Αθησαύριστα κείμενα

ΑΘΗΣΑΥΡΙΣΤΑ ΚΕΙΜΕΝΑ
ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΑ
•
•
•
•
•
Βιογραφικά και εργογραφικά στοιχεία
Η Ελληνική ηθογραφία - Η θέση του Βλαχογιάννη
Το αφηγηματικό έργο του Βλαχογιάννη- Φιλολογική θεώρηση με στοιχεία
κριτικής
Γλώσσα και λεκτικό ύφος του Βλαχογιάννη, αντανάκλαση του ήθους του
Παρουσίαση των κειμένων-κριτική-ερμηνευτικές προσεγγίσεις
1. Τα διηγήματα
2. Ο πρόλογος των Προπυλαίων
3. Τα ιστορικά (Ο Βλαχογιάννης ως ιστοριογράφος- η ποιητική ανθολογία- Οι
Ιστορικές Μελέτες)
4. Σημείωμα για την ορθογραφία των κειμένων
•
•
Γλωσσάριο
Βιβλιογραφία
ΒΙΟΓΡΑΦΙΚΑ ΚΑΙ ΕΡΓΟΓΡΑΦΙΚΑ ΣΤΟΙΧΕΙΑ
Ο Γιάννης Βλαχογιάννης, λογοτέχνης και ιστοριοδίφης, πρωτοπόρος του
δημοτικισμού, γεννήθηκε στη Ναύπακτο στις 27 Ιουλίου του 1867. Πατέρας του ο
Οδυσσέας Βλάχος, μητέρα του η Αναστασία, εγγονή της Σουλιώτισσας Δημήτρως
Λάμπρο Γκιώναινας. Οι ρίζες της καταγωγής του, στέρεες βρίσκονται βαθειά στην
ηρωϊκή ηπειρωτική γη και στη σκληροτράχηλη Ρούμελη. Σουλιώτης από τη μητέρα
του, Ρουμελιώτης από τον πατέρα του.
Μεγάλωσε κάτω από τη σκιά του θρυλικού Επαχτίτικου κάστρου μέσα σ’ ένα
περιβάλλον που ήταν γεμάτο από τις ηρωϊκές μνήμες του αγώνα του 1821, που
επηρέασε βαθύτατα το Βλαχογιάννη και έβαλε τη σφραγίδα του στην προσωπικότητα
του και σ’ ολόκληρο σχεδόν το έργο του. Γαλουχήθηκε με τις ιστορίες της
προγιαγιάς του της Δημήτρως Λάμπρο Γκιώναινας που ζωντάνευαν μπροστά στα
μάτια του νεαρού δισέγγονου τα κατορθώματα εκείνων των ηρωϊκών χρόνων, τους
αγώνες του Σουλίου, τα πάθη του Μεσολογγιού. Τα τρυφερά παιδικά του χρόνια δεν
τα συντρόφευαν γοητευτικά παραμύθια αλλά μοιρολογήματα, διηγήσεις για
πολέμους για τραγικά και συγκλονιστικά γεγονότα. Η επαφή του με τα γεγονότα αυτά
μπορεί να θεωρηθεί σχεδόν βιωματική, τόσο βαθιά εισχωρήσει στην τρυφερή
παιδική ψυχή και την προετοίμασαν για όλους τους σκληρούς αγώνες που θα
ακολουθούσαν στη ζωή του. Παράλληλα η γνησιότητα και ο πλούτος του λαϊκού
βίου, τον οποίο γνωρίζει από πρώτο χέρι πλαισιωμένον από το πανέμορφο φυσικό
περιβάλλον του Έπαχτου εγγράφεται βαθειά μέσα του και πλουτίζει την ευαίσθητη
παιδική ψυχή του, για να γίνει αργότερα πολύτιμη πηγή από την οποία ποτίζεται η
ζωή του και το έργο του.
Ο Βλαχογιάννης θα τελειώσει το δημοτικό σχολείο και θα φοιτήσει μέχρι και τη
δεύτερη τάξη του Σχολαρχείου στη Ναύπακτο. Στη συνέχεια λόγω οικονομικής
δυσπραγίας της οικογένειάς του, τις σπουδές του θα αναλάβουν κάποιοι προστάτες
του και έτσι θα βρεθεί αρχικά στη Ζάκυνθο, στη συνέχεια στην Κόρινθο και μετά από
ολιγόχρονη επάνοδο στη Ναύπακτο θα μεταβεί δτην Πάτρα με τη δίψα της μάθησης
να καίει πάντα μέσα του. Σ’ όσα σχολεία φοίτησε διακρίθηκε. Στην Πάτρα παίρνει το
βάπτισμα της λογοτεχνίας. Σκαρώνει το πρώτο του λογοτεχνικό έργο με τίτλο “ Η
Παιχνιδιάρα” και διαθέτει μάλιστα και αρκετά αντίτυπα, ώστε να εξασφαλίσει τα
έξοδα του για το ταξείδι του στην Αθήνα και για τους πρώτους μήνες της εκεί
παραμονής του.
Έρχεται, λοιπόν, στην Αθήνα το 1886 “κινούμενος υπό εφέσεως εξακολουθήσεως
των σπουδών μου” όπως χαρακτηριστικά λέει ο ίδιος σε επιστολή του προς τον θεό
του Γ. Παπασουλιώτη. Άλλωστε όλη η περιπλάνηση του εκφράζει αυτή τη βαθιά του
επιθυμία να μάθει γράμματα και να σπουδάσει. Η δίψα για μάθηση στάθηκε πάντα
ακόρεστη για το Βλαχογιάννη. Αξίζει να σημειωθεί ότι όλη αυτή η προσπάθεια
γινόταν μέσα σε μεγάλες οικονομικές δυσκολίες και ό,τι κατάφερε το πέτυχε με
πολλούς κόπους και χάρη στο πείσμα και τη δυναμικότητα του χαρακτήρα που
διέθετε. Δεν απελπίστηκε ποτέ . Εργάστηκε σκληρά έκανε τον δάσκαλο, το διορθωτή,
το συντάκτη.
Στην Αθήνα γράφεται στη φιλοσοφική Σχολή. Οι σπουδές του όμως θα
καθυστερήσουν, γιατί παράλληλα αρχίζουν να διαμορφώνονται και να κυριαρχούν
μέσα του έντονα πνευματικά και ιστορικά ενδιαφέροντα. Ένα όραμα, ένα ιδανικό
ορθώνεται μπροστά του που νοηματοδοτεί την ύπαρξή του και καθορίζει την πορεία
του . Ό,τι ζει μέσα του απαιτεί να βγει στο φως αλλά και να φωτιστεί περισσότερο.
Σκοπός της ζωής του γίνεται η μελέτη και προβολή όλων εκείνων των ηρωϊκών
κατορθωμάτων του πρόσφατου ιστορικού παρελθόντος που συντέλεσαν στο να
κερδηθεί και να στεριωθεί η λευτεριά σ’ αυτόν τον τόπο. Να τα γνωρίσουν οι γενιές
που θα ακολουθήσουν, για να παραδειγματιστούν και να συμβάλουν στη θεμελίωση
ενός αυθεντικού νεοελληνικού βίου.
Πόλεμος και αυτός που αναλαμβάνει ο Βλαχογιάννης, άλλου είδους, για μια άλλης
μορφής ελευθερία, βαθύτερης και εσωτερικότερης. Μελετάει, ψάχνει, περισώζει κάθε
γραπτό στοιχείο που αναφέρεται στα μεγάλα εκείνα χρόνια. Περιμαζεύοντας αυτά
που άλλοι θεωρούν άχρηστα ή και αγοράζοντάς τα παρά τις πενιχρές οικονομικές
του δυνατότητες κατορθώνει να αποκτήσει ένα πλούσιο αρχείο και να σώσει από το
χαμό ένα σημαντικό μέρος από τα χειρόγραφα, έγγραφα και έντυπα του Αγώνα.
Μέσα στα πλαίσια της προσπάθειάς του για τη διάσωση αυτών των πολύτιμων
ιστορικών πηγών συνετέλεσε με προσωπικό του αγώνα και με τη βοήθεια του
εμπνευσμένου πολιτικού Ελευθερίου Βενιζέλου στην ίδρυση, με νόμο που
ψηφίστηκε από τη Βουλή (380/1915), των Γενικών Αρχείων του Κράτους, υπηρεσία
που προέβλεπε τη συγκέντρωση και τη διαφύλαξη των Εθνικών Αρχείων, από τα
οποία θα μπορούσε να εξασφαλιστεί κάποτε η συγγραφή της αληθινής ιστορίας της
Νεώτερης Ελλάδας. Ο ίδιος διορίστηκε διευθυντής αυτής της υπηρεσίας μέχρι και το
1937 και μετέφερε εκεί σημαντικό μέρος από το προσωπικό του αρχείο.
Στη συνέχεια οι προσπάθειές του κατευθύνονται, πρώτα προς την εξασφάλιση και
αξιολόγηση διαφόρων αρχείων που βρισκόταν στην κατοχή διαφόρων προσώπων και
δεύτερον προς την έκδοση μεγάλων ενοτήτων του ιστορικού υλικού. Βρίσκει ηθική
και οικονομική συμπαράσταση σε σημαντικές πνευματικές προσωπικότητες της
εποχής, με ενδιαφέρον για την ιστορία και την πορεία του τόπου. Ενδεικτικά
αναφέρουμε τον Σ.Μερκούρη και τον Μπενάκη.
Με έξοδα του τελευταίου ταξιδεύει το 1907 στην Αλεξάνδρεια, όπου και εξασφαλίζει
σημαντική οικονομική ενίσχυση για τις ιστορικές του έρευνες. Με την βοήθεια του
πρεσβευτή Γενναδίου μεταβαίνει την ίδια χρονιά στο Λονδίνο για τον ίδιο λόγο.
Ξαναταξιδεύει το 1911, 1924 και 1928, για να διευρενήσει διάφορα αρχεία.
Τεράστια είναι, λοιπόν η προσφορά του Βλαχογιάννη στο θέμα των ιτορικών
ερευνών, κυρίως γιατί έδειξε στους σύγχρονους αλλά και τους μεταγενέστερους το
σεβασμό και το χρέος τους απέναντι στα εθνικά στοιχεία που αποτελούν πηγές του
ιστορικού μας παρελθόντος.
Ο Βλαχογιάννης όμως ξεκίνησε ως λογοτέχνης και ποτέ δεν έπαψε συγχρόνως με τις
άλλες πνευματικές δραστηριότητές του να ασχολείται και με τη λογοτεχνία και να
προχωρεί στην έκδοση λογοτεχνικών έργων. Παραγωγικότατος και δημιουργικότατος
εμφανίζεται και στον τομέα αυτό. Άλλωστε όλη η ζωή του χαρακτηρίζεται από μια
θαυμαστή συνέπεια και δημιουργικότητα.
Εκείνο που ενώνει το ιστορικό και λογοτεχνικό του έργο είναι η πίστη στη δύναμη
της “λαϊκής ψυχής”. Αυτή η ψυχή και αυτή τη δύναμη διέθετε και ο ίδιος
παρουσιάζοντας μια αξιοθαύμαστη εργατικότητα μέχρι σχεδόν το τέλος της ζωής του.
Θα ζήσει την εμπειρία του πολέμου και της κατοχής σε ηλικία ήδη προχωρημένη και
ενώ αρχικά θα αντιπαλέψει τις δύσκολες συνθήκες στη συνέχεια θα λυγίσει ο
σκληροτράχηλος αυτός άνθρωπος και ο θάνατος θα τον βρει στις 23 Αυγούστου του
1945. Δεν πρόλαβε να ολοκληρώσει τον “Καραϊσκάκη” το τελευταίο έργο που τον
απασχόλησε.
Ο Βλαχογιάννης θα πεθάνει χωρίς να επισκεφτεί ούτε μια φορά την ιδιαίτερη πατρίδα
του τη Ναύπακτο, από τη στιγμή που σε νεανική ηλικία την εγκατέλειψε. Είναι
βέβαιο όμως ότι την είχε πάντα βαθιά μέσα στην καρδιά του σαν ένα τόπο μυστικού
προσκυνήματος. Γι’ αυτό ο Γιάννης Βλαχογιάννη θα είναι πάντα ο Επαχτίτης.
ΒΙΟΓΡΑΦΙΚΑ ΚΑΙ ΕΡΓΟΓΡΑΦΙΚΑ ΣΤΟΙΧΕΙΑ
Ο Βλαχογιάννης υπήρξε πολυγραφότατος και παραγωγικότατος συγγραφέας τόσο
στην αφηγηματική πεζογραφία όσο και στη συγγραφή ιστορικών έργων. Πληθωρική
και πολύμορφη φυσιογνωμία έγραψε ακόμα και ποιήματα και λυρικές πρόζες, ενώ
δεν τον άφησε ασυγκίνητο και το θέατρο. Το 1923 ανέβηκε στο θέατρο Κυβέλης το
μονόπρακτο δράμα του “Χήρα μάνα”.
Είναι δύσκολο, και πάντως όχι σκοπός αυτής της εργασίας, να γίνει μιά πλήρης
αναφορά στο πλούσιο συγγραφικό του έργο. Ωστόσο κρίνεται απαραίτητη η
παρουσίαση των βασικών βιβλιογραφικών στοιχείων που αφορούν στην πνευματική
του παραγωγή.
Ο Βλαχογιάννης κατανάλωσε τον πνευματικό του μόχθο κυρίως στη συγγραφή
μικρών και εκτεταμένων διηγημάτων (νουβέλες) αλλά και άρθρων κριτικών,
γλωσσικών, φιλολογικών, λαογραφικών. Χρησιμοποίησε και ψευδώνυμα, όπως
Γιάννος Επαχτίτης ή πιό σπάνια, Πάνος Καλόθεος, Πάνος Φωτεινός, Λυκογιάννης.
Ξεκινώντας από το ιστοριοδιφικό του έργο και τις δραστηριότητές του ως διευθυντού
των Γενικών Αρχείων του Κράτους, έχουμε πρώτα πρώτα τις εξής αρχειακές
εκδόσεις: Το Αθηναϊκόν Αρχείον (1901), τη Βιογραφία του στρατηγού
Καραϊσκάκη από τον γραμματέα του Δημήτριο Αινιάνα (1903), το Αρχείο και τα
απομνημονεύματα του στρατηγού Μακρυγιάννη (1907), το Χιακόν Αρχείον (1910,
1924), Τα Απομνημονεύματα του Κασομούλη (1940-42). Επίσης την Ιστορική
Ανθολογία (1927, ανθολογία ιστορικών ανεκδότων της περιόδου 1820-64). Το 1935
εκδίδεται η μελέτη του Κλέφτες του Μοριά και το 1937 τα Ιστορικά ραπίσματα.
Μετά το θάνατό του, το 1948, τυπώθηκε ο Καραϊσκάκης, μια μεγάλη εργασία για
την ηρωϊκή μορφή που τον γοήτευε και τον συγκινούσε ιδιαίτερα, την οποία όμως δεν
πρόλαβε να ολοκληρώσει.
Με το έργο του αυτό και με το τεράστιο αρχειακό του έργο της συγκέντρωσης
χειρογράφων, εγγράφων και άλλων πηγών συνετέλεσε τα μέγιστα να φωτιστούν
γεγονότα και να γραφεί η ιστορία του μεγάλου απελευθερωτικού αγώνα αλλά και των
χρόνων που προηγήθηκαν και ακολούθησαν.
Ως προς το λογοτεχνικό του έργο ο Βλαχογιάννης κάνει την πρώτη εμφάνισή του στο
λογοτεχνικό χώρο το 1893 με τις Ιστορίες του Γιάννου Επαχτίτη. Πρόκειται για μια
συλλογή τριών μόνο διηγημάτων που έκαναν αμέσως εντύπωση και προκάλεσαν
εγκωμιαστικά σχόλια και μάλιστα και αυτού του Κωστή Παλαμά. Είναι γεμάτα από
μνήμες παιδικές στον Έπαχτο, πλούσιο σε βιώματα και ηθογραφικά στοιχεία.
Από το 1900 έως το 1908 συγκεντρώνει και εκδίδει έργα του στο περιοδικό
Προπύλαια που το έγραφε και το έβγαζε ο ίδιος. Στα 1914 εκδίδεται η νουβέλα του
ο Πετεινός από τα ωραιότερα αφηγήματά του, πλούσιο σε φροϋδικά στοιχεία.
Ακολουθούν: η Πεταλούδα 1920 1923, ο Έρμος κόσμος (διήγημα), του Χάρου ο
χαλασμός (πεζή σάτιρα) και οι γύροι της ανέμης (παραμύθια), Λόγοι κι αντίλογοι,
(μικρά πεζά γραμμένα από το 1902-1914).
Το 1930 και 1931 αντίστοιχα εκδίδει δύο βιβλία (τυπώνονται με έξοδα του
συγγραφέα) που δείχνουν το πραγματικό μέγεθος της προσφοράς του Βλαχογιάννη.
Πρόκειται για τα Μεγάλα Χρόνια (50 μικρά διηγήματα) και Τα παληκάρια τα
παλιά (14 διηγήματα). Εμνευσμένα όλα αυτά τα διηγήματα από τη βαθιά γνώση που
είχε της ιστορίας του ‘21. Ανασταίνουν τον άνθρωπο των ηρωϊκών διαστάσεων και
γενικότερα το πνεύμα εκείνης της εποχής και το προβάλλουν ως παράδειγμα και
πρότυπο ζωής για τις νεότερες γενιές.
Μετά το 1931 δεν εκδίδει άλλα λογοτεχνικά βιβλία αλλά εξακολουθεί μέχρι και το
θάνατό του να δημοσιεύει σε εφημερίδες και περιοδικά διηγήματα, νουβέλες, μελέτες
και εργασίες ιστορικού, φιλολογικού και λαογραφικού περιεχομένου. Λίγο πριν το
θάνατό του το αφηγηματικό του έργο κορυφώνεται με την δημοσίευση ενός
πραγματικού αριστουργήματος, της νουβέλας Της τέχνης τα φαρμάκια (Νέα Εστία
1943), έργο εμπνευσμένο από τη ζωή του Καραγκιοζοπαιχτών.
Μετά το θάνατό του κυκλοφόρησαν από τον εκδοτικό οίκο της Εστίας σε δεύτερη
έκδοση τα Μεγάλα Χρόνια και σε ένα τόμο με τίτλο Διηγήματα ο Πετεινός και οι
αδημοσίευτες μέχρι τότε σε βιβλίο νουβέλες Της τέχνης τα φαρμάκια και η
Κουφόβραση καθώς και δύο από τα επίσης σκορπισμένα σε εφημερίδες και
περιοδικά διηγήματα Η ψυχοπαίδα μας η Χιόνα και Ο γάμος της Λεμονιάς.
Βιβλιογραφία:
o
o
o
o
o
o
o
Αφιέρωμα στη Νέα Εστία (Χριστούγεννα 1948)
Απαντα Νεοελλήνων Κλασσικών Γ.Κουρνούτου τόμος 1, Εισαγωγή
Στεργιόπουλος Κ., Εγκυκλοπαίδεια Πάπυρος Larousse, τόμος ΙΔ
λήμμα Βλαχογιάννης Γιάννης
Π.Σ. Πίστας, Εκπαιδευτική Ελληνική Εγκυκλοπαίδεια, τόμος 2, λήμμα
Βλαχογιάννης Γιάννης.
Μιχάλη Σταφυλά Γιάννης Βλαχογιάννης ο υπέρμαχος της ιστορικής
αλήθειας, Ναύπακτος 1995
Απ. Σαχίνη: Παλαιότεροι πεζογράφοι, Εστία 1989
Αντρέας Καραντώνης: Από τον Σολωμό ως τον Μυριβήλη, Εστία
1969
Η ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΗΘΟΓΡΑΦΙΑ - Η ΘΕΣΗ ΤΟΥ ΒΛΑΧΟΓΙΑΝΝΗ
Όπως είναι γνωστό, στη νεοελληνική αφηγηματική πεζογραφία και στη
λογοτεχνία γενικότερα μετά το 1880 παρατηρείται μια στροφή κάτω από την πίεση
νέων αναγκών, ιστορικών συγκυριών αλλά και κάτω από την επίδραση γενικότερων
ευρωπαϊκών ρευμάτων. Ο ρομαντισμός που κυριάρχησε το 19ο αιώνα αδυνατεί να
ξεπεράσει την κρίση του, καθώς παρουσιάζονται τόσο στο διεθνή όσο και στον
ελληνικό χώρο οι πρόσφοροι όροι της αλλαγής. Η κυριαρχία του συναισθήματος και
της φαντασίας παραχωρούν τη θέση τους στον ορθολογισμό μέσα σ’ ένα πνεύμα
γενικότερου φιλελευθερισμού που θα κυριαρχήσει μέχρι και τον Α΄ παγκόσμιο
πόλεμο. Θετικισμός, εμπε...ρισμός, επιστημονισμός είναι τα στοιχεία που
χαρακτηρίζουν τις πνευματικές δραστηριότητες και αναζητήσεις της εποχής. Στο
χώρο της πεζογραφίας αυτό σημαίνει ρεαλισμός και νατουραλισμός.
Ο ιδιότυπος νεοελληνικός ρομαντισμός, όπως χαρακτηρίστηκε από τον Παλαμά, ο
οποίος παρουσιάζεται στα χρόνια της Βαυαροκρατίας “ανάμικτος με αρχαϊστικές
ροπές και νεοκλασσικό γούστο” και που κινδύνεψε να πνίξει το νεοελληνισμό μέσα
σ’ ένα “ξενικό κυρίως ενθουσιασμό για μια αρχαιολατρεία συχνά άγονη” κάτω από
την επίδραση της γενικότερης χρεωκοπίας του ρομαντισμού, την επίδραση του
Ν.Πολίτη και τη δυναμική του λαογραφισμού, θα υποχωρήσει.
Παρατηρείται μια στροφή προς τη ζωντανή καθημερινή και κυρίως λαϊκή
πραγματικότητα, μια τάση αξιοποίησης των ηθών των εθίμων, των μύθων και των
παραδόσεων του ελληνικού λαού, που θα αποτελέσει έναν άλλο τρόπο σύνδεσης με
το παρελθόν.
Άλλωστε, η πραγματική Σχολή και η ηθογραφία στην Ελλάδα συνδέεται
αναμφισβήτητα και συμπίπτει χρονικά με την εποχή που η ελληνική διανόηση
αντιλαμβάνεται την ανάγκη μιας εθνικής ενδοστρέφειας, καθώς ο πνευματικός
κόσμος έχει ανησυχήσει για την πορεία του νεοελληνικού βίου με την κατάχρηση
ξένων στοιχείων σ’ όλους τους τομείς και έχει διαπιστώσει την ανάγκη της μελέτης
και της ειδικότερης σπουδής του. Βρισκόμαστε βέβαια στη δημιουργική περίοδο της
πολιτικής του Τρικούπη, του οποίου το αναγεννητικό πολιτικό πρόγραμμα βοήθησε
σημαντικά σε τούτο τον προσανατολισμό, οπότε ολόκληρος ο νεοελληνικός βίος
σημειώνει βαθύτατη στροφή “προς εαυτόν”. Βέβαια η ώρα του εθνικού συναγερμού
έχει σημάνει πολύ νωρίτερα καθώς η θεωρία του Fallmerayer προσβάλλει από τα
μέσα του αιώνα επικίνδυνα την εθνική φυσιογνωμία του νεοσύστατου κράτους.
Χρειάζεται επιστράτευση όλων εκείνων των δυνάμεων που μπορούν να αποτρέψουν
τον κίνδυνο.
Πνευματική και πολιτική ηγεσία συνειδητοποιούν ότι το όραμα που χρειάζεται το
έθνος για να ισορροπήσει με τον εαυτό του και να προσωρήσει με αισθήματα
αυτοεκτίμησης και αισιοδοξίας προς ένα δημιουργικό μέλλον, περνάει μέσα από τη
γνώση των δικών του προσδιοριστικών στοιχείων, χρειάζεται το γερό δέσιμο με τις
ρίζες του.
Μέσα στα πλαίσια αυτής της ιστορικοκοινωνικής πραγματικότητας η ιστορική
επιστήμη στρέφεται στη σπουδή του νεότερου ελληνικού βίου - ιδρύεται στα 1882 η
“Ιστορική και Εθνολογική Εταιρεία” με καταπληκτική δραστηριότητα και ανάλογη
ανταπόκριση από την ελληνική πολιτεία και κοινωνία - και έχει σαν συνέπεια τη
δημιουργία στον τόπο μας και της λαογραφίας, που τόσο σημαντικό ρόλο έπαιξε στη
διαμόρφωση του ηθογραφικού διηγήματος.
Τους γενικότερους προβληματισμούς του πνευματικού κόσμου και τη
συνειδητοποίηση ενός κενού στη λογοτεχνία μας ως προς την καλλιέργεια του
διηγήματος εκφράζει και ο διαγωνισμός που προκηρύχτηκε στο Δελτίο της Εστίας
του 1883 - η ανώνυμη προκήρυξη ήταν του Ν. Πολίτη- “Προς συγγραφήν ελληνικού
διηγήματος” που να διαπραγματεύεται θέματα από τον κοινωνικό και εθνικό βίο, να
περιέχει ψυχολογικές περιγραφές χαρακτήρων και να συμβάλλει στη διάπλαση εν
γένει των ηθών προσφέροντας συγχρόνως τέρψη και διδαχή. Στην προκήρυξη
επισημαίνεται η αφθονία των “ευγενών ηθών και εθίμων” του ελληνικού λαού, των
μύθων και παραδόσεων που μπορούν να αποτελέσουν ανεξάντλητη πηγή έμπνευσης
για τη σύνταξη “καλλίστων διηγημάτων και μυθιστορημάτων”.
Στο σημείο αυτό πρέπει να επισημάνουμε ότι ο Βλαχογιάννης συντονίζεται απόλυτα
με τις αναζητήσεις και τους προβληματισμούς του καιρού του, με τις αγωνίες και
τους αγώνες του ευαισθητοποιημένου πνευματικού κόσμου. Φτάνει στην Αθήνα
έχοντας μέσα του, στο μυαλό του και στη καρδιά του, όλον εκείνον τον πλούτο της
βαθιάς γνώσης του λαϊκού βίου και μια ορμή να συμβάλει στην εθνική και
πολιτιστική αυτοσυνειδησία του νεοελληνισμού, μοναδική. Μέσα στα κείμενά του
προβάλλει ολοζώντανη και ανάγλυφη η ρουμελιώτικη λαϊκή ψυχή πράγμα που
συγκινεί καθώς ανταποκρίνεται στις απαιτήσεις και τις ανάγκες των καιρών.
Άλλωστε κάτι ανάλογο επιχειρείται και από άλλους ομότεχνούς του, που
προσκομίζουν το λαϊκό πλούτο από τις δικές τους πατρίδες. Είναι βέβαιο ότι η
ηθογραφική λογοτεχνία δεν αποτελούσε “ιδιοτροπία της στιγμής, αλλά ήταν μια
βαθύτερη ανάγκη που ανταποκρινόταν σε γενικότερα αιτήματα”.
Βέβαια του Βλαχογιάννη προηγούνται πολλοί στην καλλιέργεια αυτού του είδους, με
κορυφαίους, θα λέγαμε, του Καρκαβίτσα και του Παπαδιαμάντη. Είναι γνωστό
άλλωστε ότι ο πραγματικός εισηγητής του ηθογραφικού διηγήματος στη νεοελληνική
λογοτεχνία θεωρείται ο Γεώργιος Βιζυηνός: “το αμάρτημα της μητρός μου”, “το
μόνον της ζωής μου ταξείδιον”. Η εμφάνιση των διηγημάτων του Βιζυηνού στα 1883
ήταν σαν να έδωσε το σύνθημα και στα πέντε επόμενα χρόνια δημοσιεύονται τα
πρώτα διηγήματα των περισσότερων γνωστών διηγηματογράφων.
Επομένως, όταν ο Βλαχογιάννης εισέρχεται στο χώρο της ηθογραφίας, το έδαφος
είναι γόνιμο και κατάλληλα προετοιμασμένο.
Εξάλλου η ηθογραφική πεζογραφία είναι η απόληξη μιας πορείας που
σηματοδοτήθηκε ήδη πολύ νωρίς από τα έργα “Θάνος Βλέκας” (1855) του Παύλου
Καλλιγά και λίγο αργότερα “Λουκής Λάρας” (1879) του Δ. Βικέλα, τα οποία
βρίσκονται στο μεταίχμιο ανάμεσα στο ιστορικό μυθιστόρημα και το νέο είδος της
αφηγηματικής πεζογραφίας και τα οποία οριοθετούν τη μετάβαση από τη φαντασία
στην άμεση παρατήρηση και στην κριτική λειτουργία της γραφής. “Η καταγγελία του
Καλλιγά (Θάνος Βλέκας) βάζει σε κινηση και εκφράζει τη ρεαλιστική μέθοδο μερικές
δεκαετίες πριν παγιωθεί στην ελληνική πεζογραφία ως μέσον αφήγησης η επισταμένη
μελέτη του πραγματικού” σημειώνει Μ. Βίττι.
Ωστόσο η νεοελληνική ηθογραφία, παρότι συνδεδεμένη με το ρεαλισμό και
νατουραλισμό, στρέφεται αρχικά προς την ειδυλλιακή ύπαιθρο αδιαφορώντας για
γενικότερα κοινωνικά προβλήματα και καταστάσεις. “Ονειροπαρμένο” και
“φιμωμένο χαρακτηρίζει ο Μ. Βίττι το ρεαλισμό αυτής της ηθογραφίας: αγροτικό
ειδύλλιο, σκηνές από την ελληνική ύπαιθρο, απλοϊκοί χωριάτες, λαϊκά πρόσωπα,
διήγηση ευθύγραμμη, ομαλή, πλοκή απλούστατη, διάλογος φυσικός, ζωντανός
αποτελούν τα βασικά συστατικά και χαρακτηριστικά της. Το ζητούμενό της είναι να
τονώσει κυρίως το πατριωτικό αίσθημα του νεοέλληνα, να προβάλει στοιχεία της
γνήσιας λαϊκής του παράδοσης, που θα τον καταστήσουν περήφανο για την
καταγωγή του και θα λειτουργήσουν προσδιοριστικά στη διαμόρφωση της ιδιαίτερης
ταυτότητάς του. Δεν εμβαθύνει σε προβλήματα “ανησυχητικά για το παρόν και το
μέλλον του έθνους, που δεν μπορούσαν να κολακέψουν και να ευοδώσουν όνειρα
μεγαλείου. Η έτσι επινοημενη ηθογραφία έχει την ίδια λειτουργία, που είχαν τα
ιστορικά μυθιστορήματα. Να καλλιεργήσει δηλ. την εθνική περηφάνεια και να
ενισχύσει τα ενωτικά όνειρα του έθνους.
Το πεζογραφικό έργο του Βλαχογιάννη είναι δομημένο μ’ αυτή την κλασσική
συνταγή της ηθογραφίας με όλα όμως τα ανανεωτικά στοιχεία του έντεχνου λόγου.
Ακολουθώντας το γενικότερο προσανατολισμό της νεοελληνικής ηθογραφίας, όπως
αυτή διαμορφώθηκε στις πιο τυπικές εκδηλώσεις της και όπως θα επικρατήσει για
πολύ καιρό, δεν ασχολείται “με το μυθικό και αινιγματικό μυστήριο της ζωής, τα
βασανιστικά ερωτηματικά, τα τραγικά και ανεξερεύνητα διλήμματα των καιρών που
κάνουν οδυνηρή και αγωνιώδη την πορεία μας. Δεν ανακινεί προβλήματα, δεν
απεικονίζει γενικότερες καταστάσεις”.
Ωστόσο σ’ αυτή τη φάση και μ’ αυτά τα χαρακτηριστικά η ηθογραφική πεζογραφία
περιγράφοντας τα αμιγή ελληνικά ήθη “εξασφάλιζε την ελληνική πρωτοτυπία
(Παλαμάς), έσωζε από αφανισμό την παράδοση (Καρκαβίτσας), έδειχνε ένα
υγιέστατο και αισιόδοξο έθνος (Δροσίνης)”, προσόντα πολύ σημαντικά, αλλά που σε
σύγκριση με τον ευρωπαϊκό ρεαλισμό δεν αποτελούν παρά μόνο προϋποθέσεις ενός
αφηγηματικού ρεαλισμού, υποστηρίζει ο Μ. Βίττι. Ο ίδιος βρίσκει πως το
μεγαλύτερο κέδρος αυτής της ηθογραφίας είναι ότι πλησίασε τον απλό άνθρωπο της
υπαίθρου και προσάρμοσε στη λιτότητά του το εκφραστικό της όργανο και με την
αναπροσαρμογή της αφήγησης στη νέα θεματογραφία άνοιξε τρόπους γραφής πολύ
γόνιμους για τη μετέπειτα εξέλιξη της ελληνικής πεζογραφίας.
Επιμένουμε σ’ αυτή τη φάση της ηθογραφίας και στη σημασία της γιατί ο ρεαλισμός
στις ηθογραφικές προσπάθειες του Βλαχογιάννη δε θα φθάσει ποτέ την ωριμότητα
του ρεαλισμού του Καρκαβίτσα και ο Βλαχογιάννης δεν θα μας δώσει ποτέ ένα έργο
σαν το “Ζητιάνος” ή τη “Φόνισσα” του Παπαδιαμάντη (1903) ή τον “Πύργο του
Ακροπόταμου” (1909) από την πλευρά της κοινωνικής συνείδησης των συγγραφέων
και τις καταγγελίες της απάνθρωπης όψης της κοινωνικής πραγματικότητας. Δεν
είναι όμως δύσκολο να διακρίνει κανείς την προσπάθειά του να συγκροτήσει το
αφήγημά του με στοιχεία όσο γίνεται πιο αυθεντικά. Πολλοί πιστεύουν ότι αυτή η
ανάγκη τον οδηγούσε στην ιστορική έρευνα, ασφαλή δρόμο της αναζήτησης του
γνήσιου και του αληθινού. Θέλοντας δηλαδή να ζωντανέψει στα λογοτεχνήματά του
ατόφιους ελληνικούς χαρακτήρες οδηγήθηκε σε δραστηριότητες που είχαν σαν
επακόλουθο το πλούσιο ιστοριοδιφικό του έργο. Κυρίως ζήτησε να προβάλει το ‘21
που ήταν στα μάτια του λαού και σ’ όλες του τις μορφές και πρώτη ως γλώσσα, που ο
Βλαχογιάννης την είδε σαν έκφραση ήθους που δε λέει ψέματα.
Στα πλαίσια τέτοιων προσανατολισμών ο Βλαχογιάννης δεν παραμένει ο απλός
ηθογράφος μιας ηρωϊκής εποχής ή και της ταπεινότερης που τη διαδέχτηκε, γιατί δεν
ενδιαφέρεται τόσο να περιγράψει τα ήθη της, όσο να αναστήσει, να ζωντανέψει το
ήθος των ανθρώπων που τη σημάδεψαν με τον ηρωϊσμό ή την απλότητα και
αυθεντικότητά τους.
Μέσα από την προβολή αυτού του ήθους αναδεικνύονται ιδανικά και αξίες
διαχρονικές, για την υπεράσπιση των οποίων απαιτήθηκαν αγώνες μέχρι αυτοθυσίας
και ευαισθησία σε συνδυασμό με ένα υγιές λαϊκό ένστικτο. Κυρίαρχη θέση κατέχει η
ελευθερία στην εθνική αλλά και ηθική της διάσταση. Αυτές οι αξίες καθώς
διαχέονται σε όλο το έργο του το καθιστούν διαχρονικό, ενδιαφέρον και του
προσδίδουν μια πνευματική ποιότητα μοναδική. Κανείς δεν μπορεί να αμφισβητήσει
την πολύ ουσιαστική παρουσία του στην ηθογραφική πεζογραφία μας.
“Παράλληλα όμως έχουμε ένα ακατανίκητο ρεύμα που εκδηλώνεται καθαρά μέσα
από τον πρόλογο της “Νανάς” (1880) και που ύστερα από μια φάση υπολανθάνουσα
επικρατεί οδηγώντας το ρεαλισμό στο φυσικό του προορισμό: στην αντιμετώπιση της
γεμάτης προβλήματα κοινωνικής πραγματικότητας και όχι στην ειδυλλιακή
γραφικότητα” σημειώνει ο Μ. Βίττι για να πει συμπερασματικά ότι “ο ρελισμός, που
εμφανίστηκε όψιμα στην Ελλάδα” όπως άλλωστε και άλλα ευρωπαϊκά πνευματικά
κινήματα, “δεν προφταίνει πια να εκδηλωθεί ακέραια. Η σπασμωδική άμυνα των
συγγραφέων μπροστά στα εμπόδια σπρώχνει βιαστικά το ρεαλισμό στην επόμενη
φάση, το νατουραλισμό”.
Το αφηγηματικό έργο του Βλαχογιάννη- Φιλολογική θεώρηση με στοιχεία
κριτικής
Ο Βλαχογιάννης ανήκει στους πρωτοπόρους του ολοκληρωτικού δημοτικισμού, όχι
όμως στους πρωτοπόρους του νεοελληνικού ηθογραφικού διηγήματος. Πριν απ’
αυτόν το ηθογραφικό διήγημα έχουν καλλιεργήσει θαυμάσια ο Βικέλας, ο Βιζυηνός,
ο Δροσίνης, ο Μητσάκης, ο Παλαμάς, ο Παπαδιαμάντης, ο Καρκαβίτσας, ο
Ξενόπουλος, ο Εφταλιώτης, ανταποκρινόμενοι στα αιτήματα του καιρού τους και στο
λογοτεχνικό ρεύμα του ρεαλισμού που διαδέχτηκε το ρομαντισμό του 19ου αιώνα.
Ωστόσο η συμβολή του στην εξέλιξη της ηθογραφικής πεζογραφίας μας, στη
διαμόρφωση μιας ζεστής και ζωντανής γλώσσας, καθώς και στη βαθύτερη γνωριμία
της ελληνικής ψυχής στάθηκε ιδιαίτερα σημαντική.
Ο Βλαχογιάννης έχει να παρουσιάσει κάτι εντελώς ιδιαίτερο και έντονα προσωπικό
στο χώρο της νεοελληνικής ηθογραφίας, έχει το δικό του στίγμα. “Το εργο του σου
επιβάλλεται πρώτ’ απ’ όλα με την ένταση και τη μεγαλοψυχία του ρυθμού του και σε
συνεπαίρνει μέσα στην αμόλυντη ξαστεριά της ατμόσφαιράς του” λέει
χαρακτηριστικά ο Αντρέας Καραντώνης εντυπωσιάζει η δύναμη της αφήγησης με
τους ρωμαλέους τόνους, σε συνδυασμό με την ιδιοτυπία του ύφους. Ο Βλαχογιάννης
γράφει με την ψυχή του, με αμεσότητα και ειλικρίνεια, διοχετεύοντας στα κείμενά
του τα ιδανικά του, τη γνησιότητά του, τη λεβεντιά αλλά και την ευαισθησία του. Δεν
αποκαλύπτει όμως άμεσα τα συναισθήματά του, τον εαυτό του. διακρίνει κανείς μια
αρρενωπότητα σ’ αυτή τη στάση. Άλλωστε γενικότερα το ύφος του χαρακτηρίζει μια
λιτότητα και απλότητα. είναι αντρίκειο, δωρικό. Εκεί όμως που δεν αποφεύγει τους
συναισθηματικούς τόνους και την υποκειμενική, προσωπική χροιά είναι στα
διηγήματά του για παιδιά.
Η αφήγησή του άλλοτε κυλάει ορμητικά με δύναμη και προσλαμβάνει επικές
διαστάσεις, άλλοτε γίνεται ανάλαφρη σε τόνους τρυφερούς ή παιγνιδιάρικους,
πάντοτε πλαισιωμένη από τη δύναμη της ρεαλιστικής περιγραφής, βασικό
χαρακτηριστικό της τέχνης του. Ο ρεαλισμός του συχνά συνδυάζεται θαυμαστά με τη
φαντασία και το όνειρο. Αυτό το αντινομικό στοιχείο της συνύπαρξης του
φανταστικού - ονειρικού ή και μυθικού με το πραγματικό προσδίδει μια ιδιαιτερότητα
και μοναδικότητα στο έργο του.
Ο Βλαχογιάννης ως πεζογράφος παρουσιάζει αυτονομία και αυθεντικότητα.
Διακρίνει κανείς στο έργο του κάτι το αυτοχθόνιο. Είναι κλειστός, αρνητικός σε ξένες
επιδράσεις. Από την αρχή ως το τέλος παραμένει ο εαυτός του. Ο Αντρέας
Καραντώνηςμιλάει για το βλέμμα του, που έδειχνε “πως ο άνθρωπος αυτός πλάστηκε
από τα πιό καθάρια, τα πιο δυνατά, τα πιο ζουμερά στοιχεία της ρουμελιώτικης
φύσης και ποτέ δεν πρόδωσε το πρώτο βάπτισμα της ψυχής του”. Το ίδιο αρνείται να
προδώσει την ψυχή του και με το έργο του, σαν μια ακραία εκδήλωση εντιμότητας
και αυτοσεβασμού.
Ριζωμένος στέρεα, σαν τα πλατάνια της πατρίδας του, στο γόνιμο έδαφος της γνήσιας
λαϊκής παράδοσης, αντλεί από εκεί τα στοιχεία που τρέφουν τη βαθύτερη ψυχική του
ουσία και κατευθύνουν την καλλιτεχνική του φλέβα. Έλληνας ως τα μύχια της
ύπαρξής του “βγαλμένος είμαι από τη λαϊκή ψυχή” γράφει ο ίδιος στον πρόλογο των
προπυλαίων. “Ο Βλαχογιάννης δεν είναι μια απλή τεχνική ή ένα εντυπωσιακό
παιχνίδι”, θα σημειώσει ο Πέτρος Χάρης, “είναι κάτι πολύ βαρύτερο και
καθολικότερο, είναι τρόπος ζωής ατομικής και εθνικής”.
Αυτός ο τρόπος ζωής προσδιορίζεται από συγκεκριμένες αξίες, των οποίων φορείς
είναι τα πρόσωπα που ζωντανεύει στα διηγήματά του και που στοιχειοθετούν τη
βαθύτερη ουσία του ήθους του: ηρωϊκή στάση ζωής, από όπου απορρέουν λεβεντιά
και γενναιότητα, παράλληλα με ηθική ακεραιότητα, αξιοπρέπεια, ειλικρίνεια,
προσήλωση στο καθήκον μέχρι αυτοθυσίας, ανιδιοτέλεια, πίστη στην πατρίδα, τη
θρησκεία, την οικογένεια, είναι αξίες που σταθερά εμποτίζουν το έργο του.
Το αφηγηματικό του έργο μπορεί να χωριστεί σε κατηγορίες που αντανακλούν και τις
αντίστοιχες φάσεις μέσα στις οποίες κυμάνθηκαν διαδοχικά τα ενδιαφέροντά του:
ηθογραφικά διηγήματα, αλληγορικά, ιστορικά, πατριωτικά, ακόμα και κάποια
ποιητικά - ονειρικά και ερωτικά. Ο χωρισμός δεν είναι απόλυτος. ενοποιό στοιχείο
σε όλα τα είδη το λαϊκό, που βρίσκεται στη βάση όλου του έργου του, αλλά και μια
γενικότερη διαπλοκή ηθογραφικού και αλληγορικού ή ηθογραφικού και πατριωτικού,
φανταστικού κλπ. Για την κυριαρχία του ηθογραφικού στοιχείου γράφει ο Πέτρος
Χάρης: “Ηθογράφος είναι ο Βλαχογιάννης και όταν περιγράφει έναν πρώτο νεανικό
του έρωτα, και όταν διηγείται τις σύντομες λεβέντικες ιστορίες, και όταν δίνει μορφή
λογοτεχνική στο λαογραφικό του θησαυρό, ακόμα και όταν θαυμάζει τους
ανθρώπους που προετοίμασαν το ‘21 ή κέρδισαν την Ελληνική Ελευθερία, όταν
στήνει όρθια τα Παλληκάρια τα Παλιά και ιστορεί τα Μεγάλα Χρόνια, όταν δηλαδή
βρίσκει τους καλύτερους τόνους του και κάνει τη σημαντικότερη προσφορά του στην
πεζογραφία μας”.
Ωστόσο, ως ηθογράφος ο Βλαχογιάννης αφήνει γενικότερες εντυπώσεις άνισου
συγγραφέα. Επικρατεί η άποψη ότι όσα έγραψε δεν έχουν ούτε την ίδια ποιότητα
ούτε την ίδια διάρκεια. Πλάϊ σε “αριστουργηματικές” σελίδες (Πετεινός) η
γενικότερη φιλολογική κριτική εντοπίζει πολλές “αφελείς” και “παραφορτωμένες”
λυρικές και λαογραφικές διηγήσεις “πλατειασμούς” και “κοινοτοπίες”, “μικρολογία”
και “απλοϊκότητα”. Αυτά τα τελευταία επικρίνει και ο Δημήτριος Χατζόπουλος σε
κριτική που επιχειρεί στο περιοδικό Διόνυσος τον Ιανουάριο του 1901.
Ο καλοπροαίρετος όμως κριτικός δεν μπορεί παρά να δει ότι, όταν ο Βλαχογιάννης
προχωρεί ως την ψυχογραφία, τότε το έργο του αποκτά πραγματικό ενδιαφέρον.
Συναντά κανείς λαμπρές ψυχογραφικές σελίδες, ελαφρά χρωματισμένες και με
κάποια κοινωνικά στοιχεία, όπως στη μοναδική στο είδος της και το θέμα της μικρή
νουβέλα “Της τέχνης τα φαρμάκια” ή στην “Κουφόβραση” που είναι μαζί με τον
“Πετεινό” καθαρότερα ψυχογραφικά διηγήματα.
Ο Αντρέας Καραντώνης σχολιάζοντας τον ερωτισμό των δύο τελευταίων διηγημάτων
χαρακτηρίζει το Βλαχογιάννη μαθητή των μεγάλων δασκάλων της ψυχανάλυσης και
σημειώνει χαρακτηριστικά για τη διάσταση αυτή στο έργο του. “τα διηγήματα που
κάνουν το Βλαχογιάννη να ζει είναι εκείνα που συνδυάζουν μια αρκετά προηγμένη
για την εποχή του αφηγηματική τεχνική του είδους και έναν αβίαστο ρεαλισμό, που
εξίσου επιτυχημένα και αβίαστα χρησιμοποιεί και την ψυχογραφία και την
ηθογραφία... Σ’ αυτά τα διηγήματα ο Βλαχογιάννης μας φαίνεται ολόδροσος,
πηγαίος, γνήσια νεοελληνικός και συχνά, βαθύτερα ανθρώπινος. Είναι πλάνη πως οι
διηγηματογράφοι του δημοτικισμού στάθηκαν στενά ηθογράφοι και αβαθείς
φολκλορίστες...”.
Οι περισσότερες αντιρρήσεις, όμως, αφορούν στα αλληγορικά και συμβολικά
διηγήματά του, στους μύθους και στα παραμύθια που χαρακτηρίζονται “βαριά”,
“ανιαρά”, εξαιτίας ίσως και της “απλοϊκότητας των αλληγοριών του”, θα πει πάλι ο
Αντρέας Καραντώνης. Πολύ θα επικρίνει την πλευρά αυτή του έργου του, σε μελέτη
του στο περιοδικό “Ο Νουμάς”, αν και εκφράζεται γενικότερα με αγάπη και
θαυμασμό για το Βλαχογιάννη, και ο Κω/νος Χατζόπουλος, ο οποίος εκφράζει τη
λύπη του για την απομάκρυνση του συγγραφέα από τους χώρους του ρεαλισμού. Ο
Ι.Μ. Παναγιωτόπουλος στο περιοδικό “Φθιώτις” με μια επιεικέστερη θέση, βρίσκει
ότι τα παραμύθια του είναι “αρμονισμένα στο πνεύμα της λαϊκής φαντασίας, δε
γίνονται, ωστόσο, πρόσωπα συμβόλων, καθώς τα παραμύθια του Άντερσεν, τόσο που
συχνά μοιάζουν με παραλλαγές απάνω σε γνώριμους και χιλιοειπωμένους σκοπούς”.
Αξιοσημείωτη είναι και η απουσία κοινωνικών προεκτάσεων, κοινωνικού
προβληματισμού, σχετικών θέσεων και προτάσεων στο έργο του Βλαχογιάννη.
Μολονότι δυσάρεστες κοινωνικές καταστάσεις, όπως φτώχεια, δυστυχία, στέρηση,
περιγράφονται στα διηγήματά του, όμως ο Βλαχογιάννης δεν εμβαθύνει σ’ αυτές.
Στέκεται σε απόσταση. Το κοινωνικό ενδιαφέρον, όταν δεν απουσιάζει τελείως, είναι
αμυδρό. Δεν αποδίδει τη συνθετότητα και πολυπλοκότητα της ζωής. δεν απεικονίζει
γενικότερες καταστάσεις. Ο Κων/νος Χατζόπουλος πιστεύει πως, το γεγονός ότι
κυριαρχείται από μια “λυρική αντίληψη του κόσμου”, απομακρύνει το Βλαχογιάννη
από μια σφαιρική σύλληψη της πραγματικότητας και γι’ αυτό βλέπει τον άνθρωπο
σαν κάτι το μεμονωμένο, όχι σαν ένα “μόριο του γύρω του κόσμου”. Γι’ αυτό ίσως
και οι ήρωες των διηγημάτων του “λαμβάνονται πάντοτε ως ειδικές περιπτώσεις, ως
απόλυτα ξεχωριστά άτομα. είναι εξατομικευμένοι χαρακτήρες και όχι σύμβολα,
ευρύτερες εικονικές παραστάσεις ή θεωρητικές αναγωγές σε γενικότερες αρχές
σκέψης και λόγου”, όπως χαρακτηριστικά τονίζει ο Π. Μαστροδημήτρης. Ωστόσο ο
Βλαχογιάννης προσπαθεί να ζωντανέψει, και το πετυχαίνει, το ήθος των ανθρώπων
μιας εποχής, το ήθος των ανωνύμων αγωνιστών του ‘21 και των απλών ανθρώπων
του καιρού του.
Πολλοί σύγχρονοί του και μεταγενέστεροι εκφράστηκαν για το έργο του Γ.
Βλαχογιάννη. Όπως φαίνεται και από όσα πιο πάνω αναφέρθηκαν, πλάϊ στις
ενθουσιώδεις κριτικές ακούγονται και κάποιες επιφυλάξεις.
Αξίζει να σημειώσουμε, εκτός από αυτούς που ήδη αναφέραμε, και κάποιους άλλους
πολύ σημαντικούς που τοποθετήθηκαν θετικά απέναντι στο έργο του. Ο Παλαμάς
υποδέχεται τα πρώτα διηγήματά του “Ιστορίες του Γιάννου Επαχτίτη” επαινετικά σε
σχετική μελέτη του που δημοσιεύθηκε στο περιοδικό “Εστία” και συμπεριλαμβάνεται
στα “Πρώτα κριτικά”: “... ο συγγραφέας τους έχει αληθινήν και πλουσίαν φλέβαν
διηγηματογράφου”.
Πολύ κολακευτικά εκφράστηκε και ο Αλέξανδρος Παπαδιαμάντης, όταν διάβασε το
χειρόγραφο του “Ξενιτεμού”: “... το έργον μου εφάνη ευγενές, φυσικότατον και
αληθέστατον”.
Ο Γρηγόριος Ξενόπουλος στην εφημερίδα “το Άστυ”, παρά το γεγονός ότι
επισημαίνει τις δυσκολίες στη γλώσσα του Βλαχογιάννη, βρίσκει ότι το έργο του
είναι “περιεκτικό σε νέες εικόνες ζωής”.
Πολλοί επαινεταικά έγραψαν για τη διήγημά του “Ο Πετεινός” οι: Ρήγας Γκόλφης,
Κων/νος Χατζόπουλος, Λέανδρος Παλαμάς, Μ. Περίδης.
Για τα ιστορικά αφηγήματα “Μεγάλα Χρόνια” και “Τα παληκάρια τα παλιά”
δημοσιεύθηκαν περισσότερες βιβλιοκρισίες. Επισημαίνουμε τις εξής: Φώτου Πολίτη,
Σπύρου Μελά, Λ. Ζώη, Μ.Ροδά, Π. Χάρη (Μεγάλα Χρόνια) και Α. Καμπάνη, Μ.
Ροδά, Φ. Πολίτη, Γ. Κοτζιά και Π. Χάρη (Τα παληκάρια τα παλιά).
Το αφηγηματικό του έργο μελέτησαν μετά το θάνατό του οι ακόλουθοι: Ρ. Γκόλφης,
Π. Χάρης, Δ. Γιάκος, Θ. Ξύδης, Ι.Μ. Παναγιωτόπουλος, Α. Καραντώνης, Γ. Χατζίνης
και Β. Βαρίκας.
Ως κατακλείδα γι’ αυτή τη μικρή αναφορά στο αφηγηματικό έργο του Γ.
Βλαχογιάννη και την κριτική που του ασκήθηκε, αξίζει να μπούνε τα λόγια του
Πέτρου Χάρη. “Ο Βλαχογιάννης δεν έγραψε μόνο άρτιες λογοτεχνικές σελίδες. Και
οι αντιρρήσεις για όσες προσπάθειές του έδωσαν μέτρια αποτελέσματα, πρέπει να
ακουστούν μαζί με τους ενθουσιασμούς που προκαλούν οι ευτυχισμένες ώρες του
πνευματικού του μόχθου. Μα ο μελετητής που γυρίζει από τη μεγάλη πορεία του μαζί
με το Βλαχογιάννη, αυτή την πρώτη και αδίσταχτη φωνή θα υψώσει: γνώρισα έναν
ολοκληρωμένο άνθρωπο και ίσως την πιο ολοκληρωμένη μονάδα της εποχής του
δημοτικισμού”.
ΓΛΩΣΣΑ ΚΑΙ ΛΕΚΤΙΚΟ ΥΦΟΣ ΤΟΥ ΒΛΑΧΟΓΙΑΝΝΗ
ΑΝΤΑΝΑΚΛΑΣΗ ΤΟΥ ΗΘΟΥΣ ΤΟΥ
Αυθεντική και ανυποχώρητη προσωπικότητα ο Γιάννης Βλαχογιάννης δεν
αρνήθηκε ποτέ ούτε ως άνθρωπος ούτε ως λογοτέχνης τα στοιχεία εκείνα που σαν
αγνές πρώτες ύλες, με τις οποίες ζυμώθηκε και πλάστηκε, διαμόρφωσαν την
ταυτότητά του.
Η γλώσσα, αυτό το κατεξοχήν εργαλείο σκέψης και έκφρασης, κατανόησης του
κόσμου και απόδοσης του νοήματός του, στάθηκε πάντα για το Βλαχογιάννη στοιχείο
τόσο αυτονόητα πηγαίο, ζωντανό και γνήσιο, όσο το νερό που αναβρύζει δροσερό
από τις βουνίσιες πηγές της Ρούμελης, άλλοτε κελαρύζοντας γλυκά και άλλοτε
πέφτοντας ορμητικά σε ρεματιές απότομες και βράχια.
Η γλωσσική συνείδηση στο Βλαχογιάννη έχει υπαρξιακές διαστάσεις με αναγωγές σε
τόπους, χρόνους και πρόσωπα, που την καθόρισαν σχεδόν νομοτελειακά, όπως
προσδιόρισαν και τη βαθύτερη ουσία του ήθους του. “Γι’ αυτόν η γλώσσα ήταν κάτι
το ζωντανό και το οργανικό, το φυτρωμένο μέσα στην ψυχή του εκ γενετής”.
Εκφράζει την αγνότητα και τη λεβεντιά της ψυχής του, τη σταθερότητα της ψυχικής
του ουσίας. Δεν είναι προϊόν θεωρητικών αναζητήσεων, συλλήψεων και
επεξεργασιών, στηριγμένων στα πορίσματα της γλωσσολογικής επιστήμης. Είναι η
γνήσια ρωμέϊκη γλώσσα, με την οποία γαλουχήθηκε και της οποίας τον πλούτο
κατέκτησε εμβαθύνοντας με θαυμασμό, σεβασμό και αγάπη στους θησαυρούς της
λαϊκής έκφρασης και δημιουργίας. Θα την υπηρετήσει χωρίς συμβιβασμούς, με μια
απολυτότητα και περηφάνια, προσδιοριστικά στοιχεία του γενικότερου ήθους του.
Ο ίδιος ο Βλαχογιάννης θα εξηγήσει τις γλωσσικές του επιλογές στον πρόλογο των
“προπυλαίων”: “Όταν έπιασα το κοντύλι πρώτη φορά στα 19.., η παρθένα ορμή της
ψυχής μου μ’ έφερε, σοφή στη γλώσσα του λαού μας και έγραψα τον ‘’Ξενιτεμό’’”.
Στη γλώσσα του λαού τον οδήγησε το σοφά προσανατολισμένο ένστικτό του, χωρίς
περαιτέρω προβληματισμούς και αμφιταλαντεύσεις. γι’ αυτό και δεν πήρε μέρος στον
αγώνα για τη γλώσσα που δίχασε τον πνευματικό κόσμο. “Ο πόλεμος ανάμεσα στα
δύο στρατόπεδα τα γλωσσικά”, συνεχίζει ο Βλαχογιάννης στον πρόλογο των
‘’Προπυλαίων’’, “ξάναψε και θέριεψε και ίσως από τους γραφιάδες είμαι ο μόνος που
δεν μπήκα στον αγώνα τους. Τη γλώσσα, μια κι είπα να τη γράφω, δε θέλω πεια να τη
συλλογίζωμαι”.
Ώστε ο Βλαχογιάννης δε στοχάζεται τη γλώσσα, δε γλωσσολογεί και το κάνει
συνειδητά. Ζει τη γλώσσα τη ζωντανή του λαού, την αγαπάει και τη σέβεται. Δεν
μπορεί να κάνει διαφορετικά. “Γράφει στη δημοτική από επιτακτική, πραγματική
ανάγκη. Το λεκτικό του ύφος εναρμονίζεται με τη βαθύτερη ιδιοσυστασία της ψυχής
του” έτσι όπως αυτή προσδιορίστηκε από τα ακούσματα και τα βιώματα της παιδικής
του ηλικίας στη ρουμελιώτικη ύπαιθρο. Ο Βασίλης Λαούρδας λέει χαρακτηριστικά
για τη σχέση ήθους και γλώσσας στο Βλαχογιάννη: “Τη γλώσσα ο Βλαχογιάννης δεν
την είδε σαν λέξη ή σαν ύφος μονάχα. Την είδε σαν έκφραση ήθους που δε λέει
ψέματα, που δε χάνεται σε κομψότητα και σε υφοθηρείες, αλλά ονομάζει τα
πράγματα με το ίδιο το όνομά τους και πηγάζει άμεσα από ευθεία, στέρεη και
ξελαγαρισμένη ψυχή”.
Γλώσσα ‘’καθάρια’’, ‘’αυστηρή λαϊκή’’ θα τη χαρακτηρίσει ο Αντρέας Καραντώνης.
‘’ανόθευτη’’, ‘’παραστατική’’, ‘’τη μόνη κατάλληλη για τα θέματα της πεζογραφίας
του’’ θα συμπληρώσει ο Απ. Σαχίνης. Ωραία προσδιορίζει το εκφραστικό αυτό
όργανο του Βλαχογιάννη, ο Κωστής Παλαμάς, σχολιάζοντας το διήγημά του “Για την
τιμή”: “Η ελληνική ψυχή λαχταρίζει μέσα σ’ αυτό περιβαλλομένη ως ιμάτιον δόξης
γλώσσαν δημοτικήν, δηλαδή γλώσσαν ελληνικήν, όσον κανονικήν, τόσον και
πλουσίαν, όσο πλουσίαν τόσο και εύληπτον”.
Η σταθερή εμμονή στις γλωσσικές του επιλογές, εκτός του ότι αντανακλά το συνεπές
του χαρακτήρα του, συμβάλλει και στη διαμόρφωση ύφους αποκλειστικά
προσωπικού μέσα στο χώρο της νεοελληνικής πεζογραφίας. Τα κείμενα του
Βλαχογιάννη είναι αναγνωρίσιμα όσο και του Θουκυδίδη, με το ύφος του οποίου
συγγενεύει όχι μόνο ως προς την μοναδικότητα και ιδιαιτερότητα αλλά και ως προς
την αδρότητα και λιτότητά του.
Ωστόσο, όταν ήθελε να επικοινωνήσει με ευρύτερους κύκλους μη συνηθισμένους στη
χρήση της δημοτικής και για θέματα στα οποία δεν ήταν ίσως τόσο πρόσφορη η
χρησιμοποίησή της, ο Βλαχογιάννης χρησιμοποίησε και την καθαρεύουσα, όπως
στους προλόγους των αρχειακών του εκδόσεων. Αυτή είναι μάλλον και η μοναδική
υποχώρηση που έκανε ο αδιάλλακτος αυτός λάτρης
του αυθεντικού, του ζωντανού, του γνήσιου και στο χώρο των γλωσσικών του
τοποθετήσεων.
Παρουσίαση των κειμένων - Κριτική - Ερμηνευτικές προσεγγίσεις
Τα κείμενα που αναλαμβάνει να παρουσιάσει η παρούσα έκδοση είναι: 1) τα
ηθογραφικά διηγήματα: “Η ψυχοπαίδα μας η Χιόνα”, “Από τη χώρα στο χωριό”,
“Πεινάνε και οι ψυχές”, “Στα χώματα”, “Ο νεκρός αγρυπνεί” 2) το ονειρικό διήγημα
“Τα τρία λευκά άλογα” 3) ο μύθος “Ο Γκιώνης κι η γυναίκα του” 4) ο με δοκιμιακή
μορφή πρόλογος των Προπυλαίων 5) το ιστορικό ανέκδοτο “Το τάμα” και 6) η
ιστορική μελέτη “Το διαγούμισμα του Μεσολογγιού”.
Η σειρά παρουσίασης των κειμένων καθορίζεται από τη χρονολογία δημοσίευσής
τους στις εφημερίδες και τα περιοδικά αλλά και από την ευρύτερη ενότητα στην
οποία εντάσσονται ανάλογα με το είδος και το περιεχομενό τους.
Για τα διηγήματα παραθέτουμε τις -μοναδικές για τα κείμενα αυτά- κριτικές
αποτιμήσεις του Απ. Σαχίνη, στο έργο του “Παλαιότεροι πεζογράφοι”, επιχειρούμε
όμως και κάποιες ερμηνευτικές προσεγγίσεις, έχοντας βέβαια υπόψη μας τα σχετικά
προβλήματα αλλά και τις δυνατότητες που μας παρέχει η πολυσημία του
λογοτεχνικού κειμένου, καθώς υπάρχει σ’ αυτό μια εγγενής διάσταση ανάμεσα στο
“γράμμα” και στο “πνεύμα”, μ’ άλλα λόγια ανάμεσα στο “νόημα” που αφορά στο
συγγραφέα και στη “σημασία” που εκφράζει τη σχέση ανάμεσα σ’ αυτό το “νόημα”
και τον αναγνώστη- ερμηνευτή. Ενώ το “νόημα” παραμένει σταθερό όμως η
“σημασία” είναι κατ’ ανάγκη μεταβλητή σε διαφοροποιημένους ιστορικά, κοινωνικά
και μορφωτικά-πολισμικά δέκτες.
Για τις ερμηνευτικές μας προτάσεις δεν αντιμετωπίσαμε το κείμενο ως ένα κλειστό
και αυτάρκες σύστημα, δηλ. δεν επιχειρούμε μια στενή ενδοκειμενική ερμηνευτική
προσέγγιση αλλά καταφεύγουμε και σε εξωκειμενικές αναφορές, με την προϋπόθεση
ότι έχουν τις αντιστοιχίες τους μέσα στο κείμενο. Έτσι βλέπουμε τα κείμενα από τα
επίπεδα των αφηγημένων και των αφηγουμένων προσώπων καθώς και της
συγγραφικής συνείδησης αλλά και από το επίπεδο της πρόσληψης και της ιστορικής
συνάφειας στην ευρύτερη σημασία της.
Προς αυτή την τελευταία κατεύθυνση βοήθησαν κάποιοι εξωκειμενικοί παράγοντες
που μπορούσαμε να έχουμε στη διάθεσή μας, όπως βιογραφίες, επιστολές, μαρτυρίες
του ίδιου του δημιουργού, αφιερώματα στη ζωή και το έργο του αλλά και τα
λεγόμενα “παρακείμενα”, τίτλοι των έργων λ.χ. ακόμα και το εκδοτικό πλαίσιο
(συλλογή, ανθολογία, περιοδικό) μέσα στο οποίο δημοσιεύτηκαν ή εντάσσονται τα
συγκεκριμένα κείμενα. Φροντίσαμε, βέβαια, η αξιοποίηση των παραπάνω
εξωκειμενικών στοιχείων να μην οδηγεί στην απομάκρυνση και πολύ περισσότερο
στην εγκατάλειψη του λογοτεχνικού κειμένου.
Τονίζουμε ότι δεν επιχειρήθηκε ολοκληρωμένη ανάλυση, πράγμα που δεν
συμπεριλαμβάνεται άλλωστε στους στόχους αυτής της εργασίας.
Τα διηγήματα
Από τη χώρα στο χωριό
Τα τρία λευκά άλογα
Η ψυχοπαίδα μας η Χιόνα
Στα χώματα
Ο Γκιώνης κι η γυναίκα του
Πεινάνε κι οι ψυχές
Ο νεκρός αγρυπνεί
Από τη χώρα στο χωριό
Το διήγημα δημοσιεύεται από τις 3-26 Φεβρουαρίου του 1915 σε συνέχειες στην
εφημερίδα “Εμπρός”. Κατά σημείωση χειρόγραφη γράφτηκε τον Αύγουστο του 1914.
Βασικό του θέμα είναι το κυνήγι. Μια μεγάλη παρέα από τη Χώρα αποφασίζει να
πάει κυνήγι σ’ ένα κοντινό χωριό. Ανάμεσα στα πρόσωπα της συντροφιάς, μεσήλικες
και πάνω στην ηλικία, και ένα δεκατετράχρονο αγόρι που είναι και ο αφηγητής και
που διασκεδάζει με τη συναναστροφή των μεγάλων. Ο αφηγητής παιδί μεγαλωμένο
κοντά στη θάλασσα, δε γνωρίζει την τέχνη του κυνηγιού, μαθαίνει όμως πολλά
πράγματα από ένα χωριατόπουλο, το Φλώρο, που συναντά τυχαία στο χωριό και
κατορθώνει τελικά να εντυπωσιάσει τους άλλους με τις κυνηγετικές του επιδόσεις,
που στην πραγματικότητα δεν είναι δικές του αλλά του φίλου του, του Φλώρου.
Το διήγημα χαρακτηρίζεται “πολύ μέτριο”, από τον Απ. Σαχίνη “από τα χειρότερα
του Βλαχογιάννη, άσκοπα και αδικαιολόγητα εκτενές”. Η μακροσκελής ανάπτυξη
ενός ελαχίστου θέματος, που χαρακτηρίζει το έργο του Βλαχογιάννη, μερικές φορές
είναι ολότελα αποτυχημένη, υποστηρίζει ο Σαχίνης. “Γίνεται απλή συσσώρευση
άμορφου υλικού”. Βρίσκει ότι η Ιστορία δεν παρουσιάζει τίποτα το σημαντικό ή
ενδιαφέρον, ότι έχει κάποια σπασμωδικότητα και ότι το θέμα είναι περίπου
ανύπαρκτο. Αδικαιολόγητο θεωρεί τον πολύ διάλογο και δε συμφωνεί με το έντονα
λαϊκό ύφος. Εξάλλου πιστεύει ότι τα πρόσωπα, εκτός από τον αφηγητή και το φίλο
του Φλώρο, αποτελούν μια άμορφη μάζα. δε διαγράφεται και δεν ξεκαθαρίζεται η
ιδιαίτερη φυσιογνωμία τους και καταλήγει λέγοντας ότι τίποτα ουσιαστικά δε
συμβαίνει στο διήγημα.
Πράγματι το διήγημα είναι μακροσκελές και η αφθονία των προσώπων και του
διαλόγου, σε συνδυασμό με την παρουσία πολλών ιδιωματικών γλωσσικών στοιχείων
και εκφράσεων το καθιστούν αρκετά δύσκολο στην προσέγγισή του. Ωστόσο, αν έχει
κανείς την υπομονή να το διαβάσει προσεχτικά, μπορεί να ξεχωρίσει, έστω και κάπως
αχνά, την φυσιογνωμία των προσώπων, κυρίως του άξεστου, ιδιότροπου και
τρομερού Σπύρου Βρόντου και να διακρίνει μια ευχάριστα έξυπνη και παιχνιδιάρικη
διάθεση εκ μέρους του αφηγητή, που μεταδίδεται στον αναγνώστη.
Εξάλλου η κυριαρχία του διαλόγου προσδίδει μια θεατρικότητα (δραματικότητα) στο
διήγημα και θα μπορούσε να διακρίνει κανείς ακόμα και αυτόνομες σκηνές και
εικόνες. Γενικά δεν υιοθετούμε μια τόσο απόλυτη αρνητική τοποθέτηση. Είναι
γεγονός ότι μερικές φορές ο αναγνώστης του Βλαχογιάννη πρέπει να είναι αρκετά
υπομονετικός στην προσέγγιση κάποιων έργων του, αλλά στο τέλος αμείβεται.
Βέβαιο είναι ότι στο διήγημα αντανακλάται η αγάπη και η νοσταλγία του
Βλαχογιάννη για τη φύση, τις παιδικές δραστηριότητες και τα μέρη εκείνα που
κλείστηκαν μέσα του σαν ανεξίτηλες εικόνες ζωής α........
Την άποψη αυτή στηρίζουν τα όσα γράφει ο Αγγ. Ν. Παπακώστας και συγχρόνως
δικαιολογούν την εκτενή στο διήγημα αυτό ενασχόλησή του με ένα θέμα σχετικό με
το κυνήγι: “Θα έπρεπε να αναφέρουμε τα κυνηγετικά και τα άλλα θυμήματα των
χρόνων αυτών (παιδικά χρόνια στη Ναύπακτο), τα μόνα που δεν ξεχνούσε να ιστορεί
και τα τελευταία του χρόνια, για να δείξει πόσο βαθιά ήταν η νοσταλγία του για τα
μέρη εκείνα, που έδωσαν στην ψυχή του την πρώτη και αληθινή χαρά. Θα έπρεπε να
αναφέρουμε πόσο κιντύνευε για να πιάσει τους “Βαμβακάδες”, όταν κατέβαινε
κρεμασμένος ως τη φωλιά τους ή πόσες επιτυχίες είχε με τις “γουργάρες” και τα
κοτσύφια, χάρις στην υπομονή και την παρατηρητικότητά του”.
Στο διήγημα φαίνεται και η αγάπη του για τη θάλασσα, στο πρόσωπο του
δεκατετράχρονου αφηγητή, του άπειρου μεν περί τα κυνηγετικά, απόλυτα όμως
εξοικειωμένου με το θαλασσινό περιβάλλον. “Η θάλασσα”, σημειώνει πάλι ο Αγγ.
Παπακώστας, “τον τραβούσε καλοκαίρι και χειμώνα. Αγαπούσε ιδιαίτερα τα νερά
του Φαλήρου”. Σ’ ένα γράμμα του προς το φίλο του Αλ. Παπαδιαμάντη, αφού
περιγράφει το δύσκολο καλοκαίρι του 1903 στην Αθήνα με τη “ζέστη, τη φτώχεια και
την κακομοιριά”, λέει χαρακτηριστικά: “Συλλογίζομαι τη θάλασσα και τη πατρίδα
μου”
Την αγάπη του αυτή, που ασφαλώς του την ενέπνευσε το μαγευτικό της αγνάντεμα
από τις καστρογειτονιές του Επάχτου στα παιδικά του χρόνια και οι όσες χαρές έζησε
κοντά της, τη βλέπουμε και στη θαυμάσια συλλογή θαλασσινών κοχυλιών και άλλων,
που ο ίδιος είχε συγκεντρώσει.
Η φύση, η έντονη παρουσία της οποίας πλαισιώνει όλο το διήγημα
συμπεριλαμβανομένων, και των ανόθευτων, ανεπιτήδευτων, με πρωτόγονα σχεδόν
χαρακτηριστικά λαϊκών ανθρώπων, λειτουργεί στο Βλαχογιάννη ως πρωτογενές
στοιχείο βγαλμένο από μια συνείδηση, από την οποία είναι εμφανής η απουσία
οποιουδήποτε αλλοτριωτικού χαρακτήρα. Ένας αρμονικός διάλογος, μια σχέση
αυτονόητης εμπιστοσύνης και κοινωνίας, γνώσης και ευαισθησίας, σε συνδυασμό με
μια βαθειά οικείωση, είναι στοιχεία που απαρτίζουν τον υγιή δεσμό του Βλαχογιάννη
με το φυσικό στοιχείο. Ο ρόλος του εξαίσιου και μαγευτικού περιβάλλοντος του
Επάχτου, με το λαγαρισμένο θαλασσινό αέρα να ανηφορίζει στον καταπράσινο λόφο
παρέα με το βενετσιάνικο κάστρο, με τα νερά να τρέχουν δροσερά και ακούραστα και
να ποτίζουν αιωνόβιες ρίζες, με τα χρώματα και τους ίσκιους, τα αρώματα και τους
ήχους φαίνεται ότι υπήρξε καθοριστικός, υπαρξιακά, θα λέγαμε, προσδιοριστικός για
τη διαμόρφωση αυτής της σχέσης.
Από ο διήγημα δε λείπει και ο λυρισμός. στο σημείο που ο αφηγητής εκφράζει
συγκινητικά το θαυμασμό του για τα πανέμορφα σκοτωμένα πουλιά...
Τα τρία λευκά άλογα
Το διήγημα “τα τρία λευκά άλογα” γράφτηκε τον Ιανουάριο του 1905 και
δημοσιεύτηκε στα 1907 στο “Εθνικόν Ημερολόγιον” Κ.Φ. Σκόκου, στο τεύχος 22 και
στις σελίδες 161-166. Ο Απ. Σαχίνης σημειώνει ότι στη “βιβλιογραφία του
Βλαχογιάννη” του Α. Παπακώστα (Νέα Εστία 44 1948, Χριστούγεννα, σελ. 163,
αναφέρεται απλώς το διήγημα χωρίς ακριβή βιβλιογραφική ένδειξη
Εδώ ο Βλαχογιάννης κινείται στο χώρο του ονείρου και του παραμυθιού. Το σκηνικό
παρουσιάζεται ονειρικά υποβλητικό: νύχτα, φεγγάρι και η άφιξη έξω από το σπίτι του
αφηγητή μιας άμαξας με τρία άλογα που θα τον οδηγήσουν σε μια εξωπραγματική
περιπλάνηση, μέχρι τη στιγμή που τα άλογα αποκαμωμένα θα αρχίσουν να πεθαίνουν
ένα ένα, εκτός από το τρίτο. Πριν πεθάνουν μιλούν μ’ ανθρώπινη λαλιά και
αποκαλύπτουν την ταυτότητά τους. Το πρώτο είναι το άλογο “της αγλύκαντης
δουλειάς”, το δεύτερο “της Αρχοντιας” και το τρίτο με το οποίο θα συνεχίσει ο
αφηγητής την πορεία του μέχρι και την κορυφή του βουνού και το παλάτι της
“Νίκης” είναι το άλογο “της πρωτογέννητης φωτιάς”.
Το διήγημα περιλαμβάνει στοιχεία συμβολισμού ίσως όχι τόσο ευδιάκριτα,
συνδυασμένα μ’ έναν ποιητικό λυρισμό. Η παρουσία του φεγγαριού, η μαγεία και η
γοητεία του επανέρχεται στη θεματολογία του Βλαχογιάννη. Το ίδιο στοιχείο
έμπνευσης το βρίσκουμε στους “Εκάτης Έρωτες” όπου, όπως σημειώνει ο Γ. Αθάνας
“βρίσκει κανείς εκατό στα εκατό, όλα τα πλούσια στοιχεία εκείνου του απίθανου, του
απίστευτου στην εξωτική του ομορφιά και στην παγανιστική του γοητεία επαχτίτικου
φεγγαριού...”
Οι ποιητικώτατες, γεμάτες λυρισμό εικόνες φαίνονται βγαλμένες μέσα από τα
πλούσια σε φαντασία παραμύθια του λαού (παλάτια, βασιλοπούλες) και τα
γοητευτικά σε εξ... γικά στοιχεία δημοτικά τραγούδια (παραλογές). Η παρουσία του
αλόγου, η νυχτερινή εξόρμηση, το αφύσικο της ομιλίας των ζώων, παραπέμπουν
συν.... στη σκηνή της παράδοξης επιστροφής της Αρετής στο τραγούδι “του νεκρού
αδελφού”, μας οδηγούν ακόμα πιο βαθειά μέχρι τον Όμηρο και τα άλογα του
Διομήδη και μας παραπέμπουν στην οικεία σχέση ανθρώπου και ζώου πλαισιωμένη
δοξαστικά από την υποβλητική παρουσία της άλογης φύσης.
Εργατικότητα (το άλογο της αγλύκαντης δουλειάς), αρχοντιά, και ανυπότακτο
πνεύμα (το άλογο το αταίριαστο της πρωτογέννητης φωτιάς), είναι αξίες που
σημάδεψαν τη ζωή και το έργο του Βλαχογιάννη και μπορούμε να πούμε ότι είναι
στοιχεία της ψυχικής του ουσίας.
Το ανυπόταχτο άλογο επιβιώνει. “Εμπρός” λέει και ο αναβάτης. Το παλάτι της Νίκης,
αδελφής της Αίγλης, αγαπημένης θυγατέρας του ήλιου του καρτερεί. Η εικόνα
παραπέμπει στα ιδανικά της ομορφιάς, της δόξας, της δύναμης, της ακτινοβολίας, της
επιτυχίας, της δημιουργικής αναγέννησης.
Η ψυχοπαίδα μας η Χιόνα
Το διήγημα δημοσιεύτηκε στο περιοδικό “Παναθήναια” 28 (1915) 65-75 (1
Φεβρουαρίου 1915) και συμπεριλαμβάνεται στον τόμο Διηγήματα, Εστία (1961) σ.
135-160.
Κεντρικό πρόσωπο είναι η Χιόνα, ένα κορίτσι που έρχεται από το χωριό της στην
Αθήνα να δουλέψει ως υπηρέτρια σε μια οικογένεια με τρία παιδιά. Το μεγαλύτερο,
ένα οκτάχρονο αγόρι, είναι και το πρόσωπο που αφηγείται και περιγράφει τις
καταστάσεις που δημιουργεί ο ιδιόρρυθμος και παράξενος χαρακτήρας της Χιόνας,
σε συνδυασμό με την επαρχιώτικη νοοτροπία της και την παιδικη της αφέλεια. Το
γεγονός ότι την ελκύουν τα γυαλιστερά και φανταχτερά πράγματα την οδηγεί σε
κάποιες μικροκλοπές με σημαντικότερη ενός κωνσταντινάτου, πολύτιμου φυλαχτού
των παιδιών. Όταν αποκαλύπτεται, φεύγει για το χωριό της, για να γυρίσει όμως λίγο
αργότερα και να υπηρετήσει την οικογένεια μέχρι και την ώρα του αρραβώνα της.
“Απλό και μέτριο” χαρακτηρίζει το διήγημα ο Απ. Σαχίνης “με ασυγκίνητη παράθεση
και καταγραφή ασημαντοτήτων και λεπτομερειακών καταστάσεων”. Διακρίνει όμως
“κάποια χάρη στο διάλογο” “που δεν αρκεί ωστόσο να δικαιώσει το διήγημα”.
Άποψή μας είναι ότι ο συγγραφέας καταφέρνει να ζωντανέψει αρκετά και να
καταστήσει συμπαθές το πρόσωπο της Χιόνας, η οποία πέρα από τις ιδιορρυθμίες και
τις παραξενιές της, που άλλωστε δεν είναι τίποτα άλλο παρά καμώματα της ηλικίας
της (είναι ένα κορίτσι γύρω στα 10), παρουσιάζεται εργατική και δραστήρια, έξυπνη,
με ψυχικά χαρίσματα που βρίσκουν ανταπόκριση στα παιδιά της οικογένειας, με ένα
σχεδόν αστείο αυθορμητισμό και κάποιες μάλλον χαριτωμένες ιδιοτροπίες. Δεν πείθει
όμως αρκετά, κατά τη γνώμη μας, η ικανότητα που αποδίδεται σ’ ένα οκτάχρονο
αγόρι, τον αφηγητή,δεδομένης της ανωριμότητας της ηλικίας, για κάποιες ακόμα και
ψυχολογικές παρατηρήσεις καθώς και παρεμβάσεις και ενέργειες.
Πρέπει να προσθέσουμε ότι το διήγημα διαβάζεται ευχάριστα και δίνει στο
Βλαχογιάννη την ευκαιρία να διαπραγματευθεί για μια ακόμα φορά ένα θέμα σχετικό
με παιδιά, πράγμα ιδιαίτερα προσφιλές σ’ αυτόν.
Επίσης πρέπει να επισημάνουμε το γεγονός ότι ο συγγραφέας μη όντας και ο ίδιος
άμοιρος τέτοιου είδους εμπειριών, περιβάλλει με συμπάθεια την ηρωίδα του
διηγήματος. Συγκεκριμένα, όταν βρισκόταν στην Κόρινθο και στην οικογένεια
Καμπεροπούλου ένιωθε ιδιαίτερα ενοχλημένος και προσβεβλημένος από το γεγονός
ότι τον φόρτωναν με διάφορα θελήματα. Αυτός ήταν και ο λόγος που εγκατέλειψε το
αρχοντόσπιτο της Κορίνθου και έφυγε για τον Έπαχτο, σώζοντας το μάλιστα την
ημέρα της αναχώρησής του από βέβαιη πυρκαγιά και δίνοντας στους νοικοκύρηδες,
που τόσο τον είχαν πικράνει, ένα μάθημα ευγένειας και μεγαλοφροσύνης.
Το λαϊκό στοιχείο είναι και εδώ αρκετά έντονο και αντανακλάται τόσο στο απλοϊκό
ήθος της χωριατοπούλας Χιόνας όσο και στις θρησκευτικές και άλλου χαρακτήρα
προλήψεις και δεισιδαιμονίες της μητέρας και της θείας Ταρσίτσας, προσώπου
οικείου στην οικογένεια. Έτσι συναντάμε την πίστη στο “φυλαχτάρι”, που ήταν
φυλαχτό από “βάσκαμμα”, και κάθε άλλο κακό και περιλάμβανε ένα συνδυασμό
χριστιανικών και παγανιστικών στοιχείων όπως αυτά αξεδιάλυτα συνυπάρχουν στη
συνείδηση του λαού.
Επίσης την πίστη στο κακό ποδαρικό: “κ’ η θεια Ταρσίτσα σκύλιαζε- Αφήστε την (τη
Χιόνα) να πάη να γκρεμιστή. Από τότε πούρθε έφερε κακό ποδαρικό στο σπίτι”, και
τέλος την πίστη στην κακή επίδραση του κακομελετήματος: “-Μην το λες αυτό και
κακομελετάς! έλεγε η μάννα. Έχουμε άρρωστο...”.
Η έκφραση, εξάλλου, του πόνου και της νοσταλγίας της Χιόνας πραγματοποιείται
μέσα από το πικρό μοιρολόγισμά της με τους στίχους του δημοτικού τραγουδιού που
αντανακλά τη γνώση και τη βαθιά αγάπη του Βλαχογιάννη για τον πλούτο της λαϊκής
ποιητικής δημιουργίας:
Η μοίρα μου ξεκίνησεν από την Λομπαρδία,
στην κούνια που γεννήθηκα να ‘ρθη να με μοιράνη.
Μα είχε λυμένα τα σκυλιά η μάννα στην αυλή μας,
κι απάνου της χιουμήσανε σαν άγρια θερία
και πέφτει εδώ, και πέφτει εκεί στου πηγαδιού το γύρο
τότε με καταράστηκε χαίρι να μην κάμω...
Στα χώματα
Δημοσιεύτηκε τον Ιούνιο του 1919 στο περιοδικό “Βωμός” στο πρώτο τεύχος και
στις σελίδες 195-197. Ο Απ. Σαχίνης επισημαίνει εκτός από την απουσία του από τα
“Άπαντα” και την εσφαλμένη βιβλιογραφική ένδειξη ότι δημοσιεύθηκε στα 1915 στη
“Βιβλιογραφία Γ. Βλαχογιάννης” του Α. Παπακώστα (σ.164)
Το διήγημα διαπραγματεύεται το τραγικό γεγονός του θανάτου βιωμένο με την
ευαίσθητη ψυχή ενός μικρού κοριτσιού, που στην αρχή αδυνατώντας να
συνειδητοποιήσει την οριστική απώλεια της μητέρας του, φτάνει στο σημείο να
νιώθει περήφανο και κολακευμένο από το γεγονός που το κάνει να ξεχωρίζει από τα
άλλα παιδιά. Στο τέλος όμως έρχεται η συνειδητοποίηση της σκληρής αλήθειας.
Ο Απ. Σαχίνης, χωρίς να το εντάσσει στα καλύτερα του Βλαχογιάννη, θεωρεί ότι
εκπέμπει “κάποια τρυφερότητα και συγκίνηση” εκ μέρους του συγγραφέα για το
αδύναμο και ανυπεράσπιστο παιδί που είχε την ατυχία να χάσει τη μητέρα του.
Ωστόσο την “αισθητική του αρτίωση” πιστεύει ότι εμποδίζει το γεγονός ότι η
συγκίνηση φτάνει ως το “συναισθηματισμό” και τη “γλυκερότητα”.
Πιστεύουμε ότι στο διήγημα αυτό εκφράζεται η πολύ ανθρώπινη και ευαίσθητη
πλευρά ενός δυνατού και αυστηρού φαινομενικά ανθρώπου. Πίσω από τη δυνατή
ρωμαλέα εικόνα κρύβεται πολύ τρυφερότητα για ότι αδύναμο και ανυπεράσπιστο.
Μπορούμε εξάλλου, να διακρίνουμε την ευαισθησία του συγγραφέα πάνω στο θέμα
της απουσίας της μητέρας. Ο ίδιος, χωρίς να ορφανέψει, βίωσε τη στέρησή της στους
διάφορους τόπους ξενιτεμού του από τα τρυφερά πρώτα εφηβικά του χρόνια. Οι
εμπειρίες αυτές άφησαν σημάδια ανεξίτηλα, που μεταουσιώθηκαν αργότερα σε πηγές
έμπνευσης. Ο πόνος άλλωστε, πάντοτε στάθηκε δημιουργικός για τον άνθρωπο και
κυρίως για τον καλλιτέχνη.
Στο έργο του άλλωστε εξέφρασε τόσο την ηρωϊκή διάσταση της ανθρώπινης ψυχής
όσο και το ευαίσθητο και ευάλωτο της ουσίας της καθώς και την πολυπλοκότητα και
το πολυσύνθετο της υφής της (ερωτικά- ψυχογραφικά διηγήματα).
Ο Γκιώνης κι η γυναίκα του
Δημοσιεύτηκε την 1η Μαϊου του 1919 στο περιοδικό “Βωμός” (τευχ. 1-6-168). Είναι
ένα αφήγημα με μορφή σύντομου μύθου. Κυριαρχεί το διαλογικό στοιχείο και έχει
προφανώς, διδακτικό χαρακτήρα, όπως και άλλα αφηγήματα του Βλαχογιάννη που
απευθύνονται μάλλον σε παιδιά.
Αναφέρεται σ’ έναν επιπόλαιο Γκιώνη, που αδιαφορώντας για τις συμβουλές της
γυναίκας του, προβαίνει σε ενέργειες που τον οδηγούν στα χέρια των ανθρώπων, στη
σκλαβιά και τελικά στο θάνατο.
Οι προσπάθειες του Βλαχογιάννη να κινηθεί στο χώρο και τα όρια του μύθου
φαίνονται μάλλον “αδικαίωτες” από την άποψη ότι “δεν προσθέτουν τίποτα στην
αφηγηματική πεζογραφία του”, υποστηρίζει ο Απ. Σαχίνης. Η αποτυχία του στο είδος
αυτό οφείλεται στο γεγονός ότι θέλησε να υπογραμμίσει και να προβάλλει άμεσα
-κυρίως όταν υπάρχει και το επιμύθιο- ορισμένες από τις βασικές ιδέες και
πεποιθήσεις του, να κηρύξει και να φρονηματίσει ενώ στα καλύτερα διηγήματά του,
οι αξίες και τα πρότυπα ζωής βγαίνουν από τα πράγματα τα ίδια... από τα πρόσωπα,
τα περιστατικά, από την αφήγηση, τη δράση ή το διάλογο”.
Η επιπολαιότητα, η απροσεξία, η έλλειψη σύνεσης και αυτοσυγκράτησης έχουν
συχνά ολέθριες συνέπειες είναι προφανώς, το μήνυμα του μύθου. Η φρονιμάδα
εκπροσωπείται από τη Γκιώνα, τη γυναίκα του Γκιώνη, που ωστόσο δεν εισακούεται.
Η απόδοση της γεμάτης σύνεση και ενδιαφέρον συμπεριφοράς στη Γκιώνα ίσως
αντανακλά τη σοφή και ζεστή γυναικεία παρουσία στη ζωή του Βλαχογιάννη,
ξεκινώντας από την προγιαγιά του Λάμπρο Γκιώναινα μέχρι και τις καλωσυνάτες,
ενάρετες, αξιοπρεπείς και γεμάτες στοργή αδελφές του, που γλύκαναν και πλούτισαν
τη ζωή του με το ευαίσθητο γυναικείο τους ένστικτο.
Πεινάνε κι οι ψυχές
Το διήγημα δημοσιεύτηκε το Μάϊο του 1919 στο 1ο τέυχος του περιοδικού “οι νέοι”
στις σελίδες 71-75. Το διήγημα δεν αναφέρεται ούτε στη βιβλιογραφία του
Βλαχογιάννη του Αγγ. Παπακώστα.
Θέμα του είναι η φτώχεια και η στέρηση που μαζί με την ορφάνια πλήττει το σπιτικό
μιας χήρας γυναίκας που έχει να μεγαλώσει δύο παιδιά. Η ανέχεια είναι τόση, ώστε
τα πεινασμένα παιδιά ορέγονται το πρόσφορο που ψήνει η μητέρα τους για την ψυχή
του πατέρα τους και που τα υλικά του τα εξασφάλισε χάρη στη συμπόνια μιας
γειτόνισσας. Η ελπίδα της και η υπόσχεσή της προς τα παιδιά ότι ο παπάς θ αδώσει
πίσω το πρόσφορο διαψεύδονται. Τελικά παρηγοριά στην πείνα και τον πόνο τους
προσφέρουν άλλες χαροκαμένες γυναίκες στο νεκροταφείο όπου πηγαίνουν, δίνοντάς
τους άφθονα κόλλυβα και “ψυχούδια”.
Ο Σαχίνης επισημαίνει το ενδιαφέρον του θέματος αλλά και την απουσία βαθύτερης
προσέγγισης που θα έδινε μια ευρύτερη κοινωνική διάσταση στο διήγημα και θα
μπορούσε να το καταστήσει, “αριστουργηματικό”, παρουσιάζοντας τα βαθύτερα
κοινωνικά, οικονομικά και ηθικά προβλήματα που δημιουργεί άνιση κατανομή του
πλούτου. “Δεν επιμένει στο θέμα, δεν προσπαθεί να το εκμεταλλευτεί αφηγηματικά
προβλήματα κοινωνικά και άλλα είναι ξένα προς την πεζογραφία τους”, υποστηρίζει.
Προσωπική μας άποψη είναι ότι το διήγημα περιγράφοντας τη φτώχεια και τη
δυστυχία έχει μια αυθεντικότητα, δεδομένου ότι απηχεί βιωματικές καταστάσεις και
οδυνηρές προσωπικές εμπειρίες δυστυχίας και ανέχειας, που σημάδεψαν και τη ζωή
του συγγραφέα. Ίσως το γεγονός αυτό έμμεσα αλλά πειστικά αρκεί να προσδώσει στο
διήγημα κοινωνική διάσταση και περιεχόμενο. Όταν ο Βλαχογιάννης σημειώνει στον
πρόλογο των Προπυλαίων ότι είναι “βγαλμένος από τη λαϊκή ψυχή” δεν μπορεί παρά
να τον αγγίζουν βαθιά και να τον συγκλονίζουν τα πάσης φύσεως προβλήματα του
λαού, γιατί είναι και δικά του. Μέσα απ’ αυτό το πρίσμα μπορούμε να διακρίνουμε
μια έμμεση καταγγελία των κοινωνικών ανισοτήτων και αδικιών.
Ηθογραφικά, λαϊκά και λαογραφικά στοιχεία αφθονούν καθώς το διήγημα
διαπραγματεύεται το θέμα του θανάτου και των δοξασιών και εθίμων γύρω από
αυτόν, συναντάμε την αντίληψη ότι ο νεκρός έχει ανάγκη από την προσφορά ψωμιού
(πρόσφορο) “ζητάει το δικό του” και μάλιστα μέσα στο όνειρο της γυναίκας
επικρίνοντάς την, επειδή είχε παραμελήσει τα προς αυτόν οφειλούμενα (τρισάγιο,
πρόσφορο)
Οι προσφορές αυτές (ψυχούδια, κόλλυβα) ενδείκνυνται κυρίως τα Ψυχοσάββατα και
αποσκοπούν στην ανακούφιση του νεκρού στο μεταθανάτιο κόσμο: “ποιός ξέρει πως
περνάει εκεί που βρίσκεται”.Το μαυροφόρεμα των παιδιών για το θάνατο του πατέρα
ολοκληρώνει με τη συμβολική του παρουσία και την κοινωνική του διάσταση την
έκφραση του πένθους, όπως αυτή επιβάλλεται στη λαϊκή συνείδηση.
Ο νεκρός αγρυπνεί
Δημοσιευμένο στο περιοδικό “Μούσα” το Μάρτιο του 1921, το διήγημα αναφέρεται
σ’ ένα αντρόγυνο ευτυχισμένο. Η γυναίκα όμως ανεξήγητα επανασυνδέεται με τον
προ του γάμου εραστή της, τον οποίο σκοπεύει να παντρευτεί, όταν πεθαίνει ο
σύζυγός της, παρά τον όρκο που του έχει δώσει ότι θα του μείνει πιστή και μετά το
θάνατό του. Ο γάμος αυτός δεν πραγματοποιείται ποτέ, γιατί η γυναίκα πεθαίνει μ’
ένα μυστηριώδη τρόπο στον τάφο του συζύγου της. Η παρέμβαση του νεκρού
ματαιώνει το γάμο; Αυτό τουλάχιστον, υποδηλώνει ο τίτλος.
Το διήγημα χαρακτηρίζεται “αλλοπρόσαλλο”, “χωρίς καμμιά δικαίωση” από τον Απ.
Σαχίνη. Βρίσκει ότι η δράση είναι “ανεξήγητη λογικά” όπως “ανεξήγητος λογικά”
είναι και ο θάνατος της γυναίκας. Άγνωστη παραμένει και η πρόθεση του συγγραφέα
με την επιλογή του συγκεκριμένου θέματος.
Είναι γεγονός ότι ο αναγνώστης δυσκολεύεται να ψυχολογήσει τις ενέργειες και τις
επιλογές των προσώπων. Ξαφνιάζει η αντίδραση του άντρα στο τέλος του
διηγήματος. Προτού όμως καταδικάσουμε το διήγημα, και έχοντας υπόψη μας ότι ο
Βλαχογιάννης σε άλλα διηγήματά του εμφανίζεται πολύ διεισδυτικός ψυχογράφος,
μήπως πρέπει να το δούμε και αυτό μέσα από το πρίσμα αυτών των ικανοτήτων του;
Μήπως αποδεικνύεται εδώ ότι πράγματι “άβυσσος η ψυχή του ανθρώπου;” Μήπως
καθρεφτίζει την πολύπλοκη, δυσανάγνωστη πολλές φορές γυναικεία ψυχοσύνθεση
και ψυχολογία;
Υπάρχουν στο διήγημα ενδιαφέροντα στοιχεία λαϊκής φιλοσοφίας και ηθικής: η τιμή
της παντρεμένης γυναίκας που ο σύζυγός της τη δέρνει με όρκο να μείνει πιστή και
να τιμήσει το όνομά του μετά το θάνατό του. ο γάμος ως αδιάλυτος δεσμός και η
αντίληψη ότι “ο γάμος είναι της αμαρτίας η συγχώρεση δοσμένη απ’ τον παππά το
χέρι”.
Κυρίαρχη όμως είναι, και η πίστη στη δύναμη του όρκου και στην τιμωρία σε
περίπτωση καταπάτησή του. Στο τελευταίο αυτό δεν μπορούμε να μη διακρίνουμε τη
φοβερή αρχαία θεότητα Αρά να επιβιώνει στο λαϊκό υποσυνείδητο.
Ο Πρόλογος των Προπυλαίων
Ο πολύ σημαντικός σε περιεχόμενο πρόλογος των Προπυλαίων, στον οποίο
αναφέρονται οι περισσότεροι μελετητές του Βλαχογιάννη δεν έχει συμπεριληφθεί στα
Άπαντα.
Στο κείμενο αυτό λέγονται από το Βλαχογιάννη πολύ σοβαρά πράγματα για τη
δυσκολία των πνευματικών ανθρώπων να εκδώσουν τα έργα τους, εκφράζεται η
πίκρα τους, όταν οι προσπάθειές τους δεν βρίσκουν την ανάλογη ανταπόκριση από το
κοινό.
Την τελευταία αυτή δυσάρεστη πραγματικότητα την υπερβαίνει ο Βλαχογιάννης
αισθανόμενος ότι το κοινό γι’ αυτόν υπάρχει, ότι μιλάει μαζί του, γιατί το κουβαλάει
μέσα του, γιατί είναι φορέας της “λαϊκής ψυχής”. Αυτός ο εσωτερικός διάλογος με το
βαθύτερο εαυτό του τον προερχόμενο από την “Ελλάδα την πλατειά, τη μεγάλη”
δικαιώνει την ανάγκη του δημιουργού για επικοινωνία.
Εξηγούνται ακόμα στον πρόλογο οι γλωσσικές του επιλογές και τοποθετήσεις καθώς
και η απόφασή του να μην εμπλακεί στους αγώνες για τη γλώσσα και να μην
υιοθετήσει ακραίες απόψεις.
Θεωρούμε πολύ θετικό και απαραίτητο να συμπεριληφθεί αυτό το τόσο
αποκαλυπτικό και ενδιαφέρον κείμενο στην έκδοση αυτή.
Για το ιστορικό έργο του Βλαχογιάννη
Μολονότι στα στοιχεία που έχουν προηγηθεί για τη ζωή και το έργο του Βλαχογιάννη
γίνεται μια γενικότερη αναφορά και στο ιστοριοδιφικό- ιστοριογραφικό του έργο,
κρίνουμε σκόπιμο για τις ανάγκες αυτής της έκδοσης να σταθούμε λίγο περισσότερο
στο χώρο αυτών των πνευματικών και επιστημονικών του δραστηριοτήτων και να
αναφερθούμε ειδικότερα στην “Ιστορική Ανθολογία” στην οποία προφανώς ανήκει
αν και δεν συμπεριλαμβάνεται στο σχετικό τόμο των Απάντων, το ιστορικό ανέκδοτο
“το τάμα” που παρουσιάζεται εδώ μαζί με τα άλλα αθησαύριστα κείμενα.
Ο Βλαχογιάννης από πολύ νωρίς, από τα εφηβικά του χρόνια εκδήλωσε ένα έντονο
ενδιαφέρον για τις πηγές της νεότερης εθνικής μας ιστορίας, το οποίο εξελίχτηκε στη
συνέχεια σ’ ένα πραγματικό πάθος αναζήτησης της ιστορικής αλήθειας που
κυριάρχησε μέσα του μέχρι το θάνατό του. Ανέλαβε και επιτέλεσε έργο
δυσχερέστατο, που απαιτούσε τιτάνιες προσπάθειες, ολόψυχο δόσιμο, πραγματικό
έρωτα. Επέδειξε φιλοπονία μοναδική, ασίγαστη δραστηριότητα, αξιοθαύμαστη
επιμονή.
Η προσφορά του στον τομέα της περισυλλογής και έκδοσης πολυτιμου και
διασπαρμένου σε ποικιλία σημεία ιστορικού υλικού, εργασία που έθετε τα θεμέλια
για τη συγγραφή της νεώτερης ελληνικής ιστορίας και κυρίως αυτής που αναφέρεται
στην περίοδο του απελευθερωτικού Αγώνα του ‘21, είναι ανεκτίμητη.
Αφιέρωσε τη ζωή του σ’ έναν αγώνα καθημερινής αναζήτησης στοιχείωνντοκουμέντων που θα μπορούσαν να βοηθήσουν το έθνος να γνωρίσει την ιστορία
του και να τη βλέπει κατάματα με τη γενναιότητα εκείνη που προσφέρει η τολμηρή,
ειλικρινής και ουσιαστική προσέγγισή της. Απομνημονεύματα, βιογραφίες,
αυτοβιογραφίες, υπομνήματα, επιστολές, ημερολόγια, δημόσια και ιδιωτικά έγγραφα,
περιοδικά και εφημερίδες γίνονται αντικείμενα επίμονων και γεμάτων ζήλο ερευνών.
Δεν φείδεται κόπου, χρόνου και άλλων θυσιών που φτάνουν μέχρι την οικονομική
στέρηση και ανέχεια. “Τον καταφλέγει ο πόθος να φθάσει στη θεώρηση της άδολης
ιστορικής ουσίας, ανόθευτης από κάθε παραποίηση”, σημειώνει χαρακτηριστικά ο κ.
Γεωργούλης.
Ήθελε την καθαρότητα της ελληνικής ιστορίας, που όπως φάνηκε δεν την ήθελε και
τόσο η ελληνική πολιτεία, αφού με την αδιαφορία και τη μικρόψυχη στάση της,
οδήγησε στην καταστροφή και στη χυδαία χρήση πολύτιμες σελίδες ιστορικού
υλικού. Πίσω από την καταστροφική αυτή λαίλαπα έτρεχε χρόνια ο Βλαχογιάννης με
το ασθμαίνον φιλότιμό του να περισώσει ό,τι μπορέσει ό,τι προλάβει.
Πρέπει να γίνει κατανοητό ότι ο Βλαχογιάννης πάσχει με όλη τη σημασία της λέξεως
για την εξασφάλιση της ιστορικής αλήθειας. Καταθέτει την ψυχή του και κανένας
ωφελιμιστικός ή ιδιοτελής υπολογισμός δε λανθάνει στην καθαρότητα των
προθέσεών του, αλλά “εραστής γιγνόμενος”, όπως θα έλεγε και ο Θουκυδίδης, της
πατρίδας του φτάνει κι αυτός στο σημείο να θυσιάσει τη ζωή του, όχι ίσως βιολογικά
αλλά μ’ ένα τρόπο που δεν απαιτεί λιγότερη γενναιότητα ούτε είναι μικρότερης
σημασίας. Ο Κ. Γεωργούλης θα πει γι’ αυτό το ολόψυχο δόσιμο: “Ο Βλαχογιάννης
είναι άλλου τύπου ερευνητής. Έχει τη συναίσθηση ότι η έρευνά του αφορά τη δική
του μοίρα... Γι’ αυτό το ύφος της έρευνάς του, και της ιστοριογραφίας του είναι
πάντοτε συγκινημένο, γι’ αυτό κι αυτός “παίρνει μέρος”. Μια τέτοια συναίσθηση,
όσο κι αν κάποτε μένει αποκρυμμένη, αποτελεί το εσώτατο κίνητρο κάθε γνήσιας
ιστορικής ερεύνης”.
Αυτός ο μεγάλος ζήλος του είναι που θα τον οδηγήσει και σε κάποιες συμπεριφορές
απέναντι σε πρόσωπα όχι τόσο ευγενικές και δίκαιες, σε αντιδράσεις ακραίες ίσως
και σε θέσεις απόλυτες. Πάντοτε όμως κινημένος από τη φλόγα του πάθους που
έκαιγε μέσα του με συνείδηση άδολη, ανιδιοτελή. “Είχε μέσα του κάτι από τη
μονομέρεια του ζηλωτή, κάτι από την αποκλειστικότητα του αφιερωμένου σε
θρησκευτική διακονία ιεροφάντης”.
Εξήντα ολόκληρα χρόνια αδιάλειπτης και εντατικής ιστοριοδιφικής εργασίας είναι η
προσφορά του Βλαχογιάννη. Μια εργασία που θα συμβάλει τα μέγιστα στη
θεμελίωση της ιστορικής αλήθειας που αφορά στην πορεία της Νεώτερης Ελλάδας.
Εν κατακλείδι μπορούμε να δεχτούμε την εγκυρότητα των κρίσεων του ιστορικού Ν.
Βλάχου για το ιστορικό έργο του Βλαχογιάννη: “Καίτοι δεν αφήκεν έργον
διεξοδικόν, δυνάμενον να θεωρηθή ως ιστορικόν υπό την αυστηράν έννοιαν του
όρου, εν τούτοις ενστίκτως αντιληφθείς τους σκοπούς και τα προβλήματα της
ιστορίας υπετύπωσεν αυτά επιγραμματικώς εις τα έργα του και κατέλιπεν μετά των
πλουσίων στοιχείων και ανεκτίμητον πρότυπον κριτικής και ελέγχου και αξιοπιστίας
των πηγών. Μετά των προϊόντων όμως της μακράς και γονίμου εργασίας του
εκληροδότησε εις τους επιγόνους του και την βαρείαν κληρονομίαν να
εκμεταλλευτούν το καταπληκτικόν εις όγκον και πολύτιμον εις αξίαν υλικόν, το
οποίον δαπανήσας ολόκληρον την ζωήν του ως μέλισσα ακαταπόνητος συνέλεξεν,
εταξινόμησε και υπεμνημάτισε”.
Η Ιστορική Ανθολογία - Το τάμα
Η “Ιστορική Ανθολογία” πρωτοεκδόθηκε το 1927 και επανεκδόθηκε στον Α΄ τόμο
των Απάντων του Βλαχογιάννη. Για την έκδοση του 1927 βοήθησε οικονομικά με
γενναιόδωρη διάθεση ο μεγάλος πατριώτης Εμμ. Μπενάκης. Σ’ αυτήν προτάσσεται
από το Βλαχογιάννη πρόλογος με τον τίτλο “παραμυθόλογα”, τον οποίο στα Άπαντα
του βρίσκουμε στο τέλος του Ζ΄ τόμου καταχωρημένον ως “προλογική μελέτη” μαζί
με άλλες μελέτες του
Η Ανθολογία απαρτίζεται από ανέκδοτα, γνωμικά, περίεργα αστεία, περιστατικά
διάφορα από τη ζωή επιφανών ελλήνων της περιόδου 1820-1864. Είναι το
καταστάλαγμα της λαϊκής έκφρασης, όπως σώθηκε στις αφηγήσεις διαφόρων που
έγραψαν ή μίλησαν για τον Αγώνα και τα κατοπινά χρόνια ως το 1864. Γνώμες,
κρίσεις, συμβουλές αγωνιστών, πολιτευτών ή και του ανωνύμου λαού, πλούσια
παρακαταθήκη σοφίας και εμπειρίας, πολύτιμη για την αυτογνωσία και τον
αυτοπροσδιορισμό του νεώτερου ελληνισμού. Το ύφος των κειμένων αυτών
χαρακτηρίζεται από μια απλότητα και λιτότητα, απ’ όπου απουσιάζει η καλλιλογία
και κυριαρχεί η στερεότητα και η βαρύτητα του λόγου. Είναι το ύφος της λαϊκής
έκφρασης στην απόλυτα καθαρή μορφή της, όπως τη συναντάμε στο λαϊκό παραμύθι
ή στα άλλα είδη του λαϊκού γλωσσικού θησαυρού μας.
Αλλά ας αφήσουμε να μιλήσει ο ίδιος ο Βλαχογιάννης για το περιεχόμενο, τον τρόπο
γραφής, τις πηγές, τη μέθοδο κατάταξης, του υλικού και την ιστορική αξία και
λειτουργικότητα αυτού του πονήματός του με αποσπάσματα που παραθέτουμε από
την προλογική μελέτη:
“Καθαρή ανεκδότων ιστορία δεν παραδίδω στο κοινό. στο βιβλίο αυτό έχει κανείς να
βρη κι άλλα περίεργα και παράξενα και χωρατά κάθε λογής και λόγια καλοθύμητα,
λόγια πατριωτικά, λόγια έξυπνα ή κουτά παλιών ανθρώπων, πιστά. όμως δανεισμένα
από τη πηγή τους. κι ακόμα κάποια σπουδαία περιστατικά, που θα μπορούσανε να
πιάσουν τόπο στης ιστορίας τα κεφάλαια άγνωστα είτε όχι ακόμα καθαρά γνωστά...”
“... Για να γράψω το βιβλίο αυτό, κόπους δεν έβαλα, παρά όσο να διαλέξω από τον
έτοιμο σωρό και από αυτόνε ν’ αντιγράψω ό,τι δε χρειαζότανε παρ’ αντιγραφή, να
ξαναπλάσω ό,τι ζητούσε ξανάπλασμα, να κάμω ζωντανό το ψόφιο, να ξύσω τη
σκουριά απ’ το σκουριασμένο χρώμα, να χαρίσω στο άχρωμο, χαμόγελο στο
σκουντουφλό...”
Ως προς τη μέθοδο που ακολούθησε τη χαρακτηρίζει “μιχτή”. Χώρισε τα ανέκδοτα
σε πολιτικά, στρατιωτικά ναυτικά και αυλικά δίνοντας όμως χρονολογική σειρά σε
κάθε κεφάλαιο, έτσι ώστε να καθίσταται το όλο έργο “Ιστορία ανεκδοτική” από την
άποψη ότι “το ανέκδοτο το αληθινά ιστορικό είναι μάθημα ιστορίας”
Ανεκδοτική ιστορία με διδακτικές προεκτάσεις χαρακτηρίζεται από τον ίδιο το
συγγραφέα, μοναδικό στο είδος του μαζί με τα “Μεγάλα Χρόνια” και “Τα
Παλληκάρια τα παλιά” το θεωρεί ο κ. Γεωργούλης αναδεικνύοντας το Βλαχογιάννη
“τον αγνότερο και σημαντικότερο φρονηματιστή της ελληνικής νεολαίας”.
Ενώ ο Ε. Φωτιάδης το παρομοιάζει με “αληθινήν πινακοθήκην” και ο Γ. Κουρνούτος
με “πετράδια συναγμένα από πλήθος πηγές... ριγμένα καθώς λιθάρια σε κοίτη
ποταμού καλογλυμμένα απ’ τον καιρό και την παράδοση...” Και ο Δ. Μιτάκης
ολοκληρώνει συμπερασματικά: “Καίτοι πολυκομματική η Ιστορική Ανθολογία
συνιστά συνάμα αρμολογημένο και πρωτότυπο ιστορικό σύγγραμμα”
Ένα ακόμι “πετράδι” ιστορικό ανέκδοτο από τη ζωή του Καραϊσκάκη αποτελεί και το
“τάμα” που άγνωστο γιατί δεν συμπεριλαμβάνεται στο σχετικό τόμο των Απαντων.
Το εντοπίσαμε στο περιοδικό “Προπύλαια” στον Α΄ τόμο (1900-1908) στις σελίδες
220-221.
Βρισκόμαστε στα 1827 λίγο πριν το θάνατο του Καραϊσκάκη. Οι μάχες μαίνονται
στην Αθήνα και τον Πειραιά. Σε κάποια ανάπαυλα του αγώνα στα Δαφνοβούνια,
παρέα ο Καραϊσκάκης με τον Καλλέργη και άλλους, δέχεται στον ώμο του την
επίσκεψη μιας πέρδικας. Τη δέχεται σαν καλό σημάδι και υπόσχεται, αν αξιωθούν και
λευτερώσουν την Αθήνα, να λειτουργηθούν στο Δαφνί. Σε περίπτωση που δεν
προφτάσει ο ίδιος, δίνει διαταγή στον Καλλέργη να ξεπληρώσει εκείνος το τάμα. Ο
Καραϊσκάκης σκοτώνεται, ο Καλλέργης γλυτώνει και αξιώνεται δόξες και τιμές στη
ζωή του αλλά ξεχνάει το τάμα. Στο τέλος της ζωής του όμως έρχεται “το πνέμα” του
ήρωα να του θυμίσει και άρρωστος ια αρχίζει τις προετοιμασίες για την εκπλήρωσή
του. Δε θα προφτάσει όμως. Το τάμα έμεινε ανεκπλήρωτο.
Το ανέκδοτο στηρίζεται στη λαϊκή πίστη για την ανάγκη εκπληρώσεως του τάματος,
το οποίο λειτουργεί σωστικά σε κάποια κρίσιμη καμπή του βίου. Αλλά και αρχαίες
δοξασίες ζουν στην ψυχή του λαού: το καλό σημάδι, η πέρδικα στον ώμο του
Καραϊσκάκη, μας παραπέμπει στους αρχαίους “οιωνούς”. Αρμονική συνύπαρξη
χριστιανικών και αρχαίων ελληνικών στοιχείων που καθορίζουν πολλες φορές τις
ενέργειες και των ηρώων πολεμιστών του ‘21.
Σχετικά με την ορθογραφία των κειμένων
Στα κείμενα αυτά που εντοπίστηκαν σε διάφορα έντυπα (εφημερίδες, περιοδικά)
συναντήσαμε μια ορθογραφική ποικιλία, η οποία οφείλεται κατά τη γνώμη μας και
στις διαφορετικές απόψεις των εκδοτών αλλά και σε κοινά τυπογραφικά λάθη,
εφόσον διαφορετικές ορθογραφικές εκδοχές διαπιστώσαμε και ξεχωριστά σε κάθε
κείμενο, κυρίως στο διήγημα “Από τη χώρα στο χωριό”.
Για να καταλήξουμε σε μια ενιαία μορφή, ανατρέξαμε σε κείμενα που εκδόθηκαν με
έξοδα ή επιμέλεια του ίδιου του συγγραφέα στις αρχές του αιώνα, στα Άπαντα που
εκδόθηκαν με τη φιλολογική φροντίδα του Γ. Κουρνούτου καθώς και στην έκδοση
“Διηγήματα Γ. Βλαχογιάννη Επαχτίτη” του βιβλιοπωλείου της Εστίας.
Παρατηρήσαμε ότι απόλυτη ορθογραφική ομοιομορφία δεν υπάρχει. Ο Γ.
Κουρνούτος υποστηρίζει ότι διατηρεί την ορθογραφική άποψη του Βλαχογιάννη και
το κάνει σε γενικές γραμμές. Ωστόσο συναντάται συντελικός χρόνος τόσο με -ει όσο
και με -η π.χ. έχει γίνει, αλλά και έχει γίνη ή η το επίθετο καημένος αλλά και
καϊμένος κ.ά.
Στα “Μεγάλα Χρόνια” (1913) συναντάμε τύπους οικείους σε μας: κοιτάζω, σβήνω,
πιά, πιό, αφήνω, είχε περάσει.
Στη “Πεταλούδα” όμως (1920) επανερχόμαστε στους ενεργητικούς συντελικούς
χρόνους με -η π.χ. είχανε βάλη. Στο “Του χάρου ο χαλασμός” ο συντελικός χρόνος
πάλι με -ει. Στο “Λόγοι κι Αντίλογοι” (1925) έχουμε τους τύπους: κυτάζω, σβύνω,
στρήβω.
Σταθερά παρουσιάζεται με -η ο παθητικός παρακείμενος και υπερσυντέλικος, εκτός
από την έκδοση της “Εστίας” όπου φαίνεται ότι έχουν γίνει τολμηρές παρεμβάσεις.
Έχοντας υπόψη όλα αυτά και παρατηρώντας ότι και ο ίδιος ο Βλαχογιάννης είναι
σχετικά ελαστικός και ανεκτικός σε κάποιες, όχι ίσως τόσο ουσιαστικές,
ορθογραφικές διαφοροποιήσεις και τις απόψεις του Κουρνούτου για την
ιστορικότητα του θέματος αλλά και το σύγχρονο αναγνώστη τον εξοικειωμένο
τουλάχιστον με την ορθογραφία του γραμματικού μορφήματος, επιλέξαμε μια
φόρμουλα, που και να μην αλλοιώνει τη μορφή και το ύφος των κειμένων και να μην
ενοχλεί και ξενίζει πολύ τον αναγνώστη. Έτσι υιοθετούμε λ.χ. τους τύπους: κοιτάζω,
σβήνω, στρίβω.
Θεωρήσαμε σκόπιμο να διαχωρίσουμε το ειδικό, πως και το αναφορικό που από τα
αντίστοιχα
ερωτηματικά με την διαφοροποίηση του τόνου. Κρατήσαμε όμως τις περισσότερες
ορθογραφικές
εκδοχές στις οποίες φαίνεται να εμμένει ο Βλαχογιάννης: άρθρο αιτιατ. πληθυντικού
για τα
θηλ. ονόματα τής, παθητ. συντελικούς χρόνους με -η. (Εξαιρέσαμε όμως την
υπογεγραμμένη)
παρατατικό με ω π.χ. φοβώμουν, πεία, πειο κ.α. Έτσι από την άποψη της
ορθογραφίας τα κείμενα
διατηρούν σχεδόν τη μορφή που έχουμε στα Άπαντα, εφόσον η έκδοση αυτή έρχεται
να παίξει ένα ρόλο συμπληρωματικό
ΓΛΩΣΣΑΡΙΟ
Α.
αγκλίτσα(η)= ποιμενικό ραβδί αρχ. αγκύλης> αγκουλίτσας> αγκλίτσα
αγκούτσα(η)= μακρύ ραβδί που καταλήγει σε πιαστήρι
αλιχτάω= γαυγίζω αρχ. υλακτώ
αμανάτι (το) = το ενέχυρο, αραβ.emanet=παρακαταθήκη
αναγούλα(η) = η τάση προς εμετό, ανα+γουλα (οισοφάγος) λατ.
gula=λαιμαργία, εμετός
αποστομίζω κ’ αποστομάω: σκοντάφτω, επί+στόμα> επίστομα> επιστομάω
αραποσίτι (το): αραβόσιτος, καλαμπόκι
αργάζω: κατεργάζομαι, εκ του εργάζομαι (κατεργάζομαι), χτυπώ
αρμαθιά (η): μάτσο, αρχ. αρμαθός= σειρά, αλυσίδα
αχαμνός (επιθ.): άπαχος, αδύναμος, αρχ. χαύνος> χάμνος> αχαμνός.
Β.
βάθρακας (ο): ο βάτραχος, αρχ. βάθρακος (συνθ. κοντοβάθρακας= επί κοντών
ανθρώπων)
Γ.
γαϊτάνι (το): σειρίτι, κορδόνι, ζωνάρι, κυκλικό κέντημα, είδος χορού, δύο εκδοχές:
α) λατ.gaitanum= από την πόλη Gaeta, β) τουρκ. gaytan
γκαίνιασμα (το): εγκαίνεια< εγκαίνιον
γκόλφι: το φυλαχτάρι, φυλαχτό< εγκόλπιον
γλούπος: το στόμιο
γλωσσιάζω: δοκιμάζω ένα φαγητό με την άκρη της γλώσσας
γούπατο: (το): βαθούλωμα, απάνεμο μέρος. Από το ουσιαστικό γούβα= κοίλωμα του
εδάφους, αλβ. guve.
γούρνα (η): κάθε λάκκος φυσικός ή τεχνητός. Από το τουρκ. kurna= λουτήρας ή το
αρχ.
γρώνος ή γρώνη= κοίλη πέτρα, κοίλο αγγείο.
γραπώνω: αρπάζω, αρπάζω με τα νύχια, συλλαμβάνω. Από το ιταλ. grappo= αρπάγη.
Δ.
διάτανος (ο): διάβολος, από το συμφυρμό των δύο λέξεων διάβολος και σατανάς.
δραγάτης: ο αγροφύλακας, ο αμπελοφύλακας, δύο εκδοχές: α) από το σλαβ. draga=
κοιλάδα β) από το αρχ. ελλ. δέρκομαι= βλέπω
Ζ.
ζάβαλος ή ζαβαλής (ο): φουκαράς, τουρκ. zavali= ταλαίπωρο.
ζαβός (επιθ.): δύστροπος, ιδιότροπος, ανάποδος, στρεβλός, κακός ή και διανοητικώς
ελλιπής. Ίσως από το μεσυκ. Σάβος ή Σαβός= Βακχεύων, τρελλός ή άλλη εκδοχή
εκ του ζερβός.
ζάζω
ζουδάκι (το), ζούδι (το): μικρό ζώο. Μτφρ. φόβητρο, σκιάχτρο. Από το αρχ. ζώδιον
ζουλάπι (το): άγριο ζώο, κυρίως λύκος. Μτφρ. επί ανθρώπων= ακοινώνητος. Από το
αλβαν. zulap= άγριο ζώο ρουμαν.zulape= λύκος.
ζυγούρι (το): αρνί 1-2 ετών, μεσν. ζυγούριον< ζυγός (διπλός)
Κ.
καϊλα (η): η τσουκνίδα, το κάψιμο εκ του καίω.
καλαπόδι (το): ξύλινο ομοίωμα του κάτω μέρους του ποδιού. Από το αρχ. καλάπους.
Λέγεται και καλουπόδι με παρετυμολογική επίδραση από το καλούπι.
καπότα (η): η κάππα, ποιμενικό εξωτερικό ρούχο με κουκούλα από μαλλί τράγου από
το
ιταλ. cappoto
κάρκαρο: κάτι πολύ ξερό.
καρτεράω: περιμένω, ενεδρεύω, αρχ. καρτερώ
καψάλα: η εδαφική έκταση που κάηκε, από το καυκαλίζω< καίω
καψόπαιδο: παιδί καχεκτικό, αδύναμο (καψο: πρώτο συνθετικό πολλών λέξεων
δηλωτικών καχεξίας και αδυναμίας)
κλώστης (ο): σιδερένιο βιομηχανικό αδράχτη.
κλωτσοτύρι (το): το μετά την αποβουτύρωση του γάλακτος κατασκευαζόμενο τυρί,
ξινοτύρι. Από το κλώτσος και τυρί. Επειδή δεν είναι καλής ποιότητας, του
κώτσου
και του μπάτσου, όπως λένε. Λέγεται και βουστίνα ή πρέντζα ή ξίνα ή και
τιντουμάτα (το ι και ου με κούφωση) γιατί δύσκολα καταπίνεται και πετιώνται τα
μάτια έξω.
κολυμπάδα (η):
κονάκι: κατάλυμα, κατοικία, τουρκ.konak. και αρωμν. conac
κοντάκι (το): το ξύλινο πίσω μέρος του όπλου. Υποκορ. του αρχ. κόνταξ= κυλινδρικό
ξύλο όπου τύλιγαν τους παπύρους τουρκ. kundak και αλβαν. kondak έχουν την
ίδια με τη δική μας έννοια.
κοπέλι (το): νόθο τέκνο, παιδί αγνώστου πατέρα. Λέγεται και κόπελος (μεγεθυντικό).
Αλβ. copil και αρωμν. kopilu και kokilu
κοπιάζω: κάνω τον κόπο μτφρ. έρχομαι επίσκεψη ή για φαγητό Αρχ. κοπιώ=
κουράζομαι
κοράκι (το):
κοψίδι (το): κομμάτι από κρέας. Από το ρήμα κόπτω. κοψίδιον> κοψίδι. Από τον
πληθ.
κοψίδια. ψίγδια= μικρά κομμάτια δέρματος, απομεινάρια
κρένω (και κραίνω): μιλάω από το αρχ. κρίνω
Λ.
λαγαρός: καθαρός
λακάω (και λακώ): φεύγω τρέχοντας, αρχ. λακώ
λαρωμός (ο) και λάρωμα (το): το γλύκαμα του πόνου
λαρώνω: ησυχάζω, ηρεμώ, κατευνάζομαι, λουφάζω αρχ. ιλαρώνω και ιλαρώ
λειψοκούλουρο (το): το λιποβαρές κουλούρι ή αυτό που δεν έπαθε ζύμωση
λιόκρινο (το): κόκκαλο φιδιού που βάζουν μέσα σε κανάτα με νερό για να φτιάξουν
φάρμακο για τη χρυσή (ίκτερος)
λουφάζω: σιωπώ και ακινητώ από φόβο ή αμηχανία. Από το αρχ. λωφώ= ησυχάζω,
αναπαύομαι
λυγκιαστός:
Μ.
μαγκούφης (ο): αυτός που ζει μόνος και χωρίς οικογένεια, έρημος Μτφρ. κακομοίρης,
αχαϊρευτος. Από το τουρκ. mankafa= χοντροκέφαλος
μόστρα (η): προθήκη δειγμάτων, βιτρίνα, το εκλεκτό μέρος εμπορεύματος που
μπαίνει
στην επιφάνεια της συσκευασίας. Μτφρ. πρόσωπο. Από το τουρκ.
mostra= δείγμα
πρότυπο ή το ιταλ. mostro=δείγμα, επίδειξη
μπακανιάρης (ο): ασθενικός, κιτρινιάρης, σπληνιάρης. Από το τουρκ. Baka= σπλήνα
μπιρμπιλός:
μποστάνι (το): χωράφι όπου καλλιεργούνται πεπόνια και καρπούζια. Από το τουρκ.
bostan= φυτεία πεπονιών
Ν.
νίβω: πλένω με νερό. Από το αρχ. νίπτω
ντιπ (επιρρ.): καθόλου, εντελώς. Από το τουρκ. dip= διόλου
ντουλαμάς (ο): επενδύτης, μαντίο. Από το τουρκ. dolama=περιβάλλω, τυλίγω
Ξ.
ξενομώ:
ξεπεταρούδι (το): το πουλί που πετάει για πρώτη φορά
Π.
παλάσκα (η) ή μπαλάσκα (η): φυσιγγιοθήκη, θήκη πυρίτιδος. Από το τουρκ. palaska
παλιούρι (το): θάμνος αγκαθωτός για περιφράξεις. Από το αρχ. παλίουρος= θάμνος
ακανθώδης
παντέχω: περιμένω, προσδοκώ, ελπίζω, απαντέχω. Από το υπ’ και αντέχω>
υπαντέχω>
παντέχω
παπάρα (η): ψωμί βουτηγμένο σε νερό ή γάλα, με τυρί και λάδι. Είδος πρόχειρου
φαγητού από κομμάτια ψωμιού βρασμένου με νερό και λάδι. Από το τουρκ.
pappare, λατν. papparium= είδος φαγητού νηπίων και αρωμν. papara
παράβαλος (ο): ο ριψοκίνδυνος
παράκαιρα (επιρρ.): σε ακατάλληλη εποχή ή ώρα, αργά, άκαιρα. Από την προθ.
παρά+
καιρός
παρανόμι (το): επώνυμο, παρατσούκλι (παρά + όνομα)
παρατορίζω: εκπλήττομαι από κάποιο θίαμα. παρατόρισμα= έκπληξη
παράτορος (επιθ.): έκπληκτος
παστρεύω: καθαρίζω Μτφρ.= ξεπαστρεύω, αδειάζω τον τόπο. Από το σπαρτεύω>
σπαστρεύω> παστρεύω. Σπαρτεύω= καθαρίζω με σκούπα καμωμένη από σπάρτα ή
από το ιταλ. spartare= καθαρίζειν
παστρικός (επιθ.): καθαρός. Μτφρ.= ανεπίληπτος, άσπιλος, αγνός ειρωνικά φαύλος
Ουσ. παστρικιά= η γυναίκα επιληψίμου διαγωγής. Από το μσνκ. επιθ. σπαστρικός
πατούλια (η): αγέλη ζώων
πιλάλα (η): το τρέξιμο
πόλκα (η): είδος γυναικείου ενδύματος, ζακέττα. Από το ιταλ. polca και το
πολων.polka
πουμώνω: σκεπάζω καλά, κρύβω κάτι, συγκαλύπτω
πράμα (το): το κατοικίδιο ζώο
πρατίνα (η): η προβατίνα
προσφάγι (το): καθετί που τρώγεται με ψωμί, σαν συμπλήρωμα αυτού, το πρόχειρο
φαγητό
προμυτίζω: από το προύμυτα== πρηνηδόν, με τη μύτη εμπρός (προμμύτη)
πρυόβολος: πυρόβολος, ατσάλι με το οποίο βγάζουν σπίθα από τη στουρναρόπετρα.
Ρ.
ρέκος (ο): δυνατό κλάψιμο, σκουσμός
ροβολάω: κατεβαίνω την πλαγιά, εφορμώ. Από το ιταλ. tubellare= επαναστατώ
ρόκα (η): αδράχτι, ξύλινο αντικείμενο που με τη βοήθειά του γνέθουν. Ιταλ. rocca,
ελλ. ηλακάτη
Σ.
σάλαγος (ο): θόρυβος, σαλαγάω= κατευθύνω με φωνές ή σφυρίγματα το κοπάδι
σαλάχι (το) ή σελάχι: δερμάτινη ζώνη ποιμένων με θήκη μπροστά για τοποθέτηση
πραγμάτων, εξάρτημα της στολής το τσολιά (θήκη για μαχαίρια και πιστόλια),
τουρκ. silan= όπλο
σγαντζαρός (επιθ.): άγριος, σκληρός, (σγαντζαρά μαλλιά)
σκάμνα (τα): τα μούρα, σκαμιά= μουριά
σκαρίζω: βγάζω τα ζώα στη βοσκή. Από το αρχ. σκαίρω= πηδώ, σκιρτώ
σκιάζομαι: φοβούμαι, από το αρχ. ρήμα σκιάζω. Η σημερινή σημασία είναι
μεσαιωνική
στάλος ή σταλός (ο): μέρος με ίσκιο όπου αναπαύονται το μεσημέρι τα βοσκήματα
στανιό (το): το ακούσιο, η βία, ο καταναγκασμός. Από το μσνκ. στανιό. Επιρρ.
στανέως
ή σθεναρώς
σταφνίζομαι: στολίζομαι
στερφεύω: παύω να παράγω γάλα (για τα βοσκήματα), παύω να βγάζω νερό, στερεύω
(για πηγή)
στέρφος (ο) και θηλ. στέρφα (για θηλυκά βοσκήματα): αυτός που δεν κάνει νεογνά, ο
στείρος από το αρχ. επιθ. στέρφος. Τα στέρφα: τα μη γαλακτοφόρα
σώνω: σώζω, βγάζω κάποιον από δύσκολη θέση, τελειώνω, φθάνω, συμπληρώνω
Τ.
ταβάς (ο): είδος μαγειρικού σκεύους, που είναι πλατύ και αβαθές, μικρότερο του
ταψιού.
Από το τουρκ. tava= τηγάνι
τάτας (ο): ο πατέρας. Παλιά νηπιακή λέξη. Από το αρχ. τατά= πατέρα μου, ομηρικό
τέττα,
αλβ. tate, λατιν. tata ισπαν. πορτογ. σερβ. tata
τεφαρίκ (το): ακριβό, σπάνιο πράγμα. Από το τουρκ. tefarik
τροχαλίζω: τρέχω πάνω στα χαλικια (τρόχαλο= μικρή πέτρα, τρόχαλος
=χαλικοκατηφοριά)
τσόνης (ο): ο σπουργίτης
τσούζω: προξενώ δριμύ πόνο, πληγώνω ηθικά κάποιον (μτφρ.) για κρασί, πίνω,
μεθάω
Φ.
φελάω: ωφελώ
φετνάρι: το πουλί που γεννήθηκε εφέτος
φιλεύω: προσφέρω κάτι φαγητό ή ποτό. Δίνω μικρό φιλοδώρημα
φκειασίδι: το ψιμύθιο, το καλλυντικό. Υποκορ. του ευθείασις> ευθειασίδιον>
φκειασίδι
φλέσσερα και φλέσουρα (τα): φύλλα του καρπού του καλαμποκιού. Μτφρ.= κάτι το
πολύ
ελαφρό, που το παρασύρει ο αέρας. Από το ιταλ. flessuoso-a= εύστροφος
φούρκα (η): πάσσαλος διχαλωτός. Ισχυρή μνησικακία, θυμός. Αλβν. furke λατν.
furka,
ιταλ. forca= αγχόνη κρεμάλα
φουρκίζομαι: εξοργίζομαι, θυμώνω. Από το μσνκ. φουρκίζω βασανίζω με τη φούρκα,
παλουκώνω
φτελιά (η): το δέντρο πτελέα, φτελιά, αρχ. πτελέα
Χ.
χαϊβάνι (το): ζώο Μτφρ.: μικρό παιδί, άνθρωπος σε ζωώδη κατάσταση, πολύ αφελής.
Από το τουρκ. hayvan= ζώο
χαμάδα (η): ελιά πεσπελη στο έδαφος. Από το επιρρ. χάμω
χαμοκέλα (η): η καλύβα
χαντάκι (το): τάφρος διοχέτευσης νερού. Υποκορ. του αρχ. χάνδαξ. Αραβ.khandag
και τουρκ. hendek
χάσκω: ανοίγω το στόμα μου
χαψιά (η): ποσότητα φαγητού, όση χωράει το στόμα
χουγιάζω: φωνάζω. Από το σλαβ. hujati. Αρωμν. huesku= βοώ, κραυγάζω
χωραίτης (ο): από τη χώρα, καμπίσιος
χωρατεύω: λέω αστειότητες, άκακα πειράγματα
ψυχοπιάνομαι: τρώω κάτι για να σταθώ στα πόδια μου, αντέχω
ψυχούδι (το): το ψωμάκι των μνημοσύνων
ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ
o
o
o
o
o
ΒΑΛΕΤΑΣ Γ. “Το ελληνικό Διήγημα, η θεωρία και η ιστορία του”, 2η
έκδ. , εκδόσεις Φιλιππότη, Αθήνα 1983
ΒΑΡΔΑΚΟΥΛΑΣ Γιάννης “Γιάννης Βλαχογιάννης Επαχτίτης”,
Ναύπακτος 1991
ΒΕΛΟΥΔΗΣ Γιώργος “Γραμματολογία: Θεωρία Λογοτεχνίας”,
Δωδώνη, Αθήνα 1994
ΒΙΤΤΙ Μάριο “Ιδεολογική λειτουργία της ελληνικής ηθογραφίας”, 3η
εκδ. Κέδρος, Αθήνα 1991
ΕΓΚΥΚΛΟΠΑΙΔΕΙΑ ΠΑΠΥΡΟΣ LAROUSSE τομ.14, Πάπυρος,
Αθήνα 1984
o
o
o
o
o
o
o
o
o
o
o
o
o
o
o
o
o
o
o
o
ΕΚΠΑΙΔΕΥΤΙΚΗ ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΕΓΚΥΚΛΟΠΑΙΔΕΙΑ τομ. Β΄
Εκδοτική Αθηνών, Αθήνα 1984
ΙΣΤΟΡΙΑ ΤΟΥ ΕΛΛΗΝΙΚΟΥ ΕΘΝΟΥΣ, τομ. ΙΓ΄, ΙΔ΄ Εκδοτική
Αθηνών, Αθήνα 1977
ΚΑΛΑΝΤΖΑΚΟΣ Α. “Λεξικό ρουμελιώτικης Λαϊκής Γλώσσας”
Αθήνα 1995
ΚΑΡΑΝΤΩΝΗΣ Αντρέας “Από το Σολωμό ως το Μυριβήλη”,
Βιβλιοπωλείον της “Εστίας”, Ι.Δ. Κολλάρου & Σιας Α.Ε., Αθήνα 1969
ΚΑΡΑΝΤΩΝΗΣ Αντρέας “Φυσιογνωμίες”, Σειρά δεύτερη,
Βιβλιοπωλείον της Εστίας, Αθήνα 1935
ΚΑΡΑΠΙΠΕΡΗΣ Δ. “Ρουμελιώτικη λαογραφία”, έκδοση
Καραπιπέρειου Πνευματικού Ιδρύματος, Αθήνα 1984
ΚΟΡΔΑΤΟΣ Γιάννης “Ιστορία της Νεοελληνικής Λογοτεχνίας”
τομ.Α΄ Βιβλιοεκδοτική, Αθήνα 1962
ΚΟΥΡΝΟΥΤΟΣ Γ. (επιμ.) “Άπαντα Νεοελλήνων Κλασσικών”
Βλαχογιάννης τομ.1, Εταιρεία Ελληνικών Εκδόσεων, Αθήνα 1965
ΛΑΟΥΡΔΑΣ Β. “Φιλολογικά Δοκίμια”, Διαγώνιο, Θεσσαλονίκη 1977
ΜΑΣΤΡΟΔΗΜΗΤΡΗΣ Π.Δ. “Εισαγωγή στη Νεοελληνική
Φιλολογία”, 5η εκδ., Δόμος, Αθήνα 1984
ΜΑΣΤΡΟΔΗΜΗΤΡΗΣ Π. “Μελέτες και άρθρα”. Γνώση τομ.Β΄,
Αθήνα 1984
ΜΑΣΤΡΟΔΗΜΗΤΡΗΣ Π. “Ο Ζητιάνος του Καρκαβίτσα” 3η εκδ.,
Εκδόσεις Καρδαμίτσα, Αθήνα 1985
ΝΑΥΠΑΚΤΙΑΚΑ τομ.Ζ΄, Γιάννης Βλαχογιάννης, Εταιρεία
Ναυπακτιακών Μελετών, Αθήνα 1995
ΝΕΑ ΕΣΤΙΑ τομ. ΜΔ΄ τευχ.515, Αφιέρωμα: Γιάννης Βλαχογιάννης,
Αθήναι, Χριστούγεννα 1948
ΠΑΠΑΘΑΝΑΣΟΠΟΥΛΟΣ Θ. “Γλωσσάρι ρουμελιώτικης
ντοπιολαλιάς”. Θουκυδίδης, Αθήνα 1982
ΠΟΛΙΤΗΣ ΛΙΝΟΣ “Ιστορία της Νέας ελληνικής λογοτεχνίας:
συνοπτικό διάγραμμα Βιβλιογραφία, 2η εκδ. Θεσσαλονίκη 1969
ΠΟΛΙΤΗΣ ΛΙΝΟΣ “Ιστορία της Νεοελληνικής Λογοτεχνίας”, εκδοση
Μορφωτικού Ιδρύματος Εθνικής Τραπέζης, Αθήνα 1979
ΣΑΧΙΝΗΣ Απ. “Παλαιότεροι Πεζογράφοι”, 3η εκδ., Βιβλιοπωλείο της
Εστίας Ι.Δ. Κολλάρου & Σιας Α.Ε., Αθήνα 1989
ΣΤΑΦΥΛΑΣ Μ. “Γιάννης Βλαχογιάννης, ο Υπέρμαχος της Ιστορικής
Αλήθειας, Βιβλιογραφικά- κριτικές αποτιμήσεις. Έκδοση ιδρύματος Γ.
& Μ. Αθανασιάδη-Νόβα, Ναύπακτος 1995
ΤΡΙΑΝΤΑΦΥΛΛΟΠΟΥΛΟΣ Ν.Δ. “Αλέξανδρος Παπαδιαμάντης,
Άπαντα” τομ.1, Δόμος Αθήνα 1989