Διατριβή - Τμήμα Δασολογίας και Διαχείρισης Περιβάλλοντος και

ΔΗΜΟΚΡΙΤΕΙΟ ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ ΘΡΑΚΗΣ
ΤΜΗΜΑ ΔΑΣΟΛΟΓΙΑΣ ΚΑΙ
ΔΙΑΧΕΙΡΙΣΗΣ ΠΕΡΙΒΑΛΛΟΝΤΟΣ ΚΑΙ ΦΥΣΙΚΩΝ ΠΟΡΩΝ
ΠΡΟΓΡΑΜΜΑ ΜΕΤΑΠΤΥΧΙΑΚΩΝ ΣΠΟΥΔΩΝ:
ΑΕΙΦΟΡΙΚΗ ΔΙΑΧΕΙΡΙΣΗ ΠΕΡΙΒΑΛΛΟΝΤΟΣ
ΚΑΙ ΦΥΣΙΚΩΝ ΠΟΡΩΝ
ΚΑΤΕΥΘΥΝΣΗ Γ΄: ΟΙΚΟΛΟΓΙΑ ΚΑΙ ΠΡΟΣΤΑΣΙΑ
ΔΑΣΙΚΩΝ ΟΙΚΟΣΥΣΤΗΜΑΤΩΝ
ΜΕΤΑΠΤΥΧΙΑΚΗ ΔΙΑΤΡΙΒΗ ΜΕ ΘΕΜΑ:
Εφαρμογή της ανάλυσης επιβίωσης για την αξιολόγηση της
θνησιμότητας των δέντρων στο δάσος Ελατιάς Δράμας.
ΕΥΑΓΓΕΛΙΑ ΑΠΟΣΤΟΛΟΠΟΥΛΟΥ
Δασολόγος
Εξεταστική επιτροπή: Κυριακή Κιτικίδου (επιβλέπουσα)
Αριστοτέλης Παπαγεωργίου
Παρασκευή Καρανικόλα
ΟΡΕΣΤΙΑΔΑ 2010
ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΑ
ΣΕΛΙΔΑ
ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΑ.......................................
ΚΑΤΑΛΟΓΟΣ ΠΙΝΑΚΩΝ.................................
ΚΑΤΑΛΟΓΟΣ ΣΧΗΜΑΤΩΝ................................
ΠΕΡΙΛΗΨΗ..........................................
SUMMARY...........................................
ΚΕΦΑΛΑΙΟ 1. ΕΙΣΑΓΩΓΗ..............................
1.1 ΓΕΝΙΚΑ....................................
1.2 ΣΚΟΠΟΣ ΤΗΣ ΕΡΕΥΝΑΣ........................
ΚΕΦΑΛΑΙΟ 2. ΠΕΡΙΟΧΗ ΕΡΕΥΝΑΣ.......................
2.1 ΓΕΩΜΟΡΦΟΛΟΓΙΑ-ΦΥΣΙΟΓΡΑΦΙΑ-ΥΔΡΟΛΟΓΙΑ.......
2.2 ΓΕΩΛΟΓΙΑ-ΠΕΤΡΟΛΟΓΙΑ.......................
2.3 ΚΛΙΜΑ.....................................
2.4 ΒΛΑΣΤΗΣΗ..................................
ΚΕΦΑΛΑΙΟ 3. ΑΝΑΣΚΟΠΗΣΗ ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑΣ..............
ΚΕΦΑΛΑΙΟ 4. ΥΛΙΚΑ ΚΑΙ ΜΕΘΟΔΟΙ.....................
4.1 ΔΕΔΟΜΕΝΑ..................................
4.2 ΑΝΑΛΥΣΗ. .................................
ΚΕΦΑΛΑΙΟ 5. ΑΠΟΤΕΛΕΣΜΑΤΑ..........................
ΚΕΦΑΛΑΙΟ 6. ΣΥΖΗΤΗΣΗ..............................
ΚΕΦΑΛΑΙΟ 7. ΣΥΜΠΕΡΑΣΜΑΤΑ..........................
ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ......................................
ΠΑΡΑΡΤΗΜΑ.........................................
i
i
ii
ii
1
2
3
3
4
5
5
6
7
7
9
11
11
12
16
20
24
25
30
ΚΑΤΑΛΟΓΟΣ ΠΙΝΑΚΩΝ
ΣΕΛΙΔΑ
ΠΙΝΑΚΑΣ 1. ΘΝΗΣΙΜΟΤΗΤΑ ΤΩΝ ΔΕΙΓΜΑΤΟΛΗΠΤΙΚΩΝ
ΔΕΝΤΡΩΝ ΣΤΗΝ ΕΛΑΤΙΑ, 2005-2009........
ΠΙΝΑΚΑΣ 2. LOGRANK ΤΕΣΤ ΓΙΑ ΤΗΝ ΟΜΟΙΟΓΕΝΕΙΑ ΤΩΝ
ΚΑΤΑΝΟΜΩΝ ΕΠΙΒΙΩΣΗΣ ΑΝΑΜΕΣΑ ΣΤΑ
ΕΠΙΠΕΔΑ ΤΩΝ ΠΑΡΑΓΟΝΤΩΝ DBH ΚΑΙ CC.....
12
20
ΚΑΤΑΛΟΓΟΣ ΣΧΗΜΑΤΩΝ
ΣΕΛΙΔΑ
ΣΧΗΜΑ 1. ΓΕΩΓΡΑΦΙΚΗ ΘΕΣΗ ΤΟΥ ΔΑΣΟΥΣ ΕΛΑΤΙΑΣ......
ΣΧΗΜΑ 2. KAPLAN–MEIER ΚΑΜΠΥΛΕΣ ΕΠΙΒΙΩΣΗΣ ΓΙΑ ΤΙΣ
ΚΛΑΣΕΙΣ ΔΙΑΜΕΤΡΟΥ ΤΗ ΧΡΟΝΙΚΗ ΣΤΙΓΜΗ ΕΝΑ
ΚΑΤΑ ΑΥΞΗΣΗ ΣΤΗΘΙΑΙΑΣ ΔΙΑΜΕΤΡΟΥ.........
ΣΧΗΜΑ 3. ΣΥΝΑΡΤΗΣΕΙΣ ΣΤΙΓΜΙΑΙΟΥ ΚΙΝΔΥΝΟΥ ΓΙΑ ΤΙΣ
ΚΛΑΣΕΙΣ ΔΙΑΜΕΤΡΟΥ ΤΗ ΧΡΟΝΙΚΗ ΣΤΙΓΜΗ ΕΝΑ
ΚΑΤΑ ΑΥΞΗΣΗ ΣΤΗΘΙΑΙΑΣ ΔΙΑΜΕΤΡΟΥ.........
ΣΧΗΜΑ 4. ΣΥΝΑΡΤΗΣΕΙΣ ΣΤΙΓΜΙΑΙΟΥ ΚΙΝΔΥΝΟΥ ΓΙΑ ΤΗΝ
ΚΛΑΣΗ ΔΙΑΜΕΤΡΟΥ [12,22] CM ΤΗ ΧΡΟΝΙΚΗ
ΣΤΙΓΜΗ ΕΝΑ, ΓΙΑ ΤΑ ΔΙΑΦΟΡΑ ΔΑΣΟΠΟΝΙΚΑ
ΕΙΔΗ, ΚΑΤΑ ΑΥΞΗΣΗ ΣΤΗΘΙΑΙΑΣ ΔΙΑΜΕΤΡΟΥ...
ii
5
17
18
19
ΕΦΑΡΜΟΓΗ ΤΗΣ ΑΝΑΛΥΣΗΣ ΕΠΙΒΙΩΣΗΣ ΓΙΑ
ΤΗΝ ΑΞΙΟΛΟΓΗΣΗ ΤΗΣ ΘΝΗΣΙΜΟΤΗΤΑΣ ΤΩΝ
ΔΕΝΤΡΩΝ ΣΤΟ ΔΑΣΟΣ ΕΛΑΤΙΑΣ ΔΡΑΜΑΣ.
Ευαγγελία Αποστολοπούλου
Περίληψη
Παραδοσιακά, η θνησιμότητα των δέντρων αξιολογούνταν στις
δασικές απογραφές με το άθροισμα των νεκρών δέντρων κατά
τοποθεσία, δασοπονικό είδος και διάφορους αιτιολογικούς
παράγοντες. Παρόλο που αυτές οι μέθοδοι ήταν οι πιο κοινά
χρησιμοποιούμενες, είχαν περιορισμένη χρήση στην ανίχνευση
τάσεων θνησιμότητας και δυναμικής της θνησιμότητας. Σε αυτή τη
μελέτη προτείνεται η εφαρμογή της ανάλυσης επιβίωσης, με σκοπό
την ανάλυση της θνησιμότητας των δέντρων. Μετρήσεις ατομικής
αύξησης των δέντρων χρησιμοποιήθηκαν για την εκτίμηση
συναρτήσεων επιβίωσης και στιγμιαίου κινδύνου, στο δάσος της
Ελατιάς Δράμας. Αυτές οι εκτιμήσεις παρείχαν ενδείξεις τοπικής
θνησιμότητας κατά στηθιαία διάμετρο και αύξηση διαμέτρου, μεταξύ
διαδοχικών μετρήσεων. Έγιναν συγκρίσεις καμπυλών
επιβίωσης/στιγμιαίου κινδύνου και έλεγχοι επιδράσεων του
δασοπονικού είδους και της κλάσης κόμης σε ατομικές καμπύλες
επιβίωσης. Η τεχνική της ανάλυσης επιβίωσης, χρησιμοποιώντας τις
μεταβλητές της στηθιαίας διαμέτρου και της αύξησης της διαμέτρου,
θα μπορούσε να βοηθήσει τους δασολόγους να αξιολογήσουν τις
τοπικές τάσεις θνησιμότητας των δέντρων.
Λέξεις – κλειδιά: Ανάλυση επιβίωσης, δασική απογραφή,
θνησιμότητα, συνάρτηση στιγμιαίου κινδύνου.
1
APPLYING SURVIVAL ANALYSIS FOR
ASSESSMENT OF TREE MORTALITY IN ELATIA
FOREST (DRAMA, NORTHEAST GREECE).
Evangelia Apostolopoulou
Abstract
Tree mortality has traditionally been assessed in forest
inventories through summaries of dead trees by location, species, and
several causal agents. Although these methods were most commonly
used, they have had limited use in detecting mortality trends and
dynamics. This study proposes the application of survival analysis for
the purpose of analyzing tree mortality. Individual tree growth
increments were used to estimate survival and hazard functions for the
Elatia forest (Drama, Northeast Greece). These estimates provided
indications of regional mortality by diameter at breast height (DBH)
and diameter growth (ΔDBH) between successive measurements.
Comparisons of survival/hazard curves and tests of effects of species
and crown class (CC) on individual survival curves were conducted.
Survival analysis technique, by using the variables of DBH and
ΔDBH, could help foresters to assess regional tree mortality trends.
Keywords: Forest inventory; Hazard function; Mortality; Survival
analysis.
2
1. Εισαγωγή
1.1 Γενικά
Η θνησιμότητα των δέντρων στις δασικές απογραφές
παραδοσιακά αξιολογείται με απλά περιγραφικά στατιστικά. Οι
διαθέσιμες πληροφορίες για τους δασολόγους τυπικά περιλαμβάνουν
απώλειες σε ξυλώδη όγκο που οφείλονται σε θνησιμότητα,
περιγραφικά στατιστικά των αιτιολογικών παραγόντων θνησιμότητας,
χωρικό εντοπισμό της θνησιμότητας και τάσεις θνησιμότητας κατά
δασοπονικό είδος (Leatherberry et al., 1995). Σήμερα, στις
περισσότερες διαχειριστικές εκθέσεις χρησιμοποιείται αυτή τη
μεθοδολογία αξιολόγησης της θνησιμότητας (MDNR, 1994 και
Mutch and Parsons, 1998). Ιστορικά, μια ανάλυση της θνησιμότητας
σε βάθος προωθήθηκε με την κατάρτιση μοντέλων λογιστικής
παλινδρόμησης για την ατομική θνησιμότητα του δέντρου, τεχνική η
οποία εφαρμόστηκε περιορισμένα σε εθνικές δασικές απογραφές
(Monserud and Sterba, 1999 και Fridman and Stahl, 2001) και
ενδεχόμενα να είναι ανεπαρκής για έναν ευρύ προσδιορισμό της
δυναμικής της θνησιμότητας (Eid and Tuhus, 2001). Παρόλο που η
συγκέντρωση πληροφοριών με τηλεκατευθυνόμενες μεθόδους και η
ανάπτυξη των γεωγραφικών συστημάτων πληροφοριών συνέβαλαν
σημαντικά στην αξιολόγηση της δασικής θνησιμότητας, η βασική
μεθοδολογία αξιολόγησης της δασικής θνησιμότητας εξελίσσεται με
αργό ρυθμό (Hawkes, 2000).
3
1.2 Σκοπός της έρευνας
Σκοπός της παρούσας μελέτης είναι να εκτιμήσει και να
ερμηνεύσει τις βασικές συναρτήσεις στη στατιστική μέθοδο της
ανάλυσης επιβίωσης (Kaplan–Meier συναρτήσεις επιβίωσης (survival
functions) και συναρτήσεις στιγμιαίου κινδύνου (hazard functions)),
σε μια χρονική σειρά που ορίζεται από την αύξηση της στηθιαίας
διαμέτρου, για το δάσος της Ελατιάς Δράμας. Συγκεκριμένα, οι
στόχοι της μελέτης είναι:
1. να χρησιμοποιηθούν τα μεγέθη της στηθιαίας διαμέτρου
(diameter at breast height, DBH) και της αύξησης της
στηθιαίας διαμέτρου (growth in diameter at breast height,
ΔDBH) στην εφαρμογή της τεχνικής της ανάλυσης επιβίωσης
2. να προσδιοριστεί αν οι Kaplan–Meier συναρτήσεις
επιβίωσης/στιγμιαίου κινδύνου μπορούν να εκφράσουν τις
πραγματικές τάσεις θνησιμότητας με πρακτικό τρόπο για την
ανάλυση των οικοσυστημάτων
3. να προσδιοριστεί η επίδραση του δασοπονικού είδους και της
κοινωνικής θέσης των δέντρων στις τάσεις θνησιμότητάς τους.
4
2. Περιοχή έρευνας
2.1 Γεωμορφολογία–φυσιογραφία–υδρολογία
Η περιοχή της Ελατιάς κατέχει το βόρειο τμήμα του νομού
Δράμας, στο δυτικό τμήμα της οροσειράς της Ροδόπης που βρίσκεται
κατά μήκος των ελληνοβουλγαρικών συνόρων (σχήμα 1). Περιέχεται
μεταξύ των γεωγραφικών μηκών 24º10’ και 24º23’ και γεωγραφικών
πλατών 41º25’30’’ και 41º34’30’’. Εμβαδομέτρηση που έγινε σε
χάρτη κλίμακας 1:50000 έδειξε ότι η συνολική έκταση της Ελατιάς
είναι 170 km2.
Σχήμα 1. Γεωγραφική θέση του δάσους Ελατιάς.
5
Το υψόμετρο της περιοχής κυμαίνεται μεταξύ των 1000 m
(περιοχή εμφάνισης ψυχρόβιων πλατύφυλλων και κωνοφόρων δασών)
και 1800 m (υψηλότερη κορυφή, Τσάκαλος) . Λόγω του υψομετρικού
εύρους γίνεται εύκολα αντιληπτό ότι η περιοχή παρουσιάζει έντονα
αλπικό χαρακτήρα. Ανάμεσα στους ορεινούς όγκους της περιοχής
διαρρέουν πολλά ρυάκια και ρέματα με συνεχή ροή όλο το χρόνο, με
αποτέλεσμα την ύπαρξη τριών λεκανών απορροής που αποτελούν
τμήματα ευρύτερων λεκανών, οι οποίες είναι οι εξής:
1. Τοπική λεκάνη απορροής Βαθυρέματος. Αποτελεί τμήμα της
ευρύτερης λεκάνης απορροής του Βαθυρέματος με κύριους
συμβάλλοντες το Βαθύρεμα, το Ξηρόρεμα και το Μαύρο Ρέμα. Είναι
η μεγαλύτερη σε έκταση και καταλαμβάνει το κεντρικό και δυτικό
τμήμα της περιοχής.
2. Τοπική λεκάνη απορροής Στραβορέματος. Αποτελεί τμήμα της
ευρύτερης λεκάνης απορροής του Αρκουδορέματος με κύριους
συμβάλλοντες το Στραβόρεμα, το Κοσυφόρεμα, το Σκοτεινό Ρέμα και
το Μυλόρεμα. Καταλαμβάνει το ανατολικό τμήμα της περιοχής.
3. Τοπική λεκάνη απορροής Ρέματος Καισιαριανών. Αποτελεί τμήμα
της ευρύτερης λεκάνης απορροής του Πετρορέματος με κύριους
συμβάλλοντες το Γουρουνόρεμα και το Ρέμα Καισιαριανών.
Καταλαμβάνει το νότιο τμήμα της περιοχής, βορειοανατολικά της
Σκαλωτής.
2.2 Γεωλογία–Πετρολογία
Η Ελατιά Δράμας ανήκει γεωλογικά στη μάζα «Ρίλα–Ροδόπης»
η οποία χαρακτηρίζεται από έντονη παρουσία όξινων πυριγενών
πετρωμάτων, πλουτωνιτών και ηφαιστίτων. Ο πλουτωνίτης αποτελεί
το μεγαλύτερο τμήμα ενός βαρύλιθου που καταλαμβάνει την κεντρική
Ροδόπη και συνεχίζεται και στα βουλγαρικά εδάφη.
6
Στον πλουτωνίτη της Ελατιάς δεν υπάρχει μεγάλη ποικιλία
πετρογραφικών τύπων. Επικρατούν οι γρανοδιορίτες και ακολουθούν
οι γρανίτες. Σύμφωνα με τον Σολδάτο (1985) ο οποίος προσδιόρισε με
τη μέθοδο Rb–Sr την ηλικία του πλουτωνίτη σε 86,7±27 εκατομμύρια
έτη, εντάσσεται με επιφύλαξη στην Μεσοκρητιδική γεωλογική
περίοδο. Ειδικότερα οι πετρογραφικοί τύποι του πλουτωνίτη της
Ελατιάς είναι βιοτιτικός γρανοδιορίτης, πορφυροειδής βιοτιτικός
γρανοδιορίτης, βιοτιτικός γρανίτης, σχιστοποιημένος λευκογρανίτης
και διμαρμαριγιακός γρανίτης.
2.3 Κλίμα
Επειδή η περιοχή δεν έχει μετεωρολογικό σταθμό, για να
καθορίσουμε τις κλιματικές συνθήκες αντλήσαμε πληροφορίες από
τους δυο πλησιέστερους μετεωρολογικούς σταθμούς του Σιδηρόνερου
και της Σκαλωτής. Όπως είναι λογικό από τη γεωγραφική θέση της
Ελατιάς, αυτή επηρεάζεται περισσότερο από το κλίμα της Ευρώπης.
Κατά προσέγγιση το κλίμα της Ελατιάς μπορεί να χαρακτηριστεί ως
υγρό ηπειρωτικό κλίμα με δριμείς χειμώνες, μικρής διάρκειας θερμά
καλοκαίρια και σχετικά ομοιόμορφη κατανομή των βροχοπτώσεων
κατά τη διάρκεια του έτους.
2.4 Βλάστηση
Η βλάστηση μιας περιοχής είναι άμεσα συνδεδεμένη τόσο με τις
επικρατούσες κλιματικές συνθήκες όσο και την επίδραση βιοτικών
παραγόντων στο πέρασμα των χρόνων. Γνωρίζουμε από πολλές
διαφορετικές έρευνες (Athanasiadis et al., 1991, Horvat et al., 1974,
Müller, 1929, Zoller et al., 1977) ότι η ανθρώπινη δραστηριότητα
ήταν πολύ έντονη και γίνεται αισθητή από το 1444 π.Χ. Στις μέρες
μας η βλάστηση συγκροτείται από συστάδες των δασοπονικών ειδών
Fagus sylvatica, Fagus moesiaca, Pinus sylvestris και Picea abies.
7
Διακρίνονται τρεις βασικές ζώνες βλάστησης: α) η ζώνη οξιάς–
ελάτης, β) η ζώνη των ψυχρόβιων κωνοφόρων και γ) η χορτολιβαδική
ζώνη. Η πρώτη ζώνη απαντάται σε υψόμετρο 1000 m μέχρι 1800 m
και συντίθεται από τα είδη Fagus sylvatica (90 %) και Fagus
moesiaca (10%) (Μουλόπουλος, 1965), τα οποία σχηματίζουν αμιγείς
συστάδες στις τοποθεσίες Γουρουνόρεμα, Τσάκαλος, Πλακιά και
αλλού, καθώς επίσης και από μικτές με τα είδη Pinus sylvestris και
Picea abies στη Μπουζάλα και αλλού. Στη σύνθεση της ζώνης αυτής
συμμετέχουν και τα είδη Acer pseudoplatanus, Sorbus aucuparia κ.α.
Η δεύτερη ζώνη (τα δάση των ψυχρόβιων κωνοφόρων)
απαντάται σε υψόμετρο 1000–1600 m. Σχηματίζονται εκτεταμένες
αμιγείς συστάδες Pinus sylvestris στις περιοχές του εργοταξίου
Μεγάλη Παναγιά, Μάντρες και αλλού καθώς επίσης μικτές συστάδες
με την Picea abies και την Fagus sp. στο Μαύρο Ρέμα και αλλού.
Στην σύνθεση της βλάστησης συμμετέχουν τα παρακάτω είδη:
Juniperus communis, Fraxinus ornus, Salix caprea, Betula pendula
και Populus tremula.
Τέλος, έχουμε τη ζώνη των ποολιβαδιών και την παραποτάμια
βλάστηση. Τέτοιου είδους βλάστηση παρατηρήθηκε σε μικτά δάση
Pinus sylvestris–Picea abies με υποθαλάσσιο ύψος 1550 m στα
Καλύβια Κούτρα, και σε δάση Pinus sylvestris μεταξύ της Σκαλωτής
και του κεντρικού εργοταξίου σε υψόμετρο 1450 m. Τέτοια διάκενα
εμφανίζονται συχνά στην Ευρώπη, αλλά σπάνια στην Ελλάδα.
8
3. Ανασκόπηση βιβλιογραφίας
Ιστορικά, η δασική επιστήμη είχε επικεντρωθεί στην κατάρτιση
μοντέλων για την ατομική θνησιμότητα του δέντρου, με στόχο την
ενσωμάτωσή τους σε μοντέλα αύξησης και παραγωγής ξυλείας
(Stage, 1973, Daniels and Burkhart, 1975, Hamilton and Edwards,
1976, Monserud, 1976 και Buchman et al., 1983). Παρόλο που άλλες
επιστήμες, οι οποίες παρακολουθούν πληθυσμούς ζωντανών
οργανισμών, όπως η κτηνιατρική και η ιατρική, είχαν αναπτύξει
μεθόδους αξιολόγησης της θνησιμότητας πέρα από την ατομική, στη
δασική επιστήμη εφαρμόζονται σχετικά λίγες μεθοδολογίες για την
αξιολόγηση της θνησιμότητας των δέντρων, αν αυτά μελετηθούν ως
πληθυσμός, δηλαδή της θνησιμότητας της συστάδας (Hawkes, 2000).
Οι κοινά χρησιμοποιούμενες μέθοδοι αξιολόγησης της θνησιμότητας
στερούνται μεθοδολογίας για την ενσωμάτωση της χρονικά
εξαρτώμενης φύσης της θνησιμότητας του δέντρου, ελέγχων
υποθέσεων, χειρισμού των αποκομμένων παρατηρήσεων (censored
observations) (δεδομένων που αφορούν σε δέντρα που δεν είχαν
ολοκληρωμένη παρακολούθηση) και ελέγχων για την επίδραση
διάφορων μεταβλητών. Με δεδομένα ότι διάφορες ασθένειες και
επιδημίες μετέβαλαν έντονα τα δασικά οικοσυστήματα και
μελλοντικά προβλήματα υγείας στα δάση μπορούν να εμφανιστούν,
νέες τεχνικές για την αξιολόγηση της θνησιμότητας των δέντρων και
του μαρασμού των δασών θα ωφελούσαν και την έρευνα και τη
διαχείριση των δασών.
Οι αναλυτικές μέθοδοι που αναπτύχθηκαν στην ιατρική
επιστήμη, για τη συλλογική έκφραση της επιβίωσης, θα μπορούσαν
να δώσουν τη βάση για την ανάπτυξη μεθόδων εκτίμησης της δασικής
θνησιμότητας (Harcombe, 1987 και Zens and Peart, 2003). Η
ανάλυση επιβίωσης ορίζεται πιο συχνά ως μια κατηγορία στατιστικών
9
μεθόδων για τη μελέτη της συχνότητας εμφάνισης και της στιγμής
εμφάνισης διάφορων γεγονότων – πιο συχνά του θανάτου (Berkson
and Gage, 1950, Cox and Oakes, 1984 και Vahtsevanos, 2009). Η
μοναδικότητα της ανάλυσης επιβίωσης, οφείλεται στο γεγονός ότι
επιτρέπει τη χρήση αποκομμένων παρατηρήσεων (ατόμων για τους
οποίους δεν έχουμε τον ακριβή χρόνο θανάτου) και διάφορων
μεταβλητών, χωρίς τον περιορισμό της κανονικότητας των
κατανομών (Collett, 1994 και Vahtsevanos, 2009). Πρώτος ο Waters
(1969) πρότεινε τη χρήση της ανάλυσης επιβίωσης σε θέματα δασικής
θνησιμότητας, αλλά εφαρμογές τέτοιου είδους περιορίστηκαν κυρίως
σε δασικές απογραφές ομήλικων δασών (Morse and Kulman, 1984,
Amateis et al., 1997, Volney, 1998 και Wyckoff and Clark, 2000),
σχεδιασμούς δασικών πειραμάτων (Reams et al., 1988, Burgman et
al., 1994 και Preisler and Slaughter, 1997) και καταρτίσεις
μαζοπινάκων συστάδων (Rose, 2002). Παρόλο που έχει γίνει
σημαντική δουλειά στην ανάπτυξη μεθόδων εκτίμησης συναρτήσεων
επιβίωσης και στιγμιαίου κινδύνου σε σχεδιασμούς δασικών
πειραμάτων (Preisler and Slaughter, 1997 και Volney, 1998) και σε
σχέση με την αύξηση της διαμέτρου (Bigler and Bugmann, 2004a και
2004b), η τεχνική της ανάλυσης επιβίωσης δεν εφαρμόστηκε ευρέως
στις δασικές απογραφές, λόγω της εγγενούς έλλειψης λεπτομερών
πληροφοριών σχετικά με το χρόνο ανόδου (ο χρόνος που χρειάζεται
το δέντρο για να περάσει από μια κλάση διαμέτρου στην επόμενη) και
την ηλικία των δέντρων (Flewelling and Monserud, 2002). Με
δεδομένα την έλλειψη βασικών τεχνικών ανάλυσης της δασικής
θνησιμότητας (Manion and Griffin, 2001) και τα οφέλη που
ενδεχόμενα η ανάλυση επιβίωσης έχει να προσφέρει (Harcombe,
1987, Hawkes, 2000 και Zens and Peart, 2003), μια επανεξέταση της
μεθόδου στο πλαίσιο των δασικών απογραφών θεωρείται
10
δικαιολογημένη και θα μπορούσε να βελτιώσει την αξιολόγηση της
δασικής θνησιμότητας.
4. Υλικά και μέθοδοι
4.1 Δεδομένα
Τα δεδομένα που χρησιμοποιήθηκαν σε αυτή τη μελέτη
προέρχονται από δυο διαδοχικές μετρήσεις στο δάσος της Ελατιάς
Δράμας, στα πλαίσια της πρακτικής άσκησης των φοιτητών του
Τμήματος Δασολογίας και Διαχείρισης Περιβάλλοντος και Φυσικών
Πόρων του Δημοκρίτειου Πανεπιστήμιου Θράκης, όπου
δειγματοληπτικά δέντρα μετρήθηκαν το 2005 και ξαναμετρήθηκαν το
2009 (Πίνακας 1). Τα δέντρα που περιλήφθηκαν στο δείγμα
ικανοποιούσαν τα εξής κριτήρια: ήταν υγιή τη χρονική στιγμή ένα
(2005) και είτε υγιή, είτε επιβαρημένα, είτε ασθενικά τη χρονική
στιγμή δύο (2009) και είχαν στηθιαία διάμετρο DBH >12 cm τη
χρονική στιγμή ένα. Ως υγιή θεωρήθηκαν τα δέντρα που ήταν ζωτικά,
χωρίς προσβολές, επιβαρημένα τα δέντρα με τραύματα, νέκρωση ή
απώλεια κόμης <30%, πληγές και προσβολές από παρασιτικούς
οργανισμούς και ασθενικά τα δέντρα με καχεκτική ανάπτυξη,
νέκρωση ή απώλεια επικόρυφου και κόμης >30%, έκκριση υγρών και
σήψη στον κορμό (Ντάφης, 1986, Τσουμής, 1994). Τα ατομικά
χαρακτηριστικά των δέντρων που μετρήθηκαν τη χρονική στιγμή ένα
και χρησιμοποιήθηκαν σαν προβλέπουσες μεταβλητές της
θνησιμότητας ήταν η στηθιαία διάμετρος (diameter at breast height,
DBH, σε cm) και η κλάση κόμης (crown class, CC). Αν ένα δέντρο
ήταν νεκρό τη χρονική στιγμή δύο, τότε η στηθιαία του διάμετρος
καταγράφηκε ίση με τη στηθιαία του διάμετρο τη χρονική στιγμή δύο
ή με τη στηθιαία του διάμετρο τη χρονική στιγμή ένα, ανάλογα με το
11
ποια τιμή διαμέτρου ήταν μεγαλύτερη. Η στηθιαία διάμετρος ενός
δέντρου μπορεί να ελαττωθεί μετά το θάνατό του, συνεπώς μια
εκτίμηση της μέγιστης στηθιαίας διαμέτρου στην οποία έφτασε το
δέντρο πριν το θάνατό του θα έπρεπε να χρησιμοποιηθεί ως μέτρηση
στην ανάλυση επιβίωσης, παρά μια μέτρηση της συρρικνωμένης
διαμέτρου ενός νεκρού κορμού. Η κλάση κόμης (CC) είναι ένα μέτρο
κυριαρχίας του δέντρου, σε σχέση με τα γειτονικά δέντρα στην ίδια
συστάδα και κατηγοριοποιήθηκε ως εξής: 1, με ελεύθερη ανάπτυξη;
2, κυρίαρχο; 3, συγκυρίαρχο; 4, ενδιάμεσο; 5, καταπιεσμένο. Η
αύξηση της στηθιαίας διαμέτρου (ΔDBH) υπολογίστηκε ως η
διαφορά ανάμεσα στις στηθιαίες διαμέτρους τις χρονικές στιγμές ένα
και δύο. Για τα δέντρα που νεκρώθηκαν στο μεσοδιάστημα από την
πρώτη ως τη δεύτερη μέτρηση (αποκομμένες παρατηρήσεις), η
ΔDBH εκφράζει έναν ρυθμό αύξησης μικρότερο από το μέσο όρο.
Πίνακας 1. Θνησιμότητα των δειγματοληπτικών δέντρων στην
Ελατιά, 2005–2009.
Δασοπονικό
Αριθμός δέντρων
είδος
που μετρήθηκαν
Picea abies
142
18
Fagus sylvatica
1
0
Pinus sylvestris
11
3
Αριθμός νεκρών δέντρων
4.2 Ανάλυση
Οι Kaplan–Meier συναρτήσεις επιβίωσης και οι συναρτήσεις
στιγμιαίου κινδύνου, χρησιμοποιούνται για την ποσοτικοποίηση της
κατανομής πιθανότητας της θνησιμότητας σε έναν πληθυσμό
12
(Muenchow, 1986). Η συνάρτηση επιβίωσης ορίζεται ως εξής
(Berkson and Gage, 1950, Cox and Oakes, 1984 και Collett, 1994):
S (t ) = P (T > t )
(1)
όπου S(t) είναι η πιθανότητα να συμβεί ένας θάνατος σε κάποια
χρονική στιγμή T τουλάχιστο ταυτόχρονη με τη χρονική στιγμή t. Η Τ
δεν έχει κανένα περιορισμό εκτός από το να έχει τιμή μεγαλύτερη από
το μηδέν.
Η συνάρτηση στιγμιαίου κινδύνου εκφράζει τη στιγμιαία
θνησιμότητα και επομένως είναι μια δεσμευμένη πιθανότητα
(conditional probability) που ορίζεται ως εξής (Cox and Oakes, 1984
και Collett, 1994):
P(t ≤ T ≤ t + Δt T ≥ t )
Δt →0
Δt
h(t ) = lim
(2)
όπου h(t) είναι η πιθανότητα να συμβεί ένας θάνατος ακριβώς τη
χρονική στιγμή t, με δεδομένο ότι δε συνέβη πριν από αυτή.
Η συνάρτηση επιβίωσης μπορεί να εκτιμηθεί μη παραμετρικά,
ως εξής (Cox and Oakes, 1984):
i −1
Sˆ (ti ) = ∏ (1 − h j )
(3)
j =1
όπου για το διάστημα i, ti είναι η αρχή του χρόνου και hi είναι η
δεσμευμένη πιθανότητα του θανάτου. Για i = 1, συνεπώς ti = 0, η
πιθανότητα επιβίωσης είναι ίση με 1.
Η εκτίμηση της αναμενόμενης ζωής (expected life), από τη
συνάρτηση στιγμιαίου κινδύνου, στο μέσο κάθε χρονικού
διαστήματος δίνεται από τον τύπο (Cox and Oakes, 1984):
h(tim ) =
di
w d ⎞
⎛
bi ⎜ ni − i − i ⎟
2 2⎠
⎝
(4)
όπου για το i–οστό διάστημα, tim είναι το κέντρο, di ο αριθμός των
θανάτων, bi το πλάτος του διαστήματος, ni ο αριθμός των ατόμων
13
στην αρχή του διαστήματος και wi ο αριθμός των αποκομμένων
παρατηρήσεων (ο ακριβής χρόνος θανάτου δεν είναι εξακριβωμένος)
μέσα στο διάστημα. Σημειώνουμε πως οι συναρτήσεις επιβίωσης και
οι συναρτήσεις στιγμιαίου κινδύνου είναι μαθηματικές συναρτήσεις
όπου η μια προκύπτει από την άλλη.
Η μηδενική υπόθεση, ότι οι συναρτήσεις επιβίωσης είναι οι
ίδιες για δυο ομάδες ατόμων, μπορούν να ελεγχθούν με το μη
παραμετρικό logrank τεστ (Landau and Everitt, 2004):
r
U L = ∑ ( d1 j − e1 j )
(5)
j =1
όπου UL είναι το άθροισμα όλων των μοναδικών χρονικών γεγονότων
(και στις δύο ομάδες) και υπάρχουν r τέτοια γεγονότα, d1j είναι ο
αριθμός των θανάτων που εμφανίζονται στην ομάδα 1 τη χρονική
στιγμή j και e1j είναι ο αναμενόμενος αριθμός γεγονότων στην ομάδα
1 τη χρονική στιγμή j. Ο αναμενόμενος αριθμός γεγονότων δίνεται
από το πηλίκο n1jdj/nj, όπου nj είναι ο συνολικός αριθμός ατόμων που
διακινδυνεύουν ακριβώς πριν από τη χρονική στιγμή j και dj είναι ο
συνολικός αριθμός θανάτων τη χρονική στιγμή j και στις δύο ομάδες.
Υψώνοντας στο τετράγωνο και διαιρώντας το UL με την εκτιμώμενη
διακύμανση υπολογίζουμε το στατιστικό χ2 του logrank τεστ. Με αυτό
τον τρόπο, μπορούμε να εξετάσουμε αν διάφορες μεταβλητές
σχετίζονται με τους χρόνους επιβίωσης.
Όπως φαίνεται στους μαθηματικούς τύπους που
χρησιμοποιούνται στην ανάλυση επιβίωσης, ο χρόνος που συμβαίνει
ένα γεγονός είναι η καθοριστική συνιστώσα. Συνεπώς, το μεγαλύτερο
εμπόδιο που αναφέρεται στην εφαρμογή της μεθόδου στις δασικές
απογραφές είναι η έλλειψη μετρήσεων ηλικιών των δέντρων και
ακριβών χρόνων θνησιμότητας (Flewelling and Monserud, 2002).
Ωστόσο, η γνώση της ηλικίας δεν είναι απαραίτητη για την εφαρμογή
της ανάλυσης επιβίωσης. Οποιαδήποτε μέτρηση που δείχνει αλλαγές
14
στην κατάσταση των δέντρων σε μια επόμενη μέτρηση, μπορεί να
αντικαταστήσει την παραδοσιακή ανάλυση επιβίωσης με μετρήσεις
ηλικιών. Για τις δασικές απογραφές, όπου οι μετρήσεις στα δέντρα
επαναλαμβάνονται κατά τακτά χρονικά διαστήματα, όπως για
παράδειγμα στις εθνικές δασικές απογραφές (Gillespie, 1999 και
Fridman and Stahl, 2001), τα μεγέθη DBH και ΔDBH κατατάσσουν
ατομικά δέντρα ενός πληθυσμού σε χαρακτηριστικές κλάσεις
αύξησης του δέντρου. Ενώ στην ιατρική οι συναρτήσεις επιβίωσης
χρησιμοποιούνται για προοπτικές μελέτες (cohort studies) (δηλαδή
μελέτες όπου άτομα που έχουν εκτεθεί σε κάποιον παράγοντα–
διαθέτουν κάποιο χαρακτηριστικό, του οποίου μελετάται η
αιτιολογική συμβολή σε κάποιο νόσημα, παρακολουθούνται για μια
ορισμένη χρονική περίοδο και αξιολογείται η συχνότητα εμφάνισης
του νοσήματος), οι συναρτήσεις επιβίωσης στις δασικές απογραφές
θα μπορούσαν να καταρτιστούν χρησιμοποιώντας τον αριθμό των
δέντρων στις κλάσεις στηθιαίας διαμέτρου (Harcombe, 1987).
Σε αυτή τη μελέτη, χρονική στιγμή ένα θεωρούμε το έτος 2005,
όπου τα άτομα–δέντρα ξεκινούν να διακινδυνεύουν να αλλάξει η
κατάσταση της υγείας τους. Με άλλα λόγια, σε όρους στηθιαίας
διαμέτρου, το χαρακτηριστικό που εξετάζεται στην ανάλυση
επιβίωσης είναι η διαφορά στη στηθιαία διάμετρο από τη χρονική
στιγμή ένα (2005) ως τη χρονική στιγμή δύο (2009), δηλαδή η ΔDBH.
Σε άλλες μελέτες (Bigler and Bugmann, 2004a και 2004b) οι
εκτιμώμενες τιμές ΔDBH χρησιμοποιήθηκαν με επιτυχία, για τη
βελτίωση των εκτιμήσεων των χρόνων θανάτου των δέντρων. Η
συνάρτηση επιβίωσης σε αυτή τη μελέτη S(ΔDBH) εκφράζει την
πιθανότητα που έχει ένα δέντρο να συνεχίσει να είναι ζωτικό, μέχρι
που η στηθιαία του διάμετρος να έχει αυξηθεί τουλάχιστο κατά
ΔDBH. Για όλους, λοιπόν, τους προηγούμενους μαθηματικούς
τύπους, αντικαθιστούμε το χρόνο με την ΔDBH.
15
Η ανάλυση επιβίωσης μπορεί να γίνει με χρήση διάφορων
στατιστικών πακέτων Η/Υ. Σε αυτή τη μελέτη χρησιμοποιήθηκε η
ανάλυση SURVIVAL του SPSS v.16.0 (Landau and Everitt, 2004).
Τα δέντρα ομαδοποιήθηκαν, σύμφωνα με την αρχική μέτρηση της
στηθιαίας διαμέτρου, σε κλάσεις διαμέτρου πλάτους 10 cm. Οι
συναρτήσεις επιβίωσης και στιγμιαίου κινδύνου (τύποι (1) και (2))
συγκρίθηκαν για την εφαρμοστικότητά τους στη δασική επιστήμη.
Επίσης, η επιβίωση εξετάστηκε σε σχέση με την κλάση στηθιαίας
διαμέτρου και την κλάση κόμης (CC), με χρήση του logrank τεστ
(τύπος (5)).
5. Αποτελέσματα
Οι συναρτήσεις επιβίωσης και στιγμιαίου κινδύνου εκτιμήθηκαν
ξεχωριστά για τρεις αρχικές κλάσεις στηθιαίας διαμέτρου, και για τα
τρία δασοπονικά είδη, για την περίοδο 2005–2009 (σχήματα 2 και 3).
Θα μπορούσαμε να πούμε πως δέντρα της μεσαίας κλάσης διαμέτρου,
στο διάστημα (22,32] cm, εμφανίζουν τη μεγαλύτερη επιβίωση
(σχήμα 2). Και για τις τρεις αρχικές κλάσεις διαμέτρου, ο κίνδυνος
θανάτου αυξάνεται όσο αυξάνεται η ΔDBH. Θα μπορούσαμε να
πούμε πως τα μικρότερα δέντρα με τη μεγαλύτερη αύξηση διαμέτρου
φαίνεται να έχουν μεγαλύτερο κίνδυνο θνησιμότητας (σχήμα 3).
16
1,0
Κατηγορίες DBH
τη χρονική
στιγμή 1 (cm)
Συνάρτηση επιβίωσης
0,8
[12,22]
(22,32]
>32
0,6
0,4
0,2
0,0
0
4
8
12
16
ΔDBH (cm)
Σχήμα 2. Kaplan–Meier συναρτήσεις επιβίωσης για τις κλάσεις διαμέτρου τη
χρονική στιγμή ένα κατά αύξηση στηθιαίας διαμέτρου.
17
4
Συνάρτηση στιγμιαίου κινδύνου
Κατηγορίες DBH
τη χρονική
στιγμή 1 (cm)
3
[12,22]
(22,32]
>32
2
1
0
0
2
4
6
8
10
12
14
ΔDBH (cm)
Σχήμα 3. Συναρτήσεις στιγμιαίου κινδύνου για τις κλάσεις διαμέτρου τη χρονική
στιγμή ένα κατά αύξηση στηθιαίας διαμέτρου.
18
Οι συναρτήσεις στιγμιαίου κινδύνου για την κλάση διαμέτρου
[12,22] cm, όπου εμφανίζεται η μεγαλύτερη θνησιμότητα,
στρωματοποιήθηκαν κατά δασοπονικό είδος, ώστε να αξιολογηθούν
συγκεκριμένες τάσεις θνησιμότητας. Ο κίνδυνος θνησιμότητας
διαφέρει σημαντικά ανάμεσα σε δύο δασοπονικά είδη (Picea abies
και Pinus sylvestris), στις μεγαλύτερες τιμές αύξησης διαμέτρου
(σχήμα 4).
Συνάρτηση στιγμιαίου κινδύνου
4
3
Species
Picea abies
Pinus sylvestris
2
1
0
0
2
4
6
8
10
12
14
16
ΔDBH (cm)
Σχήμα 4. Συναρτήσεις στιγμιαίου κινδύνου για την κλάση διαμέτρου [12,22]
τη χρονική στιγμή ένα, για τα διάφορα δασοπονικά είδη, κατά αύξηση
στηθιαίας διαμέτρου.
19
Τα τεστ logrank που έγιναν για τον έλεγχο της επίδρασης της αρχικής
κλάσης στηθιαίας διαμέτρου και της κλάσης κόμης στην επιβίωση
των δέντρων (Πίνακας 2), δεν έδειξαν στατιστικά σημαντική
επίδραση (p>0,05).
Πίνακας 2. Logrank τεστ για την ομοιογένεια των κατανομών
επιβίωσης ανάμεσα στα επίπεδα των παραγόντων DBH και CC.
Βαθμοί
Παράγοντας
χ2
Κλάση DBH (cm)
4,099 2
0,129
Κλάση κόμης (CC) 0,915 4
0,922
ελευθερίας
Τιμή p
6. Συζήτηση
Ως διαμήκης (longitudinal) μπορεί να οριστεί κάθε μεταβλητή
που μετράει τη μεταβολή από μια κατάσταση σε μια άλλη (Collett,
1994). Η μεγαλύτερη δυσκολία στην εφαρμογή της ανάλυσης
επιβίωσης στις δασικές απογραφές είναι να βρεθούν κατάλληλες
διαμήκεις μεταβλητές για την ποσοτικοποίηση πιθανοτήτων
επιβίωσης και διακινδύνευσης θνησιμότητας (Zens and Peart, 2003).
Αν ως διαμήκεις μεταβλητές χρησιμοποιηθούν ο χρόνος ανόδου ή η
ηλικία, ενδεχόμενα να προκύψουν διάφορα προβλήματα, όπως
αναφέρονται στη βιβλιογραφία σχετικά με τη δασική ανάλυση
επιβίωσης (Harcombe, 1987, Burgman et al., 1994, Preisler and
Slaughter, 1997 και Volney, 1998). Πρώτα απ’ όλα, οι περισσότερες
παρατηρήσεις είναι αποκομμένες. Ο ακριβής χρόνος θανάτου του
δέντρου είναι αβέβαιος, με τις επαναλήψεις των μετρήσεων σε μια
επόμενη δασική απογραφή να χρησιμοποιούνται συχνά ως διαμήκη
δεδομένα. Κατά δεύτερο, η συνάρτηση επιβίωσης εξαρτάται μερικά
20
από το πότε και πού γίνονται οι μετρήσεις. Για παράδειγμα, αν τα
περισσότερα νεκρά δέντρα εντοπίζονται σε μια συγκεκριμένη περιοχή
της χώρας, όπου γίνεται η απογραφή σε συγκεκριμένη χρονική
στιγμή, τότε η εκτίμηση της επιβίωσης θα είναι μεροληπτική, αν ο
χρόνος χρησιμοποιηθεί ως μεταβλητή. Κατά τρίτο, η ηλικία του
δέντρου είναι δύσκολο να εκτιμηθεί σε ευρείας κλίμακας δασικές
απογραφές. Σε προηγούμενες μελέτες, σε ομήλικες συστάδες, μικρής
σχετικά έκτασης, καταρτίστηκαν ευέλικτα μοντέλα
επιβίωσης/στιγμιαίου κινδύνου, με χρήση της ηλικίας του δέντρου και
του χρόνου ανόδου (Burgman et al., 1994, Preisler and Slaughter,
1997 και Volney, 1998). Ωστόσο, η στηθιαία διάμετρος είναι μια
ποσότητα που θεωρητικά αυξάνεται στο πέρασμα του χρόνου, μέχρι
το θάνατο του δέντρου (Harcombe, (1987). Παρόλο που η στηθιαία
διάμετρος δεν είναι ο πιο κατάλληλος εκτιμητής της ηλικίας του
δέντρου, ιδιαίτερα σε ανομήλικες συστάδες, θα μπορούσε να
χρησιμοποιηθεί αντικαθιστώντας την ηλικία, θεωρώντας ότι η αύξησή
της (ΔDBH) είναι ίση με μηδέν στην αρχή της μέτρησης του χρόνου
(χρονική στιγμή ένα) και η παρακολούθηση του δέντρου σταματάει τη
χρονική στιγμή δύο, όπου ΔDBH>0. Ο χρόνος, σε έτη, σχετίζεται
ισχυρά με την επιβίωση των ανθρώπων, ενώ η αύξηση του δέντρου
μέσα σε χρονικά διαστήματα, όπως για παράδειγμα η ετήσια αύξηση
της διαμέτρου, μπορεί να έχει μεγαλύτερη σημασία στη δασική
οικολογία. Οι Bigler and Bugmann (2004a) διαπίστωσαν ότι η χρήση
της ΔDBH βελτιώνει τις εκτιμήσεις σε μοντέλα θνησιμότητας.
Δυστυχώς, όσο πιο μεγάλο είναι το χρονικό διάστημα ανάμεσα σε δυο
διαδοχικές δασικές απογραφές, τόσο πιο μεγάλη είναι η πιθανότητα η
ΔDBH να μην εκφράζει με ακρίβεια την εκτίμηση της θνησιμότητας,
λόγω των αποκομμένων παρατηρήσεων και του ρυθμού αύξησης των
δέντρων, ιδιαίτερα σε ανομήλικες συστάδες.
21
Υπάρχουν διάφορες μέθοδοι εκτίμησης συναρτήσεων επιβίωσης
και στιγμιαίου κινδύνου, καθεμιά από τις οποίες έχει πλεονεκτήματα
και μειονεκτήματα. Σε αυτή τη μελέτη χρησιμοποιήθηκε η μέθοδος
εκτίμησης Kaplan–Meier, μια τεχνική που προτείνουν οι Harcombe
(1987) και Woodall et al. (2005). Αυτή η προσέγγιση δίνει τη
δυνατότητα για μια μη παραμετρική εκτίμηση της επιβίωσης, για
σύγκριση της επιβίωσης ανάμεσα σε στρωματωμένες
δειγματοληπτικές μονάδες και για έλεγχο της συσχέτισης ανάμεσα σε
διάφορες μεταβλητές και την επιβίωση. Χρησιμοποιώντας την
ανάλυση επιβίωσης για την αξιολόγηση της θνησιμότητας των
δέντρων, από τη μια πλευρά η συνάρτηση επιβίωσης ποσοτικοποιεί τη
θνησιμότητα αθροιστικά με την κατανομή της διαμέτρου, ενώ από την
άλλη πλευρά η συνάρτηση στιγμιαίου κινδύνου υποδεικνύει ποσοστά
θνησιμότητας σε συγκεκριμένες κλάσεις διαμέτρου. Όπως αναφέρουν
οι Manion and Griffin (2001), η ποσοτικοποίηση της θνησιμότητας
στις κλάσεις διαμέτρου βοηθάει στην αναγνώριση άτυπων τάσεων
θνησιμότητας, μόλις αυτές προκύψουν. Μαζί οι συναρτήσεις
επιβίωσης και στιγμιαίου κινδύνου μπορούν να δώσουν μια αρχική
αξιολόγηση της δασικής θνησιμότητας, αρκεί το χρονικό διάστημα
ανάμεσα σε διαδοχικές μετρήσεις να είναι λίγο–πολύ σταθερό.
Μεγάλα χρονικά διαστήματα θα επηρεάσουν την αύξηση διαμέτρου
ΔDBH και τελικά την εφαρμογή και την ερμηνεία της ανάλυσης
επιβίωσης.
Παραδοσιακά, οι βλάβες στα δέντρα από δασικά έντομα ή
άλλους παράγοντες, εκφράζονταν σε όρους ποσοστών θνησιμότητας.
Οι συναρτήσεις στιγμιαίου κινδύνου μπορούν να χρησιμοποιηθούν
για μια πιο λεπτομερή ανάλυση της δυναμικής της θνησιμότητας, για
οποιοδήποτε δασικό πληθυσμό. Οι He and Alfaro (2000) διαπίστωσαν
ότι η ανάλυση επιβίωσης ήταν χρήσιμη στη μελέτη της αντοχής των
δέντρων στην έκθεση σε παράσιτα και βρήκαν συσχετίσεις ανάμεσα
22
στην αντοχή στα παράσιτα και τη θερμοκρασία του περιβάλλοντος
και τη βροχόπτωση. Οι συναρτήσεις στιγμιαίου κινδύνου μπορούν
ακόμη να χρησιμοποιηθούν για συγκρίσεις ανάμεσα σε δασοπονικά
είδη και κλάσεις διαμέτρου. Σε δασικές απογραφές ευρείας κλίμακας,
τέτοιες συναρτήσεις θα μπορούσαν να βοηθήσουν στη διερεύνηση
των αιτιολογικών παραγόντων της θνησιμότητας (Harcombe, 1987).
Όσον αφορά στο logrank τεστ, αυτό επιτρέπει τον έλεγχο
υποθέσεων σχετικά με τη σύγκριση των καμπυλών επιβίωσης και
στιγμιαίου κινδύνου. Με το logrank τεστ μπορούμε να ελέγξουμε την
επίδραση διάφορων μεταβλητών στην επιβίωση του δέντρου, όπως
για παράδειγμα την επίδραση της κλάσης κόμης. Σε άλλες μελέτες
δασικής θνησιμότητας, οι συνθήκες αύξησης της κόμης αποτέλεσαν
σημαντική προβλέπουσα μεταβλητή της θνησιμότητας (Dobbertin and
Brang, 2001). Η δυνατότητα να συσχετιστούν τα μεμονωμένα
γνωρίσματα των δέντρων με τον κίνδυνο θνησιμότητας έχει μεγάλα
πιθανά οφέλη για τη μελέτη των φυσικών διεργασιών στα δασικά
οικοσυστήματα (Zens and Peart, 2003).
23
7. Συμπεράσματα
Οι αναλύσεις θνησιμότητας στις δασικές απογραφές επικεντρώνονται
σε απλά περιγραφικά στατιστικά ή και καταρτίσεις μοντέλων
λογιστικής παλινδρόμησης και δεν εκφράζουν τάσεις θνησιμότητας
σε ευρεία κλίμακα. Σε αυτή τη μελέτη προτείνεται μια προσέγγιση για
την αξιολόγηση της θνησιμότητας των δασών, συνδυάζοντας την
τεχνική της ανάλυσης επιβίωσης (συναρτήσεις επιβίωσης/στιγμιαίου
κινδύνου) με δασικές μεταβλητές (στηθιαία διάμετρος και αύξηση
στηθιαίας διαμέτρου). Έγινε προσπάθεια να χρησιμοποιηθούν η
στηθιαία διάμετρος και η αύξηση της στηθιαίας διαμέτρου ως
υποκατάστατα της ηλικίας και του χρόνου επιβίωσης. Διαπιστώθηκε
πως για το δάσος της Ελατιάς Δράμας, δεν υπάρχουν σημαντικές
διαφορές στην επιβίωση, ανάμεσα στις κλάσεις διαμέτρου και
ανάμεσα στις κλάσεις κόμης. Η ερυθρελάτη φαίνεται να έχει
μεγαλύτερο κίνδυνο θνησιμότητας, σε σχέση με τη δασική πεύκη, στη
μικρότερη κλάση στηθιαίας διαμέτρου και στις μεγαλύτερες τιμές
αύξησης διαμέτρου. Η παραπάνω προσέγγιση του προβλήματος της
αξιολόγησης της δασικής θνησιμότητας, θα μπορούσε να μελετηθεί
περαιτέρω με την κατάρτιση μοντέλων παλινδρόμησης Cox
(παλινδρόμησης δεδομένων επιβίωσης) και τη χρήση και άλλων
μεταβλητών, όπως τύπους οικοσυστημάτων και αιτιολογικούς
παράγοντες δασικών ασθενειών.
24
Βιβλιογραφία
Amateis, R., Burkhart, H. and Walsh, T. 1997. Modeling survival in
juvenile and mature loblolly pine plantations. For. Ecol.
Manage. 13: 170–174.
Athanasiadis, N., Gerasimidis, A., Eleftherioadou, E. and
Theodoropoulos, K. 1993. Zur postglazialen
Vegetationsentwicklung des Rhodopi–Gebirges (Elatia
Dramas – Griechenland). Dissertationes Botanicae 196: 427–
437.
Berkson, J. and Gage, R. 1950. Calculation of survival rates of
cancer, Proceedings of Staff Meetings of the Mayo Clinic,
vol. 25: 270–286.
Bigler, C. and Bugmann, H. 2004a. Assessing the performance of
theoretical and empirical tree mortality models using tree–
ring series of Norway spruce. Ecol. Model. 174: 225–239.
Bigler, C. and Bugmann, H. 2004b. Predicting the time of tree death
using dendrochronological data. Ecol. Appl. 14: 902–914.
Buchman, R., Pederson, S. and Walters, N. 1983. A tree survival
model with application to species of the Great Lakes region.
Can. J. For. Res. 13: 601–608.
Burgman, M., Incoll, W., Ades, P., Ferguson, I., Fletcher, T. and
Wohlers, A. 1994. Mortality models for mountain and alpine
ash. For. Ecol. Manage. 67: 319–327.
Collett, D. Modelling Survival Data in Medical Research. Chapman
and Hall/CRC, New York. 347 p.
Cox, D. and Oakes, D. 1984. Analysis of Survival Data. Chapman
and Hall, London. 208 p.
Daniels, R. and Burkhart, H. 1975. Simulation of Individual Tree
Growth and Development In Managed Loblolly Plantations.
25
Virginia Polytechnic Institute and State University,
Blacksburg Publication FWS–5–75. 69 p.
Dobbertin, M. and Brang, P. 2001. Crown defoliation improves tree
mortality models. For. Ecol. Manage. 141: 271–284.
Eid, T. and Tuhus, E. 2001. Models for individual tree mortality in
Norway. For. Ecol. Manage. 154: 69–84.
Flewelling, J. and Monserud, R. 2002. Comparing methods for
modeling tree mortality. In: N.L. Crookston and R.N. Havis,
Editors, Second Forest Vegetation Simulator Conference.
RMRS–P–25 USDA Forest Service, Rocky Mountain
Research Station, Ft. Collins, CO: 169–177.
Fridman, J. and Stahl, G. 2001. A three–step approach for modeling
tree mortality in Swedish forests. Scand. J. For. Res. 16:
455–466.
Gillespie, A. 1999. Rationale for a national annual forest inventory
program. J. For. 97: 16–20.
Hamilton, D. and Edwards, B. 1976. Modeling the Probability of
Individual Tree Mortality. Research Paper INT–185. USDA
Forest Service, Intermountain Forest and Range Experiment
Station, Ogden, UT. 22 p.
Harcombe, P. 1987. Tree life tables. BioScience 37: 557–568.
Hawkes, C. 2000. Woody plant mortality algorithms: description,
problems, and progress. Ecol. Model. 10: 225–232.
He, F. and Alfaro, R. 2000. White pine weevil attack on white
spruce: a survival time analysis. Ecol. Appl. 10: 225–232.
Horvat, I., Glavac, V. and Ellenberg, H. 1974. Vegetation
Südosteuropas. Fisher Verlag, Stuttgart. 767 p.
Landau, S. and Everitt, B. 2004. A handbook of statistical analyses
using SPSS. Chapman and Hall/CRC, New York. 368 p.
26
Leatherberry, E., Spencer J., Schmidt, T. and Carroll, M. 1990. An
Analysis of Minnesota's Fifth Forest Resources Inventory.
Resource Bull. NC–165, USDA, Forest Service, North
Central Research Station, St. Paul, MN. 102 p.
Manion, P. and Griffin, D. 2001. Large landscape scale analysis of
tree death in the Adirondack Park, New York. For. Sci. 47:
542–549.
Minnesota Department of Natural Resources (MDNR). 1994.
Minnesota forest health report. 94 p.
Monserud, R. 1976. Simulation of forest tree mortality. For. Sci. 22:
438–444.
Monserud, R. and Sterba, H. 1999. Modeling individual tree
mortality for Austrian forest species. For. Ecol. Manage.
113: 109–123.
Morse, B. and Kulman, H. 1984. Plantation white spruce mortality:
estimates based on aerial photography and analysis using a
life–table format. Can. J. For. Res. 14: 195–200.
Μουλόπουλος, Χ. 1965. Τα δάση της οξιάς της Ελλάδος. Επιστ.
Επετ. Γεωπ. και Δασολ. Σχ. Α.Π.Θ. 1–85.
Muenchow, G. 1986. Ecological use of failure time analysis. Ecology
67: 246–250.
Müller, K. 1929. Aufbau, Wuchs und Verjüngung der
südosteuropäischen Urwälder. Schaper, Hannover. 302 p.
Mutch, L. and Parsons, D. 1998. Mixed conifer forest mortality and
establishment before and after prescribed fire in Sequoia
National Park, CA. For. Sci. 44: 341–355.
Ντάφης, Σ. 1986. Δασική οικολογία. Εκδ. Γιαχούδη–Γιαπούλη,
Θεσσαλονίκη. 443 σελ.
Preisler, H. and Slaughter, G. 1997. Stochastic model for tree
27
survival in stands affected by annosum root disease. For. Sci.
43: 78–86.
Reams, G., Brann, T. and Halteman, W. 1988. A nonparametric
survival model for balsam fir during a spruce budworm
outbreak. Can. J. For. Res. 18: 787–793.
Rose, C. 2002. Modeling and allocating forestry survival: a loblolly
pine case study. Univ. Georgia. Dissertation. 176 p.
Σολδάτος, Τ. 1985. Πετρολογία και γεωχημεία του πλουτωνίτη της
Ελατιάς (Κεντρική Ροδόπη). Διδακτορική διατριβή. Επιστ.
Επετ. Σχ. Θετ. Επιστ. Παράρτημα 37, τόμος 23.
Stage, A. 1973. Prognosis model for stand development. Research
Paper INT–137. USDA Forest Service, Intermountain Forest
and Range Experiment Station, Ogden, UT. 32 p.
Τσουμής, Γ. 1994. Επιστήμη και τεχνολογία ξύλου. Τόμος Α. Δομή
και ιδιότητες. Εκδ. Υπηρεσίας Δημοσιευμάτων Α.Π.Θ.,
Θεσσαλονίκη. 351 σελ.
Vahtsevanos, K., Kyrgidis, A., Verrou, E., Katodritou, E., Triaridis,
S., Andreadis, C., Boukovinas, I., Koloutsos, G., Teleioudis,
Z., Kitikidou, K., Paraskevopoulos, P., Zervas, K. and
Antoniades, K. 2009. Longitudinal Cohort Study of Risk
Factors in Cancer Patients of Bisphosphonate–Related
Osteonecrosis of the Jaw (Treatment–Related
Complications). J. Clin. Oncol. 27(32): 5356–5362.
Volney, W. 1998. Ten–year tree mortality following a jack pine
budworm outbreak in Saskatchewan. Can. J. For. Res. 28:
1784–1793.
Waters, W. 1969. Life–table approach to analysis of insect impact. J.
For. 67: 300–304.
Woodall, C., Grambsch, P. and Thomas, W. 2005. Applying survival
28
analysis to a large–scale forest inventory for assessment of
tree mortality in Minnesota. Ecol. Model. 189: 199–208.
Wyckoff, P. and Clark, J. 2000. Predicting tree mortality from
diameter growth: a comparison of maximum likelihood and
Bayesian approaches. Can. J. For. Res. 30: 156–167.
Zens, M. and Peart, D. 2003. Dealing with death data: individual
hazard, mortality, and bias. Trends Ecol. Evol. 18: 366–373.
Zoller, H., Geissler, P. and Athanasiadis, N. 1977. Beiträge zur
Kenntnis der Wälder, Moos– und Flechtenassoziationenin
den Gebirgen Nordgriechenlands. Bauhinia 6(1): 215–255.
29
Παράρτημα
30
KM
ΔDBH BY DBHcat /STATUS=filter_$(0 THRU 1)
/PRINT TABLE MEAN
/PLOT SURVIVAL HAZARD
/TEST LOGRANK
/COMPARE OVERALL POOLED .
Kaplan-Meier
Case Processing Summary
DBH category
[12,22]
(22,32]
>32
Overall
Total N
35
99
20
154
N of Events
35
99
20
154
N
Censored
Percent
0
,0%
0
,0%
0
,0%
0
,0%
Survival Table
DBH category
[12,22]
1
2
3
4
5
6
7
8
9
10
11
12
13
14
15
16
17
18
19
20
21
22
23
24
25
26
27
28
29
30
31
32
33
34
35
Time
,000
,000
,000
,000
1,000
1,000
1,000
1,000
2,000
3,000
3,000
3,000
4,000
4,000
4,000
4,000
4,000
4,000
5,000
6,000
8,000
8,000
10,000
11,000
11,000
11,000
12,000
12,000
12,000
12,000
12,000
13,000
13,000
14,000
16,000
Status
Dead
Dead
Dead
Dead
Alive
Alive
Alive
Alive
Alive
Alive
Alive
Alive
Alive
Alive
Alive
Alive
Alive
Alive
Alive
Alive
Alive
Alive
Alive
Alive
Alive
Alive
Alive
Alive
Alive
Alive
Alive
Alive
Alive
Alive
Alive
Cumulative Proportion
Surviving at the Time
Estimate
Std. Error
.
.
.
.
.
.
,886
,054
.
.
.
.
.
.
,771
,071
,743
,074
.
.
.
.
,657
,080
.
.
.
.
.
.
.
.
.
.
,486
,084
,457
,084
,429
,084
.
.
,371
,082
,343
,080
.
.
.
.
,257
,074
.
.
.
.
.
.
.
.
,114
,054
.
.
,057
,039
,029
,028
,000
,000
31
N of
Cumulative
Events
1
2
3
4
5
6
7
8
9
10
11
12
13
14
15
16
17
18
19
20
21
22
23
24
25
26
27
28
29
30
31
32
33
34
35
N of
Remaining
Cases
34
33
32
31
30
29
28
27
26
25
24
23
22
21
20
19
18
17
16
15
14
13
12
11
10
9
8
7
6
5
4
3
2
1
0
Survival Table
DBH category
(22,32]
1
2
3
4
5
6
7
8
9
10
11
12
13
14
15
16
17
18
19
20
21
22
23
24
25
26
27
28
29
30
31
32
33
34
35
36
37
38
39
40
41
42
43
44
45
46
47
48
49
50
51
52
53
54
Time
,000
,000
,000
,000
,000
,000
,000
,000
,000
,000
,000
,000
,000
,000
,000
1,000
1,000
1,000
1,000
2,000
2,000
2,000
2,000
2,000
2,000
2,000
3,000
3,000
3,000
4,000
4,000
4,000
4,000
5,000
5,000
5,000
5,000
5,000
5,000
6,000
7,000
7,000
7,000
7,000
7,000
8,000
8,000
8,000
8,000
8,000
8,000
8,000
9,000
9,000
Status
Dead
Dead
Dead
Dead
Dead
Dead
Dead
Dead
Dead
Dead
Dead
Dead
Dead
Dead
Dead
Alive
Alive
Alive
Alive
Alive
Alive
Alive
Alive
Alive
Alive
Alive
Alive
Alive
Alive
Alive
Alive
Alive
Alive
Alive
Alive
Alive
Alive
Alive
Alive
Alive
Alive
Alive
Alive
Alive
Alive
Alive
Alive
Alive
Alive
Alive
Alive
Alive
Alive
Alive
Cumulative Proportion
Surviving at the Time
Estimate
Std. Error
.
.
.
.
.
.
.
.
.
.
.
.
.
.
.
.
.
.
.
.
.
.
.
.
.
.
.
.
,848
,036
.
.
.
.
.
.
,808
,040
.
.
.
.
.
.
.
.
.
.
.
.
,737
,044
.
.
.
.
,707
,046
.
.
.
.
.
.
,667
,047
.
.
.
.
.
.
.
.
.
.
,606
,049
,596
,049
.
.
.
.
.
.
.
.
,545
,050
.
.
.
.
.
.
.
.
.
.
.
.
,475
,050
.
.
.
.
32
N of
Cumulative
Events
1
2
3
4
5
6
7
8
9
10
11
12
13
14
15
16
17
18
19
20
21
22
23
24
25
26
27
28
29
30
31
32
33
34
35
36
37
38
39
40
41
42
43
44
45
46
47
48
49
50
51
52
53
54
N of
Remaining
Cases
98
97
96
95
94
93
92
91
90
89
88
87
86
85
84
83
82
81
80
79
78
77
76
75
74
73
72
71
70
69
68
67
66
65
64
63
62
61
60
59
58
57
56
55
54
53
52
51
50
49
48
47
46
45
Survival Table
DBH category
(22,32]
55
56
57
58
59
60
61
62
63
64
65
66
67
68
69
70
71
72
73
74
75
76
77
78
79
80
81
82
83
84
85
86
87
88
89
90
91
92
93
94
95
96
97
98
99
Time
9,000
9,000
10,000
10,000
10,000
10,000
11,000
11,000
11,000
11,000
11,000
11,000
11,000
12,000
12,000
12,000
12,000
12,000
12,000
12,000
12,000
12,000
13,000
13,000
13,000
13,000
13,000
13,000
14,000
14,000
14,000
14,000
14,000
14,000
14,000
15,000
15,000
15,000
15,000
15,000
15,000
16,000
16,000
16,000
16,000
Status
Alive
Alive
Alive
Alive
Alive
Alive
Alive
Alive
Alive
Alive
Alive
Alive
Alive
Alive
Alive
Alive
Alive
Alive
Alive
Alive
Alive
Alive
Alive
Alive
Alive
Alive
Alive
Alive
Alive
Alive
Alive
Alive
Alive
Alive
Alive
Alive
Alive
Alive
Alive
Alive
Alive
Alive
Alive
Alive
Alive
Cumulative Proportion
Surviving at the Time
Estimate
Std. Error
.
.
,434
,050
.
.
.
.
.
.
,394
,049
.
.
.
.
.
.
.
.
.
.
.
.
,323
,047
.
.
.
.
.
.
.
.
.
.
.
.
.
.
.
.
,232
,042
.
.
.
.
.
.
.
.
.
.
,172
,038
.
.
.
.
.
.
.
.
.
.
.
.
,101
,030
.
.
.
.
.
.
.
.
.
.
,040
,020
.
.
.
.
.
.
,000
,000
33
N of
Cumulative
Events
55
56
57
58
59
60
61
62
63
64
65
66
67
68
69
70
71
72
73
74
75
76
77
78
79
80
81
82
83
84
85
86
87
88
89
90
91
92
93
94
95
96
97
98
99
N of
Remaining
Cases
44
43
42
41
40
39
38
37
36
35
34
33
32
31
30
29
28
27
26
25
24
23
22
21
20
19
18
17
16
15
14
13
12
11
10
9
8
7
6
5
4
3
2
1
0
Survival Table
DBH category
>32
Time
,000
,000
1,000
1,000
2,000
2,000
4,000
4,000
4,000
5,000
6,000
8,000
8,000
8,000
8,000
8,000
11,000
12,000
12,000
15,000
1
2
3
4
5
6
7
8
9
10
11
12
13
14
15
16
17
18
19
20
Status
Dead
Dead
Alive
Alive
Alive
Alive
Alive
Alive
Alive
Alive
Alive
Alive
Alive
Alive
Alive
Alive
Alive
Alive
Alive
Alive
Cumulative Proportion
Surviving at the Time
Estimate
Std. Error
.
.
,900
,067
.
.
,800
,089
.
.
,700
,102
.
.
.
.
,550
,111
,500
,112
,450
,111
.
.
.
.
.
.
.
.
,200
,089
,150
,080
.
.
,050
,049
,000
,000
Means and Medians for Survival Time
DBH category
[12,22]
(22,32]
>32
Overall
Estimate
6,429
7,687
5,950
7,175
Std. Error
,843
,535
,980
,415
Meana
95% Confidence Interval
Lower Bound
Upper Bound
4,775
8,082
6,638
8,736
4,029
7,871
6,361
7,990
Means and Medians for Survival Time
Median
95% Confidence Interval
DBH category
Estimate
Std. Error
Lower Bound
Upper Bound
[12,22]
4,000
1,109
1,827
6,173
(22,32]
8,000
,932
6,174
9,826
>32
5,000
2,236
,617
9,383
Overall
8,000
,834
6,365
9,635
a. Estimation is limited to the largest survival time if it is censored.
Overall Comparisons
Chi-Square
df
Sig.
Log Rank (Mantel-Cox)
4,099
2
,129
Test of equality of survival distributions for the different levels of DBH category.
34
N of
Cumulative
Events
1
2
3
4
5
6
7
8
9
10
11
12
13
14
15
16
17
18
19
20
N of
Remaining
Cases
19
18
17
16
15
14
13
12
11
10
9
8
7
6
5
4
3
2
1
0
Survival Functions
DBH category
1,0
[12,22]
(22,32]
>32
Cum Survival
0,8
0,6
0,4
0,2
0,0
0
5
10
15
ΔDBH
35
20
Hazard Function
DBH category
4
[12,22]
(22,32]
>32
Cum Hazard
3
2
1
0
0
2
4
6
8
10
12
14
ΔDBH
KM
ΔDBH BY Species /STRATA=DBHcat
/PRINT TABLE MEAN
/PLOT SURVIVAL HAZARD
/TEST LOGRANK
/COMPARE OVERALL POOLED .
/STATUS=filter_$(0 THRU 1)
Kaplan-Meier
Warnings
No POOLED comparison is performed because at least one stratum does not have
valid cases for each factor level.
Case Processing Summary
DBH category
[12,22]
(22,32]
>32
Overall
Species
Picea abies
Fagus sylvatica
Pinus sylvestris
Overall
Picea abies
Pinus sylvestris
Overall
Picea abies
Overall
Overall
Total N
31
1
3
35
91
8
99
20
20
154
N of Events
31
1
3
35
91
8
99
20
20
154
36
N
Censored
Percent
0
,0%
0
,0%
0
,0%
0
,0%
0
,0%
0
,0%
0
,0%
0
,0%
0
,0%
0
,0%
Survival Table
DBH category
[12,22]
Species
Picea abies
Fagus sylvatica
Pinus sylvestris
1
2
3
4
5
6
7
8
9
10
11
12
13
14
15
16
17
18
19
20
21
22
23
24
25
26
27
28
29
30
31
1
1
2
3
Time
,000
,000
,000
1,000
1,000
1,000
1,000
2,000
3,000
3,000
3,000
4,000
4,000
4,000
4,000
4,000
4,000
5,000
8,000
8,000
10,000
11,000
11,000
11,000
12,000
12,000
12,000
12,000
13,000
13,000
14,000
6,000
,000
12,000
16,000
Status
Dead
Dead
Dead
Alive
Alive
Alive
Alive
Alive
Alive
Alive
Alive
Alive
Alive
Alive
Alive
Alive
Alive
Alive
Alive
Alive
Alive
Alive
Alive
Alive
Alive
Alive
Alive
Alive
Alive
Alive
Alive
Alive
Dead
Alive
Alive
37
Cumulative Proportion
Surviving at the Time
Estimate
Std. Error
.
.
.
.
,903
,053
.
.
.
.
.
.
,774
,075
,742
,079
.
.
.
.
,645
,086
.
.
.
.
.
.
.
.
.
.
,452
,089
,419
,089
.
.
,355
,086
,323
,084
.
.
.
.
,226
,075
.
.
.
.
.
.
,097
,053
.
.
,032
,032
,000
,000
,000
,000
,667
,272
,333
,272
,000
,000
Survival Table
DBH category
(22,32]
Species
Picea abies
1
2
3
4
5
6
7
8
9
10
11
12
13
14
15
16
17
18
19
20
21
22
23
24
25
26
27
28
29
30
31
32
33
34
35
36
37
38
39
40
41
42
43
44
45
46
47
48
49
50
51
52
53
54
Time
,000
,000
,000
,000
,000
,000
,000
,000
,000
,000
,000
,000
,000
1,000
1,000
1,000
1,000
2,000
2,000
2,000
2,000
2,000
2,000
3,000
3,000
3,000
4,000
4,000
4,000
5,000
5,000
5,000
5,000
5,000
5,000
6,000
7,000
7,000
7,000
7,000
7,000
8,000
8,000
8,000
8,000
8,000
8,000
8,000
9,000
9,000
9,000
10,000
10,000
10,000
Status
Dead
Dead
Dead
Dead
Dead
Dead
Dead
Dead
Dead
Dead
Dead
Dead
Dead
Alive
Alive
Alive
Alive
Alive
Alive
Alive
Alive
Alive
Alive
Alive
Alive
Alive
Alive
Alive
Alive
Alive
Alive
Alive
Alive
Alive
Alive
Alive
Alive
Alive
Alive
Alive
Alive
Alive
Alive
Alive
Alive
Alive
Alive
Alive
Alive
Alive
Alive
Alive
Alive
Alive
38
Cumulative Proportion
Surviving at the Time
Estimate
Std. Error
.
.
.
.
.
.
.
.
.
.
.
.
.
.
.
.
.
.
.
.
.
.
.
.
,857
,037
.
.
.
.
.
.
,813
,041
.
.
.
.
.
.
.
.
.
.
,747
,046
.
.
.
.
,714
,047
.
.
.
.
,681
,049
.
.
.
.
.
.
.
.
.
.
,615
,051
,604
,051
.
.
.
.
.
.
.
.
,549
,052
.
.
.
.
.
.
.
.
.
.
.
.
,473
,052
.
.
.
.
,440
,052
.
.
.
.
.
.
Survival Table
DBH category
(22,32]
Species
Picea abies
Pinus sylvestris
55
56
57
58
59
60
61
62
63
64
65
66
67
68
69
70
71
72
73
74
75
76
77
78
79
80
81
82
83
84
85
86
87
88
89
90
91
1
2
3
4
5
6
7
8
Time
10,000
11,000
11,000
11,000
11,000
11,000
11,000
11,000
12,000
12,000
12,000
12,000
12,000
12,000
12,000
13,000
13,000
13,000
13,000
13,000
13,000
14,000
14,000
14,000
14,000
14,000
14,000
14,000
15,000
15,000
15,000
15,000
15,000
15,000
16,000
16,000
16,000
,000
,000
2,000
4,000
9,000
12,000
12,000
16,000
Status
Alive
Alive
Alive
Alive
Alive
Alive
Alive
Alive
Alive
Alive
Alive
Alive
Alive
Alive
Alive
Alive
Alive
Alive
Alive
Alive
Alive
Alive
Alive
Alive
Alive
Alive
Alive
Alive
Alive
Alive
Alive
Alive
Alive
Alive
Alive
Alive
Alive
Dead
Dead
Alive
Alive
Alive
Alive
Alive
Alive
39
Cumulative Proportion
Surviving at the Time
Estimate
Std. Error
,396
,051
.
.
.
.
.
.
.
.
.
.
.
.
,319
,049
.
.
.
.
.
.
.
.
.
.
.
.
,242
,045
.
.
.
.
.
.
.
.
.
.
,176
,040
.
.
.
.
.
.
.
.
.
.
.
.
,099
,031
.
.
.
.
.
.
.
.
.
.
,033
,019
.
.
.
.
,000
,000
.
.
,750
,153
,625
,171
,500
,177
,375
,171
.
.
,125
,117
,000
,000
Survival Table
DBH category
>32
Species
Picea abies
1
2
3
4
5
6
7
8
9
10
11
12
13
14
15
16
17
18
19
20
Time
,000
,000
1,000
1,000
2,000
2,000
4,000
4,000
4,000
5,000
6,000
8,000
8,000
8,000
8,000
8,000
11,000
12,000
12,000
15,000
Status
Dead
Dead
Alive
Alive
Alive
Alive
Alive
Alive
Alive
Alive
Alive
Alive
Alive
Alive
Alive
Alive
Alive
Alive
Alive
Alive
40
Cumulative Proportion
Surviving at the Time
Estimate
Std. Error
.
.
,900
,067
.
.
,800
,089
.
.
,700
,102
.
.
.
.
,550
,111
,500
,112
,450
,111
.
.
.
.
.
.
.
.
,200
,089
,150
,080
.
.
,050
,049
,000
,000
Survival Table
DBH category
[12,22]
Species
Picea abies
Fagus sylvatica
Pinus sylvestris
N of
Cumulative
Events
1
2
3
4
5
6
7
8
9
10
11
12
13
14
15
16
17
18
19
20
21
22
23
24
25
26
27
28
29
30
31
1
1
2
3
1
2
3
4
5
6
7
8
9
10
11
12
13
14
15
16
17
18
19
20
21
22
23
24
25
26
27
28
29
30
31
1
1
2
3
41
N of
Remaining
Cases
30
29
28
27
26
25
24
23
22
21
20
19
18
17
16
15
14
13
12
11
10
9
8
7
6
5
4
3
2
1
0
0
2
1
0
Survival Table
DBH category
(22,32]
Species
Picea abies
N of
Cumulative
Events
1
2
3
4
5
6
7
8
9
10
11
12
13
14
15
16
17
18
19
20
21
22
23
24
25
26
27
28
29
30
31
32
33
34
35
36
37
38
39
40
41
42
43
44
45
46
47
48
49
50
51
52
53
54
1
2
3
4
5
6
7
8
9
10
11
12
13
14
15
16
17
18
19
20
21
22
23
24
25
26
27
28
29
30
31
32
33
34
35
36
37
38
39
40
41
42
43
44
45
46
47
48
49
50
51
52
53
54
42
N of
Remaining
Cases
90
89
88
87
86
85
84
83
82
81
80
79
78
77
76
75
74
73
72
71
70
69
68
67
66
65
64
63
62
61
60
59
58
57
56
55
54
53
52
51
50
49
48
47
46
45
44
43
42
41
40
39
38
37
Survival Table
DBH category
(22,32]
Species
Picea abies
Pinus sylvestris
55
56
57
58
59
60
61
62
63
64
65
66
67
68
69
70
71
72
73
74
75
76
77
78
79
80
81
82
83
84
85
86
87
88
89
90
91
1
2
3
4
5
6
7
8
N of
Cumulative
Events
55
56
57
58
59
60
61
62
63
64
65
66
67
68
69
70
71
72
73
74
75
76
77
78
79
80
81
82
83
84
85
86
87
88
89
90
91
1
2
3
4
5
6
7
8
43
N of
Remaining
Cases
36
35
34
33
32
31
30
29
28
27
26
25
24
23
22
21
20
19
18
17
16
15
14
13
12
11
10
9
8
7
6
5
4
3
2
1
0
7
6
5
4
3
2
1
0
Survival Table
DBH category
>32
Species
Picea abies
N of
Cumulative
Events
1
2
3
4
5
6
7
8
9
10
11
12
13
14
15
16
17
18
19
20
1
2
3
4
5
6
7
8
9
10
11
12
13
14
15
16
17
18
19
20
N of
Remaining
Cases
19
18
17
16
15
14
13
12
11
10
9
8
7
6
5
4
3
2
1
0
Means and Medians for Survival Time
DBH category
[12,22]
(22,32]
>32
Overall
Species
Picea abies
Fagus sylvatica
Pinus sylvestris
Overall
Picea abies
Pinus sylvestris
Overall
Picea abies
Overall
Overall
Estimate
6,161
6,000
9,333
6,429
7,758
6,875
7,687
5,950
5,950
7,175
Std. Error
,855
,000
4,807
,843
,553
2,183
,535
,980
,980
,415
44
Meana
95% Confidence Interval
Lower Bound
Upper Bound
4,485
7,838
6,000
6,000
,000
18,756
4,775
8,082
6,674
8,843
2,596
11,154
6,638
8,736
4,029
7,871
4,029
7,871
6,361
7,990
Means and Medians for Survival Time
Median
95% Confidence Interval
DBH category
Species
Estimate
Std. Error
Lower Bound
Upper Bound
[12,22]
Picea abies
4,000
,792
2,448
5,552
Fagus sylvatica
6,000
.
.
.
Pinus sylvestris
12,000
9,798
,000
31,204
Overall
4,000
1,109
1,827
6,173
(22,32]
Picea abies
8,000
,952
6,133
9,867
Pinus sylvestris
4,000
4,950
,000
13,702
Overall
8,000
,932
6,174
9,826
>32
Picea abies
5,000
2,236
,617
9,383
Overall
5,000
2,236
,617
9,383
Overall
Overall
8,000
,834
6,365
9,635
a. Estimation is limited to the largest survival time if it is censored.
Stratum: DBHcat = [12,22]
Survival Functions
DBHcat = [12,22]
Species
1,0
Picea abies
Fagus sylvatica
Pinus sylvestris
Cum Survival
0,8
0,6
0,4
0,2
0,0
0
5
10
15
ΔDBH
45
20
Hazard Function
DBHcat = [12,22]
Species
4
Picea abies
1
Pinus sylvestris
Cum Hazard
3
2
1
0
0
2,5
5
7,5
10
ΔDBH
Stratum: DBHcat = (22,32]
46
12,5
Survival Functions
DBHcat = (22,32]
Species
1,0
Picea abies
Pinus sylvestris
2
Cum Survival
0,8
0,6
0,4
0,2
0,0
0
5
10
15
ΔDBH
47
20
Hazard Function
DBHcat = (22,32]
Species
4
Picea abies
Pinus sylvestris
2
Cum Hazard
3
2
1
0
0
2
4
6
8
10
12
ΔDBH
Stratum: DBHcat = >32
48
14
Survival Functions
DBHcat = >32
Species
1,0
Picea abies
1
2
Cum Survival
0,8
0,6
0,4
0,2
0,0
0
2
4
6
8
10
12
ΔDBH
49
14
Hazard Function
DBHcat = >32
Species
3,0
Picea abies
1
2
2,5
Cum Hazard
2,0
1,5
1,0
0,5
0,0
0
2
4
6
8
10
12
ΔDBH
KM
ΔDBH BY Status /STATUS=filter_$(0 THRU 1)
/PRINT TABLE MEAN
/PLOT SURVIVAL HAZARD
/TEST LOGRANK
/COMPARE OVERALL POOLED .
Kaplan-Meier
Case Processing Summary
Status
Open grown
Dominant
Codominant
Intermediate
Suppressed
Overall
Total N
31
30
31
22
40
154
N of Events
31
30
31
22
40
154
N
Censored
Percent
0
,0%
0
,0%
0
,0%
0
,0%
0
,0%
0
,0%
Survival Table
Status
Open grown
1
2
Time
,000
,000
Status
Dead
Dead
Cumulative Proportion
Surviving at the Time
Estimate
Std. Error
.
.
,935
,044
50
N of
Cumulative
Events
1
2
N of
Remaining
Cases
30
29
Survival Table
Status
Open grown
3
4
5
6
7
8
9
10
11
12
13
14
15
16
17
18
19
20
21
22
23
24
25
26
27
28
29
30
31
Time
1,000
1,000
2,000
2,000
2,000
3,000
3,000
4,000
4,000
4,000
4,000
5,000
5,000
6,000
8,000
8,000
8,000
11,000
11,000
12,000
12,000
12,000
13,000
13,000
13,000
14,000
14,000
15,000
16,000
Status
Alive
Alive
Alive
Alive
Alive
Alive
Alive
Alive
Alive
Alive
Alive
Alive
Alive
Alive
Alive
Alive
Alive
Alive
Alive
Alive
Alive
Alive
Alive
Alive
Alive
Alive
Alive
Alive
Alive
Cumulative Proportion
Surviving at the Time
Estimate
Std. Error
.
.
,871
,060
.
.
.
.
,774
,075
.
.
,710
,082
.
.
.
.
.
.
,581
,089
.
.
,516
,090
,484
,090
.
.
.
.
,387
,087
.
.
,323
,084
.
.
.
.
,226
,075
.
.
.
.
,129
,060
.
.
,065
,044
,032
,032
,000
,000
51
N of
Cumulative
Events
3
4
5
6
7
8
9
10
11
12
13
14
15
16
17
18
19
20
21
22
23
24
25
26
27
28
29
30
31
N of
Remaining
Cases
28
27
26
25
24
23
22
21
20
19
18
17
16
15
14
13
12
11
10
9
8
7
6
5
4
3
2
1
0
Survival Table
Status
Dominant
1
2
3
4
5
6
7
8
9
10
11
12
13
14
15
16
17
18
19
20
21
22
23
24
25
26
27
28
29
30
Time
,000
,000
,000
,000
,000
1,000
1,000
1,000
2,000
2,000
3,000
4,000
4,000
5,000
7,000
8,000
9,000
9,000
11,000
11,000
12,000
12,000
12,000
12,000
13,000
14,000
14,000
15,000
15,000
16,000
Status
Dead
Dead
Dead
Dead
Dead
Alive
Alive
Alive
Alive
Alive
Alive
Alive
Alive
Alive
Alive
Alive
Alive
Alive
Alive
Alive
Alive
Alive
Alive
Alive
Alive
Alive
Alive
Alive
Alive
Alive
Cumulative Proportion
Surviving at the Time
Estimate
Std. Error
.
.
.
.
.
.
.
.
,833
,068
.
.
.
.
,733
,081
.
.
,667
,086
,633
,088
.
.
,567
,090
,533
,091
,500
,091
,467
,091
.
.
,400
,089
.
.
,333
,086
.
.
.
.
.
.
,200
,073
,167
,068
.
.
,100
,055
.
.
,033
,033
,000
,000
52
N of
Cumulative
Events
1
2
3
4
5
6
7
8
9
10
11
12
13
14
15
16
17
18
19
20
21
22
23
24
25
26
27
28
29
30
N of
Remaining
Cases
29
28
27
26
25
24
23
22
21
20
19
18
17
16
15
14
13
12
11
10
9
8
7
6
5
4
3
2
1
0
Survival Table
Status
Codominant
Intermediate
1
2
3
4
5
6
7
8
9
10
11
12
13
14
15
16
17
18
19
20
21
22
23
24
25
26
27
28
29
30
31
1
2
3
4
5
6
7
8
9
10
11
12
13
14
15
16
17
18
19
20
21
22
Time
,000
,000
,000
,000
1,000
2,000
2,000
3,000
4,000
4,000
4,000
4,000
4,000
5,000
5,000
7,000
8,000
9,000
10,000
10,000
11,000
11,000
11,000
12,000
12,000
13,000
15,000
15,000
15,000
16,000
16,000
,000
1,000
1,000
1,000
2,000
4,000
4,000
5,000
5,000
6,000
7,000
9,000
10,000
10,000
11,000
11,000
11,000
12,000
12,000
13,000
14,000
14,000
Status
Dead
Dead
Dead
Dead
Alive
Alive
Alive
Alive
Alive
Alive
Alive
Alive
Alive
Alive
Alive
Alive
Alive
Alive
Alive
Alive
Alive
Alive
Alive
Alive
Alive
Alive
Alive
Alive
Alive
Alive
Alive
Dead
Alive
Alive
Alive
Alive
Alive
Alive
Alive
Alive
Alive
Alive
Alive
Alive
Alive
Alive
Alive
Alive
Alive
Alive
Alive
Alive
Alive
Cumulative Proportion
Surviving at the Time
Estimate
Std. Error
.
.
.
.
.
.
,871
,060
,839
,066
.
.
,774
,075
,742
,079
.
.
.
.
.
.
.
.
,581
,089
.
.
,516
,090
,484
,090
,452
,089
,419
,089
.
.
,355
,086
.
.
.
.
,258
,079
.
.
,194
,071
,161
,066
.
.
.
.
,065
,044
.
.
,000
,000
,955
,044
.
.
.
.
,818
,082
,773
,089
.
.
,682
,099
.
.
,591
,105
,545
,106
,500
,107
,455
,106
.
.
,364
,103
.
.
.
.
,227
,089
.
.
,136
,073
,091
,061
.
.
,000
,000
53
N of
Cumulative
Events
1
2
3
4
5
6
7
8
9
10
11
12
13
14
15
16
17
18
19
20
21
22
23
24
25
26
27
28
29
30
31
1
2
3
4
5
6
7
8
9
10
11
12
13
14
15
16
17
18
19
20
21
22
N of
Remaining
Cases
30
29
28
27
26
25
24
23
22
21
20
19
18
17
16
15
14
13
12
11
10
9
8
7
6
5
4
3
2
1
0
21
20
19
18
17
16
15
14
13
12
11
10
9
8
7
6
5
4
3
2
1
0
Survival Table
Status
Suppressed
1
2
3
4
5
6
7
8
9
10
11
12
13
14
15
16
17
18
19
20
21
22
23
24
25
26
27
28
29
30
31
32
33
34
35
36
37
38
39
40
Time
,000
,000
,000
,000
,000
,000
,000
,000
,000
1,000
2,000
2,000
3,000
3,000
5,000
6,000
7,000
7,000
8,000
8,000
8,000
8,000
8,000
8,000
8,000
8,000
8,000
10,000
11,000
12,000
12,000
12,000
12,000
12,000
13,000
13,000
14,000
14,000
15,000
16,000
Status
Dead
Dead
Dead
Dead
Dead
Dead
Dead
Dead
Dead
Alive
Alive
Alive
Alive
Alive
Alive
Alive
Alive
Alive
Alive
Alive
Alive
Alive
Alive
Alive
Alive
Alive
Alive
Alive
Alive
Alive
Alive
Alive
Alive
Alive
Alive
Alive
Alive
Alive
Alive
Alive
Cumulative Proportion
Surviving at the Time
Estimate
Std. Error
.
.
.
.
.
.
.
.
.
.
.
.
.
.
.
.
,775
,066
,750
,068
.
.
,700
,072
.
.
,650
,075
,625
,077
,600
,077
.
.
,550
,079
.
.
.
.
.
.
.
.
.
.
.
.
.
.
.
.
,325
,074
,300
,072
,275
,071
.
.
.
.
.
.
.
.
,150
,056
.
.
,100
,047
.
.
,050
,034
,025
,025
,000
,000
Means and Medians for Survival Time
Status
Open grown
Dominant
Codominant
Intermediate
Suppressed
Overall
Estimate
7,290
7,100
7,387
7,409
6,850
7,175
Std. Error
,916
1,031
,960
,997
,815
,415
Meana
95% Confidence Interval
Lower Bound
Upper Bound
5,495
9,086
5,079
9,121
5,505
9,269
5,455
9,363
5,252
8,448
6,361
7,990
54
N of
Cumulative
Events
1
2
3
4
5
6
7
8
9
10
11
12
13
14
15
16
17
18
19
20
21
22
23
24
25
26
27
28
29
30
31
32
33
34
35
36
37
38
39
40
N of
Remaining
Cases
39
38
37
36
35
34
33
32
31
30
29
28
27
26
25
24
23
22
21
20
19
18
17
16
15
14
13
12
11
10
9
8
7
6
5
4
3
2
1
0
Means and Medians for Survival Time
Median
95% Confidence Interval
Status
Estimate
Std. Error
Lower Bound
Upper Bound
Open grown
6,000
1,855
2,364
9,636
Dominant
7,000
2,739
1,632
12,368
Codominant
7,000
2,782
1,546
12,454
Intermediate
7,000
2,345
2,403
11,597
Suppressed
8,000
,329
7,355
8,645
Overall
8,000
,834
6,365
9,635
a. Estimation is limited to the largest survival time if it is censored.
Overall Comparisons
Chi-Square
df
Sig.
Log Rank (Mantel-Cox)
,915
4
,922
Test of equality of survival distributions for the different levels of Status.
Survival Functions
Status
1,0
Open grown
Dominant
Codominant
Intermediate
Suppressed
Cum Survival
0,8
0,6
0,4
0,2
0,0
0
5
10
15
ΔDBH
55
20
Hazard Function
Status
3
Open grown
Dominant
Codominant
Intermediate
Suppressed
Cum Hazard
4
2
1
0
0
2
4
6
8
10
12
ΔDBH
56
14