsp. stellata Danin& H. G. Baker.
• Κοινές ελληνικές ονομασίες: Αντράκλα ή Ανδράχλη
ή Γλιστρίδα, επιστ. Ανδράχνη η ολησθηρίς, Πορτουλάκα
η λαχανώδης.
• Συστηματική περιγραφή: Μονοετές με διακλαδιζόμενους βλαστούς 10- 50 cm. Φύλλα κατ’ εναλλαγή,
όμως σχεδόν αντίθετα και συγκεντρωμένα κάτω από τα
άνθη, επιμήκη - αντωειδή, άμισχα με σφηνοειδή βάση,
λαμπερά. Άνθη μονήρη ή 2-3 μαζί, συχνά ακραία. Σέπαλα
c. 4 mm, με τρόπιδα, ενωμένα σε έναν κοντό σωλήνα στη
βάση· πέταλα 5, 6-8 mm, κίτρινα, αντωειδή, μη εμφανώς
ενωμένα· στήμονες 7-12. Κάψα 3-9 mm, ωοειδής. Σπέρματα μαύρα.
• Γεωγραφική εξάπλωση: Καλλιεργείται ως λαχανικό
ή συναντάται ως ζιζάνιο σε καλλιέργειες. Εξάπλωση στην
Ευρώπη.
70
• Φαρμακευτικές χρήσεις: Το φυτό έχει αντιβακτηριακές, αντισκορβουτικές, αποτοξινωτικές, διουρητικές
και αντιπυρετικές ιδιότητες. Τα φύλλα αποτελούν μία
πλούσια πηγή σε ω3 λιπαρά οξέα, που συμβάλλουν στην
παρεμπόδιση καρδιακών επεισοδίων και ενδυναμώνουν
το ανοσοποιητικό σύστημα. Ο φρέσκος χυμός χρησιμοποιείται για την αντιμετώπιση της οδυνηρής ούρησης,
του βήχα, πληγών κ.τ.λ. Τα φύλλα, με τη μορφή καταπλάσματος, τοποθετούνται σε εγκαύματα. Το κατάπλασμα
καθώς και ο χυμός είναι ιδιαίτερα αποτελεσματικοί στην
αντιμετώπιση δερματικών ασθενειών και τσιμπημάτων
εντόμων. Το αφέψημα των φύλλων χρησιμοποιείται για
την αντιμετώπιση στομαχικών πόνων και πονοκεφάλων.
Ο χυμός των φύλλων ενδείκνυται για ωτικούς πόνους, και
ανακουφίζει τους πόνους από τσιμπήματα. Τα σπέρματα
έχουν τονωτικές και ανθελμινθικές ιδιότητες. Προτείνεται
σε περιπτώσεις δυσπεψίας, και αδιαφάνειας του κερατοειδούς.
Portulaca oleracea L.: Βλαστοί με άνθη.
• Φυτοχημική σύσταση: Έχει μεγάλη περιεκτικότητα
σε βιταμίνη Α, C, βιταμίνες Β (λιγότερο), καροτενοειδή, ασβέστιο, μαγνήσιο, κάλιο, σίδηρο, γλουταθειό­
νη κ.ά. Επίσης είναι το λαχανικό με την υψηλότερη περιε­
κτι­­κότητα σε ωφέλημα ω3 λιπαρά οξέα.
Pulicaria dysenterica (L.) Bernh.
Syst. Verz.: 153. 1800
• Οικογένεια: Asteraceae.
• Συνώνυμα: Inula dysenterica L., Pulicaria palustris
Hoffmanns. & Link, Pulicaria dysenterica subsp.
uliginosa Nyman.
• Κοινή ελληνική ονομασία: Σκυλόχορτο.
• Συστηματική περιγραφή: Πολυετές φυτό με φολιδωτά στολόνια. Βλαστοί 20-60 cm, με μακριές τρίχες
ή χνοώδεις, ελεύθερα διακλαδισμένοι. Φύλλα επιμήκηλογχοειδή, τα χαμηλότερα έμμισχα, μαραμένα κατά την
άνθηση, τα υπόλοιπα άμισχα, συνήθως ευρεία κοντά στην
ημι-περίβλαστη βάση με ωτίδια. Όλα κυματιστά, αραιά
οδοντωτά, πράσινα και τραχιά από πάνω, γκρι-χνοώδη
από κάτω. Κεφάλια συνήθως πολυάριθμα, 1,5-3 cm σε
διάμετρο, ημισφαιρικά. Στελέχη 1,5-2,5 cm όχι συμπαγή
από πάνω, με ή χωρίς 1 βράκτιο. Μεμβρανώδες περίβλημα βρακτίων γραμμικό έως οβελοειδές, λίγο πολύ με
χνουδωτές τρίχες και αδενικό. Γλωσσίδια c. 5 mm μεγαλύτερο από το περίβλημα του καρπού, αφιστάμενα. Πάππος λεπιών ενωμένο περισσότερο από το 1/2 του μήκους
του, περιβαλλόμενο από 14-20 τρίχες. Αχαίνια c.1,5 mm
τριχωτά. 2n = 18, 20.
• Γεωγραφική εξάπλωση: Ν., Δ. και Κ. Ευρώπη, εκτείνεται προς τα βόρεια μέχρι τη Δανία. [Παντού εκτός Az Fa
Fe Is No Rs (N, B, ?C, E) Sb. Σε υγρούς χώρους.]. Στη χώρα
μας είναι αυτοφυές με ευρεία εξάπλωση. Στην περιοχή
μελέτης απαντάται στην Αιτωλοακαρνανία, Αχαΐα, Ηλεία,
Κεφαλονιά και Ζάκυνθο.
• Φαρμακευτικές χρήσεις: Τα φύλλα όταν πολτοποιούνται έχουν μια σαπωνοειδή μυρωδιά, ενώ μπορούν να
χρησιμοποιηθούν στη θεραπεία της δυσεντερίας. Μια
πάστα που παρασκευάζεται από το φυτό εφαρμόζεται
εξωτερικά σε πληγές. Ο χυμός που βρίσκεται στους ιστούς
είναι πικρός, στυφός και υφάλμυρος, έτσι ώστε τα ζώα να
αποφεύγουν την κατανάλωση του φυτού. Στις στυπτικές
ιδιότητες του φυτού αποδίδονται αναμφίβολα οι θεραπευτικές ιδιότητές του, και τις ίδιες ιδιότητες έχουν τα
αφεψήματα και τα ροφήματα του αποξηραμένου βότα-
Pulicaria dysenterica (L.) Bernh.: Ανθισμένα κεφάλια.
νου. Η ρίζα είναι, επίσης, στυπτική και χρησιμοποιείται
στη θεραπεία της δυσεντερίας.
• Φυτοχημική σύσταση: Το φυτό είναι γνωστό για την
παρουσία σπάνιων λιπόφιλων Ο-μεθυλιωμένων φλαβονοειδών.
71
Pyrus spinosa Forssk. Fl. Aegypt.-Arab.: 211. 1775
• Οικογένεια: Rosaceae.
• Συνώνυμα: Crataegus amygdaliformis (Vill.) Chalon,
Pyrus amygdaliformis Vill., Pyrus amygdaloides Link,
Pyrus angustifolia Decne., Pyrus cuneifolia Guss., Pyrus
nivalis Lindl., Pyrus oblongifolia Spach, Pyrus parviflora
Desf., Pyrus pyrainus Raf., Pyrus communis subsp.
amygdaliformis (Vill.) Braun-Blanq.
• Κοινές ελληνικές ονομασίες: Πύρος ο ακανθώδης,
Άγρια αχλαδιά, Γκορτσιά.
• Συστηματική περιγραφή: θάμνος ή μικρό δέντρο
έως 6 m, κλάδοι μερικές φορές ακανθώδεις. Κλαδιά
γκριζωπά, μουντά, γναφαλώδη όταν είναι νεαρά. Φύλλα
2,5-8 x 1-3 mm, στενά λογχοειδή προς ωοειδή, συνήθως
ακέραια, σπάνια τρίλοβα, με στρογγυλεμένη ή σφηνοειδή βάση, αραιά τριχωτά όταν είναι νεαρά, θηλώδη στην
κάτω επιφάνεια όταν είναι ώριμα, μίσχοι 2-5 cm, Σέπαλα
5-6 x 1,5 mm, τριγωνικά, ακιδωτά. Πέταλα 7-8 x 5-6 mm
ελλειψοειδή, ακρότμητα στην κορυφή. Καρποί 1,5-3 cm
σε διάμετρο, συνήθων σφαιροειδείς, πυρόξανθοι, ποδίσκοι στητοί, ίσου μήκους με τον καρπό ή ελαφρώς μακρύτεροι αυτού; κάλυκας παραμένων.
• Γεωγραφική εξάπλωση: Στη Μεσογειακή περιοχή
και τη Βουλγαρία. [Al Bu Co Cr Ga Gr Hs It Ju Sa Si Tu].
72
• Φαρμακευτικές χρήσεις: Δρα ως αιμοστατικό, κατά
της δυσπεψίας, κατά της διάρροιας, ψυκτικό, αντισπασμωδικό, ευεργετικό στις παθήσεις του αναπνευστικού
συστήματος και στην οδυνηρή δυσμηνόρροια.
• Φυτοχημική σύσταση: Περιέχει οξέα φρούτων: μαλικό οξύ, κιτρικό οξύ, κουϊνικό οξύ, κυανογενικά γλυκοσίδια (αμυγδαλίνη), αρωματικές ουσίες, παράγωγα του
καφεϊκού οξέος και κυρίως 5-καφφεοϋλ-κουϊνικό οξύ,
πηκτίνη.
Pyrus spinosa Forssk.: Καρποί.
Quercus frainetto Ten.
Fl. Napol. 1(Suppl. 2): lxxii. 1813
• Οικογένεια: Fagaceae.
• Συνώνυμα: Quercus conferta Kit., Quercus farnetto
Ten.
• Κοινές ελληνικές ονομασίες: Πλατύφυλλος δρυς,
Πλατύφυλλη βελανιδιά.
• Συστηματική περιγραφή: Φυλλοβόλο δέντρο, ύψους
μέχρι 30 m. Κλαδίσκοι χνοώδεις. Μπουμπούκια μεγάλα,
που περιβάλλονται από παραμένοντα παραφύλλα. Φύλλα
10-20 cm, συνωστίζονται προς την κορυφή του κλαδιού,
αντωοειδή, κωνικά στη βάση που έχει ωτίδια, βαθιά πτεροσχιδή με 7-9 ζεύγη επιμήκη, συχνά λοβωτά τμήματα,
τριχωτά από κάτω με γκρι ή καφέ τρίχες. Με πλευρικές
φλέβες παράλληλες, με λίγες εμβόλιμες φλέβες, έμμισχα
2-6 mm. Περίβλημα καρπού 6-12 x 12-15 mm λέπια επιμήκη, αμβλεία, τριχωτά, χαλαρά επικαλυπτόμενα.
• Γεωγραφική εξάπλωση: Βαλκανική χερσόνησο, που
εκτείνεται βόρεια προς ΒΔ Ρουμανία. Ν. & Κ. Ιταλία. [Al Bu
* Cz Gr * Hu It Ju Rm Tu]. Στην Ελλάδα απαντάται σχεδόν
σε ολόκληρη τη χώρα. Στην περιοχή μελέτης απαντάται
στην Αχαΐα, Ηλεία και Αιτωλοακαρνανία.
• Φαρμακευτικές χρήσεις: Ο φλοιός της βελανιδιάς
εφαρμόζεται τοπικά σε εγκαύματα και πληγές, ή καταναλώνεται δια στόματος για την αντιμετώπιση της γαστρίτιδας ή της διάρροιας. Οι όζοι που παράγονται στο δέντρο
είναι έντονα στυπτικοί και μπορούν να χρησιμοποιηθούν
στη θεραπεία των αιμορραγιών, χρόνιας διάρροιας, δυσεντερίας κ.λπ. Εγχύμα του φλοιού χρησιμοποιείται ως
γαργάρα για τον πονόλαιμο, για την ίαση των ερεθισμένων κάτω άκρων, για την καταπολέμηση της υπερβολικής
εφίδρωσης των ποδιών, των διαστρεμμάτων του αστραγάλου, για τη θεραπεία των ελκών, του πονόδοντου, της
νευραλγίας και των ρευματισμών. Ο Ευρωπαϊκός Οργανισμός Φαρμάκων έχει εγκρίνει τη χρήση του φλοιού της
βελανιδιάς ως παραδοσιακό φάρμακο φυτικής προέλευσης για τη συμπτωματική θεραπεία της ήπιας διάρροιας,
της ήσσονος φλεγμονής του βλεννογόνου του στόματος ή
του δέρματος, καθώς και για τη συμπτωματική ανακού-
Quercus frainetto Ten.: Χαρακτηριστικά φύλλα και καρποί.
φιση από τον κνησμό και το κάψιμο που σχετίζονται με
τις αιμορροΐδες.
• Φυτοχημική σύσταση: Ο φλοιός της βελανιδιάς περιέχει εξαιρετικά μεταβλητές ποσότητες τανινών (8-20%).
Η περιεκτικότητα σε ταννίνες εξαρτάται από τον χρόνο
συγκομιδής, την ηλικία των κλαδιών και τη μέθοδο προσδιορισμού τους που χρησιμοποιείται. Περιλαμβάνουν είτε
γαλλοϋλο εστέρες και τα παράγωγά τους (γαλλοταννίνες,
ελλαγιταννίνες και πολύπλοκες ταννίνες) ή είναι ολιγομερή
και πολυμερή προανθοκυανιδών και μπορεί να έχουν διαφορετική σύζευξη μεταξύ των μονομερών φλαβανολών
και σχήματα υποκατάστασης (συμπυκνωμένες τανίνες).
73
Ribes uva-crispa L. subsp. austro-europaeum (Bornm.) Bech.
in Repert. Spec. Nov. Regni Veg. 27: 228 (1929)
• Οικογένεια: Grossulariaceae.
• Συνώνυμα: Grossularia reclinata (L.) Mill., Ribes
grossularia L., Ribes reclinatum L., Ribes uva-crispa
subsp. austro-europeum Bornm., Ribes uva-crispa
subsp. grossularia (L.) Rchb., Ribes uva-crispa subsp.
grossularia (L.) Schübl. & G. Martens, Ribes uva-crispa
subsp. lasiocarpum (Monnard) T. Vraber, des. inval.,
Ribes uva-crispa subsp. reclinatum (L.) Rchb., Ribes uvacrispa subsp. reclinatum (L.) Schübl. & G. Martens.
• Κοινές ελληνικές ονομασίες: Λαγοκέρασο, Πράσινο
φραγκοστάφυλο.
• Συστηματική περιγραφή: 1-1,5 m, ελεύθερα και
περίπλοκα διακλαδισμένο, οπλισμένο με χοντρά αγκάθια
στους κόμβους, συνήθως σε ομάδες των 3 (πολύ σπάνια
απουσιάζουν). Φύλλα 2-5 cm πλάτος, σπάνια περισσότερο, βαθιά λοβωτά, λεία ή χνουδωτά. Άνθη σε μασχαλιαία
σπονδύλους 1-3. Μίσχοι με 2 βρακτεόλια κοντά στη μέση.
Σέπαλα 5-7 mm, γλωσσοειδή, ωχρό ή ροζ-πράσινο. Πέταλα λευκά, μικρότερα. Καρποί c. 10 χιλιοστά σε διάμετρο, πράσινο, κίτρινο ή μωβ-κόκκινο, συνήθως τριχωτοί.
2n = 16.
74
• Γεωγραφική εξάπλωση: Ιθαγενές στην Ν., Κ. & Δ. Ευρώπη. Ευρέως καλλιεργούμενο και συχνά εγκλιματίζεται
σε άλλες περιοχές μέσω της διασποράς με πουλιά. [Au Be
Br Bu Cr Cz Ga Ge Gr He Ho Hs Hu It Ju Po Rm Rs (W) (Co Da
Fe Hb Lu No Rs -N, B, C- Su)]. Στην Ελλάδα απαντάται στην
Πελοπόννησο, Ν. και Κ. Ελλάδα και Κρήτη. Στην περιοχή
μελέτης απαντάται σε ορεινά περιβάλλοντα στην Αχαΐα
και Ηλεία.
• Φαρμακευτικές χρήσεις: Ο καρπός είναι καθαρτικός. Βρασμένα άγουρα φραγκοστάφυλα χρησιμοποιούνται για την αποτοξίνωση του οργανισμού την άνοιξη. Τα
φύλλα έχουν χρησιμοποιηθεί για τη θεραπεία της διάρροιας, του εμετού, της αιμορραγίας, των αιμορροϊδών και
της φλεβίτιδας. Έγχυμα του φυτού όταν λαμβάνεται πριν
από την έμμηνο ρύση φαίνεται πως είναι ένα χρήσιμο τονωτικό για την ανάπτυξη των κοριτσιών. Τα φύλλα περι-
Ribes uva-crispa L. subsp. austro-europaeum (Bornm.) Bech:
Καρποί.
έχουν ταννίνη και έχουν χρησιμοποιηθεί ως στυπτικό για
τη θεραπεία της δυσεντερίας και των πληγών. Οι καρποί,
έχει αναφερθεί πως συμβάλλουν στη βελτίωση της οπτικής οξύτητας και στην καταπολέμηση του διαβήτη.
• Φυτοχημική σύσταση: Τα λαγοκέρασα είναι πλούσια
πηγή όχι μόνο υδατανθρακών, βιταμινών και ιχνοστοιχείων, αλλά και φαινολικών οξέων, φλαβονοειδών, ανθοκυανινών και άλλων πολυφαινολών.
Rosa canina L.
Sp. Pl.: 491. 1753
• Οικογένεια: Rosaceae.
• Συνώνυμα: Rosa canina έχει 118 συνώνυμα.
Μερικά από αυτά είναι: Crepinia canina (L.) Gand., Crepinia
aciphylla (A. Rau) Gand., Crepinia andegavensis (Bastard)
Gand., Crepinia psilophylla (A. Rau) Gand., Crepinia squarrosa
(A. Rau) Gand., Rosa achburensis Chrshan., Rosa aciphylla A.
Rau, Rosa aciphylloides Cottet & Castella, Rosa adenocalyx
Gren., Rosa actinodroma Gand., κ.τ.λ.
• Κοινές ελληνικές ονομασίες: Ροδή η κυνοροδή, Αγριοτριανταφυλλιά.
• Συστηματική περιγραφή: Βλαστοί πράσινοι. Μακρά
μεσογονάτια. Αγκάθια χοντρά, καμπυλωτά ή αγκυλωτά. Ανθοφόροι βλαστοί σπάνια χωρίς αγκάθια. Φυλλάρια 5-7, 1540 x 12-20 mm, ωοειδή, αντωοειδή ή ελλειπτικά, πριονωτά
ή συμπαγή-οδοντωτά, λεία και αδενικά, σκούρο πράσινα έως
πρασινωπά, λαμπερά ή θαμπά άνωθεν. Μίσχοι και ράχη των
φύλλων συχνά με «βελόνες» Μίσχοι 10-20 mm, το ίδιο ή μεγαλύτεροι από τους καρπούς, λείοι. Σέπαλα ανεστραμμένα και
πίπτοντα∙ μετά την άνθηση. Πέταλα 15-25 (-30) mm, ροζ έως
λευκά. Δίσκος μεγάλος, με το στόμιο μικρότερο από 1 mm σε
διάμετρο. Στύλοι συνήθως δεν εξέρχονται πολύ, πυκνά τριχωτοί έως άτριχοι. Καρποί 10-20 mm, στρογγυλοί, ωοειδείς ή
ελλειψοειδείς, λείοι, κόκκινοι. 2n = 35.
• Γεωγραφική εξάπλωση: Στην Ευρώπη βορειότερα έως c.
62° N. [Σε όλες τις περιοχές εκτός Az Fa Is Sb Tu]. Αυτοφυές σε
Ευρώπη, βορειοδυτική Αφρική και δυτική Ασία. Στην Ελλάδα,
το συναντάμε ως αυτοφυές σε όλη την ηπειρωτική χώρα και
στα νησιά. Στην περιοχή μελέτης απαντάται στην Αιτωλοακαρνανία, Αχαΐα, Ηλεία, Ζάκυνθο και Κεφαλονιά.
• Φαρμακευτικές χρήσεις: Ο Διοσκουρίδης έγραψε για τις
ψυχρές και στυπτικές ιδιότητες του τριαντάφυλλου και ότι ο
ιαματικός οίνος των ρόδων ήταν χρήσιμος για τη θεραπεία των
πονοκεφάλων και παθήσεων των ματιών, των αυτιών, των ούλων, του πρωκτού και της μήτρας. Σε σκόνη, τα αποξηραμένα
άνθη του τριαντάφυλλου αναμειγνύονταν με την τροφή για τον
πόνο των ούλων. Οι ώριμοι καρποί έχουν χρησιμοποιηθεί για την
αντιμετώπιση του κρυολογήματος, της γρίπης, διαφόρων λοιμώξεων, γαστρίτιδας και για τον έλεγχο της διάρροιας. Συνήθως,
λαμβάνονται γιατί είναι πλούσιοι σε βιταμίνη C και επομένως
είναι κατάλληλοι σε περιπτώσεις ανεπάρκειας βιταμίνης C. Μπορούν, επίσης, να χρησιμοποιηθούν ως διουρητικά και να ενισχύ-
Rosa canina L.: Καρποί και σύνθετα φύλλα.
σουν τα τριχοειδή αγγεία. Ένα σιρόπι που γίνεται από κυνόρροδα
χρησιμοποιείται για να προσδώσει ευχάριστη γεύση σε φάρμακα
και προστίθεται σε σκευάσματα για το βήχα. Τα σπέρματα έχουν
χρησιμοποιηθεί ως ανθελμινθικά. Κυννόρροδα χρησιμοποιούνται για διάφορες παθήσεις του αίματος (καθαρισμό αίματος,
παθήσεις όπου το αίμα ανέρχεται μέσω των πνευμόνων, εσωτερική αιμορραγία, αιμόπτυση), για γυναικείες παθήσεις (διαταραχές των μαστών, υπερβολική εμμηνόρροια, κράμπες μήτρας),
για γαστρεντερικές παθήσεις (διάρροια, δυσεντερία), για ασθένειες του αναπνευστικού συστήματος (λοιμώξεις του θώρακα,
κρυολογήματα, βήχα, γρίπη), για παθήσεις του ουροποιητικού
συστήματος (καθαρίζει τους νεφρούς και την ουροδόχο κύστη,
εξαλείφει την συσσώρευση ουρικού οξέος, βοηθώντας στην ουρική αρθρίτιδα και τις ρευματικές ενοχλήσεις και αντιμετωπίζει
την κατακράτηση υγρών), καθώς επίσης και για άλλες, όπως
η γενική αδυναμία και η εξάντληση. Με βάση τη μακροχρόνια
χρήση τους, ο Ευρωπαϊκός Οργανισμός Φαρμάκων επέτρεψε
τη χρήση ολόκληρων αποξηραμένων πετάλων του R. gallica, R.
damascena, R. centifolia στην Ευρώπη ως παραδοσιακό φάρμακο φυτικής προέλευσης για τις ήπιες φλεγμονές του στόματος
και του βλεννογόνου του φάρυγγα και για την ανακούφιση των
ήσσονος σημασίας φλεγμονών του δέρματος.
• Φυτοχημική σύσταση: Τα κύρια βιοδραστικά συστατικά
στους ώριμους καρπούς είναι οι βιταμίνες Α, C, και Ε, τα φλαβονοειδή, οι ταννίνες και άλλα απαραίτητα λιπαρά οξέα.
75
Rosmarinus officinalis L.
Sp. Pl. 23 (1753)
• Οικογένεια: Lamiaceae.
• Συνώνυμα: Rosmarinus officinalis subsp. laxiflorus (Noë
ex Lange) Nyman.
• Κοινές ελληνικές ονομασίες: Δενδρολίβανος ο Φαρμακευτής, Ροσμαρίνος ο φαρμακευτικός, Ροσμαρίνι, Δυοσμαρίνι, Δενδρολίβανο.
• Συστηματική περιγραφή: Έως 2 m, με όρθια, ανερχόμενα ή σπάνια κατακείμενα, καφέ κλαδιά, αρωματικά. Φύλλα
15-40 x 1,2-3,5 mm γραμμικά, δερματώδη, με περιθώρια
που στρέφονται, φωτεινό πράσινο και ελαφρά ζαρωμένο
άνωθεν, λευκό-χνοώδη κάτωθεν, άμισχα. Μίσχοι αστεροειδείς-χνοώδεις. Κάλυκας 3-4 mm, πράσινος ή μωβ και αραιά
χνοώδης όταν είναι μικρός, αργότερα 5-7 mm υπολείος και
ευδιάκριτα φλεβώδης. Στεφάνη άνθους 10-12 mm, ανοιχτό
μπλε (σπάνια ροζ ή λευκό). Καρπίδια καστανά. 2n = 24.
• Γεωγραφική εξάπλωση: Ξηρό θάμνοι. Στην περιοχή της
Μεσογείου και εκτείνεται έως την Πορτογαλία και ΒΔ Ισπανία.
Οπουδήποτε αλλού, καλλιεργείται ως διακοσμητικό ή για το
αρωματικό λάδι του. [Bl Co *Cr Ga Gr Hs It Ju Lu Sa Si (Al Az Su
He Rs -K-)]. Στην Ελλάδα το συναντάμε ως αυτοφυές σε ορισμένα νησιά του Ιονίου και Αιγαίου Πελάγους και στη Στερεά
Ελλάδα. Στην περιοχή μελέτης απαντάται στη Ζάκυνθο όπου
καλύπτει μεγάλες εκτάσεις στην Δ-ΒΔ περιοχή του νησιού, με
αντιπροσωπευτικούς πληθυσμούς στην περιοχή του Ναυαγίου. Ως καλλιεργούμενο σε κήπους πολλών οικισμών το συναντάμε στην Αχαΐα, Ηλεία, Αιτωλοακαρνανία, Ζάκυνθο, Ιθάκη
και Κεφαλονιά.
76
• Φαρμακευτικές χρήσεις: Το δενδρολίβανο χρησιμοποιήθηκε στην παραδοσιακή ελληνική ως τονωτικό, διεγερτικό,
και άφυσο για την δυσπεψία, τον πονοκέφαλο, και την νευρική
ένταση. Οι αρχαίοι Έλληνες χρησιμοποιούσαν το δεντρολίβανο για την ενίσχυση της μνήμης. Έχει χρησιμοποιηθεί για την
τόνωση της ανάπτυξης των μαλλιών και τοπικά για την θεραπεία του καρκίνου. Τα φύλλα δενδρολίβανου και το έλαιό
του χρησιμοποιείται για τη θεραπεία των ρευματισμών, της
δυσπεψίας, της απώλειας της όρεξης, στη θεραπεία του πόνου
των μυών και της αρθρίτιδας και βελτιώνουν την κυκλοφορία
(εφαρμόζεται τοπικά στο δέρμα). Ολόκληρο το φυτό είναι
αντισηπτικό, αντισπασμωδικό, αρωματικό, στυπτικό, καρδιοτονωτικό, άφυσο, χολαγωγό, εφιδρωτικό, εμμηναγωγό,
Rosmarinus officinalis L.: Κοντινή λήψη των ανθέων,
το άνω χείλος της στεφάνης λείπει.
τονωτικό των νεύρων, διεγερτικό, ευστόμαχο και τονωτικό. Το
έγχυμα των ανθοφόρων βλαστών, το οποίο παρασκευάζεται
σε κλειστό δοχείο για να αποτραπεί η διαφυγή του ατμού, είναι
αποτελεσματικό στη θεραπεία των πονοκεφάλων, κολικών,
κρυολογημάτων και νευρικών ασθενειών. Απεσταγμένο νερό
από τα άνθη χρησιμοποιείται στην πλύση των ματιών. Με βάση
τα στοιχεία για τη μακροχρόνια φαρμακευτική χρήση του στην
Ευρώπη, ο Ευρωπαϊκός Οργανισμός Φαρμάκων επέτρεψε την
κυκλοφορία παρασκευασμάτων από φύλλα ή αιθέριο έλαιο
δενδρολίβανου, ως παραδοσιακά φυτικά φαρμακευτικά προϊόντα για τη συμπτωματική ανακούφιση της δυσπεψίας και των
ήπιων σπασμωδικών διαταραχών του γαστρεντερικού συστήματος (δια στόματος χρήση), αλλά και ως πρόσθετο φάρμακο
στην ανακούφιση των μικρών μυϊκών και αρθριτικών πόνων
και σε ήσσονος σημασίας περιφερειακές κυκλοφορικές διαταραχές (ως πρόσθετο μπάνιου ή για δερματική χρήση)
• Φυτοχημική σύσταση: Eίναι πλούσιο σε πτητικά έλαια,
φλαβονοειδή και φαινολικά οξέα, τα οποία είναι έντονα αντισηπτικά και αντι-φλεγμονώδη. Το ροσμαρινικό οξύ μπορεί
να συμβάλει στην θεραπεία του συνδρόμου του τοξικού σοκ,
ενώ το φλαβονοειδές διοσμίνη φημολογείται πως είναι πιο
αποτελεσματικό από την ρουτίνη στη μείωση της ευθραυστότητας των τριχοειδών.
Rubus idaeus L.
Sp. Pl.: 492. 1753
• Οικογένεια: Rosaceae.
• Συνώνυμα: Batidaea idaea (L.) Greene, Rubus
fragrans Salisb., nom. illeg., Rubus frambaesianus Lam.,
nom. illeg.
• Κοινές ελληνικές ονομασίες: Βάτος ο ιδαίος, Ρούβος ο της Ίδης, Σμέουρο, Σμέουρδο, Νάουρο.
• Συστηματική περιγραφή: Παραβλαστάνει από επιφυείς οφθαλμούς από τις ρίζες, βλαστοί 100-150 cm,
όρθιοι, κυλινδρικοί, χνοώδεις συχνά οπλισμένοι με πολλά αδύναμα αγκάθια. Φύλλα, συνήθως, πτεροσχιδή με
5-7 φυλλάρια ή τρισχιδή, λεία από πάνω, λευκά-χνοώδη
από κάτω. Ακραίο φυλλάριο ωοειδές ή επίμηκες, ενίοτε
ελαφρώς λοβωτό, καρδιόσχημο, λίγο οξυτενές. Παραφύλλα νηματοειδή, βλεφαριδωτά. Ταξιανθία ολιγανθής,
φυλλώδης, από ακραίους και μασχαλιαίους βότρεις, ο
άξονας αδενώδης με αραιές βελόνες. Άνθη c.1 cm διάμετρο, κεκλιμένα. Σέπαλα λογχοειδή, χνοώδη. Πέταλα στενά, όρθια, λεία, λευκά. Στήμονες λευκοί, όρθιαοι. Καρποί
κόκκινοι ή πορτοκαλί. 2n = 14.
• Γεωγραφική εξάπλωση: Σχεδόν σε όλη την Ευρώπη,
όμως μόνο στα βουνά του Νότου. [Σε όλες τις χώρες εκτός
Az Bl Cr Fa Is Lu Sb Tu]. Είναι φυτό με εξάπλωση σε Ευρώπη, Ασία και Β. Αμερική. Στην Ελλάδα το συναντάμε ως
αυτοφυές σε όλη την ηπειρωτική χώρα. Στην περιοχή μελέτης απαντάται στην Αιτωλοακαρνανία, Αχαΐα και Ηλεία.
• Φαρμακευτικές χρήσεις: Παραδοσιακά, το σμέουρο
χρησιμοποιήθηκε σε θεραπείες κατά της αναιμίας, της διάρροιας, της ουλίτιδας, πληγών, κραμπών στα πόδια και
της πρωινής αδιαθεσίας κατά τη διάρκεια της εγκυμοσύνης. Σήμερα χρησιμοποιείται κυρίως για τις στυπτικές και
τονωτικές ιδιότητές του. Το τσάι από το φυτό είναι χρήσιμο σε περιπτώσεις πονόλαιμου και φλεγμονής των βλεννογόνων. Τα φύλλα του σμέουρου είναι αντι-αιμορραγικά, στυπτικά, καρδιοτονωτικά, διεγερτικά, και τονωτικά,
χρησιμοποιούνται ως πλύση για εγκαύματα, δερματικά
εξανθήματα, πληγές, έλκη και τραύματα. Χρησιμοποιούνται ως γαργάρα για την αιμορραγία των ούλων, τη διά-
Rubus idaeus L.: Xαρακτηριστικοί καρποί.
λυση της οδοντικής πλάκας, τη φλεγμονή του στόματος,
τον πονόλαιμο και για έλκη του στόματος. Το αφέψημα
από φύλλα μπορεί, επίσης, να χρησιμοποιηθεί ως πλύση
για τα μάτια ενάντια της επιπεφυκίτιδας, ως στοματικό
διάλυμα και μπορεί να συμβάλει στη μείωση των υπερβολικών κολπικών εκκρίσεων. Κατά τη διάρκεια της εγκυμοσύνης, η χρήση των φύλλων μειώνει την αιμορραγία
και τη διόγκωση της μήτρας μετά τον τοκετό, βοηθά στην
αποτροπή των αποβολών, βοηθά τη μήτρα να επιστρέψει
στην κανονική της θέση μετά την εγκυμοσύνη και συμβάλλει στη μείωση των ψευδών πόνων της γέννας (όταν
λαμβάνονται σαν ζεστό έγχυμα), βελτιώνει την αποτελεσματικότητα των συσπάσεων, αυξάνει την παραγωγή μητρικού γάλακτος, μειώνει τον πόνο και την διάρκεια του
τοκετού, δυναμώνει και τονώνει τους ιστούς του τοιχώματος της μήτρας κατά τη διάρκεια της εγκυμοσύνης για να
βοηθήσει με τις συστολές και την αιμορραγία, δυναμώνει
77
ακόμα,τους μύες της πυέλου και των συνδέσμων για εναν
εύκολο φυσιολογικό τοκετό, ενώ τέλος, κατά το τελευταίο
τρίμηνο της εγκυμοσύνης τα φύλλα λειτουργούν ως τονωτικό της μήτρας. Με βάση τη μακροχρόνια χρήση των
φύλλων σμέουρου, ο Ευρωπαϊκός Οργανισμός Φαρμάκων
επέτρεψε την ένταξη τους στα παραδοσιακά φάρμακα
φυτικής προέλευσης για τη συμπτωματική ανακούφιση
των σπασμών που συνδέονται με την έμμηνο ρύση, για τη
συμπτωματική θεραπεία της ήπιας φλεγμονής του στόματος ή του λαιμού και της ήπιας διάρροιας.
Το είδος Rubus ulmifolius Schott. χρησιμοποιείται εξαιτίας των παρόμοιων φαρμακευτικών ιδιοτήτων του.
• Φυτοχημική σύσταση: Η βιταμίνη C και φαινολικά
συστατικά είναι παρόντα στα κόκκινα σμέουρα. Πιο συ-
78
γκεκριμένα, οι ανθοκυανίνες κυανιδινο-3-σοφοροζίτης,
κυανιδινο-3-(2(Ζ)-γλυκοζυλ-ρουτινοζίτης) και κυανιδινο-3-γλυκοζίτης και δύο ελλαγιταννίνες συνυπάρχουν
με ίχνη φλαβονολών, ελλαγικού και υδροξυκινναμωμικού οξέος. Τα αποξηραμένα φύλλα σμέουρου περιέχουν
πολυφαινολικούς δευτερογενείς μεταβολίτες, κυρίως
υδρολύσιμες τανίνες (από 2,6% σε 6,9%). Άλλες πολυφαινολικές ενώσεις που υπάρχουν είναι κυρίως φλαβονοειδή (0.46 -1.05% στα αποξηραμένα φύλλα). Επιπλέον, τερπένια, βιταμίνη C και Ε, καθώς και ιχνοστοιχεία
όπως ασβέστιο, μαγνήσιο και ψευδάργυρος έχουν ταυτοποιηθεί. Τα φύλλα σμέουρου περιέχουν, επίσης, πολύ
μικρές ποσότητες φαινολικών οξέων όπως το καφεϊκό
και χλωρογενικό οξύ.
Salvia fruticosa Mill.
Gard. Dict. ed. 8: 5. 1768
• Οικογένεια: Lamiaceae.
• Συνώνυμα: Salvia baccifera Etl., Salvia clusii Jacq.,
Salvia cypria Unger & Kotschy, Salvia incarnata Etl.,
Salvia libanotica Boiss. & Gaill., Salvia lobryana Azn.,
Salvia marrubioides Vahl, Salvia ovata F. Dietr., Salvia
sipylea Lam., Salvia subtriloba Schrank, Salvia sypilea
Lam., Salvia thomasii Lacaita, Salvia triloba L. f.
• Κοινές ελληνικές ονομασίες: Φασκομηλιά, Φασκόμηλο, Αλισφακιά (<ελελίσφακος < αρχαία ελληνική ελελίζω + σφάκος).
• Συστηματική περιγραφή: Θάμνος έως 120 cm. Βλαστοί με πιεσμένο στο βλαστο λευκό-χνοώδες τρίχωμα.
Φύλλα απλά, ή πτεροειδή με 1-2 ζεύγη ωοειδών πλευρικών τμημάτων και ένα μεγάλο ωοειδές-ελλειπτικό τελικό
τμήμα, έμμισχο, αδρό μη αδενώδες, γκρίζο-λευκό χαμηλά, πρασινωπό από πάνω. Σπόνδυλοι με 2-6 άνθη. Κάλυκας 5-8 mm, καμπανοειδής, οδοντωτός, συχνά ιώδης, με
αδενώδες ή μη τρίχωμα. Στεφάνη 16-25 mm, λιλά ή ροζ,
σπάνια λευκή.
• Γεωγραφική Εξάπλωση: Κ. & Α. Μεσόγειος, από τη
Σικελία έως την Κρήτη. [Al Cr Gr It Si (Lu)]. Είναι μεσογειακό φυτό με εξάπλωση στη κεντρική και ανατολική
Μεσόγειο, από τη Σικελία μέχρι τη Κρήτη. Στη χώρα μας
απαντάται με τους καλύτερους πληθυσμούς κυρίως στη
νότια, δυτική και κεντρική Ελλάδα. Περισσότερα από 22
είδη του γένους Salvia φύονται στη χώρα μας. Πολλά από
αυτά αναφέρονται ως ελληνικό φασκόμηλο, τρίλοβο φασκόμηλο, ως μηλοφόρο φασκόμηλο κ.λπ.
• Φαρμακευτικές χρήσεις: Τα φύλλα είναι ανθιδρωτικά, αντισηπτικά, αντισπασμωδικά, στυπτικά, άφυσα,
χολαγωγά, αποτοξινωτικά, αποχρεμπτικά, αντιπυρετικά,
τονωτικά και αγγειοδιασταλτικά. Χρησιμοποιούνται από
του στόματος για τη θεραπεία πεπτικών, αναπνευστικών
και νευρικών διαταραχών, προβλημάτων εμμηνόροιας,
στειρότητας και κατάθλιψης. Δεν θα πρέπει να καταναλώνονται από έγκυες γυναίκες. Το έγχυμα των φύλλων
συνιστάται για την ανακούφιση του πονοκέφαλου, του
Salvia fruticosa Mill.: Εικόνα του φυτού στη φύση.
στομαχόπονου και των ρευματικών πόνων. Τα εγχύματα
και τα αφεψήματα των φύλλων ή των ανθοφόρων βλαστών χρησιμεύουν ως αιμοκαθαρτικά και συστήνονται σε
προβλήματα του κυκλοφορικού. Το φυτό είναι ιδιαίτερα
διαδεδομένο για τη θεραπεία καρδιακών διαταραχών,
κρυωμάτων, βήχα και γρίπης. Χρησιμοποιείται ως επουλωτικό, αντισηπτικό, για τη θεραπεία πληγών, οιδημάτων και υδρωπικίας. Αυτό το είδος όπως αναφέρεται στη
βιβλιογραφία, κατά την αρχαιότητα εχρησιμοποιείτο ως
αιμοστατικό, επουλωτικό, αντισηπτικό, για τη θεραπεία
του πονόλαιμου και κατά των ερεθισμών.
• Φυτοχημική σύσταση: Το φυτό είναι πλούσιο σε αιθέριο έλαιο∙ περιέχει 1,8-κινεόλη (κυρίαρχο συστατικό),
β-μυρκένιο, α-πινένιο, β-πινένιο, καμφένιο, α-θυιόνη,
β-θυιόνη και καμφορά. Άλλα μη πτητικά συστατικά είναι
απλά φαινολικά οξέα (συμπεριλαμβανομένου του ροσμαρινικού οξέος) και φλαβονοειδή.
79
Salvia officinalis L. subsp. officinalis
Sp. Pl.: 23. 1753
• Οικογένεια: Lamiaceae.
• Συνώνυμα: Salvia chromatica Hoffmanns., Salvia
clusii Vilm., Salvia cretica L., Salvia digyna Stokes, Salvia
grandiflora Ten., nom. illeg., Salvia hispanica Garsault, des.
inval., Salvia minor Garsault, des. inval., Salvia papillosa
Hoffmanns., Salvia tricolor Vilm.
• Κοινές ελληνικές ονομασίες: Σάλβια η φαρμακευτική,
Κοινή φασκομηλιά, Αγριοσφακιά, Αλισφακιά, Μηλοσφακιά,
Σπατζιά, Χαχομηλιά Σε αρκετούς θάμνους σχηματίζονται
σκληρά, χνουδωτά σφαιρίδια, οφειλόμενα σε προσβολή εντόμων. Επειδή μοιάζουν με καρπούς, ο λαός τα αποκαλεί «μήλα
της φασκομηλιάς», απ’ όπου το φυτό πήρε το όνομά του.
• Συστηματική περιγραφή: Ορθό, σχεδόν λείο, έως έντονα τριχωτό, πολυετές, 15-100 cm. Φύλλα 30-120 x 15-50
mm, επιμήκη έως επιμήκη-ωοειδή, καρδιόσχημα στη βάση,
με ελαφρά ή έντονη οδόντωση. Σπόνδυλοι ανθέων σε πυκνό
στάχυ, μερικές φορές διακοπτόμενο στο κάτω μέρος. Κάλυκας
5-9(-12) mm, δόντια ¼-¾ με μήκος ίσο με του σωλήνα. Στεφάνη 12-18 mm, φωτεινό κόκκινο-μωβ, σπάνια ροζ ή λευκό
σωλήνας προεξέχων του κάλυκα το ανώτερο χείλος ακέραιο.
2n = 16.
• Γεωγραφική εξάπλωση: Εμφανίζεται στο μεγαλύτερο
μέρος της Ευρώπης. Είναι μεσογειακό φυτό με εξάπλωση
στην κεντρική και δυτική Μεσόγειο και στη Δυτική Βαλκανική
χερσόνησο. Στη χώρα μας απαντάται στη ΒΔ και ΝΚ Ελλάδα με
τους καλύτερους πληθυσμούς κυρίως στη βόρεια και δυτική
Ελλάδα. Περισσότερα από 22 είδη του γένους Salvia φύονται
στη χώρα μας. Πολλά από αυτά αναφέρονται ως ελληνικό φασκόμηλο, ως μηλοφόρο φασκόμηλο κλπ.
80
• Φαρμακευτικές χρήσεις: Το φυτό είναι ευστόμαχο, τονωτικό και καρδιοτονωτικό ενώ χρησιμοποιείται και κατά των
νευραλγιών. Είναι ιδιαίτερα τονωτικό λόγω της ταννίνης που
περιέχει. Είναι καλό φάρμακο κατά της ατονίας του στομάχου
και των εντέρων αλλά και απολυμαντικό και αποχρεμπτικό σε
περίπτωση κρυολογημάτων. Θεωρείται τονωτικό της μνήμης
και καταπολεμά τη νωθρότητα. Το φασκόμηλο είναι ευεργετικό στα μαλλιά και στυπτικό ως μάσκα στο πρόσωπο. Το
αφέψημά του χρησιμοποιείται στη θεραπεία της ουλίτιδας
και των δερματικών παθήσεων. Το αιθέριο έλαιό του κατά του
πονόδοντου. Η φασκομηλιά δρα επίσης κατασταλτικά και στην
Salvia officinalis L. subsp. officinalis: Χαρακτηριστική ταξιανθία.
έκκριση των μαστικών αδένων και, σε μικρό βαθμό κατά του
σακχαρώδη διαβήτη. Η φασκομηλιά χρησιμοποιείται στη θεραπευτική με τη μορφή αφεψήματος για πλύση του στόματος
σε περίπτωση τραυμάτων της στοματικής κοιλότητας (στοματίτιδα, φαρυγγίτιδα, ουλίτιδα) και εσωτερικά ως ανθιδρωτικό
(ιδιαίτερα κατά του νυχτερινού ιδρώτα φυματικών και νευρασθενών), ενώ σε μικρές δόσεις χρησιμοποιείται ως ευστόμαχο,
σπασμολυτικό, άφυσο (παρεμποδίζει την δημιουργία αερίων
στα έντερα), διουρητικό και εμμηναγωγό. Βασισμένος στη μακροχρόνια χρήση του, ο Ευρωπαϊκός Οργανισμός Φαρμάκων
αναγνώρισε ότι τα φύλλα της Salvia officinalis μπορεί να χρησιμοποιηθούν ως παραδοσιακό βοτανικό φάρμακο για τη συμπτωματική θεραπεία ήπιων προβλημάτων δυσπεψίας, όπως
το κάψιμο στο στήθος and το φούσκωμα, για την ανακούφιση
της υπερβολικής εφίδρωσης, για τη συμπτωματική θεραπεία
φλεγμονών στο στόμα ή στο λαιμό και για την ανακούφιση μικρών δερματικών φλεγμονών.
• Φυτοχημική σύσταση: Το φυτό είναι πλούσιο σε αιθέριο
έλαιο. Τα κυριότερα πτητικά συστατικά είναι α- και β-θυϊόνη
τα οποία είναι νευροτοξικά. Ως αποτέλεσμα, υπάρχουν περιορισμοί στην ποσότητα που χρησιμοποιείται. Άλλα σημαντικά
μη πτητικά συστατικά είναι ταννίνες, διτερπενικές πικρές ενώσεις, τριτερπένια, στεροειδή, φλαβόνες και γλυκοζίτες φλαβονοειδών.
Sambucus nigra L.
Sp. Pl. 269 (1753).
• Οικογένεια: Caprifoliaceae.
• Συνώνυμα: Sambucus caerulea Raf.
• Κοινές ελληνικές ονομασίες: Σαμπούκος μαύρος, Σαμπούκος ή Ζαμπούκος, Φρουξυλήθρα, Φροξυλιά, Φροξυλάνθι,
Κουφοξυλιά, Αφροξυλιά, Βρωμούσα, Αβουζιά, Βουζιά, Αβυζιά.
• Συστηματική περιγραφή: Θάμνος ή μικρό δέντρο έως 10
m, με καφέ - γκρι, με αυλακώσεις, φελλώδη φλοιό και υπόλευκη εντεριώνη. Οι μίσχοι είναι ευθείς, όρθιοι με βλαστούς
απευθείας από τη βάση. Τα κλαδιά σχηματίζουν συνήθως
αψίδα. Φυλλάρια 5-7(-9), 4,5-12(-18) x 2-6(-10) cm, ωοειδή,
ωοειδή-λογχοειδή ή ωοειδή-ελλειπτικά, οξύληκτα, οδοντωτά,
αραιά χνουδωτά από την κάτω μεριά. Παράφυλλα απουσιάζουν ή, όταν υπάρχουν, είναι οβελοειδή. Οι ταξιανθίες έχουν
διάμετρο 10-24 cm, κορυμβώδεις, με (4-)5 κύριες ακτίνες.
Η στεφάνη του άνθους λευκή. Οι ανθήρες είναι κιτρινωποί,
άσπροι. Ο καρπός είναι στρογγυλός, μαύρος (πολύ σπάνια
κόκκινος). 2n = 36.
• Γεωγραφική εξάπλωση: Στο μεγαλύτερο μέρος της Ευρώπης έκτος από το Βορρά. [Παντού εκτός Bl Cr Fa Is Rs (N)
Sb, αλλά έχουν εγκλιματισθεί σε Fe No Su]. Αν και αναμφισβήτητα είναι αυτοφυές σε υγρά δάση στο μεγαλύτερο μέρος της
Ευρώπης, έχει καλλιεργηθεί ευρέως για τους καρπούς. Εμφανίζεται σε δενδροστοιχίες, σε θαμνώδεις περιοχές, σε δάση,
παραπλεύρως των δρόμων, σε περιοχές με απόβλητα κ.ά.,
ιδιαιτέρως σε περιοχές με εμπλουτισμένα, σε άζωτο, εδάφη.
• Φαρμακευτικές χρήσεις: Ο σαμπούκος έχει μια πολύ μακρά ιστορία στην οικιακή χρήση ως ένα φαρμακευτικό βότανο
και έχει χρησιμοποιηθεί ευρέως από τους βοτανολόγους. Το
φυτό έχει ονομαστεί «το σεντούκι της ιατρικής του λαού». Τα
άνθη είναι το κύριο μέρος που χρησιμοποιείται στη σύγχρονη
βοτανολογία, αν και όλα τα μέρη του φυτού έχουν χρησιμοποιηθεί κατά καιρούς. Οι παραδοσιακές θεραπευτικές χρήσεις του
σαμπούκου έναντι του κοινού κρυολογήματος, ως καθαρκτικό,
εφιδρωτικό και διουρητικό τεκμηριώνονται σε πολλά επιστημονικά συγγράμματα. Χρησιμοποιείται επίσης στη θεραπεία
της δυσκοιλιότητας και αρθριτικών παθήσεων. Μια μαλακτική
αλοιφή παράγεται από το πράσινο εσωτερικό φλοιό. Επίσης,
είναι αποχρεμπτικό και αιμοστατικό. Ο χυμός λέγεται ότι είναι
μια καλή θεραπεία για της φλεγμονής στα μάτια. Το εκχύλισμα
του είναι επίσης ένα πολύ καλό ανοιξιάτικο τονωτικό και συμβάλλει στον καθαρισμό του αίματος. Τα άνθη χρησιμοποιούνται
Sambucus nigra L.: Ταξικαρπία.
σε καταπλάσματα για να διευκολύνουν τον πόνο και να μειώσουν
τη φλεγμονή. Χρησιμοποιείται ως αλοιφή για να αντιμετωπίζει
χιονίστρες, εγκαύματα, τραύματα, εγκαύματα, κ.λπ. Το τσάι από
αποξηραμένους καρπούς λέγεται ότι θεραπεύει τους κολικούς
και τη διάρροια. Η Ευρωπαϊκή Αρχή Φαρμάκων επιτρέπει την
διάθεση ξηρών ανθέων (για την παρασκευή αφεψημάτων) και
αιθανολικών εκχυλισμάτων/βαμμάτων αυτών για την ανακούφιση των συμπτωμάτων του κοινού κρυολογήματος.
• Φυτοχημική σύσταση: Οι καρποί του Σαμπούκου περιέχουν αρκετά συστατικά που είναι δυνατό να συνεισφέρουν στην
φαρμακολογική δράση, αλλά τα επικρατέστερα είναι οι πολυφαινόλες. Στους φρέσκους καρπούς βρίσκονται μεγάλες συγκεντρώσεις ανθοκυανινών (κυρώς γλυκοζίτες κυανιδίνης), καθώς
και μικρές συγεντρώσεις φλαβονολών και εστέρων αυτών. Τα
σπέρματα περιέχουν λεκτίνες, και οι καρποί κυανογενετικούς
γλυκοζίτες ανάλογα με το στάδιο ωρίμανσης. Άλλα συστατικά
είναι βιταμίνες και μέταλλα σε μικρά ποσά, υδατάνθρακες όπως
η πηκτίνη, γλυκόζη και φρουκτόζη, και 0.01% αιθέριο έλαιο. Τα
φλαβονοειδή και τα παράγωγα του καφεϊκού οξέος είναι τα κύρια συστατικά των ανθών (μέχρι 3% η κάθε κατηγορία). Εκτός
από πολυφαινόλες, άλλα συστατικά των ανθών είναι διάφορα
τριτερπένια (αμυρίνες, στερόλες, ολεανολικό και ουρσολικό
οξύ), μέταλλα, βλέννα, πλαστοκυανίνη (πρωτεΐνη), πηκτίνη,
σάκχαρα και αιθέριο έλαιο (0,03-0,14%).
81
Saponaria officinalis L.
Sp. Pl.: 408. 1753
• Οικογένεια: Caryophyllaceae.
• Συνώνυμα: Saponaria aenebia Heldr., Saponaria
alluvionalis Du Moulin.
• Κοινές ελληνικές ονομασίες: Σαπωνάρια η φαρμακευτική, Γκολαρία, Σαπουνόχορτα, Χαλβαδόριζα, Καλοστρούθι.
• Συστηματική περιγραφή: Πολυετές· βλαστοί 30- 90
cm, ευθείς, συνήθως λείοι, απλοί ή διακλαδιζόμενοι. Φύλλα ωοειδή έως ωοειδή-λογχοειδή, με τρία νεύρα, οξεία.
Πυκνή ταξιανθία, με αντικριστά κλαδιά φέροντα ολιγανθή διχάσια· με μεγάλα άνθη, με κοντούς ποδίσκους, συνήθως με χρώμα όπως αυτό του δέρματος. Κάλυκας c. 20
mm, λείος ή σπάνια ελαφρά τριχωτός, πράσινος ή κοκκινωπός∙ οδόντες τριγωνικοί, οξείς. Ωοθήκη των πετάλων c.
10 mm, περισσότερο ή λιγότερο ακέραια. 2n = 28.
• Γεωγραφική εξάπλωση: Ευρώπη, από το Βέλγιο, τη
Β. Γερμανία και την Κ. Ρωσία και νοτιότερα. Συχνά καλλιεργείται, σαν καλλωπιστικό, και έχει ενταχθεί στην φυσική βλάστηση ως διαφυγών από καλλιέργεια σε πολλά
μέρη του Βορρά. [Al Au Be Bl Bu Co Cr Cz Ga Ge Gr He
Hs Hu It Ju Lu Po Rm Rs (C, W, K, E) Sa Si Tu (*Br Da Fe
Hb No *Rs -B- Su)]. Είναι φυτό με εξάπλωση σε όλη την
Ευρώπη, την Ασία και τη βόρειο Αμερική. Στην περιοχή
μελέτης απαντάται στην Αιτωλοακαρνανία, Αχαΐα, Ηλεία,
Ζάκυνθο και Κεφαλονιά.
82
• Φαρμακευτικές χρήσεις: Η κυριότερη φαρμακευτική χρήση του σαπουνόχορτου είναι ως αποχρεμπτικό για
το βήχα/βρογχίτιδα. Η ισχυρά ερεθιστική του δράση πιστεύεται ότι ενεργοποιεί το αντανακλαστικό του βήχα και
αυξάνει την παραγωγή ρευστής βλέννας στις αναπνευστικές οδούς. Ολόκληρο το φυτό, αλλά ειδικά οι ρίζες του,
θεωρούνται τονωτικό, αντιφυματικό, χολαγωγό, αποτοξινωτικό, εφιδρωτικό, ήπιο διουρητικό, αποχρεμπτικό,
καθαρτικό, τονωτικό και προκαλεί φτέρνισμα. Αφέψημα
ολόκληρου του φυτού εφαρμόζεται εξωτερικά για τη
φροντίδα του ερεθισμένου δέρματος. Το φυτό έχει χρησιμοποιηθεί στη θεραπεία του ίκτερου και σπλαχνικών
Saponaria officinalis L.: Εικόνα του φυτού στη φύση.
προβλημάτων. Η ρίζα συλλέγεται την άνοιξη και αποξηραίνεται για περαιτέρω χρήση.
• Φυτοχημική σύνθεση: Τα επικρατέστερα συστατικά
είναι ο τριτερπενοειδείς σαπωνίνες, ενώ έχει αναφερθεί
και η παρουσία κάποιων πρωτεϊνών που αναστέλλουν το
ριβόσωμα.
Sideritis clandestina subsp. peloponnesiaca (Boiss. & Heldr.) Baden
in Strid & Kit Tan (Eds.), Mount. Fl. Greece 2: 88. 1991
• Οικογένεια: Lamiaceae.
• Συνώνυμα: Sideritis theezans var. cyllenea Heldr.
ex Boiss., Sideritis clandestina var. cyllenea (Heldr. ex
Boiss.) Hayek, Sideritis peloponnesiaca Boiss. & Heldr.,
Sideritis theezans subsp. peloponnesiaca (Boiss. &
Heldr.) Nyman, Sideritis clandestina subsp. cyllenea
(Heldr. ex Boiss.) Papan. & Kokkini.
• Κοινές ελληνικές ονομασίες: Τσάι του Μαλεβού,
Tσάι του Ταϋγέτου, Tσάι του βουνού. Το όνομα “sideritis”
(σιδηρόχορτο) προέρχεται από την ελληνική λέξη σίδηρος (SEE-thee-ros) επειδή ο σιδηρίτης εθεωρείτο εξαιρετικό φάρμακο «κατά των τραυμάτων από σιδερένια
όπλα», δηλαδή πληγές κατά τους πολέμους στην αρχαιότητα. Ο Διοσκουρίδης συμβουλεύει τους στρατιώτες να
καταναλώνουν έγχυμα από «τσάι του βουνού» ως ένα
αναζωογονητικό, αναγεννητικό βοήθημα για να επιτύχουν ταχύτερη και καλύτερη θεραπεία.
• Συστηματική περιγραφή: Πολυετές 15-40 cm. Με
κιτρινωπό τρίχωμα. Κατώτερα φύλλα 25-50 x 8-20 mm,
επιμήκη-σπαθοειδή έως ωοειδή ακέραια η με μικρή οδόντωση, τα μεσαία και τα ανώτερα φύλλα 30-70 x 6-12
mm, επιμήκη-ελλειπτικά, ακέραια. 4-10 οι απομακρυσμένοι σπόνδυλοι πολυανθείς. Μεσαία βράκτια 10-20
mm περιλαμβανομένης και της κορυφής, ξεπερνώντας τα
άνθη, γενικά ωοειδή έως υποκυκλικά, κορυφή 4-10 mm,
με αραιό η πυκνό. Κάλυκας 9-11 mm, οδόντες 3,5-4,5
mm, ελαφρώς κοντύτεροι από το σωλήνα. Στεφάνη10-15
mm, κίτρινη.
• Γεωγραφική εξάπλωση: Βραχώδη όρη. Ν. Ελλάδα
(Β και ΒΚ Πελοπόννησος). [Gr]. Ενδημικό είδος με εξάπλωση στα βουνά της Β και ΒΚ Πελοποννήσου (Χελμός,
Ερύμανθος, Κυλλήνη, Ολίγυρτος, Μαίναλο, Μαυροβούνι,
Ντουρντουβάνα). Στην περιοχή μελέτης απαντάται στην
Αχαΐα και Ηλεία.
• Φαρμακευτικές χρήσεις: Στην αρχαιότητα, ο όρος
Sideritis αναφέρονταν γενικώς σε φυτά που ήταν ικανά
να θεραπεύουν πληγές που προκαλούνταν από σιδερένια
Sideritis clandestina subsp. peloponnesiaca (Boiss. & Heldr.)
Baden: Εικόνα του φυτού στη φύση.
όπλα κατά τις μάχες. Το αφέψημα των φυτών του γένους
Sideritis, θεωρείται στην παραδοσιακή θεραπευτική ως
κατα­
πραϋντικό, ηρεμιστικό, ευστόμαχο, αναλγητικό,
αντι­μικροβιακό, αντιφλεγμονώδες, και βρίσκει χρήση σε
περι­πτώσεις κρυολογήματος, οιδήματος, καθώς και για
τη καλή λειτουργία του αναπνευστικού συστήματος.
Τaxa του γένους Sideritis με παρόμοιες ιδιότητες και δράσεις, που υπάρχουν στην περιοχή μελέτης αποτελούν:
Sideritis purpurea Talbot ex Benth, Sideritis scardica
Griseb. (τσάι του Ολύμπου), Sideritis raeseri Boiss. &
Heldr. (τσάι του Παρνασσού).
• Φυτοχημική σύνθεση: Τα κύρια συστατικά στο «τσάι
του βουνού» είναι διτερπενοειδή, φλαβονοειδή και τα
αιθέρια έλαιά του. Σημαντικές έρευνες επικυρώνουν την
παραδοσιακή χρήση του φυτού κατά του κρυολογήματος,
των ιώσεων και των αλλεργιών. Επιπλέον, η σύγχρονη
έρευνα υποδεικνύει ότι βοηθά στην πρόληψη της οστεοπόρωσης και έχει αγχολυτική δράση.
83
Silybum marianum (L.) Gaertn.
Fruct. Sem. Pl. 2: 378. 1791
• Οικογένεια: Asteraceae.
• Συνώνυμα: Carduus marianus L., Carduus marianus L.,
Mariana lactea Hill, Centaurea dalmatica Fraas, Silybum
pygmaeum Cass.
• Κοινές ελληνικές ονομασίες: Η ονομασία προέρχεται
από το Ελληνικό σίλλυβο ή σίλυβος που σημαίνει «θύσανος»
ή «τούφα». Σίλλυβο, Γαϊδουράγκαθο, Kουφάγκαθο, Aγκάθι.
• Συστηματική περιγραφή: Βλαστοί 20-150 cm, σπάνια
κοντύτεροι, λείοι ή ελαφρώς αραχνοειδώς-τριχωτά πράσινοι. Τα φύλλα της βάσης 25-50 x 12-25 cm, πτεροσχιδή λεία
η σχεδόν λεία, έμμισχα· φύλλα του βλαστού μικρότερα, λιγότερο βαθιά διαιρεμένα περίβλαστα με ωτίδια, με κιτρινωπα- λευκά αγκάθια έως 8 mm. Κεφάλια 2,5-4 cm, ποδίσκοι
μακριοί, όρθιοι, χωρίς βράκτια ή με λίγα μικρά φυλλόμορφα βράκτια, τα εξώτατα και μεσαία βράκτια του κεφαλίου
με εξαρτήματα 8-15 x 6-10 mm, βαθμιαία καταλήγουν σε
αντεστραμμένα καναλοφόρα αγκάθια 20-50 mm. Αχαίνια
6-8 x 2,5-4 mm, γυαλιστερά, μαύρα, με γκρι κηλίδες, πάππος, 15-20 mm. 2n = 34.
• Γεωγραφική εξάπλωση: Περιοχή της Μεσογείου και
ΝΔ Ευρώπη. Καλλιεργείται ως καλλωπιστικό και έχει εγκλιματιστεί ή φύεται τυχαία σε ένα μεγάλο μέρος της Ευρώπης.
[Al Bl Bu Co Cr Ga Gr Hs It Ju Lu Sa Si Tu (Be Br Cz He Ho Rm
Rs -C,W,K,E-)]. Στις άκρες των δρόμων, σε χέρσες εκτάσεις
και σε καλλιεργούμενα εδάφη. Είναι κοινό φυτό με εξάπλωση στην Μεσόγειο και ΝΔ. Ευρώπη. Στη Ελλάδα απαντάται
σχεδόν παντού. Στην περιοχή μελέτης απαντάται στην Αιτωλοακαρνανία, Αχαΐα, Ηλεία, Κεφαλονιά και Ζάκυνθο.
84
• Φαρμακευτικές xρήσεις: Το γαϊδουράγκαθο έχει μακρά ιστορία στην παραδοσιακή θεραπευτική της Δύσης για
την αντιμετώπιση προβλημάτων του ήπατος. Πρόσφατες
έρευνες επιβεβαίωσαν ότι διαθέτει αξιοσημείωτη ικανότητα να προστατεύει το ήπαρ από τις βλάβες που προκύπτουν μετά από δηλητηρίαση με αλκοόλ ή άλλου είδους
δηλητηρίαση. Η από του στόματος κατανάλωση χρησιμεύει
στη θεραπεία του ασθενειών του ήπατος και της χοληδόχου
κύστης, του ίκτερου, της κίρρωσης, της ηπατίτιδας και της
δηλητηρίασης. Η σιλυμαρίνη, ένα εκχύλισμα από τα σπέρματα του, περιέχει βιοδραστικές φλαβονολιγνάνες, επιδρά
στις μεμβράνες των ηπατοκυττάρων προλαμβάνοντας την
Silybum marianum (L.) Gaertn.: Χαρακτηριστική ταξιανθία
(κεφάλι), με αγκαθωτά εξαρτήματα.
είσοδο ιογενών τοξινών ή άλλων τοξικών συστατικών, έτσι
προλαμβάνει τη βλάβη των κυττάρων αυτών. Επιπλέον,
βελτιώνει εντυπωσιακά την αναγέννηση του ήπατος σε πε­
ριπτώσεις ηπατίτιδας, κίρρωσης, δηλητηρίασης από μανιτάρια και άλλες ασθένειες. Εκχυλίσματα των σπερμάτων
παράγονται ως εμπορικό προϊόν στην Ευρώπη. Μια συνταγή που χρησιμοποιείται στην ομοιοπαθητική παραλαμβάνεται από ίσα μέρη μη αποφλοιωμένης ρίζας και μη αποφλοιωμένου καρπού. Στη φαρμακοβιομηχανία, το Silybum
marianum χρησιμοποιείται για προβλήματα δυσπεψίας και
για χολολιθιάσεις. Στην παραδοσιακή θεραπευτική αναφέρεται η χρήση του για την αντιμετώπιση της αμμηνόρροιας,
της δυσκοιλιότητας, του διαβήτη, πυρετού εκ χόρτου, αιμορραγιών της μήτρας και φλεβίτιδας.
• Φυτοχημική σύνθεση: Τα κύρια δραστικά συστατικά
των σπερμάτων είναι οι φλαβονολιγνάνες (1,5-3,0%), οι
οποίες είναι γνωστές ως σιλυμαρίνη. Η σιλυμαρίνη είναι
ένα πολύπλοκο μίγμα πολυφαινολικών ενώσεων, το οποίο
συμπεριλαμβάνει επτά δομικά συγγενείς φλαβονολιγνάνες
(σιλυβίνη Α, σιλυβίνη Β, ισοσιλυβίνη Α, ισοσιλυβίνη Β, σιλυχριστίνη, ισοσιλυχριστίνη, σιλυδιανίνη) και ένα χαρακτηριστικό φλαβονοειδές.
Sinapis alba L. subsp. alba
Sp. Pl.: 668. 1753
• Οικογένεια: Brassicaceae.
• Συνώνυμα: Leucosinapis alba (L.) Spach
• Κοινές ελληνικές ονομασίες: Σινάπι το λευκό, Λαψάνα, Πικρίδι, Βρούβα, Λαψανόβρουβα, Κάψα, Καψανθός.
• Συστηματική περιγραφή: Ετήσιο· βλαστοί έως 80
cm, συνήθως με σκληρές κεκαμμένες τρίχες, σπάνια λείοι.
Φύλλα συνήθως με τρίχωμα πυκνό αλλά όχι σκληρό. Κέρας 20-40 x 3-6,5 mm, αφιστάμενο· ράμφος 10-30 mm,
αμβλύ και λεπτό. Καρποί 4-8.
• Γεωγραφική εξάπλωση: Αυτοφυές στην περιοχή
της Μεσογείου και στην Κριμαία; Έχει εγκλιματιστεί στην
υπόλοιπη Ευρώπη αλλά σπανίζει ή εμφανίζεται τυχαία
στο βορρά. [Παντού εκτός από Az, Sb, Tu, μόνο περιστασιακά σε Fa, Fe, Is, Rs (N)]. Είναι ένα ζιζάνιο/αγριόχορτο
των αρώσιμων περιοχών και εντοπίζεται σε χέρσα, ειδικά
ασβεστολιθικά εδάφη. Στην περιοχή μας απαντάται στην
Αιτωλοακαρνανία, Αχαΐα, Ηλεία, Κεφαλονιά, Ιθάκη και
Ζάκυνθο.
• Φαρμακευτικές χρήσεις: Τα σπέρματα είναι αντιβακτηριακά, αντιμυκητιακά, ορεκτικά, εφιδρωτικά, χωνευτικά, διουρητικά, εμετικά, αποχρεμπτικά, φλογιστικά
και τονωτικά. Xρησιμοποιείται στη θεραπεία του βήχα με
αύξηση των φλεμάτων, της φυματίωσης, και της πλευρίτιδας. Τα σπέρματα χρησιμοποιούνται από του στόματος
ως φάρμακο στη Δύση. Επιπλέον, παρασκευάζονται επιθέματα μουστάρδας (χρησιμοποιώντας πολτοποιημένα
σπέρματα), καταπλάσματα ή προστίθενται σε υδατόλουτρο. Χρησιμεύουν στη θεραπεία μολύνσεων του αναπνευστικού, αρθριτικών συνδέσμων, χιονιστρών, δερματικών
εξανθημάτων κ.λπ.
• Φυτοχημική σύσταση: Το φυτό είναι γνωστό για
τους θειογλυκοζίτες, παρόλο που και άλλες φυτοχημικές ενώσεις όπως πτητικά συστατικά, φαινολικά οξέα
και φλαβονοειδή είναι επίσης άφθονα. Οι θειογλυκοζίτες
υδρολύονται σε ισοθειοκυανικά παράγωγα τα οποία είναι
Sinapis alba L. ssp. alba : Άνθη και ανώριμοι καρποί.
υπεύθυνα για την πικάντικη γεύση της μουστάρδας.
85
Sisymbrium officinale (L.) Scop.
Fl. Carniol., ed. 2, 2: 26. 1772
• Οικογένεια: Brassicaceae
• Συνώνυμα: Erysimum officinale L., Chamaeplium
officinale (L.) Wallr., Sisymbrium officinale (L.) Scop. var.
officinale, Sisymbrium officinale var. leiocarpum DC.
• Κοινές ελληνικές ονομασίες: Αγριοβρούβα, Σισίµπριο.
• Συστηματική περιγραφή: Ετήσια ή διετή 5-90 cm.
Τα χαμηλότερα φύλλα πτεροσχειδή, περισσότερο ή λιγότερο ωοειδή στο περίγραμμα, με μεγάλους τελικούς λοβούς. Μίσχοι 1-2 mm. Πέταλα 2-4 mm. Ανθήρες c. 7 mm.
Ωοθήκες με 10-20 ωάρια. Κέρας (8-) 10-20 mm, κωνικό
κυλινδρικό, ευθύ, καταλήγει στους στύλους. Στύλοι 0,5-1
mm. Σπόροι c.1 mm. 2n = 14.
• Γεωγραφική εξάπλωση: Σε όλη την Ευρώπη, βορειότερα έως c. 68⁰ N. [Σε όλες τις περιοχές εκτός από Fa Sb].
Στη χώρα μας είναι αυτοφυές με εξάπλωση σε όλες τις
περιοχές της. Απαντάται στην Αιτωλοακαρνανία, Αχαΐα,
Ηλεία, Κεφαλονιά, Ιθάκη και Ζάκυνθο.
86
• Φαρμακευτικές χρήσεις: Το σύνολο του φυτού φαίνεται πως είναι τονωτικό, διουρητικό, αποχρεμπτικό, καθαρτικό, και ευστόμαχο. Αυτό το φυτό κάποτε ήταν γνωστό ως «το φυτό του τραγουδιστή», εξ' αιτίας της χρήσης
του στη αποκατάσταση της απώλειας φωνής. Το ισχυρό
έγχυμα ολόκληρου του φυτού έχει χρησιμοποιηθεί στη
θεραπεία των ενοχλήσεων του λαιμού. Επιπλέον, στην
αρχαιότητα το φαρμακευτικό φυτό φημολογείτο πως είχε
αντικαρκινικές ιδιότητες. Το αποξηραμένο φυτό δεν είναι
σχεδόν καθόλου δραστικό, έτσι θα πρέπει να χρησιμοποιείται φρέσκο.
• Φυτοχημική σύσταση: Πτητικά και μη πτητικά φαινυλοπροπάνια, μονοτερπένια, φλαβονοειδή και πολυσακχαρίτες είναι παρόντα, αλλά οι πιο χαρακτηριστικές
βιοενεργές ενώσεις είναι οι θειογλυκοζίτες (η πουτραντζιβίνη είναι κυρίαρχη).
Sisymbrium officinale (L.) Scop.: Βλαστοί με άνθη.
Taraxacum pindicola (Bald.) Hand.-Mazz.
Monogr. Taraxacum: 107. 1907
• Οικογένεια: Asteraceae.
• Συνώνυμα: Taraxacum vulgare var. pindicola Bald,
Taraxacum laevigatum subsp. pindicola (Bald.) Hayek.
• Κοινές ελληνικές ονομασίες: Ταραξάκο, Πικραλίδα,
Αγριοράδικο, Αγριομάρουλο, Μαρουλίδα.
• Συστηματική περιγραφή: Φύλλα 5-40 cm, ακέραια
έως πολυσχιδή, συχνά μεγάλα και χοντρά, ποτέ λεπτά,
χωρίς κηλίδες. Λοβοί συνήθως λίγο-πολύ τριγωνικοί. Μίσχοι συχνά φτερωτοί. Βλαστοί 5-40 cm, εύρωστοι, όρθιοι
ή ανερχόμενοι, συνήθως τριχωτοί. Κεφάλιο 25-75 mm σε
διάμετρο, συχνά κυρτό. Περίβλημα 12-25 x 15-25 mm.
Εξωτερικά βράκτια έως 17 mm, γραμμοειδή-λογχοειδή,
συνήθως μάλλον σκούρα, λίγο-πολύ γλαυκό πράσινο, πιο
απαλό στην εσωτερική επιφάνεια τους, απαλό περιθώριο
συνήθως παρόν αλλά ποτέ εμφανές, όρθια έως κεκαμμένο, με κέρας ή ελαφρώς παχυσμένα γλωσσίδια μακριά,
στενά, κίτρινα, συνήθως με μια καφετί λωρίδα. Αχαίνια
καφέ. Σώμα 2,5-3,5 mm με φυμάτια ή μικρά αγκάθια.
Κώνος 0,2-0,7 χmm, κωνικό. Ράμφος 7-15 mm, λεπτό.
• Γεωγραφική εξάπλωση: Εμφανίζεται σε διαταραγμένα εδάφη, λιβάδια και δάση. [Al Gr Ju]. Στη Ελλάδα
απαντάται στην ηπειρωτική περιοχή. Στην περιοχή μελέτης απαντάται στην Αιτωλοακαρνανία, Αχαΐα, Ηλεία.
• Φαρμακευτικές χρήσεις: Όλα τα μέρη του φυτού,
κυρίως η ρίζα, έχουν ιδιότητες ελαφρώς καθαρτικές, χολαγωγές, καθαριστικές, ισχυρά διουρητικές, ηπατικές, ευστόμαχες και τονωτικές. Η ρίζα είναι επίσης υπογλυκαιμική
και δρα ως ασθενές αντιβιοτικό κατά λοιμώξεων από ζυμομύκητες. Παρασκευάζεται αφέψημα από φύλλα ή ρίζες.
Το φυτό χρησιμοποιείται για τη θεραπεία της διαταραχών
της χοληδόχου κύστης, της χολολιθίασης, του ίκτερου, της
κίρρωσης, της δυσπεψίας με δυσκοιλιότητα, του οιδήματος που σχετίζεται με υψηλή αρτηριακή πίεση και καρδιακή αδυναμία, της χρόνιας αρθρίτιδας και των ενοχλήσεων
του δέρματος, της ουρικής αρθρίτιδας, του εκζέματος και
της ακμής. Ο οπός του φυτού μπορεί να χρησιμοποιηθεί για
την αφαίρεση κάλων και κονδυλωμάτων, έχει συγκεκριμέ-
Taraxacum pindicola (Bald.) Hand.-Mazz.:
Εικόνα του φυτού στη φύση.
νη δράση κατά των φλεγμονών της χοληδόχου κύστης, ενώ
πιστεύεται πως μπορεί να αφαιρεί πέτρες στο ήπαρ. Ο Ευρωπαϊκός Οργανισμός Φαρμάκων (EMA) ενέκρινε την κυκλοφορία των φυτικών σκευασμάτων που περιέχουν φύλλα
πικραλίδας ή εκχυλισμάτων τους, ως παραδοσιακό φάρμακο φυτικής προέλευσης, το οποίο αυξάνει το ποσό των
ούρων ώστε να επιτευχθεί η έκπλυση του ουροποιητικού
συστήματος ως ενισχυτικό σε μικρές ενοχλήσεις του ουροποιητικού. Επιπλέον, ενέκρινε τη χρήση των σκευασμάτων
των ριζών και των φύλλων σε παραδοσιακά φυτικά φαρμακευτικά προϊόντα για α) την ανακούφιση των συμπτωμάτων
που σχετίζονται με ήπιες διαταραχές του πεπτικού συστήματος (όπως το αίσθημα κοιλιακής πληρότητας, τον μετεωρισμό και την αργή πέψη) και την προσωρινή απώλεια
όρεξης και β) την αύξηση της ποσότητας των ούρων ώστε
να επιτευχθεί η έκπλυση του ουροποιητικού συστήματος ως
ενισχυτικό σε μικρές ενοχλήσεις του ουροποιητικού.
• Φυτοχημική σύσταση: Πληθώρα σεσκιτερπενίων
(περιλαμβάνουν λακτόνες), στερόλες, απλά φαινολικά
παραγώγα (οξέα και εστέρες) και φλαβονοειδή είναι παρόντα στις ρίζες και τα φύλλα. Έχει επίσης προσδιοριστεί
υψηλό ποσοστό καλίου.
87
Teucrium capitatum L. subsp. capitatum
Sp. Pl.: 566. 1753
• Οικογένεια: Lamiaceae.
• Συνώνυμα: Chamaedrys capitata (L.) Raf., Polium
capitatum (L.) Mill., Teucrium polium subsp. capitatum
(L.) Arcang.
• Κοινές ελληνικές ονομασίες: Τεύκριο, Λαγοτσιμιθιά, Δεσποινόχορτο, Άγριος αμάραντος, Αμάραντο,
Ασπρόχορτο (βόρεια Ελλάδα), Νουζλόχορτο (βόρεια Ελλάδα), Στομαχοβότανο, Βοτάνι της αγάπης, της Κυράς το
βοτάνι, Παναγιόχορτο, της Παναγιάς το χορτάρι, Λιβανόχορτο, Πόλιο (Επτάνησα), Μητέρα (Κύπρος). Το ελληνικό
Τεύκριο, πιθανώς πήρε το όνομα του από τον Τεύκρο, ο
οποίος ήταν ο γιος του Βασιλιά της Σαλαμίνας Τελαμώνα
και της δεύτερης συζύγου του Ησιόνης, κόρης του Βασιλιά
της Τροίας Λαομέδοντα. Πάλεψε εναντίον του ετεροθαλή
αδελφού του, Αίαντα, στον Τρωικό πόλεμο και αποτέλεσε
τον θρυλικό ιδρυτή της πόλης Σαλαμίνας στην Κύπρο.
• Συστηματική περιγραφή: Νανώδης θάμνος. Βλαστοί 10-25 cm γκρίζου χρώματος, τριχωτοί, συχνά πυ­
κνοί. Φύλλα 7-27 mm, στενά επιμήκη έως στενά αντωοειδή, επίπεδα ή με ανεστραμμένα περιθώρια, με 2-5(-9)
εγκοπές, σε δεσμίδες, τα περιθώρια περισσότερο ή λιγότερο ανεστραμμένα. Άνθη σε απλό ή σύνθετο κεφάλιο.
Βράκτια ομοιάζοντα με φύλλα. Κάλυκας (2,5-)3-5 mm,
πυκνά και ομοιόμορφα τριχωτός. Στεφάνη λευκή ή ερυθρή· λοβοί στρογγυλοί ή τριγωνικοί, λεία ή τριχωτά.
2n = 26, 52, 78.
88
• Γεωγραφική εξάπλωση: Ξηρές περιοχές. Εμφανίζεται στην Νότια Ευρώπη, εκτείνεται, βόρεια έως c. 51° Β.
στην Νότια- Κεντρική Ρωσία. [Al Bl Bu Co Cr Ga Gr Hs It Ju
Lu Rm Rs (C, W, K, E) Sa Si Tu]. Στην Ελλάδα το συναντάμε
ως αυτοφυές στην ηπειρωτική και νησιωτική χώρα. Στην
περιοχή μελέτης απαντάται στην Αχαΐα, Ηλεία, Αιτωλοακαρνανία, Ζάκυνθο, Ιθάκη και Κεφαλονιά.
• Φαρμακευτικές χρήσεις: Στην παραδοσιακή ιατρική, το Teucrium capitatum έχει χρησιμοποιηθεί για τη
θεραπεία του διαβήτη, της υπερλιπιδαιμίας και της υπέρταση. Επιπλέον, χρησιμοποιείται για την ανακούφιση από
Teucrium capitatum L. subsp. capitatum:
Εικόνα του φυτού στη φύση.
αέρια του πεπτικού σωλήνα, ως αντισπασμωδικό, αντιφλεγμονώδες, ενάντια στην ευαισθησία σε τραυματικά
ερεθίσματα και ως αντιμικροβιακό.
• Φυτοχημική σύνθεση: Το αιθέριο έλαιο είναι πλούσιο σε σεσκιτερπένια, το καρυοφυλλένιο και η καρβακρόλη κυριαρχούν. Το φυτό είναι πλούσιο σε διτερπένια και
φλαβονοειδή.
Thymbra capitata (L.) Cav. Elench.
Pl. Horti Matr.: 37. 1803
• Οικογένεια: Lamiaceae.
• Συνώνυμα: Satureja capitata L., Coridothymus
capitatus (L.) Rchb. f., Origanum capitatum (L.) Kuntze,
Thymus capitatus (L.) Hoffmanns. & Link.
• Κοινή ελληνική ονομασία: Θυμάρι. Ετυμολογικά, το
θυμάρι ή θύμος όπως το ονόμαζαν οι αρχαίοι, προέρχεται από τη λέξη «θύω», η οποία αρχικά είχε την σημασία
του «βγάζω καπνούς» και αργότερα του «θυσιάζω». Από
την ίδια ρίζα προέρχονται και οι λέξεις θυμίαμα και θυμιατίζω, ενώ στενή φαίνεται πως είναι και η σχέση με τον
θυμό. Θυμός κατά τους αρχαίους δεν σημαίνει οργή, αλλά
ζωτική δύναμη.
• Συστηματική περιγραφή: Θάμνος νάνος 20-50
(-150) cm, αναπτυσσόμενος όρθια με ξυλώδη κλαδιά
που φέρουν μασχαλιαία σπόνδυλους φύλλων (συχνά
τα μόνα φύλλα κατά τη διάρκεια της ξηρής περιόδου).
Φύλλα των μακριών βλαστών 6-10 x 1-1,2 mm άμισχα,
γραμμικά, οξεία, υπολεία, αραιά βλεφαριδωτά στη βάση.
Πλευρικές φλέβες δεν είναι ορατές. Ταξιανθία επιμήκης
κωνική. Βράκτια c. 6 x 2 mm διαπλεκόμενα, ωοειδή-λογχοειδή, πρασινωπά, βλεφαριδωτά. Βρακτεόλια c. 6 mm,
παρόμοια με τα φύλλα. Κάλυκας περίπου 5 mm, το άνω
χείλος μικρότερο από το κάτω, τα δόντια στο σύνολο τους
βλεφαριδωτά. Στεφάνη άνθους έως 10 mm, μωβ-ροζ, το
άνω χείλος δισχιδές. 2n = 30.
• Γεωγραφική εξάπλωση: Σε ασβεστούχα εδάφη.
Στην περιοχή της Μεσογείου, Πορτογαλία. [Al Bl Co Cr
Gr Hs It Ju Lu Sa Si Tu]. Στην περιοχή μελέτης απαντάται
στην Αχαΐα, Ηλεία, Αιτωλοακαρνανία, Ζάκυνθο, Ιθάκη και
Κεφαλονιά.
• Φαρμακευτικές χρήσεις: Το φυτό μπορεί να χρησιμοποιηθεί φρέσκο σε οποιαδήποτε στιγμή του έτους, ή
μπορεί να συγκομισθεί, όταν ανθίζει και είτε να αποσταχθεί για το έλαιο του ή να ξηρανθεί για μετέπειτα χρήση.
Τα φύλλα και ιδιαίτερα το αιθέριο έλαιο που περιέχεται σε
αυτά, είναι έντονα αντισηπτικά, αποσμητικά και απολυμαντικά. Το κεφάλιο του θυμαριού έχει θερμαντικές, στυ-
Thymbra capitata (L.) Cav. Elench: Κεφάλια με άνθη.
πτικές και αποχρεμπτικές ιδιότητες, βελτιώνει την πέψη,
συμβάλλει στην χαλάρωση των σπασμών και τον έλεγχο
του βήχα. Έχει ισχυρές αντισηπτικές και αντιμυκητιακές
ιδιότητες. Εσωτερικά χρησιμοποιείται για τον ξηρό βήχα,
το βήχα από κοκκύτη, τη βρογχίτιδα, τη βρογχική καταρροή, το άσθμα, τη λαρυγγίτιδα, τη δυσπεψία, τη γαστρίτιδα, τη διάρροια και την παιδική ενούρηση. Εξωτερικά
χρησιμοποιείται ως γαργάρα για την αμυγδαλίτιδα και
ασθένειες των ούλων και ως πλύση για πληγές και δερματικά προβλήματα, όπως λοιμώξεις από μύκητες.
• Φυτοχημική σύσταση: Το φυτό (ειδικά τα φύλλα)
είναι πλούσιο σε αιθέριο έλαιο. Το κύριο συστατικό του
είναι η καρβακρόλη, ενώ άλλα συστατικά είναι μονοκυκλικά και δικυκλικά μονοτερπένια, άκυκλα μονοτερπένια
και σεσκιτερπένια. Εκτός από το αιθέριο έλαιο, το φυτό
περιέχει διάφορες πολυφαινόλες.
89
Thymus leucotrichus Halácsy subsp. leucotrichus
Consp. Fl. Graec. 2: 561. 1902
• Οικογένεια: Lamiaceae.
• Συνώνυμα: Thymus vulgaris L., Thymus leucotrichus
var. austroanatolicus Jalas.
• Κοινή ελληνική ονομασία: Θυμάρι.
• Συστηματική περιγραφή: Αποτελεί ένα σπανίως
συλλεγόμενο φυτό που φύεται στα όρη της κεντρικής
και νοτίου Ελλάδος, με γραμμοειδή-λογχοειδή φύλλα,
άμισχα, καλυμμένα με μακριές και κοντές τρίχες, πορφυροειδή βράκτια τουλάχιστον διπλάσια του πλάτους των
φύλλων. Η ταξιανθία είναι υπόσφαιρική. Η στεφάνη είναι
ρόδινου-πορφυροειδούς χρώματος και μετά βίας προεξέχει από τον κάλυκα.
• Γεωγραφική εξάπλωση: Ως αυτοφυές εμφανίζεται στη Βουλγαρία, την Ελλάδα, το Λίβανο, τη Συρία και
την Τουρκία. Στην περιοχή μελέτης, είναι αυτοφυές και
άφθονο στην Ήπειρο (στα χαμηλότερα υψόμετρα).
• Φαρμακευτικές χρήσεις: Χρησιμοποιείται ως ισχυρό αντιοξειδωτικό στα τρόφιμα, στην φαρμακευτική. Tο
αιθέριο έλαιό του χρησιμοποιείται κυρίως για την αντιμικροβιακή, αντιμυκητιακή (η θυμόλη έχει αποδειχτεί επίσης αποτελεσματική στην καταπολέμηση των μυκήτων
που συχνά μολύνουν τα νύχια των ποδιών) καθώς και την
καρδιοτονωτική του δράση. Mπορεί να χρησιμοποιηθεί
για τη θεραπεία του βήχα και της βρογχίτιδας.
90
• Φυτοχημική σύσταση: Τα κύρια συστατικά του είναι
θυμόλη, γ-τερπινένιο, p-κυμένιο, λιναλοόλη, μυρκένιο,
α-πινένιο, ευγενόλη, καρβακρόλη και α-thujene.
Thymus leucotrichus Halácsy subsp. leucotrichus:
Εικόνα του φυτού στη φύση.
Tilia tomentosa Moench
Verz. Ausl. Bδume Weissenst. 136 (1785)
• Οικογένεια: Tiliaceae.
• Συνώνυμα: Tilia alba Aiton., Tilia argentea Desf. ex DC.
• Κοινή ελληνική ονομασία: Φλαμουριά.
• Συστηματική περιγραφή: Έως 30 cm, ευρέως πυραμυδοειδές. Νεαροί κλαδίσκοι γναφαλώδεις. Φύλλα 8-10
cm, υπο-σφαιρικά-καρδιόσχημα, πριονωτά, δισ-πριονωτά ή ελαφρώς έλλοβα, σκούρου πράσινου χρώματος και
σχεδόν λεία άνωθεν, λευκά γναφαλώδη με αστεροειδείς
τρίχες κάτωθεν· οι μίσχοι συνήθως είναι κοντύτεροι από
το μισό του μήκους του ελάσματος. Βράκτια λογχοειδή
προς επιμήκη, σχεδόν άμισχα. Άνθη θαμπά λευκά, σε
κρεμάμενη κυματοειδή ταξιανθία από 6-10. Σταμηνοειδή
παρόντα. Καρπός 6-8 mm, συνήθως οωειδής, ελάχιστα
κονδυλωματώδης.
• Γεωγραφική εξάπλωση: Εξαπλώνεται στη Βαλκανική χερσόνησο, εκτείνεται βόρεια στην Β. Ουγγαρία και
Δυτική Ουκρανία. Συχνά φυτεύεται και αλλού ως καλλωπιστικό. [Al Bu Gr Hu Ju Rm Rs (W) Tu].
• Φαρμακευτικές χρήσεις: Δρα ως διουρητικό και αποχρεμπτικό, ηρεμιστικό, κατεβάζει την υψηλή πίεση του
αίματος, αυξάνει την εφίδρωση, ελευθερώνει τους σπασμούς και βελτιώνει την πέψη, χρησιμοποιείται επίσης ως
χολαγωγό. Χρησιμοποιείται εσωτερικά και δρα θετικά σε
προβλήματα υπέρτασης, αρτηριοσκλήρυνσης, καρδιακές
και πεπτικές ανωμαλίες που συνοδεύονται με ανησυχία,
ουρικές φλεγμονές, γρίπη, αναπνευστική καταρροή, ημικρανία, νευρική υπερένταση και πονοκέφαλους. Το έγχυμα
των ανθών και των φύλλων ενδείκνυται για κρυολογήματα
με πυρετό (συνάχι, βήχα, γρίπη, φλέματα, βρογχίτιδα κ.ά.).
Χάρη στην ιδιότητα του βοτάνου να προκαλεί εφίδρωση
και αύξηση της διούρησης, τα άνθη χρησιμοποιούνται και
σε ασθένειες των νεφρών και της ουρήθρας, όπως επίσης
και για να ελαφρώσουν τους πόνους και να βελτιώσουν την
λειτουργία του στομάχου. Ενισχύει το ανοσοποιητικό σύστημα και βοηθά στη πρόληψη των καρδιοπαθειών μια και
έχει θετική δράση στη μείωση της χοληστερόλης και την
χαλάρωση των αρτηριών.
Tilia tomentosa Moench.: Tαξιανθίες.
• Φυτοχημική σύσταση: Τα άνθη και τα φύλλα του
δέντρου περιέχουν μαλακτικές ουσίες, πτητικά έλαια
πλούσια σε φαρνεζόλη, διάφορα γλουκονικά, σάκχαρα,
στυπτικά και ουσίες παρόμοιες με την βιταμίνη Ε.
91
Tordylium apulum L.
Sp. Pl.: 239. 1753
• Οικογένεια: Apiaceae.
• Συνώνυμα: Κανένα.
• Κοινές ελληνικές ονομασίες: Καυκαλήθρα, Μοσχολάχανο, Καυκαλίδα, Αγριοκουτσουνάδα.
• Συστηματική περιγραφή: Ελαφρώς και σποραδικά
χνοώδες, ετήσιο με ύψος 20-50 cm. Βλαστοί πυκνά τριχωτοί στη βάση, με διάσπαρτες μακριές τρίχες στο πάνω
μέρος. Φύλλα πτερωτά, τα κατώτερα με ωοειδή, έντονα
οδοντωτά τμήματα. Τα ανώτερα τμήματα με γραμμοειδή
ακέραια τμήματα. Ακτίνες 3-8. Βράκτια και μικρά βράκτια πολύ κοντύτερα των ακτινών, αρκετά, σουβλοειδή,
δύσκαμπτα κροσσωτά. Τα εξωτερικά άνθη φέρουν ένα
πέταλο μεγαλύτερο των άλλων (4-6 mm), περισσότερο ή
λιγότερο ισομερώς 2-λοβο, μοιάζει με 2 μεγάλα πέταλα.
Καρπός 5-8 mm, με μαλακές κυστικές τρίχες, πτερύγιο με
ένα λεπτό εσωτερικό τμήμα, παχιά περιθώρια αυλακωτά,
ελάχιστα θηλώδη.
• Γεωγραφική εξάπλωση: Στη Μεσογειακή περιοχή.
[Al Bl Co Cr Ga Gr Hs It JuSa Si Tu].
• Φαρμακευτικές χρήσεις: Χρησιμοποιείται για την
αντιμετώπιση της τριχόπτωσης, βρογχικών και νευρολογικών παθήσεων, ως αποχρεμπτικό, καθώς και ως ρυθμιστής του έμμηνου κύκλου.
92
• Φυτοχημική σύσταση: Από τα 67 διαφορετικά συστατικά που έχουν εντοπιστεί και αντιπροσωπεύουν το
96.5% του αιθέριου ελαίου, τα σημαντικότερα είναι το
α-χουμουλένιο (α-humulene), octyl-hexanoate και φαρνεσυλ- ακετόνη (farnesyl acetone).
Tordylium apulum L.: Χαρακτηριστική ταξιανθία.
Tussilago farfara L.
Sp. Pl.: 865. 1753
• Οικογένεια: Asteraceae.
• Συνώνυμα: Tussilago alpestris Hegetschw., Tussilago
umbertina Borbás.
• Κοινές ελληνικές ονομασίες: Bήχιο το σιτόφυγο,
Βήχιο, Χαμόλευκα.
• Συστηματική περιγραφή: Ρίζωμα επίμηκες, υπόλευκο, λεπιοειδές, φέρει ροζέτες φύλλων. Φύλλα 10-20(30) cm, υπο-κυκλικά, με ρηχούς κόλπους λοβωτά και
ακανόνιστα οδοντωτά, καρδιοειδή στη βάση, πράσινα,
ελαφρά κροκυδώδη άνωθεν όταν είναι νεώτερα, μονίμως
υπόλευκα-χνουδωτά κάτωθεν∙ με μίσχο με αύλακες στην
επιφάνεια που βλέπει προς τον άξονα. Βλαστοί 4-15 cm,
επιμηκύνονται στην καρποφορία, μασχαλιαίοι, με πολυάριθμα πορφυροειδή λέπια, κροκυδώδεις, εμφανίζονται
πριν τα φύλλα, όρθιοι στο στάδιο των οφθαλμών, γέρνουν
μετά την άνθιση. Περίβλημα κάτω από την ταξιανθία 10
mm, βράκτια πολυάριθμα, γραμμοειδή-λογχοειδή, αμβλέα, πορφυροειδή με μεμβρανώδες περιθώριο. Αχαίνια
3 mm. 2n = 60.
• Γεωγραφική εξάπλωση: Εμφανίζεται σχεδόν σε
ολόκληρη την Ευρώπη. [Eκτός από Az Bl Cr Lu]. Σε υγρές
τοποθεσίες, ιδιαίτερα σε αργιλώδη εδάφη. Στη χώρα μας
είναι αυτοφυές με ευρεία εξάπλωση στον Ελλαδικό χώρο.
Στην περιοχή μελέτης απαντάται στην Αιτωλοακαρνανία,
Αχαΐα, Ηλεία, Κεφαλονιά και Ζάκυνθο.
• Φαρμακευτικές χρήσεις: Ως αποτελεσματικό μαλακτικό και αποχρεμπτικό βότανο, αποτελεί μία από τις
πιο δημοφιλείς θεραπείες στην Ευρώπη για την αντιμετώπιση του βήχα και διάφορων αναπνευστικών προβλημάτων, όπως άσθμα, βρογχίτιδα, λαρυγγίτιδα, κοκκύτης,
γρίπη, και πνευμονική συμφόρηση. Μερικοί άνθρωποι το
εισπνέουν για την αντιμετώπιση του βήχα και του συριγμού. Χρησιμοποιούνται κυρίως τα φύλλα και οι ανθοφόροι μίσχοι, που είναι πλούσια σε βλέννα, μερικές φορές
όμως χρησιμοποιείται και η ρίζα. Η βλέννα πιθανότατα
ευθύνεται για την μαλακτική ιδιότητα του φυτού. Από τη
ρίζα μπορεί να ληφθεί ένα πικρό, τονωτικό και εφιδρωτι-
Tussilago farfara L.: Βλαστοί με άνθη.
κό παρασκεύασμα. Τα φύλλα συλλέγονται τον Ιούνιο και
στις αρχές Ιουλίου. Η συγκομιδή των ανθέων πραγματοποιείται όταν αυτά είναι πλήρως ανοικτά. Η ρίζα συλλέγεται το φθινόπωρο. Όλα μπορούν να αποξηραίνονται και
να χρησιμοποιούνται όταν απαιτείται. Το Βήχιο είναι ιδιαίτερα αποτελεσματικό όταν χρησιμοποιείται σε συνδυασμό με τη γλυκύρριζα (είδη του γένους Glycyrrhiza), το
θυμάρι (Thymbra capitata) και την άγρια κερασιά (Prunus
serotina). Το κατάπλασμα των ανθέων έχει κατευναστική
επίδραση σε ένα εύρος δερματικών παθήσεων, όπως εκζέματα, έλκη, πληγές, δαγκώματα και φλεγμονές.
• Φυτοχημική σύνθεση: Εκτός από τα υδροξυκινναμικά οξέα, τις ταννίνες, τα φλαβονοειδή και τους πολυσακχαρίτες, έχει απομονωθεί και πληθώρα σεσκιτερπενίων. Επιπλέον, εχουν προσδιοριστεί αλκαλοειδή πυρρολιζιδίνης.
93
Urtica dioica L.
Sp. Pl.: 984. 1753
• Οικογένεια: Urticaceae.
• Συνώνυμα: Κανένα.
• Κοινές ελληνικές ονομασίες: Τσουκνίδα, Αγκινίδα,
Σκνίθρα, Τσούκνα, Ατζικνίδα, Κιντέα.
• Συστηματική περιγραφή: Έλασμα φύλλου συνήθως
με τρίχες που τσιμπούν, συχνά περισσότερο ή λιγότερο
τριχωτό, εάν όχι, μόνο τριχωτό μόνο σποραδικά, κυρίως στα νεύρα, φύλλα ωοειδή προς ωοειδή - λογχοειδή,
στρογγυλεμένα, σφηνοειδή, καρδιοειδή στη βάση. Παράφυλλα πλάτους 1-2(-3) mm. Κατώτεροι κόμβοι - γόνατα
της ταξιανθίας στον 7ο-14ο σπόνδυλο. 2n = 48, 52, σπάνια 26.
• Γεωγραφική εξάπλωση: Νιτρόφιλο, σε χέρσα εδάφη, σε υγρά δάση. Εμφανίζεται σε όλη την Ευρώπη, ενώ
σε κάποιες περιοχές εισήχθη ως ζιζάνιο. [Εμφανίζεται παντού με εξαίρεση Az Bl Cr Sb].
• Φαρμακευτικές χρήσεις: Σύμφωνα με την Ευρωπαική Επιτροπή Φαρμάκων (ΕΜΑ), η αποξηραμένη τσουκνίδα θεωρείται μέρος της διατροφής του ανθρώπου.
‘Εχει διουρητική, υποτασική, αντιαιμοπεταλική, υποχοληστεριναιμική, ηπατοπροστατευτική, αντιοξειδωτική,
αντιμικροβιαή, αναλγητική, αντιρρευματική καθώς και
αντιελκογόνο δράση.
94
• Φυτοχημική σύσταση: Η τσουκνίδα είναι πλούσια
σε μεταλλικά άλατα: ασβέστιο, χαλκό, χλώριο, κάλιο,
πυρίτιο, νάτριο, σίδερο. Περιέχει 21- 23% πρωτεΐνες και
9- 21% φυτικές ίνες.
Urtica dioica L.: Ταξιανθίες.
Urtica urens L.
Sp. Pl.: 984. 1753
• Οικογένεια: Urticaceae.
• Συνώνυμα: Kανένα.
• Κοινές ελληνικές ονομασίες: Κνίδη η καυστική, Μικρή τσουκνίδα.
• Συστηματική περιγραφή: ετήσιο 5-60(-80) cm,
φωτεινού πράσινου χρώματος, μόνοικο. Φύλλα 1-4(-6)
cm, ωοειδή, στρογγυλεμένα προς σφηνοειδή στη βάση,
συνήθως έντονα οδοντωτά. Μίσχος φύλλου ίσου μήκους
με το έλασμα, παράφυλλα 4 σε κάθε κόμβο. Βότρεις όχι
μεγαλύτεροι από 2 cm, συνήθως όχι μακρύτεροι από το
μίσχο του φύλλου που κείται έναντι. Εμφανίζονται -με
λίγα άνθη- μασχαλιαίες ομάδες, με πολυάριθμα θηλυκά
και λίγα αρσενικά άνθη, όρθια ανεπτυγμένες στην καρποφορία. Τμήματα περιανθίου των θηλυκών ανθέων, κροσσωτά στο περιθώριο, λεία ή σποραδικά δασύτριχα στο
πίσω μέρος. 2n = 24, 26, 52.
• Γεωγραφική εξάπλωση: Εμφανίζεται κυρίως σε καλλιεργούμενα και διαταραγμένα εδάφη. Σε ολόκληρη την
Ευρώπη, όμως είναι αμφίβολο εάν είναι αυτοφυές στο
Βορά.
• Φαρμακευτικές χρήσεις: Το αφέψημα των φύλλων
χρησιμοποιείται παραδοσιακά ως τονωτικό και τον καθαρισμό του αίματος. Ολόκληρο το φυτό θεωρείται ότι έχει
αντιασθματικές, αντιπιτυριδικές, στυπτικές, διουρητικές,
γαλακταγωγές, αιμοστατικές, υπογλυκαιμικές και τονωτικές ιδιότητες. Το έγχυμα είναι αποτελεσματικό, καθώς
σταματά την εσωτερική αιμορραγία, συμβάλει στην αντιμετώπιση της αναιμίας, της υπερβολικής έμμηνου ρύσης,
των αιμορροΐδων, της αρθρίτιδας, των ρευματισμών και
των δερματικών συμπτωμάτων, όπως το έκζεμα. Εξωτερικά, το φυτό χρησιμοποιείται για την αντιμετώπιση των
αρθριτικών πόνων, ισχιαλγιών, νευραλγιών, αιμορροΐδων,
προβλημάτων τριχοφυΐας κ.τ.λ. Για θεραπευτικούς σκοπούς, το φυτό συλλέγεται Μάιο ή Ιούνιο, όταν ανθίσει,
και αποξεραίνεται για μετέπειτα χρήση. Ο χυμός μπορεί
να χρησιμοποιηθεί ως αντίδοτο σε τσιμπήματα από τα
φύλλα της τσουκνίδας. Το έγχυμα των φρέσκων φύλλων
Urtica urens L.: Eικόνα του φυτού στη φύση.
καταπραΰνει και επουλώνει εγκαύματα. Αποτελεί χρήσιμη θεραπεία σε περιπτώσεις δηγμάτων και τσιμπημάτων,
εγκαυμάτων, αλλά και προβλημάτων θηλασμού.
• Φυτοχημική σύσταση: Περιέχει γαλλικό οξύ, φορμικό οξύ (μυρμηκικό οξύ), ισταμίνη, ακετυλχολίνη, σεροτονίνη, βιταμίνες A,C, K, τανίνες, και ανόργανα άλατα.
95
Verbascum thapsus L.
Sp. Pl.: 177. 1753
• Οικογένεια: Scrophulariaceae.
• Συνώνυμα: Verbascum macrurum Lange, Verbascum
simplex Hoffmanns & Link.
• Κοινές ελληνικές ονομασίες: Δεν υπάρχει καθώς
δεν εμφανίζεται στην Ελλάδα.
• Συστηματική περιγραφή: Διετές, περισσότερο ή
λιγότερο πυκνό γναφαλώδες, γκριζωπό ή λευκωπό. Βλαστός 30-200 cm. Φύλλα βάσης 8-50 x 2,5-14 cm, ελλειψοειδή προς αντιθέτως ωοειδή-επιμήκη, οξέα, ακέραια
ή με ακρίβεια οδοντωτά, τα ανώτερα βλαστικά φύλλα
εκετείνονται προς τα κάτω. Ταξιανθία συνήθως απλή.
Βράκτια 12-18 mm, ωοειδή προς λογχοειδή, ακιδωτά,
ποδίσκοι εν μέρει συμφυείς στο βλαστό. Κάλυκας (5-)812 mm με λοβούς λογχοειδείς. Στεφάνη 12-35 mm σε
διάμετρο. Στήμονες 5, οι ανώτεροι με τριχωτά νήματα, οι
κατώτεροι με λεία νήματα, οι τρίχες των νημάτων λευκές.
Στίγμα με κεφαλίδα. Κάψα 7-10 mm, ελλειψοειδής- ωοειδής. 2n = 32, 36.
• Γεωγραφική εξάπλωση: Στις περισσότερες περιοχές
της Ευρώπης, εκτός από τον απώτατο βορρά και σε αρκετές περιοχές της Βαλκανικής χερσονήσου. [Au Az Be Bl Br
Co Cz Da Fe GaGeHb He Ho Hs Hu It Ju Lu No Poτ RmRs (N,
B, C, W, K, E) Sa Si Su].
96
• Φαρμακευτικές χρήσεις: Η παρουσία φλαβονοειδών και σαπωνινών προσδίδει στο φυτό διουρητικές και
ηρεμιστικές ιδιότητες. Είναι επίσης γνωστή η χρήση του
λόγω των εφιδρωτικών και αντι-ρευματικών ιδιοτήτων
του. Το αφέψημα των φύλλων χρησιμοποιείτο για λουτρό
λόγω της μαλακτικής του ιδιότητας.
• Φυτοχημική σύσταση: Περιέχει διάφορα χημικά συστατικά, όπως σαπωνίνες, ιριδοειδή, φλαβονοειδή, βιταμίνη C καθώς και ιχνοστοιχεία. Verbascum thapsus L.: Eικόνα του φυτού.
Vinca major L. ssp. major
Sp. Pl.: 209. 1753
• Οικογένεια: Apocynaceae.
• Συνώνυμα: Κανένα.
• Κοινές ελληνικές ονομασίες: Βίγκα, Αγριολίτσα.
• Συστηματική περιγραφή: Βλαστοί επί του εδάφους
ή ανερχόμενοι, διαχειμάζοντες. Φύλλα 1,5-9 x 0,5-6
cm, κυρίως λογχοειδή ή ελλειπτικά (αλλά συχνά ωοειδή
στους έρποντες βλαστούς), με βάση στρογγυλεμένη ή
σφηνοειδή, αειθαλή, λεία η με βλεφαριδωτά περιθώρια.
Ανθοφόροι βλαστοί έως 30 cm. Λοβοί του κάλυκα 3-17
mm, στενά ωοειδή προς στενά τριγωνικά, λείοι η με βλεφαριδωτά περιθώρια. Σωλήνας της στεφάνης 9-15 mm,
δίσκος στεφάνης με διάμετρο 25-50 mm, συνήθως μπλε
η μπλε-ροζ, λοβοί ασύμμετρα κομμένοι. 2n = 46, 92.
• Γεωγραφική εξάπλωση: Ν., Δ. & Κ. Ευρώπη, εκτεινόμενο προς τα ανατολικά ως τη Λιθουανία και την Ουκρανία (Krym). [Au Be Bu Co Cz Ga Ge Gr He Ho Hs Hu It Si
Ju Lu Rm Rs (B, C, W, K) Po Si (Br Da Hb No Su Tu)]. Είναι
ένα είδος αυτοφυές στη δυτική και κεντρική μεσογειακή
περιοχή, έχει όμως εγκλιματιστεί και σε όλες τις άλλες περιοχές που απαντά.
• Φαρμακευτικές χρήσεις: Χρησιμοποιείται για την
αντιμετώπιση της διάρροιας, της υπέρτασης, για τη μνήμη/συγκέντρωση, εμμηνορραγία. Το φυτό είναι στυπτικό,
καταπραϋντικό, ευστόμαχο και τονωτικό. Περιέχει το αλκαλοειδές «βινκαμίνη», το οποίο χρησιμοποιείται από τη
φαρμακευτική βιομηχανία ως διεγερτικό του εγκεφάλου
και ως αγγειοδιασταλτικό. Επίσης, περιέχει «ρεζερπίνη»,
η οποία ελαττώνει την αρτηριακή πίεση. Χρησιμοποιείται
στην θεραπεία της έντονης αιμορραγίας κατά την έμμηνο
ρύση, της μη φυσιολογικής μητρορραγίας, των κολπικών
εκκρίσεων, την ρινορραγία, τον πονόλαιμο και τα στοματικά έλκη. Τα φυτά αποκόπτονται κατά την ανθοφορία
και ξηραίνονται για μετέπειτα χρήση. Τα νωπά άνθη είναι ήπια καθαρτικά αλλά χάνουν αυτήν την ιδιότητα με
την ξήρανση. Τα φύλλα και οι καρποί της βίγκας περιέχουν βινκαμίνη, την πρόδρομη ουσία της βινκοπετίνης,
η οποία χρησιμοποιείται ιατρικά για την ενίσχυση της
Vinca major L. ssp. major: Άνθη.
μνήμης με φυσικό τρόπο σε ηλικιωμένους. Η βινκαμίνη
πωλείται ως καθαρή ένωση σε μορφή συμπληρώματος,
ωστόσο οι φυτοθεραπευτές προτιμούν τη χρήση ολόκληρου του φυτού είτε ως εκχύλισμα ή ως αφέψημα. Άλλες
παραδοσιακές χρήσεις περιλαμβάνουν τη χρήση του στο
διαβήτη, ως φάρμακο για το βήχα και ως στυπτικό για τις
αιμορραγίες.
• Φυτοχημική σύσταση: Περιέχει αλκαλοειδή ινδολίου, τα οποία είναι τα κύρια βιοδραστικά συστατικά. Η
βινκαμίνη είναι το υπεύθυνο μόριο για την νευροπροστατευτική δράση. Άλλα αλκαλοειδή που περιέχονται είναι:
ρεσερπινίνη, ακουαμικίνη, μαζντίνη, βινερίνη, ερβίνη,
βινεριδίνη, τομποζίνη, βινκαμαζίνη, βινκανίνη, βινκανιδίνη, βινκαμόνη, αποβινκαμίνη, βινκαμινόλη, δεσοξυβινκαμινόλη, βινκορίνη και περιβινσίνη. Εκτός από αλκαλοειδή, έχουν βρεθεί και σαπωνίνες, στερόλες, οργανικά και
φαινολικά οξέα.
97
Vitex agnus-castus L.
Sp. Pl.: 638. 1753
• Οικογένεια: Verbenaceae.
• Συνώνυμα: Agnus-castus robusta (Lebas) Carrière,
Agnus-castus vulgaris Carrière, Vitex agnus Stokes, Vitex
hybrida Moldenke, Vitex integra Medik., Vitex latifolia
Mill., Vitex lupinifolia Salisb., Vitex pseudonegundo
(Hausskn.) Hand.-Mazz., Vitex robusta Lebas, Vitex
verticillata Lam.
• Κοινές ελληνικές ονομασίες: Βίτεξ ο άγνος, Αγνιά,
Αλυγαριά, Λυγαριά (εξαιτίας των ευλύγιστων κλαδιών
της), Λυγιά, Καναπίτσα.
• Συστηματική περιγραφή: 1-6 m, αρωματικό. Νεαρά
κλαδιά με 4 αμβλείες γωνίες, γκρι-χνοώδη. Φύλλα έμμισχα, με 5-7 φυλλάρια πάνω σε μίσχο∙ φυλλάρια 1,5-10
cm, γραμμοειδή-λογχοειδή, ακιδωτά, ακέραια, λευκωπά- γναφαλώδη από κάτω, λεία από πάνω. Κάλυκας και
εξωτερικά η στεφάνη γναφαλώδης. Στεφάνη 8-10 mm
μπλε ή ρόδινη. Δρύπη σφαιροειδής, κοκκινωπή - μαύρη,
ελαφρά μακρύτερη του κάλυκα.
• Γεωγραφική εξάπλωση: Ν. Ευρώπη. [Al Bl Bu Co Cr
Ga Gr Hs It Ju Rs (K) Sa Si Tu]. Είναι Ευρω-Μεσογειακό είδος. Στη χώρα μας είναι αυτοφυές με ευρεία εξάπλωση
τόσο στην ηπειρωτική όσο και στη νησιωτική Ελλάδα.
Στην περιοχή μελέτης απαντάται στην Αιτωλοακαρνανία,
Αχαΐα, Ηλεία, Κεφαλονιά και Ζάκυνθο.
98
• Φαρμακευτικές χρήσεις: Η λυγαριά χρησιμοποιείται
ευρέως στη αντιμετώπιση των γυναικείων αναπαραγωγικών διαταραχών, συμπεριλαμβανομένης της ανεπάρκειας ωχρού σωματίου, του προεμμηνορροϊκού συνδρόμου,
των συμπτωμάτων της εμμηνόπαυσης, και της ανεπαρκούς παραγωγής γάλακτος. Έχει χρησιμοποιηθεί για τη
θεραπεία των ινομυωμάτων και εμποδίζει τις αποβολές
που προκαλούνται από ανεπάρκεια προγεστερόνης. Λειτουργεί ρυθμιστικά στην υπόφυση, μειώνοντας την παραγωγή οιστρογόνων και αυξάνοντας την παραγωγή της
προγεστερόνης. Οι φρέσκοι καρποί που συνθλίβονται σε
πολτό, μπορούν να χρησιμοποιηθούν με τη μορφή βάμματος για την ανακούφιση της παράλυσης, των πόνων
Vitex agnus-castus L.: Γενική εικόνα του φυτού στη φύση.
στα άκρα, της αδυναμίας κ.λπ. Άλλες χρήσεις περιλαμβάνουν τη μείωση του μετεωρισμού, την καταστολή της
όρεξης και την πρόκληση ύπνου. Ο Ευρωπαϊκός Οργανισμός Φαρμάκων ενέκρινε τη χρήση του (καρπός, σκόνη
φυτικής ουσίας, βάμμα, ξηρά εκχυλίσματα) σε παραδοσιακά φάρμακα φυτικής προέλευσης για την ανακούφιση
ήπιων συμπτωμάτων κατά τις ημέρες πριν από την έμμηνο ρύση.
• Φυτοχημική σύνθεση: Τα κύρια βιοδραστικά συστατικά του είναι γλυκοζίτες των ιριδοειδών (περίπου 1%),
διτερπένια, φλαβονοειδή όπως η καστικίνη (λιπόφιλη)
με περιεκτικότητα 0,02 έως 2,0%, αιθέριο έλαιο με κύρια συστατικά (15-25%) τα 1,8-κινεόλη, λιμονένιο , α-και
β-πινένιο, και τριγλυκερίδια με α-λινολενικό, παλμιτικό,
ελαϊκό, στεατικό και λινολενικό οξύ.
K
αλλιεργούμενα
Aρωματικά και Φαρμακευτικά
Φυτά
99
Allium sativum L.
Sp. Pl.: 296. 1753
• Οικογένεια: Amaryllidaceae.
• Συνώνυμα: Porrum sativum (L.) Rchb.
• Κοινές ελληνικές ονομασίες: Άλλιο το εδώδιμο,
Σκόρδο. Η λέξη προέρχεται από την αρχαία ελληνική λέξη
«σκόροδον».
• Συστηματική περιγραφή: Βολβοί 3-6 cm σε διάμετρο, πεπλατυσμένοι-ωοειδείς, αποτελούνται από 5-15
(-60) βολβίδια. Εξωτερικός χιτώνας μεμβρανώδης. Βλαστός 25-100(-200) εκ. Φύλλα 6-12, έως 60 εκ Χ 12(-30)
mm, γραμμοειδή, επίπεδα, με τρόπιδα, περιβάλλουν το
κατώτερο ½ του βλαστού. Σπάθη έως 25 cm, με 1 βαλβίδα, με μακρύ ράμφος, εφήμερη. Σκιάδιο 2,5-5 cm σε
διάμετρο, συνήθως με λίγα άνθη (τα οποία συχνά όταν
είναι νεαρά διακόπτουν την ανάπτυξη τους και μαραίνονται) και με πολλά βολβίδια. Ποδίσκοι 10-20 mm, άνισοι.
Περιάνθιο κυπελλόμορφου σχήματος, τμήματα 3-5 mm,
πρασινωπά-λευκά, ροζ, σπάνια λευκά ή πορφυρά, λεία,
τα εξωτερικά λογχοειδή, οξέα, τα εσωτερικά ωοειδήλογχοειδή. Στήμονες εσωκλείονται ή ίσου μήκους με το
περιάνθιο· εξωτερικά 3 νήματα 6-8 mm, απλά ή με τρεις
αιχμές, τα εσωτερικά 3 με έλασμα στη βάση ευρέως επιμηκυμένο, 1,5-2 mm πλατιά και 1/3 του μήκους περίπου
της κεντρικής αιχμής, πλευρικές αιχμές 2 ή 4, πολύ μακρύτερες από την κεντρική.
• Γεωγραφική εξάπλωση: Το σκόρδο είναι αυτοφυές
στην Κεντρική Ασία (Καζακστάν, Κιργιστάν, Τουρκμενιστάν, Τατζικιστάν και Ουζμπεκιστάν) και βορειοανατολικά
στο Ιράν. Έχει εγκλιματιστεί και έχει καλλιεργηθεί ευρέως
στην Νότια Ευρώπη, αλλά και σε όλο τον κόσμο.
• Φαρμακευτικές χρήσεις: Το σκόρδο φαίνεται να
ασκεί πολυάριθμες επιδράσεις στο καρδιαγγειακό σύστημα, και ειδικότερα στην αθηροσκλήρωση, πέρα από
τη μείωση των λιπιδίων του ορού. Οι «αγγειοχαλαρωτικές
ιδιότητες» του έχουν παρατηρηθεί σε πολλές προ-κλινικές μελέτες. Επιπλέον, μελέτες σε ζώα έχουν αναφέρει
προστατευτική δράση ενάντια σε ηπατοτοξίνες. Υπάρχουν κάποιες ενδείξεις ότι τα χημικά συστατικά τα οποία
Allium sativum L.: Ταξιανθίες από ανθισμένα φυτά σε καλλιέργεια.
περιέχουν ομάδες αλλυλίου μπορεί να είναι υπεύθυνα για
τις χημειοπροστατευτικές ιδιότητες. Σύμφωνα με έρευνες
έχει αποδειχθεί ότι έχει αντι-πολλαπλασιαστική δράση
επί ανθρώπινων καρκινικών κυτταρικών σειρών. Έχει
αποδειχθεί in vitro ότι ασκεί δραστικότητα έναντι πολλών
παθογόνων μικροργανισμών, συμπεριλαμβανομένων βα­κτη­ρίων, ανθεκτικών στελεχών, μυκοβακτηρίων, του
Helicobacter pylori, και των μυκήτων. Επιπλέον, in vitro
με­λέτες έχουν αποδείξει επιδράσεις έναντι αρκετών ιών.
• Φυτοχημική σύσταση: H χημική ανάλυση αποδίδει
τη δράση του σκόρδου στις θειούχες ενώσεις τις οποίες
περιέχει το έλαιο. Η θειούχος ένωση αλιίνη (alliin) παράγει αλιισίνη (allicin), όταν το σκόρδο τεμαχίζεται ή
συνθλίβεται. Άλλες ενώσεις θείου, πεπτίδια, στεροειδή,
τερπενοειδή, φλαβονοειδή και φαινόλες έχουν επίσης
ταυτοποιηθεί.
101
Aloe vera (L.) Burm. f.
Fl. Indica: 83. 1768
• Οικογένεια: Xanthorrhoeaceae.
• Συνώνυμα: Aloe perfoliata var. vera L.,
Aloe barbadensis Mill., Aloe chinensis Steud. ex Baker,
Aloe elongata Murray, Aloe flava Pers., Aloe indica Royle,
Aloe lanzae Tod., Aloe littoralis J. König ex Baker,
Aloe maculata Forssk., nom. illeg., Aloe rubescens DC.,
Aloe variegata Forssk., nom. illeg., Aloe vulgaris Lam.,
Aloe barbadensis var. chinensis Haw., Aloe perfoliata
var. barbadensis (Mill.) Aiton.
• Κοινές ελληνικές ονομασίες: Αλόη η γνήσια, Αλόη.
• Συστηματική περιγραφή: φυτό σαρκώδες με κοντούς βλαστούς ή χωρίς βλαστούς, μεγαλώνει με ύψος
από 60 έως 100 cm. Εκτείνεται με μικρούς κατακλινείς
βλαστούς. Τα φύλλα είναι παχιά και σαρκώδη, πράσινα
προς γκριζωπά-πράσινα, κάποιες ποικιλίες εμφανίζουν
κάποιες λευκές κηλίδες στα ανώτερα και κατώτερα τμήματα των επιφανειών. Τα περιθώρια των φύλλων είναι
οδοντωτά και έχουν μικρά λευκά δόντια. Ανθίζει το καλοκαίρι, τα άνθη σχηματίζουν στάχυ με ύψος έως 90 cm,
κάθε άνθος είναι κρεμάμενο, με μία κίτρινη σωληνοειδή
στεφάνη μήκους 2-3 cm.
• Γεωγραφική εξάπλωση: Η αυτοφυής εξάπλωση της
Aloe vera δεν είναι ξεκάθαρη, καθώς το είδος καλλιεργείται ευρέως σε παγκόσμιο επίπεδο.
102
• Φαρμακευτικές χρήσεις: Το παρέγχυμα των φύλλων
της Aloe vera (τζελ) είναι πιθανώς αποτελεσματικό όταν
χρησιμοποιείται τοπικά στο δέρμα για την αντιμετώπιση
της ψωρίασης, σε κρυοπαγήματα, καθώς και σε έλκη έρπητος. Έρευνες έχουν αποδείξει ότι η λήψη του τζελ από
το στόμα μπορεί να συμβάλει στην μείωση των επιπέδων
της χοληστερίνης, καθώς και στη μείωση των επιπέδων
της γλυκόζης του αίματος σε άτομα που πάσχουν από διαβήτη τύπου II. Από την πράσινη επιφάνεια των φύλλων
λαμβάνεται ένα πικρό, κίτρινο ρευστό υγρό που εμφανίζει διαφορετικές ιδιότητες από το άχρωμο παρέγχυμα.
Εμφανίζει καθαρτικές ιδιότητες. Να σημειωθεί ότι πολλές μελέτες έχουν καταδείξει ότι τα συστατικά της αλόης
Aloe vera (L.) Burm. f.: Ταξιανθίες ανθισμένων ατόμων.
έχουν αρνητικές επιπτώσεις όταν αλληλεπιδρούν με άλλα
φάρμακα ή φυτικές θεραπείες.
• Φυτοχημική σύσταση: Τα φύλλα της Aloe vera περιέχουν συστατικά όπως ακετυλικές μαννόζες, πολυμαννόζες, ανθρακινόνες όπως η εμοδινή, γλυκοσίδια και οι
διάφορες λεκτίνες.
Aronia melanocarpa (Michx.) Elliott
Sketch bot. S. Carolina 1:556. 1821
• Οικογένεια: Rosaceae. Υποοικογένεια: Amygdaloideae.
• Συνώνυμα: Aronia arbutifolia (L.) Pers. var. nigra
(Willd.) Seymour, Aronia nigra (Willd.) Koehne, Photinia
melanocarpa (Michx.) K.R. Robertson & Phipps, Pyrus
arbutifolia (L.) L. f. var. nigra Willd., Pyrus melanocarpa
(Michx.) Willd., Sorbus melanocarpa (Michx.) Heynh.
• Κοινές ελληνικές ονομασίες: Aρώνια η μελανόκαρπη, Αρώνια.
• Συστηματική περιγραφή: Μικρός θάμνος 8- 16 cm
ύψος. Φύλλα κατ’ εναλλαγήν επί των βλαστών, απλά, 2,57,5 cm σε μήκος και 1,9-5 cm σε εύρος. Είναι αντωοειδή
σε σχήμα (ωοειδή, αλλά στενότερα στη βάση από ότι στην
άκρη), με συμμετρικά δόντια κατά μήκων των περιθωρίων. Οι άνω επιφάνεια τους είναι σκούρη πράσινη και στιλπνή, με σκούρους αδένες στην ανώτερη επιφάνεια του
κεντρικού νεύρου. Η κάτω επιφάνεια είναι λιγότερο πράσινη. Και οι δύο επιφάνειες είναι λείες. Οι μίσχοι είναι 0,7
cm ή λιγότερο σε μήκος. Τα φύλλα συχνά αναπτύσσονται
στα 2/3 την άνω πλευράς του φυτού. Τα φύλλα είναι λαμπερά πράσινα κατά την ανάπτυξή τους και σκουραίνουν
με την πρόοδο της εποχής. Τα άνθη έχουν πέντε λευκά
πέταλα και πολυάριθμους ρόδινους στήμονες. Σε κάθε
ταξιανθία η οποία έχει μήκος 5 cm, υπάρχουν περίπου 30
άνθη. Οι καρποί έχουν διάμετρο 0,8-1,3 cm, λαμπεροί,
και όταν ωριμάσουν είναι μαύροι. Κρέμονται κατά ομάδες
από ερυθρούς μίσχους, με λίγους έως 30 καρπούς στην
κάθε ταξικαρπία. Ο κάθε καρπός περιέχει 1-5 σπέρματα.
Λίγο μετά την ωρίμανση, ρυτιδώνουν, συρρικνώνονται, οι
περισσότεροι πέφτουν.
• Γεωγραφική εξάπλωση: Eίναι αυτοφυής στον ανατολικό Καναδά, βορειοανατολικά, κεντρικά βορειοανατολικά, και νοτιοανατολικά των ΗΠΑ.
• Φαρμακευτικές χρήσεις: Οι ανθοκυανίνες και άλλες πολυφαινόλες από την αρώνια μπορούν δυνητικά να
χρησιμοποιηθούν για την καταπολέμηση του οξειδωτικού
στρες με σκοπό την πρόληψη των καρδιαγγειακών παθήσεων. Τα αντιοξειδωτικά είναι χρήσιμα στην προστασία
Aronia melanocarpa (Michx.) Elliott: Ώριμοι καρποί του φυτού.
της ενδοθηλιακής λειτουργίας, την προαγωγή της αγγειοχάλασης και τη βελτίωση της συσσωμάτωσης αιμοπεταλίων. Μελέτες σε πειραματόζωα απέδειξαν ότι οι ανθοκυανίνες της αρώνιας μπορούν επίσης να επηρεάσουν
την γενοτοξική δράση και να ενεργήσουν ως αντιμεταλλαξιγόνα. Φαρμακευτικά αφεψήματα από τους καρπούς
και τα φύλλα έχουν χρησιμοποιηθεί για να βοηθήσουν
στη διατήρηση της οπτικής οξύτητας. Σύμφωνα με την
παραδοσιακή ιατρική, τόσο η διάρροια όσο και η δυσκοιλιότητα μπορούν να αντιμετωπιστούν με την κατανάλωση
των καρπών. Σύγχρονες μελέτες επιβεβαιώνουν ότι οι
περιεχόμενες ταννίνες βοηθούν στη μείωση φλεγμονών
του πεπτικού σωλήνα. Προτείνεται, για τους ασθενείς που
πάσχουν από αρθρίτιδα και πόνους που σχετίζονται με το
έντερο να ακολουθούν μία δίαιτα που να περιλαμβάνει
την κατανάλωση καρπών πλούσιων σε ανθοκυανίνες.
• Φυτοχημική σύσταση: Οι καρποί είναι γεμάτοι φλαβονοειδή, ιχνοστοιχεία και φαινολικές ενώσεις, και ανθοκυανίνες. Eίναι πλούσιοι σε προκυανιδίνες (ταννίνες),
ανθοκυανίνες και φαινολικά οξέα. Από καρπούς απομονώνεται η αμυγδαλίνη, γλυκοζίτης, που είναι υπεύθυνος
για την οσμή πικραμύγδαλου των φρέσκων φρούτων.
103
Artemisia dracunculus L.
Sp. Pl.: 849. 1753
• Οικογένεια: Asteraceae. Υποοικογένεια: Asteroideae.
• Συνώνυμα: Artemisia dracunculoides Pursh,
Artemisia glauca Pall. ex Willd., Artemisia dracunculus
ssp. dracunculus L., Artemisia dracunculus ssp.
glauca (Pall. ex Willd.) H.M. Hall & Clem., Oligosporus
dracunculus (L.) Poljakov, Oligosporus dracunculus ssp.
dracunculinus (S. Watson) W.A. Weber, Oligosporus
dracunculus ssp. glaucus (Pall. ex Willd.) A. Löve &
D. Löve, Artemisia dracunculoides var. dracunculina
(S. Watson) S.F. Blake, Artemisia glauca var.
dracunculina (S. Watson) Fernald.
• Κοινές ελληνικές ονομασίες: Αρτεμισία η δρακόντια, Αρτεμίσια η δρακόντιος, Ταραγκόν, Εστραγκόν.
• Συστηματική περιγραφή: Αρωματικό φυτό, πολύ
διακλαδισμένο, λείο, πολυετές, 60-120 cm. Φύλλα βάσης
τρισχιδή στην άκρη, το υπόλοιπο 2-10 x 0,2-1 cm, γραμμοειδή προς λογχοειδή, ακέραια ή ασθενώς οδοντωτά.
Κεφάλια σφαιροειδή, μισχωτά, στραμμένα προς τα πίσω.
Περίβλημα ταξιανθίας 2-3 mm, εξωτερικά βράκτια επιμήκη-ελλειψοειδή, σχεδόν ολόκληρα όχι ξυλώδη, τα
εσωτερικά ωοειδή, με φαρδύ μεμβρανώδες περιθώριο.
Στεφάνη κιτρινωπή. 2n = 18, 36, 90.
104
• Γεωγραφική εξάπλωση: Νότια και ανατολικά της Σοβιετικής Ένωσης. Καλλιεργείται ευρέως για αρωματισμό
(εστραγκόν) και έχει τοπικά εγκλιματιστεί. [Rs (C, W, E)
Au Cz Ga Ge He Ju Rm Rs (?B, K)]. Το είδος καλλιεργείται ευρέως σε ολόκληρο τον κόσμο, κυρίως στην Νότια
Ευρώπη, τη Ρωσία και τις Ηνωμένες Πολιτείες Αμερικής.
• Φαρμακευτικές χρήσεις: Το εστραγκόν έχει χρησιμοποιηθεί στη λαϊκή θεραπευτική από την αρχαιότητα.
Παραδοσιακά, έχει χρησιμοποιηθεί για την αντιμετώπιση
των πονοδόντων, ως ένα ήπιο ηρεμιστικό, για την πρόληψη των καρδιακών παθήσεων και ως αντίδοτο για τσιμπήματα φιδιών. Σήμερα, χρησιμοποιείται για ασθένειες
του πεπτικού συστήματος: ανακουφίζει τις κράμπες στο
στομάχι, διεγείρει την όρεξη και την παραγωγή χολής.
Χρησιμοποιείται, επίσης, για την προαγωγή της εμμήνου
Artemisia dracunculus L.: Φυτό με ανώριμες ταξιανθίες.
ρύσεως, ως ένα ήπιο ηρεμιστικό και ως υποκατάστατο
του αλατιού για άτομα με υψηλή αρτηριακή πίεση. Η ρίζα
μπορεί να χρησιμοποιηθεί σε περιπτώσεις πόνων στα δόντια. Μελέτες in vivo, κυρίως σε τρωκτικά, τονίζουν τις
δυνητικές αντιφλεγμονώδεις, ηπατοπροστατευτικές, και
αντιϋπεργλυκαιμικές δράσεις του.
• Φυτοχημική σύνθεση: Βιολογικώς δραστικοί δευτερογενείς μεταβολίτες είναι τα αιθέρια έλαια, οι κουμαρίνες, τα φλαβονοειδή, και τα φαινυλοπροπανικά οξέα. Η
μεθυλευγενόλη, η εστραγόλη, η ελεμικίνη, και το τερπινολένιο είναι τα επικρατέστερα συστατικά του ελαίου
μεταξύ των διαφόρων τοπικών «ποικιλιών». Έχουν, επίσης, αναφερθεί σεσκιτερπενοειδή, βιταμίνες και δεψικές
ουσίες.
Coriandrum sativum L.
Sp. Pl.: 256. 1753
• Οικογένεια: Apiaceae.
• Συνώνυμα: Coriandrum majus Gouan, Coriandrum
diversifolium Gilib., Coriandrum testiculatum Lour.,
Coriandrum globosum Salisb., Bifora loureirii Kostel.,
Coriandrum melphitense Ten. et Guss., Selinum
coriandrum Krause.
• Κοινές ελληνικές ονομασίες: Κορίανδρον το ήμερον, Κορίαννον, Κόλιαντρο, Κόλιαντρος.
• Συστηματική περιγραφή: Λείο, μονοετές 15-50 cm,
δύσοσμο όταν είναι φρέσκο. Σέπαλα ευδιάκριτα, άνισα.
Πέταλα λευκά, τα εξωτερικά μεγαλύτερα και βαθιά δίλοβα, η κορυφή κεκαμμένη. Τμήματα κατώτερων φύλλων
ωοειδή-σφηνοειδή, ακανόνιστα οδοντωτά· λοβοί ανώτερων φύλλων γραμμοειδείς. Ακτίνες σκιαδίου 3-5(-10).
Βράκτια 0 ή 1, μικρά βράκτια συνήθως 3, γραμμοειδή.
Μερικάρπια σπερμάτων δεν διαχωρίζονται κατά την ωρίμανση. Καρποί 2-6 x 2-5,5 mm. 2n = 22.
• Γεωγραφική εξάπλωση: Καλλιεργείται ευρέως για
τους αρωματικούς του καρπούς. Έχει ευρέως εγκλιματιστεί στην Ν. Ευρώπη [Au Az Cr Cz Ga Ge Gr He Hs Hu It Ju
Lu Po Rm Rs (B, C, W, K, E) Si.] (Β. Αφρική, Δ. Ασία).
• Φαρμακευτικές χρήσεις: Τα σπέρματα του περιλαμβάνονται σε θεραπείες για πυρετό, διάρροια, εμετό, δυσπεψία στο στομάχι καθώς και ανακούφιση από στομαχικά αέρια, ίλιγγο, αποφυγή λιποθυμίας, απώλεια μνήμης.
Έχουν χρησιμοποιηθεί επίσης για τη θεραπεία της αϋπνίας και του άγχους λόγω των ηρεμιστικών δράσεών του. Τα
φύλλα είναι αρωματικά, διεγερτικά. Ο πολτός τους, από
σύνθλιψη των πράσινων φύλλων, με παρουσία αλευριού
από κριθάρι, είναι πλούσιος σε βιταμίνη Α, δίνεται κατά
της δακρύρροιας και λειτουργεί ως ήπιο καθαρτικό. Είναι
χρήσιμος στην αντιμετώπιση δερματικών παθήσεων. Χορηγείται σε εντερικές ενοχλήσεις, αίσθημα καύσου, δίψα
και ναυτία. Το εκχύλισμά τους έχει αντιμικροβιακή δράση
και εφαρμόζεται σε έλκη και πληγές από αφροδίσια νοσήματα. Είναι, επίσης, χρήσιμο σε παθήσεις που αφορούν το
σπλήνα και για την διάλυση στομαχικών αερίων. Ο χυμός
Coriandrum sativum L.: Ανθισμένα φυτά.
είναι εξαιρετικά επωφελής σε περίπτωση ανεπάρκειας
βιταμίνης Α, Β, Β2, C και σιδήρου. Ο χυμός κορίανδρου,
σε βουτυρόγαλα είναι απίστευτα ευεργετικός στη θεραπεία πεπτικών διαταραχών όπως δυσπεψία, ναυτία, δυσεντερία, ηπατίτιδα και ελκώδης κολίτιδα. Επίσης, πολύ
ευεργετικός είναι στην αντιμετώπιση του τυφοειδούς
πυρετού.
• Φυτοχημική σύνθεση: Οι καρποί περιέχουν πτητικό
έλαιο. Το κύριο συστατικό του ελαίου είναι η d-λιναλοόλη. Επίσης περιέχονται λιπαρές ουσίες, που αποτελούνται
από γλυκερίδια, μη-σαπωνοποιήσιμα συστατικά, Δ-δεκαοκτενοϊκό οξύ, πρωτεΐνες, άμυλο, σάκχαρα, κουμαρίνες,
γλυκοζίτες φλαβονοειδών, ταννίνες, χλωρογενικό και
καφεϊκό οξύ, και άλλα. Τα φύλλα περιέχουν λιγότερα πτητικά έλαια σε σχέση με τους καρπούς, λιπαρά, πρωτεΐνες,
σάκχαρα, κουμαρίνες, γλυκοζίτες φλαβονοειδών, χλωρογενικό και καφεϊκό οξύ, βιταμίνη C και άλλα.
105
Cuminum cyminum L.
Sp. Pl.: 254. 1753
• Οικογένεια: Apiaceae.
• Συνώνυμα: Cuminia cyminum J. F. Gmel., Cuminum
aegyptiacum Mérat ex DC., Cuminum hispanicum Mérat
ex DC., Cuminum odorum Salisb., Cuminum sativum
J.Sm., Cyminon longeinvolucellatum St.-Lag., Selinum
cuminum E.H. Crantz.
Κοινές ελληνικές ονομασίες: Κούμινον το κύμινον,
Αρτυσιά, Κύμινο. Το όνομα κύμινο, προέρχεται από το
αραβικό Kamūn. Λέγεται ότι η λέξη προέρχεται από την
πόλη της Περσίας Kerman, που κατά την αρχαιότητα ήταν
μεγάλο κέντρο παραγωγής κύμινου.
Συστηματική περιγραφή: Όρθιο, λεπτό ποώδες
φυτό, υπολείο, ετήσιο, αυξάνεται έως 50 cm, με μια μακριά λεπτή κύρια ρίζα. Φύλλα 2-3-πτεροσχιδή, 4-6 cm
μακριά. Απόλυτα νηματοειδή τμήματα 3-6 x 0,05 cm.
Βάσεις μίσχων με στενά μεμβρανώδη φτερά. Ταξιανθία
μακριά έμμισχη, συμπαγής, 3-15- με ακτινωτό πέτασο
άνθους, βράκτια και βρακτίδια με 3 λοβούς στην κορυφή,
ελαφρώς τριχωτά. Σκιάδια 6- με άνθη. Βρακτίδια οβελοειδή, 7-10 mm. Άνθη με 5-σχιδή άνισα τμήματα κάλυκα,
γραμμοειδή-λογχοειδή. Πέταλα επιμήκη-ωοειδή, λευκά
ή ροζ, 1 mm. Καρπός ελλειψοειδής με ατρακτοειδές μη
διαρρηκτό αχαίνιο, 4-6 mm σε μήκος, κιτρινωπός-καφέ,
αραιά χνουδωτός. Με απαλές διαμήκεις νευρώσεις.
106
Γεωγραφική εξάπλωση: Είναι αυτοφυές από την ανατολική Μεσόγειο έως την Ινδία. Καλλιεργείται στην περιοχή της Μεσογείου για τους αρωματικούς καρπούς του και
εγκλιματίζεται σε τοπικό επίπεδο [Ga Hs Si.] (Β. Αφρική,
Ν.Δ. Ασία).
Φαρμακευτικές χρήσεις: Σε παραδοσιακές θεραπείες, τα σπέρματα κύμινου θεωρούνται ως αντισπασμωδικά, στυπτικά και χρησιμοποιούνται για τη θεραπεία
των ήπιων πεπτικών διαταραχών, της διάρροιας, της
δυσπεψίας, του μετεωρισμού, της πρωινής αδιαθεσίας,
των κολικών, ενώ λέγεται ότι βοηθούν στην αφομοίωση
άλλων βοτάνων και την βελτίωση της ηπατικής λειτουργίας. Χρησιμοποιούνται σε βρογχοπνευμονικές διαταραχές,
Cuminum cyminum L.: Λεπτομέρειες ταξιανθίας.
ως αντιβηχικά, καθώς και ως αναλγητικά. Τα αέρια των
σπερμάτων δρουν ανακουφιστικά στους ασθενείς που
πάσχουν από οσφυαλγία και ρευματισμούς. Σύγχρονες
έρευνες έχουν καταδείξει τις αντιοξειδωτικές ιδιότητες
του κύμινου και άλλες πολύπλευρες βιολογικές ιδιότητες όπως αντιμικροβιακή, αντιδιαβητική, ικανότητα να
μειώνει τα επίπεδα των λιπιδίων, αντικαρκινική/ αντιμεταλλαξιγόνος, αγχολυτική, αντιεπιληπτική, αναλγητική,
αντιελκογόνος, κ.λπ.
Φυτοχημική σύσταση: Ένα ευρύ φάσμα ενώσεων έχει
προσδιοριστεί στο αιθέριο έλαιο, τις ελαιορητίνες και τα
σπέρματα του. Η πλειοψηφία των ενώσεων είναι μονοτερπενικοί υδρογονάνθρακες, οξυγονωμένα μονοτερπένια, οξυγονωμένα σεσκιτερπένια, λιπαρά οξέα, αλδεΰδες,
κετόνες και εστέρες. Άλλα συστατικά των σπερμάτων
είναι τριγλυκερίδια, πολυσακχαρίτες, λιγνίνη, διάφορα
θρεπτικά συστατικά όπως βιταμίνες, αμινοξέα, πρωτεΐνες
και ανόργανα άλατα, άμυλο, σάκχαρα, τανίνες, φυτικό
οξύ, διαιτητικές φυτικές ίνες.
Echinacea purpurea (L.) Moench
Methodus: 591. 1794
• Οικογένεια: Asteraceae. Υποοικογένεια: Asteroideae.
• Συνώνυμα: Brauneria purpurea (L.) Britton,
Echinacea intermedia Lindl., E. purpurea (L.) Moench f.,
E. purpurea (L.) Moench var. arkansana Steyerm.,
E. speciosa Paxt., Rudbeckia purpurea L., R. hispida
Hoffm., R. serotina Sweet.
• Κοινές ελληνικές ονομασίες: Εχινάτσεα. Πήρε το
όνομά του από την ελληνική λέξη «εχίνος» (αχινός, σκαντζόχοιρος).
• Συστηματική περιγραφή: πολυετής πόα, μεγαλώνει
έως 1,8 m ύψος και έχει ρίζωμα (υπόγειους βλαστούς).
Πάνω από το έδαφος έχει τραχιά στελέχη (βλαστούς),
τα οποία συχνά διακλαδίζονται κοντά στην κορυφή και
φέρουν μαλακές, κοντές τρίχες. Φύλλα ξεκινούν από την
βάση του βλαστού, 15 x 10 cm με ακανόνιστα οδοντωτά
περιθώρια. Τα φύλλα που ξεκινούν από ψηλότερο σημείο
του βλαστού είναι κωνικά προς τη βάση τους. Ταξιανθίες
κεφάλια, μέχρι 15 cm διάμετρο. Τα κεντρικά δισκοειδή
ανθίδια είναι πορτοκαλί. Τα εξωτερικά, στείρα, ακτινωτά-πέταλα είναι κόκκινα-μωβ, 3-8 cm μακριά. Τα άνθη
επικονιάζονται από έντομα, συμπεριλαμβανομένων μελισσών, σφηκών και πεταλούδων. Καρπός αχαίνιο (μικρός
ξηρός καρπός, με λεπτά τοιχώματα).
• Γεωγραφική εξάπλωση: είναι αυτοφυής σε περιοχές
αποστράγγισης του Ατλαντικού των Ηνωμένων Πολιτειών
Αμερικής και του Καναδά. Έχει εισαχθεί ως καλλιεργήσιμο φαρμακευτικό φυτό σε περιοχές της βόρειας και ανατολικής Αφρικής και της Ευρώπης.
• Φαρμακευτικές χρήσεις: Έχει χρησιμοποιηθεί για
τη θεραπεία λοιμώξεων, την επούλωση τραυμάτων και
την ενίσχυση του ανοσοποιητικού συστήματος, ως παυσίπονο και για την ανακούφιση των συμπτωμάτων του
κρυολογήματος. Παράγωγα καφεϊκού οξέος από το φυτό
είναι αποτελεσματικά αντιοξειδωτικά σε συστήματα παραγωγής ελεύθερων ριζών και έχουν αντι-φλεγμονώδη
δραστικότητα και ανασταλτική δράση επί της υαλουρονιδάσης. Η μελανίνη είναι γνωστή για την ανοσοδιεγερτική
Echinacea purpurea (L.) Moench: Εικόνα του φυτού στην φύση.
δραστικότητα της. Τα προϊόντα του φυτού είναι δημοφιλή φυτικά ανοσοδιεγερτικά. Υπάρχουν κάποιες ενδείξεις
ότι τα παρασκευάσματα, από τα υπέργεια τμήματα είναι
αποτελεσματικά για την έγκαιρη θεραπεία του κρυολογήματος σε ενήλικες, αλλά τα αποτελέσματα δεν είναι
απολύτως συνεπή. O Ευρωπαϊκός Οργανισμός Φαρμάκων
ενέκρινε τη χρήση της ως παραδοσιακό φυτικό φαρμακευτικό προϊόν για τη θεραπεία μικρών επιφανειακών
πληγών και της ρίζας για συμπληρωματική θεραπεία του
κοινού κρυολογήματος.
• Φυτοχημική σύσταση: Έχουν εντοπιστεί πολυάριθμες χημικές ενώσεις, όπως αλκαμίδια, πολυαλκένια,
πολυαλκύνια, παράγωγα καφεϊκού οξέος και πολυσακχαρίτες. Το πτητικό έλαιο περιέχει κυρίως βορνεόλη, οξικό
βορνύλιο, πενταδεκα-8-(Ζ)-εν-2-όνη, γερμακρένιο D, καρυοφυλλένιο, εποξειδίο καρυοφυλλενίου. Τα ισοβουτυλαμίδια βρίσκονται στα εναέρια μέρη. Το παράγωγο του
εστέρα του καφεϊκού οξέος, κιχωρικό οξύ, είναι η κύρια
δραστική ένωση αυτής της κατηγορίας.
107
Eruca vesicaria (L.) Cav.
Descr. Pl.: 426. 1802
• Οικογένεια: Brassicaceae.
• Συνώνυμα: Brassica vesicaria L., Brassica erysimoides
Spreng., Brassica hispida Ten., Brassica pinnatifida
Desf., Eruca aurea Batt., Eruca cappadocica Boiss.,
Eruca deserti Pomel, Eruca lanceolata Pomel, Eruca
longirostris R. Uechtr., Eruca orthosepala (Lange) Lange,
Eruca pinnatifida (Desf.) Pomel, Eruca sativa Mill., Eruca
stenocarpa Boiss. & Reut., Velleruca longistyla Pomel,
Eruca sativa subsp. aurea (Batt.) Jahand. & Maire, Eruca
sativa subsp. longirostris (R. Uechtr.) Jahand. & Maire,
Eruca sativa subsp. pinnatifida (Desf.) Batt., Eruca sativa
subsp. stenocarpa (Boiss. & Reut.) Jahand. & Maire,
Eruca sativa subsp. vesicaria (L.) Jahand. & Maire.
• Κοινές ελληνικές ονομασίες: Εύζωμον το ήμερον,
Ρόκα, Αζούματο.
• Συστηματική περιγραφή: Eτήσιο φυτό, με 20-100
cm ύψος. Τα φύλλα βαθιά πτεροειδώς λοβωτά με 4-10
μικρούς πλευρικούς λοβούς και ένα μεγάλο τερματικό
λοβό. Τα άνθη είναι 2-4 cm σε διάμετρο, τοποθετημένα
σε κόρυμβο. Τα πέταλα έχουν χρώμα κρεμώδες λευκό με
μωβ νεύρα και οι στήμονες κίτρινο. Τα σέπαλα πέφτουν
αμέσως μετά το άνοιγμα του άνθους. Ο καρπός είναι κέρας 12-35 mm (0,5-1,4) με ένα κορυφαίο ράμφος και
περιέχει αρκετά σπέρματα. Το είδος έχει αριθμό χρωμοσωμάτων. 2n = 22.
108
• Γεωγραφική εξάπλωση: Αυτοφυές στην περιοχή της
Μεσογείου, από το Μαρόκο και την Πορτογαλλία, ανατολικά στο Λίβανο και την Τουρκία.
• Φαρμακευτικές χρήσεις: χρησιμοποιείται ως φαρμακευτικό φυτό για τη θεραπεία μολύνσεων των ματιών,
πεπτικών και νεφρικών προβλημάτων. Τα φύλλα είναι
αποτοξινωτικά, αντισκορβουτικά, διουρητικά, τονωτικά,
καθαρτικά και αντιφλεγμονώδη. Τα σπέρματα και τα φύλλα έχουν διεγερτικές και φλογιστικές ιδιότητες. Το φυτό
επίσης χρησιμοποιείται για τη φροντίδα του λιπαρού δέρματος της κεφαλής και για την πρόληψη της τριχόπτωσης.
Οι αφροδισιακές ιδιότητες του φυτού έχουν αναφερθεί
Eruca vesicaria (L.) Cav.: Χαρακτηριστικά άνθη.
από τους ρωμαϊκούς χρόνους. Σήμερα εκτιμάται ιδιαίτερα για την υψηλή διατροφική αξία του και τα οφέλη που
προσδίδει στην υγεία η τακτική κατανάλωσή του, όπως
η χημειοπροληπτική δράση και η αποτοξινωτική, η νευροπροστατευτική και η συμβολή του στην τόνωση του
ανοσοποιητικού.
• Φυτοχημική σύσταση: περιέχει προ βιταμίνη Α, βιταμίνη C, φυλλικό οξύ, ασβέστιο και φυτικές ίνες, καροτενοειδή (λουτεΐνη, β-καροτένιο), φλαβονοειδή και θειογλυκοζίτες (γλυκοερουκίνη). Είναι καλή πηγή πρωτεΐνης,
θειαμίνης, ριβοφλαβίνης, βιταμίνης Β6, παντοθενικού
οξέος, ψευδάργυρου, χαλκού και μαγνησίου.
Hippophae rhamnoides L.
Angew. Bot. 57 : 77-83.
• Οικογένεια: Elaeagnaceae
• Συνώνυμα: Elaeagnus rhamnoides (L.) A. Nelson,
Hippophae angustifolia Lodd., Hippophae littoralis
Salisb., Hippophae rhamnoideum Saint-Lager,
Hippophae sibirica Lodd., Hippophae stourdziana Szabό,
Osyris rhamnoides Scop., Rhamnoides hippophae
Moench.
• Κοινές ελληνικές ονομασίες: Ιπποφαές το ραμνοειδές. Η ονομασία στα λατινικά του γένους Hippophae
προέρχεται από τις ελληνικές λέξεις ίππος (άλογο) και
φαές, ουδ. του φαής (φως, λάμψη), σημαίνει φωτεινό,
λαμπερό άλογο, καθώς τα φύλλα του αποτελούσαν μέρος
της διατροφής των αγωνιστικών αλόγων. Πίστευαν ότι τα
άλογα γίνονταν παχουλά και υγιή, όταν διατηρούνταν σε
βοσκοτόπους με αυτά τα δέντρα. Σύμφωνα με άλλο μύθο,
τα φύλλα ιπποφαούς ήταν μία από τις τροφές του Πήγασου (ιπτάμενου αλόγου).
• Συστηματική περιγραφή: ξυλώδης αγκαθωτός,
φυλλοβόλος θάμνος ή δέντρο, μερικές φορές έως 18 m.
Κόμη ακανόνιστου σχήματος με αγκαθωτά, γκρι κλαδιά.
Φύλλα γραμμοειδή-λογχοειδή, εναλλασσόμενα, μήκους
2-6 cm, που καλύπτονται στις δύο πλευρές με ασημί-λευκά λέπια, ενώ από την κάτω πλευρά φέρουν καφέ στίγματα. Άνθη δυσδιάκριτα, κίτρινα, μονογενή εμφανίζονται
πριν από τα φύλλα. Καρπός μονόσπερμη δρύπη, ερυθρωπός πορτοκαλί, που ποικίλλει σε μήκος, 5-12 mm.
• Γεωγραφική εξάπλωση: είναι αυτοφυές φυτό σε όλη
την Ευρώπη, την Ασία την Ιαπωνία και τα Ιμαλάια.
• Φαρμακευτικές χρήσεις: Η παραδοσιακή θεραπευτική χρήση του εστιάζεται στις διαταραχές του γαστρεντερικού συστήματος και του δέρματος. Επιταχύνει την
επούλωση, την ανάπλαση του δέρματος και του πεπτικού
βλεννογόνου σε φλεγμονώδεις καταστάσεις και συνθήκες
έλκους. Λόγω των αντιαιμοπεταλιακών, αντιελκωτικών,
αντιφλεγμονωδών, αντικαρκινικών, ηπατοπροστατευτικών, υπογλυκαιμικών, αντιαθηρογόνων, υποτασικών και
επουλωτικών ιδιοτήτων τού θεωρείται ως υπερτροφή.
Hippophae rhamnoides L.: Καρποί και φύλλα.
• Φυτοχημική σύσταση: Τα βιοδραστικά συστατικά στους καρπούς ποικίλουν ανάλογα με την ωρίμανση
των καρπών, το μέγεθος, το είδος, τις γεωγραφικές περιοχές, το κλίμα και τις μεθόδους εκχύλισης. Οι καρποί
είναι πλούσια πηγή πολύτιμων ενώσεων, όπως βιταμίνες,
καροτενοειδή, φλαβονοειδή, οργανικά οξέα, αμινοξέα,
μικρο-και μακροθρεπτικά συστατικά. Εκτός από τα αντιοξειδωτικά, είναι επίσης πλούσιοι σε φυτοστερόλες και λιπαρά οξέα. Τα φύλλα περιέχουν θρεπτικά συστατικά και
βιοδραστικές ουσίες, οι οποίες περιλαμβάνουν κυρίως
φλαβονοειδή, καροτενοειδή, ελεύθερες και εστεροποιημένες στερόλες, τριτερπενόλες και ισοπρενόλες. Τα φύλλα
είναι εξίσου πλούσια πηγή σημαντικών αντιοξειδωτικών,
όπως, β-καροτένιου, βιταμίνης Ε, κατεχινών, ελλαγικού
οξέος, φερουλικού οξέος, φυλλικού οξέος, ασβεστίου,
μαγνησίου και καλίου. Οι πολυφαινολικές ενώσεις στα
φύλλα αντιπροσωπεύονται από φλαβονόλες, λευκοανθοκυανιδίνες, επικατεχίνη, γαλλοκατεχίνη, επιγαλλοκατεχίνη και γαλλικό οξύ.
109
Jasminum grandiflorum L.
Sp. Pl. ed. 2, 9 (1762)
• Οικογένεια: Oleaceae.
• Συνώνυμα: Jasminum officinale subsp. grandiflorum
(L.) E. Laguna, Jasminum officinale var. grandiflorum
(L.) L.H. Bailey, Jasminum officinale f. grandiflorum
(Linnaeus) Kobuski., Jasminum aureum D. Don.
• Κοινές ελληνικές ονομασίες: Ίασµος Μεγανθής ή
γιασεµί Χίου, Γιασεμί, Ίασμος. Η λατινική λέξη «Jasminum»
προέρχεται από την ελληνική λέξη ιάσμινον (μύρον), δηλαδή ιασμέλαιο και ανάγεται στην περσική λέξη yâsamin
ή yāsam, που σημαίνει «δώρο του Θεού».
• Συστηματική περιγραφή: αναρριχητικός θάμνος,
φύλλα αντίθετα, ακέραια ωοειδή έως ελλειπτικά, αιχμηρά
με ακιδωτές κορυφές, οι μίσχοι απουσιάζουν σχεδόν παντελώς, σύνθετα περιτόλληκτα, με τρία ζεύγη φυλλαρίων
και τελειώνουν με ένα μόνο φύλλο στην άκρη. Τα φυλλάρια είναι επιμήκη-λογχοειδή, οξεία, 7 έως 11 τελικά φυλλάρια κάπως μεγάλα από ό, τι τα πλευρικά, στενεύουν στη
βάση, ωοειδή-λογχοειδή, οξεία ή οξυτενή, πλευρικά ωοειδή, τερματικά μεγαλύτερά από τα πλευρικά και συχνά
ενωμένα με βλαφαριδωτές επιφάνειες και περιθώρια. Τα
άνθη είναι ακραία και σε μασχαλιαίους βότρεις, λοβωτός
κάλυκας μακρύς και γραμμικός, περισσότερο από το ήμισυ, όσο οι σωλήνες της στεφάνης. Ο καρπός είναι μαύρη
ράγα, ελλειψοειδής, σφαιροειδής στην ωριμότητα.
110
• Γεωγραφική εξάπλωση: Ιθαγενές στη νότια Ασία.
Καλλιεργείται ευρέως στην Αφρική (Β. Αφική: Αλγερία,
Αίγυπτο, Μαρόκο), Ασία-Τροπική (Ινδία), Ευρώπη (Ν. Ευρώπη: Ιταλία, Γαλλία).
• Φαρμακευτικές χρήσεις: Ολόκληρο το φυτό χρησιμοποιείται ως πικρό, στυπτικό, καυστικό, θερμογόνο,
αφροδισιακό, αναλγητικό, αποτοξινωτικό, εμμηναγωγό,
μαλακτικό, διουρητικό, αποφρακτικό, εμπυωτικό, τονωτικό, και για πλύσεις του στόματος. Οι ρίζες είναι χρήσιμες
στην αντιμετώπιση της κεφαλαλγίας, της παράλυσης, της
παράλυσης του προσώπου, της νοητικής εξασθένησης,
της χρόνιας δυσκοιλιότητας, του μετεωρισμού, της δυσουρίας, της στειρότητας, της δυσμηνόρροιας, της αμη-
Jasminum grandiflorum L.: Εικόνα του φυτού στη φύση.
νόρροιας, των λειχηνών, της λέπρας, των δερματικών
παθήσεων και του ιλίγγου. Τα φύλλα είναι χρήσιμα στην
αντιμετώπιση οδονταλγίας, ουλίτιδας, ελκώδους στοματίτιδας, λέπρας, ασθενειών του δέρματος, ωτόρροιας,
ωταλγίας, δυσουρίας, δυσμηνόρροιας, ελκών, τραυμάτων
και κάλων, σε περιπτώσεις άφθων, στοματίτιδας, έλκους
στόματος. Τα άνθη είναι χρήσιμα σε παθήσεις στόματος,
εγκεφαλοπάθειες, παθήσεις δοντιών, οφθαλμοπάθειες,
λέπρα, ασθένειες του δέρματος, κνησμό, δυσουρία, δυσμηνόρροια, έλκη, και ως ψυκτικό μέσο. Εφαρμόζεται
ως επίθεμα στη θωρακο-οσφυϊκή χώρα, στα γεννητικά
όργανα και στην ηβική χώρα για τις αφροδισιακές του
ιδιότητες.
• Φυτοχημική σύσταση: Υπάρχουν πάνω από 100
συστατικά στο αιθέριο έλαιο του. Μη πτητικά συστατικά
του είναι τα φλαβονοειδή, τριτερπένια (ουρσολικό οξύ),
φαινυλοπροπανοειδή, λιπαρά οξέα και οι εστέρες τους,
σεκοιριδοειδείς γλυκοζίτες.
Lycium barbarum L.
Sp. Pl.: 192. 1753
• Οικογένεια: Solanaceae.
• Συνώνυμα: Lycium halimifolium Mill., Lycium
trewianum Roem. & Schult., Lycium vulgare Dunal,
Teremis elliptica Raf., L. chinense., L. europaeum non L.,
L. lanceolatum, L. megistocarpum, L. ovatum.
• Κοινές ελληνικές ονομασίες: Γκότζι ή κινέζικη σταφίδα, «μούρο της ευτυχίας» ή «κόκκινο διαμάντι».
• Συστηματική περιγραφή: Φυτό έως 2-5 m. Βλαστοί
τοξοειδείς. Αγκάθια λεπτά, λίγα. Φύλλα 20-100 x 6-30
mm, πολύ στενά ελλειπτικά έως λογχοειδή στενά, συνήθως ευρύτερα στη μέση. Κάλυκας 4 mm, 2-χειλος. Στεφάνη άνθους 9 mm χωανοειδής ο σωλήνας στενός κυλινδρικός στη βάση, μωβ στην αρχή, γίνεται καφέ. Λοβοί 4 mm
Στήμονες μακρά εξερχόμενοι. Νήματα με πυκνές τούφες
με τρίχες στη βάση. Κόκκινος καρπός. 2n = 24.
• Γεωγραφική εξάπλωση: Καλλιεργείται για φράχτες
και εγκλιματίστηκε σε ένα μεγάλο μέρος της Ευρώπης.
[Au Be Br Bu Co Cr Cz Da Ga Ge Hb He Ho Hs Hu It Ju Lu No
Po Rm Rs (C, W, K, E) Su Tu]. (Κίνα.)
• Φαρμακευτικές χρήσεις: Το γκότζι, σύμφωνα με την
παραδοσιακή Κινεζική θεραπευτική, συμβάλλει στην ενίσχυση της λειτουργίας του ανοσοποιητικού συστήματος,
στη βελτίωση της όρασης, στην προστασία του ήπατος,
στην αύξηση της παραγωγής σπέρματος και στη βελτίωση της κυκλοφορίας, δρα στο ήπαρ, τους πνεύμονες και
τους νεφρούς. Τα φύλλα των Γκότζι μπορούν να χρησιμοποιηθούν για την παρασκευή τσαγιού και ο φλοιός των
ριζών χρησιμοποιείται για την θεραπεία φλεγμονωδών
και ορισμένων ασθενειών του δέρματος. Πολλές δημοσιευμένες μελέτες, έχουν αναφερθεί σε πιθανές θεραπευτικές ιδιότητες του, κυρίως λόγω των αντιοξειδωτικών
ιδιοτήτων του, συμπεριλαμβανομένων των δυνητικών
ευεργετικών δράσεών του έναντι καρδιαγγειακών και
φλεγμονωδών ασθενειών, ασθενειών που σχετίζονται με
την όραση εξαιτίας των νευροπροστατευτικών ιδιοτήτων
ή των δράσεών του ως αντικαρκινικό και ανοσορυθμιστικό παράγοντα. Επιπροσθέτως, το έγχυμα από τους
Lycium barbarum L.: Καρποί.
καρπούς χρησιμοποιείται για να μειώσει τα επίπεδα της
πίεσης και της χοληστερόλης του αίματος. Ο καρπός λαμβάνεται από του στόματος για τη θεραπεία του διαβήτη,
του ιλίγγου, της οσφυαλγίας, της ανικανότητας και των
εμμηνοπαυσιακών ενοχλήσεων. Ο φλοιός της ρίζας ελέγχει το βήχα, μειώνει τον πυρετό, την αρτηριακή πίεση και
τα επίπεδα χοληστερόλης στο αίμα. Λαμβάνεται για τη
θεραπεία χρόνιων πυρετών, εσωτερικών αιμορραγιών,
αιμορραγιών της μύτης, της φυματίωσης, του βήχα, του
άσθματος κ.λπ. Εφαρμόζεται εξωτερικά για τη θεραπεία
του κνησμού των γεννητικών οργάνων.
• Φυτοχημική σύσταση: Οι καρποί περιέχουν πολλά
θρεπτικά και φυτοχημικά συστατικά, συμπεριλαμβανομένων 11 βασικών μετάλλων και 22 μεταλλικών ιχνοστοιχείων, 18 αμινοξέων, 6 βασικών βιταμινών, 8 πολυσακχαριτών και 6 μονοσακχαριτών. Περιέχουν 5 ακόρεστα
λιπαρά οξέα, β-σιτοστερόλη και άλλες φυτοστερόλες, 5
καροτενοειδή και πολλές φαινολικές χρωστικές (φαινόλες), οι οποίες έχουν αντιοξειδωτικές ιδιότητες.
111
Mentha x piperita L.
Sp. Pl. 576 (1753)
• Οικογένεια: Lamiaceae.
• Συνώνυμα: Μentha dumetorum Schult.,
Mentha crispa L., Mentha aquatica L. var. crispa (L.)
Benth.
• Κοινές ελληνικές ονομασίες: Μίνθη η πιπερώδης,
Πράσινη μέντα, Μέντα.
• Συστηματική περιγραφή: Ποώδες, πολυετές, ριζωματώδες φύτό, μεγαλώνει με ύψος από 30 έως 90 cm, με
λείους βλαστούς και τετραγωνισμένο άξονα. Τα ριζώματα
εκτείνονται ευρέως, είναι σαρκώδη, χωρίς ινώδεις ρίζες.
Τα φύλλα έχουν μήκος από 4 έως 9 cm, και εύρος από 1,5
έως 4 cm, σκούρα πράσινα με ερυθρωπά νεύρα, εμφανίζουν οξεία κορυφή και οδοντωτά περιθώρια. Τα φύλλα
και οι βλαστοί είναι συνήθως ελαφρώς τριχωτά. Τα άνθη
είναι πορφυρά, με μήκος 6-8 mm στεφάνη τετράλοβη με
διάμετρο περίπου 5 mm, τα άνθη βρίσκονται κατά σπονδύλους (σπονδυλώδεις ταξιανθίες) γύρω από το βλαστό,
σχηματίζοντας παχείς και αμβλείς στάχεις.
• Γεωγραφική εξάπλωση: Αυτοφυές στην Ευρώπη,
καλλιεργείται ευρέως.
112
• Φαρμακευτικές χρήσεις: Χρησιμοποιείται ευρέως
για να καταπραΰνει ή να θεραπεύσει συμπτώματα όπως
ναυτία, εμετός, κοιλιακοί πόνοι, δυσπεψία, ευερέθιστο
έντερο, τυμπανισμός. Μελέτη σε ζώα πρότεινε πιθανή
ιδιότητα ακτινοπροστασίας σε ασθενείς που υπόκεινται
σε θεραπεία για τον καρκίνο. Φαίνεται ότι το άρωμα της
μέντας ενισχύει τη μνήμη και την εγρήγορση, αν και κάποιες άλλες έρευνες το αμφισβητούν. Σύμφωνα με τη
μονογραφία Ε της Γερμανικής Επιτροπής, το έλαιο καθώς
και τα φύλλα μπορούν να χρησιμοποιηθούν εξωτερικά ως
αντισπασμωδικό, για τη θεραπεία του συνδρόμου του ευερέθιστου εντέρου, για καταρροή και φλεγμονές της στοματικής κοιλότητας. Εξωτερικά, το έλαιο χρησιμοποιείται
σε μυαλγίες και νευραλγίες. Επίσης δρα για την αντιμετώπιση του μετεωρισμού, ως χολαγωγό, αντιβακτηριακό,
βλεννολυτικό, και τέλος έχει ψυκτική δράση.
Mentha x piperita L.: Βλαστός με ανθισμένες ταξιανθίες.
• Φυτοχημική σύσταση: Η μέντα έχει υψηλή περιεκτικότητα σε μινθόλη. Το έλαιο περιέχει μενθόνη και μεθυλεστέρες. Η ξηρή μέντα περιέχει τυπικά 0.3-0.4% πτητικού
ελαίου που περιλαμβάνει μινθόλη (7-48%), μενθόνη (2046%), οξικό μεθύλιο (3-10%), μινθοφουράνιο (1-17%)
and 1,8-κινεόλη (3-6%). Επίσης, το έλαιο περιέχει μικρές
ποσότητες διαφόρων συστατικών, όπως λιμονένιο, πουλεγόνη, καρυοφυλένιο και πινένιο.
Ocimum basilicum L.
Sp. Pl.: 597. 1753
• Οικογένεια: Lamiaceae.
• Συνώνυμα: Ocimum album L., Ocimum anisatum
Benth., Ocimum barrelieri Roth, Ocimum bullatum
Lam., Ocimum caryophyllatum Roxb., Ocimum
chevalieri Briq., Ocimum ciliare B. Heyne ex Hook. f.,
Ocimum ciliatum Hornem., Ocimum citrodorum Blanco,
Ocimum cochleatum Desf., Ocimum dentatum Moench,
Ocimum hispidum Lam., κ.ά.
• Κοινές ελληνικές ονομασίες: Βασιλικός. Αναφέρεται από το Διοσκορίδη υπό το όνομα «Ώκιμον» (Ώκιμον
το βασιλικόν). Η ονομασία «βασιλικός» του αποδόθηκε
καθώς, σύμφωνα με θρύλο, φύτρωσε στο σημείο όπου ο
Μέγας Κωνσταντίνος και η μητέρα του Αγία Ελένη ανακάλυψαν τον Τίμιο Σταυρό.
• Συστηματική περιγραφή: Αρωματικό, ετήσιο φυτό,
0,3-0,5 m ύψος, αλλά μερικές ποικιλίες μπορούν να φθάσουν μέχρι το 1 m. Το φυτό μεγαλώνει από μια παχιά
κύρια ρίζα και έχει μεταξένια πράσινα αντίθετα (ζεύγη)
οβάλ φύλλα, τα οποία τείνουν να είναι 3-11 cm μακριά
και 1-6 cm, διακλαδιζόμενα έξω από τον κεντρικό βλαστό. Μικρά λευκά άνθη συγκεντρώνονται σε ένα στάχυ
στη κορυφή του φυτού.
• Γεωγραφική εξάπλωση: αυτοφυές σε περιοχές της
Ασίας και της Αφρικής και φύεται ως πολυετές σε ορισμένα νησιά του Ειρηνικού. Προήλθε από την Ινδία στην Ευρώπη μέσω της Μέσης Ανατολής τον 16ο αιώνα, και στη
συνέχεια στην Αμερική τον 17ο αιώνα.
• Φαρμακευτικές χρήσεις: Το φυτό χρησιμοποιείται
γενικά σε θεραπείες πεπτικών διαταραχών και διαταραχών του νευρικού συστήματος. Τα φύλλα χρησιμοποιούνται σε περιπτώσεις πυρετού, κοιλιακών κραμπών,
γαστρεντερίτιδας, δυσκοιλιότητας, ναυτίας και κακής πέψης. Το αφέψημα από τα φύλλα θεωρείται πως καταπολεμά την ήπια νευρική ένταση, τον πονοκέφαλο, τη ναυτία
και τον πονόλαιμο. Το έγχυμα των φύλλων είναι χρήσιμο
φάρμακο για τη θεραπεία αναπνευστικών διαταραχών. O
χυμός φύλλων βασιλικού βοηθά στην αποβολή των λίθων
Ocimum basilicum L.: Mορφή του φυτού.
των νεφρών. Το μάσημα των φύλλων βασιλικού σε καθημερινή βάση, μπορεί να λειτουργήσει προστατευτικά
κατά του στρες, έλκους και των στοματικών μολύνσεων.
Το φυτό είναι, επίσης, χρήσιμο για τη μείωση της χοληστερόλης στο αίμα, χρησιμοποιείται, πριν και μετά τον
τοκετό για τη βελτίωση της κυκλοφορίας του αίματος,
καθώς και για τη θεραπεία τσιμπήματων φιδιών εντόμων,
σκωλήκων και μυρμηγκιών. Τα σπέρματα χρησιμοποιούνται ως καθαρτικό λόγω της βλέννης που περιέχουν.
• Φυτοχημική σύσταση: Eίναι πλούσιο σε αιθέριο
έλαιο. Περιέχει λιναλοόλη, μεθυλοκαβικόλη, μεθυλοκινναμωμικό, κιτράλη, ευγενόλη, γερανιόλη, κ.λπ. Η εστραγόλη, καρκινογόνος ουσία, είναι παρούσα στο αιθέριο
έλαιο σε επίπεδα μεταξύ 8-16%. Το αιθέριο έλαιο βρίσκεται επίσης στον «γλυκό» βασιλικό, μαζί με το ροσμαρινικό
οξύ, κιχωρικό οξύ, καφταρικό οξύ, αλλά και φλαβονοειδή.
113
Pelargonium graveolens (Thunb.) L’Hér.,
in Aiton, Hort. Kew. 2: 423. 1789
• Οικογένεια: Geraniaceae.
• Συνώνυμα: Geraniospermum terebinthenaceum
(Cav.) Kuntze, Geranium graveolens (L’Hérit.) Thunb.,
Geranium radula Roth, Geranium terebenthinaceum
Cav., Pelargonium asperum Ehrh. ex Willd.
• Κοινές ελληνικές ονομασίες: Πελαργόνιον το βαρύοσμον, Πελαργόνιο, Γεράνι, Αρμπαρόριζα, μοσχομολόχα,
Αρμπανέλα, Αρμπακανέλα, Αρμπαρόζα, Αλμπανόριζα,
Αμπερόριζα, Λουκουμόχορτο.
• Συστηματική περιγραφή: υποξυλώδες έως 1,3 m
ύψος, έντονα αρωματικό. Μεσογονάτια διαστήματα 1-8
cm. Bλαστικά μέρη, μίσχοι και ποδίσκοι αδενώδη και
χνουδωτά, χνοώδη όταν είναι μικρά, με τρίχες αφιστάμενα ή ± συμπιεσμένες στα φύλλα, αδένες μικροί έμμισχοι.
Έλασμα φύλλων 2-7 x 2,5-8 cm, σε γενικές γραμμές ωοειδή προς πεπιεσμένα-ωοειδή, πτεροσχιδή ή μερικές φορές
σχεδόν παλαμοσιδή, καρδιόσχημα στη βάση. Παράφυλλα
δελτοειδή σε γενικές γραμμές ωοειδή, οξεία, συχνά δισχιδή, μεμβρανώδη. Ταξιανθία ένα ψευδό-σκιάδιο και αποτελείται από (1) 2-5 (7) άνθη. Σέπαλα 7,5-11 x 2-5 mm,
στενά λογχοειδή σε στενά ωοειδή ή λυροειδές σε στενά
επιμήκη, οξεία αφιστάμενα-χνουδωτά και αδενικά. Πέταλα ροζ με πιο σκούρα νεύρα. Στήμονες με γόνιμα νήματα
7, 10-16 mm μήκος. Καρποί 1,8-2,4 cm μήκος. Σπέρματα
3,2-3,6 x 1,4-1,8 mm, δίχως το περικάρπιο, ωχρό καφέ,
λεπτομερώς δικτυωτοί.
114
• Γεωγραφική εξάπλωση: αυτοφυές στη Νότια Αφρική, εισήχθη στην Ευρώπη κατά τη διάρκεια του 17ου αιώνα. Έχει καλλιεργηθεί σε πολλές περιοχές για εμπορικούς
σκοπούς.
• Φαρμακευτικές χρήσεις: Το αιθέριο έλαιο του φυτού βοηθά στον καθαρισμό κηλίδων και ατελειών του
δέρματος. Σβήνει και απαλύνει τα σημάδια της ευλογιάς,
ουλών, ραγάδων και ακμής, βελτιώνει την κυκλοφορία
του αίματος κάτω από το δέρμα, καθιστώντας το πιο υγιή
και ζωντανό. Έχει θετική επίδραση στο αναπνευστικό, στο
πεπτικό, στο κυκλοφορικό σύστημα, στις ενδοκρινικές
Pelargonium graveolens (Thunb.) L’Hér.:
Εικόνα του φυτού στη φύση.
λειτουργίες. Είναι αποτελεσματικό στυπτικό, προστατεύει
τις ανοιχτές πληγές και τα κοψίματα από μολύνσεις, επιτρέπει την ταχεία επούλωση, συμβάλλει στην επούλωση
αιμοφόρων αγγείων και επιταχύνει την πήξη του αίματος.
Βοηθάει σε περίπτωση έντονης έμμηνου ροής. Λειτουργεί
ως διουρητικό. Μειώνει τον πόνο δρώντας επί του κεντρικού νευρικού συστήματος και του περιφερικού νευρικού
συστήματος, βοηθά στην ανακούφιση από τους πόνους
της αρθρίτιδας. Προωθεί τον ύπνο και βοηθά στην ανακούφιση των διαταραχών της διάθεσης όπως της κατάθλιψης και του άγχους.
• Φυτοχημική σύσταση: Πάνω από 120 διαφορετικά χημικά συστατικά έχουν απομονωθεί από το αιθέριο
έλαιο του. Η σύσταση ποικίλλει ανάλογα με τις συνθήκες
καλλιέργειας και περιλαμβάνει κιτρονελλόλη, γερανιόλη,
λιναλοόλη, μενθόνη, ισομενθόνη, λιμονένιο, πινένιο και
μεθυλο-ευγενόλη.
Pimpinella anisum L.
Sp. Pl.: 264. 1753
• Οικογένεια: Apiaceae.
• Συνώνυμα: Tragium anisum (L.) Link, Sison anisum
(L.) Spreng., Seseli gilliesii Hook. & Arn., Selinum
anisum (L.) E.H.L. Krause, Pimpinele anisa St.-Lag.,
Carum anisum (L.) Baill., Apium anisum (L.) Crantz,
Anisum vulgare A. Gaertn., Anisum officinarum Moench,
Anisum officinale DC., Anisum odoratum Raf.
• Κοινές ελληνικές ονομασίες: Πιμπινέλλη το άνισον,
Πιμπινέλα, Άνισον του Διοσκουρίδου, Γλυκανθής, Άνισος,
Ιλίκιον, Γλυκάνισος. Το ελληνικό όνομα «άνισος» και το
λατινικό όνομα «anisum» προήλθαν από τo αραβικό όνομα «anysum».
• Συστηματική περγραφή: Λεπτότατα χνουδωτό, έντονα αρωματικό ετήσιο 10-50 cm. Βλαστός κυλινδρικό, ραβδωτός, διακλαδισμένος στο πάνω μέρος. Τα χαμηλότερα
φύλλα νεφροειδή, μεσοσχιδή-οδοντωτά ή ελαφριά λοβωτά. Τα αμέσως επόμενα φύλλα, πτεροσχιδή με 3-5, ωοειδή
ή αντωοειδή, οδοντωτά τμήματα. Άνω φύλλα του βλαστού
2 - έως 3-πτεροσχιδή, λοβωτά γραμμοειδή-λογχοειδή και
στενά, με μανδύα οι μίσχοι τους. Ακτίνες 7-15, αραιά τριχωτά. Βράκτια απουσιάζουν ή 1. Μικρά βράκτια συνήθως
λίγα, νηματοειδή. Πέταλα λευκά. Καρποί 3-5 mm, ωοειδείς
προς επιμήκεις, με λίγες αφιστάμενες τρίχες.
• Γεωγραφική εξάπλωση: Είναι ασιατικής προέλευσης, καλλιεργείται ευρέως για τις αρωματικούς του καρπούς και συχνά εγκλιματίζεται. [Au Bu Cr Cz Ga Ge Gr Hs
Hu It Ju Lu No Po Rm Rs (C, W, E)].
• Φαρμακευτικές χρήσεις: Η φαρμακευτική χρήση
του οφείλεται σε μεγάλο βαθμό στις αντισπασμωδικές,
βλεννολυτικές, αποχρεμπτικές και αντιβακτηριακές ιδιότητες του αιθέριου ελαίου του. Οι θρυμματισμένοι καρποί
χρησιμοποιούνται παραδοσιακά ως αφεψήματα. Θεωρείται χρήσιμο στην επίλυση διάφορων πεπτικών προβλημάτων, όπως μετεωρισμός, ναυτία και δυσπεψία και
στη θεραπεία διαφόρων παθήσεων του αναπνευστικού
συστήματος (άσθμα, κοκκύτης, θωρακικές παθήσεις).
Είναι διουρητικό, χωνευτικό και παραδοσιακά δινόταν
Pimpinella anisum L.: Φυτά σε καλλιέργεια.
για την αϋπνία, τη δυσκοιλιότητα και για νευρολογικές
διαταραχές. Παραδοσιακά, θεωρείται ότι ανακουφίζει
τον πόνο που σχετίζεται με τον γυναικείο κύκλο, είναι γαλακταγωγό και αφροδισιακό. Ο Ευρωπαϊκός Οργανισμός
Φαρμάκων ενέκρινε τα σπέρματα και το αιθέριο έλαιό, ως
παραδοσιακό φάρμακο φυτικής προέλευσης για τη θεραπεία ήπιων σπασμωδικών γαστρεντερικών ενοχλήσεων
και ως αποχρεμπτικό.
• Φυτοχημική σύσταση: Το αιθέριο έλαιο λαμβάνεται
με απόσταξη από τους θρυμματισμένους καρπούς και
περιέχει κυρίως trans-ανηθόλη. Περιέχει επίσης μονοτερπενικούς και σεσκιτερπενικούς υδρογονάνθρακες και
μια ποικιλία άλλων ενώσεων, συμπεριλαμβανομένων της
λιναλοόλης και του β-φαρνεσένιου. Άλλα συστατικά που
περιέχονται είναι γλυκοζίτες φλαβονολών, φαινολικά
παράγωγα, φουρανοκουμαρίνες, υδροξυκουμαρίνες, μη
πτητικό έλαιο και λιπίδια.
115
Punica granatum L.
Sp. Pl.: 472.1753
• Οικογένεια: Lythraceae.
• Συνώνυμα: Punica malus L., Punica florida Salisb.,
Punica grandiflora hort. ex Steud., Punica nana L.,
Punica spinosa Lam.
• Κοινές ελληνικές ονομασίες: Ροδιά. Η αρχαία φοινικική πόλη Punica βρισκόταν στην Β. Αφρική όπου οι
ρωμαϊκές λεγεώνες κατά τη πορεία τους εναντίον της
Καρχηδόνας, τον 3ο αιώνα π.Χ. συνάντησαν για πρώτη
φορά στο δρόμο τους ροδιές. Αναφέρεται επίσης στη
Παλιά Διαθήκη, ως «rimmon», και θεωρείτο δένδρο ιερό.
• Συστηματική περιγραφή: Θάμνος, συνήθως με πολλαπλούς βλαστούς, μεγαλώνει έως 1,8-4,6 m ύψος. Τα
λεπτά κλαδιά ξεκινούν ορθόστητα και έπειτα κρεμούν.
Τα φυλλοβόλα φύλλα είναι λαμπερά και με μήκος περίπου 7,6 cm. Eντυπωσιακά πορτοκαλί-ερυθρά, σε σχήμα
σάλπιγγας με «τσαλακωμένα» πέταλα. Άνθη μήκους 5
cm, συχνά διπλά, είναι ανθισμένα για μεγάλη περίοδο το
καλοκαίρι. Οι καρποί είναι ράγες, σφαιροειδείς, με διάμετρο 5-7,6 cm, λαμπερά ερυθρά ή κιτρινωπά πράσινα στην
ωριμότητα. Κάλυκας παραμένων, σε σχήμα που μοιάζει
με μικρή κορώνα.
• Γεωγραφική εξάπλωση: Αυτοφυές στην Ασία, από
τη Μέση Ανατολή έως τα Ιμαλάια. Καλλιεργείται στο μεγαλύτερο μέρος της Μεσογείου και της Τροπικής Αμερικής, Διαφυγών από καλλιέργειες, έχει εγκατασταθεί σε
περιοχές της Ν. Ευρώπης και στην Ν. και ΝΑ. Αμερική.
116
• Φαρμακευτικές χρήσεις: Όλα τα μέρη του φυτού
περιέχουν ασυνήθιστα αλκαλοειδή («pelletierines») και
χρησιμοποιούνται για την καθαρκτική τους δράση. Στην
λαϊκή θεραπευτική, χρησιμοποιούνται λόγω των στυπτικών ιδιοτήτων, για τη θεραπεία διαφόρων παθήσεων
(κοψίματα, ευαισθησία στο λαιμό, κολπικές εκκρίσεις,
ουλίτιδα). Οι φλοιός, τα φύλλα, οι ανώριμοι καρποί και
το εκχύλισμα του φλοιού των καρπών χρησιμοποιούνται
για την αντιμετώπιση της διάρροιας, της δυσεντερίας,
της αιμορροϊδοπάθειας, τα κονιορτοποιημένα νερά άνθη
χρησιμοποιούνται για την αντιμετώπιση της ρινορραγίας.
Punica granatum L.: Ώριμα φρούτα.
Τα σπέρματα έχουν μαλακτική και στομαχική δράση. Ο
χυμός περιέχει πολυφαινολικά αντιοξειδωτικά που προστατεύουν από διαβήτη, καρδιακές παθήσεις, οστεοαρθρίτιδα και διάφορους τύπους καρκίνου. Έχει σημαντικό
αντίκτυπο στην υγεία της καρδιάς, καθώς διατηρεί τις
αρτηρίες εύκαμπτες και μειώνει τις φλεγμονές στο εσωτερικό των αιμοφόρων αγγείων. Είναι γνωστό ότι μειώνει
την αθηροσκλήρωση, μία από τις κυριότερες αιτίες για
καρδιακές παθήσεις, μειώνει τα επίπεδα της κακής χοληστερίνης, αυξάνει τα επίπεδα της καλής χοληστερίνης,
μειώνει την υψηλή πίεση αίματος.
• Φυτοχημική σύσταση: Αποτελεί σημαντική πηγή
ελαγικού οξέος, αντιοξειδωτικών και πουνικικού οξέος
(λιπαρό οξύ, πολύ ωφέλιμο για την ανάπλαση των κυττάρων και την αναπαραγωγή). Ο χυμός των καρπών αποτελεί σημαντική πηγή βιταμινών A, C και E, καθώς και ιχνοστοιχείων όπως ασβέστιο, φώσφορο, ποτάσιο, σίδηρο,
φολικό οξύ, νιασίνη, θειαμίνη και ριβοφλαβίνη. Ο φλοιός
της ρίζας, τα φύλλα και ο φλοιός των καρπών περιέχουν
ταννίνες.
Stevia rebaudiana (Bert.) Bertoni
• Οικογένεια: Asteraceae
• Συνώνυμα: Eupatorium rebaudianum Bertoni.
• Κοινή ελληνική ονομασία: Στέβια.
• Συστηματική περιγραφή: Πολυετής ημί-θάμνος με
ύψος έως 30 cm. Φύλλα άμισχα, με μήκος 3-4 cm, επιμήκη-λογχοειδή ή σπαθοειδή με αμβλύ έλασμα, οδοντωτά
περιθώρια από το μέσον έως το άκρο, ενώ χαμηλότερα
είναι ακέραια. Η άνω επιφάνεια του φύλλου ελαφρώς
αδενική χνοώδης. Ο βλαστός είναι ασθενώς χνοώδης
στο κάτω μέρος και ξυλώδης. Το ρίζωμα έχει ελαφρώς
διακλαδισμένες ρίζες. Άνθη σύνθετα, περιβαλλόμενα από
περίβλημα επικάλυκα. Κεφάλια χαλαρές, ακανόνιστες,
συμποδικές, κυματοειδείς ταξιανθίες. Άνθη αχνά πορφυρά, πενταμερή. Καρπός αχαίνιο με 5 νευρώσεις, ατρακτοειδές.
• Γεωγραφική εξάπλωση: Το γένος Stevia είναι αυτοφυές στις υποτροπικές και τροπικές περιοχές, από την δυτική Β. Αμερική έως τη Ν. Αμερική, Βραζιλία, Παραγουάη.
• Φαρμακευτικές χρήσεις: Πιθανώς η παρουσία της
στεβιοσίδης στη στέβια οδήγησε στην ευρεία μελέτη
της, με αποτέλεσμα την παραγωγή δεκάδων αναφορών
που σχετίζονται με την υπογλυκαιμική της δράση. Σύμφωνα με μελέτες, η στέβια είναι ωφέλιμη σε περιπτώσεις
υπογλυκαιμίας και σακχαρώδη διαβήτη, καθώς τρέφει
το πάγκρεας και με αυτόν τον τρόπο βοηθάει στην αποκατάσταση της σωστής παγκρεατικής λειτουργίας. Η
ικανότητα της στέβιας να αναστέλλει την ανάπτυξη και
αναπαραγωγή βακτηρίων και άλλων μεταδοτικών οργανισμών είναι σημαντική. Πιθανόν, σχετίζεται ότι όσοι καταναλώνουν προϊόντα της στέβιας, εμφανίζουν λιγότερα
περιστατικά κρυολογήματος και γρίπης. Επίσης, εξαιτίας
αυτής της ιδιότητας, προωθείται η παραγωγή προϊόντων
στοματικών διαλυμάτων και οδοντόπαστων με στέβια. Η
στέβια μειώνει ακόμη την εμφάνιση οδοντικής τερηδόνας. Το τσάι που παρασκευάζεται, ζεστό ή κρύο, χρησιμοποιείται ως χαμηλό σε θερμίδες διεγερτικό όρεξης και ως
βοήθημα για την πέψη και τη ρύθμιση του βάρους. Μία
Stevia rebaudiana (Bert.) Bertoni: Φυτεία.
από τις ιδιότητες του υγρού εκχυλίσματος της που δεν έχει
μελετηθεί πειραματικά ακόμα, αποτελεί η καταπραϋντική
δράση που πιθανώς ασκεί στο δέρμα. Σύμφωνα με τη λαϊκή θεραπευτική, τοποθετείται σε πληγές και εκδορές, για
γρηγορότερη επούλωση χωρίς να απομένουν σημάδια.
• Φυτοχημική σύσταση: Έχουν προσδιοριστεί στη
στέβια περισσότερα από 100 φυτοχημικά συστατικά.
Περιέχει λαβδανικά διτερπένια, τριτερπένια, στιγμαστερόλη, τανίνες, πτητικά έλαια και διτερπενικά γλυκοσίδια.
Είναι πλούσια σε τερπένια, και φλαβονοειδή. Η στεβιοσίδη αποτελεί το 6-18% των φύλλων και είναι το κυρίαρχο γλυκοσίδιο στα φύλλα. Άλλα γλυκαντικά συστατικά
που περιλαμβάνονται είναι οι γλυκοζίτες steviolbioside,
rebausioside A-E, και dulcoside A.
117
Trigonella foenum-graecum L.
Sp. Pl.: 777. 1753
• Οικογένεια: Fabaceae.
• Συνώνυμα: Buceras foenum-graecum (L.) All.,
Foenumgraecum officinale Moench, Foenum-graecum
sativum Medik., Telis foenum-graeca (L.) Kuntze,
Trigonella foenum-graecum subsp. culta (Alef.) Gams,
Trigonella jemenensis (Serp.) Sinskaya, Trigonella graeca
St.-Lag., Trogonella Tibetan (Alef.) Vassilcz.
• Κοινές ελληνικές ονομασίες: Mοσχοσίταρο το ελληνικό, Τριγωνέλλα, Ελληνική χλόη, Γραικόχορτος, Τήλι,
Τήλινδα, Ντοντιλίνα, Ντηλιλίνα, Τσιμένι.
• Συστηματική περιγραφή: Βλαστός 10-50 cm, αραιά
χνουδωτός. Φυλλάρια 20-50 x 10-15 mm, αντωοειδή
έως επιμήκη-αντιλογχοειδή οδοντωτά. Άνθη μονήρη ή
σε ζεύγη, σχεδόν άμισχα. Κάλυκας 6-8 mm, δόντια με
μήκος σχεδόν όσο του σωλήνα. Στεφάνη άνθους 12-18
mm, χρώματος άσπρου-κιτρινωπού, χρωματισμένη βιολετί στη βάση. Όσπριο (εκτός ράμφους) 60-110 x 4-6
mm, όρθια ή αφιστάμενα, γραμμικά, κάπως κυρτά, λεία ή
σχεδόν λεία, με διαμήκη νεύρα. Ράμφος (10-)20-30 mm.
Σπέρματα c. 5 x 3 mm, τετράπλευρα, κάπως συμπιεσμένα, κίτρινα ή ανοικτό καφέ, με λεπτά φυμάτια. 2n = 16.
• Γεωγραφική εξάπλωση: Είναι αυτοφυές στη νότιο-ανατολική Ευρώπη και τη δυτική Ασία. Καλλιεργείται
για ζωοτροφές, κυρίως στην Κ. & Ν. Ευρώπη, και είναι
ευρέως εγκλιματισμένο. [Al Au Be Bu Cr Cz Ga Ge Gr He Hs
Hu It Ju Lu Rm Rs Si Tu.] (? Ν.Δ. Ασία).
• Φαρμακευτικές χρήσεις: Στην αρχαία Ρώμη, το
118 μοσχοσίταρο χρησιμοποιείτο για την υποβοήθηση του
τοκετού. Παραδοσιακά, χρησιμοποιείτο για τη θεραπείας
της δυσπεψίας και της φαλάκρας. Μερικές φορές χρησιμοποιείται ως κατάπλασμα. Εφαρμόζεται στο δέρμα,
αφού τυλιχτεί σε ύφασμα και θερμανθεί, για τη θεραπεία του πόνου και του τοπικού οιδήματος (φλεγμονής),
του πόνου των μυών, του πόνου και της διόγκωσης των
λεμφαδένων (λεμφαδενίτιδας), του πόνου στα δάκτυλα
(ουρικής αρθρίτιδας), πληγών, έλκων ποδιών και του εκζέματος. Οι πιθανές υπογλυκαιμικές και αντιυπερλιπιδαι-
Trigonella foenum-graecum L.: Φυτό με άνθος.
μικές ιδιότητες των κονιοποιημένων σπερμάτων, έχουν
προταθεί ύστερα από τα αποτελέσματα προκαταρκτικών
δοκιμών σε ζώα και ανθρώπους. Ο Ευρωπαϊκός Οργανισμός Φαρμάκων ενέκρινε τη χρήση των σπερμάτων του
ως παραδοσιακό φάρμακο φυτικής προέλευσης για την
προσωρινή απώλεια όρεξης και τη συμπτωματική θεραπεία μικρών φλεγμονών του δέρματος.
• Φυτοχημική σύσταση: Τα σπέρματα είναι πλούσια
σε βλεννοπολυσακχαρίτες, περιέχουν μικρή ποσότητα αιθέριου ελαίου, αλλά και ποικιλία δευτερογενών μεταβολιτών, συμπεριλαμβανομένων των πρωτοαλκαλοειδών,
τριγωνελλίνης και χολίνης. Ανευρίσκονται σαπωνίνες που
προκύπτουν από τη διοσγενίνη, τη γιαμογενίνη, τιγογενίνη και άλλες ενώσεις. Επίσης, στερόλες συμπεριλαμβανομένης της β-σιτοστερόλης, και φλαβονοειδή, μεταξύ των
οποίων η οριεντίνη, ισοοριεντίνη και η ισοβιτεξίνη.
Vaccinium corymbosum L.
Sp. Pl.: 350. 1753
• Οικογένεια: Ericaceae. Υποοικογένεια: Vaccinioideae.
• Συνώνυμα: Cyanococcus corymbosus (L.) Rydb.,
Vaccinium atlanticum E.P. Bicknell, V. constablaei A. Gray.
• Κοινές ελληνικές ονομασίες: Δενδρώδες μύρτιλλο,
Μπλε μούρο, Βακκίνιο.
• Συστηματική περιγραφή: Φυλλοβόλος θάμνος- νάνος. Φύλλα σκούρα πράσινα, έως 7 x 2,5 cm, ελαφρώς
δερματώδη, μερικές φορές με αιχμηρά οδοντωτά περιθώρια. Το φθινόπωρο, τα φύλλα παίρνουν ένα φωτεινό
κόκκινο, πορτοκαλί, κίτρινο και/ή ιώδες χρώμα. Τα άνθη
ασκοειδή με λευκά ή ροζ πέταλα. Τα σέπαλα σχεδόν συμφυή. Στεφάνη κυλινδρική. Στήμονες 8 ή 10. Ανθήρες με ή
χωρίς αποφύσεις. Κάθε λοβός επιμηκυμένος κορυφαία σε
ένα σωλήνα με έναν πόρο στην κορυφή. Ωοθήκη υποφυής. Καρποί μπλε δρύπεις, 7-10 mm.
• Γεωγραφική εξάπλωση: αυτοφυές στις Ανατολικές
ΗΠΑ και τον Καναδά, εντοπίζεται σε υψόμετρα έως και
1600 m. Καλλιεργείται σε πολλές περιοχές, μεταξύ αυτών
σε ΗΠΑ, Καναδά, Ευρώπη, Αυστραλία, Νέα Ζηλανδία, Νότια Αφρική, Μεξικό, Αργεντινή, Ουρουγουάη και Χιλή.
• Φαρμακευτικές χρήσεις: Αφέψημα των φύλλων
ή του φλοιού των ριζών μπορεί να χρησιμοποιηθεί σε
έλκη, κατά του πονόλαιμου και οιδημάτων (φλεγμονή)
της στοματικής κοιλότητας ή του δέρματος του λαιμού. Οι
αποξηραμένοι καρποί και τα φύλλα χρησιμοποιούνται για
τη διάρροια. Οι καρποί συμβάλλουν στην αντιμετώπιση
του σκορβούτου και προβλημάτων του ουροποιητικού
συστήματος, οι ρίζες όταν συνθλίβονται και εμποτίζονται
σε αλκοολούχο ποτό έχουν διουρητικές ιδιότητες. Έχει
χρησιμοποιηθεί για την αντιμετώπιση της αθηροσκλήρωσης, του οφθαλμικού καταρράκτη, των εκφυλιστικών
παθήσεων του αμφιβληστροειδούς χιτώνα, της κόπωσης
των οφθαλμών, της μυωπίας, της νυχτερινής τύφλωσης,
της κακής όρασης, της μελαγχρωστικής αμφιβληστροειδοπάθειας, του διαβήτη, της διαβητικής αμφιβληστροειδοπάθειας, της υδρωπικίας, της δυσεντερίας, της ήπιας
εντερίτιδας, της ιγμορίτιδας και της φλεβίτιδας. Οι καρποί
Vaccinium corymbosum L.: Θάμνος με καρπούς.
του είναι μεταξύ των καρπών με την υψηλότερη αντιοξειδωτική ικανότητα. Ερευνητές έχουν αποδείξει ότι μια
μερίδα νωπών μύρτιλλων παρέχει περισσότερη αντιοξειδωτική προστασία από πολλά άλλα νωπά φρούτα και λαχανικά. Τα χημικά συστατικά του, συμπεριλαμβανομένων
των ανθοκυανινών και των φαινολικών οξέων, βοηθούν
στην καταπολέμηση της καταστροφής των κυττάρων από
βλαβερές ελεύθερες ρίζες και στον καθαρισμό του αίματος από τοξίνες. Πολυάριθμες αναφορές υποστηρίζουν
ότι τα μύρτιλλα ανήκουν στις «υπερτροφές», βελτιώνουν
τη λειτουργία του εγκεφάλου και ελαττώνουν τις εξαρτώμενες από την ηλικία επιπτώσεις, όπως είναι η νόσος
Alzheimer ή η άνοια.
• Φυτοχημική σύσταση: Οι καρποί και τα φύλλα αποτελούν καλή πηγή χλωρογενικού οξέος, φλαβονοειδών
(ανθοκυανίνες, κερκετίνη, κεμφερόλη, μυρικετίνη, κατεχίνη, επικατεχίνη), προκυανιδινών, ρεσβερατρόλης,
πτεροστιλβένιου και βιταμίνης C, και τους προσδίδουν τις
αντιοξειδωτικές τους ιδιότητες.
119