Θεσσαλονίκη 2013 ΑΣΠΑΙΤΕ / ΕΠΠΑΙΚ Ανδρέας Οικονόμου [ΑΝΑΠΤΥΞΙΑΚΗ ΨΥΧΟΛΟΓΙΑ, Α΄ ΕΞ.] Σημειώσεις για το ακαδημαϊκό έτος 2013-14 (μέρος πρώτο) Περιεχόμενα ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΑ 4 ΨΥΧΟΛΟΓΙΑ 7 Ορισμοί 7 1879, έτος έναρξης της επιστήμης της Ψυχολογίας 7 Το σημαντικό έργο του Wundt 7 Τι είναι και τι δεν είναι Ψυχολογία 8 Η Πρώιμη Ψυχολογία 8 Οι Σχολές Σκέψης της Ψυχολογίας 9 Η Ψυχολογία Σήμερα 9 Οι Μέθοδοι της Ψυχολογικής Έρευνας 9 Οι Περιοχές της Ψυχολογίας 10 Η Γενική Ψυχολογία 10 Η Εκπαιδευτική Ψυχολογία 11 ΜΝΗΜΗ 13 Η Κωδικοποίηση 13 Τι κωδικοποιούμε; 15 Η Αποθήκευση 15 Η Ανάκτηση 15 Πόσο ακριβείς είναι οι μνήμες μας; 16 Οι Ανασταλτικές Λειτουργίες της Μνήμης 16 Η Λήθη 17 Οδηγίες για τη Βελτίωση της Μνήμη μας 17 ΑΝΑΠΤΥΞΙΑΚΗ ΨΥΧΟΛΟΓΙΑ 19 SIGMUND FREUD (1856-1939) 20 Οι δύο τοπολογίες του Φρόιντ 20 Το τοπογραφικό μοντέλο (συνειδητό, προσυνειδητό, ασυνείδητο) 21 Το δομικό μοντέλο (τα τρία συστατικά της προσωπικότητας: Προεγώ, Εγώ και Υπερεγώ) 21 Το Προεγώ: οι ενστικτώδεις ανάγκες της προσωπικότητας 21 Το Εγώ: η εκτελεστική εξουσία της προσωπικότητας 22 Το Υπερεγώ: ο δικαστικός κλάδος της προσωπικότητας 22 Τα Στάδια της Ψυχοσεξουαλικής Ανάπτυξης 24 Το στοματικό στάδιο (από τη γέννηση μέχρι ενός έτους) 24 Το πρωκτικό στάδιο (1-3 έτη) 24 Το φαλλικό στάδιο (3-6 ετών) 25 Η λανθάνουσα περίοδος (ηλικία 6-12) 26 Το γενετήσιο στάδιο (ηλικία άνω των 12) 26 Συνεισφορά της Θεωρίας του Freud και Κριτική 27 ERIK ERIKSON (1902-1994) Η θεωρία του Εrikson για την ψυχοκοινωνική ανάπτυξη 28 29 Πρώτο Ψυχοκοινωνικό Στάδιο – Εμπιστοσύνη εναντίον Δυσπιστίας. 29 Δεύτερο Ψυχοκοινωνικό Στάδιο – Η Αυτονομία εναντίον της Ντροπής και της Αμφιβολίας. 29 Τρίτο Ψυχοκοινωνικό Στάδιο – Η Πρωτοβουλία εναντίον της Ενοχής. 30 Τέταρτο Ψυχοκοινωνικό Στάδιο – Η Εργατικότητα εναντίον της Μειονεξίας. 30 Πέμπτο Ψυχοκοινωνικό Στάδιο – Η Ταυτότητα εναντίον της Σύγχυσης 30 Έκτο Ψυχοκοινωνικό Στάδιο – Η Οικειότητα κατά της Απομόνωσης 30 Έβδομο Ψυχοκοινωνικό Στάδιο – Η Παραγωγικότητα κατά της Απραξίας. 31 Όγδοο Ψυχοκοινωνικό Στάδιο – Η Ολοκλήρωση του Εγώ κατά της Απελπισίας. 31 Η κρίση ταυτότητας 31 Έρευνες για την ταυτότητα 32 Ταυτότητες 32 Οι επιπτώσεις της θεωρίας του Έρικσον στην Εκπαίδευση 33 Συγκρίνοντας τον Freud με τον Erikson 34 Οι οκτώ κρίσεις της ζωής 35 Συνεισφορά της θεωρίας του Erikson και κριτική 36 ΖΑΝ ΠΙΑΖΕ – JEAN PIAGET (1896-1980) 37 Πίνακας 1. Ψυχοσεξουαλικά στάδια 45 Πίνακας 1. Ψυχοκοινωνικά στάδια 47 Πίνακας 1. Ψυχονοητικά στάδια 49 Ψυχολογία Ορισμοί 1900: Ψυχολογία είναι η επιστημονική μελέτη του νου. 1950: Ψυχολογία είναι η επιστήμη που μελετάει τη συμπεριφορά. 2000: Ψυχολογία είναι η συστηματική μελέτη της συμπεριφοράς και της εμπειρίας. 1879, έτος έναρξης της επιστήμης της Ψυχολογίας Πριν από το 1879 διεξήχθησαν πολλές ψυχολογικές έρευνες, αλλά οι άνθρωποι που τις έκαναν δεν θεωρούν τους εαυτούς τους ψυχολόγους. Το 1879, ο Wilhelm Maximilian Wundt (1832-1920) ίδρυσε το πρώτο εργαστήριο ψυχολογίας στη Λειψία της Γερμανίας και όρισε την ψυχολογία ως μια ανεξάρτητη πειραματική επιστήμη. Ξεκίνησε στη συνέχεια ένα περιοδικό ψυχολογίας και έγραψε ένα βιβλίο ψυχολογίας. Ο Wundt και το 1879 παραδοσιακά πλέον επιλέγονται ως σημεία εκκίνησης για την Ψυχολογία, λόγω της δήλωσης της πρόθεσής του. Το σημαντικό έργο του Wundt Ο Wundt όρισε την Ψυχολογία ως ανεξάρτητη επιστήμη και την εγκαινίασε εργαζόμενος στο πρώτο ψυχολογικό εργαστήριο. Η έμφασή του στην πειραματική μεθοδολογία έδωσε στην Ψυχολογία μια ισχυρή επιστημονική βάση. Ο Wundt προσπαθώντας να περιγράψει τις δομές που συνθέτουν το νου, ασπάστηκε το σύστημα του στρουκτουραλισμού, για να μπορέσει να ελέγξει τη μέθοδο της ενδοσκόπησης. Η προοπτική αυτή στηρίχθηκε σε μεγάλο βαθμό στην ανάλυση των αισθήσεων και των συναισθημάτων μέσω της χρήσης της ενδοσκόπησης, μιας άκρως υποκειμενικής διαδικασίας. Ο Wundt πίστευε ότι σωστά εκπαιδευμένα άτομα θα είναι σε θέση να προσδιορίσουν με ακρίβεια τις νοητικές διεργασίες που συνοδεύουν τα αισθήματα, τα συναισθήματα και τις σκέψεις. Τι είναι και τι δεν είναι Ψυχολογία Παρανοήσεις που δημιουργούνται από τα λαϊκά μέσα μαζικής ενημέρωσης καθώς αλλά και τις διαφορετικές πορείες σταδιοδρομίας όσων κατέχουν πτυχία ψυχολογίας συνέβαλαν στη δημιουργία σύγχυσης σχετικά με το τι είναι και τι δεν είναι ο ψυχολόγος και η Ψυχολογία. Έτσι, το είδος των ψυχολόγων που είναι γνωστό στους περισσότερους ανθρώπους είναι αυτό του κλινικού ψυχολόγου, του ειδικού που προσπαθεί να βοηθήσει ανθρώπους με ψυχικές δυσκολίες. Αυτό το πεδίο είναι μόνο ένα μικρό μέρος της Ψυχολογίας. Η Ψυχολογία περιλαμβάνει, επίσης, την έρευνα για τις αισθήσεις και την αντίληψη, τη μνήμη και τη μάθηση, την πείνα και τη δίψα, τον ύπνο και την προσοχή, την ανάπτυξη του παιδιού και του ενήλικα και πολλά άλλα. Ίσως, επίσης, υπάρχει μια σύγχυση για τη σχέση ψυχιάτρου και ψυχολόγου. Ο ψυχίατρος είναι γιατρός εξειδικευμένος σε θέματα ψυχικής υγείας, γνώστης της ανθρώπινης βιολογίας και φυσιολογίας, εντεταλμένος να συνταγογραφεί προσφέροντας με τα ψυχοφάρμακα ανακούφιση στον ψυχικό πόνο και τις βαριές ψυχικές ασθένειες. Η δουλειά του ψυχιάτρου και του ψυχολόγου συναντώνται στη διάγνωση της ψυχικής δυσκολίας ενός ατόμου καθώς, επίσης, και στη διαδικασία της ψυχοθεραπείας του. Στις σύγχρονες δομές ψυχικής υγείας συνυπάρχουν και συνεργάζονται αρμονικά αναλαμβάνοντας διαφορετικό ρόλο καθένας τους. Και οι δυο μπορούν να ασκούν ιδιωτικά το επάγγελμά τους έχοντας για το σκοπό αυτό αποκτήσει άδεια άσκησης του επαγγέλματός τους. Ίσως να φαντάζεστε ότι μια σειρά μαθημάτων στην Ψυχολογία θα σας διδάξει πώς να "αναλύσετε" έναν άνθρωπο, να αποκρυπτογραφήσετε κρυφές πτυχές της προσωπικότητάς του, ίσως ακόμη και να χρησιμοποιήσετε την Ψυχολογία για να τον ελέγξετε. Δεν είναι όμως έτσι. Θα μάθετε απλά να καταλαβαίνετε ορισμένες πτυχές της συμπεριφοράς του, αλλά χωρίς να κερδίσετε κάποιου είδους εξουσία επάνω του. Στην ιδανική περίπτωση, θα γίνετε πιο επιφυλακτικοί απέναντι σε εκείνους που ισχυρίζονται ότι μπορούν να αναλύσουν την προσωπικότητα των ανθρώπων από μικρά μόνο δείγματα τους συμπεριφοράς τους. Επίσης, θα μπορείτε να κατανοείτε κείμενα παιδαγωγικής ψυχολογίας που θα χρειαστεί να μελετήσετε στο μέλλον ως εκπαιδευτικοί για τις ανάγκες του επαγγέλματός σας. Θα μάθετε, επίσης, να διατυπώνετε, προφορικά και γραπτά, τις σκέψεις σας σχετικά με ψυχοπαιδαγωγικά θέματα σε γλώσσα κατανοητή από την εκπαιδευτική κοινότητα. Η Ψυχολογία είναι δύο πράγματα ταυτόχρονα: μια εφαρμοσμένη επιστήμη και ένα ακαδημαϊκό πεδίο έρευνας που μελετά τον ανθρώπινο νου και τη συμπεριφορά του. Η έρευνα στην Ψυχολογία προσπαθεί να κατανοήσει και να εξηγήσει τη σκέψη, το συναίσθημα και τη συμπεριφορά. Εφαρμογές της Ψυχολογίας περιλαμβάνουν την αγωγή της ψυχικής υγείας, τη βελτίωση των επιδόσεων, την αυτοβοήθεια, την εργονομία και πολλούς άλλους τομείς που επηρεάζουν την υγεία και την καθημερινή ζωή. Η Πρώιμη Ψυχολογία Η Ψυχολογία προέκυψε τόσο από τη Φιλοσοφία όσο και από τη Βιολογία. Οι συζητήσεις μεταξύ των δύο αυτών επιστημών ξεκίνησαν ήδη από την εποχή του Αριστοτέλη και του Σωκράτη και το όνομα της επιστήμης της Ψυχολογίας περιγράφει αυτήν ακριβώς την αναζήτηση: περί ψυχής ο λόγος. Οι Σχολές Σκέψης της Ψυχολογίας Στην ιστορία της Ψυχολογίας, από το 1879 μέχρι σήμερα, διάφορες σχολές σκέψης έχουν επιχειρήσει να εξηγήσουν την ανθρώπινη σκέψη και συμπεριφορά. Αυτές οι σχολές συχνά κυριαρχούν στο χώρο της ψυχολογικής έρευνας για μια χρονική περίοδο. Παρόλο που αυτές οι σχολές σκέψης μερικές φορές φαίνεται να είναι και να λειτουργούν ως ανταγωνιστικές δυνάμεις, κάθε μία προοπτική συνέβαλε τελικά στην ανάπτυξη της Ψυχολογίας. Μερικές από τις σημαντικότερες σχολές σκέψης στην Ψυχολογία οι είναι ακόλουθες: • Ανθρωπισμός (Humanism) • Γνωστικισμός (Cognitivism) • Λειτουργισμός (Functionalism) • Δομισμός (Structuralism) • Συμπεριφορισμός (Behaviorism) • Ψυχανάλυση (Psychoanalysis) Η Ψυχολογία Σήμερα Σήμερα, οι ψυχολόγοι προτιμούν να χρησιμοποιούν περισσότερο αντικειμενικές επιστημονικές μεθόδους για να παρατηρήσουν, να περιγράψουν, να εξηγήσουν και να προβλέψουν την ανθρώπινη συμπεριφορά. Οι ψυχολογικές μελέτες είναι ιδιαίτερα δομημένες, ξεκινούν με μια υπόθεση, η οποία στη συνέχεια δοκιμάζεται εμπειρικά. Η Ψυχολογία εστιάζεται σε δύο σημαντικούς τομείς: την ακαδημαϊκή ψυχολογία και την εφαρμοσμένη ψυχολογία. Η ακαδημαϊκή ψυχολογία εστιάζεται στη μελέτη των διαφόρων θεμάτων της, συμπεριλαμβανομένων σε αυτά της ψυχολογίας της προσωπικότητας, της κοινωνικής ψυχολογίας και της αναπτυξιακής ψυχολογίας. Οι ψυχολόγοι αυτού του τομέα διεξάγουν βασική έρευνα που έχει ως στόχο να επεκτείνει τις θεωρητικές γνώσεις μας, ενώ οι άλλοι ερευνητές διεξάγουν εφαρμοσμένη έρευνα που επιδιώκει να λύσει καθημερινά προβλήματά μας. Η Εφαρμοσμένη Ψυχολογία εστιάζει στη λύση προβλημάτων του πραγματικού κόσμου με τη χρήση των διαφόρων ψυχολογικών αρχών. Παραδείγματα στον τομέα αυτόν είναι η Εργονομία και η Βιομηχανική-Οργανωσιακή Ψυχολογία. Πολλοί άλλοι ψυχολόγοι εργάζονται ως ψυχοθεραπευτές, βοηθώντας τους ανθρώπους να ξεπεράσουν δυσκολίες που αντιμετωπίζουν στη σκέψη, στο συναίσθημα και στη συμπεριφορά. Οι Μέθοδοι της Ψυχολογικής Έρευνας Με το που απομακρύνθηκε η Ψυχολογία από τις φιλοσοφικές ρίζες της, οι ψυχολόγοι -για να μελετήσουν την ανθρώπινη συμπεριφορά- άρχισαν να χρησιμοποιούν όλο και περισσότερο επιστημονικές μεθόδους. Οι σύγχρονοι ερευνητές -προκειμένου να εξηγήσουν και να προβλέψουν τη συμπεριφορά- χρησιμοποιούν πλέον μια μεγάλη ποικιλία επιστημονικών τεχνικών, συμπεριλαμβανομένων των πειραμάτων, των μελετών συσχέτισης και των διαχρονικών ερευνών. Οι Περιοχές της Ψυχολογίας Η Ψυχολογία είναι ένα ευρύ πεδίο με έναν μεγάλο αριθμό διαφορετικών περιοχών - ειδικοτήτων. Τα παρακάτω είναι μερικά από τα σημαντικότερα πεδία έρευνας και εφαρμογής της ψυχολογίας: Η Βιολογική Ψυχολογία, γνωστή επίσης ως Βιοψυχολογία, μελετά πώς βιολογικές διεργασίες επηρεάζουν το νου και τη συμπεριφορά. Αυτή η περιοχή είναι στενά συνδεδεμένη με τις νευροεπιστήμες και χρησιμοποιεί εργαλεία όπως μαγνητική τομογραφία (MRI) και η τομογραφία εκπομπής ποζιτρονίων (PET) για να εξετάσει εγκεφαλικές βλάβες ή ανωμαλίες του εγκεφάλου. Η Βιομηχανική-Οργανωσιακή Ψυχολογία είναι ο τομέας της Ψυχολογίας που χρησιμοποιεί την ψυχολογική έρευνα για την ενίσχυση της απόδοσης στην εργασία, την επιλογή εργαζομένων, τη βελτίωση του σχεδιασμού των προϊόντων και την ενίσχυση της χρηστικότητάς τους. Η Γνωστική Ψυχολογία μελετάει τις ανθρώπινες διαδικασίες της σκέψης και το γιγνώσκειν. Οι Γνωστικοί ψυχολόγοι μελετούν θέματα όπως η προσοχή, η μνήμη, η αντίληψη, η λήψη αποφάσεων, η επίλυση προβλημάτων και η εκμάθηση της γλώσσας. Η Δικαστική Ψυχολογία είναι το πεδίο εφαρμογής της ψυχολογικής έρευνας και των ψυχολογικών αρχών στο νομικό και ποινικό σύστημα δικαιοσύνης. Η Κλινική Ψυχολογία επικεντρώνεται στην αξιολόγηση, διάγνωση και θεραπεία των ψυχικών διαταραχών. Η Κοινωνική Ψυχολογία είναι η επιστήμη που χρησιμοποιεί επιστημονικές μεθόδους για να μελετήσει την κοινωνική επιρροή, την κοινωνική αντίληψη και την κοινωνική αλληλεπίδραση. Η Κοινωνική Ψυχολογία μελετάει διάφορα θέματα, συμπερι-λαμβανομένων της συμπεριφοράς της ομάδας, της κοινωνικής αντίληψης, της ηγεσίας, της μη λεκτικής συμπεριφοράς, της συμμόρφωσης, της επιθετικότητας και της προκατάληψης. Η Συγκριτική Ψυχολογία είναι ο κλάδος της ψυχολογίας που ασχολείται με τη μελέτη της συμπεριφοράς των ζώων. Αυτό το είδος της έρευνας μπορεί να οδηγήσει σε μια βαθύτερη και ευρύτερη κατανόηση της ανθρώπινης ψυχολογίας. Η Σχολική Ψυχολογία είναι ο κλάδος της ψυχολογίας που λειτουργεί εντός του εκπαιδευτικού συστήματος για να βοηθήσει παιδιά με συναισθηματικά, κοινωνικά και ακαδημαϊκά προβλήματα. Η Ψυχολογία της Προσωπικότητας εξετάζει τα διάφορα στοιχεία που συνθέτουν τις μεμονωμένες προσωπικότητες. Μεταξύ των πολύ γνωστών θεωριών είναι το δομικό μοντέλο του Freud για την προσωπικότητα και η "Big Five" θεωρία προσωπικότητας. Η Ψυχολογία των Αποκλίσεων ασχολείται με τη μελέτη της μη φυσιολογικής συμπεριφοράς και της ψυχοπαθολογίας. Αυτή η ειδικότητα επικεντρώνεται στην έρευνα και τη θεραπεία μιας ποικιλίας ψυχικών διαταραχών και συνδέεται με την ψυχοθεραπεία και την κλινική ψυχολογία. Ειδικότερα, ας δούμε στη συνέχεια τις περιοχές που θα μελετήσουμε εφέτος μαζί, στη διάρκεια του Ετήσιου Προγράμματος Παιδαγωγικής Κατάρτισης (ΕΠΠΑΙΚ) της Ανώτατης Σχολής Παιδαγωγικής και Τεχνολογικής Εκπαίδευσης (ΑΣΠΑΙΤΕ). Η Γενική Ψυχολογία Η Γενική Ψυχολογία προσφέρει μια εισαγωγή και μια επισκόπηση του επιστημονικού κλάδου της Ψυχολογίας. Συνήθως καλύπτει την ιστορία και τις βασικές μεθόδους έρευνας της Ψυχολογίας, την ανάπτυξη, τα συναισθήματα, τα κίνητρα, την προσωπικότητα, την αντίληψη και πολλά άλλα. Τα θέματα που συνήθως καλύπτονται σε μια εισαγωγή στο μάθημα της Ψυχολογίας συμπεριλαμβάνουν και τα θέματα της Γενικής Ψυχολογίας. Συνήθως, μια τέτοια εισαγωγή περιλαμβάνει τα εξής: Εισαγωγικές Έννοιες της Ψυχολογίας Η Βιολογική Βάση της Συμπεριφοράς Αισθήσεις και Αντιλήψεις Ψυχολογία της Μάθησης Κίνητρα και Συγκίνηση Στοιχεία Εξελικτικής Ψυχολογίας Στοιχεία Ψυχολογίας της Προσωπικότητας Η υγεία, το Άγχος και η Αντιμετώπισή του Στοιχεία Ψυχολογίας των Αποκλίσεων Στοιχεία Θεραπείας Ψυχικών Διαταραχών Η Εκπαιδευτική Ψυχολογία Η Εκπαιδευτική Ψυχολογία, μελετάει το πώς οι άνθρωποι μαθαίνουν, περιλαμβάνοντας θέματα όπως οι επιδόσεις των μαθητών, η εκπαιδευτική διαδικασία, οι ατομικές διαφορές στη μάθηση, οι ταλαντούχοι μαθητές και οι μαθησιακές δυσκολίες. Η Εκπαιδευτική Ψυχολογία δεν περιλαμβάνει μόνο τη μαθησιακή διαδικασία στην πρώιμη παιδική ηλικία και την εφηβεία, αλλά περιλαμβάνει τις κοινωνικές, συναισθηματικές και γνωστικές διαδικασίες που εμπλέκονται στη μάθηση καθ’ όλη τη διάρκεια της ζωής. Το πεδίο της Εκπαιδευτικής Ψυχολογίας ενσωματώνει μια σειρά άλλων κλάδων, όπως η Αναπτυξιακή και η Γνωστική Ψυχολογία. Θέματα που ενδιαφέρουν την Εκπαιδευτική Ψυχολογία: Ανάπτυξη Προγράμματος Σπουδών (Curriculum Development) Ειδική Αγωγή (Special Education) Εκπαιδευτική Τεχνολογία (Educational Technology) Εκπαιδευτικός Σχεδιασμός (Instructional Design) Οργανωσιακή Μάθηση (Organizational Learning) Προικισμένοι μαθητές (Gifted Learners) Εικόνα 1. Πού τοποθετούνται στον εγκέφαλο οι ποικίλες λειτουργίες του νου Μνήμη Μνήμη είναι η λειτουργία του νου που επιτρέπει τη διατήρηση της μάθησης στο χρόνο μέσω της αποθήκευσης και της ανάκτησης/ανάκλησης πληροφοριών. Για να αποθηκεύσουμε στη μνήμη ένα γεγονός, δημιουργούμε και στέλνουμε τις σχετικές με αυτό πληροφορίες στον εγκέφαλό μας (κωδικοποίηση), τις εγκαθιστούμε εκεί (αποθήκευση) και αργότερα, αν τις ξαναχρειαστούμε, τις στέλνουμε προς τα έξω (ανάκτηση). Διακρίνουμε τρεις μορφές μνήμης: Αισθητηριακή μνήμη: ένα μέρος από τους ερεθισμούς του περιβάλλοντος, αφού περάσει μια διαδικασία πρώτης επιλογής, συλλαμβάνεται -σαν σε φωτογραφία- από την αισθητηριακή μνήμη, στην οποία διατηρούνται για ένα πολύ σύντομο διάστημα διάρκειας το πολύ 1,5 δευτερόλεπτα (παράδειγμα το μετείκασμα στον κινηματογράφο). Βραχύχρονη μνήμη: το μεγαλύτερο μέρος των εισερχομένων ερεθισμών στο επίπεδο της αισθητηριακής μνήμης, μετά από ένα δεύτερο φιλτράρισμα, χάνεται, ενώ το υπόλοιπο μεταφέρεται στη βραχύχρονη μνήμη. Εκεί οι πληροφορίες αυτές αποθηκεύονται για σύντομο χρονικό διάστημα, για δευτερόλεπτα ή λίγα λεπτά (παράδειγμα η συγκράτηση ενός αριθμού τηλεφώνου από τη στιγμή που τον βλέπουμε στον κατάλογο μέχρι που τον σχηματίζουμε λίγο αργότερα). Μακρόχρονη μνήμη: οι πληροφορίες παραμένουν στο νου μας για λεπτά, ώρες, μέρες, χρόνια, δεκαετίες. Ένα μεγάλο μέρος των πληροφοριών που διαχειρίζεται η βραχύχρονη μνήμη χάνεται τελικά, ενώ το υπόλοιπο παραμένει στο νου μας και μπορούμε να το ανακαλέσουμε άλλοτε εύκολα και άλλοτε δύσκολα και με μικρή ή μεγαλύτερη ακρίβεια κάθε φορά. Η μακρόχρονη μνήμη ταυτίζεται με αυτό που οι περισσότεροι άνθρωποι εννοούν όταν μιλάνε για μνήμη. Η Κωδικοποίηση Υπάρχουν δύο είδη κωδικοποίησης: η αυτόματη (παράδειγμα η διαδρομή που έχει στο νου του ο μαθητής για να πάει από την αυλή τού σχολείου στην τάξη του) και η επίπονη (παράδειγμα η εκμάθηση των εννοιών που παρουσιάζονται στο παρόν κεφάλαιο). Αυτόματη Κωδικοποίηση. Κωδικοποιούμε έναν τεράστιο αριθμό πληροφοριών για το χώρο, το χρόνο και τη συχνότητα εμφάνισης γεγονότων, με μικρή ή καθόλου προσπάθεια (παράδειγμα: για να βρούμε πού βάλαμε το πανωφόρι μας, αναπαράγουμε στο νου μας την ακολουθία των γεγονότων που προηγήθηκαν). Μερικά είδη αυτόματης κωδικοποίησης είναι προϊόντα μάθησης, όπως για παράδειγμα το να διαβάζουμε ανάποδα προτάσεις, ενώ δύσκολα μπορούμε να απενεργοποιήσουμε την αυτόματη κωδικοποίηση. Επίπονη Κωδικοποίηση. Υπάρχουν πληροφορίες που μπορούμε να απoμνημονεύσουμε μόνο αν κατάβάλουμε προσπάθεια και αν δώσουμε σε αυτές τη δέουσα προσοχή. Πράγματι, η μνήμη μας ενισχύεται με την επανάληψη νέων πληροφοριών (παράδειγμα: ένα νέο όνομα). Ο Hermann Ebbinghaus (1850-1909), πρώτος μελέτησε τη δική του μάθηση και λήθη νέου λεκτικού υλικού (λέξεις με τρία γράμματα χωρίς νόημα) και ήταν ο πρώτος που έδειξε τη σχέση επανάληψης και μνήμης. Ο Ebbinghaus διαπίστωσε ότι όσο περισσότερες φορές εξασκούνταν στην εκμάθηση μιας λίστας 20 τέτοιων λέξεων την πρώτη μέρα, τόσο λιγότερες επαναλήψεις χρειαζόταν να κάνει την επόμενη ημέρα. Δηλαδή, το πόσα θυμόμαστε εξαρτάται από το χρόνο που εργαστήκαμε για να το μάθουμε. Ακόμη κι όταν μάθουμε κάτι, η επιπλέον επανάληψή του (υπερμάθηση) αυξάνει την πιθανότητα διατήρησής του στη μνήμη μας. Επίσης, συγκρατούμε καλύτερα πληροφορίες όταν οι επαναλήψεις είναι κατανεμημένες μέσα στον χρόνο. Διάγραμμα 1. Ποσοστά συγκράτησης του μνημονικού υλικού στο πείραμα του Ebbinghaus Δεν υπάρχει κανόνας, αλλά γενικά όταν το υλικό που απομνημονεύουμε είναι χωρίς ενδιαφέρον για μας, ενδείκνυται η μαζική μάλλον αντιμετώπισή του, ενώ όταν απομνημονεύουμε κριτικά, η κατανομή της επανάληψης σε επιμέρους ενότητες είναι αποτελεσματικότερη. Έχει, επίσης, διαπιστωθεί η τάση μας να θυμόμαστε καλύτερα τα πρώτα και τα τελευταία στοιχεία μιας λίστας. Ωστόσο, η επανάληψη δεν είναι αρκετή για τη μεταφορά των πληροφοριών από τη βραχύχρονη στη μακρόχρονη μνήμη. Τι κωδικοποιούμε; Για να σχηματίσουμε (μακροχρόνιες) μνήμες, χρησιμοποιούμε τρεις τεχνικές επίπονης κωδικοποίησης των εισερχομένων πληροφοριών: τις κωδικοποιούμε με βάση τη σημασία τους, τις απεικονίζουμε νοερά και τις οργανώνουμε νοητικά. Κωδικοποίηση σημασίας. Όταν επεξεργαζόμαστε λεκτικές πληροφορίες για να τις αποθηκεύσουμε, συνήθως κωδικοποιούμε τη σημασία τους. Έτσι δεν θυμόμαστε τα πράγματα ακριβώς όπως είναι (ήταν), αλλά θυμόμαστε αυτά που κωδικοποιούμε. Είναι, επομένως, μάταιο να προσπαθούμε να θυμηθούμε λέξεις που δεν καταλαβαίνουμε, ενώ βοηθάει πολύ αν τις παραφράσουμε με όρους που κατανοούμε. Κωδικοποίηση νοερών αναπαραστάσεων. Απομνημονεύουμε ευκολότερα εικόνες ή νοερές αναπαραστάσεις από ότι ορισμούς, ημερομηνίες και γενικά ο,τιδήποτε δεν μπορούμε να αναπαραστήσουμε νοερά. Αυτό το είδος της κωδικοποίησης βρίσκεται στη βάση της μνημοτεχνικής, δηλαδή των μνημονικών κανόνων που βελτιώνουν τη μνήμη. Παράδειγμα: για να θυμηθώ ευκολότερα τον αριθμό τηλεφώνου 2310453789 συνδυάζω τον κωδικό της Θεσσαλονίκης (2310) τα επόμενα τρία πρώτα ψηφία με την πτώση της Πόλης (1-453) και τα άλλα τρία με τη γαλλική επανάσταση (1-789). Οργάνωση πληροφοριών. Οργανώνουμε τις πληροφορίες για να τις θυμόμαστε ευκολότερα, είτε ανάγοντάς τες σε μνημονεύσιμα τμήματα (π.χ., ακρωνύμια), είτε σε ιεραρχήσεις (π.χ., μερικές ευρείες έννοιες τις διαιρούμε και τις υπο-διαιρούμε σε πιο περιορισμένες έννοιες και γεγονότα). Η Αποθήκευση Αισθητηριακή μνήμη. Διαθέτουμε εικονική μνήμη, δηλαδή μια «φωτογραφική» μνήμη των οπτικών ερεθισμών που διαρκεί για μερικά δέκατα του δευτερολέπτου και ηχομνήμη, δηλαδή μια στιγμιαία αισθητηριακή μνήμη για ακουστικούς ερεθισμούς, η οποία διαρκεί λίγο περισσότερο από την εικονική μνήμη. Βραχύχρονη μνήμη. Η βραχύχρονη μνήμη έχει περιορισμένη διάρκεια, όταν δεν υπάρχει ενεργή επεξεργασία των πληροφοριών και περιορισμένη χωρητικότητα, δηλαδή μπορεί να αποθηκεύσει κατά μέσο όρο επτά στοιχεία πληροφορίας (συν πλην δύο). Μακρόχρονη μνήμη. Η δυνατότητά μας αποθήκευσης πληροφοριών στη μακρόχρονη μνήμη ουσιαστικά δεν έχει όρια. Ο μέσος ενήλικας έχει περίπου ένα δισεκατομμύριο πληροφορίες στη μνήμη του. Ωστόσο, οι περισσότερες από αυτές χάνονται. Γνωρίζουμε ήδη ότι η λήθη είναι πολύ γρήγορη στην αρχή και με τον καιρό σταθεροποιείται. Η Ανάκτηση Για τους περισσότερους ανθρώπους η μνήμη ταυτίζεται με την ανάκληση, δηλαδή την ικανότητα ανάκτησης πληροφοριών. Για τους ψυχολόγους, όμως, μνήμη σημαίνει πως κάτι που μαθεύτηκε έχει συγκρατηθεί στο νου. Έτσι η αναγνώριση ή η αναμάθηση πληροφοριών, επίσης, δηλώνει μνήμη. Αν κάποτε μάθαμε κάτι και μετά το ξεχάσαμε, πιθανόν να το ξαναμάθουμε πιο γρήγορα από όσο χρόνο κάναμε για να το μάθουμε αρχικά. Τα τεστ αναγνώρισης και ο χρόνος που χρειαζόμαστε για την αναμάθηση αποκαλύπτουν ότι θυμόμαστε (έχουμε συγκρατήσει) περισσότερα από όσα ανακαλούμε. Ενδείξεις ανάκτησης. Οι μνήμες δεν είναι προσβάσιμες αν δεν διαθέτουμε τις κατάλληλες ενδείξεις για να τις ανακτήσουμε. Όσο περισσότερες και καλύτερα μαθημένες είναι οι ενδείξεις, τόσο πιο προσβάσιμες είναι οι αποθηκευμένες πληροφορίες (μνήμες). Επιδράσεις του πλαισίου. Θυμόμαστε καλύτερα όταν βρεθούμε στο πλαίσιο όπου βιώσαμε αυτό που θέλουμε να θυμηθούμε. Αν επιστρέψουμε στο σπίτι μας ή στο σχολείο μας, θα κατακλυστούμε από ενδείξεις ανάκτησης και μνήμες. Εδώ εντάσσεται και η ψευδαίσθηση ότι μια νέα οπτική εμπειρία έχει ιδωθεί στο παρελθόν, γνωστό ως φαινόμενο déjà vu (ήδη ιδωμένο). Αν βρεθήκαμε στο παρελθόν σε μια παρόμοια κατάσταση, αν και δεν μπορούμε να την ανακαλέσουμε, η τωρινή κατάσταση μπορεί να είναι φορτωμένη με ενδείξεις που ασυνείδητα μας βοηθούν να ανακτήσουμε τις πρώτες αυτές εμπειρίες. Διαθέσεις και Μνήμες. Γεγονότα του παρελθόντος μπορεί να έχουν διεγείρει συγκεκριμένα συναισθήματα, τα οποία αργότερα μας οδηγούν να ανακαλέσουμε τα γεγονότα που συνδέθηκαν με αυτά τα συναισθήματα. Ακόμη πιο έντονη είναι η επίδραση της διάθεσής μας στη μνήμη. Φαίνεται ότι συνδέουμε καλά και άσχημα γεγονότα με τα συναισθήματα που τα συνοδεύουν. Με τον τρόπο αυτόν, τα συναισθήματα γίνονται ενδείξεις ανάκτησης. Όταν αισθανθούμε ξανά «καλά» ή «άσχημα», τότε πιο εύκολα ανακαλούμε τις «καλές» και «άσχημες» στιγμές που συνδέονται με τα συναισθήματά μας. Το ότι οι μνήμες μας εξαρτώνται αρκετά από τη διάθεσή μας εξηγεί και τα διαφορετικά συναισθήματα που εκφράζουν για τους γονείς τους οι έφηβοι ανάλογα με τις διαθέσεις τους. Η διάθεσή μας επηρεάζει ακόμα και τον τρόπο που ερμηνεύουμε τη συμπεριφορά των άλλων. Πόσο ακριβείς είναι οι μνήμες μας; Κατασκευάζουμε τις μνήμες μας καθώς τις κωδικοποιούμε και μπορεί, επίσης, και να τις τροποποιήσουμε καθώς τις ανασύρουμε από τις τράπεζες δεδομένων της μνήμης μας. Πειράματα έδειξαν ότι συμβαίνει επίδραση της παραπληροφόρησης, φαινόμενο κατά το οποίο αυτόπτης μάρτυρας ενός συμβάντος δέχεται παρα-πλανητικές πληροφορίες γι’ αυτό με συνέπεια η επί πλέον λανθασμένη πληροφορία (παραπληροφόρηση) να ενσωματωθεί στην ανάμνηση του γεγονότος. Καθώς οι άνθρωποι εξιστορούν ένα περιστατικό, γεμίζουν τα κενά της μνήμης τους με αληθοφανείς εικασίες και υποθέσεις. Μετά από πολλές διηγήσεις, συχνά ανακαλούν αυτές τις υποθετικές λεπτομέρειες, που τώρα έχουν απορροφηθεί στη μνήμη τους, σαν να τις είχαν παρατηρήσει στην πραγματικότητα. Αυτό σημαίνει ότι δεν μπορούμε να είμαστε απόλυτα σίγουροι αν οι αναμνήσεις μας είναι αληθινές μόνο και μόνο επειδή τις νιώθουμε αληθινές. Οι αναληθείς αναμνήσεις μοιάζουν πολύ με τις αληθινές! Οι Ανασταλτικές Λειτουργίες της Μνήμης Συνειρμική επίσχεση. Είναι το εμπόδιο που συναντάμε όταν είμαστε αναγκασμένοι να αντικαταστήσουμε με νέες γνώσεις ισχυρό μνημονικό υλικό που έγινε κτήμα μας ύστερα από υπερμάθηση (π.χ., όταν ξέρουμε καλά μια ξένη γλώσσα και προσπαθούμε να μάθουμε μια δεύτερη). Αναδρομική επίσχεση. Συμβαίνει όταν κάτι που μαθαίνουμε επιδρά δυσμενώς πάνω σε μια προηγούμενη μάθηση. Ανασταλτική επίσχεση. Συμβαίνει όταν μια δεδομένη μάθηση παρακωλύει τη διαδικασία απομνημόνευσης ενός υλικού που ακολουθεί (π.χ., δυσκολευόμαστε να μάθουμε τον καινούριο αριθμό τηλεφώνου μας γιατί παρεμβαίνει ο παλιός). Η επίδραση της ανασταλτικής επίσχεσης ελαχιστοποιείται αν λίγο μετά τη μάθηση πάμε για ύπνο. Επίσχεση λόγω ομοιότητας. Είναι δύσκολο πολλές φορές να ξεχωρίσουμε και να αναπλάσουμε με ακρίβεια δύο μνημονικά στοιχεία που μοιάζουν πολύ μεταξύ τους (π.χ., τις λέξεις «μετάπλαση» και «μετάσταση»). Συναισθηματική επίσχεση. Ισχυρά συναισθήματα που προκαλούνται κατά τη διάρκεια της διαδικασίας μάθησης παρακωλύουν την απομνημόνευση (π.χ., αυταρχικότητα εκπαιδευτικού, ανασφάλειες μαθητών). Επίσχεση λόγω κορεσμού. Όταν το προς απομνημόνευση υλικό ύστερα από επανειλημμένες μηχανικές ασκήσεις δεν παρουσιάζει πλέον καμιά εναλλαγή και κανένα ενδιαφέρον και καταλήγει να είναι ανιαρό. Η Λήθη Η ικανότητά μας να ξεχνάμε είναι μια ευεργετική λειτουργία του νου μας γιατί μας απαλλάσσει από έναν όγκο άχρηστων, ενοχλητικών ή παρωχημένων πληροφοριών. Τι είναι όμως αυτό που προκαλεί τη λήθη; Όσα λησμονούμε μοιάζουν με βιβλία που δεν μπορούμε να τα βρούμε στη βιβλιοθήκη μας, είτε γιατί δεν τα αποκτήσαμε ποτέ, είτε γιατί τα πετάξαμε, είτε γιατί δεν ξέρουμε πού ακριβώς είναι για να τα βρούμε. Η λήθη ως αποτυχία στην κωδικοποίηση. Ένας τρόπος με τον οποίον ξεχνάμε είναι η αποτυχία κωδικοποίησης της πληροφορίας, πράγμα που σημαίνει ότι η πληροφορία δεν εισέρχεται στο σύστημα της μακρόχρονης μνήμης μας. Πράγματι, ανάμεσα στους μυριάδες ήχους και εικόνες που μας βομβαρδίζουν συνεχώς, προσέχουμε (γιατί μας ενδιαφέρουν) πολύ λίγα (π.χ., πόσοι θυμόμαστε πώς ακριβώς είναι ένα δεκάρικο, παρόλο που έχουμε δει χιλιάδες μέχρι τώρα;). Η λήθη ως εξασθένηση αποθηκευμένων πληροφοριών. Με την πάροδο του χρόνου πολλές από τις πληροφορίες που αποθηκεύουμε εξασθενούν και λησμονούνται. Η λήθη ως αποτυχία στην ανάκτηση. Συχνά δεν έχουμε τις πληροφορίες που χρειαζόμαστε για να ψάξουμε στη μνήμη μας και να ανακαλέσουμε μια συγκεκριμένη ανάμνηση. Γνωρίζουμε ότι υπάρχει η πληροφορία κάπου μέσα στο νου μας, αλλά δεν μπορούμε να την ανασύρουμε στην επιφάνεια (π.χ., λέμε «εδώ, να, στην άκρη της γλώσσας μου το έχω το όνομα»). Αν μας δοθεί, όμως, κάποια ένδειξη, τότε εύκολα μπορούμε να ανακτήσουμε τη ζητούμενη πληροφορία. Οδηγίες για τη Βελτίωση της Μνήμη μας Να μελετάμε διαρκώς για να ενισχύουμε τη ανάκληση από τη μακρόχρονη μνήμη, να ξοδεύουμε περισσότερο χρόνο στην επανάληψη ή την ενεργή μας ενασχόληση με το υλικό που πρέπει να μάθουμε, να τροποποιούμε το υλικό με τέτοιο τρόπο που να έχει νόημα για μας, να χρησιμοποιούμε τη μνημοτεχνική για να θυμόμαστε λίστες από άγνωστα στοιχεία, να ανανεώνουμε τη μνήμη μας με την ενεργοποίηση των ενδείξεων για ανάκτηση, να ελαχιστοποιούμε την επίδραση της επίσχεσης: για παράδειγμα, μελετάμε αυτό που θέλουμε να μάθουμε πριν κοιμηθούμε και δεν διαβάζουμε το ένα μετά το άλλο θέματα που παρουσιάζουν ομοιότητες, εξετάζουμε τον εαυτό μας για να διαπιστώσουμε τι μάθαμε, για να κάνουμε επανάληψη και για να προσδιορίσουμε τι απομένει ακόμη να μάθουμε. Αναπτυξιακή Ψυχολογία Η Αναπτυξιακή Ψυχολογία μελετάει το πώς οι άνθρωποι αναπτύσσονται, ωριμάζουν και αλλάζουν από τη στιγμή της σύλληψής τους μέχρι το θάνατό τους. Μερικοί αναπτυξιακοί ψυχολόγοι επικεντρώνονται σε όλες τις συμπεριφορές του ανθρώπου σε μια χρονική περίοδο της ζωής, όπως η πρώιμη παιδική ηλικία ή η εφηβεία. Άλλοι πάλι μελετούν μόνο μια ιδιαίτερη πτυχή της συμπεριφοράς του, όπως η μάθηση στη διάρκεια όλης της ζωής του, καθώς δηλαδή αυτός αναπτύσσεται, και η δόμηση της προσωπικότητας. Άλλοι, τέλος, εστιάζονται ξεχωριστά στη βιολογική, τη γλωσσική, την ηθική, την κοινωνική, τη συναισθηματική ή τη γνωστική ανάπτυξη. Η μελέτη της ανθρώπινης ανάπτυξης είναι σημαντική όχι μόνο για την Ψυχολογία, αλλά και για τη Βιολογία, την Ανθρωπολογία, την Κοινωνιολογία, την Εκπαίδευση και την Ιστορία. Οι αναπτυξιακοί ψυχολόγοι μας βοηθούν να κατανοήσουμε καλύτερα το πώς οι άνθρωποι αλλάζουν και μεγαλώνουν και, στη συνέχεια, μας βοηθούν να εφαρμόσουμε αυτή τη γνώση για να φτάσουμε στο μέγιστο των δυνατοτήτων μας. Ορισμένοι αναπτυξιακοί ψυχολόγοι εργάζονται με ένα συγκεκριμένο πληθυσμό, όπως με παιδιά που παρουσιάζουν καθυστέρηση στην ανάπτυξη. Άλλοι ειδικεύονται στη μελέτη μιας συγκεκριμένης ηλικίας, όπως η εφηβεία ή το γήρας. Ορισμένα από τα καθήκοντα που μπορεί να έχει ένας εξελικτικός ψυχολόγος είναι: η αξιολόγηση των παιδιών για να διαπιστώσει πιθανές αναπτυξιακές δυσκολίες, η διερεύνηση του πώς αποκτώνται οι γλωσσικές δεξιότητες, η μελέτη του πώς η ηθική σκέψη αναπτύσσεται στα παιδιά, η διερεύνηση των μεθόδων που βοηθούν ηλικιωμένα άτομα να παραμείνουν ανεξάρτητα. Παράδειγμα: Αναπτυξιακοί ψυχολόγοι έχουν βρει ότι η εκμάθηση μιας δεύτερης γλώσσας είναι πολύ πιο εύκολο να επιτευχθεί, αν ο μαθητής είναι αρκετά νέος, συχνά προέφηβος. Η αρχή αυτή εφαρμόζεται σε πολλές χώρες κατά τα πρώτα χρόνια της σχολικής εκπαίδευσης, αλλά γενικά δεν λαμβάνεται υπόψη παντού, με αποτέλεσμα η εκμάθηση δεύτερης γλώσσας να αναβάλλεται για πολύ αργότερα στη σχολική ηλικία. Sigmund Freud (1856-1939) Κεντρική αντίληψη της ψυχαναλυτικής θεωρίας του Φρόιντ είναι ότι τα ανθρώπινα όντα έχουν πανίσχυρες βιολογικές παρορμήσεις που πρέπει να ικανοποιηθούν. Τι είδους παρορμήσεις; Ανεπιθύμητες! Ο Φρόιντ έβλεπε ένα νεογέννητο σαν “ένα καζάνι που βράζει” -ένα κληρονομικά εγωιστικό πλάσμα, το οποίο ανηλεώς “καθοδηγείται” από δύο ειδών ένστικτα, τα οποία ονόμασε Έρως και Θάνατος. Ο Έρως, ή το ένστικτο της ζωής, προάγει την επιβίωση με το να κατευθύνει τις δραστηριότητες για τη διατήρηση της ζωής (π.χ. η αναπνοή, η τροφή, το σεξ και η πραγματοποίηση όλων των σωματικών αναγκών). Σε αντίθεση, ο Θάνατος -το ένστικτο του θανάτου- είναι οι καταστροφικές δυνάμεις που εμφανίζονται σε όλα τα ανθρώπινα όντα, οι οποίες είναι πιθανό να εκφραστούν μέσα από συμπεριφορές όπως αυτές του εμπρησμού, των καυγάδων, της σαδιστικής επιθετικότητας, των δολοφονιών και ακόμα του μαζοχισμού. Ο Φρόιντ, επίσης, τόνισε ότι συχνά οι άνθρωποι αγνοούν τελείως ότι αυτά τα βιολογικά ένστικτα είναι οι δυνάμεις που βρίσκονται πίσω από τις συμπεριφορές τους. Μια έφηβη, για παράδειγμα, μπορεί να μη συνειδητοποιήσει ότι η αφοσίωσή της στην αεροβική γυμναστική της Τζέιν Φόντα είναι ένας τρόπος για να διοχετεύσει τις ισχυρές σεξουαλικές ή επιθετικές ορμές της σε ένα δρόμο κοινωνικά αποδεκτό. Καθώς ο Φρόιντ ανέπτυξε την ψυχαναλυτική θεραπεία του, έφθασε να στηρίζεται σε μεθόδους όπως η ύπνωση στην αρχή και κατόπιν ο ελεύθερος συνειρμός και η ανάλυση των ονείρων, γιατί του έδιναν ενδείξεις για τα ασυνείδητα κίνητρα των ασθενών. Τα όνειρα, για παράδειγμα, θεωρήθηκε ότι αποκαλύπτουν τις πραγματικές επιθυμίες μας. Στη διάρκεια του ύπνου οι επιθυμίες μας εκφράζονται ανεμπόδιστες από τις κοινωνικές απαγορεύσεις που τις καταπιέζουν όταν είμαστε ξύπνιοι. Αναλύοντας τα υποσυνείδητα κίνητρα των ασθενών και τα γεγονότα που προκάλεσαν την καταπίεση αυτών των κινήτρων, ο Φρόιντ συμπέρανε ότι η ανθρώπινη ανάπτυξη είναι μία διαδικασία συγκρούσεων: ως βιολογικά όντα έχουμε βασικές ανάγκες που πρέπει να εξυπηρετηθούν, ωστόσο η κοινωνία υπαγορεύει ότι πολλές από αυτές τις ορμές είναι ανεπιθύμητες και πρέπει να τις συγκρατήσουμε ή να τις ελέγξουμε. Σύμφωνα με τον Φρόιντ, αυτές οι βιοκοινωνικές (ή ενστικτώδεις) διαμάχες εμφανίζονται κάποιες στιγμές κατά τη διάρκεια της παιδικής ηλικίας και παίζουν κυρίαρχο ρόλο στη διαμόρφωση της προσωπικότητάς μας. Οι δύο τοπολογίες του Φρόιντ Η ψυχοδυναμική θεωρία του Φρόιντ δίνει έμφαση α) στον ρόλο των ασυνείδητων κινήτρων του ατόμου ως αιτίων της συμπεριφοράς του καθώς και β) στη λειτουργική σημασία των συναισθημάτων. Θεωρεί ότι η συμπεριφορά του ατόμου καθορίζεται από τα βιώματα του παρελθόντος, τη γενετική ιδιοσυστασία και την τρέχουσα πραγματικότητα. Ο Φρόιντ πρότεινε δύο βασικά μοντέλα για την κατανόηση της ψυχικής δομής και λειτουργίας, το τοπογραφικό μοντέλο και το δομικό μοντέλο. Το τοπογραφικό μοντέλο (συνειδητό, προσυνειδητό, ασυνείδητο) Η ιδέα ότι το άτομο έχει μια ψυχική ζωή που λειτουργεί έξω από τη συνείδησή του παρουσιάστηκε για πρώτη φορά από τον Φρόιντ το 1900 στη μελέτη του «Ερμηνεία των Ονείρων». Σε αυτό προσπάθησε να δώσει απαντήσεις σε ερωτήματα όπως: o Γιατί ξεχνάμε τι ονειρευτήκαμε; o Γιατί εμφανίζονται ξεχασμένες παιδικές εμπειρίες στα όνειρά μας; Ο Freud για να μπορέσει να εξηγήσει αυτά τα φαινόμενα δημιούργησε ένα θεωρητικό κατασκεύασμα: ένα τοπογραφικό μοντέλο της ψυχικής λειτουργίας του ατόμου. Σύμφωνα με αυτό, η ψυχική λειτουργία συντελείται σε τρία επίπεδα-τόπους: το συνειδητό, το προσυνειδητό και το ασυνείδητο. Πρόκειται για σχηματικές έννοιες ψυχικής λειτουργίας που δείχνουν το βαθμό στον οποίο ψυχικά δεδομένα (όπως π.χ. συναισθήματα που νιώσαμε, σκέψεις και φαντασίες που κάναμε, μνήμες που αποκτήσαμε) είναι προσιτά στο παρόν και αντικείμενο της σκέψης μας. Το συνειδητό. Είναι ο χώρος της ψυχικής λειτουργίας για τον οποίο το άτομο είναι ενήμερο σ’ όλες τις στιγμές. Περιλαμβάνει συνειδητές σκέψεις και συναισθήματα, αισθητηριακές αντιλήψεις από τον «εσωτερικό» και τον εξωτερικό κόσμο, … Το προσυνειδητό. Ο χώρος αυτός περιέχει κάθε ψυχικό στοιχείο που δεν βρίσκεται στην άμεση επίγνωση του ατόμου, αλλά που μπορεί να το ανακαλέσει με συνειδητή προσπάθεια. Επομένως, είναι ο τόπος της ψυχικής λειτουργίας που περιέχει σκέψεις, συναισθήματα, μνήμες κ.ά. που μπορούν να γίνουν συνειδητά αν επιλέξει το άτομο να εστιάσει την προσοχή του σε αυτά. Το ασυνείδητο. Το ασυνείδητο περιέχει ιδέες, συναισθήματα, ενορμήσεις, φαντασίες που βρίσκονται έξω από τη συνειδητή αντίληψη του ατόμου και δεν μπορούν να γίνουν συνειδητά με επικέντρωση της προσοχής του σε αυτά. Αυτό το ψυχικό υλικό έχει απωθηθεί έξω από την ενημερότητα του ατόμου επειδή θεωρήθηκε μη αποδεκτό (π.χ. η επιθετική ενόρμηση ενός παιδιού προς έναν γονιό του). Ασυνείδητα στοιχεία μπορούν να φθάσουν στο συνειδητό όταν χαλαρώσει η λογοκρισία που εξασκεί το εγώ, όπως π.χ. στα όνειρα, με μορφή συμπτωμάτων στις νευρώσεις, υπό την επίδραση ουσιών (π.χ. LSD), στη διάρκεια της ύπνωσης και της ψυχανάλυσης. Το σύμπτωμα, σύμφωνα με τον Φρόιντ είναι το απωθημένο ασυνείδητο συγκρουσιακό υλικό που επανέρχεται στο συνειδητό μεταμφιεσμένο (π.χ. ως άγχος, καταναγκαστική συμπεριφορά, φοβία, παθητικά/επιθετικά στοιχεία της προσωπικότητας). Το δομικό μοντέλο (τα τρία συστατικά της προσωπικότητας: Προεγώ, Εγώ και Υπερεγώ) Ο Φρόιντ, το 1933, ισχυρίστηκε ότι κάθε άτομο έχει μία σταθερή ποσότητα ψυχικής ενέργειας (libido) που μπορεί να χρησιμοποιηθεί για να ικανοποιεί τα ένστικτα. Καθώς ένα παιδί αναπτύσσεται, αυτή η ψυχική ενέργεια διαιρείται τελικά σε τρία συστατικά της προσωπικότητας: το Προεγώ, το Εγώ και το Υπερεγώ. Το Προεγώ: οι ενστικτώδεις ανάγκες της προσωπικότητας Σύμφωνα με τον Φρόιντ, το Προεγώ υπακούει στην αρχή της ευχαρίστησης αναζητώντας άμεση ικανοποίηση για τις ενστικτώδεις ανάγκες. Αυτή η αυθόρμητη σκέψη (που καλείται επίσης “βασική λειτουργία του σκέπτεσθαι”) είναι όμως μάλλον εξωπραγματική, διότι το Προεγώ θα επενδύσει ψυχική ενέργεια σε οποιοδήποτε αντικείμενο φαίνεται ότι θα ικανοποιήσει τα ένστικτα, άσχετα από το αν μπορεί. Αν δεν είχαμε ποτέ προοδεύσει πέρα από αυτόν τον αρχικό τύπο σκέψης, μπορεί να τρώγαμε με χαρά κέρινα φρούτα για να ικανοποιήσουμε την πείνα μας, να απλώναμε το χέρι μας για να πάρουμε ένα άδειο μπουκάλι γκαζόζα όταν είμαστε διψασμένοι, ή να κατευθύναμε τη σεξουαλική ενέργειά μας σε πικάντικα περιοδικά και πληθωρικές ερωτικές κούκλες. Μπορείτε να δείτε το πρόβλημα: θα περνούσαμε δύσκολες ώρες ικανοποιώντας τις ανάγκες μας στηριζόμενοι στο παράλογο προεγώ μας. Ο Φρόιντ πίστευε ότι αυτές ακριβώς οι δυσκολίες οδηγούν στην ανάπτυξη του δεύτερου συστατικού της προσωπικότητας -του Εγώ. Το Εγώ: η εκτελεστική εξουσία της προσωπικότητας Σύμφωνα με τον Φρόιντ, το Εγώ εμφανίζεται όταν η ψυχική ενέργεια διοχετεύεται από το Προεγώ για να ενεργοποιήσει σημαντικές διανοητικές λειτουργίες, όπως η αντίληψη, η μάθηση, ο λογικός τρόπος σκέψης. Ο στόχος του λογικού Εγώ είναι να υπηρετήσει την αρχή της πραγματικότητας -δηλαδή να βρει ρεαλιστικούς τρόπους να ικανοποιήσει τα ένστικτα. Την ίδια στιγμή το Εγώ πρέπει να επενδύσει ένα μέρος της ψυχικής του ενέργειας για να εμποδίζει τις παράλογες παρορμήσεις του Προεγώ. Ο Φρόιντ τόνισε ότι το Εγώ είναι ταυτόχρονα υπηρέτης και κύριος του Προεγώ. Η κυριαρχία του Εγώ αντανακλάται από την ικανότητά του να καθυστερεί την ικανοποίηση έως ότου εξυπηρετηθεί η πραγματικότητα. Αλλά το Εγώ εξακολουθεί να υπηρετεί το Προεγώ, όπως ένας ανώτερος υπάλληλος υπηρετεί τους υφισταμένους του, ζυγίζοντας μερικούς εναλλακτικούς τρόπους δράσης και επιλέγοντας ένα σχέδιο που θα ικανοποιήσει καλύτερα τις βασικές ανάγκες του Προεγώ. Το Υπερεγώ: ο δικαστικός κλάδος της προσωπικότητας Το τρίτο συστατικό της φροϋδικής προσωπικότητας είναι το Υπερεγώ -το εσωτερικευμένο μέτρο ηθικής του ανθρώπου. Το Υπερεγώ αναπτύσσεται από το Εγώ και πασχίζει για την τελειότητα παρά για την ευχαρίστηση ή για την πραγματικότητα. Μορφοποιείται σταδιακά καθώς τα παιδιά 3-5 χρονών εσωτερικεύουν (κάνουν δικές τους) τις ηθικές αξίες και τους κανόνες των γονέων τους. Μόλις το Υπερεγώ εμφανιστεί, τα παιδιά δεν χρειάζονται έναν ενήλικα να τους πει ότι είναι καλά ή κακά, είναι τώρα γνώστες των παραβάσεών τους και θα αισθανθούν ενοχή ή ντροπή για την “ανήθικη” συμπεριφορά τους. Έτσι το Υπερεγώ είναι πραγματικά ένας εσωτερικός λογοκριτής. Επιμένει και πιέζει το Εγώ να βρίσκει κοινωνικά αποδεκτές διεξόδους για τις ανεπιθύμητες παρορμήσεις του Προεγώ. Προφανώς αυτά τα τρία συστατικά της προσωπικότητας δεν συμφωνούν μεταξύ τους και η σύγκρουση είναι αναπόφευκτη. Στην ώριμη, υγιή προσωπικότητα, λειτουργεί μία δυναμική ισορροπία: το Προεγώ δηλώνει τις βασικές ανάγκες του, το Εγώ εμποδίζει το παρορμητικό Προεγώ να τις ικανοποιήσει άμεσα μέχρι να βρει ρεαλιστικές μεθόδους ικανοποίησης αυτών των αναγκών και το Υπερεγώ αποφασίζει αν οι στρατηγικές επίλυσης των προβλημάτων που προτείνει το Εγώ είναι ηθικά αποδεκτές. Το Εγώ είναι καθαρά “στη μέση”, πρέπει να υπηρετήσει δύο σκληρούς κυρίους βρίσκοντας μία ισορροπία μεταξύ των αντιθέτων απαιτήσεων του Προεγώ και του Υπερεγώ, ενώ προσαρμόζεται στην πραγματικότητα του εξωτερικού κόσμου. Σύμφωνα με τον Φρόιντ, τα ψυχολογικά προβλήματα, συχνά ανακύπτουν όταν η σταθερή ποσότητα ψυχικής ενέργειας που ένας άνθρωπος έχει είναι άνισα κατανεμημένη ανάμεσα στο Προεγώ, το Εγώ και το Υπερεγώ. Για παράδειγμα, ο κοινωνικά ασθενής, ο οποίος συνήθως ψεύδεται και εξαπατά για να πετύχει τους σκοπούς του, μπορεί να έχει ένα πολύ δυνατό Προεγώ, ένα κανονικό Εγώ και ένα πολύ αδύνατο Υπερεγώ, οπότε δεν έχει μάθει ποτέ να σέβεται τα δικαιώματα των άλλων. Αντιθέτως, μία γυναίκα, η οποία έχει παραλύσει από το άγχος στη σκέψη ότι θα κάνει σεξ με το σύντροφό της, μπορεί να κυριαρχείται από ένα πολύ ισχυρό Υπερεγώ. Χρησιμοποιώντας κλινικές μεθόδους για να αναλυθούν οι ισορροπίες (και οι ανισορροπίες) ανάμεσα στα τρία συστατικά της προσωπικότητας, ο Φρόιντ πίστευε ότι θα μπορούσε να ερμηνεύσει πολλές ατομικές διαφορές στην ανάπτυξη και τις αρχικές αιτίες πολλών ψυχολογικών διαταραχών. (Πηγή: SHAFFER, David R. (1993). Developmental psychology: Childhood and adolescence. Pacific Grove: Brooks / Cole. ΔΕΥΤΕΡΟ ΚΕΦΑΛΑΙΟ: Θεωρία της ανθρώπινης ανάπτυξης.) (Πηγή: http://commons.wikimedia.org/wiki/Image:Th%C3%A9orie_de_Freud.svg, Προσαρμογή στα Ελληνικά δική μου) Τα Στάδια της Ψυχοσεξουαλικής Ανάπτυξης Ο Freud θεωρούσε το σεξουαλικό ένστικτο ως το πιο σημαντικό από τα ζωτικά ένστικτα, γιατί συχνά ανακάλυπτε ότι οι πνευματικές διαταραχές των ασθενών του περιστρέφονταν γύρω από σεξουαλικές αντιθέσεις μεταξύ ενστικτωδών τάσεων και ηθικοκοινωνικών απαιτήσεων της παιδικής ηλικίας τις οποίες είχαν καταπνίξει, δηλαδή, τις είχαν απωθήσει στο υποσυνείδητο. Σεξ στην παιδική ηλικία! Βέβαια η ιδέα της παιδικής σεξουαλικότητας ήταν από τις πιο αμφιλεγόμενες ιδέες του Freud. Ωστόσο, η χρήση του όρου σεξ απ’ αυτόν αναφέρεται σε πολύ περισσότερα από μια ανάγκη για συνουσία. Πολλές απλές σωματικές λειτουργίες που οι περισσότεροι από εμάς θα θεωρούσαν μάλλον μη σεξουαλικές θεωρούνταν από τον Freud ως "ερωτικές" δραστηριότητες. Μολονότι το σεξουαλικό ένστικτο είναι ενδεχομένως έμφυτο, ο Freud (1940/1964) πίστευε ότι ο χαρακτήρας του αλλάζει κατά τη διάρκεια του χρόνου, κατά προσταγή της βιολογικής ωρίμανσης. Καθώς το σεξουαλικό ένστικτο ωριμάζει, η ενέργειά του, η libido, σταδιακά μετατοπίζεται από ένα μέρος του σώματος σε άλλο και το παιδί εισέρχεται σε ένα νέο στάδιο ψυχοσεξουαλικής ανάπτυξης. Ο Freud αποκαλούσε αυτά τα στάδια “ψυχοσεξουαλικά” για να υπογραμμίσει την άποψή του ότι η ωρίμανση του σεξουαλικού ενστίκτου αφήνει σαφή ίχνη στον αναπτυσσόμενο χαρακτήρα (δηλαδή στο μυαλό ή την προσωπικότητα). Το στοματικό στάδιο (από τη γέννηση μέχρι ενός έτους) Στον Freud έκανε μεγάλη εντύπωση το γεγονός ότι τα βρέφη περνούν πολύ από τον πρώτο χρόνο της ζωής τους φτύνοντας, μασώντας, βυζαίνοντας και δαγκώνοντας αντικείμενα και κατέληξε στο συμπέρασμα ότι το σεξουαλικό ένστικτο αναζητά ευχαρίστηση μέσω του στόματος κατά τη διάρκεια αυτού του στοματικού σταδίου. Θεωρούσε το τάισμα ως μια ιδιαίτερα πλούσια πηγή στοματικής ικανοποίησης και ο Freud συνέχισε να υποστηρίζει ότι η μετέπειτα ψυχολογική ανάπτυξη του παιδιού μπορούσε να επηρεαστεί πολύ από τις μεθόδους ταΐσματος της μητέρας. Για παράδειγμα, ένα κοριτσάκιβρέφος που αποκόπηκε πολύ νωρίς από το γάλα της μάνας του ή ταΐζονταν με αυστηρό πρόγραμμα, θα στερούνταν τη “στοματική ικανοποίηση” και πιθανόν αργότερα να γινόταν μια γυναίκα που διψάει για στενή επαφή και είναι υπερεξαρτημένη από τον σύζυγό της. Σημειώστε εδώ τη σημασία των παραπάνω: ο Freud λέει ότι οι πρώιμες εμπειρίες μπορούν να έχουν μία μακροπρόθεσμη συνέπεια στην ανάπτυξη της προσωπικότητας. Το πρωκτικό στάδιο (1-3 έτη) Καθώς οι μυώνες του σφιγκτήρα ωριμάζουν από το δεύτερο χρόνο της ζωής, τα βρέφη αποκτούν την ικανότητα να κατακρατούν ή να αποβάλλουν κόπρανα κατά βούληση. Όχι μόνο η ηθελημένη αφόδευση γίνεται η πρωταρχική μέθοδος ικανοποίησης του σεξουαλικού ενστίκτου κατά τη διάρκεια του πρωκτικού σταδίου, αλλά τα βρέφη πρέπει να υπομείνουν τις απαιτήσεις της εξάσκησης στην τουαλέτας. Για πρώτη φορά, εξωτερικοί παράγοντες παρεμβαίνουν τακτικά στις ενστικτώδεις ορμές του παιδιού επιμένοντας να αναστείλει την παρόρμησή του να αφοδεύσει (ή να ουρήσει) μέχρι να φτάσει στον καθορισμένο τόπο. Ο Freud πίστευε ότι το συναισθηματικό κλίμα που οι γονείς δημιουργούν κατά τη διάρκεια της εξάσκησης στην τουαλέτα θα μπορούσε να αφήσει μόνιμα σημάδια στην προσωπικότητα. Για παράδειγμα, υποστήριξε ο Freud ότι τα παιδιά που τιμωρούνται σκληρά για τα “ατυχήματά” τους είναι πιθανόν να γίνουν αγχώδεις ενήλικες με αναστολές και μπορεί να είναι άνθρωποι ακατάστατοι ή σπάταλοι. Το φαλλικό στάδιο (3-6 ετών) Ερχόμαστε τώρα σε μια πλευρά της φροϋδικής θεωρίας που αποδείχτηκε ότι είναι πολύ αμφιλεγόμενη. Η άποψη του Freud ήταν ότι τα παιδιά των 3-4 χρονών έχουν ωριμάσει τόσο που τα γεννητικά τους όργανα να γίνουν μια ενδιαφέρουσα και ευαίσθητη περιοχή του σώματος. Η libido ρέει σε αυτή την περιοχή καθώς τα παιδιά αντλούν ευχαρίστηση χαϊδεύοντας τα γεννητικά τους όργανα. Τι είναι τόσο αμφιλεγόμενο; Σύμφωνα με τον Freud όλα τα παιδιά σε αυτήν την ηλικία αναπτύσσουν μια ισχυρή αιμομικτική επιθυμία για τον γονέα του άλλου φύλου. Αποκαλούσε αυτή την περίοδο φαλλικό στάδιο γιατί πίστευε ότι ο φαλλός παίζει ένα σημαντικά σπουδαίο ρόλο στην ψυχοσεξουαλική ανάπτυξη τόσο των αγοριών όσο και των κοριτσιών. Ας εξετάσουμε αυτό το στάδιο για τα αγόρια. Σύμφωνα με τον Freud, τα αγόρια των 3-4 χρόνων αναπτύσσουν έναν έντονο σεξουαλικό πόθο για τη μητέρα τους. Ταυτόχρονα ζηλεύουν: αν μπορούσαν να κάνουν το δικό τους θα εξολόθρευαν τον κύριο αντίπαλό τους για μητρική στοργή, τον πατέρα τους. Ο Freud αποκαλούσε αυτή την κατάσταση οιδιπόδειο σύμπλεγμα, από τον θρυλικό Οιδίποδα, βασιλιά των Θηβών, ο οποίος άθελά του σκότωσε τον πατέρα του και παντρεύτηκε τη μητέρα του. Τώρα, τα αγόρια της προσχολικής ηλικίας δεν είναι τόσο ισχυρά όσο ο βασιλιάς Οιδίποδας και αντιμετωπίζουν βέβαιη ήττα στην αναζήτησή τους να κερδίσουν τη σεξουαλική εύνοια της μητέρας τους. Στην πραγματικότητα, ο Freud υποδεικνύει ότι ένας ζηλιάρης νεαρός γιός θα έχει πολλές συγκρούσεις με τον πατέρα-αντίζηλό του και τελικά θα φοβάται ότι ο πατέρας του ίσως τον ευνουχίσει λόγω της ανταγωνιστικής του συμπεριφοράς. Όταν αυτή η αγωνία του ευνουχισμού γίνει αρκετά έντονη, το αγόρι (αν η ανάπτυξή είναι φυσιολογική) θα ξεπεράσει τότε το Οιδιπόδειο σύμπλεγμά του με το να απωθήσει την αιμομικτική επιθυμία του για τη μητέρα και να ταυτιστεί με τον πατέρα του. Αυτή η ταύτιση με τον εισβολέα μειώνει τις πιθανότητες ευνουχισμού, εφόσον το αγόρι δεν είναι πλέον αντίπαλος. Θα προσπαθήσει να μιμηθεί τον πατέρα του, ενσωματώνοντας όλες τις στάσεις, τα χαρακτηριστικά γνωρίσματα και τις συμπεριφορές του πατέρα του. Με το να ενεργεί έτσι, ο γιός είναι πιθανόν να υιοθετήσει μια σαφή προτίμηση για το αντρικό σεξουαλικό ρόλο και να γίνει “αρσενικό” ψυχολογικά. Η ταύτιση με τον εισβολέα θα είναι επίσης το επιστέγασμα στο υπερεγώ του αγοριού, καθώς θα απωθήσει δύο από τα πιο απαγορευμένα κίνητρα (κίνητρα - ταμπού) -την αιμομιξία και τον φόνο- και θα εσωτερικεύσει τους ηθικούς κανόνες του αντιπάλου του, τον οποίο φοβάται και σέβεται. Εν συντομία, το αγόρι έχει γίνει ένας νεαρός με καλή συμπεριφορά –ο “μικρός άντρας” του μπαμπά. Και σχετικά με τα κορίτσια; Ο Freud διατείνεται ότι πριν από την ηλικία των 3-4 χρόνων, τα κορίτσια προτιμούν τη μητέρα τους από τον πατέρα τους. Όμως μόλις το κορίτσι ανακαλύψει ότι στερείται πέους, μέμφεται την πιο στενή της συντροφιά, τη μητέρα της, για αυτή την κατάσταση "ευνουχισμού". Αυτή η τραυματική ανακάλυψη έχει ως αποτέλεσμα τη μεταφορά στοργής από τη μάνα στον πατέρα. Ο Freud πίστευε ότι ένα κορίτσι αυτής της ηλικίας ζηλεύει τον πατέρα της επειδή έχει πέος και ότι θα τον επιλέξει ως σεξουαλικό αντικείμενο με την ελπίδα ότι θα μοιραστεί μαζί της το πολύτιμο όργανο που αυτή στερείται (ο Freud θεωρούσε ότι το πραγματικά βαθύτερο κίνητρο του κοριτσιού ήταν να γεννήσει το παιδί του πατέρα της, ένα γεγονός που θα αντιστάθμιζε την έλλειψη πέους, ειδικά αν το παιδί ήταν αγόρι). Το θηλυκό “Οιδιπόδειο Σύμπλεγμα” (γνωστό ως σύμπλεγμα της Ηλέκτρας) φέρει μερικές εμφανείς ομοιότητες με αυτό του ανδρικού. Τα παιδιά του κάθε φύλου εκτιμούν τον αντρικό φαλλό. Τα κορίτσια ελπίζουν να αποκτήσουν ένα και τα αγόρια ελπίζουν να διατηρήσουν τον δικό τους. Επιπλέον, τόσο τα αγόρια όσο και τα κορίτσια αντιλαμβάνονται τον γονέα του ίδιου φύλου ως τον κύριο αντίπαλό τους για τη στοργή του άλλου γονέα. Ωστόσο, ο Freud δεν ήταν αρχικά σίγουρος για το πώς ακριβώς (ή γιατί) τα κορίτσια ξεπέρασαν το σύμπλεγμα της Ηλέκτρας. Τα αγόρια φοβούνται τον ευνουχισμό και αυτός ο έντονος φόβος τα αναγκάζει να παραιτούνται από το Οιδιπόδειο σύμπλεγμά τους με το να ταυτίζονται με τον πατέρα τους. Όμως τι φοβούνται τα κορίτσια; Εξάλλου, υποθετικά πιστεύουν ότι έχουν ήδη ευνουχιστεί και αποδίδουν αυτή την κτηνώδη ενέργεια στη μητέρα τους. Σύμφωνα με τον τρόπο σκέψης του Freud δεν έχουν πλέον λόγο να φοβούνται τη μητέρα. Γιατί τότε υποχωρεί το σύνδρομο της Ηλέκτρας; Ο Freud (το 1924) τελικά αποφάσισε ότι ίσως απλά να εξασθενεί καθώς το κορίτσι αντιμετωπίζει την πραγματικότητα και αναγνωρίζει την αδυναμία να κατέχει τον πατέρα της. Ωστόσο, υποστήριξε ότι τα κορίτσια θα αναπτύξουν ασθενέστερα υπερεγώ από ότι τα αγόρια, επειδή το ξεπέρασμα του συνδρόμου της Ηλέκτρας δεν βασίζεται σε ένα φόβο αντιποίνων (αγωνία ευνουχισμού), ο οποίος θα τις εξανάγκαζε να εσωτερικεύσουν τους ηθικούς κανόνες της μητέρας τους (ή του πατέρα τους). Η λανθάνουσα περίοδος (ηλικία 6-12) Στην ηλικία μεταξύ 6 και 12 χρόνων τα σεξουαλικά ένστικτα του παιδιού είναι σχετικά ήσυχα. Οι σεξουαλικές συγκρούσεις του φαλλικού σταδίου έχουν απωθηθεί και όλη η διαθέσιμη libido διοχετεύεται σε κάποια κοινωνικά αποδεκτή δραστηριότητα (όπως η σχολική εργασία ή το ζωηρό παιχνίδι) που καταναλώνει την περισσότερη από τη φυσική και ψυχική ενέργεια του παιδιού. Η λανθάνουσα περίοδος συνεχίζεται μέχρι την εφηβεία, όταν το παιδί ξαφνικά υφίσταται έναν αριθμό βιολογικών αλλαγών που σημαδεύουν το ξεκίνημα του τελικού ψυχοσεξουαλικού σταδίου του Freud. Το γενετήσιο στάδιο (ηλικία άνω των 12) Με την ορμητική εκδήλωση της εφηβείας έρχεται η ωρίμανση του αναπαραγωγικού συστήματος, ένας κατακλυσμός του σώματος από σεξουαλικές ορμόνες και σύμφωνα με τον Freud μια επανενεργοποίηση της γενετήσιας ζώνης ως μιας περιοχής αισθησιακής ηδονής. Ο βαθύτερος σκοπός του σεξουαλικού ενστίκτου τώρα γίνεται η βιολογική αναπαραγωγή μέσω της σεξουαλικής επαφής. Ωστόσο, οι έφηβοι αντιμετωπίζουν συγκρούσεις στο να μάθουν πως να κατευθύνουν αυτές τις νέες σεξουαλικές ορμές με κοινωνικά αποδεκτούς τρόπους. Κατά τη διάρκεια της εφηβείας και της πρώιμης ενηλικίωσης, η libido επενδύεται σε δραστηριότητες, όπως είναι η δημιουργία φιλικών σχέσεων, η προετοιμασία για καριέρα, το φλερτ και η σύναψη γάμου - δραστηριότητες που προετοιμάζουν το άτομο να ικανοποιήσει σταδιακά το ώριμο σεξουαλικό ένστικτο αποκτώντας παιδιά. Εδώ, στο γενετήσιο στάδιο, είναι που ο Freud πίστευε ότι οι άνθρωποι παραμένουν για το υπόλοιπο της ζωής τους. Συνοπτικά τα ψυχοσεξουαλικά στάδια δίνονται στον Πίνακα 1 στο τέλος των Σημειώσεων. Συνεισφορά της Θεωρίας του Freud και Κριτική Πόσο αληθοφανείς νομίζετε ότι είναι οι θεωρίες του Freud; Νομίζετε ότι όλοι παρασυρόμαστε από σεξουαλικά και επιθετικά ένστικτα; Είναι δυνατόν να έχουμε στην πραγματικότητα υποστεί το σύμπλεγμα του Οιδίποδα ή της Ηλέκτρας και απλά να έχουμε απωθήσει αυτό το τραυματικό γεγονός; Η μήπως ο Freud παρασύρθηκε με το σεξ; Είναι δυνατό αυτές οι σεξουαλικές συγκρούσεις που θεωρούσε τόσο σημαντικές να ήταν μόνο αντανακλάσεις του σεξουαλικά καταπιεσμένου Βικτωριανού πολιτισμού στον οποίο έζησαν αυτός και οι γονείς του; Λίγοι σύγχρονοι επιστήμονες της ανάπτυξης αποδέχονται τη θεωρία του Freud συνολικά. Για παράδειγμα, δεν υπάρχουν πολλές ενδείξεις ότι οι στοματικές και πρωκτικές συγκρούσεις της παιδικής ηλικίας προδικάζουν την μετέπειτα προσωπικότητα κάποιου. Ούτε υπάρχει λόγος να πιστεύει κανείς ότι τα περισσότερα παιδιά υφίστανται το σύμπλεγμα του Οιδίποδα ή της Ηλέκτρας. Για να υποστούν αυτές τις συγκρούσεις, τα παιδιά από 3 ως 6 ετών θα έπρεπε να αναγνωρίζουν τις ανατομικές διαφορές ανάμεσα στα φύλα και υπάρχουν λίγες ενδείξεις ότι το κάνουν. Στην πραγματικότητα, ο Κάτσερ σε έρευνά του διαπίστωσε ότι η πλειοψηφία παιδιών 4 ως 5 ετών δεν μπορούν να συναρμολογήσουν μια κούκλα έτσι ώστε τα γεννητικά της όργανα να ταιριάζουν με άλλα μέρη του σώματός της. Ακόμη και τα εξάχρονα συχνά έκαναν λάθη, ένωναν π.χ. έναν κάτω κορμό που περιείχε ένα πέος σε ένα πάνω κορμό με στήθη. Εμφανώς, αυτά τα παιδιά της “ηλικίας του Οιδιπόδειου συμπλέγματος” είχαν μπερδέψει ή αγνοούσαν τις φυλετικές διαφορές στη γενετική ανατομία και φαίνεται εξαιρετικά απίθανο το ενδεχόμενο να έχουν δοκιμάσει το άγχος του ευνουχισμού ή το φθόνο του πέους. Αλλά δεν μπορούμε να απορρίψουμε όλες τις ιδέες του Freud απλά επειδή μερικές από αυτές ίσως μας ξενίζουν λίγο. Πράγματι, υπάρχουν διάφοροι λόγοι για τους οποίους ο Freud θα παραμείνει πάντα μια σημαντική μορφή στην ιστορία των επιστημών της συμπεριφοράς. Ίσως η μεγαλύτερη συμβολή του Freud ήταν η έννοια της δραστηριοποίησης του ασυνείδητου. Όταν εμφανίστηκε η ψυχολογία στα μέσα του 19ου αιώνα οι ερευνητές ασχολούνταν με την κατανόηση μεμονωμένων πλευρών της συνειδητής εμπειρίας, όπως οι αισθητήριες διαδικασίες και οι ψευδαισθήσεις. Ήταν ο Freud που πρώτος τόνισε ότι αυτοί οι επιστήμονες μελετούσαν την κορυφή του παγόβουνου όταν αυτός διακήρυττε ότι η συντριπτική πλειοψηφία των ψυχικών εμπειριών βρίσκεται κάτω από το επίπεδο της συνειδητής επίγνωσης. Επίσης στον Freud αξίζει σημαντική αναγνώριση για το γεγονός ότι εστίασε την προσοχή του στη σημασία της πρώιμης εμπειρίας για την μετέπειτα ανάπτυξη. Οι διαμάχες συνεχίζονται σχετικά με το πόσο ακριβώς καθοριστικές είναι οι πρώιμες εμπειρίες, αλλά λίγοι επιστήμονες της ανάπτυξης αμφισβητούν σήμερα ότι μερικές πρώιμες εμπειρίες μπορούν να έχουν διαρκή αποτελέσματα. Τελικά, θα μπορούσαμε να ευχαριστήσουμε τον Freud για το ότι μελέτησε τη συναισθηματική πλευρά της ανθρώπινης ανάπτυξης -τους έρωτες, τους φόβους, τις αγωνίες και άλλα ισχυρά συναισθήματα που παίζουν σημαντικούς ρόλους στη ζωή μας, καθώς επίσης και τους μηχανισμούς άμυνας που χρησιμοποιούμε για να αντιμετωπίζουμε τις συναισθηματικές συγκρούσεις. Δυστυχώς, αυτές τις πλευρές της ζωής συχνά τις παρέβλεπαν οι επιστήμονες της ανάπτυξης, οι οποίοι επικεντρώνονταν σε παρατηρήσιμες συμπεριφορές ή σε λογικές διαδικασίες σκέψης. Συνοψίζοντας, ο Freud ήταν αληθινά ένας μεγάλος πρωτοπόρος, ο οποίος τόλμησε να διαπλεύσει σε σκοτεινά, ανεξερεύνητα νερά τα οποία οι προκάτοχοί του ούτε καν είχαν σκεφτεί να εξερευνήσουν. Στην πορεία, άλλαξε τις αντιλήψεις μας για το ανθρώπινο είδος. Erik Erikson (1902-1994) Η ελπίδα είναι η πιο βασική και ζωτική αρετή … Αν θέλουμε να στηρίξουμε τη ζωή, πρέπει να κρατήσουμε την ελπίδα, ακόμη και εκεί όπου η εμπιστοσύνη πληγώθηκε και η πίστη εξασθένησε. Καθώς ο Freud διαβαζόταν ευρύτατα, προσέλκυσε πολλούς οπαδούς. Ωστόσο, οι μαθητές του Freud δεν συμφωνούσαν πάντα με τον δάσκαλό τους και τελικά άρχισαν να τροποποιούν κάποιες από τις ιδέες του Freud και έγιναν σημαντικοί θεωρητικοί αυτοί οι ίδιοι. Ανάμεσα στους πιο γνωστούς από αυτούς τους νεο-φροϊδικούς μαθητές είναι ο Erik Erikson. Γεννήθηκε στη Φρανκφούρτη της Γερμανίας. Ο Δανός πατέρας του εγκατέλειψε την οικογένεια προτού να γεννηθεί ο Erik. Η Εβραία μητέρα του παντρεύτηκε αργότερα έναν γιατρό. Το ενδιαφέρον του Erikson για την ταυτότητα αναπτύχθηκε νωρίς και βασίστηκε στη σχολική εμπειρία του. Στο Δημοτικό, τα άλλα παιδιά τον πείραζαν για τη σκανδιναβική καταγωγή του, επειδή ήταν ψηλός, ξανθός και γαλανομάτης. Στο Γυμνάσιο τον απόρριψαν λόγω της εβραϊκής καταγωγής του. Ο Erikson σπούδασε και δίδαξε Τέχνη. Ενώ δίδασκε σε ένα ιδιωτικό σχολείο στη Βιέννη, γνώρισε την Άννα Φρόιντ, κόρη του Σίγκμουντ. Υπέστη ο ίδιος ψυχανάλυση, εμπειρία που τον οδήγησε να γίνει αναλυτής. Εκπαιδεύτηκε στο Ψυχαναλυτικό Ινστιτούτο της Βιέννη και, επίσης, μελέτησε την παιδαγωγική μέθοδο Montessori, η οποία επικεντρώνεται στην ανάπτυξη του παιδιού. Πέθανε στις 12 Μαΐου του 1994. Σταδιοδρομία. Αφού ταξίδεψε σε όλη την Ευρώπη, ο Erikson μελέτησε την ψυχανάλυση με την Anna Freud, κόρη του Sigmund, και απόκτησε πιστοποίηση από την Ψυχαναλυτική Εταιρεία της Βιέννης. Το 1933 ο Erikson πήγε στις Ηνωμένες Πολιτείες, όπου υπήρξε ο πρώτος ψυχαναλυτής παιδιών στη Βοστόνη, πριν του προσφερθεί μια θέση καθηγητή στην Ιατρική Σχολή του Χάρβαρντ. Δίδαξε στο πανεπιστήμιο Μπέρκλεϊ της Καλιφόρνιας, στο Γέιλ, στο Ψυχαναλυτικό Ίδρυμα του Σαν Φρανσίσκο, στο Κέντρο Austen Riggs και το Κέντρο Ερευνών των Επιστημών της Συμπεριφοράς. Δημοσίευσε βιβλία σχετικά με τις θεωρίες και έρευνές του, μεταξύ των οποίων και το βιβλίο «Παιδική ηλικία και κοινωνία». Για το βιβλίο του «Η αλήθεια του Ghandi» του απονεμήθηκε το βραβείο Pulitzer. Συνεισφορά στην ψυχολογία. Ενώ η θεωρία του Freud εστιάζει στις ψυχοσεξουαλικές πτυχές της ανάπτυξης, οι πολυπολιτισμικές επιρροές που δέχτηκε ο Erikson τον βοηθούν να διευρύνει την ψυχαναλυτική θεωρία. Πέρασε πολύ χρόνο μελετώντας τη ζωή των Σιου της Νότιας Ντακότα και των Γιούροκ της Βόρειας Καλιφόρνιας. Χρησιμοποίησε τη γνώση που κέρδισε από αυτές τις πολιτιστικές, περιβαλλοντικές και κοινωνικές επιρροές για να αναπτύξει περαιτέρω την ψυχαναλυτική θεωρία. Συνέβαλε, επίσης, στην κατανόηση της προσωπικότητας, όπως αυτή αναπτύσσεται και διαμορφώνεται κατά τη διάρκεια της ζωής. Ο Erikson είναι πιο γνωστός για: τα στάδια ψυχοκοινωνικής ανάπτυξης που διατύπωσε, και πιο συγκεκριμένα για την κρίση ταυτότητας. Η θεωρία του Εrikson για την ψυχοκοινωνική ανάπτυξη Η θεωρία του Erikson είναι μια από τις πιο γνωστές θεωρίες προσωπικότητας. Όπως και ο Freud, ο Erikson θεώρησε ότι η προσωπικότητα αναπτύσσεται σε μία σειρά σταδίων. Αντίθετα όμως με τη θεωρία των ψυχοσεξουαλικών σταδίων, ο Erikson περιγράφει τον αντίκτυπο της κοινωνικής εμπειρίας κατά τη διάρκεια ολόκληρης της ζωής. Ένα από τα κύρια στοιχεία της θεωρίας του Erikson είναι η ανάπτυξη της ταυτότητας του εγώ. Η ταυτότητα του εγώ είναι η συνειδητή αίσθηση του εαυτού, την οποία αναπτύσσουμε μέσω της κοινωνικής αλληλεπίδρασης. Σύμφωνα με Erikson, η ταυτότητα του εγώ μάς αλλάζει συνεχώς λόγω της νέας εμπειρίας και των πληροφοριών που αποκτάμε στις καθημερινές αλληλεπιδράσεις μας με άλλους. Εκτός από την ταυτότητα του εγώ, ο Erikson, επίσης, θεώρησε ότι η αντίληψη της ικανότητάς μας παρακινεί τις συμπεριφορές και τις ενέργειές μας. Στη θεωρία του Erikson, σε κάθε στάδιο το άτομο ενδιαφέρεται να γίνει ικανό σε έναν τομέα της ζωής του. Αν το στάδιο αντιμετωπίζεται καλά, το πρόσωπο θα αισθανθεί μια αίσθηση κυριαρχίας (mastery). Αν το στάδιο δεν ρυθμιστεί σωστά, το άτομο θα βγει με μια αίσθηση ανεπάρκειας. Ο Erikson διαπιστώνει ότι οι άνθρωποι, σε κάθε στάδιο, βιώνουν μια σύγκρουση που αποτελεί μια κρίσιμη καμπή στην ανάπτυξή του (ψυχολογική κρίση). Κατά την άποψη του Erikson, αυτές οι συγκρούσεις είναι κεντροθετημένες είτε στην ανάπτυξη μιας ψυχολογικής ποιότητας είτε στην αποτυχία να αναπτυχθεί αυτή η ποιότητα. Κατά τη διάρκεια αυτών των χρόνων, η δυνατότητα για την προσωπική ανάπτυξη ή για την αποτυχία είναι το ίδιο υψηλή. Πρώτο Ψυχοκοινωνικό Στάδιο – Εμπιστοσύνη εναντίον Δυσπιστίας. Το πρώτο στάδιο της θεωρίας της Erikson της ψυχοκοινωνικής ανάπτυξης εμφανίζεται μεταξύ της γέννησης και του πρώτου έτους και είναι το πιο θεμελιώδες στάδιο στη ζωή. Επειδή ένα βρέφος είναι ολοκληρωτικά εξαρτημένο, η ανάπτυξη της εμπιστοσύνης βασίζεται στην αξιοπιστία και την ποιότητα της φροντίδας του παιδιού. Αν ένα παιδί αναπτύσσει με επιτυχία την εμπιστοσύνη, θα αισθάνονται ασφαλές στον κόσμο. Φροντιστές που είναι ασυνεπείς, συναισθηματικά μη διαθέσιμοι ή να απορριπτικοί συμβάλλουν στη δημιουργία συναισθημάτων δυσπιστίας στα παιδιά που φροντίζουν. Αποτυχία στο να αναπτύξουν εμπιστοσύνη θα έχει ως αποτέλεσμα το φόβο και την πεποίθηση ότι ο κόσμος είναι ασυνεπής και απρόβλεπτος. Δεύτερο Ψυχοκοινωνικό Στάδιο – Η Αυτονομία εναντίον της Ντροπής και της Αμφιβολίας. Το δεύτερο στάδιο της θεωρίας της Erikson της ψυχοκοινωνικής ανάπτυξης αφορά την πρόωρη παιδική ηλικία και εστιάζεται σε παιδιά που αναπτύσσουν μια μεγαλύτερη αίσθηση προσωπικού ελέγχου. Όπως και ο Φρόιντ, ο Erikson πιστεύει ότι η κατάρτιση στην τουαλέτα είναι ένα ζωτικό τμήμα της διαδικασίας αυτής. Ωστόσο, το σκεπτικό του Erikson είναι εντελώς διαφορετικό. Ο Erikson πιστεύει ότι η μάθησης του έλεγχου των λειτουργιών του σώματος οδηγεί σε μια αίσθηση ελέγχου και ανεξαρτησίας. Άλλα σημαντικά συμβάντα του σταδίου αυτού είναι ότι το παιδί αποκτά μεγαλύτερο έλεγχο στις επιλογές των τροφών, στις προτιμήσεις των παιγνιδιών και στις επιλογές των ρούχων του. Τα παιδιά που ολοκληρώνουν επιτυχώς αυτό το στάδιο αισθάνονται ασφάλεια και αυτοπεποίθηση, ενώ εκείνα που δεν το ολοκληρώνουν μια αίσθηση ανεπάρκειας και αυτοαμφισβήτησης. Τρίτο Ψυχοκοινωνικό Στάδιο – Η Πρωτοβουλία εναντίον της Ενοχής. Κατά τη διάρκεια της προσχολικής ηλικίας, τα παιδιά αρχίζουν να επιβεβαιώνουν την ισχύ και τον έλεγχο του στον κόσμο κατευθύνοντας το παιχνίδι και άλλες κοινωνικές αλληλεπιδράσεις. Τα παιδιά που επιτυγχάνουν αυτό το στάδιο αισθάνεται ικανά και μπορούν να οδηγήσουν άλλους. Εκείνα που δεν μπορούν να αποκτήσουν αυτές οι ικανότητες παραμένουν με αίσθημα ενοχής, αυτο-αμφιβολίας και έλλειψη πρωτοβουλίας. Τέταρτο Ψυχοκοινωνικό Στάδιο – Η Εργατικότητα εναντίον της Μειονεξίας. Αυτό το στάδιο καλύπτει τα πρώτα χρόνια του σχολείου, από τα 5 έως τα 11 χρόνια περίπου. Μέσω των κοινωνικών αλληλεπιδράσεων, τα παιδιά αρχίζουν να αναπτύσσουν ένα αίσθημα υπερηφάνειας για τα επιτεύγματα και τις ικανότητές τους. Τα παιδιά που ενθαρρύνονται και συγχαίροντα από τους γονείς και τους δασκάλους τους αναπτύσσουν μια αίσθηση επάρκειας και πίστης στις δεξιότητές τους. Όσα παιδιά λαμβάνουν ελάχιστη ή καμία ενθάρρυνση από τους γονείς και τους δασκάλους τους ή τους φίλους τους θα αμφιβάλουν για την ικανότητά τους να τα καταφέρνουν. Πέμπτο Ψυχοκοινωνικό Στάδιο – Η Ταυτότητα εναντίον της Σύγχυσης Κατά τη διάρκεια της εφηβείας, τα παιδιά εξερευνούν την ανεξαρτησία τους και αναπτύσσουν μια αίσθηση του εαυτού. Όσοι λαμβάνουν κατάλληλη ενθάρρυνση και ενίσχυση μέσω προσωπικής εξερεύνησης θα βγουν από αυτό το στάδιο με μια ισχυρή αίσθηση του εαυτού και μια αίσθηση ανεξαρτησίας και ελέγχου. Εκείνοι που παραμένουν αβέβαιοι για τις πεποιθήσεις και τις επιθυμίες τους θα νιώθουν ανασφάλεια και σύγχυση σχετικά με τους ίδιους και για το μέλλον τους. Έκτο Ψυχοκοινωνικό Στάδιο – Η Οικειότητα κατά της Απομόνωσης Αυτό το στάδιο καλύπτει την περίοδο της πρόωρης ενηλικίωσης, όταν οι άνθρωποι εξερευνούν τις προσωπικές σχέσεις τους. Ο Erikson πιστεύει ότι είναι απαραίτητο τα άτομα να αναπτύσσουν στενές, δεσμευτικές σχέσεις με άλλα άτομα. Όσοι τα καταφέρνουν σε αυτό το στάδιο αναπτύσσουν σχέσεις που είναι δεσμευτικές και ασφαλείς. Κάθε βήμα βασίζεται στις γνώσεις που αποκτήθηκαν στα προηγούμενα βήματα. Ο Erikson πιστεύει ότι η ισχυρή αίσθηση προσωπικής ταυτότητας είναι σημαντική προϋπόθεση για να αναπτύξουμε σχέσεις οικειότητας. Μελέτες έδειξαν ότι εκείνοι που έχουν κακή αίσθηση της προσωπικής ταυτότητας τείνουν να έχουν λιγότερο δεσμευτικές σχέσεις και είναι πιο πιθανό να υποφέρουν από συναισθηματική απομόνωση, μοναξιά και κατάθλιψη. Έβδομο Ψυχοκοινωνικό Στάδιο – Η Παραγωγικότητα κατά της Απραξίας. Κατά τη διάρκεια της ενηλικίωσης, συνεχίζουμε να οικοδομούμε τη ζωή μας, εστιάζοντας στη σταδιοδρομία μας και στην οικογένεια μας. Όσοι επιτυγχάνουν σε αυτήν τη φάση αισθάνονται ότι συμβάλλουν στον κόσμο όντας ενεργοί στο σπίτι τους και στην κοινότητα. Εκείνοι που αποτυγχάνουν να επιτύχουν αυτή ικανότητα αισθάνονται αντιπαραγωγικοί και αμέτοχοι στο κοινωνικό γίγνεσθαι. Όγδοο Ψυχοκοινωνικό Στάδιο – Η Ολοκλήρωση του Εγώ κατά της Απελπισίας. Αυτό το στάδιο αφόρα τη γηραιά ηλικία και εστιάζει στην ανασκόπηση της ζωής. Όσοι αποτυγχάνουν σε αυτό το στάδιο αισθάνονται ότι ο κύκλος της ζωής τους πήγε στράφι και αντιμετωπίζουν πολλές ενοχές. Το άτομο μένει με συναισθήματα πικρίας και απελπισίας. Αυτοί που αισθανόμαστε υπερήφανοι για τους επιτεύγματα τους αισθάνονται μια αίσθηση ακεραιότητας. Επιτυχημένη ολοκλήρωση αυτού του σταδίου σημαίνει ότι κοιτάζουμε πίσω με λιγοστές ενοχές και ένα γενικό αίσθημα ικανοποίησης. Τα άτομα αυτά επιτυγχάνουν σοφία, ακόμη και όταν αντιμετωπίζουν το θάνατο. http://psychology.about.com/od/theoriesofpersonality/a/psychosocial_3.htm Συνοπτικά τα ψυχοκοινωνικά στάδια δίνονται στον Πίνακα 2 στο τέλος των Σημειώσεων. Η κρίση ταυτότητας Είστε αβέβαιοι για το ρόλο σας στη ζωή; Αισθάνεστε ότι δεν ξέρετε "τον πραγματικό εαυτό σας"; Αν απαντάτε ναι στις ερωτήσεις αυτές, μπορεί να βιώνετε μια κρίση ταυτότητας. Ο θεωρητικός Erikson έπλασε την κρίση ταυτότητας και θεώρησε ότι ήταν μία από το σημαντικότερες συγκρούσεις που αντιμετωπίζουν οι άνθρωποι στην ανάπτυξη. Σύμφωνα με τον Erikson, η κρίση ταυτότητας είναι μια περίοδος εντατικής ανάλυσης και εξερεύνησης των διαφορετικών τρόπων να κοιτάξεις τον εαυτό σου. Το ενδιαφέρον του Erikson για την ταυτότητα άρχισε στην παιδική ηλικία του. Με καταγωγή εβραϊκή, ο Erikson είχε εμφάνιση πολύ Σκανδιναβική και έτσι θεώρησε ότι δεν ανήκε σε καμία από τις δύο ομάδες. Οι μελέτες της πολιτιστικής ζωής των ινδιάνων που έκανε αργότερα στην Αμερική βοήθησαν να σχηματοποιηθούν οι ιδέες του Erikson τόσο για την ανάπτυξη της ταυτότητας όσο και για την κρίση της ταυτότητας. Το Erikson περιγράφει την ταυτότητα ως "υποκειμενική αίσθηση καθώς, επίσης, και μια παρατηρήσιμη ποιότητα της προσωπικής ομοιότητας και συνοχής, που ταιριάζει με κάποια αντίληψη της ομοιότητας και συνοχής κάποιας κοινής παγκόσμιας εικόνας. Ως ποιότητα της ασυνείδητης διαβίωσης, αυτό μπορεί να είναι λαμπρά προφανές σε ένα νεαρό άτομο που έχει βρει τον εαυτό του όπως ακριβώς βρήκε και τον τρόπο κοινής διαβίωσης με τους άλλους. Σε αυτόν βλέπουμε να προκύπτει μια μοναδική ενοποίηση αυτού που δίνεται αμετάκλητα -δηλαδή ο σωματότυπος και η ιδιοσυγκρασία, η χαρισματικότητα και η ευπάθεια, τα παιδικά πρότυπα και τα επίκτητα ιδανικά- με τις ανοικτές επιλογές που παρέχονται στους διαθέσιμους ρόλους, τις επαγγελματικές δυνατότητες, τις προσφερθείσες τιμές, τις συναντήσεις με μέντορες, τις φιλίες που έγιναν και τις πρώτες σεξουαλικές συγκρούσεις." (Erikson, 1970.) Έρευνες για την ταυτότητα Η εμφάνιση μιας κρίσης ταυτότητας εμφανίζεται κατά τη διάρκεια της εφηβείας, όταν οι έφηβοι παλεύουν μεταξύ συναισθημάτων ταυτότητας και σύγχυσης ρόλου. Ο ερευνητής James Marcia (1966, 1976, 1980) έχει επεκταθεί επάνω στην αρχική θεωρία του Erikson. Σύμφωνα με το Marcia και τους συναδέλφους του, η ισορροπία μεταξύ της ταυτότητας και της σύγχυσης βρίσκεται στην ανάληψη μιας δέσμευσης για μια ταυτότητα. Ο Marcia ανέπτυξε, επίσης, μια μέθοδο συνέντευξης για να μετρήσει την ταυτότητα καθώς, επίσης, και τέσσερις διαφορετικές θέσεις (statuses) ταυτότητας. Αυτή η μέθοδος εξετάζει τρεις διαφορετικούς τομείς λειτουργίας: επαγγελματικός ρόλος, πεποιθήσεις και αξίες και σεξουαλικότητα. Ταυτότητες Το επίτευγμα της ταυτότητας εμφανίζεται όταν περάσει ένα άτομο από μια εξερεύνηση των διαφορετικών ταυτοτήτων και έχει αναλάβει δέσμευση για μία. Η ανάπαυλα (moratorium) είναι η θέση ενός προσώπου που έχει ενεργά εμπλακεί στη διερεύνηση διαφορετικών ταυτοτήτων, αλλά δεν έχει αναλάβει μια υποχρέωση. Η θέση αποκλεισμού είναι όταν ένα πρόσωπο έχει αναλάβει μια υποχρέωση χωρίς να προσπαθήσει προηγουμένως να κάνει οποιαδήποτε διερεύνηση. Η διάχυση ταυτότητας εμφανίζεται όταν δεν υπάρχει ούτε κρίση ταυτότητας ούτε υποχρέωση. Οι ερευνητές έχουν διαπιστώσει ότι εκείνοι που έχουν αναλάβει μια ισχυρή δέσμευση για μια ταυτότητα τείνουν να είναι ευτυχέστεροι και υγιέστεροι από εκείνους που δεν έχουν. Εκείνοι, σε μια θέση διάχυσης της ταυτότητας, τείνουν να αισθάνονται εκτός θέσης στον κόσμο και δεν ακολουθούν μια αίσθηση ταυτότητας. Στο σημερινό γρήγορα μεταβαλλόμενο κόσμο, οι κρίσεις ταυτότητας είναι πιο κοινές σήμερα απ' ό,τι την εποχή του Erikson. Το να ερευνήσεις τις διαφορετικές πτυχές σου στους διαφορετικούς τομείς της ζωής, συμπεριλαμβανομένου του ρόλου σου στην εργασία, μέσα στην οικογένεια και στις ρομαντικές σχέσεις σου, μπορεί να βοηθήσει να ενισχυθεί η προσωπική ταυτότητά σου. Οι επιπτώσεις της θεωρίας του Έρικσον στην Εκπαίδευση Τα χαρακτηριστικά των παιδιών και των εφήβων στα διάφορα στάδια που περιγράφονται από τον Erikson και τις προκλήσεις και τις κρίσεις που αντιμετωπίζουν κατά τη διάρκεια αυτών των σταδίων έχουν πολλές επιπτώσεις στην εκπαίδευση και τους εκπαιδευτικούς. Γενικά, η καλύτερη προσέγγιση για την ενίσχυση των παιδιών, στην προσπάθειά τους να αναπτύξουν το εγώ τους, είναι να χρησιμοποιηθούν οι στρατηγικές ενδυνάμωσης της εμπιστοσύνης και τη δυνατότητάς τους στη θετική λήψη αποφάσεων. Εργασία εναντίον κατωτερότητας. Τα παιδιά του δημοτικού σχολείου πρέπει να αποκτήσουν μια αίσθηση ολοκλήρωσης. Πρέπει να δεχτούν συγχαρητήρια για τις επιτυχίες τους, να αισθανθούν υπερήφανα για την εργασία τους, να δουν ότι τα πράγματα που κάνουν θεωρούνται σημαντικά, να ακούσουν φιλοφρονήσεις και να θεωρήσουν ότι έχουν γνώση σε ποικίλες περιοχές (π.χ., σχετικές με τα ενδιαφέροντα και τα χόμπι τους) και για το λόγο αυτόν γίνονται σεβαστά και έχουν βοήθεια στην προσπάθεια πραγματοποίησης των στόχων τους. Τα παιδιά του δημοτικού σχολείου πρέπει να αισθανθούν ότι γίνονται αποδεκτά και οι άλλοι σέβονται τον πολιτισμό και τη γλώσσα τους. Πρέπει να είναι σε θέση να αισθανθούν υπερήφανα για τον πολιτισμό τους και τις παραδόσεις τους, να αισθανθούν ότι η γλώσσα τους γίνεται αποδεκτή, να αισθανθούν ότι έχουν γονείς αξιοσέβαστους και οικογένειές τους επίσης και να ξέρουν ότι οι παραδόσεις και οι πατρίδες τους θεωρούνται σημαντικές. Ταυτότητα εναντίον σύγχυσης ρόλων. Οι έφηβοι βρίσκονται σε μια συνεχή σκέψη αντικείμενο της οποίας είναι αυτοί οι ίδιοι και πρέπει να έχουν ευκαιρίες να μοιραστούν τις ανησυχίες τους με τους ενηλίκους που τους φροντίζουν. Έχουν ανάγκη να είναι σε θέση να ρωτήσουν τους για τις απόψεις τους, για να δουν ότι αυτοί οι ενήλικες τους καταλαβαίνουν ως εφήβους και θέλουν να τους βοηθήσουν να επιλύσουν τις συγκρούσεις τους, είναι πρόθυμοι να χρησιμεύσουν ως πρότυπα ενήλικων ρόλων, με τους οποίους μπορούν να συνδεθούν, και μπορούν να τους βοηθήσουν να προσδιορίσουν τις σημαντικές πηγές, τις σχετικές με την ανάπτυξή τους στην εφηβεία καθώς προσπαθούν να καθορίσουν τους εαυτούς τους. Οι έφηβοι χρειάζονται βοήθεια στην επίτευξη αίσθησης της ταυτότητάς τους. Είναι πολύτιμο να αναπτύξουν ακαδημαϊκή εργασία θα τους επιτρέψει να διερευνήσουν εναλλακτικές σταδιοδρομίες στην ενήλικη ζωή τους, για να τους διδάξει να αναλύσουν εναλλακτικές λύσεις, για να τους βοηθήσει να αντιστέκονται στις πιέσεις των ομοίων τους (π.χ., σχετικά με το κάπνισμα, το οινόπνευμα και τα ναρκωτικά), για να είναι συμπονετικοί απέναντι τους όταν αντιμετωπίζουν τις προκλήσεις της εφηβείας, και για να αναπτύξουν ένα φάσμα εξωδιδακτικών δραστηριοτήτων (π.χ., δραστηριότητες ηγεσίας, αθλητισμός, λέσχες) μέσω των οποίων μπορεί να αναπτυχθεί η αίσθηση του εαυτού. Σ ε λ ί δ α | 34 Πώς μπορούν οι δάσκαλοι να βοηθήσουν τα παιδιά και τους νέους να επιλύσουν επιτυχώς τις προκλήσεις των διαφορετικών σταδίων ψυχοκοινωνικής ανάπτυξης; 1. Ως δάσκαλος, τι μπορείτε να κάνετε για να εξασφαλίσετε ότι όλοι οι μαθητές στην τάξη σας αναπτύσσουν μια αίσθηση ταυτότητας; 2. Τι μπορεί ένα σχολείο ή ένας δάσκαλος να κάνει για να βοηθήσει τους εφήβους που έχουν τη δυσκολία να επιλύσουν την εφηβική κρίση ταυτότητάς τους και που αναπτύσσουν μια αίσθηση μοναξιάς; 3. Τι μπορείτε να κάνετε ως δάσκαλοι για να εκπαιδεύσετε τους γονείς για τους σημαντικούς ρόλους που μπορούν να διαδραματίσουν για να βοηθήσουν τα παιδιά, και τους εφήβους γενικά, να αντιμετωπίσουν τις προκλήσεις της ψυχοκοινωνικής ανάπτυξης; http://pact.gse.uci.edu/ed173online/notes/173unit3.html Συγκρίνοντας τον Freud με τον Erikson O Erikson (1963, 1982) δέχεται πολλές από τις ιδέες του Freud. Συμφωνεί ότι οι άνθρωποι γεννιούνται με έναν αριθμό βασικών ενστίκτων και ότι η προσωπικότητα αποτελείται από Προεγώ, Εγώ και Υπερεγώ. Επίσης δέχεται ότι η ανάπτυξη γίνεται σε στάδια και ότι το παιδί πρέπει να ξεπεράσει επιτυχώς κάποια κρίση ή σύγκρουση σε κάθε στάδιο ούτως ώστε να προετοιμαστεί για τις κρίσεις που θα εμφανιστούν αργότερα στη ζωή. Ωστόσο, ο Erikson είναι αληθινά ένας αναθεωρητής, γιατί η θεωρία του διαφέρει από αυτή του Freud σε διάφορες σημαντικές ειδικές απόψεις. Κατ' αρχήν, ο Erikson (1963) τονίζει ότι τα παιδιά είναι ενεργητικοί, προσαρμοστικοί εξερευνητές που επιζητούν να ελέγχουν το περιβάλλον τους και όχι παθητικά πλάσματα που είναι δούλοι των βιολογικών τους ορμών και διαπλάθονται από τους γονείς τους. Έχει επίσης χαρακτηριστεί ως ψυχολόγος του Εγώ επειδή πιστεύει ότι πρέπει πρώτα κανείς να καταλάβει την κοινωνική πραγματικότητα (μια λειτουργία του Εγώ) ούτως ώστε να προσαρμοστεί επιτυχώς και να επιδείξει ένα φυσιολογικό πρότυπο προσωπικής ανάπτυξης. Έτσι, αντίθετα με τον Freud, ο οποίος είχε την αίσθηση ότι οι πιο ενδιαφέρουσες πλευρές της συμπεριφοράς ανακόπτονται από συγκρούσεις ανάμεσα στο Προεγώ και το Υπερεγώ, ο Erikson δέχεται ότι τα ανθρώπινα όντα είναι βασικά λογικά πλάσματα των οποίων οι σκέψεις, τα συναισθήματα και οι ενέργειες ελέγχονται σε μεγάλο βαθμό από το Εγώ. Άλλη μια σημαντική διαφορά ανάμεσα στον Εrikson και τον Freud είναι ότι ο Erikson δίνει πολύ λιγότερη έμφαση στις σεξουαλικές ορμές και πολύ περισσότερη έμφαση στις κοινωνικές επιδράσεις από ότι έδινε σε αυτές ο Freud. Εμφανώς, ο τρόπος σκέψης του Erikson διαμορφώθηκε από τις προσωπικές του ποικίλες εμπειρίες. Γεννήθηκε στη Δανία, μεγάλωσε στη Γερμανία και πέρασε ένα μεγάλο μέρος της Σ ε λ ί δ α | 35 εφηβείας του περιπλανώμενος σε ολόκληρη την Ευρώπη. Αφού έλαβε την επαγγελματική του εκπαίδευση, ο Erikson ήρθε στις ΗΠΑ, όπου μελέτησε φοιτητές κολλεγίου, μάχιμους στρατιώτες, εργάτες των πολιτικών δικαιωμάτων στο Νότο και Αμερικανούς Ινδιάνους. Δεν προξενεί καθόλου έκπληξη το γεγονός ότι, έχοντας παρατηρήσει πολλές ομοιότητες και διαφορές στην ανάπτυξη ανάμεσα σε αυτές τις διαφορετικές κοινωνικές ομάδες, ο Erikson θα έδινε έμφαση σε κοινωνικές και πολιτιστικές πλευρές της ανάπτυξης με δική του θεωρία. Συνοψίζοντας, η προσέγγιση του Erikson είναι στ' αλήθεια περισσότερο μια νέα θεωρία ψυχοκοινωνικής ανάπτυξης παρά επαναδιατύπωση της ψυχοσεξουαλικής άποψης του Freud. Οι οκτώ κρίσεις της ζωής Ο Erikson πιστεύει ότι τα ανθρώπινα όντα αντιμετωπίζουν οκτώ κύριες κρίσεις, ή διαμάχες, κατά τη διάρκεια της ζωής τους. Κάθε σύγκρουση έχει το δικό της χρόνο εμφάνισης, όπως υπαγορεύεται τόσο από τη βιολογική ωρίμανση όσο και από τις κοινωνικές απαιτήσεις που οι αναπτυσσόμενοι άνθρωποι υφίστανται σε συγκεκριμένα σημεία της ζωής τους. Ο Πίνακας 2 περιγράφει, εν συντομία, καθεμιά από τις οκτώ κρίσεις (ή ψυχοκοινωνικά στάδια) του Erikson και καταγράφει το φροϊδικό ψυχοσεξουαλικό στάδιο στο οποίο αυτή αντιστοιχεί. Σημειώστε ότι τα στάδια ανάπτυξης του Erikson δεν τελειώνουν στην εφηβεία ή την πρώιμη ενηλικίωση, όπως αυτά του Freud. Ο Erikson θεωρεί τα προβλήματα των εφήβων και των νεαρών ενηλίκων ως πολύ διαφορετικά από αυτά που αντιμετωπίζουν οι γονείς που μεγαλώνουν παιδιά ή οι ηλικιωμένοι που πρέπει να παλέψουν με το φάσμα της συνταξιοδότησης, μια αίσθηση αχρηστίας, και το θάνατο. Οι περισσότεροι σύγχρονοι επιστήμονες της ανάπτυξης θα συμφωνούσαν οπωσδήποτε. Μια ανάλυση του πρώτου ψυχοκοινωνικού σταδίου -θεμελιώδης εμπιστοσύνη κατά δυσπιστίας- θα βοηθούσε στη διευκρίνηση του τρόπου σκέψης του Erikson. Θυμηθείτε ότι ο Freud έδινε έμφαση στις στοματικές δραστηριότητες του βρέφους κατά την διάρκεια του πρώτου χρόνου ζωής και πίστευε ότι οι μέθοδοι σίτισης της μητέρας θα μπορούσαν να έχουν μια διαρκή επίδραση στην προσωπικότητα του παιδιού της. Ο Erikson συμφωνεί. Ωστόσο, συνεχίζει να υποστηρίζει ότι αυτό που είναι το πιο σημαντικό στη μετέπειτα εξέλιξη ενός βρέφους δεν είναι μόνο οι μέθοδοι σίτισης του ατόμου που το φροντίζει, αλλά, μάλλον, η συνολική του ανταπόκριση στο βρέφος και τις ανάγκες του. Για να αναπτύξουν μια βασική αίσθηση εμπιστοσύνης, τα βρέφη πρέπει να μπορούν να υπολογίζουν στα αρχικά πρόσωπα που τα φροντίζουν ότι θα τους δώσουν φαγητό, θα τα ανακουφίσουν από ταλαιπωρία, θα ’ρθουν όταν θα τους γνέψουν, θα χαμογελάσουν όταν θα τους χαμογελάσουν και ότι θα επιδείξουν ζεστασιά και στοργή. Ενώ αν οι πιο κοντινοί άνθρωποι συχνά παραμελούν, απορρίπτουν ή δεν ανταποκρίνονται τακτικά σε ένα βρέφος, αυτό το βρέφος θα μάθει ένα πολύ απλό μάθημα: ότι δεν μπορείς να εμπιστευτείς τους άλλους. Η ανάπτυξη της εμπιστοσύνης παρέχει τη βάση για μια υγιή αντιμετώπιση της δεύτερης μεγάλης κρίσης της ζωής, η σύγκρουση της αυτονομίας κατά της ντροπής και της αμφιβολίας. Τα βρέφη που έχουν μάθει να εμπιστεύονται τους άλλους ανθρώπους είναι πιθανό να αισθάνονται επαρκώς σίγουρα για να μεταδίδουν τις Σ ε λ ί δ α | 36 επιθυμίες τους και να επιβάλλουν τη βούλησή τους. Κατά τη διάρκεια της φάσης αυτής, για παράδειγμα, τα μωρά που μόλις άρχισαν να περπατούν μπορούν να διακηρύσσουν δυνατά την επιθυμία τους για αυτονομία με το να αντιστέκονται στην εκπαίδευση της τουαλέτας και με το να προτιμούν από όλες τις λέξεις, τρείς: “όχι”, ”εμένα” και “δικό μου”. Ωστόσο, ένα νήπιο, το οποίο δεν εμπιστεύεται τους άλλους, μπορεί να στερείται τέτοιας αυτοπεποίθησης ώστε να είναι διεκδικητικό ως δίχρονο. Ως αποτέλεσμα, μπορεί να αποτύχει να γίνει αυτόνομο και μπορεί να δοκιμάσει ντροπή και αμφισβήτηση. Ένα ή δύο χρόνια αργότερα, αυτό το γεμάτο ντροπή και αυτοαμφισβήτηση νεαρό άτομο μπορεί να δυσκολεύεται να επινοεί και να επιδιώκει “τολμηρά σχέδια” κατά τη διάρκεια της προσχολικής κρίσης της πρωτοβουλίας κατά της ενοχής και μπορεί να έχει πολλές αναστολές να ανέβει στο ψηλότερο σκαλί στην παιδική χαρά ή να δοκιμάσει το Nintendo. Έτσι, ο Erikson πιστεύει ότι η επιτυχής επίλυση μιας κρίσης της ζωής προετοιμάζει το άτομο για την επόμενη ψυχοκοινωνική σύγκρουση. Αντίθετα, ένα άτομο που αποτυγχάνει να ξεπεράσει μια ή περισσότερες κοινωνικές συγκρούσεις της ζωής είναι σχεδόν σίγουρο ότι θα αντιμετωπίσει προβλήματα στο μέλλον. Μολονότι ο Erikson πιστεύει ότι οι κρίσεις της παιδικής ηλικίας θέτουν τη βάση για τη ζωή μας ως ενηλίκων, θεωρεί τα ανθρώπινα όντα λογικά, προσαρμόσιμα πλάσματα που παλεύουν μέχρι το τέλος στην προσπάθειά τους να αντιμετωπίσουν επιτυχώς το κοινωνικό τους περιβάλλον. Ο ήρωας του βιβλίου του Καρόλου Ντίκενς Χριστουγεννιάτικες Ιστορίες (A Christmas Carol), Ebenezer Scrooge, απεικονίζει δεόντως τον εγωκεντρικό, αδρανή ενήλικα - αυτόν που αποτυγχάνει στην έβδομη κατά τον Erikson κρίση της ζωής (και που έχει αποτύχει στο να καθιερώσει επίσης ένα αίσθημα οικειότητας). Ίσως να θυμάστε ότι ο γέρο-Σκρούτζ ήταν τόσο απορροφημένος στα ενδιαφέροντά του (να κάνει λεφτά), ώστε αγνοούσε εντελώς τις ανάγκες και τις επιθυμίες του νεαρού αποθηκαρίου του, Bob Cratchit. Ωστόσο, η ιστορία του Σκρούτζ είχε ευτυχισμένο τέλος. Στο τέλος της ιστορίας είχε αποκτήσει ένα αίσθημα οικειότητας και γενναιοδωρίας, το οποίο του διέφευγε παλιότερα και ήταν έτοιμος τώρα να αντιμετωπίσει την τελική κρίση ζωής χωρίς αίσθημα απελπισίας. Μια απίθανη μεταστροφή; Όχι απαραίτητα! Ο Erikson είναι αρκετά αισιόδοξος. Υποστηρίζει ότι “είναι λίγα αυτά που δεν μπορούν να θεραπευθούν αργότερα, είναι πολλά (ικανά να βλάψουν) αυτά που μπορούν να αποτραπούν εξολοκλήρου”, (1950, σελ. 104). Συνεισφορά της θεωρίας του Erikson και κριτική Πολλοί άνθρωποι προτιμούν τη θεωρία του Erikson από αυτή του Freud επειδή απλώς αρνούνται να πιστέψουν ότι τα ανθρώπινα όντα κυριαρχούνται από σεξουαλικά ένστικτα. Ένας αναλυτής, όπως ο Erikson, που τονίζει τη λογική, προσαρμοστική μας φύση, είναι πολύ πιο εύκολο να γίνει αποδεκτός. Επιπρόσθετα, ο Erikson δίνει έμφαση σε πολλές από τις κοινωνικές συγκρούσεις και τα προσωπικά διλήμματα που οι άνθρωποι ίσως θυμούνται, που διαρκώς βιώνουν, που μπορούν εύκολα να προβλέπουν, ή μπορούν να βλέπουν ότι επηρεάζουν τους ανθρώπους που γνωρίζουν. Σ ε λ ί δ α | 37 Ζαν Πιαζέ – Jean Piaget (1896-1980) Ο Ζαν Πιαζέ, ο πρώτος ενήλικος που πήρε στα σοβαρά τα παιδιά, μεγάλωσε κοντά στη λίμνη Νεσατέλ, σε ένα από εκείνα εξεχόντως όμορφα και αποστειρωμένα κομμάτια γης της γαλλόφωνης Ελβετίας που είναι ξακουστά για τα κρασιά και τα ρολόγια τους. Ο πατέρας του ήταν καθηγητής Μεσαιωνικών Σπουδών και η μητέρα του μια σκληροπυρηνική καλβινίστρια. Ο μικρός Ζαν με τους γονείς του και τις αδερφές του! Από πολύ νωρίς ο μικρός Ζαν εξεδήλωσε το ενδιαφέρον του για τη φύση και την αποκωδικοποίηση των μυστικών της. Όταν έγινε 10 ετών οι απορίες του μπορούσαν πλέον να απαντηθούν μόνο με ένα γερό ξεσκόνισμα της πλησιέστερης πανεπιστημιακής βιβλιοθήκης. Σε αυτή την ηλικία πρόλαβε να δημοσιεύσει σε τοπικό περιοδικό της γενέτειράς του το παρθενικό άρθρο του για το σπουργίτι «αλμπίνο»· Σ ε λ ί δ α | 38 αυτό ήταν και το «πάσο» του για τον καχύποπτο με τους ανηλίκους εν γένει βιβλιοθηκάριο του Πανεπιστημίου του Νεσατέλ. Η ζωολογία θα μονοπωλήσει το ενδιαφέρον του για τα επόμενα χρόνια. Στα 15 του έχει δημοσιεύσει πλείστες μελέτες για τα μαλάκια, ενώ τρία χρόνια αργότερα ξεκινά επισήμως τις σπουδές του στη Βιολογία που θα ολοκληρωθούν με τη διατριβή του με θέμα «Εισαγωγή στην οστρακολογία του Βαλέ». Μετά τον Α´ Παγκόσμιο Πόλεμο το ενδιαφέρον του μετατοπίζεται στην ψυχολογία. Μετακομίζει στη Ζυρίχη, όπου παρακολουθεί μαθήματα στο Εργαστήριο Ψυχολογίας του Καρλ Γιουνγκ και διατελεί μαθητής του Όιγκεν Μπλόιλερ, παρατηρώντας με το ζήλο νεοφώτιστου τη διεξαγωγή των συνεντεύξεων με τους ψυχικά ασθενείς. Το 1919 βρίσκεται στο Παρίσι προκειμένου να παρακολουθήσει μαθήματα Λογικής και Φιλοσοφίας της Επιστήμης στη Σορβόννη και Ψυχοπαθολογίας στο νοσοκομείο Σαλπετριέ. Την εποχή αυτή έρχεται σε επαφή με το έργο του Αμερικανού Τζέιμς Μπάλντουιν (James Mark Baldwin), από τους πρωτεργάτες της Πειραματικής Ψυχολογίας, ενώ αρχίζει να συνεργάζεται με τον Τεοντόρ Σιμόν (Théodore Simon) στο εργαστήριο Παιδοψυχολογίας του Αλφρέντ Μπινέ (Alfred Binet). Είναι η πρώτη φορά που ο Πιαζέ καλείται να ανιχνεύσει αυτό που θα μονοπωλήσει αργότερα την επιστημονική του σκέψη: το παιδικό και εφηβικό μυαλό (παρ’ ότι ηρνείτο πεισματικά να αποκαλέσει εαυτόν παιδοψυχολόγο). Κατ’ αρχήν το ενδιαφέρον του στράφηκε στις εσφαλμένες απαντήσεις που έδιναν παιδιά της ιδίας ηλικίας σε διάφορα ερωτήματα ευφυΐας στα πλαίσια των τεστ συλλογισμού του Σιρίλ Μπαρτ (Cyril Burt). Αυτές οι «λάθος» – για τα δεδομένα του ορθολογιστή ενήλικου – απαντήσεις μάγεψαν τον νεαρό επιστήμονα που άρχισε πλέον να παρακολουθεί στενά τα λόγια και τις πράξεις αυτών των λιλιπούτειων, ημιτελών πλασμάτων, διερευνώντας τους βασικούς μηχανισμούς της διανοητικής ανάπτυξής τους. Ο Ζαν Πιαζέ προέβη σε μια ανακάλυψη που ήταν, σύμφωνα τουλάχιστον με τον Αλβέρτο Αϊνστάιν (Albert Einstein), «τόσο απλή που μόνο μια ιδιοφυΐα θα μπορούσε ποτέ να συλλάβει». Πολύ απλά διαπίστωσε ότι τα παιδιά σκέφτονται διαφορετικά από τους μεγάλους. Οι «παράλογες» απαντήσεις που μοιάζουν τις περισσότερες φορές να δίνουν στα πιο απλοϊκά ερωτήματα εντάσσονται σε μια εσώτερη λογική διεργασία με τον δικό της πολύπλοκο κώδικα. Σε ένα από τα πλέον περίφημα πειράματά του με δεκάδες ανυποψίαστα πιτσιρίκια, ο Πιαζέ έθεσε το ερώτημα: Σ ε λ ί δ α | 39 «Τι είναι αυτό που δημιουργεί τον αέρα;» και άρχισε να περισυλλέγει απαντήσεις. Όταν η πεντάχρονη Τζούλια τού απάντησε: «Τα δέντρα», εκείνος συνέχισε τον αλλόκοτο αυτό διάλογο με ένα ακόμη ερώτημα: «Πώς το ξέρεις;». «Τα είδα να κουνούν τα χέρια τους». «Και πώς αυτό δημιουργεί τον αέρα;». Στο σημείο αυτό η μικρή Τζούλια άρχισε να κουνά το χέρι της μπροστά από το πρόσωπό της αποφαινόμενη με άκρως σοβαρό ύφος: «Να, έτσι. Μόνο που είναι μεγαλύτερα. Και υπάρχουν πολλά δέντρα». Ο παιδικός υπερρεαλισμός είχε βρει επιτέλους έναν καλών προθέσεων ενήλικο συνομιλητή. Που δεν προσπαθεί να τον διορθώσει, προτιμά να τον επεξεργαστεί και να τον ερμηνεύσει. «Τα παιδιά» λέει ο Πιαζέ «κατανοούν μόνο αυτά που επινοούν τα ίδια, γι’ αυτό κάθε φορά που προσπαθούμε να τα διδάξουμε κάτι υπερβολικά γρήγορα, τα εμποδίζουμε να επανεφεύρουν τον εαυτό τους». Το 1921 αναλαμβάνει τη διεύθυνση του Ινστιτούτου Ζαν Ζακ Ρουσό (Jean Jacques Rousseau) της Γενεύης και το 1930 του Διεθνούς Γραφείου Εκπαίδευσης (International Bureau of Education) που υπήρξε πρόδρομος της UNESCO. Με τη γέννηση του πρώτου του παιδιού το ενδιαφέρον του στρέφεται σχεδόν αναπόφευκτα στη βρεφική ηλικία. Τα τρία παιδιά του θα αποτελέσουν τα ιδανικά «πειραματόζωα» για τις μεταγενέστερες μελέτες του, στις οποίες θα συμβάλει με τη σειρά της ως ψυχολόγος και μητέρα τους, η σύζυγός του Βαλεντίν Σαντενέ (Valentine Châtenay). Ο Ζαν με τη Βαλεντίν! Σ ε λ ί δ α | 40 Την περίοδο αυτή θα περιγράψει τα στάδια της γνωστικής ανάπτυξης του παιδιού. Ανάμεσά τους: α) το στάδιο της αισθησιοκινητικής ανάπτυξης που διαρκεί ως τα 2 χρόνια και χαρακτηρίζεται από τη σταδιακή κατάκτηση του κινητικού συντονισμού και της σταθερότητας των αντικειμένων, β) το προσυλλογιστικό στάδιο (από 2 ως 7 χρόνων), κατά την οποία αναπτύσσεται η συμβολική λειτουργία και η προεννοιολογική σκέψη, γ) το στάδιο της συγκεκριμένης σκέψης (από 7 ως 11 χρόνων), κατά το οποίο το παιδί αποκτά την ικανότητα των νοητικών πράξεων που όμως γίνονται πάνω σε συγκεκριμένα αντικείμενα και στο άμεσο παρόν. Οι θεωρίες του, παρά την έντονη κριτική που δέχθηκαν κυρίως για τον υπερτονισμό του ρόλου της γνωστικής ανάπτυξης (σε βάρος της συναισθηματικής και της κοινωνικής), είχαν τεράστιο αντίκτυπο στην παιδαγωγική και στον τρόπο που αντιλαμβανόμαστε σήμερα αυτά τα τέλεια ημιτελή πλάσματα που υπήρξαμε κάποτε όλοι. (Πηγή: ΤΟ ΒΗΜΑ, ΛΕΝΑ ΠΑΠΑΔΗΜΗΤΡΙΟΥ, Κυριακή 30-6-2002) Συμπληρωματικά: δ) Το στάδιο της τυπικής σκέψης. Η σκέψη του παιδιού μετά τα 11 χρόνια του γίνεται προοδευτικά υποθετικο-παραγωγική. Ο έφηβος είναι τώρα ικανός να κάνει συλλογισμούς, όχι πια μόνο επάνω στα αντικείμενα, αλλά επάνω στις ίδιες τις σχέσεις, βρίσκοντας σχέσεις μεταξύ σχέσεων. Η σκέψη του αποδεσμεύεται από την πραγματικότητα και στηρίζεται στον εαυτό της, ενεργεί με υποθετικές προτάσεις, τις οποίες προσπαθεί να επαληθεύσει λογικά, ανεξάρτητα από την αλήθεια τους ή την υλική τους υπόσταση και χωρίς τον έλεγχο της εμπειρίας. Η σκέψη του περνάει στον κόσμο του δυνατού, το οποίο, κατά τον Piaget, εμπεριέχει, ως μια ιδιαίτερη περίπτωση το πραγματικό. Στο στάδιο της τυπικής σκέψης, το πραγματικό υποτάσσεται στο δυνατό, ενώ στο προηγούμενο στάδιο της συγκεκριμένης σκέψης, το δυνατό είναι ένα είδος αμφίβολης προέκτασης του πραγματικού. Η σκέψη του εφήβου είναι τώρα προτασιακή, δηλαδή ο έφηβος χρησιμοποιεί τα αποτελέσματα του προηγούμενου σταδίου και, αφού τα μετατρέψει σε προτάσεις, πειραματίζεται εκ νέου, προκειμένου να κατασκευάσει καινούργιες νοητικές ενέργειες. Με άλλα λόγια, αξιοποιεί τόσο την προηγούμενη αλλά και την παρούσα αντιληπτική του εμπειρία, όσο και την ικανότητα πρόβλεψης. Π.χ., ο έφηβος προσεγγίζει ένα πρόβλημα με πολλούς και διαφορετικούς τρόπους πριν εφαρμόσει μια λύση, την οποία αποφασίζει, αφού προηγουμένως σταθμίσει όλα τα στοιχεία που σχετίζονται την προβληματική κατάσταση (παρελθούσα εμπειρία, παρούσα εμπειρία και πρόβλεψη μελλοντικών συνεπειών). Σ ε λ ί δ α | 41 Συμπερασματικά: το άτομο στη συγκεκριμένη λογική σκέψη ασχολείται με το παρόν, ενώ ο έφηβος της τυπικής σκέψης ασχολείται συγχρόνως με το παρελθόν, το παρόν και το μέλλον. Συνοπτικά τα ψυχονοητικά στάδια δίνονται στον Πίνακα 3 στο τέλος των Σημειώσεων. Ο Piaget μάς δίνει χρήσιμα στοιχεία για τη νοημοσύνη και τη νοητική ανάπτυξη. Νοημοσύνη είναι η ικανότητα προσαρμογής στο περιβάλλον (ικανότητα επιβίωσης). Τα σχήματα είναι νοητικές κατασκευές που απεικονίζουν τη γνώση, το πώς κατανοούμε δηλαδή τον κόσμο. Η νοητική ανάπτυξη του παιδιού συμβαίνει καθώς συνεχώς προσπαθεί να προσαρμοστεί στο περιβάλλον του. Όταν διαταράσσεται η ισορροπία του με το περιβάλλον, το παιδί αποκαθιστά την ισορροπία με την αφομοίωση (αλλάζοντας ό,τι αντιλαμβάνεται έτσι ώστε να ταιριάζει με αυτό που ήδη γνωρίζει) και τη συμμόρφωση (αλλάζοντας ή συνδυάζοντας τα υπάρχοντα σχήματα ή δημιουργώντας νέα ώστε να ταιριάζουν με αυτό που αντιλήφτηκε). Σε αυτό το πλαίσιο, η μάθηση νέας γνώσης προκύπτει από μιαν ανισορροπία που προκύπτει και διορθώνεται με τη συμμόρφωση. Το νέο σχήμα, η νέα γνώση, έρχεται να δημιουργήσει έτσι πάλι μια νέα ισορροπία. Με άλλα λόγια, συνοψίζοντας, σύμφωνα με τον Piaget, δύο σημαντικές αρχές οδηγούν τη νοητική ανάπτυξη και τη βιολογική εξέλιξη: η προσαρμογή και η οργάνωση. Τα άτομα, για να επιβιώσουν σε ένα περιβάλλον, πρέπει να προσαρμοστούν σε φυσικά και νοητικά ερεθίσματα. Η αφομοίωση και η συμμόρφωση αποτελούν τα δύο συστατικά της διαδικασίας προσαρμογής. Ο Piaget ισχυρίζεται ότι οι άνθρωποι διαθέτουν νοητικές δομές, οι οποίες αφομοιώνουν εξωτερικά γεγονότα και τα μετατρέπουν έτσι ώστε να ταιριάξουν με τις υπάρχουσες νοητικές δομές τους. Επιπλέον, οι νοητικές δομές τους συμμορφώνονται στις νέες, ασυνήθιστες, και διαρκώς μεταβαλλόμενες πτυχές του εξωτερικού περιβάλλοντος. Η οργάνωση αναφέρεται στη φύση αυτών των προσαρμοστικών νοητικών δομών. Ο Piaget ισχυρίζεται ότι ο νους είναι οργανωμένος με σύνθετους και ολοκληρωμένους τρόπους. Το πιο απλό επίπεδο είναι το σχήμα, νοητική αναπαράσταση μιας φυσικής ή νοητικής ενέργειας που μπορεί να αφορά σε αντικείμενο, συμβάν ή φαινόμενο. (Παραθέτω στη συνέχεια ένα απόσπασμα από το ΔΕΥΤΕΡΟ ΚΕΦΑΛΑΙΟ (Θεωρία της ανθρώπινης ανάπτυξης) του βιβλίου του David R. SHAFFER με τίτλο: Developmental Psychology: Childhood and adolescence. 3rd ed. Pacific Grove: Brooks / Cole, 1993. Μετάφραση δική μου.) Μια γνωστική δομή -ή αυτό που καλεί ο Πιαζέ σχήμα- είναι ένα οργανωμένο πρότυπο σκέψης ή δράσης που χρησιμοποιείται για να ανταπεξέλθει κανείς ή να εξηγήσει μερικές όψεις εμπειριών. Π.χ. πολλά παιδιά τριών ετών επιμένουν ότι ο ήλιος είναι ζωντανός επειδή ανατέλλει το πρωί και το βράδυ δύει. Τα παιδιά αυτά λειτουργούν πάνω στη βάση ενός απλού γνωστικού σχήματος: την ιδέα ότι πράγματα που κινούνται είναι ζωντανά. Τα πρώιμα σχήματα που σχηματίζονται κατά τη βρεφική Σ ε λ ί δ α | 42 ηλικία είναι απλές μηχανικές συνήθειες όπως λίκνισμα, άρπαγμα και σήκωμα που αποδεικνύει ότι είναι πράγματι προσαρμοστικά. Για παράδειγμα, ένα περίεργο νήπιο που συνδυάζει τις αντιδράσεις να απλώσει τον βραχίονά του (να πλησιάσει) και να πιάσει ένα αντικείμενο με το χέρι του είναι ξαφνικά ικανό να ικανοποιήσει την περιέργειά του εξερευνώντας σχεδόν οποιοδήποτε ενδιαφέρον αντικείμενο που βρίσκεται στην ακτίνα δράσης του χεριού του. Όσο απλά και αν είναι αυτά τα σχήματα συμπεριφοράς, επιτρέπουν στα νήπια να θέτουν σε λειτουργία παιχνίδια, να γυρνούν τα νούμερα στο καντράν του τηλεφώνου, να ανοίγουν συρτάρια και να κυριαρχούν στο περιβάλλον τους με οποιοδήποτε άλλο τρόπο. Αργότερα κατά την παιδική ηλικία, τα γνωστικά σχήματα θα πάρουν τη μορφή των “εγκεφαλικών ενεργειών” (π.χ. νοητική πρόσθεση ή αφαίρεση) που επιτρέπουν στα παιδιά να διαχειρίζονται πληροφορίες και να σκέφτονται λογικά για τα ζητήματα και τα προβλήματα που αντιμετωπίζουν στην καθημερινή ζωή. Σ’ όλες τις ηλικίες τα παιδιά βασίζονται στις τρέχουσες γνωστικές δομές τους για να αντιληφθούν τον κόσμο γύρω τους. Αυτό έχει ως αποτέλεσμα νεότερα και μεγαλύτερα παιδιά να μπορούν να ερμηνεύουν και να αντιδρούν προς τα ίδια αντικείμενα και γεγονότα με διαφορετικούς τρόπους. Πώς τα παιδιά αναπτύσσουν πιο περίπλοκα σχήματα και αναπτύσσουν την αντίληψη τους για τον κόσμο; Ο Πιαζέ υποστήριξε, σ’ αντίθεση με άλλους φιλοσόφους, ότι τα βρέφη δεν έχουν ενδογενή γνώση ή ιδέες για την πραγματικότητα. Ούτε ότι στα παιδιά μεταβιβάζονται πληροφορίες ή διδάσκονται από τους ενήλικους πώς να σκέφτονται. Αντιθέτως, δημιουργούν ενεργητικά νέες αντιλήψεις για τον κόσμο βασισμένες στις εμπειρίες τους. Πώς; Με το να είναι περίεργοι και ενεργητικοί εξερευνητές. Τα παιδιά παρατηρούν τι συμβαίνει γύρω τους -πειραματίζονται με αντικείμενα που συναντούν, δημιουργούν συνδέσεις ή συσχετισμούς μεταξύ των γεγονότων και μπερδεύονται όταν οι τρέχουσες αντιλήψεις τους (ή σχήματα) αποτυγχάνουν να εξηγήσουν τις εμπειρίες τους. Για να το αντιληφθούμε με ένα παράδειγμα, ας επιστρέψουμε προς στιγμή στο τρίχρονο, που πιστεύει ότι ο ήλιος είναι ζωντανός. Σίγουρα, αυτή η ιδέα δεν είναι κάτι που το παιδί διδάχθηκε από έναν ενήλικα -κατασκευάστηκε προφανώς από το παιδί στη βάση των δικών του εμπειριών για τον κόσμο. Στο κάτω-κάτω, πολλά πράγματα που κινούνται είναι ζωντανά. Όσο το παιδί εμμένει σ’ αυτήν την αντίληψη, μπορεί να θεωρήσει κάθε καινούριο κινούμενο αντικείμενο ως ζωντανό -αυτό σημαίνει ότι νέες εμπειρίες θα ερμηνευθούν με τους όρους των τρεχουσών γνωστικών δομών της, μια διαδικασία που ο Πιαζέ ονόμαζε αφομοίωση. Τελικά, όμως, αυτό το παιδί θα συναντήσει κινητά αντικείμενα τα οποία σχεδόν σίγουρα δεν θα μπορούσαν να είναι ζωντανά, όπως ένα χάρτινο αεροπλανάκι που δεν ήταν τίποτε περισσότερο από ένα φύλλο εφημερίδας πριν το κάνει ο μπαμπάς αεροπλάνο ή ένα κουρδιστό παιχνίδι που πάντα σταματάει να κινείται αν δεν το κουρδίσει ξανά. Εδώ τώρα υπάρχουν αντιφάσεις (ή ό,τι ο Πιαζέ όριζε ως ανισορροπίες) μεταξύ των αντιλήψεων του παιδιού και των γεγονότων που πρέπει να αντιληφθεί. Γίνεται ξεκάθαρο στο παιδί ότι το σχήμα “αντικείμενα που κινούνται είναι ζωντανά” πρέπει να αναθεωρηθεί. Έτσι θα παρακινηθεί από αυτές τις μη Σ ε λ ί δ α | 43 επαληθευόμενες εμπειρίες να συμμορφωθεί -δηλαδή, να διαφοροποιήσει τα υπάρχοντα σχήματα ώστε να του δίνουν καλύτερη εξήγηση της διαφοράς μεταξύ των έμψυχων και άψυχων αντικειμένων (ίσως συμπεραίνοντας ότι μόνο πράγματα που κινούνται με δική τους δύναμη είναι έμβια). Αυτό συμβαίνει σ’ όλη τη διάρκεια της ζωής. Ο Πιαζέ πιστεύει ότι βασιζόμαστε συνεχώς στην συμπληρωματική διαδικασία της αφομοίωσης και της συμμόρφωσης για να προσαρμοστούμε στο περιβάλλον μας. Αρχικά προσπαθούμε να καταλάβουμε νέες εμπειρίες ή να λύσουμε προβλήματα χρησιμοποιώντας τις τρέχουσες γνωστικές δομές μας (αφομοίωση). Αλλά συχνά θα ανακαλύψουμε ότι τα υπάρχοντα σχήματά μας δεν είναι αρκετά γι’ αυτό, οπότε μας παρακινούν να τα αναθεωρήσουμε (μέσω της συμμόρφωσης) ώστε να “ταιριάζουν” καλύτερα με την πραγματικότητα. H βιολογική ωρίμανση, επίσης, παίζει σημαντικό ρόλο -καθώς ο εγκέφαλος και το νευρικό σύστημα ωριμάζουν, τα παιδιά γίνονται ικανά στο να εμφανίσουν όλο και πιο σύνθετες γνωστικές ενέργειες που τα βοηθούν να καταλάβουν τι έχουν βιώσει. Τελικά, τα περίεργα, ενεργητικά παιδιά που πάντα δημιουργούν νέα σχήματα και αναδιοργανώνουν αυτήν τη γνώση, θα προοδεύουν αρκετά ώστε να σκέφτονται παλιά ζητήματα με εντελώς νέους τρόπους. Αυτό σημαίνει, ότι μεταβαίνουν από το ένα στάδιο γνωστικής ανάπτυξης στο επόμενο ανώτερο στάδιο. Σ ε λ ί δ α | 44 Τα Σηάδια Ψςσοζεξοςαλικήρ Ανάπηςξηρ ηος Φπόινη - Μια Επιζκόπηζη. 1. Σηομαηικό Σηάδιο Σίηηζε, θιάκα, νδνληνθπΐα, δάγθσκα, ην πηπίιηζκα αληίρεηξα, απνγαιαθηηζκόο. Τν ζηόκα θαη ην ζηήζνο είλαη ην θέληξν όισλ ησλ εκπεηξηώλ. Οη πξαγκαηηθέο εκπεηξίεο θαη νη πξνζθνιιήζεηο ηνπ βξέθνπο κε ηε κεηέξα (ή ην κεηξηθό ηζνδύλακν ηεο) ζε απηό ην ζηάδην έρνπλ ζεκειηώδε επίδξαζε ζηνλ αζπλείδεην λνπ θαη, ζπλεπώο, ζηα βαζηά ξηδσκέλα ζπλαηζζήκαηα, πνπ καδί κε ηα δύν επόκελα ζηάδηα επεξεάδνπλ όια ηα είδε ησλ ζπκπεξηθνξώλ θαη ησλ (ζεμνπαιηθά ελδπλακσκέλσλ) θηλήηξσλ θαη ζηνρεύεη –ε «ιίκπηλην» ηνπ Φξόηληθαη ηηο πξνηηκήζεηο ζηε κεηέπεηηα δσή. 0-1½ εηώλ, βξέθνο, από ηε γέλλεζε σο ην πεξπάηεκα 2. Ππωκηικό Σηάδιο Έρεη πνιιά λα θάλεη κε ηα «πνπθ» -«λα ηα θξαηήζσ ή λα ηα αθήζσ λα πάλε;»- ηελ επραξίζηεζε θαη ηνλ έιεγρν. Είλαη βξώκηθν; Είλαη εληάμεη; Οη ζσκαηηθέο απεθθξίζεηο είλαη ην θέληξν ηνπ θόζκνπ θαη ν άμνλαο γύξσ από ηνλ νπνίν δηακνξθώλεηαη πξώηκα ν ραξαθηήξαο. Είκαη επράξηζην ζηε κακά θαη ζην κπακπά κνπ; Με θάλνπλ λα ληώζω θαιά ή άζρεκα ζρεηηθά κε ηα «θαθά» κνπ; Είκαη θαιό παηδί ή άηαθην; Καη πάιη νη πξαγκαηηθέο εκπεηξίεο ηνπ κηθξνύ παηδηνύ ζην ζηάδην απηό έρνπλ κηα βαζηά επίδξαζε ζην αζπλείδεην θαη ηηο ζπκπεξηθνξέο θαη ηηο πξνηηκήζεηο ηνπ ζηε κεηέπεηηα δσή. 1-3 εηώλ, βξέθνολήπην, εθπαίδεπζε ηνπαιέηαο 3. Φαλλικό Σηάδιο Τν θαιιηθά ζηάδην δελ πεξηνξίδεηαη κόλν ζηα αγόξηα. Απηό ην ζηάδην επηθεληξώλεηαη ζηελ επίιπζε ησλ δεηεκάησλ αλαπαξαγσγήο. Πξόθεηηαη γηα έλα είδνο πξνπόλεζεο πξηλ από ην πξαγκαηηθό παηρλίδη πνπ ζα μεθηλήζεη ζηελ εθεβεία. Από πνύ έξρνληαη ηα κωξά; Μπνξώ λα έρω έλα κωξό; Γηαηί έρεη ν κπακπάο έρεη έλα «ηζνπηζνύλη» θαη εγώ δελ έρω; Γηαηί έρω έλα «ηζνπηζνύλη» θαη ε κακά δελ έρεη; Γηαηί κνπ ιέλε «καθξηά», όηαλ αγγίδω ηo “πηπί» κνπ; Αγόξηα: Θα παληξεπηώ ηε κακά (θαη ίζωο ζθνηώζω ηνλ κπακπά). Κνξίηζηα: Είκαη εξωηεπκέλε κε ηνλ κπακπά κνπ. Τν Οηδηπόδεην Σύκπιεγκα, ν θζόλνο ηνπ πένπο, ην άγρνο ηνπ επλνπρηζκνύ θ.ιπ. Αλ αγγίμεηο ην «ηζνπηζνύλη» ζνπ ζα ζνπ πέζεη. Αλαπόθεπθηα γηα κηα αθόκε θνξά, νη εκπεηξίεο ζε απηό ην ζηάδην έρνπλ ζεκαληηθό αληίθηππν ζηα ζπλαηζζήκαηα θαη ηε ζπκπεξηθνξά θαη ηε ιίκπηληό ζηε κεηέπεηηα δσή. 3-6 εηώλ, πξνζρνιηθή ειηθία, λεπηαγσγείν Οηθνλόκνπ Αλδξέαο, Δπ. Καζεγεηήο ΑΣΠΑΙΤΔ, [email protected] 4. Λανθάνον Σηάδιο Η ζεμνπαιηθή ζε ιήζαξγν ή θαηαζηνιή. Η έκθαζε είλαη ζηε κάζεζε, ηηο δεμηόηεηεο, ηε ζρνιηθή εξγαζία. Απηό ζηελ πξαγκαηηθόηεηα δελ είλαη έλα ςπρνζεμνπαιηθήο ζηάδην, επεηδή βαζηθά ζπλήζσο ηίπνηα δελ ζπκβαίλεη πνπ λα αιιάδεη ζεμνπαιηθά ην παηδί. Δκπεηξίεο, θόβνη θαη εμαξηήζεηο από ηηο πξνεγνύκελεο θάζεηο έρνπλ δηακνξθώζεη ήδε πνιιά από ηα ζπλαηζζήκαηα θαη ηηο ζηάζεηο ηνπ παηδηνύ, ηα νπνία ζα επαλεκθαληζηνύλ ζην επόκελν ζηάδην. 5-12 εηώλ, Γεκνηηθό Σρνιείν 5. Γεννηηικό Σηάδιο Ήβε. Αδεληθέο, νξκνληθέο θαη θπζηθέο αιιαγέο ζην ζώκα ηνπ έθεβνπ παηδηνύ πξνθαινύλ αλαδσπύξσζε ζεμνπαιηθώλ ζθέςεσλ, ζπλαηζζεκάησλ θαη ζπκπεξηθνξώλ. Τα αγόξηα αξρίδνπλ λα αληηκεησπίδνπλ ηηο κεηέξεο ηνπο, όπσο ηηο γπλαίθεο-δνύιεο θαη πξνθαινύλ ηνπο παηεξάδεο ηνπο (ν «Οηδίπνπο» ηνπ Φξόηλη). Τα θνξίηζηα θιεξηάξνπλ ηνλ παηέξα ηνπο θαη θαηεγνξνύλ ηηο κακάδεο ηνπο (ε «Ηιέθηξα» ηνπ Φξόηλη). Όινη νη έθεβνη ηαξάδνληαη πνιύ εάλ κείλνπλ καθξηά από ηνλ θαζξέθηε γηα πεξηζζόηεξν από κηζή ώξα (ν «Νάξθηζζνο» ηνπ Φξόηλη ή λαξθηζζηζκόο). Γλσξηκίεο θαη ράδηα γξήγνξα ηνπνζεηνύλ ηε ζρνιηθή εξγαζία θαη ηα αζιεηηθά ελδηαθέξνληα (θαη ν,ηηδήπνηε άιιν ελζαξξύλζεθε από ηνπο γνλείο θαη ηνπο ζεζκνύο) ζε δεύηεξε κνίξα. Βαζηθά, ζην ζηάδην απηό νη έθεβνη βξίζθνληαη ζε αλαηαξαρή θαη απηό, σο επί ην πιείζηνλ, νθείιεηαη ζηελ αλάπηπμή ηνπο, πξάγκα πνπ ζπλεπάγεηαη αύμεζε ησλ ζεμνπαιηθώλ ππόγεησλ ξεπκάησλ πνιύ πεξηζζόηεξν από όζν νη γνλείο ηνπο ζα κπνξνύζαλ πνηέ λα θαληαζηνύλ, έζησ θαη αλ απηνί νη ίδηνη νη γνλείο πέξαζαλ αθξηβώο ηα ίδηα ιίγα ρξόληα πξηλ. Δίλαη έλα ζαύκα πνπ ζπκβαίλεη ζηνλ θαζέλα καο κέρξη ηελ ελειηθίσζε, αιιά ζπκβαίλεη θπζηθά θαη, θπξίσο, όια όζα ζπκβαίλνπλ ηελ πεξίνδν απηή είλαη απόιπηα θπζηνινγηθά. Απηό είλαη ην ηειηθό Φξνϋδηθό ςπρνζεμνπαιηθό ζηάδην. * Τα ζηάδηα αθνινπζνύλ απηή ηε ζεηξά, αιιά όρη κε θαζνξηζκέλν ρξνλνδηάγξακκα (έηζη νη ειηθίεο είλαη κόλνλ ελδεηθηηθέο). 11-18 εηώλ, ήβε, εθεβεία, λσξίηεξα ζηα θνξίηζηα Οηθνλόκνπ Αλδξέαο, Δπ. Καζεγεηήο ΑΣΠΑΙΤΔ, [email protected] Πίνακας 2. Τα στάδια της ψυχοκοινωνικής ανάπτυξης του Erikson Ηλικία (+-) Ο πρώτος χρόνος 1-3 ετών 3-6 ετών 6-12 ετών Ψυχοκοινωνική κρίση Θεμελιώδης εμπιστοσύνη κατά δυσπιστίας Αυτονομία κατά αμφισβήτησης Πρωτοβουλία κατά ενοχής Εργατικότητα κατά αισθήματος κατωτερότητας Erikson: σημαντικά γεγονότα και κοινωνικές επιδράσεις Το βρέφος «μαθαίνει» να πιστεύει ότι οι άλλοι φροντίζουν για τις βασικές ανάγκες του. Αν όσοι πρέπει να το φροντίζουν αρνούνται ή είναι ασυνεπείς, τότε το βρέφος θα βλέπει τον κόσμο ως ένα επικίνδυνο μέρος γεμάτο αναξιόπιστους ανθρώπους. Κοινωνικός παράγοντας κλειδί: η μητέρα. Το παιδί μαθαίνει να είναι αυτόνομο -να τρέφεται και να ντύνεται μόνο του, να προσέχει την υγιεινή του κ.λπ. Αποτυχία στην προσπάθεια του να επιτύχει την ανεξαρτησία του το εξαναγκάζει να αμφιβάλλει για τις δυνατότητές του και να αισθάνεται ντροπή. Κοινωνικός παράγοντας κλειδί: οι γονείς. Το παιδί προσπαθεί να ενεργεί σαν μεγάλος και να δέχεται ευθύνες που ξεπερνούν κατά πολύ την ικανότητά του να τις χειριστεί. Μερικές φορές αναλαμβάνει στόχους ή δραστηριότητες που συγκρούονται με αυτές των γονιών του και των άλλων μελών της οικογένειας και αυτές οι συγκρούσεις μπορεί να το κάνουν να αισθάνεται ένοχα. Το ξεπέρασμα αυτής της κρίσης απαιτεί μια ισορροπία: το παιδί διατηρεί μια αίσθηση πρωτοβουλίας και ακόμη μαθαίνει να προσκρούει στα δικαιώματα, προνόμια ή τους στόχους των άλλων. Κοινωνικός παράγοντας κλειδί: η οικογένεια. Το παιδί αποκτά σημαντικές κοινωνικές και ακαδημαϊκές δεξιότητες. Συγκρίνει τον εαυτό του με τους ομοίους του. Αν είναι αρκετά εργατικό, αποκτά τις κοινωνικές και ακαδημαϊκές δεξιότητες, ώστε να νιώθει σιγουριά για τον εαυτό του. Αποτυχία στην απόκτηση αυτών των ιδιοτήτων το οδηγεί σε συναισθήματα κατωτερότητας. Σημαντικοί κοινωνικοί παράγοντες: οι δάσκαλοι και οι συνομήλικοι. Φροϊδικό στάδιο Στοματικό Πρωκτικό Φαλλικό Λανθάνον Πίνακας 2. Τα στάδια της ψυχοκοινωνικής ανάπτυξης του Erikson Ηλικία (+-) 12-20 (Εφηβεία) 20-40 (Νεότητα) 40-65 (Μέση Ηλικία) 65 – (Ωριμότητα) Ψυχοκοινωνική κρίση Ταυτότητα κατά σύγχυσης ρόλων Οικειότητα κατά απομόνωσης Παραγωγικότητα κατά απραξίας Ολοκλήρωση του εγώ κατά απελπισίας Erikson: σημαντικά γεγονότα και κοινωνικές επιδράσεις Ο έφηβος βρίσκεται στο σταυροδρόμι μεταξύ παιδικής ηλικίας και ωριμότητας. Παλεύει με το ερώτημα «ποιος είμαι;». Αν δεν καθιερώσει την κοινωνική και επαγγελματική του ταυτότητα, θα παραμείνει μπερδεμένος σχετικά με τους ρόλους που πρέπει να παίξει ως ενήλικας. Κοινωνικός παράγοντας κλειδί: η παρέα των συνομηλίκων. Ο νέος άνθρωπος δημιουργεί ισχυρές φιλικές σχέσεις και βιώνει συναισθήματα αγάπης και συντροφικότητας με έναν άλλο άνθρωπο (μοιρασμένη ταυτότητα). Συναισθήματα μοναξιάς και απομόνωσης είναι πιθανόν να προκύψουν από την αδυναμία του να δημιουργήσει φιλίες ή μια στενή σχέση. Κοινωνικοί παράγοντες κλειδί: οι εραστές, οι σύζυγοι, οι στενοί φίλοι. Ο ενήλικας αντιμετωπίζει τα καθήκοντά του να γίνει παραγωγικός στη δουλειά του και να θρέψει την οικογένεια του ή διαφορετικά να φροντίσει τις ανάγκες των νέων ανθρώπων. Τα επίπεδα «παραγωγικότητάς» του καθορίζονται από την καλλιέργεια του. Αυτός που είναι ανίκανος ή απρόθυμος να αναλάβει τις ευθύνες του μένει στάσιμος. Σημαντικοί κοινωνικοί παράγοντες: ο/η σύζυγος, τα παιδιά και τα κοινωνικά πρότυπα. Ο γηραιότερος ενήλικας αναπολεί τη ζωή του, βλέποντάς την είτε ως σημαντική, παραγωγική και ευτυχή εμπειρία, είτε ως μεγάλη απογοήτευση, γεμάτη ανεκπλήρωτες υποσχέσεις και απραγματοποίητους στόχους. Οι εμπειρίες της ζωής καθενός, ιδιαίτερα οι κοινωνικές εμπειρίες, καθορίζουν την έκβαση της τελευταίας κρίσης της ζωής. (συνέχεια) Φροϊδικό στάδιο Πρώιμο Γενετήσιο Γενετήσιο Γενετήσιο Γενετήσιο Στάδιο Ηλικία Πίνακας 2. ΤΑ ΣΤΑΔΙΑ ΑΝΑΠΤΥΞΗΣ ΚΑΤΑ PIAGET Αρχικά σχήματα ή μέθοδοι παρουσίασης της εμπειρίας Κύρια ανάπτυξη Αισθησιοκινητικό Στάδιο: προ-λειτουργικό Ηλικία: 2 - 7 ετών Γέννηση - 2 ετών Τα παιδιά χρησιμοποιούν αισθητήριες και κινητικές ικανότητες για να Τα παιδιά αποκτούν μια απλοϊκή αίσθηση εξερευνήσουν και να αποκτήσουν μια βασική αντίληψη του περιβάλλοντος. του "Εγώ" και των "άλλων". Στο τέλος της περιόδου είναι ικανά να κάνουν περίπλοκους αισθησιοκινητικούς συντονισμούς. Μαθαίνουν ότι τα αντικείμενα συνεχίζουν να υπάρχουν ακόμη και όταν φεύγουν από το οπτικό πεδίο (σταθερότητα των αντικειμένων) και αρχίζουν να εσωτερικεύουν σχήματα για να δημιουργήσουν νοερές εικόνες ή νοητικά σχήματα. Τα παιδιά πιστεύουν ότι όλοι βλέπουν τον κόσμο με τον ίδιο τρόπο που και τα ίδια τον βλέπουν (Εγωκεντρική σκέψη). Πιστεύουν, επίσης, ότι κινείται και μεταβάλλεται είναι ζωντανό (Ανιμισμός). Τα παιδιά παίζουν με φαντασία. 2-4 ετών, προεννοιολογικό στάδιο. Τα παιδιά χρησιμοποιούν σύμβολα (εικόνες και γλώσσα) για να αναπαραστήσουν και να κατανοήσουν το περιβάλλον (Λέξεις = ετικέτες κατηγοριών). 4-7 ετών, διαισθητικό στάδιο. Αντιδρούν στα αντικείμενα και στα γεγονότα σύμφωνα με τον τρόπο που τα πράγματα εμφανίζονται να είναι (Ταξινομούν τα αντικείμενα με βάση το μέγεθος, το σχήμα ή το χρώμα). Σταδιακά αρχίζουν να διαπιστώνουν ότι οι άλλοι δεν αντιλαμβάνονται πάντοτε τον κόσμο όπως αυτά. 2 Αρχικά σχήματα ή μέθοδοι παρουσίασης της εμπειρίας Κύρια ανάπτυξη Τα παιδιά αποκτούν και χρησιμοποιούν γνωστικές λειτουργίες στις νοητικές δραστηριότητές τους που έχουν στοιχεία λογικής σκέψης. Τα παιδιά δεν ξεγελιούνται πλέον από την εξωτερική εμφάνιση. (συγκεκριμένης σκέψης) Στάδιο Συγκεκριμένων λειτουργιών Τυπικών λειτουργιών 11 ετών και άνω 7-11 ετών Ηλικία Πίνακας 2. ΤΑ ΣΤΑΔΙΑ ΑΝΑΠΤΥΞΗΣ ΚΑΤΑ PIAGET (συνέχεια) Κατανοούν ότι η μάζα, ο όγκος και ο αριθμός παραμένουν σταθερά παρά τις ενδεχόμενες αλλαγές στην ομαδοποίηση ή τη μορφή. Εντοπίζουν τις βασικές ιδιότητες και σχέσεις μεταξύ αντικειμένων και γεγονότων στην καθημερινή ζωή. Αποκτούν εμπειρία στο να συμπεραίνουν τα κίνητρα των άλλων παρατηρώντας τη συμπεριφορά τους και τις περιστάσεις στις οποίες αυτή λαμβάνει χώρα. Οι γνωστικές λειτουργίες των εφήβων Η λογική σκέψη δεν περιορίζεται πλέον από το συγκεκριμένο ή αναδιοργανώνονται με τρόπο που να μπορούν να έχουν το παρατηρήσιμο. αντικείμενο της σκέψης τους την ίδια τους τη σκέψη. Οι έφηβοι διασκεδάζουν με το να συλλογίζονται υποθετικές Η σκέψη τώρα είναι συστηματική και αφηρημένη. έννοιες με αποτέλεσμα να γίνονται ως ένα βαθμό ιδεαλιστές. Μπορούν να κάνουν επαγωγικούς και παραγωγικούς Έχουν τη δυνατότητα συστηματικής, παραγωγικής συλλογισμούς, να χρησιμοποιούν συμβολικές αιτιολόγησης, που τους επιτρέπει να εξετάζουν πολλές αναπαραστάσεις και να σχηματίζουν ιδέες. πιθανές λύσεις σ' ένα πρόβλημα και να επιλέγουν τη σωστή απάντηση. Ο Ι Κ Ο Ν Ο Μ Ο Υ Α Ν Δ Ρ Ε ΑΣ , a n o i ko @ g m a i l . c o m, w w w . o i ko . wo r d p r e s s . c o m
© Copyright 2024 Paperzz