EYPETHPIA ΜΑΪΟΣ – ΙΟΥΝΙΟΣ 2010 ΑΡΘΡΑ - ΜΕΛΕΤΕΣ Μ. Σταθόπουλος: Ποινική αποζημίωση, αποκαταστατικός σκοπός και δημόσια τάξη...609. Ι. Παπαδημόπουλος – Χρ. Αρκούδα: Η μεταφορά της έδρας των κοινοτικών εταιριών μετά την έκδοση της από 16.12.2008 απόφασης CARTESIO του ΔΕΚ…624. Ι. Κατράς: Καταγγελία εμπορικής μίσθωσης από τον μισθωτή μετά το ν.3853/2010 …909 ΓΝΩΜΟΔΟΤΗΣΕΙΣ Κ. Μακρίδου – Γ. Διαμαντόπουλος: Αντισυνταγματικότητα της ρύθμισης περί εισπράξεως εκ μέρους των άμισθων υποθηκοφυλάκων και των προϊσταμένων των υποθηκοφυλακείων που λειτουργούν ως κτηματολογικά γραφεία πάγιων δικαιωμάτων επί εγγραφής προσημείωσης ή υποθήκης προς διασφάλιση ομολογιακού δανείου. Σε περίπτωση άρνησής τους να προβούν στην καταχώρηση δίχως την καταβολή αναλογικών δικαιωμάτων δεν καθιδρύεται ευθύνη τους, δυνάμει των άρθρων 73 ΕισΝΚΠολΔ, 914 επ. ΑΚ ή 904 επ. ΑΚ…646. ΝΟΜΟΛΟΓΙΑ ΠΟΛΙΤΙΚΩΝ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΩΝ Αρείου Πάγου Έτους 2007 2154 759 Έτους 2008 645 732 652 776 685 764 749 765 753 767 755 744 757 782 761 688 764 678 768 745 779 762 782 746 784 727 785 675 786 736 787 729 790 756 792 738 794 739 797 734 1660 774 1842(Σημ. Ι. Κατρά) 757 1900 683 1901 750 1904 781 1907 717 1908 763 1909 700, 718 1913 782 1918 783 1928-9 761 1936 731 1946(Σημ. Ι. Κατρά) 762 1950 712 1952 759 1958 684 1960 696 1964 696 1974 677 1976 689 1984 760 1987 755 Έτους 2009 126 684 130 701 133(Σημ. Ι. Κατρά) 690 136 696 146 745 150(Σημ. Ι. Κατρά) 764 151 711 152(Σημ. Ι. Κατρά) 747 157 768 158 761 161 743 164 724 170 738 174 697 180 697 187 761 188 719 190 751 198 717 199 769 1665 708 1669 778 1674 701 1676 757 1701 782 1702 724 1748 687 1749 679, 746 1756 680 1759 776 1763 687 1764 688, 693 1767 728 1768 686, 729 1776 710 1780 716 1789 778 1790 699 1791 677 1792 722 1793 681 1794 702 1796 723 1797 744 1798 760 Έτους 2010 3(Ολ) 664 4(Ολ) 666 6(Ολ) 668 7(Ολ) 671 8 (Ολ) 672 44 703 61 699 81 730 178 743 Εφετείου Αθηνών Έτους 2007 8198 790 Έτους 2008 866 785 4219 801, 802 4413 789 5224 825 5546 793 5725 799 5795 823 5882 828 7336 787 Έτους 2009 848 823 1427 794 1667 812 1842 792 1962 793 2077 785 2295 808 2317 800 3396 795 3903 801 5319 791 6379 821 6782 788 Έτους 2010 161 784 192 807 304 786 527 827 555 814 Εφετείου Ιωαννίνων 55/09 797 63/09 810 Εφετείου Πειραιώς 516/09 820 Πρωτοδικείου Αμαλιάδας 40/10(Μ) 829 Πρωτοδικείου Θεσ/νίκης 10496/10(Μ) 830 Πρωτοδικείου Κέρκυρας 94/10(Μ) 832 Ειρηνοδικείου Τρικάλων 41/08 832 ΑΠΟΦΑΣΕΙΣ ΕΥΡΩΠΑΪΚΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ ΔΙΚΑΙΩΜΑΤΩΝ ΤΟΥ ΑΝΘΡΩΠΟΥ Αρ. προσφ. 34503/97(Ολ) 858 53025/99 846 55707/00(Ολ) 851 64119/00 855 67021/01 849 72596/01 847 76292/01 855 2872/02 848 4378/02(Ολ) 850 33401/02 843 412/03 854 6586/03 849 10249/03(Ολ) 845 10425/03 852 13079/03 842 17089/03 842 4063/04 851 20153/04 855 34438/04 851 35677/04 854 3455/05(Ολ) 853 3976/05 848 13353/05 846 21132/05 848 22330/05 857 26713/05 837 29492/05 856 30345/05 843 43326/05 836 44062/05 836 45603/05 841 17056/06(Ολ) 840 1946/06 844 23883/06 853 30814/06 845 36963/06 840 46368/06 837 48906/06 839 49000/06 835 49852/06 841 16630/07 838 26914/07 838 37349/07 835 39574/07 834 44685/07 839 45216/07 844 45413/07 854 53541/07 834 38813/08 841 Δ.Ε.Κ. (Περιληπτικές) C-173/03 902 C-290/03 900 C-330/03 902 C-380/03 859 C-408/03 901 C-446/03 902 C-470/03 896 C-503/03 901 C-514/03 901 C-540/03 899 C-53/04 898 C-158-9/04 899 C-212/04 900 C-226/04 903 C-228/04 903 C-317-8/04 900 C-331/04 902 C-371/04 859 C-391/04 893 C-410/04 900 C-438/04 898 C-506/04 899 C-6/05 898 C-65/05 859 C-82/05 899 C-110/05 886 C-134/05 895 C-254/05 894 C-269/05 896 C-303/05 897 C-382/05 895 C-392/05 897 C-430/05 894 C-432/05 896 C-444/05 897 C-43/06 893 C-50/06 893 C-311/06 885 C-345/06 890 C-445/06 888 C-468-478/06 904 C-480/06 882 C-489/06 889 C-492/06 895 C-42/07 878 C-52/07 908 C-88/07 891 C-171-2/07 873 C-169/07 889 C-199/07 869 C-213/07 903 C-227/07 890 C-269/07 879 C-300/07 882 C-308/07 892 C-326/07 887 C-350/07 907 C-352/07 886 C-370/07 876 C-388/07 891 C-402/07 866 C-432/07 866 C-465/07 885 C-519/07 875 C-536/07 871 C-538/07 881 C-540/07 867 C-559/07 883 C-567/07 876 C-573/07 874 C-2/08 873 C-8/08 906 C-35/08 863 C-63/08 860 C-67/08 892 C-88/08 883 C-89/08 P 863 C-103/08 877 C-128/08 873 C-138/08 861 C-155/08 872 C-157/08 872 C-169/08 868 C-196/08 862 C-201/08 875 C-206/08 874 C-246/08 872 C-254/08 881 C-286/08 878 C-288/08 865 C-314/08 866 C-438/08 870 C-357/09 PPU 864 *** ΑΓΡΟΤΙΚΗ ΝΟΜΟΘΕΣΙΑ Μετά την ισχύ του α.ν. 431/1968, ο κληρούχος δεν λογίζεται κατά πλάσμα του νόμου νομέας του κλήρου, αν δεν κατέχει πραγματικά αυτόν και είναι δυνατή η χωρίς τη θέλησή του κτήση της νομής από τρίτο ολόκληρου του κληροτεμαχίου, η οποία μπορεί να οδηγήσει στην κτήση της κυριότητας αυτού με τακτική ή με έκτακτη χρησικτησία. ΑΠ 785/08, σ. 674. Δεν είναι θεμιτή η παραχώρηση εκτάσεως για μόνιμη γεωργική ή δενδροκομική εκμετάλλευση, εφόσον αυτή είχε προγενεστέρως διατεθεί, κατά τις διατάξεις των άρθ. 96 επ., 119 επ., 164, 197 επ. Αγρ.Κ., για τη δημιουργία κοινόχρηστων χώρων ευρύτερης περιοχής που είχε απαλλοτριωθεί για την αποκατάσταση ακτημόνων καλλιεργητών, και επομένως η παραχώρηση εκτάσεως, ως δασικής, ήδη διατεθειμένης για θεραπεία άλλου σκοπού, είναι παράνομη και ανακλητέα ανεξάρτητα από χρονικά όρια, όπως τούτο απορρέει από το όλο πνεύμα τόσο της δασικής νομοθεσίας, όπως αλληλοδιαδόχως ίσχυσε. Όταν κατά την οριστική διανομή αγροκτήματος ορισμένες εκτάσεις δεν αφέθησαν απλώς για την κοινή χρήση των εγκατασταθέντων προσφύγων ή γηγενών, αλλ’ αυτές, προσδιοριζόμενες συγκεκριμένως, ως ενάριθμα κληροτεμάχια, παραχωρούνται ρητώς, με το οικείο πρακτικό της αρμόδιας επιτροπής, στην κατανομαζόμενη σ’ αυτό Κοινότητα, αρκεί για κτήση από την Κοινότητα της κυριότητας, η έκδοση, δημοσίευση στην Ε.τ.Κ. και μεταγραφή της αποφάσεως του Υπουργού Γεωργίας, με την οποία επικυρώνεται η οριστική αυτή διανομή. ΑΠ 1791/09, σ. 675. ΑΓΩΓΗ Η παράλειψη επίδοσης της αγωγής δεν καθιστά την αγωγή ανυπόστατη, εφόσον ο εναγόμενος συμμετέχει νόμιμα στην πρώτη συζήτηση της αγωγής και δεν προβάλει κατ’ αυτήν ένσταση μη επιδόσεως, επικαλούμενος δικονομική βλάβη. Ο καθολικός διάδοχος κάποιου από τους αρχικούς διαδίκους είναι πρόσωπο νομικώς ταυτιζόμενο με αυτόν, υπεισερχόμενο στη δικονομική του θέση και νομιμοποιούμενο να ενεργήσει οποιαδήποτε διαδικαστική πράξη για την ολοκλήρωση της άσκησης της αγωγής και την περάτωση της δίκης. ΑΠ 1974/08, σ. 677. Εφόσον συντρέχουν οι προϋποθέσεις του άρθ. 218 § 1 ΚΠολΔ, μπορούν να σωρευθούν στο ίδιο δικόγραφο η διεκδικητική και η περί κλήρου αγωγή, αρκεί να αναφέρονται στο δικόγραφο αυτό τα απαραίτητα για τη θεμελίωση κάθε αγωγής περιστατικά. ΑΠ 764/08, σ. 677. Επί διεκδικητικής αγωγής, ο εναγόμενος μπορεί να προβάλει τον ισχυρισμό ότι κύριος του πράγματος έγινε τρίτος· το ίδιο μπορεί να πράξει και ο ενάγων αμυνόμενος σε προβληθείσα από τον εναγόμενο ένσταση ιδίας κυριότητας επί του επιδίκου. ΑΠ 1749/09, σ. 678. Η διάταξη του άρθ. 8 α.ν. 1539/1938 η οποία προβλέπει προδικασία για την άσκηση αγωγής κυριότητας ή άλλου εκτός της νομής, εμπράγματου δικαιώματος επί ακινήτου που κατέχεται από το Δημόσιο, εφαρμόζεται και στον Ο.Σ.Κ. και μετά τη μετατροπή του σε Α.Ε. Η σχετική ρύθμιση δεν αντίκειται στα άρθ. 4 § 1 και 20 § 1 Συντ. ΑΠ 1756/09, σ. 679. Διεκδικητική αγωγή. Ο κύριος του πράγματος δικαιούται να ζητήσει αποζημίωση ίση με την αξία του πράγματος, αν αυτό δεν μπορεί να του αποδοθεί. Η σχετική αξίωση στρεφόμενη κατά του Δημοσίου, ο.τ.α., ή ν.π.δ.δ. υπάγεται στα πολιτικά δικαστήρια. Παραγραφή αξίωσης κατά ο.τ.α. Η παραγραφή της αξίωσης για αποζημίωση λόγω αδυναμίας προς απόδοση του πράγματος αρχίζει από τότε που γεννιέται η αξίωση αυτή, δηλαδή από τότε που βεβαιώνεται από την απόφαση ή κατά την εκτέλεση ότι δεν είναι δυνατή η αυτούσια απόδοση του διεκδικούμενου πράγματος. ΑΠ 1793/09, σ. 680. Προϋποθέσεις ευθύνης από αδικοπραξία. Έννοια υπαιτιότητας. Ζημία από περισσοτέρους. Αδικοπραξία αποτελεί, σύμφωνα με το άρθ. 1099 ΑΚ, και η χωρίς δικαίωμα παρά τη θέληση του νομέα αποβολή αυτού από τη νομή πράγματος. Περιεχόμενο αγωγής για διαφυγόντα κέρδη. ΑΠ 1900/08, σ. 682. Σε περίπτωση που θύμα της αδικοπραξίας, που παθαίνει βλάβη του σώματος ή της υγείας του, είναι εταίρος Α.Ε., ο τραυματισμός αυτού δεν έχει ως αποτέλεσμα τη μείωση των κερδών του από την εταιρία. Ακόμη δε και αν ο τραυματισμός του επάγεται δυσμενή αποτελέσματα για την εταιρία, ο ίδιος έχει την ιδιότητα του έμμεσα ζημιούμενου τρίτου, μη καλυπτόμενου αδικοπρακτικά από τη διάταξη του άρθ. 929 ΑΚ. Επομένως, δεν νομιμοποιείται ενεργητικά να εγείρει αγωγή κατά του υπόχρεου προς αποζημίωση και να ζητήσει τα αναλογούντα στα εταιρικά του μερίδια κέρδη, που απώλεσε η εταιρεία εξαιτίας του τραυματισμού του. Πότε νομιμοποιείται να ασκήσει τέτοια αγωγή. ΑΠ 1958/08, σ. 683. Περιεχόμενο αγωγής για αποκτήματα. ΑΠ 1790/09, σ. 699. Περιεχόμενο αγωγής διανομής ως προς την κυριότητα των διαδίκων στο κοινό πράγμα. ΑΠ 151/09, σ. 711. Πότε ασκείται η αρνητική αγωγή κυριότητας (1108 ΑΚ). ΑΠ 1792/09, σ. 720. Συνέπειες μη νόμιμης σώρευσης αγωγών. ΑΠ 1987/08, σ. 752. Δυνατή η αναπροσαρμογή μισθώματος εμπορικής μίσθωσης με βάση το άρθ. 288 ΑΚ. Περιεχόμενο σχετικής αγωγής. Περιστατικά αναίρεσης απόφασης, που αναπροσάρμοσε το μίσθωμα, κατ’ άρθ. 559 αρ. 19 ΚΠολΔ. ΑΠ 2154/07, σ. 575. Περιεχόμενο αγωγής περί αποβολής από τη νομή ως προς την περιγραφή του ακινήτου. Έννοια και πράξεις νομής. ΑΠ 1798/09, σ. 759. Περιεχόμενο αγωγής αδικ. πλουτισμού για απαίτηση αχρεώστητης παροχής. Εκτοκισμός τόκων από τράπεζα κατά τη διάταξη του άρθ. 30 § 5 ν. 2789/2000. ΑΠ 749/08, σ. 764. Πότε ο κατά της διεκδικητικής αγωγής ακινήτου προβαλλόμενος από τον εναγόμενο ισχυρισμός ότι απέκτησε αυτός την κυριότητα του επιδίκου με έκτακτη χρησικτησία αποτελεί ένσταση και πότε άρνηση της αγωγής. ΑΠ 1701/09, σ. 782. Κρίσιμος χρόνος κτήσης αγωγικού δικαιώματος. ΕφΑθ 161/10, σ. 784. Περιεχόμενο διεκδικητικής αγωγής. Έγκυρη η πώληση ξένου ακινήτου. ΕφΑθ 2077/09, σ. 784. Περιεχόμενο αγωγής αποβολής από τη νομή. Δουλεία οδού· τρόπος σύστασης· προσβολή της. Προσβολή χρήσης κοινόχρηστων πραγμάτων. ΕφΑθ 848/09, σ. 821. Αγωγή για διαγραφή υποθήκης· είναι ενοχική, δεν εγγράφεται στα βιβλία διεκδικήσεων και δεν υπόκειται σε δικαστικό ένσημο. Αρμοδιότητα, διαδικασία. ΕιρΤρικ 41/08, σ. 832. Άρθρα 6 § 1, 13 ΕΣΔΑ: μη συμμόρφωση Διοίκησης προς απόφαση περί άρσης ρυμοτομικού βάρους, αναποτελεσματικό το σύστημα του ν. 3068/2002. 1 ΠΠΠ: υποχρεωτική η προηγούμενη άσκηση αγωγής αποζημίωσης. ΕΔΔΑ 26914/07, σ. 838. ΑΔΙΚΟΠΡΑΞΙΑ Αντισυνταγματικότητα της ρύθμισης περί εισπράξεως εκ μέρους των άμισθων υποθηκοφυλάκων και των προϊσταμένων των υποθηκοφυλακείων που λειτουργούν ως κτηματολογικά γραφεία πάγιων δικαιωμάτων επί εγγραφής προσημείωσης ή υποθήκης προς διασφάλιση ομολογιακού δανείου. Σε περίπτωση άρνησής τους να προβούν στην καταχώρηση δίχως την καταβολή αναλογικών δικαιωμάτων δεν καθιδρύεται ευθύνη τους, δυνάμει των άρθρων 73 ΕισΝΚΠολΔ, 914 επ. ΑΚ ή 904 επ. ΑΚ, Γνμδ Κ. ΜακρίδουΓ.Διαμαντόπουλου, σ. 646. Προϋποθέσεις ευθύνης από αδικοπραξία. Έννοια υπαιτιότητας. Ζημία από περισσοτέρους. Αδικοπραξία αποτελεί, σύμφωνα με το άρθ. 1099 ΑΚ, και η χωρίς δικαίωμα παρά τη θέληση του νομέα αποβολή αυτού από τη νομή πράγματος. Περιεχόμενο αγωγής για διαφυγόντα κέρδη. ΑΠ 1900/08, σ. 682. Σε περίπτωση που θύμα της αδικοπραξίας, που παθαίνει βλάβη του σώματος ή της υγείας του, είναι εταίρος Α.Ε., ο τραυματισμός αυτού δεν έχει ως αποτέλεσμα τη μείωση των κερδών του από την εταιρία. Ακόμη δε και αν ο τραυματισμός του επάγεται δυσμενή αποτελέσματα για την εταιρία, ο ίδιος έχει την ιδιότητα του έμμεσα ζημιούμενου τρίτου, μη καλυπτόμενου αδικοπρακτικά από τη διάταξη του άρθ. 929 ΑΚ. Επομένως, δεν νομιμοποιείται ενεργητικά να εγείρει αγωγή κατά του υπόχρεου προς αποζημίωση και να ζητήσει τα αναλογούντα στα εταιρικά του μερίδια κέρδη, που απώλεσε η εταιρεία εξαιτίας του τραυματισμού του. Πότε νομιμοποιείται να ασκήσει τέτοια αγωγή. ΑΠ 1958/08, σ. 683. Όταν προκληθεί από αδικοπραξία προσβολή της υγείας προσώπου και στη συνέχεια, μετά την άσκηση και ικανοποίηση της σχετικής αξίωσης για χρηματική ικανοποίηση λόγω ηθικής βλάβης του παθόντος, επέλθει ο θάνατος του τελευταίου από την ίδια αυτή αδικοπραξία, τότε τα μέλη της οικογένειάς του δικαιούνται χρηματική ικανοποίηση λόγω ψυχικής οδύνης. ΑΠ 126/09, σ. 684. Έννοια πρόστησης. Ευθύνη προστήσαντος από πράξεις του προστηθέντος. Ο προστήσας ευθύνεται για τις ζημίες που προξένησε ο προστηθείς σε τρίτον όχι μόνον κατά την εκτέλεση της ανατεθείσας σ’ αυτόν υπηρεσίας, αλλά και κατά κατάχρηση της υπηρεσίας του. Πρόστηση μπορεί να υπάρχει και επί συμβάσεως παροχής ανεξάρτητων υπηρεσιών, όπως είναι και η σύμβαση έμμισθης εντολής με πάγια περιοδική αμοιβή, μεταξύ δικηγόρου και εντολέα του. Στην τελευταία αυτή περίπτωση, για τον χαρακτηρισμό του δικηγόρου ως προστηθέντος του εντολέα του, αρκεί η εκ μέρους του εντολέα παροχή γενικών μόνο οδηγιών στον δικηγόρο, ως προς τον τόπο, τον χρόνο και τους όρους εργασίας του τελευταίου. Η ευθύνη του προστήσαντος είναι γνησία αντικειμενική. Στον προστήσαντα δεν παρέχεται η δυνατότητα απαλλαγής του από την ευθύνη, αν αποδείξει ότι δεν βαρύνεται με πταίσμα ως προς την εκ μέρους του επιλογή του προστηθέντος ή ως προς τις οδηγίες που του παρείχε. ΑΠ 1768/09, σ. 684. Ο καθού η απαλλοτρίωση ακινήτου δικαιούχος της αποζημίωσης, έχει – έναντι του οικείου Δικηγορικού Συλλόγου, που εισέπραξε από το Ταμείο Παρακαταθηκών, με βάση αντισυνταγματικές διατάξεις, το ποσό της αμοιβής του δικηγόρου, το οποίο αποτελεί μέρος της οφειλόμενης στον δικαιούχο πλήρους αποζημίωσης – ενοχική απαίτηση προς επιστροφή του ποσού αυτού, η απαίτηση δε αυτή μπορεί να στηριχθεί στη διάταξη του άρθ. 8 § 5 ν.δ. 797/1971, σε συνδυασμό και με τις περί αδικοπραξιών διατάξεις των άρθ. 914, 297, 298 ΑΚ ή στις περί αδικαιολογήτου πλουτισμού διατάξεις των άρθ. 904 επ. ΑΚ. Η σχετική διαφορά υπάγεται στη δικαιοδοσία των πολιτικών δικαστηρίων. ΑΠ 1780/09, σ. 712. Πότε η υπαίτια ζημιογόνος πράξη ή παράλειψη, με την οποία παραβιάζεται κάποια σύμβαση, μπορεί να θεμελιώσει και αξίωση από αδικοπραξία. Η μη κανονική, κατά τον επιβαλλόμενο από τις φορολογικές και λοιπές διατάξεις, τήρηση των φορολογικών και λοιπών στοιχείων της επιχείρησης του εντολέα του λογιστή, από υπαιτιότητα (δόλο ή αμέλεια) του τελευταίου, συνιστά υπαίτια παραβίαση της μεταξύ των μερών σύμβασης από το λογιστή, και δημιουργεί ευθύνη αυτού προς αποζημίωση του εντολέα -εργοδότη του για την ανόρθωση της ζημίας που αυτός υπέστη και τελεί σε αιτιώδη σύνδεσμο με την αντισυμβατική αυτή συμπεριφορά του λογιστή, όχι δε αδικοπραξία με την έννοια του άρθ. 914 ΑΚ. Πότε υπάρχει ευθύνη του λογιστή για αδικοπραξία κατά τις διατάξεις περί προστασίας καταναλωτών. ΑΠ 1901/08, σ. 747. Δικαιούχος εξόδων κηδείας. ΕφΑθ 866/08, σ. 785. Ευθύνη προς αποζημίωση κράτους μέλους για παράβαση κοινοτικού δικαίου – Παραγραφή. ΔΕΚ C-445/06, σ. 888. Το κοινοτικό δίκαιο δεν επιτρέπει εθνική νομοθεσία, αποκλείουσα εν γένει την ευθύνη του κράτους μέλους για τις ζημίες που προκλήθηκαν σε ιδιώτες λόγω παραβάσεως του κοινοτικού δικαίου από δικαστήριο. ΔΕΚ C-173/03, σ. 902. Βλ. και Επιταγή, Εργατικά θέματα, Μεταφορά, Τύπος. ΑΚΡΟΑΣΗ Άρθρο 14 ΕΣΔΑ και 1 του 1ου πρωτ.: μη προσμέτρηση συντάξιμου χρόνου λόγω ιθαγένειας. Άρθρο 6: δικαίωμα ακρόασης κατ’ αναίρεση. ΟλΕΔΔΑ 55707/00, σ. 851. Άρθρα 14 και 6 § 1: μη χορήγηση δικαστικής συνδρομής λόγω έλλειψης άδειας παραμονής. ΕΔΔΑ 45413/07, σ. 854. Υποχρέωση αιτιολόγησης κοινοτικών πράξεων – Λόγος ακύρωσης που λαμβάνεται υπόψη αυτεπαγγέλτως από τον κοινοτικό δικαστή – Αρχή της εκατέρωθεν ακροάσεως – Υποχρέωση κλήσης των διαδίκων να τοποθετηθούν επί αυτεπαγγέλτως εξεταζόμενου λόγου. ΔΕΚ C89/08 P, σ. 863. ΑΚΥΡΩΤΙΚΕΣ ΔΙΑΦΟΡΕΣ Άρθρα 6 § 1 ΕΣΔΑ, 1 ΠΠΠ: συμμόρφωση ΑΣΕΠ, ΕΑΒ σε ακυρωτική απόφαση ΣτΕ. ΕΔΔΑ 16630/07, σ. 838. ΑΛΛΗΛΟΧΡΕΟΣ ΛΟΓΑΡΙΑΣΜΟΣ Πότε υπάρχει αλληλόχρεος λογαριασμός. Έκταση ευθύνης εγγυητή για κατάλοιπο αλληλόχρεου λογαριασμού. ΑΠ 1763/09, σ. 686. ΑΛΛΟΔΑΠΟΙ Άρθρο 5 §§ 1 και 4 ΕΣΔΑ: κράτηση χωρίς νόμιμη βάση στο εθνικό δίκαιο και χωρίς αποτελεσματική δικαστική προστασία. Κρίση ότι παραβιάστηκε το άρθ. 5 § 1 ΕΣΔΑ, επειδή η κράτηση του προσφεύγοντος αλλοδαπού δεν είχε βάση στο εθνικό δίκαιο, διότι από τη στιγμή που είχε υποβάλει αίτημα χορήγησης ασύλου δεν επιτρεπόταν κατά το εθνικό δίκαιο η απέλασή του, και, ως εκ τούτου, και η συναπτόμενη με αυτήν κράτησή του. ΕΔΔΑ 53541/07, σ. 834. Άρθρα 14 συνδ. 8 ΕΣΔΑ: εγγραφή αλλοδαπής στα βιβλία ασκούμενων δικηγόρων και μεταγενέστερος αποκλεισμός της από τις εξετάσεις υποψηφίων δικηγόρων. ΕΔΔΑ 26713/05, σ. 837. Άρθρα 3, 6, 8 ΕΣΔΑ και 1 του 7ου ΠΠ: απέλαση οικογένειας αλλοδαπών, απειλή από ιδιώτες. ΕΔΔΑ 38813/08, σ. 841. Άρθρο 8: απέλαση για λόγους εθνικής ασφάλειας με βάση απόρρητα στοιχεία πατέρα και συζύγου Λιθουανών υπηκόων. Άρθρο 6 § 1: μη εφαρμογή σε υποθέσεις που αφορούν στην είσοδο στη χώρα, παραμονή και απέλαση αλλοδαπών. ΕΔΔΑ 10425/03, σ. 852. Άρθρα 14 και 6 § 1: μη χορήγηση δικαστικής συνδρομής λόγω έλλειψης άδειας παραμονής. ΕΔΔΑ 45413/07, σ. 854. Οδηγία 2008/115/ΕΚ, σχετικά με τους κοινούς κανόνες και διαδικασίες στα κράτη μέλη για την επιστροφή των παρανόμως διαμενόντων υπηκόων τρίτων χωρών – Κράτηση προς απομάκρυνση – Άρθρο 15 §§ 4 έως 6. ΔΕΚ C-357/09 PPU, σ. 864. Οδηγία 2004/83/EΚ περί αναγνώρισης προσφύγων κ.λπ. – Άρθρο 2 στοιχ. ε΄ («πρόσωπο που δικαιούται επικουρική προστασία») – Άρθρο 15, στοιχείο γ΄ (σοβαρή και προσωπική απειλή κατά της ζωής ή της σωματικής ακεραιότητας αμάχου λόγω αδιάκριτης ασκήσεως βίας σε καταστάσεις ένοπλης σύρραξης) – Απόδειξη. ΔΕΚ C-465/07, σ. 885. Οδηγία 64/221 περί του συντονισμού των ειδικών μέτρων για τη διακίνηση και τη διαμονή αλλοδαπών – Παράβαση μέλους. ΔΕΚ C-50/06, σ. 893. Οδηγία 2003/86/ΕΚ του Συμβουλίου για τις προϋποθέσεις υπό τις οποίες ασκείται το δικαίωμα οικογενειακής επανενώσεως του οποίου απολαύουν οι υπήκοοι τρίτων χωρών που κατοικούν νομίμως εντός των κρατών μελών. ΔΕΚ C-540/03, σ. 899. ΑΝΘΡΩΠΟΚΤΟΝΙΑ Άρθρο 2 ΕΔΣΑ: θανάτωση καταδιωκομένου από αστυνομικό, αποτελεσματική έρευνα. Ο θεμιτός σκοπός να πραγματοποιηθεί μία νόμιμη σύλληψη μπορεί να δικαιολογήσει τη διακινδύνευση της ανθρώπινης ζωής μόνο σε συνθήκες απόλυτης αναγκαιότητας. Καταρχήν δεν συμβαίνει αυτό όταν ο διωκόμενος δεν απειλεί τη ζωή ή τη σωματική ακεραιότητα άλλων και δεν είναι ύποπτος τέλεσης βίαιου εγκλήματος. Αυτό ισχύει ακόμη και όταν η αποφυγή διακινδύνευσης της ζωής του διωκόμενου μπορεί να έχει ως αποτέλεσμα τη διαφυγή του. ΕΔΔΑ 43326/05, σ. 836. ΑΝΑΔΡΟΜΙΚΟΤΗΤΑ Άρθρο 6 ΕΣΔΑ και άρθρα 13, 14 σε συνδυασμό με αυτό: δεν εμπίπτουν στο πεδίο εφαρμογής τους οι αμιγώς φορολογικές διαφορές. Άρθρο 1 ΠΠΠ: αναδρομική νομοθετική κύρωση φορολογικών ελέγχων από αναρμόδια όργανα. ΕΔΔΑ 30345/05, σ. 843. Άρθρο 7 ΕΣΔΑ: αναδρομική ισχύς του ηπιότερου νόμου (στροφή νομολογίας). ΟλΕΔΔΑ 10249/03, σ. 845. ΑΝΑΙΡΕΣΗ Πότε ιδρύεται ο λόγος αναίρεσης του άρθ. 559 αρ. 19 ΚΠολΔ. ΑΠ 1748/09, σ. 687. Απαράδεκτοι οι πρόσθετοι λόγοι αναίρεσης, αν η προθεσμία για άσκησή τους λήγει ημέρα Σάββατο. ΑΠ 1764/09, σ. 687. Η αυτοπρόσωπη εμφάνιση των διαδίκων δεν αποτελεί αποδεικτικό μέσο από τα αναφερόμενα στο άρθ. 339 ΚΠολΔ, όπως, αντίθετα, η εξέταση των διαδίκων, η οποία και αναφέρεται ρητώς στην εν λόγω διάταξη. Έτσι, αν το δικαστήριο της ουσίας, θεωρήσει τα όσα οι διάδικοι διευκρινιστικώς εξέθεσαν κατά την αυτοπρόσωπη εμφάνισή τους στο ακροατήριο, ως περιεχόμενο χωρίς όρκο καταθέσεως και τα συνεκτιμήσει με τα άλλα αποδεικτικά μέσα, προκειμένου να μορφώσει την κρίση του για τη βασιμότητα ή μη αυτοτελών ισχυρισμών των διαδίκων, που έχουν ουσιώδη επίδραση στην έκβαση της δίκης, υποπίπτει στην πλημμέλεια του άρθ. 559 αρ. 11β ΚΠολΔ. ΑΠ 44/10, σ. 702. Άρθρο 6 § 1 ΕΣΔΑ: τυπολατρία, αοριστία αίτησης αναίρεσης. Άρθρο 1 του 1ου πρωτ.: ιδιαίτερη αποζημίωση για μη απαλλοτριωθέντα τμήματα ακινήτου. ΕΔΔΑ 49000/06, σ. 835. Άρθρο 6 § 1 ΕΣΔΑ: τυπολατρία, μη σύνταξη έκθεσης κατάθεσης αιτήσεως αναιρέσεως. ΕΔΔΑ 37349/07, σ. 835. Άρθρο 14 ΕΣΔΑ και 1 του 1ου πρωτ.: μη προσμέτρηση συντάξιμου χρόνου λόγω ιθαγένειας. Άρθρο 6: δικαίωμα ακρόασης κατ’ αναίρεση. ΟλΕΔΔΑ 55707/00, σ. 851. ΑΝΑΛΟΓΙΚΟΤΗΤΑ Βλ. Γενικές αρχές. ΑΝΑΨΗΛΑΦΗΣΗ Αν η απόφαση δεν επιδόθηκε, η προθεσμία της αναψηλάφησης είναι τρία χρόνια από τη δημοσίευση της προσβαλλόμενης απόφασης, εφόσον είναι τελεσίδικη ή ανέκκλητη, αλλιώς από την ημέρα που έγινε τελεσίδικη. ΑΠ 761/08, σ. 688. ΑΝΗΛΙΚΟΣ Βασικό κριτήριο για την ανάθεση της γονικής μέριμνας και ειδικότερα της επιμέλειας των ανήλικων τέκνων στον ένα από τους γονείς τους είναι το συμφέρον του τέκνου. Στοιχεία που λαμβάνονται υπόψη. ΑΠ 1976/08, σ. 688. Η δικαστική εκπροσώπηση του ανηλίκου γίνεται υποχρεωτικά και από τους δύο αυτούς γονείς, προς τους οποίους και πρέπει να επιδίδεται η κλήση για τη δικαστική παράσταση του ανηλίκου. ΑΠ 133/09 (Σημ. Ι. Κατρά), σ. 689. Άρθρο 8: θετικές υποχρεώσεις κράτους, προστασία ανηλίκων, αγγελία σεξουαλικού περιεχομένου στο διαδίκτυο. ΕΔΔΑ 2872/02, σ. 848. ΑΝΤΑΓΩΝΙΣΜΟΣ Έννοια σήματος, παραποίησης και απομίμησης αυτού. Δικαιώματα δικαιούχου σήματος. Το σχήμα του προϊόντος, που διακρίνει το προϊόν αυτό, ακόμη και όταν παρουσιάζει πρωτοτυπία και ιδιομορφία, δεν υπάγεται στη προστασία του σήματος όταν το μεταγενέστερο προϊόν, που φέρει το ίδιο ή παρόμοιο σχήμα, καλύπτεται με διαφορετική συσκευασία και εμφανίζεται στο κοινό με διαφορετική ονοματική ένδειξη. Προστασία διακριτικού γνωρίσματος. Ως ιδιαίτερο διακριτικό γνώρισμα θεωρείται και ο ιδιαίτερος διασχηματισμός ή η ιδιαίτερη διακόσμηση των εμπορευμάτων, της συσκευασίας ή του περικαλύμματός τους, εφόσον είναι γνωστά στους σχετικούς κύκλους των συναλλαγών ως διακριτικά σημεία των όμοιων εμπορευμάτων άλλου προσώπου. ΑΠ 1660/08, σ. 769. Οδηγία 93/37 – Διαδικασίες σύναψης – Διαδικασία με διαπραγμάτευση – Ελάχιστος αριθμός υποψηφίων – Υποχρέωση εξασφαλίσεως πραγματικού ανταγωνισμού. ΔΕΚ C-138/08, σ. 861. Άρθρο 82 ΕΚ – Κατάχρηση δεσπόζουσας θέσεως – Φαρμακευτικά προϊόντα – Άρνηση εφοδιασμού των χονδρεμπόρων που πραγματοποιούν παράλληλες εξαγωγές – Συνήθης χαρακτήρας των παραγγελιών. ΔΕΚ C-468/06–C-478/06, σ. 904. Αίτηση εκδόσεως προδικαστικής αποφάσεως – Άρθρο 81 § 1 ΕΚ – Έννοια της «εναρμονισμένης πρακτικής» – Αιτιώδης συνάφεια μεταξύ της συνεννοήσεως και της συμπεριφοράς των επιχειρήσεων στην αγορά – Εκτίμηση βάσει των κανόνων του εθνικού δικαίου – Αρκεί μία και μόνο σύσκεψη ή απαιτείται διαρκής και τακτική συνεννόηση. ΔΕΚ C-8/08, σ. 906. Ανταγωνισμός – Άρθρα 81 ΕΚ, 82 ΕΚ και 86 ΕΚ – Υποχρεωτική υπαγωγή σε ασφαλιστικό φορέα όσον αφορά την ασφάλιση κατά των εργατικών ατυχημάτων και των επαγγελματικών ασθενειών – Έννοια του όρου «επιχείρηση» – Κατάχρηση δεσπόζουσας θέσεως – Ελεύθερη παροχή υπηρεσιών – Άρθρα 49 ΕΚ και 50 ΕΚ – Περιορισμός – Δικαιολόγηση – Κίνδυνος σοβαρής διαταράξεως της οικονομικής ισορροπίας του συστήματος κοινωνικής ασφαλίσεως. ΔΕΚ C-350/07, σ. 907. Δικαίωμα του δημιουργού – Οργανισμός διαχειρίσεως των δικαιωμάτων των δημιουργών κατέχων εκ των πραγμάτων μονοπωλιακή θέση – Είσπραξη δικαιωμάτων σχετικών με την τηλεοπτική μετάδοση μουσικών έργων – Μέθοδος υπολογισμού των δικαιωμάτων αυτών – Δεσπόζουσα θέση – Κατάχρηση. ΔΕΚ C-52/07, σ. 908. ΑΝΤΑΛΛΑΞΙΜΑ ΑΚΙΝΗΤΑ Παραπέμπεται στην πλήρη Ολομέλεια το θέμα της συνταγματικότητας του άρθ. 7 § 3 β.δ. της 24/31.7.1940, που ορίζει αφενός ότι το δικαστήριο έχει τη δυνατότητα μόνο να επικυρώσει ή να περιορίσει το ποσό αποζημιώσεως για χρήση ή κάρπωση από φυσικό ή νομικό πρόσωπο ανταλλάξιμου ακινήτου άνευ μισθωτικής σχέσεως, χωρίς να μπορεί να ακυρώσει εξ ολοκλήρου την αποζημίωση, αφετέρου ότι το δικάζον την ανακοπή δικαστήριο, δεν έχει τη δυνατότητα να εξετάσει ζητήματα κυριότητας, νομής ή άλλης σχέσης, η διάταξη δε αυτή περιορίζει υπέρμετρα το δικαστή και αντίκειται προς τις διατάξεις των άρθ. 20 και 25 Συντ. ΟλΑΠ 3/10, σ. 664. ΑΝΤΙΠΡΟΣΩΠΟΣ ΕΜΠΟΡΙΚΟΣ Έννοια συμβάσεων αποκλειστικής αντιπροσωπείας και αποκλειστικής διανομής· καταρτίζονται ατύπως και μπορούν να αποδειχθούν και με μάρτυρες. Εφαρμοζόμενες διατάξεις. Και από πλευράς κοινοτικού δικαίου είναι επιτρεπτή η, μέσω της διαπλαστικής εξουσίας του εθνικού δικαστή, ad hoc αναλογική εφαρμογή του π.δ. 219/1991 για τους εμπορικούς αντιπροσώπους σε άλλες διαρκείς συμβάσεις διαμεσολάβησης στο εμπόριο. Προϋποθέσεις αξίωσης εμπορικού αντιπροσώπου για αποζημίωση λόγω λύσης της σύμβασης. ΑΠ 1764/09, σ. 690. ΑΠΑΛΛΟΤΡΙΩΣΗ Η θεσπιζόμενη με το άρθ. 33 ν. 2971/2001 διαδικασία της διαπίστωσης της ανυπαρξίας του κατά το άρθ. 1 ν. 653/1977 τεκμηρίου της ωφέλειας του ιδιοκτήτη απαλλοτριωμένου ακινήτου, που αποκτά πρόσωπο επί της διανοιγόμενης οδού, για την οποία κηρύχθηκε η απαλλοτρίωση, δεν εφαρμόζεται επί συντελεσμένης κατά την έναρξη της ισχύος του ν. 2971/2001 (19.1.2002) απαλλοτρίωσης. Αντίθετη μειοψηφία. ΑΠ 1960/08, σ. 693. Στις απαλλοτριώσεις που έχουν κηρυχθεί μετά την 1.2.1971 και η συντέλεσή τους έλαβε χώρα πριν από την έναρξη ισχύος του ν. 2882/2001, η προθεσμία για την άσκηση της αξιώσεως για τον καθορισμό μεγαλύτερης οριστικής αποζημιώσεως εκείνου που δεν έλαβε μέρος, ούτε κλήθηκε στη δίκη για τον καθορισμό της αποζημιώσεως είναι πενταετής και αρχίζει από 7.5.2001 και στην περίπτωση που αποδεικνύεται ότι έχει λάβει γνώση είναι εξάμηνη και αρχίζει και πάλι από 7.5.2001, εκτός αν η γνώση ανάγεται σε χρόνο μετά τη χρονολογία αυτή, οπότε αρχίζει από της γνώσεως. ΑΠ 174/09, σ. 696. Ο καθού η απαλλοτρίωση ακινήτου δικαιούχος της αποζημίωσης, έχει – έναντι του οικείου Δικηγορικού Συλλόγου, που εισέπραξε από το Ταμείο Παρακαταθηκών, με βάση αντισυνταγματικές διατάξεις, το ποσό της αμοιβής του δικηγόρου, το οποίο αποτελεί μέρος της οφειλόμενης στον δικαιούχο πλήρους αποζημίωσης – ενοχική απαίτηση προς επιστροφή του ποσού αυτού, η απαίτηση δε αυτή μπορεί να στηριχθεί στη διάταξη του άρθ. 8 § 5 ν.δ. 797/1971, σε συνδυασμό και με τις περί αδικοπραξιών διατάξεις των άρθ. 914, 297, 298 ΑΚ ή στις περί αδικαιολογήτου πλουτισμού διατάξεις των άρθ. 904 επ. ΑΚ. Η σχετική διαφορά υπάγεται στη δικαιοδοσία των πολιτικών δικαστηρίων. ΑΠ 1780/09, σ. 712. Καθορισμός τιμής μονάδας απαλλοτρίωσης. Οι μη επισπεύσαντες την έγκριση του ρυμοτομικού σχεδίου ιδιοκτήτες απαλλοτριωθέντος ακινήτου, έχουν ως υπόχρεο καταβολής αποζημίωσης τον επισπεύδοντα την εφαρμογή του σχεδίου δήμο. ΕφΑθ 304/10, σ. 785. Άρθρο 6 § 1 ΕΣΔΑ: τυπολατρία, αοριστία αίτησης αναίρεσης. Άρθρο 1 του 1ου πρωτ.: ιδιαίτερη αποζημίωση για μη απαλλοτριωθέντα τμήματα ακινήτου. ΕΔΔΑ 49000/06, σ. 835. ΑΠΟΔΕΙΞΗ Τρόπος απόδειξης σύμβασης χρηματιστηριακής παραγγελίας. ΟλΑΠ 7/10, σ. 671. Στην κατ’ έφεση δίκη στις ειδικές διαδικασίες, η επίκληση και προσκομιδή όλων των αποδεικτικών μέσων πρέπει να γίνεται κατά τη συζήτηση της υπόθεσης στο ακροατήριο, οπότε όλοι οι αυτοτελείς ισχυρισμοί προτείνονται προφορικά και όσοι δεν περιέχονται στις προτάσεις καταχωρίζονται στα πρακτικά, ενώ μετά το πέρας της συζήτησης με την προσθήκη στις προτάσεις επιτρέπεται μόνον αξιολόγηση των αποδείξεων που έχουν ήδη προσκομισθεί κατά τη συζήτηση στο ακροατήριο. ΑΠ 61/10, σ. 697. Διαπίστωση μέθης οδηγού. Αν συνταχθεί έκθεση εξέτασης αίματος του ελεγχόμενου οδηγού, χωρίς την τήρηση των διατυπώσεων της Κ.Υ.Α. 13382/Φ705.11/4δ/1977, αυτή δεν είναι ούτε ανυπόστατο, ούτε άκυρο αποδεικτικό μέσο, αλλά είναι έγκυρο και επιτρεπόμενο από το νόμο αποδεικτικό μέσο που εκτιμάται ελεύθερα από το δικαστήριο της ουσίας ως δικαστικό τεκμήριο. ΑΠ 130/09, σ. 701. Η αυτοπρόσωπη εμφάνιση των διαδίκων δεν αποτελεί αποδεικτικό μέσο από τα αναφερόμενα στο άρθ. 339 ΚΠολΔ, όπως, αντίθετα, η εξέταση των διαδίκων, η οποία και αναφέρεται ρητώς στην εν λόγω διάταξη. Έτσι, αν το δικαστήριο της ουσίας, θεωρήσει τα όσα οι διάδικοι διευκρινιστικώς εξέθεσαν κατά την αυτοπρόσωπη εμφάνισή τους στο ακροατήριο, ως περιεχόμενο χωρίς όρκο καταθέσεως και τα συνεκτιμήσει με τα άλλα αποδεικτικά μέσα, προκειμένου να μορφώσει την κρίση του για τη βασιμότητα ή μη αυτοτελών ισχυρισμών των διαδίκων, που έχουν ουσιώδη επίδραση στην έκβαση της δίκης, υποπίπτει στην πλημμέλεια του άρθ. 559 αρ. 11β ΚΠολΔ. ΑΠ 44/10, σ. 702. Άρθρο 8: υποκλοπή διαλόγου με ραδιοπομπό. Άρθρο 6: χρήση παράνομων αποδεικτικών μέσων στην ποινική δίκη. ΟλΕΔΔΑ 4378/02, σ. 850. Άρθρα 5 § 4, 6 § 1: μη αποκάλυψη κρίσιμων εγγράφων στους κρατούμενους για λόγους δημόσιας ασφάλειας. ΟλΕΔΔΑ 3455/05, σ. 853. ΑΠΟΖΗΜΙΩΣΗ Ποινική αποζημίωση, αποκαταστατικός σκοπός και δημόσια τάξη. Του Μ. Σταθόπουλου, σ. 609. ΑΠΟΚΤΗΜΑΤΑ Περιεχόμενο αγωγής για αποκτήματα. ΑΠ 1790/09, σ. 699. ΑΡΜΟΔΙΟΤΗΤΑ Η εκδίκαση υποθέσεων οικογενειακού δικαίου γίνεται από ειδικό τμήμα του δικαστηρίου· άλλου είδους υποθέσεις δεν πρέπει να δικάζονται από αυτό. Δεν αποτελεί υπόθεση οικογενειακού δικαίου, η διαφορά μεταξύ συζύγων που αφορά την κυριότητα πραγμάτων. ΕφΑθ 7336/08, σ. 787. Αγωγή για διαγραφή υποθήκης· είναι ενοχική, δεν εγγράφεται στα βιβλία διεκδικήσεων και δεν υπόκειται σε δικαστικό ένσημο. Αρμοδιότητα, διαδικασία. ΕιρΤρικ 41/08, σ. 832. ΑΣΦΑΛΙΣΗ Ιδιωτική ασφάλιση Η ασφαλιστική εκκαθάριση δεν επιφέρει αυτοδικαίως τη λύση της συμβάσεως των εργαζομένων στην ασφαλιστική επιχείρηση ούτε συνιστά γεγονός ανώτερης βίας που την απαλλάσσει από την υποχρέωση καταβολής των αποδοχών, εωσότου ο επόπτης ή ο εκκαθαριστής της ασφαλιστικής εκκαθάρισης καταγγείλει τη σύμβαση εργασίας. Η καταγγελία αυτή εκ μέρους του επόπτη ή του εκκαθαριστή λόγω της αδυναμίας αποδοχής της εργασίας των εργαζομένων εξ αιτίας της ασφαλιστικής εκκαθάρισης και της διακοπής των εργασιών της επιχείρησης είναι έγκυρη, εφόσον γίνει εγγράφως, έστω και αν δεν καταβληθεί η νόμιμη αποζημίωση, την οποία οι εργαζόμενοι μπορεί να διεκδικήσουν κατά τη διαδικασία επαληθεύσεως όπως γίνεται δεκτό και στην πτώχευση, αφού ο θεσμός της ασφαλιστικής εκκαθάρισης προσομοιάζει με τον θεσμό της πτώχευσης. ΑΠ 1909/08, σ. 699. Ασφάλιση ευθύνης από τροχαίο ατύχημα. Δεν καθιδρύεται υποχρέωση του ασφαλιστή και του Επικουρικού Κεφαλαίου για την κάλυψη της αστικής ευθύνης, έναντι του κατόχου του ασφαλισμένου οχήματος, εξ αιτίας σωματικής βλάβης του, που προκλήθηκε κατά την κυκλοφορία του οχήματος στην οδό ή, σε περίπτωση θανατώσεως αυτού, έναντι των μελών της οικογένειάς του, που έχουν απαίτηση χρηματικής ικανοποιήσεως, λόγω ψυχικής οδύνης. ΑΠ 1674/09, σ. 700. Κοινωνική ασφάλιση Άρθρο 1 ΠΠΠ: αυτοδίκαιη στέρηση σύνταξης αμετακλήτως καταδικασθέντος υπαλλήλου και μεταβίβαση μέρους της σε μέλη της οικογένειάς του. ΕΔΔΑ 39574/07, σ. 834. Άρθρα 8, 14 συνδ. 1 ΠΠΠ: μη χορήγηση «ισόβιας σύνταξης πολύτεκνης μητέρας» σε Ελληνίδα μητέρα 4 παιδιών, διότι το ένα δεν είχε την ελληνική ιθαγένεια. ΕΔΔΑ 46368/06, σ. 837. Άρθρο 3 ΕΣΔΑ: σύνταξη και κοινωνικές παροχές κάτω του ορίου διαβίωσης. ΕΔΔΑ 45603/05, σ. 841. Άρθρο 8: έννοια «οικογένειας», διάκριση θρησκευτικού και πολιτικού γάμου, δικαιώματα σύνταξης και κοινωνικής ασφάλισης. ΕΔΔΑ 3976/05, σ. 848. Άρθρο 14 ΕΣΔΑ και 1 του 1ου πρωτ.: μη προσμέτρηση συντάξιμου χρόνου λόγω ιθαγένειας. Άρθρο 6: δικαίωμα ακρόασης κατ’ αναίρεση. ΟλΕΔΔΑ 55707/00, σ. 851. Ελεύθερη κυκλοφορία των εργαζομένων – Κανονισμός (ΕΟΚ) 1612/68 – Επιδόματα αποταμιευτικού-συνταξιοδοτικού προγράμματος – Παράβαση κράτους μέλους. ΔΕΚ C269/07, σ. 880. Άρθρο 141 EΚ – Ισότητα αμοιβών μεταξύ ανδρών και γυναικών εργαζομένων – Κώδικας πολιτικών και στρατιωτικών συντάξεων (π.δ. 166/2000) – Διαφορετική μεταχείριση ως προς την ηλικία συνταξιοδοτήσεως και την ελάχιστη προαπαιτούμενη υπηρεσία – Παράβαση – Διαχρονικά αποτελέσματα της απόφασης. ΔΕΚ C-559/07, σ. 883. Οδηγία 89/105/ΕΟΚ σχετικά με τη διαφάνεια των μέτρων που ρυθμίζουν τον καθορισμό των τιμών των φαρμάκων για ανθρώπινη χρήση και την κάλυψη του κόστους των στα πλαίσια των εθνικών ασφαλιστικών συστημάτων υγείας. ΔΕΚ C-352/07 σ. 886. Οδηγία 2000/78 – Ίση μεταχείριση στον τομέα της απασχόλησης και της εργασίας – Διάκριση λόγω ηλικίας – Εθνική ρύθμιση που επιτρέπει απόλυση λόγω συμπλήρωσης ηλικίας συνταξιοδότησης. ΔΕΚ C-388/07, σ. 891. Απόδοση νοσηλίων αλλοδαπής. ΔΕΚ C-444/05, σ. 897. Ανταγωνισμός – Άρθρα 81 ΕΚ, 82 ΕΚ και 86 ΕΚ – Υποχρεωτική υπαγωγή σε ασφαλιστικό φορέα όσον αφορά την ασφάλιση κατά των εργατικών ατυχημάτων και των επαγγελματικών ασθενειών – Έννοια του όρου «επιχείρηση» – Κατάχρηση δεσπόζουσας θέσεως – Ελεύθερη παροχή υπηρεσιών – Άρθρα 49 ΕΚ και 50 ΕΚ – Περιορισμός – Δικαιολόγηση – Κίνδυνος σοβαρής διαταράξεως της οικονομικής ισορροπίας του συστήματος κοινωνικής ασφαλίσεως. ΔΕΚ C-350/07, σ. 907. ΑΣΦΑΛΙΣΤΙΚΑ ΜΕΤΡΑ Πότε ασκείται η αρνητική αγωγή κυριότητας (1108 ΑΚ). Προϋποθέσεις παροχής διόδου (1012 ΑΚ). Προσωρινή ισχύς απόφασης ασφαλιστικών μέτρων. Σε περίπτωση προσωρινής παροχής διόδου και προσωρινού καθορισμού αποζημίωσης με απόφαση ασφαλιστικών μέτρων, μπορεί να ζητηθεί από το δικαστήριο της κύριας δίκης, αφού διαγνωστεί η μη ύπαρξη δικαιώματος διέλευσης λόγω του ότι το ακίνητο της πρώτης εναγόμενης δεν είναι περίκλειστο, η παύση της διέλευσης και εξακολούθησης της διατάραξης των εναγόντων στην άσκηση της νομής τους και επικουρικώς να καθοριστεί η οριστική ανάλογη αποζημίωση, οπότε δεν κωλύεται η κατά την κύρια δίκη εκ νέου εξέταση και διαφορετική κρίση ως προς τα ζητήματα του κατά πόσο είναι περίκλειστο το επίδικο ακίνητο και του καθορισμού της οριστικής αποζημίωσης, που προσωρινά κρίθηκαν με την απόφαση των ασφαλιστικών μέτρων. ΑΠ 1792/09, σ. 720. Άρθρο 6 ΕΣΔΑ: εφαρμογή των αρχών της δίκαιης δίκης και στην προσωρινή δικαστική προστασία, παραβίαση της αρχής της αμεροληψίας. ΟλΕΔΔΑ 17056/06. ΑΥΤΟΚΙΝΗΤΟ Διαπίστωση μέθης οδηγού. Αν συνταχθεί έκθεση εξέτασης αίματος του ελεγχόμενου οδηγού, χωρίς την τήρηση των διατυπώσεων της Κ.Υ.Α. 13382/Φ705.11/4δ/1977, αυτή δεν είναι ούτε ανυπόστατο, ούτε άκυρο αποδεικτικό μέσο, αλλά είναι έγκυρο και επιτρεπόμενο από το νόμο αποδεικτικό μέσο που εκτιμάται ελεύθερα από το δικαστήριο της ουσίας ως δικαστικό τεκμήριο. ΑΠ 130/09, σ. 701. ΒΙΑ ΕΝΔΟΟΙΚΟΓΕΝΙΑΚΗ Άρθρα 2, 3 ΕΣΔΑ και 14 σε συνδυασμό με αυτά: ενδοοικογενειακή βία σε βάρος γυναικών, παραβίαση θετικών υποχρεώσεων κράτους, δυσμενής διάκριση λόγω φύλου. ΕΔΔΑ 33401/02, σ. 843. ΒΙΒΛΙΑ ΔΙΕΚΔΙΚΗΣΕΩΝ Αγωγή για διαγραφή υποθήκης· είναι ενοχική, δεν εγγράφεται στα βιβλία διεκδικήσεων και δεν υπόκειται σε δικαστικό ένσημο. Αρμοδιότητα, διαδικασία. ΕιρΤρικ 41/08, σ. 832. ΓΑΜΟΣ Άρθρο 8: έννοια «οικογένειας», διάκριση θρησκευτικού και πολιτικού γάμου, δικαιώματα σύνταξης και κοινωνικής ασφάλισης. ΕΔΔΑ 3976/05, σ. 848. ΓΕΝΙΚΕΣ ΑΡΧΕΣ Άρθρο 6 ΕΣΔΑ: εφαρμογή των αρχών της δίκαιης δίκης και στην προσωρινή δικαστική προστασία, παραβίαση της αρχής της αμεροληψίας. ΟλΕΔΔΑ 17056/06. Άρθρο 6 § 1: μεταστροφή της νομολογίας, ασφάλεια δικαίου, δικαιολογημένη εμπιστοσύνη. ΕΔΔΑ 20153/04, σ. 855. Ένδικη προστασία των δικαιωμάτων από το κοινοτικό δίκαιο – Αρχές της αποτελεσματικότητας και της ισοδυναμίας – Περιορισμοί ως προς τα μέσα παροχής ένδικης προστασίας που παρέχονται στις γυναίκες που απολύονται κατά τη διάρκεια της εγκυμοσύνης τους Κοινωνική πολιτική – Προστασία των εγκύων, λεχώνων και γαλουχουσών εργαζομένων κατά την εργασία – Οδηγία 92/85/ΕΟΚ – Άρθρα 10 και 12 Ίση μεταχείριση ανδρών και γυναικών – Οδηγία 76/207/ΕΟΚ – Άρθρα 2 και 3 – Λιγότερο ευνοϊκή μεταχείριση γυναίκας λόγω εγκυμοσύνης ή άδειας μητρότητας. ΔΕΚ C-63/08, σ. 860. Άρθρα 43, 49 και 86 ΕΚ – Αρχές της ίσης μεταχείρισης και της διαφάνειας – Απευθείας ανάθεση σύμβασης (παραχώρησης) για την ύδρευση επαρχίας σε εταιρεία μικτής οικονομίας, όπου συμμετέχει ιδιώτης με ποσοστό 49% του κεφαλαίου, ο οποίος επιλέγεται κατόπιν διαγωνισμού. ΔΕΚ C-196/08, σ. 862. Υποχρέωση αιτιολόγησης κοινοτικών πράξεων – Λόγος ακύρωσης που λαμβάνεται υπόψη αυτεπαγγέλτως από τον κοινοτικό δικαστή – Αρχή της εκατέρωθεν ακροάσεως – Υποχρέωση κλήσης των διαδίκων να τοποθετηθούν επί αυτεπαγγέλτως εξεταζόμενου λόγου. ΔΕΚ C89/08 P, σ. 863. Άρθρα 43 και 45 ΕΚ – Ελευθερία εγκαταστάσεως – Εθνικές περιοριστικές προϋποθέσεις προσβάσεως στη δραστηριότητα τεχνικού ελέγχου οχημάτων – Άσκηση δημόσιας εξουσίας – Οδική ασφάλεια – Αναλογικότητα. ΔΕΚ C-438/08, σ. 870. Αρχή του δεδικασμένου και αρχή της αποτελεσματικότητας του κοινοτικού δικαίου. ΔΕΚ C2/08, σ. 873. Αρχές της ασφάλειας δικαίου και της δικαιολογημένης εμπιστοσύνης – Πρόωρη κατάργηση φοροαπαλλαγής. ΔΕΚ C-201/08, σ. 875. Αρχή της δικαιολογημένης εμπιστοσύνης – κρατικές ενισχύσεις. ΔΕΚ C-519/07 P, σ. 875. Θεσμικό δίκαιο – Υποχρέωση αιτιολόγησης πράξεων – Αναφορά νομικής βάσης – Πράξη καθορισμού των θέσεων που πρέπει να ληφθούν εξ ονόματος της Κοινότητας σε όργανο που δημιουργήθηκε από διεθνή σύμβαση – Αρχή της ασφάλειας δικαίου. ΔΕΚ C-370/07, σ. 876. Άρθρο 49 ΕΚ – Περιορισμοί στην ελεύθερη παροχή υπηρεσιών – Αρχή της αναλογικότητας – Δεν αντιβαίνει στο άρθρο 49 ΕΚ εθνική ρύθμιση η οποία απαγορεύει σε επιχειρηματικούς φορείς εγκατεστημένους εντός άλλων κρατών μελών όπου παρέχουν νομίμως ανάλογες υπηρεσίες, να προτείνουν τυχερά παίγνια μέσω του Διαδικτύου εντός του εν λόγω κράτους μέλους. ΔΕΚ C-42/07, σ. 878. Οδηγίες 2006/12/ΕΚ και 75/442/ΕΟΚ περί στερεών αποβλήτων – Φόρος για τη διάθεση αστικών αποβλήτων - Αρχή «ο ρυπαίνων πληρώνει» – Αρχή της αναλογικότητας. ΔΕΚ C 254/08, σ. 881. Οδηγία 92/50/ΕΟΚ – Άρθρο 29, πρώτο εδάφιο (λόγοι αποκλεισμού) – Εθνική νομοθεσία που απαγορεύει στις επιχειρήσεις μεταξύ των οποίων υπάρχει σχέση ελέγχου ή σημαντικής επιρροής να συμμετέχουν ως ανταγωνιστές στην ίδια διαδικασία σύναψης δημόσιας σύμβασης – Παραβίαση της αρχής της αναλογικότητας. ΔΕΚ C-538/07, σ. 881. Άρθρο 28 ΕΚ – Έννοια του όρου “Μέτρα ισοδυνάμου αποτελέσματος προς ποσοτικό περιορισμό των εισαγωγών” – Απαγόρευση έλξεως ρυμουλκούμενου από μοτοποδήλατα, μοτοσυκλέτες, τρίκυκλα και τετράκυκλα στο έδαφος κράτους μέλους με το άρθρο 56 του ιταλικού ΚΟΚ – Οδική ασφάλεια – Αναλογικότητα. ΔΕΚ C-110/05, σ. 886. Βλ. και Διοικητική πράξη. ΓΙΑΤΡΟΙ Άρθρα 10: επιστημονική κριτική ιατρού από συνάδελφο, 6 παρ. 1: αμεροληψία πειθαρχικών οργάνων. ΕΔΔΑ 53025/99, σ. 846. ΔΑΝΕΙΟ Φύση σύμβασης έντοκου δανείου. Τρόπος παράδοσης των δανεισθέντων. ΕφΑθ 6782/09, σ. 787. ΔΑΣΗ Έννοια δασικής έκτασης. ΑΠ 1794/09, σ. 701. Η κυριότητα των δασών της Θεσσαλίας και της Άρτας ανήκε στο Τουρκικό Δημόσιο και μετά την προσάρτηση στην Ελλάδα (1882), περιήλθαν στο Ελληνικό Δημόσιο. Προϋποθέσεις χρησικτησίας κατά του Δημοσίου. ΑΠ 1749/09, σ. 745. ΔΕΔΙΚΑΣΜΕΝΟ Αρχή του δεδικασμένου και αρχή της αποτελεσματικότητας του κοινοτικού δικαίου. ΔΕΚ C2/08, σ. 873. ΔΗΜΕΥΣΗ Άρθρο 1 ΠΠΠ: οριστική δήμευση κατασχεθέντων πραγμάτων καλόπιστου τρίτου. ΕΔΔΑ 1946/06, σ. 844. ΔΗΜΟΙ Δεν είναι θεμιτή η παραχώρηση εκτάσεως για μόνιμη γεωργική ή δενδροκομική εκμετάλλευση, εφόσον αυτή είχε προγενεστέρως διατεθεί, κατά τις διατάξεις των άρθ. 96 επ., 119 επ., 164, 197 επ. Αγρ.Κ., για τη δημιουργία κοινόχρηστων χώρων ευρύτερης περιοχής που είχε απαλλοτριωθεί για την αποκατάσταση ακτημόνων καλλιεργητών, και επομένως η παραχώρηση εκτάσεως, ως δασικής, ήδη διατεθειμένης για θεραπεία άλλου σκοπού, είναι παράνομη και ανακλητέα ανεξάρτητα από χρονικά όρια, όπως τούτο απορρέει από το όλο πνεύμα τόσο της δασικής νομοθεσίας, όπως αλληλοδιαδόχως ίσχυσε. Όταν κατά την οριστική διανομή αγροκτήματος ορισμένες εκτάσεις δεν αφέθησαν απλώς για την κοινή χρήση των εγκατασταθέντων προσφύγων ή γηγενών, αλλ’ αυτές, προσδιοριζόμενες συγκεκριμένως, ως ενάριθμα κληροτεμάχια, παραχωρούνται ρητώς, με το οικείο πρακτικό της αρμόδιας επιτροπής, στην κατανομαζόμενη σ’ αυτό Κοινότητα, αρκεί για κτήση από την Κοινότητα της κυριότητας, η έκδοση, δημοσίευση στην Ε.τ.Κ. και μεταγραφή της αποφάσεως του Υπουργού Γεωργίας, με την οποία επικυρώνεται η οριστική αυτή διανομή. ΑΠ 1791/09, σ. 675. Διεκδικητική αγωγή. Ο κύριος του πράγματος δικαιούται να ζητήσει αποζημίωση ίση με την αξία του πράγματος, αν αυτό δεν μπορεί να του αποδοθεί. Η σχετική αξίωση στρεφόμενη κατά του Δημοσίου, ο.τ.α., ή ν.π.δ.δ. υπάγεται στα πολιτικά δικαστήρια. Παραγραφή αξίωσης κατά ο.τ.α. Η παραγραφή της αξίωσης για αποζημίωση λόγω αδυναμίας προς απόδοση του πράγματος αρχίζει από τότε που γεννιέται η αξίωση αυτή, δηλαδή από τότε που βεβαιώνεται από την απόφαση ή κατά την εκτέλεση ότι δεν είναι δυνατή η αυτούσια απόδοση του διεκδικούμενου πράγματος. ΑΠ 1793/09, σ. 680. Αμοιβή δικηγόρου. Δεν επιτρέπεται η αμοιβή να υπολείπεται των ελάχιστων ορίων που καθορίζονται από τα άρθ. 98 επ. του Κώδικα Δικηγόρων. Κάθε συμφωνία για λήψη μικρότερης αμοιβής από τα ανωτέρω καθοριζόμενα όρια είναι άκυρη ανεξάρτητα από τον χρόνο συνάψεώς της. Η αμοιβή δικηγόρων που προσλαμβάνονται από δήμους μπορεί να ελαττωθεί, με απόφαση του δικαστηρίου έως το 50% των κατώτατων ορίων που ορίζονται στον Κώδικα Δικηγόρων, ύστερα από εκτίμηση της οικονομικής κατάστασης του δήμου ή της κοινότητος που έχει διορίσει τον δικηγόρο. ΑΠ 1907/08, σ. 716. Καθορισμός τιμής μονάδας απαλλοτρίωσης. Οι μη επισπεύσαντες την έγκριση του ρυμοτομικού σχεδίου ιδιοκτήτες απαλλοτριωθέντος ακινήτου, έχουν ως υπόχρεο καταβολής αποζημίωσης τον επισπεύδοντα την εφαρμογή του σχεδίου δήμο. ΕφΑθ 304/10, σ. 785. Οι Δήμοι έχουν τα προνόμια του Δημοσίου. Παραγραφή αξιώσεων κατά Δήμων. ΕφΑθ 4413/08, σ. 788. ΔΗΜΟΣΙΑ ΕΡΓΑ Οδηγία 93/37/ΕΟΚ– Έννοια σύμβασης δημόσιου έργου – Σύμβαση μεταξύ δημοσίου φορέα και ιδιωτικής επιχειρήσεως σχετικά με τη μίσθωση από τον πρώτο εκθεσιακών αιθουσών που πρόκειται να ανεγείρει η δεύτερη – Αμοιβή της ιδιωτικής επιχειρήσεως υπό μορφή καταβολής μηνιαίου μισθώματος για περίοδο 30 ετών. ΔΕΚ C-536/07, σ. 871. Συμβάσεις δημοσίων έργων – Οδηγία 93/37/ΕΟΚ – Άρθρο 24 – Λόγοι αποκλεισμού από τη συμμετοχή σε διαγωνισμό – Εθνικά μέτρα θεσπίζοντα ασυμβίβαστο μεταξύ του τομέα των δημοσίων έργων και του τομέα των μέσων ενημέρωσης. ΔΕΚ C-213/07, σ. 903. ΔΗΜΟΣΙΑ ΚΤΗΜΑΤΑ Η κυριότητα των δασών της Θεσσαλίας και της Άρτας ανήκε στο Τουρκικό Δημόσιο και μετά την προσάρτηση στην Ελλάδα (1882), περιήλθαν στο Ελληνικό Δημόσιο. Προϋποθέσεις χρησικτησίας κατά του Δημοσίου. ΑΠ 1749/09, σ. 745. ΔΗΜΟΣΙΟ Άρθρο 6 § 1 ΕΣΔΑ: ισότητα των όπλων Δημοσίου και ιδιωτών (παραγραφή σε επιδικία). Ναι μεν το Δημόσιο και τα ν.π.δ.δ. είναι θεμιτό να απολαμβάνουν δικονομικών προνομίων, εφόσον όμως αυτό είναι αναγκαίο για την άσκηση των αρμοδιοτήτων τους δημοσίου δικαίου ή, ακόμη και στο πλαίσιο του ιδιωτικού δικαίου, προς εξυπηρέτηση δημόσιων σκοπών, χωρίς όμως να αρκεί προς τούτο μόνη η ιδιότητα του Δημοσίου ή του ν.π.δ.δ. ΕΔΔΑ 48906/06, σ. 839. Άρθρο 1 ΠΠΠ: διετής παραγραφή αξιώσεων υπαλλήλων (ι.δ.) κατά Δημοσίου, έναρξη τοκογονίας από επίδοση αγωγής και όχι από δήλη ημέρα. ΕΔΔΑ 36963/06, σ. 840. Καταλογισμός των δηλώσεων ενός δημόσιου υπαλλήλου στο Δημόσιο. ΔΕΚ C-470/03, σ. 896. ΔΙΑΓΩΝΙΣΜΟΙ Βλ. Διοικητική σύμβαση. ΔΙΑΔΙΚΑΣΙΑ Αγωγή για διαγραφή υποθήκης· είναι ενοχική, δεν εγγράφεται στα βιβλία διεκδικήσεων και δεν υπόκειται σε δικαστικό ένσημο. Αρμοδιότητα, διαδικασία. ΕιρΤρικ 41/08, σ. 832. Βλ. και Απόδειξη. ΔΙΑΔΙΚΟΙ Η παράλειψη επίδοσης της αγωγής δεν καθιστά την αγωγή ανυπόστατη, εφόσον ο εναγόμενος συμμετέχει νόμιμα στην πρώτη συζήτηση της αγωγής και δεν προβάλει κατ’ αυτήν ένσταση μη επιδόσεως, επικαλούμενος δικονομική βλάβη. Ο καθολικός διάδοχος κάποιου από τους αρχικούς διαδίκους είναι πρόσωπο νομικώς ταυτιζόμενο με αυτόν, υπεισερχόμενο στη δικονομική του θέση και νομιμοποιούμενο να ενεργήσει οποιαδήποτε διαδικαστική πράξη για την ολοκλήρωση της άσκησης της αγωγής και την περάτωση της δίκης. ΑΠ 1974/08, σ. 677. Η αυτοπρόσωπη εμφάνιση των διαδίκων δεν αποτελεί αποδεικτικό μέσο από τα αναφερόμενα στο άρθ. 339 ΚΠολΔ, όπως, αντίθετα, η εξέταση των διαδίκων, η οποία και αναφέρεται ρητώς στην εν λόγω διάταξη. Έτσι, αν το δικαστήριο της ουσίας, θεωρήσει τα όσα οι διάδικοι διευκρινιστικώς εξέθεσαν κατά την αυτοπρόσωπη εμφάνισή τους στο ακροατήριο, ως περιεχόμενο χωρίς όρκο καταθέσεως και τα συνεκτιμήσει με τα άλλα αποδεικτικά μέσα, προκειμένου να μορφώσει την κρίση του για τη βασιμότητα ή μη αυτοτελών ισχυρισμών των διαδίκων, που έχουν ουσιώδη επίδραση στην έκβαση της δίκης, υποπίπτει στην πλημμέλεια του άρθ. 559 αρ. 11β ΚΠολΔ. ΑΠ 44/10, σ. 702. ΔΙΑΙΤΗΣΙΑ Προϋποθέσεις αναγνώρισης και εκτέλεσης αλλοδαπής διαιτητικής απόφασης κατά την από 10.6.1958 Σύμβαση της Νέας Υόρκης. Περιστατικά. ΑΠ 1665/09, σ. 703. ΔΙΑΝΟΜΕΑΣ Έννοια συμβάσεων αποκλειστικής αντιπροσωπείας και αποκλειστικής διανομής· καταρτίζονται ατύπως και μπορούν να αποδειχθούν και με μάρτυρες. Εφαρμοζόμενες διατάξεις. Και από πλευράς κοινοτικού δικαίου είναι επιτρεπτή η, μέσω της διαπλαστικής εξουσίας του εθνικού δικαστή, ad hoc αναλογική εφαρμογή του π.δ. 219/1991 για τους εμπορικούς αντιπροσώπους σε άλλες διαρκείς συμβάσεις διαμεσολάβησης στο εμπόριο. Προϋποθέσεις αξίωσης εμπορικού αντιπροσώπου για αποζημίωση λόγω λύσης της σύμβασης. ΑΠ 1764/09, σ. 690. Σύμβαση αποκλειστικής διανομής. Εφαρμοζόμενες διατάξεις. Η αόριστης διάρκειας σύμβαση αποκλειστικής διανομής, λύνεται με τακτική αναιτιολόγητη καταγγελία από οποιοδήποτε των συμβαλλομένων μερών, τα αποτελέσματα της οποίας επέρχονται από την παρέλευση του οριζόμενου στο άρθ. 8 § 4 π.δ. 291/1991 χρόνου, καθώς και με έκτακτη καταγγελία, σε περίπτωση συνδρομής σπουδαίου λόγου, οπότε η λύση της σύμβασης επέρχεται αμέσως, χωρίς την παρέλευση των αναφερομένων στο άνω άρθ. 8 § 4 π.δ. 219/1991 προθεσμιών. ΑΠ 1776/09, σ. 708. ΔΙΑΝΟΜΗ Περιεχόμενο αγωγής διανομής ως προς την κυριότητα των διαδίκων στο κοινό πράγμα. ΑΠ 151/09, σ. 711. Διανομή οικοπέδου στο οποίο υπάρχει οικοδομή. Γα να γίνει διανομή με σύσταση οροφοκτησίας, πρέπει να υποβληθεί σχετικό αίτημα κατ’ άρθ. 269 ΚΠολΔ. ΕφΑθ 8198/07, σ. 789. Διανομή. Εκούσιος πλειστηριασμός. Ανακοπή κατά του πλειστηριασμού· παθητική νομιμοποίηση. ΕφΑθ 5319/09, σ. 790. ΔΙΑΤΡΟΦΗ Συνέπεια της μη προκαταβολής των δικαστικών εξόδων στη δίκη διατροφής είναι η ερημοδικία του εναγομένου. Το ίδιο ισχύει και στο εφετείο για τον εκκαλούντα – εναγόμενο. ΕφΑθ 5546/08, σ. 792. ΔΙΑΦΗΜΙΣΗ Άρθρο 10: έμμεση διαφήμιση προϊόντων καπνού σε περιοδικό. Άρθρα 14 και 10: διάκριση από τα τηλεοπτικά μέσα. ΕΔΔΑ 13353/05, σ. 846. Άρθρο 10: απόλυτη απαγόρευση μετάδοσης πολιτικών διαφημίσεων στην τηλεόραση. ΕΔΔΑ 21132/05, σ. 848. Οδηγία 2003/33/ΕΚ για την προσέγγιση των νομοθετικών, κανονιστικών και διοικητικών διατάξεων των κρατών μελών όσον αφορά τη διαφήμιση και τη χορηγία υπέρ των προϊόντων καπνού. ΔΕΚ C-380/03, σ. 859. ΔΙΕΘΝΕΙΣ ΣΥΜΒΑΣΕΙΣ Διεθνής Σύμβαση Βρυξελλών για τη διεθνή δικαιοδοσία. Προϋποθέσεις εφαρμογής επί συμφωνίας για δικαιοδοσία αλλοδαπών δικαστηρίων. Διεθνής Σύμβαση Βρυξελλών της 25.8.1924 για την ενοποίηση ορισμένων νομικών κανόνων σχετικά με τις φορτωτικές. Με τη Σύμβαση αυτή θεσπίζεται νόθος αντικειμενική ευθύνη του μεταφορέα, υπό την έννοια ότι, σε περίπτωση απώλειας ή βλάβης του φορτίου, ο τελευταίος έχει το βάρος της απόδειξης ότι δεν τον βαρύνει πταίσμα. Σε περίπτωση απώλειας ή βλάβης των εμπορευμάτων σε θαλάσσια μεταφορά, το συνολικό ποσό της αποζημίωσης υπολογίζεται με βάση την αξία των εμπορευμάτων αυτών, στον τόπο και κατά το χρόνο που εκφορτώνονται από το πλοίο ή που θα έπρεπε να είχαν εκφορτωθεί, σύμφωνα με τη σύμβαση μεταφοράς. Πώς υπολογίζεται η αξία των εμπορευμάτων. Συρροή αξίωσης από αδικοπραξία. ΕφΠειρ 516/09, σ. 814. Άρθρο 1 ΠΠΠ: αυτοδίκαιη στέρηση σύνταξης αμετακλήτως καταδικασθέντος υπαλλήλου και μεταβίβαση μέρους της σε μέλη της οικογένειάς του. ΕΔΔΑ 39574/07, σ. 834. Άρθρο 5 §§ 1 και 4 ΕΣΔΑ: κράτηση χωρίς νόμιμη βάση στο εθνικό δίκαιο και χωρίς αποτελεσματική δικαστική προστασία. Κρίση ότι παραβιάστηκε το άρθ. 5 § 1 ΕΣΔΑ, επειδή η κράτηση του προσφεύγοντος αλλοδαπού δεν είχε βάση στο εθνικό δίκαιο, διότι από τη στιγμή που είχε υποβάλει αίτημα χορήγησης ασύλου δεν επιτρεπόταν κατά το εθνικό δίκαιο η απέλασή του, και, ως εκ τούτου, και η συναπτόμενη με αυτήν κράτησή του. ΕΔΔΑ 53541/07, σ. 834. Άρθρο 6 § 1 ΕΣΔΑ: τυπολατρία, μη σύνταξη έκθεσης κατάθεσης αιτήσεως αναιρέσεως. ΕΔΔΑ 37349/07, σ. 835. Άρθρο 2 του 7ου πρωτ. ΕΔΣΑ: δεύτερος «βαθμός» ποινικής δικαιοδοσίας. ΕΔΔΑ 44062/05, σ. 836. Άρθρα 6 § 1, 13 ΕΣΔΑ: μη συμμόρφωση Διοίκησης προς απόφαση περί άρσης ρυμοτομικού βάρους, αναποτελεσματικό το σύστημα του ν. 3068/2002. 1 ΠΠΠ: υποχρεωτική η προηγούμενη άσκηση αγωγής αποζημίωσης. ΕΔΔΑ 26914/07, σ. 838. Άρθρα 6 § 1 ΕΣΔΑ, 1 ΠΠΠ: συμμόρφωση ΑΣΕΠ, ΕΑΒ σε ακυρωτική απόφαση ΣτΕ. ΕΔΔΑ 16630/07, σ. 838. Άρθρο 6 § 1 ΕΣΔΑ: ισότητα των όπλων Δημοσίου και ιδιωτών (παραγραφή σε επιδικία). Ναι μεν το Δημόσιο και τα ν.π.δ.δ. είναι θεμιτό να απολαμβάνουν δικονομικών προνομίων, εφόσον όμως αυτό είναι αναγκαίο για την άσκηση των αρμοδιοτήτων τους δημοσίου δικαίου ή, ακόμη και στο πλαίσιο του ιδιωτικού δικαίου, προς εξυπηρέτηση δημόσιων σκοπών, χωρίς όμως να αρκεί προς τούτο μόνη η ιδιότητα του Δημοσίου ή του ν.π.δ.δ. ΕΔΔΑ 48906/06, σ. 839. Άρθρα 6 § 1 ΕΣΔΑ: απόρριψη έφεσης λόγω μη καταβολής παραβόλου 9 ευρώ. ΕΔΔΑ 46685/07, σ. 839. Άρθρο 1 ΠΠΠ: διετής παραγραφή αξιώσεων υπαλλήλων (ι.δ.) κατά Δημοσίου, έναρξη τοκογονίας από επίδοση αγωγής και όχι από δήλη ημέρα. ΕΔΔΑ 36963/06, σ. 840. Άρθρο 6 ΕΣΔΑ: εφαρμογή των αρχών της δίκαιης δίκης και στην προσωρινή δικαστική προστασία, παραβίαση της αρχής της αμεροληψίας. ΟλΕΔΔΑ 17056/06. Άρθρα 3, 6, 8 ΕΣΔΑ και 1 του 7ου ΠΠ: απέλαση οικογένειας αλλοδαπών, απειλή από ιδιώτες. ΕΔΔΑ 38813/08, σ. 841. Άρθρα 6 § 1 ΕΣΔΑ, 1 ΠΠΠ: υποχρέωση παρακατάθεσης ποσού ίσου με το ύψος προστίμου, ως προϋπόθεση του παραδεκτού άσκησης ενδίκου βοηθήματος. ΕΔΔΑ 49852/06, σ. 841. Άρθρο 3 ΕΣΔΑ: σύνταξη και κοινωνικές παροχές κάτω του ορίου διαβίωσης. ΕΔΔΑ 45603/05, σ. 841. Άρθρο 4 του 7ου ΠΠ (non bis in idem): ταυτότητα αντικειμένου (idem) παρά το γεγονός ότι για την ποινική κύρωση απαιτείται δόλος, ενώ για τη διοικητική (κατά το εθνικό δίκαιο) όχι. ΕΔΔΑ 13079/03, σ. 842. Άρθρο 10 ΕΣΔΑ: Ακαδημαϊκή ελευθερία, γνώμη για το ακαδημαϊκό σύστημα. Αναγκαίοι περιορισμοί. ΕΔΔΑ 17089/03, σ. 842. Άρθρο 6 ΕΣΔΑ και άρθρα 13, 14 σε συνδυασμό με αυτό: δεν εμπίπτουν στο πεδίο εφαρμογής τους οι αμιγώς φορολογικές διαφορές. Άρθρο 1 ΠΠΠ: αναδρομική νομοθετική κύρωση φορολογικών ελέγχων από αναρμόδια όργανα. ΕΔΔΑ 30345/05, σ. 843. Άρθρα 2, 3 ΕΣΔΑ και 14 σε συνδυασμό με αυτά: ενδοοικογενειακή βία σε βάρος γυναικών, παραβίαση θετικών υποχρεώσεων κράτους, δυσμενής διάκριση λόγω φύλου. ΕΔΔΑ 33401/02, σ. 843. Άρθρο 2 ΠΠΠ: υποχρεωτική διδασκαλία μαθήματος ηθικής. Το επίμαχο μάθημα αποβλέποντας στη μετάδοση γενικών γνώσεων για τη φιλοσοφία, τη θρησκευτική και φιλοσοφική ηθική, τους διαφόρους πολιτισμούς και τις μεγάλες θρησκείες του κόσμου, έχει ουδέτερο χαρακτήρα, ο οποίος συμβιβάζεται με τις αρχές του πλουραλισμού και της αντικειμενικότητας και δεν προσδίδει ιδιαίτερη βαρύτητα σε μια συγκεκριμένη πεποίθηση ή θρησκεία. Εξάλλου, δεν κατοχυρώνεται από την ΕΣΔΑ δικαίωμα μη εκθέσεως των μαθητών σε πεποιθήσεις διαφορετικές από αυτές των ιδίων και των γονέων τους, ενώ, αντιθέτως, η ικανότητα ανοχής και διαλόγου αποτελεί μια από τις θεμελιώδεις προϋποθέσεις συμμετοχής στη δημοκρατική ζωή. ΕΔΔΑ 45216/07, σ. 844. Άρθρο 1 ΠΠΠ: οριστική δήμευση κατασχεθέντων πραγμάτων καλόπιστου τρίτου. ΕΔΔΑ 1946/06, σ. 844. Άρθρο 2 ΠΠΠ σε συνδυασμό με άρθρο 9: παραβιάζονται από την ανάρτηση του συμβόλου του εσταυρωμένου στις σχολικές αίθουσες διδασκαλίας. Η υποχρεωτική έκθεση ενός συμβόλου πίστης στις σχολικές αίθουσες περιορίζει το δικαίωμα των γονέων να εκπαιδεύουν τα παιδιά τους σύμφωνα με τις πεποιθήσεις τους, καθώς και το δικαίωμα των ίδιων των μαθητών να πιστεύουν ή να μην πιστεύουν. Ο περιορισμός αυτός είναι ασύμβατος με την υποχρέωση ουδετερότητας των κρατών μελών κατά την άσκηση δημόσιας εξουσίας και ειδικότερα στον τομέα της εκπαίδευσης. ΕΔΔΑ 30814/06, σ. 845. Άρθρο 7 ΕΣΔΑ: αναδρομική ισχύς του ηπιότερου νόμου (στροφή νομολογίας). ΟλΕΔΔΑ 10249/03, σ. 845. Άρθρο 10: έμμεση διαφήμιση προϊόντων καπνού σε περιοδικό. Άρθρα 14 και 10: διάκριση από τα τηλεοπτικά μέσα. ΕΔΔΑ 13353/05, σ. 846. Άρθρα 10: επιστημονική κριτική ιατρού από συνάδελφο, 6 παρ. 1: αμεροληψία πειθαρχικών οργάνων. ΕΔΔΑ 53025/99, σ. 846. Άρθρο 6: υπόθεση ποινικής φύσης, δικαίωμα εξέτασης πραγματογνωμόνων. Άρθρο 10: δικαίωμα έκφρασης - πρόκληση εθνικού μίσους. ΕΔΔΑ 72596/01, σ. 847. Άρθρο 10: απόλυτη απαγόρευση μετάδοσης πολιτικών διαφημίσεων στην τηλεόραση. ΕΔΔΑ 21132/05, σ. 848. Άρθρο 8: θετικές υποχρεώσεις κράτους, προστασία ανηλίκων, αγγελία σεξουαλικού περιεχομένου στο διαδίκτυο. ΕΔΔΑ 2872/02, σ. 848. Άρθρο 8: ιδιωτική ζωή φυλακισμένου και προστασία του περιβάλλοντος. ΕΔΔΑ 6586/03, σ. 849. Άρθρο 8: δικαίωμα στο περιβάλλον, θετικές υποχρεώσεις, αρχή της προφύλαξης, δικαίωμα πληροφόρησης για περιβαλλοντικά ζητήματα. ΕΔΔΑ 67021/01, σ. 849. Άρθρο 8: υποκλοπή διαλόγου με ραδιοπομπό. Άρθρο 6: χρήση παράνομων αποδεικτικών μέσων στην ποινική δίκη. ΟλΕΔΔΑ 4378/02, σ. 850. Άρθρο 10: δημοσίευση φωτογραφιών καταδικασθέντος χωρίς τη συναίνεσή του. ΕΔΔΑ 34438/04, σ. 851. Άρθρο 10: ποινική καταδίκη δάσκαλου συνδικαλιστή για ψευδή καταμήνυση και οργάνωση πικετοφορίας κατά της διευθύντριας σχολείου. Άρθρο 6: μεταβολή νομικού χαρακτηρισμού στην ποινική δίκη. ΕΔΔΑ 4063/04,σ. 851. Άρθρο 14 ΕΣΔΑ και 1 του 1ου πρωτ.: μη προσμέτρηση συντάξιμου χρόνου λόγω ιθαγένειας. Άρθρο 6: δικαίωμα ακρόασης κατ’ αναίρεση. ΟλΕΔΔΑ 55707/00, σ. 851. Άρθρο 8: απέλαση για λόγους εθνικής ασφάλειας με βάση απόρρητα στοιχεία πατέρα και συζύγου Λιθουανών υπηκόων. Άρθρο 6 § 1: μη εφαρμογή σε υποθέσεις που αφορούν στην είσοδο στη χώρα, παραμονή και απέλαση αλλοδαπών. ΕΔΔΑ 10425/03, σ. 852. Άρθρα 5 § 4, 6 § 1: μη αποκάλυψη κρίσιμων εγγράφων στους κρατούμενους για λόγους δημόσιας ασφάλειας. ΟλΕΔΔΑ 3455/05, σ. 853. Άρθρο 10: δικαίωμα πληροφόρησης, θετικές υποχρεώσεις κράτους, απαγόρευση σε μισθωτήριο εγκατάστασης δορυφορικής κεραίας. ΕΔΔΑ 23883/06, σ. 853. Άρθρο 9: θρησκευτική ελευθερία, κρατική παρέμβαση σε εσωτερική εκκλησιαστική διένεξη. ΕΔΔΑ 412/03, 35677/04, σ. 854. Άρθρα 14 και 6 § 1: μη χορήγηση δικαστικής συνδρομής λόγω έλλειψης άδειας παραμονής. ΕΔΔΑ 45413/07, σ. 854. Άρθρο 6 § 1: μεταστροφή της νομολογίας, ασφάλεια δικαίου, δικαιολογημένη εμπιστοσύνη. ΕΔΔΑ 20153/04, σ. 855. Άρθρα 10: ποινική καταδίκη και παύση εισαγγελέα για προσβολή των ενόπλων δυνάμεων, 13: αμεροληψία. ΕΔΔΑ 64119/00, 76292/01, σ. 855. Άρθρο 10: παύση δικαστικού λειτουργού για δηλώσεις του σε βάρος της δικαιοσύνης. ΕΔΔΑ 29492/05, σ. 856. Άρθρο 6 § 1: πειθαρχική παύση δικαστικού λειτουργού, εφαρμογή νομολογίας Eskelinen, δημοσιότητα διαδικασίας, αμεροληψία δικαστών, ισότητα όπλων - εξέταση μαρτύρων. ΕΔΔΑ 22330/05, σ. 857. Άρθρο 11: δικαίωμα συνεταιρίζεσθαι δημοτικών υπαλλήλων, ελευθερία συλλογικών διαπραγματεύσεων. ΟλΕΔΔΑ 34503/97, σ. 858. ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ Διεκδικητική αγωγή. Ο κύριος του πράγματος δικαιούται να ζητήσει αποζημίωση ίση με την αξία του πράγματος, αν αυτό δεν μπορεί να του αποδοθεί. Η σχετική αξίωση στρεφόμενη κατά του Δημοσίου, ο.τ.α., ή ν.π.δ.δ. υπάγεται στα πολιτικά δικαστήρια. Παραγραφή αξίωσης κατά ο.τ.α. Η παραγραφή της αξίωσης για αποζημίωση λόγω αδυναμίας προς απόδοση του πράγματος αρχίζει από τότε που γεννιέται η αξίωση αυτή, δηλαδή από τότε που βεβαιώνεται από την απόφαση ή κατά την εκτέλεση ότι δεν είναι δυνατή η αυτούσια απόδοση του διεκδικούμενου πράγματος. ΑΠ 1793/09, σ. 680. Αγωγή κατά της Τράπεζας της Ελλάδος για αποκατάσταση της ζημίας που προκλήθηκε από παράνομες πράξεις και παραλείψεις των οργάνων της κατά την άσκηση της δημόσιας εξουσίας που τους έχει ανατεθεί, για τον έλεγχο της πίστεως. Υπάγεται στη δικαιοδοσία των διοικητικών δικαστηρίων. ΑΠ 1950/08, σ. 711. Ο καθού η απαλλοτρίωση ακινήτου δικαιούχος της αποζημίωσης, έχει – έναντι του οικείου Δικηγορικού Συλλόγου, που εισέπραξε από το Ταμείο Παρακαταθηκών, με βάση αντισυνταγματικές διατάξεις, το ποσό της αμοιβής του δικηγόρου, το οποίο αποτελεί μέρος της οφειλόμενης στον δικαιούχο πλήρους αποζημίωσης – ενοχική απαίτηση προς επιστροφή του ποσού αυτού, η απαίτηση δε αυτή μπορεί να στηριχθεί στη διάταξη του άρθ. 8 § 5 ν.δ. 797/1971, σε συνδυασμό και με τις περί αδικοπραξιών διατάξεις των άρθ. 914, 297, 298 ΑΚ ή στις περί αδικαιολογήτου πλουτισμού διατάξεις των άρθ. 904 επ. ΑΚ. Η σχετική διαφορά υπάγεται στη δικαιοδοσία των πολιτικών δικαστηρίων. ΑΠ 1780/09, σ. 712. Διαφορές που έχουν περιουσιακό αντικείμενο μπορούν να αφαιρεθούν από τη δικαιοδοσία των ελληνικών δικαστηρίων και να υπαχθούν στη δικαιοδοσία συγκεκριμένου δικαστηρίου αλλοδαπής πολιτείας. Αν οι διαφορές πρόκειται να γεννηθούν στο μέλλον, από συγκεκριμένη έννομη σχέση, επιτρέπεται αυτές να υπαχθούν στη δικαιοδοσία αλλοδαπής πολιτείας, με συμφωνία των ενδιαφερομένων, αλλά η συμφωνία αυτή για να είναι έγκυρη πρέπει να είναι έγγραφη· το έγγραφο είναι συστατικό. Πότε η σχετική ρήτρα που περιέχεται στη φορτωτική είναι έγκυρη. Τα ελληνικά δικαστήρια έχουν δικαιοδοσία επί ημεδαπών και αλλοδαπών, εφόσον υπάρχει αρμοδιότητα λόγω γενικής ή ειδικής δωσιδικίας. Έτσι, υπάρχει δικαιοδοσία των ελληνικών δικαστηρίων να δικάσουν διαφορές νομικών προσώπων, των οποίων η πραγματική έδρα βρίσκεται στην περιφέρεια ελληνικού δικαστηρίου. Επί παθητικής ομοδικίας, αρμόδιο είναι το δικαστήριο στην περιφέρεια του οποίου έχει την έδρα του ή την κατοικία του οποιοσδήποτε από τους ομοδίκους. Δεν εφαρμόζεται όμως η δωσιδικία των ομοδίκων, όταν, εν γνώσει του ενάγοντος, συνενάγεται πρόσωπο προκειμένου να καταστρατηγηθεί η διάταξη του άρθ. 37 § 1 ΚΠολΔ, γεγονός που πρέπει να αποδεικνύεται από τον ενιστάμενο. Διεθνής Σύμβαση Βρυξελλών για τη διεθνή δικαιοδοσία. Προϋποθέσεις εφαρμογής επί συμφωνίας για δικαιοδοσία αλλοδαπών δικαστηρίων. ΕφΠειρ 516/09, σ. 814. Βλ. και Διοικητική πράξη. ΔΙΚΑΙΟΠΡΑΞΙΑ Ρητή και σιωπηρή δήλωση βούλησης. ΑΠ 1936/08, σ. 730. ΔΙΚΑΙΩΜΑ Τρόποι απόσβεσης πραγματικής και περιορισμένης προσωπικής δουλείας. Δουλεία διόδου. Η, παρά την αυτάρκεια του δεσπόζοντος ακινήτου, που εξασφαλίζεται με την ύπαρξη πρόσοψης αυτού και την άμεση πρόσβαση και εξυπηρέτησή του από κοινόχρηστο δημοτικό δρόμο, εξακολούθηση χρησιμοποίησης της διόδου επί του δουλεύοντος ακινήτου, συνιστά κατάχρηση δικαιώματος και συνεπώς αποτελεί και νομικό λόγο αδυναμίας άσκησης της πραγματικής δουλείας. ΑΠ 1796/09, σ. 722. Κρίσιμος χρόνος κτήσης αγωγικού δικαιώματος. ΕφΑθ 161/10, σ. 784. Βλ. και Εργατικά θέματα. ΔΙΚΑΣΤΕΣ Άρθρα 10: ποινική καταδίκη και παύση εισαγγελέα για προσβολή των ενόπλων δυνάμεων, 13: αμεροληψία. ΕΔΔΑ 64119/00, 76292/01, σ. 855. Άρθρο 10: παύση δικαστικού λειτουργού για δηλώσεις του σε βάρος της δικαιοσύνης. ΕΔΔΑ 29492/05, σ. 856. Άρθρο 6 § 1: πειθαρχική παύση δικαστικού λειτουργού, εφαρμογή νομολογίας Eskelinen, δημοσιότητα διαδικασίας, αμεροληψία δικαστών, ισότητα όπλων - εξέταση μαρτύρων. ΕΔΔΑ 22330/05, σ. 857. Δικαίωμα σε αμερόληπτο δικαστήριο. ΔΕΚ C-308/07 P, σ. 892. Το κοινοτικό δίκαιο δεν επιτρέπει εθνική νομοθεσία, αποκλείουσα εν γένει την ευθύνη του κράτους μέλους για τις ζημίες που προκλήθηκαν σε ιδιώτες λόγω παραβάσεως του κοινοτικού δικαίου από δικαστήριο. ΔΕΚ C-173/03, σ. 902. ΔΙΚΑΣΤΙΚΑ ΕΞΟΔΑ Συμπλήρωση απόφασης εφετείου ως προς τα δικαστικά έξοδα. ΕφΑθ 1842/09, σ. 791. Συνέπεια της μη προκαταβολής των δικαστικών εξόδων στη δίκη διατροφής είναι η ερημοδικία του εναγομένου. Το ίδιο ισχύει και στο εφετείο για τον εκκαλούντα – εναγόμενο. ΕφΑθ 5546/08, σ. 792. Εργολαβία δίκης· αμοιβή και έξοδα δικηγόρου. Διάκριση αμοιβής δικηγόρου και δικαστικών εξόδων. ΕφΑθ 3396/09, σ. 794. ΔΙΚΗ Αναβολή δίκης προκειμένου να συνεκδικασθεί με άλλη συναφή. ΕφΑθ 1962/09, σ. 793. Άρθρο 6 ΕΣΔΑ: εφαρμογή των αρχών της δίκαιης δίκης και στην προσωρινή δικαστική προστασία, παραβίαση της αρχής της αμεροληψίας. ΟλΕΔΔΑ 17056/06. ΔΙΚΗΓΟΡΟΙ Ο δικηγόρος δικαιούται να λάβει, εκτός από τη δικαστηριακή ή άλλη δαπάνη που κατέβαλε, και αμοιβή, η οποία αν δεν έχει κανονισθεί με συμφωνία με τον εντολέα του, σε καμιά περίπτωση δεν επιτρέπεται να είναι κατώτερη από τα ελάχιστα όρια που καθορίζονται από τα άρθ. 98 επ. του Κώδ. Δικηγόρων. Κάθε συμφωνία για λήψη μικρότερης αμοιβής από τα παραπάνω καθοριζόμενα όρια είναι άκυρη ανεξαρτήτως του χρόνου συνάψεώς της. Από την αμοιβή του δικηγόρου για τη σύμπραξή του στην κατάρτιση συμβιβασμού αφαιρούνται τα χρηματικά ποσά που είχαν δοθεί ως προκαταβολή για τις μέχρι του συμβιβασμού εκτελεσθείσες από αυτόν εργασίες και ως τέτοιες νοούνται όλες εκείνες οι εργασίες που επιχειρήθηκαν αποκλειστικά και μόνο χάριν και προς ευόδωση του συμβιβασμού, όχι όμως και εργασίες που επιχειρήθηκαν στα πλαίσια εντολής προς διεξαγωγή δικών κλπ, που προηγήθηκαν απλώς του συμβιβασμού. Έτσι, ο δικηγόρος που ενήργησε συγκεκριμένες διαδικαστικές πράξεις πριν από τον συμβιβασμό στον οποίο συνέπραξε, δικαιούται εκτός από την κατά άρθ. 124 § 1 του Κώδ. Δικηγόρων αμοιβή για την επίτευξη του συμβιβασμού, και ιδιαίτερη αμοιβή για τις παραπάνω πράξεις, οι οποίες αμείβονται αυτοτελώς και ανεξάρτητα από τον επιτευχθέντα συμβιβασμό. ΟλΑΠ 6/10, σ. 668. Πρόστηση μπορεί να υπάρχει και επί συμβάσεως παροχής ανεξάρτητων υπηρεσιών, όπως είναι και η σύμβαση έμμισθης εντολής με πάγια περιοδική αμοιβή, μεταξύ δικηγόρου και εντολέα του. Στην τελευταία αυτή περίπτωση, για τον χαρακτηρισμό του δικηγόρου ως προστηθέντος του εντολέα του, αρκεί η εκ μέρους του εντολέα παροχή γενικών μόνο οδηγιών στον δικηγόρο, ως προς τον τόπο, τον χρόνο και τους όρους εργασίας του τελευταίου. Η ευθύνη του προστήσαντος είναι γνησία αντικειμενική. Στον προστήσαντα δεν παρέχεται η δυνατότητα απαλλαγής του από την ευθύνη, αν αποδείξει ότι δεν βαρύνεται με πταίσμα ως προς την εκ μέρους του επιλογή του προστηθέντος ή ως προς τις οδηγίες που του παρείχε. ΑΠ 1768/09, σ. 684. Ο καθού η απαλλοτρίωση ακινήτου δικαιούχος της αποζημίωσης, έχει – έναντι του οικείου Δικηγορικού Συλλόγου, που εισέπραξε από το Ταμείο Παρακαταθηκών, με βάση αντισυνταγματικές διατάξεις, το ποσό της αμοιβής του δικηγόρου, το οποίο αποτελεί μέρος της οφειλόμενης στον δικαιούχο πλήρους αποζημίωσης – ενοχική απαίτηση προς επιστροφή του ποσού αυτού, η απαίτηση δε αυτή μπορεί να στηριχθεί στη διάταξη του άρθ. 8 § 5 ν.δ. 797/1971, σε συνδυασμό και με τις περί αδικοπραξιών διατάξεις των άρθ. 914, 297, 298 ΑΚ ή στις περί αδικαιολογήτου πλουτισμού διατάξεις των άρθ. 904 επ. ΑΚ. Η σχετική διαφορά υπάγεται στη δικαιοδοσία των πολιτικών δικαστηρίων. ΑΠ 1780/09, σ. 712. Αμοιβή δικηγόρου. Δεν επιτρέπεται η αμοιβή να υπολείπεται των ελάχιστων ορίων που καθορίζονται από τα άρθ. 98 επ. του Κώδικα Δικηγόρων. Κάθε συμφωνία για λήψη μικρότερης αμοιβής από τα ανωτέρω καθοριζόμενα όρια είναι άκυρη ανεξάρτητα από τον χρόνο συνάψεώς της. Η αμοιβή δικηγόρων που προσλαμβάνονται από δήμους μπορεί να ελαττωθεί, με απόφαση του δικαστηρίου έως το 50% των κατώτατων ορίων που ορίζονται στον Κώδικα Δικηγόρων, ύστερα από εκτίμηση της οικονομικής κατάστασης του δήμου ή της κοινότητος που έχει διορίσει τον δικηγόρο. ΑΠ 1907/08, σ. 716. Αμοιβή δικηγόρου για έλεγχο τίτλων. ΑΠ 198/09, σ. 717. Εργολαβία δίκης. Η τυχόν εγγράφως καταρτισθείσα συμφωνία δεν καθίσταται άκυρη αν δεν θεωρηθεί από την αρμόδια Δ.Ο.Υ. Παραγραφή αξίωσης δικηγόρου. ΑΠ 1909/08, σ. 717. Διαδικασία πρόσληψης δικηγόρου με πάγια αντιμισθία στο δημόσιο τομέα. Ακυρότητα πρόσληψης αν δεν τηρηθούν οι προϋποθέσεις του νόμου. ΑΠ 188/09, σ. 718. Συμφωνία για αμοιβή δικηγόρου· άτυπη, απόδειξη. ΕφΑθ 1427/09, σ. 793. Εργολαβία δίκης· αμοιβή και έξοδα δικηγόρου. Διάκριση αμοιβής δικηγόρου και δικαστικών εξόδων. ΕφΑθ 3396/09, σ. 794. Άρθρα 14 συνδ. 8 ΕΣΔΑ: εγγραφή αλλοδαπής στα βιβλία ασκούμενων δικηγόρων και μεταγενέστερος αποκλεισμός της από τις εξετάσεις υποψηφίων δικηγόρων. ΕΔΔΑ 26713/05, σ. 837. Οδηγία 98/5/ΕΚ για τη διευκόλυνση της μόνιμης άσκησης του δικηγορικού επαγγέλματος. ΔΕΚ C-506/04, σ. 899. ΔΙΟΔΟΣ Πότε ασκείται η αρνητική αγωγή κυριότητας (1108 ΑΚ). Προϋποθέσεις παροχής διόδου (1012 ΑΚ). Προσωρινή ισχύς απόφασης ασφαλιστικών μέτρων. Σε περίπτωση προσωρινής παροχής διόδου και προσωρινού καθορισμού αποζημίωσης με απόφαση ασφαλιστικών μέτρων, μπορεί να ζητηθεί από το δικαστήριο της κύριας δίκης, αφού διαγνωστεί η μη ύπαρξη δικαιώματος διέλευσης λόγω του ότι το ακίνητο της πρώτης εναγόμενης δεν είναι περίκλειστο, η παύση της διέλευσης και εξακολούθησης της διατάραξης των εναγόντων στην άσκηση της νομής τους και επικουρικώς να καθοριστεί η οριστική ανάλογη αποζημίωση, οπότε δεν κωλύεται η κατά την κύρια δίκη εκ νέου εξέταση και διαφορετική κρίση ως προς τα ζητήματα του κατά πόσο είναι περίκλειστο το επίδικο ακίνητο και του καθορισμού της οριστικής αποζημίωσης, που προσωρινά κρίθηκαν με την απόφαση των ασφαλιστικών μέτρων. ΑΠ 1792/09, σ. 720. Τρόποι απόσβεσης πραγματικής και περιορισμένης προσωπικής δουλείας. Δουλεία διόδου. Η, παρά την αυτάρκεια του δεσπόζοντος ακινήτου, που εξασφαλίζεται με την ύπαρξη πρόσοψης αυτού και την άμεση πρόσβαση και εξυπηρέτησή του από κοινόχρηστο δημοτικό δρόμο, εξακολούθηση χρησιμοποίησης της διόδου επί του δουλεύοντος ακινήτου, συνιστά κατάχρηση δικαιώματος και συνεπώς αποτελεί και νομικό λόγο αδυναμίας άσκησης της πραγματικής δουλείας. ΑΠ 1796/09, σ. 722. ΔΙΟΙΚΗΤΙΚΗ ΠΡΑΞΗ Κατά πάγια αρχή του διοικητικού δικαίου, η ατομική διοικητική πράξη από την έναρξη της ισχύος της έως την ακύρωσή της με δικαστική απόφαση ή την ανάκληση ή κατάργησή της ή γενικά την παύση της ισχύος της καθ’ οιονδήποτε τρόπο παράγει όλα τα έννομα αποτελέσματά της ανεξάρτητα από το αν έχει νομική πλημμέλεια. Τα πολιτικά δικαστήρια όμως όταν δικάζουν ιδιωτικές διαφορές, που υπάγονται στη δικαιοδοσία τους, έχουν, κατ’ άρθ. 2 ΚΠολΔ, το δικαίωμα να προβαίνουν σε παρεμπίπτουσα έρευνα του κύρους και της νομιμότητας της διοικητικής πράξης και πριν την ανάκληση, ακύρωση η κατάργησή της. ΑΠ 1791/09, σ. 675. ΔΙΟΙΚΗΤΙΚΗ ΣΥΜΒΑΣΗ Άρθρα 43, 49 και 86 ΕΚ – Αρχές της ίσης μεταχείρισης και της διαφάνειας – Απευθείας ανάθεση σύμβασης (παραχώρησης) για την ύδρευση επαρχίας σε εταιρεία μικτής οικονομίας, όπου συμμετέχει ιδιώτης με ποσοστό 49% του κεφαλαίου, ο οποίος επιλέγεται κατόπιν διαγωνισμού. ΔΕΚ C-196/08, σ. 862. Οδηγία 93/38/ΕΟΚ – Διακήρυξη διαγωνισμού – Εκπόνηση μελέτης – Αρχές της ίσης μεταχείρισης και της διαφάνειας – Κριτήρια αυτόματου αποκλεισμού αλλοδαπών μελετητών. ΔΕΚ C-199/07, σ. 869. Οδηγία 93/38/ΕΟΚ – Διακήρυξη διαγωνισμού – Κριτήρια ποιοτικής επιλογής – Δεν μπορούν να αποτελέσουν και κριτήρια αναθέσεως. ΔΕΚ C-199/07, σ. 869. Δημόσιες συμβάσεις – Άρθρα 43, 49 ΕΚ και αρχές της ίσης μεταχείρισης και της διαφάνειας – Σύμβαση σχετικά με την υπηρεσία συλλογής, μεταφοράς και διάθεσης των αστικών αποβλήτων – Απευθείας ανάθεση σε ανώνυμη εταιρία της οποίας μεν το μετοχικό κεφάλαιο ανήκει εξ ολοκλήρου σε δημόσιους φορείς, αλλά το καταστατικό προβλέπει τη δυνατότητα συμμετοχής ιδιωτικών κεφαλαίων. ΔΕΚ C-573/07, σ. 874. Δημόσιες συμβάσεις – Σύμβαση παραχώρησης υπηρεσιών. ΔΕΚ C-206/08, σ. 874. Οδηγία 92/50/ΕΟΚ – Άρθρο 29, πρώτο εδάφιο (λόγοι αποκλεισμού) – Εθνική νομοθεσία που απαγορεύει στις επιχειρήσεις μεταξύ των οποίων υπάρχει σχέση ελέγχου ή σημαντικής επιρροής να συμμετέχουν ως ανταγωνιστές στην ίδια διαδικασία σύναψης δημόσιας σύμβασης – Παραβίαση της αρχής της αναλογικότητας. ΔΕΚ C-538/07, σ. 881. Οδηγία 92/50 – Απευθείας, χωρίς διαγωνισμό, σύναψη σύμβασης μεταξύ διοικητικών περιφερειών (Landkreise) και της υπηρεσίας καθαριότητας της πόλης του Αμβούργου για τη διάθεση των αποβλήτων. ΔΕΚ C-480/06, σ. 882. Οδηγία 2004/18/ΕΚ – Αναθέτουσες αρχές – Δημόσια ταμεία ασφαλίσεως ασθενείας – Σύμβαση προμήθειας ή/και υπηρεσίας - Διαγωνισμός για κατασκευή και προμήθεια ορθοπεδικών υποδημάτων ατομικά προσαρμοσμένων στις ανάγκες των πελατών – Διάκριση μεταξύ σύμβασης παραχώρησης υπηρεσιών και συμφωνίας-πλαισίου. ΔΕΚ C-300/07, σ. 882. Δημόσιες συμβάσεις προμηθειών νοσοκομείων – Πρακτική απόρριψης προσφορών προϊόντων που φέρουν σήμανση CE. ΔΕΚ C-489/06, σ. 889. Οδηγία 92/50 για τον συντονισμό των διαδικασιών συνάψεως δημόσιων συμβάσεων υπηρεσιών – Παράβαση μέλους. ΔΕΚ C-382/05, σ. 895. Οδηγία 89/665 – Δημόσιες συμβάσεις – Ένδικο βοήθημα μέλους κοινοπραξίας. ΔΕΚ C492/06, σ. 895. Προμήθεια ιατροτεχνολογικών προϊόντων – Αρχή ίσης μεταχείρισης και υποχρέωση διαφάνειας. ΔΕΚ C-6/05, σ. 898. Τα άρθ. 43, 49 και 86 της Συνθήκης, καθώς και οι αρχές της ίσης μεταχειρίσεως, της απαγορεύσεως των διακρίσεων λόγω ιθαγενείας και της διαφάνειας δεν απαγορεύουν εθνική ρύθμιση, επιτρέπουσα σε δημόσιο οργανισμό την απ’ ευθείας ανάθεση δημόσιας υπηρεσίας σε εταιρία, της οποίας το κεφάλαιο ανήκει εξ ολοκλήρου στον ίδιο αυτό οργανισμό. ΔΕΚ C410/04, σ. 900. Οδηγίες 92/50/ΕΟΚ και 93/38/ΕΟΚ για το συντονισμό των διαδικασιών συνάψεως δημόσιων συμβάσεων υπηρεσιών – Ειδικό βάρος σε προκαθορισθέντα υποστοιχεία ενός κριτηρίου ανάθεσης. ΔΕΚ C-331/04, σ. 902. Λόγοι αποκλεισμού αναδόχων από δημόσιες συμβάσεις υπηρεσιών. ΔΕΚ C-226/04, σ. 903. Βλ. και Δημόσια έργα. ΔΟΥΛΕΙΑ Περιεχόμενο αγωγής αποβολής από τη νομή. Δουλεία οδού· τρόπος σύστασης· προσβολή της. Προσβολή χρήσης κοινόχρηστων πραγμάτων. ΕφΑθ 848/09, σ. 821. Βλ. Δίοδος. ΔΩΡΕΑ Όταν μεταξύ των όρων που απαιτούνται για την κατάρτιση της υπό την εικονική καλυπτόμενης άλλης δικαιοπραξία είναι συστατικός τύπος, όπως το συμβολαιογραφικό έγγραφο που επιβάλλει ο νόμος πάντοτε για τη δωρεά ακινήτου, αρκεί ότι ο τύπος αυτός τηρήθηκε για την εικονική δικαιοπραξία και δεν απαιτείται να προκύπτει από τον τύπο αυτόν και το είδος και γενικότερα το περιεχόμενο της καλυπτόμενης δικαιοπραξίας αλλά αυτά αποδεικνύονται με τα επιτρεπόμενα εκάστοτε αποδεικτικά μέσα. ΑΠ 164/09, σ. 723. Επί ανακλήσεως της συμφωνηθείσας δωρεάς υπό τρόπο και ειδικότερα υπό τον όρο διατροφής, φροντίδας, περιποιήσεως και περιθάλψεως του δωρητή, απόκειται στον δωρεοδόχο να επικαλεσθεί και αποδείξει, προς απαλλαγή του, είτε ότι εκπλήρωσε τον τρόπο, είτε ότι η μη εκπλήρωση οφείλεται σε γεγονός δια το οποίο δεν υπέχει ευθύνη. ΑΠ 164/09, σ. 723. ΕΓΓΡΑΦΑ Εργολαβία δίκης. Η τυχόν εγγράφως καταρτισθείσα συμφωνία δεν καθίσταται άκυρη αν δεν θεωρηθεί από την αρμόδια Δ.Ο.Υ. Παραγραφή αξίωσης δικηγόρου. ΑΠ 1909/08, σ. 717. Άρθρα 5 § 4, 6 § 1: μη αποκάλυψη κρίσιμων εγγράφων στους κρατούμενους για λόγους δημόσιας ασφάλειας. ΟλΕΔΔΑ 3455/05, σ. 853. ΕΓΓΥΗΣΗ Πότε υπάρχει αλληλόχρεος λογαριασμός. Έκταση ευθύνης εγγυητή για κατάλοιπο αλληλόχρεου λογαριασμού. ΑΠ 1763/09, σ. 686. Ο εγγυητής που εγγυήθηκε για τις υποχρεώσεις του πρωτοφειλέτη - μισθωτή που απορρέουν από τη μίσθωση, δεν ευθύνεται και για τις υποχρεώσεις του μισθωτή που απορρέουν από το νόμο, όπως η εκ του άρθ. 601 ΑΚ υποχρέωση για αποζημίωση χρήσης. ΑΠ 1842/08 (Σημ. Ι. Κατρά), σ. 756. ΕΘΙΜΟ Ισχύς εθίμου. Στη Μύκονο και στα υπόλοιπα νησιά των Κυκλάδων, είχε επικρατήσει από τον καιρό της Φραγκοκρατίας έθιμο να μπορεί να υπάρχει ιδιότυπη ξεχωριστή οριζόντια ιδιοκτησία στο δώμα ισόγειας οικοδομής τρίτου, χωρίς να έχει ο κύριος αυτής και ανάλογο ποσοστό συνιδιοκτησίας επί του εδάφους, του οποίου κύριος παρέμεινε ο ιδιοκτήτης του ισογείου. Το έθιμο αυτό εξακολούθησε να ισχύει μέχρι και την εισαγωγή του ΑΚ (23.2.1946), οπότε και καταργήθηκε για το εφεξής διάστημα. Οι μέχρι όμως του χρόνου εισαγωγής του ΑΚ ήδη αποκτηθείσες με βάση το παραπάνω έθιμο επί του δώματος τρίτου ιδιοκτησίες, δηλ. αυτών που δεν είχαν κυριότητα επί ισογείου και του εδάφους, εξακολούθησαν να είναι ισχυρές και δεν καταργήθηκαν από το νόμο αυτό. ΑΠ 1702/09, σ. 724. ΕΙΚΟΝΙΚΟΤΗΤΑ Όταν μεταξύ των όρων που απαιτούνται για την κατάρτιση της υπό την εικονική καλυπτόμενης άλλης δικαιοπραξία είναι συστατικός τύπος, όπως το συμβολαιογραφικό έγγραφο που επιβάλλει ο νόμος πάντοτε για τη δωρεά ακινήτου, αρκεί ότι ο τύπος αυτός τηρήθηκε για την εικονική δικαιοπραξία και δεν απαιτείται να προκύπτει από τον τύπο αυτόν και το είδος και γενικότερα το περιεχόμενο της καλυπτόμενης δικαιοπραξίας αλλά αυτά αποδεικνύονται με τα επιτρεπόμενα εκάστοτε αποδεικτικά μέσα. ΑΠ 164/09, σ. 723. ΕΚΚΛΗΣΙΑ Κτήματα των ιερών ναών της Ορθόδοξης Εκκλησίας της Ελλάδος, τελούντα υπό τη νομή και κατοχή τους από της απελευθερώσεως του Ελληνικού Κράτους, και για τα οποία δεν υφίσταται νόμιμος τίτλος της μεταβίβασής τους, λόγω αδυναμίας κτήσεως τίτλου κατά το υφιστάμενο επί Τουρκοκρατίας καθεστώς, θεωρούνται ότι περιήλθαν κατά πλήρες δικαίωμα κυριότητας στους ναούς αυτούς από της κτήσεώς τους, η δε τυπική αυτή τακτοποίηση του δικαιώματος κυριότητας επί των κτημάτων τούτων συντελείται με τη μεταγραφή στα βιβλία μεταγραφών του συμβολαιογραφικού εγγράφου με το οποίο παρέχει τη συναίνεσή του ο εμφανιζόμενος ως κύριος των κτημάτων ή οι ειδικοί ή καθολικοί διάδοχοι αυτού. ΑΠ 784/08, σ. 725. Βλ. και Θρησκεία. ΕΚΠΑΙΔΕΥΣΗ Άρθρο 10 ΕΣΔΑ: Ακαδημαϊκή ελευθερία, γνώμη για το ακαδημαϊκό σύστημα. Αναγκαίοι περιορισμοί. ΕΔΔΑ 17089/03, σ. 842. Άρθρο 2 ΠΠΠ: υποχρεωτική διδασκαλία μαθήματος ηθικής. Το επίμαχο μάθημα αποβλέποντας στη μετάδοση γενικών γνώσεων για τη φιλοσοφία, τη θρησκευτική και φιλοσοφική ηθική, τους διαφόρους πολιτισμούς και τις μεγάλες θρησκείες του κόσμου, έχει ουδέτερο χαρακτήρα, ο οποίος συμβιβάζεται με τις αρχές του πλουραλισμού και της αντικειμενικότητας και δεν προσδίδει ιδιαίτερη βαρύτητα σε μια συγκεκριμένη πεποίθηση ή θρησκεία. Εξάλλου, δεν κατοχυρώνεται από την ΕΣΔΑ δικαίωμα μη εκθέσεως των μαθητών σε πεποιθήσεις διαφορετικές από αυτές των ιδίων και των γονέων τους, ενώ, αντιθέτως, η ικανότητα ανοχής και διαλόγου αποτελεί μια από τις θεμελιώδεις προϋποθέσεις συμμετοχής στη δημοκρατική ζωή. ΕΔΔΑ 45216/07, σ. 844. Άρθρο 2 ΠΠΠ σε συνδυασμό με άρθρο 9: παραβιάζονται από την ανάρτηση του συμβόλου του εσταυρωμένου στις σχολικές αίθουσες διδασκαλίας. Η υποχρεωτική έκθεση ενός συμβόλου πίστης στις σχολικές αίθουσες περιορίζει το δικαίωμα των γονέων να εκπαιδεύουν τα παιδιά τους σύμφωνα με τις πεποιθήσεις τους, καθώς και το δικαίωμα των ίδιων των μαθητών να πιστεύουν ή να μην πιστεύουν. Ο περιορισμός αυτός είναι ασύμβατος με την υποχρέωση ουδετερότητας των κρατών μελών κατά την άσκηση δημόσιας εξουσίας και ειδικότερα στον τομέα της εκπαίδευσης. ΕΔΔΑ 30814/06, σ. 845. Οδηγία 89/48/ΕΟΚ – Αναγνώριση τίτλων. ΔΕΚ C-311/06, σ. 885. Οδηγία 85/384/ΕΟΚ – Επαγγελματικοί τίτλοι – Παράβαση μέλους. ΔΕΚ C-43/06, σ. 893. Αναγνώριση βεβαιώσεων επαγγελματικής επάρκειας για την άσκηση της δραστηριότητας του ιδιωτικού ντέτεκτιβ – Παράβαση μέλους. ΔΕΚ C-514/03, σ. 901. Αναγνώριση διπλωμάτων τριτοβάθμιας εκπαίδευσης που πιστοποιούν επαγγελματική εκπαίδευση ελάχιστης διάρκειας τριών ετών. ΔΕΚ C-330/03, σ. 902. ΕΚΤΕΛΕΣΗ Προϋποθέσεις αναγνώρισης και εκτέλεσης αλλοδαπής διαιτητικής απόφασης κατά την από 10.6.1958 Σύμβαση της Νέας Υόρκης. Περιστατικά. ΑΠ 1665/09, σ. 703. Προνομιακή κατάταξη απαίτησης ασφαλισμένης με προσημείωση. ΑΠ 1767/09, σ. 727. Διανομή. Εκούσιος πλειστηριασμός. Ανακοπή κατά του πλειστηριασμού· παθητική νομιμοποίηση. ΕφΑθ 5319/09, σ. 790. Έξοδα αναγκαστικής εκτέλεσης· βάρος απόδειξης. Όταν με την ανακοπή κατά του πίνακα κατάταξης δανειστών αμφισβητείται ότι τα έξοδα εκτέλεσης που αφαιρέθηκαν αφορούν τη συγκεκριμένη εκτέλεση και γενικά τα παραγωγικά τους γεγονότα, το βάρος απόδειξης φέρει ο επισπεύδων – καθ’ ου η ανακοπή. Στα έξοδα εκτέλεσης περιλαμβάνονται και τα δικαιώματα του δικαστικού επιμελητή για την πρόσληψη κήρυκα και η αμοιβή του τελευταίου για την κήρυξη του πλειστηριασμού, όχι όμως και – σε περίπτωση κατάσχεσης περισσοτέρων ακινήτων – τα έξοδα εκτέλεσης του ακινήτου του οποίου δεν ολοκληρώθηκε η εκτέλεση με πλειστηριασμό. ΕφΙωαν 55/09, σ. 795. Εκτέλεση εξωστικής απόφασης. Αξίωση αποζημίωσης για παράνομη εκτέλεση. Δεν είναι παράνομη η εκτέλεση πρωτόδικης απόφασης που εξαφανίσθηκε μεταγενέστερα. ΕφΑθ 5725/08, σ. 797. ΕΝΔΙΚΟ ΒΟΗΘΗΜΑ Άρθρα 6 § 1 ΕΣΔΑ, 1 ΠΠΠ: υποχρέωση παρακατάθεσης ποσού ίσου με το ύψος προστίμου, ως προϋπόθεση του παραδεκτού άσκησης ενδίκου βοηθήματος. ΕΔΔΑ 49852/06, σ. 841. ΕΝΟΙΚΟΔΟΜΗΣΗ Βλ. Κυριότητα. ΕΝΣΤΑΣΗ Περιεχόμενο ένστασης εξόφλησης. ΑΠ 178/10, σ. 743. ΕΝΤΟΛΗ Αγορά ακινήτου από εντολοδόχο για λογαριασμό του εντολέα. Υποχρέωση εντολοδόχου να μεταβιβάσει στον εντολέα το ακίνητο. ΕφΑθ 2317/09, σ. 799. Βλ. και Πλουτισμός. ΕΠΙΔΟΣΗ Σε περίπτωση θυροκόλλησης του προς το νομικό πρόσωπο επιδιδόμενου εγγράφου, κατά το άρθ. 128 § 4 ΚΠολΔ, δεν απαιτείται να μνημονεύεται στην έκθεση επίδοσης και το όνομα του εκπροσώπου του. ΟλΑΠ 8/10, σ. 672. Η παράλειψη επίδοσης της αγωγής δεν καθιστά την αγωγή ανυπόστατη, εφόσον ο εναγόμενος συμμετέχει νόμιμα στην πρώτη συζήτηση της αγωγής και δεν προβάλει κατ’ αυτήν ένσταση μη επιδόσεως, επικαλούμενος δικονομική βλάβη. Ο καθολικός διάδοχος κάποιου από τους αρχικούς διαδίκους είναι πρόσωπο νομικώς ταυτιζόμενο με αυτόν, υπεισερχόμενο στη δικονομική του θέση και νομιμοποιούμενο να ενεργήσει οποιαδήποτε διαδικαστική πράξη για την ολοκλήρωση της άσκησης της αγωγής και την περάτωση της δίκης. ΑΠ 1974/08, σ. 677. Περιεχόμενο και αποδεικτική ισχύς έκθεσης επίδοσης. ΕφΑθ 3903/09, σ. 800. ΕΠΙΤΑΓΗ Από τη σύμβαση επιταγής μεταξύ τράπεζας και εκδότη των επιταγών πελάτη της ουδεμία απαίτηση έχει ο νόμιμος κομιστής, ως τρίτος, έναντι της πληρώτριας τράπεζας από την τυχόν μη πληρωμή της επιταγής, η δε πληρώτρια τράπεζα δεν υποχρεούται ούτε έναντι του εντολέα της εκδότη των προσκομιζόμενων σ’ αυτή προς πληρωμή επιταγών να προβαίνει σε τακτικούς ελέγχους για τη διαπίστωση της ύπαρξης ή μη κεφαλαίων προς πληρωμή. Όμως, η τράπεζα, για τη χορήγηση του μπλοκ επιταγών στον πελάτη της, πρέπει, να προβαίνει σε έλεγχο της αξιοπιστίας και του αξιοχρέου αυτού. Η υπαίτια παράλειψη των προστηθέντων από την τράπεζα να ελέγξουν, πριν τη χορήγηση του βιβλιαρίου επιταγών, το αξιόχρεο και αξιόπιστο του πελάτη της και η εν συνεχεία έκδοση επιταγών από τον λήπτη του σχετικού βιβλιαρίου, οι οποίες δεν πληρώθηκαν κατά τη νόμιμη εμφάνισή τους, συνιστά αδικοπραξία και η εκδότρια του βιβλιαρίου τράπεζα υποχρεούται σε αποζημίωση ή και χρηματική ικανοποίηση του κομιστή των επιταγών. ΑΠ 1768/09, σ. 728. ΕΡΓΑΤΙΚΑ ΘΕΜΑΤΑ Υποχρέωση της ΔΕΗ να προσμετρά για τη μισθολογική και προαγωγική εξέλιξη των μισθωτών της, που ανήκουν στο τακτικό προσωπικό, τόσον τον προ της εντάξεώς τους πραγματικό χρόνο υπηρεσίας τους στην επιχείρησή της, με οποιαδήποτε μορφή σύμβασης εργασίας και αν διανύθηκε, όσο και τον προ της προσλήψεώς τους πραγματικό και ευδόκιμο χρόνο μαθητείας αυτών στην Πρότυπη Σχολή Μαθητείας ΔΕΗ και στη Σχολή Ταχύρρυθμης Εκπαίδευσης Τεχνικών, εφόσον δεν έχει προσμετρηθεί με οποιονδήποτε τρόπο, οπότε αποκλείεται η εκ νέου προσμέτρηση και δεν συντρέχει κάποιος από τους αναφερόμενους λόγους μη συνυπολογισμού, χωρίς να τίθεται καμία άλλη προϋπόθεση. Επομένως, θεμελιώνεται δικαίωμα του μισθωτού, που πηγάζει από τις σχετικές ΕΣΣΕ και τον ΚΚΠ/ΔΕΗ, για την προσμέτρηση του χρόνου προϋπηρεσίας ή του χρόνου μαθητείας του, και αντίστοιχη υποχρέωση της ΔΕΗ, η μη εκπλήρωση της οποίας συνιστά όχι αδικοπραξία αλλά αθέτηση συμβατικής υποχρεώσεως που πηγάζει από ατομική σύμβαση εργασίας και διαμορφώνεται με βάση συγκεκριμένες προϋποθέσεις που τίθενται από το νόμο. Πληρουμένων των νόμιμων προϋποθέσεων, η κατά τα άνω προσμέτρηση είναι υποχρεωτική για την ΔΕΗ, έτσι ώστε η συμμόρφωση της τελευταίας προς τη σχετική υποχρέωσή της δεν αποτελεί ενάσκηση διευθυντικού δικαιώματος και, επομένως, σε περίπτωση αρνήσεως της ΔΕΗ να προβεί στην εν λόγω προσμέτρηση, δεν τίθεται ζήτημα καταχρηστικής ασκήσεως αυτού (διευθυντικού δικαιώματος) και αδικοπρακτικής εντεύθεν ευθύνης της ΔΕΗ. Η αξίωση συνεπώς του μισθωτού να ενταχθεί στο αρμόζον, με βάση τον ΚΠΠ/ΔΕΗ και τις ισχύουσες ΕΣΣΕ, μισθολογικό κλιμάκιο δεν υπόκειται στην εκ του άρθ. 937 ΑΚ για τις αξιώσεις από αδικοπραξία πενταετή παραγραφή, αλλά στην από το άρθ. 249 ΑΚ προβλεπόμενη 20ετή παραγραφή, οι δε μισθολογικές αξιώσεις από τη μη κανονική αρχική ένταξη στο τακτικό προσωπικό της αναιρεσίβλητης, και τις εντεύθεν μη πραγματοποιηθείσες νόμιμες εντάξεις στα ανάλογα μισθολογικά κλιμάκια, υπόκεινται στην πενταετή παραγραφή του άρθ. 250 § 6 ΑΚ. ΟλΑΠ 4/10, σ. 666. Η ασφαλιστική εκκαθάριση δεν επιφέρει αυτοδικαίως τη λύση της συμβάσεως των εργαζομένων στην ασφαλιστική επιχείρηση ούτε συνιστά γεγονός ανώτερης βίας που την απαλλάσσει από την υποχρέωση καταβολής των αποδοχών, εωσότου ο επόπτης ή ο εκκαθαριστής της ασφαλιστικής εκκαθάρισης καταγγείλει τη σύμβαση εργασίας. Η καταγγελία αυτή εκ μέρους του επόπτη ή του εκκαθαριστή λόγω της αδυναμίας αποδοχής της εργασίας των εργαζομένων εξ αιτίας της ασφαλιστικής εκκαθάρισης και της διακοπής των εργασιών της επιχείρησης είναι έγκυρη, εφόσον γίνει εγγράφως, έστω και αν δεν καταβληθεί η νόμιμη αποζημίωση, την οποία οι εργαζόμενοι μπορεί να διεκδικήσουν κατά τη διαδικασία επαληθεύσεως όπως γίνεται δεκτό και στην πτώχευση, αφού ο θεσμός της ασφαλιστικής εκκαθάρισης προσομοιάζει με τον θεσμό της πτώχευσης. ΑΠ 1909/08, σ. 699. Σύμβαση εργασίας ορισμένου χρόνου. Πότε επιτρέπεται πρόωρη λύση της. ΑΠ 787/08, σ. 729. Χρόνος καταβολής μισθού εργαζομένου. Δεν αποτελεί προϋπόθεση της υπερημερίας του οφειλέτη το εκκαθαρισμένο της απαίτησης. Όμως, το ανεκκαθάριστο της απαίτησης θα μπορούσε κατά περίπτωση να στηρίξει ένσταση καταλυτική κατά το άρθ. 342 ΑΚ της υπερημερίας του οφειλέτη για έλλειψη υπαιτιότητάς του, λόγω εύλογων αμφιβολιών του περί την ύπαρξη ή την έκταση του χρέους. Όχληση προς τον οφειλέτη δεν απαιτείται όταν από το νόμο ορίζεται ότι η εκπλήρωση της παροχής του οφειλέτη πρέπει να γίνει αμέσως ή μετά πάροδο ορισμένης προθεσμίας από την πραγμάτωση ορισμένου περιστατικού από τον ίδιο τον οφειλέτη. ΑΠ 81/10, σ. 730. Εφαρμογή ελευθερίας συμβάσεων και στο εργατικό δίκαιο. Η αρχή της εύνοιας υπέρ των εργαζομένων δεν εφαρμόζεται μόνο στην σχέση συλλογικής σύμβασης και ατομικής σύμβασης εργασίας αλλά και στην σχέση περισσοτέρων πηγών (νόμου, συλλογικής σύμβασης εργασίας, κανονισμού, ατομικής σύμβασης) διαφορετικής ιεραρχικής βαθμίδας που ρυθμίζουν την εργατική σχέση. ΑΠ 1936/08, σ. 730. Απόλυση εργαζομένου λόγω συνταξιοδότησης. Το άρθ. 8 εδ. β΄ ν. 3198/1955, έχει εφαρμογή στις συμβάσεις εργασίας αόριστου χρόνου ανεξάρτητα αν πρόκειται για έγκυρη ή άκυρη σύμβαση εργασίας, αλλά και στις συμβάσεις εργασίας ορισμένου χρόνου όταν αυτές λύνονται με τις προϋποθέσεις της, μετά από καταγγελία της συμβάσεως από τον εργοδότη ή τον εργαζόμενο για σπουδαίο λόγο (672 ΑΚ), καταγγελία που έγινε πριν από το συμβατικό χρόνο λήξεως της συμβάσεως. Μόνη προϋπόθεση της αξιώσεως του εργαζομένου για καταβολή της σχετικής αποζημίωσης αποτελεί η συνδρομή στο πρόσωπό του των προϋποθέσεων συνταξιοδότησης λόγω γήρατος από το ΙΚΑ. Έτσι, όταν χορηγηθεί στον εργαζόμενο από τον ασφαλιστικό οργανισμό σύνταξη λόγω γήρατος, ο υπόχρεος στην καταβολή της αποζημίωσης δεν μπορεί να αμφισβητήσει τη συνδρομή στο πρόσωπο του δικαιούχου των νόμιμων προϋποθέσεων προς συνταξιοδότησή του λόγω γήρατος. Υπολογισμός αποζημίωσης επί μεταβολής του προσώπου του εργοδότη. ΑΠ 645/08, σ. 731. Από την απαγόρευση της μετατροπής από το νόμο των ιδιωτικού δικαίου συμβάσεων εργασίας ορισμένου χρόνου των εργαζομένων στον ευρύτερο δημόσιο τομέα σε συμβάσεις αόριστου χρόνου, που θεσπίζεται με το άρθ. 103 § 8 Συντ., δεν συνάγεται και απαγόρευση της αναγνωρίσεως του πραγματικού χαρακτήρα ορισμένης σχέσης, η οποία δεν αποτελεί μετατροπή, αλλά ορθό χαρακτηρισμό της έννομης σχέσης κατά τη δικαστική διαδικασία. ΑΠ 797/08, σ. 732. Διάκριση και ισχύς συλλογικών συμβάσεων εργασίας. Η κλαδική Σ.Σ.Ε. ή Δ.Α. δεν ισχύει, και αν έχει κηρυχθεί γενικώς υποχρεωτική, έναντι εργοδοτών που δεν υπάγονται στον επιχειρηματικό κλάδο των εργοδοτικών οργανώσεων που είχαν συμβληθεί. Διαιτητικές αποφάσεις που ισχύουν για τους εργαζομένους σε επιχειρήσεις παροχής υπηρεσιών. ΑΠ 786/08, σ. 735. Η σ.σ.ε. ισχύει μόνο έναντι των μελών των εργατικών και εργοδοτικών οργανώσεων που την είχαν συνάψει, αν δε αυτή επεκτάθηκε με απόφαση του Υπουργού Εργασίας, η ισχύς της επεκτείνεται και πέραν από τα πρόσωπα αυτά στους εργαζόμενους και εργοδότες του κλάδου ή του επαγγέλματος που η σύμβαση αυτή αφορά, οι οποίοι θα μπορούσαν με βάση τις δραστηριότητες τους να είναι μέλη των οργανώσεων που μετείχαν στη σύναψή της. Η κλαδική σ.σ.ε ή δ.α. δεν ισχύει και αν έχει κηρυχθεί γενικώς υποχρεωτική, έναντι εργοδοτών που δεν υπάγονται στον επιχειρηματικό κλάδο των εργοδοτικών οργανώσεων που είχαν συμβληθεί. Οι σ.σ.ε. των εργαζομένων λιθογράφων στα λιθογραφεία και εργαστήρια γραφικών τεχνών όλης της χώρας, δεν εφαρμόζονται στους φωτολιθογράφους χειριστές offset και στους βοηθούς τους που εργάζονται σε ξενοδοχεία. ΑΠ 170/09, σ. 736. Έννοια εργατικού ατυχήματος. Η μετά την εκδήλωση της νόσου του εργαζομένου εξακολούθηση της απασχολήσεώς του υπό τις ίδιες συνθήκες εργασίας, με αποτέλεσμα την επιδείνωσή της, μετατρέπουν τις συνθήκες παροχής της εργασίας σε εξαιρετικά και ασυνήθιστα δυσμενείς και τους προσδίδουν το χαρακτήρα βίαιου συμβάντος, αφού ο εργοδότης δεν μπορεί να αξιώσει την απασχόληση του μισθωτού υπό τις ίδιες συνθήκες, οι οποίες λόγω της νόσου του τελευταίου καθίστανται ιδιαίτερα δυσμενείς. ΑΠ 792/08, σ. 738. Παραγραφή αξιώσεων ναυτικών. Για τις αξιώσεις που αναφέρονται στο άρθ. 289 ΚΙΝΔ, επί διακοπής της οριζόμενης ετήσιας παραγραφής αυτών, η νέα παραγραφή δεν αρχίζει αμέσως μετά την τελευταία διαδικαστική πράξη, αλλά από την λήξη του έτους, κατά το οποίο συνέβη η διαδικαστική πράξη, σύμφωνα με το άρθ. 270 § 2 ΑΚ. η ακυρότητα κάθε διαδικαστικής πράξης, άρα και της επίδοσης της αγωγής, εφόσον προβάλλεται νομίμως, σύμφωνα με τα άρθ. 159 και 160 ΚΠολΔ και αποδεικνύεται η βασιμότητά της από τον προτείνοντα την ακυρότητα, δεν επιφέρει διακοπή της παραγραφής. ΑΠ 1908/08, σ. 762. Εργασία κατά το Σάββατο επί πενθήμερης εργασίας· συνέπειες. ΕφΑθ 4219/08, σ. 801. Χορήγηση άδειας για υπερωριακή απασχόληση του προσωπικού· συνέπειες. ΕφΑθ 4219/09, σ. 801. Άρθρο 11: δικαίωμα συνεταιρίζεσθαι δημοτικών υπαλλήλων, ελευθερία συλλογικών διαπραγματεύσεων. ΟλΕΔΔΑ 34503/97, σ. 858. Ελεύθερη κυκλοφορία εργαζομένων – Επαγγελματική πείρα και προϋπηρεσία που αποκτήθηκαν κατά την άσκηση δραστηριότητας στη δημόσια διοίκηση άλλου κράτους μέλους από κοινοτικό εργαζόμενο. ΔΕΚ C-371/04, σ. 859. Ένδικη προστασία των δικαιωμάτων από το κοινοτικό δίκαιο – Αρχές της αποτελεσματικότητας και της ισοδυναμίας – Περιορισμοί ως προς τα μέσα παροχής ένδικης προστασίας που παρέχονται στις γυναίκες που απολύονται κατά τη διάρκεια της εγκυμοσύνης τους Κοινωνική πολιτική – Προστασία των εγκύων, λεχώνων και γαλουχουσών εργαζομένων κατά την εργασία – Οδηγία 92/85/ΕΟΚ – Άρθρα 10 και 12 Ίση μεταχείριση ανδρών και γυναικών – Οδηγία 76/207/ΕΟΚ – Άρθρα 2 και 3 – Λιγότερο ευνοϊκή μεταχείριση γυναίκας λόγω εγκυμοσύνης ή άδειας μητρότητας. ΔΕΚ C-63/08, σ. 860. Οδηγία 2000/78/ΕΚ – Ίση μεταχείριση στον τομέα της απασχόλησης και της εργασίας – Διάκριση με βάση την ηλικία – Εθνική κανονιστική ρύθμιση η οποία αποκλείει τον συνυπολογισμό των περιόδων απασχολήσεως που διανύθηκαν πριν από τη συμπλήρωση του 18ου έτους της ηλικίας για τον καθορισμό του κλιμακίου στο οποίο κατατάσσονται οι συμβασιούχοι υπάλληλοι της δημόσιας διοικήσεως κράτους μέλους – Αντίθεση στην Οδηγία. ΔΕΚ C-88/08, σ. 883. Οδηγία 2000/78 – Ίση μεταχείριση στον τομέα της απασχόλησης και της εργασίας – Διάκριση λόγω ηλικίας – Εθνική ρύθμιση που επιτρέπει απόλυση λόγω συμπλήρωσης ηλικίας συνταξιοδότησης. ΔΕΚ C-388/07, σ. 891. Δεν απαγορεύεται, κατ’ αρχήν, εθνική ρύθμιση η οποία αποκλείει, σε περίπτωση καταχρήσεως που απορρέει από τη διαδοχική χρησιμοποίηση συμβάσεων ή σχέσεων εργασίας ορισμένου χρόνου από εργοδότη του δημόσιου τομέα, όπως αυτές μετατρέπονται σε συμβάσεις ή σχέσεις εργασίας αόριστου χρόνου. ΔΕΚ C-53/04, σ. 898. Διαδοχικές συμβάσεις εργασίας – Πότε επιτρέπονται. ΔΕΚ C-212/04, σ. 900. ΕΤΑΙΡΙΑ Η μεταφορά της έδρας των κοινοτικών εταιριών μετά την έκδοση της από 16.12.2008 απόφασης CARTESIO του ΔΕΚ. Των Ι. Παπαδημόπουλου-Χρ. Αρκούδα, σ. 624. Ομόρρυθμη εταιρία «εν τοις πράγμασι». Ευθύνη εταίρων τέτοιας εταιρίας. Συνέπειες εικονικότητας εταιρίας. ΑΠ 794/08, σ. 738. Έξοδος εταίρου από ΕΠΕ για σπουδαίο λόγο (άρθ. 33 ν. 3190/1955)· έννοια σπουδαίου λόγου. Εκδίκαση αίτησης με διαδικασία ασφαλιστικών μέτρων· η απόφαση προσβάλλεται με ένδικα μέσα. Περιστατικά. Μη νόμιμη προβολή ένστασης κατάχρησης δικαιώματος. ΕφΑθ 192/10, σ. 802. Απαράδεκτη η αίτηση πτώχευσης ετερόρρυθμης εταιρίας αν δεν αναφέρεται σ’ αυτή ο αριθμός εμπορικού μητρώου του ομόρρυθμου εταίρου. ΕφΑθ 527/10, 825. Άρθρα 43 και 56 ΕΚ – Εθνικές διατάξεις περί πωλήσεως των μεριδίων που κατέχουν το ιταλικό Δημόσιο και οι δημόσιοι οργανισμοί σε μετοχικές εταιρίες που τελούν υπό τον άμεσο ή έμμεσο έλεγχο του δημοσίου και οι οποίες δραστηριοποιούνται στους τομείς της άμυνας, των μεταφορών, των τηλεπικοινωνιών, των ενεργειακών πτυχών ή άλλων δημοσίων υπηρεσιών. ΔΕΚ C-326/07, σ. 887. Βλ. και Νομιμοποίηση. ΕΥΡΩΠΑΪΚΗ ΕΝΩΣΗ Η μεταφορά της έδρας των κοινοτικών εταιριών μετά την έκδοση της από 16.12.2008 απόφασης CARTESIO του ΔΕΚ. Των Ι. Παπαδημόπουλου-Χρ. Αρκούδα, σ. 624. Ελεύθερη κυκλοφορία εργαζομένων – Επαγγελματική πείρα και προϋπηρεσία που αποκτήθηκαν κατά την άσκηση δραστηριότητας στη δημόσια διοίκηση άλλου κράτους μέλους από κοινοτικό εργαζόμενο. ΔΕΚ C-371/04, σ. 859. Απαγόρευση εγκαταστάσεως όλων των ηλεκτρικών, ηλεκτρομηχανικών και ηλεκτρονικών παιγνίων, συμπεριλαμβανομένων όλων των παιγνίων για ηλεκτρονικούς υπολογιστές, σε κάθε δημόσιο ή ιδιωτικό χώρο εκτός των καζίνων – Πότε δικαιολογείται. ΔΕΚ C-65/05, σ. 859. Οδηγία 2003/33/ΕΚ για την προσέγγιση των νομοθετικών, κανονιστικών και διοικητικών διατάξεων των κρατών μελών όσον αφορά τη διαφήμιση και τη χορηγία υπέρ των προϊόντων καπνού. ΔΕΚ C-380/03, σ. 859. Ένδικη προστασία των δικαιωμάτων από το κοινοτικό δίκαιο – Αρχές της αποτελεσματικότητας και της ισοδυναμίας – Περιορισμοί ως προς τα μέσα παροχής ένδικης προστασίας που παρέχονται στις γυναίκες που απολύονται κατά τη διάρκεια της εγκυμοσύνης τους Κοινωνική πολιτική – Προστασία των εγκύων, λεχώνων και γαλουχουσών εργαζομένων κατά την εργασία – Οδηγία 92/85/ΕΟΚ – Άρθρα 10 και 12 Ίση μεταχείριση ανδρών και γυναικών – Οδηγία 76/207/ΕΟΚ – Άρθρα 2 και 3 – Λιγότερο ευνοϊκή μεταχείριση γυναίκας λόγω εγκυμοσύνης ή άδειας μητρότητας. ΔΕΚ C-63/08, σ. 860. Οδηγία 93/37 – Διαδικασίες σύναψης – Διαδικασία με διαπραγμάτευση – Ελάχιστος αριθμός υποψηφίων – Υποχρέωση εξασφαλίσεως πραγματικού ανταγωνισμού. ΔΕΚ C-138/08, σ. 861. Άρθρα 43, 49 και 86 ΕΚ – Αρχές της ίσης μεταχείρισης και της διαφάνειας – Απευθείας ανάθεση σύμβασης (παραχώρησης) για την ύδρευση επαρχίας σε εταιρεία μικτής οικονομίας, όπου συμμετέχει ιδιώτης με ποσοστό 49% του κεφαλαίου, ο οποίος επιλέγεται κατόπιν διαγωνισμού. ΔΕΚ C-196/08, σ. 862. Άρθρο 56 ΕΚ – Ελεύθερη κυκλοφορία των κεφαλαίων – Κληρονομιαία ακίνητα – Φόρος εισοδήματος – Έκπτωση ζημιών από εκμίσθωση ακινήτου και φθίνουσα απόσβεσης επί του κόστους κτήσεως ή κατασκευής αυτού – Δυσμενέστερη φορολογική μεταχείριση των ακινήτων που κείνται σε άλλο κράτος μέλος. ΔΕΚ C-35/08, σ. 863. Υποχρέωση αιτιολόγησης κοινοτικών πράξεων – Λόγος ακύρωσης που λαμβάνεται υπόψη αυτεπαγγέλτως από τον κοινοτικό δικαστή – Αρχή της εκατέρωθεν ακροάσεως – Υποχρέωση κλήσης των διαδίκων να τοποθετηθούν επί αυτεπαγγέλτως εξεταζόμενου λόγου. ΔΕΚ C89/08 P, σ. 863. Οδηγία 2008/115/ΕΚ, σχετικά με τους κοινούς κανόνες και διαδικασίες στα κράτη μέλη για την επιστροφή των παρανόμως διαμενόντων υπηκόων τρίτων χωρών – Κράτηση προς απομάκρυνση – Άρθρο 15 §§ 4 έως 6. ΔΕΚ C-357/09 PPU, σ. 864. Οδηγία 93/42/EOK – Ιατροτεχνολογικά προϊόντα – Απαγόρευση εξαγωγής αμαλγαμάτων για οδοντιατρική χρήση που περιέχουν υδράργυρο και φέρουν τη σήμανση πιστότητας EΚ – Προστασία της υγείας και του περιβάλλοντος. ΔΕΚ C-288/08, σ. 865. Άρθρα 43 ΕΚ και 49 ΕΚ – Φορολογία εισοδήματος – Δικαίωμα εκπτώσεως εισφορών κοινωνικής ασφαλίσεως και μειώσεως φόρου αναλόγως των καταβληθεισών εισφορών ασφάλειας ασθενείας – Απώλεια του δικαιώματος σε περίπτωση καταβολής των εισφορών σε άλλο κράτος μέλος – Κήρυξη της ρύθμισης αντισυνταγματικής με μετάθεση του χρονικού σημείου απώλειας της δεσμευτικής ισχύος της – Υπεροχή του κοινοτικού δικαίου. ΔΕΚ C314/08, σ. 866. Κανονισμός 261/2004 για τη θέσπιση κοινών κανόνων αποζημίωσης των επιβατών αεροπορικών μεταφορών και παροχής βοήθειας σε αυτούς σε περίπτωση άρνησης επιβίβασης και ματαίωσης ή μεγάλης καθυστέρησης της πτήσης – Άρθρα 2, 5, 6 και 7 – Έννοια των όρων “καθυστέρηση” και “ματαίωση” πτήσεως – Έννοια του όρου “έκτακτες περιστάσεις” – Τεχνικά προβλήματα. ΔΕΚ C-402/07 και C-432/07, σ. 866. Άρθρο 56 ΕΚ (ελευθερία κυκλοφορίας κεφαλαίων) – Φορολογία μερισμάτων – Εθνική ρύθμιση που υποβάλλει τα διανεμόμενα σε εγκατεστημένες σε άλλα κράτη μέλη εταιρίες μερίσματα σε υψηλότερο συντελεστή φορολογίας από εκείνον στον οποίο υπόκεινται τα διανεμόμενα στις ημεδαπές εταιρίες – Παράβαση κράτους μέλους. ΔΕΚ C-540/07, σ. 867. Άρθρο 49 ΕΚ (ελεύθερη παροχή υπηρεσιών) – Άρθρο 87 ΕΚ (κρατικές ενισχύσεις) – Περιφερειακή νομοθετική ρύθμιση η οποία επιβάλλει φόρο σε περίπτωση προσεγγίσεως για τουριστικούς λόγους αεροσκαφών που χρησιμοποιούνται για την ιδιωτική μεταφορά προσώπων καθώς και σκαφών αναψυχής, ο οποίος βαρύνει μόνον τους φορείς εκμεταλλεύσεως που έχουν τη φορολογική κατοικία τους εκτός της περιφέρειας – Φόρος για προστασία του περιβάλλοντος. ΔΕΚ C-169/08, σ. 868. Οδηγία 93/38/ΕΟΚ – Διακήρυξη διαγωνισμού – Εκπόνηση μελέτης – Αρχές της ίσης μεταχείρισης και της διαφάνειας – Κριτήρια αυτόματου αποκλεισμού αλλοδαπών μελετητών. ΔΕΚ C-199/07, σ. 869. Οδηγία 93/38/ΕΟΚ – Διακήρυξη διαγωνισμού – Κριτήρια ποιοτικής επιλογής – Δεν μπορούν να αποτελέσουν και κριτήρια αναθέσεως. ΔΕΚ C-199/07, σ. 869. Άρθρα 43 και 45 ΕΚ – Ελευθερία εγκαταστάσεως – Εθνικές περιοριστικές προϋποθέσεις προσβάσεως στη δραστηριότητα τεχνικού ελέγχου οχημάτων – Άσκηση δημόσιας εξουσίας – Οδική ασφάλεια – Αναλογικότητα. ΔΕΚ C-438/08, σ. 870. Οδηγία 93/37/ΕΟΚ– Έννοια σύμβασης δημόσιου έργου – Σύμβαση μεταξύ δημοσίου φορέα και ιδιωτικής επιχειρήσεως σχετικά με τη μίσθωση από τον πρώτο εκθεσιακών αιθουσών που πρόκειται να ανεγείρει η δεύτερη – Αμοιβή της ιδιωτικής επιχειρήσεως υπό μορφή καταβολής μηνιαίου μισθώματος για περίοδο 30 ετών. ΔΕΚ C-536/07, σ. 871. Έκτη οδηγία ΦΠΑ – Άρθρο 4 – Έννοια της οικονομικής δραστηριότητας – Υπηρεσίες νομικής αρωγής παρεχόμενες από κρατικά γραφεία έναντι μερικής αμοιβής καταβαλλόμενης από το δικαιούχο – Άμεση σχέση μεταξύ παρεχόμενης υπηρεσίας και αντιπαροχής. ΔΕΚ C246/08, σ. 872. Ελεύθερη παροχή υπηρεσιών και ελεύθερη κυκλοφορία των κεφαλαίων – Φόρος περιουσίας και Φόρος εισοδήματος – Περιουσιακά στοιχεία προερχόμενα από αποταμίευση σε άλλο κράτος μέλος εκτός από το κράτος διαμονής – Έλλειψη δηλώσεως – Προθεσμία εκδόσεως διορθωτικής πράξεως επιβολής φόρου – Πρόστιμο. ΔΕΚ C-155/08 και C-157/08, σ. 872. Άρθρα 43 και 48 ΕΚ – Συμβατή με τα άρθρα αυτά εθνική νομοθετική ρύθμιση, όπως η επίδικη, που δεν επιτρέπει σε πρόσωπα τα οποία δεν έχουν την ιδιότητα του φαρμακοποιού να διατηρούν και να εκμεταλλεύονται φαρμακείο. ΔΕΚ C-171/07 και C-172/07, σ. 873. Ελευθερία κυκλοφορίας κεφαλαίων – Φορολόγηση μερισμάτων – Διπλή φορολογία. ΔΕΚ C128/08, σ. 873. Αρχή του δεδικασμένου και αρχή της αποτελεσματικότητας του κοινοτικού δικαίου. ΔΕΚ C2/08, σ. 873. Δημόσιες συμβάσεις – Άρθρα 43, 49 ΕΚ και αρχές της ίσης μεταχείρισης και της διαφάνειας – Σύμβαση σχετικά με την υπηρεσία συλλογής, μεταφοράς και διάθεσης των αστικών αποβλήτων – Απευθείας ανάθεση σε ανώνυμη εταιρία της οποίας μεν το μετοχικό κεφάλαιο ανήκει εξ ολοκλήρου σε δημόσιους φορείς, αλλά το καταστατικό προβλέπει τη δυνατότητα συμμετοχής ιδιωτικών κεφαλαίων. ΔΕΚ C-573/07, σ. 874. Δημόσιες συμβάσεις – Σύμβαση παραχώρησης υπηρεσιών. ΔΕΚ C-206/08, σ. 874. Αρχές της ασφάλειας δικαίου και της δικαιολογημένης εμπιστοσύνης – Πρόωρη κατάργηση φοροαπαλλαγής. ΔΕΚ C-201/08, σ. 875. Αρχή της δικαιολογημένης εμπιστοσύνης – κρατικές ενισχύσεις. ΔΕΚ C-519/07 P, σ. 875. Άρθρο 56 ΕΚ – Ελευθερία κυκλοφορίας κεφαλαίων – Περιορισμοί – Πολιτική λαϊκής στέγης – Σύστημα προηγούμενης διοικητικής αδείας για επενδύσεις σε άλλο κράτος μέλος. ΔΕΚ C567/07, σ. 876. Θεσμικό δίκαιο – Υποχρέωση αιτιολόγησης πράξεων – Αναφορά νομικής βάσης – Πράξη καθορισμού των θέσεων που πρέπει να ληφθούν εξ ονόματος της Κοινότητας σε όργανο που δημιουργήθηκε από διεθνή σύμβαση – Αρχή της ασφάλειας δικαίου. ΔΕΚ C-370/07, σ. 876. Άρθρο 12 ΕΚ – Απαγόρευση διακρίσεων λόγω ιθαγένειας - Δωρεάν διάθεση σε άτομα με ειδικές ανάγκες σήματος ετήσιας ισχύος για τα οχήματά τους – Συμβατή με το άρθρο 12 ΕΚ εθνική ρύθμιση κατά την οποία το σήμα χορηγείται μόνο σε άτομα με ειδικές ανάγκες που έχουν την κατοικία τους ή τη συνήθη διαμονή τους στην ημεδαπή. ΔΕΚ C-103/08, σ. 877. Άρθρο 49 ΕΚ – Περιορισμοί στην ελεύθερη παροχή υπηρεσιών – Αρχή της αναλογικότητας – Δεν αντιβαίνει στο άρθρο 49 ΕΚ εθνική ρύθμιση η οποία απαγορεύει σε επιχειρηματικούς φορείς εγκατεστημένους εντός άλλων κρατών μελών όπου παρέχουν νομίμως ανάλογες υπηρεσίες, να προτείνουν τυχερά παίγνια μέσω του Διαδικτύου εντός του εν λόγω κράτους μέλους. ΔΕΚ C-42/07, σ. 878. Περιβάλλον – Οδηγίες 2006/12/ΕΚ και 91/689/ΕΟΚ – Επικίνδυνα απόβλητα – Υποχρέωση καταρτίσεως και θεσπίσεως σχεδίου διαχείρισης των επικίνδυνων αποβλήτων – Υποχρέωση δημιουργίας ολοκληρωμένου και κατάλληλου δικτύου εγκαταστάσεων διάθεσης των αποβλήτων Διάθεση επικίνδυνων αποβλήτων – Παράβαση κράτους μέλους. ΔΕΚ C-286/08, σ. 878. Ελεύθερη κυκλοφορία των εργαζομένων – Κανονισμός (ΕΟΚ) 1612/68 – Επιδόματα αποταμιευτικού-συνταξιοδοτικού προγράμματος – Παράβαση κράτους μέλους. ΔΕΚ C269/07, σ. 880. Οδηγίες 2006/12/ΕΚ και 75/442/ΕΟΚ περί στερεών αποβλήτων – Φόρος για τη διάθεση αστικών αποβλήτων - Αρχή «ο ρυπαίνων πληρώνει» – Αρχή της αναλογικότητας. ΔΕΚ C 254/08, σ. 881. Οδηγία 92/50/ΕΟΚ – Άρθρο 29, πρώτο εδάφιο (λόγοι αποκλεισμού) – Εθνική νομοθεσία που απαγορεύει στις επιχειρήσεις μεταξύ των οποίων υπάρχει σχέση ελέγχου ή σημαντικής επιρροής να συμμετέχουν ως ανταγωνιστές στην ίδια διαδικασία σύναψης δημόσιας σύμβασης – Παραβίαση της αρχής της αναλογικότητας. ΔΕΚ C-538/07, σ. 881. Οδηγία 92/50 – Απευθείας, χωρίς διαγωνισμό, σύναψη σύμβασης μεταξύ διοικητικών περιφερειών (Landkreise) και της υπηρεσίας καθαριότητας της πόλης του Αμβούργου για τη διάθεση των αποβλήτων. ΔΕΚ C-480/06, σ. 882. Οδηγία 2004/18/ΕΚ – Αναθέτουσες αρχές – Δημόσια ταμεία ασφαλίσεως ασθενείας – Σύμβαση προμήθειας ή/και υπηρεσίας - Διαγωνισμός για κατασκευή και προμήθεια ορθοπεδικών υποδημάτων ατομικά προσαρμοσμένων στις ανάγκες των πελατών – Διάκριση μεταξύ σύμβασης παραχώρησης υπηρεσιών και συμφωνίας-πλαισίου. ΔΕΚ C-300/07, σ. 882. Οδηγία 2000/78/ΕΚ – Ίση μεταχείριση στον τομέα της απασχόλησης και της εργασίας – Διάκριση με βάση την ηλικία – Εθνική κανονιστική ρύθμιση η οποία αποκλείει τον συνυπολογισμό των περιόδων απασχολήσεως που διανύθηκαν πριν από τη συμπλήρωση του 18ου έτους της ηλικίας για τον καθορισμό του κλιμακίου στο οποίο κατατάσσονται οι συμβασιούχοι υπάλληλοι της δημόσιας διοικήσεως κράτους μέλους – Αντίθεση στην Οδηγία. ΔΕΚ C-88/08, σ. 883. Άρθρο 141 EΚ – Ισότητα αμοιβών μεταξύ ανδρών και γυναικών εργαζομένων – Κώδικας πολιτικών και στρατιωτικών συντάξεων (π.δ. 166/2000) – Διαφορετική μεταχείριση ως προς την ηλικία συνταξιοδοτήσεως και την ελάχιστη προαπαιτούμενη υπηρεσία – Παράβαση – Διαχρονικά αποτελέσματα της απόφασης. ΔΕΚ C-559/07, σ. 883. Οδηγία 89/48/ΕΟΚ – Αναγνώριση τίτλων. ΔΕΚ C-311/06, σ. 885. Οδηγία 2004/83/EΚ περί αναγνώρισης προσφύγων κ.λπ. – Άρθρο 2 στοιχ. ε΄ («πρόσωπο που δικαιούται επικουρική προστασία») – Άρθρο 15, στοιχείο γ΄ (σοβαρή και προσωπική απειλή κατά της ζωής ή της σωματικής ακεραιότητας αμάχου λόγω αδιάκριτης ασκήσεως βίας σε καταστάσεις ένοπλης σύρραξης) – Απόδειξη. ΔΕΚ C-465/07, σ. 885. Άρθρο 28 ΕΚ – Έννοια του όρου “Μέτρα ισοδυνάμου αποτελέσματος προς ποσοτικό περιορισμό των εισαγωγών” – Απαγόρευση έλξεως ρυμουλκούμενου από μοτοποδήλατα, μοτοσυκλέτες, τρίκυκλα και τετράκυκλα στο έδαφος κράτους μέλους με το άρθρο 56 του ιταλικού ΚΟΚ – Οδική ασφάλεια – Αναλογικότητα. ΔΕΚ C-110/05, σ. 886. Οδηγία 89/105/ΕΟΚ σχετικά με τη διαφάνεια των μέτρων που ρυθμίζουν τον καθορισμό των τιμών των φαρμάκων για ανθρώπινη χρήση και την κάλυψη του κόστους των στα πλαίσια των εθνικών ασφαλιστικών συστημάτων υγείας. ΔΕΚ C-352/07 σ. 886. Άρθρα 43 και 56 ΕΚ – Εθνικές διατάξεις περί πωλήσεως των μεριδίων που κατέχουν το ιταλικό Δημόσιο και οι δημόσιοι οργανισμοί σε μετοχικές εταιρίες που τελούν υπό τον άμεσο ή έμμεσο έλεγχο του δημοσίου και οι οποίες δραστηριοποιούνται στους τομείς της άμυνας, των μεταφορών, των τηλεπικοινωνιών, των ενεργειακών πτυχών ή άλλων δημοσίων υπηρεσιών. ΔΕΚ C-326/07, σ. 887. Ευθύνη προς αποζημίωση κράτους μέλους για παράβαση κοινοτικού δικαίου – Παραγραφή. ΔΕΚ C-445/06, σ. 888. Δημόσιες συμβάσεις προμηθειών νοσοκομείων – Πρακτική απόρριψης προσφορών προϊόντων που φέρουν σήμανση CE. ΔΕΚ C-489/06, σ. 889. Άρθρα 43 ΕΚ και 48 ΕΚ – Εθνική ρύθμιση σύμφωνα με την οποία απαιτείται άδεια για την ίδρυση αυτόνομης οδοντιατρικής πολυκλινικής, που χορηγείται εάν υφίσταται ανάγκη δικαιολογούσα την ίδρυση τέτοιου ιδρύματος υπό το πρίσμα της υπάρχουσας προσφοράς ιατρικών υπηρεσιών. ΔΕΚ C-169/07, σ. 889. Άρθρο 254 § 2 ΕΚ – Αρχή της ασφάλειας δικαίου – Δημοσίευση Κανονισμών και εθνικών μέτρων εφαρμογής. ΔΕΚ C-345/06, σ. 890. Άρθρα 39 ΕΚ, 43 ΕΚ, 49 ΕΚ, 56 ΕΚ και 87 ΕΚ – Υποχρέωση των τηλεοπτικών οργανισμών να διαθέτουν μέρος των λειτουργικών εσόδων τους για την προχρηματοδότηση ευρωπαϊκών κινηματογραφικών ταινιών και τηλεταινιών, από την οποία χρηματοδότηση ποσοστό 60% προορίζεται για την παραγωγή έργων των οποίων η γλώσσα του πρωτοτύπου είναι μια από τις επίσημες γλώσσες του Βασιλείου της Ισπανίας και τα οποία παράγονται στην πλειονότητά τους από την ισπανική κινηματογραφική βιομηχανία. ΔΕΚ C-222/07, σ. 890. Οδηγία 2000/78 – Ίση μεταχείριση στον τομέα της απασχόλησης και της εργασίας – Διάκριση λόγω ηλικίας – Εθνική ρύθμιση που επιτρέπει απόλυση λόγω συμπλήρωσης ηλικίας συνταξιοδότησης. ΔΕΚ C-388/07, σ. 891. Άρθρα 28 ΕΚ και 30 ΕΚ και απόφαση 3052/95/ΕΚ – Οδηγία 2001/83/ΕΚ περί κοινοτικού κώδικα για τα φάρμακα που προορίζονται για ανθρώπινη χρήση – Προϊόντα με βάση φαρμακευτικά φυτά – Προϊόντα νομίμως παραχθέντα ή διατιθέμενα στο εμπόριο ως συμπληρώματα διατροφής ή διαιτητικά προϊόντα εντός κράτους μέλους – Έγκριση διαθέσεώς του στην αγορά άλλου κράτους μέλους. ΔΕΚ C-88/07, σ. 891. Δικαίωμα σε αμερόληπτο δικαστήριο. ΔΕΚ C-308/07 P, σ. 892. Άρθρο 56 και 58 ΕΚ – Κληρονομία απαιτήσεων κατά πιστωτικού ιδρύματος – Διπλή φορολογία. ΔΕΚ C-67/08, σ. 892. Οδηγία 89/592 – Πράξεις προσώπων τα οποία είναι κάτοχοι εμπιστευτικών πληροφοριών. ΔΕΚ C-391/04, σ. 893. Οδηγία 85/384/ΕΟΚ – Επαγγελματικοί τίτλοι – Παράβαση μέλους. ΔΕΚ C-43/06, σ. 893. Οδηγία 64/221 περί του συντονισμού των ειδικών μέτρων για τη διακίνηση και τη διαμονή αλλοδαπών – Παράβαση μέλους. ΔΕΚ C-50/06, σ. 893. Παράβαση άρθ. 28 ΕΚ – Ελεύθερη κυκλοφορία εμπορευμάτων – Συστήματα αυτόματης πυρανιχνεύσεως που νομίμως κατασκευάζονται ή διατίθενται στο εμπόριο σε άλλο κράτος μέλος και δεν φέρουν τη σήμανση CE. ΔΕΚ C-254/05, σ. 894. Άρθρο 21 Οδηγίας 2001/34/ΕΚ, σχετικά με την εισαγωγή κινητών αξιών σε χρηματιστήριο αξιών. ΔΕΚ C-430/05, σ. 894. Παράβαση άρθ. 43 ΕΚ – Υποχρεώσεις για εξώδικη είσπραξη απαιτήσεων. ΔΕΚ C-134/05, σ. 895. Οδηγία 92/50 για τον συντονισμό των διαδικασιών συνάψεως δημόσιων συμβάσεων υπηρεσιών – Παράβαση μέλους. ΔΕΚ C-382/05, σ. 895. Οδηγία 89/665 – Δημόσιες συμβάσεις – Ένδικο βοήθημα μέλους κοινοπραξίας. ΔΕΚ C492/06, σ. 895. Κανονισμός 4055/86 – Λιμενικά τέλη – Παράβαση μέλους. ΔΕΚ C-269/05, σ. 896. Αρχή της αποτελεσματικής ένδικης προστασίας. ΔΕΚ C-432/05, σ. 896. Καταλογισμός των δηλώσεων ενός δημόσιου υπαλλήλου στο Δημόσιο. ΔΕΚ C-470/03, σ. 896. Απόδοση νοσηλίων αλλοδαπής. ΔΕΚ C-444/05, σ. 897. Οδηγία 83/183/ΕΟΚ – Ειδικοί φόροι κατανάλωσης. ΔΕΚ C-392/05, σ. 897. Απόφαση - πλαίσιο 2002/584/ΔΕΥ του Συμβουλίου, σχετικά με το ευρωπαϊκό ένταλμα σύλληψης. ΔΕΚ C-303/05, σ. 897. Προμήθεια ιατροτεχνολογικών προϊόντων – Αρχή ίσης μεταχείρισης και υποχρέωση διαφάνειας. ΔΕΚ C-6/05, σ. 898. Οδηγία 2002/21/ΕΚ, σχετικά με κοινό κανονιστικό πλαίσιο για δίκτυα και υπηρεσίες ηλεκτρονικών επικοινωνιών – Οργανισμός αρμόδιος να αποφαίνεται επί των προσφυγών που στρέφονται κατά των αποφάσεων των εθνικών κανονιστικών αρχών – Υποχρέωση διασφάλισης εμπιστευτικής μεταχείρισης των επιμάχων στοιχείων. ΔΕΚ C-438/04, σ. 898. Δεν απαγορεύεται, κατ’ αρχήν, εθνική ρύθμιση η οποία αποκλείει, σε περίπτωση καταχρήσεως που απορρέει από τη διαδοχική χρησιμοποίηση συμβάσεων ή σχέσεων εργασίας ορισμένου χρόνου από εργοδότη του δημόσιου τομέα, όπως αυτές μετατρέπονται σε συμβάσεις ή σχέσεις εργασίας αόριστου χρόνου. ΔΕΚ C-53/04, σ. 898. Ελεύθερη κυκλοφορία εμπορευμάτων – Πώληση προϊόντων αρτοποιίας. ΔΕΚ C-158-9/04, σ. 899. Ελεύθερη κυκλοφορία εμπορευμάτων – Πώληση προϊόντων αρτοποιίας – Παράβαση μέλους. ΔΕΚ C-82/05, σ. 899. Οδηγία 98/5/ΕΚ για τη διευκόλυνση της μόνιμης άσκησης του δικηγορικού επαγγέλματος. ΔΕΚ C-506/04, σ. 899. Οδηγία 2003/86/ΕΚ του Συμβουλίου για τις προϋποθέσεις υπό τις οποίες ασκείται το δικαίωμα οικογενειακής επανενώσεως του οποίου απολαύουν οι υπήκοοι τρίτων χωρών που κατοικούν νομίμως εντός των κρατών μελών. ΔΕΚ C-540/03, σ. 899. Τα άρθ. 43, 49 και 86 της Συνθήκης, καθώς και οι αρχές της ίσης μεταχειρίσεως, της απαγορεύσεως των διακρίσεων λόγω ιθαγενείας και της διαφάνειας δεν απαγορεύουν εθνική ρύθμιση, επιτρέπουσα σε δημόσιο οργανισμό την απ’ ευθείας ανάθεση δημόσιας υπηρεσίας σε εταιρία, της οποίας το κεφάλαιο ανήκει εξ ολοκλήρου στον ίδιο αυτό οργανισμό. ΔΕΚ C410/04, σ. 900. Περιβάλλον και ιδιωτικά έργα. ΔΕΚ C-290/03, σ. 900. Ακυρώνεται η απόφαση 2004/496 του Συμβουλίου για τη σύναψη συμφωνίας μεταξύ της Ευρωπαϊκής Κοινότητας και των Η.Π.Α. σχετικά με την επεξεργασία και τη διαβίβαση των καταστάσεων με τα ονόματα των επιβατών από τους αερομεταφορείς στις αμερικανικές αρχές. ΔΕΚ C-317-8/04, σ. 900. Διαδοχικές συμβάσεις εργασίας – Πότε επιτρέπονται. ΔΕΚ C-212/04, σ. 900. Αναγνώριση βεβαιώσεων επαγγελματικής επάρκειας για την άσκηση της δραστηριότητας του ιδιωτικού ντέτεκτιβ – Παράβαση μέλους. ΔΕΚ C-514/03, σ. 901. Συνθήκη Σένγκεν – Παράβαση μέλους. ΔΕΚ C-503/03, σ. 901. Ελεύθερη κυκλοφορία προσώπων – Παράβαση μέλους. ΔΕΚ C-408/03, σ. 901. Το κοινοτικό δίκαιο δεν επιτρέπει εθνική νομοθεσία, αποκλείουσα εν γένει την ευθύνη του κράτους μέλους για τις ζημίες που προκλήθηκαν σε ιδιώτες λόγω παραβάσεως του κοινοτικού δικαίου από δικαστήριο. ΔΕΚ C-173/03, σ. 902. Οδηγίες 92/50/ΕΟΚ και 93/38/ΕΟΚ για το συντονισμό των διαδικασιών συνάψεως δημόσιων συμβάσεων υπηρεσιών – Ειδικό βάρος σε προκαθορισθέντα υποστοιχεία ενός κριτηρίου ανάθεσης. ΔΕΚ C-331/04, σ. 902. Έκπτωση ζημιών από φορολογητέα κέρδη. ΔΕΚ C-446/03, σ. 902. Αναγνώριση διπλωμάτων τριτοβάθμιας εκπαίδευσης που πιστοποιούν επαγγελματική εκπαίδευση ελάχιστης διάρκειας τριών ετών. ΔΕΚ C-330/03, σ. 902. Λόγοι αποκλεισμού αναδόχων από δημόσιες συμβάσεις υπηρεσιών. ΔΕΚ C-226/04, σ. 903. Συμβάσεις δημοσίων έργων – Οδηγία 93/37/ΕΟΚ – Άρθρο 24 – Λόγοι αποκλεισμού από τη συμμετοχή σε διαγωνισμό – Εθνικά μέτρα θεσπίζοντα ασυμβίβαστο μεταξύ του τομέα των δημοσίων έργων και του τομέα των μέσων ενημέρωσης. ΔΕΚ C-213/07, σ. 903. Άρθρο 82 ΕΚ – Κατάχρηση δεσπόζουσας θέσεως – Φαρμακευτικά προϊόντα – Άρνηση εφοδιασμού των χονδρεμπόρων που πραγματοποιούν παράλληλες εξαγωγές – Συνήθης χαρακτήρας των παραγγελιών. ΔΕΚ C-468/06–C-478/06, σ. 904. Αίτηση εκδόσεως προδικαστικής αποφάσεως – Άρθρο 81 § 1 ΕΚ – Έννοια της «εναρμονισμένης πρακτικής» – Αιτιώδης συνάφεια μεταξύ της συνεννοήσεως και της συμπεριφοράς των επιχειρήσεων στην αγορά – Εκτίμηση βάσει των κανόνων του εθνικού δικαίου – Αρκεί μία και μόνο σύσκεψη ή απαιτείται διαρκής και τακτική συνεννόηση. ΔΕΚ C-8/08, σ. 906. Ανταγωνισμός – Άρθρα 81 ΕΚ, 82 ΕΚ και 86 ΕΚ – Υποχρεωτική υπαγωγή σε ασφαλιστικό φορέα όσον αφορά την ασφάλιση κατά των εργατικών ατυχημάτων και των επαγγελματικών ασθενειών – Έννοια του όρου «επιχείρηση» – Κατάχρηση δεσπόζουσας θέσεως – Ελεύθερη παροχή υπηρεσιών – Άρθρα 49 ΕΚ και 50 ΕΚ – Περιορισμός – Δικαιολόγηση – Κίνδυνος σοβαρής διαταράξεως της οικονομικής ισορροπίας του συστήματος κοινωνικής ασφαλίσεως. ΔΕΚ C-350/07, σ. 907. Δικαίωμα του δημιουργού – Οργανισμός διαχειρίσεως των δικαιωμάτων των δημιουργών κατέχων εκ των πραγμάτων μονοπωλιακή θέση – Είσπραξη δικαιωμάτων σχετικών με την τηλεοπτική μετάδοση μουσικών έργων – Μέθοδος υπολογισμού των δικαιωμάτων αυτών – Δεσπόζουσα θέση – Κατάχρηση. ΔΕΚ C-52/07, σ. 908. Βλ. και Αντιπρόσωπος εμπορικός. ΕΦΕΣΗ Ο διάδικος που άσκησε έφεση, μπορεί να ασκήσει και αντέφεση κατά της έφεσης του αντιδίκου του. Περιεχόμενο λόγων έφεσης. ΕφΑθ 2295/09, σ. 807. Δικάζεται σαν να είναι παρών ο απολειπόμενος εκκαλών, αν στην απόφαση του εφετείου, με την οποία έγινε δεκτή η έφεση και τάχθηκαν αποδείξεις, θεωρήθηκε, από σφάλμα, παρά την απουσία του, ως παριστάμενος. ΕφΙωαν 63/09, σ. 808. Επί απλής ομοδικίας, η έφεση δεν απευθύνεται κατά του ομοδίκου του εκκαλούντος, έστω κι αν μεταξύ των ομοδίκων υπάρχει δικαίωμα αναγωγής. ΕφΑθ 5795/08, σ. 823. Άρθρο 2 του 7ου πρωτ. ΕΔΣΑ: δεύτερος «βαθμός» ποινικής δικαιοδοσίας. ΕΔΔΑ 44062/05, σ. 836. Άρθρα 6 § 1 ΕΣΔΑ: απόρριψη έφεσης λόγω μη καταβολής παραβόλου 9 ευρώ. ΕΔΔΑ 46685/07, σ. 839. Βλ. και Απόδειξη. ΘΡΗΣΚΕΙΑ Άρθρο 2 ΠΠΠ: υποχρεωτική διδασκαλία μαθήματος ηθικής. Το επίμαχο μάθημα αποβλέποντας στη μετάδοση γενικών γνώσεων για τη φιλοσοφία, τη θρησκευτική και φιλοσοφική ηθική, τους διαφόρους πολιτισμούς και τις μεγάλες θρησκείες του κόσμου, έχει ουδέτερο χαρακτήρα, ο οποίος συμβιβάζεται με τις αρχές του πλουραλισμού και της αντικειμενικότητας και δεν προσδίδει ιδιαίτερη βαρύτητα σε μια συγκεκριμένη πεποίθηση ή θρησκεία. Εξάλλου, δεν κατοχυρώνεται από την ΕΣΔΑ δικαίωμα μη εκθέσεως των μαθητών σε πεποιθήσεις διαφορετικές από αυτές των ιδίων και των γονέων τους, ενώ, αντιθέτως, η ικανότητα ανοχής και διαλόγου αποτελεί μια από τις θεμελιώδεις προϋποθέσεις συμμετοχής στη δημοκρατική ζωή. ΕΔΔΑ 45216/07, σ. 844. Άρθρο 2 ΠΠΠ σε συνδυασμό με άρθρο 9: παραβιάζονται από την ανάρτηση του συμβόλου του εσταυρωμένου στις σχολικές αίθουσες διδασκαλίας. Η υποχρεωτική έκθεση ενός συμβόλου πίστης στις σχολικές αίθουσες περιορίζει το δικαίωμα των γονέων να εκπαιδεύουν τα παιδιά τους σύμφωνα με τις πεποιθήσεις τους, καθώς και το δικαίωμα των ίδιων των μαθητών να πιστεύουν ή να μην πιστεύουν. Ο περιορισμός αυτός είναι ασύμβατος με την υποχρέωση ουδετερότητας των κρατών μελών κατά την άσκηση δημόσιας εξουσίας και ειδικότερα στον τομέα της εκπαίδευσης. ΕΔΔΑ 30814/06, σ. 845. Άρθρο 9: θρησκευτική ελευθερία, κρατική παρέμβαση σε εσωτερική εκκλησιαστική διένεξη. ΕΔΔΑ 412/03, 35677/04, σ. 854. Βλ. και Εκκλησία. ΙΔΙΟΚΤΗΣΙΑ ΠΝΕΥΜΑΤΙΚΗ Απευθύνεται ερώτημα το ακόλουθο ερώτημα στο Δ.Ε.Κ.: «Ερωτάται αν απλώς και μόνο η τοποθέτηση, από τον ξενοδόχο στα δωμάτια του ξενοδοχείου, συσκευών τηλεόρασης και η σύνδεσή τους με την εγκατεστημένη στο ξενοδοχείο κεντρική κεραία, χωρίς καμία άλλη ενέργεια ή μεσολάβηση ή παρέμβαση του ξενοδόχου, συνιστούν παρουσίαση του έργου στο κοινό κατά την έννοια του άρθρου 3 § 1 της οδηγίας 2001/29/ΕΚ και ειδικότερα αν σύμφωνα με την προαναφερθείσα από 7.12.2006 απόφαση του ΔΕΚ (υπόθεση C-306/05 Sociedad General de Autores Y Editores de Espana (SGAE) κατά Rafael Hoteles SA) υπάρχει εν προκειμένω διανομή σήματος, μέσω συσκευών τηλεόρασης στους πελάτες που διαμένουν στα δωμάτια του ξενοδοχείου, με σχετική τεχνική παρέμβαση του ξενοδόχου». ΑΠ 161/09, σ. 739. Δικαίωμα του δημιουργού – Οργανισμός διαχειρίσεως των δικαιωμάτων των δημιουργών κατέχων εκ των πραγμάτων μονοπωλιακή θέση – Είσπραξη δικαιωμάτων σχετικών με την τηλεοπτική μετάδοση μουσικών έργων – Μέθοδος υπολογισμού των δικαιωμάτων αυτών – Δεσπόζουσα θέση – Κατάχρηση. ΔΕΚ C-52/07, σ. 908. ΙΣΟΤΗΤΑ Άρθρο 6 § 1 ΕΣΔΑ: ισότητα των όπλων Δημοσίου και ιδιωτών (παραγραφή σε επιδικία). Ναι μεν το Δημόσιο και τα ν.π.δ.δ. είναι θεμιτό να απολαμβάνουν δικονομικών προνομίων, εφόσον όμως αυτό είναι αναγκαίο για την άσκηση των αρμοδιοτήτων τους δημοσίου δικαίου ή, ακόμη και στο πλαίσιο του ιδιωτικού δικαίου, προς εξυπηρέτηση δημόσιων σκοπών, χωρίς όμως να αρκεί προς τούτο μόνη η ιδιότητα του Δημοσίου ή του ν.π.δ.δ. ΕΔΔΑ 48906/06, σ. 839. Άρθρα 2, 3 ΕΣΔΑ και 14 σε συνδυασμό με αυτά: ενδοοικογενειακή βία σε βάρος γυναικών, παραβίαση θετικών υποχρεώσεων κράτους, δυσμενής διάκριση λόγω φύλου. ΕΔΔΑ 33401/02, σ. 843. Άρθρο 6 § 1: πειθαρχική παύση δικαστικού λειτουργού, εφαρμογή νομολογίας Eskelinen, δημοσιότητα διαδικασίας, αμεροληψία δικαστών, ισότητα όπλων - εξέταση μαρτύρων. ΕΔΔΑ 22330/05, σ. 857. Ένδικη προστασία των δικαιωμάτων από το κοινοτικό δίκαιο – Αρχές της αποτελεσματικότητας και της ισοδυναμίας – Περιορισμοί ως προς τα μέσα παροχής ένδικης προστασίας που παρέχονται στις γυναίκες που απολύονται κατά τη διάρκεια της εγκυμοσύνης τους Κοινωνική πολιτική – Προστασία των εγκύων, λεχώνων και γαλουχουσών εργαζομένων κατά την εργασία – Οδηγία 92/85/ΕΟΚ – Άρθρα 10 και 12 Ίση μεταχείριση ανδρών και γυναικών – Οδηγία 76/207/ΕΟΚ – Άρθρα 2 και 3 – Λιγότερο ευνοϊκή μεταχείριση γυναίκας λόγω εγκυμοσύνης ή άδειας μητρότητας. ΔΕΚ C-63/08, σ. 860. Άρθρα 43, 49 και 86 ΕΚ – Αρχές της ίσης μεταχείρισης και της διαφάνειας – Απευθείας ανάθεση σύμβασης (παραχώρησης) για την ύδρευση επαρχίας σε εταιρεία μικτής οικονομίας, όπου συμμετέχει ιδιώτης με ποσοστό 49% του κεφαλαίου, ο οποίος επιλέγεται κατόπιν διαγωνισμού. ΔΕΚ C-196/08, σ. 862. Άρθρο 56 ΕΚ – Ελεύθερη κυκλοφορία των κεφαλαίων – Κληρονομιαία ακίνητα – Φόρος εισοδήματος – Έκπτωση ζημιών από εκμίσθωση ακινήτου και φθίνουσα απόσβεσης επί του κόστους κτήσεως ή κατασκευής αυτού – Δυσμενέστερη φορολογική μεταχείριση των ακινήτων που κείνται σε άλλο κράτος μέλος. ΔΕΚ C-35/08, σ. 863. Οδηγία 2000/78/ΕΚ – Ίση μεταχείριση στον τομέα της απασχόλησης και της εργασίας – Διάκριση με βάση την ηλικία – Εθνική κανονιστική ρύθμιση η οποία αποκλείει τον συνυπολογισμό των περιόδων απασχολήσεως που διανύθηκαν πριν από τη συμπλήρωση του 18ου έτους της ηλικίας για τον καθορισμό του κλιμακίου στο οποίο κατατάσσονται οι συμβασιούχοι υπάλληλοι της δημόσιας διοικήσεως κράτους μέλους – Αντίθεση στην Οδηγία. ΔΕΚ C-88/08, σ. 883. Άρθρο 141 EΚ – Ισότητα αμοιβών μεταξύ ανδρών και γυναικών εργαζομένων – Κώδικας πολιτικών και στρατιωτικών συντάξεων (π.δ. 166/2000) – Διαφορετική μεταχείριση ως προς την ηλικία συνταξιοδοτήσεως και την ελάχιστη προαπαιτούμενη υπηρεσία – Παράβαση – Διαχρονικά αποτελέσματα της απόφασης. ΔΕΚ C-559/07, σ. 883. Οδηγία 2000/78 – Ίση μεταχείριση στον τομέα της απασχόλησης και της εργασίας – Διάκριση λόγω ηλικίας – Εθνική ρύθμιση που επιτρέπει απόλυση λόγω συμπλήρωσης ηλικίας συνταξιοδότησης. ΔΕΚ C-388/07, σ. 891. Προμήθεια ιατροτεχνολογικών προϊόντων – Αρχή ίσης μεταχείρισης και υποχρέωση διαφάνειας. ΔΕΚ C-6/05, σ. 898. Τα άρθ. 43, 49 και 86 της Συνθήκης, καθώς και οι αρχές της ίσης μεταχειρίσεως, της απαγορεύσεως των διακρίσεων λόγω ιθαγενείας και της διαφάνειας δεν απαγορεύουν εθνική ρύθμιση, επιτρέπουσα σε δημόσιο οργανισμό την απ’ ευθείας ανάθεση δημόσιας υπηρεσίας σε εταιρία, της οποίας το κεφάλαιο ανήκει εξ ολοκλήρου στον ίδιο αυτό οργανισμό. ΔΕΚ C410/04, σ. 900. ΚΑΚΟΔΙΚΙΑ Αντισυνταγματικότητα της ρύθμισης περί εισπράξεως εκ μέρους των άμισθων υποθηκοφυλάκων και των προϊσταμένων των υποθηκοφυλακείων που λειτουργούν ως κτηματολογικά γραφεία πάγιων δικαιωμάτων επί εγγραφής προσημείωσης ή υποθήκης προς διασφάλιση ομολογιακού δανείου. Σε περίπτωση άρνησής τους να προβούν στην καταχώρηση δίχως την καταβολή αναλογικών δικαιωμάτων δεν καθιδρύεται ευθύνη τους, δυνάμει των άρθρων 73 ΕισΝΚΠολΔ, 914 επ. ΑΚ ή 904 επ. ΑΚ. Γνμδ. Κ. Μακρίδου-Γ. Διαμαντόπουλου, σ. 646. ΚΑΤΑΒΟΛΗ Περιεχόμενο ένστασης εξόφλησης. ΑΠ 178/10, σ. 743. ΚΛΗΡΟΝΟΜΙΑ Μεταβίβαση κυριότητας λόγω κληρονομικής διαδοχής. ΑΠ1797/09, σ. 743. Προκειμένου να γίνει ερμηνεία διαθήκης, αναζητείται η αληθινή βούληση του διαθέτη χωρίς προσήλωση στις λέξεις, ενώ δεν έχουν εφαρμογή τα κριτήρια του άρθ. 200 ΑΚ, αφού αυτά αναφέρονται όχι σε μονομερείς δικαιοπραξίες αλλά σε συμβάσεις. ΑΠ 755/08, σ. 744. Είναι ισχυρή η εγκατάσταση κληρονόμου επί δήλου πράγματος, η οποία υπάρχει αν συνάγεται από τη διαθήκη θέληση του διαθέτη, με τη μνεία του δήλου, να εγκαταστήσει τον τιμώμενο ως κληρονόμο. Μόνο σε περίπτωση αμφιβολίας, αν δηλαδή δεν προκύπτει θέληση του διαθέτη για εγκατάσταση του τιμώμενου ως κληρονόμου, αυτός που τιμήθηκε με το δήλον πράγμα θεωρείται κληροδόχος. Συνέπεια του χαρακτηρισμού ως κληρονόμου. ΑΠ 768/08, σ. 744. Ο διαθέτης μπορεί να αποκληρώσει τον κατιόντα του αν ο κατιών έγινε ένοχος κακουργήματος ή βαρέος πλημμελήματος με πρόθεση, κατά του διαθέτη ή του συζύγου του. Έννοια τέτοιου παραπτώματος. ΑΠ 146/09, σ. 745. Προϋπόθεση για την μεταβίβαση με κληρονομική διαδοχή της νομής του κληρονομουμένου στον κληρονόμο. ΑΠ 1984/08, σ. 760. Νομιμοποίηση για διεξαγωγή δίκης. Πότε νομιμοποιείται ο εκτελεστής διαθήκης. ΑΠ 19289/08, σ. 761. Δεν αντίκειται στη δημόσια τάξη η ρύθμιση του Αλβανικού δικαίου για κατ’ ισομοιρία κληρονομία τέκνου και συζύγου. Αβάσιμη η αγωγή τέκνου θανόντος χωρίς διαθήκη Αλβανού υπηκόου κατά της συζύγου του τελευταίου, κατακρατούσης το 1/2 της κληρονομίας, για την απόδοση του επιπλέον του 1/4 αυτής. ΕφΙωαν 63/09, σ. 808. ΚΛΗΡΟΣ Βλ. Αγροτική νομοθεσία. ΚΟΙΝΩΝΙΑ Διοίκηση κοινού από την πλειοψηφία των κοινωνών. Η απόφαση της πλειοψηφίας, που λήφθηκε μέσα στα πλαίσια του άρθ. 789 ΑΚ, δεν αφορά μόνον τις εσωτερικές σχέσεις των κοινωνών, αλλά ενέχει και εξουσία αντιπροσωπεύσεως και συνακόλουθα είναι έγκυρη και δεσμεύει όλους τους κοινωνούς, δηλ. και εκείνους που διαφώνησαν και μειοψήφησαν, έστω και αν δεν έλαβαν μέρος σ’ αυτήν. Πότε είναι άκυρη η απόφαση της πλειοψηφίας. ΜΠρΚερκ 94/10, σ. 832. ΚΤΗΜΑΤΟΛΟΓΙΟ Διόρθωση πρώτης κτηματολογικής εγγραφής. Περιστατικά. ΕφΑθ 1667/09, σ. 810. ΚΥΡΙΟΤΗΤΑ Μεταβίβαση κυριότητας λόγω κληρονομικής διαδοχής. ΑΠ1797/09, σ. 743. Η κυριότητα των δασών της Θεσσαλίας και της Άρτας ανήκε στο Τουρκικό Δημόσιο και μετά την προσάρτηση στην Ελλάδα (1882), περιήλθαν στο Ελληνικό Δημόσιο. Προϋποθέσεις χρησικτησίας κατά του Δημοσίου. ΑΠ 1749/09, σ. 745. Προϋποθέσεις κτήσης κυριότητας με ενοικοδόμηση (1010 ΑΚ). ΑΠ 782/08, σ. 746. Προϋποθέσεις κτήσης κυριότητας με ενοικοδόμηση (1010 ΑΚ). Αποκαταστατέα ζημία. ΑΠ 152/09 (Σημ. Ι. Κατρά), σ. 746. Βλ. και Δήμοι, Εκκλησία, Χρησικτησία. ΛΟΓΙΣΤΕΣ Η μη κανονική, κατά τον επιβαλλόμενο από τις φορολογικές και λοιπές διατάξεις, τήρηση των φορολογικών και λοιπών στοιχείων της επιχείρησης του εντολέα του λογιστή, από υπαιτιότητα (δόλο ή αμέλεια) του τελευταίου, συνιστά υπαίτια παραβίαση της μεταξύ των μερών σύμβασης από το λογιστή, και δημιουργεί ευθύνη αυτού προς αποζημίωση του εντολέα -εργοδότη του για την ανόρθωση της ζημίας που αυτός υπέστη και τελεί σε αιτιώδη σύνδεσμο με την αντισυμβατική αυτή συμπεριφορά του λογιστή, όχι δε αδικοπραξία με την έννοια του άρθ. 914 ΑΚ. Πότε υπάρχει ευθύνη του λογιστή για αδικοπραξία κατά τις διατάξεις περί προστασίας καταναλωτών. ΑΠ 1901/08, σ. 747. ΛΟΓΟΔΟΣΙΑ Ο διαχειριστής της πολυκατοικίας δεν υποχρεούται να λογοδοτεί σε κάθε συνιδιοκτήτη. ΕφΑθ 5224/08, σ. 823. ΜΕΣΙΤΕΙΑ Η μεσολάβηση ή υπόδειξη ευκαιρίας έναντι αμοιβής για τη σύναψη αμφοτεροβαρών συμβάσεων που αφορούν ακίνητα, επιτρέπεται μόνο σε πρόσωπα, τα οποία έχουν τις νόμιμες προϋποθέσεις και επιπλέον έχουν εγγραφεί στο οικείο Επιμελητήριο, αφετέρου δε ότι η συμφωνία περί καταβολής μεσιτικής αμοιβής για τη μεσολάβηση ή υπόδειξη ευκαιρίας προς πραγματοποίηση μιας τέτοιας συναλλαγής σε πρόσωπο που δεν είναι επαγγελματίας μεσίτης με την προαναφερόμενη έννοια είναι άκυρη και δεν δημιουργεί οποιαδήποτε απαίτηση. Οι μεσίτες έχουν τη δυνατότητα, υπό την ισχύ του π.δ. 248/1993, να δραστηριοποιούνται και να καταρτίζουν μεσιτικές συμβάσεις και εκτός των ορίων της περιφέρειας του Επιμελητηρίου της έδρας τους στο οποίο είναι εγγεγραμμένοι. ΑΠ 190/09, σ. 750. ΜΕΤΑΓΡΑΦΗ Πότε υπάρχει ακυρότητα μεταγραφής. Η μη αναγραφή στο ευρετήριο μερίδων, των στοιχείων της ταυτότητας των ενεχόμενων προσώπων της πράξης που μεταγράφεται, εφόσον δημιουργείται από την έλλειψη αυτή αμφιβολία, επάγεται την ακυρότητα της μεταγραφής. Συνέπειες μεταγραφής ή μη, δικαιοπραξίας. Συνέπειες μη νόμιμης σώρευσης αγωγών. ΑΠ 1987/08, σ. 752. Συνέπειες ακυρότητας μεταγραφής. Τα δικαστήρια δεν έχουν εξουσία να διατάξουν τη διαγραφή άκυρης εγγραφής στα βιβλία μεταγραφής. Δυνατή η αναγνώριση ακυρότητας της μεταγραφής. ΕφΑθ 555/10, σ. 812. Βλ. και Αγροτική νομοθεσία, Εκκλησία. ΜΕΤΑΦΟΡΑ Διαφορές που έχουν περιουσιακό αντικείμενο μπορούν να αφαιρεθούν από τη δικαιοδοσία των ελληνικών δικαστηρίων και να υπαχθούν στη δικαιοδοσία συγκεκριμένου δικαστηρίου αλλοδαπής πολιτείας. Αν οι διαφορές πρόκειται να γεννηθούν στο μέλλον, από συγκεκριμένη έννομη σχέση, επιτρέπεται αυτές να υπαχθούν στη δικαιοδοσία αλλοδαπής πολιτείας, με συμφωνία των ενδιαφερομένων, αλλά η συμφωνία αυτή για να είναι έγκυρη πρέπει να είναι έγγραφη· το έγγραφο είναι συστατικό. Πότε η σχετική ρήτρα που περιέχεται στη φορτωτική είναι έγκυρη. ΕφΠειρ 516/09, σ. 814. Διεθνής Σύμβαση Βρυξελλών της 25.8.1924 για την ενοποίηση ορισμένων νομικών κανόνων σχετικά με τις φορτωτικές. Με τη Σύμβαση αυτή θεσπίζεται νόθος αντικειμενική ευθύνη του μεταφορέα, υπό την έννοια ότι, σε περίπτωση απώλειας ή βλάβης του φορτίου, ο τελευταίος έχει το βάρος της απόδειξης ότι δεν τον βαρύνει πταίσμα. Σε περίπτωση απώλειας ή βλάβης των εμπορευμάτων σε θαλάσσια μεταφορά, το συνολικό ποσό της αποζημίωσης υπολογίζεται με βάση την αξία των εμπορευμάτων αυτών, στον τόπο και κατά το χρόνο που εκφορτώνονται από το πλοίο ή που θα έπρεπε να είχαν εκφορτωθεί, σύμφωνα με τη σύμβαση μεταφοράς. Πώς υπολογίζεται η αξία των εμπορευμάτων. Συρροή αξίωσης από αδικοπραξία. ΕφΠειρ 516/09, σ. 814. Κανονισμός 261/2004 για τη θέσπιση κοινών κανόνων αποζημίωσης των επιβατών αεροπορικών μεταφορών και παροχής βοήθειας σε αυτούς σε περίπτωση άρνησης επιβίβασης και ματαίωσης ή μεγάλης καθυστέρησης της πτήσης – Άρθρα 2, 5, 6 και 7 – Έννοια των όρων “καθυστέρηση” και “ματαίωση” πτήσεως – Έννοια του όρου “έκτακτες περιστάσεις” – Τεχνικά προβλήματα. ΔΕΚ C-402/07 και C-432/07, σ. 866. Άρθρο 49 ΕΚ (ελεύθερη παροχή υπηρεσιών) – Άρθρο 87 ΕΚ (κρατικές ενισχύσεις) – Περιφερειακή νομοθετική ρύθμιση η οποία επιβάλλει φόρο σε περίπτωση προσεγγίσεως για τουριστικούς λόγους αεροσκαφών που χρησιμοποιούνται για την ιδιωτική μεταφορά προσώπων καθώς και σκαφών αναψυχής, ο οποίος βαρύνει μόνον τους φορείς εκμεταλλεύσεως που έχουν τη φορολογική κατοικία τους εκτός της περιφέρειας – Φόρος για προστασία του περιβάλλοντος. ΔΕΚ C-169/08, σ. 868. ΜΗΧΑΝΙΚΟΙ Η αμοιβή ιδιωτικών μηχανικών για την εκπόνηση των αναφερομένων στο π.δ. 696/1974 μελετών κτιριακών έργων καθορίζεται και σε ποσοστά επί του προϋπολογισμού των μελετώμενων έργων με βάση προβλεπόμενο τύπο. Προϋποθέσεις καταβολής της αμοιβής. Δικαίωμα εργοδότη να καταγγείλει τη σύμβαση κατ’ άρθ. 700 ΑΚ. ΑΠ 790/08, σ. 755. ΜΙΣΘΩΣΗ ΠΡΑΓΜΑΤΟΣ Ο εγγυητής που εγγυήθηκε για τις υποχρεώσεις του πρωτοφειλέτη - μισθωτή που απορρέουν από τη μίσθωση, δεν ευθύνεται και για τις υποχρεώσεις του μισθωτή που απορρέουν από το νόμο, όπως η εκ του άρθ. 601 ΑΚ υποχρέωση για αποζημίωση χρήσης. ΑΠ 1842/08 (Σημ. Ι. Κατρά), σ. 756. Προϋποθέσεις καταγγελίας μίσθωσης για κακή χρήση. ΑΠ 1676/09, σ. 757. Δυνατή η αναπροσαρμογή μισθώματος εμπορικής μίσθωσης με βάση το άρθ. 288 ΑΚ. Περιεχόμενο σχετικής αγωγής. Περιστατικά αναίρεσης απόφασης, που αναπροσάρμοσε το μίσθωμα, κατ’ άρθ. 559 αρ. 19 ΚΠολΔ. ΑΠ 2154/07, σ. 575. Αδιαίρετη χρήση μισθίου. Δεν επιτρέπεται καταγγελία της μίσθωσης για μέρος του μισθίου. ΕφΑθ 6379/09, σ. 820. Άρθρο 10: δικαίωμα πληροφόρησης, θετικές υποχρεώσεις κράτους, απαγόρευση σε μισθωτήριο εγκατάστασης δορυφορικής κεραίας. ΕΔΔΑ 23883/06, σ. 853. Άρθρο 56 ΕΚ – Ελεύθερη κυκλοφορία των κεφαλαίων – Κληρονομιαία ακίνητα – Φόρος εισοδήματος – Έκπτωση ζημιών από εκμίσθωση ακινήτου και φθίνουσα απόσβεσης επί του κόστους κτήσεως ή κατασκευής αυτού – Δυσμενέστερη φορολογική μεταχείριση των ακινήτων που κείνται σε άλλο κράτος μέλος. ΔΕΚ C-35/08, σ. 863. ΜΝΗΣΤΕΙΑ Παραγραφή αξίωσης από μνηστεία. ΑΠ 1952/08, σ. 759. ΝΟΜΗ Προϋποθέσεις ευθύνης από αδικοπραξία. Έννοια υπαιτιότητας. Ζημία από περισσοτέρους. Αδικοπραξία αποτελεί, σύμφωνα με το άρθ. 1099 ΑΚ, και η χωρίς δικαίωμα παρά τη θέληση του νομέα αποβολή αυτού από τη νομή πράγματος. Περιεχόμενο αγωγής για διαφυγόντα κέρδη. ΑΠ 1900/08, σ. 682. Περιεχόμενο αγωγής περί αποβολής από τη νομή ως προς την περιγραφή του ακινήτου. Έννοια και πράξεις νομής. ΑΠ 1798/09, σ. 759. Προϋπόθεση για την μεταβίβαση με κληρονομική διαδοχή της νομής του κληρονομουμένου στον κληρονόμο. ΑΠ 1984/08, σ. 760. Περιεχόμενο αγωγής αποβολής από τη νομή. Δουλεία οδού· τρόπος σύστασης· προσβολή της. Προσβολή χρήσης κοινόχρηστων πραγμάτων. ΕφΑθ 848/09, σ. 821. Βλ. και Αγροτική νομοθεσία. ΝΟΜΙΚΑ ΠΡΟΣΩΠΑ Διακοπή παραγραφής αξιώσεων κατά ν.π.δ.δ. με την υποβολή προς το νομικό πρόσωπο αιτήσεως περί πληρωμής της απαιτήσεως. Ταυτότητα απαιτήσεων. ΑΠ 187/09, σ. 760. Τα ελληνικά δικαστήρια έχουν δικαιοδοσία επί ημεδαπών και αλλοδαπών, εφόσον υπάρχει αρμοδιότητα λόγω γενικής ή ειδικής δωσιδικίας. Έτσι, υπάρχει δικαιοδοσία των ελληνικών δικαστηρίων να δικάσουν διαφορές νομικών προσώπων, των οποίων η πραγματική έδρα βρίσκεται στην περιφέρεια ελληνικού δικαστηρίου. Επί παθητικής ομοδικίας, αρμόδιο είναι το δικαστήριο στην περιφέρεια του οποίου έχει την έδρα του ή την κατοικία του οποιοσδήποτε από τους ομοδίκους. Δεν εφαρμόζεται όμως η δωσιδικία των ομοδίκων, όταν, εν γνώσει του ενάγοντος, συνενάγεται πρόσωπο προκειμένου να καταστρατηγηθεί η διάταξη του άρθ. 37 § 1 ΚΠολΔ, γεγονός που πρέπει να αποδεικνύεται από τον ενιστάμενο. ΕφΠειρ 516/09, σ. 814. Επαγγελματική οργάνωση. Προθεσμία προσβολής απόφασης γενικής συνέλευσης. Αναστολή προθεσμίας. Έκταση εξουσιών προσωρινής διοίκησης νομικού προσώπου. ΕφΑθ 5882/08, σ. 827. Άρθρο 6 § 1 ΕΣΔΑ: ισότητα των όπλων Δημοσίου και ιδιωτών (παραγραφή σε επιδικία). Ναι μεν το Δημόσιο και τα ν.π.δ.δ. είναι θεμιτό να απολαμβάνουν δικονομικών προνομίων, εφόσον όμως αυτό είναι αναγκαίο για την άσκηση των αρμοδιοτήτων τους δημοσίου δικαίου ή, ακόμη και στο πλαίσιο του ιδιωτικού δικαίου, προς εξυπηρέτηση δημόσιων σκοπών, χωρίς όμως να αρκεί προς τούτο μόνη η ιδιότητα του Δημοσίου ή του ν.π.δ.δ. ΕΔΔΑ 48906/06, σ. 839. ΝΟΜΙΜΟΠΟΙΗΣΗ Σε περίπτωση που θύμα της αδικοπραξίας, που παθαίνει βλάβη του σώματος ή της υγείας του, είναι εταίρος Α.Ε., ο τραυματισμός αυτού δεν έχει ως αποτέλεσμα τη μείωση των κερδών του από την εταιρία. Ακόμη δε και αν ο τραυματισμός του επάγεται δυσμενή αποτελέσματα για την εταιρία, ο ίδιος έχει την ιδιότητα του έμμεσα ζημιούμενου τρίτου, μη καλυπτόμενου αδικοπρακτικά από τη διάταξη του άρθ. 929 ΑΚ. Επομένως, δεν νομιμοποιείται ενεργητικά να εγείρει αγωγή κατά του υπόχρεου προς αποζημίωση και να ζητήσει τα αναλογούντα στα εταιρικά του μερίδια κέρδη, που απώλεσε η εταιρεία εξαιτίας του τραυματισμού του. Πότε νομιμοποιείται να ασκήσει τέτοια αγωγή. ΑΠ 1958/08, σ. 683. Νομιμοποίηση για διεξαγωγή δίκης. Πότε νομιμοποιείται ο εκτελεστής διαθήκης. ΑΠ 19289/08, σ. 761. ΟΜΟΔΙΚΙΑ Διαφορές που έχουν περιουσιακό αντικείμενο μπορούν να αφαιρεθούν από τη δικαιοδοσία των ελληνικών δικαστηρίων και να υπαχθούν στη δικαιοδοσία συγκεκριμένου δικαστηρίου αλλοδαπής πολιτείας. Αν οι διαφορές πρόκειται να γεννηθούν στο μέλλον, από συγκεκριμένη έννομη σχέση, επιτρέπεται αυτές να υπαχθούν στη δικαιοδοσία αλλοδαπής πολιτείας, με συμφωνία των ενδιαφερομένων, αλλά η συμφωνία αυτή για να είναι έγκυρη πρέπει να είναι έγγραφη· το έγγραφο είναι συστατικό. Πότε η σχετική ρήτρα που περιέχεται στη φορτωτική είναι έγκυρη. Τα ελληνικά δικαστήρια έχουν δικαιοδοσία επί ημεδαπών και αλλοδαπών, εφόσον υπάρχει αρμοδιότητα λόγω γενικής ή ειδικής δωσιδικίας. Έτσι, υπάρχει δικαιοδοσία των ελληνικών δικαστηρίων να δικάσουν διαφορές νομικών προσώπων, των οποίων η πραγματική έδρα βρίσκεται στην περιφέρεια ελληνικού δικαστηρίου. Επί παθητικής ομοδικίας, αρμόδιο είναι το δικαστήριο στην περιφέρεια του οποίου έχει την έδρα του ή την κατοικία του οποιοσδήποτε από τους ομοδίκους. Δεν εφαρμόζεται όμως η δωσιδικία των ομοδίκων, όταν, εν γνώσει του ενάγοντος, συνενάγεται πρόσωπο προκειμένου να καταστρατηγηθεί η διάταξη του άρθ. 37 § 1 ΚΠολΔ, γεγονός που πρέπει να αποδεικνύεται από τον ενιστάμενο. ΕφΠειρ 516/09, σ. 814. Επί απλής ομοδικίας, η έφεση δεν απευθύνεται κατά του ομοδίκου του εκκαλούντος, έστω κι αν μεταξύ των ομοδίκων υπάρχει δικαίωμα αναγωγής. ΕφΑθ 5795/08, σ. 823. ΟΜΟΛΟΓΙΑ Έννοια δικαστικής ομολογίας. ΑΠ 158/09, σ. 761. Πώς γίνεται η δικαστική ομολογία. ΑΠ 1946/08 (Σημ. Ι. Κατρά), σ. 761. ΟΡΓΑΝΙΣΜΟΙ Η διάταξη του άρθ. 8 α.ν. 1539/1938 η οποία προβλέπει προδικασία για την άσκηση αγωγής κυριότητας ή άλλου εκτός της νομής, εμπράγματου δικαιώματος επί ακινήτου που κατέχεται από το Δημόσιο, εφαρμόζεται και στον Ο.Σ.Κ. και μετά τη μετατροπή του σε Α.Ε. Η σχετική ρύθμιση δεν αντίκειται στα άρθ. 4 § 1 και 20 § 1 Συντ. ΑΠ 1756/09, σ. 679. ΟΡΟΦΟΚΤΗΣΙΑ Ισχύς εθίμου. Στη Μύκονο και στα υπόλοιπα νησιά των Κυκλάδων, είχε επικρατήσει από τον καιρό της Φραγκοκρατίας έθιμο να μπορεί να υπάρχει ιδιότυπη ξεχωριστή οριζόντια ιδιοκτησία στο δώμα ισόγειας οικοδομής τρίτου, χωρίς να έχει ο κύριος αυτής και ανάλογο ποσοστό συνιδιοκτησίας επί του εδάφους, του οποίου κύριος παρέμεινε ο ιδιοκτήτης του ισογείου. Το έθιμο αυτό εξακολούθησε να ισχύει μέχρι και την εισαγωγή του ΑΚ (23.2.1946), οπότε και καταργήθηκε για το εφεξής διάστημα. Οι μέχρι όμως του χρόνου εισαγωγής του ΑΚ ήδη αποκτηθείσες με βάση το παραπάνω έθιμο επί του δώματος τρίτου ιδιοκτησίες, δηλ. αυτών που δεν είχαν κυριότητα επί ισογείου και του εδάφους, εξακολούθησαν να είναι ισχυρές και δεν καταργήθηκαν από το νόμο αυτό. ΑΠ 1702/09, σ. 724. Δεν μπορεί να συσταθεί οροφοκτησία με χρησικτησία. ΑΠ 779/08, σ. 762. Διανομή οικοπέδου στο οποίο υπάρχει οικοδομή. Γα να γίνει διανομή με σύσταση οροφοκτησίας, πρέπει να υποβληθεί σχετικό αίτημα κατ’ άρθ. 269 ΚΠολΔ. ΕφΑθ 8198/07, σ. 789. Ο διαχειριστής της πολυκατοικίας δεν υποχρεούται να λογοδοτεί σε κάθε συνιδιοκτήτη. ΕφΑθ 5224/08, σ. 823. ΠΑΙΧΝΙΔΙΑ ΤΥΧΕΡΑ Απαγόρευση εγκαταστάσεως όλων των ηλεκτρικών, ηλεκτρομηχανικών και ηλεκτρονικών παιγνίων, συμπεριλαμβανομένων όλων των παιγνίων για ηλεκτρονικούς υπολογιστές, σε κάθε δημόσιο ή ιδιωτικό χώρο εκτός των καζίνων – Πότε δικαιολογείται. ΔΕΚ C-65/05, σ. 859. ΠΑΡΑΒΟΛΟ Άρθρα 6 § 1 ΕΣΔΑ: απόρριψη έφεσης λόγω μη καταβολής παραβόλου 9 ευρώ. ΕΔΔΑ 46685/07, σ. 839. ΠΑΡΑΓΡΑΦΗ Η αξίωση του μισθωτού της ΔΕΗ να ενταχθεί στο αρμόζον, με βάση τον ΚΠΠ/ΔΕΗ και τις ισχύουσες ΕΣΣΕ, μισθολογικό κλιμάκιο δεν υπόκειται στην εκ του άρθ. 937 ΑΚ για τις αξιώσεις από αδικοπραξία πενταετή παραγραφή, αλλά στην από το άρθ. 249 ΑΚ προβλεπόμενη 20ετή παραγραφή, οι δε μισθολογικές αξιώσεις από τη μη κανονική αρχική ένταξη στο τακτικό προσωπικό της αναιρεσίβλητης, και τις εντεύθεν μη πραγματοποιηθείσες νόμιμες εντάξεις στα ανάλογα μισθολογικά κλιμάκια, υπόκεινται στην πενταετή παραγραφή του άρθ. 250 § 6 ΑΚ. ΟλΑΠ 4/10, σ. 666. Διεκδικητική αγωγή. Ο κύριος του πράγματος δικαιούται να ζητήσει αποζημίωση ίση με την αξία του πράγματος, αν αυτό δεν μπορεί να του αποδοθεί. Η σχετική αξίωση στρεφόμενη κατά του Δημοσίου, ο.τ.α., ή ν.π.δ.δ. υπάγεται στα πολιτικά δικαστήρια. Παραγραφή αξίωσης κατά ο.τ.α. Η παραγραφή της αξίωσης για αποζημίωση λόγω αδυναμίας προς απόδοση του πράγματος αρχίζει από τότε που γεννιέται η αξίωση αυτή, δηλαδή από τότε που βεβαιώνεται από την απόφαση ή κατά την εκτέλεση ότι δεν είναι δυνατή η αυτούσια απόδοση του διεκδικούμενου πράγματος. ΑΠ 1793/09, σ. 680. Εργολαβία δίκης. Η τυχόν εγγράφως καταρτισθείσα συμφωνία δεν καθίσταται άκυρη αν δεν θεωρηθεί από την αρμόδια Δ.Ο.Υ. Παραγραφή αξίωσης δικηγόρου. ΑΠ 1909/08, σ. 717. Παραγραφή αξίωσης από μνηστεία. ΑΠ 1952/08, σ. 759. Διακοπή παραγραφής αξιώσεων κατά ν.π.δ.δ. με την υποβολή προς το νομικό πρόσωπο αιτήσεως περί πληρωμής της απαιτήσεως. Ταυτότητα απαιτήσεων. ΑΠ 187/09, σ. 760. Παραγραφή αξιώσεων ναυτικών. Για τις αξιώσεις που αναφέρονται στο άρθ. 289 ΚΙΝΔ, επί διακοπής της οριζόμενης ετήσιας παραγραφής αυτών, η νέα παραγραφή δεν αρχίζει αμέσως μετά την τελευταία διαδικαστική πράξη, αλλά από την λήξη του έτους, κατά το οποίο συνέβη η διαδικαστική πράξη, σύμφωνα με το άρθ. 270 § 2 ΑΚ. η ακυρότητα κάθε διαδικαστικής πράξης, άρα και της επίδοσης της αγωγής, εφόσον προβάλλεται νομίμως, σύμφωνα με τα άρθ. 159 και 160 ΚΠολΔ και αποδεικνύεται η βασιμότητά της από τον προτείνοντα την ακυρότητα, δεν επιφέρει διακοπή της παραγραφής. ΑΠ 1908/08, σ. 762. Η αξίωση για καρπούς από το άρθ. 1096 ΑΚ, υπόκειται στην 5ετή παραγραφή του άρθ. 250 αρ. 17 ΑΚ. ΑΠ 150/09 (Σημ. Ι. Κατρά), σ. 763. Παραγραφή αξίωσης για εκτέλεση εργασιών επισκευής πλοίων. ΑΠ 685/08, σ. 764. Οι Δήμοι έχουν τα προνόμια του Δημοσίου. Παραγραφή αξιώσεων κατά Δήμων. ΕφΑθ 4413/08, σ. 788. Άρθρο 6 § 1 ΕΣΔΑ: ισότητα των όπλων Δημοσίου και ιδιωτών (παραγραφή σε επιδικία). Ναι μεν το Δημόσιο και τα ν.π.δ.δ. είναι θεμιτό να απολαμβάνουν δικονομικών προνομίων, εφόσον όμως αυτό είναι αναγκαίο για την άσκηση των αρμοδιοτήτων τους δημοσίου δικαίου ή, ακόμη και στο πλαίσιο του ιδιωτικού δικαίου, προς εξυπηρέτηση δημόσιων σκοπών, χωρίς όμως να αρκεί προς τούτο μόνη η ιδιότητα του Δημοσίου ή του ν.π.δ.δ. ΕΔΔΑ 48906/06, σ. 839. Άρθρο 1 ΠΠΠ: διετής παραγραφή αξιώσεων υπαλλήλων (ι.δ.) κατά Δημοσίου, έναρξη τοκογονίας από επίδοση αγωγής και όχι από δήλη ημέρα. ΕΔΔΑ 36963/06, σ. 840. Ευθύνη προς αποζημίωση κράτους μέλους για παράβαση κοινοτικού δικαίου – Παραγραφή. ΔΕΚ C-445/06, σ. 888. ΠΕΡΙΒΑΛΛΟΝ Άρθρο 8: ιδιωτική ζωή φυλακισμένου και προστασία του περιβάλλοντος. ΕΔΔΑ 6586/03, σ. 849. Άρθρο 8: δικαίωμα στο περιβάλλον, θετικές υποχρεώσεις, αρχή της προφύλαξης, δικαίωμα πληροφόρησης για περιβαλλοντικά ζητήματα. ΕΔΔΑ 67021/01, σ. 849. Οδηγία 93/42/EOK – Ιατροτεχνολογικά προϊόντα – Απαγόρευση εξαγωγής αμαλγαμάτων για οδοντιατρική χρήση που περιέχουν υδράργυρο και φέρουν τη σήμανση πιστότητας EΚ – Προστασία της υγείας και του περιβάλλοντος. ΔΕΚ C-288/08, σ. 865. Άρθρο 49 ΕΚ (ελεύθερη παροχή υπηρεσιών) – Άρθρο 87 ΕΚ (κρατικές ενισχύσεις) – Περιφερειακή νομοθετική ρύθμιση η οποία επιβάλλει φόρο σε περίπτωση προσεγγίσεως για τουριστικούς λόγους αεροσκαφών που χρησιμοποιούνται για την ιδιωτική μεταφορά προσώπων καθώς και σκαφών αναψυχής, ο οποίος βαρύνει μόνον τους φορείς εκμεταλλεύσεως που έχουν τη φορολογική κατοικία τους εκτός της περιφέρειας – Φόρος για προστασία του περιβάλλοντος. ΔΕΚ C-169/08, σ. 868. Περιβάλλον – Οδηγίες 2006/12/ΕΚ και 91/689/ΕΟΚ – Επικίνδυνα απόβλητα – Υποχρέωση καταρτίσεως και θεσπίσεως σχεδίου διαχείρισης των επικίνδυνων αποβλήτων – Υποχρέωση δημιουργίας ολοκληρωμένου και κατάλληλου δικτύου εγκαταστάσεων διάθεσης των αποβλήτων Διάθεση επικίνδυνων αποβλήτων – Παράβαση κράτους μέλους. ΔΕΚ C-286/08, σ. 878. Οδηγίες 2006/12/ΕΚ και 75/442/ΕΟΚ περί στερεών αποβλήτων – Φόρος για τη διάθεση αστικών αποβλήτων - Αρχή «ο ρυπαίνων πληρώνει» – Αρχή της αναλογικότητας. ΔΕΚ C 254/08, σ. 881. Περιβάλλον και ιδιωτικά έργα. ΔΕΚ C-290/03, σ. 900. ΠΛΟΙΟ Παραγραφή αξίωσης για εκτέλεση εργασιών επισκευής πλοίων. ΑΠ 685/08, σ. 764. ΠΛΟΥΤΙΣΜΟΣ Ο καθού η απαλλοτρίωση ακινήτου δικαιούχος της αποζημίωσης, έχει – έναντι του οικείου Δικηγορικού Συλλόγου, που εισέπραξε από το Ταμείο Παρακαταθηκών, με βάση αντισυνταγματικές διατάξεις, το ποσό της αμοιβής του δικηγόρου, το οποίο αποτελεί μέρος της οφειλόμενης στον δικαιούχο πλήρους αποζημίωσης – ενοχική απαίτηση προς επιστροφή του ποσού αυτού, η απαίτηση δε αυτή μπορεί να στηριχθεί στη διάταξη του άρθ. 8 § 5 ν.δ. 797/1971, σε συνδυασμό και με τις περί αδικοπραξιών διατάξεις των άρθ. 914, 297, 298 ΑΚ ή στις περί αδικαιολογήτου πλουτισμού διατάξεις των άρθ. 904 επ. ΑΚ. Η σχετική διαφορά υπάγεται στη δικαιοδοσία των πολιτικών δικαστηρίων. ΑΠ 1780/09, σ. 712. Περιεχόμενο αγωγής αδικ. πλουτισμού για απαίτηση αχρεώστητης παροχής. Εκτοκισμός τόκων από τράπεζα κατά τη διάταξη του άρθ. 30 § 5 ν. 2789/2000. ΑΠ 749/08, σ. 764. Για να στηριχθεί αγωγή από αδικαιολόγητο πλουτισμό, πρέπει να υφίσταται άμεση αιτιώδης συνάφεια μεταξύ της παροχής ή της ζημίας του ενάγοντος και του πλουτισμού του εναγομένου, η οποία δεν υφίσταται στην περίπτωση που παρεμβάλλεται και άλλη τρίτη περιουσία. Αν χρηματική παροχή του ενάγοντος, που έγινε σε εκτέλεση σύμβασης εντολής μεταξύ αυτού και τρίτου, ενεργήσαντος για δικό του λογαριασμό, προκάλεσε απόσβεση οφειλής του εντολέα τρίτου προς τον λήπτη της παροχής, δικαιούχος να αναζητήσει τον πλουτισμό είναι μεν ο ενάγων που κατέβαλε ξένο χρέος (του εντολέα) χωρίς ο ίδιος να οφείλει στον εναγόμενο λήπτη, πλην όμως αδικαιολόγητα πλουτίσας και υπόχρεος σε απόδοση του πλουτισμού είναι ο πραγματικός οφειλέτης τρίτος, που απαλλάχθηκε από το χρέος του και όχι ο εναγόμενος που εισέπραξε την απαίτηση, την οποία είχε και αποσβέστηκε με την είσπραξη. ΑΠ 753/08, σ. 766. Βλ. και Υποθηκοφύλακες. ΠΟΙΝΗ Άρθρο 4 του 7ου ΠΠ (non bis in idem): ταυτότητα αντικειμένου (idem) παρά το γεγονός ότι για την ποινική κύρωση απαιτείται δόλος, ενώ για τη διοικητική (κατά το εθνικό δίκαιο) όχι. ΕΔΔΑ 13079/03, σ. 842. Άρθρο 7 ΕΣΔΑ: αναδρομική ισχύς του ηπιότερου νόμου (στροφή νομολογίας). ΟλΕΔΔΑ 10249/03, σ. 845. Άρθρο 10: ποινική καταδίκη δάσκαλου συνδικαλιστή για ψευδή καταμήνυση και οργάνωση πικετοφορίας κατά της διευθύντριας σχολείου. Άρθρο 6: μεταβολή νομικού χαρακτηρισμού στην ποινική δίκη. ΕΔΔΑ 4063/04,σ. 851. Άρθρα 10: ποινική καταδίκη και παύση εισαγγελέα για προσβολή των ενόπλων δυνάμεων, 13: αμεροληψία. ΕΔΔΑ 64119/00, 76292/01, σ. 855. ΠΟΛΕΟΔΟΜΙΑ Άρθρα 6 § 1, 13 ΕΣΔΑ: μη συμμόρφωση Διοίκησης προς απόφαση περί άρσης ρυμοτομικού βάρους, αναποτελεσματικό το σύστημα του ν. 3068/2002. 1 ΠΠΠ: υποχρεωτική η προηγούμενη άσκηση αγωγής αποζημίωσης. ΕΔΔΑ 26914/07, σ. 838. ΠΡΑΓΜΑΤΑ Κτήση κυριότητας με χρησικτησία. Κτήση ιδιότητας πράγματος ως κοινόχρηστου. Αμνημονεύτου χρόνου αρχαιότητα. Πότε οι οδοί καθίστανται κοινόχρηστες. ΑΠ 157/09, σ. 767. Περιεχόμενο αγωγής αποβολής από τη νομή. Δουλεία οδού· τρόπος σύστασης· προσβολή της. Προσβολή χρήσης κοινόχρηστων πραγμάτων. ΕφΑθ 848/09, σ. 821. ΠΡΑΓΜΑΤΟΓΝΩΜΟΣΥΝΗ Άρθρο 6: υπόθεση ποινικής φύσης, δικαίωμα εξέτασης πραγματογνωμόνων. Άρθρο 10: δικαίωμα έκφρασης - πρόκληση εθνικού μίσους. ΕΔΔΑ 72596/01, σ. 847. ΠΡΟΘΕΣΜΙΑ Απαράδεκτοι οι πρόσθετοι λόγοι αναίρεσης, αν η προθεσμία για άσκησή τους λήγει ημέρα Σάββατο. ΑΠ 1764/09, σ. 687. Αν η απόφαση δεν επιδόθηκε, η προθεσμία της αναψηλάφησης είναι τρία χρόνια από τη δημοσίευση της προσβαλλόμενης απόφασης, εφόσον είναι τελεσίδικη ή ανέκκλητη, αλλιώς από την ημέρα που έγινε τελεσίδικη. ΑΠ 761/08, σ. 688. Στις απαλλοτριώσεις που έχουν κηρυχθεί μετά την 1.2.1971 και η συντέλεσή τους έλαβε χώρα πριν από την έναρξη ισχύος του ν. 2882/2001, η προθεσμία για την άσκηση της αξιώσεως για τον καθορισμό μεγαλύτερης οριστικής αποζημιώσεως εκείνου που δεν έλαβε μέρος, ούτε κλήθηκε στη δίκη για τον καθορισμό της αποζημιώσεως είναι πενταετής και αρχίζει από 7.5.2001 και στην περίπτωση που αποδεικνύεται ότι έχει λάβει γνώση είναι εξάμηνη και αρχίζει και πάλι από 7.5.2001, εκτός αν η γνώση ανάγεται σε χρόνο μετά τη χρονολογία αυτή, οπότε αρχίζει από της γνώσεως. ΑΠ 174/09, σ. 696. Λήξη προθεσμίας. Εξαιρετέα ημέρα είναι και η 3η Οκτωβρίου, κατά την οποία εορτάζεται η μνήμη του Αγίου Διονυσίου Αρεοπαγίτου, η οποία έχει καθοριστεί ως ημέρα υποχρεωτικής αργίας για τις δικαστικές υπηρεσίες. ΑΠ 199/09, σ. 768. Επαγγελματική οργάνωση. Προθεσμία προσβολής απόφασης γενικής συνέλευσης. Αναστολή προθεσμίας. Έκταση εξουσιών προσωρινής διοίκησης νομικού προσώπου. ΕφΑθ 5882/08, σ. 827. ΠΡΟΣΤΙΜΟ Άρθρα 6 § 1 ΕΣΔΑ, 1 ΠΠΠ: υποχρέωση παρακατάθεσης ποσού ίσου με το ύψος προστίμου, ως προϋπόθεση του παραδεκτού άσκησης ενδίκου βοηθήματος. ΕΔΔΑ 49852/06, σ. 841. ΠΡΟΣΩΠΙΚΟΤΗΤΑ Άρθρο 8: ιδιωτική ζωή φυλακισμένου και προστασία του περιβάλλοντος. ΕΔΔΑ 6586/03, σ. 849. Άρθρο 10: δημοσίευση φωτογραφιών καταδικασθέντος χωρίς τη συναίνεσή του. ΕΔΔΑ 34438/04, σ. 851. Βλ. και Τύπος. ΠΤΩΧΕΥΣΗ Απαράδεκτη η αίτηση πτώχευσης ετερόρρυθμης εταιρίας αν δεν αναφέρεται σ’ αυτή ο αριθμός εμπορικού μητρώου του ομόρρυθμου εταίρου. ΕφΑθ 527/10, 825. ΠΩΛΗΣΗ Περιεχόμενο διεκδικητικής αγωγής. Έγκυρη η πώληση ξένου ακινήτου. ΕφΑθ 2077/09, σ. 784. ΡΑΔΙΟΤΗΛΕΟΡΑΣΗ Άρθρο 10: δικαίωμα πληροφόρησης, θετικές υποχρεώσεις κράτους, απαγόρευση σε μισθωτήριο εγκατάστασης δορυφορικής κεραίας. ΕΔΔΑ 23883/06, σ. 853. Άρθρα 39 ΕΚ, 43 ΕΚ, 49 ΕΚ, 56 ΕΚ και 87 ΕΚ – Υποχρέωση των τηλεοπτικών οργανισμών να διαθέτουν μέρος των λειτουργικών εσόδων τους για την προχρηματοδότηση ευρωπαϊκών κινηματογραφικών ταινιών και τηλεταινιών, από την οποία χρηματοδότηση ποσοστό 60% προορίζεται για την παραγωγή έργων των οποίων η γλώσσα του πρωτοτύπου είναι μια από τις επίσημες γλώσσες του Βασιλείου της Ισπανίας και τα οποία παράγονται στην πλειονότητά τους από την ισπανική κινηματογραφική βιομηχανία. ΔΕΚ C-222/07, σ. 890. Βλ. και Διαφήμιση. ΣΗΜΑΤΑ Έννοια σήματος, παραποίησης και απομίμησης αυτού. Δικαιώματα δικαιούχου σήματος. Το σχήμα του προϊόντος, που διακρίνει το προϊόν αυτό, ακόμη και όταν παρουσιάζει πρωτοτυπία και ιδιομορφία, δεν υπάγεται στη προστασία του σήματος όταν το μεταγενέστερο προϊόν, που φέρει το ίδιο ή παρόμοιο σχήμα, καλύπτεται με διαφορετική συσκευασία και εμφανίζεται στο κοινό με διαφορετική ονοματική ένδειξη. Προστασία διακριτικού γνωρίσματος. Ως ιδιαίτερο διακριτικό γνώρισμα θεωρείται και ο ιδιαίτερος διασχηματισμός ή η ιδιαίτερη διακόσμηση των εμπορευμάτων, της συσκευασίας ή του περικαλύμματός τους, εφόσον είναι γνωστά στους σχετικούς κύκλους των συναλλαγών ως διακριτικά σημεία των όμοιων εμπορευμάτων άλλου προσώπου. ΑΠ 1660/08, σ. 769. ΣΥΜΒΑΣΗ Εφαρμογή ελευθερίας συμβάσεων και στο εργατικό δίκαιο. Η αρχή της εύνοιας υπέρ των εργαζομένων δεν εφαρμόζεται μόνο στην σχέση συλλογικής σύμβασης και ατομικής σύμβασης εργασίας αλλά και στην σχέση περισσοτέρων πηγών (νόμου, συλλογικής σύμβασης εργασίας, κανονισμού, ατομικής σύμβασης) διαφορετικής ιεραρχικής βαθμίδας που ρυθμίζουν την εργατική σχέση. ΑΠ 1936/08, σ. 730. Πότε η υπαίτια ζημιογόνος πράξη ή παράλειψη, με την οποία παραβιάζεται κάποια σύμβαση, μπορεί να θεμελιώσει και αξίωση από αδικοπραξία. Η μη κανονική, κατά τον επιβαλλόμενο από τις φορολογικές και λοιπές διατάξεις, τήρηση των φορολογικών και λοιπών στοιχείων της επιχείρησης του εντολέα του λογιστή, από υπαιτιότητα (δόλο ή αμέλεια) του τελευταίου, συνιστά υπαίτια παραβίαση της μεταξύ των μερών σύμβασης από το λογιστή, και δημιουργεί ευθύνη αυτού προς αποζημίωση του εντολέα -εργοδότη του για την ανόρθωση της ζημίας που αυτός υπέστη και τελεί σε αιτιώδη σύνδεσμο με την αντισυμβατική αυτή συμπεριφορά του λογιστή, όχι δε αδικοπραξία με την έννοια του άρθ. 914 ΑΚ. Πότε υπάρχει ευθύνη του λογιστή για αδικοπραξία κατά τις διατάξεις περί προστασίας καταναλωτών. ΑΠ 1901/08, σ. 747. Η αμοιβή ιδιωτικών μηχανικών για την εκπόνηση των αναφερομένων στο π.δ. 696/1974 μελετών κτιριακών έργων καθορίζεται και σε ποσοστά επί του προϋπολογισμού των μελετώμενων έργων με βάση προβλεπόμενο τύπο. Προϋποθέσεις καταβολής της αμοιβής. Δικαίωμα εργοδότη να καταγγείλει τη σύμβαση κατ’ άρθ. 700 ΑΚ. ΑΠ 790/08, σ. 755. Σύμβαση έργου. Δικαίωμα υπαναχώρησης του εργοδότη κατ’ άρθ. 686 ΑΚ· το δικαίωμα αυτό μπορεί να ασκηθεί και μετά το συμφωνημένο χρόνο παράδοσης του έργου, αν δεν εκπληρώθηκαν μέχρι τη λήξη της προθεσμίας παράδοσής του, οι υποχρεώσεις του εργολάβου από το άρθ. 686 εδ. α΄ ΑΚ, για έγκαιρη έναρξη και μη επιβράδυνση της εκτελέσεως του έργου με τρόπο που αντιβαίνει στη σύμβαση και καθιστά αδύνατη την έγκαιρη περάτωση αυτού. Συνέπειες υπαναχώρησης. ΑΠ 652/08, σ. 774. Συνέπειες υπαναχώρησης. ΑΠ 1759/09, σ. 776. ΣΥΜΒΙΒΑΣΜΟΣ Βλ. Δικηγόροι. ΣΥΝΕΤΑΙΡΙΣΜΟΙ Από το νόμο ορίστηκε ως θεμελιώδης αρχή του δικαίου διοικήσεως και διαχειρίσεως των αναγκαστικών δασικών συνεταιρισμών κυριότητας νομής ή κλασματικών δικαίων αδιαιρέτου δάσους, η ισότητα των μεριδίων ανεξαρτήτως του αριθμού των κατόχων καθεμιάς απ’ αυτές. Οι αναγκαστικοί συνεταιρισμοί, μετά την ισχύ του ν. 2810/2000, διέπονται, σε ό,τι αφορά το δικαίωμα ψήφου των μελών τους στη γενική συνέλευση, από τους ειδικούς νόμους που προβλέπουν τη λειτουργία τους και συγκεκριμένα από του α.ν. 1627/1939, το β.δ. της 15/20 Ιουνίου 1940 και το άρθ. 47 § 4 ν. 2169/1993 και επομένως, καθένας από τους περισσότερους συνιδιοκτήτες ενός ιδανικού συνεταιριστικού μεριδίου δεν έχει μία ψήφο στη γενική συνέλευση του συνεταιρισμού, δηλαδή δεν του παρέχεται δικαίωμα μιας ψήφου εκ της ιδιότητας του και μόνον ως μέλους, αλλά προϋπόθεση απονομής δικαιώματος ψήφου στους πλείονες κατόχους κλασματικών ποσοστών είναι το άθροισμα αυτών (ποσοστών) να ισούται τουλάχιστον με το 1/3 μίας συνεταιριστικής μερίδας. ΑΠ 1669/09, σ. 776. ΣΥΝΤΑΓΜΑ Η διάταξη του άρθ. 8 α.ν. 1539/1938 η οποία προβλέπει προδικασία για την άσκηση αγωγής κυριότητας ή άλλου εκτός της νομής, εμπράγματου δικαιώματος επί ακινήτου που κατέχεται από το Δημόσιο, εφαρμόζεται και στον Ο.Σ.Κ. και μετά τη μετατροπή του σε Α.Ε. Η σχετική ρύθμιση δεν αντίκειται στα άρθ. 4 § 1 και 20 § 1 Συντ. ΑΠ 1756/09, σ. 679. Από την απαγόρευση της μετατροπής από το νόμο των ιδιωτικού δικαίου συμβάσεων εργασίας ορισμένου χρόνου των εργαζομένων στον ευρύτερο δημόσιο τομέα σε συμβάσεις αόριστου χρόνου, που θεσπίζεται με το άρθ. 103 § 8 Συντ., δεν συνάγεται και απαγόρευση της αναγνωρίσεως του πραγματικού χαρακτήρα ορισμένης σχέσης, η οποία δεν αποτελεί μετατροπή, αλλά ορθό χαρακτηρισμό της έννομης σχέσης κατά τη δικαστική διαδικασία. ΑΠ 797/08, σ. 732. Βλ. και Ανταλλάξιμα ακίνητα, Υποθηκοφύλακες. ΣΩΜΑΤΕΙΑ Επαγγελματική οργάνωση. Προθεσμία προσβολής απόφασης γενικής συνέλευσης. Αναστολή προθεσμίας. Έκταση εξουσιών προσωρινής διοίκησης νομικού προσώπου. ΕφΑθ 5882/08, σ. 827. Άρθρο 11: δικαίωμα συνεταιρίζεσθαι δημοτικών υπαλλήλων, ελευθερία συλλογικών διαπραγματεύσεων. ΟλΕΔΔΑ 34503/97, σ. 858. ΤΟΚΟΣ Περιεχόμενο αγωγής αδικ. πλουτισμού για απαίτηση αχρεώστητης παροχής. Εκτοκισμός τόκων από τράπεζα κατά τη διάταξη του άρθ. 30 § 5 ν. 2789/2000. ΑΠ 749/08, σ. 764. Τόκοι οφείλονται και από την επίδοση καταψηφιστικής αγωγής η οποία απορρίφθηκε για λόγους μη ουσιαστικούς. ΑΠ 1789/09, σ. 778. Άρθρο 1 ΠΠΠ: διετής παραγραφή αξιώσεων υπαλλήλων (ι.δ.) κατά Δημοσίου, έναρξη τοκογονίας από επίδοση αγωγής και όχι από δήλη ημέρα. ΕΔΔΑ 36963/06, σ. 840. ΤΡΑΠΕΖΑ Αγωγή κατά της Τράπεζας της Ελλάδος για αποκατάσταση της ζημίας που προκλήθηκε από παράνομες πράξεις και παραλείψεις των οργάνων της κατά την άσκηση της δημόσιας εξουσίας που τους έχει ανατεθεί, για τον έλεγχο της πίστεως. Υπάγεται στη δικαιοδοσία των διοικητικών δικαστηρίων. ΑΠ 1950/08, σ. 711. Από τη σύμβαση επιταγής μεταξύ τράπεζας και εκδότη των επιταγών πελάτη της ουδεμία απαίτηση έχει ο νόμιμος κομιστής, ως τρίτος, έναντι της πληρώτριας τράπεζας από την τυχόν μη πληρωμή της επιταγής, η δε πληρώτρια τράπεζα δεν υποχρεούται ούτε έναντι του εντολέα της εκδότη των προσκομιζόμενων σ’ αυτή προς πληρωμή επιταγών να προβαίνει σε τακτικούς ελέγχους για τη διαπίστωση της ύπαρξης ή μη κεφαλαίων προς πληρωμή. Όμως, η τράπεζα, για τη χορήγηση του μπλοκ επιταγών στον πελάτη της, πρέπει, να προβαίνει σε έλεγχο της αξιοπιστίας και του αξιοχρέου αυτού. Η υπαίτια παράλειψη των προστηθέντων από την τράπεζα να ελέγξουν, πριν τη χορήγηση του βιβλιαρίου επιταγών, το αξιόχρεο και αξιόπιστο του πελάτη της και η εν συνεχεία έκδοση επιταγών από τον λήπτη του σχετικού βιβλιαρίου, οι οποίες δεν πληρώθηκαν κατά τη νόμιμη εμφάνισή τους, συνιστά αδικοπραξία και η εκδότρια του βιβλιαρίου τράπεζα υποχρεούται σε αποζημίωση ή και χρηματική ικανοποίηση του κομιστή των επιταγών. ΑΠ 1768/09, σ. 728. Περιεχόμενο αγωγής αδικ. πλουτισμού για απαίτηση αχρεώστητης παροχής. Εκτοκισμός τόκων από τράπεζα κατά τη διάταξη του άρθ. 30 § 5 ν. 2789/2000. ΑΠ 749/08, σ. 764. ΤΥΠΟΣ Προσβολή προσωπικότητας δια του τύπου. Προϋποθέσεις ευθύνης. Επί προσβολής της προσωπικότητας και εφόσον αυτή είναι παράνομη, ο νόμος καθιερώνει αντικειμενική ευθύνη του προσβάλλοντος μόνο ως προς την αξίωση για την άρση της προσβολής, ενώ για την αξίωση αποζημίωσης, καθώς και για τη χρηματική ικανοποίηση, λόγω ηθικής βλάβης, εκείνου που έχει προσβληθεί, ο νόμος απαιτεί η προσβολή να είναι παράνομη και υπαίτια. Προϋποθέσεις εφαρμογής άρθ. 920 ΑΚ. Στοιχεία εγκλήματος συκοφαντικής δυσφήμησης. Άρση αδίκου κατ’ άρθ. 367 ΠΚ. ΑΠ 1904/08, σ. 779. Άρθρο 10: έμμεση διαφήμιση προϊόντων καπνού σε περιοδικό. Άρθρα 14 και 10: διάκριση από τα τηλεοπτικά μέσα. ΕΔΔΑ 13353/05, σ. 846. ΤΥΠΟΣ ΔΙΚΑΙΟΠΡΑΞΙΑΣ Όταν μεταξύ των όρων που απαιτούνται για την κατάρτιση της υπό την εικονική καλυπτόμενης άλλης δικαιοπραξία είναι συστατικός τύπος, όπως το συμβολαιογραφικό έγγραφο που επιβάλλει ο νόμος πάντοτε για τη δωρεά ακινήτου, αρκεί ότι ο τύπος αυτός τηρήθηκε για την εικονική δικαιοπραξία και δεν απαιτείται να προκύπτει από τον τύπο αυτόν και το είδος και γενικότερα το περιεχόμενο της καλυπτόμενης δικαιοπραξίας αλλά αυτά αποδεικνύονται με τα επιτρεπόμενα εκάστοτε αποδεικτικά μέσα. ΑΠ 164/09, σ. 723. ΥΠΟΘΗΚΗ Προνομιακή κατάταξη απαίτησης ασφαλισμένης με προσημείωση. ΑΠ 1767/09, σ. 727. Αγωγή για διαγραφή υποθήκης· είναι ενοχική, δεν εγγράφεται στα βιβλία διεκδικήσεων και δεν υπόκειται σε δικαστικό ένσημο. Αρμοδιότητα, διαδικασία. ΕιρΤρικ 41/08, σ. 832. Βλ. και Υποθηκοφύλακες. ΥΠΟΘΗΚΟΦΥΛΑΚΕΣ Αντισυνταγματικότητα της ρύθμισης περί εισπράξεως εκ μέρους των άμισθων υποθηκοφυλάκων και των προϊσταμένων των υποθηκοφυλακείων που λειτουργούν ως κτηματολογικά γραφεία πάγιων δικαιωμάτων επί εγγραφής προσημείωσης ή υποθήκης προς διασφάλιση ομολογιακού δανείου. Σε περίπτωση άρνησής τους να προβούν στην καταχώρηση δίχως την καταβολή αναλογικών δικαιωμάτων δεν καθιδρύεται ευθύνη τους, δυνάμει των άρθρων 73 ΕισΝΚΠολΔ, 914 επ. ΑΚ ή 904 επ. ΑΚ. Γνμδ. Κ. Μακρίδου-Γ. Διαμαντόπουλου, σ. 646. Αντισυνταγματικότητα της ρύθμισης του άρθ. 14 ν. 3156/2003 περί εισπράξεως εκ μέρους των άμισθων υποθηκοφυλάκων πάγιων δικαιωμάτων επί εγγραφής προσημείωσης ή υποθήκης προς διασφάλιση ομολογιακού δανείου. ΜΠρΑμαλ 40/10, σ. 829. Ο προβλεπόμενος από το άρθ. 14 § 2 ν. 3156/2003 περιορισμός της αμοιβής του υποθηκοφύλακα, που αφορά σε εμπράγματες ασφάλειες, προς εξασφάλιση ειδικών μορφών χρηματοδότησης που ρυθμίστηκαν με το νόμο αυτό, υπαγορεύεται από το γενικότερο δημόσιο συμφέρον και δεν είναι αντίθετος στην αρχή της αναλογικότητας. ΜΠρΘεσ 10496/10, σ. 830. ΦΑΡΜΑΚΑ Άρθρα 28 ΕΚ και 30 ΕΚ και απόφαση 3052/95/ΕΚ – Οδηγία 2001/83/ΕΚ περί κοινοτικού κώδικα για τα φάρμακα που προορίζονται για ανθρώπινη χρήση – Προϊόντα με βάση φαρμακευτικά φυτά – Προϊόντα νομίμως παραχθέντα ή διατιθέμενα στο εμπόριο ως συμπληρώματα διατροφής ή διαιτητικά προϊόντα εντός κράτους μέλους – Έγκριση διαθέσεώς του στην αγορά άλλου κράτους μέλους. ΔΕΚ C-88/07, σ. 891. Άρθρο 82 ΕΚ – Κατάχρηση δεσπόζουσας θέσεως – Φαρμακευτικά προϊόντα – Άρνηση εφοδιασμού των χονδρεμπόρων που πραγματοποιούν παράλληλες εξαγωγές – Συνήθης χαρακτήρας των παραγγελιών. ΔΕΚ C-468/06–C-478/06, σ. 904. ΦΑΡΜΑΚΕΙΑ Άρθρα 43 και 48 ΕΚ – Συμβατή με τα άρθρα αυτά εθνική νομοθετική ρύθμιση, όπως η επίδικη, που δεν επιτρέπει σε πρόσωπα τα οποία δεν έχουν την ιδιότητα του φαρμακοποιού να διατηρούν και να εκμεταλλεύονται φαρμακείο. ΔΕΚ C-171/07 και C-172/07, σ. 873. ΦΟΡΟΛΟΓΙΑ Άρθρο 6 ΕΣΔΑ και άρθρα 13, 14 σε συνδυασμό με αυτό: δεν εμπίπτουν στο πεδίο εφαρμογής τους οι αμιγώς φορολογικές διαφορές. Άρθρο 1 ΠΠΠ: αναδρομική νομοθετική κύρωση φορολογικών ελέγχων από αναρμόδια όργανα. ΕΔΔΑ 30345/05, σ. 843. Άρθρο 56 ΕΚ – Ελεύθερη κυκλοφορία των κεφαλαίων – Κληρονομιαία ακίνητα – Φόρος εισοδήματος – Έκπτωση ζημιών από εκμίσθωση ακινήτου και φθίνουσα απόσβεσης επί του κόστους κτήσεως ή κατασκευής αυτού – Δυσμενέστερη φορολογική μεταχείριση των ακινήτων που κείνται σε άλλο κράτος μέλος. ΔΕΚ C-35/08, σ. 863. Άρθρα 43 ΕΚ και 49 ΕΚ – Φορολογία εισοδήματος – Δικαίωμα εκπτώσεως εισφορών κοινωνικής ασφαλίσεως και μειώσεως φόρου αναλόγως των καταβληθεισών εισφορών ασφάλειας ασθενείας – Απώλεια του δικαιώματος σε περίπτωση καταβολής των εισφορών σε άλλο κράτος μέλος – Κήρυξη της ρύθμισης αντισυνταγματικής με μετάθεση του χρονικού σημείου απώλειας της δεσμευτικής ισχύος της – Υπεροχή του κοινοτικού δικαίου. ΔΕΚ C314/08, σ. 866. Άρθρο 56 ΕΚ (ελευθερία κυκλοφορίας κεφαλαίων) – Φορολογία μερισμάτων – Εθνική ρύθμιση που υποβάλλει τα διανεμόμενα σε εγκατεστημένες σε άλλα κράτη μέλη εταιρίες μερίσματα σε υψηλότερο συντελεστή φορολογίας από εκείνον στον οποίο υπόκεινται τα διανεμόμενα στις ημεδαπές εταιρίες – Παράβαση κράτους μέλους. ΔΕΚ C-540/07, σ. 867. Άρθρο 49 ΕΚ (ελεύθερη παροχή υπηρεσιών) – Άρθρο 87 ΕΚ (κρατικές ενισχύσεις) – Περιφερειακή νομοθετική ρύθμιση η οποία επιβάλλει φόρο σε περίπτωση προσεγγίσεως για τουριστικούς λόγους αεροσκαφών που χρησιμοποιούνται για την ιδιωτική μεταφορά προσώπων καθώς και σκαφών αναψυχής, ο οποίος βαρύνει μόνον τους φορείς εκμεταλλεύσεως που έχουν τη φορολογική κατοικία τους εκτός της περιφέρειας – Φόρος για προστασία του περιβάλλοντος. ΔΕΚ C-169/08, σ. 868. Έκτη οδηγία ΦΠΑ – Άρθρο 4 – Έννοια της οικονομικής δραστηριότητας – Υπηρεσίες νομικής αρωγής παρεχόμενες από κρατικά γραφεία έναντι μερικής αμοιβής καταβαλλόμενης από το δικαιούχο – Άμεση σχέση μεταξύ παρεχόμενης υπηρεσίας και αντιπαροχής. ΔΕΚ C246/08, σ. 872. Ελεύθερη παροχή υπηρεσιών και ελεύθερη κυκλοφορία των κεφαλαίων – Φόρος περιουσίας και Φόρος εισοδήματος – Περιουσιακά στοιχεία προερχόμενα από αποταμίευση σε άλλο κράτος μέλος εκτός από το κράτος διαμονής – Έλλειψη δηλώσεως – Προθεσμία εκδόσεως διορθωτικής πράξεως επιβολής φόρου – Πρόστιμο. ΔΕΚ C-155/08 και C-157/08, σ. 872. Ελευθερία κυκλοφορίας κεφαλαίων – Φορολόγηση μερισμάτων – Διπλή φορολογία. ΔΕΚ C128/08, σ. 873. Αρχές της ασφάλειας δικαίου και της δικαιολογημένης εμπιστοσύνης – Πρόωρη κατάργηση φοροαπαλλαγής. ΔΕΚ C-201/08, σ. 875. Άρθρο 56 και 58 ΕΚ – Κληρονομία απαιτήσεων κατά πιστωτικού ιδρύματος – Διπλή φορολογία. ΔΕΚ C-67/08, σ. 892. Οδηγία 83/183/ΕΟΚ – Ειδικοί φόροι κατανάλωσης. ΔΕΚ C-392/05, σ. 897. Έκπτωση ζημιών από φορολογητέα κέρδη. ΔΕΚ C-446/03, σ. 902. ΧΡΗΜΑΤΙΣΤΗΡΙΟ Τρόπος απόδειξης σύμβασης χρηματιστηριακής παραγγελίας. ΟλΑΠ 7/10, σ. 671. Οδηγία 89/592 – Πράξεις προσώπων τα οποία είναι κάτοχοι εμπιστευτικών πληροφοριών. ΔΕΚ C-391/04, σ. 893. Άρθρο 21 Οδηγίας 2001/34/ΕΚ, σχετικά με την εισαγωγή κινητών αξιών σε χρηματιστήριο αξιών. ΔΕΚ C-430/05, σ. 894. ΧΡΗΣΙΔΑΝΕΙΟ Η σύμβαση χρησιδανείου είναι ενοχική και καταρτίζεται ατύπως. Αναζήτηση πράγματος από τον χρήστη. Πότε γεννιέται η σχετική αξίωση κατά του χρησαμένου.ΑΠ 757/08, σ. 781. Πότε ο χρησάμενος υποχρεούται να αποδώσει το πράγμα στο χρήστη. ΑΠ 1913/08, σ. 782. ΧΡΗΣΙΚΤΗΣΙΑ Η κυριότητα των δασών της Θεσσαλίας και της Άρτας ανήκε στο Τουρκικό Δημόσιο και μετά την προσάρτηση στην Ελλάδα (1882), περιήλθαν στο Ελληνικό Δημόσιο. Προϋποθέσεις χρησικτησίας κατά του Δημοσίου. ΑΠ 1749/09, σ. 745. Δεν μπορεί να συσταθεί οροφοκτησία με χρησικτησία. ΑΠ 779/08, σ. 762. Κτήση κυριότητας με χρησικτησία. Κτήση ιδιότητας πράγματος ως κοινόχρηστου. Αμνημονεύτου χρόνου αρχαιότητα. Πότε οι οδοί καθίστανται κοινόχρηστες. ΑΠ 157/09, σ. 767. Πότε ο κατά της διεκδικητικής αγωγής ακινήτου προβαλλόμενος από τον εναγόμενο ισχυρισμός ότι απέκτησε αυτός την κυριότητα του επιδίκου με έκτακτη χρησικτησία αποτελεί ένσταση και πότε άρνηση της αγωγής. ΑΠ 1701/09, σ. 782. Χρησικτησία από συγκοινωνό. Τακτική χρησικτησία· καλή πίστη. Δεν είναι καλόπιστος, γιατί βαρύνεται με βαριά αμέλεια, αυτός που απέκτησε ακίνητο παραλείποντας να ελέγξει τα βιβλία μεταγραφών περί των δικαιωμάτων των δικαιοπαρόχων του μεταβιβάζοντος. ΑΠ 1918/08, σ. 783.
© Copyright 2024 Paperzz