PARADOSSIAKA%20KARNAVALIA%20LOW

αφιέρωμα
26/02/2012
ΠΑΡΑΔΟΣΙΑΚΑ ΚΑΡΝΑΒΑΛΙΑ ΣΤΗ ΒΟΡΕΙΑ ΕΛΛΑΔΑ
Σκηνές από λαϊκά δρώμενα
Μακεδονίας και Θράκης
Τ
ι γυρεύουν ανάμεσά μας
τα αλλόκοτα, θορυβώδη, φιλοπαίγμονα σμάρια των ημερών; Οι συστοιχίες
των μεταμφιεσμένων και οι φαιδρές και συνάμα οδυνηρές τελετουργίες τους; Από πού κρατάει η «υψικόρυφη κεφαλοστολή» τους; Ποιους αέναους
ρόλους ερμηνεύουν λαϊκοί ιερουργοί, μυσταγωγοί της όλης
φύσης; Ποιας πράξεως μίμηση σπουδαίας και τελείας επιτελούν; Τι φανερώνουν τα δύσμορφα ή φαιδρά προσωπεία
τους; Τι εκφράζουν οι ανοίκειες
μουτσούνες; Ποια ανάσχεση
δεινών αναμένουν; Τι κινδύνων περιστολής πρόξενοι γίνονται; Τι προφωνούν τα ακα-
Επιμέλεια αφιερώματος,
εισαγωγή:
Στέλιος Κούκος
[email protected]
Γονιμικές και ευετηριακές -δηλαδή καλοχρονιάτικες- λαϊκές τελετές και γιορτές, που διασώθηκαν μέσα στο πέρασμα
των αιώνων και διατηρούνται από αρχαιοτάτων χρόνων αποκλειστικά στη Βόρεια Ελλάδα, από τους κατοίκους της περιοχής αλλά και από τους εκτοπισθέντες
προσφυγικούς πληθυσμούς. Κάθε χρονιά αναδύονται, μέσα από τις ρωγμές του
τάληπτα λόγια τους; Κραυγές,
φωνές εσώτερες που ολοχρονίς ησυχάζουν; Τα ασταμάτητα, πλήρη και μεστά, καμπανοκροταλίσματα των τραγόμορφων κουδουνοφόρων; Ποια
τείχη αναμένουν να καταρρεύσουν από τις ασταμάτητες
χρόνου, τις περιόδους του Δωδεκάμερου και της Αποκριάς, με κύριο χαρακτηριστικό τους τις ποικίλες μεταμφιέσεις
και τα λαϊκά δρώμενα, που μας μεταφέρουν σε αλλοτινούς, μυθικούς και παραμυθητικούς καιρούς και κόσμους. Επιβιώνοντας παράλληλα πάντα με τις εκάστοτε χριστιανικές λατρευτικές περιόδους...
μελωδικές συνηχήσεις των χάλκινων; Ποιων χορών χαρά χαίρονται οι συμποσιαστές και ομόθυμοι χορευτές των κυκλικών
χορών; Τι παρωδίες, εθιμικές
και άγραφες, αποδίδουν οι έκτακτοι κορυφαίοι του δρώμενου;
Ποιας πηγαίας και χοϊκής, γήι-
νης συγκίνησης τυγχάνουν μεταλαμπαδευτές; Από πού έλκει ο εσμός των παράδοξα μεταμφιεσμένων την αποδοχή,
το προβάδισμα και την πρωτοκαθεδρία των ημερών; Πώς
επιβάλλουν το τραγικό και ευδιάθετο ήθος τους; Πώς ο κα-
Γράφουν: Δημήτρης Άρμεν, Μαρούλα Βέργου-Γκαμπέση, Χρήστος Ζάλιος, Αναστάσιος Ρέκλος
Κείμενο: Γεώργιος Αικατερινίδης
θημερινός κόσμος της ζήσης
ντύνεται το βουητό των αιώνων;
Πώς ανατρέπονται αίφνης οι
σύγχρονοι και επικαιρικοί κώδικες; Πώς τα στίγματα του καιρού και του χρόνου επικάθηνται, αναμνήσεις, μνημόνια στις
ποικιλόμορφες στολές και τα
ράκη που τους ενδύουν; Από
ποια τεκτονικά ρήγματα του
χωρόχρονου δραπετεύουν και
φανερώνονται ανάμεσά μας
αποκαλυπτικοί και κρυπτικοί
μέντορες; Πώς επικράτησαν,
εδώ στην κόγχη του ένδον ελληνισμού, τα αρχαιοπρεπή τούτα δρώμενα; Πώς μεταλλάσσονται οι θεράποντες του Διονύσου στου Αϊ-Θόδωρου τα
παλικάρια και συμπολεμιστές;
|
36 02 αφιέρωμα
ΚΥΡΙΑΚΗ 26.02.2012 ΜΑΚΕΔΟΝΙΑ
Παραδοσιακά καρναβάλια στη Βόρεια Ελλάδα
Ανάμεσα στον παλιό και τον νέο χρόνο
Τα Ραγκουτσάρια
της Καστοριάς
Γραφει η ΜΑΡοYλΑ ΒEΡγου-γΚΑΜπEΣη*
Καθώς το γιορταστικό δωδεκαήμερο κλείνει με τον αγιασμό των νερών της θάλασσας,
των ποταμών και των λιμνών, ξεκινούν στην πόλη της Καστοριάς οι τριήμερες γιορτές της χαράς,
της ξεγνοιασιάς και του κεφιού, τα Ραγκουτσάρια (6-8 Ιανουαρίου)
Α
πό κάθε γωνιά της πατρίδας
μας καταφθάνουν επισκέπτες
κάθε ηλικίας, και η φιλόξενη
βυζαντινή πολιτεία ανοίγει τις
πύλες της για να τους δεχθεί
και να τους μυήσει στις παμπάλαιες συνήθειες - σημαντικά δώρα του πολιτισμού και της
τοπικής παράδοσης.
Κάποτε, λένε οι λαογράφοι, σε
απίστευτα μακρινές εποχές, και
μέσ’ στα πηχτά σκοτάδια των
χειμώνων, σκιές ζητιάνων κινούνταν -άνθρωποι ήταν νηστικοί και ρακένδυτοι- που τριγυρνούσαν ζητώντας τροφή
από ανάγκη. Κρύβανε τα πρόσωπά τους και χρησιμοποιούσαν ξερόκλαδα, τομάρια ζώων
και οτιδήποτε άλλο, για να μην
αναγνωριστούν από εκείνους
που τους ελεούσαν, αλλά... και
για ένα ακόμη λόγο: να διώξουν τα «κακά πνεύματα» που
πίστευαν ότι τους περιτριγύριζαν για να τους κάνουν κακό.
Οι ήχοι από τα χάλκινα επικρατούν κατά τη διάρκεια του τριημέρου.
Με ρίζα
από την αρχαιότητα
Σύγχρονοι
ραγκουτσιάρηδες
Στις μέρες μας οι ραγκουτσιάρηδες -οι ζητιάνοι του παρελθόντος- είναι ντυμένοι επιμελώς, έχουν παραγγείλει τις φορεσιές τους σε ράφτες και ράπτριες. Μια μερίδα όμως συμπολιτών εξακολουθεί να τηρεί
τη συνήθεια και να ντύνεται σύμφωνα με την έμπνευση της στιγμής, βρίσκοντας παλιομοδίτικες φορεσιές και μετατρέποντάς τες, στο άψε σβήσε και με
λίγη φαντασία, σε ρούχα μεταμφίεσης. Οι δρόμοι είναι γεμάτοι από μεταμφιεσμένους από Ραγκουτσάρια- που ζητούν
τη ζητιανιά τους, με εκλεπτυσμένο τρόπο. Δεν παραλείπουν
να επισκεφθούν όσους γιορτάζουν στο διάστημα αυτό. Παίρνουν λοιπόν τα κεράσματά τους,
προσφέροντας σε ανταπόδοση ευχές υπέρ υγείας, προκοπής, ευημερίας, σε κάθε φαμίλια που τους δέχεται στο σπιτικό της. Οι «φκιασμένοι» με
τον τρόπο αυτό απομακρύνουν
Οι μεταμφιεσμένοι συνοδεύονται από τις μουσικές λαϊκές μπάντες νύχτα και μέρα, μέρα και νύχτα.
τα κακά πνεύματα που «απειλούν» τα καστοριανά σπιτικά.
Λαλητάδες και λαλούμενα
Κατά τη διάρκεια του τριημέρου, η πόλη, η οδός Μητροπόλεως (το παλιό εβραϊκό τσαρσί), η πλατεία Ομονοίας, η ιστορική μεσαιωνική πλατεία Ντολτσού, τα μικρά στενά σοκάκια
και οι πάροδοι έχουν την τιμητική τους. Όλη η πόλη βρίσκεται σε κατάσταση συναγερμού...
Εδώ ανταμώνουν λαλητάδες
και λαλούμενα, μ’ άργανα τρομπέτες και νταούλια, κορνέτες
και κλαρίνα, παίζοντας χωρίς
σταματημό σκοπούς του τόπου
με τα παραδοσιακά στοιχεία της
μακεδονικής γης. Μαζί με όλα
αυτά παίζουν και όσα γίνανε
σουξέ σε παλιότερες δεκαετίες.
Ένα χαρμάνι μουσικών ακουσμάτων γεννιέται κάθε φορά
ξεσηκώνοντας το πλήθος των
κατοίκων, που είναι οι κύριοι διοργανωτές της χαρούμενης ζωής.
Στον δρόμο προσφέρεται από
τον δήμο άφθονο κρασί για το
χαρούμενο αντάμωμα, αλλά
και για να τιμηθεί ο ΒάκχοςΔιόνυσος, ο πιο δημοφιλής θε-
ός των λαϊκών τάξεων και προστάτης της αμπέλου. Οι μεταμφιεσμένοι συνοδεύονται από
τις μουσικές λαϊκές μπάντες
νύχτα και μέρα, μέρα και νύχτα. Χορεύουνε, πειράζουνε
και καλούν τους επισκέπτες να
πάρουν μέρος σε μια γιορτή
που τους βαστά ενωμένους με
τον μακρινό χθεσινό κόσμο. Τα
Ραγκουτσάρια συναντήσανε
μέσα στον χρόνο πολλές δυσκολίες, παρά ταύτα φτάσανε
και στο κατώφλι του εικοστού
πρώτου αιώνα μπαίνοντας νικηφόρα μέσα στη ζωή μας.
Οι ελπιδοφόρες πολύχρωμες
στρατιές περνούν απ’ όλες τις
γειτονιές της πόλης μοιράζοντας το ίδιο απαράλλακτα τα μηνύματα της ελπίδας, της αισιόδοξης πλευράς της ζωής και
της ανάγκης να μη θυσιαστούν
τα όνειρα στον βωμό της πραγματικότητας.
Τα άτακτα παρδαλόχρωμα
στρατεύματα πείθουν κάθε...
άπειρο, ο οποίος μόλις μπει
στον χορό και το πνεύμα της
γιορτής γίνεται άλλος άνθρωπος (με τη βοήθεια του μπρούσκου κρασιού που ανεβάζει
τη διάθεση κάθε άοπλου μαχητή).
Οι λαογράφοι ακόμη μας λένε
πως η γιορτή έχει ρίζα και καταγωγή από τα αρχαία χειμερινά Αγροτικά Διονύσια και τα
Σατουρνάλια των Ρωμαίων.
Ο κόσμος της πόλης προσμένει με τον ερχομό της νέας χρονιάς νέους και παλιούς φίλους
για να συμμετάσχουν στην κορυφαία και μοναδική σε χαρά,
χρώμα και μουσικά ακούσματα γιορτή, ακριβή κληρονομιά
του ντόπιου πολιτισμού.
* Η Μαρούλα Βέργου-Γκαμπέση
είναι συνεργάτης της εφημερίδας
«Η Φωνή της Καστοριάς», ενώ
διετέλεσε και συνεργάτης του
Δημοτικού Ραδιοφώνου Καστοριάς.
αφιέρωμα 03|37
ΜΑΚΕΔΟΝΙΑ KYΡΙΑΚΗ 26.02.2012
Παραδοσιακά καρναβάλια στη Βόρεια Ελλάδα
γή των υπόλοιπων. Κάποια στιγμή όμως οι πειραχτήρηδες αρπάζουν τη Νύφη, και αφού την
ανεβάσουν σε μπαλκόνι με θέα
την πλατεία, χτυπούν επιδεικτικά τα συστάκια που έχει κρεμασμένα στο στήθος. Αυτή η
κίνηση εξαγριώνει τα υπόλοιπα μέλη της ομάδας, και κυρίως
τους Αράπηδες. Για τον λόγο
αυτό ο Τσαούσης ανεβαίνει στο
μπαλκόνι, τους συλλαμβάνει
και τους δίνει λεία στους Αράπηδες. Αυτοί τοποθετούν το ξύλινο σπαθί στον λαιμό των πειραχτήρηδων κάνοντας μια κίνηση αποκεφαλισμού.
Λατρεία Διονύσου χριστιανικοί συμβολισμοί
Ντύσιμο του «καρναβαλιού».
Οι Αράπηδες εν δράσει...
Αράπηδες και Αρκούδες
στον Βώλακα Δράμας
Γρaφει ο ΔηΜhΤΡηΣ aΡΜεν*
Το τριήμερο των Θεοφανίων -6, 7 και 8 Ιανουαρίου- είναι το αποκορύφωμα
μιας σειράς εκδηλώσεων που αρχίζουν την παραμονή των Χριστουγέννων
η
α ρχή γίνεται με τη ρίψη του
Σταυρού το πρωί της 6ης Ιανουαρίου. Μετά την τελετή, μια
ομάδα νέων με συνοδεία μουσικών οργάνων θα πάρει από
τα σπίτια όλους τους νιόπαντρους για να τους ρίξει στο αγιασμένο νερό της στέρνας. Στη
συνέχεια, και για όλη τη διάρκεια της μέρας, μικροί και μεγάλοι, άντρες και γυναίκες, θα
διασχίσουν τη στέρνα για να
βραχούν με αγιασμένο νερό
για το καλό του χρόνου.
Το βράδυ της ίδιας μέρας, ομάδες νέων μπαίνουν κρυφά στα
σπίτια όπου υπάρχουν ελεύθερα κορίτσια και κλέβουν διάφορα αντικείμενα (εργαλεία,
σκεύη, ρούχα), τα οποία εκθέτουν την άλλη μέρα το πρωί
στην πλατεία του χωριού. Εκεί
γίνεται παρωδία πλειστηριασμού, όπου προσέρχονται οι
γονείς-κάτοχοι των αντικειμένων και αφού πληρώσουν ένα
συμβολικό ποσό τα ξαναπαίρνουν πίσω.
Οι Αράπηδες
Εκείνη τη μέρα, στις 7 Ιανουαρίου, εμφανίζονται -κατά ομάδες- και τα καρναβάλια (Αράπηδες). Αποτελούνται από τον
Πιστεύουμε πως επειδή η λατρεία του Διονύσου ήταν έντονη και οι κάτοικοι της περιοχής ιδιαίτερα δεμένοι με τα δρώμενά της, αυτά συνεχίζονται
ως τις μέρες μας παίρνοντας
στη διάρκεια του χρόνου χριστιανικούς συμβολισμούς. Αυτοί οι συμβολισμοί είναι εμφανείς: Η κάπα από δέρμα παραπέμπει στον Ιωάννη τον Πρόδρομο και το βαμμένο πρόσωπο στο ηλιοκαμένο δέρμα του.
Η καμπούρα στην πλάτη θυμίζει την καμήλα και την έρημο
όπου ζούσε ο άγιος, ενώ το ξύλινο σπαθί το όργανο του αποκεφαλισμού του. Τα κουδούνια, τέλος, και το χτύπημά τους
συμβολίζουν την αναστάτωση
και τον ξεσηκωμό που δημιουργούσε στο πέρασμά του.
Οι Αρκούδες
Το δρώμενο Αρκούδες πραγματοποιείται στις 8 Ιανουαρίου.
Τσαούση (άντρας ντυμένος παραδοσιακά), τη Νύφη (άντρας
ντυμένος με τη γυναικεία παραδοσιακή φορεσιά) και τους
Αράπηδες. Οι Αράπηδες είναι
βαμμένοι με φούμο (κάπνα από
σπιτικό φούρνο), φορούν κάπα από δέρμα, καμπούρα στην
πλάτη, κουδούνια δύο τύπων
(μπατάλια και τσάνουβε) και
κρατούν στο χέρι ξύλινο σπαθί. Στη μέση έχουν κρεμασμένο ένα ξύλινο φαλλόμορφο ρό-
παλο, όμοιο με αυτό των αρχαίων αθηναϊκών Ανθεστηρίων.
Η αμφίεση και η κίνησή τους
μας παραπέμπουν σε διονυσιακά δρώμενα.
Το κλέψιμο της Νύφης
Οι Αράπηδες κινούνται αυτοσχεδιαστικά στον χώρο και με
πλάγιες κινήσεις προσπαθούν
να χτυπήσουν τα κουδούνια που
φέρουν στη μέση τους. Δρουν
και κινούνται κατά ομάδες, υπα-
κούοντας στα σφυρίγματα του
Τσαούση. Αφού οι ομάδες των
καρναβαλιών γυρίσουν από σπίτι σε σπίτι, περνώντας από όλες
τις γειτονιές του χωριού, και
κεραστούν από τις νοικοκυρές,
κατεβαίνουν στην πλατεία όπου
τους περιμένει συγκεντρωμένος ο κόσμος. Κάποιοι από τους
θεατές (πειραχτήρηδες) αναλαμβάνουν το «ριψοκίνδυνο»
πείραγμα των μικρών μελών της
ομάδας, προκαλώντας την ορ-
Πολλές ομοιότητες με τους Αράπηδες παρουσιάζουν και οι Αρκούδες, δρώμενο που πραγματοποιείται την άλλη μέρα,
στις 8 Ιανουαρίου. Οι μεταμφιεσμένοι εδώ φορούν δέρματα που καλύπτουν όλο το σώμα τους, μια μεγάλη μάσκα, ενώ
έχουν κρεμασμένο στη μέση
τους ένα μικρό κουδούνι. Κι αυτοί δρουν σε ομάδες, με αρχηγό τον αρκουδιάρη (μετσκάρη). Ο αρκουδιάρης τραγουδάει χτυπώντας τον νταχαρέ
(κρουστό μουσικό όργανο) και
οι αρκούδες χορεύουν στον ρυθμό. Η αμφίεση και ο τρόπος που
κινούνται δημιουργούν τις προϋποθέσεις για αυτοσχεδιαστικές πρωτοβουλίες πάνω στον
χορό. Συνήθως κινούνται χοροπηδώντας στον ρυθμό του
αρκουδιάρη και χτυπούν με τα
δυο χέρια το κουδούνι τους.
Κατά μία άποψη η κίνηση γίνεται για εκφοβισμό, κατά μία άλλη εξηγείται ως παραλήρημα
ερωτισμού.
Τη μέρα αυτή, που την ονομάζουμε Μπάμπιντεν (μέρα της
μαμής), γίνεται αναπαράσταση παραδοσιακού γάμου. Όλοι
οι συμμετέχοντες φορώντας
παραδοσιακές φορεσιές ακολουθούν τη διαδικασία και τα
τελετουργικά ενός κανονικού
γάμου. Μετά την τελετή ακολουθεί γλέντι με τη συμμετοχή όλου του κόσμου.
*Ο Δημήτρης Άρμεν είναι πρόεδρος
του Πολιτιστικού Συλλόγου Βώλακα.
|
38 04 αφιέρωμα
ΚΥΡΙΑΚΗ 26.02.2012 ΜΑΚΕΔΟΝΙΑ
Παραδοσιακά καρναβάλια στη Βόρεια Ελλάδα
Τα Καρναβάλια
του Σοχού Θεσσαλονίκης
ΚειΜεΝο γεΩΡγιοΣ ν. ΑιΚΑΤεΡινιΔηΣ
Ο δρ Γεώργιος Αικατερινίδης, πρώην διευθυντής του Κέντρου Ερεύνης
της Ελληνικής Λαογραφίας της Ακαδημίας Αθηνών, επισκέφθηκε
δύο φορές τον Σοχό κατά την περίοδο των Αποκριών
και κατέγραψε τα εκεί καρναβαλικά δρώμενα
Σ
χετική ανακοίνωση έκανε στο
Γ’ Συμπόσιο Λαογραφίας του
Βορειοελλαδικού Χώρου, που
πραγματοποιήθηκε στην Αλεξανδρούπολη στις 14-18 Οκτωβρίου του 1976. Οι ανακοινώσεις της συνάντησης εκείνης
δημοσιεύτηκαν στα «Πρακτικά» που εξέδωσε το Ίδρυμα Μελετών Χερσονήσου του Αίμου
(ΙΜΧΑ) το 1979.
Όταν απευθυνθήκαμε στον κ.
Αικατερινίδη για να μας μιλήσει για τα δρώμενα στον Σοχό, ο ίδιος μας παρέπεμψε στο
ιδιαίτερα εμπεριστατωμένο αυτό κείμενο, και τον ευχαριστούμε. Αποσπάσματα μπορείτε να διαβάσετε στο δισέλιδο
που ακολουθεί (οι μεσότιτλοι
είναι δικοί μας).
[...]
Κύριο γνώρισμα του αποκριάτικου εδώ πανηγυρισμού αποτελούν οι ιδιότυπες μεταμφιέσεις, που αρχίζουν σήμερα με
το Τριώδιο και φθάνουν στο αποκορύφωμά τους την τελευταία
Κυριακή της Αποκριάς και την
Καθαρή Δευτέρα, με αναπαράσταση, εκτός των άλλων εκδηλώσεων, και στοιχείων γάμου.
Οι μεταμφιεσμένοι του Σοχού
για τους οποίους γίνεται ο λόγος έχουν το κοινό όνομα Καρναβάλια, διαφέρουν όμως κατά πολύ από τους ομώνυμους
μεταμφιεσμένους στα άλλα μέρη. Τα ιδιαίτερα χαρακτηριστικά τους είναι δύο: η προσωπίδα και τα κουδούνια.
Η προσωπίδα καταλήγει σε υψικόρυφη κεφαλοστολή. Σήμερα κατασκευάζεται από μαύρο μάλλινο ύφασμα (σαγιάκι),
ενώ παλαιότερα από ακατέργαστο δέρμα (τομάρι) μαύρου
τράγου.
Το τμήμα που καλύπτει το πρόσωπο είναι διακοσμημένο με πολύχρωμα και πολύμορφα σχέδια, κυρίως γεωμετρικά, από λεπτές ταινίες (σειρήτια) και ψιλές χάντρες. Η επιφάνεια της
συνεχόμενης κεφαλοστολής καλύπτεται με πολύχρωμα κι αυτή
Τα ιδιαίτερα χαρακτηριστικά των κουδουνοφόρων είναι η προσωπίδα και τα κουδούνια.
μικρά κομμάτια χαρτιού και στην
κορυφή της δένονται πολύχρωμες επίσης κορδέλες και μια ουρά αλεπούς. Για να στέκεται όρθια η κεφαλοστολή τοποθετούν
από μέσα της ένα ξύλο και το
κενό το γεμίζουν με σανό. Τρίχες τέλος από ουρά αλόγου κατά προτίμηση μαύρου- σχηματίζουν τα μουστάκια.
Τα κουδούνια της ντουζίνας
Τα κουδούνια είναι πέντε: ένα
μεγάλο, το μπατάλι, και τέσσερα μικρότερα, τα κυπριά (πρώτο κυπρί, δεύτερο, τρίτο, τέταρτο). Και τα πέντε αποτελούν
τη λεγόμενη ντουζίνα, το δε
βάρος τους κυμαίνεται γύρω
στα 18 με 20 κιλά. Πάντως όσο
πιο βαριά κουδούνια φορεί το
καρναβάλι, τόσο πιο καλύτερο
θεωρείται.
Τα κουδούνια της ντουζίνας
δεν είναι τυχαία. Όπως δηλαδή επίμονα τονίζεται, προϋποθέτουν ειδικό σχήμα και όγκο,
καθώς και ειδική κατασκευή
από ειδικό επίσης κράμα μετάλλου, για να μπορέσουν να
δώσουν τον επιθυμητό ήχο.
«Πρέπει να είναι ταιριαστά συνδυασμένος ο ήχος. Δυο ήχοι
άμα είναι ίδιοι, η ντουζίνα είναι ακατάλληλη... Αυτά πρέπει
να ταιριάζουν ένα κατόπιν του
άλλου. Μόλις κάνουμε το Καρναβάλι, πάμε, το βάζουμε μακριά και το ακούμε, αν πάνε σύμφωνα τα κουδούνια. Εάν δεν
πάνε, τα αλλάζουμε. Τα κουδούνια πάνε όπως πάει η μουσική. Ένα κατόπιν στο άλλο. Το
πρώτο έχει πιο χοντρή φωνή,
το δεύτερο πιο ψιλή, το τρίτο
έρχεται άλλη φωνή, το τέταρτο συμπληρώνει όλα μαζί. Το
πέμπτο, το μπατάλι, τα φέρνει
όλα στη μουσική, αυτό κρατά
την ουσία της μουσικής».
Ο ιδιαίτερος ήχος των κουδουνιών κάθε ντουζίνας είναι και
το ιδιαίτερο στοιχείο με το οποίο
το κάθε Καρναβάλι ξεχωρίζει
από μακριά από το πλήθος των
μεταμφιεσμένων. Αν μάλιστα
κάποιο Καρναβάλι εμφανιστεί
με κουδούνια κακόφωνα ή αταίριαστα, το περιμένει η ειρωνεία σήμερα, ενώ παλιότερα
κινδύνευε να τιμωρηθεί.
«Άμα δεν έχεις κουδούνια,
δεν λογίζεσαι νοικοκύρης»
Η εξεύρεση των κατάλληλων
κουδουνιών αποτελεί τη μεγαλύτερη φροντίδα κάθε Καρναβαλιού και πολλές φορές κάνουν για το σκοπό αυτό ταξίδια μέχρι και τον Έβρο, σε κτη-
νοτροφικά κέντρα. Έτσι θεωρούνται ευτυχείς και προνομιούχοι όσοι μπόρεσαν να «ταιριάσουν μια ντουζίνα», που την
προσέχουν ως ένα από τα πιο
πολύτιμα αντικείμενα που έχουν.
«Άμα δεν έχεις κουδούνια, δεν
λογίζεσαι νοικοκύρης εδώ. Τηλεόραση να μην έχεις στο σπίτι, ό,τι άλλο να μην έχεις, κουδούνια όμως είναι απαραίτητα». Ας σημειωθεί ότι το μεγαλύτερο δώρο που ένας πατέρας μπορεί να κάμει στο παιδί
του είναι ακριβώς μια ντουζίνα
κουδούνια, και είναι ιδιαίτερα
εντυπωσιακό το θέαμα -θέαμα
που υπόσχεται και τη συνέχιση
του εθίμου- να βλέπει κανείς
τις μέρες της Αποκριάς, και μάλιστα το Σάββατο της Τυρινής,
μικρά και μεγάλα παιδιά ζωσμένα κουδούνια, πολλές φορές
χωρίς κανένα άλλο στοιχείο μεταμφιέσεως, τα οποία με κόπο
κουβαλούν, χαρούμενα όμως
και ικανοποιημένα -ευτυχισμένα θα λέγαμε- γι’ αυτά. Αλλά
κουδούνια, ως μόνο στοιχείο
μεταμφιέσεως φορούν συχνά
και μεγάλοι, και δεν είναι σπάνιο το θέαμα στον επισκέπτη
του Σοχού τις μέρες αυτές της
Αποκριάς να βλέπει κάποιον να
ξεπετάγεται μέσα από το πλή-
θος των πανηγυριστών ζωσμένος με βαριά κουδούνια και ν’
αρχίζει να τα κτυπά χορεύοντας με γρήγορες επιτόπιες κινήσεις. Κι αν κάποιο Καρναβάλι πέσει κάτω, το ενδιαφέρον
των άλλων θα στραφεί συνήθως περισσότερο στην τύχη των
κουδουνιών παρά στο ίδιο το
Καρναβάλι. Στον Σοχό το κουδούνι αποκτά μια εντελώς ιδιαίτερη και μοναδική αξία και ταυτίζεται με τη μεταμφίεση.
«Καλή σοδειά
να δίδει ο Θεός»
Το ντύσιμο του Καρναβαλιού
γίνεται πάντοτε με τη βοήθεια
δυο-τριών φίλων ή συγγενών.
Αρχίζει, κατά χαρακτηριστική
έκφραση, από το τσαρούχι, τσαρούχι από τομάρι αγελάδας ή,
κατά προτίμηση, γουρουνιού.
Στα πόδια φορεί χοντρές μάλλινες κάλτσες εγχώριας κατασκευής. Μετά τα τσαρούχια το
Καρναβάλι βάζει παντελόνι από
τομάρι μαύρου τράγου και μετά σακάκι, πάλι από προβιά μαύρου τράγου. Στη συνέχεια ζώνεται τα κουδούνια μ’ ένα σχοινί, που δένεται σ‘ ένα κόκκινο
ζωνάρι περασμένο σταυρωτά
στους ώμους του, ρίχνει επάνω του μια χρωματιστή εσάρπα και στο τέλος φορά την προσωπίδα με την κεφαλοστολή,
που την εφαρμόζουν με ακρίβεια στο πρόσωπά του και την
ράβουν προσεκτικά πίσω.
Όταν τελειώσει η διαδικασίατελετουργία του ντυσίματος,
φίλοι και συγγενείς που παραβρίσκονται, χτυπούν ελαφρά
το Καρναβάλι στην πλάτη και
του εύχονται «στο καλό, υγεία
και καλή σοδειά να δίδει ο Θεός». Την ίδια στιγμή η γυναίκα,
η μάνα, η γιαγιά, κάποιος στενός συγγενής, το ραίνει με λίγο νερό και χύνοντας το υπόλοιπο κάτω εύχεται στο Καρναβάλι να είναι ο δρόμος του
ελεύθερος, όπως ελεύθερα κυλά το νερό.
Το Καρναβάλι τώρα, κρατώντας ένα μακρύ ραβδί ή ένα ξύλινο σπαθί στο ένα χέρι και ένα
μπουκάλι ποτό στο άλλο θα ενωθεί με τ’ άλλα Καρναβάλια και
ο Σοχός σιγά-σιγά θα γεμίσει
από ομάδες μεταμφιεσμένων.
Μαζί με λαϊκούς οργανοπαίκτες που παίζουν ασταμάτητα
πίπιζες και νταούλια γυρίζουν
τα σπίτια και τους δρόμους, χτυπούν με δύναμη και προκλητικά τα κουδούνια τους, ξεφωνίζουν ακατάληπτα και προσφέρουν από το ποτό που κρατούν, ενώ δέχονται ευχές για
χρόνια πολλά και καλή σοδειά.
«Κατακλυσμός να γίνει,
το Καρναβάλι θα γίνει»
Όλος αυτός ο θόρυβος από τα
πολύφωνα κουδούνια και τις
χαρούμενες φωνές, από τις πίπιζες και τα νταούλια, οι χοροί
που στήνονται παντού, τα τραγούδια, το πολύχρωμο πλήθος
των καρναβαλιών και των άλλων μεταμφιεσμένων, όλα δημιουργούν μια τέτοια ατμόσφαιρα, που σιγά-σιγά παίρνουν μέρος στο πανηγύρι αυ-
αφιέρωμα 05|51
ΜΑΚΕΔΟΝΙΑ KYΡΙΑΚΗ 26.02.2012
Παραδοσιακά καρναβάλια στη Βόρεια Ελλάδα
τό της χαράς όχι μόνο οι κάτοικοι του Σοχού, αλλά και το
αμέτρητο πλήθος των επισκεπτών από τη Θεσσαλονίκη, τον
Λαγκαδά, τη Νιγρίτα και από
τους άλλους γειτονικούς και
μακρινούς τόπους.
Οι τραγόμορφες μεταμφιέσεις
στον Σοχό δεν είναι υπόθεση
ατομική, αλλά ολόκληρου του
συνοικισμού. Γιατί το έθιμο συνδυάζεται με την πλούσια παραγωγή χωραφιών και κοπαδιών και αν δεν τελεστεί, όχι
μόνο θα πέσει αφορία τη χρονιά αυτή, αλλά θ’ ακολουθήσουν και άλλα δεινά. Έτσι τίποτα δεν μπορεί να εμποδίσει
τα Καρναβάλια. «Κατακλυσμός
να γίνει, το Καρναβάλι θα γίνει». Γι’ αυτό και κάθε ξενιτεμένο παιδί του Σοχού θεωρεί
υποχρέωσή του να βρεθεί στη
γενέτειρα την ημέρα αυτή, να
ντυθεί Καρναβάλι και να εκπληρώσει το χρέος του απέναντι στην ολότητα. Ας σημειωθεί ότι και γυναίκες δεν διστάζουν να ντυθούν, για το καλό. «Παλαιότερα, απ’ ό,τι ακούγαμε από τους γέρους, αν δεν
γίνονταν τα Καρναβάλια, δεν
γίνονταν και τα καλαμπόκια,
ούτε στάρια, ούτε τίποτα δεν
γινόταν εδώ. Δηλαδή ξεκινάει
μια αφορμή της ανοίξεως, ότι
εάν θα γίνουν επιτυχεμένα τα
Καρναβάλια, θα είναι χρονιά
επιτυχεμένη... Άμα δεν γίνουν
τα Καρναβάλια δεν θα βρέξει
ο Θεός».
Η πίστη αυτή στον ταυτισμό
Καρναβαλιών και καλοχρονιάς
είναι τόσο βαθιά ριζωμενη, ώστε
ούτε η τουρκοκρατία, ούτε οι
άλλες ιστορικές περιπέτειες
της περιοχής στάθηκαν ικανές ν’ αφανίσουν ή να διακόψουν το έθιμο. Απ’ ό,τι οι γεροντότεροι θυμούνται, μόνο
μια χρονιά, στην αρχή της δεκαετίας του ‘30, δεν ντύθηκαν
Καρναβάλια, γιατί τ’ απαγόρευσε ο πρόεδρος του χωριού. Αλλ’ ήταν τέτοια η αντίδραση, που τελικά επιτραπήκανε για μια μερα. Κι όμως! Τη
χρονιά αυτή αφορία έπεσε στη
γη, ελονοσία μάστιζε τον Σοχό, ζώα ψοφούσαν και καταστρεπτικός σεισμός ήρθε να
τονίσει εντονότερα την ασέβεια που διαπράχθηκε με την
έστω και μερική παράβαση του
εθίμου.
Με το έθιμο διδόταν παλαιότερα και η ευκαιρία στους νέους
να έρθουν σ’ επικοινωνία με
τις κοπέλες του χωριού, αφού
η επίσκεψη των Καρναβαλιών
έφερνε την ευτυχία και την καλοχρονιά και έτσι αυτά ήταν
καλοδεχούμενα στο κάθε σπίτι. Οι νέες πάλι φρόντιζαν να
δίδουν ή να στέλνουν μ’ όποιον τρόπο μπορούσαν ένα χαρακτηριστικό μαντήλι ή ένα γύρο ποκαμίσου κεντημένο από
τα χέρια τους στον εκλεκτό τους,
για να τον ξεχωρίζουν μέσα από
το πλήθος των ομοιόμορφων
Καρναβαλιών. Άξιον προσοχής είναι ότι παλαιότερα λογιζόταν υποτιμητικό για μια κοπέλα να παντρευτεί νέο που
δεν ντυνόταν Καρναβάλι.
λών γερόντων του Σοχού, μέχρι τουλάχιστον λίγο πριν τον
Δεύτερο πόλεμο, υπήρχε στην
κεντρική εκκλησία του χωριού,
τον άγιο Γεώργιο, εικόνα που
παρίστανε τον άγιο Θεόδωρο
σαν Καρναβάλι με κουδούνια
και τομάρια. Κι ακόμα, οι ολιγογράμματοι αλλά θεοσεβούμενοι παλαιοί παπάδες του χωριού δεν αμελούσαν στο απλό
κήρυγμά τους να εξάρουν την
ηρωική μορφή του αγίου Θεοδώρου και να ευλογήσουν τα
Καρναβάλια που ντύνονταν
προς τιμήν του.
Από τις πιο πάνω αιτιολογικές
παραδόσεις, αυτές που κάνουν
λόγο για πολιορκουμένους ή
για σωτηρία του χωριού με τη
βοήθεια του αγίου Θεοδώρου,
ενός από τους κατ’ εξοχήν πολεμικούς αγίους, είναι προφανές ότι απηχούν κάποια ιστορική πραγματικότητα. Ως τέτοια
θεωρώ τις βιαιότητες που ο Σοχός δεχόταν από τους εγκατεστημένους στην περιοχή Γιουρούκους, απογόνους των πρώτων Οθωμανών κατακτητών.
Οι Γιουρούκοι αυτοί, βοσκοί κατά παράδοση, έκαναν τόσο συχνές και τόσο ληστρικές επιδρομές στον Σοχό, ώστε να προκαλούν την αγανάκτηση και αυτών ακόμα των ομοεθνών τους,
των Τούρκων. Χαρακτηριστικό
είναι ότι σουλτανικό φιρμάνι
του 1695 απαγορεύει τις επιδρομές αυτές ύστερα από έντονα τουρκικά παράπονα.
Η δεύτερη παράδοση για ειδωλολάτρες κλπ., φαίνεται να δημιουργήθηκε από επίδραση της
συναξαρικής διηγήσεως για το
«Θαύμα των κολλύβων» από
τον άγιο Θεόδωρο. [...]
Στρατιώτες του Αγίου Θεοδώρου
οι ίδιοι οι Σοχιανοί μιλώντας για το έθιμό τους διηγούνται ότι κάποτε
πολιορκήθηκε στην περιοχή του χωριού τους ο άγιος Θεόδωρος
με τους στρατιώτες του -γίνεται λόγος για σαράντα άντρες- και για να
συντηρηθούν αναγκάσθηκαν να σφάξουν πολλά αιγοπρόβατα
ο γεγονός τούτο έδωσε
την έμπνευση στον Άγιο
να ντύσει τους στρατιώτες του με τομάρια από μαύρους τράγους «που δεν δείχνουν
στη σκοτίδα». Έτσι ντυμένοι κατόρθωσαν να διασπάσουν τις
γραμμές του εχθρού, ο οποίος
πανικοβλήθηκε στην εμφάνιση
των αλλόκοτων αυτών όντων.
Κατά μια παραλλαγή της παραδόσεως, ο άγιος Θεόδωρος
ελευθέρωσε τον Σοχό από την
πολιορκία πολυάριθμου εχθρού
-Τούρκων- κατεβαίνοντας από
τον Βερτίσκο με τους στρατιώτες του, ντυμένους με τομάρια μαύρων τράγων.
Μια άλλη όμως παράδοση εξηγεί διαφορετικά την αρχή του
εθίμου. Σύμφωνα με την παράδοση αυτή:
«Οι ειδωλολάτρες είχαν απαγορεύσει στους χριστιανούς
να νηστεύουν. Οι χριστιανοί μαζεύονταν στην εκκλησία και οι
ειδωλολάτρες περίμεναν έξω
και τους έκοβαν. Μετά αϊ-Θόδωρος -στρατάρχης ήταν- τους
είπε να βαστάξουν το τρίμερο,
Τ
και μη φοβάστε κι εγώ θα σας
συνάξω όλους στην εκκλησία.
Συνάχτηκαν στην εκκλησία, ντύθηκαν καρναβάλια με ρόπαλα,
δέρματα μαύρα, καλπάκια, μπροστά ο αϊ-Θόδωρος. Οι ειδωλολάτρες περίμεναν να βγουν οι
χριστιανοί. Μόλις είδαν να βγαίνουν τέτοια πράγματα, είπαν,
τι είναι αυτά; Ύστερα φοβήθηκαν αυτοί, αντί για ανθρώποι
βγήκαν με καλπάκια, τομάρια,
είπαν είναι από Θεού, και φοβήθηκαν και έφυγαν. Ξανά ούτε φάνηκαν. Γι’ αυτό γίνεται
το καρναβάλι. Άφωνοι έμειναν
οι ειδωλολάτρες».
Στο όλο λοιπόν έθιμο δίδεται
ένα στερεό θρησκευτικό υπόβαθρο και τα σημερινά Καρναβάλια πιστεύεται ότι ντύνονται προς τιμήν του αγίου Θεοδώρου, τους στρατιώτες του
οποίου και συμβολίζουν. Γι’ αυτό και στο μέτωπο της κάθε προσωπίδας είναι κεντημένος απαραίτητα ένας σταυρός.
Στο σημείο αυτό πρέπει να διευκρινιστεί και να τονιστεί ότι
παλαιότερα οι τραγόμορφες
μεταμφιέσεις γίνονταν όχι τις
Απόκριες, όπως σήμερα, αλλά
το πρώτο Σαββατοκύριακο μετά απ’ αυτές, το Σάββατο δηλαδή του αγίου Θεοδώρου και
την πρώτη Κυριακή των Νηστειών. Είναι όμως πιθανόν παλαιότερα να γίνονταν τα Καρναβάλια πάλι τις Απόκριες, η
δε μετάθεση να έγινε επί Τουρκοκρατίας με σκοπό να δοθεί
θρησκευτικός χαρακτήρας σε
αυτά και έτσι να διευκολύνεται η τέλεσή τους.
Χαρακτηριστικό του θρησκευτικού υποβάθρου που δίδεται
στο έθιμο είναι και η συνήθεια
που και σήμερα επικρατεί, να
πηγαίνει μια ομάδα Καρναβαλιών στο ξωκλήσι των αγίων Σαράντα, δυο χιλιόμετρα ανατολικά του Σοχού, την ημέρα της
μνήμης του μαρτυρίου τους. Εκεί
τα Καρναβάλια προσκυνούν,
παρακολουθούν τη λειτουργία
και μένουν μέχρι το μεσημέρι.
Η τοπική παράδοση για τον άγιο
Θεόδωρο φαίνεται ότι επηρέασε την τοπική αγιογραφία. Κατά τη μαρτυρία δηλαδή πολ-
Επιχωριάζουν στη
Μακεδονία και τη Θράκη
Είναι φανερό ότι το καρναβάλι του Σοχού, άσχετα με τον
ακριβή χρόνο τελέσεώς του Απόκριες ή αγίου Θεοδώρουεντάσσεται στο ευρύτερο πλαίσιο των ευετηρικών τελετών
με την πανάρχαια καταγωγή
και τον γονιμικό χαρακτήρα.
Δέρματα τράγων και ζωομορφισμός, μάσκες και κεφαλοστολές, φαλλόμορφα σύμβολα και παράσταση γάμου, αστεϊσμοί και λοιπά στοιχεία που συνθέτουν το Σοχιανό καρναβάλι, μας οδηγούν σε μια πρωταρχική μαγικοθρησκευτική ιδέα,
πυρήνα πολλών αγροτικών τελετουργιών, που όσον αφορά
τον ελλαδικό χώρο την πληρέστερη έκφρασή της βρίσκομε στην αναπτυγμένη Διονυσιακή λατρεία. Και δεν είναι
βέβαια συμπτωματικό ότι οι
σπουδαιότερες από τις γνωστές ελλαδικές ευετηρικές τελετές -Καλόγερος, μεταμφιέσεις Δωδεκάμερου κλπ.- επιχωριάζουν στη Μακεδονία και
τη Θράκη, στην κοιτίδα δηλαδή της Διονυσιακής λατρείας,
απ’ όπου αυτή ξαπλώθηκε και
στη λοιπή Ελλάδα. Αντίθετα,
ο τοπικός περιορισμός φανερώνει πιο καθαρά την προέλευση και το χαρακτήρα των
τελετών αυτών. [...]
|
52 06 αφιέρωμα
ΚΥΡΙΑΚΗ 26.02.2012 ΜΑΚΕΔΟΝΙΑ
Παραδοσιακά καρναβάλια στη Βόρεια Ελλάδα
Σ
το δρώμενο συμμετέχουν ενεργά μόνο άνδρες που υποδύονται συγκεκριμένους ρόλους.
Τα κύρια πρόσωπα του δρώμενου είναι ο Βασιλές, το Βασιλόπαιδο, η Μπάμπω, η Κορίτσα και ο Ζευγολάτης. Συνοδοί αυτών των προσώπων είναι οι Ζαπτιέδες ή Καπιστράδες, ο Μπερμπέρης, οι Κατσίβελοι, τα Παλικάρια και κατά
καιρούς, ανάλογα με την εφευρετικότητα των χωριανών, προστίθενται και άλλα πρόσωπα,
που υποδύονται διάφορους ρόλους, όπως τον αρκουδιάρη με
την αρκούδα, τον γιατρό, τη μαμή, τον δικαστή κτλ.
Μεταμφιεσμένοι είναι ο Καλόγερος, η Μπάμπω και η Κορίτσα, ενώ ο Βασιλές και το Βασιλόπαιδο επικράτησε να φορούν την παραδοσιακή φορεσιά των Κωστιλίδων.
Ο Καλόγερος είναι ντυμένος
ολόσωμα με προβιές ή στο πάνω μέρος του σώματός του φορά ένα σάκο από λινάτσα και
οι κνήμες του είναι τυλιγμένες
με προβιές. Στο κεφάλι του για
καπέλο φορά μια νεροκολοκύθα που στην κορυφή της έχει
κρεμασμένες αποξηραμένες
κόκκινες πιπεριές και το πρόσωπό του το καλύπτει με ζωόμορφη μάσκα φτιαγμένη συνήθως από νεροκολοκύθα. Στην
μέση του είναι ζωσμένος με κουδούνια, εκ των οποίων το μπροστινό είναι το μεγαλύτερο και
το πλέον εύηχο. Αυτό το κουδούνι πλαισιωμένο από δυο
κρεμμύδια υποδηλώνει το ανδρικό γεννητικό όργανο. Αναπόσπαστο μέρος της αμφίεσης
του Καλόγερου είναι η «σφούγγια», δηλ. η πάνα καθαρισμού
του ξυλόφουρνου.
Στο Κωστί ο Βασιλές ντυνόταν
με πολύχρωμη στολή, ανάλογη του βασιλικού του αξιώματος. «Το βασιλέ το ντύνανε ένα
κόκκινο φόρεμα με κίτρινες κορδέλες, τον φορούσαν και μια
λουρίδα κόκκινη απ’ τον νώμο
ως την μασκάλη και μια τσιμπούκα ίσαμε δυο μέτρα μακριά
βαμμένη», λέει ο Μπουχώρης
στον Γ. Μέγα στα 1937.
Η Μπάμπω είναι άνδρας μεταμφιεσμένος σε γριά. Είναι
το πρώτο μεταμφιεσμένο πρόσωπο που εμφανίζεται στην αρχή του δρώμενου και παραμένει στο προσκήνιο όσο διαρκεί
το ντύσιμο του Καλόγερου. Η
γριά περιφέρεται ανάμεσα στα
άλλα άτομα, γκρινιάζει και δημιουργεί διάφορα προβλήματα. Κάποιοι της κάνουν άσεμνες ερωτήσεις-προτάσεις και
χειρονομίες. Κάποια στιγμή η
γριά διατείνεται ότι πονά η κοιλιά της και η μαμή που καλείται να την βοηθήσει διαπιστώνει ότι είναι έγκυος και την ξεγεννά. Η γριά κλαίει και απο-
ο Καλόγερος
στην Αγία ελένη
Σερρών
Γρaφει ο ΑνΑΣΤΑΣιοΣ ΡεΚλοΣ*
Είναι αποκριάτικο δρώμενο που έφεραν στην Ελλάδα οι
πρόσφυγες από το Κωστί της Ανατολικής Θράκης και
εθιμικά γίνεται τη Δευτέρα της Τυρινής -δηλαδή μία
εβδομάδα πριν από την Καθαρή Δευτέρα- για την ευόδωση
των εργασιών των αγροτών και των κτηνοτρόφων
Φωτογραφία του δρώμενου που δημοσιεύτηκε στα «Σερραϊκά χρονικά» τόμος Η’.
ρεί για τη γέννα, αλλά παίρνει
το παιδί στα χέρια της, το φασκιώνει και το θηλάζει, κι ύστερα καμαρώνει ότι είναι αγόρι
εφταμηνίτικο, είναι αχόρταγο
και μεγαλώνει γρήγορα. Με την
εμφάνιση του Καλόγερου η γριά
αποσύρεται από το προσκήνιο.
Η Κορίτσα είναι άνδρας ανύπαντρος, μεταμφιεσμένος σε
κοπέλα. Είναι στη συνοδεία της
συντροφιάς του Καλόγερου,
υπό την προστασία των Ζαπτιέδων, και τα παλικάρια προσπαθούν να την κλέψουν.
Ο Μπερμπέρης φορά την καλοκαιρινή ενδυμασία των Κωστιλίδων (άσπρο λινό βρακί και
άσπρο βαμβακερό πουκάμισο)
και στην πίσω πλευρά του βρακιού του έχει προσαρμοσμένο
καθρέπτη. Ο Μπερμπέρης κρατά στο χέρι του ευμεγέθη ξύλινη σπάθα, την οποία χρησιμοποιεί για ξυράφι, ενώ οι Ζαπτιέδες, που υποδύονται τα όργανα της τάξης, κρατούν ξύλινες
σπάθες και αλυσίδες, με τις οποίες δένουν όποιον θεωρούν παραβάτη του νόμου. Οι Κατσίβελοι περιφέρονται μαζί με την
υπόλοιπη ομάδα και με το πρόσχημα ότι η αυλή κάθε σπιτιού
που επισκέπτονται δεν είναι τακτοποιημένη «καλοθέτουν» τα
διάφορα εργαλεία και αντικείμενα που βρίσκουν, δηλ. τα αλλάζουν θέση, έτσι που δύσκολα να μπορεί να τα εντοπίσει ο
νοικοκύρης με την αποχώρησή
τους. Επίσης προσπαθούν να
κλέψουν αντικείμενα καθημερινής χρήσης με το πρόσχημα
να τα διορθώσουν ή να τα γανώσουν. Αυτά τα πρόσωπα του
δρώμενου δεν μπορούν να θεωρηθούν μεταμφιεσμένα. Κατά την τοπική έκφραση «φορούν
τα ανούφελα», δηλαδή φθαρμένα ρούχα της δουλειάς.
Παλιότερα τον ρόλο του Καλόγερου τον υποδυόταν ο εκάστοτε αγελαδάρης της κοινότητας. Τον ρόλο του Βασιλέ τον
υποδύεται πάντα ένας παντρεμένος που έχει τεκνοποιήσει
και έχει το δικαίωμα να τον υποδυθεί ένα ή τρία συνεχόμενα
χρόνια. Τον ρόλο του Βασιλόπαιδου τον υποδύεται ένα αγόρι της προεφηβικής ηλικίας, του
οποίου οι γονείς είναι εν ζωή.
Η Καλογερόμερα, όπως λένε
την Δευτέρα της Τυρινής, είναι ημέρα γιορτής για όλο το
χωριό. Οι παλιότεροι έλεγαν
ότι «την Καλογερόμερα γιορτάζουν όλα τα ζωντανά της
γης». Αυτήν τη μέρα οι αστεϊσμοί και τα πειράγματα κυριαρχούν και σε καμιά περίπτωση
δεν μπορούν να αποτελέσουν
αιτία παρεξήγησης. Αυτή τη μέρα ανατρέπεται κάθε τάξη και
ιεραρχία, καταλύεται κάθε φραστικός περιορισμός και στη διασκέδαση κυριαρχούν τα «ντροπικά» τραγούδια.
Το δρώμενο
Μέχρι το 1950 περίπου, που τον
Καλόγερο τον υποδυόταν ο αγελαδάρης του χωριού, το σουρούπωμα της παραμονής της
Καλογερόμερας ο αγελαδάρης
πήγαινε στο ψηλότερο σημείο
του χωριού, άναβε φωτιά με παλιά και άχρηστα κοφίνια και καλούσε με δυνατή φωνή τους χωριανούς να συμμετάσχουν στη
γιορτή με τα εξής λόγια:
Ακούστε χωριανοί.../ Σεις και
μεις,/ Το σουρού και το μου-
ρού/ Κι όλα τ’ άγροικα του κόσμου./ Όλοι αύριο στης γριάς
τ’ αλώνι,/ Για να ευλογήσουμε
και να ελεήσουμε/ Όλους τους
καρπούς της γης.
Το πρωί της Καλογερόμερας οι
ηλικιωμένοι του χωριού ντυμένοι στα γιορτινά τους συγκεντρώνονταν σε ένα καφενείο που
ήταν κοντά στο τρίστρατο. Έπιναν τον καφέ και ακολούθως
κονιάκ ή τσίπουρο βρασμένο
με ζάχαρη και πιπέρι, με εμφανή διάθεση αστεϊσμών και πειραγμάτων. Σιγά-σιγά συγκεντρώνονταν και οι νεότεροι με
τα απαραίτητα για το ντύσιμο
του Καλόγερου. Εκεί, υπό την
καθοδήγηση των παλιότερων,
άρχιζαν να ετοιμάζουν τη στολή του Καλόγερου. Σε όλη τη
διαδικασία της ετοιμασίας της
στολής τραγουδούσαν με τη συνοδεία της λύρας τραγούδια του
τραπεζιού. Το τραγούδι το ξεκινούσε ένας της παρέας και
τον κάθε στίχο του τον γύριζαν, δηλ. τον επαναλάμβαναν,
οι υπόλοιποι της συντροφιάς.
Τα τραγούδια αυτά παραδοσιακά είναι τα ακόλουθα δύο:
Ποια θάλασσα, ποιος ποταμός,
ποια βρύση δεν θολώνει/ Ποιος έχει πόνο στην καρδιά και
δεν τον φανερώνει/ Την μάνα
πούχει δυο παιδιά στην ξενιτιά
σταλμένα/ Πες της να μη τα καρτερεί να μην τα περιμένει/ Κι
εκείνα ψάρια ψάρευαν στης Αρμενιάς το ρέμα/ Κι η Αρμενιά
κατέβαζε δέντρα ξεριζωμένα/
Κατέβαζε και μια μηλιά στα μήλα φορτωμένη/ Και πάνω στα
κλωνάρια της δυο αδέρφια αγκαλισμένα/ Το ‘να το λένε Θόδωρο και τ’ άλλο Κωσταντίνο/
Το ‘να το άλλο έλεγε, το ΄να το
άλλο λέει/ Για κράτιε με να σε
κρατώ, αδέρφι, μη χαθούμε.
Δώδεκα χρόνους έκανα στους
κλέφτες καπετάνιος/ Ζεστό ψωμί δεν έφαγα, γλυκό κρασί δεν
ήπια/ Πα στο ντουφέκι ‘κούμπιζα, πα στο σπαθί κοιμούμου/
Το χέρι μου προσκέφαλο και
το σπαθί μου στρώμα/ ‘Φαγε
η σκουριά τα ρούχα μου κ’ οι
πάχνες τα μαλλιά μου/ Και μια
λαμπρή μια Κυριακή, μια πίσημον ημέρα/ Βγήκανε τα κλεφτόπουλα να ρίξουν το λιθάρι
Ρίχνουν οι κλέφτες οι παλιοί
το παν σαράντα μέτρα/ Μα ένα
μικρό κλεφτόπουλο το πάει σαρανταπέντε/ Κι εκόπη τ’ αργυρόκουμπο κι εφάνη το βυζί του/
Κανείς τους δεν την λόγιασε,
κανείς τους δεν την είδε...
Αφού ετοιμαστεί η στολή και
το κέφι ανέβει αρχίζουν το ντύσιμο του Καλόγερου, τραγουδώντας αυτοσχέδιους παραλλαγμένους στίχους στον σκοπό του τραγουδιού του στολίσματος της νύφης.
Στολίζεται ο Καλόγερος και βάζει τα καλά του./ Βάζει τσουβάλι κεντητό, στη μέση του κουδούνια/ Βάζει προβιές στα πόδια του, ποδήνεται τσερβούλια/ Βάζει και στο κεφάλι του
τη νεροκολοκύθα...
Όσο περνά η ώρα καταφθάνουν
αφιέρωμα 07|53
ΜΑΚΕΔΟΝΙΑ KYΡΙΑΚΗ 26.02.2012
Παραδοσιακά καρναβάλια στη Βόρεια Ελλάδα
στο καφενείο και τα υπόλοιπα
πρόσωπα του δρώμενου και το
κέφι μεγαλώνει.
Από το 1950 περίπου στην Αγία
Ελένη επικράτησε η συνήθεια
τον Βασιλέ να τον ντύνει ο αρχιαναστενάρης στο κονάκι. Αφού
ολοκληρωθεί το ντύσιμο, ο αρχιαναστενάρης θυμιάζει τις εικόνες και παίρνει από το στασίδι δυο αμανέτια, εκ των οποίων το ένα το τοποθετεί στο ζωνάρι του Βασιλέ και το άλλο στον
αυχένα του Βασιλόπαιδου. Στο
Βασιλόπαιδο δίνει ένα μπουκάλι με κρασί κι ένα ποτήρι. Μετά από αυτά ο αρχιαναστενάρης και ο Βασιλές συνοδεία οργάνων κατευθύνονται στο τρίστρατο, όπου τους περιμένουν
ο Καλόγερος και τα υπόλοιπα
πρόσωπα του δρώμενου.
Η μουσική σταματά και ο Καλόγερος στρεφόμενος στην
Ανατολή κάνει το σημείο του
σταυρού τρεις φορές. Έπειτα
στρέφεται στον αρχιαναστενάρη, του φιλά το χέρι και παραλαμβάνει τη σφούγγια. Τα
όργανα αρχίζουν να παίζουν
τον «σκοπό του Καλόγερου»,
μια μελωδία χωρίς στίχους. Ο
αρχιαναστενάρης κάνει στο μέτωπό του και στους υπολοίπους
το σημείο του σταυρού με λάσπη και όλη η ομάδα αρχίζει
την τελετουργική επίσκεψη στα
σπίτια του χωριού.
Προπορεύεται ο Καλόγερος χτυπώντας τα κουδούνια του. Στο
κατώφλι του σπιτιού περιμένει
η νοικοκυρά και ραίνει τον Καλόγερο με πολυσπόρια (στάρι,
κριθάρι, καλαμπόκια, σίκαλη,
φασόλια κτλ.), τα οποία έχει
σε ένα κόσκινο. Ο Καλόγερος
εύχεται καλή χρονιά και «καλά μπερεκέτια» και φεύγει... Ακολουθεί ο Βασιλές με το Βασιλόπαιδο. Το Βασιλόπαιδο βάζει κρασί στο ποτήρι και το δίνει στον Βασιλέ κι εκείνος με
τη σειρά του το προσφέρει στον
νοικοκύρη. Ανταλλάσσουν ευχές και αποχωρούν. Ακολουθεί ο Μπερμπέρης. Ένας Κατσίβελος προσφέρει τη ράχη
του για να καθίσει ο νοικοκύρης και ο Μπερμπέρης τον ξυρίζει. Ο Κατσίβελος κάθε τόσο
τσιμπά τον νοικοκύρη με μια
καρφίτσα για να μην κάθεται
βαριά στη ράχη του κι όταν εκείνος τινάζεται ο Μπερμπέρης
καμώνεται ότι τον έκοψε. Άλλες φορές ο Κατσίβελος/κάθισμα υποχωρεί προσποιούμενος ότι το κάθισμα έσπασε κι
ο νοικοκύρης πέφτει φαρδύςπλατύς στο έδαφος. Αφού τελειώσει το ξύρισμα, ο Μπερμπέρης τον πουδράρει με αλεύρι και ακολούθως γυρνά τον
πισινό του, για να καθρεφτιστεί ο νοικοκύρης. Εν τω μεταξύ οι κατσίβελοι και οι ζαπτιέδες επιθεωρούν την αυλή,
αλλάζουν θέση σε εργαλεία,
τα οποία δεν θα μπορέσει να
βρει εύκολα ο νοικοκύρης, και
κάποια τα παίρνουν. Οι ζαπτιέδες, αφού επιθεωρήσουν την
αυλή και καταγράψουν ό,τι στραβό εντοπίσουν, πηγαίνουν και
συλλαμβάνουν τον νοικοκύρη
κι εκείνος παζαρεύει το πρό-
και μπαίνει πρώτος στον χορό.
Ο χορός έχει μια ιδιαιτερότητα. Οι χορευτές, κάτω από την
αυστηρή επίβλεψη του νταουλτζή, πρέπει να κάνουν αυτά που
αυτοσχεδιάζει και τραγουδά ο
λυράρης.
Του διαβόλου οι καλογέροι, πώς
το τρίβουν το πιπέρι./ Με το
γόνατο το τρίβουν, με τον γρόθο το στουμπίζουν./ Έτσι να γεια,
έτσι να γεια,/ Έτσι να γεια το
τρίβουνε
και το πιπερίζουνε./ Σηκωθείτε παλικάρια με σπαθιά και με
δοξάρια,/ Με τον κώλο τους
το τρίβουν, με τη φτέρνα το
στουμπίζουν./ Έτσι να γεια, έτσι
να γεια,/ Έτσι να γεια το τρίβουνε/ και το πιπερίζουνε./ Σηκωθείτε παλικάρια με σπαθιά
και με δοξάρια,/ Με την πλάτη
τους το τρίβουν και το ψιλοπιπερίζουν./ Έτσι να γεια, έτσι
να γεια,/
Έτσι να γεια το τρίβουνε/ Και
το πιπερίζουνε./ Σηκωθείτε παλικάρια με σπαθιά και με δοξάρια,/ Με το χέρι τους το τρίβουν,
με τον βίλο το στουμπίζουν./
Έτσι να γεια, έτσι να γεια,/ Έτσι
να γεια το τρίβουνε/ Και το πιπερίζουνε/ Σηκωθείτε παλικάρια με σπαθιά και με δοξάρια...
Σχέδια από την καταγραφή του εθίμου από τον άγγλο καθηγητή R. M. Dawkins στο «Journal of Hellenic
Studies» τεύχ. 26, 1906. Αναδημοσιεύεται στο βιβλίο του Γεωργίου Α. Μέγα «Ελληνικές γιορτές και έθιμα
της λαϊκής λατρείας» των εκδόσεων «Οδυσσέας».
στιμο για να τον αφήσουν ελεύθερο. Ανάμεσα σε όλους αυτούς κυκλοφορεί και η Κορίτσα, προστατευόμενη από τον
ζευγολάτη και τους ζαπτιέδες,
για να μην την κλέψουν τα παλικάρια του χωριού, τα οποία,
παρά τη φρούρησή της και τα
πρόστιμα και τις ποινές που δέχονται, ποτέ δεν σταματούν την
προσπάθεια απαγωγής της.
Όταν τελειώσει η επίσκεψη στα
σπίτια του χωριού, συγκεντρώνονται όλοι στο τρίστρατο. Ένα
δίτροχο κάρο στολισμένο με
υφαντό ξομπλιαστό μαξιλάρι,
είναι έτοιμο για τον Βασιλέ. Ανύπαντροι νέοι μπαίνουν στον ζυγό και προσπαθούν να σύρουν
το κάρο με τον Βασιλέ, ενώ παντρεμένοι άντρες προσπαθούν
να ανακόψουν την πορεία τους.
Ο Καλόγερος με κάθε τρόπο
προσπαθεί να αποσπάσει την
προσοχή των παντρεμένων και
στο τέλος τα παλικάρια καταφέρνουν να νικήσουν τους παντρεμένους. Ο αγώνας επαναλαμβάνεται και με άλλους δυο
τουλάχιστον έγγαμους που παίρνουν την θέση του Βασιλέ.
Ακολουθεί αναπαράσταση άροσης και σποράς. Παλικάρια μπαίνουν και πάλι στον ζυγό ενός
αρότρου και ο Καλόγερος υποδύεται τον ρόλο του αγρότη. Οδηγός στα ατίθασα «μπικάδια» είναι ο ζευγολάτης, ένας πηγαία
χωρατατζής χωριανός. Τα παλικάρια σύρουν το άροτρο, αλλά όντας πρωτάρικα και άπειρα
συμπεριφέρονται ατίθασα και
τρομαγμένα. Κάποια στιγμή σταματούν και γονατίζουν. Μάταια
ο ζευγολάτης τα καλοπιάνει με
τρυφερά λόγια. Όταν ξοδέψει
πια όλα τα χάδια και τα καλά του
λόγια, βγάζει το καπέλο του και
απεγνωσμένος και αναστατωμένος τρέχει προς τις γυναίκες
που παρακολουθούν την άροση, παίρνει χώμα από τα πόδια
τους και τις παρακαλεί να φτύσουν, για να ξεματιαστούν τα
καματερά του. Επιστρέφει και
ραίνει τα κεφάλια των παιδιών
με το χώμα που μάζεψε στο καπέλο του και κείνα σηκώνονται
και ξανασύρουν με ορμή το αλέτρι. Έτσι, με χωρατά και αστεϊσμούς, ολοκληρώνονται τρεις
κύκλοι οργώματος του τρίστρατου, με πορεία αντίθετη μ’ εκείνη των δεικτών του ρολογιού.
Αμέσως μετά ο Καλόγερος παραδίνει στον Βασιλέ ένα κόσκινο με πολυσπόρια κι εκείνος, αφού σταυροκοπηθεί, σοβαρός και με σταθερό βηματισμό, αρχίζει με το έμπειρο χέρι του να σκορπά τους σπόρους
σε ημικύκλιο. Σε κάθε χεριά δίνει και μιαν ευχή για καλές παραγωγές και καλές τιμές. Αφού
ολοκληρώσει έναν κύκλο, συνεχίζουν την σπορά ο Καλό-
γερος με τον Ζευγολάτη, δίνοντας διάφορες ευχές, στις
οποίες απαντά το συγκεντρωμένο πλήθος.
• Να γίνουν τα καρπούζια σα
της Βασίλισσας τα βυζιά.
• Αμήν, Θεέ μου, να χορτάσει
η φτωχολογιά.
• Να γίνουν τα καλαμπόκια σα
του Καλόγερου το...
• Αμήν, Θεέ μου, να γιομίσου
τ’ αμπάρια γέννημα.
• Ν’ αποσκιστούν τα πεπόνια
σα της Βασίλισσας το...
• Αμήν, Θεέ μου, να γλυκαθεί
ο ντουνιάς.
• Να πάει το στάρι δέκα παράδες η οκά.
• Αμήν, Θεέ μου, να καζαντίσει η φτωχολογιά, κτλ.
Αφού τελειώσει και η σπορά,
βάζουν πάνω στην σπαρμένη
γη μια φαλοφόρο λύρα και ο
Καλόγερος κάθεται να ξεκουραστεί. Η σύζυγος του Βασιλέ
έχει ετοιμάσει ένα λιτό γεύμα,
που περιλαμβάνει ψωμί, ελιά,
τυρί, αυγό και κόκκινο κρασί.
Ο Καλόγερος σταυροκοπιέται
και, αφού δοκιμάσει όλα τα είδη του φαγητού, τα παλικάρια
σέρνουν το άροτρο, το οποίο
ανατρέπει τον Καλόγερο, κι εκείνος πέφτει πεθαμένος στην οργωμένη γη. Αμέσως τον σηκώνουν στα χέρια, τον βουτούν
σε νερό και κείνος αναστήνεται, τρέχει πίσω στο τρίστρατο
Στο μεταξύ, με τα φιλοδωρήματα και τις προσφορές των
χωριανών έχουν ετοιμαστεί τα
απαραίτητα για το πάνδημο
γλέντι. Κάποια στιγμή ο αρχιαναστενάρης, αφού ευχηθεί καλή χρονιά σε όλους, αποχωρεί
μαζί με τον Βασιλέ και το Βασιλόπαιδο και πηγαίνουν στο
κονάκι. Εκεί, αφού θυμιάσει,
αποθέτει τα αμανέτια στο στασίδι με την αρμόζουσα τάξη.
Στο τρίστρατο το γλέντι κορυφώνεται με άσεμνα και άλλα
τοπικά τραγούδια και χορούς.
Η εβδομάδα που άρχισε με τον
Καλόγερο συνεχίζεται έτσι με
μεταμφιέσεις μέχρι και την Κυριακή της Αποκριάς.
Σημείωση:
Ο Καλόγερος, σε αντίθεση με
τα Αναστενάρια, ποτέ δεν σταμάτησε να γίνεται. Πρώτη καταγραφή έγινε από τον Χουρμουζιάδη το 1873, δεύτερη καταγραφή από τον Γ. Μέγα το 1937
(Λαογραφία, τόμος ΙΘ’) και τρίτη από τον Δ. Πετρόπουλο το
1939 (ΑΘΛΓΘ, τόμος Στ’). Αυτές οι καταγραφές έγιναν από
αφηγήσεις αυτοπτών μαρτύρων
και όχι από επιτόπια παρατήρηση και καταγραφή. Σε καμιά από
αυτές δεν γίνεται αναφορά στη
συμμετοχή του αρχιαναστενάρη στο δρώμενο. Σύμφωνα με
τις μαρτυρίες των συγχωριανών μου, πριν από τη δημόσια
τέλεση του αναστενάρικου πανηγυριού (1946) δεν υπήρχε ανάμειξη του αρχιαναστενάρη στον
Καλόγερο. Η πρώτη μελέτη του
Καλόγερου με επιτόπια έρευνα
έγινε στην Αγία Ελένη το 1952
από την Κατερίνα Κακούρη και
δημοσιεύθηκε σε βιβλίο της με
τίτλο «Διονυσιακά».
* Ο Αναστάσιος Ρέκλος είναι
νευρολόγος - ψυχίατρος
|
54 08 αφιέρωμα
ΚΥΡΙΑΚΗ 26.02.2012 ΜΑΚΕΔΟΝΙΑ
Παραδοσιακά καρναβάλια στη Βόρεια Ελλάδα
Eνα πανάρχαιο έθιμο από τη Μακεδονία
οι Μπούλες της νάουσας
Γρaφει ο ΧΡhΣΤοΣ ΖaλιοΣ*
Οι Μπούλες είναι ένα αποκριάτικο έθιμο στη Νάουσα της Μακεδονίας που διατηρείται ζωντανό
μέχρι τις μέρες μας. Οι ρίζες του ανιχνεύονται δύσκολα, όλα όμως τα στοιχεία που το συνθέτουν μας
οδηγούν σε χρόνους πολύ παλαιούς
Τ
ο έθιμο έχει τις ρίζες του στην
αρχαιότητα και πιθανότατα έχει
σχέση με τελετές φυλετικής
μύησης, όπως η τελετή ενηλικίωσης, κατά την οποία ο νέος, ντυμένος με γυναικεία ρούχα και οδηγούμενος από ανύπανδρους άντρες της φυλής,
θα μυηθεί με τη σειρά του στα
μυστικά της, θα αποβάλει τη
γυναικεία ενδυμασία και θα μεταμορφωθεί σε άνδρα.
Το έθιμο στην πορεία του μέσα από τους αιώνες μεταπλάθει και παράλληλα ενσωματώνει στα επιμέρους στοιχεία του
την τοπική παράδοση, τους μύθους, τους θρύλους, τα τραγούδια και τους ηρωικούς αγώνες της Νάουσας. Τα κυριότερα στοιχεία του εθίμου που μας
μεταφέρονται από μια πολύ αυστηρή προφορική παράδοση
είναι:
• Η συγκρότηση του μπουλουκιού, που προϋποθέτει την
αυστηρή αποδοχή και τήρηση ορισμένων κανόνων τέλεσης του εθίμου για συμμετοχή σε αυτό.
• Το φύλο των τελεστών είναι
μόνο νέοι άνδρες (ανδροκρατούμενο).
• Τη γυναικεία μορφή (νύφημπούλα) την υποδύεται πάντα άνδρας.
• Η ένδυση, η μεταμφίεση και
η συμπεριφορά των τελεστών
διέπονται από πατροπαράδοτους κανόνες.
• Τα μουσικά όργανα, οι χοροί, το δρομολόγιο είναι προκαθορισμένα από το τελετουργικό, που ακολουθείται
αναλλοίωτο στο πέρασμα των
χρόνων.
Η ονομασία του εθίμου
Η κυρίαρχη ονομασία που χαρακτηρίζει το μπουλούκι των
νέων ανδρών που συμμετέχουν
στο έθιμο είναι Μπούλες, ενώ
αυτή που χαρακτηρίζει το άτομο που συμμετέχει στο μπουλούκι κατ’ άλλους είναι Μπούλα και κατ’ άλλους Γενίτσαρος.
Η τέλεση του εθίμου
Η συγκρότηση του μπουλου-
λύεται και οι χορευτές επιστρέφουν στα σπίτια τους.
Δευτέρα της Αποκριάς
Τη Δευτέρα το πρωί, χωρίς να
φορούν τον πρόσωπο, μαζεύονται όλοι στο σπίτι του αρχηγού. Εδώ θα έρθουν και οι
οργανοπαίκτες και τα μικρά παιδιά του μπουλουκιού. Τη μέρα
αυτή το πρόγραμμα δεν είναι
τελετουργικό. Εδώ θα γίνει ένα
μικρό οικογενειακό γλέντι με
τους συγγενείς και τους φίλους
του αρχηγού. Μετά θα πάνε με
πατινάδα στο δημαρχείο, θα
χορέψουν λίγο και στη συνέχεια θα επισκεφτούν τα σπίτια
των μελών του μπουλουκιού,
που τους έχουν καλεσμένους
για γλέντι με χορό, μεζέδες και
κρασί. Το βράδυ όλα τα μέλη
του μπουλουκιού, αφού πάλι
πάρουν χέρι μεταξύ τους, θα
γυρίσουν στα σπίτια τους.
Δεύτερη Κυριακή,
της Τυρινής
Την επόμενη Κυριακή, της Τυρινής, επαναλαμβάνεται το έθιμο ακριβώς όπως την Κυριακή
της Απόκρεω.
Καθαρά Δευτέρα
Στο ανδροκρατούμενο μπουλούκι ακόμη και τη νύφη-μπούλα υποδύεται πάντα άντρας.
κιού που θα βγει στο έθιμο αρχίζει βέβαια πολύ πριν από την
Αποκριά. Τα άτομα που θα αποτελέσουν το μπουλούκι ορίζουν
τον αρχηγό τους, εξασφαλίζουν τα όργανα, ψάχνουν για
τις φορεσιές και τα ασημικά.
Το Σάββατο βράδυ, παραμονή
της Αποκριάς, άρχιζε το ντύσιμο των τελεστών του εθίμου,
που διαρκούσε όλη τη νύχτα
και ήταν πολύ κουραστικό. Τα
ασήμια ράβονταν πάνω στη φορεσιά ένα-ένα από μοδίστρες
ή τις γυναίκες του σπιτιού και
όταν τελείωνε το ντύσιμο ερχόταν ειδικός τεχνίτης που έδενε στο κεφάλι του νέου το ταράμπουλο με την προσωπίδα.
Τα όργανα που χρησιμοποιούνται από παλιά στο έθιμο είναι μόνο οι ζουρνάδες.
Κυριακή της Αποκριάς,
το μάζεμα του μπουλουκιού
Τα όργανα, παίζοντας μια μελωδία ελεύθερου ρυθμικού, τύπου το Ζαλιστό, θα περάσουν
από όλα τα σπίτια των νέων που
συμμετέχουν και έναν-έναν θα
τους μαζέψουν.
Πρώτα μαζεύουν τους νέους,
μετά τους παλιούς και τελευταίο όλων τον αρχηγό.
Αφού τελειώσει το μάζεμα του
μπουλουκιού, όλοι μαζί ξεκινούν για το δημαρχείο, το κονάκι του μουδίρη στα χρόνια
της τουρκοκρατίας, και υπολογίζουν να φθάσουν εκεί κοντά στο μεσημέρι. Περίπου στις
δώδεκα συγκεντρώνονται στο
δημαρχείο. Εδώ είναι μαζεμένη όλη η Νάουσα. Όλοι περιμένουν να δουν τις Μπούλες.
Η χορευτική δράση του μπουλουκιού άρχιζε μετά την επίσκεψη στο κονάκι του άρχοντα της πόλης, από τον οποίο
έπρεπε να δοθεί στον αρχηγό
του μπουλουκιού η άδεια για
την τέλεση του εθίμου.
Σήμερα όλα τα μπουλούκια θα
επισκεφθούν το δημαρχείο και,
αφού πάρουν την άδεια από
τον δήμαρχο, θα αρχίσουν τη
χορευτική τους πορεία μέσα
στους δρόμους της Νάουσας.
Η μετακίνηση του μπουλουκιού
γίνεται με πατινάδες, ενώ στις
στάσεις που κάνει το μπουλού-
κι χορεύουν τους κυκλικούς χορούς του ρεπερτορίου τους.
Το χορευτικό ρεπερτόριο
Για τους πρωταγωνιστές του
εθίμου το χορευτικό ρεπερτόριο είναι ο Συγκαθιστός, η Παπαδιά, η Παλιά Παπαδιά, ο Νταβέλης, ο Σωτήρης, ο Νιζάμικος, ο Μελικές, ο Μουσταμπέικος, το Σαρανταπέντε, η Σούδα, η Μακρινίτσα και φυσικά
η Πατινάδα. Οι περισσότεροι
είναι ανδρικοί χοροί. Η νύφηΜπούλα στους ανδρικούς χορούς συμμετέχει ελάχιστα, κινείται συμβολικά μαζί με τις
άλλες Μπούλες, αλλά το δικό
της χορευτικό ρεπερτόριο αποτελούν οι χοροί Μακρινίτσα και
Σούδα.
Η διαδρομή και οι στάσεις που
κάνουν οι Μπούλες για χορό
φαίνονται παρακάτω:
Δημαρχείο - Τριόδι του Λάμνια Καμένα - Πουλάανα - Μπατάνια
- Καμένα - Κιόσκι - Αϊ-Γιώργης Αλώνια - Γαλάκεια - Καμένα
Το μπουλούκι τελειώνει το δρομολόγιό του στα Καμένα. Αργά τη νύχτα το μπουλούκι δια-
Την Καθαρά Δευτέρα το πρωί οι
Μπούλες με τη μουσική του ζουρνά μαζεύονται πάλι στο σπίτι του
αρχηγού. Το δρομολόγιο όμως
αυτή τη φορά είναι το καθιερωμένο. Το βράδυ, το τελευταίο γλέντι θα γίνει πάλι στα Καμένα.
Κυριακή της Ορθοδοξίας
Την Κυριακή της Ορθοδοξίας
οι Μπούλες χωρίς προσωπίδες
θα πάνε στο Σπήλιο, στη νότια
πλευρά της πόλης, όπου βρίσκεται το μικρό εκκλησάκι του
Αγίου Θεόδωρου. Εκεί θα γίνει μεγάλο γλέντι με τη συμμετοχή πολλών Ναουσαίων και
πλήθους επισκεπτών. Ο κόσμος
έχει την ευκαιρία να δοκιμάσει πολλούς μεζέδες, το φημισμένο κρασί της Νάουσας και
να θαυμάσει για άλλη μια φορά τις Μπούλες και τους όμορφους ναουσαίικους χορούς.
* Ο Χρήστος Ζάλιος είναι
πτυχιούχος ΤΕΦΑΑ Θεσσαλονίκης
και καθηγητής Φυσικής Αγωγής στη
δευτεροβάθμια εκπαίδευση. Ως
ερευνητής της παράδοσης έχει
παρουσιάσει τις εργασίες του σε
ποικίλα επιστημονικά συνέδρια,
περιοδικά και εφημερίδες. Έχει
γράψει τα βιβλία «Φιλαρμονική
Εταιρεία Ναούσης» (ΦΕΝ 2005) και
«Παραδοσιακοί χοροί ήθη και έθιμα
της Νάουσας» (2009).