Αριθμός 1349/2013 ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ Α1

Αριθμός 1349/2013
ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ
Α1' Πολιτικό Τμήμα
Συγκροτήθηκε από τους Δικαστές: Βασίλειο Λυκούδη, Αντιπρόεδρο Αρείου
Πάγου, Ιωάννη Σίδερη, Νικόλαο Λεοντή, Γεώργιο Γεωργέλλη και Δημήτριο
Κράνη, Αρεοπαγίτες.
Συνεδρίασε δημόσια στο ακροατήριό του, στις 4 Φεβρουαρίου 2013, με την
παρουσία και της Γραμματέως Ελένης Κοκκίνη, για να δικάσει την υπόθεση
μεταξύ:
Του αναιρεσείοντος: Γ. Δ. του Χ., κατοίκου ..., ο οποίος παραστάθηκε με
τον πληρεξούσιο δικηγόρο του Γεώργιο Κουτσουπιά.
Της αναιρεσιβλήτου: Ομόρρυθμης εταιρίας με την επωνυμία "ΑΦΟΙ Π. & Α.
Κ. Α. Ο.Ε", που εδρεύει στο ... και εκπροσωπείται νόμιμα, η οποία
εκπροσωπήθηκε από τον πληρεξούσιο δικηγόρο της Αθανάσιο Φωτεινόπουλο.
Η ένδικη διαφορά άρχισε με την από 17 Ιουλίου 2002 ανακοπή του ήδη
αναιρεσείοντος που κατατέθηκε στο Μονομελές Πρωτοδικείο Αθηνών. Εκδόθηκαν
οι αποφάσεις: 4327/2003 εν μέρει οριστική και 2798/2009 οριστική του
ιδίου δικαστηρίου και 4920/2011 του Εφετείου Αθηνών. Την αναίρεση της
τελευταίας απόφασης ζητεί ο αναιρεσείων με την από 1 Φεβρουαρίου 2012
αίτησή του.
Κατά τη συζήτηση της υπόθεσης αυτής, που εκφωνήθηκε από το πινάκιο, οι
διάδικοι παραστάθηκαν όπως σημειώνεται πιο πάνω. Ο Εισηγητής Αρεοπαγίτης,
Δημήτριος Κράνης, ανέγνωσε την από 23 Ιανουαρίου 2013 έκθεσή του με την
οποία εισηγήθηκε να απορριφθούν ο δεύτερος και ο τρίτος των λόγων της
αίτησης αναίρεσης κατά της υπ' αριθ. 4920/2011 απόφασης του Εφετείου
Αθηνών, να γίνει εν μέρει δεκτός ο πρώτος λόγος της και να αναιρεθεί
αντίστοιχα η ως άνω απόφαση κατά το μέρος που έκρινε ότι δεν συντρέχει
περίπτωση ακύρωσης της υπ' αριθ. 4640/2002 διαταγής πληρωμής του δικαστή
του Μονομελούς Πρωτοδικείου Αθηνών σε σχέση ειδικότερα με την καταβολή
τόκων υπερημερίας για κάθε μερικότερο ποσό του συνολικού κεφαλαίου των
17.465,83 ευρώ, που επιδίκασε στην αναιρεσίβλητη.
Ο πληρεξούσιος του αναιρεσείοντος ζήτησε την παραδοχή της αιτήσεως, ο
πληρεξούσιος της αναιρεσιβλήτου την απόρριψη της, καθένας δε την καταδίκη
του αντιδίκου του στη δικαστική δαπάνη του.
ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ
1. Με την κρινόμενη αίτηση αναίρεσης προσβάλλεται η αντιμωλία των
διαδίκων εκδοθείσα κατά την τακτική διαδικασία υπ' αριθ. 4920/2011
τελεσίδικη απόφαση του Εφετείου Αθηνών, που απέρριψε από ουσιαστικής
πλευράς την από 18.11.2009 έφεση του ήδη αναιρεσείοντος κατά της υπ'
αριθ. 2798/2009 οριστικής απόφασης του ΜονΠρΑθηνών. Με την απόφαση αυτή
απορρίφθηκε η από 17.7.2002 ανακοπή του με αίτημα την ακύρωση της υπ'
αριθ. 4640/2002 διαταγής πληρωμής της δικαστού του ΜονΠρΑθηνών, που
εκδόθηκε με αίτηση της αντιδίκου του και τον υποχρέωσε να της καταβάλει
νομιμοτόκως το συνολικό ποσό των 17.465,83 ευρώ. Η αίτηση αναίρεσης
ασκήθηκε νομότυπα και εμπρόθεσμα (άρθρ. 552, 553, 556, 558, 564, 566§1
ΚΠολΔ), είναι συνεπώς παραδεκτή (άρθρ. 577§1 ΚΠολΔ) και πρέπει να
ερευνηθεί ως προς τους λόγους της (άρθρ. 577§3 ΚΠολΔ).
2. Κατά το άρθρ. 623 του ΚΠολΔ, μπορεί, κατά την ειδική διαδικασία των
άρθρ. 624 έως 634 του Κώδικα αυτού, να ζητηθεί η έκδοση διαταγής πληρωμής
για χρηματικές απαιτήσεις ή απαιτήσεις παροχής χρεογράφων, εφόσον η
απαίτηση και το οφειλόμενο ποσό αποδεικνύονται με δημόσιο ή ιδιωτικό
έγγραφο. Η απαίτηση, που μπορεί να αποδεικνύεται και από συνδυασμό
περισσότερων τέτοιων εγγράφων, πρέπει κατά το άρθρ. 624§1 του ίδιου
Κώδικα να μην εξαρτάται από αίρεση, προθεσμία, όρο ή αντιπαροχή και να
είναι ορισμένο το οφειλόμενο ποσό χρημάτων ή χρεογράφων, κατά δε το άρθρ.
626§§2 & 3 του ίδιου επίσης Κώδικα, η αίτηση για την έκδοση διαταγής
πληρωμής, που καταθέτει ο δικαιούχος της απαίτησης στη γραμματεία του
δικαστηρίου, πρέπει να περιέχει, εκτός άλλων στοιχείων, την απαίτηση και
το ακριβές ποσό χρημάτων ή χρεογράφων, με τους τυχόν οφειλόμενους τόκους
των οποίων ζητείται η καταβολή, να επισυνάπτονται δε σ' αυτή και όλα τα
έγγραφα από τα οποία προκύπτει η απαίτηση και το ποσό της. Διαταγή
πληρωμής μπορεί έτσι να εκδοθεί και με βάση τιμολόγια πώλησης
εμπορευμάτων, εφόσον όμως σ' αυτά, που αποτελούν ιδιωτικά έγγραφα, έχει
τεθεί η υπογραφή και του αγοραστή κατά τρόπο που να υποδηλώνει αποδοχή
της σχετικής οφειλής του, αφού τότε, αναλαμβάνοντας και ο ίδιος
υποχρεώσεις από τα τιμολόγια, θεωρείται ως προς τις υποχρεώσεις του
εκδότης των τιμολογίων και αυτά έχουν κατά το άρθρ. 443 ΚΠολΔ αποδεικτική
δύναμη σε βάρος του. Μάλιστα αν στα τιμολόγια έχει υπογράψει τη δήλωση
παραλαβής των εμπορευμάτων τρίτο πρόσωπο για λογαριασμό του αγοραστή,
πρέπει για την έκδοση διαταγής πληρωμής να αποδεικνύεται από δημόσιο ή
ιδιωτικό έγγραφο και η προς τον τρίτο σχετική εντολή ή πληρεξουσιότητα
(ΑΠ 1480/2007). Εξ άλλου κατά την έννοια της διάταξης του άρθρ. 630 (γ)
& (δ) ΚΠολΔ, που ορίζει ότι η διαταγή πληρωμής πρέπει να περιέχει,
πλην άλλων στοιχείων, την αιτία της πληρωμής και το ποσό των χρημάτων ή
χρεογράφων που πρέπει να καταβληθεί, προκύπτει ότι αυτή, που δεν είναι
δικαστική απόφαση, αλλά μόνον τίτλος εκτελεστός [άρθρ. 631 και 904§1(ε)
ΚΠολΔ], δεν απαιτείται να περιλαμβάνει πλήρεις και εμπεριστατωμένες
αιτιολογίες, αλλά αρκεί ο συνοπτικός σ' αυτή προσδιορισμός του
γενεσιουργού λόγου της απαίτησης, κατά τρόπο που αυτή απλώς να
εξατομικεύεται και να μη δημιουργείται αμφιβολία για την ταυτότητά της,
δηλαδή δεν απαιτείται πλήρης περιγραφή όλων των περιστατικών που την
συγκροτούν (ΑΠ 1389/2011, 330/2012). Η αναφορά ειδικότερα στη διαταγή
πληρωμής του καταβλητέου ποσού χρημάτων απαιτείται προκειμένου η σχετική
απαίτηση να είναι εκκαθαρισμένη κατά την έννοια του άρθρ. 916 ΚΠολΔ και
να μπορεί έτσι η διαταγή πληρωμής να λειτουργήσει πράγματι ως εκτελεστός
τίτλος, είναι δε εκκαθαρισμένη η απαίτηση του τίτλου, αν μπορεί να
καθορισθεί κατά ποσό με απλό αριθμητικό υπολογισμό ή σύμφωνα με τα
περιλαμβανόμενα στον τίτλο στοιχεία, όπως όταν υπάρχει καταδίκη σε τόκους
ορισμένου κεφαλαίου, των οποίων η έναρξη και το ποσοστό ορίζεται από τον
τίτλο ή από το νόμο (ΑΠ 1094/2006). Τέλος κατά το άρθρ. 628§(α) ΚΠολΔ, ο
δικαστής οφείλει να μην εκδώσει διαταγή πληρωμής και να απορρίψει τη
σχετική αίτηση στην περίπτωση που δεν συντρέχουν οι νόμιμες προϋποθέσεις,
εάν δε παρά την έλλειψη εκδώσει διαταγή πληρωμής, αυτή ακυρώνεται ύστερα
από ανακοπή του οφειλέτη κατά τα άρθρ. 632 ή 633 ΚΠολΔ λόγω διαδικαστικού
απαραδέκτου, δηλαδή ανεξάρτητα από την ύπαρξη της απαίτησης.
Συνεπώς αντικείμενο της δίκης επί της ανακοπής αυτής είναι ο έλεγχος
μόνον της νομιμότητας και του κύρους της διαταγής πληρωμής και όχι η
διάγνωση της ουσιαστικής αξίωσης, οπότε αν από τα έγγραφα, που
προσκομίστηκαν για την έκδοσή της, δεν αποδεικνύεται η απαίτηση, δεν
μπορεί το δικαστήριο της ανακοπής να διαγνώσει την ουσιαστική αξίωση και
θα πρέπει, δεχόμενο την ανακοπή, να ακυρώσει τη διαταγή πληρωμής (ΑΠ
1347/2011).
Στη συγκεκριμένη περίπτωση προκύπτει από την παραδεκτή επισκόπηση της
προσβαλλόμενης απόφασης (άρθρ. 561§2 ΚΠολΔ) ότι αυτή, διαβεβαιώνοντας ότι
έλαβε υπόψη το σύνολο των αποδεικτικών μέσων, που παραδεκτά με επίκληση
προσκόμισαν οι διάδικοι, δέχθηκε, μεταξύ άλλων, ως προς την ουσία της
υπόθεσης και τα ακόλουθα: "Η ανακοπτόμενη υπ' αριθ. 4640/2002 διαταγή
πληρωμής του δικαστή του ΜονΠρΑθηνών εξεδόθη βάσει 145 τιμολογίων
πώλησης-δελτίων αποστολής, με τα οποία η καθ' ης η ανακοπή
(αναιρεσίβλητη) ..., πώλησε και παρέδωσε στον ανακόπτοντα (αναιρεσείοντα)
..., κατά το διάστημα από 10.1.1998 έως και 13.11.2000, τα είδη και τις
ποσότητες κρεάτων που αναγράφονται σ' αυτά, αντί συνολικού τιμήματος
17.465,83 ευρώ. Στη διαταγή πληρωμής, όπως από το περιεχόμενό της
προκύπτει, παρατίθενται, κατά αύξοντα αριθμό και χρονολογία εκδόσεως, ένα
προς ένα, όλα τα παραπάνω τιμολόγια πώλησης-δελτία αποστολής, αναγράφεται
το συνολικό τίμημα αυτών, ανερχόμενο στο ποσό των 5.951.483 δραχμών ή
17.465,83 ευρώ, γίνεται ρητή μνεία ότι, όπως από το περιεχόμενό τους
προκύπτει, ο ανακόπτων-καθ' ου η διαταγή πληρωμής, παρέλαβε, δια της
υπογραφής του, τα αναφερόμενα σ' αυτά εμπορεύματα και διατάσσεται αυτός
να καταβάλει στην καθ' ης η ανακοπή το πιο πάνω συνολικό ποσό των
17.465,83 ευρώ, με το νόμιμο τόκο επί του ποσού ενός εκάστου τιμολογίου
από την επομένη της εκδόσεώς του".
Με βάση τις παραδοχές αυτές το Εφετείο, αφού έκρινε ότι η ανακοπτόμενη
διαταγή πληρωμής, η οποία περιέχει τόσο το ποσό της απαίτησης, που
υποχρεούται ο αναιρεσείων να καταβάλει με τους νόμιμους τόκους στην
αναιρεσίβλητη, όσο και την αιτία της απαίτησης, που είναι οι διαδοχικές
πωλήσεις και παραδόσεις κρεάτων από την αναιρεσίβλητη στον αναιρεσείοντα,
όπως αυτές προκύπτουν από τα παρατιθέμενα στη διαταγή πληρωμής τιμολόγιαδελτία αποστολής και ότι συνεπώς δεν χρειαζόταν, για να είναι έγκυρη η
διαταγή πληρωμής, να παρατίθενται σ' αυτή και τα μερικότερα ποσά κάθε
τιμολογίου, απέρριψε ως αβάσιμο τον σχετικό πρώτο λόγο της έφεσης του
αναιρεσείοντος, με τον οποίο αυτός παραπονέθηκε για την απόρριψη από την
πρωτόδικη απόφαση του πρώτου λόγου της ένδικης ανακοπής του, σύμφωνα με
τον οποίο η προσβαλλόμενη διαταγή πληρωμής είναι ακυρωτέα, εφόσον σ' αυτή
δεν παρατίθενται τα μερικότερα ποσά κάθε τιμολογίου. Σύμφωνα με τις
νομικές σκέψεις που προηγήθηκαν, ναι μεν η παράθεση στην ως άνω διαταγή
πληρωμής του συνολικού μόνον ποσού των τιμολογίων που τη στηρίζουν είναι
αρκετή για την εξατομίκευση της αντίστοιχης απαίτησης ως προς την αιτία
και το κεφάλαιό της, αφού πρόκειται για διαδοχικές πωλήσεις κρεάτων από
την αναιρεσίβλητη στον αναιρεσείοντα, που εξειδικεύονται χρονικά με βάση
το χρόνο έκδοσης κάθε τιμολογίου και συνεπώς ως προς την αιτία και το
κεφάλαιό της η απαίτηση είναι εκκαθαρισμένη και μπορεί να επιχειρηθεί ως
προς αυτή αναγκαστική εκτέλεση, όμως η παράλειψη εξειδίκευσης των
μερικότερων ποσών κάθε τιμολογίου καθιστά αδύνατο τον υπολογισμό των
τόκων επί των ποσών αυτών με βάση τη διαταγή πληρωμής, αφού αυτή όρισε ως
αφετηρία για τον υπολογισμό των τόκων ως προς τα μερικότερα αυτά ποσά την
επομένη της έκδοσης κάθε αντίστοιχου τιμολογίου, που αναγκαίως
προϋποθέτει την εξειδίκευση των μερικότερων αυτών ποσών.
Συνεπώς ως προς την καταδίκη σε καταβολή τόκων είναι ακυρωτέα η παραπάνω
διαταγή πληρωμής και έπρεπε να γίνει εν μέρει δεκτός ο αντίστοιχος πρώτος
λόγος της ένδικης ανακοπής κατά μερική αντίστοιχη παραδοχή του πρώτου
λόγου της έφεσης. Το Εφετείο λοιπόν που έκρινε, όπως και το Πρωτοδικείο,
διαφορετικά, παρά το νόμο δεν ακύρωσε κατά το αντίστοιχο μέρος της τη
διαταγή πληρωμής και είναι συνακόλουθα εν μέρει βάσιμος ο σχετικός πρώτος
λόγος της αίτησης αναίρεσης από τον αριθμό 14 του άρθρ. 559 ΚΠολΔ.
3. Από το συνδυασμό των διατάξεων των άρθρ. 520, 522, 525 και 527 του
ΚΠολΔ προκύπτει ότι οι ισχυρισμοί του ενάγοντος ή οι ενστάσεις του
εναγομένου, που απορρίφθηκαν με την πρωτόδικη απόφαση, επαναφέρονται
παραδεκτά στο Εφετείο μόνο με λόγο της έφεσή τους κατά της απόφασης
αυτής, αρχικό ή πρόσθετο, και όχι με τις προτάσεις κατά το άρθρ. 240
ΚΠολΔ, εκτός αν πρόκειται για υπόθεση δικαζόμενη κατά διαδικασία, στην
οποία οι πρόσθετοι λόγοι της έφεσης επιτρέπεται να ασκηθούν και με τις
προτάσεις, το ίδιο δε ισχύει και για ισχυρισμούς ή ενστάσεις του
εκκαλούντος, των οποίων συγχωρείται κατά το άρθρ. 527 αριθ. 2 και 3 ΚΠολΔ
η προβολή τους για πρώτη φορά στο Εφετείο (ΑΠ 101/2012).
Συνεπώς και οι λόγοι ανακοπής κατά διαταγής πληρωμής, που επέχουν γενικώς
θέση ιστορικής βάσης της αγωγής (ΑΠ 13/2010? 14/2010? 684/2013), εφόσον
απορρίφθηκαν πρωτοδίκως, επαναφέρονται στο Εφετείο από τον εκκαλούντα
ανακόπτοντα μόνο με λόγο της έφεσής του κατά της πρωτόδικης απόφασης, ως
παράπονο κατ' αυτής, και όχι με τις κατ' έφεση προτάσεις του.
Με το δεύτερο λόγο της αίτησης αναίρεσης αποδίδεται στην προσβαλλόμενη
απόφαση η πλημμέλεια ότι παρά το νόμο δεν έλαβε υπόψη τον κρίσιμο για την
έκβαση της δίκης ισχυρισμό του αναιρεσείοντος, που προτάθηκε με λόγο της
ένδικης ανακοπής του και μετά την παράλειψη της εκκαλούμενης πρωτόδικης
απόφασης να τον ερευνήσει επαναφέρθηκε στο Εφετείο με τις προτάσεις του,
δηλαδή ότι η ανακοπτόμενη διαταγή πληρωμής είναι ακυρωτέα, επειδή τα
τιμολόγια, στα οποία βασίσθηκε η έκδοσή της, δεν αποδεικνύουν απαίτηση
της αντιδίκου του εναντίον του, αφού δεν έχουν υπογραφεί απ' αυτόν ως
παραλήπτη των εμπορευμάτων (κρεάτων) που αφορούν, αλλά από τρίτα πρόσωπα,
που δεν ενήργησαν κατ' εντολή του για λογαριασμό του. Όμως εφόσον ο
παραπάνω πρωτόδικος ισχυρισμός και λόγος της ένδικης ανακοπής του
αναιρεσείοντος, με τον οποίο, όπως αυτός εκτίθεται στο αναιρετήριο, δεν
προβάλλεται ένσταση πλαστότητας, αλλά απλή άρνηση της υπογραφής του
αναιρεσείοντος στα κρίσιμα τιμολόγια, δεν επαναφέρθηκε στο Εφετείο με
λόγο της έφεσής του, αλλά με τις προτάσεις του, όπως ο ίδιος δέχεται,
είναι απαράδεκτος κατά τις ως άνω νομικές σκέψεις και ορθώς δεν λήφθηκε
υπόψη από το Εφετείο. Επομένως είναι αβάσιμος και απορριπτέος ο αντίθετος
δεύτερος λόγος της αίτησης αναίρεσης, με τον οποίο αποδίδεται στην
προσβαλλόμενη απόφαση πλημμέλεια από τον αριθμό 8β του άρθρ. 559 ΚΠολΔ.
Αβάσιμος επίσης και απορριπτέος είναι και ο τρίτος λόγος της αίτησης
αναίρεσης από τον αριθμό και πάλι 14 του άρθρ. 559 ΚΠολΔ, με τον οποίο
προσάπτεται στην εφετειακή απόφαση η πλημμέλεια ότι παρά το νόμο δεν
έκρινε ακυρωτέα την ως άνω διαταγή πληρωμής, μολονότι τα τιμολόγια, στα
οποία βασίσθηκε η έκδοσή της, δεν αποδεικνύουν τα ίδια απαίτηση της
αντιδίκου του εναντίον του, γι' αυτό και το Εφετείο, προκειμένου να
διαπιστώσει την ύπαρξη τέτοιας απαίτησης, κατέφυγε ανεπίτρεπτα σε άλλα
αποδεικτικά μέσα και έγγραφα, που δεν είχαν επισυναφθεί στην αίτηση για
την έκδοση της διαταγής πληρωμής. Όμως από την παραδεκτή επισκόπηση της
προσβαλλόμενης απόφασης προκύπτει ότι το Εφετείο κατέφυγε στο σύνολο του
αποδεικτικού υλικού που τέθηκε υπόψη του, όχι βέβαια για να διαπιστώσει
την ύπαρξη και το ύψος της σχετικής με τη διαταγή πληρωμής απαίτησης, που
προκύπτει σαφώς από τα παρατιθέμενα σ' αυτή τιμολόγια, αλλά για να
αποκρούσει την ένσταση εξόφλησης της απαίτησης αυτής που προτάθηκε από
τον αναιρεσείοντα. Συνακόλουθα κατά μερική παραδοχή μόνου του πρώτου
λόγου της αίτησης αναίρεσης πρέπει η προσβαλλόμενη εφετειακή απόφαση να
αναιρεθεί αντίστοιχα κατά το μέρος μόνο που έκρινε ότι δεν συντρέχει
περίπτωση ακύρωσης της ανακοπτόμενης υπ' αριθ. 4640/2002 διαταγής
πληρωμής του δικαστή του Μονομελούς Πρωτοδικείου Αθηνών σε σχέση
ειδικότερα με την καταβολή τόκων υπερημερίας για κάθε μερικότερο ποσό του
συνολικού κεφαλαίου των 17.465,83 ευρώ, που επιδίκασε στην αναιρεσίβλητη.
Στη συνέχεια πρέπει η υπόθεση να κρατηθεί και να δικασθεί από τον Άρειο
Πάγο κατά το άρθρ. 580§3 ΚΠολΔ, όπως η παράγραφος αυτή αντικαταστάθηκε με
το άρθρ. 12§4 του ν. 4055/2012, αφού δεν χρειάζεται άλλη επί της ουσίας
διευκρίνιση, να γίνει δε δεκτή από τυπικής και ουσιαστικής πλευράς η
έφεση του αναιρεσείοντος κατά της εκκαλούμενης οριστικής απόφασης του
Μονομελούς Πρωτοδικείου Αθηνών και να εξαφανισθεί εν μέρει η απόφαση αυτή
ως προς το κεφάλαιο των επιδικαζόμενων με την υπ' αριθ. 4640/2002 διαταγή
πληρωμής του δικαστή του Μονομελούς Πρωτοδικείου Αθηνών τόκων, ως προς το
οποίο πρέπει να γίνει αντίστοιχα δεκτή η ένδικη ανακοπή του και να
ακυρωθεί εν μέρει ως προς τους τόκους αυτούς η ανακοπτόμενη διαταγή
πληρωμής. Τέλος τα δικαστικά έξοδα πρέπει να κατανεμηθούν μεταξύ των
διαδίκων ανάλογα με το μέγεθος της νίκης και της ήττας τους και να
καταδικασθεί έτσι η αναιρεσίβλητη σε μέρος της δικαστικής δαπάνης του
αναιρεσείοντος για όλους τους βαθμούς δικαιοδοσίας (άρθρ. 176 εδ.β,
178§1, 183, 189§1, 191§2 ΚΠολΔ), όπως στο διατακτικό ειδικότερα.
ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ
Αναιρεί την υπ' αριθ. 4920/2011 απόφαση του Εφετείου Αθηνών κατά το μέρος
μόνο που έκρινε ότι δεν συντρέχει περίπτωση ακύρωσης της υπ' αριθ.
4640/2002 διαταγής πληρωμής του δικαστή του Μονομελούς Πρωτοδικείου
Αθηνών σε σχέση ειδικότερα με την καταβολή τόκων υπερημερίας για κάθε
μερικότερο ποσό του συνολικού κεφαλαίου των 17.465,83 ευρώ, που επιδίκασε
στην αναιρεσίβλητη.
Κρατεί και δικάζει επί της ουσίας την υπόθεση.
Δέχεται τυπικά και ουσιαστικά την από 18.11.2009 έφεση του αναιρεσείοντος
κατά της υπ' αριθ. 2798/2009 οριστικής απόφασης του Μονομελούς
Πρωτοδικείου Αθηνών. Εξαφανίζει εν μέρει την απόφαση αυτή ως προς το
κεφάλαιο των επιδικαζόμενων με την ως άνω διαταγή πληρωμής του δικαστή
του Μονομελούς Πρωτοδικείου Αθηνών τόκων.
Δέχεται εν μέρει ως προς το κεφάλαιο αυτό την ένδικη από 17.7.2002
ανακοπή του αναιρεσείοντος κατά της αυτής διαταγής πληρωμής.
Ακυρώνει αντίστοιχα ως προς το ίδιο κεφάλαιο τη διαταγή πληρωμής, την
οποία επικυρώνει κατά τα λοιπά, δηλαδή ως προς το επιδικαζόμενο ατόκως
πλέον συνολικό κεφάλαιο των 17.465,83 ευρώ.
Καταδικάζει την αναιρεσίβλητη σε μέρος της δικαστικής δαπάνης του
αναιρεσείοντος, το οποίο ορίζει συνολικά για όλους τους βαθμούς
δικαιοδοσίας σε δυο χιλιάδες (2.000) ευρώ.
Κρίθηκε και αποφασίσθηκε στην Αθήνα στις 15 Απριλίου 2013.
Ο ΑΝΤΙΠΡΟΕΔΡΟΣ H ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ
Δημοσιεύθηκε, σε δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του, στις 26 Ιουνίου
2013.
Ο ΑΝΤΙΠΡΟΕΔΡΟΣ H ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ