9o Πανελλήνιο Συνέδριο Αγροτικής Οικονομίας

9o Πανελλήνιο Συνέδριο Αγροτικής Οικονομίας Θεματική Ενότητα: «Εναλλακτικές μορφές γεωργίας: Μία οικονομική, κοινωνική και περιβαλλοντική προσέγγιση» Συντονιστές: Ε. Παπαναγιώτου & Ε. Μυγδάκος 973
Κίνητρα ενασχόλησης με τη Βιολογική Γεωργία
Η περίπτωση των βιοκαλλιεργητών στους Νομούς Λάρισας, Μαγνησίας και Φθιώτιδας
Δασκαλοπούλου Α. 1 , Γιούργα Χ. 2 , Λούμου Α. 3 , Δάντσης Θ. 4
Περίληψη
Η απόφαση για στροφή των γεωργών από συμβατικά γεωργικά συστήματα σε εναλλακτικά, όπως αυτό
της βιολογικής γεωργίας, στηρίζεται συνήθως σε μια σειρά κινήτρων που οι ίδιοι θεωρούν σημαντικά και τα
λαμβάνουν υπόψη τους πριν υιοθετήσουν τον συγκεκριμένο τύπο γεωργίας. Από τη δημοσίευση του
Ευρωπαϊκού Κανονισμού (αριθ. 2092/91) περί του βιολογικού τρόπου παραγωγής γεωργικών προϊόντων και
των σχετικών ενδείξεων στα γεωργικά προϊόντα και στα είδη διατροφής, και μετά, οι ασχολούμενοι με την
βιολογική γεωργία προσαρμόζονται στις υποδείξεις του Κανονισμού. Με τον τρόπο αυτό παρουσιάζεται μια
προϊούσα παράβλεψη του θεωρητικού και ιδεολογικού υποβάθρου της βιολογικής γεωργίας που
περιθωριοποιώντας τις βασικές αρχές της, ενσωματώνεται στο σύγχρονο οικονομικό σύστημα.
Στην παρούσα έρευνα διερευνώνται τα κίνητρα που ωθούν τους γεωργούς στην υιοθέτηση της
βιολογικής γεωργίας και οι αντιλήψεις τους για τις αρχές που διέπουν την εφαρμογή της. Η έρευνα στηρίχθηκε
στη συλλογή δεδομένων με ερωτηματολόγια, που συμπληρώθηκαν σε 169 βιοκαλλιεργητές, στους νομούς
Λάρισας, Μαγνησίας και Φθιώτιδας. Διερευνήθηκαν τα κοινωνικά χαρακτηριστικά των βιοκαλλιεργητών, οι
γνώσεις στους σε θέματα που αφορούν στον ορισμό και στις αρχές της βιολογικής γεωργίας, ο βαθμός
σύνδεσης των παραπάνω με τα κίνητρα που τους ώθησαν στην υιοθέτησή της.
Τα αποτελέσματα της έρευνας δείχνουν ότι οι βιοκαλλιεργητές ασκούν την βιολογική γεωργία κάτω
από ένα σχετικά χαμηλό επίπεδο γνώσης του ορισμού και των αρχών της. Στην ενασχόλησή τους με αυτή
ωθούνται κυρίως από περιβαλλοντικά και οικονομικά κίνητρα, ενώ το ιδεολογικό πλαίσιο της βιολογικής
γεωργίας δεν αποτελεί σημαντικό λόγο για την υιοθέτησή της.
Λέξεις κλειδιά: Βιολογική Γεωργία, Βιοκαλλιεργητές, Κίνητρα, Λήψη Απόφασης, Αρχές Βιολογικής
Γεωργίας.
1
Περιβαλλοντολόγος, Λομβάρδου 23-25, Αθήνα 11473, [email protected],gr
2
Αναπλ. Καθηγήτρια, Τμήμα Περιβάλλοντος, Πανεπιστήμιο Αιγαίου, Λόφος Πανεπιστημίου, Μυτιλήνη 81100, [email protected]
3
Επίκ. Καθηγήτρια, Τμήμα Τεχνολογίας Γεωργικών Προϊόντων, ΤΕΙ Καλαμάτας, Αντικάλαμος, Καλαμάτα 24100,
[email protected]
4
Οικονομολόγος, M.Sc. Περιβαλλοντική Πολιτική και Διαχείριση Τμήμα Περιβάλλοντος, Πανεπιστήμιο Αιγαίου, Λόφος
Πανεπιστημίου, Μυτιλήνη 81100, [email protected]
974
1. Εισαγωγή
Η γενικότερη τάση που επικρατεί στην Ευρώπη, αλλά και τα προβλήματα που αφορούν στο
περιβάλλον και στην ανθρώπινη υγεία παγκόσμια, οδηγούν, τις αναπτυγμένες χώρες, στη μετατροπή των
συμβατικών καλλιεργητικών συστημάτων σε φιλικά προς το περιβάλλον συστήματα. Ειδικότερα τα τελευταία
χρόνια παρατηρείται μια τάση στροφής του πρωτογενούς τομέα στη βιολογική γεωργία. Στην Ευρώπη σήμερα
η βιολογική γεωργία, παρόλο που καταλαμβάνει μόλις το 3,24% (FiBL 5 ) της συνολικά καλλιεργούμενης
έκτασης, παρουσιάζει έντονο ενδιαφέρον λόγω της δυναμικής που αναπτύσσει, τόσο κατά την παραγωγή, όσο
και στην κατανάλωση των βιολογικών προϊόντων (Michelsen, 2001). Στην Ελλάδα, η γεωργική δραστηριότητα
και το επιστημονικό ενδιαφέρον, για τα φιλικά προς το περιβάλλον συστήματα και τις εναλλακτικές μορφές
γεωργίας, επικεντρώνεται στην άσκηση της βιολογικής αλλά και της ολοκληρωμένης γεωργίας (Καμπουράκης,
2003).
Στην πράξη, η απόφαση για μετάβαση των γεωργών από τα συμβατικά σε εναλλακτικά γεωργικά
συστήματα, όπως η βιολογική γεωργία, στηρίζεται συνήθως σε μια σειρά κινήτρων, τα οποία λαμβάνουν
υπόψη τους πριν υιοθετήσουν τον συγκεκριμένο τρόπο παραγωγής. Σε επιστημονικό επίπεδο, όμως, τίθεται το
ερώτημα: σε ποιο βαθμό οι παραγωγοί επιλέγουν την βιολογική γεωργία συνειδητά, υιοθετούν την φιλοσοφία
της και την εφαρμόζουν στην πράξη ακολουθώντας τις αρχές της;
Οι έρευνες μέχρι σήμερα αναφέρουν ποικίλα κίνητρα που ωθούν στην άσκηση της βιολογικής
γεωργίας. Παράλληλα, ορισμένες έρευνες αναφέρονται και στους λόγους που επηρεάζουν την απόφαση των
συμβατικών αγροτών να στραφούν στη βιοκαλλιέργεια (Fairweather, 1999).
Η Ε.Ε. απέκτησε την πρώτη νομοθετική πράξη για τη βιολογική γεωργία με τη δημοσίευση του
Ευρωπαϊκού Κανονισμού του Συμβουλίου (ΕΟΚ) αριθ.2092/91. Οι πρώτες ενισχύσεις στη βιολογική γεωργία
χορηγήθηκαν το 1992, με την ένταξή της στην αγρο-περιβαλλοντική πολιτική (Ευρωπαϊκή Οικονομική και
Κοινωνική Επιτροπή, 2005).
Ο Κανονισμός αυτός του Συμβουλίου, περί του βιολογικού τρόπου παραγωγής γεωργικών προϊόντων
και των σχετικών ενδείξεων στα γεωργικά προϊόντα και στα είδη διατροφής, δημιουργεί, τόσο το εννοιολογικό,
όσο και το νομικό υπόβαθρο για την ουσιαστική διαφοροποίηση της βιολογικής παραγωγής από τη συμβατική
και καθιερώνει πολιτικές επιδοτήσεων στους βιοκαλλιεργητές στο πλαίσιο των συνοδευτικών μέτρων της ΚΑΠ
(Φωτόπουλος και Κρυστάλης, 2003).
Η βιολογική γεωργία, όμως, αποτελεί ένα εναλλακτικό σύστημα παραγωγής και διαχείρισης των
αγροτικών προϊόντων, που αν παραβλέψει τις βασικές αρχές της ενσωματώνεται στο σύγχρονο οικονομικό
σύστημα, με τον ίδιο ακριβώς τρόπο που είναι ενσωματωμένη η συμβατική γεωργία (Trewavas, 2001b; Rigby
and Caaceres, 2001). Η ενσωμάτωση αυτή ενθαρρύνεται από τον τρόπο ενίσχυσης της δραστηριότητας, αφού η
βιοκαλλιέργεια επιδοτείται ως εναλλακτικός τρόπος παραγωγής ανεξάρτητα από την απόδοσή της και την
5
Swiss Research Institute of Organic Agriculture
975
ποιότητα των προϊόντων της. Έτσι, ενισχύοντας τα οικονομικά τους κίνητρα, δίνεται σημαντική ώθηση στους
γεωργούς να ασχοληθούν με τη βιοκαλλιέργεια (Φωτόπουλος και Κρυστάλης, 2003).
2. Βιβλιογραφική ανασκόπηση
Η υιοθέτηση από τους γεωργούς της βιολογικής γεωργίας γίνεται με βάση ορισμένα κίνητρα όπως αυτά
της περιβαλλοντικής ευαισθησίας, της υγείας παραγωγών και καταναλωτών, της διευκόλυνσης στη διάθεση
των προϊόντων, της υψηλότερης τιμής πώλησης κ.α. Με βάση τη βιβλιογραφική έρευνα έγινε μια προσπάθεια
κατάταξης των κινήτρων σε τέσσερεις βασικές κατηγορίες.
α) Οικονομικά κίνητρα
Το οικονομικό κίνητρο είναι πολύ σημαντικό για τις επιλογές των βιοκαλλιεργητών, αφού η οικονομική
αποτελεσματικότητα αφορά στην ικανότητα διατήρησης ικανοποιητικού βαθμού δυναμικότητας της
εκμετάλλευσής τους (Φωτόπουλος και Κρυστάλης, 2003). Εξ άλλου η βιολογική γεωργία εφαρμόζει λιγότερα
αγροχημικά και ταυτόχρονα επιδιώκει να μη μειωθούν οι αποδόσεις ή τα καθαρά κέρδη, με συνέπεια τα
οικονομικά αποτελέσματα για τους γεωργούς να είναι σημαντικά (Pretty, 1998). Πλήθος ερευνών
υποδεικνύουν τη σημασία του οικονομικού κινήτρου στη λήψη της απόφασης για μετάβαση από τη συμβατική
στη βιολογική καλλιέργεια.
Στη Σουηδία έρευνα σε βιοκαλλιεργητές οι οποίοι επιχορηγούνταν για την βιοκαλλιέργεια που
ασκούσαν, έδειξε ότι η επιδότηση είχε μια έντονη επιρροή στην απόφασή τους να στραφούν σε αυτόν τον τύπο
γεωργίας (Kvist, 1994). Στην Ανατολική Γερμανία επίσης έχει διαπιστωθεί ότι οι αγρότες που μετατρέπουν την
καλλιέργειά τους από συμβατική σε βιολογική στηρίζονται κυρίως σε οικονομικά παρά σε ιδεολογικά ή ηθικά
κίνητρα (Bruckmeier et al., 1994).
Στο ίδιο συμπέρασμα κατέληξαν και έρευνες στις Η.Π.Α, οι οποίες έδειξαν ότι οι βιοκαλλιεργητές
στράφηκαν στη βιολογική γεωργία χωρίς να ενστερνίζονται τις αρχές που την διέπουν και εφάρμοσαν μια
γεωργία «χαμηλών εισροών» έχοντας ως θεμελιώδες κίνητρο την οικονομική τους επιβίωση (Cacek &
Langner, 1986).
Τέλος, είναι αποδεκτό ότι οι εκμεταλλεύσεις μικρής κλίμακας και χαμηλών εισροών –συχνές στη
βιοκαλλιέργεια- είναι πιο ασφαλείς για τους γεωργούς, τόσο οικονομικά όσο και κοινωνικά, αφού συνήθως
είναι οικογενειακής μορφής (Σιάρδος και Κούτσουρης, 2002).
Η διαπίστωση, σε πολλές περιπτώσεις, υψηλότερων οικονομικών απολαβών λόγω της άμεσης σχέσης
παραγωγού-καταναλωτή, που χαρακτηρίζει τη βιολογική γεωργία, ενισχύει την απόφαση για μετάβαση από τη
συμβατική στη βιολογική καλλιέργεια. Πράγματι, έρευνα που πραγματοποιήθηκε στο Colorado έδειξε ότι οι
βιοκαλλιεργητές που πωλούν τα βιολογικά τους προϊόντα απευθείας στους καταναλωτές κερδίζουν σε
εισόδημα μέχρι και 44% (MacRae, 1990).
Επίσης, στη Μεγάλη Βρετανία έχει διαπιστωθεί ότι οι τιμές των βιολογικών προϊόντων είναι περίπου 50
με 100% υψηλότερες από τις τιμές των φυτικών προϊόντων συμβατικής παραγωγής, όσον αφορά στα ετήσια
είδη (κηπευτικά και αροτραίες καλλιέργειες), και θεωρείται πολύ πιθανόν οι υψηλότερες οικονομικές απολαβές
976
από την πώληση των βιολογικών προϊόντων να αποτελούν σημαντικό κίνητρο ένταξης των αγροκτημάτων των
γεωργών στη βιολογική γεωργία (Lampkin & Measures, 1995).
Τέλος, η απάντηση των βιοκαλλιεργητών (πάνω από το 1/3 των ερωτηθέντων) σε σχετική έρευνα, ότι
αν μειωθεί η οικονομική ενίσχυση που λαμβάνουν για τη βιοκαλλιέργεια θα στραφούν στη συμβατική γεωργία
(Fairweather & Campbell, 1996), υποδεικνύει τη σημασία του οικονομικού παράγοντα ως κινήτρου για την
άσκηση της βιολογικής γεωργίας.
β) Περιβαλλοντικά κίνητρα
Σε πολλές περιπτώσεις τα κίνητρα για την άσκηση της βιολογικής γεωργίας στηρίζονται στην
περιβαλλοντική συνείδηση των καλλιεργητών. Σε πολλές χώρες οι έρευνες δείχνουν ότι οι βιοκαλλιεργητές
θέτουν την προστασία του περιβάλλοντος πάνω από την οικονομική απόδοση της εκμετάλλευσής τους (Mc
Cann et al., 1997).
Πράγματι, από έρευνα σε βιολογικά και βιοδυναμικά αγροκτήματα στη Δανία διαπιστώθηκε ότι τα
κίνητρα για τη στροφή στην παραγωγή βιολογικών προϊόντων ήταν κυρίως περιβαλλοντικά και όχι οικονομικά
(Dubgaard και Sorensen, 1988). Επίσης, έρευνα σε καλλιεργητές βιολογικών προϊόντων του Καναδά κατέληξε
στο συμπέρασμα ότι οι βιοκαλλιεργητές θέτουν την προστασία του περιβάλλοντος και την παραγωγή υγιεινών
τροφίμων πάνω από την οικονομική απόδοση της εκμετάλλευσής τους (Milder et al. 1991).
Παρόμοια είναι τα συμπεράσματα μιας πιο σύγχρονης έρευνας που πραγματοποιήθηκε στη Νορβηγία
όπου διαπιστώθηκε ότι το βασικό κίνητρο υιοθέτησης της βιολογικής γεωργίας από τους καλλιεργητές ήταν η
ανησυχία τους σε θέματα που αφορούν στην προστασία του περιβάλλοντος (Storstad και Bjorkhaug, 2003).
Τέλος, η ποιότητα των πόρων αποτελεί επίσης παράμετρο που επηρεάζει την απόφαση των αγροτών για
την άσκηση της βιοκαλλιέργειας, αφού η διατήρηση της ποιότητας του εδάφους σε υψηλά επίπεδα απασχολεί
έντονα τους γεωργούς (Fairweather, 1999). Σε παρόμοια συμπεράσματα κατέληξε και μεταγενέστερη έρευνα
στην οποία το θεμελιώδες κίνητρο υιοθέτησης της βιολογικής γεωργίας από τους αγρότες είναι η διατήρηση
της γονιμότητας και ποιότητας του εδάφους (Duram, 2000). Επίσης, οι βιοκαλλιεργητές εμφανίζονται
ευαισθητοποιημένοι σε θέματα υποβάθμισης της ποιότητας του νερού, ρύπανσης των υδροφόρων οριζόντων
και ατμοσφαιρικής ρύπανσης, από την άσκηση της συμβατικής γεωργίας και αναφέρονται στην ανησυχητική
ύπαρξη παρασιτοκτόνων στα τρόφιμα (Mc Cann et al., 1997).
γ) Ιδεολογικά κίνητρα
Η βιολογική γεωργία δεν αποτελεί απλώς μια εναλλακτική διαχείριση του αγροτικού συστήματος, αλλά
έχει και άλλες σημαντικές προεκτάσεις. Αποτελεί μια στάση ζωής, δηλαδή μια καινούργια πρόταση στο
παραγωγικό σύστημα. Εκφράζει μια διαφορετική σχέση γης-ανθρώπου, μια εναλλακτική σχέση του
παραγωγού με το αγροτροφικό σύμπλεγμα και προτείνει έναν νέο τρόπο επαφής παραγωγού-καταναλωτή (Vos,
2000). Έτσι, είναι πιθανό σε μια καθολική στροφή της γεωργίας προς τον βιολογικό τρόπο καλλιέργειας, οι
κοινωνίες που θα διαμορφωθούν να είναι ριζικά διαφορετικές από τις σημερινές ως προς την οργάνωση της
παραγωγής. Αναπτύσσεται, λοιπόν, ένα ιδεολογικό πλαίσιο της βιολογικής γεωργίας που μπορεί να αποτελέσει
κατευθυντήριο άξονα για την εξέλιξη και την δυναμική της γεωργίας γενικότερα (Allen και Kovach, 2000).
977
Μελετώντας τα ιδεολογικά κίνητρα των βιοκαλλιεργητών, πρέπει να γίνει αναλυτική αναφορά στον
στόχο που θέτει η βιολογική γεωργία όσον αφορά στην αυτάρκεια και την αυτονομία των καλλιεργητών από τη
βιομηχανία γεωργικών εφοδίων (Verhoog et al., 2002). Στη βιολογική γεωργία οι πρακτικές που
χρησιμοποιούνται, δημιουργούν συνθήκες ανακύκλωσης των θρεπτικών στοιχείων και της οργανικής ουσίας
(Altieri, 1995). Παράλληλα, ο γεωργός για τη διάθεση της παραγωγής αναπτύσσει διαδικασίες και κανάλια
μηδενικού επιπέδου, δηλαδή την πώληση των προϊόντων του απευθείας στον καταναλωτή (Buck et al., 1997).
Πράγματι, σε έρευνα που πραγματοποιήθηκε στο 81% των παραγωγών βιολογικών προϊόντων στην
Ιρλανδία εξάχθηκε το συμπέρασμα ότι οι βιοκαλλιεργητές παρακινούνται πρωτίστως από ιδεολογικά κίνητρα
για τη στροφή τους στη βιολογική γεωργία (Willer & Gillmour, 1992). Επίσης, στην Ολλανδία διαπιστώθηκε
ότι η πλειοψηφία των γεωργών που αποφάσισαν να εντάξουν το αγρόκτημά τους στη βιολογική γεωργία
παρακινήθηκε από μια ιδεολογική και φιλοσοφική προσέγγιση της έννοιας του οικοσυστήματος και της
συμβίωσης των έμβιων όντων μέσα σε αυτό (Duram, 2000).
Εν τούτοις, ορισμένες έρευνες υποδεικνύουν ότι, ενώ παλαιότερα (δεκαετία του ’60) οι παραγωγοί
βιολογικών προϊόντων παρακινούνταν πρωτίστως από ιδεολογικούς λόγους, από τα μέσα της δεκαετίας του ’80
το κίνητρο αυτό άρχισε να εκλείπει (Cacek και Langner, 1986). Στη σύγχρονη κοινωνία το ιδεολογικό στοιχείο
που χαρακτήριζε την βιολογική γεωργία στο παρελθόν έχει πάψει να υφίσταται, ιδιαίτερα μετά την
ενσωμάτωση της τελευταίας στο σύγχρονο οικονομικό σύστημα (Rigby & Caaceres, 2001).
δ) Κοινωνικά κίνητρα
Τα κίνητρα των βιοκαλλιεργητών συνήθως είναι συνδεδεμένα με κοινωνικούς λόγους (Padel, 1994) και
θεωρείται ότι κυρίαρχο ρόλο στη λήψη της απόφασης για την υιοθέτηση της βιολογικής γεωργίας από τους
καλλιεργητές έχουν οι προσωπικές αξίες και τα κοινωνικά χαρακτηριστικά τους (Darnhofer et al., 2005).
Κίνητρο η διασφάλιση της ανθρώπινης υγείας
Η γνώση που έχει συγκεντρωθεί τα τελευταία χρόνια όσον αφορά στις αρνητικές επιπτώσεις της
συμβατικής γεωργίας στην υγεία των παραγωγών και των καταναλωτών, αποτελεί σημαντικό κίνητρο των
γεωργών στη λήψη της απόφασης για τη στροφή τους στη βιολογική καλλιέργεια. Η ανησυχία των
βιοκαλλιεργητών έγκειται στη διασφάλιση της υγείας, τόσο της δική τους και του συγγενικού τους
περιβάλλοντος, όσο και του κοινωνικού συνόλου (Fairweather, 1999). Αναμφισβήτητα, οι πιο υγιεινές
συνθήκες εργασίας μέσα σε ένα βιολογικό αγρόκτημα, σε σχέση με ένα συμβατικό, ωθούν ένα σημαντικό
ποσοστό των απασχολούμενων με τη καλλιέργεια της γης να στραφεί στην βιοκαλλιέργεια (Mc Cann et al.,
1997).
Πράγματι, έρευνες που διεξήχθηκαν στο πεδίο των κινήτρων σε Β. Αμερική, Νορβηγία και Κορέα
κατέληξαν στα παραπάνω συμπεράσματα. Στην έρευνα που πραγματοποιήθηκε στη Β. Αμερική σε δείγμα 58
βιοκαλλιεργητών τα αποτελέσματα έδειξαν ότι οι παραγωγοί ασκούν τη βιολογική γεωργία επειδή ανησυχούν,
κυρίως, για την υγεία τη δική τους και της οικογένειάς τους (Lockeritz και Madden, 1987). Επίσης, η ανησυχία
των Νορβηγών γεωργών για τις αρνητικές επιπτώσεις της συμβατικής γεωργίας στην ποιότητα ζωής και στην
ευημερία του κοινωνικού συνόλου οδήγησαν τους τελευταίους στην καλλιέργεια βιολογικών προϊόντων
(Storstad και Bjorkhaug, 2003). Τέλος, έρευνα στην Κορέα καταλήγει στο συμπέρασμα ότι οι λόγοι που
978
παρακινούν τους γεωργούς να ασχοληθούν με τη βιολογική γεωργία είναι η επιθυμία τους να εφαρμόζουν
καλλιεργητικές πρακτικές που δεν έχουν δυσμενείς επιπτώσεις στην ανθρώπινη υγεία (Hong, 1994).
Κίνητρο η επαγγελματική πρόκληση
Η άσκηση μιας γεωργικής δραστηριότητας υψηλότερης ποιότητας αποτελεί επαγγελματική πρόκληση
για ένα σημαντικό αριθμό γεωργών που λαμβάνουν την απόφαση να εντάξουν την εκμετάλλευσή τους στη
βιολογική γεωργία (Padel, 1994). Η ποιότητα των καλλιεργειών και κατ’ επέκταση των παραγόμενων
προϊόντων, καθώς και η θρεπτική τους αξία και η βελτιωμένη γεύση τους, επηρεάζουν σε μεγάλο βαθμό την
απόφαση των καλλιεργητών στην επιλογή του βιολογικού τρόπου καλλιέργειας (Fairweather, 1999). Οι
βιοκαλλιεργητές, επίσης, υποστηρίζουν ότι οι βιολογικές εισροές που χρησιμοποιούν στα αγροκτήματά τους
οδηγούν στην παραγωγή προϊόντων ανώτερης ποιότητας σε αντίθεση με τη χρησιμοποίηση συνθετικών
φυτοφαρμάκων από τα συμβατικά γεωργικά συστήματα παραγωγής (Trewavas, 2001a).
Είναι προφανές ότι οι βιοκαλλιεργητές ωθούνται από ποικίλα κίνητρα στη λήψη της απόφασης να
εφαρμόσουν την βιολογική καλλιέργεια στην εκμετάλλευσή τους. Σήμερα, ο χώρος στον οποίο κινείται η
παραγωγή και η διάθεση των βιολογικών προϊόντων είναι ένα μωσαϊκό, το οποίο διαμορφώνεται από εμπόρους
διαφόρων προθέσεων, διάφορους πιστοποιητικούς οργανισμούς και κυρίως νέους αγρότες που εφαρμόζουν
ποικίλες καλλιεργητικές πρακτικές και έχουν αμφισβητήσιμες προθέσεις και κίνητρα απέναντι στη βιολογική
γεωργία (Fairweather, 1999).
Τα κίνητρα που ωθούν τους καλλιεργητές στην εφαρμογή της βιοκαλλιέργειας, παρά την μέχρι τώρα
έρευνα, απαιτούν συστηματικότερη προσέγγιση προκειμένου να διερευνηθεί η βαρύτητα του καθενός στη
λήψη απόφασης των καλλιεργητών. Κύριος αντικειμενικός σκοπός της παρούσας έρευνας είναι η διερεύνηση
των γνώσεων των βιοκαλλιεργητών σε θέματα που αφορούν στις αρχές της βιολογικής γεωργίας και των
κινήτρων ενασχόλησής τους με τη συγκεκριμένη δραστηριότητα.
3. Επιλογή περιοχής έρευνας
Η γεωγραφική περιοχή της μελέτης περιλαμβάνει τρεις κατά κύριο λόγο αγροτικούς νομούς της
Ελλάδας, με στόχο τη συμμετοχή στην έρευνα βιοκαλλιεργητών που καλλιεργούν διαφορετικά είδη έτσι ώστε
να αποφευχθεί η ομοιομορφία στις απαντήσεις, που λαμβάνεται συνήθως από καλλιεργητές με το ίδιο
καλλιεργούμενο είδος.
Η έρευνα πραγματοποιήθηκε στους νομούς Λάρισας, Μαγνησίας και Φθιώτιδας:
Ο νομός Λάρισας αποτελεί το νομό της χώρας με το υψηλότερο ποσοστό καλλιεργούμενης έκτασης. Τα
κύρια βιολογικά είδη που παράγονται στον νομό Λάρισας είναι τα κηπευτικά και τα αροτραία φυτά. Τα
αροτραία φυτά που καλλιεργούνται κατά κύριο λόγο και σε μεγάλες εκτάσεις στο συγκεκριμένο νομό είναι τα
σιτηρά, τα οποία αποτελούν την πιο σημαντική οικογένεια φυτών από την άποψη της συμβολής τους στην
ανθρώπινη διατροφή. Τα κηπευτικά, που αποτελούν το δεύτερο σημαντικότερο είδος διατροφής για τον
άνθρωπο, παρουσιάζουν ιδιαίτερο ενδιαφέρον ως είδη με μικρό βιολογικό κύκλο και αυξημένη ευαισθησία
στους παθογόνους μικροοργανισμούς και στην έλλειψη νερού. Ως εκ τούτου, ο παραγωγός βιολογικών
979
κηπευτικών έχει αυξημένες ανάγκες σε βιολογικά αγροεφόδια, ειδική τεχνογνωσία (αμειψισπορές,
πολυκαλλιέργεια κ.ά.) και συχνά αναπτύσσει και εμπορική δραστηριότητα (Βλοντάκης κ.ά., 2001).
Στο χερσαίο τμήμα του νομού Μαγνησίας ο πρωτογενής τομέας αποτελεί τον κυριότερο παράγοντα
παραγωγής εισοδήματος. Η βιολογική γεωργική απασχόληση στο συγκεκριμένο νομό επικεντρώνεται στην
καλλιέργεια πολυετών φυτών και συγκεκριμένα στην καλλιέργεια ελιάς και οπωροφόρων δέντρων. Η ελιά
καταλαμβάνει το μεγαλύτερο ποσοστό εκτάσεων που καλλιεργούνται βιολογικά στην Ελλάδα. Οι λόγοι
επέκτασής της σχετίζονται με τη εύκολη, σε σύγκριση με άλλα βιολογικά καλλιεργούμενα είδη, αντιμετώπιση
των προβλημάτων φυτοπροστασίας και λίπανσης χάρη στην τεχνογνωσία που έχει συγκεντρωθεί (Βακουφάρης
κ.ά., 2002). Αντίθετα, τα οπωροφόρα δέντρα, ανάλογα με το είδος, χρειάζονται ποικίλες καλλιεργητικές
επεμβάσεις, όπως λίπανση, κλάδεμα, πότισμα, αραίωμα καρπών κ.τ.λ., που καθιστούν την καλλιέργεια πιο
απαιτητική σε αγροεφόδια και ανθρώπινη εργασία (Βλοντάκης κ.ά., 2001).
Η γεωργία αποτελεί για το νομό Φθιώτιδας την σπουδαιότερη παραγωγική δραστηριότητα. Η κυριαρχία
της βιολογικής δεντροκαλλιέργειας είναι χαρακτηριστική με εντονότερη αυτή των ελαιώνων (Βακουφάρης
κ.ά., 2002). Σημαντικό ποσοστό των βιολογικά καλλιεργούμενων εκτάσεων στο νομό Φθιώτιδας καλύπτει η
αμπελοκαλλιέργεια, μια καλλιέργεια τυπική των μεσογειακών αγροοικοσυστημάτων (Βλοντάκης κ.ά., 2001).
Οι κατάλογοι των βιοκαλλιεργητών καταρτίστηκαν μετά από προσωπική επαφή με τους αρμόδιους
φορείς της Νομαρχιακής Αυτοδιοίκησης κάθε νομού κατά το έτος 2005.
4. Μεθοδολογική προσέγγιση
Η προσέγγιση του θέματος πραγματοποιήθηκε με τη διερεύνηση της γνώσης και της στάσης των
βιοκαλλιεργητών σε σχέση με τα κίνητρα που τους ωθούν στη βιοκαλλιέργεια. Έτσι, διερευνήθηκαν τα
κοινωνικά χαρακτηριστικά των αρχηγών, τα διαρθρωτικά χαρακτηριστικά των εκμεταλλεύσεών τους, οι
γνώσεις στους σε θέματα που αφορούν στην έννοια και στις αρχές της βιολογικής γεωργίας και οι λόγοι που
τους ώθησαν στην υιοθέτηση της βιολογικής γεωργίας.
Για τις ανάγκες της έρευνας χρησιμοποιήθηκε η τεχνική του ερωτηματολογίου συνέντευξης, το οποίο
απευθύνθηκε σε ολόκληρο τον πληθυσμό των βιοκαλλιεργητών του νομού Λάρισας, στον πληθυσμό της
χερσαίας χώρας του νομού Μαγνησίας και στο σύνολο των βιοκαλλιεργητών του νομού Φθιώτιδας με
εξαίρεση αυτούς που ασχολούνται μόνο με την βιολογική ελαιοκαλλιέργεια 6 . Κάθε μία από τις συνεντεύξεις
διήρκησε 20-30 λεπτά και έλαβαν χώρα στους τρεις νομούς μελέτης κατά την περίοδο: Δεκέμβριος 2004Ιανουάριος 2005.
Ο συνολικός αριθμός των βιοκαλλιεργητών στην περιοχή της έρευνας ήταν 244 και σε αυτούς δεν
συμπεριλαμβάνονται οι βιοκαλλιεργητές της νησιωτικής περιοχής του Ν. Μαγνησίας και αυτοί που
καλλιεργούσαν αποκλειστικά βιολογική ελιά στο Ν. Φθιώτιδας. Από την επιτόπια έρευνα προσδιορίσθηκαν
6
Τα υψηλά ποσοστά υιοθέτησης της βιολογικής γεωργίας από ελαιοπαραγωγούς στο νομό Φθιώτιδας οδήγησε στην εξαίρεση αυτών
που καλλιεργούν μόνο βιολογικές ελιές από τον πληθυσμό. Αυτό πραγματοποιήθηκε με σκοπό να ληφθούν εξίσου υπόψη οι
απαντήσεις των γεωργών που καλλιεργούν κάποιο άλλο βιολογικό είδος, σε συνδυασμό με το γεγονός ότι η βιοκαλλιέργεια της ελιάς
έχει περιορισμένες διαφορές από τη συμβατική (λίπανση, καταπολέμηση δάκου).
980
181 ενεργοί βιοκαλλιεργητές και στην έρευνα συμμετείχαν οι 169 από αυτούς. Η ανάλυση των δεδομένων της
έρευνας έγινε με το στατιστικό έλεγχο Χ2, προκειμένου να διερευνηθεί η σχέση μεταξύ της γνώσης των αρχών
της βιολογικής γεωργίας, της στάσης για μελλοντική βιοκαλλιέργεια και των ομάδων των κινήτρων που
ώθησαν τους βιοκαλλιεργητές στη βιολογική γεωργία. Τέλος διερευνάται η σχέση των κοινωνικών
χαρακτηριστικών του αρχηγού της εκμετάλλευσης με τη γνώση των αρχών της βιολογικής γεωργίας. Η
στατιστική επεξεργασία των δεδομένων έγινε με το στατιστικό πακέτο S.P.S.S. (Statistical Package for Social
Sciences).
5. Αποτελέσματα της έρευνας
Η αξιολόγηση των κινήτρων που ώθησαν τους καλλιεργητές στη βιολογική γεωργία έγινε με την
εκτίμηση της κυρίαρχης ομάδας κινήτρων, δεδομένου ότι θεωρήθηκε πως αυτή αποτελεί το σημαντικότερο
παράγοντα που τους ώθησε στην βιοκαλλιέργεια. Σύμφωνα με αυτό, η πλειονότητα (52,7%) των
βιοκαλλιεργητών οδηγείται στη βιοκαλλιέργεια παρακινούμενη από περιβαλλοντικά κίνητρα. Ακολουθούν τα
οικονομικά κίνητρα (21,9%), έπονται τα κοινωνικά (13%) και τέλος έρχονται τα ιδεολογικά κίνητρα (12,4%)
(Γράφημα 1).
Γράφημα 1: Κίνητρα ενασχόλησης με τη βιολογική γεωργία από τους βιοκαλλιεργητές
Κίνητρα Βιοκαλλιεργητών
Βιοκαλλιεργητές %
60,00%
50,00%
40,00%
30,00%
52,7%
20,00%
21,9%
10,00%
0,00%
Περιβαλλοντικά
Οικονομικά
13,0%
12,4%
Κοινωνικά
Ιδεολογικά
Κίνητρα
Από τα αποτελέσματα της έρευνας προκύπτει ότι οι βιοκαλλιεργητές έχουν μέση ηλικία περίπου 47 έτη
και το εκπαιδευτικό τους επίπεδο είναι σχετικά υψηλό αφού μόνο το 18,4% έχει λάβει μόνο την Πρωτοβάθμια
εκπαίδευση. Ως προς την κύρια απασχόλησή τους, το 66,9% (113 άτομα) έχουν τη γεωργία, ενώ το 33,1% (56
άτομα) ασχολούνται με τη γεωργία ως δεύτερη απασχόληση.
981
Ο στατιστικός έλεγχος (Χ2) έδειξε ότι δεν υπάρχει σχέση μεταξύ της ηλικίας των βιοκαλλιεργητών, του
επίπεδου εκπαίδευσής τους και της κύριας απασχόλησής τους με τις κατηγορίες των κινήτρων που τους
ώθησαν στη βιολογική γεωργία. Δηλαδή τα κίνητρα που ωθούν τους βιοκαλλιεργητές στην υιοθέτηση της
βιολογικής γεωργίας είναι ανεξάρτητα από την ηλικία, το επίπεδο εκπαίδευσης και την κύρια απασχόλησή
τους.
Πίνακας 1: Συσχετίσεις του κυρίαρχου κινήτρου με τις μελλοντικές βλέψεις των καλλιεργητών και τη γνώση
τους όσον αφορά στις αρχές τις βιολογικής γεωργίας
Πίνακας 1
Περιβ/κά
Οικονομικά
Κοινωνικά
Ιδεολογικά
Σύνολο
Κίνητρα
Κίνητρα
Κίνητρα
Κίνητρα
Ν
%
Ν
%
Ν
%
Ν
%
Ν
%
Στατιστικός
Έλεγχος
Γνώση
Ναι
12
13,5
1
2,7
3
13,6
7
33,3
23
13,6
Αρχών
Μερικώς
29
32,6
7
18,9
4
18,2
5
23,8
45
26,6
Χ2=15,819
Όχι
48
53,9
29
78,4
15
68,2
9
42,9
101
59,8
α< 0,05
Σύνολο
89
100
37
100
22
100
21
100
169
100
71
79,8
20
54,1
15
68,2
20
95,2
126
74,6
Βιολογικής
Γεωργίας
Μελλοντική
Μόνο βιολογική
ενασχόληση
γεωργία
με τη
γεωργία
Μελλοντική
ενασχόληση
με τη Β.Γ.
χωρίς
Χ2=14,683
α< 0,01
Βιολογική και
Συμβατική γεωργία
18
20,2
17
45,9
7
31,8
1
4,8
43
25,4
Σύνολο
89
100
37
100
22
100
21
100
169
100
Συνέχιση Β.Γ.
81
91,0
26
70,3
21
95,5
19
90,5
147
87,0
Παύση Β.Γ
8
9,0
11
29,7
1
4,5
2
9,5
22
13,0
Σύνολο
89
100
37
100
22
100
21
100
169
100
Χ2=12,023
α< 0,01
ενίσχυση
Η επεξεργασία των δεδομένων της έρευνας έδειξε ότι πλήρη γνώση των αρχών της βιολογικής γεωργίας
έχει το 13,6% των βιοκαλλιεργητών, ορισμένες από τις αρχές γνωρίζει το 26,6%, ενώ η πλειοψηφία τους
(59,8%) δεν γνώριζε καμία από τις αρχές (Πίνακας 1). Ο στατιστικός έλεγχος (Χ2) έδειξε ότι υπάρχουν
σημαντικές διαφορές μεταξύ της γνώσης των αρχών και των κινήτρων που τους ώθησαν στη βιοκαλλιέργεια.
Συγκεκριμένα το 33,3% των καλλιεργητών που επηρεάστηκαν από ιδεολογικά κίνητρα για να εντάξουν το
αγρόκτημά τους στη βιολογική γεωργία γνωρίζει πλήρως τις αρχές της βιολογικής γεωργίας. Το 32,6% των
καλλιεργητών που επηρεάστηκαν από περιβαλλοντικά κίνητρα γνωρίζει ορισμένες από τις αρχές, ενώ η
πλειονότητα των καλλιεργητών που παρακινήθηκαν από οικονομικά (78,4%) και κοινωνικά (68,2%) κίνητρα
δεν γνωρίζει καμία από τις βασικές αρχές της βιολογικής γεωργίας (Πίνακας 1). Επομένως οι βιοκαλλιεργητές
που ωθούνται από ιδεολογικά και περιβαλλοντικά κίνητρα έχουν αυξημένη ή μερική αντίστοιχα γνώση των
αρχών της βιολογικής γεωργίας, ενώ όσοι ωθούνται από οικονομικά και κοινωνικά φαίνεται ότι δεν γνωρίζουν
τις αρχές της.
982
Ως προς τη μελλοντική ενασχόληση των καλλιεργητών με τη γεωργία διαπιστώνεται ότι η πλειονότητα
(74,6%) σκοπεύει να καλλιεργεί μόνο βιολογικά (Πίνακας 1). Ο στατιστικός έλεγχος (Χ2) έδειξε σημαντικές
διαφορές στη σχέση μεταξύ κινήτρων και μελλοντικής ενασχόλησης. Συγκεκριμένα το 95,2% των
βιοκαλλιεργητών που παρακινήθηκαν από ιδεολογικά και το 79,8% από περιβαλλοντικά κίνητρα δηλώνουν ότι
στο μέλλον θα ασχοληθούν μόνο με τη βιοκαλλιέργεια. Ακόμη, οι καλλιεργητές που ωθούνται από οικονομικά
(45,9%) και κοινωνικά (31,8%) κίνητρα σε μεγαλύτερο ποσοστό, έναντι των άλλων δύο κατηγοριών, θα
ασχοληθούν παράλληλα με βιολογική και συμβατική γεωργία (Πίνακας 1). Επομένως οι βιοκαλλιεργητές που
ωθούνται από ιδεολογικά και περιβαλλοντικά κίνητρα προσανατολίζονται στην άσκηση μελλοντικά
αποκλειστικά με τη βιολογική γεωργία, ενώ όσοι ωθούνται από οικονομικά και κοινωνικά κίνητρα
προσανατολίζονται σε μεγαλύτερο βαθμό στην ταυτόχρονη άσκηση βιολογικής και συμβατικής γεωργίας.
Όσον αφορά στην ενασχόληση των καλλιεργητών με τη βιοκαλλιέργεια χωρίς οικονομική ενίσχυση
στην πλειονότητά τους (87%) σκοπεύουν να συνεχίσουν να καλλιεργούν βιολογικά προϊόντα ανεξάρτητα από
την χορήγηση της οικονομικής ενίσχυσης (Πίνακας 1). Ο στατιστικός έλεγχος (Χ2) έδειξε ότι υπάρχουν
σημαντικές διαφορές και συγκεκριμένα οι καλλιεργητές που ωθούνται από κοινωνικά (95,5%), περιβαλλοντικά
(91,0%) και ιδεολογικά (90,5%) κίνητρα θα συνεχίσουν τη βιοκαλλιέργεια και χωρίς ενίσχυση, ενώ όσοι
ωθούνται από οικονομικά κίνητρα σε μικρότερο ποσοστό (70,3%) (Πίνακας 1). Δηλαδή, οι βιοκαλλιεργητές
που ωθούνται από τα οικονομικά κίνητρα σε μεγαλύτερο ποσοστό από τους άλλους θα εγκαταλείψουν αν
παύσει η χορήγηση της οικονομικής ενίσχυσης.
Πίνακας 2: Συσχετίσεις της γνώσης των αρχών της βιολογική γεωργίας με κοινωνικά χαρακτηριστικά των
βιοκαλλιεργητών και τις μελλοντικές του βλέψεις.
Γνώση των
Μερική γνώση
Μη γνώση των
αρχών
των αρχών
αρχών
Πίνακας 2
Σύνολο
Αποτελέσματα
Στατιστικού
Ν
%
Ν
%
Ν
%
Ν
%
Ελέγχου
Ηλικία
21-35
3
15,0
10
50,0
7
35,0
20
100
καλλιεργητών
36-50
16
18,8
21
24,7
48
56,5
85
100
Χ2=12,815
>50
4
6,3
14
21,8
46
71,9
64
100
α< 0,05
Σύνολο
23
13,6
45
26,6
101
59,8
169
100
Εκπαίδευση
Πρωτοβάθμια
1
3,2
5
16,1
25
80,7
31
100
καλλιεργητών
Δευτεροβάθμια
4
5,6
19
26,8
48
67,6
71
100
Χ2=22,883
Τριτοβάθμια
18
26,9
21
31,3
28
41,8
67
100
α< 0,001
Σύνολο
23
13,6
45
26,6
101
59,8
169
100
Η διερεύνηση της σχέσης των κοινωνικών χαρακτηριστικών του αρχηγού της εκμετάλλευσης με τη
γνώση των αρχών της βιολογικής γεωργίας πραγματοποιήθηκε ως προς την ηλικία, το εκπαιδευτικό του
επίπεδο και την κύρια απασχόλησή του. Όσον αφορά στην κύρια απασχόληση δεν υπάρχουν στατιστικές
διαφορές ως προς τη γνώση των αρχών. Ο στατιστικός έλεγχος (Χ2) ως προς την ηλικία είχε στατιστικά
983
σημαντικές διαφορές και μάλιστα πλήρη γνώση έχουν σε μεγαλύτερο ποσοστό (18,8%) οι καλλιεργητές
ηλικίας 36-50 ετών, ενώ οι καλλιεργητές ηλικίας 21-35 ετών γνωρίζουν ορισμένες από τις αρχές σε
μεγαλύτερο ποσοστό (50,0%). Πλήρη άγνοια των αρχών σε μεγαλύτερο ποσοστό (71,9%) έχει η ηλικία άνω
των 51 ετών (Πίνακας 2). Δηλαδή, οι μεγάλης ηλικίας βιοκαλλιεργητές δεν είναι ενημερωμένοι πάνω στις
αρχές της βιολογικής γεωργίας, ενώ περισσότερο ενημερωμένοι είναι οι νεότεροι βιοκαλλιεργητές.
Ως προς το εκπαιδευτικό επίπεδο ο έλεγχος με το Χ2 έδειξε ότι υπάρχουν στατιστικές διαφορές ως προς
τη γνώση των αρχών της βιολογικής γεωργίας και μάλιστα ο πληθυσμός διαφοροποιείται ουσιαστικά από
εκείνους που έχουν κατάρτιση από την Τριτοβάθμια εκπαίδευση, οι οποίοι σε ποσοστό 26,9% γνωρίζουν όλες
τις αρχές και σε 31,3% μερικές από αυτές. Ενδεικτικά αναφέρεται ότι οι καταρτισμένοι από Πρωτοβάθμια
εκπαίδευση σε ποσοστό 80,7% και από Δευτεροβάθμια σε ποσοστό 67,6% έχουν άγνοια των αρχών της
βιολογικής γεωργίας (Πίνακας 2).
Στην έρευνα επιδιώχθηκε να διαπιστωθεί κατά πόσο οι ερωτώμενοι είναι σε θέση να δώσουν τον
ορισμό της βιολογικής γεωργίας. Από τις απαντήσεις συνάγεται ότι η πλειονότητα (42%) των ερωτηθέντων
θεωρεί ότι η βιολογική γεωργία είναι η παραγωγή υγιεινών προϊόντων διατροφής για τον άνθρωπο. Ακολουθεί
(39,6%) η άποψη των βιοκαλλιεργητών ότι η βιολογική γεωργία είναι ένας φιλοπεριβαλλοντικός τρόπος
παραγωγής. Τη βιολογική γεωργία ως ιδεολογία και στάση ζωής θεωρεί το 11,8% των καλλιεργητών, ενώ το
5,4% αυτών δεν είναι σε θέση να δώσει κανέναν ορισμό για τη βιολογική γεωργία. Τέλος, μόνο το 1,2%
ερωτώμενων είναι σε θέση να δώσει συγκροτημένο ορισμό της.
6. Συμπεράσματα-Συζήτηση
Τα αποτελέσματα της έρευνας υποδεικνύουν ότι τα κίνητρα των βιοκαλλιεργητών για την ενασχόλησή
τους με τη βιοκαλλιέργεια είναι πρωτίστως περιβαλλοντικά και ακολουθούν τα οικονομικά κίνητρα, δηλαδή τα
κοινωνικά και τα ιδεολογικά κίνητρα έρχονται σε δευτερεύουσα μοίρα, κάτι που έρχεται σε συμφωνία και με
άλλες ανάλογες ερευνητικές εργασίες. Ενδεχόμενα οι βιοκαλλιεργητές έχουν αυξημένη ευαισθησία στην
προστασία του περιβάλλοντος χωρίς όμως να παραγνωρίζουν τον οικονομικό παράγοντα.
Οι βιοκαλλιεργητές θα αναμένονταν να έχουν γνώση των αρχών της βιολογικής γεωργίας, εντούτοις
περιορισμένος αριθμός τους τις γνωρίζει στην περιοχή έρευνας. Τα κίνητρα ενασχόλησης με τη βιολογική
γεωργία δεν επηρεάζονται από τα κοινωνικά χαρακτηριστικά των βιοκαλλιεργητών, ηλικία, επίπεδο
εκπαίδευσης και κύρια απασχόληση, όμως επηρεάζονται από το βαθμό γνώσης των αρχών της βιολογικής
γεωργίας και φαίνεται ότι εκείνοι που τις γνωρίζουν ωθούνται στην άσκησή της κυρίως από ιδεολογικά
κίνητρα, ενώ όσοι έχουν μερική γνώση των αρχών προσανατολίζονται σε αυτή από περιβαλλοντικά κίνητρα
και όσοι έχουν άγνοια των αρχών ωθούνται από οικονομικά κίνητρα.
Η στάση τους ως προς τη μελλοντική τους ενασχόληση με τη γεωργία και τη βιοκαλλιέργεια
διαφοροποιείται ανάλογα με τα κίνητρα που τους ώθησαν στη βιολογική γεωργία. Πρωτίστως τα ιδεολογικά
και δευτερευόντως τα περιβαλλοντικά κίνητρα ισχυροποιούν τη διάθεση των βιοκαλλιεργητών για
αποκλειστική απασχόληση στη βιολογική γεωργία, ακόμα και αν παύσει να υπάρχει η οικονομική ενίσχυση.
Εκείνοι που ωθούνται από οικονομικά κίνητρα είναι λιγότερο διατεθειμένοι να ασκήσουν στο μέλλον
984
αποκλειστικά τη βιολογική γεωργία και η ύπαρξη της οικονομικής ενίσχυσης λαμβάνεται υπόψη για τη
μελλοντική άσκησή της άσκηση από αυτούς. Όσοι επηρεάζονται από τα κοινωνικά κίνητρα στην απόφασή
τους φαίνεται ότι είναι λιγότερο διατεθειμένοι να ασχοληθούν αποκλειστικά με τη βιολογική γεωργία, όμως
κατά την ενασχόλησή τους με αυτή η οικονομική ενίσχυση ουσιαστικά τους αφήνει αδιάφορους.
Από τα κοινωνικά χαρακτηριστικά φαίνεται ότι η γνώση των αρχών της βιολογικής γεωργίας δεν
επηρεάζεται από την κύρια απασχόληση των καλλιεργητών, δηλαδή η γνώση τους είναι ανεξάρτητη από το αν
η γεωργία αποτελεί την κύρια ή δευτερεύουσα απασχόληση των βιοκαλλιεργητών. Ως προς την ηλικία
υποδεικνύεται ότι γνώστες των αρχών της βιολογικής γεωργίας είναι οι βιοκαλλιεργητές μέσης ηλικίας,
δηλαδή οι ώριμοι ενήλικες. Οι νεότεροι σε ηλικία γνωρίζουν ορισμένες αρχές, ενώ οι μεσήλικες και άνω έχουν
πολύ περιορισμένη γνώση. Όσον αφορά στο εκπαιδευτικό επίπεδο πληρέστερη γνώση έχουν όσοι έχουν
παρακολουθήσει την ανώτερη και ανώτατη εκπαίδευση. Δηλαδή, ο κύριος παράγοντας που τους επηρεάζει τη
λήψη της παραπάνω απόφασης είναι το μορφωτικό επίπεδο. Προφανώς, η «γνώση» είναι η λέξη κλειδί η οποία
μπορεί να μετατρέψει έναν μη ενημερωμένο, για την βιολογική ιδέα καλλιεργητή, σε έναν ενεργό βιολογικό
υποστηρικτή.
Οι ανησυχίες των βιοκαλλιεργητών για το περιβάλλον είναι αρκετά έντονες και επικεντρώνονται στον
προβληματισμό τους για την υποβάθμιση της ποιότητας ζωής και την απειλή της ανθρώπινης υγείας. Θεωρούν
ότι με τη βιολογική γεωργία παράγουν υγιεινά προϊόντα προς κατανάλωση και συμβάλλουν στην
ελαχιστοποίηση των κινδύνων που προκύπτουν από τη χρήση χημικών παρασκευασμάτων στη συμβατική
γεωργία, μειώνοντας έτσι τον κίνδυνο που διατρέχει η υγεία του κοινωνικού συνόλου.
Το οικονομικό κίνητρο είναι επίσης πολύ σημαντικό για τις επιλογές των βιοκαλλιεργητών, αφού η
οικονομική αποτελεσματικότητα αφορά στην ικανότητα διατήρησης ικανοποιητικού βαθμού δυναμικότητας
της εκμετάλλευσής τους. Όπως έχει προαναφερθεί οι εκμεταλλεύσεις μικρής κλίμακας και χαμηλών εισροών –
συχνές στη βιοκαλλιέργεια- είναι πιο οικονομικά ασφαλείς για του γεωργούς (Σιάρδος και Κούτσουρης, 2002)
και επομένως η οικονομική ενίσχυση που δίνεται στα πλαίσια της συγκεκριμένης γεωργικής δραστηριότητας
ενθαρρύνει ένα μεγάλο ποσοστό αυτών να ασχοληθεί με τη βιολογική γεωργία. Οι αγρότες που μετατρέπουν
την καλλιέργειά τους από συμβατική σε βιολογική στηρίζονται σε ένα σημαντικό βαθμό σε οικονομικά παρά
σε ιδεολογικά ή κοινωνικά κίνητρα.
Η ιδεολογία δεν αποτελεί σημαντικό κίνητρο ενασχόλησης με τη βιολογική γεωργία για τους
σύγχρονους γεωργούς, αφού οι καλλιεργητές τη θεωρούν ως μια καλλιεργητική διαχειριστική πρακτική που
είναι φιλική προς το περιβάλλον και παράγει υγιεινά προϊόντα, παραγνωρίζοντας μερικώς την κοινωνική και
πλήρως την οικονομική της διάσταση. Οι βιοκαλλιεργητές όμως που ωθούνται από ιδεολογικά κίνητρα έχουν
ενστερνιστεί την βιοκαλλιέργεια ως παραγωγικό σύστημα. Δηλαδή, αυτοί είναι ακόμα και σήμερα που
θεωρούν τη βιολογική γεωργία στάση ζωής, μια καινούργια πρόταση στο παραγωγικό σύστημα που εκφράζει
μια διαφορετική σχέση ανθρώπου-γης, μια εναλλακτική σχέση του παραγωγού με το αγροτροφικό σύμπλεγμα
και προτείνει ένα νέο τρόπο επαφής παραγωγού-καταναλωτή.
Η άσκηση της βιολογικής γεωργίας με βάση τις αρχές της θα είναι εφικτή εφόσον απεμπλακεί από το
ισχύον στενό οικονομικό πρότυπο της συμβατικής γεωργίας. Απαιτείται λοιπόν η εκπαίδευση και η ενημέρωση
985
των βιοκαλλιεργητών προκειμένου να προωθηθεί το ιδεολογικό τους υπόβαθρο και να αναπτυχθεί η
περιβαλλοντική συνείδηση και η κοινωνική ευαισθησία, έτσι ώστε να διαδοθεί το νέο αυτό πρότυπο
παραγωγής.
Βιβλιογραφία
Allen, P. and Kovach, M. (2000), “The capitalist composition of organic: The potential of markets in fulfilling
the promise of organic agriculture”, Agriculture and Human Values, Vol.17, pp. 245–256.
Altieri, M.A. (1995), Agroecology: The Science of Sustainable Agriculture, Boulder, Colorado, Westview
Press.
Bruckmeier, K., Grund, H., Symes, D. and Jansen, A.J. (1994), “Perspectives for environmentally sound
agriculture in east Germany”, Agricultural Restructuring and Rural Change in Europe, Vol. 37, pp. 180194.
Buck, D., Getz, C. and Guthman, J. (1997), “From farm to table: The organic vegetable commodity chain of
Northern California’’, Sociologia Ruralis, Vol. 37, No 1, pp. 3–20.
Βακουφάρης, Χ., Α. Κίζος, και Ι. Σπιλάνης (2004). “Η χωρική διαφοροποίηση της ανάπτυξης της βιολογικής
γεωργίας στην Ελλάδα.” Στο Η κοινωνία της υπαίθρου σε ένα μεταβαλλόμενο αγροτικό χώρο - 7ο
Πανελλήνιο Συνέδριο Αγροτικής Οικονομίας. 21-23 Νοεμβρίου, 2002. Υπουργείο Αγροτικής Ανάπτυξης
και Τροφίμων, Αθήνα, Διατέθηκε από τον συγγραφέα.
Βλοντάκης, Γ., Δεσύλλας, Μ. και Μπίστη, Μ. (2001), Στοιχεία Βιολογικής Γεωργίας. Αθήνα, Οργανισμός
Εκδόσεως Διδακτικών Βιβλίων.
Cacek, T. and. Langner, L.L (1986), “The economic implications of organic farming”, Διαθέσιμο στο:
http://www.eap.mcgill.ca/MagRack/AJAA/AJAA_2.htm στις 26 Νοεμβρίου, 2005.
Darnhofer, I., Schneeberger, W. and Freyer, B. (2005), “Converting or not converting to organic farming in
Austria: Farmer types and their rationale”, Agriculture and Human Values, Vol. 22, pp. 39–52.
Dubgaard, A. and Sorensen, S.N. (1988), Organic and biodynamic farming in Denmark: A statistical survey.
Επιστημονική Έκθεση, Statens-Jordbrugsokonomiske Institut, Denmark.
Duram, L.A. (2000), “Agents’ perceptions of structure: How Illinois organic farmers view political, economic,
social, and ecological factors”, Agriculture and Human Values, Vol. 17, pp. 35-48.
Ευρωπαϊκή Οικονοµική και Κοινωνική Επιτροπή (2005), Ανακοίνωση της Επιτροπής προς το Συµβούλιο και
στο Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο: Ευρωπαϊκό σχέδιο δράσης για τα βιολογικά τρόφιµα και τη βιολογική
γεωργία. Επίσηµη Εφηµερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης(2004: C 157/167-172).
Fairweather, J.R. (1999), “Understanding how farmers choose between organic and conventional production:
Results from New Zealand and policy implications”, Agriculture and Human Values, Vol. 16, pp. 51–63.
Fairweather, J.R. and Campell, H. (1996), “The decision making of organic and conventional agricultural
producers”, Agribusiness and Economics, Vol. 233, pp. 263-278.
986
Φωτόπουλος, Χ. και. Κρυστάλης, Α (2003), Ο Έλληνας καταναλωτής Βιολογικών Προϊόντων: Μια πανελλήνια
έρευνα marketing, Αθήνα, Εκδόσεις Σταμούλη.
Hong, C.W. (1994), “Organic farming and the sustainability of agriculture in Korea”, Food and Fertilizer
Technology, Vol. 2, pp. 388-403.
Kvist, M. (1994), “Evaluation of the grant to organic production”, Jordbruksekonomiska Meddelanden, Vol. 56,
No 12, pp. 1302–1322.
Καμπουράκης, Α.Β. (2003), “Προϋποθέσεις ανάπτυξης της βιολογικής γεωργίας και κτηνοτροφίας στην
Ελλάδα: Ο ρόλος της έρευνας”, Στο Εθνικό Ίδρυμα Αγροτικής Έρευνας (ΕΘ.Ι.ΑΓ.Ε), Εισήγηση στο 14ο
συνέδριο του Πανελλήνιου Δικτύου Οικολογικών Οργανώσεων – Βιολογική Γεωργία και Βιολογική
Κτηνοτροφία. 8-10 Νοεμβρίου, 2002. Λάρισα: Εθνικό Ίδρυμα Αγροτικής Έρευνας.
Lampkin, N.H. and Measures, M. (eds) (1995), Organic farm management handbook. Newbury, University of
Wales Press.
Lockeritz, W. and Madden, P. (1987), “Midwestern organic farming: Α ten year follow up”, American Journal
of Alternative Agriculture, Vol. 2, No 2, pp. 57–63.
MacRae, R.J. (1990), “Strategies to overcome institutional barriers to the transition from conventional to
sustainable agriculture in Canada: The role of government, research institutions and agribusiness”,
Διαθέσιμο στο http://www.eap.mcgill.carod_thesisrod_1.htm στις 18 Νοεμβρίου, 2005.
Mc Cann, E., Sullivan, S., Erickson, D. and De Young, R. (1997), “Environmental Awareness, Economic
Orientation, and Farming Practices: A Comparison of Organic and Conventional Farmers”,
Environmental Management, Vol. 21, No 5, pp. 747–758.
Michelsen, J. (2001), “Recent Development and Political Acceptance of Organic Farming in Europe”,
Sociologia Ruralis, Vol. 41, No 1, pp. 1-20.
Milder, P.J.,. Negrave, P.D and. Schoney, R.A (1991), “Descriptive analysis of Saskatchewan organic
producers”, Canadian Journal of Agricultural Economics, Vol. 394, No 2, pp. 891–899.
Ν. Α. (Νομαρχιακή Αυτοδιοίκηση) Λάρισας (2005), “Γενικά χαρακτηριστικά του νομού Λάρισας”, Διαθέσιμο
στο http://www.larissa.gr/nominfo.doc στις 15 Οκτωβρίου, 2005.
Ν. Α. (Νομαρχιακή Αυτοδιοίκηση) Μαγνησίας (2005), Στρατηγικό σχέδιο Ανάπτυξης Μαγνησίας. Χωροταξική
Μελέτη, Τμήμα Μηχανικών Χωροταξίας, Πολεοδομίας και Περιφερειακής Ανάπτυξης, Πολυτεχνική
Σχολή, Πανεπιστήμιο Θεσσαλίας.
Ν. Α. (Νομαρχιακή Αυτοδιοίκηση) Φθιώτιδας (2005), “Γενικά χαρακτηριστικά του νομού Φθιώτιδας”,
Διαθέσιμο στη Νομαρχία Φθιώτιδας.
Padel, S. (1994), “Adoption of organic farming as an example of the diffusion of an innovation – Α literature
review on the conversion to organic farming”, Sociologia Ruralis, Vol. 5, pp.175-193.
Pretty, J.N. (1998), The Living Land: Agriculture, Food Systems and Community Regeneration in Rural
Europe, London. Earthscan Publications Ltd.
Rigby, D. and Caaceres, D. (2001), “Organic farming and the sustainability of agricultural systems”,
Agricultural Systems, Vol. 68, pp. 21-40.
987
Storstad, O. and Bjorkhaug, H. (2003), “Foundations of production and consumption of organic food in
Norway: Common attitudes among farmers and consumers”, Agriculture and Human Values, Vol. 20, No
2, pp. 151-163.
Σιάρδος, Γ.Κ. και. Κούτσουρης, Α.Ε (2002), Αειφορική Γεωργία & Ανάπτυξη, Θεσσαλονίκη, Εκδόσεις Ζυγός.
Trewavas, A.J. (2001a), “Urban myth about organic agriculture”, Nature, Vol. 410.
Trewavas, A.J. (2001b), “The population biodiversity paradox: agricultural efficiency to save wilderness”,
Plant Physiol, Vol. 125, pp. 174-179.
Verhoog, H., Matze, M. and Lammerts, E. (2002), “The role of the concept of the natural in organic farming”,
Journal of Agricultural and Environmental Ethics, Vol. 16, pp. 29-49.
Vos, T. (2000), “Visions of the middle landscape: Organic farming and the politics of nature”, Agriculture and
Human Values, Vol. 17, pp. 245–256.
Willer, H. and Gillmor, D.A. (1992), “Organic agriculture in the Republic of Ireland”, Irish Geography, Vol.
25, No 2, pp. 149–159.
988
Οικονομικότητα, βιωσιμότητα και κίνητρα υιοθέτησης της βιολογικής και συμβατικής καλλιέργειας
κρόκου στο νομό Κοζάνης
Ιολάνδα-Μαρία Καπνιστού*, Ελένη Οξούζη*, Ευάγγελος Παπαναγιώτου*
Στόχος της παρούσας εργασίας είναι η ανάλυση της οικονομικότητας και ο έλεγχος της βιωσιμότητας,
τόσο της βιολογικής όσο και της συμβατικής κροκοκαλλιέργειας, καθώς και η μελέτη των κοινωνικών
χαρακτηριστικών των κροκοκαλλιεργητών, αλλά και των γεωργικών εκμεταλλεύσεων αυτών και η εξαγωγή
συμπερασμάτων, όσον αφορά τις στάσεις του συνόλου των παραγωγών, ως προς το περιβάλλον και τις
βιολογικές μεθόδους παραγωγής.
Η πρωτογενής έρευνα διεξήχθη κατά το χρονικό διάστημα 2003-2004, στο νομό Κοζάνης, που αποτελεί
την μοναδική περιοχή παραγωγής κρόκου στην Ελλάδα. Για την επεξεργασία των δεδομένων, εφαρμόστηκε η
μέθοδος της συγκριτικής οικονομικής ανάλυσης σε συνδυασμό με τον στατιστικό έλεγχο του χ2, καθώς και ο
στατιστικός έλεγχος t-test για την διαπίστωση ύπαρξης ή όχι στατιστικά σημαντικής διαφοράς δύο μέσων
όρων.
Τα αποτελέσματα της οικονομικής ανάλυσης έδειξαν, ότι οι βιολογικοί κροκοκαλλιεργητές
επιτυγχάνουν υψηλότερες αποδόσεις, παρουσιάζουν αυξημένες δαπάνες εργασίας, δεν εφαρμόζουν κανενός
είδους εισροές και επιτυγχάνουν υψηλότερα οικονομικά αποτελέσματα σε σχέση με τους συμβατικούς
παραγωγούς. Ωστόσο, η αποκλειστική καλλιέργεια τόσο του βιολογικού όσο και του συμβατικού κρόκου, δεν
μπορεί να είναι οικονομικά βιώσιμη, καθώς το γεωργικό οικογενειακό εισόδημα των παραγωγών,
παρουσιάζεται πολύ χαμηλότερο από το ελάχιστο βιοτικό επίπεδο της μέσης γεωργικής οικογένειας. Όσον
αφορά την υιοθέτηση των βιολογικών μεθόδων καλλιέργειας, τα κίνητρα που ώθησαν τους παραγωγούς να
στραφούν στη βιολογική γεωργία είναι η αυξημένη περιβαλλοντική ευαισθητοποίηση, η επίτευξη καλύτερης
ποιότητας προϊόντος και οι οικονομικές ενισχύσεις ενώ οι κυριότεροι λόγοι διατήρησης του συμβατικού
τρόπου παραγωγής είναι, τόσο τα χαμηλά επίπεδα τιμής παραγωγού, όσο και οι ανεπαρκείς επιδοτήσεις που
χαρακτηρίζουν την βιολογική καλλιέργεια.
Εισαγωγή
Η ανησυχία για την αρνητική περιβαλλοντική επίδραση των σύγχρονων γεωργικών πρακτικών, η
αυξανόμενη χρήση των μη ανανεώσιμων πόρων και η μακροπρόθεσμη παραγωγικότητα των εξωτερικών
εισροών των γεωργικών συστημάτων, οδήγησε σε διάφορες πρωτοβουλίες τόσο από κυβερνητικούς όσο και
από μη κυβερνητικούς οργανισμούς έτσι ώστε να προωθηθεί η υιοθέτηση και η διάδοση των αειφορικών
γεωργικών τεχνολογιών (De Souza κ.α 1999).
* Εργαστήριο Γεωργικής Οικονομικής Έρευνας, Τομέας Αγροτικής Οικονομίας, Γεωπονική Σχολή, Α.Π.Θ., Τ.Θ. 232,541 21,
Θεσσαλονίκη (e-mail: [email protected])
989
Έτσι τα τελευταία χρόνια η βιολογική γεωργία κερδίζει συνεχώς το ενδιαφέρον, τόσο των παραγωγών, όσο και
των καταναλωτών, στοχεύοντας στη δημιουργία ενός αειφορικού συστήματος καλλιέργειας, το οποίο έχει την
ικανότητα να ενισχύει και να προστατεύει τη φύση και το τοπίο αλλά και να μειώνει την περιβαλλοντική ζημιά
που προκαλείται από τις υπάρχουσες γεωργικές πρακτικές (Pacini κ.α 2003, Lund και Algers 2003). Επομένως,
το μοντέλο της βιομηχανικής γεωργίας με την προσέγγιση της υψηλής χημικής εισροής, όχι μόνο απέτυχε στο
ζήτημα της διατροφής αλλά αποδιοργάνωσε και έφθειρε τα βιοσυστήματα, υποβαθμίζοντας τους φυσικούς
πόρους που προμηθεύουν την τροφή (Φωτόπουλος 1999).
Η βιολογική ή οργανική γεωργία αποτελεί μια μορφή της οικολογικής γεωργίας, που παράγει προϊόντα
χωρίς την χρήση αγροχημικών. Κατά καιρούς έχουν χρησιμοποιηθεί αρκετοί όροι για να περιγράψουν την
βιολογική γεωργία (Rigby και Caceres 2001, Pacini κ.α. 2003). Κατά τον Lampkin (1997), η οργανική ή
βιολογική γεωργία, μπορεί να οριστεί ως μια μορφή γεωργίας, που στοχεύει στην αειφόρο κοινωνική,
περιβαλλοντική και οικονομική ευημερία, ελαχιστοποιώντας τη χρήση των εξωτερικών εισροών,
μεγιστοποιώντας τη χρήση των ανανεώσιμων πόρων και τη διαχείριση του αγροοικοσυστήματος και
χρησιμοποιώντας την αγορά για την αντιστάθμιση των εξωτερικών δαπανών.
Σε Ευρωπαϊκό επίπεδο, η βιολογική γεωργία παρουσιάζει εδώ και αρκετά χρόνια, ανοδική πορεία με
μέσο ποσοστό αύξησης 25% το χρόνο (Verschuur και Van Well 2001), και κατέχοντας περίπου το 10% των
γεωργικών εκτάσεων (Lampkin 1997). Στην Ελλάδα, τα τελευταία χρόνια έχουν γίνει σημαντικές προσπάθειες
σχετικά με την εξέλιξη της βιοκαλλιέργειας. Παρόλα αυτά η βιολογική γεωργία εξακολουθεί να κατέχει ένα
μικρό ποσοστό της συνολικά καλλιεργούμενης έκτασης.
Η βιολογική καλλιέργεια του κρόκου τόσο στην Ελλάδα όσο και στην Ευρώπη δεν είναι ιδιαίτερα
διαδεδομένη. Η συνολικά καλλιεργούμενη έκταση κρόκου στην Ελλάδα και συγκεκριμένα στην περιοχή της
Κοζάνης, είναι περίπου 8.000 στρέμματα, από τα οποία τα 1740 καλλιεργούνται με βιολογικές μεθόδους
παραγωγής. Τα τελευταία χρόνια, τόσο η καλλιεργούμενη έκταση (635 στρέμματα το 2001, 1740 στρέμματα
2002-2003), όσο και παραγόμενη ποσότητα (268 κιλά το 2001, 757 κιλά το 2002, 890 κιλά το 2003)
παρουσίασαν σημαντική αύξηση (Καπνιστού 2005) και καθιέρωσαν την βιολογική καλλιέργεια του κρόκου, ως
μια από τις σημαντικότερες οικονομικά, αλλά και κοινωνικά καλλιέργειες της περιοχής.
Παρόλο που έχουν γίνει αρκετές έρευνες μέχρι σήμερα σχετικά με την συγκριτική οικονομική ανάλυση
μεταξύ βιολογικών και συμβατικών καλλιεργειών καθώς και των παραγόντων υιοθέτησης της βιολογικής
γεωργίας, η βιολογική καλλιέργεια του κρόκου δεν έχει διερευνηθεί αρκετά. Για τους παραπάνω λόγους,
σκοπός της παρούσας έρευνας ήταν τόσο η σύγκριση των τεχνικοοικονομικών δεδομένων και των οικονομικών
αποτελεσμάτων μεταξύ βιολογικών και συμβατικών καλλιεργειών κρόκου όσο και η μελέτη των στάσεων των
παραγωγών απέναντι σε περιβαλλοντικά ζητήματα, η οποία θα μπορούσε να οδηγήσει στην καλύτερη
κατανόηση των παραγόντων υιοθέτησης της εναλλακτικής αυτής μορφής γεωργίας και να συμβάλλει στην
περαιτέρω ανάπτυξη αυτής.
990
Ανασκόπηση σχετικής βιβλιογραφίας
Το αυξημένο ενδιαφέρον για τη βιολογική γεωργία τα τελευταία χρόνια, σε συνδυασμό με την αλόγιστη
εκμετάλλευση των φυσικών πόρων, που επέβαλε το μοντέλο της συμβατικής γεωργίας, οδήγησε σε μια σειρά
συγκριτικών ερευνών ως προς την οικονομικότητα και βιωσιμότητα των δυο αυτών συστημάτων καλλιέργειας,
καθώς και ως προς τα κίνητρα των παραγωγών σχετικά με την υιοθέτηση συστημάτων βιολογικής παραγωγής
προϊόντων.
Έρευνα που πραγματοποιήθηκε στο Bangladesh, από τους Rasul και Τhapa (2004), σε δείγμα 45
βιολογικών και 65 συμβατικών εκμεταλλεύσεων, έδειξε ότι οι αποδόσεις του ρυζιού, σιταριού αλλά και της
πατάτας, υπό βιολογική διαχείριση, υπολείπονταν κατά 6,3%, 7,4% και 0,65% των αντίστοιχων συμβατικών.
Σε παρόμοιο συμπέρασμα κατέληξε και ο Green (2002), σύμφωνα με τον οποίο, η παραγωγή στις βιολογικές
πατάτες ήταν 58%-66% της παραγωγής των συμβατικών ενώ η παραγωγή του βιολογικού σιταριού πλησίαζε
το 90% της συμβατικής παραγωγής. Οι Lyngbeak κ.α. (2001), συγκρίνοντας, για τρία χρόνια (1995-1998),
βιολογικές και συμβατικές εκμεταλλεύσεις παραγωγής καφέ στην Costa Rica, κατέληξαν στο συμπέρασμα, ότι
οι αποδόσεις των εκμεταλλεύσεων υπό βιολογική διαχείριση, ήταν 22% χαμηλότερες σε σχέση με τις
αποδόσεις των συμβατικών αγροκτημάτων. Οι υψηλότερες όμως τιμές παραγωγού και οι επιδοτήσεις,
διαμόρφωναν το καθαρό εισόδημα των βιοκαλλιεργητών, στο ίδιο επίπεδο με αυτό των συμβατικών.
Από έρευνες που πραγματοποίησαν οι Πάντζιος κ.α. (2000) και Φωτόπουλος κ.α. (2001), σε διάφορες
καλλιέργειες (ελιά, αμπέλι, βαμβάκι, σιτάρι, σταφίδα και πορτοκάλι), προέκυψε ότι η απόδοση των βιολογικών
εκμεταλλεύσεων υπολείπονταν από την αντίστοιχη των συμβατικών, με εξαίρεση την καλλιέργεια της
βιολογικής σταφίδας, της οποίας η μέση στρεμματική απόδοση ήταν κατά 32,5% υψηλότερη. Όσον αφορά το
συνολικό κόστος ανά στρέμμα, στις βιολογικές εκμεταλλεύσεις, εμφανίζεται χαμηλότερο στο βαμβάκι, στην
ελιά και στο πορτοκάλι, ενώ αυξημένο κόστος παραγωγής παρουσιάζουν οι βιολογικές καλλιέργειες σταφίδας
και αμπέλου. Για τους βιολογικούς παραγωγούς σίτου, το συνολικό κόστος ανά στρέμμα δεν διαφέρει αισθητά
από αυτό των συμβατικών.
Από έρευνα που πραγματοποιήθηκε στην Ισπανία (Valencia) το 2000, ως προς το κόστος παραγωγής,
μεταξύ βιολογικών και συμβατικών εκμεταλλεύσεων παραγωγής πορτοκαλιών και μανταρινιών, προέκυψε ότι
οι συνολικές δαπάνες εργασίας και κεφαλαίου, στην περίπτωση των βιολογικών αγροκτημάτων είναι
αντίστοιχα κατά 28% και 26% αυξημένες σε σχέση με αντίστοιχα συμβατικά. Η διαφορά αυτή οφείλεται
κυρίως στο υψηλό κόστος εργασίας των βιολογικών καλλιεργειών, το οποίο και στις δύο περιπτώσεις είναι
περίπου 2,5 φορές υψηλότερο, σε σύγκριση με το κόστος εργασίας συμβατικών εκμεταλλεύσεων (FAO 2000).
Όσον αφορά τους παράγοντες υιοθέτησης της βιολογικής γεωργίας, σύμφωνα με τους Pietola and
Lansink (2001), η υιοθέτηση του βιολογικού τρόπου καλλιέργειας, επηρεάζεται τόσο από κοινωνικούς, όσο και
από ψυχολογικούς παράγοντες. Επίσης, ανέφεραν ότι παραγωγοί με μεγάλες εκμεταλλεύσεις και συνεπώς με
καλύτερες πιθανότητες εφαρμογής εκτατικών γεωργικών τεχνικών, είναι πιθανότερο να υιοθετήσουν
βιολογικές πρακτικές. Επιπρόσθετα, διαπίστωσαν ότι εκμεταλλεύσεις που βρίσκονται σε περιοχές με χαμηλές
991
αποδόσεις, είναι περισσότερο πιθανό να στραφούν προς τη βιολογική γεωργία, από ότι οι εκμεταλλεύσεις σε
εύφορες περιοχές.
Σε έρευνα που πραγματοποιήθηκε στον ελλαδικό χώρο και συγκεκριμένα σε εκμεταλλεύσεις της
Κρήτης, αναφέρθηκε ότι η εκπαίδευση, η απόκτηση περιοδικής ή περιστασιακής επαγγελματικής
πληροφόρησης, η περιβαλλοντική ευαισθησία και το ύψος των επιδοτήσεων, επηρεάζουν θετικά την μερική ή
ολική υιοθέτηση των βιολογικών τεχνικών καλλιέργειας (Πάντζιος κ.α. 2000).
Οι Lampkin και Measures (2001), αναφέρουν ότι στη Μ. Βρετανία οι τιμές για βιολογικά λαχανικά και
δημητριακά είναι κατά 50%-100% υψηλότερες σε σχέση με τις τιμές των αντίστοιχων συμβατικών προϊόντων.
Έτσι, είναι πολύ πιθανό, οι παραπάνω παράγοντες, να ωθούν περισσότερους παραγωγούς στο να υιοθετήσουν
βιολογικούς τρόπους καλλιέργειας, σε σχέση με το παρελθόν (Rigby κ.α. 2001).
Οι Pietola και Lansink (2001) διαπίστωσαν ότι οι επιδοτήσεις στη βιολογική γεωργία, ελκύουν
περισσότερο γεωργούς με χαμηλή αποδοτικότητα σε συμβατικά συστήματα και ότι η μεταστροφή των
παραγωγών προς τις βιολογικές τεχνικές, ενθαρρύνεται κυρίως, από τις οικονομικές ενισχύσεις, παρά από την
υψηλή παραγωγικότητα και την αποδοτικότερη χρησιμοποίηση των εισροών. Σε αντίθεση, οι Lohr και
Samuelsson (2000), ερευνώντας τις επιδράσεις διαφόρων οικονομικών ενισχύσεων στη βιολογική Σουηδική
παραγωγή, ανέφεραν ότι η πληροφόρηση αγοράς, είναι περισσότερο αποτελεσματική για την στροφή των
παραγωγών προς την βιολογική γεωργία, παρά οι οικονομικές ενισχύσεις.
Σύμφωνα λοιπόν με τα παραπάνω, οι μέχρι σήμερα έρευνες σχετικά με τα κίνητρα των παραγωγών, ως
προς την υιοθέτηση των βιολογικών μεθόδων παραγωγής, έχουν δείξει ότι τόσο τα κοινωνικοοικονομικά
χαρακτηριστικά των γεωργών όσο και η στάση τους απέναντι σε περιβαλλοντικά και οικονομικά ζητήματα,
αποτελούν τους λόγους της στροφής των παραγωγών σε εναλλακτικές μεθόδους καλλιέργειας, όπως είναι η
βιολογική γεωργία. Όσον αφορά την οικονομικότητα των βιολογικών καλλιεργειών, διαπιστώθηκε ότι στην
πλειοψηφία των περιπτώσεων υπολείπεται αυτής των συμβατικών.
Μεθοδολογία έρευνας
Η έρευνα πραγματοποιήθηκε στο Νομό Κοζάνης (Δυτική Μακεδονία), ο οποίος και αποτελεί την
μοναδική περιοχή παραγωγής κρόκου στην Ελλάδα.
Η επιλογή του δείγματος τόσο των βιολογικών όσο και των συμβατικών παραγωγών,
πραγματοποιήθηκε με βάση τα στοιχεία του Αναγκαστικού Συνεταιρισμού Κρόκου, σύμφωνα με τα οποία, οι
βιοκαλλιεργητές κατά την περίοδο 2003-2004 ήταν 100 και οι συμβατικοί 1000. Το μέγεθος του δείγματος
καθορίστηκε με βάση το 50% του συνόλου των εγγεγραμμένων βιοκαλλιεργητών. Πιο
συγκεκριμένα
επιλέχθηκαν 50 βιολογικοί παραγωγοί και στη συνέχεια καθορίστηκε ισάριθμο δείγμα συμβατικών
παραγωγών.
Σε μια συγκριτική μελέτη του κόστους του βιολογικού τρόπου παραγωγής, το ιδανικό δείγμα βιολογικά
καλλιεργούμενων εκμεταλλεύσεων, πρέπει λογικά να περιλαμβάνει πλήρως πιστοποιημένους καλλιεργητές
(Πάντζιος κ.α. 1999).
992
Για την συλλογή των στοιχείων, χρησιμοποιήθηκε ειδικά διαμορφωμένο ερωτηματολόγιο, το οποίο
συμπληρώθηκε με επιτόπια επίσκεψη ειδικών ερευνητών.
Στην οικονομική ανάλυση, ακολουθήθηκε η μέθοδος των συγκρίσεων μεταξύ των μέσων όρων των
παραγωγικών δαπανών και των προσόδων του δείγματος των βιολογικών εκμεταλλεύσεων, προς τους μέσους
όρους του αντίστοιχου δείγματος των συμβατικών.
Η επεξεργασία των στοιχείων και ο υπολογισμός των παραγωγικών δαπανών και των οικονομικών
αποτελεσμάτων, πραγματοποιήθηκε για κάθε παραγωγό χωριστά και για την διευκόλυνση των συγκρίσεων,
τόσο οι πρόσοδοι όσο και όλες οι κατηγορίες δαπανών ανάχθηκαν σε €/ στρέμμα.
Για τον έλεγχο της βιωσιμότητας της κροκοκαλλιέργειας, ως κριτήριο εισοδήματος χρησιμοποιήθηκε το
γεωργικό οικογενειακό εισόδημα. Αυτό ουσιαστικά αποτελεί το “καθαρό” εισόδημα, το οποίο παίρνει ο
παραγωγός από την εκμετάλλευση και επομένως προσδιορίζει το βιοτικό επίπεδο της γεωργικής οικογένειας
(Ζιωγάνας 1998). Έτσι, ο έλεγχος της οικονομικής βιωσιμότητας των κροκοπαραγωγών πραγματοποιήθηκε
συγκρίνοντας το ελάχιστο βιοτικό επίπεδο της μέσης γεωργικής οικογένειας με το μέσο γεωργικό οικογενειακό
εισόδημα. Για την χρονική περίοδο 2003-2004, το ελάχιστο βιοτικό επίπεδο της μέσης γεωργικής οικογένειας
υπολογίστηκε στα 10.000 € ετησίως (Ζιωγάνας κ.α. 2004).
Η επεξεργασία των δεδομένων πραγματοποιήθηκε με το στατιστικό πακέτο SPSS (v.s.12.0). Για τον
έλεγχο ύπαρξης ή όχι στατιστικά σημαντικής διαφοράς δύο μέσων όρων χρησιμοποιήθηκε το κριτήριο t, το
οποίο αποτελεί μια από τις πιο γνωστές τεχνικές ελέγχου δύο μέσων όρων (Φωτιάδης, 1995), ενώ για τον
έλεγχο υποθέσεων, εφαρμόστηκε ο στατιστικός έλεγχος του χ2 ο οποίος μας πληροφορεί για τους βαθμούς
ελευθερίας (Β.Ε) και για ορισμένο επίπεδο σημαντικότητας του ελέγχου (α=0,05). Συμπληρωματικά
εφαρμόστηκε και ο έλεγχος Fisher's exact test, για την διαπίστωση της ακρίβειας των αποτελεσμάτων.
Αποτελέσματα
Η επεξεργασία των πρωτογενών δεδομένων, έδειξε ότι η στρεμματική απόδοση κόκκινου και κίτρινου1
κρόκου στις συμβατικές καλλιέργειες είναι χαμηλότερη κατά 8,8% και 11,53% αντίστοιχα, από τη μέση
στρεμματική απόδοση των βιολογικών (πίνακας 1).
Ο συνδυασμός της χαμηλότερης απόδοσης των συμβατικών και της πρόσθετης χρηματικής ενίσχυσης
των βιοκαλλιεργητών, είχε ως αποτέλεσμα την κατά 15,85% χαμηλότερη συνολική ακαθάριστη πρόσοδο ανά
στρέμμα στην περίπτωση της συμβατικής κροκοκαλλιέργειας σε σχέση με την βιολογική (494,53 €/στρ. και
572,94 €/στρ. αντίστοιχα) (πίνακας 1). Αξίζει να τονισθεί, ότι και χωρίς την στρεμματική επιδότηση των
βιοκαλλιεργητών, η ακαθάριστη πρόσοδος των συμβατικών θα ήταν και πάλι χαμηλότερη και συγκεκριμένα
κατά 9,78% (ή 48,41 €/στρ). Σημαντικό επίσης είναι το γεγονός, ότι στην καλλιέργεια του κρόκου, δεν υπάρχει
διαφοροποίηση της τιμής παραγωγού μεταξύ βιοκαλλιεργητών και συμβατικών παραγωγών, δηλαδή οι
(1) Ο κίτρινος κρόκος (στήμονες) αποτελεί υποπροϊόν του κόκκινου (στίγματα), είναι κατώτερης ποιότητας και χρησιμοποιείται
κυρίως ως χρωστική ουσία.
993
βιοκαλλιεργητές δεν λαμβάνουν υψηλότερη τιμή για το προϊόν που παράγουν.
Ο κυριότερος παράγοντας που επηρεάζει το επίπεδο της απόδοσης, είναι η ηλικία της καλλιέργειας και
όπως αποδείχθηκε από την επεξεργασία των πρωτογενών στοιχείων, οι βιοκαλλιεργητές έχουν καλλιέργειες
κρόκου μικρότερης ηλικίας από τους συμβατικούς. Η εφαρμογή του στατιστικού ελέγχου χ2, έδειξε ότι στην
περίπτωση μόνο των συμβατικών παραγωγών, η συνολική ακαθάριστη πρόσοδος /στρ. σχετίζεται σημαντικά
με την ηλικία της καλλιέργειας. Έτσι, καλλιέργειες ηλικίας από 3-4 έτη παρουσιάζουν ακαθάριστη πρόσοδο
πάνω από 550 €/στρ., σε αντίθεση με τις καλλιέργειες μεγαλύτερης ηλικίας (>5 έτη) στις οποίες η ακαθάριστη
πρόσοδος κυμαίνεται από 400-550 €/στρ.
Η ανθρώπινη εργασία αποτελεί το κυριότερο στοιχείο του κόστους τόσο στην συμβατική όσο και στην
βιολογική κροκοκαλλιέργεια, αντιπροσωπεύοντας το 56,91% και 53,91% του συνολικού κόστους ανά
στρέμμα, αντίστοιχα (πίνακας 2). Ωστόσο σε απόλυτους όρους, η μέση στρεμματική δαπάνη ανθρώπινης
εργασίας στη βιολογική καλλιέργεια εμφανίζεται υψηλότερη από την αντίστοιχη στη συμβατική, με 219,6
€/στρ. για τη βιολογική και 199,72 €/στρ. για την συμβατική (πίνακας 1).
Οι δαπάνες της ανθρώπινης εργασίας, είναι ιδιαίτερα αυξημένες κατά την φάση της συγκομιδής και
διαλογής και στις δυο καλλιεργητικές τεχνικές, ενώ οι δαπάνες για λίπανση επιβαρύνουν μόνο τους
συμβατικούς παραγωγούς καθώς οι βιολογικοί δεν εφαρμόζουν ούτε κοπριά (πίνακας 1).
Πίνακας 1: Τεχνικά και οικονομικά δεδομένα καλλιέργειας κρόκου ανά στρέμμα
Συμβατικές καλλιέργειες
Βιολογικές καλλιέργειες
6,41 στρ
8,06 στρ
Απόδοση κόκκινου κρόκου
Απόδοση κίτρινου κρόκου
Τιμή κόκκινου κρόκου
Τιμή κίτρινου κρόκου
Επιδότηση
Ακαθάριστη πρόσοδος (€/στρ)
Ώρες ανθρώπινης εργασίας
Συγκομιδή
0,79
0,26
605
75
494,53
56,84
0,86
0,29
605
75
30 €/στρ
572,94
62,15
56,76
62,15
Λίπανση
Αμοιβή ανθρώπινης εργασίας
Οικογενειακή
0,08
199,72
0
219,60
127,19
72,52
35,55
138,67
80,92
31,16
Λιπάσματα + Φάρμακα
2,26
0
Καύσιμα
6,45
5,46
Αμοιβή ξένης μηχανικής εργασίας
25,97
25
Τόκος μεταβλητού κεφαλαίου
0,87
98,66
0,70
96,77
Μέση εκμετάλλευση
Ξένη
Μεταβλητό κεφάλαιο
Σταθερό κεφάλαιο
Πηγή: Καπνιστού, 2005
Η δαπάνη οικογενειακής εργασίας των βιοκαλλιεργητών για συγκομιδή και διαλογή, είναι υψηλότερη
κατά 9,16% από εκείνη των συμβατικών (138,68 €/στρ. και 127,04 €/στρ. αντίστοιχα) και αντιπροσωπεύει το
994
35,94% και 34,29% των συνολικών δαπανών ανά στρέμμα, της βιολογικής και συμβατικής καλλιέργειας
αντίστοιχα (πίνακας 2).
Πίνακας 2: Παραγωγικές δαπάνες ανά στρέμμα
Μέση εκμετάλλευση
ΔΑΠΑΝΕΣ
ΕΔΑΦΟΥΣ
Τεκμαρτό ενοίκιο
Καταβαλλόμενο
ενοίκιο
Συνολικές δαπάνες
εδάφους
ΔΑΠΑΝΕΣ
ΑΝΘΡΩΠΙΝΗΣ
ΕΡΓΑΣΙΑΣ
Συμβατικές καλλιέργειες κρόκου
Βιολογικές καλλιέργειες κρόκου
6,41 στρ.
8,06 στρ.
Στρ
€/στρ.
3,53
30
Ποσοστό
%
4,46
2,88
44,6
5,41
36,56
9,87
Ώρες
€/
ώρα
€/στρ.
Συγκομιδή-διαλογή
271,45
3
127,04
Λίπανση
Σύνολο
0,19
271,64
5
Συγκομιδή-διαλογή
92,40
Λίπανση
0,29
Σύνολο
92,69
Στρ.
€/στρ.
4,02
30
Ποσοστό
%
3,88
4,04
46,67
6,06
38,35
9,94
Ώρες
€/ ώρα
€/στρ.
34,29
372,58
3
138,68
35,94
0,15
127,20
0,04
34,33
0,00
0
138,68
35,94
5
72,07
19,45
128,40
5,08
80,92
20,97
10
0,45
0,12
0,00
0
75,52
19,58
80,93
20,97
199,72
53,91
219,60
56,91
Οικογενειακή εργασία
Ξένη εργασία
Συνολικές δαπάνες
ανθρώπινης εργασίας
ΔΑΠΑΝΕΣ
ΜΕΤΑΒΛΗΤΟΥ
ΚΕΦΑΛΑΙΟΥ
Αναλώσιμα
Λιπάσματα
Φάρμακα
Καύσιμα
Αμοιβή ξένης
μηχανικής εργασίας
Τόκος μεταβλητού
κεφαλαίου
Σύνολο
ΔΑΠΑΝΕΣ
ΣΤΑΘΕΡΟΥ
ΚΕΦΑΛΑΙΟΥ
Τόκος σταθερού
κεφαλαίου
€/στρ.
€/στρ.
1,73
0,53
6,46
0,47
0,14
1,74
0
0
5,47
1,42
25,97
7,01
25
6,48
0,87
0,24
0,70
0,18
35,55
9,6
31,16
8,07
€/στρ
€/στρ
27,14
7,33
26,83
6,95
Συντήρηση
5,71
1,54
5,71
1,48
Απόσβεση
61,91
16,71
60,43
15,66
Ασφάλιστρα
3,90
1,05
3,80
0,98
Σύνολο
98,66
26,63
96,77
25,07
134,22
36,23
127,94
33,15
370,5
100
385,90
100
Συνολικές δαπάνες
κεφαλαίου
Συνολικές δαπάνες
παραγωγής
Πηγή: Καπνιστού, 2005
995
Παρομοίως, η δαπάνη ξένης εργασίας κατά την ίδια περίοδο, εμφανίζεται επίσης υψηλότερη κατά
12,29% στις βιολογικές καλλιέργειες σε σχέση με εκείνη στις αντίστοιχες συμβατικές (80,92 €/στρ. για τη
βιοκαλλιέργεια και 72,07 €/στρ. για τη συμβατική), αντιπροσωπεύοντας το 20,97% και 19,45% των συνολικών
δαπανών ανά στρέμμα για τους βιολογικούς και συμβατικούς παραγωγούς αντίστοιχα (πίνακας 2).
Από τα παραπάνω προκύπτει ότι η οικογενειακή εργασία παίζει τον σημαντικότερο ρόλο στην
διαμόρφωση των δαπανών ανθρώπινης εργασίας, τόσο των βιολογικών όσο και των συμβατικών παραγωγών,
καθώς αποτελεί το 63,15% και 63,68% αντίστοιχα των παραπάνω δαπανών.
Η μικρή διαφοροποίηση στις δαπάνες του μεταβλητού κεφαλαίου μεταξύ βιολογικών και συμβατικών
παραγωγών, οφείλεται κυρίως στη μη χρησιμοποίηση λιπασμάτων και φαρμάκων από τους βιοκαλλιεργητές
του δείγματος, καθώς η αμοιβή της ξένης μηχανικής εργασίας και το κόστος των καυσίμων παρουσιάζουν
ελάχιστη διακύμανση (πίνακας 2).
Συνεπώς, η δαπάνη των αναλώσιμων των συμβατικών παραγωγών εμφανίζεται κατά 59,52%
υψηλότερη από εκείνη των βιολογικών (8,71 €/στρ. για τη συμβατική καλλιέργεια και 5,46 €/στρ. για τη
βιολογική), με το 2,35% και 1,42% αντίστοιχα, να συμμετέχει στις συνολικές δαπάνες ανά στρέμμα (πίνακες
1,2). Αξίζει να σημειωθεί, ότι στην περίπτωση των συμβατικών παραγωγών οι δαπάνες για λιπάσματα και
φάρμακα ανέρχονται στα 2,26 €/στρ., καθώς μόνο ένα μικρό ποσοστό αυτών κάνει χρήση χημικών εισροών.
Επομένως, το κόστος παραγωγής στη βιολογική κροκοκαλλιέργεια, παρουσιάζεται υψηλότερο κατά
4,15% περίπου σε σχέση με αυτό της συμβατικής (385,9 €/στρ. και 370,5 €/στρ. αντίστοιχα).
Λαμβάνοντας υπόψη τις υψηλότερες αποδόσεις και την επιδότηση του κανονισμού 1257/99, το μέσο
γεωργικό εισόδημα παραγωγού των βιολογικών κροκοπαραγωγών, παρουσιάζεται
κατά 21,6 % περίπου
υψηλότερο σε σχέση με το μέσο γεωργικό εισόδημα των συμβατικών παραγωγών (472,26 €/στρ. και 388,34
€/στρ. αντίστοιχα). Το ίδιο ισχύει και για το μέσο γεωργικό οικογενειακό εισόδημα των βιοκαλλιεργητών,
καθώς παρουσιάζεται κατά 24,4% περίπου υψηλότερο από το αντίστοιχο των συμβατικών (367,97 €/στρ. και
295,78 €/στρ. αντίστοιχα).
Η εφαρμογή του στατιστικού ελέγχου χ2, μεταξύ του μεγέθους της καλλιεργούμενης έκτασης αφενός
(α=0,041, Β.Ε=4, χ2=9,974) και της ηλικίας της καλλιέργειας αφετέρου (α=0,010, Β.Ε=4, χ2=13,242), με το
γεωργικό εισόδημα των συμβατικών παραγωγών μόνο, έδειξε την ύπαρξη στατιστικά σημαντικής σχέσης.
Έτσι, καλλιεργούμενες εκτάσεις μεγέθους από 0,5-5 στρέμματα, παρουσιάζουν γεωργικό εισόδημα άνω των
500 €/στρέμμα ενώ σε εκτάσεις άνω των 8,5 στρεμμάτων, το γεωργικό εισόδημα κυμαίνεται από 200-350
€/στρέμμα. Επίσης, παραγωγοί με καλλιέργειες κρόκου ηλικίας από 3-4 έτη, παρουσιάζουν υψηλότερο
γεωργικό εισόδημα (>500 €/στρέμμα) από ότι παραγωγοί με καλλιέργειες ηλικίας άνω των 5 ετών.
Ο στατιστικός έλεγχος για την αξιολόγηση των παρατηρούμενων διαφορών, δύο μέσων, που
πραγματοποιήθηκε
σε επιλεγμένες
παραμέτρους
βιολογικών
και
συμβατικών
κροκοκαλλιεργητών,
παρουσιάζεται στον πίνακα 3.
996
Πίνακας 3. Στατιστικός έλεγχος διαφορών, σε επιλεγμένες παραμέτρους, μεταξύ βιολογικών και
συμβατικών κροκοκαλλιεργητών
Βιολογικές
εκμεταλλεύσεις
Τυπ.
Μέσος
Απόκλιση
Παραγωγή κόκκινου
κρόκου
Δαπάνη οικογενειακής
εργασίας
Δαπάνη συνολικής
εργασίας
Συνολικό κόστος
παραγωγής
Γεωργικό οικογενειακό
εισόδημα
Γεωργικό εισόδημα
Συμβατικές
εκμεταλλεύσεις
Τυπ.
Μέσος
Απόκλιση
7,04
4,2376
5,02
3,4611
1117,74
579,8263
815,32
513,2734
1781,36
1192,5958
1276,3
923,0444
3123,2
1863,9251
2374,24
1651,9021
2952,76
1663,9438
1896,74
1309,9449
3806,46
2410,0667
2489,36
1756,091
Έλεγχος στατιστικής
διαφοράς μέσων
t
2,611
(Β.Ε. = 98, α = 0,01)
2,762
(Β.Ε=98, α=0,007)
2,368
(Β.Ε=98, α=0,02)
2,126
(Β.Ε=98, α=0,036)
3,526
(Β.Ε.=98, α=0,001)
3,123
(Β.Ε.=98, α=0,002)
Πηγή: επεξεργασία δεδομένων
Σύμφωνα λοιπόν με τα αποτελέσματα του πίνακα, οι παρατηρούμενες διαφορές, μεταξύ βιολογικού και
συμβατικού τρόπου παραγωγής και στα έξι εξεταζόμενα μεγέθη: παραγωγή κόκκινου κρόκου, μέση δαπάνη
οικογενειακής εργασίας, μέση συνολική δαπάνη εργασίας, μέσο συνολικό κόστος παραγωγής, μέσο γεωργικό
οικογενειακό εισόδημα και μέσο γεωργικό εισόδημα, βρέθηκαν στατιστικά σημαντικές, σε επίπεδο
σημαντικότητας 95%. Σε αντίθεση, τα μεγέθη: μέση δαπάνη ξένης εργασίας και μέσο μεταβλητό κόστος, δεν
παρουσίασαν στατιστικά σημαντικές διαφορές, γεγονός αναμενόμενο καθώς η κροκοκαλλιέργεια είναι αφενός
οικογενειακή επιχείρηση και επομένως στηρίζεται κατά κύριο λόγο στην οικογενειακή εργασία και αφετέρου
ελάχιστοι είναι οι συμβατικοί παραγωγοί που εφαρμόζουν χημικά στις καλλιέργειες τους.
Όσον αφορά την οικονομική βιωσιμότητα της κροκοκαλλιέργειας, από την σύγκριση μεταξύ του
ελάχιστου βιοτικού επιπέδου της μέσης γεωργικής οικογένειας (10.000 €) με το μέσο γεωργικό οικογενειακό
εισόδημα, τόσο των βιολογικών (2966 €) όσο και των συμβατικών κροκοπαραγωγών (1896 €), προέκυψε ότι η
αποκλειστική καλλιέργεια του κρόκου δεν μπορεί να είναι οικονομικά βιώσιμη, εφόσον το μέσο γεωργικό
οικογενειακό εισόδημα των παραγωγών, είναι πολύ χαμηλότερο από το ελάχιστο βιοτικό επίπεδο της μέσης
γεωργικής οικογένειας. Αξίζει να τονισθεί, ότι η ενασχόληση των παραγωγών με την κροκοκαλλιέργεια είναι
συμπληρωματική, καθώς η πλειοψηφία αυτών, απασχολείται σε άλλες δραστηριότητες εντός/ή και εκτός του
γεωργικού τομέα.
Σχετικά με τα κοινωνικά χαρακτηριστικά των παραγωγών, η πλειοψηφία τόσο των βιοκαλλιεργητών
όσο και των συμβατικών παραγωγών είναι ηλικίας έως 48 ετών (64% και 60% αντίστοιχα) και χαμηλού
μορφωτικού επιπέδου (70% και 52% αντίστοιχα έχει ολοκληρώσει μόνο την πρωτοβάθμια εκπαίδευση).
Οι κυριότεροι λόγοι που ώθησαν τους παραγωγούς στην βιολογική καλλιέργεια του κρόκου, είναι
κυρίως περιβαλλοντικοί και οικονομικοί. Το 44% των βιοκαλλιεργητών υιοθέτησε τις βιολογικές μεθόδους
997
παραγωγής, λόγω
περιβαλλοντικής ευαισθητοποίησης και επιδότησης, το 34% τόσο για την επίτευξη
καλύτερης ποιότητας προϊόντος όσο και για την επιδότηση, ενώ το 22% στράφηκε στην βιολογική
καλλιέργεια, αποκλειστικά για περιβαλλοντικούς λόγους.
Η εφαρμογή του στατικού ελέγχου χ2 έδειξε ότι υπάρχει σχέση μεταξύ της ηλικίας των
βιοκαλλιεργητών και των κινήτρων που τους ώθησαν στην βιολογική γεωργία (α=0,047, Β.Ε=2, χ2=6,133).
Έτσι, η πλειοψηφία των παραγωγών ηλικίας από 28-48 ετών, στράφηκαν στην βιοκαλλιέργεια του κρόκου
τόσο για την επίτευξη καλύτερης ποιότητας προϊόντος όσο και για τις επιδοτήσεις, ενώ οι παραγωγοί ηλικίας
49-68 ετών, λόγω περιβαλλοντικής ευαισθητοποίησης σε συνδυασμό και πάλι με τις επιδοτήσεις. Από τα
παραπάνω προκύπτει ότι ο οικονομικός παράγοντας παίζει καθοριστικό ρόλο στην υιοθέτηση των βιολογικών
μεθόδων παραγωγής.
Το 60% των βιοκαλλιεργητών της παρούσας μελέτης, είναι ικανοποιημένοι από την αλλαγή στον τρόπο
καλλιέργειας, κυρίως λόγω της σταθερής απόδοσης και της μεγαλύτερης διάρκειας ζωής της
κροκοκαλλιέργειας, ενώ το υπόλοιπο 40% λόγω της επίτευξης υψηλότερης απόδοσης. Η κύρια αιτία
δυσαρέσκειας από την υιοθέτηση των βιολογικών μεθόδων παραγωγής, για το σύνολο των παραγωγών, είναι οι
χαμηλές οικονομικές ενισχύσεις.
Η εφαρμογή του στατιστικού ελέγχου χ2 έδειξε ότι υπάρχει σχέση μεταξύ του φύλου των
βιοκαλλιεργητών και των λόγων για τους οποίους δεν θα επέστρεφαν στον συμβατικό τρόπο καλλιέργειας.
Έτσι, οι άνδρες παραγωγοί δεν θα επέστρεφαν στην συμβατική καλλιέργεια του κρόκου, τόσο για
περιβαλλοντικούς όσο και για οικονομικούς λόγους, ενώ οι γυναίκες κυρίως λόγω της αυξημένης
περιβαλλοντικής ευαισθητοποίησης.
Η πλειοψηφία των συμβατικών παραγωγών (56%) σκοπεύει να μετατρέψει τις καλλιέργειες του σε
βιολογικές, τόσο για οικονομικούς (60,7%) όσο και για περιβαλλοντικούς λόγους (39,3%), ενώ το 44% των
καλλιεργητών δεν πρόκειται να υιοθετήσει τις τεχνικές της βιολογικής γεωργίας, με το 59,1% να έχει ως κύρια
αιτία τις χαμηλές επιδοτήσεις και το 40,9% τα χαμηλά επίπεδα τόσο των επιδοτήσεων όσο και των τιμών.
Όσον αφορά την αντιμετώπιση των προβλημάτων της καλλιέργειας του κρόκου από τους βιολογικούς
παραγωγούς το 46% αυτών, απευθύνεται σε ιδιώτη γεωπόνο, ενώ το 54% στον γεωπόνο του συνεταιρισμού.
Στην περίπτωση των συμβατικών, το 72% απευθύνεται σε ιδιώτη γεωπόνο ενώ σε γεωπόνο του συνεταιρισμού,
το 28%.
Η εφαρμογή του στατιστικού ελέγχου χ2, έδειξε ότι υπάρχει σχέση μεταξύ του μορφωτικού επιπέδου
των βιοκαλλιεργητών και των φορέων στους οποίους απευθύνονται για την αντιμετώπιση των προβλημάτων.
Έτσι, παραγωγοί χαμηλού μορφωτικού επιπέδου (απολυτήριο δημοτικού) απευθύνονται για τα προβλήματα
που τους απασχολούν κυρίως στον συνεταιρισμό, ενώ βιοκαλλιεργητές υψηλότερου μορφωτικού επιπέδου
(απολυτήριο γυμνασίου-λυκείου) σε ιδιώτη γεωπόνο. Αντίθετα, στην περίπτωση των συμβατικών παραγωγών
από την εφαρμογή του στατιστικού ελέγχου χ2, προέκυψε ότι το μορφωτικό επίπεδο των καλλιεργητών δεν
επηρεάζει την επιλογή του αρμόδιου φορέα για την αντιμετώπιση των προβλημάτων.
Όσον αφορά τις στάσεις των κροκοπαραγωγών ως προς την υιοθέτηση του βιολογικού τρόπου
παραγωγής στη περιοχή, τόσο το 86% των βιολογικών όσο και το 62% των συμβατικών, θεωρεί ότι θα αυξηθεί
998
ο αριθμός των βιοκαλλιεργητών μελλοντικά, ενώ το 14% και 38% αντίστοιχα, πιστεύει ότι θα μειωθεί. Για την
πλειοψηφία των βιοκαλλιεργητών (85,7%), η μείωση αυτή θα είναι αποτέλεσμα του συνδυασμού χαμηλής
επιδότησης και χαμηλής τιμής, ενώ για το 14,3%, αποκλειστικά της χαμηλής επιδότησης. Στην περίπτωση των
συμβατικών παραγωγών, το 52,6% προβάλλει ως κύριο λόγο της μείωσης, την χαμηλή επιδότηση ενώ την
χαμηλή τιμή και χαμηλή επιδότηση το 47,4%.
Στο σύνολο τους, βιολογικοί και συμβατικοί παραγωγοί, θεωρούν ότι η γεωργία δεν πρέπει να ασκείται
με την σημερινή της μορφή, γιατί καθίσταται επιζήμια για τη φύση και θα χαρακτήριζαν έναν γεωργό
καλύτερο από έναν άλλο, εάν εφάρμοζε καλλιεργητικές μεθόδους που προστατεύουν το περιβάλλον.
Συμπεράσματα
Τα αποτελέσματα της έρευνας η οποία πραγματοποιήθηκε στο νομό Κοζάνης και συγκεκριμένα στην
περιοχή “Κρόκος”, έδειξαν ότι οι βιολογικοί παραγωγοί πέτυχαν υψηλότερες αποδόσεις κρόκου σε σχέση με
τους συμβατικούς, γεγονός που αποδίδεται κυρίως στην μικρότερη ηλικία των βιολογικών καλλιεργειών αλλά
και στο ότι ο κρόκος αποδίδει καλύτερα και για μεγαλύτερο χρονικό διάστημα, όταν δεν γίνεται χρήση των
συγκεκριμένων χημικών λιπασμάτων. Τα παραπάνω, παρά τη μη διαφοροποίηση της τιμής παραγωγού, μεταξύ
βιολογικών και συμβατικών καλλιεργητών, οδήγησαν στην επίτευξη υψηλότερης ακαθαρίστου προσόδου από
πλευράς βιολογικών. Επομένως, η διαφοροποίηση της τιμής παραγωγού, η οποία ισχύει σχεδόν στο σύνολο
των βιολογικά παραγόμενων προϊόντων, θα οδηγούσε αυτόματα σε ακόμη υψηλότερα οικονομικά
αποτελέσματα, στην περίπτωση των βιοκαλλιεργητών.
Ως προς το κόστος παραγωγής, οι δαπάνες ανθρώπινης εργασίας φαίνεται να αποτελούν το κυριότερο
στοιχείο του κόστους και στις δυο μορφές γεωργίας. Η οικογενειακή εργασία κατέχει ρυθμιστικό ρόλο στη
διαμόρφωση των συνολικών δαπανών, με την βιολογική να εμφανίζεται με υψηλότερες δαπάνες οικογενειακής
εργασίας σε σχέση με την συμβατική.
Οι συνολικές δαπάνες κεφαλαίου παρουσιάζονται ελάχιστα αυξημένες στην περίπτωση των
συμβατικών παραγωγών (κατά 6,28 €/στρ.), οφειλόμενες κυρίως στη χρησιμοποίηση λιπασμάτων και
φαρμάκων.
Λαμβάνοντας υπόψη, τις υψηλότερες αποδόσεις, τις πρόσθετες επιδοτήσεις και την ελάχιστη
διαφοροποίηση στο συνολικό κόστος παραγωγής μεταξύ βιολογικής και συμβατικής κροκοκαλλιέργειας, όλα
τα επιμέρους οικονομικά αποτελέσματα (γεωργικό οικογενειακό εισόδημα, γεωργικό εισόδημα, καθαρό
κέρδος, εισόδημα εργασίας, αποδοτικότητα κεφαλαίου) εμφανίζονται υψηλότερα στην περίπτωση των
βιολογικών παραγωγών.
Από τον έλεγχο ύπαρξης στατιστικά σημαντικής διαφοράς δυο μέσων όρων, σε επιλεγμένες
παραμέτρους, μεταξύ βιολογικού και συμβατικού τρόπου παραγωγής, προέκυψε ότι η παραγωγή κόκκινου
κρόκου, η μέση δαπάνη οικογενειακής εργασίας, η μέση συνολική δαπάνη εργασίας, το μέσο συνολικό κόστος
παραγωγής, το μέσο γεωργικό οικογενειακό εισόδημα και το μέσο γεωργικό εισόδημα, παρουσίασαν
στατιστικά σημαντικές διαφορές. Αντίθετα, το ίδιο δεν παρατηρήθηκε και στην περίπτωση των παραμέτρων,
999
μέση δαπάνη ξένης εργασίας και μέσο μεταβλητό κόστος, καθώς η κροκοκαλλιέργεια βασίζεται κυρίως στην
οικογενειακή εργασία και η εφαρμογή λιπασμάτων από πλευράς συμβατικών παραγωγών είναι αρκετά
περιορισμένη.
Όσον αφορά την βιωσιμότητα των εκμεταλλεύσεων κρόκου, οι γεωργικές οικογένειες που καλλιεργούν
αποκλειστικά τόσο βιολογικό όσο και συμβατικό κρόκο, για να επιτύχουν το ελάχιστο βιοτικό επίπεδο της
μέσης γεωργικής οικογένειας, θα πρέπει να τριπλασιάσουν και να πενταπλασιάσουν αντίστοιχα το μέγεθος της
εκμετάλλευσης τους, γεγονός το οποίο φαίνεται να είναι οικονομικά μη εφικτό. Συνεπώς, απαιτούνται άλλοι
τρόποι για την επίτευξη οικονομικής βιωσιμότητας στην κροκοκαλλιέργεια, τρόποι που να στοχεύουν στην
μείωση των δαπανών και ιδιαίτερα των δαπανών της ανθρώπινης εργασίας. Η εκμηχάνιση της καλλιέργειας
κατά το στάδιο της συγκομιδής και της διαλογής σε συνδυασμό με την υψηλότερη τιμή παραγωγού, θα
μπορούσαν να οδηγήσουν στην επίτευξη ενός ικανοποιητικού επιπέδου γεωργικού οικογενειακού εισοδήματος,
καθιστώντας έτσι την κροκοκαλλιέργεια οικονομικά βιώσιμη.
Οι στάσεις των παραγωγών προς τις βιολογικές μεθόδους παραγωγής και την αποτελεσματικότητα
αυτών ποικίλουν. Οι κυριότεροι λόγοι που ώθησαν τους παραγωγούς στην βιολογική γεωργία, είναι κυρίως
περιβαλλοντικοί και οικονομικοί. Έτσι, βιοκαλλιεργητές μικρότερης ηλικίας, στράφηκαν στην βιολογική
καλλιέργεια του κρόκου κυρίως, για την επίτευξη καλύτερης ποιότητας προϊόντος και για την επιδότηση, ενώ
παραγωγοί μεγαλύτερης ηλικίας, λόγω της περιβαλλοντικής ευαισθητοποίησης σε συνδυασμό επίσης με την
επιδότηση.
Οι λόγοι για τους οποίους οι βιοκαλλιεργητές δεν θα επέστρεφαν στην συμβατική καλλιέργεια,
σχετίζονται με το φύλο των παραγωγών. Έτσι, οι άνδρες βιοκαλλιεργητές δεν θα επέστρεφαν στην συμβατική
καλλιέργεια του κρόκου, τόσο για περιβαλλοντικούς όσο και για οικονομικούς λόγους, ενώ οι γυναίκες κυρίως
λόγω της αυξημένης περιβαλλοντικής ευαισθητοποίησης. Συνεπώς οι γυναίκες εμφανίζονται περισσότερο
ευαισθητοποιημένες σε θέματα περιβάλλοντος απ’ ότι οι άντρες.
Όσον αφορά την υιοθέτηση των βιολογικών μεθόδων παραγωγής από τους συμβατικούς καλλιεργητές,
η πλειοψηφία των παραγωγών διατίθεται να μετατρέψει τις καλλιέργειες του σε βιολογικές, λόγω των
επιδοτήσεων και της περιβαλλοντικής συνείδησης. Αντίθετα, ο κυριότερος λόγος που συνέβαλλε στην επιλογή
και διατήρηση του συμβατικού τρόπου καλλιέργειας, είναι τόσο τα χαμηλά επίπεδα των οικονομικών
ενισχύσεων όσο και των τιμών.
Το μορφωτικό επίπεδο αποκλειστικά στην περίπτωση των βιοκαλλιεργητών, επηρεάζει σημαντικά την
επιλογή του φορέα για την αντιμετώπιση των προβλημάτων. Επομένως, βιοκαλλιεργητές χαμηλού μορφωτικού
επιπέδου, απευθύνονται για τα προβλήματα που τους απασχολούν κυρίως στον συνεταιρισμό, ενώ παραγωγοί
υψηλότερου μορφωτικού επιπέδου σε ιδιώτη γεωπόνο.
Συμπερασματικά θα λέγαμε, ότι τα αποτελέσματα της συγκεκριμένης έρευνας δεν συμβαδίζουν με την
πλειοψηφία των ερευνών, που θέλουν αφενός τους βιοκαλλιεργητές να είναι μικρότερης ηλικίας και
υψηλότερου μορφωτικού επιπέδου και αφετέρου να πραγματοποιούν χαμηλότερες αποδόσεις σε σχέση με τους
συμβατικούς παραγωγούς.
1000
Η βιολογική κροκοκαλλιέργεια μέχρι τώρα, δεν έχει αποτελέσει ιδιαίτερο αντικείμενο μελέτης για την
πλειοψηφία των ερευνητών, γεγονός που σε συνδυασμό με την έλλειψη ενημέρωσης και κυβερνητικής
πολιτικής, έχει αρχίσει να οδηγεί στην σταδιακή εγκατάλειψη αυτής της εναλλακτικής μορφής γεωργίας. Η
ύπαρξη μιας εθνικής πολιτικής, που θα περιλαμβάνει μέτρα με στόχο την επίτευξη καλύτερης τιμής παραγωγού
και τη δημιουργία καναλιών διάθεσης του προϊόντος , καθώς και η οργάνωση σε συνδυασμό με την καλή
διαφήμιση τόσο σε τοπικό όσο και σε διεθνές επίπεδο, αναμένεται να διασφαλίσουν την αναγνωρισιμότητα και
την καλύτερη εμπορία του προϊόντος, ενισχύοντας και προτρέποντας περισσότερους παραγωγούς προς τη
βιολογική καλλιέργεια του κρόκου.
Βιβλιογραφία
De Souza, M.F., Young, T. and Burton, M.P. (1999). “Factors Influencing the Adoption of Sustainable
Agricultural Technologies. Evidence from the State of Espırito Santo”, Brazil Technological Forecasting
and Social Change, Vol. 60, pp. 97–112.
FAO (2000). “Economic and Financial Comparison of Organic and Conventional Citrus-growing Systems’.
Φωτιάδης, Ν. (1995). “Εισαγωγή στη Στατιστική για βιολογικές επιστήμες”, Θεσσαλονίκη, University Studio
Press, σελ. 101-109.
Φωτόπουλος, Χ. (1999). “Το παραγωγικό σύστημα της βιολογικής γεωργίας ως εναλλακτική λύση για την
ανάπτυξη της Ελληνικής υπαίθρου”, Ε.Θ.Ι.Α.Γ.Ε., Αθήνα.
Φωτόπουλος, Χ., Πάντζιος, Χ., Τζουβελέκας, Β. (2001). “ Συγκριτικό κόστος παραγωγής επιλεγμένων
βιοκαλλιεργειών στην Ελλάδα”, Βιολογική γεωργία, Φυτική και Ζωική παραγωγή, Πρακτικά ημερίδας,
Θεσσαλονίκη, Εκδόσεις Σταμούλη.
Green, E. (2002). “Organic Farms Viable Despite Lower Yields, Study Finds”, Los Angeles Times.
Καπνιστού, Ι.Μ. (2005). “Συγκριτική οικονομική ανάλυση συμβατικών και βιολογικών καλλιεργειών κρόκου
στο Νομό Κοζάνης”, Μεταπτυχιακή διατριβή, Α.Π.Θ.
Lampkin, N.H. (1997). “Organic livestock production and agricultural sustainability, Proceedings of 3rd ENOF
Conference, Italy, 5-6 June 1997, pp. 71-88.
Lampkin, N.H. (1997). “Opportunities for Profit from Organic Farming”, Paper presented to the RASE
Conference “Organic Farming - Science into Practice”.
Lampkin, N. and Measures, M. (2001). “Organic Farm Management Handbook”, 4th Edition, University of
Wales, Aberystwyth.
Lohr, L. and Samuelsson L., (2000). “Conversion subsidies for organic production: results from Sweden and
lessons for the United States”, Agriculture Economics, Vol. 22, pp. 133 -146.
Lund, V. and Algers, B. (2003). “Research on animal health and welfare in organic farming—a literature
review”, Livestock Production Science, Vol. 80, Issues 1-2, pp. 55-68.
Lyngbaek, A.E., Muschler, R.G. and Sinclair, F.L. (2001). “Productivity and profitability of multistrata organic
versus conventional coffee farms in Costa Rica”, Agroforestry Systems, Vol. 53, pp. 205-213.
1001
McCann, E., Sullivan, S., Erickson, D. and De Young, R. (1997). “Environmental awareness, economic
orientation, and farming practices: A comparison of organic and conventional farmers”, Environmental
Management, Vol. 21, No. 5, pp 747-758.
Pacini, C., Wossink, A., Giesen, G., Vazzana, C. and Huirne, R. (2003). “Evaluation of sustainability of
organic, integrated and conventional farming systems: a farm and field- scale analysis”, Agriculture,
Ecosystems and Environment, Vol. 95, pp. 273-288.
Πάντζιος, Χ., Τζουβελέκας, Β. και Φωτόπουλος, Χ. (2000). “Συγκριτικό κόστος παραγωγής βασικών
Ελληνικών Βιοκαλλιέργειων”. Βιολογική Γεωργία: Κόστος, Αποδοτικότητα, Ανάλυση Αγοράς και
Στρατηγικές Μάρκετινγκ, σελ. 41-67 ΕΘ.Ι.ΑΓ.Ε., Ι.ΓΕ.Κ.Ε., Εκδόσεις Σταμούλη.
Πάντζιος, Χ., Τζίνιους, Μ. και Τζουβελέκας, Β. (2000). “Προσδιοριστικοί Παράγοντες Υιοθέτησης Τεχνικών
Βιολογικής Καλλιέργειας: Η Περίπτωση των Αγροτικών Εκμεταλλεύσεων της Κρήτης”, 7ο Π.Σ.Α.Ο.
Πάντζιος,
Χ.,
Τζουβελέκας, Β. και Φωτόπουλος, Χ. (1999). “Συγκριτικό κόστος παραγωγής βασικών
Ελληνικών βιοκαλλιεργειών”, To παραγωγικό σύστημα της βιολογικής γεωργίας ως εναλλακτική λύση για
την ανάπτυξη της ελληνικής υπαίθρου, ΕΘΙΑΓΕ, Αθήνα.
Pietola, K.S. and Lansink, A.O. (2001). “Farmers response to policies promoting organic farming technologies
in Finland”, European Review of Agricultural Economics, Vol. 28, Issue 1, pp. 1-15.
Rasul, G. and Thapa, G.B. (2004). “Sustainability of ecological and conventional agricultural systems in
Bangladesh: an assessment based on environmental, economic and social perspectives”, Agricultural
Systems, Vol. 79, Issue 3, pp. 327-351.
Rigby, D. and Caceres, D. (2001). “Organic farming and the sustainability of agricultural systems”,
Agricultural Systems, Vol. 68, pp. 21-40.
Rigby, D., Young, T. and Burton, M. (2001). “The development of and prospects for organic farming in the
UK”, Food Policy, Vol. 26, Issue 6, pp. 599-613.
Verschuur G.W. and Van Well, E.A.P. (2001). “Stimulating organic farming in the EU with economic and
fiscal instruments”, Centre for Agriculture and Environment, Utrecht.
Ζιωγάνας, Χ. (1998). “Πρότυπα βιώσιμων γεωργικών εκμεταλλεύσεων και η σημασία τους για το μέλλον της
ελληνικής γεωργίας”, Πρακτικά διηµερίδας “Το αγροτικό πρόβλημα της Ελλάδας”, 7-8 Μαΐου 1997.
Ζιωγάνας, Χ., Κιτσοπανίδης, Γ. και
Παπαναγιώτου, Ε. (2004). “Οικονομικότητα και βιωσιμότητα
προβατοτροφικών και αιγοτροφικών εκμεταλλεύσεων κατά περιοχές της χώρας μας χωρίς και με
επιδοτήσεις”. Πρακτικά 7ου Πανελλήνιου Συνεδρίου Αγροτικής Οικονομίας, Αθήνα.
1002
Συμβατική και βιολογική καλλιέργεια βαμβακιού:
Τεχνικοοικονομικά αποτελέσματα διετούς πειραματικής έρευνας
Πατσιαλή Σωτηρία1, Μυγδάκος Ευθύμιος2, Αυγουλάς Χρήστος 1 ,
Μυγδάκος Γρηγόριος2 , Μπιλάλης Δημήτριος1
Περίληψη
Στην εργασία αυτή ερευνάται και συγκρίνεται πειραματικά η βιολογική και συμβατική καλλιέργεια
βαμβακιού από καλλιεργητικής και οικονομικής άποψης. Το πείραμα που διεξάγεται σε συνεργασία των
Πανεπιστημίων Γεωπονικού Αθηνών και Ιωαννίνων περιλαμβάνει τέσσερις τυχαιοποιημένες πλήρως ομάδες
με τέσσερις επαναλήψεις. Δύο μεταχειρίσεις βιολογικής καλλιέργειας στις οποίες χρησιμοποιείται το ψυχανθές
βίκος ως χειμερινή καλλιέργεια και στη μεν μια περίπτωση ενσωματώνεται για χλωρή λίπανση στη δε άλλη
κόβεται και πωλείται ως σανό, μια τρίτη βιολογική μεταχείριση χωρίς καμιά λίπανση και μια τέταρτη
μεταχείριση συμβατικής καλλιέργειας.
Τα αποτελέσματα μιας διετίας έδειξαν ότι η βιολογική καλλιέργεια βαμβακιού, με χρήση χειμερινού
ψυχανθούς, δίνει σημαντικά υψηλότερη παραγωγή έναντι της συμβατικής κατά 25 κιλά/στρέμμα όταν ο βίκος
ενσωματώνεται και κατά 33 κιλά/στρέμμα όταν ο βίκος κόβεται και απομακτρύνεται. Δίνει, επίσης, σημαντικά
υψηλότερο ακαθάριστο κέρδος, με την ίδια τιμή πώλησης του βαμβακιού, που κυμαίνεται από 17,1 €/στρέμμα
στην πρώτη περίπτωση μέχρι 57,3 €/στρέμμα
στη
δεύτερη περίπτωση, οπότε προκύπτει και δεύτερο
εισόδημα. Έδειξαν ακόμη ότι η βιολογική καλλιέργεια βαμβακιού χωρίς καμιά λίπανση, ενώ υπολείπεται της
συμβατικής κατά 56 κιλά/στρέμμα, έχει μικρότερο ακαθάριστο κέρδος μόλις κατά 4,1 €/στρέμμα. Αν ληφθεί
υπόψη και η υψηλότερη τιμή πώλησης του βιολογικού βαμβακιού (κατά 22% περίπου) και η επιδότησή του
(60 €/στρέμμα) τότε η βιολογική καλλιέργεια υπερέχει κατά πολύ της συμβατικής ακόμη και χωρίς λίπανση.
Λέξεις κλειδιά: Βιολογική καλλιέργεια, συμβατική καλλιέργεια, απόδοση, κόστος, ακαθάριστο κέρδος
1
Γεωπονικό Πανεπιστήμιο Αθηνών, Εργαστήριο Γεωργίας
2
Πανεπιστήμιο Ιωαννίνων, Τμήμα Διοίκησης Επιχειρήσεων Αγροτικών Προϊόντων και Τροφίμων , Σεφέρη 2,
Αγρίνιο 30100, τηλ. 26410 39524, Fax 26410 39574, email: [email protected]
1003
Εισαγωγή
Είναι γενικά γνωστό ότι τα τελευταία 60 χρόνια έχει παρατηρηθεί σημαντική αύξηση των αποδόσεων πολλών
καλλιεργειών, η οποία αποδίδεται σε πολλούς παράγοντες μεταξύ των οποίων περιλαμβάνονται: η ευρεία
χρήση των αγροχημικών, η χρησιμοποίηση νέας τεχνολογίας, οι νέες ποικιλίες, η αποτελεσματική διαχείριση
των αγροτικών εκμεταλλεύσεων και άλλοι. Οι μεγάλες όμως αυξήσεις των αποδόσεων δεν επιτεύχθηκαν
χωρίς συνέπειες και κοινωνικό κόστος: Η μείωση της οργανικής ουσίας, η διάβρωση και υποβάθμιση του
εδάφους, η ρύπανση του περιβάλλοντος και των υπογείων υδάτων, η υποβάθμιση της ποιότητας των
προϊόντων, τα μεγάλα αποθέματα προϊόντων, το αυξημένο κόστος παραγωγής κλπ. είναι μερικά από τα
μεγαλύτερα προβλήματα που δημιούργησε η σημερινή εντατική ή εκμηχανισμένη γεωργία για τα οποία
ενοχοποιείται σε μεγάλο βαθμό (Ferrigno et al 2005, Lampkin 1990, Lampkin 1994, Lampkin and Padel 1994,
Carter 1989,1990, Myes and Stolon 1999, Mygdakos 1982,).
Για την αντιμετώπιση της παραπάνω κατάστασης η λύση που προτείνεται από πολλούς ερευνητές,
φορείς κλπ. καθώς και από την Ευρωπαϊκή Ένωση είναι η αειφορική γεωργία, οποία βασίζεται στην καλύτερη
διαχειριστική ικανότητα, στην περιορισμένη ή μηδενική χρήση αγροχημικών και στην αντικατάσταση των
εκτός γεωργίας εισροών με προερχόμενες από τη γεωργία με στόχο την επιστροφή στην υγιεινή διατροφή,
συμπεριλαμβανομένης και της Μεσογειακής (Lampkin 1990, Carter 1990, Ε.U. Regulation 2092/91 και
2078/92, Greenpeace 1992, Σωτηρόπουλος και Ντεμούσης 2002 και 2004, Σωτηρόπουλος και Πατρώνης
2004, Patronis et all 2004).
Βιολογική
γεωργία είναι μια μορφή αειφορικής γεωργίας,
που σέβεται το περιβάλλον, ένα
σύστημα παραγωγής το οποίο δεν χρησιμοποιεί συνθετικά λιπάσματα, χημικά φυτοφάρμακα, ζιζανιοκτόνα,
εντομοκτόνα, ρυθμιστές ανάπτυξης, προσθετικά ζωοτροφών κλπ. Βασίζεται σε μεγάλο βαθμό στην
αμειψισπορά, στα υπολείμματα των καλλιεργειών, στη ζωική κοπριά, στα ψυχανθή, στη χλωρή λίπανση, στα
οργανικά απόβλητα και στο βιολογικό έλεγχο των εντόμων για τη διατήρηση της παραγωγικότητας του
εδάφους, τον εφοδιασμό των φυτών με θρεπτικά συστατικά, την καταπολέμηση των εντόμων, των ζιζανίων
κλπ.(Ferrigno et al 2005, Lampkin 1990, Eyhorn et al 2005).
Επιδίωξη της βιολογικής γεωργίας είναι η δημιουργία ενός ολοκληρωμένου, περιβαλλοντικά και
οικονομικά αειφορικού συστήματος γεωργικής παραγωγής, το οποίο να βασίζεται σε ανανεώσιμους φυσικούς
πόρους και σε οικολογικές και βιολογικές διαδικασίες διαχείρισης, έτσι ώστε να παρέχει ικανοποιητικά
επίπεδα παραγωγής φυτικών και ζωικών προϊόντων για την διατροφή του ανθρώπου, προστασία από τα
έντομα και τις αρρώστιες και μια ικανοποιητική απόδοση στους χρησιμοποιούμενους πόρους (Ferrigno et al
2005, Lampkin 1994).
Η βιολογική γεωργία μπορεί να εφαρμοστεί και στην καλλιέργεια βαμβακιού που εμφανίζεται ως η πιο
απαιτητική καλλιέργεια σε αγροχημικά, λόγω της ευαισθησίας της καλλιέργειας στα έντομα και ζιζάνια. Η
αυξημένη χρήση αγροχημικών όμως έχει μειώσει σημαντικά το οικονομικό αποτέλεσμα της καλλιέργειας
1004
αφού το κόστος τους κυμαίνεται από 50% έως 86% του συνολικού κόστους παραγωγής του προϊόντος
(Ferrigno et al 2005, ICAC Recorder 1998, 1996, 1994,). Η βιολογική καλλιέργεια βαμβακιού είναι η
εναλλακτική πρόταση για τον περιορισμό των αγροχημικών προς την κατεύθυνση της αειφορικής γεωργίας.
Σύμφωνα με τη Διεθνή Συμβουλευτική Επιτροπή Βάμβακος: "Οργανικό βαμβάκι είναι αυτό που
παράγεται χωρίς συνθετικά ανόργανα χημικά λιπάσματα, μυκητοκτόνα, εντομοκτόνα, ζιζανιοκτόνα, ρυθμιστές
ανάπτυξης και αποφυλλωτικά, το οποίο πιστοποιείται από αρμόδιο φορέα πιστοποίησης" (ICAC 1994).
Βιολογικό βαμβάκι καλλιεργείται στην Τουρκία, στις ΗΠΑ, στην Ινδία, στην Αργεντινή, στην
Αυστραλία, στην Αίγυπτο, στη Βραζιλία κλπ. σε μικρή κλίμακα και πωλείται σε τιμές μέχρι και 20-22% πάνω
από το συμβατικό (Ferrigno 2006, Eyhorn 2006, Ferrigno et al 2005, ICAC 1994).
Μέχρι σήμερα η παραγωγή του βιολογικού βαμβακιού είναι περιορισμένη λόγω πολλών περιοριστικών
παραγόντων κύρια δε των εντόμων, των ασθενειών, των ζιζανίων, της χαμηλής παραγωγής και ποιότητας, του
υψηλού κόστους παραγωγής και πιστοποίησης, της έλλειψης κατάλληλων ποικιλιών βαμβακιού, οργανωμένων
δομών εμπορίου και σχετικής πληροφόρησης των παραγωγών κλπ. (ICAC Recorder 2003, 1994c, 1993,
Klonsky et al 1996). Οι στρεμματικές αποδόσεις της οργανικής καλλιέργειας βαμβακιού θεωρούνται γενικά
χαμηλότερες συγκρινόμενες με αυτές της συμβατικής καλλιέργειας. Σύμφωνα με τη Διεθνή Συμβουλευτική
Επιτροπή Βάμβακος, η μείωση της απόδοσης κυμαίνεται από 1 % μέχρι και 43%, εξαρτώμενη από πολλούς
παράγοντες μεταξύ των οποίων περιλαμβάνονται τα έντομα, τα ζιζάνια, η γονιμότητα του εδάφους, η
διαχείριση, η περιοχή, η καλλιεργητική τακτική, η ποικιλία, η ικανότητα του παραγωγού κλπ. Υπάρχουν όμως
και αναφορές για μη σημαντικές ή καθόλου διαφορές στην απόδοση μεταξύ βιολογικής και συμβατικής
καλλιέργειας (Ferrigno et al 2005, Swezey and Goldman 1996), καθώς
και αναφορές για αυξημένες
αποδόσεις της βιολογικής καλλιέργειας βαμβακιού μέχρι και 7% και υψηλότερες σε σχέση με τη συμβατική
καλλιέργεια στις ΗΠΑ και αλλού (Eyhorn 2006, Mae-Wan Ho 2005, ICAC 2003, 1994, 1996, Kirby 2002,
Eyhorn et al 2005).
Αναφορικά με την ποιότητα, το οικολογικό βαμβάκι φαίνεται να υπερτερεί από άποψη υγιεινής,
ομοιομορφίας, ωριμότητας, αντοχής και πιθανώς και μικροναίρ λόγω της μη χρησιμοποίησης αγροχημικών και
αποφυλλωτικών, ενώ το μήκος της ίνας και η κλάση φαίνονται χαμηλότερα (ICAC 1994, Beltrao et al 1994).
Τέλος, σε ότι αφορά στο κόστος παραγωγής τα ελάχιστα δεδομένα δείχνουν ότι οι δαπάνες παραγωγής
του βιολογικού βαμβακιού είναι υψηλότερες κατά 10% -15% σε σύγκριση με το συμβατικό. Το υψηλότερο
κόστος αποδίδεται στις δαπάνες εργασίας για την καταπολέμηση των ζιζανίων, στην καταπολέμηση των
εντόμων και στη μειωμένη απόδοση (Ferrigno et al 2005, ICAC 1994, Lampkin 1990). Συνέπεια του
υψηλότερου κόστους παραγωγής είναι και οι υψηλότερες τιμές πώλησης του βιολογικού βαμβακιού (Ferrigno
et al 2005, Beltrao et al 1994). Υπάρχουν όμως και αναφορές όπου το καθαρό κέρδος του βιολογικού
βαμβακιού ήταν μεγαλύτερο από αυτό του συμβατικού (Mae-Wan Ho 2005, Eyhorn 2006, Eyhorn et al 2005).
Στη χώρα μας έγινε τα τελευταία χρόνια μια προσπάθεια καλλιέργειας βιολογικού βαμβακιού σε
1005
περιορισμένη έκταση χωρίς ικανοποιητικά οικονομικά αποτελέσματα (Fotopoulos and Pantzios 1998). Ο
Οργανισμός Βάμβακος, αντίθετα, σε μια εξαετή πειραματική έρευνα καλλιέργειας βιολογικού και συμβατικού
βαμβακιού διαπίστωσε πολύ θετικά αποτελέσματα υπέρ της βιολογικής καλλιέργειας. Συγκεκριμένα, η
βιολογική καλλιέργεια βαμβακιού με τη χρησιμοποίηση ψυχανθούς (κουκιών ή βίκου) για χλωρή λίπανση,
υπερείχε της συμβατικής καλλιέργειας σε απόδοση κατά 52,5 κιλά/στρέμμα ή 14,5% και σε ακαθάριστο
κέρδος κατά 31,2 €/στρέμμα ή 24,3% περίπου (Mygdakos et al 1998, Μυγδάκος και Πατσιαλής 2001).
Στην παρούσα εργασία γίνεται συγκριτική ανάλυση των οικονομικών αποτελεσμάτων της συμβατικής
καλλιέργειας βαμβακιού με τη βιολογική καλλιέργεια, στην οποία χρησιμοποιείται ο βίκος ως χειμερινή
καλλιέργεια (cover crop) και είτε ενσωματώνεται για χλωρή λίπανση, είτε κόβεται και πωλείται για απόκτηση
επιπλέον εισοδήματος. Το δεύτερο αυτό στοιχείο αποτελεί μια καινοτομία της παρούσας έρευνας σε σχέση με
προηγούμενες ανάλογες μελέτες, η οποία γίνεται για πρώτη φορά στη χώρα μας. Παράλληλα ερευνάται και η
περίπτωση της βιολογικής καλλιέργειας βαμβακιού χωρίς καμιά λίπανση (μάρτυρας). Η συγκριτική μελέτη των
αποδόσεων και των οικονομικών αποτελεσμάτων της συμβατικής και βιολογικής καλλιέργειας βαμβακιού
γίνεται με βάση το ακαθάριστο κέρδος, που είναι η διαφορά μεταξύ ακαθάριστης προσόδου και μεταβλητών
(άμεσων) δαπανών παραγωγής του προϊόντος (Κιτσοπανίδης 2006, ICAC Recorder 2003, BBCNews 2002,
Lampkin, 1990, Κιτσοπανίδης και Καμενίδης 2003)
Υλικά και μέθοδοι
To πείραμα της παρούσας μελέτης εγκαταστάθηκε στην περιοχή Παλαμά Καρδίτσας την περίοδο 20032004 και συνεχίζεται για τρίτη χρονιά. Αποτελείται από τέσσερις τυχαιοποιημένες πλήρως ομάδες με τέσσερις
επαναλήψεις συνολικής έκτασης 2.560 τ.μ. Οι τέσσερις μεταχειρίσεις είναι: Η βιολογική καλλιέργεια
βαμβακιού όπου χρησιμοποιείται το ψυχανθές φυτό βίκος για χειμερινή κάλυψη και για λίπανση του αγρού
ενσωματούμενος ως χλωρή μάζα την άνοιξη. Η βιολογική καλλιέργεια όπου ο βίκος απομακρύνεται ως σανό
την άνοιξη και πωλείται στην αγορά για απόκτηση δεύτερου εισοδήματος από τον ίδιο αγρό την ίδια χρονιά. Η
βιολογική καλλιέργεια – μάρτυρας, όπου δεν χρησιμοποιείται καμιά λίπανση. Και τέλος η συμβατική
καλλιέργεια όπου γίνεται χρήση χημικής λίπανσης και άλλων αγροχημικών.
Η μηχανική σύσταση του εδάφους του κτήματος, όπως προέκυψε από τη σχετική ανάλυση είναι:
άμμος 34%, άργιλος 25% και ιλύς 41%. Το PH του εδάφους είναι 8,4 και η οργανική ουσία 0,8%.
Οι καλλιεργητικές φροντίδες του πειραματικού τεμαχίου ξεκινάνε από το φθινόπωρο με την κοπή των
βαμβακοστελεχών και τo σκόρπισμά τους ομοιόμορφα πάνω στην επιφάνεια του εδάφους. Έπειτα και σε κάθε
μεταχείριση χωριστά ακολουθούν οι εξής εργασίες:
α. Στην πρώτη μεταχείριση μετά τη στελεχοκοπή ακολουθεί
η σπορά του βίκου. Ο βίκος α-
ναπτύσσεται όλο το χειμώνα και στις αρχές Απριλίου γίνεται τεμαχισμός και ενσωμάτωσή του. Στη συνέχεια
γίνεται κατάλληλη προετοιμασία της σποροκλίνης και ακολουθεί η σπορά του βαμβακιού. Η ποσότητα της
1006
υπέργειας χλωρής βιομάζας του βίκου κυμαίνεται γύρω στα 1400 κιλά/στρέμμα κατά μέσο όρο, σύμφωνα με
τις σχετικές μετρήσεις, αλλά μπορεί να φτάσει πολύ υψηλότερα με καλές κλιματικές συνθήκες (Μυγδάκος και
Πατσιαλής 2001).
β.
Στη δεύτερη μεταχείριση ακολουθείται η ίδια διαδικασία σποράς του βίκου με την πρώτη
μεταχείριση, την ίδια ημέρα. Όμως την άνοιξη ο βίκος δεν ενσωματώνεται, αλλά κόβεται με χορτοκοπτικό,
ξηραίνεται και πωλείται ως σανό για ζωοτροφή. Στη συνέχεια γίνεται προετοιμασία για τη δημιουργία της
επιθυμητής σποροκλίνης και σπορά του βαμβακιού. Η ποσότητα ξηράς μάζας (σανού) που πωλείται
ανέρχεται σε 165 κιλά/στρέμμα κατά μέσο όρο, σύμφωνα με σχετικές μετρήσεις. Μπορεί όμως να φτάσει
πολύ υψηλότερα με καλές καιρικές συνθήκες (Μυγδάκος και Πατσιαλής 2001).
γ. Στην τρίτη μεταχείριση μετά την κοπή των στελεχών γίνεται όργωμα ή καλλιεργητής. Την
άνοιξη πραγματοποιούνται οι αναγκαίες προετοιμασίες για τη δημιουργία της κατάλληλης σποροκλίνης,
χωρίς καμιά λίπανση και ακολουθεί η σπορά.
δ. Στην τέταρτη μεταχείριση γίνονται οι ίδιες επεμβάσεις, όπως και στην τρίτη μεταχείριση, καθώς και
λίπανση με 50 κιλά/στρέμμα λιπάσματος του τύπου 20-10-10, ζιζανιοκτονία και στη συνέχεια δημιουργία της
κατάλληλης σποροκλίνης και σπορά του βαμβακιού.
Η σπορά γίνεται στο διάστημα μεταξύ 20 και 30 Απριλίου η δε ποικιλία βαμβακόσπορου που
χρησιμοποιείται είναι η Celia, σε ποσότητα 3 κιλών /στρέμμα. Μετά
το
φύτρωμα
ακολουθούν δύο
μηχανοσκαλίσματα και δύο τσαπίσματα (βοτανίσματα) για την καταστροφή των ζιζανίων σε όλες τις
μεταχειρίσεις. Μέσα στη καλλιεργητική περίοδο και ανάλογα με τις καιρικές συνθήκες, γίνονται τρία με
τέσσερα ποτίσματα με το σύστημα σταγόνας, αρχίζοντας από τα τέλη Ιουνίου και τερματίζοντας στα τέλη
Αυγούστου. Καμιά άλλη επέμβαση από καλλιεργητικής πλευράς δεν έγινε ούτε χρειάστηκε να γίνει διότι δεν
υπήρξε κανένα πρόβλημα.
Η συγκομιδή του βαμβακιού γίνεται με τα χέρια στις δύο μεσαίες γραμμές των επαναλήψεων. Τα
συγκεκριμένα τεμάχια συγκομίζονται δύο φορές μέσα στον Οκτώβρη. Οι συγκομιζόμενες ποσότητες
βαμβακιού ζυγίζονται με ζυγό ακριβείας για να προσδιοριστούν τα αντίστοιχα βάρη και να γίνει αναγωγή σε
στρεμματική απόδοση για τη σύγκριση των μεταχειρίσεων.
Για όλη την καλλιεργητική περίοδο καταγράφονται τόσο τα στοιχεία ανάπτυξης όσο και τα οικονομικά
στοιχεία που είναι απαραίτητα για τον υπολογισμό των δαπανών παραγωγής, του μεταβλητού κόστους και των
οικονομικών αποτελεσμάτων. Τα δεδομένα αυτά αναλύονται και συστηματοποιούνται με βάση το ακαθάριστο
κέρδος ως στοιχείο σύγκρισης (Κιτσοπανίδης 2006, ICAC Recorder 2003, BBCNews 2002, Lampkin, 1990,
Κιτσοπανίδης και Καμενίδης 2003). Το γεγονός ότι πρόκειται για συγκριτική μελέτη του μεταβλητού κόστους
παραγωγής και του οικονομικού αποτελέσματος, η χρησιμοποίηση του ακαθάριστου κέρδους δίνει πλήρη και
σαφή εικόνα του μέτρου σύγκρισης. Παράλληλα πραγματοποιείται στατιστική ανάλυση των δεδομένων με το
στατιστικό πακέτο SPSS 13 (ανάλυση διακύμανσης και ανάλυση πολλαπλών συγκρίσεων) για τη διεξαγωγή
1007
των σχετικών συμπερασμάτων.
Αποτελέσματα και συζήτηση
Στους πίνακες 1 έως 3
φαίνονται
τα
αποτελέσματα
της διετούς
έρευνας. Στον πίνακα 1
παρουσιάζονται τα οικονομικά αποτελέσματα και στους άλλους δύο πίνακες τα αποτελέσματα της
στατιστικής ανάλυσης των δεδομένων. Παρατηρώντας τον πίνακα 1 διαπιστώνονται τα εξής:
1. Η απόδοση είναι μεγαλύτερη (436 κιλά/στρ.) στη μεταχείριση όπου
απομακρύνεται ο βίκος και
σχετικά χαμηλότερη (428 κιλά/στρ. ή ποσοστό 98,2%) στη μεταχείριση όπου ενσωματώνεται ο βίκος, αν και
το αντίθετο θα έπρεπε να αναμένεται, αφού στη δεύτερη περίπτωση γίνεται και χλωρή λίπανση με την
ενσωμάτωση του βίκου. Η υστέρηση αυτή αποδίδεται στη βραδεία ανοργανοποίηση της βιομάζας που
ενσωματώνεται στο έδαφος με συνέπεια τη σχετικά περιορισμένη ανάπτυξη και παραγωγή των φυτών της
μεταχείρισης αυτής σε σχέση με την περίπτωση που ο βίκος απομακρύνεται. Ακολουθεί η συμβατική
καλλιέργεια με ακόμη μικρότερη απόδοση (403 κιλά/στρ. ή ποσοστό 92% σε σχέση με την πρώτη μεταχείριση
και 94% σε σχέση με τη δεύτερη μεταχείριση) και τελευταία έρχεται η μεταχείριση χωρίς λίπανση (347
κιλά/στρ. ή ποσοστό 86% σε σχέση με τη συμβατική καλλιέργεια). Τα θετικά αυτά αποτελέσματα της
βιολογικής καλλιέργειας βαμβακιού με χρήση του βίκου ως χειμερινή καλλιέργεια συμφωνούν με τα
αποτελέσματα προηγούμενων μελετών του Οργανισμού Βάμβακος αλλά και άλλων ερευνητών,
επιβεβαιώνοντας για μια φορά ακόμη τη δυνατότητα και χρησιμότητα των ψυχανθών, σε αντικατάσταση των
χημικών λιπασμάτων, δείχνοντας παράλληλα και την κατεύθυνση προς την οποία πρέπει να κινηθούν οι
βαμβακοπαραγωγοί μας για μεγαλύτερες αποδόσεις και μικρότερους κινδύνους και συνέπειες για τους ίδιους
και το περιβάλλον (Mygdakos et al 1998, Μυγδάκος και Πατσιαλής 2001, Eyhorn 2006, Mae-Wan Ho 2005).
2. Η ακαθάριστη πρόσοδος του βαμβακιού, που είναι συνάρτηση της απόδοσης και της τιμής του
προϊόντος, εμφανίζεται υψηλότερη στη μεταχείριση με απομακρυνόμενο το βίκο με 316,1 €/στρ.,
ως
αποτέλεσμα της υψηλότερης απόδοσης σε σύσπορο βαμβάκι. Στη μεταχείριση αυτή θα πρέπει να προστεθεί
και η ακαθάριστη πρόσοδος από την πώληση του βίκου που είναι 33 €/στρ. (165 κιλά/στρ.x 0.20 €/κιλό.),
οπότε η συνολική ακαθάριστη πρόσοδος φτάνει
στα 349,1 €/στρ. Στη συνέχεια έρχεται η μεταχείριση με
ενσωματούμενο το βίκο με 310,3 €/στρ. ή ποσοστό 98,1% σε σχέση με την προηγούμενη και ακολουθεί η
συμβατική καλλιέργεια με 292,2 €/στρ. ή ποσοστό 83,8% σε σχέση με την πρώτη και 94,3% σε σχέση με τη
δεύτερη. Τελευταία βρίσκεται η μεταχείριση χωρίς λίπανση με 251,6 €/στρ. ή ποσοστό 86% σε σχέση με τη
συμβατική καλλιέργεια..
3. Οι συνολικές μεταβλητές δαπάνες παραγωγής εμφανίζονται υψηλότερες (179,1 €/στρ.) στη
μεταχείριση με ενσωματούμενο το βίκο, είναι ελάχιστα χαμηλότερες (178,8 €/στρ.) στη μεταχείριση με
απομακρυνόμενο το βίκο και ελάχιστα, επίσης, χαμηλότερες (178,1 €/στρ.) στη συμβατική καλλιέργεια. Αυτό
σημαίνει ότι οι δαπάνες λίπανσης και ζιζανιοκτoνίας (26 €/στρέμμα, ή ποσοστό 14,6%) της συμβατικής
1008
καλλιέργειας, ισοσκελίζονται από τις δαπάνες που αφορούν στην καλλιέργεια του βίκου, στην κοπή, στην
ενσωμάτωση κλπ. (20 €/στρέμμα ή ποσοστό 11%), πλέον μέρος των δαπανών συλλογής για την επιπλέον
ποσότητα σύσπορου βαμβακιού των δύο βιολογικών μεταχειρίσεων (6 €/στρέμμα ή ποσοστό 3,6%) σε σχέση
με τη συμβατική καλλιέργεια, οπότε προκύπτει το ίδιο αποτέλεσμα (26 €/στρ. και ποσοστό 14,6%). Πολύ
λιγότερες (141,6 €/στρ.) είναι οι μεταβλητές δαπάνες παραγωγής στη μεταχείριση χωρίς λίπανση, κάτι που
είναι λογικό, αφού δεν υπάρχουν δαπάνες για βίκο, λίπανση και ζιζανιοκτονία, μια διαφορά ίση με 37 €/στρ.
4. Το μεταβλητό κόστος παραγωγής που είναι συνάρτηση των μεταβλητών δαπανών παραγωγής και της
απόδοσης, είναι ίδιο (0,41 €/κιλό) στη μεταχείριση με απομακρυνόμενο το βίκο και στη μεταχείριση χωρίς
λίπανση. Αυτό οφείλεται στο γεγονός ότι η μεταχείριση χωρίς λίπανση έχει μεν μικρή απόδοση αλλά έχει και
λιγότερες δαπάνες με αποτέλεσμα οι συνέπειες στο κόστος να είναι ίδιες. Ελάχιστα υψηλότερο (0,42 €/κιλό)
είναι το κόστος στη μεταχείριση με ενσωματούμενο το βίκο και ακόμη υψηλότερο (0,44 €/κιλό) στη συμβατική
καλλιέργεια. Αυτό σημαίνει ότι το κόστος της συμβατικής καλλιέργειας είναι υψηλότερο κατά 7,3% σε σχέση
με αυτό των δύο πρώτων μεταχειρίσεων (απομακρυνόμενο βίκο και χωρίς λίπανση) και κατά 4,8% σε σχέση με
τη μεταχείριση με ενσωματούμενο το βίκο.
5. Τέλος, το ακαθάριστο κέρδος, που αποτελεί και το μέτρο σύγκρισης μεταξύ των μεταχειρίσεων,
παρουσιάζει την εξής εικόνα. Είναι υψηλότερο, όπως είναι λογικό, στη μεταχείριση με απομακρυνόμενο το
βίκο φτάνοντας τα 170,3 €/στρ. Ακολουθεί η μεταχείριση με ενσωματούμενο το βίκο με 131,2 €/στρ. και στη
συνέχεια έρχεται η συμβατική καλλιέργεια με 114,1 €/στρ. που αντιστοιχεί σε ποσοστό 67,1% σε σχέση με την
πρώτη μεταχείριση και 89% σε σχέση με τη δεύτερη. Τα αποτελέσματα αυτά συμφωνούν, επίσης, με εκείνα
προηγούμενων μελετών (Mygdakos et al 1998, Μυγδάκος και Πατσιαλής 2001, Eyhorn 2006, Soth 2006) και
ενισχύουν ακόμη περισσότερο την οικονομικότητα της βιολογικής καλλιέργειας βαμβακιού σε σχέση με τη
συμβατική, αφού το ακαθάριστο κέρδος αυξάνει κατά 56,3 €/στρ. ή ποσοστό 49,3% στην περίπτωση που
απομακρύνεται ο βίκος και κατά 17,1 €/στρ., έναντι 31,2 €/στρ. σε προηγούμενες μελέτες (Mygdakos et al
1998, Μυγδάκος και Πατσιαλής 2001), στην περίπτωση της ενσωμάτωσης του βίκου για χλωρή λίπανση. Στην
τελευταία θέση, όχι όμως μακριά, βρίσκεται η μεταχείριση χωρίς λίπανση με 110 €/στρ. ή ποσοστό 96,4% σε
σχέση με τη συμβατική καλλιέργεια. που σημαίνει μια διαφορά μόλις 4,1 €/στρ., έναντι μηδενικής διαφοράς σε
προηγούμενες μελέτες, (Mygdakos et al 1998, Μυγδάκος και Πατσιαλής 2001), μια διαφορά που δημιουργεί
εύλογα ερωτηματικά αναφορικά με τη χρήση λιπασμάτων στην απόδοση και στο οικονομικό αποτέλεσμα της
σημερινής συμβατικής βαμβακοκαλλιέργειας.
Τα παραπάνω πολύ θετικά αποτελέσματα για τη βιολογική καλλιέργεια βαμβακιού προέκυψαν στο
επίπεδο του αγρού από τη χρήση και μόνο του βίκου για χειμερινή κάλυψη και λίπανση του εδάφους, μια
πρακτική χωρίς καμιά δυσκολία εφαρμογής της από τους παραγωγούς. Βεβαίως τα οφέλη αυτά δεν είναι τα
μοναδικά. Υπάρχουν και άλλα θετικά στοιχεία για τα βιολογικά προϊόντα στο επίπεδο της αγοράς και
συγκεκριμένα οι αυξημένες τιμές των προϊόντων αυτών που φτάνουν και στο διπλάσιο και πλέον της τιμής
1009
των συμβατικών (Γαλανοπούλου και άλλοι 2001, Φωτόπουλος και άλλοι 2001, Beltrao et all 1994). Για το
βιολογικό βαμβάκι στη διεθνή βιβλιογραφία αναφέρονται τιμές μέχρι και 22% υψηλότερες της τιμής του
συμβατικού προϊόντος (Beltrao et all 1994). Με βάση τη νέα αυξημένη τιμή (κατά 22%) του βιολογικού
βαμβακιού, προκύπτουν σημαντικότατα αποτελέσματα υπεροχής της βιολογικής καλλιέργειας, όπως φαίνεται
στον πίνακα 1.
Στον πίνακα αυτόν παρουσιάζεται η επιπλέον πρόσοδος από την αυξημένη τιμή (premium price)
πώλησης του βαμβακιού για τις βιολογικές μεταχειρίσεις, η οποία προστιθέμενη στα προηγούμενα μεγέθη
δίνει νέα μεγέθη ακαθαρίστου προσόδου που είναι 378,5 €/στρ. για τη μεταχείριση με ενσωματούμενο το
βίκο, 418,3 €/στρ. για την περίπτωση που απομακρύνεται ο βίκος και 306,5 €/στρ. για την μεταχείριση χωρίς
καμιά λίπανση. Τα νέα μεγέθη ακαθάριστου κέρδους είναι τώρα αρκετά υψηλότερα και συγκεκριμένα: Της
μεταχείρισης με ενωματούμενο το βίκο 199,4 €/στρ., της περίπτωσης με απομακρυνόμενο το βίκο 239,8 €/στρ
και της μεταχείρισης χωρίς καμιά λίπανση 164,9 €/στρ., ενώ η συμβατική μεταχείριση παραμένει στα 114,1
€/στρ. Με τα νέα δεδομένα η μεταχείριση με ενωματούμενο το βίκο έχει αυξημένο ακαθάριστο κέρδος κατά
74,4%, η μεταχείριση με απομακρυνόμενο το βίκο κατά 110%, αλλά και η μεταχείριση χωρίς καμιά λίπανση
υπερέχει τώρα της συμβατικής κατά 44,5%, ποσοστό διόλου ευκαταφρόνητο.
Στα παραπάνω δεδομένα έγινε στατιστική ανάλυση με τη μέθοδο της ανάλυσης της διακύμανσης
(ANOVA), όπως εφαρμόζεται σε πειραματικά σχέδια πλήρως τυχαιοποιημένων ομάδων. Επιπλέον, για τις
πολλαπλές συγκρίσεις μεταξύ των μεταχειρίσεων εφαρμόστηκαν οι μέθοδοι Bonferroni και Tukey Honest
Significant Difference, για επίπεδο σημαντικότητας 5%.
Μια εικόνα των στατιστικών ευρημάτων της διετούς έρευνας παρουσιάζεται στους πίνακες 2 και 3.
Στον πίνακα 2 όπου παρουσιάζονται τα δεδομένα του πρώτου έτους (2003-2004) παρατηρούνται τα εξής:
1. Σχετικά με την απόδοση σε σύσπορο βαμβάκι παρατηρείται ότι οι βιολογικές μεταχειρίσεις
με το βίκο έδειξαν
στατιστικά σημαντική υπεροχή έναντι της συμβατικής καλλιέργειας για επίπεδο
σημαντικότητας p < 0,05. Στατιστικά σημαντική διαφορά υπάρχει και μεταξύ της βιολογικής καλλιέργειας
χωρίς λίπανση και της συμβατικής καλλιέργειας για το ίδιο επίπεδο σημαντικότητας, αλλά υπέρ της δεύτερης
τη φορά αυτή.
2. Αναφορικά με το μεταβλητό κόστος παραγωγής, η ανάλυση έδειξε στατιστικά σημαντικές διαφορές
μεταξύ των δύο μεταχειρίσεων της βιολογικής γεωργίας, δηλαδή, αυτής με απομακρυνόμενο το βίκο και αυτής
με καμιά λίπανση (μάρτυρας) σε σχέση με τη συμβατική καλλιέργεια, ενώ δεν υπάρχει σημαντική διαφορά
μεταξύ της μεταχείρισης με ενσωματούμενο το βίκο και της συμβατικής.
3. Τέλος,
όσον αφορά στο ακαθάριστο κέρδος οι
βιολογικές μεταχειρίσεις με βίκο υπερέχουν
στατιστικά σημαντικά της συμβατικής καλλιέργειας για επίπεδο σημαντικότητας p< 0,05, ενώ δεν
παρατηρείται στατιστικά σημαντική διαφορά μεταξύ της βιολογικής μεταχείρισης χωρίς λίπανση και της
συμβατικής καλλιέργειας.
1010
Ανάλογη κατάσταση παρατηρείται και στον πίνακα 3 που αναφέρεται στο δεύτερο έτος πειραματισμού
(2004-2005).
α. Η απόδοση της βιολογικής μεταχείρισης με απομακρυνόμενο το βίκο υπερτερεί
στατιστικά
σημαντικά της συμβατικής καλλιέργειας για επίπεδο σημαντικότητας p< 0,05, καθώς και η μεταχείριση με
ενσωματούμενο το βίκο για το ίδιο επίπεδο σημαντικότητας, ενώ η συμβατική καλλιέργεια υπερτερεί
σημαντικά της βιολογικής χωρίς καμιά λίπανση επίσης για το ίδιο επίπεδο σημαντικότητας.
β. Το μεταβλητό κόστος όλων των βιολογικών μεταχειρίσεων εμφανίζεται, επίσης, σημαντικά
χαμηλότερο σε σχέση με αυτό της συμβατικής καλλιέργειας για επίπεδο σημαντικότητας p< 0,05.
γ. Τέλος, το ακαθάριστο κέρδος των δύο βιολογικών μεταχειρίσεων με το βίκο παρουσιάζεται
στατιστικά σημαντικά υψηλότερο της συμβατικής καλλιέργειας για επίπεδο σημαντικότητας p< 0,05, ενώ δεν
υπάρχει στατιστικά σημαντική διαφορά μεταξύ της συμβατικής καλλιέργειας και της βιολογικής χωρίς
λίπανση.
Στα παραπάνω στατιστικά ευρήματα θα πρέπει να προστεθεί και το γεγονός
ότι ο έλεγχος των
υπολοίπων (residuals) με τις κατάλληλες μεθόδους δεν αποκάλυψε καμιά σημαντική παραβίαση των
υποθέσεων που διέπουν τη σωστή εφαρμογή του.
Πέρα όμως από την αυξημένη τιμή του βιολογικού βαμβακιού θα πρέπει να ληφθεί υπόψη και η
επιδότησή του από τον Κανονισμό 2078/92 της Ε.Ε., ύψους 60 €/στρέμμα. Το ποσό αυτό θα πρέπει να
προστεθεί στα προηγούμενα δεδομένα για να προκύψει ολόκληρο το οικονομικό όφελος του βιολογικού
βαμβακιού.
Ακόμη θα πρέπει να ληφθεί υπόψη και το γενικότερο περιβαλλοντικό και κοινωνικό όφελος (αέρας,
έδαφος, νερό, υγεία, υγιεινή διατροφή κλπ.) από τη μη χρησιμοποίηση αγροχημικών και λοιπών σκευασμάτων.
Τέλος, θα πρέπει να λεχθεί ότι προκύπτει και μια ακόμη σημαντική ωφέλεια από την παραγωγή και
προσφορά του βίκου ως ζωοτροφή για την ενίσχυση του τομέα της κτηνοτροφίας της χώρας μας αλλά και της
εξοικονόμησης συναλλάγματος.
Συμπεράσματα
Τα αποτελέσματα της συγκριτικής μελέτης της βιολογικής και συμβατικής καλλιέργειας βαμβακιού στη
διάρκεια της διετούς έρευνας έδειξαν και επιβεβαίωσαν για μια φορά ακόμη ότι η καλλιέργεια βιολογικού
βαμβακιού με χρήση του βίκου για λίπανση ή/και για δεύτερο εισόδημα και δυνατή είναι και επικερδής για
τους παραγωγούς αλλά και πολλαπλά ωφέλιμη για το περιβάλλον και την κοινωνία.
Από καλλιεργητικής άποψης δεν παρουσιάστηκαν προβλήματα μέσα στη διετία σε καμιά φάση της
καλλιεργητικής περιόδου, ενώ από οικονομικής άποψης η βιολογική καλλιέργεια με χρήση του βίκου έδειξε
υπεροχή σε πολλά σημεία:
Υπερτερεί σημαντικά της συμβατικής σε απόδοση, αφού βρέθηκε να παράγει 25 - 33 κιλά/στρέμμα
1011
περισσότερο σύσπορο βαμβάκι, ενώ η βιολογική μεταχείριση χωρίς καμιά λίπανση, όπως αναμένεται, είχε
απόδοση μικρότερη της συμβατικής κατά 56 κιλά/στρέμμα.
Το μεταβλητό κόστος παραγωγής σε όλες τις μεταχειρίσεις βιολογικής καλλιέργειας (0,40-0,43 €/κιλό)
βρέθηκε χαμηλότερο από το αντίστοιχο της συμβατικής καλλιέργειας (0,43-45 €/κιλό) αλλά και σημαντικά
μικρότερο εκτός μιας περιπτώσεως, αυτής με ενσωματούμενο το βίκο το δεύτερο έτος του πειράματος.
Αναφορικά με το ακαθάριστο κέρδος, για ενιαία τιμή πώλησης του βαμβακιού, τα αποτελέσματα είναι
ακόμη πιο θετικά. Η μεταχείριση με απομακρυνόμενο το βίκο έχει το υψηλότερο ακαθάριστο κέρδος που
φτάνει τα 170,4 €/στρέμμα σε σχέση με τη συμβατική που έχει 114,1 €/στρέμμα, μια διαφορά ίση με 56,3
€/στρέμμα (ποσοστό 49%), στατιστικά σημαντική. Μεγαλύτερο είναι και το ακαθάριστο κέρδος της
μεταχείρισης με ενσωματούμενο το βίκο που φτάνει τα 131,2 €/στρέμμα, δηλαδή μια υπεροχή έναντι της
συμβατικής ίση με 17,1 €/στρέμμα (ποσοστό 14,1%), επίσης στατιστικά σημαντική. Η βιολογική μεταχείριση
χωρίς λίπανση έχει ακαθάριστο κέρδος ίσο με 110 €/στρέμμα, ήτοι χαμηλότερο μόνο κατά 4,1 €/στρέμμα
έναντι της συμβατικής (ποσοστό μόλις 3,7%), διαφορά στατιστικά μη σημαντική.
Τα αποτελέσματα αυτά γίνονται ακόμη πιο θετικά για τη βιολογική καλλιέργεια, αν ληφθεί υπόψη
αυξημένη τιμή πώλησης του βιολογικού βαμβακιού, κατά 22% περίπου. Στην περίπτωση αυτή το ακαθάριστο
κέρδος στη βιολογική καλλιέργεια γίνεται πολύ υψηλότερο ακόμα και στη μεταχείριση χωρίς λίπανση.
Στα παραπάνω οφέλη θα πρέπει να προστεθούν και αυτά από τη μη χρησιμοποίηση των αγροχημικών
όπως: της προστασίας του περιβάλλοντος, της υγείας των ανθρώπων, της συμβολής στην ανάπτυξη της
κτηνοτροφίας κλπ. για να προκύψουν τα συνολικά οφέλη της βιολογικής καλλιέργειας βαμβακιού.
Φυσικά δεν μπορεί να γίνει βιολογική καλλιέργεια βαμβακιού σε όλα τα εδάφη και μικροκλίματα. Για
το λόγο αυτό απαιτούνται προσεκτικά και σταθερά βήματα προς την κατεύθυνση αυτή. Βασική προϋπόθεση
για την καλλιέργεια βιολογικού βαμβακιού θεωρείται η αμειψισπορά για περιορισμό των ζιζανίων και
ασθενειών, καθώς και η ανάπτυξη ενός υγιούς συστήματος εμπορίας.
Όλα τα παραπάνω θέματα θα πρέπει να μελετηθούν σφαιρικά και να δοθούν σαφείς απαντήσεις για μια
σαφή και πλήρη ενημέρωση των παραγωγών, των υπευθύνων φορέων (υπουργείων, οργανισμών, άλλων
υπηρεσιών κλπ.), των συνεταιρισμών, των ομάδων παραγωγών, των διεπαγγελματικών οργανώσεων και κάθε
ενδιαφερόμενου, μέσα από ένα δίκτυο ενημέρωσης ώστε να προκύψουν τα πραγματικά οφέλη της βιολογικής
καλλιέργειας του βαμβακιού για τη χώρα μας.
1012
Βιβλιογραφία
Beltrao N. Vieria R. Braga R. 1994. Future possibilities of organic cotton in Brazil, ICAC, September, pp.1521.
Carter H. 1989. Agriculrural sustainability: an overview and research assessment, California Agriculture, Vol.
43, No 3, May-June.
Carter H. 1990. The three R’s of agricultural sustainability: reality, redirection and restrains, in: Alternative
Agriculture Science Review, Special Publication No 16, Ames, Iowa., Council for Agricultural Sciences and
Technology.
Γαλανοπούλου
Σ.,
Γεωργούδης Α. , Καλμπουρτζή
Κ.,
Κρυστάλλης
Α.,
Λίγδα
Χ., Μηλιάδου Ε.,
Παπαναγιώτου Ε., Φωτόπυλος Χ. 2001. Βιολογική Γεωργία: Στόχοι – Προοπτικές, Πρακτικά ημερίδας Δικτύου
Βιολογικής Γεωργίας, Θεσσαλονίκη, 2 Φεβρουαρίου, σελ. 19-34.
Eyhorn F. 2006. Organic cotton farming contributes to poverty reduction, Swiss Federal Institute of
Technology, Switzerland.
Eyhorn F., Mader P., Ramakrishnhan M. 2005. The impact of organic cotton farming on the livelihoods of
smallholders, Research Report, Research Institute of Organic Agriculture, Switzerland.
Ferrigno S., Ratter S.,Ton P.,Vodouhe D.,Williamson S., Wilson J. 2005. Organic cotton: A new development
path for African smallholders, Internatiomal Insttute for Environment and Development, Gatekeeperseries 120,
London, U.K.
Ferrigno S. 2006. Organic cotton fiber report, Organic Exchange, Oakland, Spring.
Greenpeace 1992. Green Fields- Grey Future, EC Agricultural Policy at the Crossroads,
Greenpeace, Amsterdam.
ICAC Recorder 2003. Limitations on Organic Cotton Production, March, 2003
ICAC Recorder 1998. Organic Cotton Production – IV, December 1998.
ICAC Recorder 1996. World Organic Cotton Production, December 1996.
ICAC 1 994. Organic cotton growing, Washington D C May 27.
ICAC Recorder 1993. International Conference on Organic Cotton, December, 1993.
Kirby A. 2002. Organic farming “a realistic choice”. Science/Nature, BBC News, May 2002 (http://news.
bbc.co.uk/1/hi/sci/tech/2017094.stm).
Κιτσοπανίδης Γ.
2006. Οικονομική Ζωικής Παραγωγής: Αρχές, Εφαρμογές, Τεχνικοοικονομική Ανάλυση,
Θεσσαλονίκη, Εκδόσεις ΖΗΤΗ.
Κιτσοπανίδης Γ. και Καμενίδης Χ. 2003. Αγροτική Οικονομική, Γ΄ Έκδοση, Θεσσαλονίκη, Εκδόσεις ΖΗΤΗ.
Klosky K., Tourte L., Swezy S. 1996. Production practices and economic performance for organic cotton in the
Northern San Joaquin Valley. Proceedings of the Beltwide Cotton Conference, National Cotton Council of
America, Memphis, January 8-12 1996 (http://www.sarep.ucdavis.edu/NEWSLTR/v8n3/sa-13.htm).
1013
Lampkin N. 1990. Organic farming, Farming Press, U.K.
Lampkin N. 1994. «Organic farming: Sustainable Agriculture in practice», in: N. Lampkin and S. Padel (Eds)
,The economics of organic farming an international perspective, Cab International.
Lampkin N. and Padel S. 1994. Organic Farming and Agricultural policy in western Europe: An overview, in:
N. Lampkin and S. Padel (Eds) ,The economics of organic farming an international perspective,
Cab
International, pp. 437-456.
Mae-Wan Ho 2005. Br. Paul’s organic cotton and vegetable farm. Institute of Science in Society, Science
society sustainability, Press Release 4/11/05 (htpp://www.i.-sis.org.uk./BrPaulsOrganicFarm.php).
Mygdakos Ε.1982. The development and use of a simulation model to study group farming systems for
mechanical harvesting of cotton in Greece, PhD Thesis, University of Reading, U.K.
Mygdakos E., Patsialis K. Voliotou F. 1998. Comparison between conventional and organic cotton growing in
Greece: Economics of four year studies. Proceedings of the world cotton research conference -2: New frontiers
in cotton research, Athens, Greece, Serptember 6 -12, pp.1137-1140.
Μυγδάκος Ε και Πατσιαλής Κ. 2001. Συμβατική και οικολογική καλλιέργεια βαμβακιού: Οικονομικά
αποτελέσματα, Πρακτικά ημερίδας Δικτύου Βιολογικής Γεωργίας, Θεσσαλονίκη, 2 Φεβρουαρίου 2001, σελ.155172.
Myers D. and Stolton S. 1999. Organic Cotton: From Field to Final Product, PAN, London, U.K.
(http://www.pan-uk.org/Publications/Briefing/Cotton.htm).
Patronis V., Mavreas K., Sotiropoulos Y. 2004. New Food Consumption Patterns, New Cooperative Patterns
and Entrepreneurship: The Case of the "Agri-environmental Group of Western Greece", Paper presented at the
Conference “Vertical Markets and Cooperative Hierarchies: The Role of Cooperatives in the International
Agri-Food Industry, M.A.I.Ch., Chania, Greece, 3-7 September 2004.
Regulations No. 2092/91 και 2078/92, E.U.
Soth J. 2006. Summary of the organic cotton symposium of November, 30 in Lucerne, Symposium zur BioBaumwolle (http://www.bio-baumwolle.ch.).
Swezey S and Goldman P. 1996. Conversion of cotton production to certified organic management in the
Northern San Joaquin Valley: Plant development, yield, quality and production costs, Poceedings of the
Beltwide Cotton Conferences, National Cotton Council of America, P.O. Box 12285, Memphis, TN 38182,
USA.
Σωτηρόπουλος Ι. και Ντεμούσης Μ. 2002. Η διατροφική κατανάλωση στην Ελλάδα την μεταπολεμική
πεντηκονταετία 1950-1999. Πρακτικά 7ου συνεδρίου της ΕΤΑΓΡΟ με θέμα « Η κοινωνία της υπαίθρου σε ένα
μεταβαλλόμενο αγροτικό χώρο», Αθήνα 21-23 Νοεμβρίου, σελ. 457 469.
Σωτηρόπουλος Ι. και Πατρώνης Β. 2004. Επιχειρησιακό σχέδιο (Business plan) και χρηματοοικονομική
διαχείριση της βιολογικής κτηνοτροφίας. Διεθνές Συνέδριο με θέμα:
«Προβλήματα και προοπτικές της
1014
βιολογικής αιγοπροβατοτροφίας», Αγροπεριβαλλοντική Ομάδα Βιοκαλλιεργητών Δικτύου Δυτικής Ελλάδας,
Αγρίνιο, σελ. 31-49.
Σωτηρόπουλος Ι, και Ντεμούσης Μ. 2004. Η διεθνοποίηση και βιομηχανοποίηση της ζήτησης και προσφοράς
κτηνοτροφικών προϊόντων στην Ελλάδα. Διεθνές Συνέδριο με θέμα:
«Προβλήματα και προοπτικές της
βιολογικής αιγοπροβατοτροφίας», Αγροπεριβαλλοντική Ομάδα Βιοκαλλιεργητών Δικτύου Δυτικής Ελλάδας,
Αγρίνιο, 185-200.
Φωτόπουλος χ., Παντζιος Χ., Τζουβελέκας Ε. 2001. Συγκριτικό κόστος παραγωγής επιλεγμένων
βιοκαλλιεργειών στην Ελλάδα, Πρακτικά ημερίδας Δικτύου Βιολογικής Γεωργίας, Θεσσαλονίκη, 2
Φεβρουαρίου 2001, σελ.155-172..
Fotopoulos C. and Pantzios C. 1998. A comparative analysis of organic and conventional cotton production in
Viotia – Greece. Proceedings of the world cotton research conference -2: New frontiers in cotton research,
Athens, Greece, Serptember 6 -12 1998, p. 1141-1147.
1015
ΠΙΝΑΚΑΣ 1. Οικονομικά αποτελέσματα βιολογικής και συμβατικής καλλιέργειας βαμβακιού
μ.ο. διετίας (2003-2004 και 2004-2005)
Βιολογική
Είδος
Απόδοση βαμβακιού
καλλιέργεια
με
με
χωρίς καμιά
ενσωματούμενο
απομακρυνόμενο
λίπανση
Συμβατική
βίκο
βίκο
(μάρτυρας)
καλλιέργεια
428
436
347
403
0,725
0,725
0,725
0,725
310,3
316,1
251,6
292,2
0
165
0
0
0
0,2
0
0
0
33
0
0
310,3
349,1
251,6
292,2
179,1
178,8
141,6
0,42
0,41
0,41
0,44
131,2
170,3
110,0
114,1
68,2
69,5
55,3
0
378,5
418,6
306,5
292,2
199,4
239,8
164,9
114,1
(κιλά/στρ.)
Τιμή βαμβακιού
(€/κιλό)
Ακαθάριστη προσοδ.
βαμβακιού (€/στρ.)
Απόδοση βίκου
(κιλά/στρ.)
Τιμή βίκου (€/κιλό)
Ακαθάριστη πρόσοδ.
βίκου (€/στρ.)
Συνολική ακαθάρ.
πρόσοδος (€/στρ.)
Σύν. μεταβλ. δαπαν.
παραγωγής (€/στρ.)
178,1
Μεταβλητό κόστος
παραγωγής (€/κιλό)
Ακαθάριστο κέρδος
(€/στρ.)
Επιπλέον πρόσοδος
από αυξημένη τιμή
κατά 22% (€/στρ.)
Νέα ακαθάριστη
πρόσοδος (€/στρ.)
Νέο ακαθάριστο
κέρδος (€/στρ.)
1016
ΠΙΝΑΚΑΣ 2. Στατιστικά στοιχεία αποτελεσμάτων βιολογικής και συμβατικής καλλιέργειας βαμβακιού
στο Νομό Καρδίτσας την περίοδο 2003-2004
Απόδοση σε σύσπορο
Μεταχειρίσεις
Μεταβλητό κόστος
Ακαθάριστο κέρδος
βαμβάκι
Κιλά/στρ.
€/κιλό
€/στρ.
μ.ο.
τ.α.
μ.ο.
τ.α.
μ.ο.
τ.α.
425a
19,1
0,40a
0,026
148a
4,4
426a
21,4
0,40a
0,016
179b
5,72
335b
24,5
0,40a
0,018
118c
2,58
390c
8,9
0,43b
0,022
123c
Βιολογική
καλλιέργεια με
ενσωματούμενο
το βίκο
Βιολογική
καλλιέργεια με
αποκρινόμενο το
βίκο
Βιολογική
καλλιέργεια χωρίς
καμιά λίπανση
Συμβατική
4,69
καλλιέργεια
Τιμές στην ίδια στήλη με τον ίδιο εκθέτη δεν διαφέρουν σημαντικά μεταξύ τους.
Τιμές στην ίδια στήλη με διαφορετικό εκθέτη διαφέρουν σημαντικά για P < 0,05
1017
ΠΙΝΑΚΑΣ 3. Στατιστικά στοιχεία αποτελεσμάτων βιολογικής και συμβατικής καλλιέργειας βαμβακιού
στο Νομό Καρδίτσας την περίοδο 2004-2005
Απόδοση σε σύσπορο
Μεταχειρίσεις
Μεταβλητό κόστος
Ακαθάριστο κέρδος
βαμβάκι
Κιλά/στρ.
€/κιλό
€/στρ.
μ.ο.
τ.α.
μ.ο.
τ.α.
μ.ο.
τ.α.
430a
13,1
0,43a
0,019
113a
1,83
445b
9,3
0,42a
0,017
157b
1,85
358c
24,8
0,42a
0,032
97c
1,90
414d
8,9
0,45b
0,018
100c
Βιολογική
καλλιέργεια με
ενσωματούμενο το
βίκο
Βιολογική
καλλιέργεια με
απομακρυνόμενο
το βίκο
Βιολογική
καλλιέργεια χωρίς
καμιά λίπανση
Συμβατική
2,16
καλλιέργεια
Τιμές στην ίδια στήλη με τον ίδιο εκθέτη δεν διαφέρουν σημαντικά μεταξύ τους.
Τιμές στην ίδια στήλη με διαφορετικό εκθέτη διαφέρουν σημαντικά για P < 0,05
1018
Παράγοντες που επηρεάζουν την υιοθέτηση της βιολογικής αμπελοκαλλιέργειας
Ελένη Οξούζη*, Ευάγγελος Παπαναγιώτου*
Περίληψη
Η προώθηση εναλλακτικών μορφών γεωργίας, όπως είναι η βιολογική, αποτελεί σήμερα για την
ελληνική γεωργία, μια ρεαλιστική και εφικτή πρόταση στα πλαίσια ενός νέου μοντέλου αγροτικής παραγωγής,
σε ένα συνεχώς μεταβαλλόμενο και ανταγωνιστικό περιβάλλον.
Σκοπός της παρούσας εργασίας είναι η ανάδειξη και ανάλυση των κινήτρων - παραγόντων (εισόδου –
εξόδου), που ωθούν ή επηρεάζουν τους παραγωγούς ώστε να υιοθετήσουν βιολογικά συστήματα γεωργικής
παραγωγής.
Η εργασία βασίστηκε σε πρωτογενή έρευνα, η οποία πραγματοποιήθηκε στην Κ. Μακεδονία με τη
βοήθεια
ερωτηματολογίων
και
περιελάμβανε
τρεις
διαφορετικές
ομάδες
αμπελοκαλλιεργητών
(βιοκαλλιεργητές, συμβατικοί και πρώην βιοκαλλιεργητές), για τον εντοπισμό εκείνων των παραγόντων, που
πιθανότατα να «ευθύνονται», τόσο για την απόφαση κάποιου παραγωγού να εισέλθει και κατά συνέπεια να
υιοθετήσει βιολογικούς τρόπους καλλιέργειας της αμπέλου, όσο και για την απόφαση του να εξέλθει –
εγκαταλείψει την εναλλακτική αυτή μορφή γεωργίας.
Για την επεξεργασία των δεδομένων εφαρμόστηκε το δυαδικό μοντέλο logit (binary logit model) και τα
αποτελέσματα της έρευνας έδειξαν, ότι τόσο τα κοινωνικό – οικονομικά χαρακτηριστικά των παραγωγών (π.χ
εκπαίδευση, κατά κύριο επάγγελμα γεωργός, ακαθάριστη πρόσοδος προερχόμενη από την καλλιέργεια της
αμπέλου, κτλ.), όσο και η διάρθρωση των γεωργικών εκμεταλλεύσεων (π.χ. έκταση αμπέλου, κτλ.), αλλά και η
δυνατότητα πληροφόρησης τους, επηρεάζουν την απόφαση εισόδου ή εξόδου από το αειφόρο αυτό σύστημα
παραγωγής.
Λέξεις κλειδιά: βιολογική γεωργία, παράγοντες υιοθέτησης, αμπέλι, μοντέλο logit
Εισαγωγή
Μέσα από την αμφισβήτηση που έχει αναπτυχθεί για τις πρακτικές της συμβατικής γεωργίας και των
προβλημάτων που επιφέρει η εφαρμογή της, στο επίκεντρο του ενδιαφέροντος της παγκόσμιας κοινότητας,
βρέθηκε η βιολογική ή αλλιώς οργανική γεωργία (Μπεόπουλος, 1997). Το γενικότερο ενδιαφέρον για τη
βιολογική γεωργία αυξάνεται συνεχώς τα τελευταία χρόνια (Hansen, κ.α., 2001). Αυτό οφείλεται στο γεγονός,
ότι η ανωτέρω μορφή γεωργίας αποτελεί σήμερα μια ρεαλιστική και εφικτή πρόταση στα πλαίσια ενός νέου
* Εργαστήριο Γεωργικής Οικονομικής Έρευνας, Τομέας Αγροτικής Οικονομίας, Γεωπονική Σχολή, Α.Π.Θ.,
Τ.Θ. 232, 541 24, Θεσσαλονίκη (e-mail: [email protected])
1019
μοντέλου αγροτικής παραγωγής, σε ένα συνεχώς μεταβαλλόμενο και ανταγωνιστικό περιβάλλον. Αποτελεί
κλασσική περίπτωση υιοθέτησης νέων τεχνολογιών / καινοτομιών που οδηγεί σε ποιοτική διαφοροποίηση της
αγροτικής παραγωγής (Πάντζιο κ.α, 2000) και θεωρείται ως ένα πιθανό μοντέλο για τη βελτίωση της
βιωσιμότητας στη γεωργία (Padel κ.α., 2002).
Κατά τον Lampkin (1997), η βιολογική γεωργία μπορεί να οριστεί ως μια μορφή γεωργίας, που
στοχεύει στην αειφόρο κοινωνική, περιβαλλοντική και οικονομική ευημερία, ελαχιστοποιώντας τη χρήση των
εξωτερικών εισροών, μεγιστοποιώντας τη χρήση των ανανεώσιμων πόρων και τη διαχείριση του
αγροοικοσυστήματος και χρησιμοποιώντας την αγορά για την αντιστάθμιση των εξωτερικών δαπανών. Υπό τη
μορφή αυτή, η βιολογική γεωργία περιλαμβάνει τους θεμελιώδεις στόχους της αειφόρου γεωργίας και αποτελεί
εξ ορισμού ένα αειφόρο σύστημα, το οποίο έχει θετική επίδραση τόσο στο περιβάλλον, όσο και στην κοινωνία
(Henning κ.α., 1991, Lamkin, 1997).
Στην Ελλάδα, η εφαρμογή του βιολογικού τρόπου παραγωγής ξεκίνησε δειλά στις αρχές τις δεκαετίας
του 80, από ξένους κυρίως επιχειρηματίες. Η παραγωγή βιολογικών προιόντων ήταν περιορισμένη (κυρίως
ελιά και αμπέλι) και χωρικά αναπτυγμένη κυρίως σε περιοχές της Πελοποννήσου (Μπεόπουλος, 1997). Μετά
την εφαρμογή του κανονισμού 2092/91, η βιολογική γεωργία αποκτά μια δυναμική η οποία δεν περιορίζεται
μόνο στη χωρική εξάπλωση της, αλλά και σε όλο το φάσμα της γεωργικής παραγωγής (Papadaki-Klavdianou
κ.α, 2000). Παρόλα αυτά το μέγεθος του κλάδου παραμένει ιδιαίτερα μικρό στο σύνολο του αγροτικού τομέα,
με τη καλλιεργούμενη έκταση υπό βιολογική διαχείριση να αντιπροσωπεύει μόλις το 1,07% της συνολικής
γεωργικής γης (2003), υπολειπόμενη κατά πολύ από τον μέσο όρο της Ε.Ε (Οxouzi κ.α, 2006).
Η εφαρμογή του βιολογικού τρόπου καλλιέργειας, αν και ανομοιόμορφή μεταξύ των περιφερειών,
φαίνεται να υιοθετείται από το σύνολο, με την πλειοψηφία των καλλιεργήσιμων βιολογικά εκτάσεων, να
βρίσκονται συγκεντρωμένες σε πέντε κυρίως περιφέρειες της χώρας: στην Πελοπόννησο, την Δυτική Ελλάδα
την Κ. Μακεδονία, το Β. Αιγαίο και τη Θεσσαλία (Οxouzi κ.α, 2006).
Όπως προαναφέραμε, η περιφέρεια της Κ. Μακεδονίας αποτελεί με 75585 στρέμματα, μια από τις
σημαντικότερες περιοχές εφαρμογής της βιολογικής γεωργίας στην Ελλάδα, με το αμπέλι να αποτελεί μία από
τις σημαντικότερες, τόσο στρεμματικά, όσο και οικονομικά πολυετείς καλλιέργειες, της υπό μελέτη
περιφέρειας. Για τους παραπάνω λοιπόν λόγους, κρίθηκε αναγκαία, η έρευνα να εστιαστεί και να εφαρμοστεί
στην προαναφερόμενη καλλιέργεια, αναλύοντας και αναδεικνύοντας, τους παράγοντες εκείνους, οι οποίοι
πιθανότητα προσδιορίζουν τα χαρακτηριστικά – κίνητρα που διαφοροποιούν τους βιοκαλλιεργητές τόσο από
τους συμβατικούς παραγωγούς, όσο και από τους πρώην βιοκαλλιεργητές αμπέλου, περατώνοντας το πρώτο
και σημαντικότερο βήμα στην κατανόηση και μελέτη της βιολογικής γεωργίας και των παραγόντων υιοθέτησης
αυτής .
Βιβλιογραφική ανασκόπηση
Η ανησυχία για την αρνητική περιβαλλοντική επίδραση των σύγχρονων γεωργικών πρακτικών, η
αυξανόμενη χρήση των μη ανανεώσιμων πόρων, και η μακροπρόθεσμη παραγωγικότητα των υψηλών
1020
εξωτερικών εισροών των γεωργικών συστημάτων, οδήγησε σε διάφορες πρωτοβουλίες τόσο από
κυβερνητικούς όσο και από μη κυβερνητικούς οργανισμούς έτσι ώστε να προωθηθεί η υιοθέτηση και η
διάδοση περισσότερων αειφορικών γεωργικών τεχνολογιών (De Souza κ.α., 1999). Το αυξημένο ενδιαφέρον
για τη βιολογική γεωργία τα τελευταία χρόνια, οδήγησε σε μια σειρά διαφορετικών ερευνών ως προς τα
κίνητρα των παραγωγών σχετικά με την υιοθέτηση συστημάτων βιολογικής παραγωγής (Rigby κ.α., 2001).
Στην εφαρμοσμένη οικονομική έρευνα, οι παράγοντες οι οποίοι προσδιορίζουν την υιοθέτηση νέων
τεχνολογιών και καινοτομιών, περιλαμβάνουν τα δημογραφικά και οικονομικά χαρακτηριστικά του παραγωγού
(ηλικία, εκπαίδευση κτλ), τις δυνατότητες και τους τρόπους πληροφόρησης του και τα διαρθρωτικά
χαρακτηριστικά της εκμετάλλευσης (μέγεθος, παραγωγικός προσανατολισμός κτλ) (Πάντζιος κ.α, Neil κ.α.,
1999).
Αποτελέσματα αρκετών ερευνών έχουν δείξει ότι, οι βιολογικές εκμεταλλεύσεις είναι συνήθως
μικρότερες σε έκταση από τις συμβατικές, οι βιοκαλλιεργητές είναι υψηλότερου μορφωτικού επιπέδου και
μικρότερης ηλικίας από τους συμβατικούς παραγωγούς, ενώ οι περισσότεροι προέρχονται από αστικές
περιοχές και έχουν μικρή γεωργική εμπειρία (Padel κ.α.,1994, Padel, 1994, Lockeretz, 1995, Lipson, 1999,
McCann κ.α., 1997, Boz κ.α., 2005). Αυτό μπορεί να οφείλεται στο γεγονός, ότι οι παραγωγοί που
ασχολούνται με τη βιοκαλλιέργεια, εισήλθαν στην γεωργία, πιο πρόσφατα, από ότι οι συμβατικοί και σύμφωνα
με τον Lockeretz, 1995, τα κίνητρα εισόδου των βιοκαλλιεργητών είναι μη οικονομικά.
Οι Lohr και Samuelsson (2000), ερευνώντας τις επιδράσεις διαφόρων οικονομικών ενισχύσεων στη
βιολογική σουηδική παραγωγή, ανέφεραν ότι η πληροφόρηση της αγοράς, είναι περισσότερο αποτελεσματική
για την στροφή των παραγωγών προς την βιολογική γεωργία, παρά οι οικονομικές ενισχύσεις. Αυτό οφείλεται
στο ότι οι γεωργοί που δεν έχουν εύκολη πρόσβαση σε υπηρεσίες, και σε ορισμένες περιπτώσεις είναι χαμηλού
μορφωτικού επιπέδου, παρουσιάζουν μεγαλύτερη δυσκολία στο να κατανοήσουν τις νέες τεχνολογίες και να
υιοθετήσουν βιολογικές τεχνικές καλλιέργειας (Tzouvelekas κ.α, 2001). Αυτό επιβεβαιώνεται και από τις
έρευνες των Chaves κ.α (2001), Strauss κ.α (1991) και Caffey κ.α, (1994), οι οποίοι διαπίστωσαν, ότι
παραγωγοί υψηλότερου μορφωτικού επιπέδου, τείνουν να υιοθετούν περισσότερο ή πιο εύκολα νέες
τεχνολογίες, όπως επίσης και γεωργοί οι οποίοι ανήκουν σε ομάδες παραγωγών και μπορούν να έχουν διαρκή
πληροφόρηση (Adesina κ.α, 2000, Caviglia-Harris, 2003). Οι παραγωγοί θεωρούν ως σημαντικότερη πηγή
γεωργικής πληροφόρησης, σύμφωνα με έρευνα των Feder κ.α. (2003), τους άλλους παραγωγούς. Βέβαια όσο
αυξάνεται η πολυπλοκότητα του μηνύματος ή της πληροφορίας, προτιμούν περισσότερο ειδικές πηγές.
Μεθοδολογία έρευνας
Η έρευνα πραγματοποιήθηκε στην Κ. Μακεδονία, κατά το χρονικό διάστημα 2004 – 2005 με τη
βοήθεια ερωτηματολογίων, τα οποία συμπληρώθηκαν με προσωπικές συνεντεύξεις. Για την εγκυρότερη αλλά
και αποτελεσματικότερη, διεξαγωγή της έρευνας, σχεδιάστηκαν τρία διαφορετικά ερωτηματολόγια, ένα για
κάθε περίπτωση αμπελοκαλλιεργητών (βιοκαλλιεργητές, πρώην βιοκαλλιεργητές, συμβατικοί καλλιεργητές
αμπέλου), τα οποία συμπληρώθηκαν με προσωπικές συνεντεύξεις.
1021
Για την περίπτωση των βιοκαλλιεργητών και πρώην βιοκαλλιεργητών αμπέλου, μελετήθηκε ολόκληρος
ο πληθυσμός (40 και 53 εκμεταλλεύσεις, αντίστοιχα), σύμφωνα με τα στοιχεία των Διευθύνσεων Αγροτικής
Ανάπτυξης και Τροφίμων κάθε νομού, αλλά και των αρμόδιων πιστοποιητικών οργανισμών για το έτος 2003,
ενώ η επιλογή των 128 συμβατικών αμπελοκαλλιεργητών πραγματοποιήθηκε με τη μέθοδο της απλής τυχαίας
δειγματοληψίας, η οποία θεωρείται κατάλληλη όταν ο πληθυσμός έχει προηγουμένως καθοριστεί, είναι
ομοιογενείς ως προς ένα ή περισσότερα χαρακτηριστικά και είναι καταγεγραμμένος (Σιάρδος, 1997).
Η επεξεργασία των δεδομένων έγινε με το στατιστικό πακέτο SPSS 12.0, όπου εφαρμόστηκαν μέτρα
περιγραφικής στατιστικής, ενώ για τον εντοπισμό, ανάλυση και ανάδειξη των παραγόντων – κινήτρων, που
πιθανότατα να «ευθύνονται» ή να επηρεάζουν, την απόφαση κάποιου παραγωγού να εισέλθει και κατά
συνέπεια να υιοθετήσει βιολογικούς τρόπους καλλιέργειας της αμπέλου, όσο και για την απόφαση του να
εξέλθει – εγκαταλείψει την εναλλακτική αυτή μορφή γεωργίας, εφαρμόστηκε το δυαδικό μοντέλο logit(binary
logit model), για κάθε μια από τις παραπάνω περιπτώσεις (είσοδος – έξοδος).
Η δυαδική επιλογή, υιοθέτηση ή μη κάποιας τεχνολογίας – καινοτομίας μπορεί να περιγραφεί από την
ακόλουθη συνάρτηση πιθανότητας (αθροιστική λογιστική συνάρτηση κατανομής πιθανοτήτων), η οποία μας
δίνει την πιθανότητα υιοθέτησης (Greene, 1996, Arellanes, 2003, Gujarati, 2003):
Πιθανότητα υιοθέτησης = P(y = 1) = e(βο + β1χi) / (1 + e(βο + β1χi)) ,
όπου βο είναι ο σταθερός όρος της εκτίμησης και δείχνει το λογάριθμο του λόγου της πιθανότητας να συμβεί το
γεγονός (P), προς την πιθανότητα να μην συμβεί (1 – P), όταν οι υπόλοιποι παράγοντες είναι μηδέν, β1 είναι ο
συντελεστής παλινδρόμησης της μεταβλητής χ και e η βάση των φυσικών λογάριθμων, με τιμή ίση με 2,71828.
Η logit μετατροπή της πιθανότητα υιοθέτησης, P (y = 1), μπορεί να εκφραστεί ως (Cramer, 2004):
Log [P (y = 1) / (1 – P (y = 1))] = Ζ,
(1)
Όπου Log [P (y = 1) / (1 – P (y = 1))] είναι ο λογάριθμος του λόγου των πιθανοτήτων και Ζ ο γραμμικός
συνδυασμός των ανεξάρτητων μεταβλητών χ1, χ2, ….χn κατά τη σχέση Ζ = βο + β1χ1 + β2χ2 + ……. βnχn.
Η σχέση (1), μπορεί να πάρει τελικά τη μορφή:
P (y = 1) /( 1 – P (y = 1)) = eβο eβ1Χ1 ……. eβnΧn,
Όπου P (y = 1) / (1 – P (y = 1)) είναι ο λόγος των πιθανοτήτων ο οποίος μπορεί να μεταβληθεί από μία
μεταβολή της ανεξάρτητης μεταβλητής κατά μία μονάδα. Για την εκτίμηση των παραμέτρων του υποδείγματος
χρησιμοποιείται η μέθοδος της μέγιστης πιθανοφάνειας.
1022
Τέλος για την εκτίμηση της καλής προσαρμογής του υποδείγματος στα δεδομένα, χρησιμοποιήθηκε ο
έλεγχος Ĉ των Hosmer και Lemeshow. Το στατιστικό Ĉ θεωρείται ότι κατανέμεται με βάση την κατανομή του
χ2 του Pearson. Τιμή χ2 που αντιστοιχεί σε επίπεδο στατιστικής σημαντικότητας α > 0,05 δηλώνει ότι το
υπόδειγμα της λογιστικής παλινδρόμησης είναι καλά προσαρμοσμένο στα δεδομένα (Σιάρδος, 2000).
Αποτελέσματα περιγραφικής στατιστικής
Με βάση τα στοιχεία που προέκυψαν από την επεξεργασία των πρωτογενών δεδομένων, διαπιστώνεται
ότι:
Βιοκαλλιεργητές Αμπέλου: Η πλειοψηφία των παραγωγών που ασχολούνται με το εναλλακτικό αυτό σύστημα
παραγωγής είναι κυρίως άντρες (97,5%), ηλικίας μεταξύ 35 – 50 ετών (57,5%), με μέση ηλικία στα 44.6 έτη
και παντρεμένοι (90,0%). Το 80,0% των ερωτηθέντων προέρχεται από αγροτική οικογένεια, είναι μέλος
κάποιου συνεταιρισμού ή αμάδας παραγωγών (60,0%) και δεν έχει λάβει στο παρελθόν κάποιου άλλου είδους
επιδότηση, εκτός από αυτή που προβλέπεται από τον κανονισμό 2078/92 (52,5%). Αξιοσημείωτο είναι το
γεγονός ότι το 67,7% των βιοκαλλιεργητών αμπέλου έχει παρακολουθήσει κάποιο επιμορφωτικό πρόγραμμα,
σχετικά με το γεωργικό επάγγελμα ή τη βιολογική γεωργία. Όσον αφορά το μορφωτικό επίπεδο των
βιοκαλλιεργητών είναι αρκετά υψηλό (μέσος όρος ετών εκπαίδευσης: 13 έτη). Συγκεκριμένα το 45,0% των
παραγωγών έχουν απολυτήριο λυκείου, το 40,0% είναι απόφοιτοι κάποιας ανώτατης ή ανώτερης σχολής (ΑΕΙ ΤΕΙ), το 12,5% έχει ολοκληρώσει 9 χρόνια εκπαίδευσης και μόνο το 2,5% των βιοκαλλιεργητών έχουν
φοιτήσει 6 ή και λιγότερα χρόνια στη πρωτοβάθμια εκπαίδευση.
Από το σύνολο των βιοκαλλιεργητών, μόνο το 52,5% ασκεί την γεωργία ως κύριο επάγγελμα, με το 66,7% να
δηλώνει ότι δεν έχει δευτερεύουσες ασχολίες.
Η ενασχόληση των βιοκαλλιεργητών με τη γεωργία, θεωρείται από την πλειοψηφία ως τρόπος ζωής (55,0%),
ενώ η οικογενειακή παράδοση και η ανυπαρξία εναλλακτικών λύσεων, αποτελούν για το 40,0% και 5,0%
αντίστοιχα τους σημαντικότερους λόγους ενασχόλησης τους με αυτή.
Το 47,5% των βιολογικών αμπελοκαλλιεργητών ήταν στη συμβατική γεωργία (πριν ενταχθούν στη βιολογική
γεωργία) έως 15 χρόνια, το 37,5% από 15 – 25 χρόνια και μόνο το 5,0% των καλλιεργητών αμπέλου, υπό
βιολογική διαχείριση, βρίσκονται στο γεωργικό τομέα για πάνω από 35 χρόνια. Η μέση διάρκεια ενασχόλησης
του συνόλου των βιοκαλλιεργητών, με τη συμβατική γεωργία δεν ξεπερνά τα 12,5 έτη.
Με βάση τα αποτελέσματα της έρευνας το 45% των παραγωγών ασχολείται με τη βιολογική διαχείριση της
αμπέλου έως 5 χρόνια, το 42,5% από 5 –9 χρόνια και πάνω από 9 χρόνια συμμετοχής στη βιολογική γεωργία
έχει το 12,5% των αμπελοκαλλιεργητών.
Πρώην Βιοκαλλιεργητές Αμπέλου:
Το σύνολο
των παραγωγών που ασχολήθηκε στο παρελθόν με τη
βιολογική καλλιέργεια της αμπέλου ήταν άντρες, ηλικίας μεταξύ 50 – 65 ετών (64,2%), με μέση ηλικία στα
57,3 έτη και στη πλειοψηφία τους παντρεμένοι (98,1%). Το 94,3% των πρώην βιοκαλλιεργητών προέρχεται
από αγροτική οικογένεια και καθ’ όλη τη διάρκεια ενασχόλησης τους με τη βιολογική καλλιέργεια της
αμπέλου το 72% περίπου, δεν ήταν μέλη κάποιου συνεταιρισμού ή αμάδας παραγωγών. Αξιοσημείωτο είναι
1023
το γεγονός ότι το 94,3% των πρώην βιοκαλλιεργητών δεν είχε παρακολουθήσει κάποιο επιμορφωτικό
πρόγραμμα, σχετικά με το γεωργικό επάγγελμα ή τη βιολογική γεωργία, ενώ το 71,7% των παραγωγών είχε
λάβει στο παρελθόν κάποιου άλλου είδους επιδότηση, πριν την ένταξη του στη βιολογική γεωργία.
Το μορφωτικό επίπεδο των πρώην βιοκαλλιεργητών αμπέλου είναι αρκετά χαμηλό, αφού ο μέσος όρος ετών
εκπαίδευσης τους δεν ξεπερνά τα 6 χρόνια. Συγκεκριμένα το 75,5% των αμπελοκαλλιεργητών έχουν φοιτήσει
6 ή και λιγότερα χρόνια στη πρωτοβάθμια εκπαίδευση, το 9,4% έχει απολυτήριο λυκείου, το 7,5% έχει
ολοκληρώσει 9 χρόνια εκπαίδευσης και απόφοιτοι κάποιας ανώτατης ή ανώτερης σχολής (ΑΕΙ - ΤΕΙ) είναι το
7,5%.
Από το σύνολο των πρώην βιοκαλλιεργητών, το 71,7% ασκεί την γεωργία ως κύριο επάγγελμα, με το 68,4% να
δηλώνει ότι δεν έχει δευτερεύουσες ασχολίες.
Η οικογενειακή παράδοση και ο τρόπος ζωής θεωρείται από το 62,3% και 35,8% των πρώην βιοκαλλιεργητών
αντίστοιχα, ως ο σημαντικότερος λόγος ενασχόλησης τους με τη γεωργία και μόνο το 1,9% των
αμπελοκαλλιεργητών ασχολείται με τη γεωργία λόγω ανυπαρξίας εναλλακτικών λύσεων.
Πριν την ένταξη τους στη βιολογική διαχείριση καλλιεργειών το 60,4% των ερωτηθέντων ασχολούνταν με την
γεωργία για πάνω από 35 χρόνια, το 20,8% για 25 – 35 χρόνια και για 15 –25 χρόνια το 11,3%. Αξιοσημείωτο
είναι το γεγονός ότι μόνο το 7,6% των πρώην βιοκαλλιεργητών αμπέλου είχαν γεωργική εμπειρία μικρότερη
των 15 ετών. Η μέση διάρκεια ενασχόλησης του συνόλου των πρώην βιοκαλλιεργητών, με τη συμβατική
γεωργία ξεπερνά τα 33 έτη.
Η ενασχόληση τους με τη βιολογική καλλιέργεια της αμπέλου δεν κράτησε πάνω από 5 χρόνια, για την
συντριπτική πλειοψηφία των αμπελοκαλλιεργητών (96,2%), όσο δηλαδή διαρκεί και η επιδότηση για την
ένταξη στο αειφόρο αυτό σύστημα παραγωγής.
Συμβατικοί Καλλιεργητές Αμπέλου:
Η πλειοψηφία των συμβατικών αμπελοκαλλιεργητών είναι άντρες
(96,1%), ηλικίας μεταξύ 35 – 50 ετών (39,8%), με μέση ηλικία στα 49,1 έτη και παντρεμένοι (82,8%). Το
94,5% των αμπελοκαλλιεργητών προέρχεται από αγροτική οικογένεια, είναι μέλος κάποιου συνεταιρισμού ή
ομάδας παραγωγών (75,8%), δεν έχει παρακολουθήσει κάποιο επιμορφωτικό πρόγραμμα, σχετικά με το
γεωργικό επάγγελμα ή τη βιολογική γεωργία (66,4%) και έχει λάβει στο παρελθόν κάποιου είδους επιδότησης
(71,1%).
Ο μέσος όρος ετών εκπαίδευσης του συνόλου των συμβατικών καλλιεργητών, σύμφωνα με τα αποτελέσματα
της έρευνας αγγίζει τα 9 χρόνια. Συγκεκριμένα το 38,3% των συμβατικών καλλιεργητών αμπέλου έχουν
φοιτήσει 6 ή και λιγότερα χρόνια στη πρωτοβάθμια εκπαίδευση, το 24,2% διαθέτει απολυτήριο γυμνασίου,
ισάριθμο ποσοστό αμπελοκαλλιεργητών έχει ολοκληρώσει 12 χρόνια εκπαίδευσης, ενώ απόφοιτοι κάποιας
ανώτατης ή ανώτερης σχολής (ΑΕΙ - ΤΕΙ) είναι το 13,3% των παραγωγών.
Από το σύνολο των αμπελοκαλλιεργητών, το 78,1% ασκεί την γεωργία ως κύριο επάγγελμα, με το 76,8% να
δηλώνει ότι δεν έχει δευτερεύουσες ασχολίες.
1024
Η οικογενειακή παράδοση αποτελεί για το 46,1% των παραγωγών, το σημαντικότερο λόγω ενασχόλησης τους
με τη γεωργία, ενώ ο τρόπος ζωής και η ανυπαρξία εναλλακτικών λύσεων, αποτελούν για το 35,9% και 18,0%
αντίστοιχα τους σημαντικότερους λόγους ενασχόλησης τους με αυτή.
Το 39,8% των συμβατικών καλλιεργητών ασχολούνται με την γεωργία για πάνω από 35 χρόνια, το 17,2% για
25 – 35 χρόνια και για 15 –25 χρόνια το 18,0%. Αξίζει να σημειωθεί ότι το 25,0% των συμβατικών
αμπελοκαλλιεργητών είχαν γεωργική εμπειρία μικρότερη των 15 ετών. Η μέση διάρκεια ενασχόλησης του
συνόλου των αμπελοκαλλιεργητών με τη γεωργία αγγίζει τα 30 έτη.
Με βάση τα παραπάνω αποτελέσματα, θα μπορούσαμε να διαμορφώσουμε το προφίλ των βιοκαλιεργητών και
πρώην βιοκαλλιεργητών, αλλά και των συμβατικών αμπελουργών, ως εξής:
Βιοκαλλιεργητής
Μέση ηλικία: 44,6 έτη
Πρώην Βιοκαλλιεργητής
Συμβατικός παραγωγός
Μέση ηλικία: 57,3 έτη
Μέση ηλικία: 49,1 έτη
Προέρχεται από Αγροτική Οικογένεια
Ασχολείται με τη
γεωργία λόγω τρόπου
ζωής
Ασχολείται με τη γεωργία λόγω οικογενειακής παράδοσης
Μέλος συνεταιρισμού
ή ομάδας παραγωγών
Μη μέλος συνεταιρισμού
ή ομάδας παραγωγών
Παρακολούθησε
σεμινάρια
Μέλος συνεταιρισμού
ή ομάδας παραγωγών
Δεν παρακολούθησε σεμινάρια
Έτη εκπαίδευσης:
13 χρόνια
Έτη εκπαίδευσης:
6 χρόνια
Έτη εκπαίδευσης:
9 χρόνια
Κατά κύριο επάγγελμα γεωργός
Αποτελέσματα του υποδείγματος logit
1025
Λαμβάνοντας υπόψη τη σχέση (1), το μοντέλο logit για την περίπτωση υιοθέτησης της βιολογικής
αμπελοκαλλιέργειας, προσδιορίζεται ως εξής:
Log [P(y=1) / (1 – P(y = 1))] = βο + β1ΟΡΓΑΝΩΣΗ + β2ΣΕΜΙΝΑΡΙΑ+ β3ΕΚΤ.ΑΜΠΕΛΙ
+ β4ΑΜΠΕΛΙ + β5ΑΠ.(ΑΜΠΕΛΙ) + β6ΕΠΙΚΟΙΝΩΝΙΑ
+ β7ΔΙΑΘΕΣΗ + β8ΤΙΜΕΣ + β9ΗΛΙΚΙΑ + β10ΓΕΩΡΓΟΣ
+ β11ΕΚΠΑΙΔΕΥΣΗ + β12ΕΠΙΔΟΤΗΣΗ
Οι μεταβλητές που συμμετέχουν στη διερεύνηση των κινήτρων εισόδου στη βιολογική καλλιέργεια της
αμπέλου, περιγράφονται παρακάτω:
Εξαρτημένη μεταβλητή
Κατηγορία
Περιγραφή
Υιοθέτηση της βιολογικής
αμπελοκαλλιέργειας
Δυαδική
1 = ΝΑΙ
0 = ΟΧΙ
ΟΡΓΑΝΩΣΗ
Δυαδική
1 = μέλος κάποιου συνεταιρισμού ή ομάδας παραγωγών
0 = μη μέλος κάποιου συνεταιρισμού ή ομάδας παραγωγών
ΣΕΜΙΝΑΡΙΑ
Δυαδική
1 = παρακολούθηση σεμιναρίων
0 = μη παρακολούθηση σεμιναρίων
ΕΚΤ.ΑΜΠΕΛΙ
Συνεχής
Καλλιεργούμενη έκταση αμπέλου (στρ.)
ΑΜΠΕΛΙ
Δυαδική
ΑΠ – ΑΜΠΕΛΙ
Συνεχής
1 = όσοι έχουν μόνο αμπέλι
0 = όσοι έχουν και άλλες καλλιέργειες
Ακαθάριστη πρόσοδος της εκμ/σης (€)
ΕΠΙΚΟΙΝΩΝΙΑ
Δυαδική
1 = συχνή επικοινωνία με γεωπόνους της Δ.Α.Α.Τ.
0 = μη συχνή επικοινωνία με γεωπόνους της Δ.Α.Α.Τ.
ΔΙΑΘΕΣΗ
Δυαδική
1 = σημαντικό κίνητρο εισόδου στη βιολ. γεωργία
0 = μη σημαντικό κίνητρο εισόδου στη βιολ. γεωργία
ΤΙΜΕΣ
Δυαδική
1 = σημαντικό κίνητρο εισόδου στη βιολ. γεωργία
0 = μη σημαντικό κίνητρο εισόδου στη βιολ. γεωργία
ΚΑΤΑΓΩΓΗ
Δυαδική
1 = όσοι προέρχονται από αγροτική οικογένεια
0 = όσοι δεν προέρχονται από αγροτική οικογένεια
ΗΛΙΚΙΑ
Συνεχής
Ηλικία των παραγωγών σε χρόνια
ΓΕΩΡΓΟΣ
Δυαδική
1 = κατά κύριο επάγγελμα γεωργός
0 = όχι κατά κύριο επάγγελμα γεωργός
ΕΚΠΑΙΔΕΥΣΗ
Συνεχής
Χρόνια εκπαίδευσης
ΕΠΙΔΟΤΗΣΗ
Δυαδική
1 = όσοι είχαν λάβει στο παρελθόν κάποια επιδότηση
0 = όσοι δεν είχαν λάβει στο παρελθόν επιδότηση
Ανεξάρτητες μεταβλητές
Πίνακας 1: Ταξινόμηση των παρατηρήσεων ως προς τη χρησιμοποίηση ή μη βιολογικών
πρακτικών για την καλλιέργεια της αμπέλου
1026
Παρατηρούμενες
Συμβατικός
Βιοκαλλιεργητής
Συνολικό ποσοστό
Προβλεπόμενες
Συμβατικός
122
11
Ορθή πρόβλεψη
(%)
Βιοκαλλιεργητής
6
29
95,3
72,5
89,9
Σύμφωνα με τον πίνακα ταξινόμησης των παρατηρήσεων ως προς τη χρησιμοποίηση ή μη βιολογικών
πρακτικών για την καλλιέργεια της αμπέλου, διαπιστώνεται ότι 122 γεωργοί (95,3%), που ασχολούνται με τη
συμβατική καλλιέργεια της αμπέλου, προβλέφθηκαν ορθώς από το υπόδειγμα ως μη βιοκαλλιεργητές. Ομοίως
29 γεωργοί που καλλιεργούν το αμπέλι υπό βιολογική διαχείριση, προβλέφτηκαν ως βιοκαλλιεργητές.
Συνολικά 17 γεωργοί (10,1%) ταξινομήθηκαν λανθασμένα, στοιχείο που οδηγεί στο συμπέρασμα ότι το
υπόδειγμα είναι πολύ καλά προσαρμοσμένο στα δεδομένα, διότι το μοντέλο logit κατάφερε να προβλέψει και
να ταξινομήσει σωστά το 89,9% των παραγωγών.
Το παραπάνω συμπέρασμα επιβεβαιώνει και ο έλεγχος των Hosmer και Lemeshow, όπου η τιμή χ2 =
10,144 αντιστοιχεί σε επίπεδο στατιστικής σημαντικότητας α = 0,255 δηλωτικό της καλής προσαρμογής του
υποδείγματος στα δεδομένα.
Πίνακας 2. Αποτελέσματα του μοντέλου logit για την πιθανότητα υιοθέτησης
της βιολογικής αμπελοκαλλιέργειας
B
S.E.
Wald
df
Sig.
Exp(B)
ΟΡΓΑΝΩΣΗ
-1,443
,910
2,515
1
,113
,236
ΣΕΜΙΝΑΡΙΑ
1,550
,742
4,359
1
,037
4,710
EK. ΑΜΠΕΛΙ
,387
,099
15,193
1
,000
1,473
ΑΜΠΕΛΙ
1,375
,789
3,039
1
,081
3,956
ΑΠ. ΑΜΠΕΛΙ
-,001
,000
11,894
1
,001
,999
ΕΠΙΚΟΙΝΩΝΙΑ
2,082
,968
4,625
1
,032
8,023
ΔΙΑΘΕΣΗ
2,776
,777
12,755
1
,000
16,061
ΤΙΜΕΣ
3,134
,850
13,600
1
,000
22,976
ΚΑΤΑΓΩΓΗ
-,435
,851
,262
1
,609
,647
ΗΛΙΚΙΑ
,069
,042
2,741
1
,098
1,071
ΓΕΩΡΓΟΣ
1,265
,958
1,744
1
,187
3,543
ΕΚΠΑΙΔΕΥΣΗ
,319
,142
5,042
1
,025
1,376
ΕΠΙΔΟΤΗΣΗ
-1,672
,839
3,972
1
,046
,188
Constant
-13,540
4,050
11,176
1
,001
,000
Chi – square (13 df)
Significance level
107,793
0,000
N
- 2 log likelihood
168
76,629
1027
Σύμφωνα λοιπόν με τα αποτελέσματα του πίνακα 2:
•
Η παρακολούθηση σεμιναρίων επηρεάζει θετικά την απόφαση των παραγωγών για υιοθέτηση της
βιολογικής αμπελοκαλλιέργειας. Έτσι, ο λόγος της πιθανότητας εισόδου στη βιολογική γεωργία
αυξάνεται κατά 4,7 φορές με την αύξηση της τιμής της μεταβλητής ‘παρακολούθηση σεμιναρίων’ από
0 σε 1.
•
Η συνολικά καλλιεργούμενη έκταση αμπέλου έχει θετική επίδραση στην απόφαση εισόδου στη
βιολογική γεωργία. Αυξανομένης λοιπόν της έκτασης της αμπέλου, κατά μια μονάδα, αυξάνεται και ο
λόγος της πιθανότητας εισόδου στη βιολογική γεωργία κατά 1,47 φορές.
•
Ο λόγος της πιθανότητας υιοθέτησης της
βιολογικής αμπελοκαλλιέργειας, μειώνεται κατά ένα
παράγοντα 0,99, αυξανομένης της ακαθαρίστου προσόδου, προερχόμενη από την καλλιέργεια της
αμπέλου, κατά μια μονάδα.
•
Θετική επίδραση στην απόφαση των αμπελουργών για υιοθέτηση του αειφόρου αυτού συστήματος
παραγωγής, αποτελεί η συχνή επικοινωνία με γεωπόνους της Διεύθυνσης Αγροτικής Ανάπτυξης και
Τροφίμων. Ο λόγος της πιθανότητας εισόδου, στη συγκεκριμένη περίπτωση αυξάνεται κατά 8,02
φορές, αυξανόμενης της τιμής της ανεξάρτητης μεταβλητής από 0 σε 1.
•
Η ευκολότερη διάθεση των προιόντων και οι υψηλότερες τιμές στην αγορά, ως σημαντικοί λόγοι
υιοθέτησης της βιολογικής καλλιέργειας της αμπέλου από τους παραγωγούς, φαίνεται σύμφωνα και με
τα αποτελέσματα του πίνακα 2, να αυξάνουν την πιθανότητα εισόδου στη βιολογική γεωργία. Με την
αύξηση της τιμής των παραπάνω μεταβλητών, από 0 σε 1, ο λόγος της πιθανότητας υιοθέτησης του
εναλλακτικού αυτού συστήματος διαχείρισης αυξάνεται κατά 16,06 και 22,29 φορές αντίστοιχα .
•
Το μορφωτικό επίπεδο των παραγωγών φαίνεται να επηρεάζει θετικά την απόφαση για ένταξη τους
στη βιολογική αμπελοκαλλιέργεια. Έτσι, αύξηση της εκπαίδευσης κατά μία μονάδα, προκαλεί αύξηση
του λόγου της πιθανότητας για υιοθέτηση συστημάτων βιολογικής διαχείρισης κατά 1,76 φορές.
•
Ο λόγος της πιθανότητας ένταξης στη βιολογική γεωργία μειώνεται κατά ένα παράγοντα 0,18 για τους
παραγωγούς
οι
οποίοι
έχουν
λάβει
στο
παρελθόν
κάποιου
είδους
επιδότησης.
Έτσι,
αμπελοκαλλιεργητές που δεν έχουν δεχθεί κάποια χρηματική ενίσχυση στο παρελθόν, έχουν
μεγαλύτερη πιθανότητα υιοθέτησης του αειφόρου αυτού συστήματος παραγωγής.
•
Τέλος η συμμετοχή των ερωτηθέντων σε συνεταιρισμό ή ομάδα παραγωγών, η επαγγελματική τους
«ταυτότητα», η μονοκαλλιέργεια, η προέλευση τους από αγροτική οικογένεια, όπως και η ηλικία τους,
φαίνεται σύμφωνα με τα αποτελέσματα του πίνακα 2, να μην επηρεάζουν την απόφαση των παραγωγών
για υιοθέτηση και κατά συνέπεια ένταξη τους στη βιολογική καλλιέργεια της αμπέλου.
Λαμβάνοντας υπόψη τη σχέση (1), το μοντέλο logit για την περίπτωση συνέχισης της βιολογικής
αμπελοκαλλιέργειας, προσδιορίζεται ως εξής:
1028
Log [P(y=1) / (1 – P(y = 1))] = βο + β1ΓΕΩΡΓΟΣ + β2ΚΑΤΑΓΩΓΗ+ β3Π.ΟΡΓΑΝΙΣΜΟΣ
+ β4ΠΟΙΟΤΗΤΑ + β5ΕΝ.ΛΥΣΗ + β6ΤΙΜΕΣ
+ β7ΑΠ.(ΑΜΠΕΛΙ) + β8ΕΚΠΑΙΔΕΥΣΗ+ β9ΣΥΝ.ΕΚΤΑΣΗ
Οι μεταβλητές που συμμετέχουν στη διερεύνηση των κινήτρων για τη συνέχιση της βιολογική καλλιέργεια της
αμπέλου, περιγράφονται παρακάτω:
Εξαρτημένη μεταβλητή
Συνέχιση της βιολογικής
αμπελοκαλλιέργειας
Κατηγορία
Περιγραφή
Δυαδική
1 = ΝΑΙ
0 = ΟΧΙ
ΓΕΩΡΓΟΣ
Δυαδική
1 = κατά κύριο επάγγελμα γεωργός
0 = όχι κατά κύριο επάγγελμα γεωργός
ΚΑΤΑΓΩΓΗ
Δυαδική
1 = όσοι προέρχονται από αγροτική οικογένεια
0 = όσοι δεν προέρχονται από αγροτική οικογένεια
Π.ΟΡΓΑΝΙΣΜΟΣ
Δυαδική
1 = συχνή επικοινωνία με πιστοπ. οργανισμό
0 = μη συχνή επικοινωνία με πιστοπ. οργανισμό
ΠΟΙΟΤΗΤΑ
Δυαδική
1 = σημαντικό κίνητρο εισόδου στη βιολ. γεωργία
0 = μη σημαντικό κίνητρο εισόδου στη βιολ. γεωργία
ΕΝ.ΛΥΣΗ
Δυαδική
1 = σημαντικό κίνητρο εισόδου στη βιολ. γεωργία
0 = μη σημαντικό κίνητρο εισόδου στη βιολ. γεωργία
ΤΙΜΕΣ
Δυαδική
1 = σημαντικό κίνητρο εισόδου στη βιολ. γεωργία
0 = μη σημαντικό κίνητρο εισόδου στη βιολ. γεωργία
ΑΠ.ΑΜΠΕΛΙ
Συνεχής
Ακαθάριστη πρόσοδος της εκμ/σης (€)
ΕΚΠΑΙΔΕΥΣΗ
Συνεχής
Χρόνια εκπαίδευσης
ΣΥΝ.ΕΚΤΑΣΗ
Συνεχής
Έκταση της εκμετάλλευσης σε στρέμματα
Ανεξάρτητες μεταβλητές
Πίνακας 3: Ταξινόμηση των παρατηρήσεων ως προς τη συνέχιση βιολογικών πρακτικών για την
καλλιέργεια της αμπέλου
Παρατηρούμενες
Προβλεπόμενες
Ορθή πρόβλεψη
(%)
1029
Πρώην Βιοκαλ/τές
Βιοκαλλιεργητές
Συνολικό ποσοστό
Πρώην
βιοκαλλιεργητές
48
4
Βιοκαλλιεργητές
5
36
90,6
90,0
90,3
Σύμφωνα με τον πίνακα ταξινόμησης των παρατηρήσεων ως προς τη συνέχιση βιολογικών πρακτικών
για την καλλιέργεια της αμπέλου, διαπιστώνεται ότι 48 γεωργοί (90,6), που ασχολούνται πλέον με τη
συμβατική καλλιέργεια της αμπέλου, προβλέφθηκαν ορθώς από το υπόδειγμα ως πρώην βιοκαλλιεργητές.
Ομοίως 36 γεωργοί (90,0%) που καλλιεργούν το αμπέλι υπό βιολογική διαχείριση, προβλέφτηκαν ορθώς ως
βιοκαλλιεργητές. Μόνο 9 παραγωγοί ταξινομήθηκαν λανθασμένα, στοιχείο που οδηγεί στο συμπέρασμα ότι το
υπόδειγμα είναι πολύ καλά προσαρμοσμένο στα δεδομένα, διότι το μοντέλο logit κατάφερε να προβλέψει και
να ταξινομήσει σωστά το 90,3% των παραγωγών.
Το παραπάνω συμπέρασμα επιβεβαιώνει και ο έλεγχος των Hosmer και Lemeshow, όπου η τιμή χ2 =
3,057 αντιστοιχεί σε επίπεδο στατιστικής σημαντικότητας α = 0,931 δηλωτικό της καλής προσαρμογής του
υποδείγματος στα δεδομένα.
Πίνακας 4. Το μοντέλο Logit για την πιθανότητα συνέχισης
της βιολογικής αμπελοκαλλιέργειας
B
S.E.
Wald
df
Sig.
Exp(B)
ΓΕΩΡΓΟΣ
3,247
1,563
4,312
1
,038
25,701
ΚΑΤΑΓΩΓΗ
-1,009
1,367
,545
1
,461
,365
Π.ΟΡΓΑΝΙΣΜΟΣ
1,258
,936
1,805
1
,179
3,517
ΠΟΙΟΤΗΤΑ
3,050
1,437
4,502
1
,034
21,109
ΛΥΣΗ
-2,371
1,097
4,671
1
,031
,093
ΤΙΜΕΣ
-5,399
1,986
7,387
1
,007
,005
Α.Π. - ΑΜΠΕΛΙ
,000
,000
3,215
1
,073
1,000
ΕΚΠΑΙΔΕΥΣΗ
,425
,149
8,169
1
,004
1,529
ΣΥΝΕΚΤΑΣΗ
-,021
,018
1,362
1
,243
,979
Constant
-3,750
2,286
2,691
1
,101
,024
N
- 2 log likelihood
93
39,426
Chi – square (9 df)
Significance level
87,676
0,000
Σύμφωνα με τα αποτελέσματα του πίνακα 4:
•
Όσοι απασχολούνται στη γεωργία, κατά κύριο επάγγελμα έχουν μεγαλύτερη πιθανότητα να
παραμείνουν στη βιολογική αμπελοκαλλιέργεια, από ότι άτομα που ασκούν τη γεωργία ως δευτερεύον
1030
επάγγελμα. Συγκεκριμένα, με την αύξηση της τιμής της μεταβλητής από 0 σε 1, ο λόγος της
πιθανότητας παραμονής στη βιολογική καλλιέργεια της αμπέλου, αυξάνεται κατά 25,7 φορές.
•
Η υιοθέτηση της βιολογικής αμπελοκαλλιέργειας για λόγους βελτίωσης της ποιότητας των προιόντων,
επηρεάζει θετικά την απόφαση των παραγωγών για συνέχιση της καλλιέργειας της αμπέλου, υπό
βιολογική διαχείριση. Έτσι μια αύξηση της τιμής της μεταβλητής από 0 σε 1, αυξάνει το λόγο της
πιθανότητας για παραμονή στη βιολογική γεωργία, κατά 21,1 φορές.
•
Οι παραγωγοί οι οποίοι εισήλθαν στη βιολογική γεωργία, κυρίως λόγω των υψηλότερων τιμών στην
αγορά, αλλά και γιατί θεωρήθηκε, τη δεδομένη στιγμή, η καλύτερη εναλλακτική λύση, έχουν μικρότερη
πιθανότητα να παραμείνουν βιοκαλλιεργητές, από ότι παραγωγοί που εντάχθηκαν στο εναλλακτικό
αυτό σύστημα παραγωγής για διαφορετικούς λόγους. Με την αύξηση της τιμής των παραπάνω
μεταβλητών, από 0 σε 1, ο λόγος της πιθανότητας παραμονής στη βιολογική γεωργία μειώνεται κατά
ένα παράγοντα 0,005 και 0,093, αντίστοιχα.
•
Το μορφωτικό επίπεδο φαίνεται να επηρεάζει την απόφαση των παραγωγών για παραμονή τους στη
βιολογική αμπελοκαλλιέργεια. Έτσι, αύξηση της εκπαίδευσης κατά μία μονάδα, προκαλεί αύξηση του
λόγου της πιθανότητας για παραμονή στο συστημάτων βιολογικής διαχείρισης κατά 1,52 φορές.
•
Τέλος, η ακαθάριστη πρόσοδος της αμπέλου, η συνολικά καλλιεργούμενη έκταση της εκμετάλλευσης,
η προέλευση των παραγωγών από αγροτική οικογένεια και η συχνή επαφή των παραγωγών με τους,
κατά περίπτωση πιστοποιητικούς οργανισμούς, δεν φαίνεται να επηρεάζουν ή να επιδρούν στην
απόφαση των αμπελουργών για συνέχιση ή εγκατάλειψη της εναλλακτικής αυτής μορφής γεωργίας.
Συμπεράσματα
Η ραγδαία αύξηση της βιολογικής γεωργίας, τόσο σε ευρωπαϊκό όσο και σε παγκόσμιο επίπεδο τα
τελευταία χρόνια, οδήγησε στην ανάγκη διεξοδικής μελέτης του εναλλακτικού αυτού συστήματος παραγωγής,
τόσο από περιβαλλοντικής, οικονομικής και κοινωνικής πλευράς, όσο και από πλευράς κινήτρων.
Με βάση τα αποτελέσματα της περιγραφικής στατιστικής, διαπιστώνεται ότι οι βιοκαλλιεργητές είναι
μικρότερης ηλικίας, έχουν παρακολουθήσει κάποιο σεμινάριο, σχετικά με το γεωργικό επάγγελμα ή τη
βιολογική γεωργία και έχουν ολοκληρώσει περισσότερα χρόνια εκπαίδευσης, σε σχέση με τους συμβατικούς
αμπελοκαλλιεργητές ή τους πρώην βιοκαλλιεργητές αμπέλου. Παρ όλα αυτά η πλειοψηφία των
αμπελοκαλλιεργητών και στις τρεις υπό μελέτη ομάδες προέρχεται από αγροτικές οικογένειες και είναι κατά
κύριο επάγγελμα γεωργοί.
Η εφαρμογή του δυαδικού μοντέλου logit (binary logit model) για τον εντοπισμό, ανάλυση και
ανάδειξη των παραγόντων – κινήτρων, που πιθανότατα να επηρεάζουν την απόφαση κάποιου παραγωγού να
εισέλθει και κατά συνέπεια να υιοθετήσει το βιολογικό τρόπο καλλιέργειας της αμπέλου έδειξε ότι μεγαλύτερη
πιθανότητα υιοθέτησης του εναλλακτικού αυτού συστήματος παραγωγής έχουν εκείνοι οι αμπελοκαλλιεργητές
οι οποίοι έχουν παρακολουθήσει σεμινάρια σχετικά με το γεωργικό επάγγελμα ή τη βιολογική γεωργία, έχουν
συχνή επικοινωνία με γεωπόνους της Διεύθυνσης Αγροτικής Ανάπτυξης και Τροφίμων, διαθέτουν υψηλό
1031
μορφωτικό επίπεδο και μεγάλες καλλιεργούμενες εκτάσεις. Επίσης, η ευκολότερη διάθεση των προιόντων και
οι υψηλότερες τιμές στην αγορά, ως σημαντικοί λόγοι υιοθέτησης της βιολογικής καλλιέργειας της αμπέλου
από τους παραγωγούς, φαίνεται σύμφωνα και με τα αποτελέσματα της έρευνας να αυξάνουν την πιθανότητα
εισόδου στη βιολογική γεωργία. Αντίθετα, ανασταλτικοί παράγοντες υιοθέτησης του αειφόρου αυτού
συστήματος παραγωγής αποτελεί η υψηλή ακαθάριστη πρόσοδος, προερχόμενη από την καλλιέργεια της
αμπέλου και οι τυχόν επιδοτήσεις – χρηματικές ενισχύσεις που έχουν λάβει στο παρελθόν οι παραγωγοί.
Όσον αφορά τους παράγοντες – κίνητρα, που πιθανότατα επηρεάζουν την απόφαση κάποιου
παραγωγού για συνέχιση ή εγκατάλειψη της βιολογικής αμπελοκαλλιέργειας, τα αποτελέσματα του μοντέλου
logit έδειξαν ότι μεγαλύτερη πιθανότητα να παραμείνουν στη βιολογική αμπελοκαλλιέργεια έχουν τα άτομα τα
οποία ολοκλήρωσαν περισσότερα χρόνια εκπαίδευσης, είναι κατά κύριο επάγγελμα γεωργοί και υιοθέτησαν το
εναλλακτικό αυτό σύστημα παραγωγής κυρίως για λόγους βελτίωσης της ποιότητας των προιόντων. Αντίθετα,
οι παραγωγοί οι οποίοι εισήλθαν στη βιολογική γεωργία, κυρίως λόγω των υψηλότερων τιμών στην αγορά, ή
γιατί θεωρήθηκε τη δεδομένη στιγμή, η καλύτερη εναλλακτική λύση, έχουν μικρότερη πιθανότητα να
παραμείνουν βιοκαλλιεργητές, από ότι παραγωγοί που εντάχθηκαν στο εναλλακτικό αυτό σύστημα παραγωγής
για διαφορετικούς λόγους.
Θα πρέπει βέβαια στο σημείο αυτό να τονίσουμε, ότι τα αποτελέσματα αυτής της μελέτης, στο πλαίσιο
των μέτρων πολιτικής υποστήριξης, που εφαρμόζει κάθε χώρα – μέλος της Ευρωπαϊκής Ένωσης , μπορούν να
οδηγήσουν στην υιοθέτηση και εφαρμογή συγκεκριμένων κινήτρων από πλευράς πολιτείας, τα οποία θα
βοηθήσουν στην ανάπτυξη και εξάπλωση της βιολογικής γεωργίας, τόσο σε περιφερειακό επίπεδο, όσο και σε
επίπεδο χώρας, δεδομένου ότι ο βαθμός υιοθέτησης του συστήματος αυτού, στην Ελλάδα, υπολείπεται κατά
πολύ του μέσου κοινοτικού όρου.
Βιβλιογραφία
Adesina, A., Mbila, D., Nkamleu, G.B. and Endamana, D. (2000), “Econometric analysis of the determinants of
adoption of alley farming by farmers in the forest zone of southwest Cameroon”, Agriculture,
Ecosystems, and Environment, Vol. 80, pp. 255-265.
Arellanes, P. and Lee, D.V. (2003), “The determinants of adoption of sustainable agriculture technologies:
evidence from the hillsides of Honduras”, 25th International Conference of Agricultural Economics
(IAAE), 16 – 22 August, Durban, South Africa.
Caffey, R.H. and Kazmierczak, R.F. (1994), “Factors Influencing Technology Adoption in a Louisiana
Aquaculture System”, Journal of Agricultural and Applied Economics, Vol. 26 (1), pp. 264-274.
Caviglia-Harris, J.L. (2003), “Sustainable Agricultural Practices in Rondonia, Brazil: Do Local Farmer
Organization Affect adoption Rates?”, Economic Development and Cultural Change, Vol. 52, pp. 23-49.
Chaves, B. and Riley, J. (2001), “Determination of factors influencing integrated pest management adoption in
coffee berry borer in Colombian farms”, Agriculture, Ecosystems and Environment, Vol. 87, pp. 159-177.
1032
Cramer, J.S. (2004), “The early origins of the logit model”, Studies in History and Philosophy of Biological and
Biomedical Science, Vol. 35, pp. 613 – 626.
De Souza, M.F., Young, T. and Burton, M.P. (1999), “Factors Influencing the Adoption of Sustainable
Agricultural Technologies. Evidence from the State of Espırito Santo, Brazil”, Technological Forecasting
and Social Change, Vol. 60, 97–112.
Feder, G., Murgai, R. and Quizon, J.B. (2003), “The Impact of Farmer Field Schools in Indonesia”, World
Bank Policy Research, Working Paper 3022.
Green, W. (2000), Econometric Analysis, 4th ed., Prentice Hall, Englewood Cliffs, N.J.
Gujarati, D.N. (2003), Basic Econometrics, International Edition, Mc Graw- Hill, New York.
Hansen, B., Alroe, H.F. and Kristensen, H.S. (2001), “Approaches to assess the environmental impact of
organic farming with particular regard to Denmark”, Agriculture, Ecosystems and Environment, Vol. 83,
pp. 11-26.
Henning, J., Baker, L. and Thomassin, P.J. (1991), “Economics issues in organic agriculture”, Canadian
Journal of Agricultural Economics, Vol. 39, pp. 877- 889.
Boz, I. and Akbay C. (2005), “Factors influencing the adoption of maize in Kahramanmaras province of
Turkey”, Agricultural Economics, Vol. 33, pp. 431- 446.
Lampkin, N.H. (1997), “Organic livestock production and agricultural sustainability”, Proceedings of 3rd ENOF
Conference, Italy, 5-6 June 1997, pp. 71-88.
Lampkin, N.H. (1997), “Opportunities for Profit from Organic Farming”, Paper presented to the RASE
Conference “Organic Farming - Science into Practice”.
Lipson, M. (1999), “The Scientific Congress on Organic Agricultural Research: building a national research
agenda”: In: Lipson, M., Hammer, T. (Eds.), Organic Farming and Marketing Research - New
Partnerships and Priorities, Proceeding of the Workshop, Organic Farming Research Foundation.
Lockeretz, W. (1995), “Organic farming in Massachusetts: on alternative approach to agriculture in an
urbanized state”, Journal of Soil and Water Conservation, Volume 50, Issue 6, pp. 663-667.
Lohr, L. and Samuelsson, L. (2000), “Conversion subsidies for organic production: results from Sweden and
lessons for the United States”, Agriculture Economics, Vol. 22, pp. 133 -146.
McCann E., Sullivan, S., Erickson, D. and De Young, R. (1997), “Environmental awareness, economic
orientation, and farming practices: A comparison of organic and conventional farmers”, Environmental
Management, Vol. 21, No. 5, pp. 747-758.
Μπεόπουλος Ν. (1997), “Περιβάλλον και οικονομική ανάπτυξη στον αγροτικό χώρο : η συμβολή της
βιολογικής γεωργίας”, Επιθεώρηση κοινωνικών ερευνών, τεύχος 92.
Neil, S.P. and Lee, D.R. (1999), “Explaining the Adoption and Disadoption of Sustainable Agriculture: The
Case of Cover Crops in Northern Honduras”, Working Paper, Department of Agricultural, Resource and
Managerial Economics, Cornell University.
Oxouzi, E., Theocharopoulos, A., Bagiatis, B. and Papanagiotou, E. (2006), “Organic and Integrated farming
systems in Greece: A comparative analysis”, in Langeveld, H., Roling, N. (Eds.), “Changing European
1033
farming systems for a better future: New visions for rural areas”, Wageningen, Wageningen Academic
Publishers, pp. 184.
Padel, S. (1994), “Adoption of organic farming as an example of the diffusion of an innovation”, Centre for
Organic Husbandry and Agroecology, University of Wales, Discussion Paper 94/1.
Padel, S. and Lampkin, N. (1994), Conversion to organic farming: an overview In: Lampkin, N., Padel, S.
(Eds.), The Economics of Organic Farming. An International Perspective, Oxford, CABI.
Padel, S., Lampkin, N., Dabbert, S. and Foster, C. (2002), “Organic farming policy in the European Union”,
Advances in the Economics of Environmental Resources, Volume 4, pp. 169-194.
Papadaki – Klavdianou A., Giasemi E. and Tsakiridou E. (2000), “ Environmental attitudes of Integrated Pest
Management Greenhouse Producers in Greece”, International Advances in Economic Research, An
official publication of the International Atlantic Economic Society, Volume 6, Number 2, pp. 306 – 315.
Πάντζιος, Χ., Τζίνιους, Μ. και Τζουβελέκας, Β. (2002), “Προσδιοριστικοί Παράγοντες Υιοθέτησης Τεχνικών
Βιολογικής Καλλιέργειας: Η Περίπτωση των Αγροτικών Εκμεταλλεύσεων της Κρήτης”, 7ο Π.Σ.Α.Ο.
Rigby, D. and Caceres, D. (2001), “Organic farming and the sustainability of agricultural systems”,
Agricultural Systems, Vol. 68, pp. 21-40.
Σιάρδος, Γ.Κ. (2000), “Μέθοδοι πολυμεταβλητής στατιστικής ανάλυσης”, Θεσσαλανίκη, Εκδόσεις ΑΠΘ.
Strauss, J., Barbosa, M., Teixeira, S., Thomas, D. and Gomes Junior, R. (1991), “Role of education and
extension in the adoption of technology: a study of upland rice and soybean farmers in Central – West
Brazil”, Agricultural Economics, Vol. 5, pp. 341-359.
Tzouvelekas, V., Pantzios, C.J. and Fotopoulos, C. (2001), “Technical efficiency of alternative farming
systems: the case of Greek organic and conventional olive-growing farms”, Food Policy, Vol. 26, pp. 549
-569.
1034
Η Αρχή της αυτάρκειας στη βιοκαλλιέργεια, εισροές και αειφορικές πρακτικές.
Η περίπτωση της βιοκαλλιέργειας στους Νομούς Λάρισας, Μαγνησίας και Φθιώτιδας.
Κατσιμαντού Κωνσταντίνα, Λούμου Αγγέλα, Δάντσης Θoδωρής, Γιούργα Χριστίνα
Περίληψη
Η αυτονομία και η αυτάρκεια ενός αγροοικοσυστήματος αποτελούν βασικές αρχές για την εφαρμογή
του βιολογικού τρόπου παραγωγής που στηρίζεται στην έννοια της αειφορίας. Η βιολογική γεωργία είναι ένα
σύστημα γεωργικής πρακτικής του οποίου η φιλοσοφία διαφέρει σημαντικά από τη “συνηθισμένη” συμβατική
γεωργική πρακτική. Στη βάση της φιλοσοφίας της βιολογικής γεωργίας βρίσκεται η ενιαία θεώρηση του
συστήματος που περιλαμβάνει το φυσικό και αγροτικό περιβάλλον, τον παραγωγό και την παραγωγική
διαδικασία και η διατύπωση ότι η αειφορία του συστήματος αυτού εξαρτάται από την ευρωστία κάθε μίας από
τις συνιστώσες του.
Η παρούσα έρευνα έχει ως αντικείμενο τη διερεύνηση της γνώσης, της στάσης και της συμπεριφοράς
του βιοκαλλιεργητή κατά τη χρήση των αναγκαίων για την παραγωγή εισροών. Η μεθοδολογική προσέγγιση
πραγματοποιήθηκε με τη διερεύνηση των διαρθρωτικών χαρακτηριστικών της γεωργικής εκμετάλλευσης, των
εφαρμοζόμενων σε αυτήν καλλιεργητικών πρακτικών και την πηγή προέλευσης των χρησιμοποιούμενων από
τους βιοκαλλιεργητές εισροών.
Η έρευνα στηρίχθηκε στη συλλογή δεδομένων με τη χρήση ερωτηματολογίου, που πραγματοποιήθηκε
σε 169 βιοκαλλιεργητές, στους νομούς Λάρισας, Μαγνησίας και Φθιώτιδας.
Τα αποτελέσματα της έρευνας δείχνουν ότι οι βιοκαλλιεργητές ασκούν την βιολογική γεωργία κάτω
από ένα χαμηλό επίπεδο γνώσης των πρακτικών της και προσανατολίζονται αρνητικά ως προς την αρχή της
αυτονομίας στην εκμετάλλευση, αφού αν και την αποδέχονται ως στάση, στην πράξη όμως δεν την
εφαρμόζουν. Τέλος οι βιοκαλλιεργητές φαίνεται ότι δεν έχουν πλήρη αντίληψη της έννοιας της αρχής της
αυτονομίας ή/και προβληματίστηκαν για πρώτη φορά σε θέματα σχετικά με τη χρήση των εισροών κατά τη
συμπλήρωση του ερωτηματολογίου.
Λέξεις κλειδιά: Βιολογική Γεωργία, Βιοκαλλιεργητές, Εισροές, Καλλιεργητικές πρακτικές, Αρχές Βιολογικής
Γεωργίας, Αρχή της Αυτάρκειας.
1035
Κατσιμαντού Κωνσταντίνα, Περιβαλλοντολόγος, Νίκαια Λάρισας, Λάρισα 41500, [email protected]
Λούμου Αγγέλα, Επίκ. Καθηγήτρια, Τμήμα Τεχνολογίας Γεωργικών Προϊόντων, ΤΕΙ Καλαμάτας,
Αντικάλαμος, Καλαμάτα 24100, [email protected]
Δάντσης Θoδωρής, Οικονομολόγος, Μ.Sc. Περιβαλλοντική Πολιτική και Διαχείριση Τμήμα Περιβάλλοντος,
Πανεπιστήμιο Αιγαίου, Λόφος Πανεπιστημίου, Μυτιλήνη 81100, [email protected]
Γιούργα
Χριστίνα,
Αναπλ.
Καθηγήτρια,
Τμήμα
Περιβάλλοντος,
Πανεπιστήμιο
Αιγαίου,
Λόφος
Πανεπιστημίου, Μυτιλήνη 81100, [email protected]
1036
1. Εισαγωγή
Η γεωργία, πριν από τη βιομηχανική επανάσταση, θα μπορούσε να χαρακτηρισθεί ως βιολογική,
επειδή δεν χρησιμοποιούνταν γεωργικές χημικές ουσίες, εκτός από κάποια μυκητοκτόνα,. Η λίπανση των
καλλιεργειών αποτελούσε ένα σημαντικό πρόβλημα για τους προβιομηχανικούς αγρότες, επειδή η ζωική και
φυτική λίπανση παρουσίαζαν περιορισμένες δυνατότητες εφαρμογής. Η “βιομηχανική” γεωργία κατέστησε τη
γεωργία λιγότερο κοπιαστική, παράλληλα όμως δημιούργησε πολλά περιβαλλοντικά προβλήματα. (Jordan,
2004).
Κατά τη διάρκεια των προηγούμενων δεκαετιών o πρωτογενής τομέας παραγωγής προσανατολίστηκε,
κυρίως, στην επίτευξη υψηλών αποδόσεων. Ταυτόχρονα, η ανάπτυξη της σύγχρονης γεωργίας δημιούργησε
σοβαρές περιβαλλοντικές επιπτώσεις και δεν συμβάδιζε με μία λογική διαφύλαξης των μη ανανεώσιμων
φυσικών πόρων (Pimentel et al, 1976). Οι κυριότερες επιπτώσεις αυτού του τρόπου παραγωγής εντοπίζονται
στην ρύπανση του νερού, του εδάφους και του αέρα καθώς και στα πλεονάσματα παραγωγής, που ήταν
αποτέλεσμα των αθρόων εισροών σε θρεπτικές ουσίες και φυτοφάρμακα κατά την παραγωγική διαδικασία
(Tamis and Brink, 1999).
Η σύγχρονη βιολογική γεωργία εμφανίζεται ως μία αντίδραση απέναντι στις γεωργικές πρακτικές που
μπορούν να βλάψουν τη φύση και την ανθρώπινη υγεία. Η βιολογική γεωργία εμφανίζεται, διαδίδεται και
αποκτά μεγαλύτερη σημασία στην Ευρώπη και τις Ηνωμένες Πολιτείες (Jordan, 2004), χώρες στις οποίες η
συμβατική γεωργία αποτέλεσε τον κατ’ εξοχήν τρόπο παραγωγής γεωργικών προϊόντων.
Η ποιοτική παραγωγή στηρίζεται στην ελαχιστοποίηση των εισροών, τη μη-χρήση χημικών ουσιών και
τη χρήση συγκεκριμένων πρακτικών καλλιέργειας, συμπεριλαμβανομένης της αμειψισποράς (Tamis and Brink,
1999).
Η βιολογική γεωργία είναι ένα σύστημα γεωργικών πρακτικών του οποίου η φιλοσοφία διαφέρει
σημαντικά από το “συνηθισμένο” σύστημα γεωργικών πρακτικών, το συμβατικό (Rosset et al, 1997). Στη βάση
της φιλοσοφίας της βιολογικής γεωργίας βρίσκεται η ενιαία θεώρηση του συστήματος που περιλαμβάνει το
φυσικό και αγροτικό περιβάλλον, τον παραγωγό και την παραγωγική διαδικασία και η διατύπωση ότι η
αειφορία του συστήματος αυτού εξαρτάται από την ευρωστία κάθε μίας από τις συνιστώσες του (Juliette
Kuiper, 1997).
Για να εξασφαλίσει τους αντικειμενικούς της στόχους, το κίνημα της βιολογικής γεωργίας έχει
υιοθετήσει ορισμένες τεχνικές που σέβονται τις φυσικές οικολογικές ισορροπίες και αποφεύγουν τη χρήση
ορισμένων προϊόντων (συνθετικά λιπάσματα, φυτοφάρμακα κ.τ.λ) και μεθόδων (εντατικοποίηση της φυτικής
και ζωικής ανάπτυξης, βιομηχανικές μέθοδοι κτηνοτροφίας κ.α.) που αντιβαίνουν τους βασικούς της στόχους
(Edwards-Jones, 2001).
Με βάση τους στόχους της, η βιολογική γεωργία αποτελεί ένα σύστημα διαχείρισης των αγροτικών
εκμεταλλεύσεων που συνεπάγεται σημαντικούς περιορισμούς στην χρησιμοποίηση συνθετικών χημικών
λιπασμάτων ή φαρμάκων (Verhoog et al, 2003). Έτσι, εκτός από την αντικατάσταση των συνθετικών χημικών
1037
ουσιών της συμβατικής γεωργίας, με τις επιτρεπόμενες από τον Καν. (Ε.Ο.Κ.) 2092/91, και την παραγωγή
προϊόντων χωρίς υπολείμματα φυτοπροστατευτικών ουσιών, η βιολογική γεωργία στοχεύει στην αειφορική
χρήση των φυσικών πόρων και του αγροτικού οικοσυστήματος (Κανονισμός ΕΟΚ, 1991a).
Η έννοια της αυτονομίας και της αυτάρκειας ενός αγροοικοσυστήματος αποτελεί βασική αρχή για
εφαρμογή της έννοιας της αειφορίας στον βιολογικό τρόπο παραγωγής (Verhoog et al., 2003). Ενώ η
συμβατική γεωργία απομονώνει τα είδη που καλλιεργεί από το οικοσύστημα, στην βιολογική γεωργία οι ίδιες
γεωργικές πρακτικές τοποθετούνται μέσα σε αυτό, έτσι ώστε να δημιουργηθούν συνθήκες ανακύκλωσης των
θρεπτικών στοιχείων και οργανικής ουσίας (Bunch, 1999).
Η παράλληλη παραγωγή φυτικών και ζωικών προϊόντων, η ανάπτυξη συστημάτων πολλαπλών
καλλιεργειών καθώς και η προσπάθεια για ελάχιστη εκροή θρεπτικών στοιχείων έχουν ως αποτέλεσμα την
ελαχιστοποίηση των εισροών που απαιτούνται σε ένα γεωργικό σύστημα, π.χ. λιπάσματα (Bunch, 1999).
Χρησιμοποιούνται πρακτικές όπως αμειψισπορά, χλωρή λίπανση, συγκαλλιέργεια, ενσωμάτωση ζωικών και
φυτικών υπολειμμάτων, αποκατάσταση και ενδυνάμωση των αυτορυθμιστικών μηχανισμών κ.α (Hansen et al,
2001). Δίνεται έμφαση στην αύξηση της περιεκτικότητας του εδάφους σε χούμο, στην προστασία και
ενθάρρυνση των φυσικών εχθρών και ασθενειών, στην επιλογή καλλιεργούμενων ειδών και ποικιλιών που να
προσαρμόζονται όσο το δυνατόν στο έδαφος και τις κλιματικές συνθήκες (Hodge, 1993).
Επιδίωξη είναι μία γεωργία που προσπαθεί να δημιουργήσει κλειστά αγρο-οικοσυστήματα με τις όσο
το δυνατόν λιγότερες εισροές (Ridgy and Caceres, 2001). Η αυτοκατανάλωση βασίζεται στη γνώση και στην
ικανότητα των αγροτών που τους δίνει τη δυνατότητα να μην εξαρτώνται από τους προμηθευτές (Jordan,
2004).
Το ισοζύγιο των θρεπτικών ουσιών, του νερού και της ενέργειας όσον αφορά στη βιολογική και στη
συμβατική καλλιέργεια μπορούν να συνοψιστούν ως εξής: Το ισοζύγιο των θρεπτικών στοιχείων των
βιολογικών αγροκτημάτων γενικά είναι κοντά στο μηδέν. Σε όλες τις περιπτώσεις τα πλεονάσματα Ν, Ρ και Κ
των βιολογικών αγροκτημάτων ήταν σημαντικά χαμηλότερα από ότι στα συμβατικά αγροκτήματα (Dalgaard et
al, 2001). Οι περισσότερες ερευνητικές μελέτες δείχνουν ότι η κατανάλωση ενέργειας στα βιολογικά
αγροκτήματα είναι πιο μικρή από ότι στα συμβατικά αγροκτήματα. Η ενεργειακή αποδοτικότητα που
υπολογίζεται για τις ετήσιες και πολυετείς καλλιέργειες είναι υψηλότερη στην βιολογική γεωργία από ότι στη
συμβατική καλλιέργεια στις περισσότερες περιπτώσεις. Εντούτοις, κανένα ερευνητικό αποτέλεσμα για τη
χρήση νερού στα βιολογικά και συμβατικά συστήματα καλλιέργειας δεν είναι διαθέσιμο (Stolze et al.2000).
Οι βιοκαλλιεργητές βασίζονται σχεδόν αποκλειστικά σε μη χημικές μεθόδους παροχής θρεπτικών
συστατικών στο έδαφος και φυτοπροστασίας. Η κύρια πηγή αζώτου προέρχεται από τα ψυχανθή σε συστήματα
αμειψισποράς. Τα προϊόντα των βιολογικών καλλιεργειών χρησιμοποιούνται για ζωοτροφή, ενώ τα φυτικά
κατάλοιπα και οι οργανικές ουσίες επιστρέφουν στη γη, περιορίζοντας έτσι τις ανάγκες για χημικά λιπάσματα.
Όπως σημειώνει ο Pretty (1998: 175), η βιολογική γεωργία σαφώς σημαίνει τη χρησιμοποίηση λιγότερων
αγροχημικών χωρίς την απώλεια σε αποδόσεις ή σε καθαρά κέρδη, τα δε οικονομικά αποτελέσματα για τους
γεωργούς είναι σημαντικά. (Σιάρδος και Κουτσούρης 2002).
Η φυτοπροστασία βασίζεται στο φυσικό έλεγχο (αντιμετώπιση) των εχθρών και ασθενειών των φυτών
1038
(π.χ. οι φερομόνες, φυτά με ιδιότητες ελέγχου των εχθρών και ασθενειών των φυτών) ή στη μεγέθυνση της
δυνατότητας αυτορρύθμισής τους. Για παράδειγμα, ένα έντομο μπορεί να ελεγχθεί με την εφαρμογή
καλλιέργειας σε κατάλληλη χρονική στιγμή, ώστε να είναι αδύνατον να συμπληρωθεί ο κύκλος της ζωής του,
ακόμη κι αν το αποτέλεσμα για την καλλιέργεια είναι σε ένα βαθμό, η μείωση της παραγωγής λόγω μη
άριστων των λοιπών συνθηκών (Saba and Messina, 2002).
Η μείωση της χρήσης συνθετικών λιπασμάτων και φυτοπροστατευτικών ουσιών συμβαδίζει με την
αύξηση άλλων εισροών, οι οποίες αγοράζονται ή παράγονται από την ίδια τη γεωργική εκμετάλλευση (π.χ.
κόπρος), δημιουργούν άλλο τρόπο δράσης του γεωργού (π.χ. χρονική στιγμή σποράς και φύτευσης) ή των
καλύτερων συνδυασμών αμειψισποράς (Guthman, 2000). Η αλλαγή στο συνδυασμό των εισροών μεταβάλλει
την αποτελεσματικότητα ως προς ορισμένες διαδικασίες που επηρεάζουν την παραγωγή, όπως, για
παράδειγμα, ο κύκλος του νερού, των θρεπτικών συστατικών και της ενέργειας, καθώς και η γνώση των
γεωργών για τις τοπικές συνθήκες και τις παραδοσιακές πρακτικές που θεωρούνται ουσιαστικής σημασίας για
την επιτυχία της βιολογικής γεωργίας (Σιάρδος και Κουτσούρης , 2002).
Η βιολογική γεωργία αν και περιορίζει τη χρήση λιπασμάτων και φυτοπροστατευτικών σκευασμάτων,
με τη χρήση όμως, κατάλληλων πρακτικών εξασφαλίζει τη γονιμότητα του εδάφους που είναι πολύ σημαντική
για την ανάπτυξη των φυτών (Lampkin, 1999).
Η βιολογική γεωργία, σε πολλές ευρωπαϊκές χώρες, μετασχηματίστηκε γρήγορα από ένα κίνημα
αγροτών σε ένα θεσμοποιημένο πλαίσιο της αγροτικής πολιτικής (Seppänen and Helenius, 2004).
Όπως είναι γνωστό, στην Ευρωπαϊκή Ένωση η βιολογική γεωργία διέπεται κατ’ αρχήν από τον
κανονισμό 2092/91 και τις τροποποιήσεις του. Σύμφωνα με τον κανονισμό αυτό μεταξύ άλλων
προσδιορίζονται οι τεχνικές που χρησιμοποιούνται για τη διατήρηση και την αύξηση της γονιμότητας και της
βιολογικής δραστηριότητας του εδάφους και για την καταπολέμηση των παρασίτων, ασθενειών και ζιζανίων.
Οι βασικές αρχές της βιολογικής γεωργίας, οι επιδιώξεις και οι στόχοι της είναι αυτοί που
διαμορφώνουν και τις πρακτικές της. Πρακτικές οι οποίες έχουν αποδείξει, και αποδεικνύουν συνεχώς, την
επάρκειά τους, ακόμα και σε αντίξοες συνθήκες. Η φιλοσοφία, λοιπόν της βιολογικής γεωργίας δεν μπορεί να
διαφύγει του οπτικού πεδίου κανενός από όσους ενδιαφέρονται για την εφαρμογή της ή την εξάπλωσή της, και
σε οποιαδήποτε έκφραση του ενδιαφέροντος αυτού (Juliette Kuiper, 1997).
Αντικείμενο της συγκεκριμένης έρευνας, είναι η διερεύνηση της γνώσης των βιοκαλλιεργητών ως προς
τις αρχές της αυτονομίας της γεωργικής βιολογικής εκμετάλλευσης, μέσω των εισροών που αυτοί
χρησιμοποιούν και πιο συγκεκριμένα των αγροεφοδίων και των καλλιεργητικών πρακτικών που εφαρμόζουν
στις καλλιέργειές τους.
2. Επιλογή περιοχής έρευνας
Στην παρούσα μελέτη, ο υπό εξέταση πληθυσμός μπορεί να οριστεί ως: «καλλιεργητές βιολογικών
προϊόντων που ζουν και καλλιεργούν σε αγροτικές περιοχές της Ελλάδας». Στον ελλαδικό χώρο υπάρχουν
μεγάλες διαφορές στην υιοθέτηση της βιολογικής γεωργίας μεταξύ των περιφερειών και των νομών της χώρας.
Μεγάλες διαφοροποιήσεις αφορούν στα είδη των καλλιεργειών των βιολογικών εκτάσεων (Βακουφάρης κ.ά.,
1039
2002). Η γεωγραφική περιοχή της μελέτης περιλαμβάνει τρεις, κατά κύριο λόγο, αγροτικούς νομούς της
Ελλάδας, με στόχο τη συμμετοχή στην έρευνα βιοκαλλιεργητών που καλλιεργούν διαφορετικά είδη έτσι ώστε
να αποφευχθεί η ομοιομορφία στις απαντήσεις, που λαμβάνεται συνήθως από καλλιεργητές με το ίδιο
καλλιεργούμενο είδος. Η έρευνα πραγματοποιήθηκε στο νομό Λάρισας, στον οποίο τα κύρια βιολογικά είδη
που παράγονται είναι κηπευτικά και αροτραία φυτά, στο νομό Μαγνησίας στον οποίο γίνεται καλλιέργεια
πολυετών φυτών και συγκεκριμένα ελιάς και οπωροφόρων δέντρων και στο νομό Φθιώτιδας στον οποίο
κυριαρχεί μεν η βιοκαλλιέργεια της ελιάς, σημαντικό όμως ποσοστό των βιολογικά καλλιεργούμενων
εκτάσεων στο νομό Φθιώτιδας καλύπτει και η αμπελοκαλλιέργεια. Τα στοιχεία, που αφορούν στο έτος 2005,
συλλέχθηκαν από προσωπική επαφή με τους αρμόδιους φορείς της Νομαρχιακής Αυτοδιοίκησης Λάρισας,
Μαγνησίας και Φθιώτιδας.
3. Μεθοδολογική προσέγγιση
Η μεθοδολογική προσέγγιση του θέματος γίνεται με τη διερεύνηση της γνώσης και της υιοθέτησης της
αρχής της αυτονομίας από τους βιοκαλλιεργητές με βάση τις εισροές, και τις εφαρμοζόμενες καλλιεργητικές
πρακτικές στην εκμετάλλευσή τους
Ο συνολικός αριθμός των βιοκαλλιεργητών στην περιοχή της έρευνας ήταν 244 και σε αυτούς δεν
συμπεριλαμβάνονται οι βιοκαλλιεργητές της νησιωτικής περιοχής του Ν. Μαγνησίας και αυτοί που
καλλιεργούσαν αποκλειστικά βιολογική ελιά στο Ν. Φθιώτιδας, αφού έτσι και αλλιώς η πλειονότητα των
βιοκαλλιέργητών στη Μαγνησία και στη στη Φθιώτιδα καλλιεργούν και βιολογική ελιά. Από την επιτόπια
έρευνα προσδιορίσθηκαν 181 ενεργοί βιοκαλλιεργητές και στην έρευνα συμμετείχαν οι 169 από αυτούς.
Η ανάλυση των δεδομένων της έρευνας έγινε με το στατιστικό έλεγχο Χ2, προκειμένου να διερευνηθεί
η σχέση μεταξύ της γνώσης της αρχής της αυτονομίας και της γνώσης και εφαρμογής από τους
βιοκαλλιεργητές των σχετικών με τη βιοκαλλιέργεια καλλιεργητικών πρακτικών. Η μέτρηση των απόψεων
των βιοκαλλιεργητών σχετικά με τον τρόπο άσκηση της βιοκαλλιέργειας έγινε με τη βοήθεια της κλίμακας
Likert. Οι ερωτώμενοι προσανατολίζονται θετικά ή αρνητικά ως προς αυτόν, μέσω προτάσεων που
διαμορφώθηκαν έτσι ώστε να εκφράσουν τις απόψεις τους. Οι δυνατές απαντήσεις ήταν πέντε: συμφωνώ
απολύτως, συμφωνώ, δεν έχω άποψη, διαφωνώ, διαφωνώ απολύτως, με βαθμολογία 1 το συμφωνώ απολύτως
και 5 το διαφωνώ απολύτως. για τις οποίες υπολογίστηκε ο μέσος όρος και η τυπική απόκλιση. Αν ο μέσος
όρος ήταν μεγαλύτερος του 3 τότε οι βιοκαλλιεργητές προσανατολίζονται αρνητικά ως προς την άποψη που
μελετάται, ενώ αν είναι μικρότερος του 3 προσανατολίζονται θετικά (Bard and Barry, 2000).
Η στατιστική επεξεργασία των δεδομένων έγινε με το στατιστικό πακέτο S.P.S.S. (Statistical Package
for Social Sciences).
4. Αποτελέσματα της έρευνας
Η μέση βιολογικά καλλιεργούμενη έκταση στην περιοχή έρευνας είναι 70,9 στρέμματα, σχεδόν το
διπλάσιο από τη μέση συμβατικά καλλιεργούμενη έκταση της Ελλάδας. Ειδικότερα, το 53,9% του συνόλου
των βιοκαλλιεργητών διαχειρίζεται καλλιεργούμενες βιολογικά εκτάσεις μικρότερες των 30 στρεμμάτων. Το
1040
19,2% διαχειρίζεται εκτάσεις από 30 – 60 στρέμματα, το 9% από 60 – 90 στρέμματα και το 17,9% του
συνόλου των βιοκαλλιεργητών εκτάσεις άνω των 90 στρεμμάτων. Δηλαδή παρατηρείται μεγάλη διακύμανση
μεταξύ των εκμεταλλεύσεων ως προς την βιολογικά καλλιεργούμενη έκταση γης. Επομένως στην περιοχή
έρευνας η βιοκαλλιέργεια περίπου στο ήμισυ των εκμεταλλεύσεων καταλαμβάνει έκταση μικρότερη από 30
στρέμματα, παρόλο που ασκείται σε σχετικά μεγάλη έκταση ανά εκμετάλλευση, και γίνεται φανερό ότι υπάρχει
τάση οι βιοκαλλιεργούμενες εκτάσεις να είναι μεγάλες ή/και πολύ μεγάλες.
Ως προς τον αριθμό των βιολογικά καλλιεργούμενων ειδών, ο μέσος όρος είναι 1,5 είδη ανά
εκμετάλλευση. Ειδικότερα, το 12% των παραγωγών βιολογικών προϊόντων καλλιεργεί πάνω από τρία
διαφορετικά φυτικά είδη, το 25,7% δύο διαφορετικά φυτικά είδη και το 62,3% των βιοκαλλιεργητών
καλλιεργεί ένα μόνο φυτικό είδος. Επομένως η ανάπτυξη συστημάτων πολλαπλών καλλιεργειών δεν
χαρακτηρίζει την πλειονότητα των βιοκαλλιεργητών στην περιοχή έρευνας.
4.1. Γνώση και εφαρμογή των καλλιεργητικών πρακτικών
Η αρχή της αυτονομίας στη βιολογική γεωργία αποτελεί μια από τις βασικότερες αρχές της και
συνδέεται άμεσα με τη γνώση συγκεκριμένων καλλιεργητικών πρακτικών από τους βιοκαλλιεργητές.
Από τα αποτελέσματα της έρευνας προκύπτει ότι το 43,9% του συνόλου γνωρίζει την πρακτική της
αμειψισποράς, ενώ την εφαρμόζει το 24,3% του συνόλου (Πίνακας 1). Από το στατιστικό έλεγχο, Χ2
υποδεικνύεται ότι υπάρχει σημαντική σχέση μεταξύ της γνώσης της αμειψισποράς και της εφαρμογής της,
αφού από το σύνολο των καλλιεργητών που γνωρίζει την πρακτική αυτή το 51,4% την εφαρμόζει, σε αντίθεση
με εκείνους που δεν την γνωρίζουν και οι οποίοι δεν την εφαρμόζουν (96,8% του συνόλου τους). Επομένως η
γνώση αυτής της καλλιεργητικής πρακτικής οδηγεί στην εφαρμογή της στην εκμετάλλευση.
Ως προς την πολυκαλλιέργεια το 50,9% των βιοκαλλιεργητών γνωρίζει την πρακτική, όμως την
εφαρμόζει το 13,0% (Πίνακας 1). Ο στατιστικός έλεγχος (Χ2) έδειξε ότι υπάρχει σημαντική σχέση μεταξύ της
γνώσης και εφαρμογής της πρακτικής αφού την εφαρμόζει το 22,1% των βιοκαλλιεργητών που τη γνωρίζουν,
ενώ αυτοί που δεν την γνωρίζουν δεν την εφαρμόζουν (96,4% του συνόλου τους). Δηλαδή η γνώση της
πρακτικής της πολυκαλλιέργειας κατευθύνει τους καλλιεργητές στην εφαρμογή της.
Ως προς την πρακτική της συγκαλλιέργειας, το 41,4% του συνόλου των βιοκαλλιεργητών γνωρίζει την
πρακτική, η εφαρμογή της όμως είναι εξαιρετικά περιορισμένη, αφού την εφαρμόζει μόνο το 4,7% του
συνόλου (Πίνακας 1) των βιοκαλλιεργητών. Ο στατιστικός έλεγχος (Χ2) έδειξε ότι δεν υπάρχει σχέση μεταξύ
της γνώσης και της εφαρμογής αυτής της πρακτικής, προφανώς λόγω των δυσχερειών που παρουσιάζονται
κατά των εκτέλεση των καλλιεργητικών εργασιών στην εκμηχανισμένη και οικονομιών κλίμακας γεωργία.
Τέλος, ως προς τη χλωρή λίπανση, το 74,0% του συνόλου γνωρίζει την πρακτική αυτή και την
εφαρμόζει το 53,3% (Πίνακας 1). Ο στατιστικός έλεγχος (Χ2) έδειξε ότι υπάρχει σημαντική σχέση μεταξύ της
γνώσης και της εφαρμογής της συγκεκριμένης πρακτικής, αφού την εφαρμόζει το 64,0% των βιοκαλλιεργητών
που τη γνωρίζει ενώ αυτοί που δεν την γνωρίζουν δεν την εφαρμόζουν στην πλειονότητά τους (77,3%). Είναι
προφανές ότι η χλωρή λίπανση είναι περισσότερο γνωστή από τις άλλες καλλιεργητικές πρακτικές και έχει την
ευρύτερη εφαρμογή, προφανώς λόγω της από χιλιετίες εφαρμογής της στην βελτίωση της γονιμότητας των
1041
εδαφών και των δυνατοτήτων της για εφαρμογή σε μεγάλες επιφάνειες γης που αξιοποιούν τις οικονομίες
κλίμακας.
Ο έλεγχος για τη διαπίστωση της ακρίβειας των αποτελεσμάτων με το Fisher exact test ήταν στατιστικά
σημαντικός όπου το Χ2 (Πίνακας 1) ήταν στατιστικά σημαντικό.
Πίνακας 1: Συσχέτιση των μεταβλητών γνώση των καλλιεργητικών πρακτικών με την εφαρμογή τους
X2
Εφαρμογή αμειψισποράς
ναι
όχι
Ν
%
Ν
%
Ν
38
3
51,4
3,2
36
92
48,6
96,8
74
95
100
100
43,9
56,1
Σύνολο
41
24,3
128
75,7
169
100
100
Γνώση
πολυκαλλιέργειας
Εφαρμογή πολυκαλλιέργειας
ναι
όχι
Ν
%
Ν
%
Ν
19
3
22,1
3,6
67
80
77,9
96,4
86
83
100
100
50,9
49,1
Σύνολο
22
13,0
147
87,0
169
100
100
Γνώση
συγκαλλιέργειας
Εφαρμογή συγκαλλιέργειας
ναι
όχι
Ν
%
Ν
%
Ν
3
5
4,3
5,1
67
94
95,7
94,9
70
99
100
100
41,4
58,6
Σύνολο
8
4,7
161
95,3
169
100
100
Γνώση χλωρής
λίπανσης
Εφαρμογή χλωρής λίπανσης
ναι
όχι
Ν
%
Ν
%
Γνώση
αμειψισποράς
ναι
όχι
ναι
όχι
ναι
όχι
ναι
όχι
Σύνολο
Σύνολο
%
Χ2= 52,58
α< 0,000
X2
Σύνολο
%
Χ2= 12,737
α< 0,000
X2
Σύνολο
%
Μη
στατιστικά
σημαντικό
X2
Σύνολο
Ν
%
80
10
64,0
22,7
45
34
36,0
77,3
125
44
100
100
74,0
26,0
90
53,3
79
46,7
169
100
100
Χ2=22,269
α< 0,000
Πίνακας 2: Συσχέτιση των μεταβλητών γνώση των αρχών της βιολογικής γεωργίας με την παρασκευή
αγροεφοδίων.
Γνώση
αρχών
ναι
μερικώς
όχι
Σύνολο
Παρασκευή αγροεφοδίων
ναι
όχι
Ν
%
Ν
%
9
9
12
30
39,1
20,0
11,9
17,8
14
36
89
139
60,9
80,0
88,1
82,2
X2
Σύνολο
Ν
23
45
101
169
%
100
100
100
100
13,6
26,6
59,8
100
Χ2= 9,739
α< 0,01
1042
Ως προς τη γνώση των αρχών της βιολογικής γεωργίας, το 13,6% των βιοκαλλιεργητών δήλωσε ότι τις
γνωρίζει, το 26,6% δήλωσε ότι τις γνωρίζει μερικώς, ενώ το 59,8% ότι τις αγνοεί (Πίνακας 2). Δηλαδή ο
αριθμός των βιοκαλλιεργητών που γνωρίζουν πλήρως τις αρχές της βιολογικής γεωργίας είναι πολύ
περιορισμένος.
Ως προς τα αγροεφόδια που χρησιμοποιούνται στη βιοκαλλιέργεια για λίπανση,
φυτοπροστασία και πολλαπλασιαστικό υλικό, η πλειονότητα των βιοκαλλιεργητών (82,2%) τα προμηθεύεται
από την αγορά, και ένα περιορισμένο ποσοστό βιοκαλλιεργητών (17,8%) παρασκευάζει ορισμένα από αυτά.
και αυτοί είναι που σε μεγαλύτερο ποσοστό παράγουν αγροεφόδια. Ο στατιστικός έλεγχος (Χ2) έδειξε ότι
υπάρχει σημαντική σχέση μεταξύ αυτών που γνωρίζουν τις αρχές της βιολογικής γεωργίας και της
ιδιοπαραγωγής των αγροεφοδίων (39,1% όσων γνωρίζουν πλήρως τις αρχές και το 20,0% αυτών που έχουν
μερική γνώση), που αποτελεί μία από τις δράσεις για την υλοποίηση της αρχής της αυτάρκειας. Αντίθετα, η
πλειονότητα (88,1%) όσων δεν γνωρίζουν τις αρχές της βιολογικής γεωργίας δεν παρασκευάζουν αγροεφόδια.
Επομένως η γνώση των αρχών της βιολογικής γεωργίας κατευθύνει τους βιοκαλλιεργητές στην παρασκευή των
αγροεφοδίων που χρησιμοποιούν.
4.2. Στάση των βιοκαλλιεργητών ως προς τον τρόπο άσκησης της βιολογικής γεωργίας
Σύμφωνα με τα αποτελέσματα της έρευνας, υπάρχει τάση συμφωνίας του συνόλου των
βιοκαλλιεργητών σχετικά με την άποψη ότι “τα αγροεφόδια σε ένα βιολογικό χωράφι θα πρέπει να
προέρχονται από το ίδιο το χωράφι”, μέσος όρος 2,93 (Πίνακας 3). Οι βιοκαλλιεργητές οριακά φαίνεται να
συμφωνούν με την παραπάνω άποψη.
Σχετικά με την άποψη ότι “η βιολογική γεωργία δεν θα πρέπει να περιορίζεται μόνο στη μη χρήση
των χημικών φαρμάκων” η πλειονότητα των βιοκαλλιεργητών συμφωνεί με την συγκεκριμένη πρόταση,
μέσος όρος 2,07 (Πίνακας 3).
Πίνακας 3: Μέσος όρος για τις απόψεις των βιοκαλλιεργητών σχετικά με τον τρόπο άσκησης της βιολογικής γεωργίας
Μέσος όρος
Τυπική
Απόκλιση
Τα αγροεφόδια (λίπασμα, σπόροι κ.τ.λ.) σε ένα βιολογικό χωράφι
θα πρέπει να προέρχονται από το ίδιο το χωράφι
2,93
1,09
Η βιολογική γεωργία δεν θα πρέπει να περιορίζεται μόνο στην μη
χρήση των χημικών φαρμάκων
2,07
0,87
Η βιολογική γεωργία πρέπει να γίνεται σε αγροτεμάχια μικρής
έκτασης
3,76
1,04
Κατά τη βιοκαλλιέργεια πρέπει να εφαρμόζεται μονοκαλλιέργεια
3,33
1,22
Πρόταση
1043
Αντίθετα, οι βιοκαλλιεργητές τείνουν σε διαφωνία με την άποψη ότι “η βιολογική γεωργία πρέπει να
γίνεται σε αγροτεμάχια μικρής έκτασης”, μέσος όρος 3,76 (Πίνακας 3). Επομένως, με την απάντηση αυτή,
φαίνεται να έρχονται σε αντίθεση με το ότι η εφαρμογή της βιοκαλλιέργειας πρέπει να γίνεται σε
περιορισμένες εκτάσεις.
Το ίδιο ισχύει και με την άποψη τους για το ότι “κατά τη βιοκαλλιέργεια πρέπει να εφαρμόζεται
μονοκαλλιέργεια”. Υπάρχει τάση διαφωνίας των βιοκαλλιεργητών ως προς τη συγκεκριμένη πρόταση, μέσος
όρος 3,33. (Πίνακας 3). Επομένως οι ερωτώμενοι θεωρούν ότι η μονοκαλλιέργεια δεν συμβαδίζει με την
βιοκαλλιέργεια.
Όπως φαίνεται από την κλίμακα Likert, οι βιοκαλλιεργητές συμφωνούν ως προς τον τρόπο άσκησης της
βιολογικής γεωργίας όσον αφορά στα αγροεφόδια (λιπάσματα, πολλαπλασιαστικό υλικό και χημικά
φυτοπροστατευτικά) και στην πολυκαλλιέργεια, ενώ διαφωνούν στο μέγεθος των αγροτεμαχίων.
5. Συμπεράσματα - Συζήτηση
Η μέση έκταση βιοκαλλιεργειών στις γεωργικές εκμεταλλεύσεις της περιοχής έρευνας είναι υψηλή ενώ
ο αριθμός των καλλιεργούμενων ειδών είναι περιορισμένος, με την πλειονότητα των βιοκαλλιεργητών να
καλλιεργεί ένα μόνο είδος. Περίπου το ήμισυ των βιοκαλλιεργητών γνωρίζει τις πρακτικές που πρέπει να
εφαρμόζονται στη βιολογική γεωργία, και οι οποίες οδηγούν στην αειφορία. Επομένως οι βιοκαλλιεργητές
δεν φαίνεται να είναι ιδιαίτερα ενημερωμένοι για αειφορικές καλλιεργητικές πρακτικές, όπως αντίθετα θα
αναμενόταν μια και ασχολούνται με ένα νέο τρόπο παραγωγής. Εν τούτοις φαίνεται ότι όσοι από τους
βιοκαλλιεργητές γνωρίζουν τις πρακτικές αυτές τείνουν και να τις εφαρμόζουν με εξαίρεση αυτή της
συγκαλλιέργειας, που δεν συμβαδίζει με το κυρίαρχο πρότυπο παραγωγής στη γεωργία.
Ως προς τις εισροές, οι βιοκαλλιεργητές στην πλειονότητά τους χρησιμοποιούν αγροεφόδια από την
αγορά, για την κάλυψη των αναγκών της βιοκαλλιέργειας σε λιπάσματα, φυτοπροστατευτικά προϊόντα και
πολλαπλασιαστικό υλικό. Αυτοί οι οποίοι παρασκευάζουν ένα μέρος των αγροεφοδίων που χρησιμοποιούν
στην εκμετάλλευσή τους είναι περιορισμένοι, γνωρίζουν τις αρχές της βιολογικής γεωργίας, όμως ούτε αυτοί
έχουν απεξαρτηθεί από την προμήθεια των αγροεφοδίων από την αγορά, όπως επιβάλλει η αρχή της
αυτονομίας.
Η στάση των βιοκαλλιεργητών για τον τρόπο άσκησης της βιολογικής γεωργίας είναι σε γενικές
γραμμές σύμφωνη με τις βασικές αρχές της βιολογικής γεωργίας. Ειδικότερα ως προς την αυτονομία των
εκμεταλλεύσεων σε σχέση με τις εισροές αυτοί διάκεινται ευμενώς, εν τούτοις η δράση τους έρχεται σε
αντίθεση με την στάση τους, αφού στην πράξη τα αγροεφόδια προέρχονται από την αγορά. Ως προς τη χρήση
των χημικών σκευασμάτων η στάση τους είναι σύμφωνη στη μη χρήση τους, η δράση τους όμως, οριοθετείται
από τους ισχύοντες κανονισμούς περί βιολογικής γεωργίας. Η άποψή τους για την βιοκαλλιέργεια σε μικρού
μεγέθους αγροτεμάχια είναι σχετικά αρνητική και ενδεχόμενα αυτό να συνδέεται με τη σχετικά μεγάλη μέση
έκταση βιοκαλλιέργειας ανά εκμετάλλευση. Ακόμη το γεγονός υποδεικνύει ότι οι βιοκαλλιεργητές θεωρούν
πως θα υπάρχουν δυσχέρειες για αποδοτική παραγωγή και διακίνηση μικρής κλίμακας παραγωγών. Τέλος, η
στάση τους για την εφαρμογή μονοκαλλιέργειας στη βιολογική γεωργία είναι σχετικά αρνητική, δηλαδή
1044
θεωρούν την πολυκαλλιέργεια ως αειφορική πρακτική, όμως η δράση τους έρχεται σε πλήρη αντίθεση με τη
στάση τους, αφού στην πλειονότητά τους εφαρμόζουν τη μονοκαλλιέργεια.
Τα αποτελέσματα της έρευνας έδειξαν ότι οι βιοκαλλιεργητές ασκούν τη βιολογική γεωργία κάτω από
ένα σχετικά χαμηλό επίπεδο γνώσης των πρακτικών της και η εφαρμογή τους είναι ακόμη πιο περιορισμένη. Η
αρχή της αυτονομίας της εκμετάλλευσης που στηρίζεται στις εφαρμοζόμενες πρακτικές και στην προέλευση
των εισροών ενώ γενικά είναι αποδεκτή ως στάση, στην πράξη εφαρμόζεται πολύ περιορισμένα. Επομένως η
βιολογική γεωργία ασκείται υπό το πλαίσιο των κανονισμών χωρίς να έχει μέχρι στιγμής απεμπλακεί από τη
λογική της συμβατικής γεωργίας ως προς τις πρακτικές καλλιέργειας και τον κυρίαρχο τρόπο προμήθειας των
αγροεφοδίων.
Η ανάπτυξη συνείδησης για το νέο τρόπο παραγωγής δεν πρέπει να στηρίζεται μόνο στο πλαίσιο των
κανονισμών και στην τυπική εφαρμογή οδηγιών για την άσκηση της βιολογικής γεωργίας. Οι φορείς
ενημέρωσης των αγροτών (Υπουργείο γεωργίας, γεωτεχνικοί, συνεταιρισμοί) οφείλουν να προωθήσουν
παράλληλα και το θεωρητικό της υπόβαθρο ώστε οι βιοκαλλιεργητές να ενστερνιστούν την αρχή της
αυτάρκειας που οδηγεί σε αειφορικά συστήματα παραγωγής και ενισχύει την αυτονομία των γεωργικών
εκμεταλλεύσεων.
Βιβλιογραφία
Βακουφάρης, Χ., Α. Κίζος, και Ι. Σπιλάνης (2004). “Η χωρική διαφοροποίηση της ανάπτυξης της βιολογικής
γεωργίας στην Ελλάδα.” Στο Η κοινωνία της υπαίθρου σε ένα μεταβαλλόμενο αγροτικό χώρο - 7ο
Πανελλήνιο Συνέδριο Αγροτικής Οικονομίας. 21-23 Νοεμβρίου, 2002. Υπουργείο Αγροτικής Ανάπτυξης
και Τροφίμων, Αθήνα, Διατέθηκε από τον συγγραφέα.
Bard S. and Barry P. (2000). “Developing a scale for assessing risk attitudes of agricultural decision makers”.
International Food and Agribusiness Management Review 3: 9–25.
Bunch, Ronald (1999). “More productivity with fewer external inputs: Central American case studies of
agroecological development and their broader implications”. Environment, Development and
Sustainability 1: 219–233
Dalgaard Tommy, Halberg Niels, Porter John R. (2001). “A model for fossil energy use in Danish agriculture
used to compare organic and conventional farming”. Agriculture, Ecosystems and Environment, 87: 51–
65.
Edwards-Jones, G. and Howells, O. (2001). “The origin and hazard of inputs to crop protection in organic
farming systems: are they sustainable? Agricultural Systems, 67(1): 31-47.
ΕΕ (ΕΟΚ), 1991a. Κανονισμός (ΕΟΚ) αριθ. 2092/91 του Συμβουλίου της 24ης Ιουνίου 1991 περί του
βιολογικού τρόπου παραγωγής γεωργικών προϊόντων και των σχετικών ενδείξεων στα γεωργικά
προϊόντα και στα είδη διατροφής.
Guthman, Julie (2000). “Raising organic: An agro-ecological assessment of grower practices in California”.
Agriculture and Human Values, 17: 257–266.
1045
Hansen, Birgitte, Hugo Fjelsted Alrøe, Erik Steen Kristensen (2001). “Approaches to assess the environmental
impact of organic farming with particular regard to Denmark”. Agriculture, Ecosystems and
Environment, 83: 11–26.
Hodge, I., (1993). “Sustainability: putting principles into practice. An application to agricultural systems”.
Rural Economy and Society Study Group, Royal Holloway College.
Jordan, C.F. (2004). “Organic farming and agroforestry: Alleycropping for mulch production for organic farms
of southeastern United States”. Agroforestry Systems, 61: 79–90.
Kuiper, Juliette (1997). “Organic mixed farms in the landscape of a brook valley. How can a co-operative of
organic mixed farms contribute to ecological and aesthetic qualities of a landscape?”. Agriculture,
Ecosystems and Environment, 63: 121 – 132.
Lampkin, N. (1999). “Organic Farming”. Farming Press. UK. 715 pp.
Νομαρχιακή Αυτοδιοίκηση Λάρισας (2005). “Γενικά χαρακτηριστικά του νομού Λάρισας.” Διαθέσιμο στο
http://www.larissa.gr/nominfo.doc στις 15 Οκτωβρίου, 2005.
Νομαρχιακή Αυτοδιοίκηση Μαγνησίας (2005). Στρατηγικό σχέδιο Ανάπτυξης Μαγνησίας. Χωροταξική Μελέτη.
Τμήμα Μηχανικών Χωροταξίας, Πολεοδομίας και Περιφερειακής Ανάπτυξης, Πολυτεχνική Σχολή,
Πανεπιστήμιο Θεσσαλίας.
Νομαρχιακή Αυτοδιοίκηση Φθιώτιδας (2005). “Γενικά χαρακτηριστικά του νομού Φθιώτιδας.” Διαθέσιμο στη
Νομαρχία Φθιώτιδας.
Pimentel, D., J. Krummel and A, Dritschilo, (1976). “Food, Energy and Population”. Science 193: 1074-1076.
Rigby, D. και D. Caaceres (2001). “Organic farming and the sustainability of agricultural systems.”
Agricultural Systems 68: 21-40.
Rosset, P.M. and Altieri, M.A., (1997). “Agroecology versus input substitution: A fundamental contradiction of
sustainable agriculture”. Society & Natural Resources, 10: 3.
Saba, A. and Messina, F. (2002). “Attitudes towards organic foods and risk/benefit perception associated with
pesticides”. Food Quality and Preference 14: 637-645.
Seppänen, Laura and Helenius Juha (2004). “Do inspection practices in organic agriculture serve organic
values? A case study from Finland”. Agriculture and Human Values, 21: 1–13.
Σιάρδος Γ., Κουτσούρης Α., (2002). «Αειφορική Γεωργία και Ανάπτυξη». Εκδόσεις ΖΥΓΟΣ, Θεσσαλονίκη.
Stolze, M., Piorr, A., Haring, A. and Dabbert, S. (2000). “The environmental impacts of organic farming in
Europe”. Organic farming in Europe, 6, Stuttgart, University of Stuttgart-Hohenheim.
Tamis, W.L.M. and W.J. van den Brink (1999). “Conventional, integrated and organic winter wheat production
in The Netherlands in the period 1993–1997”. Agriculture, Ecosystems and Environment, 76: 47–59.
Verhoog, Henk, Matze Mirjam, Lammerts Van Bueren Edith, and Baars Ton (2003). “The role of the concept
of the natural (naturalness) in organic farming”. Journal of Agricultural and Environmental Ethics, 16:
29–49.
1046
Η ΔΙΑΚΙΝΗΣΗ ΤΩΝ ΒΙΟΛΟΓΙΚΩΝ ΠΡΟΪΟΝΤΩΝ ΣΤΟΥΣ ΝΟΜΟΥΣ: ΛΑΡΙΣΑΣ,
ΜΑΓΝΗΣΙΑΣ ΦΘΙΩΤΙΔΑΣ
Σαρρή Ε 1 ., Γιούργα Χ 2 ., Λούμου Α 3 Δάντσης Θ 4 .
ΠΕΡΙΛΗΨΗ
Η βιολογική γεωργία αποτελεί σήμερα αντικείμενο διαλόγου ανάμεσα στις συμβαλλόμενες πλευρές που
εμπλέκονται στην εφαρμογή της - βιοκαλλιεργητές, καταναλωτές, έμποροι, επιστήμονες κ.λ.π.. Η σχέση του
παραγωγού με την αγροβιομηχανία, η σχέση γεωργίας-περιβάλλοντος, η σχέση παραγωγού-καταναλωτή είναι
μερικά από τα ζητήματα που έχουν τεθεί στο τραπέζι του διαλόγου.
Η παρούσα έρευνα διερευνά την υιοθέτηση από τους βιοκαλλιεργητές των αρχών της βιολογικής
γεωργίας ως προς τη διακίνηση των παραγόμενων από αυτούς προϊόντων. Η μεθοδολογική προσέγγιση γίνεται
με τη διερεύνηση της γνώσης, της στάσης και της συμπεριφοράς του βιοκαλλιεργητή ως προς τη διακίνηση των
βιολογικών προϊόντων του. Η εμπειρική έρευνα, πραγματοποιήθηκε σε τρεις νομούς της χώρας τους νομούς
Λάρισας, Μαγνησίας και Φθιώτιδα και για τις ανάγκες της χρησιμοποιήθηκε η τεχνική του δομημένου
ερωτηματολογίου, που πραγματοποιήθηκε σε 169 γεωργούς – διαχειριστές βιολογικών εκμεταλλεύσεων και
βιολογικών κτηνοτροφικών μονάδων.
Η υιοθέτηση και εφαρμογή συγκεκριμένα της αρχής της άμεσης σύνδεσης καταναλωτή-παραγωγού
αποτελεί σημαντικό παράγοντα για να μπορέσει να μεταβάλλει το γεωργικό τομέα προς μια αειφορική
κατεύθυνση, λαμβάνοντας υπόψη τόσο περιβαλλοντικά όσο και κοινωνικά στοιχεία. Η υιοθέτηση και
εφαρμογή της παραπάνω αρχής συναντά σημαντικά εμπόδια στην πράξη αφού η βιολογική γεωργία μέχρι
σήμερα δεν φαίνεται να μεταβάλλει την σχέση της με το αγροτροφικό σύμπλεγμα. Από την έρευνα που
διεξήχθη παρατηρήθηκε ότι οι βιοκαλλιεργητές δεν έχουν προσανατολιστεί προς μία συγκεκριμένη κατεύθυνση
σχετικά με τη διακίνηση και τη διάθεση των βιολογικών προϊόντων. Αυτό οφείλεται κυρίως στο γεγονός ότι οι
βιολογικοί καλλιεργητές και κτηνοτρόφοι δεν γνωρίζουν επαρκώς το θεωρητικό πλαίσιο που η ίδια η βιολογική
γεωργία έχει θέσει και συμπεριφέρονται με βάση προσωπικά κριτήρια. Ακόμη, οι βιοκαλλιεργητές φαίνεται να
προβληματίστηκαν για πρώτη φορά σε θέματα σχετικά με τον τρόπο προώθησης των βιολογικών προϊόντων
και τη διακίνησή τους στην αγορά, κατά τη συμπλήρωση του ερωτηματολογίου.
1
Περιβαλλοντολόγος, Παπαποστόλου 1, Αγριά-Βόλου, 37300, [email protected]
Αναπλ. Καθηγήτρια, Τμήμα Περιβάλλοντος, Πανεπιστήμιο Αιγαίου, Λόφος Πανεπιστημίου, Μυτιλήνη 81100, [email protected]
3
Επίκ. Καθηγήτρια, Τμήμα Τεχνολογίας Γεωργικών Προϊόντων, ΤΕΙ Καλαμάτας, Αντικάλαμος, Καλαμάτα 24100,
[email protected]
4
Οικονομολόγος, M.Sc. Περιβαλλοντική Πολιτική και Διαχείριση Τμήμα Περιβάλλοντος, Πανεπιστήμιο Αιγαίου, Λόφος
Πανεπιστημίου, Μυτιλήνη 81100, [email protected]
2
1047
Λέξεις Κλειδιά:
Βιολογική Γεωργία, Αγορά βιολογικών προϊόντων, Κανάλια διακίνησης βιολογικών
προϊόντων, Άμεση σχέση παραγωγού-καταναλωτή, Βιοκαλλιεργητές, Αρχές της Βιολογικής Γεωργίας, Ελλάδα
1. Εισαγωγή
Η αύξηση στην παραγωγή και στην κατανάλωση βιολογικών τροφίμων είναι μια από τις
σημαντικότερες τάσεις της αγοράς της σύγχρονης εποχής. Οι υποστηρικτές της βιολογικής γεωργίας θεωρούν
ότι ο βιολογικός τρόπος παραγωγής των προϊόντων θα βοηθήσει στη διατήρηση του περιβάλλοντος, στη
βελτίωση της υγείας των ανθρώπων και στη δημιουργία καλύτερων συνθηκών για τους εργαζομένους στη
γεωργία (Kahn et al., 1999). Υπό αυτές τις προοπτικές, η αγορά των βιολογικών προϊόντων έχει τη δυνατότητα
να δημιουργήσει σημαντικές αλλαγές στο αγροτροφικό σύστημα (Allen and Kovach, 2000).
Υπό το πνεύμα αυτό οι περισσότερες αναπτυγμένες ευρωπαϊκές χώρες επιδιώκουν να προωθήσουν τη
βιολογική γεωργία. Η βιολογική γεωργία αναγνωρίζεται ως σημαντικός παράγοντας που συνεισφέρει στη
βιώσιμη γεωργική ανάπτυξη, και μπορεί πρόσθετα να βοηθήσει στη μείωση της παραγωγής πλεονάσματος από
τη συμβατική γεωργία. Μια αμεσότερη πρόσθετη ανησυχία είναι ο αυξανόμενος αριθμός σκανδάλων για την
ποιότητα των τροφίμων κατά τη διάρκεια των τελευταίων ετών, λόγω των οποίων έχει βελτιωθεί η
πληροφόρηση των παραγωγών και των καταναλωτών (Hamm et al. 2002).
Προκειμένου να οριστεί η έννοια της βιολογικής γεωργίας, φαίνεται σκόπιμο να αναφερθούμε στον
ορισμό που έχει αναπτυχθεί από τον κώδικα τροφίμων. Ο κώδικας θεωρεί τη βιολογική γεωργία ως ένα
σφαιρικό σύστημα γεωργικής παραγωγής (φυτικών και ζωικών προϊόντων) που ευνοεί τις πρακτικές
διαχείρισης, μάλλον, παρά την προσφυγή σε παράγοντες παραγωγής εξωτερικής προέλευσης. Με την οπτική
αυτή, οι καλλιεργητικές, βιολογικές και μηχανικές, μέθοδοι χρησιμοποιούνται κατά προτίμηση σε σχέση με
χημικά συνθετικά προϊόντα (Φωτόπουλος και Κρυστάλλης, 2003).
Από τις βασικές αρχές της βιολογικής γεωργίας είναι η άμεση σχέση παραγωγού-καταναλωτή, η οποία
τονίζεται από πλήθος ερευνητών (Starr et al, 2003; Stagl Sigrid, 2002; Sabine U. O’Hara, 2001).
Έτσι, η βιολογική γεωργία προωθεί τα προϊόντα της σε τοπικές αγορές, φέρνοντας σε άμεση επαφή
παραγωγούς και καταναλωτές, δημιουργώντας με αυτόν τον τρόπο μια αμοιβαία εμπιστοσύνη μεταξύ των
δύο πλευρών (IFOAM, 2002). Επίσης, σύμφωνα με την η «αρχή της τοπικότητας», η παραγωγή εξειδικεύεται
και ενισχύεται τοπικά με όσο γίνεται μεγαλύτερη συρρίκνωση του εμπορίου σε μεγάλες αποστάσεις
(ΠΑΝ.Δ.ΟΙΚ.Ο.,2002). Με αυτόν τον τρόπο επιτυγχάνεται η άμεση επαφή του καταναλωτή με τον
παραγωγό.
Ο παραγωγός θα πρέπει να επιλέγει συγκεκριμένα κανάλια διανομής των προϊόντων του, έτσι ώστε να
έρχεται σε άμεση επαφή με τον καταναλωτή (άμεσο μάρκετινγκ) και να γνωρίζει την αγορά στην οποία
απευθύνεται. Έτσι, μπορεί να παρακολουθεί τις προτιμήσεις των καταναλωτών και τις ανάγκες τους, σε ότι
αφορά θέματα ποιότητας και ποικιλίας των προϊόντων, μεταβάλλοντας ανάλογα την παραγωγή του. Από την
άλλη πλευρά, έχει ιδιαίτερη σημασία η επαφή του καταναλωτή με τον παραγωγό, αφού ο καταναλωτής έχει
1048
πληροφόρηση για τον τρόπο παραγωγής των προϊόντων που καταναλώνει και για τα προβλήματα που
παρουσιάζονται κατά την παραγωγή τους (Stagl, 2002).
Στο διεθνές εμπόριο, η αγορά των βιολογικών τροφίμων περιλαμβάνει ένα σημαντικό αριθμό
αναπτυσσόμενων χωρών που τα παράγουν, γεγονός που αντιβαίνει στην αρχή της άμεσης επαφής παραγωγούκαταναλωτή (Marian Garcia Martinez, Felipe Ban˜ados, 2004).
Τα τελευταία χρόνια η παραγωγή βιολογικών προϊόντων έχει διαδοθεί σε πάνω από 100 χώρες
παγκοσμίως, με ένα μεγάλο μέρος αυτής της αύξησης της παραγόμενης ποσότητας να είναι προσανατολισμένο
στις εξαγωγές βιολογικών προϊόντων (Barrett et all, 2002). Εκτιμάται ότι το εμπόριο βιολογικών προϊόντων
μεταξύ των αναπτυγμένων και των αναπτυσσόμενων χωρών ανέρχεται στα 500 εκατομμύρια δολάρια, και
αναμένεται να αυξηθεί σημαντικά τα επόμενα χρόνια (Blowfield et Al, 1999 FAO, 1999a). Οι χώρες της
Λατινικής Αμερικής παρουσιάζουν αξιοσημείωτη αύξηση στην παραγωγή βιολογικών προϊόντων, γεγονός,
όμως, που δεν αναιρεί τις εξαγωγικές δραστηριότητες, σε βιολογικά προϊόντα, χωρών της Ασίας και της
Αφρικής (Raynolds, 2000).
Η βιολογική γεωργία αναπτύσσεται με γρήγορους ρυθμούς παγκοσμίως και τα προϊόντα της έχουν
καταλάβει ήδη τμήμα από την παγκόσμια αγορά. Ο ρυθμός εισαγωγής των βιολογικών προϊόντων στην
αγορά αγγίζει το 20% ετησίως στον Καναδά και στις Ηνωμένες Πολίτες της Αμερικής. Έρευνα που έγινε για
την αγορά των ΗΠΑ έδειξε ότι το 54% των αμερικανών καταναλωτών προτιμά να αγοράζει προϊόντα που
έχουν παραχθεί βιολογικά (McMichael, 1999).
Η απόφαση αγοράς βιολογικών προϊόντων είναι μια μορφή αναζήτησης ποιοτικών και ασφαλών
τροφίμων, καθώς και ένας τρόπος έκφρασης της ευαισθητοποίησης των καταναλωτών σε θέματα
περιβαλλοντικής προστασίας. Η ένδειξη «προϊόν βιολογικής γεωργίας» είναι πράγματι η πρώτη «οικοετικέτα», το πρότυπο όλων των προσπαθειών εμπορίας μιας περιβαλλοντικής αξίας (Lipson, 1998).
Τα κύρια χαρακτηριστικά της αγοράς βιολογικών προϊόντων στην Ελλάδα είναι η έλλειψη οργάνωσης
της εμπορίας και διάθεσής τους, η χαμηλή ένταση στην αγορά και ο περιορισμένος αριθμός σημείων
πώλησής τους. Η δομή της αγοράς των βιολογικών προϊόντων στην Ελλάδα ακολουθεί σε κάποιο βαθμό τα
πρότυπα των κρατών – μελών της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Σε γενικές γραμμές μπορεί να περιγραφεί με
παραδοσιακά κανάλια διανομής και περιορισμένη οργάνωση της δομής της (Φωτόπουλος, Κρυστάλλης,
2003).
Η διακίνηση των βιολογικών προϊόντων γίνεται:
•
με επίσκεψη των καταναλωτών στο αγρόκτημα,
•
στις λαϊκές αγορές,
•
σε ειδικά καταστήματα βιολογικών προϊόντων και
•
σε ορισμένες μεγάλες αλυσίδες πολυκαταστημάτων (Μπεριάτος και Ψαλτόπουλος, 2003).
Οι εντάσεις μεταξύ ενός όλο και περισσότερο παγκοσμιοποιημένου συστήματος παραγωγής τροφίμων
και του φυσικού περιβάλλοντος δεν έχουν περάσει απαρατήρητες. Οι αυξανόμενες ανησυχίες για την ποιότητα
των τροφίμων, και για τις επιπτώσεις που επιφέρει το σημερινό σύστημα παραγωγής στο περιβάλλον και στην
υγεία του ανθρώπου, είναι ένας τρόπος υπενθύμισης της ανθρώπινης εξάρτησης από το φυσικό σύστημα, το
1049
οποίο παρέχει στον άνθρωπο είδη που καλύπτουν τις βασικές του ανάγκες. Αυτό που είναι κρίσιμο, είναι η
δυνατότητα να διατηρηθεί το φυσικό σύστημα μέσα στο πέρασμα του χρόνου. Λαμβάνοντας υπόψη την
κεντρική σημασία της παραγωγής τροφίμων δεν είναι περίεργο ότι οι αγορές τροφίμων, παρά τις τρέχουσες
τάσεις παγκοσμιοποίησης, δείχνουν τα όρια των παγκόσμιων αγορών (Sabine and Stagl, 2001).
Το ζήτημα των «εξαγόμενων – εισαγόμενων» προϊόντων προέκυψε από τους εμπλεκόμενους στην
παραγωγή τροφίμων και κυρίως από το κίνημα της βιολογικής γεωργίας. Το ζήτημα αυτό στρέφεται γύρω
από τις αρνητικές περιβαλλοντικές επιπτώσεις που προκύπτουν από τις μεταφορές τροφίμων και κυρίως από
τις μεταφορές μεγάλων αποστάσεων (Browne et al. , 2000).
Αντικειμενικός σκοπός συγκεκριμένης έρευνας είναι η διερεύνηση της γνώσης των βιοκαλλιεργητών
για τις αρχές της βιολογικής γεωργίας και συγκεκριμένα για τον τρόπο διακίνησης των προϊόντων τους, αλλά
και της στάσης και συμπεριφοράς τους ως προς την εμπορία των προϊόντων που παράγουν.
2. Επιλογή περιοχής έρευνας
Στον ελλαδικό χώρο υπάρχουν μεγάλες διαφορές στην υιοθέτηση της βιολογικής γεωργίας μεταξύ των
περιφερειών και των νομών της χώρας. Μεγάλες διαφοροποιήσεις αφορούν στα είδη των καλλιεργειών των
βιολογικών εκτάσεων (Βακουφάρης κ.ά., 2002).
Προκειμένου να υπάρχει αντιπροσωπευτικότητα στο δείγμα των βιοκαλλιεργητών η γεωγραφική
περιοχή της μελέτης περιλαμβάνει τρεις αγροτικούς νομούς της Ελλάδας:
•
το νομό Λάρισας, όπου παράγονται βιολογικά κυρίως κηπευτικά και αροτραία φυτά
•
το νομό Μαγνησίας, στον οποίο καλλιεργούνται πολυετή φυτά και συγκεκριμένα ελιά και οπωροφόρα
δέντρα και
•
το νομό Φθιώτιδας, όπου κυριαρχεί η βιοκαλλιέργεια της ελιάς, όμως σημαντικό ποσοστό των
βιολογικά καλλιεργούμενων εκτάσεων του νομού καλύπτει η αμπελοκαλλιέργεια.
Τα στοιχεία, που αφορούν στο έτος 2005, συλλέχθηκαν από προσωπική επαφή με τους αρμόδιους φορείς της
Νομαρχιακής Αυτοδιοίκησης Λάρισας, Μαγνησίας και Φθιώτιδας.
3. Μεθοδολογική προσέγγιση
Η μεθοδολογική προσέγγιση του θέματος γίνεται με τη διερεύνηση της γνώσης των αρχών της
βιολογικής γεωργίας από τους βιοκαλλιεργητές, και συγκεκριμένα της αρχής που αφορά στην εμπορία των
βιολογικών προϊόντων, αλλά και της στάσης και συμπεριφοράς τους κατά τη διάθεση των προϊόντων που
παράγουν.
Ο συνολικός αριθμό των βιοκαλλιεργητών στην περιοχή της έρευνας ήταν 244 και σε αυτούς δεν
συμπεριλαμβάνονται οι βιοκαλλιεργητές της νησιωτικής περιοχής του Ν. Μαγνησίας και αυτοί που
καλλιεργούσαν αποκλειστικά βιολογική ελιά στο Ν. Φθιώτιδας. Από την επιτόπια έρευνα προσδιορίσθηκαν
181 ενεργοί βιοκαλλιεργητές και στην έρευνα συμμετείχαν οι 169 από αυτούς. Η στατιστική επεξεργασία των
δεδομένων έγινε με το στατιστικό πακέτο S.P.S.S. (Statistical Packet for Social Sciences).
1050
4. Αποτελέσματα της έρευνας
Από τα αποτελέσματα της έρευνας διαπιστώνεται ότι η γνώση των βιοκαλλιεργητών για τους χώρους
διακίνησης-διάθεσης των βιολογικών προϊόντων δεν έρχεται σε συμφωνία με τις αρχές της βιολογικής
γεωργίας ως προς αυτό. Οι βιοκαλλιεργητές φαίνεται ότι ή έχουν άγνοια της αρχής της άμεσης σχέσης
παραγωγού-καταναλωτή ή ενδεχόμενα δεν έχουν προβληματιστεί ως προς τον τρόπο διακίνησης των
βιολογικών προϊόντων. Συγκεκριμένα, το 26% των ερωτηθέντων απάντησε πως τα βιολογικά προϊόντα θα
έπρεπε να πωλούνται απευθείας στον καταναλωτή είτε μέσω ειδικών λαϊκών αγορών είτε μέσω επίσκεψης
στο αγρόκτημα που τα προϊόντα παράγονται. Αντίθετα, το 59,8% των βιοκαλλιεργητών θεωρεί ότι τα
βιολογικά προϊόντα θα έπρεπε να πωλούνται όπου υπάρχει αγορά, ακόμη και μέσω πολυκαταστημάτων,
επηρεασμένο από τον κυρίαρχο τρόπο διακίνησης των γεωργικών προϊόντων. Τέλος το 14,2% δήλωσε ότι
δεν γνωρίζει που θα έπρεπε να πωλούνται τα βιολογικά προϊόντα.
Προκειμένου να διερευνηθεί αν υπάρχουν χαρακτηριστικά που διαφοροποιούν το επίπεδο γνώσης των
βιοκαλλιεργητών ως προς τον τρόπο διακίνησης των προϊόντων τους ελέγχθηκε το επίπεδο εκπαίδευσης τους
και το μέγεθος της βιοκαλλιεργούμενης έκτασης των εκμεταλλεύσεων τους. Ο στατιστικός έλεγχος (Χ2) τόσο
ως προς το εκπαιδευτικό επίπεδο όσο και ως προς το μέγεθος της βιοκαλλιεγούμενης έκτασης των
εκμεταλλεύσεων δεν έδειξε διαφορές. Επομένως, η γνώση για το χώρο διακίνησης-διάθεσης των βιολογικών
προϊόντων είναι παρόμοια μεταξύ των ερωτηθέντων βιοκαλλιεργητών, ανεξάρτητα από το εκπαιδευτικό τους
επίπεδο, αλλά και το μέγεθος της βιοκαλλιέργειας που διαχειρίζονται.
Η εκτίμηση της στάσης των βιοκαλλιεργητών σχετικά με τη διακίνηση-διάθεση των βιολογικών
προϊόντων τους πραγματοποιήθηκε
με τη βοήθεια της κλίμακας Likert. Οι βιοκαλλιεργητές
προσανατολίζονται θετικά ή αρνητικά ως προς την αρχή της άμεσης σχέσης παραγωγού-καταναλωτή, μέσω
προτάσεων που υποδεικνύουν τη στάση τους σε διάφορους τρόπους διακίνησης των βιολογικών προϊόντων.
Οι δυνατές απαντήσεις βαθμολογήθηκαν από 1 (συμφωνώ απόλυτα) έως 5 (διαφωνώ απόλυτα). Στην
περίπτωση που ο μέσος όρος των απαντήσεων σε κάθε πρόταση ήταν μεγαλύτερος του 3 θεωρείται ότι οι
βιοκαλλιεργητές προσανατολίζονται αρνητικά ως προς την πρόταση, ενώ αν είναι μικρότερος του 3 θεωρείται
ότι προσανατολίζονται θετικά. (Bard S. and Barry P., 2000).
Ως προς την πρόταση ότι “τα βιολογικά προϊόντα θα πρέπει να πωλούνται όπου υπάρχει αγορά” (Πίν.1), ο
μέσος όρος είναι 2,04, επομένως οι βιοκαλλιεργητές συμφωνούν με τη συγκεκριμένη πρόταση, η οποία όμως
έρχεται σε αντίθεση με την αρχή της άμεσης σχέσης παραγωγού-καταναλωτή.
Η απάντηση στην πρόταση “Ο βιοκαλλιεργητής πρέπει να πουλάει τα προϊόντα του απευθείας στους
καταναλωτές” με μέσο όρο 2,38 υποδεικνύει ότι οι βιοκαλλιεργητές συμφωνούν και με αυτήν που ακολουθεί
την αρχή της άμεσης σύνδεσης. Από τις δύο αυτές απαντήσεις διαπιστώνεται μία αντίφαση στη στάση τους.
Προκειμένου να εκτιμηθεί η συνέπεια των προηγούμενων απαντήσεων ως προς τη σχέση παραγωγού
καταναλωτή, χρησιμοποιήθηκαν τρεις επιπλέον προτάσεις (Πιν. 1).
1051
Από αυτές διαπιστώθηκε επίσης ότι οι βιοκαλλιεργητές συμμερίζονται την άποψη ότι η ανάπτυξη της
βιολογικής γεωργίας πρέπει να στηριχθεί στις εξαγωγές βιολογικών προϊόντων (μέσος όρος 2,22) και στην
πώληση τους από πολυκαταστήματα (μέσος όρος 2,42), ενώ παράλληλα συμφωνούν και με την άποψη ότι οι
παραγωγοί βιολογικών προϊόντων πρέπει να απευθύνονται κυρίως στην τοπική αγορά (μέσος όρος 2,69).
Επομένως ενισχύεται η διαπίστωση για την αντίφαση που διέπει τη στάση τους ως προς τη σχέση παραγωγού
καταναλωτή. Δηλαδή υποδεικνύεται ότι οι ερωτηθέντες συμφωνούν με όλες τις προτάσεις που κλίθηκαν να
απαντήσουν είτε αυτές είναι θετικές είτε αρνητικές ως προς την αρχή της άμεσης σχέσης παραγωγούκαταναλωτή.
Η σύγχυση στην οποία βρίσκονται οι βιοκαλλιεργητές ενδεχόμενα οφείλεται αφ΄ ενός στην κυρίαρχη
τάση της αγοράς ως προς την εμπορία των γεωργικών προϊόντων γενικά και αφ΄ ετέρου στην ελλιπή
ενημέρωσή τους στο θεωρητικό πλαίσιο της βιολογικής γεωργίας στο οποίο και φαίνεται ότι
προβληματίστηκαν για πρώτη φορά ιδιαίτερα σε θέματα που σχετίζονται με τη διακίνηση-διάθεση των
βιολογικών προϊόντων.
Πίνακας 1: Μέσος όρος και τυπική απόκλιση για τις στάσεις των βιοκαλλιεργητών ως προς την αρχή της
άμεσης σύνδεσης παραγωγού-καταναλωτή
Πρόταση
Τα βιολογικά προϊόντα θα πρέπει να πωλούνται όπου υπάρχει αγορά.
Ο βιοκαλλιεργητής πρέπει να πουλάει τα προϊόντα του απευθείας
στους καταναλωτές.
Οι εξαγωγές βιολογικών προϊόντων επιβάλλονται για την ανάπτυξη
της βιολογικής γεωργίας.
Η πώληση βιολογικών προϊόντων μέσα από τα πολυκαταστήματα
επιβάλλεται για την ανάπτυξη της βιολογικής γεωργίας.
Οι παραγωγοί βιολογικών προϊόντων πρέπει κυρίως να απευθύνονται
στην τοπική αγορά.
Σύνολο
Μέσος
Τυπική
όρος
Απόκλιση
2,04
0,93
2,38
1,21
2,22
0,94
2,42
1,10
2,69
1,18
Σε ότι αφορά στη συμπεριφορά των βιοκαλλιεργητών ως προς τον τρόπο διακίνησης-διάθεσης των
προϊόντων τους, η έρευνα έδειξε ότι το 36,1% των ερωτώμενων προωθούν μόνοι τους τα προϊόντα που
παράγουν στην αγορά και έρχονται σε άμεση επαφή με τους καταναλωτές. Το 36,7% των βιοκαλλιεργητών
προωθούν τα προϊόντα τους στην αγορά μέσω χονδρεμπόρων με προορισμό την Ελλάδα ή το εξωτερικό. Το
1052
7,7% των βιοκαλλιεργητών διαθέτουν τα προϊόντα τους μέσω ομάδας παραγωγών στην οποία και ανήκουν
και το 19,5% διαθέτει τα προϊόντα του με μεικτό τρόπο (χονδρεμπόριο - άμεση πώληση). Και στην
περίπτωση αυτή ο στατιστικός έλεγχος Χ2 έδειξε ότι η συμπεριφορά των βιοκαλλιεργητών είναι παρόμοια
δηλαδή δεν σχετίζεται με το εκπαιδευτικό τους επίπεδο ή το μέγεθος της βιοκαλλιεργούμενης από αυτούς
έκτασης.
Η συμμετοχή των βιοκαλλιεργητών γενικά στην εμπορία των προϊόντων τους ελέγχθηκε και με άλλες
παραμέτρους όπως η τυποποίηση και η συσκευασία. Από τα αποτελέσματα της έρευνας προέκυψε ότι το 21,9%
των βιοκαλλιεργητών τυποποιεί ή συσκευάζει τα βιολογικά προϊόντα που παράγει.
5. Συμπεράσματα - Συζήτηση
Από τα αποτελέσματα της έρευνας υποδεικνύεται ότι οι βιοκαλλιεργητές έχουν παρόμοια γνώση για τις
αρχές της εμπορίας των βιολογικών προϊόντων και
συμπεριφέρονται παρόμοια κατά τη διακίνηση των
προϊόντων τους ανεξάρτητα από το εκπαιδευτικό τους επίπεδο ή τη βιολογική έκταση που διαχειρίζονται. Από
αυτούς σχετικά περιορισμένος αριθμός στη συγκεκριμένη περιοχή γνωρίζει την αρχή του άμεσου marketing,
δηλαδή την άμεση σχέση παραγωγού-καταναλωτή, που συνδιαμορφώνει το θεωρητικό πλαίσιο της βιολογικής
γεωργίας. Το ίδιο παρατηρείται και ως προς τη στάση τους για τον τρόπο διακίνησης-διάθεσης των βιολογικών
τους προϊόντων, όπου φαίνεται ότι θεωρούν παραδεκτούς όλους τους τρόπους διακίνησης των προϊόντων τους
προκειμένου να ενισχυθεί η βιοκαλλιέργεια και να διατίθενται απρόσκοπτα τα προϊόντα της. Βέβαια η στάση
αυτή είναι αναμενόμενη αφού η πλειονότητα των βιοκαλλιεργητών έχει άγνοια της άμεσης σχέσης παραγωγούκαταναλωτή.
Η βιολογική γεωργία εξ ορισμού δεν περιορίζεται μόνο στην οικολογική διάσταση του συγκεκριμένου
παραγωγικού συστήματος, αλλά ταυτόχρονα επιδιώκει την επίτευξη οικονομικής και κοινωνικής βιωσιμότητας.
Η IFOAM (1998), ανάμεσα στους στόχους που έχει θέσει, αναφέρει ότι η βιολογική γεωργία «οφείλει να
αναπτύξει μία ολοκληρωμένη παραγωγή, διαδικασίες και κανάλια διανομής που να είναι κοινωνικά δίκαια και
οικολογικά υπεύθυνα». Η υιοθέτηση και εφαρμογή συγκεκριμένα της αρχής της άμεσης σύνδεσης
καταναλωτή-παραγωγού αποτελεί σημαντικό παράγοντα για να μπορέσει να μεταβάλλει το γεωργικό τομέα
προς μια αειφορική κατεύθυνση, λαμβάνοντας υπόψη τόσο περιβαλλοντικά όσο και κοινωνικά στοιχεία.
Η υιοθέτηση και εφαρμογή της παραπάνω αρχής συναντά σημαντικά εμπόδια στην πράξη αφού η
βιολογική γεωργία μέχρι σήμερα δεν φαίνεται να μεταβάλλει την σχέση της με το αγροτροφικό σύμπλεγμα ως
προς τη διακίνηση των προϊόντων της. Και στην παρούσα έρευνα παρατηρήθηκε ότι οι βιοκαλλιεργητές δεν
έχουν προσανατολιστεί προς την κατεύθυνση της άμεσης διακίνησης και διάθεσης των βιολογικών προϊόντων
και φάνηκε να προβληματίστηκαν για πρώτη φορά σε αυτό το θέμα. Αυτό ενδεχόμενα είναι συνέπεια του
γεγονότος ότι οι βιολογικοί καλλιεργητές και κτηνοτρόφοι δεν γνωρίζουν επαρκώς το θεωρητικό πλαίσιο της
βιολογικής γεωργίας, έχουν ελλιπή ενημέρωση πάνω σε αυτό και συμπεριφέρονται με βάση προσωπικά
κριτήρια.
Παρόλα αυτά στο επίπεδο της δράσης οι βιοκαλλιεργητές φαίνεται να εφαρμόζουν την αρχή του
άμεσου marketing, αφού στην πλειονότητά τους διακινούν το σύνολο της παραγωγής τους είτε άμεσα είτε
1053
μέσω ομάδας παραγωγών ή τέλος ένα μέρος αυτής με άμεση διάθεση. Επίσης δεν είναι αμελητέο το τμήμα των
βιοκαλλιεργητών που κατά την εμπορία των προϊόντων του επεκτείνεται και στην τυποποίηση και συσκευασία.
Το ότι, οι βιοκαλλιςεργητές αν και δεν γνωρίζουν την αρχή της άμεσης διάθεσης και έχουν αμφιταλαντευόμενη
στάση στο θέμα αυτό, στην πράξη όμως δρουν σε ικανοποιητικό βαθμό σύμφωνα με αυτήν, υποδεικνύει ότι ο
συγκεκριμένος τρόπος διάθεσης αποτελεί αποσπασματικό τμήμα της βιολογικής γεωργίας, που αποδίδεται στα
μεγαλύτερα οικονομικά οφέλη, τα οποία αυτοί διασφαλίζουν, και όχι στη συνειδητοποίησή τους ότι
συμμετέχουν σε ένα εναλλακτικό παραγωγικό σύστημα. Το γεγονός αυτό υποδεικνύει και ο παρόμοιος τρόπος
διάθεσης από τους βιοκαλλιεργητές των προϊόντων τους που δεν συνδέεται με το εκπαιδευτικό τους επίπεδο
ή/και την βιολογική έκταση που διαχειρίζονται.
Είναι φανερό ότι ακόμη και στο επίπεδο της δράσης στην εμπορία των βιολογικών προϊόντων η τάση
διαμορφώνεται σύμφωνα με τους υφιστάμενα μέτρα που η αγροτική πολιτική προωθεί γενικά για την εμπορία
των γεωργικών προϊόντων, ενσωματώνοντας την εμπορία των βιολογικών προϊόντων στο κυρίαρχο σύστημα
εμπορίας.
6. Βιβλιογραφία
Ξένη Βιβλιογραφία
•
Allen, P. and Kovach, M. (2000) “The capitalist composition of organic: The potential of markets in
fulfilling th promise of organic agriculture”
•
Bard S. and Barry P. (2000). “Developing a scale for assessing risk attitudes of agricultural decision
makers”. International Food and Agribusiness Management Review 3: 9–25
•
Barrett H.R., Browne A.W., Harris P.J.C, Cadoret K. (2002) “Organic certification and the UK
market:organic imports from developing countries”
•
Blowfield, M., A. Malins, B. Maynard, and V. Nelson (1999), “Ethical trade and sustainable rural
livelihoods.” Chatham: Natural Resources Institute.
•
Browne, A.W Harris, P.J.C. Hofny, A.H. -Collins b, N. Pasiecznik b, R.R. Wallace (2000), “Organic
production and ethical trade: definition, practice and links”
•
FAO (1999a), “Organic agriculture.” COAG/99/9 Rome: FAO
•
Hamm, U. Gronefeld, F. Harlpin, D (2002) “Analysis of the European market for organic food”
•
IFOAM, International Federation of Organic Agriculture Movements (2002). “IFOAM Norms for
organic production and processing 2002: General principles, recommendations and standards.”
Διαθέσιμο στο http://www.ifoam.org στις 15 Οκτωβρίου, 2005
•
Kahn, G., C. Weakley, and S. Harper (1999). A response from Small Planet Foods to “Keeping it
‘organic’:
Making
sense
out
of
the
processing
of
organic
food.”
Available
at
http://www.ccof.org/articles/html
1054
•
Lipson, M. (1998) “ The first “Eco-Label”: Lessons from the Organic Experience” Eco Labeling for
California Winegrapes: a Working Conference Proceedings, February 4, Sacramento, available at
http://www.sarep.ucdavis.edu
•
Martinez Marian Garcia, Ban˜ados Felipe (2004) “Impact of EU organic product certification legislation
on Chile organic exports”
•
McMichael, Ph. (1999) “The power of food”
•
Raynolds, Laura T. (2000) Re-embedding global agriculture: The international organic and fair trade
movements
•
Sabine U. O’Hara, Sigrid Stagl (2001) “Global Food Markets and Their Local Alternatives: A SocioEcological Economic Perspective”
•
Stagl Sigrid, (2002) Local Organic food Markets: Potentials and Limitations for Contributing to
Sustainable Development
•
Starr, A. Card, A. Benepe, C. Auld, G. Lamm, D. Smith, K. and Wilken, K., (2003) “Sustaining local
agriculture: Barriers and opportunities to direct marketing between farms and restaurants in Colorado”
Ελληνική Βιβλιογραφία
•
Βακουφάρης, Χ., Α. Κίζος, και Ι. Σπιλάνης (2002). “Η χωρική διαφοροποίηση της ανάπτυξης της
βιολογικής γεωργίας στην Ελλάδα.” Στο Η κοινωνία της υπαίθρου σε ένα μεταβαλλόμενο αγροτικό χώρο
- 7ο Πανελλήνιο Συνέδριο Αγροτικής Οικονομίας. 21-23 Νοεμβρίου, 2002. Αθήνα
•
Μπεριάτος, Η. και Ψαλτόπουλος,Δ. (2003) «Περιβάλλον και Ανάπτυξη της Υπαίθρου : Οικονομικές,
Γεωγραφικές και Περιβαλλοντικές Πτυχές», Εκδόσεις Θεμέλιο, Αθήνα
•
Νομαρχιακή Αυτοδιοίκηση Λάρισας, «Γενικά Χαρακτηριστικά Νομού Λάρισας»
•
Νομαρχιακή Αυτοδιοίκηση Μαγνησίας, «Στρατηγικό σχέδιο Ανάπτυξης Μαγνησίας», Πανεπιστήμιο
Θεσσαλίας-Πολυτεχνική Σχολή, Τμήμα Μηχανικών Χωροταξίας, Πολεοδομίας και Περιφερειακής
Ανάπτυξης, Φεβρουάριος 2005
•
Νομαρχιακή Αυτοδιοίκηση Φθιώτιδας, «Γενικά Χαρακτηριστικά Νομού Φθιώτιδας»
•
ΠΑΝ.Δ.ΟΙΚ.Ο., (2002) «Θέσεις του Πανελληνίου Δικτύου Οικολογικών Οργανώσεων για τη βιολογική
γεωργία και κτηνοτροφία και την ανάπτυξη της υπαίθρου»
•
Φωτόπουλος, Χ. Κρυστάλλης, Α. (2003) «Ο Έλληνας Καταναλωτής Βιολογικών Προϊόντων. Μια
Πανελλήνια Έρευνα Marketing» , Εκδόσεις Αθ. Σταμούλη , Αθήνα
1055
Διερεύνηση της σχετικής αποτελεσματικότητας
εκμεταλλεύσεων ροδακινιάς ολοκληρωμένης διαχείρισης
Α. Θεοχαρόπουλος 1 , Ε. Παπαναγιώτου1
Περίληψη
Η διαπίστωση των προβλημάτων που επέφερε η εφαρμογή της συμβατικής γεωργίας στο περιβάλλον, η
ευαισθησία των καταναλωτών σε θέματα ποιότητας τροφίμων και η ανάγκη διαρθρωτικών αλλαγών σε επίπεδο
γεωργικής εκμετάλλευσης έφεραν στο προσκήνιο εναλλακτικές μορφές γεωργίας, όπως είναι η ολοκληρωμένη
γεωργία ή ολοκληρωμένη διαχείριση καλλιεργειών. Πρόκειται για αειφορικό τρόπο άσκησης της γεωργίας που
στοχεύει στην παραγωγή ασφαλών γεωργικών προϊόντων με ορθολογική διαχείριση των φυσικών πόρων και
ορθή χρήση των εισροών. Στην χώρα μας, η ολοκληρωμένη διαχείριση εφαρμόζεται κυρίως στην καλλιέργεια
της ροδακινιάς και για το λόγο αυτό η παρούσα εργασία επικεντρώθηκε σε αυτόν τον κλάδο. Σκοπός της
εργασίας είναι η διερεύνηση της αποτελεσματικότητας των πιστοποιημένων εκμεταλλεύσεων στην
ολοκληρωμένη διαχείριση. Η έρευνα βασίστηκε σε πρωτογενή στοιχεία που συλλέχθηκαν το 2004 από 100
εκμεταλλεύσεις. Για την ανάλυση των στοιχείων χρησιμοποιήθηκε η μέθοδος DEA, η οποία προσδιορίζει τη
σχετική αποτελεσματικότητα εκμεταλλεύσεων που λειτουργούν κάτω από παρόμοιες συνθήκες. Σύμφωνα με
τα αποτελέσματα, αν και έχει ήδη επιτευχθεί μείωση των ανόργανων εισροών σε σχέση με την συμβατική
καλλιέργεια, εντούτοις αποδεικνύεται ότι υπάρχουν σημαντικές δυνατότητες περαιτέρω μείωσης (21% κατά
μέσο όρο), μέσω βελτίωσης της εσωτερικής οργάνωσης και διαχείρισης. Το μεγαλύτερο ποσοστό, όμως, της
συνολικής τεχνικής αναποτελεσματικότητας οφείλεται στην αναποτελεσματικότητα κλίμακας, ενώ παράλληλα
οι περισσότερες εκμεταλλεύσεις αποδεικνύεται ότι λειτουργούν με αυξανόμενες αποδόσεις κλίμακας, συνεπώς
προτείνεται αύξηση του μεγέθους. Μάλιστα, το μέγεθος της εκμετάλλευσης αποδεικνύεται ότι διαδραματίζει
σημαντικό ρόλο στη διαμόρφωση του ύψους της σχετικής αποτελεσματικότητας. Πιστεύεται ότι τα
συμπεράσματα που εξάγονται από την έρευνα και οι προτάσεις που γίνονται θα βοηθήσουν την πολιτεία και
όλους τους φορείς που εμπλέκονται στο σύστημα ολοκληρωμένης διαχείρισης να λάβουν τα απαραίτητα
μέτρα, ώστε να επιτευχθεί η αύξηση της αποτελεσματικότητας του συστήματος, και έτσι να επιτευχθεί, τόσο η
προστασία του περιβάλλοντος, όσο και η προστασία του εισοδήματος των παραγωγών.
Λέξεις κλειδιά: ολοκληρωμένη διαχείριση, αποτελεσματικότητα, DEA, εισροές, περιβάλλον
1
Εργαστήριο Γεωργικής Οικονομικής Έρευνας, Τομέας Αγροτικής Οικονομίας, Γεωπονική Σχολή, Α.Π.Θ., Τ.Θ. 232, 541 24,
Θεσσαλονίκη (E-mails: [email protected], [email protected])
1056
Εισαγωγή
H ολοκληρωμένη διαχείριση καλλιεργειών (Integrated Crop Management, ICM) ή ολοκληρωμένη
γεωργία (Integrated Agriculture, IA) είναι μία εναλλακτική μορφή γεωργίας, η οποία αναπτύχθηκε εξαιτίας της
αυξανόμενης ανησυχίας των καταναλωτών σε ζητήματα ασφάλειας τροφίμων αλλά και της γενικότερης
ανησυχίας για την αρνητική περιβαλλοντική επίδραση της συμβατικής γεωργίας. Αποτελεί μία από τις δύο
επικρατούσες μορφές αειφορικής γεωργίας (η βιολογική γεωργία είναι η δεύτερη), τόσο στην Ελλάδα, όσο και
σε παγκόσμιο επίπεδο. Όσον αφορά στην αειφορική γεωργία, είναι ένα σύστημα με το οποίο επιτυγχάνεται
οικονομικότητα, είναι οικολογικά παραδεκτό και κοινωνικά δίκαιο και υποστηρίζει όλες τις μορφές ζωής.
Σύμφωνα με τον I.O.B.C. (International Organisation for Biological and Integrated Control of Noxious
Animals and Plants), η ολοκληρωμένη διαχείριση στοχεύει στη μείωση της χρήσης των ανόργανων εισροών
(γεωργικά φάρμακα και λιπάσματα), στην αειφορική παραγωγή υψηλής ποιότητας τροφίμων, στη στήριξη των
γεωργικών εισοδημάτων, στην αντιμετώπιση της μόλυνσης του περιβάλλοντος και στη στήριξη των
πολλαπλών λειτουργιών της γεωργίας (Anonymous, 1999). Σύμφωνα με τους Morris and Winter (1999), η
ολοκληρωμένη διαχείριση καλλιεργειών είναι ένας τρόπος άσκησης της γεωργίας φιλικός προς το περιβάλλον
και οικονομικά ρεαλιστικός, που χρησιμοποιεί τις πιο σύγχρονες διαθέσιμες τεχνικές, ώστε να παραχθούν
προϊόντα υψηλής ποιότητας με τον πιο αποτελεσματικό τρόπο. Πρόκειται για μία μέθοδο γεωργικής
παραγωγής που στοχεύει, τόσο στην προστασία του περιβάλλοντος, όσο και στην προστασία του εισοδήματος
των παραγωγών, και η οποία δίνει την δυνατότητα στους παραγωγούς να ακολουθήσουν τη μέση οδό μεταξύ
βιολογικής και συμβατικής γεωργίας (El Titi, 1999, Elliot and Mumfold, 2002).
Στην Ευρωπαϊκή Ένωση καλλιεργούνται 37 εκατομμύρια στρέμματα με το σύστημα της
ολοκληρωμένης διαχείρισης, που αντιστοιχούν στο 2,71% των γεωργικών εκτάσεων της. Η Αγγλία έχει τη
μεγαλύτερη συμμετοχή στην έκταση ολοκληρωμένης γεωργίας στην Ε.Ε. (περίπου 16 εκ. στρέμματα), ενώ η
Δανία και η Αυστρία είναι οι χώρες με τον μεγαλύτερο βαθμό υιοθέτησης της ολοκληρωμένης διαχείρισης
(European Commission, 2003).
Στην Ελλάδα, η ολοκληρωμένη διαχείριση καλλιεργειών άρχισε να εφαρμόζεται το 2000 και
παρουσίασε αξιόλογη εξέλιξη στα επόμενα χρόνια. Η ολοκληρωμένη διαχείριση στην χώρα μας εφαρμόζεται
κυρίως από συνεταιριστικούς φορείς και ομάδες παραγωγών. Το 2003, καλλιεργήθηκαν με το σύστημα της
ολοκληρωμένης διαχείρισης 125.562 στρέμματα, που αντιστοιχούν στο 0,36% της χρησιμοποιούμενης
γεωργικής έκτασης στην χώρα μας. Η Ημαθία είναι ο νομός με την μεγαλύτερη συμμετοχή στην έκταση
ολοκληρωμένης διαχείρισης στην χώρα μας, καθώς το 46% των συνολικών εκτάσεων ολοκληρωμένης
διαχείρισης καλλιεργείται στο νομό αυτό (Θεοχαρόπουλος, 2005).
Η ολοκληρωμένη διαχείριση εφαρμόζεται στη χώρα μας κυρίως από εκμεταλλεύσεις ροδακινιάς και για
τον λόγο αυτό η παρούσα εργασία επικεντρώνεται σε αυτές τις εκμεταλλεύσεις. Είναι χαρακτηριστικό ότι
72.688 στρέμματα ροδακινιάς καλλιεργούνται με το σύστημα αυτό, που αντιστοιχούν στο 58% του συνόλου
των εκτάσεων ολοκληρωμένης καλλιέργειας (Θεοχαρόπουλος, 2005). Η καλλιέργεια δε, της ροδακινιάς είναι
σπουδαίας σημασίας για την χώρα μας, καθώς η Ελλάδα είναι η 5η χώρα στον κόσμο και η 3η στην Ευρώπη,
όσον αφορά την καλλιεργούμενη έκταση ροδακινιάς, που ανέρχεται σε 445.609 στρέμματα (FAO, 2004).
1057
Η λίπανση και η φυτοπροστασία αποτελούν τους κυριότερους πυλώνες εφαρμογής του αειφορικού
αυτού τρόπου γεωργικής παραγωγής, καθώς οι στρατηγικές λίπανσης και φυτοπροστασίας εμφανίζονται στο
95 και 93%, αντίστοιχα, των πρωτοκόλλων των συστημάτων ολοκληρωμένης διαχείρισης (άλλες στρατηγικές
εμφανίζονται σε ποσοστά κάτω του 53%) (European Commission, 2003). Στην πλειοψηφία των συστημάτων
αυτών στην Ευρώπη, επιτυγχάνεται μείωση του κόστους παραγωγής, λόγω, κυρίως, της μείωσης του κόστους
για φάρμακα και λιπάσματα (Tamis and Brink, 1999, El Titi, 1999, Elliot et al., 2002, Jordan et al., 1997).
Στην Ελλάδα, όπως και στην υπόλοιπη Ευρώπη, τα κυριότερα πεδία εφαρμογής της ολοκληρωμένης
διαχείρισης είναι η λίπανση και η φυτοπροστασία, ενώ η μείωση της δαπάνης ανά στρέμμα εξαιτίας της
ολοκληρωμένης διαχείρισης της καλλιέργειας της ροδακινιάς είναι 25,1% για τα λιπάσματα και 21,3% για τα
γεωργικά φάρμακα. Αυτό έχει ως συνέπεια να επιτυγχάνεται αξιόλογη μείωση της δαπάνης για φάρμακα και
λιπάσματα στο σύνολο του τομέα των ροδακίνων (Θεοχαρόπουλος και Παπαναγιώτου, 2005).
Στις εκμεταλλεύσεις ολοκληρωμένης διαχείρισης, λοιπόν, τόσο σε παγκόσμιο επίπεδο, όσο και στην
χώρα μας, η χρήση των ανόργανων εισροών (γεωργικών φαρμάκων-λιπασμάτων) αποτελεί το κυριότερο πεδίο
εφαρμογής της εναλλακτικής αυτής μορφής γεωργίας, συνεπώς η αποτελεσματικότητα χρήσης τους καθορίζει
σε σημαντικό βαθμό και την αποτελεσματικότητα των εκμεταλλεύσεων. Μέχρι σήμερα, όμως, δεν έχουν
πραγματοποιηθεί έρευνες σχετικά με την αποτελεσματικότητα των εκμεταλλεύσεων ολοκληρωμένης
διαχείρισης. Για τον λόγο αυτό, αντικείμενο μελέτης της παρούσας εργασίας είναι η διερεύνηση της σχετικής
αποτελεσματικότητας των εκμεταλλεύσεων αυτών στη χώρα μας. Σκοπός της εργασίας είναι να μελετηθεί αν
οι εκμεταλλεύσεις ροδακινιάς ολοκληρωμένης διαχείρισης χρησιμοποιούν τις εισροές τους κατά τον πιο
αποτελεσματικό τρόπο, να προσδιοριστεί η μέση αποτελεσματικότητα των εκμεταλλεύσεων αυτών, καθώς και
να βρεθεί αν το μέγεθος των εκμεταλλεύσεων επηρεάζει την αποτελεσματικότητα τους. Εξετάζεται αν
υπάρχουν δυνατότητες περαιτέρω μείωσης του κόστους παραγωγής και ορθολογικότερης χρήσης των
γεωργικών φαρμάκων και λιπασμάτων, έτσι ώστε να επιτευχθεί ο βασικός στόχος της ολοκληρωμένης
διαχείρισης που είναι η ταυτόχρονη προστασία του περιβάλλοντος και του εισοδήματος των γεωργών.
Η τελευταία αναμόρφωση εξάλλου, της Κοινής Αγροτικής Πολιτικής κάνει ακόμη πιο επιτακτική την
ανάγκη αποτελεσματικής χρήσης των εισροών των γεωργικών εκμεταλλεύσεων, καθώς τα επόμενα χρόνια
ορισμένοι
πολύ
σημαντικοί
κλάδοι
για
την
χώρα
μας
θα
αντιμετωπίσουν
έντονο
πρόβλημα
ανταγωνιστικότητας, και αναμένεται να μειωθεί ο αριθμός των γεωργικών εκμεταλλεύσεων και η συμμετοχή
του γεωργικού τομέα στο εγχώριο ακαθάριστο προϊόν (Theocharopoulos et al., 2006). Η ολοκληρωμένη
διαχείριση, ως αειφορικός τρόπος άσκησης της γεωργίας, αποτελεί εναλλακτική διέξοδο για την ελληνική
γεωργία, η δυνατότητα όμως των εκμεταλλεύσεων να διαχειριστούν αποτελεσματικά τις εισροές τους θα
καθορίσει σε σημαντικό βαθμό και τις προοπτικές εξέλιξης της εναλλακτικής αυτής μορφής γεωργίας.
Μεθοδολογία έρευνας
Για την εκπλήρωση του σκοπού της έρευνας χρησιμοποιήθηκαν πρωτογενή στοιχεία από ένα
αντιπροσωπευτικό δείγμα εκμεταλλεύσεων ροδακινιάς, για το έτος 2004. Η έρευνα πραγματοποιήθηκε στο
νομό Ημαθίας, όπου καλλιεργείται περίπου το ήμισυ των εκτάσεων ολοκληρωμένης διαχείρισης της χώρας. Το
1058
2004, στην περιοχή έρευνας, οι πιστοποιημένοι συνεταιρισμοί ήταν 7. Τα στοιχεία συγκεντρώθηκαν με τη
χρησιμοποίηση ερωτηματολογίου και με απευθείας συνεντεύξεις από ένα τυχαίο δείγμα 100 εκμεταλλεύσεων
ροδακινιάς ολοκληρωμένης διαχείρισης (από τους αρχηγούς των εκμεταλλεύσεων). Συμπληρωματικά στοιχεία
για το δείγμα συγκεντρώθηκαν από τους συνεταιρισμούς για την περίοδο 2000 – 2004.
Η δειγματοληψία έγινε με την μέθοδο της ενστρωματωμένης τυχαίας δειγματοληψίας, η οποία
ανταποκρίνεται στους σκοπούς της έρευνας, καθώς για τον ίδιο αριθμό μονάδων πληθυσμού δίνει
ακριβέστερες εκτιμήσεις, ως προς τις διάφορες παραμέτρους του. Ο συνολικός πληθυσμός χωρίστηκε σε 7
στρώματα. Η επιλογή των μελών του δείγματος σε κάθε συνεταιρισμό έγινε με τη μέθοδο της συστηματικής
επιλογής, σύμφωνα με την οποία, η επιλογή του δείγματος γίνεται με συστηματικό τρόπο, από αριθμημένο
κατάλογο των μελών του πληθυσμού. Είναι τυχαία επιλογή, διότι το σημείο εκκίνησης επιλέγεται τυχαία και
γιατί κάθε μέλος του δείγματος έχει την ίδια πιθανότητα να επιλεγεί από τον πληθυσμό (Σιάρδος, 1997).
Η εισαγωγή των δεδομένων στον Η/Υ, καθώς και η αρχική ανάλυση πραγματοποιήθηκαν με το
στατιστικό πακέτο επεξεργασίας δεδομένων SPSS. Έπειτα, ακολούθησε ανάλυση με βάση τη λογιστική μέθοδο
για τον υπολογισμό των δαπανών, τόσο ξεχωριστά για κάθε εκμετάλλευση, όσο και για την μέση
εκμετάλλευση.
Για τον προσδιορισμό της αποτελεσματικότητας των εκμεταλλεύσεων ολοκληρωμένης διαχείρισης,
χρησιμοποιήθηκε η μέθοδος της Περιβάλλουσας Ανάλυσης Δεδομένων (Data Envelopment Analysis, DEA). Η
μέθοδος αυτή χρησιμοποιείται για να προσδιορίσει τη σχετική αποτελεσματικότητα των εκμεταλλεύσεων που
λειτουργούν κάτω από παρόμοιες συνθήκες, χρησιμοποιώντας τον ίδιο αριθμό εισροών και παράγοντας τις
ίδιες εκροές (Cooper et al, 2000). Η διαφορά των εκμεταλλεύσεων έγκειται στην ποσότητα των
χρησιμοποιούμενων εισροών και παραγόμενων εκροών. Είναι μία μη παραμετρική μέθοδος, που στην
μαθηματική της μορφή εκφράζεται από το εξής μοντέλο:
s
Αντικειμενική συνάρτηση:
Max θj =
∑u
r =1
m
Περιορισμοί:
∑u
r =1
m
r
i
i
(1)
ij
y rj
∑v x
i =1
y rj
∑v x
i =1
s
r
≤ 1, (j = 1,2,…, n) (2), ur ≥ 0, (r = 1,2,…,s) (3),
vi ≥ 0 (i = 1,2,…,m) (4).
ij
Όπου: n = αριθμός εκμεταλλεύσεων, j = η εκμετάλλευση της οποίας μετράται η σχετική αποτελεσματικότητα,
m = αριθμός των εισροών,
s =
αριθμός των εκροών,
yrj = ποσότητα εκροής r από τη j μονάδα,
xij = ποσότητα εισροής i στην j μονάδα,
ur = βάρος (συντελεστής στάθμισης) για την r εκροή,
vi = βάρος (συντελεστής στάθμισης) για την i εισροή,
θj = σχετική αποτελεσματικότητα της j μονάδας.
Με το παραπάνω πρόβλημα κλασματικού προγραμματισμού (fractional programming), επιδιώκεται η
μεγιστοποίηση της αποτελεσματικότητας της j μονάδας (1). Για την λύση του προβλήματος τίθενται 2
περιορισμοί: Πρώτον, ότι τα βάρη πρέπει να μην είναι αρνητικά {(3) & (4)} και δεύτερον, ότι η σχετική
αποτελεσματικότητα των μονάδων είναι μικρότερη ή ίση με την αριθμητική μονάδα (θj≤1) (2) (Ray, 2004).
1059
Το παραπάνω πρόβλημα κλασματικού προγραμματισμού μετασχηματίζεται στο παρακάτω πρόβλημα
γραμμικού προγραμματισμού (Charnes and Cooper, 1962) (οι μεταβλητές είναι οι ίδιες, όπως εξηγήθηκαν):
s
Αντικειμενική συνάρτηση: max =
∑ u r y rj −
r =1
Περιορισμοί:
s
m
r =1
i =1
m
∑v
i =1
i
x ij (5)
∑ u r y rj − ∑ v i x ij ≤ 0, (j = 1,2,…, n), (6),
m
∑v
i =1
i
x ij =1 (7), ενώ ισχύουν πάλι οι (3) και (4).
Επιδιώκεται η μεγιστοποίηση της συνάρτησης (5). Στην πραγματικότητα, όμως και με βάση τον
περιορισμό (7), την ύπαρξη δηλαδή ενός σταθερού όρου στην συνάρτηση (5), επιδιώκεται να μεγιστοποιηθεί η:
s
Αντικειμενική συνάρτηση max θj=
∑u
r =1
r
y rj (8),
s
με περιορισμούς: τους (3), (4) και τον
∑u
r =1
r
y rj ≤1 (9).
Η σχετική αποτελεσματικότητα της j μονάδας είναι θj και ισχύει θj≤1. Μία εκμετάλλευση j είναι
s
αποτελεσματική όταν:
∑u
r =1
r
y rj −
m
∑v
i =1
i
x ij = 0 →
s
∑u
r =1
r
y rj =
m
∑v
i =1
i
x ij →
s
∑u
r =1
r
y rj = 1 → θj =1
Αντίθετα, όταν θj <1 η εκμετάλλευση j είναι αναποτελεσματική.
Η μέθοδος της Περιβάλλουσας Ανάλυσης Δεδομένων βασίζεται, λοιπόν, στη χρήση γραμμικού
προγραμματισμού για τον προσδιορισμό της εν δυνάμει συνάρτησης παραγωγής των εκμεταλλεύσεων του
δείγματος. Οι εκμεταλλεύσεις των οποίων οι συνδυασμοί εισροών – εκροών βρίσκονται πάνω στην εν δυνάμει
συνάρτηση
παραγωγής
είναι
τεχνικά
πλήρως
αποτελεσματικές,
ενώ
ο
βαθμός
της
τεχνικής
αποτελεσματικότητας των υπολοίπων υπολογίζεται με βάση την Ευκλείδεια απόσταση του συνδυασμού
εισροών – εκροών τους από την επιφάνεια της εν δυνάμει συνάρτησης παραγωγής (Coelli et al., 1998).
Η μέθοδος προτάθηκε από τον Farrell (1957) και διατυπώθηκε ξανά από τους Charnes, Cooper and
Rhodes (1978), ως μαθηματική πλέον σχέση. Στον γεωργικό τομέα της χώρας μας η μέθοδος DEA, αρχικά,
εφαρμόστηκε για την μέτρηση της σχετικής αποτελεσματικότητας αγελαδοτροφικών εκμεταλλεύσεων (Manos
and Psychoudakis, 1997, Psychoudakis and Dimitriadou, 1999), στη συνέχεια εφαρμόστηκε στην
προβατοτροφία για την αξιολόγηση των επιπτώσεων των χαρακτηριστικών του γάλακτος στην τεχνική
αποτελεσματικότητα (Καραγιάννης και Γαλανόπουλος, 2000) και για την εκτίμηση της αποτελεσματικότητας
στις ορεινές περιοχές της χώρας (Fousekis et al., 2001), ενώ πρόσφατα επεκτάθηκε η εφαρμογή της: όπως
στην αξιολόγηση της τεχνολογικής προόδου της αγροτικής παραγωγής (Γαλανόπουλος κ.ά., 2005), στην
αξιολόγηση της αποτελεσματικότητας εκμεταλλεύσεων σίτου (Kamruzzaman κ.ά., 2005) και στη μέτρηση της
αποτελεσματικότητας εκμεταλλεύσεων που έχουν πραγματοποιήσει σχέδια βελτίωσης (Ρεζίτης κ.ά., 2005).
Στην παρούσα εργασία χρησιμοποιήθηκε το υπόδειγμα εισροών (input oriented model), βάσει του
οποίου μετρήθηκε η αποτελεσματικότητα εισροών, η οποία δείχνει το ποσοστό κατά το οποίο μία
αναποτελεσματική εκμετάλλευση πρέπει να μειώσει τις εισροές, με δεδομένο το επίπεδο των εκροών, για να
γίνει αποτελεσματική.
Η Συνολική Τεχνική Αποτελεσματικότητα (ΣTA) (overall technical efficiency)
υπολογίζεται από τη σχέση (8) και αναφέρεται σε σταθερές αποδόσεις κλίμακας (CRS, Costant Returns to
1060
Scale) (CCR model – Charnes, Cooper and Rhodes, 1978). Η ΣΤΑ διακρίνεται στην Καθαρή Τεχνική
Αποτελεσματικότητα (ΚΤΑ) (pure technical efficiency) και στην Αποτελεσματικότητα Κλίμακας (ΑΚ) (scale
efficiency). Η ΚΤΑ αναφέρεται σε μεταβλητές αποδόσεις κλίμακας (VRS, Variable Returns to Scale) (BCC
model, Banker, Charnes and Cooper, 1984) και υπολογίζεται αν στο γραμμικό μοντέλο προστεθεί ο
περιορισμός:
n
∑λ
j =1
j
= 1 (10), {λj≥0 (j = 1,2,…, n)}, όπου λ είναι το (n x 1) διάνυσμα των παραμέτρων,
που υπολογίζονται κατά τη λύση του προβλήματος. Με τον περιορισμό αυτό εξασφαλίζεται ότι κάθε
αναποτελεσματική εκμετάλλευση συγκρίνεται μόνο με εκμεταλλεύσεις παρόμοιου μεγέθους της. Η
Αποτελεσματικότητα Κλίμακας (ΑΚ) (scale efficiency) για κάθε εκμετάλλευση υπολογίζεται από τον λόγο
ΣΤΑ / ΚΤΑ. Μία εκμετάλλευση με ΑΚ=1 λειτουργεί σε άριστο μέγεθος, ενώ μία εκμετάλλευση με ΑΚ<1
λειτουργεί σε μη άριστο μέγεθος δηλαδή, είτε υπερπαράγει, είτε υποπαράγει συγκριτικά με το μέγεθος της. Για
να προσδιοριστεί αν η αναποτελεσματικότητα κλίμακας οφείλεται στην ύπαρξη αυξανόμενων ή μειούμενων
αποδόσεων κλίμακας, δημιουργήθηκε το υπόδειγμα των μη αυξανόμενων αποδόσεων κλίμακας
(NIRS,
Non-Increasing Returns to Scale), το οποίο προκύπτει αν στο υπόδειγμα των μεταβλητών αποδόσεων
αντικατασταθεί ο περιορισμός (10) με τον εξής:
n
∑λ
j =1
j
≤ 1 (11). Αν θCRS = θNIRS < θVRS, έχουμε αυξανόμενες
αποδόσεις και αν θCRS < θNIRS = θVRS, έχουμε μειούμενες αποδόσεις. Όπου: θCRS (ΣΤΑ), θNIRS και θVRS (ΚΤΑ):
η σχετική αποτελεσματικότητα που προκύπτει από το μοντέλο των σταθερών αποδόσεων (CRS), των μη
αυξανόμενων αποδόσεων (NIRS) και των μεταβλητών αποδόσεων κλίμακας (VRS), αντίστοιχα.
Με τη χρήση της μεθοδολογίας DEA, η αποτελεσματικότητα μετράται με βάση εφικτά-πρότυπα,
συνεπώς είναι εφικτή η βελτίωση κάθε μίας αναποτελεσματικής εκμετάλλευσης, μέσω αναδιοργάνωσης των
εισροών. Επίσης, η μέθοδος αυτή επιτρέπει την χρησιμοποίηση εισροών και εκροών, με διαφορετικές μονάδες
μέτρησης (φυσικές ή χρηματικές) (Μάνος και Ψυχουδάκης, 1992). Πρέπει να σημειωθεί όμως ότι η σύγκριση
γίνεται με βάση την υφιστάμενη τεχνολογία που είναι διαθέσιμη στις εκμεταλλεύσεις του δείγματος, συνεπώς,
οι όποιες τεχνολογίες υπάρχουν αλλά δεν χρησιμοποιούνται, απλώς αγνοούνται (Lansink and Reinhard, 2004).
Τέλος, για τον έλεγχο ορισμένων υποθέσεων σχετικά με τη σχέση μεταξύ του μεγέθους των
εκμεταλλεύσεων και της μετρούμενης αποτελεσματικότητας, εφαρμόστηκε ο στατιστικός έλεγχος του χ2, ο
οποίος μας πληροφορεί για την ύπαρξη στατιστικά σημαντικών διαφορών μεταξύ των μελετούμενων
χαρακτηριστικών. Οι διαφορές αυτές είναι σημαντικές όταν το επίπεδο σημαντικότητας α είναι μικρότερο από
ένα ορισμένο επίπεδο (0,05). Συγχρόνως, ο έλεγχος του χ2, δίνει πληροφορίες και για τους βαθμούς ελευθερίας,
τον αριθμό, δηλαδή, των ανεξάρτητων παρατηρήσεων που χρησιμοποιούνται (Ιωαννίδης, 2001).
Αποτελέσματα
Με τη χρησιμοποίηση της παραπάνω μεθοδολογίας, πραγματοποιήθηκε η μη παραμετρική ανάλυση της
αποτελεσματικότητας για τις εκμεταλλεύσεις ροδακινιάς ολοκληρωμένης διαχείρισης. Με βάση τα πρωτογενή
στοιχεία των εκμεταλλεύσεων καταρτίστηκε ένα υπόδειγμα με έξι μεταβλητές (πέντε εισροές και μία εκροή).
1061
Το υπόδειγμα λύθηκε 100 φορές, μία για κάθε εκμετάλλευση, μεταβάλλοντας τα δεδομένα που αναφέρονται
στην κάθε εκμετάλλευση, της οποίας ζητείται η σχετική αποτελεσματικότητα.
Ως εκροή χρησιμοποιήθηκε η ακαθάριστη πρόσοδος ανά στρέμμα ροδακινιάς ολοκληρωμένης
διαχείρισης, όπου είναι το, ανά στρέμμα, προϊόν που παράγεται μέσα σε ένα χρονικό διάστημα εκφρασμένο σε
χρήμα, και δείχνει την παραγωγική δραστηριότητα του γεωργού και την εντατικότητα της εκμετάλλευσης
(Παπαναγιώτου, 2005). Στην ακαθάριστη πρόσοδο δεν συμπεριλήφθηκαν οι επιδοτήσεις
με στόχο να
εκτιμηθεί η “πραγματική” αποτελεσματικότητα των εκμεταλλεύσεων στην αγορά. Οι εισροές που
συμπεριλήφθηκαν στο μοντέλο ήταν η δαπάνη ανά στρέμμα για λιπάσματα στην ολοκληρωμένη διαχείριση, η
αντίστοιχη στρεμματική δαπάνη για γεωργικά φάρμακα, η χρησιμοποιούμενη γεωργική έκταση, η ανθρώπινη
εργασία εκφρασμένη σε ώρες ανά στρέμμα και η αξία του μονίμου κεφαλαίου (σε ευρώ/στρέμμα) που
περιλαμβάνει το φυτικό κεφάλαιο, τις κτιριακές εγκαταστάσεις, τα μηχανήματα και τις έγγειες βελτιώσεις.
Σημειώνεται δε, ότι οι δύο εισροές που αφορούν τη δαπάνη για γεωργικά φάρμακα και λιπάσματα είναι
ιδιαίτερα σημαντικές, καθώς όπως ήδη έχει αναφερθεί η ολοκληρωμένη διαχείριση εφαρμόζεται κυρίως στους
τομείς της λίπανσης και της φυτοπροστασίας και η οικονομικά αποτελεσματική χρήση αυτών των ανόργανων
εισροών καθορίζει σε σημαντικό βαθμό την αποτελεσματικότητα των εκμεταλλεύσεων ολοκληρωμένης
διαχείρισης. Η δαπάνη της μέσης εκμετάλλευσης ροδακινιάς ολοκληρωμένης διαχείρισης υπολογίστηκε σε
38,4 €/στρέμμα για γεωργικά φάρμακα και σε 31 €/στρέμμα για λιπάσματα. Το 30% των εκμεταλλεύσεων
πραγματοποιεί δαπάνη για φάρμακα και λιπάσματα μικρότερη από 55 €/στρ., το 42% από 55 έως 80 €/στρ.,
ενώ το υπόλοιπο 28% δαπάνη που ξεπερνά τα 80 €/στρ. Η μείωση δε, της στρεμματικής δαπάνης για γεωργικά
φάρμακα και λιπάσματα της μέσης εκμετάλλευσης λόγω της ολοκληρωμένης διαχείρισης της καλλιέργειας της
ροδακινιάς ανήλθε σε 21 €/στρέμμα, που αντιστοιχεί σε ποσοστιαία μείωση 23%. Από το σύνολο των
εκμεταλλεύσεων του δείγματος, το 33% μείωσε τη δαπάνη αυτή περισσότερο από 25 €/στρέμμα, ενώ η
πλειοψηφία (64%) των εκμεταλλεύσεων μείωσε την δαπάνη περισσότερο από 14 €/στρέμμα. Όσον αφορά στη
συνολική
έκταση
των
εκμεταλλεύσεων,
αυτή
παρουσιάζει
σημαντική
διακύμανση
μεταξύ
των
εκμεταλλεύσεων, με τη μέση εκμετάλλευση να κατέχει συνολικά 42 στρέμματα. Το 36% των εκμεταλλεύσεων
χρησιμοποιεί έκταση που δεν ξεπερνά τα 25 στρέμματα, το 34% έχει έκταση που κυμαίνεται από 25 έως 45
στρέμματα και το υπόλοιπο 30% χρησιμοποιεί περισσότερα από 45 στρέμματα. Η μέση εκμετάλλευση
καλλιεργεί 21 στρέμματα ροδακινιάς ολοκληρωμένης διαχείρισης, παρατηρούνται, όμως, και πάλι σημαντικές
διαφορές μεταξύ των εκμεταλλεύσεων (τυπική απόκλιση 12,9 στρ.). Στο 23% των εκμεταλλεύσεων η έκταση
ροδακινιάς που έχει ενταχτεί στο σύστημα ολοκληρωμένης διαχείρισης δεν ξεπερνά τα 10 στρέμματα, στο 30%
των εκμεταλλεύσεων κυμαίνεται μεταξύ 10 και 20 στρεμμάτων, στο 29% κυμαίνεται από 20 έως 30
στρέμματα, ενώ μόλις στο υπόλοιπο 18% η έκταση ροδακινιάς ολοκληρωμένης διαχείρισης ξεπερνά τα 30
στρέμματα.
Στους πίνακες 1 – 3 εμφανίζονται η μέση τιμή και η τυπική απόκλιση της αποτελεσματικότητας (ΣΤΑ,
ΚΤΑ και ΑΚ) σε κάθε κλίμακα αποτελεσματικότητας και στο σύνολο των εκμεταλλεύσεων, καθώς και η
συχνότητα και τα ποσοστά των εκμεταλλεύσεων στις διάφορες κλάσεις αποτελεσματικότητας. Η σχετική
αποτελεσματικότητα κάθε εκμετάλλευσης (θj≤1), υπολογίστηκε βάσει της μεθοδολογίας που αναφέρθηκε
1062
προηγουμένως, και έπειτα μετατράπηκε σε εκατοστιαία αναλογία, πολλαπλασιαζόμενη επί τις εκατό
(π.χ. θj = 0,5 → 50%). Η κάθε κλίμακα αποτελεσματικότητας έχει εύρος θ = 0,1 → 10% (εκτός της πρώτης και
της τελευταίας κλίμακας-κλάσης).
Σύμφωνα με τα αποτελέσματα που παρουσιάζονται στον πίνακα 1 και τα οποία προκύπτουν από το
μοντέλο των σταθερών αποδόσεων κλίμακας (CRS), η μέση Συνολική Αποτελεσματικότητα (ΣΤΑ) των
εκμεταλλεύσεων είναι 57% (τυπική απόκλιση 24,5%). Αυτό σημαίνει ότι, κατά μέσο όρο, οι εκμεταλλεύσεις
ολοκληρωμένης διαχείρισης για να γίνουν αποτελεσματικές, πρέπει να μειώσουν τις εισροές κατά 43%. Η
πλειοψηφία (55%) των εκμεταλλεύσεων λειτουργεί με χαμηλή ΣΤΑ (μικρότερη από 60%). Αυτές οι
εκμεταλλεύσεις θα μπορούσαν να παράγουν τις δεδομένες εκροές τους, μειώνοντας τις εισροές τους
περισσότερο από 40%. Από το σύνολο των εκμεταλλεύσεων, 22 παρουσιάζουν ΣΤΑ μεγαλύτερη από 80%.
Από αυτές, 13 λειτουργούν με ΣΤΑ μεγαλύτερη από 90%. Αυτές οι εκμεταλλεύσεις δηλαδή παρουσιάζουν
συνολική αναποτελεσματικότητα μικρότερη από 10%. Το 6% των εκμεταλλεύσεων είναι αποτελεσματικές
(θ =1 → 100%), που σημαίνει ότι συνδυάζουν τις εισροές τους, χρησιμοποιώντας την υπάρχουσα τεχνολογία
αποτελεσματικά, παράγοντας τις αναμενόμενες ποσότητες εκροών.
Πίνακας 1. Συνολική Τεχνική Αποτελεσματικότητα των εκμεταλλεύσεων ολοκληρωμένης διαχείρισης
Κλίμακα
Αριθμός
Ποσοστό
Εκμεταλλεύσεων
(%)
9,5 ≤ ΣΤΑ < 10
1
10 ≤ ΣΤΑ < 20
Αποτελεσματικότητας
(%)
Αθροιστικό
Ποσοστό
Μέση Τιμή
Τυπική
Αποτελεσματικότητας Απόκλιση
(%)
(%)
(%)
1
1
9,52
-
11
11
12
15,78
2,55
20 ≤ ΣΤΑ < 30
12
12
24
25,53
2,57
30 ≤ ΣΤΑ < 40
10
10
34
35,38
3,22
40 ≤ ΣΤΑ < 50
10
10
44
45,67
3,18
50 ≤ ΣΤΑ < 60
11
11
55
55,83
2,50
60 ≤ ΣΤΑ < 70
12
12
67
65,21
3,01
70 ≤ ΣΤΑ < 80
11
11
78
74,38
3,02
80 ≤ ΣΤΑ < 90
9
9
87
86,88
2,83
90 ≤ ΣΤΑ < 100
7
7
94
93,52
2,22
ΣΤΑ = 100
6
6
100
100,00
0,00
Σύνολο
100
100
100
56,98
24,49
Πηγή: Αποτελέσματα της έρευνας
Η συνολική τεχνική αναποτελεσματικότητα όμως οφείλεται εν μέρει στην αναποτελεσματικότητα
κλίμακας και εν μέρει στην αναποτελεσματικότητα που προκύπτει καθαρά από την μη ορθή οργάνωση των
εισροών εκ μέρους των εκμεταλλεύσεων, όταν δηλαδή αυτές συγκρίνονται μόνο με εκμεταλλεύσεις παρόμοιου
μεγέθους. Η τελευταία εκτιμάται {(1- θvrs)*100}, υπολογίζοντας την Καθαρή Τεχνική Αποτελεσματικότητα
1063
(ΚΤΑ), από το υπόδειγμα των μεταβλητών αποδόσεων κλίμακας (VRS). Η ΚΤΑ, όπως φαίνεται στον πίνακα 2,
υπολογίστηκε περίπου σε 79% (τυπική απόκλιση 17,6%), συνεπώς οι εκμεταλλεύσεις ολοκληρωμένης
διαχείρισης, κατά μέσο όρο, πρέπει να μειώσουν τις εισροές τους κατά 21% για να γίνουν αποτελεσματικές. Το
40% των εκμεταλλεύσεων λειτουργεί με καθαρή τεχνική αναποτελεσματικότητα μεγαλύτερη από 30% και το
28% των εκμεταλλεύσεων με καθαρή τεχνική αναποτελεσματικότητα μεγαλύτερη από 40%. Η πλειοψηφία των
εκμεταλλεύσεων (57%) λειτουργεί με ΚΤΑ μικρότερη από 80%, οι εκμεταλλεύσεις αυτές δηλαδή μπορούν να
μειώσουν τις εισροές τους περισσότερο από 20% με ορθολογικότερη οργάνωση των εισροών. Βέβαια,
σημαντικό είναι και το ποσοστό των εκμεταλλεύσεων που λειτουργούν με σχετικά υψηλή ΚΤΑ, καθώς το 29%
των εκμεταλλεύσεων λειτουργεί με ΚΤΑ μεγαλύτερη από 90%, για να παράγουν, δηλαδή, το δεδομένο επίπεδο
εκροών, δεν μπορούν να μειώσουν τις εισροές τους περισσότερο από 10%. Αξιοσημείωτο είναι δε, το γεγονός
ότι το 17% των εκμεταλλεύσεων ολοκληρωμένης διαχείρισης λειτουργούν πλήρως αποτελεσματικά με τις
υπάρχουσες πάντα τεχνολογικές συνθήκες. Με δεδομένο το μέγεθος τους, καμία μεταβολή δεν μπορεί να γίνει
στις εισροές τους, χωρίς να επηρεαστεί η ακαθάριστη πρόσοδος.
Πίνακας 2. Καθαρή Τεχνική Αποτελεσματικότητα των εκμεταλλεύσεων ολοκληρωμένης διαχείρισης
Κλίμακα
Αριθμός
Ποσοστό
Εκμεταλλεύσεων
(%)
31,6 ≤ ΚΤΑ < 40
4
40 ≤ ΚΤΑ < 50
Αποτελεσματικότητας
(%)
Αθροιστικό
Ποσοστό
Μέση Τιμή
Τυπική
Αποτελεσματικότητας Απόκλιση
(%)
(%)
(%)
4
4
36,77
3,33
10
10
14
45,59
2,93
50 ≤ ΚΤΑ < 60
14
14
28
55,82
2,88
60 ≤ ΚΤΑ < 70
12
12
40
64,88
2,71
70 ≤ ΚΤΑ < 80
17
17
57
76,31
2,44
80 ≤ ΚΤΑ < 90
14
14
71
84,81
3,17
90 ≤ ΚΤΑ < 100
12
12
83
94,33
2,21
ΚΤΑ = 100
17
17
100
100,00
0,00
Σύνολο
100
100
100
78,95
17,58
Πηγή: Αποτελέσματα της έρευνας
Από την ανάλυση των δύο παραπάνω υποδειγμάτων, αποδεικνύεται ότι η πλειοψηφία των μονάδων
λειτουργεί με μεταβλητές αποδόσεις κλίμακας και συνεπώς το υπόδειγμα των μεταβλητών αποδόσεων κρίνεται
ως το πιο αποτελεσματικό, για τη διερεύνηση της δυνατότητας βελτιστοποίησης της εσωτερικής οργάνωσης
και ορθολογικότερης χρήσης των εισροών, ανταποκρινόμενο επαρκώς στις παρούσες συνθήκες λειτουργίας
των γεωργικών εκμεταλλεύσεων ολοκληρωμένης διαχείρισης.
Η διαφορά του αριθμού των αποτελεσματικών εκμεταλλεύσεων ανάμεσα στα δύο υποδείγματα,
υποδηλώνει ότι ένα μέρος της συνολικής αναποτελεσματικότητας οφείλεται στην αναποτελεσματικότητα
κλίμακας, καθώς 11 εκμεταλλεύσεις έχουν ΣΑ<1 και ΚΤΑ=1, δηλαδή μόνο όταν συγκρίνονται με
1064
εκμεταλλεύσεις παρόμοιου μεγέθους
είναι
πλήρως αποτελεσματικές. Ο πίνακας 3 δείχνει ότι 94
εκμεταλλεύσεις λειτουργούν, άλλη σε μικρότερο και άλλη σε μεγαλύτερο βαθμό, σε μη άριστο μέγεθος. Η
μέση Αποτελεσματικότητα Κλίμακας (ΑΚ) των εκμεταλλεύσεων ροδακινιάς ολοκληρωμένης διαχείρισης είναι
72%. Η αποτελεσματικότητα κλίμακας κυμαίνεται, μεταξύ των εκμεταλλεύσεων, από 15 έως 100% (τυπική
απόκλιση 22,6%). Οι μισές εκμεταλλεύσεις παρουσιάζουν αποτελεσματικότητα κλίμακας μικρότερη από 70%.
Το 28% των εκμεταλλεύσεων έχει χαμηλή ΑΚ (< 50%) και περίπου 1 στις 5 εκμεταλλεύσεις αντιμετωπίζει οξύ
πρόβλημα (ΑΚ<40%), είτε υπερπαραγωγής, είτε υποπαραγωγής, συγκριτικά με το μέγεθος της. Υψηλή
αποτελεσματικότητα κλίμακας (ΑΚ>90%) παρουσιάζει το 23% των εκμεταλλεύσεων. Το 6% των
εκμεταλλεύσεων λειτουργεί σε άριστο μέγεθος, βρέθηκε δε, ότι αυτές οι εκμεταλλεύσεις δεν παρουσιάζουν
κανένα πρόβλημα και με την χρήση των εισροών τους, ισχύει, δηλαδή, ΣΤΑ = ΚΤΑ = ΑΚ = 100% (θ=1).
Πίνακας 3. Αποτελεσματικότητα κλίμακας των εκμεταλλεύσεων ολοκληρωμένης διαχείρισης
Κλίμακα
Αριθμός
Ποσοστό
Εκμεταλλεύσεων
(%)
15 ≤ ΑΚ < 20
2
20 ≤ ΑΚ < 30
Αποτελεσματικότητας
(%)
Αθροιστικό
Ποσοστό
Μέση Τιμή
Τυπική
Αποτελεσματικότητας Απόκλιση
(%)
(%)
(%)
2
2
17,81
2,89
7
7
9
24,82
2,93
30 ≤ ΑΚ < 40
9
9
18
34,20
3,23
40 ≤ ΑΚ < 50
10
10
28
45,52
2,38
50 ≤ ΑΚ < 60
11
11
39
53,00
2,18
60 ≤ ΑΚ < 70
11
11
50
65,33
2,23
70 ≤ ΑΚ < 80
12
12
62
75,99
2,62
80 ≤ ΑΚ < 90
15
15
77
85,59
2,99
90 ≤ ΑΚ< 100
17
17
94
94,98
3,11
ΑΚ = 100
6
6
100
100,00
0,00
Σύνολο
100
100
100
72,02
22,61
Πηγή: Αποτελέσματα της έρευνας
Από την σύγκριση της μέσης αποτελεσματικότητας κλίμακας (72%) και της μέσης τεχνικής
αποτελεσματικότητας (79%), προκύπτει ότι η συνολική αποτελεσματικότητα των εκμεταλλεύσεων
ολοκληρωμένης διαχείρισης επηρεάζεται λίγο περισσότερο από το περιβάλλον όπου λειτουργούν, παρά από
την εσωτερική διαχείριση των εισροών. Συγκεκριμένα, υπολογίστηκε ότι το 57% της συνολικής
αναποτελεσματικότητας οφείλεται στην αναποτελεσματικότητα κλίμακας και το υπόλοιπο 43% οφείλεται στη
μη ορθολογική χρήση των εισροών.
Από το σύνολο των εκμεταλλεύσεων, μόνο έξι βρέθηκε να λειτουργούν υπό σταθερές αποδόσεις
κλίμακας (CRS). Για να διαπιστωθεί αν οι υπόλοιπες 94 εκμεταλλεύσεις λειτουργούν υπό αυξανόμενες ή
μειούμενες αποδόσεις κλίμακας, εφαρμόστηκε το υπόδειγμα των μη αυξανομένων αποδόσεων κλίμακας
1065
(NIRS). Η σύγκριση της προκύπτουσας σχετικής αποτελεσματικότητας (θNIRS), για κάθε εκμετάλλευση, με την
σχετική αποτελεσματικότητα που υπολογίστηκε από τα δύο προηγούμενα υποδείγματα (θCRS, θVRS), έδειξε ότι
η πλειοψηφία των εκμεταλλεύσεων λειτουργούν υπό αυξανόμενες αποδόσεις κλίμακας. Σύμφωνα με τα
αποτελέσματα, ισχύει θCRS = θNIRS < θVRS για το 85% του συνόλου των εκμεταλλεύσεων και άρα για το 90,4%
των εκμεταλλεύσεων που λειτουργούν υπό μεταβλητές αποδόσεις κλίμακας. Συνεπώς, οι περισσότερες
εκμεταλλεύσεις ολοκληρωμένης διαχείρισης για να μειώσουν το κόστος τους στο μέγιστο δυνατό βαθμό, με τις
υπάρχουσες τεχνολογικές συνθήκες, επιβάλλεται να αυξήσουν το μέγεθος τους.
Το μέγεθος των εκμεταλλεύσεων, εκφρασμένο σε στρέμματα, βρέθηκε να σχετίζεται στατιστικά
σημαντικά με την σχετική αποτελεσματικότητα των εκμεταλλεύσεων. Ο έλεγχος του χ2, έδειξε ότι υπάρχει
στατιστικά σημαντική σχέση μεταξύ της έκτασης των εκμεταλλεύσεων ολοκληρωμένης διαχείρισης και της
συνολικής τεχνικής αποτελεσματικότητας (χ2 = 15,575, α = 0,016, Β.Ε.= 6). Οι εκμεταλλεύσεις μικρού
μεγέθους έχουν χαμηλότερη ΣΤΑ σε σύγκριση με τις εκμεταλλεύσεις μεγάλου μεγέθους. Αξιοσημείωτο είναι
το γεγονός ότι, το 80,6% των εκμεταλλεύσεων συνολικής έκτασης μικρότερης από 25 στρέμματα,
παρουσιάζουν ΣΤΑ μικρότερη από 50%. Η χαμηλή ΣΤΑ των μικρών εκμεταλλεύσεων οφείλεται στην υψηλή
αναποτελεσματικότητα κλίμακας που παρουσιάζουν αυτές οι εκμεταλλεύσεις. Αυτό επιβεβαιώνεται από την
στατιστικά σημαντική σχέση που βρέθηκε μεταξύ της έκτασης των εκμεταλλεύσεων ολοκληρωμένης
διαχείρισης και της αποτελεσματικότητας κλίμακας (χ2 = 38,552, α = 0,000, Β.Ε. = 6). Πράγματι, οι μικρές
εκμεταλλεύσεις έχουν χαμηλή ΑΚ, σε αντίθεση με τις (σχετικά) μεγάλες εκμεταλλεύσεις που έχουν υψηλότερη
ΑΚ. Το 83,3% των εκμεταλλεύσεων συνολικής έκτασης μικρότερης από 25 στρέμματα εμφανίζει
αποτελεσματικότητα κλίμακας χαμηλότερη από 65%, σε αντίθεση με την πλειοψηφία των εκμεταλλεύσεων
μεσαίου μεγέθους που εμφανίζουν ΑΚ μεταξύ 65 και 85% και την πλειοψηφία των εκμεταλλεύσεων μεγάλου
μεγέθους που εμφανίζουν ΑΚ μεγαλύτερη από 85%. Οι εκμεταλλεύσεις μικρού μεγέθους λειτουργούν, στο
σύνολο τους, υπό συνθήκες αυξανομένων αποδόσεων κλίμακας, σύμφωνα με τα αποτελέσματα που προέκυψαν
από την εφαρμογή της μεθόδου DEA, γεγονός που δικαιολογεί τα παραπάνω αποτελέσματα. Όμως, οι μικρές
εκμεταλλεύσεις επιτυγχάνουν μεγαλύτερη ΚΤΑ σε σύγκριση με τις σχετικά μεγάλες εκμεταλλεύσεις, γεγονός
που αποδεικνύεται από τον στατιστικό έλεγχο (χ2 =14,107, α=0,030, Β.Ε.=3). Πράγματι, η πλειοψηφία των
εκμεταλλεύσεων που καλλιεργεί λιγότερα από 20 στρέμματα ροδακινιάς ολοκληρωμένης διαχείρισης,
επιτυγχάνει ΚΤΑ μεγαλύτερη από 75%, σε αντίθεση με τις εκμεταλλεύσεις που καλλιεργούν περισσότερα από
20 στρέμματα ροδακινιάς ολοκληρωμένης διαχείρισης και επιτυγχάνουν ΚΤΑ μικρότερη από 75%.
Συμπεράσματα
Αντικείμενο αυτής της εργασίας ήταν η μελέτη της σχετικής αποτελεσματικότητας των
εκμεταλλεύσεων ροδακινιάς που ήταν πιστοποιημένες το 2004 στο σύστημα ολοκληρωμένης διαχείρισης στη
γεωργική παραγωγή. Για τη μέτρηση της αποτελεσματικότητας χρησιμοποιήθηκαν πρωτογενή δεδομένα από
100 εκμεταλλεύσεις, η ανάλυση των οποίων πραγματοποιήθηκε μέσω της μη παραμετρικής μεθόδου DEA.
Οι εκμεταλλεύσεις ροδακινιάς ολοκληρωμένης διαχείρισης εμφανίζουν, κατά μέσο όρο, χαμηλή
συνολική τεχνική αποτελεσματικότητα (57%). Η χαμηλή αυτή τιμή οφείλεται κατά πρώτο λόγο στην
1066
αναποτελεσματικότητα κλίμακας, και κατά δεύτερον στην έλλειψη ορθολογικής εσωτερικής οργάνωσης και
διαχείρισης των εισροών υπό τις παρούσες συνθήκες λειτουργίας των εκμεταλλεύσεων. Η μείωση της δαπάνης
για γεωργικά φάρμακα και λιπάσματα (κατά μέσο όρο 21 €/στρ.) σε αυτά τα πρώτα χρόνια εφαρμογής της
ολοκληρωμένης διαχείρισης στην χώρα μας είναι αρκετά ικανοποιητική, υπάρχουν όμως αρκετά περιθώρια
περαιτέρω μείωσης του συνόλου των εισροών, καθώς η καθαρή τεχνική αποτελεσματικότητα υπολογίστηκε σε
79%. Συνεπώς είναι εφικτό να μειωθούν οι εισροές κατά 21%, με ορθολογικότερη οργάνωση των εισροών και
χωρίς να επηρεασθεί το επίπεδο της ακαθάριστης προσόδου.
Το 57% του συνόλου των εκμεταλλεύσεων ολοκληρωμένης διαχείρισης εμφανίζει καθαρή
αποτελεσματικότητα μικρότερη από 80%, ενώ περίπου το ίδιο ποσοστό εμφανίζει και συνολική
αποτελεσματικότητα μικρότερη από 60%. Δεδομένης της αναθεώρησης της νέας ΚΑΠ, η οποία αναπόφευκτα
θα δημιουργήσει ένα ιδιαίτερα ανταγωνιστικό περιβάλλον, είναι επιτακτική η ανάγκη αύξησης της
αποτελεσματικότητας αυτών των εκμεταλλεύσεων, ώστε να αντεπεξέλθουν επιτυχώς στις νέες συνθήκες.
Η λειτουργία της πλειοψηφίας των εκμεταλλεύσεων υπό συνθήκες αυξανόμενων αποδόσεων κλίμακας
υποδηλώνει ότι για να μειώσουν σημαντικά το κόστος τους, απαιτείται, πέρα από ορθολογικότερη χρήση των
εισροών, και αύξηση του μεγέθους τους. Το μέγεθος της εκμετάλλευσης εμφανίζει στατιστικά σημαντική
θετική σχέση με την συνολική τεχνική αποτελεσματικότητα και με την αποτελεσματικότητα κλίμακας και
στατιστικά σημαντική αρνητική σχέση με την καθαρή τεχνική αποτελεσματικότητα. Οι εκμεταλλεύσεις
μικρότερου μεγέθους, δηλαδή, εμφανίζουν χαμηλότερη συνολική τεχνική αποτελεσματικότητα σε σύγκριση με
τις εκμεταλλεύσεις μεγαλύτερου μεγέθους, λόγω της κατά πολύ χαμηλότερης αποτελεσματικότητας κλίμακας,
και παρά την υψηλότερη καθαρή τεχνική αποτελεσματικότητα. Με βάση τα παραπάνω, προτείνεται οι
εκμεταλλεύσεις μικρότερου μεγέθους να επιδιώξουν την αύξηση της αποτελεσματικότητας τους, κυρίως, μέσω
της αύξησης του μεγέθους τους. Αντίθετα, για τις εκμεταλλεύσεις μεγαλύτερου μεγέθους, προτείνεται να
επιδιώξουν κυρίως την βελτίωση της εσωτερικής οργάνωσης - διαχείρισης, καθώς κυρίως με αυτό τον τρόπο
μπορούν να μειώσουν τις εισροές (περισσότερο από 25% κατά μέσο όρο), με δεδομένο το επίπεδο των εκροών.
Τα αποτελέσματα της παρούσας εργασίας μπορούν να αποδειχτούν ιδιαίτερα χρήσιμα σε όλους τους
φορείς που εμπλέκονται στο σύστημα ολοκληρωμένης διαχείρισης, καθώς προσδιορίστηκε η ακριβής μείωση
χρήσης των εισροών, με δεδομένο επίπεδο εκροών, που μπορεί και πρέπει να πραγματοποιήσει η κάθε
εκμετάλλευση για να γίνει αποτελεσματική, ενώ επιπρόσθετα διερευνήθηκαν και οι αιτίες της
αναποτελεσματικότητας. Τα παραπάνω πιστεύεται ότι θα βοηθήσουν για να παρθούν τα απαραίτητα μέτρα και
να δοθούν τα κατάλληλα κίνητρα (π.χ. για αύξηση μεγέθους), ώστε να αυξηθεί η αποτελεσματικότητα του
συστήματος ολοκληρωμένης διαχείρισης και να επιτευχθεί ο βασικός στόχος του, που είναι η ταυτόχρονη
προστασία του περιβάλλοντος, η οποία επιτυγχάνεται μέσω της μειωμένης χρήσης των εισροών και της
ορθολογικής χρήσης των φυσικών πόρων, με την προστασία του εισοδήματος των παραγωγών, η οποία
επιτυγχάνεται μέσω της μείωσης του κόστους παραγωγής με δεδομένη την ακαθάριστη πρόσοδο.
1067
Βιβλιογραφία
Anonymous, (1999). Integrated Production: Principles and Technical Guidelines. 2nd Edition. IOBC/WPRC
Bulletin 22(4),1999.
Banker, R.D., Charnes, A. and Cooper, W.W. (1984). “Some models for estimating technical and scale
inefficiencies in Data Envelopment Analysis”. Management Science 30, pp. 1078-1092.
Γαλανόπουλος, Κ., Καμενίδου, Ε., Τζιάκας, Β. και Μητσόπουλος, Α. (2005). “Τεχνολογική Πρόοδος στην
αγροτική παραγωγή: Ανάλυση των Σχεδίων Βελτίωσης στη Κεντρική Μακεδονία”, Πρακτικά 8ου
Πανελληνίου Συνεδρίου Αγροτικής Οικονομίας, Αθήνα, Εκδόσεις: Αγρότυπος
Charnes, A. and Cooper, W.W. (1962). “Programming with Linear Fractional Functionals”, Naval Research
Logistics Quarterly 9, 181-186.
Charnes, A., Cooper W. and Rhodes E., (1978). “Measuring Efficiency of Decision Making Units”.
European Journal of Operational Research 2, 429-444.
Coelli, T., Prasado Rao, D.S., Battese, G.E. (1998). An introduction to efficiency and productivity analysis.
Kluwer Academic Publishers, Massachusetts.
Cooper, W.W., Seiford, L.M. and Tone, K., (2000). Data Envelopment Analysis-A Comprehensive text with
models, applications, references and DEA-solver Software, USA, Kluwer Academic Publishers.
Eli Titi, A. (1999). Integrated Farming: an Ecological Farming Approach in European Agriculture, Outlook in
Agriculture (21), pp 33-39.
Elliot, S.L., and Mumford J.D. (2002). Organic, integrated and conventional apple production: why not
consider the middle ground?, Crop protection (21), pp 427-429.
European Commission DG Environment (2003). Integrated Crop Management Systems in the EU, Amended
Final Report for European Commission DG Environment, Submitted by Agra CEAS Consulting.
FAO (2004). Peaches and Nectarines Area Harv (Ha). Available at http://faostat.fao.org
Farrell, M. (1957). “The measurement of productive efficiency”. Journal of the Royal Statistical Society,
Series A (General), Part III, vol. 120.
Θεοχαρόπουλος, Α. και Παπαναγιώτου, Ε. (2005). “Ολοκληρωμένη γεωργία: Μία εναλλακτική προσέγγιση για
την ελληνική γεωργία”, Πρακτικά 8ου Πανελληνίου Συνεδρίου Αγροτικής Οικονομίας ”, Αθήνα, Εκδόσεις:
Αγρότυπος, σελ. 131-142.
Θεοχαρόπουλος, Α. (2005). “Διερεύνηση παραγόντων υιοθέτησης και προοπτικών ανάπτυξης της
ολοκληρωμένης διαχείρισης της καλλιέργειας της ροδακινιάς στο Νομό Ημαθίας”. Μεταπτυχιακή
Διατριβή, Θεσσαλονίκη, Γεωπονική Σχολή Α.Π.Θ..
Ιωαννίδης, Α. (2001). Στατιστικές μέθοδοι. Τόμος Ι, Θεσσαλονίκη, Εκδόσεις ΖΗΤΗ.
Jordan, V.H.L., Hutcheon, J.A., Donaldson, G.V., and Farmer D.P. (1997). Research into and development of
integrated farming systems for less-intensive arable crop production: experimental progress (1989-1994)
and commercial implementation. Agriculture, Ecosystems and Environment (64), pp 141-148.
1068
Kamruzzaman, M., Begum, M., Μπουρνάρης, Θ. και Μάνος, Β. (2005). “Αξιολόγηση αποτελεσματικότητας
των γεωργικών εκμεταλλεύσεων σίτου σε μια περιοχή του Μπαγκλαντές με τη μέθοδο DEA και την
ανάλυση Tobit”, Πρακτικά 8ου Πανελληνίου Συνεδρίου Α. Ο. ”, Αθήνα, Εκδόσεις: Αγρότυπος, σελ. 53-66.
Kαραγιάννης I. και Γαλανόπουλος Κ. (2000). “Ανάλυση των επιπτώσεων των ποιοτικών χαρακτηριστικών του
γάλακτος στην τεχνική αποτελεσματικότητα των προβατοτροφικών εκμεταλλεύσεων της Ηπείρου”.
Πρακτικά 6ου Πανελλήνιου Συνεδρίου Αγροτικής Οικονομίας, Θεσσαλονίκη.
Lansink, A. and Reinhard, S. (2004). “Investigating technical efficiency and potential technological change in
Dutch pig farming”. Agricultural Systems 78, pp. 387-403.
Μάνος, Β., Ψυχουδάκης Α. (1992). Διερεύνηση και μεγιστοποίηση της σχετικής αποτελεσματικότητας των
αγελαδοτροφικών εκμεταλλεύσεων με τη μέθοδο της περιβάλλουσας ανάλυσης δεδομένων. Πρακτικά
2ου Πανελλήνιου Συνεδρίου Αγροτικής Οικονομίας, Θεσσαλονίκη, Εκδόσεις ΖΗΤΗ, σελ. 197-213.
Manos, B. and Psychoudakis A., (1997). “Investigation of the Relative Efficiency of dairy farms using Data
Envelopment Analysis”. Quarterly Journal of International Agriculture, (2):188-197.
Morris, C., and Winter M. (1999). Integrated farming systems: the third way for European Agriculture?, Land
Use Policy (16), pp 193-205.
Παπαναγιώτου, Ε. (2005). Οικονομική παραγωγής γεωργικών προϊόντων, Θεσσαλονίκη, Εκδόσεις Γράφημα.
Psychoudakis, A. and Dimitriadou E. (1999). “An application of Data Envelopment Analysis in a Sample of
Dairy Farms”. Medit, (3): 46-50.
Ray, S. (2004). Data Envelopment Analysis: Theory and Techniques for Economics and Operations Research.
United Kingdom. Cambridge University Press.
Ρεζίτης, Α., Τσιμπούκας, Κ. και Τσουκαλάς, Σ. (2005), “Αποτελεσματικότητα και παραγωγικότητα
κτηνοτροφικών εκμεταλλεύσεων που πραγματοποίησαν Σχέδιο Βελτίωσης (Καν 2328/91 Ε.Ε.).”
Πρακτικά 8ου Πανελληνίου Συνεδρίου Αγροτικής Οικονομίας”, Αθήνα, Εκδόσεις: Αγρότυπος, σελ. 90-102.
Σιάρδος, Γ. (1997). Μεθοδολογία Αγροτικής Κοινωνιολογικής Έρευνας. Θεσσαλονίκη, Εκδόσεις ΖΗΤΗ.
Tamis, W.L.M., and van der Brink W.J. (1999). Conventional, integrated and organic winter wheat production
in the Netherlands in the period 1993-1997, Agriculture, Ecosystems and Environment, (76), pp 47-59.
Theocharopoulos, A., Oxouzi, E., Kourkouta, V. and Papanagiotou, E. (2006). “Greek Agricultural Sector:
Facing the Challenges”. Changing European farming systems for a better future. Wageningen Academic
Publishers, The Netherlands. pp. 290.
Fousekis, P., Spathis, P and Tsimboukas, K. (2001). “Assessing the efficiency of sheep farming in mountainous
areas of Greece”. A non parametric approach. Agricultural Economics Review, 2(2), pp.5-15.
1069
H ΕΠΙΔΡΑΣΗ ΤΩΝ ΚΑΙΝΟΤΟΜΙΩΝ ΣΤΗΝ ΑΚΑΘΑΡΙΣΤΗ ΠΡΟΣΟΔΟ ΤΟΥ
ΚΛΑΔΟΥ ΒΙΟΛΟΓΙΚΗΣ ΑΜΠΕΛΟΚΑΛΛΙΕΡΓΕΙΑΣ
Καραφύλλης Xρυσοβαλάντης * , Ευάγγελος Παπαναγιώτου*, Μαρίνος Τζαβάρας † και Αναστασία
Χριστοδούλου ‡
Περίληψη
Τα βιολογικά προϊόντα έχουν υψηλή λιανική τιμή σε σχέση με τα συμβατικά. Σε ένα εμπορικό
περιβάλλον αυξημένης ζήτησης, αυξημένης προσφοράς αλλά και μειωμένων αποδόσεων στη παραγωγή, το
γεγονός αυτό οφείλεται, σε σημαντικό βαθμό, στο υψηλό κόστος παραγωγής των βιολογικών προϊόντων. Το
υψηλό κόστος αποτρέπει πολλούς γεωργούς από την υιοθέτηση του βιολογικού τρόπου παραγωγής,
καθιστώντας ανέφικτες σημαντικές οικονομίες κλίμακας στα στάδια παραγωγής και εμπορίας και ως
επακόλουθο, δυσχεραίνεται η περαιτέρω διάχυση της βιολογικής γεωργίας στον ελληνικό χώρο. Στη
προσπάθεια μείωσης του κόστους παραγωγής και αύξησης του γεωργικού οικογενειακού τους εισοδήματος,
κάποιοι αγρότες εφαρμόζουν καινοτόμες τεχνολογίες, μεθόδους και πρακτικές. Στη παρούσα εργασία
διερευνάται η επίδραση που έχει η υιοθέτηση καινοτομιών στην ακαθάριστη πρόσοδο του κλάδου παραγωγής
βιολογικού αμπελιού. Αυτό γίνεται με πρωτογενή στοιχεία από γεωργικές εκμεταλλεύσεις (33 παρατηρήσεις),
εφαρμόζοντας τη συνάρτηση Cobb-Douglas με ψευδομεταβλητή. Τα αποτελέσματα δείχνουν ότι η υιοθέτηση
καινοτομιών συμβάλλει στην αύξηση της ακαθάριστης προσόδου κατά 33% για τους ‘καινοτόμους’
παραγωγούς και κατά 37,4% για τους ‘πολύ καινοτόμους’.
Λέξεις – κλειδιά: Βιολογική γεωργία, καινοτομίες
Εισαγωγή
Tα βιολογικά προϊόντα έχουν υψηλή λιανική τιμή σε σχέση με τα συμβατικά. Με εξαίρεση το κρασί, η
τιμολόγηση του οποίου παρουσιάζει διακυμάνσεις, πωλούνται κατά μέσο όρο 40-50% ακριβότερα από τα
αντίστοιχα συμβατικά. Μάλιστα, σε ορισμένες περιπτώσεις, ένα βιολογικό προϊόν μπορεί να έχει διπλάσια και
τριπλάσια τιμή από το αντίστοιχο συμβατικό. Αυτό αποτελεί σημαντικό πρόβλημα για τον κλάδο των
*
Εργαστήριο Γεωργικής Οικονομικής Έρευνας, Τομέας Αγροτικής Οικονομίας, Γεωπονική Αχολή, Α.Π.Θ., Τ.Θ. 232, 541 24,
Θεσσαλονίκη, e-mail: [email protected].
†
Υποψήφιος Διδάκτορας Τομέα Αγροτικής Οικονομίας, Γεωπονική Σχολή ΑΠΘ.
‡
Τελειόφοιτος τμήματος Ε.Π.Ε.Α.Π., Α.Τ.Ε.Ι. Δυτικής Μακεδονίας
1070
βιολογικών τροφίμων. Η διαφορά στη τιμή οφείλεται σε παράγοντες που επηρεάζουν τη ζήτηση και τη
προσφορά αυτών. Η ζήτηση για βιολογικά προϊόντα αυξάνεται σταθερά τα τελευταία χρόνια. Την ίδια στιγμή η
προσφορά εμφανίζεται επίσης αυξημένη, όπως δείχνουν τα πιο πρόσφατα στοιχεία για τη βιολογική γεωργία
στην Ελλάδα, περίπου 3% των καλλιεργούμενων εκτάσεων (Κασελίμης, 2006). Εντούτοις, η αύξηση της
προσφοράς δε φαίνεται να συμβάλλει στη μείωση της τιμής των βιολογικών προϊόντων. Τα περισσότερα από
αυτά είναι υπερτιμημένα καθώς η ζήτηση παραμένει ανικανοποίητη. Αυτό οφείλεται στο αυξημένο κόστος
παραγωγής των βιολογικών προϊόντων και σε προβλήματα που υπάρχουν στην εμπορία αυτών.
Το κόστος παραγωγής των βιολογικών προϊόντων είναι σημαντικά αυξημένο σε σχέση με τα αντίστοιχα
συμβατικά. Το μειωμένο κόστος από την μειωμένη χρήση φυτοπροστατευτικών ουσιών και συνθετικών
λιπασμάτων αντισταθμίζεται και υπερκαλύπτεται από την αμοιβή της επιπρόσθετης εργασίας που απαιτείται
από τις εναλλακτικές μεθόδους φυτοπροστασίας και λίπανσης αλλά και από το κόστος των αναλόγων
σκευασμάτων. Από σχετικές έρευνες συγκριτικής ανάλυσης στον ελληνικό χώρο, προκύπτουν αυξημένες
δαπάνες παραγωγής για σημαντικά βιολογικά προϊόντα ως εξής: για την ελαιοκαλλιέργεια 2,81% (ΕΘ.Ι.ΑΓ.Ε.,
2004) και 3,31% (εντατική μόνο), την αμπελοκαλλιέργεια 183,55% (Πάντζιος κ.α., 1999) και 13,1%
(Φωτόπουλος κ.α., 2001), το σιτάρι 10,27% (Φωτόπουλος κ.α., 2001) και το βαμβάκι με λίπανση 7,78%
(Μυγδάκος και Πατσιαλής, 2001). Εντούτοις η έρευνα των Πάντζιου κ.α., 1999 αποδυκνείει ότι η ανωτέρω
πρόταση επιδέχεται και εξαιρέσεις (-4,71% για το βαμβάκι και -11,56% για εκτατική καλλιέργεια ελιάς).
Ταυτόχρονα, οι τιμές παραγωγού είναι αυξημένες και οι αποδόσεις μειωμένες για τους παραγωγούς της
βιολογικής γεωργίας (Lampkin, 1992). Άρα, για μια πιο ολοκληρωμένη διερεύνηση των λόγων της ανεπαρκούς
προσφοράς πρέπει να εξεταστεί ένα άλλο καταλληλότερο οικονομικό αποτέλεσμα. Αυτό είναι το γεωργικό
οικογενειακό εισόδημα, η διαφορά στο ύψος του οποίου, μεταξύ βιολογικής και συμβατικής καλλιέργειας, για
τις προαναφερθείσες έρευνες είναι (θετικό πρόσημο όταν το γεωργικό οικογενειακό εισόδημα βιολογικής
παραγωγής είναι μεγαλύτερο): για την ελαιοκαλλιέργεια -42,50% (ΕΘ.Ι.ΑΓ.Ε., 2004), -4,42% (Πάντζιος κ.α.,
1999), -31,92% (εκτατική) και 6,66% (εντατική), την αμπελοκαλλιέργεια -102,43% (Πάντζιος κ.α., 1999) και
110,25% (Φωτόπουλος κ.α., 2001), το σιτάρι -75,07% (Φωτόπουλος κ.α., 2001) και το βαμβάκι -22,36%
(Πάντζιος κ.α., 1999). Παρατηρούμε ότι σε όλες τις προαναφερθείσες καλλιέργειες, το γεωργικό οικογενειακό
εισόδημα είναι μειωμένο στη βιολογική παραγωγή σε σχέση με τη συμβατική, εκτός από την
αμπελοκαλλιέργεια όπου οι δυο προαναφερθείσες έρευνες δείχνουν αντικρουόμενα αποτελέσματα. Άρα, το
μεγάλο κόστος παραγωγής των βιολογικών προϊόντων συντελεί σε μειωμένο γεωργικό οικογενειακό εισόδημα,
ως προς τα συμβατικά. Αυτό αποτελεί πιθανότατα και σημαντικό αντικίνητρο για πολλούς παραγωγούς,
προκειμένου να υιοθετήσουν το βιολογικό τρόπο παραγωγής.
Συνεπώς, παρά την σημαντική αύξηση της βιολογικής παραγωγής τα δυο τελευταία χρόνια, η διάχυση
της βιολογικής γεωργίας δεν είναι σε βαθμό που θα επέτρεπε να επιτευχθούν αξιόλογες οικονομίες κλίμακας
στην εμπορία τους. Αντίθετα, στη πράξη παρατηρείται μια προσαύξηση των τιμών στα ενδιάμεσα στάδια
1071
εμπορίας όπως επίσης και στις αντίστοιχες λειτουργίες (τυποποίηση, συσκευασία, μεταποίηση). Ο όγκος
παραγωγής των βιολογικών προϊόντων δεν είναι αρκετός, ώστε το ανά μονάδα κόστος εμπορίας να είναι σε
επίπεδα παρεμφερή αυτού των συμβατικών προϊόντων. Επίσης πολλοί παραγωγοί της βιολογικής γεωργίας
αντιμετωπίζουν προβλήματα διάθεσης των προϊόντων τους, που κάποιες φορές πωλούνται ως συμβατικά,
καθώς τα αγροκτήματά τους βρίσκονται μακριά από περιοχές που εξυπηρετούνται από τα υπάρχοντα κανάλια
διανομής των βιολογικών προϊόντων. Ως αποτέλεσμα, παρατηρείται αυξημένο κόστος στη παραγωγή και την
εμπορία των βιολογικών προϊόντων, το οποίο με τη σειρά του συντελεί στη διατήρηση της υψηλής λιανικής
τιμής των βιολογικών προϊόντων.
Αυτή η δυσοίωνη, για τη βιολογική γεωργία, κατάσταση μπορεί να αντιμετωπιστεί με παράλληλες
ενέργειες τόσο στο στάδιο της εμπορίας, στο σύστημα ελέγχου αλλά κυρίως στη παραγωγική διαδικασία. Αυτό
που είναι πρωτεύουσας σημασίας είναι ο περιορισμός της συμβολής του κόστους παραγωγής των βιολογικών
προϊόντων στην τελική τιμή τους. Το κόστος παραγωγής αποτελεί τον πιο κρίσιμο παράγοντα στη μείωση της
υψηλής τιμής των βιολογικών προϊόντων και πολλοί παράγοντες συμβάλλουν στη διατήρηση του σε υψηλά
επίπεδα.
Οι βιολογικές εκμεταλλεύσεις χρησιμοποιούν δαπανηρότερες μεθόδους παραγωγής. Απαιτείται εργασία
κατά μέσο όρο 10% -20% περισσότερη σε σύγκριση με τις αντίστοιχες συμβατικές καθώς και περισσότερο και
πιο εξειδικευμένο εργατικό δυναμικό, αφού ο βαθμός εκμηχάνισης δεν είναι στο επίπεδο της συμβατικής
παραγωγής. Οι
αυξημένες δαπάνες εργασίας αφορούν κυρίως τη λίπανση και φυτοπροστασία και
διοχετεύονται κυρίως στη βιολογική καταπολέμηση και στην εφαρμογή βιολογικής λίπανσης, παρά στη
παρασκευή βιολογικών λιπασμάτων. Συνήθως γίνεται αγορά βιολογικών λιπασμάτων και αγνοείται η
δυνατότητα δημιουργίας κομπόστας (compost). Επίσης η βιολογική καταπολέμηση αφορά κυρίως βιολογικό
έλεγχο, με τη μορφή σκαλισμάτων, αναμοχλεύσεων ή χορτοκοπής, λόγω της απουσίας εναλλακτικών –
τεχνολογικά προηγμένων – λύσεων, ή μη ενημερότητας γι αυτές, από τους αγρότες (ΙCAP, 2003, Πολυράκης,
2003).
Από συγκριτικές αναλύσεις κόστους βιολογικών και συμβατικών καλλιεργειών (Πάντζιος κ.α. (1999),
Φωτόπουλος κ.α. (2001), ΕΘ.Ι.ΑΓ.Ε., 2004) βλέπουμε ότι, διαχρονικά, δεν παρατηρείται μείωση του κόστους
παραγωγής των βιολογικών προϊόντων, κάτι που μπορεί να αποδοθεί σε δυο παράγοντες. Πρώτον, στη
συνεχιζόμενη χρήση βιολογικών λιπασμάτων, τα οποία αποδεικνύονται ακριβά, χωρίς όμως αυτό να έχει
οδηγήσει τους παραγωγούς στην αναζήτηση νέων μεθόδων ή τεχνικών που ίσως θα συνέβαλαν στην
εξοικονόμηση χρημάτων. Επίσης, στην συνεχή χρήση τεχνικών φυτοπροστασίας οι οποίες είναι εντατικές ως
προς την εργασία, με αποτέλεσμα να καταναλώνονται πολλές εργατοώρες.
Υπάρχουν τεχνικές καλλιέργειας που είναι είτε καινούριες, είτε έχουν βρει και πάλι εφαρμογή μετά από
πολλά χρόνια, λόγω των ειδικών αναγκών της βιολογικής γεωργίας. Όμως, από όσο είναι γνωστό στους
συγγραφείς, δεν έχουν διερευνηθεί ως προς τα περιθώρια συμβολής τους στην αύξηση της προσόδου της
1072
βιολογικής παραγωγής. Το αποτέλεσμα αυτό μπορεί να αποτελέσει εφαλτήριο για μια σειρά διαδοχικών
θετικών επιδράσεων στα οικονομικά αποτελέσματα των βιολογικών εκμεταλλεύσεων. Έτσι, θα είναι δυνατή η
αναίρεση του αρνητικού αποτελέσματος των μειωμένων αποδόσεων της βιολογικής παραγωγής (Lampkin,
1992) και ταυτόχρονα θα δοθεί η απαιτούμενη ώθηση στη καταναλωτική ζήτηση προκειμένου να αποκτήσει η
αγορά των βιολογικών προϊόντων τη δική της δυναμική.
Η καινοτομία στον αγροτικό τομέα
Υπάρχουν πάρα πολλοί ορισμοί στη διεθνή βιβλιογραφία για την έννοια της καινοτομίας. Υπό την
ευρεία έννοια, καινοτομία φαίνεται να σημαίνει κάτι το νέο, ή κάτι που φαίνεται νέο στην ανθρώπινη γνώση
και εμπειρία. Για τον ελληνικό αγροτικό χώρο καλός είναι ο ορισμός των Ζιωγάνα κ.α. (1994) σύμφωνα με τον
οποίο καινοτομία είναι: ‘κάθε νέα τεχνική ή μέθοδος που στοχεύει στην αύξηση της παραγωγής και τη
βελτίωση της παραγωγικότητας της γεωργικής εκμετάλλευσης και εμπεριέχει κάτι που μπορεί να είναι
άγνωστο στο γεωργό μιας συγκεκριμένης περιοχής και να εφαρμόζεται από το γεωργό μιας άλλης περιοχής.’
Κύρια συστατικά της γεωργικής καινοτομίας είναι (Ζιωγάνας κ.α., 1994):
1. Νέα τεχνολογία σε σχέση με τη γνώση και εμπειρία του γεωργού
2. Μη διαδεδομένη ακόμα σε ορισμένη κοινωνία και εποχή
3. Εφαρμόσιμη στη πράξη
4. Ικανή να προκαλέσει αύξηση στο παραγόμενο προϊόν
Οι καινοτομίες στη γεωργία συμβάλλουν στη μείωση του κόστους παραγωγής ανά μονάδα
παραγόμενου προϊόντος και σε αύξηση της παραγόμενης ποσότητας μακροχρόνια. Οι καινοτομίες συμβάλλουν
στη μετατόπιση της καμπύλης μακροχρόνιου κόστους (φάκελος) προς τα κάτω. Μάλιστα κάποιες καινοτομίες
(μηχανικές, ηλεκτρονικές) προκαλούν γρηγορότερη μετατόπιση της καμπύλης από ότι άλλες (Καραφύλλης,
2003; Phillips, 1985).
Με την εισαγωγή των μηχανικών καινοτομιών γίνεται υποκατάσταση ανθρώπινης εργασίας από
μηχανική και έτσι αυτές έχουν ιδιαίτερη οικονομική σημασία για τις μεγάλες αγροτικές εκμεταλλεύσεις.
Επιδρούν έμμεσα στην αύξηση της παραγωγικότητας με μείωση του κόστους παραγωγής και αποδοτική
αξιοποίηση των ανθρώπινων πόρων. Οι βιολογικές και χημικές καινοτομίες υποκαθιστούν το έδαφος με
βιολογικά και χημικά μέσα, με την έννοια ότι, εφαρμόζοντας τα τελευταία, ίδιο ύψος παραγωγής μπορεί να
επιτευχθεί από λιγότερο έδαφος. Οι καινοτομίες αυτές έχουν μεγάλη σημασία για τις μικρές εκμεταλλεύσεις
καθώς, με την αύξηση της παραγωγής, επιτυγχάνεται και αύξηση της παραγωγικότητας του εδάφους και ίσως
και της εργασίας (Ζιωγάνας κ.α., 1994).
Στις μέρες μας, η εισαγωγή καινοτομιών στη γεωργία αποβλέπει όχι μόνο στην ποσοτική αύξηση των
1073
παραγόμενων γεωργικών προϊόντων αλλά και σε μια καλύτερη διαχείριση ή και εξοικονόμηση παραγωγικών
πόρων όπως και σε μια ποιοτική αναβάθμιση των παραγόμενων γεωργικών προϊόντων (Ζιωγάνας κ.α., 1994).
Πολύ δε περισσότερο στη βιολογική γεωργία, όπου, με τη ζήτηση να αυξάνεται, η ποσοτική αύξηση παραμένει
ως στόχος, χωρίς όμως να αναιρείται η επιθυμία για ακόμη πιο ποιοτικά προϊόντα. Στα βιολογικά προϊόντα, η
περαιτέρω αναβάθμιση της ποιότητάς τους βοηθά στην επίτευξη καλύτερης προσόδου, αφού τα βιολογικά
προϊόντα είναι πιο ενσωματωμένα στο σύστημα της ελεύθερης αγοράς, με καλύτερη ανταπόκριση της
προσφοράς στη ζήτηση από ότι τα συμβατικά.
Στη παρούσα εργασία προσδιορίζονται οι εφαρμοσμένες καινοτομίες στη καλλιέργεια του αμπελιού και
διερευνάται η επίδραση της υιοθέτησης αυτών στην ακαθάριστη πρόσοδο του κλάδου παραγωγής. Η βασική
υπόθεση προς επαλήθευση είναι ότι οι καινοτόμοι γεωργοί έχουν αυξημένη πρόσοδο από το κλάδο παραγωγής
αμπελιού σε σχέση με αυτούς που εφαρμόζουν κυρίως τις παραδοσιακές μεθόδους τεχνικές και μέσα
καλλιέργειας και όσο πιο εκτεταμένη είναι η υιοθέτηση, τόσο πιο αυξημένη είναι η ακαθάριστη πρόσοδος.
Μεθοδολογία συλλογής των στοιχείων της έρευνας
Τα στοιχεία της έρευνας συλλέχθηκαν κατόπιν λογιστικής παρακολούθησης σε συνδυασμό με τη χρήση
ερωτηματολογίου. Αξιόπιστα κρίθηκαν τα στοιχεία που συλλέχθηκαν από 32 γεωργικές εκμεταλλεύσεις του
δείγματος. Το έτος αναφοράς είναι το 2005. Η επιλογή του δείγματος έγινε με απλή τυχαία δειγματοληψία,
βάσει των καταλόγων πιστοποιημένων γεωργών των εταιριών πιστοποίησης. Η μέθοδος αυτή είναι κατάλληλη
για εφαρμογή σε μικρούς πληθυσμούς, γεωγραφικά εντοπισμένους σε γειτονικούς χώρους, κάτι που ισχύει στη
περίπτωση της παρούσας έρευνας. Το μέγεθος του δείγματος είναι συνεπές με το ελάχιστο απαιτούμενο
σύμφωνα με τον τύπο (Σιάρδος, 1997):
n=
Nz 2 pq
Nd 2 + z 2 pq
Από ένα αρχικό δείγμα γεωργών το 45% είχαν υιοθετήσει 2 τουλάχιστο καινοτομίες και αυτό είναι το
όριο για να θεωρήσουμε ότι κάποιος γεωργός παρουσιάζει το επιθυμητό χαρακτηριστικό. Έτσι, p = 0,45 και
q = 0,55 . Λαμβάνοντας z = 2,24 για P = 97,5% , N = 60 οι βιολογικοί αμπελοπαραγωγοί στους υπό έρευνα
νομούς (σύμφωνα με στοιχεία των πιστοποιητικών οργανισμών) και ακρίβεια εκτίμησης της αληθινής
αναλογίας του πληθυσμού d = ±5% , είναι n = 31,34 . Οι εκμεταλλεύσεις αυτές περιείχαν τον κλάδο παραγωγής
αμπελιού, χωρίς όμως να αποτελεί κριτήριο συμμετοχής το μέγεθος του, απόλυτο, ή σχετικό. Ως περιοχές
έρευνας επελέγησαν οι νομοί Κοζάνης, Πέλλας και Θεσσαλονίκης, καθώς στους νομούς αυτούς εμφανίζεται
σημαντική συγκέντρωση καλλιεργητών βιολογικού αμπελιού.
1074
Για να διερευνηθεί η επίδραση των καινοτομιών που εφαρμόζονται στον κλάδο παραγωγής αμπελιού,
πρέπει πρώτα αυτές να καθοριστούν. Στα πλαίσια της βιολογικής αμπελοκαλλιέργειας εφαρμόζονται πολλές
καλλιεργητικές μέθοδοι, τεχνικές αλλά και μέσα που προϋπήρχαν στη συμβατική γεωργία. Εντούτοις,
αναπτύχθηκαν και ορισμένες καινοτομίες, λόγω των ειδικών αναγκών που παρουσιάζει η πρώτη. Η επιλογή
των συγκεκριμένων καινοτομιών που αναλύονται παρακάτω έγινε με κριτήρια την σημαντικότητά τους για τον
κλάδο παραγωγής αμπελιού, την ύπαρξη ορισμένου αριθμού αγροτών που να τις εφαρμόζουν και την ευκολία
διάχυσης και εφαρμογής από μεγαλύτερο αριθμό γεωργών. Παράλληλα, αναφέρονται όπου κρίνεται αναγκαίο
και οι παραδοσιακές μέθοδοι και τεχνικές τις οποίες αντικαθιστούν.
1.
Στην ελληνική βιολογική αμπελοκαλλιέργεια, η λίπανση των καλλιεργειών παραδοσιακά γίνεται με
εφαρμογή κοπριάς και μάλιστα από ζώα εκτατικής εκτροφής, σύμφωνα με τις προδιαγραφές της Ευρωπαϊκής
Ένωσης για τη βιολογική γεωργία. Πιο πρόσφατα, όμως και για τις ειδικές ανάγκες των βιολογικών
καλλιεργειών έχουν διαδοθεί, σε ορισμένο βαθμό, κάποιες νέες τεχνικές όπως η παρασκευή ή αγορά κομπόστ,
η εφαρμογή βιολιπασμάτων, η χλωρά λίπανση και η μεταφορά και ενσωμάτωση φυτικών υπολειμμάτων.
2.
Όποια στρατηγική λίπανσης και αν ακολουθηθεί, σημαντικές ποσότητες θρεπτικών στοιχείων
απομακρύνονται κάθε χρόνο από το έδαφος. Είναι, λοιπόν, αναγκαίο να προστίθενται αυτές οι ποσότητες μέσω
ενός καταλλήλου προγράμματος λίπανσης. Οι ποσότητες, όμως, των απαραίτητων θρεπτικών διαφέρουν
ανάλογα με τη καλλιέργεια, τις καλλιεργητικές εργασίες, το έδαφος και τα αποθέματά του. Άρα δεν ισχύει μια
στρατηγική για όλες τις καλλιέργειες. Ταυτόχρονα είναι προφανές ότι πρέπει να προσεχθεί να μη γίνονται
υπερβολές στις εφαρμοζόμενες ποσότητες, με δυσάρεστες συνέπειες στα οικονομικά αποτελέσματα της
εκμετάλλευσης. Μια καλή πρακτική, που φαίνεται ότι οι παραγωγοί της βιολογικής γεωργίας έχουν αρχίσει να
ενστερνίζονται είναι ο έλεγχος των διαθέσιμων, στο έδαφος και στα φυτά, ποσοτήτων θρεπτικών, μέσω της
ανάλυσης εδάφους και της φυλλοδιαγνωστικής (Σφακιωτάκης, 2000), πρακτική σχεδόν άγνωστη τα
προηγούμενα χρόνια.
3.
Παραδοσιακά, στην ελληνική βιολογική αμπελοκαλλιέργεια η καταπολέμηση των επιβλαβών εντόμων,
ακάρεων, μυκητών και άλλων εχθρών των περισσότερων καλλιεργειών γινόταν κυρίως με σκευάσματα χαλκού
και θείου. Κάποιες καινοτομίες των τελευταίων ετών με σκοπό τη φυτοπροστασία του αμπελιού είναι η χρήση
εκχυλισμάτων φυτικών ειδών και βιολογικών εντομοκτόνων (π.χ. Bacillus thuringiensis). Εκχυλίσματα
υπάρχουν έτοιμα στο εμπόριο π.χ. αλογοουράς, σιναπέλαιο κατά αφίδων αμπελιού, αλκοολούχο εκχύλισμα
κατά ωιδίου και βοτρύτη του αμπελιού, αλλά μπορεί και ο ίδιος ο παραγωγός να φτιάξει τα δικά του
παρασκευάσματα με μεθόδους που είναι γνωστές στους παραγωγούς και αναφέρονται στη βιβλιογραφία (βλ.
Επιτροπάκης, 2000).
1075
4.
Επίσης ως καινοτομία μπορεί να αναφερθεί και η εκ των προτέρων παρακολούθηση του πληθυσμού της
ευδεμίδας με χρωματικές παγίδες και η καταπολέμηση της ακολούθως σε αντίθεση με την άκριτη εφαρμογή
σκευασμάτων αντιμετώπισής της.
5.
Τα ζιζάνια παραδοσιακά στη βιολογική αμπελοκαλλιέργεια καταπολεμούνται με το όργωμα ή το
φρεζάρισμα (περιστροφικός καλλιεργητής) ενσωματώνοντάς τα στο έδαφος. Υπάρχει όμως και η εναλλακτική
μέθοδος, της εδαφοκάλυψης. Η μέθοδος αυτή συνίσταται στη κάλυψη του εδάφους με υλικά τα οποία
εμποδίζουν την ανάπτυξη ζιζανίων, τόσο με τη μηχανική αντίσταση που τους ασκούν όσο και με τη δημιουργία
ενός αντίξοου για αυτά περιβάλλοντος. Αντί για υλικά, τα ίδια τα ζιζάνια μπορούν να χρησιμεύσουν μετά την
αποκοπή τους με χορτοκοπτικά και εναπόθεσή τους στην επιφάνεια του εδάφους.
6.
Μετά το κλάδεμα του αμπελιού, οι παραγωγοί πρέπει να αποφασίσουν τι θα κάνουν με τα φυτικά
υπολείμματα. Οι απόψεις ως προς τη διαχείριση των φυτικών υπολειμμάτων διαφέρουν αφού διαφέρουν
αντίστοιχα οι απόψεις για τη συνεισφορά αυτών στην οργανική ουσία του εδάφους. Πολλοί υποστηρίζουν ότι η
με τη καινοτόμο διαδικασία της ενσωμάτωσης βελτιώνεται η δομή του εδάφους, καθώς διατηρείται η οργανική
ουσία σε κάποιο επίπεδο. Αντίθετα, άλλοι ισχυρίζονται ότι η ωφέλεια από την ενσωμάτωση είναι μηδαμινή και
χωρίς μάλιστα να συμπεριλαμβάνονται τα ημερομίσθια που απαιτούνται (Παπακώστα, 2000). Από την άλλη,
το παραδοσιακό κάψιμο καταστρέφει το δομή του εδάφους και την υπάρχουσα οργανική ουσία και η
απομάκρυνση των υπολειμμάτων επιφέρει αυξημένο εργατικό κόστος.
7.
Η άρδευση παραδοσιακά γινόταν με επιφανειακές μεθόδους (αυλάκια, λάστιχο) και στη συμβατική και
στη βιολογική αμπελοκαλλιέργεια. Τα τελευταία χρόνια όμως, εισήχθησαν νέα αρδευτικά συστήματα, τα
συστήματα στάγδην άρδευσης.
Η υιοθέτηση κάποιων εκ των ανωτέρω επτά καινοτομιών διαφοροποιούν τους γεωργούς ως προς το
βαθμό καινοτόμησης. Για το λόγο αυτό, οι γεωργοί χωρίστηκαν σε τρεις κατηγορίες. Στην ομάδα των
‘παραδοσιακών’ περιλήφθηκαν όσοι υιοθέτησαν 0-1 καινοτομίες, σε αυτή των ‘καινοτόμων’ όσοι υιοθέτησαν
2-3 καινοτομίες και σε αυτή των ‘πολύ καινοτόμων’ όσοι υιοθέτησαν 4 ή περισσότερες καινοτομίες.
Οι περισσότεροι αγρότες εφαρμόζουν τις ίδιες καλλιεργητικές πρακτικές σε όλα τα αγροκτήματα με
αμπέλι. Υπήρξε όμως μια περίπτωση όπου ο γεωργός ακολούθησε διαφορετικές καλλιεργητικές πρακτικές σε
διαφορετικά αγροτεμάχια με αμπέλι. Αυτό είχε ως συνέπεια την υιοθέτηση διαφορετικού αριθμού καινοτομιών
ανάλογα με τη καλλιεργητική πρακτική. Σε αυτή τη περίπτωση, ο γεωργός δεν αποτέλεσε μια παρατήρηση,
αλλά περισσότερες, ανάλογα με τον αριθμό των διαφορετικών καλλιεργητικών πρακτικών που εφάρμοσε
(δυο). Εκτός αυτού, ο επιμερισμός των σταθερών δαπανών στους κλάδους παραγωγής έγινε σύμφωνα με τη
συμμετοχή των δυο παρατηρήσεων, ως τμήματα κλάδου παραγωγής στη συνολική ακαθάριστη πρόσοδο. Άρα,
ο αριθμός των αξιόπιστων παρατηρήσεων της έρευνας είναι 33.
1076
Από τις 33 αυτές παρατηρήσεις, 6 αφορούν καινοτόμους γεωργούς, 6 πολύ καινοτόμους και οι
υπόλοιπες 20 γεωργούς που εφαρμόζουν κυρίως παραδοσιακές τεχνικές και μέσα (δε συμπεριλαμβάνεται η
δεύτερη παρατήρηση από τον γεωργό που εφαρμόζει δυο διαφορετικές καλλιεργητικές πρακτικές). Κάποια
στοιχεία περιγραφικής στατιστικής για τις παρατηρήσεις αυτές φαίνονται στον πίνακα 1.
Μεθοδολογία ανάλυσης των στοιχείων
Η συνάρτηση που χρησιμοποιούμε βασίζεται στη Cobb-Douglas, με τη διαφορά ότι προστίθεται μια
ψευδομεταβλητή για την εύρεση της επίδρασης των καινοτομιών στην ακαθάριστη πρόσοδο. Ως εξαρτημένη
μεταβλητή λαμβάνεται η ακαθάριστη πρόσοδος (σε €) και ως ανεξάρτητες οι ετήσιες δαπάνες του σταθερού
κεφαλαίου (σε €), το μεταβλητό κεφάλαιο (σε €), η έκταση των αγροτεμαχίων (σε στρ.) και η καταβαλλόμενη
εργασία (σε ώρες). Αρχικά, προστέθηκε και μια ακόμη ψευδομεταβλητή που μετρούσε τη διαφορά στις
κλιματολογικές συνθήκες που επικράτησαν τη δεδομένη καλλιεργητική περίοδο (παγετός, χαλάζι) ή την
άρδευση που έκαναν κάποιοι παραγωγοί. Η ψευδομεταβλητή αυτή δεν ήταν στατιστικά σημαντική και έτσι
απορρίφθηκε από το τελικό μοντέλο. Υπενθυμίζεται ότι ως παρατήρηση λαμβάνεται το σύνολο των
αγροτεμαχίων με αμπέλι που έχει ένας παραγωγός και στα οποία εκτελεί τις ίδιες καλλιεργητικές εργασίες.
Συνεπώς, η ακαθάριστη πρόσοδος και οι ανεξάρτητες μεταβλητές του υποδείγματος αναφέρονται στο σύνολο
τέτοιων αγροτεμαχίων. Δεν συμπεριλήφθηκαν αγροτεμάχια τα οποία εγκαταστάθηκαν πρόσφατα και τα
πρέμνα τους δεν έχουν εισέλθει ακόμα στη πλήρη παραγωγή.
Πίνακας 1. Δεδομένα κλάδου παραγωγής βιολογικού αμπελιού (ανά στρέμμα)
Αρ.
Ακαθάριστη
Ετήσιες δαπάνες
Μεταβλητό
Εργασία
παρατη-
προσοδος (€)
σταθερού
κεφάλαιο (€)
(ώρες)
ρήσεων
κεφαλαίου (€)
Παραδοσιακοί
Μ.Ο.
18
466
304
64
40
Καινοτόμοι
Τ.Α.
Μ.Ο.
8
238
713
198
363
60
43
28
54
Πολύ καινοτόμοι
Τ.Α.
Μ.Ο.
7
267
1016
164
330
34
96
21
94
Σύνολο παρα-
Τ.Α.
Μ.Ο.
33
523
643
150
324
53
66
99
55
383
178
55
53
γωγών
Τ.Α.
Στις ετήσιες δαπάνες σταθερού κεφαλαίου υπολογίστηκαν η απόσβεση, τα ασφάλιστρα και ο τόκος του
φυτικού κεφαλαίου, όπως επίσης η απόσβεση, η συντήρηση, τα ασφάλιστρα και ο τόκος κτιρίων, γεωργικών
κατασκευών, εγγείων βελτιώσεων, μηχανημάτων και εργαλείων. Η απόσβεση του φυτικού κεφαλαίου
υπολογίστηκε με την αναλογική μέθοδο μεταξύ του 3ου έτους μετά την εγκατάσταση και τον οικονομικό
θάνατο του αμπελώνα (βλ. Παπαναγιώτου, 2005). Δε συμπεριλήφθηκαν οι ετήσιες δαπάνες των οινοποιητικών
εγκαταστάσεων που έχουν στην ιδιοκτησία τους κάποιοι γεωργοί που κάνουν οι ίδιοι τη παραγωγή του
1077
κρασιού. Οι ετήσιες δαπάνες του σταθερού κεφαλαίου που εξυπηρετεί και άλλους κλάδους παραγωγής πλην
του αμπελιού, επιμερίστηκαν σε όλους τους κλάδους παραγωγής, σύμφωνα με τη συμμετοχή καθενός από
αυτούς στη συνολική ακαθάριστη πρόσοδο της αγροτικής εκμετάλλευσης. Για μηχανήματα που
χρησιμοποιούνται αποκλειστικά στην αμπελοκαλλιέργεια ή σε άλλο κλάδο παραγωγής, οι ετήσιες δαπάνες
επιβαρύνουν μόνο τον κλάδο αυτό.
Στις περιπτώσεις που το παραγόμενο σταφύλι δεν πωλούνταν αλλά χρησιμοποιούνταν ως πρώτη ύλη
στη παραγωγή κρασιού ή πωλούνταν στη λιανική (στη περίπτωση των επιτραπέζιων σταφυλιών) ζητήθηκε από
τους γεωργούς να εκτιμηθεί η τιμή στην οποία θα πωλούσαν τα σταφύλια τους αν τα πωλούσαν σε οινοποιείο ή
σε χονδρέμπορο.
Με βάση τα παραπάνω, η εξειδικευμένη αλγεβρική μορφή του υποδείγματος που χρησιμοποιούμε έχει
ως εξής:
2
Y = A ⋅ K α ⋅V β ⋅ T γ ⋅ Lδ ⋅ ∏ D j
ζj
(1)
j =1
όπου:
Υ, η ακαθάριστη πρόσοδος (€)
Κ, οι ετήσιες δαπάνες του σταθερού κεφαλαίου (€)
V, το μεταβλητό κεφάλαιο (€)
Τ, η έκταση των αγροτεμαχίων (στρ.)
L, η ανθρώπινη εργασία (οικογενειακή και ξένη, σε ώρες)
D, ψευδομεταβλητή, το j λαμβάνει τη τιμή 0 για τους παραδοσιακούς γεωργούς, 1 για τους καινοτόμους και 2
για τους πολύ καινοτόμους
Α, α, β, γ, δ, ζ παράμετροι προς εκτίμηση
Λογαριθμίζοντας την (1) και λαμβάνοντας τη στοχαστική της μορφή έχουμε:
2
ln Yi = ln A + α ln K i + β ln Vi + γ ln Ti + δ ln Li + ∑ ζ j ln Dij + ε i (2)
j =1
όπου:
εi ο στοχαστικός όρος, για τον οποίο κάνουμε τις υποθέσεις του κλασσικού γραμμικού υποδείγματος:
Ε(εi) = 0, ∀i
Ε(εiεi) = Ε(εi2) = σ ε2 < ∞
Ε(εiεj) = 0, ∀i ≠ j
Ανεξάρτητα από την ανωτέρω υπόθεση, η σφαιρικότητα του στοχαστικού όρου θα ελεγχθεί
πειραματικά.
1078
Πρέπει Α>0. Επίσης, οι παράμετροι α, β, γ, και δ, για τις οποίες πρέπει α ≥ 0, β ≥ 0, γ ≥ 0 και δ ≥ 0 ,
αποτελούν και τις ελαστικότητες των Κ, V, Τ, και L αντίστοιχα, ενώ το άθροισμα των α, β, γ και δ είναι ο
βαθμός των αποδόσεων κλίμακας. Η παράμετρος ζ προσδιορίζει το μέγεθος της διαφοράς των λογαρίθμων της
ακαθάριστης προσόδου μεταξύ παραδοσιακών, καινοτόμων και πολύ καινοτόμων γεωργών.
Την εξίσωση (2) θα εκτιμήσουμε με τη μέθοδο των ελαχίστων τετραγώνων από τα δεδομένα της
έρευνας * . Για το σκοπό αυτό καθώς και τη διεξαγωγή των οικονομετρικών ελέγχων που ακολουθούν,
χρησιμοποιήθηκε το πρόγραμμα E-views 4.1. Πιο συγκεκριμένα, γίνεται έλεγχος με το κριτήριο White (cross
terms) (Χρήστου, 2002) για να διαπιστωθεί η ύπαρξη ή όχι ετεροσκεδαστικότητας στα κατάλοιπα της
παλινδρόμησης. Επίσης, ελέγχονται οι τιμές ασυμμετρίας, κύρτωσης και του συντελεστή J-B που αφορούν τη
σφαιρικότητα των καταλοίπων. Τέλος, εξετάζονται οι αποδόσεις κλίμακας και γίνεται έλεγχος για τη
σημαντικότητα των τιμών των ψευδομεταβλητών με τη στατιστική ελέγχου t.
Εμπειρικά αποτελέσματα
Τα αποτελέσματα της παλινδρόμησης των ετησίων δαπανών του σταθερού κεφαλαίου, του μεταβλητού
κεφαλαίου, της έκτασης των αγροτεμαχίων της ανθρώπινης εργασίας και της ψευδομεταβλητής στην
ακαθάριστη πρόσοδο, παρουσιάζονται στο πίνακα 2.
Πίνακας 2. Συνάρτηση παραγωγής: κύρια αποτελέσματα
Μεταβλητές
Συντελεστές
Σταθερός όρος
3,025
Ετήσιες δαπάνες του
0,245
σταθερού κεφαλαίου (Κ)
Mεταβλητό κεφάλαιο (V)
0,218
Έκταση (T)
0,215
Εργασία (L)
0,275
ψευδομεταβλητή (D1)
0,330
ψευδομεταβλητή (D2)
0,374
Στατιστικές
0,962
R2
2
0,954
R
112,74
F
0,272
S.E.Ε.
Οικονομίες κλίμακας
0,953
α+β+γ+δ
*
στατιστικά σημαντικός για α=0,01
**
στατιστικά σημαντικός για α=0,05
*
Στατιστική t
5,815*
2,736*
3,101*
2,009**
2,563*
2,584*
2,781*
Διαθέσιμα περισσότερα στοιχεία της παλινδρόμησης σε οποιονδήποτε ενδιαφερόμενο
1079
Ο έλεγχος με το κριτήριο White (cross terms) για την ύπαρξη ετεροσκεδαστικότητας ήταν αρνητικός.
Επίσης, τα κατάλοιπα είναι σφαιρικά, δηλαδή ακολουθούν τη κανονική κατανομή, όπως αποδεικνύουν και τα
κριτήρια Skewness, Kyrtosis και J-B του διαγράμματος των καταλοίπων (σχήμα 1).
Η εξίσωση (2) ερμηνεύει αρκετά ικανοποιητικά τη τεχνολογία παραγωγής στη βιολογική
αμπελοκαλιέργεια, με παραδοσιακές ή καινοτόμους καλλιεργητικές τεχνικές και μέσα. Τα πρόσημα των
παραμέτρων Α, α, β, γ, δ είναι συνεπή με τους περιορισμούς που επιβάλλει η οικονομική θεωρία και οι τιμές
των R2, σταθμισμένου R2 και F είναι υψηλές. Από τις τιμές της στατιστικής t συμπεραίνουμε ότι όλες οι
παράμετροι είναι στατιστικά σημαντικοί για α=0,05, ενώ η έκταση είναι και για α=0,01. Οι ετήσιες δαπάνες
του σταθερού κεφαλαίου συμμετέχουν στη συνολική ακαθάριστη πρόσοδο κατά 24,5%, το μεταβλητό
κεφάλαιο κατά 21,8%, η έκταση των αγροτεμαχίων κατά 21,5% και η ανθρώπινη εργασία κατά 27,5%.
Παρατηρούμε ότι η παραγωγή στο κλάδο της βιολογικής αμπελοκαλλιέργειας ανταποκρίνεται περισσότερο σε
μεταβολές της εργασίας, παρά στους υπόλοιπους συντελεστές παραγωγής. Αυτό συμφωνεί με το δεδομένο ότι
η βιολογική καλλιέργεια γενικά θεωρείται παραγωγική κατεύθυνση εντάσεως εργασίας.
Σχήμα 1. Διάγραμμα των καταλοίπων της παλινδρόμησης
Το άθροισμα των ελαστικοτήτων παραγωγής είναι 95,3, το οποίο σημαίνει πως δεν παρατηρούνται
σταθερές αποδόσεις κλίμακας, αλλά φθίνουσες (Αυτό το αποτέλεσμα όμως μπορεί να οφείλεται και σε
παραληφθείσες ερμηνευτικές μεταβλητές). Δηλαδή, ένας διπλασιασμός των χρησιμοποιούμενων ποσοτήτων
όλων των συντελεστών παραγωγής, θα αύξανε το παραγόμενο προϊόν κατά 95,3%. Ο έλεγχος για τη
σημαντικότητα των τιμών των ψευδομεταβλητών έδειξε ότι για α=0,05
οι συντελεστές ζ1 και ζ2 είναι
στατιστικά σημαντικοί.
Επίσης, από την αξιολόγηση των συντελεστών, εξάγεται το σημαντικό συμπέρασμα ότι η εισαγωγή
καινοτομιών αυξάνει την ακαθάριστη πρόσοδο του συγκεκριμένου κλάδου παραγωγής, το οποίο έρχεται να
1080
επαληθεύσει την αρχική μας υπόθεση. Οι καινοτόμοι παραγωγοί απολαμβάνουν 33% μεγαλύτερη ακαθάριστη
πρόσοδο από τους παραδοσιακούς, ενώ οι πολύ καινοτόμοι 37,4%. Αυτό σημαίνει ότι οι καινοτόμοι και οι
πολύ καινοτόμοι παραγωγοί είναι σημαντικά κερδισμένοι από την υιοθέτηση των καινοτομιών. Με την αύξηση
του αριθμού των καινοτομιών που υιοθετούνται, αυξάνει η ακαθάριστη πρόσοδος, αλλά σε μικρό ποσοστό.
Συνεπώς, δεν είναι τόσο ο αριθμός των υιοθετούμενων καινοτομιών που επιφέρει την αύξηση στην ακαθάριστη
πρόσοδο (διαφορά 4,4% μεταξύ καινοτόμων και πολύ καινοτόμων), αλλά περισσότερο η λογική της
υιοθέτησης καινοτομιών (2 ή περισσότερες), που επιφέρει αύξηση στην ακαθάριστη πρόσοδο τουλάχιστο 33%.
Συμπεράσματα – προτάσεις πολιτικής
Στη παρούσα εργασία διερευνήθηκε η επίδραση των καινοτομιών στην ακαθάριστη πρόσοδο του
κλάδου παραγωγής βιολογικού αμπελιού. Τα αποτελέσματα έδειξαν ότι η υιοθέτηση καινοτομιών συμβάλλει
στην αύξηση της ακαθάριστης προσόδου κατά 33% για τους καινοτόμους παραγωγούς και κατά 37,4% για
τους πολύ καινοτόμους. Τα αποτελέσματα αυτά είναι σημαντικά για την εξέλιξη της βιολογικής
αμπελοκαλλιέργειας στην Ελλάδα. Αποδεικνύεται πως με την υιοθέτηση καινοτομιών όπως το compost, η
ανάλυση εδάφους και φυλλοδιαγνωστική, ο βάκιλος, η παρακολούθηση του πληθυσμού των επιβλαβών με
παγίδες, η εδαφοκάλυψη, τα συστήματα στάγδην άρδευσης και η ενσωμάτωση των φυτικών υπολειμμάτων, η
αύξηση στην ακαθάριστη πρόσοδο είναι σημαντική (33% για τους καινοτόμους και 37,4% για τους πολύ
καινοτόμους γεωργούς).
H αύξηση αυτή στην ακαθάριστη πρόσοδο πιθανότατα θα αποτελέσει κίνητρο και για άλλους
παραγωγούς να υιοθετήσουν το βιολογικό τρόπο παραγωγής, κάτι που αναμένεται να έχει αλυσιδωτές θετικές
επιδράσεις για τη βιολογική αμπελοκαλλιέργεια στην Ελλάδα. Η αύξηση της παραγωγής θα προκαλέσει
μείωση της τιμής του προϊόντος και αύξηση της κατανάλωσης, με συνέπεια την ευρύτερη διάχυση της
βιολογικής γεωργίας. Παράλληλα, η αύξηση της παραγωγής θα κάνει εφικτές σημαντικές οικονομίες κλίμακας
στη παραγωγή και στην εμπορία των βιολογικών προϊόντων, με συνέπεια τη μείωση του κόστους.
Προϋπόθεση όμως είναι η εκτεταμένη υιοθέτηση ορισμένων από τις προαναφερθείσες καινοτομίες
(αφού η υιοθέτηση πολλών συμβάλλει σε μικρότερη αναλογική αύξηση του ακαθαρίστου εισοδήματος, χωρίς
επίσης να έχει υπολογιστεί η αύξηση του κόστους που πιθανών συνεπάγεται η υιοθέτηση). Προς τη
κατεύθυνση αυτή, σημαντική είναι η βοήθεια προς τους παραγωγούς από όλους τους φορείς που εμπλέκονται
στο παραγωγικό σύστημα της βιολογικής γεωργίας. Το κράτος, μέσω του οργανισμού ‘ΟΓΕΕΚΑ Δήμητρα’,
της διεύθυνσης γεωργικών εφαρμογών και των κατά τόπους διευθύνσεων γεωργίας μπορεί να κάνει γνωστές
και να εκπαιδεύσει τους γεωργούς στις προαναφερθείσες καινοτομίες. Τον ίδιο έργο μπορούν να εκπληρώσουν
και τα επικείμενα γραφεία γεωργικών συμβούλων, αλλά και οι εταιρίες πιστοποίησης.
Τα συμπεράσματα από την έρευνα σε αυτό το κλάδο παραγωγής πιθανόν να ισχύουν και σε άλλους
σημαντικούς για την Ελλάδα κλάδους της βιολογικής γεωργίας, όπως η ελιά, τα κηπευτικά και η δενδροκομία.
1081
Επίσης πρέπει να διερευνηθεί η επίδραση των καινοτομιών και σε άλλα οικονομικά αποτελέσματα, τα οποία
λαμβάνουν υπόψη και τις δαπάνες, όπως το γεωργικό εισόδημα. Η έρευνα προς αυτή τη κατεύθυνση κρίνεται
επιτακτική προκειμένου να εξεταστεί η ισχύς της υπόθεσης αυτής και το μέγεθος της επίδρασης των
καινοτομιών στα οικονομικά αποτελέσματα και άλλων κλάδων παραγωγής. Στη περίπτωση που η επίδραση και
σε άλλους κλάδους είναι παρόμοια, η βιολογική γεωργία πιθανών έχει τις προϋποθέσεις και τη δυναμική εκείνη
που θα της επιτρέψει να χαράξει απρόσκοπτη πορεία ακόμη και μετά το τέλος των επιδοτήσεων, όταν αυτό
γίνει πραγματικότητα.
1082
ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ
ΕΘ.Ι.ΑΓ.Ε. (2005) ‘Η βιολογική γεωργία στη περιφέρεια Δυτικής Ελλάδας’ Καινοτομες ενέργειες του ΕΤΠΑ 2000-2006,
13/4/2005 (www.ptapde.gr)
Επιτροπάκης, Τ.Ε. (2000) ‘Βιολογική γεωργία’, Βιβλιοεκδοτική
Ζιωγάνας Χ., Γουρδομιχάλη Α., Λάππας Ν. και Νικολαίδης Ε. (1994) ‘Δυναμικές μονάδες, δυνητικές καινοτομίες και
αναδιάρθρωση του γεωργικού τομέα’, Αθήνα, Ίδρυμα Μεσογειακών Μελετών
Καραφύλλης, Χ. (2003), ‘Η επίδραση της πολιτικής της Ε.Ε. στις τεχνολογικές καινοτομίες στη γεωργία’ Μεταπτυχιακή
Διατριβή, Μεταπτυχιακό Τμήμα Αγροτικής Οικονομίας, Θεσ/νίκη, Α.Π.Θ.
Κασελίμης, Κ. (2006) ‘Εναρκτήρια ομιλία του συνεδρίου’ 4ο ∆ιεθνές Συνέδριο για τη Βιολογική γεωργία, Θήβα, 26
Μαΐου 2006
Μυγδάκος, Ε. και Πατσιαλής Κ., (2001) ‘Συμβατική και οικολογική καλλιέργεια βαμβακιού – οικονομικά
αποτελέσματα’ στο Παπαναγιώτου, Ε., Μηλιάδου Δ. και Φωτόπουλος Χ. (Επιμ.) Βιολογική γεωργία: Φυτική και ζωική
παραγωγή Πρακτικά ημερίδας, Θεσ/νίκη, Εκδόσεις Σταμούλης, σελ. 173-190
Πάντζιος, Χ., Τζουβελέκας Β., και Φωτόπουλος Χρ., (1999) ‘Συγκριτικό κόστος παραγωγής βασικών ελληνικών
βιοκαλλιεργειών’ στο Φωτόπουλος, Χρ., (Επιμ.) Το παραγωγικό σύστημα της βιολογικής γεωργίας ως εναλλακτική
λύση για την ανάπτυξη της ελληνικής υπαίθρου, Αθήνα, Εκδόσεις ΕΘ.Ι.ΑΓ.Ε., σελ. 41-68
Παπακώστα, Δ. (2000) ‘Εναλλακτικές μέθοδοι και τεχνικές παραγωγής προϊόντων φυτών μεγάλης καλλιέργειας’ στο
Σακελλαριάδης, Σ. (Επιμ.) Ειδικά θέματα αειφορικής γεωργίας, Πρόγραμμα Αειφορική γεωργία, ΕΠΕΑΕΚ 3.1α,
Τμήμα Γεωπονίας, Θεσ/νίκη, Α.Π.Θ., σελ. 73-80
Παπαναγιώτου Ε. (2005) ‘Οικονομική παραγωγής αγροτικών προϊόντων’ Εκδόσεις Γράφημα, Θεσσαλονίκη
Πολυράκης Γ.Θ. (2003) ‘Περιβαλλοντική γεωργία’ , Αθήνα, Εκδόσεις Ψύχαλου
Σιάρδος, Γ. (1997) ‘Μεθοδολογία αγροτικής κοινωνιολογικής έρευνας’ Θεσ/νίκη, Εκδόσεις Ζήτη
Σφακιωτάκης, Ε. (2000) 'Βιολογική παραγωγή ελαιολάδου' στο Σφακιωτάκης, Ε. (Επιμ.) Ολοκληρωμένη παραγωγή
γεωργικών προϊόντων - οπορωκηπευτικών, Πρόγραμμα Αειφορική γεωργία, ΕΠΕΑΕΚ 3.1α, Τμήμα Γεωπονίας,
Α.Π.Θ., σελ. 106-128
Φωτόπουλος, Χρ., Πάντζιος, Χ. και Τζουβελέκας, Β., (2001) ‘Συγκριτικό κόστος παραγωγής επιλεγμένων
βιοκαλλιεργειών στην Ελλάδα’ στο Παπαναγιώτου, Ε., Μηλιάδου, Δ., και Φωτόπουλος, Χ., (Επιμ.) Βιολογική
γεωργία: Φυτική και ζωική παραγωγή Πρακτικά ημερίδας, Θεσ/νίκη, Εκδόσεις Σταμούλης, σελ. 155-172
Χρήστου Γ. Κ. (2002) ‘Εισαγωγή στην οικονομετρία’ Εκδόσεις Gutenberg, Αθήνα
ICAP, (2003) ‘Βιολογικές καλλιέργειες – βιολογικά προϊόντα’ , εκδόσεις ICAP, Αθήνα
Lampkin, N. (1992) ‘Organic farming’, London, Farming Press Books
Phillips M.J. (1985) ‘Microeconomic impacts of emerging technologies’ American Journal of Agricultural Economics,
67, 1164-1169
1083
Ανάλυση Κινδύνου σε Βιολογικές και Συμβατικές Καλλιέργειες στην Περιφέρεια Δυτικής Ελλάδας
Ε. Τζουραμάνη 1
Περίληψη
Η βιολογική γεωργία αναπτύσσεται συνεχώς τα τελευταία χρόνια στη χώρα μας όπως σε όλες τις χώρες του
Κόσμου. Οι καταναλωτές συνεχώς ζητούν προϊόντα τα οποία έχουν παραχθεί με λιγότερα φυτοφάρμακα και
είναι υγιεινά για τη διατροφή τους. Αρκετά πολιτικά μέτρα έχουν εισαχθεί για να μετατρέψουν την Ευρωπαϊκή
γεωργία σε μια φιλικότερη προς το περιβάλλον γεωργία. Από την πλευρά των παραγωγών, η εισαγωγή ενός
παραγωγικού συστήματος φιλικό προς το περιβάλλον εμπεριέχει κίνδυνο και αβεβαιότητα. Οι παραγωγοί θα
αποφασίσουν να υιοθετήσουν αυτό το παραγωγικό σύστημα μόνο εάν η επένδυσή τους θα είναι αποδοτική. Οι
βιοκαλλιεργητές αντιμετωπίζουν έντονη μεταβλητότητα στην απόδοση των καλλιεργειών γιατί δεν μπορούν να
επέμβουν με τα φυτοφάρμακα και με τα συνθετικά λιπάσματα. Επιπλέον, παρατηρείται μεγάλη αστάθεια στις
τιμές συγκρινόμενα με τη συμβατική γεωργία, κυρίως γιατί οι εκμεταλλεύσεις είναι μικρού μεγέθους, δεν είναι
ώριμη η αγορά των βιολογικών και υπάρχει έλλειψη για κάθε είδος επέμβαση στην αγορά με στόχο τη
βελτίωση της αστάθειας. Συνεπώς, το εισόδημα των βιοκαλλιεργητών παρουσιάζοντας έντονη μεταβλητότητα
αποτελεί σημαντικό εμπόδιο για την υιοθέτησή της από πολλούς παραγωγούς. Στα πλαίσια αυτής της εργασίας,
προσπαθήσαμε να συγκρίνουμε τη χρηματοοικονομική κατάσταση κύριων βιολογικών και συμβατικών
καλλιεργειών στην Περιφέρεια της Δυτικής Ελλάδας. Διαμέσου ενός στοχαστικού Monte Carlo μοντέλου και
εφαρμόζοντας την ανάλυση της ‘Στοχαστικής Κυριαρχίας’ (Stochastic Dominance) προσπαθήσαμε να
συγκρίνουμε τις εναλλακτικές επιλογές που έχουν οι παραγωγοί υιοθετώντας τη βιολογική γεωργία
λαμβάνοντας όμως υπόψη τους κινδύνους που αντιμετωπίζουν. Υιοθετώντας την ανάλυση της στοχαστικής
κυριαρχίας υπάρχει η δυνατότητα να συγκριθούν τα οικονομικά αποτελέσματα και να βρεθεί η καλύτερη
στρατηγική από πλευράς των παραγωγών συμπεριλαμβάνοντας το επίπεδο του κινδύνου που είναι διατιθέμενοι
οι παραγωγοί να πάρουν. Από την ανάλυση των στοιχείων προέκυψε ότι, η υιοθέτηση της βιολογικής γεωργίας
είναι η καλύτερη οικονομική εναλλακτική ακόμα και για τους παραγωγούς που αποστρέφονται τον κίνδυνο
υπό την προϋπόθεση ότι θα λαμβάνουν τις ενισχύσεις που δίνονται για τη βιολογική γεωργία.
Λέξεις κλειδιά: βιολογική γεωργία, Στοχαστική Κυριαρχία, κίνδυνος, χρηματοοικονομική αποδοτικότητα,
αγροτική πολιτική, επενδύσεις
1
Ινστιτούτο Γεωργοοικονομικών και Κοινωνιολογικών Ερευνών (Ι.ΓΕ.Κ.Ε.), Εθνικό Ίδρυμα Αγροτικής Έρευνας (ΕΘ.Ι.ΑΓ.Ε.), Παρθενώνος 5, 141 21 Νέο Ηράκλειο
Αττική, τηλ. 210-2756596, Email: [email protected]
1084
Εισαγωγή
Η βιολογική γεωργία αναπτύσσεται συνεχώς τα τελευταία χρόνια στη χώρα μας όπως σε όλες τις χώρες του
Κόσμου. Η βιολογική γεωργία έχει τη δυνατότητα να προσφέρει σημαντικά οφέλη στην προστασία του
περιβάλλοντος, στη διατήρηση των ανανεώσιμων πηγών, στη βελτίωση της ποιότητας των τροφίμων, στη
μείωση του πλεονάσματος διαφόρων προϊόντων και στην αναδιάρθρωση της γεωργίας προς κατευθύνσεις όπου
υπάρχει ζήτηση (Lampkin 1994, Morris and Winter, 1999). Το ενδιαφέρον των καταναλωτών στις
βιομηχανοποιημένες κυρίως χώρες όπου τα επίπεδα του εισοδήματος είναι αυξημένα σε συνδυασμό με την
έντονη αντίδρασή τους προς τα γενετικά τροποποιημένα προϊόντα δημιουργούν ευνοϊκές συνθήκες για τη
ζήτηση των βιολογικών προϊόντων. Άμεση συνέπεια της αυξημένης ζήτησης είναι η δημιουργία νέων
ευκαιριών για τους παραγωγούς και τους παράγοντες της αγοράς σε όλες τις χώρες (Willer and Yussefi, 2005).
Μέχρι σήμερα, κάποιες χώρες έχουν αναγνωρίσει τα σημαντικά οφέλη που μπορεί να προσφέρει η βιολογική
γεωργία και ενθαρρύνουν τους παραγωγούς στην υιοθέτηση της είτε άμεσα δίνοντας χρηματοοικονομικά
κίνητρα είτε έμμεσα με την υποστήριξη της έρευνας, των εφαρμογών και διαφόρων πρωτοβουλιών της αγοράς.
Στις αρχές της δεκαετίας του ’90, η βιολογική γεωργία άρχισε να αναπτύσσεται πολύ έντονα σε πολλές χώρες
της Ευρώπης. Στην Ευρωπαϊκή Ένωση, η καλλιεργούμενη έκταση με βιολογικά προϊόντα (πιστοποιημένα και
σε στάδιο μετατροπής) αυξήθηκε από 7 εκατ. στρέμματα το 1993 σε 62,8 εκατ. το 2003 που σημαίνει ότι το
3,4% της χρησιμοποιούμενης Ευρωπαϊκής γεωργικής γης καλλιεργείται με βιολογικό τρόπο από 170,000
βιοκαλλιεργητές (Eurostat, 2005). Αυτή η δυναμική ανάπτυξη συνεχίζεται, μεγάλη αύξηση παρατηρείται στις
Σκανδιναβικές χώρες και στις χώρες της Μεσογείου. Στην Ελλάδα, τα πρώτα βήματα της βιολογικής γεωργίας
παρατηρούνται στις αρχές της δεκαετίας του ’80 κυρίως μέσα από τα οικολογικά κινήματα και από τη ζήτηση
βιολογικών προϊόντων από το εξωτερικό (π.χ. βιολογική σταφίδα). Στις αρχές της δεκαετίας του ’90, οι
Κανονισμοί 2092/91 και 2078/92 επέφεραν σημαντικές αλλαγές. Αρκετοί παραγωγοί μετέτρεψαν επίσημα τις
εκμεταλλεύσεις τους σε βιολογικές. Σήμερα, η βιολογική γεωργία καταλαμβάνει 389.951 στρέμματα που
αντιστοιχούν στο 1,10% της συνολικής αγροτικής έκτασης (Υπουργείο Γεωργίας, 2004). Το μεγαλύτερο
ποσοστό αποτελούν οι πολυετείς βιολογικές καλλιέργειες και μικρότερο ποσοστό οι ετήσιες. Οι κυριότερες
καλλιέργειες είναι η ελιά (49,81%), τα δημητριακά (16,28%), το αμπέλι (8,12%), οι ζωοτροφές (7,08%) και τα
εσπεριδοειδή (5,32%). Στην πορεία των ετών παρατηρείται μεγαλύτερη διαφοροποίηση στην παραγωγή των
βιολογικών προϊόντων και δεν παρουσιάζει την αρχική εικόνα της παραγωγής συγκεκριμένων προϊόντων
(Πάντζιος και Τζουβελέκας 1999). Η γεωγραφική κατανομή των καλλιεργούμενων εκτάσεων με βιολογικά
προϊόντα εντοπίζεται κατά κύριο λόγο στην περιοχή της Πελοποννήσου και στη Δυτική Ελλάδα και σε
μικρότερο ποσοστό στις υπόλοιπες περιφέρειες.
Οι ερευνητές υπογραμμίζουν ότι η εισαγωγή ενός παραγωγικού συστήματος φιλικού προς το περιβάλλον
εμπεριέχει κίνδυνο και αβεβαιότητα. Οι βιοκαλλιεργητές αντιμετωπίζουν έντονη μεταβλητότητα στην απόδοση
των καλλιεργειών γιατί δεν μπορούν να επέμβουν με τα φυτοφάρμακα και με τα συνθετικά λιπάσματα
(Mahoney et al., 2004; Flaten and Lien, 2005). Επιπρόσθετα, παρατηρείται μεγάλη αστάθεια στις τιμές
1085
συγκρινόμενα με τη συμβατική γεωργία, κυρίως γιατί οι εκμεταλλεύσεις είναι μικρού μεγέθους, δεν είναι
ώριμη η αγορά των βιολογικών και υπάρχει έλλειψη για κάθε είδους επέμβαση στην αγορά για βελτίωση της
αστάθειας (Smith et al., 2004). Συνεπώς, το εισόδημα των βιοκαλλιεργητών παρουσιάζει έντονη
μεταβλητότητα το οποίο είναι ένα σημαντικό εμπόδιο για την υιοθέτησή της από πολλούς παραγωγούς.
Επίσης, η τεχνολογική ανάπτυξη είναι ραγδαία και η πληροφόρηση για το κόστος και τα οφέλη των φιλικών
στο περιβάλλον παραγωγικών συστημάτων είναι ατελής. Οι βιοκαλλιεργητές έχουν και μια επιπλέον
οικονομική πίεση κατά τη διάρκεια του μεταβατικού σταδίου μετατροπής των καλλιεργειών όπου συνήθως
χρειάζεται να επενδύσουν περισσότερη εργασία και να έχουν μικρότερη απόδοση χωρίς να έχουν την ευκαιρία
να αντισταθμίσουν το χαμηλό τους εισόδημα (OECD, 2001). Η υιοθέτηση της βιολογικής γεωργίας απαιτεί
επένδυση σε υλικό και ανθρώπινο κεφάλαιο (Kurkalova et al., 2001) με αποτέλεσμα οι γεωργοί να απαιτούν
ισχυρό κίνητρο για την υιοθέτησή της. Συνεπώς, η υιοθέτηση της βιολογικής γεωργίας εμπεριέχει πολλαπλούς
κίνδυνους, παραγωγής, αγοράς, θεσμών και προσωπικούς για τον κάθε παραγωγό. Όταν γίνεται οικονομική
σύγκριση ανάμεσα στα παραγωγικά συστήματα θα πρέπει να λαμβάνεται υπόψη ο κίνδυνος επειδή οι
παραγωγοί συνήθως αποφεύγουν τον κίνδυνο και ιδιαίτερα όταν το εισόδημα είναι σε χαμηλά επίπεδα
(Hardaker et al., 2004a).
Στα πλαίσια αυτής της εργασίας, θα προσπαθήσουμε να συγκρίνουμε δύο βιολογικές καλλιέργειες στην
Περιφέρεια της Δυτικής Ελλάδας. Διαμέσου ενός στοχαστικού μοντέλου προσομοίωσης (Monte Carlo
μοντέλο) και εφαρμόζοντας την ανάλυση της στοχαστικής κυριαρχίας (Stochastic Dominance) θα συγκρίνουμε
οικονομικά τις εναλλακτικές επιλογές που έχουν οι παραγωγοί υιοθετώντας τη βιολογική γεωργία λαμβάνοντας
όμως υπόψη και τους κινδύνους που αντιμετωπίζουν. Εφαρμόζοντας την ανάλυση της στοχαστικής κυριαρχίας
υπάρχει η δυνατότητα να συγκριθούν τα οικονομικά αποτελέσματα και να βρεθεί η καλύτερη στρατηγική από
πλευράς των παραγωγών συμπεριλαμβάνοντας το επίπεδο του κινδύνου που είναι διατιθέμενοι οι παραγωγοί
να πάρουν. Αρχικά, θα παρουσιαστεί η μεθοδολογία της στοχαστικής κυριαρχίας, στη συνέχεια περιγράφονται
τα στοιχεία που χρησιμοποιήθηκαν και τα αποτελέσματα που προέκυψαν. Τέλος, παρουσιάζονται τα
συμπεράσματα και η στρατηγική που θα πρέπει να ακολουθήσουν οι παραγωγοί και αυτοί που βοηθούν στην
υλοποίηση της αγροτικής πολιτικής.
Μεθοδολογία
Η μέθοδος “Στοχαστική Κυριαρχία” (Stochastic Dominance) χρησιμοποιείται ευρύτατα στα οικονομικά και
ειδικότερα στην αγροτική οικονομία σε μεγάλη γκάμα προβλημάτων από τότε που έκαναν την εμφάνισή τους
τα πρώτα άρθρα των Hadar και Russell (1969), Hanoch and Levy (1969), Whitmore (1970) και Meyer (1977).
Έχει χρησιμοποιηθεί, μεταξύ των άλλων, για τη σύγκριση παραγωγικών συστημάτων (Hanoch and Levy,
1969; Lambert and Lowenberg-DeBoer, 2003; DeVuyst and Halvorson, 2004; Langyintuo et al., 2005; Ribera
et al., 2004; Lien et al., 2006), την υιοθέτηση νέων τεχνολογιών (Pemsl et al., 2004; Basarir et al., 2000), σε
προγράμματα ασφάλισης και σύγκριση μέτρων που συμβάλλουν στην σταθεροποίηση του εισοδήματος
(Kramer and Pope, 1981; King and Oamek, 1983), στην υιοθέτηση συστημάτων άρδευσης (Bosch and Eidman,
1086
1987; Becker, 1999), στη διαχείριση μεθόδων φυτοπροστασίας και στην υιοθέτηση νέων τεχνικών
καλλιέργειας (Zacharias and Grube, 1984; Green et al., 1985; Shively, 1999).
Η μέθοδος “Στοχαστική Κυριαρχία” (Stochastic Dominance) με τις τροποποιήσεις της στην πορεία των χρόνων
έχει χρησιμοποιηθεί ευρύτατα γιατί το κριτήριο της απόφασης βασίζεται σε ολόκληρη την εμπειρική κατανομή
και όχι μόνο στη μέση τιμή ή στη διακύμανση του αναφερόμενου οικονομικού αποτελέσματος. Συνεπώς, η
μεθοδολογία της “Στοχαστικής Κυριαρχίας” εξασφαλίζει έναν τρόπο κατάταξης εναλλακτικών που λαμβάνουν
υπόψη τους τον κίνδυνο χωρίς να έχουν αναλυτική γνώση για τις προτιμήσεις του επενδυτή. Συνεπώς, τα
κριτήρια της ανάλυσης “Στοχαστική Κυριαρχία” είναι χρήσιμα όταν θα πρέπει να αναλυθούν εναλλακτικές
πολιτικές ή να υποδειχθούν προτάσεις για μια ομάδα επενδυτών ιδιαίτερα όταν δεν γνωρίζουμε με ακρίβεια τις
προσωπικές τους προτιμήσεις (Hardaker et al., 2004a).
Η ανάλυση “Στοχαστική Κυριαρχία” βασίζεται στη θεωρία της αναμενόμενης χρησιμότητας λαμβάνοντας
υπόψη της την υπόθεση ότι οι επενδυτές έχουν μια συνάρτηση χρησιμότητας U (x) η οποία αυξάνεται
μονοτονικά και είναι δύο φορές παραγωγίσιμη ως προς το x ( x είναι το αναφερόμενο οικονομικό
αποτέλεσμα) (Hardaker et al., 2004a). Το σχήμα της συνάρτησης χρησιμότητας του επενδυτή αντανακλά τη
στάση του επενδυτή απέναντι στον κίνδυνο. Είναι μια μαθηματική μέθοδος ακριβείας που συγκρίνει
αθροιστικές κατανομές δύο ή περισσοτέρων αποτελεσμάτων μιας προσομοίωσης. Η μέθοδος αυτή προσφέρει
τη δυνατότητα να μειωθούν οι πιθανές διαθέσιμες επιλογές. Από τη σύγκριση προκύπτει ότι υπάρχουν δύο
αμοιβαία αποκλειόμενα υποσύνολα, το αποδοτικό και το μη αποδοτικό υποσύνολο. Το αποδοτικό υποσύνολο
περιλαμβάνει τη στρατηγική με την υψηλότερη αναμενόμενη χρησιμότητα. Κυρίαρχη στρατηγική με αυτή την
έννοια σημαίνει ότι, σε προσδιορισμένο διάστημα κινδύνου, οι επενδυτές θα επιλέξουν τη στρατηγική που έχει
τη μεγαλύτερη αναμενόμενη χρησιμότητα.
Αντί να προσδιορίζουμε επακριβώς τις στάσεις του επενδυτή απέναντι στον κίνδυνο είναι δυνατόν να
προσδιοριστεί ένα διάστημα κινδύνου οριοθετώντας το με τη συνάρτηση του Pratt-Arrow 2 . Ο Meyer (1977)
πρότεινε ότι ο συντελεστής αποφυγής κινδύνου (Risk aversion, RAC ή r (x) ) μπορεί να χρησιμοποιηθεί για να
προσδιορίσει ομάδες επενδυτών, αντί να περιορίζουμε τη συνάρτηση χρησιμότητας για να προσδιορίσουμε
συγκεκριμένες ομάδες επενδυτών με παρόμοιες προτιμήσεις ως προς την ευημερία. Ο Meyer στη συνέχεια
ομαδοποίησε τους επενδυτές σε διαφορετικές ομάδες που βασίζονται σε παρόμοιους συντελεστές αποφυγής
κινδύνου (Risk aversion, RAC). Συνεπώς, το επίπεδο του RAC της συνάρτησης χρησιμότητας είναι αυτό που
προσδιορίζει την ομάδα του επενδυτή. Με αυτό τον τρόπο μειώνονται οι επενδυτικές επιλογές με την
ταυτόχρονη μείωση του διαστήματος του κινδύνου αλλά με την παραδοχή ότι έχουμε εκτιμήσει σωστά τα όρια
του διαστήματος του κινδύνου.
2
O Pratt (1964) προσδιόρισε το συντελεστή Risk aversion (RAC ή
r (x) ) σε όρους ευημερίας ( x ) σαν το πηλίκο της δεύτερης και της πρώτης παραγωγού της
συνάρτησης χρησιμότητας).
1087
Πολλές φορές όμως δεν υπάρχει δυνατότητα να γίνει ακριβής προσδιορισμός των ορίων του κινδύνου οπότε
χρησιμοποιούνται τα κριτήρια του Πρώτου και Δευτέρου Βαθμού Στοχαστικής Κυριαρχίας (First και Second
Degree Stochastic Dominance). Το κριτήριο του Πρώτου βαθμού Στοχαστικής Κυριαρχίας υποθέτει ότι ο
επενδυτής προτιμά τα περισσότερα από τα λιγότερα δηλαδή βασίζεται στην υπόθεση του Bernoulli. Επίσης,
υποθέτει ότι το r μπορεί να πάρει τιμές από το πλην άπειρο μέχρι το συν άπειρο, υποδηλώνοντας ότι η
επιλεγόμενη δραστηριότητα προτιμάται έναντι άλλων εάν αυτή δίνει το μεγαλύτερο αποτέλεσμα σε κάθε
πιθανό επίπεδο. Η F κατανομή είναι προτιμότερη έναντι της G κατανομής για κάθε x από όλους τους
επενδυτές επειδή το επίπεδο του RAC περικλείει όλα τα επίπεδα του συντελεστή αποφυγής κινδύνου (risk
aversion). Αυτό το αποτέλεσμα παρατηρείται όταν οι αθροιστικές κατανομές δεν διασταυρώνονται ποτέ
μεταξύ τους.
Το κριτήριο του Δευτέρου Βαθμού Στοχαστικής Κυριαρχίας υποθέτει ότι ο επενδυτής αποφεύγει τον κίνδυνο
(risk averse). Σε αυτή την περίπτωση το r μπορεί να πάρει τιμές από το μηδέν μέχρι το συν άπειρο (+∞) . Αυτό
σημαίνει ότι η δεύτερη παράγωγος της συνάρτησης χρησιμότητας θα πρέπει να είναι μικρότερη από το μηδέν,
δηλαδή η συνάρτηση χρησιμότητας είναι αύξουσα και κοίλη. Η εναλλακτική επιλογή είναι κυρίαρχη έναντι
άλλων εάν η περιοχή κάτω από την εμπειρική καμπύλη πυκνότητας είναι μικρότερη σε κάθε πιθανό επίπεδο
του αποτελέσματος. Ο Meyer έκανε επέκταση αυτής της εργασίας χρησιμοποιώντας την αναμενόμενη
χρησιμότητα για το διάστημα U (r1 ( x ),+∞ ) και U ( r1 ( x ), r2 ( x)) όπου r1 ( x) και r2 ( x ) είναι γενικές συναρτήσεις
(stochastic dominance with respect to a function, SDRF). Το αποτέλεσμα είναι ότι η γενική προσέγγιση της
Στοχαστικής Κυριαρχίας κατατάσσει δύο κατανομές F και G για επενδυτές όταν τα RACs εντοπίζονται στο
διάστημα U ( r1 ( x ), r2 ( x)) .
Στη συνέχεια, ο Hardaker (2000) πρότεινε ότι για να κατατάξει ο επενδυτής τις επενδυτικές του αποφάσεις
λαμβάνοντας υπόψη του τον κίνδυνο μπορεί να χρησιμοποιήσει και την έννοια του σταθερού ισοδυνάμου
(certainty equivalents, (CE)). H αναμενόμενη χρησιμότητα ενός σεναρίου με κίνδυνο μπορεί μέσω της
αντίστροφης συνάρτησης της χρησιμότητας να μετατραπεί σε σταθερό ή βέβαιο ισοδύναμο (CE) (Hardaker,
2000). Πρόσφατα, οι Hardaker, Richardson, Lien and Schumann (2004b) ένωσαν τη χρήση των σταθερών
ισοδυνάμων με τη θεωρία του Meyer που αναφέρεται στο εύρος του συντελεστή αποφυγής του κινδύνου (risk
aversion) και δημιούργησαν ένα νέο θεωρητικό πλαίσιο το οποίο ονομάζεται στοχαστική αποδοτικότητα με
αναφορά σε μια συνάρτηση (stochastic efficiency with respect to a function, SERF).
Η SERF προσδιορίζει τις εναλλακτικές επιλογές βασιζόμενη στην αποδοτικότητα της συνάρτησης της
χρησιμότητας για ένα εύρος του συντελεστή αποφυγής του κινδύνου (risk aversion) στο διάστημα
U ( r1 ( x ), r2 ( x)) . Αντί να εκτιμηθούν τα σταθερά ισοδύναμα για τις δύο ακραίες τιμές του συντελεστή αποφυγής
του κινδύνου (risk aversion) γίνεται εκτίμηση των σταθερών ισοδυνάμων μεταξύ αυτών των ακραίων τιμών.
Συνεπώς, αφού προσδιοριστεί η χαμηλή τιμή του RAC και η υψηλή τιμή του RAC στη συνέχεια διαιρείται το
1088
διάστημα των RAC σε 25 ίσα διαστήματα και εκτιμώνται τα σταθερά ισοδύναμα για όλες τις εναλλακτικές που
εμπεριέχουν κίνδυνο. Με αυτό τον τρόπο υπολογίζονται 25 σταθερά ισοδύναμα για κάθε εναλλακτική
στρατηγική και ο επενδυτής μπορεί να τσεκάρει την κατάταξη των εναλλακτικών επιλογών πως διαμορφώνεται
στο εύρος των 25 RACs. Με αποτέλεσμα, τα σενάρια μπορούν να συγκριθούν και να γίνει κατάταξη σε κάθε
τιμή του συντελεστή αποφυγής του κινδύνου (risk aversion) ως ακολούθως, ο επενδυτής προτιμά την
F κατανομή έναντι της G κατανομής, στο RAC i εάν το CE Fi
CE Gi , ο επενδυτής είναι αδιάφορος μεταξύ της
F και της G , στο RAC i εάν το CE Fi = CE Gi , ενώ ο επενδυτής προτιμά την G έναντι της F στο RAC i εάν το
CE Fi ≺ CE Gi .
Αυτό είναι ένα σημαντικό πλεονέκτημα που μπορεί να προσφέρει η SERF έναντι της προσέγγισης του Meyer
(SDRF), γιατί μπορεί να κάνει ταυτόχρονη σύγκριση πολλών εναλλακτικών με κίνδυνο. Οι τιμές που
προέκυψαν από τον πίνακα της SERF μπορεί να μετατραπεί σε γράφημα, στον οριζόντιο άξονα θα είναι οι
τιμές του RAC ενώ στον κάθετο άξονα οι τιμές των υπολογιζόμενων σταθερών ισοδυνάμων. Από το γράφημα
συνεπώς μπορούμε να κατατάξουμε τις εναλλακτικές ως ακολούθως, ο επενδυτής προτιμά την F κατανομή
έναντι της G , στο εύρος των RACs εάν η γραμμή της CE F είναι πάνω από την γραμμή της CE G . Ο επενδυτής
είναι αδιάφορος μεταξύ της F και της G , στο εύρος των RACs όταν οι γραμμές διασταυρώνονται. Ο
επενδυτής προτιμά την G έναντι της F , στο εύρος των RACs όταν η γραμμή της CE G είναι πάνω από την
γραμμή της CE F . Εάν η γραμμή της CE στο γράφημα παραμένει θετική τότε ο ορθολογιστής επενδυτής θα
προτιμήσει το σενάριο το οποίο εμπεριέχει κίνδυνο έναντι ενός σεναρίου χωρίς κίνδυνο. Ωστόσο εάν η γραμμή
της CE γίνεται αρνητική, τότε ο επενδυτής με RACs μεγαλύτερα από το RAC όπου το CE είναι ίσο με μηδέν
θα προτιμήσει την εναλλακτική χωρίς κίνδυνο.
Δεδομένα
Τα δεδομένα που χρησιμοποιήθηκαν για τη σύγκριση καλλιεργειών βιολογικής και συμβατικής γεωργίας είναι
μέρος της έρευνας που πραγματοποιήθηκε στα πλαίσια του προγράμματος INNACT – RWG 2002-2003 3 στην
περιφέρεια Δυτικής Ελλάδας. Η έρευνα πραγματοποιήθηκε από το Ινστιτούτο Αγροτικής Οικονομίας και
Πολιτικής σε συνεργασία με το Ινστιτούτο Προστασίας Φυτών της Πάτρας. Κύριο αντικείμενο της έρευνας
ήταν να διερευνηθεί το προφίλ του βιοκαλλιεργητή, οι στάσεις-κίνητρα του απέναντι στη βιολογική γεωργία, η
χρηματοοικονομική του κατάσταση και οι κίνδυνοι που αντιμετωπίζει σε σύγκριση με τους αντίστοιχους
συμβατικούς παραγωγούς (ΙΝΑΓΡΟΠ, 2004). Το ερωτηματολόγιο συμπληρώθηκε μέσω προσωπικών
συνεντεύξεων με βιο-καλλιεργητές της περιφέρειας Δυτικής Ελλάδας και με συμβατικούς παραγωγούς
παρακείμενους των βιο-καλλιεργητών ώστε να είναι δυνατή η σχετική σύγκριση. Τελικά, το δείγμα της
3
“Η Βιολογική Γεωργία στην Περιφέρεια Δυτικής Ελλάδας”, Φορέας Χρηματοδότησης: Περιφέρεια Δυτικής Ελλάδας, Καινοτόμες Ενέργειες του ΕΤΠΑ 2000-2006,
Πρόγραμμα INNACT – RWG 2002-2003 με υπεύθυνο φορέα υλοποίησης το Ινστιτούτο Προστασίας Φυτών Πάτρας.
1089
έρευνας που προέκυψε με τη μέθοδο της τυχαίας δειγματοληψίας, περιλάμβανε 189 βιο-καλλιεργητές και 178
συμβατικούς παραγωγούς.
Η οικονομική ανάλυση βασίζεται σε προϋπολογισμούς των κλάδων. Στον Πίνακα 1 παρουσιάζονται αναλυτικά
τα στοιχεία του κόστους παραγωγής και της ακαθαρίστου προσόδου για την καλλιέργεια της σταφίδας και των
εσπεριδοειδών με βιολογικό και συμβατικό τρόπο. Η μέση ακαθάριστη πρόσοδος για τη βιολογική σταφίδα
ήταν μεγαλύτερη κατά 22% έναντι της συμβατικής. Οι βιοκαλλιεργητές της σταφίδας απολαμβάνουν
υψηλότερες τιμές σε σχέση με τους συμβατικούς καλλιεργητές. Υπάρχει περίπου 24% υπεροχή στην τιμή της
βιολογικής σταφίδας. Επίσης, στην καλλιέργεια της σταφίδας η απόδοση δεν παρουσιάζει μεγάλες διαφορές
ανάμεσα στο βιολογικό τρόπο καλλιέργειας και στο συμβατικό τρόπο (παρατηρείται ελαφριά πτώση της
απόδοσης της τάξης του 4%) όπως έχει ήδη παρατηρηθεί και σε παλαιότερες έρευνες (Πάντζιος, κ.ά., 1999).
Στα βιολογικά εσπεριδοειδή, η μέση ακαθάριστη πρόσοδος παρατηρήθηκε κατά 63% μεγαλύτερη από τα
συμβατικά εσπεριδοειδή. Αυτό οφείλεται αφενός στην καλύτερη τιμή που απολαμβάνουν οι παραγωγοί
βιολογικών εκμεταλλεύσεων και αφετέρου στην οικονομική ενίσχυση που δίνεται για την υιοθέτηση της
βιολογικής γεωργίας. Η μέση τιμή πώλησης των βιολογικών εσπεριδοειδών ήταν κατά 17,6% υψηλότερη σε
σχέση με τη μέση τιμή των συμβατικών. Ενώ η μέση απόδοση παραγωγής στις βιολογικές εκμεταλλεύσεις των
εσπεριδοειδών παρατηρείται μειωμένη κατά 12,1% σε σχέση με τη μέση απόδοση των συμβατικών
εσπεριδοειδών.
Οι συνολικές παραγωγικές δαπάνες για τις βιολογικές καλλιέργειες είναι αυξημένες σε σχέση με τις
αντίστοιχες συμβατικές καλλιέργειες όπως έχει διαπιστωθεί για πληθώρα καλλιεργειών. Οι συνολικές
παραγωγικές δαπάνες για τη βιολογική σταφίδα ήταν υψηλότερες κατά 20% και για τη βιολογική καλλιέργεια
των εσπεριδοειδών κατά 12% σε σύγκριση με τις αντίστοιχες συμβατικές καλλιέργειες. Πιο συγκεκριμένα, το
σταθερό κόστος και το κόστος του ενοικίου του εδάφους βρίσκονται σχεδόν στα ίδια επίπεδα και για τα δύο
παραγωγικά συστήματα. Οι δαπάνες εργασίας για τη βιολογική γεωργία είναι αυξημένες σε σχέση με τις
αντίστοιχες δαπάνες για τη συμβατική γεωργία. Οι δαπάνες εργασίας για τη βιολογική σταφίδα είναι αυξημένες
κατά 27% και για τα βιολογικά εσπεριδοειδή κατά 17% σε σύγκριση με τις αντίστοιχες δαπάνες στη συμβατική
γεωργία. Το συνολικό μεταβλητό κόστος είναι μεγαλύτερο για το βιολογικό τρόπο καλλιέργειας που οφείλεται
κυρίως στις αυξημένες δαπάνες των οργανικών λιπασμάτων που χρησιμοποιούνται και στο κόστος
πιστοποίησης. Η βιολογική σταφίδα παρουσιάζει κατά 64% αυξημένες μεταβλητές δαπάνες ενώ η βιολογική
καλλιέργεια εσπεριδοειδών κατά 79% σε σύγκριση με τις αντίστοιχες συμβατικές καλλιέργειες.
Προσδιορισμός στοχαστικών μεταβλητών
Το στοχαστικό μοντέλο προσομοίωσης που χρησιμοποιήθηκε για να προσδιορίσει τις κατανομές του καθαρού
κέρδους των εξεταζόμενων κλάδων ανά στρέμμα περιγράφεται στην εξίσωση 1. Το καθαρό κέρδος
υπολογίζεται από την αφαίρεση όλων των δαπανών του κλάδου από το σύνολο της ακαθαρίστου προσόδου
1090
συμπεριλαμβανομένων και των επιδοτήσεων, της βιολογικής γεωργίας και της στήριξης του κλάδου από την
ΚΟΑ εάν υπάρχει.
~
~ ~
NR = [(Y * P ) + S ] − VC − F
[1]
όπου
~
NR είναι το καθαρό κέρδος
~
Y είναι η στοχαστική απόδοση της βιολογικής ή συμβατικής καλλιέργειας
~
P είναι η στοχαστική τιμή πώλησης του παραγόμενου βιολογικού ή συμβατικού προϊόντος
S είναι το σύνολο των επιδοτήσεων που λαμβάνει ο κλάδος
VC είναι οι συνολικές μεταβλητές δαπάνες για τη βιολογική ή συμβατική καλλιέργεια
F είναι το συνολικό σταθερό κόστος για τη βιολογική ή συμβατική καλλιέργεια
Η ανάπτυξη του στοχαστικού προϋπολογισμού έλαβε υπόψη της τους δύο πιο σημαντικούς παράγοντες που
παρουσιάζουν έντονη μεταβλητότητα, δηλαδή, την απόδοση της παραγωγής και την τιμή πώλησης. Συνεπώς, η
τιμή πώλησης και η απόδοση είναι οι στοχαστικές μεταβλητές στο μοντέλο. Χρησιμοποιήθηκε η εμπειρική
κατανομή, η οποία βασίστηκε στις τιμές που παρατηρήθηκαν για τις αντίστοιχες μεταβλητές στην έρευνα. Η
εμπειρική κατανομή υποθέτει μια συνεχής κατανομή η οποία παρεμβάλει μεταξύ των προσδιορισμένων
σημείων της κατανομής Si χρησιμοποιώντας τις πιθανότητες της αθροιστικής κατανομής F(Si) (Simetar, 2005).
Τα στατιστικά στοιχεία των στοχαστικών μεταβλητών της προσομοίωσης φαίνονται στους Πίνακες 2 και 3. Οι
μέσες τιμές της προσομοίωσης είναι στατιστικά ίσες με τις παρατηρούμενες τιμές από την έρευνα. Οι
κατανομές της προσομοίωσης αναπτύχθηκαν κάτω από το περιβάλλον του προγράμματος Simetar (Simetar,
2005). Η Monte Carlo προσομοίωση με 1000 επαναλήψεις χρησιμοποιήθηκε για να προσδιορίσει τη μέση τιμή
και τη διακύμανση του καθαρού κέρδους για κάθε παραγωγικό σύστημα.
Το στοχαστικό μοντέλο προσομοίωσης εκτιμά την κατανομή του καθαρού κέρδους του παραγωγού με ένα
εύρος τιμών που περιλαμβάνει το ελάχιστο, το μέγιστο και το μέσο κέρδος ανά στρέμμα και κλάδο. Τα
αποτελέσματα της προσομοίωσης παρουσιάζονται με τη μορφή της αθροιστικής κατανομής του συνολικού
ετήσιου καθαρού κέρδους ανά κλάδο και στρέμμα, τόσο για το βιολογικό όσο και το συμβατικό σύστημα
παραγωγής. Οι αθροιστικές κατανομές δείχνουν την πιθανότητα (στον άξονα y) του καθαρού κέρδους να είναι
λιγότερο από ένα συγκεκριμένο επίπεδο στον άξονα χ.
Αποτελέσματα
Η καλλιέργεια της βιολογικής σταφίδας έχει πιθανότητα 6,6% να παρουσιάσει αρνητικά οικονομικά
αποτελέσματα (Πίνακας 4). Η μέση τιμή, η ελάχιστη και η μέγιστη του καθαρού κέρδους για ένα στρέμμα
βιολογικής σταφίδας είναι 134,05€, -120,79€ και 495,60€ αντίστοιχα. Η καλλιέργεια της συμβατικής
καλλιέργειας της σταφίδας παρουσιάζει 2,3% πιθανότητα για ζημία. Το μέσο, το ελάχιστο και το μέγιστο
καθαρό κέρδος για ένα στρέμμα είναι 114,70€, -71,93€ και 429,65€ αντίστοιχα. Η καλλιέργεια των βιολογικών
1091
εσπεριδοειδών παρουσιάζει μεγάλη πιθανότητα αρνητικού οικονομικού αποτελέσματος, 56,92% ενώ το
αντίστοιχο ποσοστό για τη συμβατική καλλιέργεια είναι 66,74%. Η μέση τιμή, το ελάχιστο και το μέγιστο
καθαρό κέρδος για ένα στρέμμα βιολογικά εσπεριδοειδή είναι 19,935€, -403,46€ και 913,97€ αντίστοιχα, ενώ
για τη συμβατική καλλιέργεια οι αντίστοιχες τιμές είναι -0,137€, -363,07€ και 293,95€.
Τα πρώτα αποτελέσματα παρουσιάζουν ότι η βιολογική γεωργία είτε στην καλλιέργεια της σταφίδας είτε στα
εσπεριδοειδή έχει μεγαλύτερο μέσο κέρδος απ’ ότι η αντίστοιχη συμβατική καλλιέργεια. Η αθροιστική
κατανομή των βιολογικών έχει χαμηλότερο ελάχιστο και μέγιστο από την αντίστοιχη συμβατική αθροιστική
κατανομή. Επιπρόσθετα, η υψηλή αβεβαιότητα της απόδοσης σε συνδυασμό με την καλύτερη τιμή που
επιτυγχάνουν τα βιολογικά προϊόντα έχει μια πολλαπλασιαστική επίδραση στην αβεβαιότητα του μέσου
καθαρού κέρδους της βιολογικής γεωργίας. Κάτω από το σύστημα των ενισχύσεων που δίνονται, τόσο στη
βιολογική καλλιέργεια όσο και στη συμβατική οι εξεταζόμενοι κλάδοι παρουσιάζουν πιθανότητα αρνητικού
οικονομικού αποτελέσματος. Η επιλογή του εναλλακτικού συστήματος καλλιέργειας εξαρτάται από το βαθμό
του συντελεστή αποστροφής του κινδύνου (risk aversion) του κάθε παραγωγού. Σύμφωνα με το πρώτο
κριτήριο της στοχαστικής κυριαρχίας δεν μπορούμε να πούμε εάν ο επενδυτής-παραγωγός προτιμά τη
βιολογική γεωργία σε σχέση με τη συμβατική επειδή οι αθροιστικές κατανομές του καθαρού κέρδους
διασταυρώνονται (Διάγραμμα 1).
Σύμφωνα με το δεύτερο κριτήριο στοχαστικής κυριαρχίας, η βιολογική γεωργία υπερέχει από την αντίστοιχη
συμβατική καλλιέργεια επειδή η κατανομή της βιολογικής γεωργίας καταλαμβάνει μικρότερη συνολική έκταση
κάτω από την καμπύλη της αθροιστικής κατανομής. Για να έχουμε καλύτερη εικόνα σχετικά με τις προτιμήσεις
των παραγωγών-επενδυτών εφαρμόσαμε την ανάλυση SERF που στηρίζεται στην έννοια των σταθερών
ισοδυνάμων. Τα αποτελέσματα της ανάλυσης SERF παρουσιάζονται στο Διάγραμμα 2 τόσο για την
καλλιέργεια της σταφίδας όσο και για την καλλιέργεια των εσπεριδοειδών. Η προσέγγιση SERF δείχνει πώς οι
διαφορετικές ομάδες παραγωγών κατατάσσουν τις επενδυτικές επιλογές τους. Σε όλα τα επίπεδα του
συντελεστή αποστροφής του κινδύνου (risk aversion), από πολύ χαμηλό επίπεδο μέχρι πολύ υψηλό, οι
παραγωγοί προτιμούν τη βιολογική γεωργία έναντι της συμβατικής. Ένας παραγωγός που αποφεύγει τον
κίνδυνο θα προτιμούσε τη βιολογική γεωργία γιατί έχει υψηλότερα σταθερά ισοδύναμα σε σχέση με τη
συμβατική γεωργία για όλα τα επίπεδα του συντελεστή αποστροφής του κινδύνου (risk aversion). Από την
ανάλυση φάνηκε ότι οι επενδυτές θα πρέπει να προτιμούν τη βιολογική γεωργία τόσο για την παραγωγή της
σταφίδας όσο και των εσπεριδοειδών για όλα τα επίπεδα του συντελεστή αποστροφής του κινδύνου (risk
aversion), δηλαδή από παραγωγούς που δεν τους απασχολεί ο κίνδυνος μέχρι αυτούς που αποφεύγουν πολύ τον
κίνδυνο, με την προϋπόθεση ότι οι παραγωγοί λαμβάνουν ενισχύσεις για την υιοθέτηση της βιολογικής
γεωργίας.
1092
Συμπεράσματα
Η βιολογική γεωργία θεωρείται σήμερα ένα παραγωγικό σύστημα το οποίο έχει ένα ευρύ φάσμα ωφελειών
τόσο για τους καταναλωτές όσο και για τους παραγωγούς. Στα πλαίσια αυτής της εργασίας, προσπαθήσαμε να
δούμε τη χρηματοοικονομική αποδοτικότητα της βιολογικής γεωργίας στην περιφέρεια της Δυτικής Ελλάδας.
Διαμέσου ενός Monte Carlo στοχαστικού μοντέλου προσομοίωσης προσπαθήσαμε να διερευνήσουμε εάν είναι
σωστή στρατηγική οι παραγωγοί να στραφούν στη βιολογική γεωργία ή να συνεχίσουν τη συμβατική γεωργία
λαμβάνοντας υπόψη τους και τον παράγοντα του κινδύνου. Η έννοια του κινδύνου είναι ουσιαστική για τους
παραγωγούς ιδιαίτερα στη βιολογική γεωργία όπου οι παραγωγοί έχουν να αντιμετωπίσουν αυξημένους
κινδύνους σε σχέση με τη συμβατική γεωργία.
Τα αποτελέσματα έδειξαν ότι η βιολογική γεωργία είναι η καλύτερη οικονομική εναλλακτική ακόμα και για
τους παραγωγούς που αποφεύγουν τον κίνδυνο κάτω από το υπάρχον σύστημα των ενισχύσεων. Χωρίς τις
υπάρχουσες ενισχύσεις στους κλάδους και την καλύτερη τιμή που απολαμβάνουν οι παραγωγοί βιολογικών
προϊόντων η βιολογική γεωργία δεν είναι άμεσης προτεραιότητας για υιοθέτηση σε όλα τα επίπεδα κινδύνου. Η
προσέγγιση SERF είναι ένα χρήσιμο εργαλείο για να καταλάβουν ευκολότερα τόσο οι παραγωγοί όσο και
αυτοί που σχεδιάζουν πολιτικές πως μπορεί να γίνει η κατάταξη των εναλλακτικών επενδυτικών επιλογών που
έχουν στη διάθεση τους οι διάφορες ομάδες επενδυτών-παραγωγών λαμβάνοντας υπόψη τους τον κίνδυνο.
Βιβλιογραφία
Basarir, A., Castro, B., Kazmierczac, R. and Riley, T. (2000), “A Stochastic Dominance analysis of Bt Corn
production in the Southeastern United States”, Staff paper 2000-02, Department of Agricultural Economics
and Agribusiness, Department of Entomology, LSU Ag Center.
Becker, N. (1999), “A comparative analysis of water price support versus drought compensation scheme”,
Agricultural Economics, Vol. 21, pp. 81-92.
Bosch, D. and Eidman, V. (1987), “Valuing information when risk attitudes are no neutral: An application to
irrigation scheduling”, American Journal of Agricultural Economics, Vol. 69, No 4, pp. 658-668.
DeVuyst, E.A. and Halvorson, A. D. (2004), “Economics of Annual Cropping versus Crop-Fallow in the
Northern Great Plains as influenced by Tillage and Nitrogen”, Agronomy Journal, Vol. 96, pp. 148-153.
Eurostat, (2005), Organic farming in Europe, Statistics in Focus. Agriculture and Fisheries.
Flaten, O. and Lien, G. Stochastic Utility-Efficient Programming of Organic Dairy Farms, Paper presented at
the XIth Congress of the EAAE, The future of Rural Europe in the Global Agri-Food System, Copenhagen,
Denmark, 24-27 August, 2005.
Greene, C., Kramer, R., Norton, G., Rajottee, E. and McPherson, R. (1985), “An economic analysis of soybean
integrated pest management”, American Journal of Agricultural Economics, Vol. 67, No 3, pp. 567-572.
Hadar, J. and Russell, W. R. (1969), “Rules for Ordering Uncertain Prospects”, American Economic Review,
Vol. 59, pp. 25-34.
1093
Hanoch, G. and Levy, H. (1969), “Efficiency analysis of choices involving risk”, Review of Economic Studies,
Vol. 38, No 2, pp. 335-346.
Hardaker, J.B. (2000), “Some issues in Dealing with Risk in Agriculture”, University of New England,
Graduate School of Agricultural and Resource Economics, Working Paper Series in Agricultural and
Resource Economics, ISSN 144211909, No. 2000-3-March.
Hardaker, J.B., Huirne, R.B. M., Anderson, J. R. and Lien, G. (2004a), Coping with Risk in Agriculture, 2nd
edn, Wallingford: CABI Publishing.
Hardaker, B.J., Richardson, J.W., Lien, G. and Schumann, K.D. (2004b), “Stochastic Efficiency Analysis with
Risk Aversion Bounds: A simplified Approach”, The Australian Journal of Agricultural and Resource
Economics, Vol. 48, No 2, pp. 253-270.
King, R. and Oamek, G.E. (1983), “Risk management by Colorado dry land wheat farmers and the elimination
of the disaster assistance program”, American Journal of Agricultural Economics, Vol. 65, No 2, pp. 247-255.
Kramer, R. and Pope, R.D. (1981), “Participation in farm commodity program: A stochastic Dominance
analysis”, American Journal of Agricultural Economics, Vol. 63, No 1, pp. 119-128.
Kurkalova, L., Kling, C. and Zhao, J. (2001), “Real options vs risk aversion in the adoption of conservation
tillage: the revealed premium for adopting conservation tillage”, American Agricultural Economics
Association Meeting, Chicago, IL, August 5-8.
Lambert, D.M. and Lowenberg-DeBoer, J. (2003), “Economic Analysis of Row Spacing for Corn and
Soybean”, Agronomy Journal, Vol. 95, pp. 564-573.
Lampkin N. (1994), “The economics of organic farming, An international Perspective”, Lampkin, N.H. and
Padel S. (Eds) CAB International, Wallingford, UK.
Langyintuo, A.S., E.K. Yiridoe, W. Dogbe and J. Lowenberg-Deboer, (2005), “Yield and income riskefficiency analysis of alternative systems for rice production in the Guinea Savannah of Northern Ghana”,
Agricultural Economics, Vol. 32, No 2, pp. 141-150.
Lien G., Flaten, O., Korsaeth, A., Schumann, K., Richardson, J., Eltun, R., and Hardaker, J.B. (2006),
“Comparison of risk in organic, integrated and conventional cropping systems in Eastern Norway”, Journal of
Farm Management, Vol. 12, No 7, pp 385-401.
Mahoney P., Olson, K., Porter, P., Huggins, D., Perrilo C. and Crookston, K. (2004), “Profitability of Organic
Cropping Systems in South-western Minnesota”, Renewable Agriculture and Food Systems, Vol. 19, pp. 3546.
Meyer, J. (1977), “Choice among distributions”, Journal of Economic Theory. Vol. 14, No2, pp. 326-336.
Morris, C. and Winter M., (1999), “Integrated farming systems: the third way for European agriculture?”, Land
Use Policy, Vol. 16, pp. 193-205.
OECD (2001), “Adoption of technologies for sustainable farming systems”, Wageningen Workshop
Proceedings, The Netherlands’s Ministry of Agriculture, Nature Management and Fisheries, Wageningen 4-7
July 2000.
1094
Pemsl, D., Waibel H. and Orphal, J. (2004), “A methodology to assess the profitability of Bt-cotton: case study
results from the state of Karnataka, India”, Crop protection, Vol. 23, pp. 1249-1257.
Pratt, J. W. (1964), “Risk Aversion in the Small and the Large”, Econometrica, Vol. 32, pp. 122-136.
Ribera, L., Hons F.M. and Richardson, J. W. (2004), “An Economic Comparison between Conventional and
No-Tillage Farming Systems in Burleson Country, Texas”, Agronomy Journal, Vol. 96, pp. 415-424.
Shively, G. E. (1999), “Risks and returns from soil conservation: evidence from low-income farms in the
Philippines”, Agricultural Economics, Vol. 21, pp. 53-67.
Simerar©, (2005), Simulation & Econometrics to Analyze Risk, Department of Agricultural Economics, Texas
A&M University.
Smith, E.G., Clapperton, M.J. and Blackshaw, R.E. (2004), “Profitability and risk of organic production
systems in the Northern Great Plains”, Renewable Agriculture and Food Systems, Vol. 19, pp. 152-158.
Whitmore, G.A. (1970), “Third-degree stochastic-dominance”, American Economic Review, Vol. 60, No2, pp.
457-459.
Willer, H. and Yussefi M. (2005), “The world of organic Agriculture”, Statistics and Emerging trends.
International
Federation
of
Organic
Agriculture
Movements
(IFOAM),
Bonn
Germany
(http://www.ifoam.org).
Zacharias, T.P., and Grube, A.H. (1984), “An economic evaluation of weed control methods used in
combination with crop rotations: A stochastic-dominance approach”, North Central Journal of Agricultural
Economics, Vol. 6, No 1, pp. 113-120.
Ινστιτούτο Αγροτικής Οικονομίας και Πολιτικής (ΙΝΑΓΡΟΠ) (2004), “Η βιολογική γεωργία στην Περιφέρεια
Δυτικής Ελλάδος”, Ινστιτούτο Αγροτικής Οικονομίας και Πολιτικής, Εθνικό Ίδρυμα Αγροτικής Έρευνας,
Αθήνα.
Πάντζιος, Χρ. και Τζουβελέκας Β., (1999), “Συγκριτικό κόστος παραγωγής βασικών ελληνικών
Βιοκαλλιεργειών”. Στο Χρ. Φωτόπουλος (Επιμ.) Το παραγωγικό σύστημα της βιολογικής γεωργίας ως
εναλλακτική λύση για την ανάπτυξη της ελληνικής υπαίθρου, Αθήνα, Εκδόσεις ΕΘ.Ι.ΑΓ.Ε..
Πάντζιος, Χρ., Τζουβελέκας Β. και Φωτόπουλος Χρ., (1999), “Συγκριτικό κόστος παραγωγής βασικών
ελληνικών Βιοκαλλιεργειών”. Στο Χρ. Φωτόπουλος (Επιμ.) Το παραγωγικό σύστημα της βιολογικής γεωργίας
ως εναλλακτική λύση για την ανάπτυξη της ελληνικής υπαίθρου. Αθήνα, Εκδόσεις ΕΘ.Ι.ΑΓ.Ε..
Υπουργείο Γεωργίας, (2004), Γραφείο Βιολογικών Προϊόντων. Στατιστικά στοιχεία για τις βιολογικές
καλλιέργειες.
1095
Πίνακας 1. Κόστος παραγωγής και Ακαθάριστη πρόσοδος για ένα στρέμμα στην
περιφέρεια Δυτικής Ελλάδας, 2004
Σταφίδα (€/στρέμμα)
Βιολογική
Ακαθάριστη Πρόσοδος
Εσπεριδοειδή (€/στρέμμα)
Συμβατική
Βιολογική
Συμβατική
739,87
605,91
502,31
307,65
95,76
58,08
110,34
61,5
Λιπάσματα
44,00
21,26
64,03
32,33
Φυτοφάρμακα
11,68
19,41
8,03
7,92
Πιστοποίηση
12,62
0,00
14,02
0,00
Άλλα έξοδα
27,46
17,41
24,26
21,25
Εργασία
247,93
195,23
188,29
160,14
Έδαφος
60,00
60,00
40,00
40,00
Σταθερό κόστος
201,3
191,09
167,04
187,35
Συνολικό κόστος
604,99
504,4
505,67
448,99
Μεταβλητές Δαπάνες
1096
Πίνακας 2. Εκτίμηση εμπειρικής κατανομής για την απόδοση και την τιμή
της καλλιέργειας της σταφίδας
Απόδοση (κιλά/στρέμμα)
Βιολογική
Συμβατική
Τιμή (€/κιλό)
Βιολογική
Συμβατική
Στατιστικά στοιχεία προσομοίωσης
Μέσος όρος
276,98
287,32
0,92
0,74
Τυπική Απόκλιση
106,71
99,50
0,09
0,07
38,52
34,63
10,26
9,76
0
36,26
0,59
0,59
581,68
599,33
1,17
0,90
CV
Ελάχιστο
Μέγιστο
Στατιστικά παρατηρούμενων τιμών από τις εκμεταλλεύσεις
Μέσος όρος
275,89
287,97
0,92
0,74
Τυπική Απόκλιση
126,68
111,75
0,12
0,08
45,91
38,81
12,79
10,49
0
33,33
0,58
0,59
583,33
600,00
1,17
0,90
CV
Ελάχιστο
Μέγιστο
t test των μέσων όρων της προσομοίωσης έναντι των παρατηρούμενων τιμών
P αξίες*
Απέτυχε /Απόρριψη
0,963
Απέτυχε
0,968
Απέτυχε
0,865
Απέτυχε
0,980
Απέτυχε
Ho**
*P τιμή είναι η πιθανότητα (που κυμαίνεται από 0 μέχρι 1) κάτω από την υπόθεση (Ho) ότι τιμή που λαμβάνεται στο
στατιστικό έλεγχο είναι τουλάχιστον στα άκρα όσο και η παρατηρούμενη τιμή; Σε άλλες περιπτώσεις η πιθανότητα να
αποτύχει να απορρίψουμε την Ho, σημαίνει ότι οι μέσοι όροι είναι ίσοι.
** Απέτυχε να απορρίψει την Ho ότι οι μέσοι όροι είναι ίσοι σε επίπεδο σημαντικότητας 0.05.
1097
Πίνακας 3. Εκτίμηση εμπειρικής κατανομής για την απόδοση και την τιμή για
τα εσπεριδοειδή
Απόδοση (κιλά/στρέμμα)
Βιολογική
Συμβατική
Τιμή (€/κιλό)
Βιολογική
Συμβατική
Στατιστικά στοιχεία προσομοίωσης
Μέσος όρος
2212,72
2442,96
0,19
0,17
Τυπική Απόκλιση
1108,89
1249,98
0,03
0,06
50,11
51,16
19,59
41,38
Ελάχιστο
106,27
402,61
0,11
0,11
Μέγιστο
5242,32
9963,94
0,28
0,34
CV
Στατιστικά παρατηρούμενων τιμών από τις εκμεταλλεύσεις
Μέσος όρος
2227,67
2536,30
0,20
0,17
Τυπική Απόκλιση
1225,79
1690,57
0,04
0,07
55,03
66,65
21,60
37,77
Ελάχιστο
100,00
400,00
0,11
0,12
Μέγιστο
5260,87
1000000
0,29
0,34
CV
t test των μέσων όρων της προσομοίωσης έναντι των παρατηρούμενων τιμών
P αξίες*
Απέτυχε
0,940
Απέτυχε
0,771
Απέτυχε
0,985
Απέτυχε
0,766
Απέτυχε
/Απόρριψη Ho**
*P τιμή είναι η πιθανότητα (που κυμαίνεται από 0 μέχρι 1) κάτω από την υπόθεση (Ho) ότι τιμή που λαμβάνεται στο
στατιστικό έλεγχο είναι τουλάχιστον στα άκρα όσο και η παρατηρούμενη τιμή; Σε άλλες περιπτώσεις η πιθανότητα να
αποτύχει να απορρίψουμε την Ho, σημαίνει ότι οι μέσοι όροι είναι ίσοι.
** Απέτυχε να απορρίψει την Ho ότι οι μέσοι όροι είναι ίσοι σε επίπεδο σημαντικότητας 0.05.
1098
Πίνακας 4. Μέσος όρος, ελάχιστο και μέγιστη τιμή και η πιθανότητα ζημίας για τις
αθροιστικές κατανομές στο βιολογικό και το συμβατικό παραγωγικό σύστημα στην
περιφέρεια Δυτικής Ελλάδας
Παραγωγικό
Πιθανότητα
Σύστημα
Ζημίας
Καθαρό Κέρδος
Ελάχιστο
Σταφίδες
Εσπεριδοειδή
Μέσος
Μέγιστο
Εύρος
Βιολογικό
0.066
-120.79
134.05
495.60
616.39
Συμβατικό
0.023
-71.93
114.70
429.65
501.58
Βιολογικό
0.569
-403.46
19.93
913.97 1317.43
Συμβατικό
0.667
-363.07
-0.137
2939.59 3302.66
1099
Διάγραμμα 1. Αθροιστικές Συναρτήσεις κατανομών του καθαρού κέρδους του βιολογικού και του
συμβατικού παραγωγικού συστήματος περιφέρεια Δυτικής Ελλάδας
Διάγραμμα 1α. Σταφίδα
1
0.9
0.8
0.7
Prob
0.6
0.5
0.4
NR Org 1: 1
0.3
NR Cov 1: 1
0.2
0.1
0
-200
-100
0
100
200
300
400
500
Net Returns
Διάγραμμα 1β.Εσπεριδοειδή
1
0.9
0.8
0.7
Prob
0.6
0.5
NR Org 1: 1
NR Conv 1: 1
0.4
0.3
0.2
0.1
0
-1000
-500
0
500
1000
1500
2000
2500
3000
Net Returns
1100
Διάγραμμα 2. Σταθερά ισοδύναμα για το καθαρό κέρδος του βιολογικού και του συμβατικού
παραγωγικού συστήματος στην Περιφέρεια Δυτικής Ελλάδας
Διάγραμμα 2α. Σταφίδα
135.00
NR Org 1: 1
130.00
CE 125.00
120.00
NR Cov 1: 1
115.00
110.00
0
0.0002 0.0004 0.0006 0.0008 0.001
ARAC
Διάγραμμα 2β. Εσπεριδοειδή
20.00
NR Org 1: 1
15.00
10.00
5.00
CE
0.00
0
0.0001
0.0002
0.0003
0.0004
0.0005
0.0006
0.0007
-5.00
-10.00
NR Conv 1: 1
-15.00
-20.00
-25.00
ARAC
1101
Η κοινονικο-οικονομική διάσταση της θεσμικής άρσης των εκκρεμοτήτων κατά την πορεία
εφαρμογής του κοινοτικού κανονισμού για τη βιολογική κτηνοτροφία
Παύλος Δημητρίου1, Παντελής Ζωιόπουλος2, Ιωσήφ Μπιζέλης3
1
Υπουργείο Αγροτικής Ανάπτυξης και Τροφίμων, Διεύθυνση Βιολογικής Γεωργίας, Αχαρνών 29, 10439
Αθήνα
2
Σχολή Διαχείρισης Φυσικών Πόρων και Επιχειρήσεων, Πανεπιστήμιο Ιωαννίνων, 30100 Αγρίνιο
3
Εργαστήριο Γενικής και Ειδικής Ζωοτεχνίας, Τμήμα Ζωικής Παραγωγής, Γεωπονικό Πανεπιστήμιο
Αθηνών, Ιερά Οδός 75, 11855 Αθήνα
Περίληψη
Σκοπός του παρόντος άρθρου είναι να αξιολογηθεί η πορεία των παρεκκλίσεων του κανονισμού
2092/91, να διατυπωθούν ορισμένες απόψεις κοινωνικού και οικονομικού χαρακτήρα κατά τα 7 χρόνια
εφαρμογής της βιολογικής κτηνοτροφίας, να αναλυθούν οι αλλαγές που έχουν επέλθει στο Κοινοτικό
νομοθέτημα σε ότι αφορά στην παραγωγή βιολογικών προϊόντων ζωικής προέλευσης (κανονισμός 1804/99)
και να εξεταστεί η κατεύθυνση όπου παίρνει η παραγωγή βιολογικών κτηνοτροφικών προϊόντων στην
Ευρωπαϊκή Ένωση.
Εισαγωγή
Όταν το Συμβούλιο των Υπουργών Γεωργίας της Ευρωπαϊκής Ένωσης ψήφισε τον κανονισμό 2092/91
ήταν η πρώτη φορά σε διεθνές επίπεδο που καθορίστηκαν κανόνες παραγωγής για τη βιολογική γεωργία. Ο
κανονισμός αυτός προστατεύει τους παραγωγούς από αθέμιτο ανταγωνισμό και τους καταναλωτές από
παράνομες πρακτικές. Θέτει το νομικό πλαίσιο για την άσκηση της βιολογικής γεωργίας και ρυθμίζει τον
τομέα παρέχοντας διατάξεις για την πρωτογενή παραγωγή και μεταποίηση βιολογικών προϊόντων φυτικής
προέλευσης. Καθορίζει επίσης, υποχρεωτικό σύστημα ελέγχου για όλους τους εμπλεκόμενους επιχειρηματίες,
προστατεύει τον όρο «βιολογικό», ξεκαθαρίζει το ζήτημα της εισαγωγής βιολογικών προϊόντων και της
ισοδυναμίας των προτύπων, δημιουργεί προαιρετικό Κοινοτικό λογότυπο και τέλος, προβλέπει τη λειτουργία
κανονιστικής επιτροπής η οποία επιμελείται την προσαρμογή των κανόνων (Baillieux and Scharpe, 1994,
Ανώνυμος, 2001).
Αναμφίβολα, η ψήφιση του κανονισμού 2092/91 αποτέλεσε τον καταλύτη για την επέκταση της
βιολογικής γεωργίας παγκοσμίως, παρά το γεγονός ότι τρεις Κοινοτικές χώρες είχαν ήδη αναπτύξει εθνικές
νομοθεσίες. Επηρέασε επίσης το περιεχόμενο των προδιαγραφών άλλων χωρών, καθώς η Ε.Ε. αποτελεί τον
μεγαλύτερο εισαγωγέα βιολογικών προϊόντων και καμία χώρα δεν ήθελε να περιθωριοποιηθεί από την
ευρωπαϊκή αγορά.
1102
Ο κανονισμός 2092/91 προέβλεπε ότι η Ευρωπαϊκή Επιτροπή θα υπέβαλλε εντός του 1995 προτάσεις
σχετικά με τους κανόνες και τα ειδικά μέτρα ελέγχου που διέπουν τη βιολογική παραγωγή ζώων. Όμως, η
θεσμοθέτηση προδιαγραφών για τη βιολογική κτηνοτροφία ήταν πολύ δυσκολότερη υπόθεση από αυτή της
βιολογικής φυτικής παραγωγής και απ’ ότι αρχικά είχε θεωρηθεί. Τελικά, οκτώ χρόνια αργότερα, ψηφίστηκε ο
κανονισμός 1804/99, που θέτει τις προδιαγραφές για τα βιολογικά προϊόντα ζωικής προέλευσης, υπό την πίεση
των καταναλωτών για «καθαρά» κτηνοτροφικά προϊόντα και κάτω από το βάρος των διατροφικών σκανδάλων
που συγκλόνισαν την Ευρώπη εκείνη την περίοδο (Hermansen, 2003). Ο κανονισμός αυτός ήταν το
αποτέλεσμα ενός αριθμού συμβιβασμών των διαφορετικών απόψεων των κρατών – μελών και της Ευρωπαϊκής
Επιτροπής, των ποικίλων συνθηκών παραγωγής που επικρατούν στο έδαφος της Κοινότητας, του διαφορετικού
παρελθόντος διείσδυσης των πρακτικών της βιολογικής γεωργίας σε κάθε χώρα και βέβαια, των διαφορετικών
προσδοκιών από την άσκησή της. Κάθε Κοινοτικό νομοθέτημα γεωργικού ενδιαφέροντος έχει χαρακτήρα
βιολογικό, τεχνικό, οικονομικό, πολιτικό, κοινωνικό και νομικό. Φαίνεται ότι για την επίτευξη της τελικής
συμφωνίας, ήταν η τελευταία συνιστώσα αυτή που επικράτησε. Αυτό είχε ως αποτέλεσμα ορισμένες
διατυπώσεις στον κανονισμό, οι οποίες επιδέχονται περισσότερες ερμηνείες και που μπορούν να οδηγήσουν σε
ουσιαστικές, διαφορετικές πρακτικές.
Στον κανονισμό περιλαμβάνονται προδιαγραφές για τις συνθήκες σταβλισμού, τη διατροφή, τις
συνθήκες και τους χειρισμούς εκτροφής, την καταγωγή των ζώων, τη διαχείριση αποβλήτων και τις
κτηνιατρικές επεμβάσεις (Sundrum, 2001). Τίθενται επίσης οι προϋποθέσεις για την άσκηση της βιολογικής
μελισσοκομίας. Εντούτοις, ο συγκεκριμένος κανονισμός δεν ρυθμίζει θέματα όπως η ιχθυοκαλλιέργεια, τα
μεταποιημένα προϊόντα ζωικής προέλευσης και οι σύνθετες ζωοτροφές.
Σκοπός του παρόντος άρθρου είναι να αξιολογηθεί η πορεία των παρεκκλίσεων αυτών και να
διατυπωθούν ορισμένες απόψεις κοινωνικού και οικονομικού χαρακτήρα κατά τα 7 χρόνια εφαρμογής της
βιολογικής κτηνοτροφίας, να αναλυθούν οι αλλαγές που έχουν επέλθει στο Κοινοτικό νομοθέτημα σε ό,τι
αφορά στην παραγωγή βιολογικών προϊόντων ζωικής προέλευσης και να εξεταστεί η κατεύθυνση όπου παίρνει
η παραγωγή βιολογικών κτηνοτροφικών προϊόντων στην Ευρωπαϊκή Ένωση. Σημειώνεται ότι η εξέλιξη των
προδιαγραφών για την παραγωγή βιολογικών μελισσοκομικών προϊόντων καθώς και για το σύστημα ελέγχου,
τις απαιτήσεις σήμανσης, την εισαγωγή βιολογικών προϊόντων και άλλες γενικές διατάξεις δεν αποτελεί
αντικείμενο της συγκεκριμένης εργασίας.
Ανάγκη υιοθέτησης προτύπων
Η ιδέα της βιολογικής γεωργίας ξεκίνησε όταν οι πρωτοπόροι εμπνευστές της δημοσιοποίησαν το
ιδεολογικό και φιλοσοφικό της υπόβαθρο στις δεκαετίες του ’20 και του ’30, το οποίο σε καμία περίπτωση δεν
μπορεί να χαρακτηριστεί ως λεπτομερής καταγραφή της παραγωγικής διαδικασίας σχετικά με το νέο τρόπο
άσκησης της γεωργίας. Μάλιστα, θεωρείται απίθανο οι επιστήμονες και οι φιλόσοφοι της εποχής εκείνης να
είχαν διαβλέψει την ανάγκη για θεσμοθέτηση προδιαγραφών στη σημερινή αναλυτική τους μορφή. Το
ενδιαφέρον τους είχε επικεντρωθεί στην περιγραφή της βιολογικής βάσης της γονιμότητα του εδάφους και των
αλληλεπιδράσεών της με την υγεία των φυτών και των ζώων.
1103
Μετά τον πόλεμο, στις δεκαετίες του ’40 και του ’50, ήταν αρκετό για τους αγρότες που ήθελαν να
ασχοληθούν με τη βιολογική γεωργία να γίνουν μέλη μιας ομάδας παραγωγών – καταναλωτών που είχαν
κοινούς προβληματισμούς σχετικά με τη μορφή που ελάμβανε η γεωργία, που καταδίκαζαν τη διαφαινόμενη
εντατικοποίηση της και που είχαν υιοθετήσει τις αρχές σχετικά με τη γονιμότητα του εδάφους. Ακόμα και οι
έλεγχοι που γίνονταν αφορούσαν τις δεσμεύσεις που αναλάμβανε ο παραγωγός έναντι του καταναλωτή και δεν
βασίζονταν σε ορισμούς, καταγεγραμμένες προδιαγραφές και νομοθεσία.
Τα πρώτα πρότυπα, όπως και τα συστήματα ελέγχου, αναπτύχθηκαν εθελοντικά από τους ίδιους τους
παραγωγούς, που έπαψαν πλέον να ανήκουν στον ίδιο στενό κύκλο με τους καταναλωτές. Παρακάτω δίδονται
ορισμένες ενδεικτικές ημερομηνίες της διαδικασίας καθορισμού και θεσμοθέτησης προδιαγραφών για τη
βιολογική γεωργία σε διεθνές επίπεδο (IFOAM, 1998a, 1998b).
1967: Η Soil Association στο Ηνωμένο Βασίλειο δημοσιεύει τις πρώτες προδιαγραφές
1974: Η πολιτεία Oregon (ΗΠΑ) αναπτύσσει πρότυπα
1979: Η πολιτεία California (ΗΠΑ) αναπτύσσει πρότυπα και δημιουργεί σύστημα πιστοποίησης
1980: Η IFOAM δημοσιεύει τις βασικές προδιαγραφές
1985: Η Γαλλία υιοθετεί εθνικές προδιαγραφές
1991: Η Ευρωπαϊκή Ένωση υιοθετεί τον κανονισμό 2092/91
1999: Ο Codex Alimentarius υιοθετεί κατευθυντήριες οδηγίες
2000: Οι ΗΠΑ και η Ιαπωνία υιοθετούν σχετική εθνική νομοθεσία
Εκκρεμότητες στο αρχικό νομοθέτημα
Παρόλο που ο κανονισμός 2092/91 ρυθμίζει τους κανόνες παραγωγής και το σύστημα ελέγχου σε
Κοινοτικό επίπεδο, αφήνει ένα περιθώριο ερμηνείας και εφαρμογής ορισμένων διατάξεων, τόσο στις αρμόδιες
αρχές των κρατών – μελών όσο και στους φορείς ελέγχου (Dimitriou, 2001). Αυτό γίνεται περισσότερο
εμφανές στις προδιαγραφές της ζωικής παραγωγής (δυνατότητα χρήσης μεγαλύτερου ποσοστού συμβατικών
ζωοτροφών απ’ αυτές που επιτρέπονται, παρουσία συμβατικών ζώων σε βιολογικές εκτροφές, περίοδος
μετατροπής βοσκοτόπων, μείωση του ποσοστού της μέγιστης δυνατής χρησιμοποίησης βοσκής, δέσιμο
βοοειδών σε μικρές εκμεταλλεύσεις), όπου υπάρχει η ευχέρεια να εφαρμόζονται αυστηρότερες προϋποθέσεις
από αυτές που έχουν θεσπιστεί. Ταυτόχρονα τίθενται μια σειρά παρεκκλίσεων, με ξεκάθαρο χρονικό ορίζοντα
για την πλήρη εφαρμογή ορισμένων διατάξεων. Παραθέτουμε ορισμένες από αυτές:
Στο πρώτο κιόλας άρθρο του 1804/99 αναφέρεται ότι έως τις 24/8/2001, η Ευρωπαϊκή Επιτροπή θα
προτείνει τις προδιαγραφές για τις ειδικές ανάγκες σήμανσης καθώς και τις απαιτήσεις επιθεώρησης για τις
ζωοτροφές, τις σύνθετες ζωοτροφές και τις πρώτες ύλες ζωοτροφών.
Στο κεφάλαιο για τη μετατροπή ζώων και κτηνοτροφικών προϊόντων, ορίζεται χρονικό όριο έως τις
24/8/2003, κατά το οποίο τα ζώα μπορούν να εκτραφούν με τη βιολογική μέθοδο για λιγότερο διάστημα από το
προβλεπόμενο, προκειμένου τα κτηνοτροφικά προϊόντα να πωληθούν ως βιολογικά. Τίθεται επιπλέον χρονικός
ορίζοντας έως τις 31/12/2003 για τη συγκρότηση αγέλης ή κοπαδιού κατά παρέκκλιση των θεσμοθετημένων. Ο
ίδιος χρονικός ορίζοντας της 31/12/2003 ισχύει και στο κεφάλαιο περί καταγωγής των ζώων. Συγκεκριμένα,
1104
για τη δημιουργία αγέλης ή κοπαδιού για πρώτη φορά, επιτρέπεται η εισαγωγή ζώων συγκεκριμένης ηλικίας ή
βάρους από συμβατικές εκτροφές μέχρι το προαναφερθέν διάστημα καθώς και η ανανέωση αγέλης ή σμήνους
σε καθορισμένες έκτακτες περιπτώσεις. Τέλος, η Ευρωπαϊκή Επιτροπή δεσμεύεται ότι έως τις 31/12/2003 θα
υποβάλλει έκθεση σχετικά με τη δυνατότητα διάθεσης ζώων που έχουν γεννηθεί και εκτραφεί αποκλειστικά σε
βιολογικές εκτροφές.
Προθεσμία έως τις 24/8/2005 τίθεται στο άρθρο σχετικά με τη διατροφή των ζώων και αφορά τη
χρησιμοποίηση περιορισμένης αναλογίας συμβατικών ζωοτροφών. Στο ίδιο άρθρο τίθεται και χρονικός
ορίζοντας έως τις 24/8/2004 για την επανεξέταση του παραρτήματος με τις επιτρεπόμενες συμβατικές
ζωοτροφές.
Στις διατάξεις που αναφέρονται στις κτηνοτροφικές πρακτικές προβλέπεται ότι κατά παρέκκλιση τα
βοοειδή επιτρέπεται να δένονται για μεταβατική περίοδο που λήγει στις 31/12/2010. Επίσης, αναφέρεται ότι
έως τις 24/8/2000, τα βοοειδή στις μικρές εκμεταλλεύσεις μπορούν να έχουν μειωμένη πρόσβαση σε
υπαίθριους χώρους. Τέλος, η Ευρωπαϊκή Επιτροπή δεσμεύεται να υποβάλλει έκθεση σχετικά με τις δύο
παραπάνω παρεκκλίσεις πριν από τις 31/12/2006.
Στο κεφάλαιο για τις πυκνότητες των θηλαστικών αναφέρεται ότι πριν τις 24/8/2002, οι μόσχοι και οι
χοίροι πρέπει να συμμορφώνονται με τους στοιχειώδεις κανόνες για την προστασία των μόσχων και των
χοίρων.
Η τελευταία εκκρεμότητα αφορά τα ενδιαιτήματα των ζώων, όπου δίνεται γενική παρέκκλιση που λήγει
στις 31/12/2005 για την εφαρμογή των διατάξεων για τους χώρους ελεύθερης κίνησης και στέγασης των ζώων.
Προβλέπεται μάλιστα ότι η Ευρωπαϊκή Επιτροπή θα υποβάλλει πριν τις 31/12/2006 έκθεση σχετικά με την
προηγούμενη παρέκκλιση.
Θεσμική αντιμετώπιση των παρεκκλίσεων
Με τον κανονισμό 2491/2001 τροποποιείται τα παράρτημα ΙΙΙ που καθορίζει τις ελάχιστες απαιτήσεις
και τα μέτρα ασφαλείας του συστήματος ελέγχου των βιολογικών προϊόντων και ορίζει τη διαδικασία
εισαγωγής βιολογικών προϊόντων. Όπως ήταν αναμενόμενο, οι τροποποιήσεις αυτές επηρεάζουν και το
σύστημα ελέγχου της βιολογικής κτηνοτροφίας.
Η πρώτη ουσιαστική τροποποίηση των προδιαγραφών για την παραγωγή ζωικών προϊόντων με
βιολογικό τρόπο γίνεται με τον κανονισμό 473/2002, ο οποίος αφορά κυρίως τη χρήση χαλκού στη φυτική
παραγωγή. Ταυτόχρονα όμως, δίνεται η δυνατότητα στις αρμόδιες αρχές των κρατών – μελών να αυξάνουν το
επιτρεπόμενο ποσοστό συμβατικών ζωοτροφών σε έκτατες περιπτώσεις (πυρκαγιά, ξηρασία και ασθένειες).
Επίσης, καθιστά σαφές ότι κοπριά μονάδων βιολογικής παραγωγής θα διασπείρεται αποκλειστικά σε
βιολογικές εκμεταλλεύσεις.
Σημαντική εξέλιξη για την παραγωγή βιολογικών ζωικών προϊόντων αποτέλεσε η ψήφιση του
κανονισμού 223/2003, ο οποίος θέτει τις ελάχιστες απαιτήσεις ελέγχου και μέτρα ασφαλείας για τις μονάδες
παρασκευής ζωοτροφών, σύνθετων ζωοτροφών και πρώτων υλών για ζωοτροφές. Επισημαίνεται ότι ο
κανονισμός 1804/99 περιείχε σχετική δέσμευση για τη σήμανση, τον έλεγχο και τα μέτρα προφύλαξης
1105
αναφορικά με τις ζωοτροφές, τις σύνθετες ζωοτροφές και τις πρώτες ύλες ζωοτροφών που παράγονται με
βιολογικό τρόπο. Με τον κανονισμό αυτό δόθηκε τέρμα στην πολυνομία σχετικά με το συγκεκριμένο θέμα που
επικρατούσε στα κράτη - μέλη. Επιπλέον, ορίζονται οι πρώτες ύλες ζωοτροφών προερχόμενες από βιολογική
γεωργία καθώς και οι πρώτες ύλες ζωοτροφών προερχόμενες από βιολογική γεωργία σε μεταβατικό στάδιο.
Διευκρινίζεται επίσης και ο τρόπος υπολογισμού του ποσοστού ζωοτροφών σε μεταβατικό στάδιο στο
σιτηρέσιο των ζώων. Τέλος, καθιερώνεται μεταβατική περίοδος έως την 1/7/2006 για εμπορικά σήματα που
προορίζονται για τη διατροφή των ζώων και που παράγονται σύμφωνα με άλλα πρότυπα. Σημείο
αντιπαράθεσης για την ψήφιση του κανονισμού αυτού αποτέλεσε το αν ο εξοπλισμός των μονάδων που
παράγουν σύνθετες βιολογικές ζωοτροφές θα είναι χωριστός απ’ αυτόν που χρησιμοποιείται στις συμβατικές
σύνθετες ζωοτροφές. Τελικά, λόγω αντιθέτων απόψεων των αντιπροσωπειών, επιλέχθηκε ως βασική αρχή η
αναφορά ότι θα υπάρχει αποτελεσματικός φυσικός διαχωρισμός των ζωοτροφών βιολογικής γεωργίας, των
ζωοτροφών βιολογικής γεωργίας σε μεταβατικό στάδιο και των συμβατικών ζωοτροφών. Παράλληλα, δόθηκε
μεταβατική περίοδο έως τις 31/12/2007, κατά την οποία επιτρέπεται η χρησιμοποίηση κοινού εξοπλισμού αλλά
σε διαφορετικά χρονικά διαστήματα. Μάλιστα, η Ευρωπαϊκή Επιτροπή δεσμεύτηκε να επανεξετάσει την
παραπάνω ημερομηνία έως τις 31/12/2003.
Τις επόμενες αλλαγές επέφερε ο κανονισμός 599/2003, ο οποίος τροποποιεί την ισχύουσα διάταξη ότι
το σιτηρέσιο των πουλερικών στο στάδιο της πάχυνσης πρέπει να περιέχει τουλάχιστον 65% σιτηρά, και στο
ποσοστό αυτό συμπεριλαμβάνει, πέραν των σιτηρών και πρωτεϊνούχα συστατικά καθώς και ελαιούχα
σπέρματα. Προσθέτει επίσης, ορισμένα συμβατικά συστατικά τα οποία επιτρέπονται στη διατροφή των ζώων
(αυγά και προϊόντα τους στη διατροφή των πουλερικών και μαγιά μπύρας). Τέλος, επέτρεπε, υπό όρους και έως
τις 31/12/2005, τη χρήση συνθετικών βιταμινών A,D και E, εφόσον το επιτρέψουν οι αρμόδιες αρχές των
κρατών – μελών, προκειμένου να διαφυλαχτεί η υγεία και η καλή διαβίωση των ζώων.
Κατά τη συζήτηση για την άρση των παρεκκλίσεων που είχε θέσει ο 1804/99, σχετικά με την καταγωγή
και τη διατροφή των ζώων, οι οποίες έληγαν στις 31/12/2003, ψηφίστηκε ο κανονισμός 2277/2003.
Συγκεκριμένα και όσον αφορά την καταγωγή των ζώων σχετικά με την εισαγωγή από συμβατικές εκτροφές σε
αγέλη ή σμήνος που δημιουργείται για πρώτη φορά και εκτρέφεται με βιολογικό τρόπο, όχι μόνο δεν έληξε η
συγκεκριμένη παρέκκλιση, η ισχύ της οποίας παρατάθηκε για ένα επιπλέον χρόνο, αλλά έγινε και πιο
ελαστική, δίνοντας πλέον το δικαίωμα οι αμνοί και τα ερίφια να εισέρχονται σε μονάδες βιολογικής εκτροφής
σε ηλικία κάτω των 60 ημερών (από 45) και τα χοιρίδια σε βάρος κάτω των 35 χγρ. (από 25). Στην ίδια λογική,
οι περιπτώσεις κατά τις οποίες επιτρέπεται να εισάγονται ενήλικα ζώα από συμβατικές εκτροφές σε βιολογικές,
προκειμένου να διασφαλίζεται η ανανέωση της αγέλης, αυξάνονται, ενώ προστίθεται και η απειλή εξαφάνισης
φυλών. Η Ευρωπαϊκή Επιτροπή επικαλέστηκε άλλες προτεραιότητες της (π.χ επέκταση του συστήματος
ελέγχου στο λιανεμπόριο), οπότε δεν διέθετε τον αναγκαίο χρόνο για πλήρη συζήτηση στο θέμα της καταγωγής
των ζώων. Όσον αφορά τη διατροφή των ζώων, υιοθετείται μια από τις βασικές αρχές της βιολογικής γεωργίας
και πάγιο αίτημα του «οργανικού» κινήματος, νομοθετώντας ότι οι ζωοτροφές προέρχονται κατά προτίμηση
από την ίδια τη μονάδα ή άλλες βιολογικές μονάδες, ενώ επιπλέον για τα φυτοφάγα, τουλάχιστον το 50% των
1106
ζωοτροφών πρέπει να προέρχεται από την ίδια τη μονάδα ή άλλα συνεργαζόμενα αγροκτήματα. Επιπλέον,
καταργείται η διάταξη σχετικά με το ποσοστό 65% μείγματος σιτηρών, πρωτεϊνούχων και ελαιούχων στο
σιτηρέσιο των πουλερικών στο στάδιο της πάχυνσης. Επίσης, αλλάζει ο κατάλογος με τα επιτρεπόμενα
συμβατικά συστατικά στη διατροφή των ζώων (μειώνοντας τον αριθμό τους κατά περίπου 10%), επιτρέποντας
παράλληλα τη χρήση ορισμένων οξέων ως βοηθητικών παραγόντων για την ενσίρωση των ζωοτροφών.
Ο κανονισμός 2254/2004, σε συνέχεια του προηγουμένου (2277/2003) επιφέρει σημαντικές αλλαγές
στην εκτροφή των πουλερικών, θεσμοθετώντας ουσιαστικά ότι τα πουλερικά θα εκτρέφονται με βιολογικό
τρόπο καθόλη τη διάρκεια της ανάπτυξής τους, αφού οι πουλάδες για την παραγωγή αβγών πρέπει να
εισέρχονται σε βιολογικές εκτροφές σε ηλικία έως τριών ημερών, αντί 18 εβδομάδων που ίσχυε έως τότε.
Τέλος, προστίθεται ότι η εφαρμογή της διάταξη για την εισαγωγή σε βιολογικές εκμεταλλεύσεις χοιριδίων
ηυξημένου βάρους έως 35 κιλών πρέπει να εγκρίνεται από το φορέα πιστοποίησης.
Με τον κανονισμό 1294/2005 επανεξετάστηκε το θέμα της διαθεσιμότητας βιολογικών ζωοτροφών και
αποφασίστηκε ότι δεν υπάρχει επαρκής προσφορά, οπότε διατηρήθηκε η γενική παρέκκλιση για χρήση
συμβατικών ζωοτροφών για ορισμένα χρονικά διαστήματα και φθίνοντα ποσοστά στο βάθος του χρόνου,
ανάλογα με το είδος του αγροτικού ζώου.
Νέες αλλαγές στο σύστημα ελέγχου αναφορικά με τις μονάδες παρασκευής φυτικών και
κτηνοτροφικών προϊόντων και τροφίμων επιφέρει ο κανονισμός 1336/2005.
Η παρέκκλιση σχετικά με τη χρήση συνθετικών βιταμινών A,D και E, που δόθηκε με τον κανονισμό
599/2003 και έληγε στις 31/12/2005 συνεχίζει να ισχύει χωρίς πρόσθετους όρους, με την προϋπόθεση όμως ότι
δίνεται άδεια από τις αρμόδιες αρχές των κρατών – μελών, με τον κανονισμό 1916/2005.
Υπό το πρίσμα των νέων δεδομένων που επέφερε στην ευρωπαϊκή πτηνοτροφία η γρίπη των
πουλερικών, ο κανονισμός 699/2006 επανακαθορίζει τις συνθήκες πρόσβασης των πουλερικών σε υπαίθριους
χώρους. Συγκεκριμένα, προβλέπει ότι, έως τις 31/10/2006 οπότε και θα επανεξεταστεί η συγκεκριμένη
διάταξη, τα πουλερικά θα μπορούν να κρατούνται σε κλειστούς χώρους, με την προϋπόθεση ότι έχουν συνεχή
πρόσβαση σε συγκομιζόμενη χορτονομή, εφόσον υπάρχουν γενικότεροι κτηνιατρικοί περιορισμοί.
Ο κανονισμός 780/2006 βάζει τέλος σε συζητήσεις ετών, αφού καθορίζει τα πρόσθετα τροφίμων και τα
βοηθητικά μέσα επεξεργασίας για την παραγωγή μεταποιημένων κτηνοτροφικών προϊόντων. Το πεδίο
αντιπαράθεσης σχετικά με τη χρήση νιτρικών και νιτρωδών στα προϊόντα κρέατος ξεπεράστηκε θέτοντας
χαμηλότερες ενδεικτικές ποσότητες κατά τη διαδικασία παρασκευής και εφόσον καταδειχθεί στην αρμόδια
αρχή του κράτους – μέλους ότι δεν υφίσταται εναλλακτική τεχνολογική λύση που να παρέχει τα ίδια
υγειονομικά εχέγγυα.
Κοινωνικο-οικονομική προσέγγιση των τροποποιήσεων
Η θέσπιση λεπτομερών και νομοθετημένων προδιαγραφών για τη βιολογική γεωργία σε Κοινοτικό,
αλλά και σε παγκόσμιο επίπεδο γίνεται υπό την πίεση δύο ακραίων τοποθετήσεων. Η πρώτη υποστηρίζει και
τονίζει τη «ρομαντική» πλευρά της, δηλαδή την επιστροφή στις βασικές αρχές της βιολογικής γεωργίας
(κλειστά, μεικτά συστήματα παραγωγής φυτικών και ζωικών προϊόντων, ελαχιστοποίηση των εισροών,
1107
επαναχρησιμοποίηση υλικών και ενέργειας, πλήρη απαγόρευση όλων των τεχνητών σκευασμάτων), θεωρώντας
ότι δεν χρειάζεται η ύπαρξη προτύπων για όλο το φάσμα των γεωργικών προϊόντων και τροφίμων (π.χ.
βιολογικά γαριδάκια), καθώς κάποια τρόφιμα, εξαιτίας του τρόπου της παραγωγής και μεταποίησής τους, είναι
προϊόντα χωρίς ιδιαίτερη θρεπτική αξία που δεν μπορούν να ικανοποιήσουν τις προσδοκίες που έχουν οι
καταναλωτές αναφορικά με τον όρο «βιολογικό». Σύμφωνα με την τοποθέτηση αυτή, η βιολογική γεωργία
είναι και πρέπει να παραμείνει η πιο απαιτητική μορφή γεωργίας, διαφοροποιείται και πρέπει να συνεχίσει να
διαφοροποιείται από τις υπόλοιπες μορφές φιλοπεριβαλλοντικής γεωργίας (π.χ ολοκληρωμένη διαχείριση) και
πρέπει να αφορά λίγους και πλήρως ευαισθητοποιημένους παραγωγούς, εμπνέοντας πάντα εμπιστοσύνη στον
καταναλωτή.
Η δεύτερη τοποθέτηση είναι πιο πραγματιστική. Θεωρεί ότι η βιολογική γεωργία δεν πρέπει να αφορά
μια περιορισμένη ομάδα παραγωγών, αλλά πρέπει να εξαπλωθεί σε όσο το δυνατόν περισσότερα πεδία και να
πραγματοποιείται σε μεγαλύτερες εκτάσεις, παράγοντας ικανές ποσότητες, ώστε τα οφέλη της βιολογικής
γεωργίας, είτε αυτά είναι οικονομικά, είτε είναι περιβαλλοντικά, να επεκταθούν, πιέζοντας με τον τρόπο αυτό
τις τιμές προς τα κάτω. Θεωρούν ότι από τη στιγμή που η βιολογική γεωργία υιοθετήθηκε από την Κοινή
Αγροτική Πολιτική ως μία από τις διεξόδους της Κοινοτικής γεωργίας, δεν μπορεί παρά να αλλάξει
κατεύθυνση.
Ο κανονισμός 1804/99 και οι τροποποιήσεις του δείχνουν αυτή τη διαμάχη και φαίνεται ότι ακόμα δεν
έχει επικρατήσει οριστικά κάποια από τις παραπάνω τοποθετήσεις. Βλέπουμε για παράδειγμα, ότι η χρήση
συμβατικών ζωοτροφών θα συνεχιστεί, έστω και με μικρότερα ποσοστά και με λιγότερα επιτρεπόμενα
συστατικά, σε μερικές περιπτώσεις έως το 2011, επιτρέποντας παράλληλα και τη χρήση συνθετικών βιταμινών
στα μηρυκαστικά. Ανάλογο παράδειγμα αποτελεί ο κανονισμός για τα μεταποιημένα κτηνοτροφικά προϊόντα,
όπου τελικά επιτράπηκε η χρήση νιτρικών και νιτρωδών, δύο αλάτων αποδεδειγμένα υπόπτων για τη δημόσια
υγεία.
Από τα παραπάνω καθίσταται έκδηλο ότι η Επιτροπή αντιμετώπισε τις εκκρεμότητες του αρχικού
νομοθετήματος με ένα τρόπο στον οποίο η πολιτική διάσταση είναι κυρίαρχη. Για το λόγο αυτό, ορισμένες από
τις αρχικές εκκρεμότητες παραμένουν. Η προσέγγιση της Επιτροπής στην επίλυση προβλημάτων που
προέκυπταν κατά την εφαρμογή του κανονισμού ήταν κυρίως κοινωνική και οικονομική.
Σχετικά με την κοινωνική προσέγγιση, είναι παραδεκτό ότι στο κέντρο μιας βιώσιμης μορφής γεωργίας
βρίσκεται ο άνθρωπος, είτε ως καταναλωτής, για τη διατροφική ασφάλεια του οποίου θα πρέπει να μεριμνά η
πολιτεία, είτε ως παραγωγός, για τον οποίο πρέπει να εξασφαλίζεται ένα δίκαιο εισόδημα. Στον ανθρώπινο
όμως παράγοντα εμπλέκονται και ο ειδικός επιστήμονας στη μορφή του τεχνικού, του οικονομολόγου, του
κοινωνιολόγου, του περιβαλλοντολόγου, του νομικού κτλ. Η Κοινοτική νομοθεσία είναι ένα τεχνικό κείμενο
που συντάχθηκε κυρίως από ειδικούς επιστήμονες. Μάλιστα, αποτελεί εκτενές και δύσκολο κείμενο που
προσπαθεί να συγκεράσει όλους του συμβιβασμούς μεταξύ των κρατών – μελών, μέσα από έντεχνες
διατυπώσεις τεχνικών προδιαγραφών. Έτσι, η άσκηση της βιολογικής κτηνοτροφίας απαιτεί αφενός τεχνικούς
επιστήμονες ευαίσθητους σε κοινωνικά ζητήματα, αλλά και κοινωνιολόγους οι οποίοι κατανοούν ορισμένες
1108
αρχές της τεχνικής και φυσιολογικής βάσης της βιολογικής κτηνοτροφίας. Χρειάζεται δηλαδή, να γεφυρωθεί
το κενό μεταξύ βασικών επιστημών, ώστε να αντιμετωπιστούν από κοινού τα θέματα σε στέρεο έδαφος.
Όσον αφορά την οικονομική διάσταση του προβλήματος, θα πρέπει να τονιστεί ότι πολύ σημαντικός
παράγοντας που επηρεάζει την εμπορία των βιολογικών προϊόντων είναι η τιμή. Η σχετικά μικρότερη ζήτηση
των βιολογικών προϊόντων οφείλεται κυρίως στην υψηλότερή τους τιμή, εξαιτίας της, συνήθως, μειωμένης
απόδοσης των ζώων. Για το λόγο αυτό, η Κοινοτική νομοθεσία, μέσω ορισμένων παρεκκλίσεων, προσπαθεί να
συμπιέσει το κόστος παραγωγής και να προσελκύσει μεγαλύτερο μέρος του καταναλωτικού κοινού, καθώς
φαίνεται ότι υπάρχει ένα μέρος του αγοραστικού κοινού το οποίο είναι διατεθειμένο να πληρώσει μεγαλύτερες
τιμές για τα βιολογικά κτηνοτροφικά προϊόντα. Εξάλλου, ένας από τους σκοπούς του νομοθετήματος είναι η
προσέλκυση ικανού αριθμού παραγωγών, ώστε να μην εμφανίζεται ότι η βιολογική κτηνοτροφία αφορά μόνο
ολίγους, καθώς και η επίτευξη ικανοποιητικών οικονομικών απολαβών τους. Διαφορετικά προκύπτει ένα ηθικό
πρόβλημα ή καλύτερα ένα πρόβλημα δεοντολογίας. Ένα ερώτημα αρχών.
Σε άλλες όμως περιπτώσεις, στην εκτροφή πουλερικών για ωοτοκία, υιοθετήθηκαν πολύ αυστηρές
προδιαγραφές, αφού πλέον η εκτροφή των ορνίθων θα γίνεται ουσιαστικά με βιολογικό τρόπο καθόλη τη
διάρκεια της ζωής τους.
Συμπεράσματα
Η Κοινοτική νομοθεσία για τη βιολογική κτηνοτροφία αποτελεί ένα εκτενές και δύσκολο κείμενο
(Ζωιόπουλος και Παπαθεοδώρου, 2000). Για να παρακαμφθεί η αυστηρότητα των διατάξεων του κανονισμού
1804/99 εισήχθη πληθώρα παρεκκλίσεων, ώστε να μην αποθαρρύνονται οι εκτροφείς να συμμετάσχουν στο
σύστημα. Μετά την παρέλευση επτά ετών από την υιοθέτηση του νομοθετήματος δεν υπήρξε η αναμενόμενη
πρόοδος, καθώς η χρονική διάρκεια ορισμένων παρεκκλίσεων παρατάθηκε. Εξάλλου, για ορισμένες άλλες,
όπως αυτές που αφορούν το δέσιμο των βοοειδών, οι οποίες σίγουρα δε συνάδουν με τις αρχές της βιολογικής
κτηνοτροφίας, ορίστηκε εξαρχής χρονοδιάγραμμα έως τις 31/12/2010.
Οι λόγοι διατήρησης των παρεκκλίσεων αυτών είναι κοινωνικοί, οικονομικοί και περιβαλλοντικοί. Δεν
θα είχε νόημα μια νομοθεσία για τη βιολογική κτηνοτροφία τόσο αυστηρή που θα καθιστούσε απαγορευτική τη
διάδοσή της. Όμως, το ηθικό πρόβλημα παραμένει, όπως και ο κίνδυνος η βιολογική κτηνοτροφία να
εντατικοποιηθεί, ερχόμενη σε πλήρη αντίθεση απ’ ότι αρχικά αναμενόταν.
Όμως, όπως σε όλες τις γεωργικές δραστηριότητες, έτσι και στη βιολογική κτηνοτροφία τα στοιχεία της
παραγωγικότητας και της οικονομικότητας είναι κεντρικά. Έτσι, ο βιοκαλλιεργητής θα πρέπει να
χαρακτηρίζεται από επαγγελματισμό, να αντιλαμβάνεται τους περιορισμούς της νομοθεσίας, αλλά και να
αξιοποιεί τις δυνατότητες που του παρέχει ο κανονισμός, γιατί εργάζεται σ’ ένα ανταγωνιστικό περιβάλλον και
η γεωργία και κατ΄ επέκταση η κτηνοτροφία δεν ασκούνται για την τιμή των όπλων.
Βιβλιογραφία
Ανώνυμος (2001), Η βιολογική γεωργία – Οδηγός της κοινοτικής νομοθεσίας, Υπηρεσία Eκδόσεων των ΕΚ,
Λουξεμβούργο.
1109
Baillieux, P. and Scharpe, A. (1994), Η βιολογική γεωργία, Υπηρεσία Eκδόσεων των ΕΚ, Λουξεμβούργο.
Dimitriou, P. (2001), «Application of regulation 1804/99 – problems faced by small ruminant producers in
Greece», In I. Kyriazakis and G. Zervas (eds), Organic meat and milk from ruminants, EAAP, Wageningen
Press Publications, The Netherlands.
Ζωιόπουλος, Π. και Παπαθεοδώρου, Α. (2000), Βιολογική κτηνοτροφία, Εκδόσεις Αγροτύπος, Αθήνα.
Hermansen, J.E.(2003), «Organic livestock production systems and appropriate development in relation to
public expectation» Livestock Production Science, Vol. 80, pp. 3-15.
IFOAM (1998a), Basic Standards for Organic Production, Germany.
IFOAM (1998b), Building Trust in Organics, Germany.
Sundrum A. (2001), «Organic livestock farming: A critical review», Livestock Production Science, Vol 67, pp.
207-215.
1110