Μια φορά κι έναν καιρό

Παρατηρώ προσεκτικά τις εικόνες και γράφω μια φανταστική
ιστορία βασισμένη σε αυτές.
Η πριγκίπισσα Μερλία σώζει τη χώρα
Μια φορά κι έναν καιρό σε μια χώρα ζούσε μια κακιά μάγισσα
που
δεν
συμπαθούσε
καθόλου
τους
ανθρώπους
και
τους
μεταμόρφωνε σε βατράχια και σε αρουραίους.
Μια μέρα κάποιοι κάτοικοι της χώρας πήγαν στη μάγισσα και της
ζήτησαν να εγκαταλείψει τη χώρα γιατί οι κάτοικοι και τα μικρά
παιδιά φοβούνταν να κυκλοφορήσουν στους δρόμους.
Ο κυρ Γιάννης της είπε με τρεμάμενη φωνή: «Μάγισσα Κική εκ
μέρους όλων των κατοίκων σου ζητώ και πάλι να φύγεις από τη
χώρα μας γιατί σκορπάς το φόβο και την ανατριχίλα σε όλους μας».
Τότε η Μάγισσα Κική τράνταξε στο γέλιο και του είπε: «Δεν
έχετε τη δύναμη να με διώξετε από το σπίτι μου και για το θράσος
σας θα σας μεταμορφώσω με το μαγικό μου ραβδί σε βατράχια».
Η πριγκίπισσα της χώρας, Μερλία, πληροφορήθηκε ότι ο σκοπός
της μάγισσας Κικής ήταν να μεταμορφώσει όλους τους κατοίκους σε
τρωκτικά και με τις δικές της διαταγές να επιτεθούν στο κάστρο και
η μάγισσα να γίνει η νέα βασίλισσα της χώρας.
Τότε η πριγκίπισσα για να προστατεύσει το κάστρο και τους
κατοίκους ανέβηκε στο άσπρο της άλογο, πήρε το σπαθί της και
πήγε στο σπίτι της μάγισσας. Όταν συνάντησε τη μάγισσα της είπε:
«Μάγισσα Κική αν θες να ζήσεις πρέπει να λύσεις όλα σου τα μάγια
και να φύγεις από τη χώρα για πάντα. Η μάγισσα, μη μπορώντας να
κάνει διαφορετικά μεταμόρφωσε όλα τα τρωκτικά σε ανθρώπους και
με βαριά καρδιά έφυγε από τη χώρα και έζησε για πάντα στα βάθη
του δάσους.
Μια φορά κι έναν καιρό…
Μια φορά κι έναν καιρό η οικογένεια Αλεξάνδρου βγήκε για βόλτα στην
εξοχή. Δεν προχώρησαν πολύ και τους συνέβη κάτι πολύ δυσάρεστο. Το
αυτοκίνητο τους χάλασε κι έμειναν στη μέση του δρόμου. Τότε ξεκίνησαν να
βρουν κάποιον να τους το επιδιορθώσει. Περπάτησαν πολύ και
κουράστηκαν.
Ξαφνικά εμφανίστηκε μπροστά τους μια πολύ γριά γυναίκα που έμοιαζε
με μάγισσα. Φορούσε ένα μεγάλο μπλε καπέλο κι ένα μπλε μακρύ φόρεμα με
μια άσπρη ποδιά στη μέση. Το πρόσωπό της ήταν παράξενο και είχε πολύ
μακριά μύτη σαν του Πινόκιο. Στο χέρι της κρατούσε μια ψάθινη σκούπα.
- Τι γυρεύετε όλοι εσείς εδώ; Τι ψάχνετε; Τότε ο κ. Αλέξης Αλεξάνδρου, ο
άνδρας της κ. Μόνικας Αλεξάνδρου, άρχισε να διηγείται τι τους συνέβη και
βρέθηκαν εκεί.
- Εδώ είναι το σπίτι μου και θέλω να φύγετε αμέσως. Δεν μου αρέσουν οι
άνθρωποι.
- Μα το μόνο που θέλουμε είναι να τηλεφωνήσουμε σε κάποιο μηχανικό να
μας διορθώσει το αυτοκίνητό μας.
- Φύγετε αμέσως είπα γιατί θα σας μεταμορφώσω.
- Χα, χα, χα ας γελάσω, είπε ο νεαρός γιος της οικογένειας. Φύγε
παλιόγρια από μπροστά μας. Δε δεχόμαστε απειλές.
Η μάγισσα θύμωσε πολύ κι έβγαλε το ραβδί της και άρχισε να λέει κάτι
ακαταλαβίστικα. Η νεαρή κόρη της οικογένειας, η Ευγενία, φοβήθηκε πολύ
και παρότρυνε τους γονείς της να φύγουν αμέσως από ‘κει. Πριν
προλάβουν να κουνηθούν εμφανίστηκε η κόρη της μάγισσας. Ήταν μια
όμορφη κοπέλα πάνω σε ένα κατάλευκο άλογο.
- Κι άλλη μάγισσα; είπαν με ένα στόμα η οικογένεια Αλεξάνδρου.
- Άφησε τον νεαρό μαμά. Δεν σου έχει φταίξει σε τίποτα.
- Δεν ξέρεις εσύ κόρη μου γι’ αυτό σε παρακαλώ να σωπάσεις.
- Ας τον είπα αλλιώς θα έχεις να κάνεις μαζί μου, είπε η κόρη
αποφασισμένη.
Η γριά μάγισσα επειδή δεν μπορούσε να κάνει αλλιώς ελευθέρωσε το
αγόρι από τα μάγια. Κι έζησαν αυτοί καλά κι εμείς καλύτερα.
Η περιπέτεια της οικογένειας Γεωργίου
Μια ηλιόλουστη, κυριακάτικη μέρα η οικογένεια Γεωργία πήγαινε βόλτα
στην πόλη. Στο δρόμο τους συνάντησαν ένα τεράστιο πανέμορφο κάστρο και μια
κακάσχημη μάγισσα.
- Γιατί περνάτε από το δρόμο του κάστρου μου και μάλιστα τόσο χαρούμενοι;
- Πηγαίνουμε βόλτα στην πόλη.
- Από το κάστρο μου δεν επιτρέπεται να περνάτε.
- Εσένα δεν σου αρέσουν οι βόλτες; Δεν αγαπάς τους ανθρώπους;
- Όχι! Αφήστε με στην ησυχία μου τώρα.
- Μαμά, τι θέλει από εμάς αυτή η κακάσχημη γριά;
- Τώρα θα σε μάθω εγώ να με λες κακάσχημη γριά!
Τότε άπλωσε το μαγικό της ραβδί λέγοντας:
- Άμπρα - κατάμπρα, να γίνει στο λεπτό ένας βάτραχος.
Οι γονείς του Κωνσταντίνου άρχισαν να κλαίνε παρακαλώντας τη μάγισσα να
τους δώσει πίσω το γιο τους.
- Όχι, δε θα σας τον δώσω κι αν δεν φύγετε θα μεταμορφώσω την κόρη σας.
- Μαμά, άσε κάτω ραβδί, αλλιώς θα πεθάνεις με το κοφτερό μου σπαθί.
- Πώς βρέθηκες εσύ εδώ; Δεν σου είπα να προσέχεις το μικρό σου αδελφό;
- Κατάλαβα ότι κάτι συμβαίνει και ήρθα να δω.
- Καλό μου κορίτσι, σε παρακαλώ, βοήθησέ μας να πάρουμε το γιο μας πίσω.
- Σε παρακαλώ, λύσε τα μάγια, θέλω τον αδελφό μου πίσω.
- Μην ανησυχείτε, θα τον σώσω.
- Αν σώσεις τον γιο μου, θα κάνω ό,τι μου πεις.
Η Κορίνα είπε τότε στη μητέρα της:
- Μητέρα, μην είσαι τόσο σκληρή.
- Εντάξει, θα σας δώσω πίσω το γιο σας αλλά με έναν όρο. Να έρχεστε πού και
πού για να μου κάνετε συντροφιά.
- Υπόσχεσαι ότι δεν θα μας κάνεις ποτέ ξανά κακό;
- Ναι, αφού τώρα είμαστε φίλοι!!!
Από τότε η οικογένεια Γεωργίου ήταν χαρούμενοι που πήραν τον Κωνσταντίνο
πίσω και πήγαιναν και επισκέπτονταν πού και πού τη μάγισσα και την
οικογένειά της. Η μάγισσα ήταν πολύ χαρούμενη που έκανε καινούριους φίλους
κι αφού έμαθε την οδό τους πήγαινε και τους επισκεπτόταν. Κι έτσι έζησαν
αυτοί καλά κι εμείς καλύτερα!!!