ΚΟΙΝΩΝΙΚΕΣ ΚΑΙ ΓΛΩΣΣΙΚΕΣ ΠΟΙΚΙΛΙΕΣ ΚΑΙ ΟΙ ΕΠΙΔΡΑΣΕΙΣ ΤΟΥΣ ΣΤΗΝ ΕΚΠΑΙΔΕΥΣΗ ΕΡΓΑΣΙΑ ΣΧΟΛΙΚΟΥ ΕΤΟΥΣ 2012-2013 ΤΟΥ ΤΜΗΜΑΤΟΣ Α1 ΤΟΥ ΓΕΝΙΚΟΥ ΛΥΚΕΙΟΥ ΠΥΡΓΕΤΟΥ ΕΡΓΑΣΙΑ Β’ ΤΕΤΡΑΜΗΝΟΥ ΠΥΡΓΕΤΟΣ 2013 Συμμετείχαν οι μαθητές: Ομάδα Α’ Ζέρβα Σταυρούλα Θώμου Δήμητρα Μέμα Ολυμπιάνα Ομάδα Β’ Μπίμπα Μόντα Μπίμπα Μόντι Ντάνου Ευανθία Ομάδα Δ’ Γαγάρας Νικόλαος Γκανάβας Μιχαήλ Γκρίγκας Αναστάσιος Λαΐνας Γεώργιος Ομάδα Γ’ Γιαννιού Άννα Κούμε Ελένη Λαΐνα Ρόζα Λουλούδη Θεοφανία Ομάδα Ε’ Ζαφείρης Αντώνιος Καμπίσιος Αστέριος Μπεριτζά Μαρία Μπλέτσα Βασιλική Επιβλέπων: Ζώτης Σεραφείμ, φιλόλογος ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΑ ΕΙΣΑΓΩΓΗ .................................................................................................................... 4 Κρητικά ...................................................................................................................... 5 Αρβανίτικη γλώσσα ............................................................................................. 18 Η Κυπριακή διάλεκτος..................................................................................... 24 Βλαχική Διάλεκτος ...................................................................................... 27 Ήθη και Έθιμα των Ποντίων ................................................................... 37 ΕΙΣΑΓΩΓΗ Κατά το β’ τετράμηνο, κι αφού πρώτα επισκεφτήκαμε την ιστοσελίδα www.pardalilexi.gr , ασχοληθήκαμε με διαλέκτους της ελληνικής και τη χρήση τους στην καθημερινή ζωή, στις οικογενειακές σχέσεις, στις επαγγελματικές δραστηριότητες, στα ήθη και έθιμα κατά τόπους. Συγκεκριμένα, μας απασχόλησαν η κρητική, η κυπριακή, η αρβανίτικη, η βλάχικη διάλεκτος και εν μέρει η ποντιακή. Παραθέτουμε τις εργασίες μας. Κρητικά Κρητική διάλεκτος ονομάζεται η μορφή της νεοελληνικής που μιλιέται στην Κρήτη. Προέρχεται από την ελληνιστική κοινή. Σύμφωνα με τον Browning (1991, 172), η Κρήτη καταλήφθηκε από Άραβες μετανάστες που προέρχονταν από την Ισπανία και οι οποίοι εγκαταστάθηκαν για λίγο στην Αίγυπτο το 823 ή το 825. Παρέμεινε στα χέρια των Αράβων μέχρι την ανακατάληψή της από τον Νικηφόρο Φωκά το 967. Για το διάστημα του ενάμιση αιώνα που μεσολάβησε δεν είναι γνωστά πολλά στοιχεία σχετικά με τη ζωή των Κρητών, σίγουρα όμως δεν είχαν ιδιαίτερη επικοινωνία με τον υπόλοιπο ελληνικό κόσμο. Ο ίδιος συγγραφέας υποστηρίζει ότι, μολονότι δεν υπάρχει αμφιβολία ότι η γλώσσα της Κρήτης είχε αρχίσει να αναπτύσσει τα ιδιαίτερα γνωρίσματά της ήδη πριν το 823, το διάστημα αυτό ίσως να ήταν κρίσιμο για την καθιέρωση των χαρακτηριστικών που διαφοροποιούν την κρητική από τις υπόλοιπες ελληνικές διαλέκτους και τα ιδιώματα. Πιο συγκεκριμένα, η κρητική διάλεκτος απαντά σε γραπτή μορφή ήδη από τον 14ο αιώνα και κυρίως κατά την ακμή της κρητικής λογοτεχνικής παραγωγής (16ος αιώνας μέχρι τα μέσα του 17ου). Από το 1669 και εξής όμως, όταν δηλαδή το νησί κατακτήθηκε από τους Τούρκους, δεν υπάρχουν γραπτές μαρτυρίες μέχρι τον 19ο αιώνα, οπότε λόγιοι άρχισαν να εκδίδουν συλλογές με προφορικό υλικό (κυρίως δημοτικά τραγούδια, δηλαδή ρίμες). Η Ελληνική γλώσσα μιλιέται στην Κρήτη μετά την κάθοδο των Αχαιών (περίπου μετά το 1450 π.Χ.). Ποια γλώσσα μιλούσαν κατά την μινωική εποχή δεν έχει γίνει ακόμη γνωστό, αφού δεν έχουν διαβαστεί ακόμη τα σωζόμεν γραπτά μνημεία. Ο Όμηρος μας πληροφορεί πως στην Κρήτη κατοικούσαν Ετεόκρητες, Πελασγοί και Κύδωνες, Αχαιοί και Δωριείς.Ετεόκρητες ονομάζονταν οι γηγενείς κάτοικοι του Νησιού, οι Μινωίτες, οι οποίοι μετά την κάθοδο των Δωριέων κατέφυγαν και περιορίστηκαν στο ανατολικό άκρο της Κρήτης. Στην αρχαία πόλη Πραισό που βρισκόταν στην περιοχή της Σητείας έχουν βρεθεί επιγραφές γραμμένες με ελληνικούς χαρακτήρες σε μια γλώσσα που οι ειδικοί ονομάζουν ετεοκρητική και πιθανόν να είναι ένα προελληνικό κρητικό ιδίωμα. Από τότε λοιπόν αφού έμεναν στο νησί πέντε διαφορετικά φύλα, τα ελληνικά της Κρήτης θα είχαν διάφορους ιδιωματισμούς ποικίλης προέλευσης. Εξ’ άλλου ο Όμηρος χαρακτηρίζει τη γλώσσα που μιλιέται στο νησί «μεμιγμένη». Με το πέρασμα του χρόνου επικράτησε η δωρική διάλεκτος, η λεγόμενη «αυστηρά δωρική». Σ’ αυτήν είναι γραμμένη η επιγραφή της Γόρτυνας (5ος αιώνας π.Χ.). Η διάλεκτος αυτή μιλιόταν στην Κρήτη μέχρι τους πρώτους αιώνες μ.Χ., μέχρι δηλαδή της επικράτηση της αλεξανδρινής ή ελληνιστικής κοινής. Μέχρι το 14ο αιώνα μ.Χ. δεν υπάρχουν γραπτά μνημεία ώστε να ξέρουμε πως μιλούσαν οι Κρητικοί μετά της επικράτηση της ελληνιστικής κοινής. Αλλά οι δωρισμοί και τα αρχαϊκά λεξιλογικά στοιχεία, στα τοπωνύμια κυρίως, αποδεικνύουν πως η ελληνική γλώσσα δεν έπαψε ποτέ να μιλιέται στο νησί..Κατά την περίοδο της ενετοκρατίας έχομε γραπτά κείμενα από τις αρχές του 14ου αιώνα. Τα κυριότερα λογοτεχνικά κείμενα σε κρητική διάλεκτο είναι, όπως είναι γνωστό, τα έργα της «Κρητικής σχολής» των δυο τελευταίων αιώνων της ενετοκρατίας. Στην ιστορία της νεοελληνικής διαλεκτολογίας η Κρήτη κατέχει ιδιαίτερη θέση, η οποία οφείλεται όχι τόσο στη φύση της διαλέκτου της και των γλωσσικών χαρακτηριστικών, αλλά κυρίως στη σχέση της με τη λογοτεχνία. Κατά τον 16ο και 17ο μ.Χ. αιώνα, περίοδο που είναι γνωστή και ως «Κρητική Αναγέννηση» η γλώσσα της κρητικής λογοτεχνίας έπαιξε το ρόλο μιας κρητικής κοινής γλώσσας, σχετικά με τα κρητικά ιδιώματα. Η Κρήτη δηλαδή κατά τον Α. Μirambel δημιούργησε μια ιδιωματική κοινή γλώσσα στην οποία η νεοελληνική κοινή αλλά και η λογοτεχνία του σύγχρονου ελληνισμού οφείλει πολλά. Κατά την περίοδο της Τουρκοκρατίας μπορούμε να παρακολουθήσομε την εξέλιξη της διαλέκτου κυρίως από τα δημοτικά τραγούδια (μαντινάδες, ριζίτικα, ρίμες κ.τ.λ.) και από κάποια δικαιοπρακτικά έγγραφα.Η κρητική διάλεκτος κατά την άποψη όλων των διακεκριμένων επιστημόνων, οι οποίοι τη μελετούν συστηματικά, είναι από τις πιο ενδιαφέρουσες τοπικές μορφές της γλώσσας μας, με πολλά αρχαϊκά στοιχεία στο λεξιλόγιο, στη μορφολογία και στη σύνταξη. Ο συντηρητικός της χαρακτήρας συνετέλεσε ώστε να διατηρηθούν παλαιότερες μορφές της γλώσσας μας (κλασική, Βυζαντινή) γι΄ αυτό η γνώση της κρητικής διαλέκτου βοηθά πολλές φορές στη επίλυση διαφόρων προβλημάτων ετυμολογικών κ.ά. της κοινής νεοελληνικής. Μάλιστα όπως υποστηρίζουν νεώτεροι μελετητές πολλές λέξεις των ομηρικών επών που δεν μαρτυρούνται στην αττική πεζογραφία, επιβίωσαν στις ελληνικές διαλέκτους. Μια απ’ αυτές είναι και η κρητική.Χαρακτηριστικό παράδειγμα αποτελεί η λέξη αλισάχνη, η οποία στην κρητική διάλεκτο σημαίνει το λεπτό αλάτι που μένει στα κοιλώματα των βράχων της παραλίας, όταν εξατμιζόταν το θαλασσινό νερό, αλλά και το πολύ αλμυρό π.χ. πολύ αλάτσι ήβαλες στο φαΐ κι εγίνηκε αλισάχνη. Η λέξη προέρχεται από το αλός άχνη ( = αφρός της θάλασσας) και απαντά στην Οδύσσεια (ε 403) «είλυτο δε πανθ’ άλός άχνη» και στην Ιλιάδα(Δ 426) «Ως δ΄ ότε κύμα θαλάσσης…μεγάλα βρέμει, αμφί δε τ`άκρας κυρτόν εόν κορυφούται, αποπτύει δ’ αλός άχνην» Έτσι και η λέξη πέζα διασώθηκε στις νεοελληνικές διαλέκτους, ενώ δεν απαντά στην αττική διάλεκτο, που την συναντούμε στο Ω 272 της Ιλιάδας «πεζή επί πρώτη» και στα σύνθετα αργυρόπεζα (επίθετο της Θέτιδας) κυανόπεζα (επίθετο τραπεζιού).Το απλό πέζα (ομόριζο του ποδ-) δεν απαντά στην αττική διάλεκτο, ενώ επιβιώνει στην Κρήτη και σε μερικά νησιά του Αιγαίου. Στην κρητική διάλεκτο η λέξη πέζα σημαίνει τον απόκρημνο βράχο των βουνών, κάτι σα σκαλοπάτι στο γκρεμό, όπου κατεβαίνουν οι αίγες, για να βοσκήσουν. «εκατέβηκε η αίγα στην πεζά να φάει χόρτα και δε μπορεί να ξαναβγεί». Στην κοινή νεοελληνική επιβιώνει με τα παράγωγα πεζούλα, πεζούλι, πεζουλάκι .Πέρα όμως από τις ομηρικές λέξεις που είναι σπανιότερες ένα τεράστιο πλήθος λέξεων έρχονται κατ’ ευθείαν από τα αρχαία ή τα μεταγενέστερα βυζαντινά ελληνικά. Συστηματική καταγραφή τους δεν έχει γίνει ακόμη και δυστυχώς πολλές απ΄ αυτές χάνονται με το πέρασμα του χρόνου. Ενδεικτικά θα αναφέρω μερικές.Το ρήμα παίζω (από το αρχ. παίω = κτυπώ) διατηρεί την ίδια σημασία.Ήπαιξέ ντου ένα σκαμπίλι μα τού ’βγαινε». Αλλά και «παίζει τη γ-καμπάνα» ή «παίζει του λαγού».Το ρήμα ρέγομαι (αρχ. ορέγομαι) και θαμάζομαι, το οποίο μάλιστα διατηρεί τη σημασία του απορώ, εκπλήσσομαι, όπως φαίνεται καθαρά στα τραγούδια και τις μαντινάδες της Κρήτης.«Πως ρέγομαι να σε θωρώ τσι ράπες φορτωμένηνα `σαι του ήλιου κόκκινη και του φιλιού γραμμένη»«Θαμάζομαι η μάνα σου πώς δε μ-πετά στα νέφητέθοιο σγουρό βασιλικό απού `χει κι ανεθρέφει».«Λουλούδι σ’ είχα στη γκαρδιά και γίνηκες αγκάθικι ο κόσμος το θαμάζεται η αγάπη πώς εχάθη».Ανεστορούμαι και ανεστορίζω που σημαίνει θυμούμαι και διηγούμαι (από το αρχ. ανιστορέω). « Όντε δα σ’ ανεστορηθώ α γεύγομαι σκολάζω κι αν είμαι και με συντροφιά κλαίω κι αναστενάζω». Πολλές φορές άκουγα από τη γιαγιά αλλά και από τη μητέρα μου τη φράση «εσάβαξε το σπίτι», δηλαδή σείστηκε το σπίτι. Δε μπορούσα όμως να ξέρω τότε ότι επρόκειτο για το αρχαίο ρήμα σαβάζω το σχετικό με τη λατρεία του Βάκχου, ο οποίος στη Φρυγία της Μ. Ασίας λεγόταν Σαβάζιος. Ίσως από τη θορυβώδη αυτή λατρεία το ρήμα κατέληξε να σημαίνει προξενώ μεγάλο θόρυβο, σείομαι και μετακινούμαι. «Όλη νύχτα εκοιμούντανε και δεν εσάβαξε» (δε σάλεψε καθόλου). Η αρχ. ελληνική λέξη όμβρος έγινε ομπρά και το ομβρέω, ομπριώ. «Εγόρασα ένα θραψανιώτικο σταμνί απού κρατεί το νερό κρυγιό μα ομπρεί», (δηλαδή δεν είναι στεγανό, βγάζει νερό από την εξωτερική επιφάνειά του). Η δρόσος επιβιώνει στην κρητική διάλεκτο αλλά με τη σημασία επιθέτου και μόνο στην ονομαστική. «Ήκοψα δυο απίδια και τά ’φαγα κι ήτονε δρόσος» (πολύ δροσερά). Λέγεται και δροσά με τη σημασία επιρρήματος «Όλη μέρα δεν ήβαλα στο στόμα μου δροσά» (δεν έφαγα τίποτα). Απαντάται όμως και σε πολλά άλλα παράγωγα και σύνθετα . π.χ. Δροσούλα, δροσερεύγω (δροσίζομαι), δροσάπιδο, δροσοκοκαλιάζω (δροσίζομαι ως το κόκαλο), δροσοποτά (ως απρόσωπο ρήμα, σημαίνει πως το μέρος είναι δροσερό). Από την ίδια λέξη προέρχεται και το δροσερικό (το δροσερό φρούτο, κυρίως το αγγούρι). «Έλα μπρε να σου δώσω ένα δροσερικό απού το `κοψα ίδια εδά απ΄το περβόλι». Αλλά και μεταφορικά η δροσοπεζούλα σημαίνει το καθησιό, τα ην ξάπλα, όπως φαίνεται από τη λαϊκή ρήση «όποιος τον ύπνο αγαπά και τη δροσοπεζούλα, πολλά καλά λιγώνεται η γι-έρημή ντου γούλα». Πρόσφατα, σε μια επίσκεψή μου στο χωριό Γκαγκάλες, άκουσα μια ηλικιωμένη γυναίκα να χρησιμοποιεί το αρχαίο ρήμα συνεικάζω, που σημαίνει συγκρίνω. «Εγώ τον ε-συνείκασα και μου φάνηκε πως είναι απού το σόι μας» μου είπε. Θα αναφερθώ ακόμη στη λέξη πουργός ή προυγός και προυγεύγω. Που να φανταστεί κανείς πως ο ταπεινός πουργός, δηλαδή ο βοηθός του χτίστη που μετέφερε λάσπη και άλλα υλικά, έχει σχέση με τον υπουργό; Κι όμως αυτή είναι η πρώτη σημασία της λέξης στην αρχ. ελληνική. Ο αρχαίος υπουργός ήταν ο υπηρέτης, ο βοηθός κάποιου. Ο ιστορικός Πολύβιος (2ος αι. π.Χ.) αναφερόμενος στον κολοσσό της Ρόδου, λέει «Πτολεμαίος επηγγείλατο… εις την του κολοσσού κατασκευήν τάλαντα τρισχίλια, οικοδόμους εκατόν, υπουργούς τριακοσίους και πεντήκοντα». Τη λέξη διασώζει στα «Δίφορά» του ο αείμνηστος Κ. Φραγκούλης. «Μιαν εκκλησάν εχτίζανε σ΄ένα περιθαλάσσιμα αποβραδίς τελεύγουν τη και το πρωί χαλούσε. Χλίβεται ο πρωτομάστορας χλίβουνται κι οι μαστόροικι απορημένοι στέκουνται πουργο και πετροκόποι» Επίσης αντί των κοινών κατσίκα, κρεβάτι, λάσπες, οι κρητικοί διατήρησαν τα αρχαϊκά: αίγα, κλίνη, πηλά. Αλλά και στη σύνταξη διατηρήθηκαν πολλά από τα γνωρίσματα της αρχ. ελληνικής, όπως π.χ. η αντίστροφη θέση της αντωνυμίας ως προς το ρήμα. Ήφερά σου, παρακαλώ σε, λέω σου ( αντί σου έφερα, σε παρακαλώ κ.τ.λ.). Κρητικές μαντινάδες ΕΜΕΘΑ ΠΩΣ ΠΑΝΤΡΕΥΕΤΑΙ ΚΙ ΕΙΠΑ Κ ΓΩ ΜΑΚΑΡΙ ΝΑ ΤΟ ΦΟΡΤΩΣΩ ΑΛΛΟΥΝΟΥ ΤΣ' ΑΓΑΠΗΣ ΤΟ ΓΟΜΑΡΙ ΓΙΑ ΤΟΥΤΗΝΕ ΤΗΝ ΕΠΟΧΗ ΜΗΝ ΠΕΡΙΜΕΝΕΙΣ ΓΑΜΟ ΓΙΑΤΙ ΕΚΡΙΒΙΝΕ Η ΖΩΗ Κ ΜΠΟΥΝΤΑΛΙΕΣ ΔΕΝ ΚΑΝΩ Η ΘΑΛΑΣΣΑ ΕΙΝΑΙ ΒΑΛΣΑΜΟ ΑΡΡΩΣΤΕΙΑ ΜΕΡΑΚΛΙΚΙ ΚΑΙ ΜΕΣ ΤΣ' ΑΛΜΥΡΑΣ ΤΟ ΣΕΒΝΤΑ ΕΙΜ'ΑΠΟ ΠΙΤΣΙΡΙΚΙ ΘΑ'ΘΕΛΑ ΝΑ ΣΟΥ ΘΑΛΑΣΣΑ ΘΑ'ΘΕΛΑ ΝΑ 'ΜΟΥΝ ΑΜΜΟ ΝΑ'ΡΧΕΣΑΙ ΚΑΘΕ ΣΟΥ ΒΡΑΔΙΑ ΣΤΗ ΑΓΚΑΛΙΑ ΜΟΥ ΠΑΝΩ ΔΕΝ ΕΙΝΑΙ ΞΕΝΙΤΙΑ ΕΚΕΙ ΠΟΥ ΑΛΛΗ ΓΛΩΣΣΑ ΕΧΟΥΝ ΜΑ ΕΙΝΑΙ ΕΚΕΙ ΠΟΥ ΟΝΤΕ ΠΟΝΕΙΣ, ΓΥΡΩ ΔΕΝ ΤΟ ΚΑΤΕΧΟΥΝ ΑΝΕ ΜΑΞΙΩΣΕΙ Ο ΘΕΟΣ ΚΑΙ ΑΝΕ ΤΟ ΘΕΛΕΙ Η ΜΟΙΡΑ ΘΑ ΡΧΟΜΑΙ ΚΑΙ ΣΤΗΝ ΞΕΝΙΤΙΑ ΝΑ ΣΑΣ ΕΠΕΖΩ ΛΥΡΑ ΑΝΤΡΑΣ ΛΟΓΑΤΑΙ ΠΟΙΟΣ ΜΠΟΡΕΙ ΝΑ ΣΚΗΒΕΙ ΤΟ ΚΕΦΑΛΙ ΟΝΤΕ ΠΟΥΛΟΥΝ ΠΑΛΙΚΑΡΙΕΣ ΚΑΙ ΕΓΩΙΣΜΟΥΣ ΟΙ ΑΛΟΙ ΠΑΝΤΑ Μ' ΑΡΕΣΕΙ ΝΑ ΠΕΤΩ ΜΕ ΚΟΝΤΡΑ ΤΟΝ ΑΕΡΑ ΔΕΝ ΤΑ ΔΙΠΛΩΝΩ ΤΑ ΦΤΕΡΑ ΚΙ ΑΣ ΜΕ ΠΕΤΑΞΕΙ ΠΕΡΑ ΖΗΤΑ ΜΟΥ ΚΑΤΙ ΑΔΥΝΑΤΟ ΚΑΙ ΘΑ ΤΟ ΚΑΤΟΡΘΩΣΩ ΦΙΛΕ ΓΙΑ ΣΕΝΑ ΕΙΜ' ΙΚΑΝΗ ΚΑΙ ΤΗ ΖΩΗ ΝΑ ΔΩΣΩ. ΚΑΝΕ ΦΙΛΟ ΣΥΝΤΕΚΝΕ ΤΣΕ ΘΑ ΣΕ ΣΥΜΠΑΘΕΙΣΩ ΤΣΕ ΤΟΤΕ ΝΑΣΑΙ ΣΙΓΟΥΡΟΣ ΠΩΣ ΔΕ ΘΑ ΣΕ ΠΟΥΛΗΣΩ Συμπερασματικά όπως διαπιστώνουμε λοιπόν, η κρητική διάλεκτος, εκτός από τον πλούτο του λεξιλογίου, την πολυσημία των λέξεων, τον εκπληκτικό αριθμό των συνωνύμων, διατηρεί και την αρχαϊκότερη μορφή μεγάλου πλήθους λέξεων και βρίσκεται πλησιέστερα στις παλαιότερες φάσεις της ελληνικής και συγκεκριμένα στη μεταγενέστερη φάση της ελληνιστικής και στη βυζαντινή. Αποτελεί επομένως ένα κρίκο ανάμεσα στη σύγχρονη μορφή της γλώσσας μας και στις παλαιότερες εκείνες μορφές της. Όμως εκτός από τους ειδικούς επιστήμονες, για τους οποίους η μελέτη της είναι πολύ χρήσιμη, πρέπει και μεις και κυρίως οι νεότεροι, όποτε μπορούμε, να την μελετούμε γιατί αποτελεί σημαντικότατο μέρος της παράδοσής μας. Η Κρητική διάλεκτος είχε όλα τα προσόντα για να εξελιχθεί σε Κοινή Νεοελληνική (λεξιλογικό πλούτο, συνθετική και παραγωγική ικανότητα, εκφραστικότητα), όπως αποδεικνύεται από το γεγονός ότι, για δύο περίπου αιώνες, τα λογοτεχνικά της έργα ήταν σχεδόν τα μοναδικά πανελλήνια λαϊκά αναγνώσματα. Η ιστορική ωστόσο συγκυρία δεν στάθηκε ευνοϊκή. Έτσι παρέμεινε διάλεκτος, αλλά πάντως η μακροβιότερη στον ελλαδικό χώρο και η σημαντικότερη λόγω της αρχαϊζουσας συντηρητικής μορφής της, για όσους μελετούν την ιστορία της γλώσσας μας. Έξω από τα όρια της Κρήτης, η διάλεκτος μιλιέται ακόμη στο χωριό Χαμιδιέ της Συρίας, καθώς και από τους μουσουλμάνους κρητικούς που εγκαταστάθηκαν το 1923 στα παράλια κυρίως της Μικράς Ασίας.Ιδιαίτερα εντυπωσιακή είναι η ευφωνία της διαλέκτου, που οφείλεται αφενός στον νότιο φωνηεντισμό (τα φωνήντα μένουν απαθή) και αφετέρου στην αποφυγή δυσπρόφερτων συμφωνικών συμπλεγμάτων (αθός = ανθός, άθρωπος = άνθρωπος). Ανεπιτυχείς είναι οι προσπάθειες μη κρητικών να μιμηθούν τον μουσικότατο επιτονισμό της διαλέκτου.Ο λεξιλογικός πλούτος είναι μεγάλος. Πολλές κρητικές λέξεις δεν απαντούν στην Κοινή Νεοελληνική ή απαντούν σε άλλες σημασίες: κουζουλός (παλαβός), ζάλο (βήμα), πράμα (τίποτε), πυρόβολος (αναπτήρας). Πάμπολλοι είναι και οι αρχαϊσμοί: αμπώθω (αρχ. απωθώ), ρέγομαι (αρχ. ορέγομαι), χοχλιός (αρχ. κοχλίας), καθώς και τα βυζαντινά κατάλοιπα: σπολλάτη (εις πολλά έτη). Υπάρχουν φυσικά και δάνεια κυρίως από τα ιταλικά (φιλιότσος, στιβάνι) και τα τουρκικά. Πηγές http://www.mantinada.gr/ http://www.e-thrapsano.gr/cretan-dialect-articles/154-cretan-dialect-orlanguage.html ΚΡΗΤΙΚΑ Κοινωνικές σχέσεις Δικιολογιά = σόι Κοπέλι = το παιδί Ντουχιμάνης = ο εχθρός Σύντεκνος = ο κουμπάρος Αμπλά = η αδερφή Ατομικά χαρακτηριστικά Αδυνατός = δυνατός Βρώμος = ανήθικος Γρουσούζης = βρωμιάρης Καούνης = φαλακρός Κουζουλός = τρελός Παράορος = χαζός Τροζός = παλαβός Ζώα Αίγα = κατσίκα Αφορδακός = βατραχος Βούϊ = το βόδι Κάτης = ο γάτος Κατσούλι = το γατάκι Κουλούκι = ο σκύλος Μελιτάκος = σαλιγκάρι Ντανάς = ταύρος Χοχλιός = σαλιγκάρι Χρόνος – Τόπος Εδά = τώρα Επά = εδώ Επαέ = εδώ , εδωνά Ντελόγω = αμέσως Όντε = όταν Οψάργας = εχθές Ποθές = πουθενά KPHTIKA ONOMATA Στην Κρήτη παλαιότερα δεν υπήρχαν επώνυμα σε –άκης. Για παράδειγμα, σε Κρητικό κατάλογο του 1582 όπου υπάρχουν 33 επώνυμα όπως: Δραζίνος, Καλούδης, Στειακός, Καριώτης, Βόλτας, Κανέτος, Κατέλος, Καψής, Σακελάρης, Τζέρμιας, Ζουράρης, Κονταλάκαιρος, Πίτσικας, Ζητούνης, Σερέπετσης, κ.α., και κανένα σε –άκης Τα εις –άκης τα βρίσκουμε στην Κρήτη μετά το 1750 όταν η Μάνη είχε υπερπληθυσμό και οι Μανιάτες μετανάστευαν παίρνοντας μαζί τα έθιμά τους και μεταξύ αυτών και τα ην κατάληξη των επωνύμων τους σε –άκης .ΠΗΓΗ http://greeksurnames.blogspot.gr ΔΟΜΗ ΚΡΗΤΙΚΗΣ ΟΙΚΟΓΕΝΕΙΑΣ ΚΑΙ ΒΕΝΤΕΤΑ Στη Χώρα Σφακίων κάθε χωριό αλλά και κάθε ισχυρή οικογένεια έκτιζε μιαν εκκλησία και στη γιορτή των Αγίων τους φρόντιζαν όλοι να επιδείξουν ό,τι καλύτερο μπορούσαν. Οι Καλλικρατιανοί είχαν τους Δώδεκα Αποστόλους στο πάνω μέρος της Χώρας. Στις αρχές του 19ου αιώνα, στην γιορτή των Αγίων, μετά τη λειτουργία ένα πουλί κάθισε στο καμπαναριό, προκλητικό σημάδι για τους άνδρες που ήταν, συνήθως, οπλισμένοι. Κάποιος το σημάδεψε, του έριξε, μα ούτε το σκότωσε, ούτε το πουλί έφυγε. Αμέσως του «έπαιξε» ένας άλλος και το σκότωσε και τότε όλοι μαζί άρχισαν να πειράζουν τον πρώτο. Στην αρχή τα πειράγματα τον έκαναν να γελά, αλλά όταν συνεχίστηκαν, του προκάλεσαν θυμό, καθώς θεώρησε ότι τον ταπείνωναν δημόσια. Πυροβόλησε, λοιπόν, σκοτώνοντας έναν από τους πολλούς που τον ειρωνεύτηκαν, αλλά αμέσως έπεσε νεκρός και αυτός από βόλι... Εφτά άνδρες σκοτώθηκαν μέσα σ’ ένα λεπτό. Η εκκλησία ύστερα από αυτό το περιστατικό εγκαταλείφθηκε κι ερημώθηκε και μόνο ύστερα από πολλά χρόνια αναστυλώθηκε και ξαναλειτουργήθηκε. Κάποιοι ξεπερνούν τα όρια. Φτάνουν στα άκρα. Δεν αφήνουν κανένα περιθώριο επιστροφής. Ανοίγουν τον αιματηρό κύκλο των αντεκδικήσεων και διψούν για το αίμα της ανταπόδοσης, που στη θέα του αισθάνονται εξαγνισμένοι και δικαιωμένοι. Οι λέξεις φόβος, δισταγμός, υπαναχώρηση ή άρνηση δεν έχουν θέση στον κόσμο της βεντέτας. Βεντέτα συνηθίζουν να λένε στην Κρήτη την εκδίκηση που παίρνουν οι συγγενείς κάποιου που δολοφονήθηκε, σκοτώνοντας το δράστη ή κάποιον συγγενή του. Ο φόνος δηλαδή που τελείται με κίνητρο την εκδίκηση για έναν άλλο φόνο. ‘’Είναι ένας κοινωνικός κώδικας που στηρίζεται στην έννοια της τιμής και της προστασίας της’’, λέει χαρακτηριστικά ο καθηγητής του Τμήματος Κοινωνικής Ανθρωπολογίας του Πανεπιστημίου Αιγαίου Γιώργος Νικολακάκης. Και πρόκειται για ένα φαινόμενο παλιό όσο και η οργάνωση των πρώτων ανθρώπινων κοινωνιών. Θα μπορούσαμε να θυμίσουμε τη διπλή εκδίκηση που αποδίδουν στο Μίνωα έπειτα από τις επιθέσεις που δέχθηκε ο γιος του Ανδρόγεως στην περιοχή του Μαραθώνα και της Αθήνας. Έτσι, ο νόμος της ανταπόδοσης συναντάται για πρώτη φορά στην ιστορία του Δικαίου στη Μινωική Πολιτεία. ΠΗΓΗ http://stigmes.gr ΟΝΟΜΑΣΙΕΣ ΤΩΝ ΜΗΝΩΝ ΣΤΗ ΚΡΗΤΙΚΗ ΔΙΑΛΕΚΤΟ ΓΕΝΑΡΗΣ Ο ΠΡΩΤΟΣ ΜΗΝΑΣ Υλικά: 640 γραμμάρια αλεύρι ( 4- 4,5 κούπες) 480 γραμμάρια ζάχαρη (2 κούπες) 5 αυγά Χυμό και ξύσμα 5 πορτοκαλιών (τα δικά μου έδωσαν 450 ml δηλαδή λίγο λιγότερο από δύο κούπες) 160 γραμμάρια βούτυρο καλής ποιότητας ( ήταν μία κούπα σε στερεά μορφή, αλλά όχι πιεσμένο-δείτε φωτογραφία) Μισό κρασοπότηρο δηλαδή 75 ml κονιάκ ή λικέρ (1/3 κούπας) 1 κούπα αμύγδαλα καβουρντισμένα και χοντροαλεσμένα στο multi 1 κουταλάκι του γλυκού σόδα (γεμάτο, όχι κοφτό) 2 σωληνάκια βανίλια σε σκόνη ή μισό κουταλάκι υγρή βανίλια Επί το έργο: Καβουρντίζουμε τα αμύγδαλα σε τηγάνι ή στο φούρνο και τα χοντροαλέθουμε (αφού κρυώσουν) στο multi. Παίρνουμε το ξύσμα των πορτοκαλιών πρώτα και μετά τα στύβουμε για να πάρουμε το χυμό τους. Διαλύουμε στον υπόλοιπο χυμό τη σόδα (πάνω από το μπολ ανάμειξης γιατί φουσκώνει πολύ) και τον προσθέτουμε κι αυτόν. Όταν ομογενοποιηθεί το μίγμα, ανακατεύουμε με λίγο από το αλεύρι τα αμύγδαλα και τα προσθέτουμε και αυτά. Αφήνουμε τώρα κατά μέρος το μίξερ και αρχίζουμε να ρίχνουμε στο μίγμα εναλλάξ τη μαρέγκα και το αλεύρι σε τρείς δόσεις, ανακατεύοντας απαλά με μια σπάτουλα για να μη ξεφουσκώσει. Αδειάζουμε τον χυλό που προέκυψε σε βουτυρωμένο και αλευρωμένο ταψί 32-36 νούμερο (το δικό μου είναι 34) και με ένα μαχαίρι χαράσσουμε ένα κύκλο στην περιφέρειά της. Έτσι δεν σκάει η επιφάνεια στο ψήσιμο και φουσκώνει όσο γίνεται ομοιόμορφα. Ψήνουμε την πίτα μας σε προθερμασμένο στους 170 βαθμούς φούρνο για 60 ως 70 λεπτά, στη μεσαία σχάρα. Αν χρειαστεί την σκεπάζουμε ενδιάμεσα αλλά όχι πριν το πρώτο μισάωρο. Δοκιμάζουμε αν είναι έτοιμη βυθίζοντας ένα μαχαίρι στο κέντρο , που πρέπει να βγαίνει στεγνό. Βγάζουμε το ταψί από το φούρνο και μετά από λίγο την αναποδογυρίζουμε για να ξεκολλήσει. Την βάζουμε σε μεγάλη πιατέλα με όποια όψη μας αρέσει στην πάνω μεριά, ανάλογα με τη διακόσμηση που έχουμε τη διάθεση να κάνουμε. ΦΛΕΒΑΡΗΣ, ΚΟΥΤΣΟΦΛΕΒΑΡΟΣ! Ο Φλεβάρης κι αν φλεβίσει καλοκαίρι θα μυρίσει, κι αν του δώσει και κακιώσει μες στο χιόνι θα μας χώσει! Τσι μεγάλες αποκριές κουζουλαίνονται κι οι γριές!.. Ο Φεβρουάριος είναι ο τελευταίος μήνας του χειμώνα και μας παραδίδει στην άνοιξη μέσα σε γλέντια και χαρές! Οι απόκριες είναι το έθιμο που σχεδόν αποκλειστικά ανήκει στον Φεβρουάριο, μιας και ανοίγει το Τριώδιο με μουσικές και ξέφρενους χορούς ΜΑΡΤΙΟΣ Ο ΜΗΝΑΣ ΤΗΣ ΣΑΡΑΚΟΣΤΗΣ Υλικά -1/2 κούπα λάδι -1/2 κούπα μαργαρίνη υκό -1/2 κούπα ζάχαρη -3 1/2 κούπες αλεύρι -1/2 κουταλάκι κανέλα -1 baking powder -1 ασπράδι(προαιρετικά) -σουσάμι Προετοιμασία Λιώνουμε την μαργαρίνη σε μπεν μαρι, παίρνουμε ένα μπολ και προσθέτουμε το λάδι την ζάχαρη και την μαργαρίνη και ανακατεύουμε καλά. Προσθέτουμε και το κρασί με το ασπράδι και την κανέλα και ανακατεύουμε. Ξεκινάμε να ρίχνουμε το αλεύρι σιγά σιγά με το baking χωρίς να γίνει πολύ σκληρή η ζύμη.Στρώνουμε ένα μέρος της ζύμης στον πάγκο και αρχίζουμε να κόβουμε διάφορα σχήματα με τα φορμάικα που έχουμε ή πλάθουμε κουλουράκια.Εν τω μεταξύ λαδώνουμε ένα ταψί και βάζουμε το φούρνο να προθερμαίνεται στους 180 οC. Παίρνουμε ένα δοχείο με νερό και σ’ ένα άλλο βάζουμε το σουσάμι και αρχίζουμε να βουτάμε ένα ένα κουλουράκι πρώτα από το νερό και μετά από το σουσάμι και το πιέζουμε ελαφρά για να κολλήσει καλά το σουσάμι.Τα ψήνουμε για περίπου 15-20 λεπτά μέχρι να ροδίσουν. Εαν κάποιος θελήσει μπορεί να τα ψήσει όπως είναι χωρίς το σουσάμι.Όπως και να τα κάνετε θα γίνουν νόστιμα και τραγανά! ΑΠΡΙΛΗΣ Ο ΚΕΡΑΣΑΡΗΣ Το Μάρτη ξύλα φύλασσε μην κάψεις τα παλούκια, και τ’ Απριλιού στση δεκαοκτώ μην κάψεις τα καρούλια! Από τα έθιμα του Απρίλη δεν θα γινόταν να μην αναφέρουμε τα πειράγματα και τα αθώα ψέματα της Πρωταπριλιάς .Τον Απρίλιο αρχίζουμε να καταλαβαίνουμε για τα καλά τον ερχομό του καλοκαιριού. ΙΟΥΝΙΟΣ Ο ΘΕΡΙΣΤΗΣ- ΠΡΩΤΟΓΟΥΛΗΣ Ό,τι σπείρεις θα θερίσεις. Γιατί τότε αρχίζει το θέρισμα και οι αγρότες θ’ απολαύσουν τ’ αποτελέσματα των καλών ή κακών ενεργειών τους. Ανοίξετε τον Κλήδονα τ’ Αγι’ Αννιού τη χάρη κι απού ‘χει μήλο κόκκινο ας έρθει να το πάρει! Κλήδονα: γιατί ανοίγουμε τον Κλήδονα, μια μαντική τελετή που ζητούμε να μας φανερωθεί το ριζικό, η τύχη μας. ΙΟΥΛΗΣ ΔΕΥΤΕΡΟΓΟΥΛΗΣ Κακό το χιόνι του Μαρθιού κι η κάψα τ’ Αλωνάρη. Έτσι στην Κρήτη τον ακούμε Αλωνάρη, γιατί τότε αλωνίζονται τα σιταρόκριθα, Χορτοκόπο γιατί κόβεται το χόρτο, Γυαλιστή γιατί τότε ωριμάζουν τα σταφύλια και γυαλίζουν οι ρώγες και τέλος Φουσκόμηνα, γιατί φουσκώνουνε τα σύκα. ΑΥΓΟΥΣΤΟΣ: ΤΟ ΠΑΣΧΑ ΤΟΥ ΚΑΛΟΚΑΙΡΙΟΥ! Γιορτάζεται στις 15 Αυγούστου στην Ελλάδα με μεγάλη λαμπρότητα! Είναι τόση η σημαντικότητα της γιορτής που έχει ονομαστεί και ως το «Πάσχα του καλοκαιριού». Η θρησκεία λέει ότι η Παναγία μόλις πληροφορήθηκε για το ότι επρόκειτο να πεθάνει, επισκέφθηκε το Όρος των Ελαίων, προσευχήθηκε και αμέσως μετά ενημέρωσε τους Αποστόλους για τον επικείμενο θάνατο. Την ημέρα όμως της κοίμησης κάποιοι από τους Απόστολους δεν είχαν καταφέρει να φτάσουν στα Ιεροσόλυμα, γι’ αυτό και ένα σύννεφο τους οδήγησε κοντά στην Παναγία! Μετά την Κοίμηση, την τοποθέτησαν στο μνήμα της Γεθσημανής , το οποίο μετά από τρεις ημέρες βρήκαν άδειο. ΣΕΠΤΕΜΒΡΗΣ Ο ΤΡΥΓΟΜΗΝΑΣ Το Σεπτέμβρη στάρι σπείρε και σε πανηγύρι σύρε. Αγαπημένος δροσερός μήνας, με το τρύγο στην απογείωσή του και τους οψιγιάδες γεμάτους με τη χρυσή σταφίδα. Πανηγύρια παντού για το πάτημα των σταφυλιών. Μυρωδιές παντού με τα γλυκίσματα του μούστου. ΝΟΕΜΒΡΗΣ Ο ΜΕΣΟΣΠΟΡΙΤΗΣ Το μήνα αυτό οι αγρότες βρίσκονται στο μέσο της σποράς των δημητριακών και των οσπρίων! ΔΕΚΕΜΒΡΗΣ Ο ΑΣΠΡΟΜΗΝΑΣ στη κορυφή ενός βουνού στη μέση είναι χτισμένο τα ρουσσοχώρια το χωριό που με ΄χει ανεθρεμένο TARGARYEN Σ. ΖΕΡΒΑ, Δ. ΘΩΜΟΥ, Ο, ΜΕΜΑ Αρβανίτικη γλώσσα Για τη γραφή της αρβανίτικης γλώσσας έχουν χρησιμοποιηθεί κατά καιρούς πολλά αλφάβητα.Δεν υπάρχει κάποιο συγκεκριμένο σε γενική χρήση,το οποίο είναι φυσικό αφού τα αρβανίτικα δεν καταγράφονται συστηματικά.Ανάλογα με τις προτιμήσεις του καθενός τα αρβανίτικα γράφονται ή έχουν γραφτεί στο ελληνικό αλφάβητο,αυτούσιο όπως είναι,στο λατινικό,στο αλβανικό και παραλλαγές αυτών των τριών. Μία τέτοια παραλλαγή είναι αυτή που ακολουθεί.Χρησιμοποιούνται κυρίως τα γράμματα του ελληνικού αλφαβήτου με την προσθήκη επιπλέον κάποιων λατινικών και κυριλλικών γραμμάτων για τη σωστή απόδοση της αρβανίτικης προφοράς.Αυτή η έκδοση του αλφαβήτου μοιάζει με παλιότερα αλβανικά αλφάβητα. ΕΠΙΡΡΟΕΣ Τα αρβανίτικα έχουν δεχτεί επιρροές σε όλα τα γλωσσικά επίπεδα από διαφορετικές ιστορικές γλώσσες, νεκρές και ζώσες, όπως τα ελληνικά και τα λατινικά, αλλά κυρίως από ποικίλες ελληνικές διαλέκτους διαφόρων περιοχών και εποχών. Αρχαϊκά στοιχεία που έχουν εκλείψει σε άλλες γλώσσες διατηρούνται στα Αρβανίτικα, γεγονός που τα καθιστά μια πολύτιμη πηγή για τους γλωσσολόγους. Αυτές οι επιρροές αποδεικνύουν επίσης τα κοινωνικά περιβάλλοντα στα οποία διαβίωσαν οι ομιλητές τους, οι Αρβανίτες, στο πέρασμα των αιώνων. Η ονομασία είναι προσαρμογή του παλαιότερου arbërisht στα ελληνικά. Η ονομασία της γλώσσας ως "αρβανίτικα" έχει πλέον καθιερωθεί και στις ίδιες τις γλωσσικές κοινότητες ως arvanite, όχι όμως σε όλες, καθώς σε αρκετές αρβανιτόφωνες κοινότητες, ειδικά μάλιστα στη Βορειοανατολική Πελοπόννησο, χρησιμοποιείται ο όρος arbërisht. Στο Κυριάκι Βοιωτίας χρησιμοποιείται ο όρος arvanite από τους σύγχρονους ομιλητές της γλώσσας, αναφέρεται όμως ότι οι παλιότερες γενιές (δηλαδή όσοι ήταν γεννημένοι μέχρι τις αρχές του 20ού αιώνα) χρησιμοποιούσαν τον παλιότερο όρο arbërisht. Στην Άνδρο χρησιμοποιείτο και ο όρος arbërishtiqë. Αντίθετα, οι αλβανόφωνοι ομιλητές της Ηπείρου, της Μακεδονίας και της Θράκης που προαναφέραμε προσδιορίζουν τη γλώσσα τους με τον νεότερο όρο shqip, ο οποίος χρονολογείται από τον 16ο αιώνα και είναι άγνωστος στους αρβανιτόφωνους της νότιας Ελλάδας. Σύμφωνα με τον Κώστα Μπίρη, τα αρβανίτικα δεν είναι ομοιόμορφα. Συγκεκριμένα, αναφέρει: «Πολύ χαρακτηριστικό της επιμειξίας γηγενών και Αρβανιτών Ελλήνων στη διαμόρφωση των αλβανοφώνων της Ελλάδος είναι το γεγονός, ότι το αρβανίτικο γλωσσικό ιδίωμα δεν ήταν ομοιόμορφο και κοινό σε όλα τα αρβανιτοχώρια της Ελλάδος, αλλά πολύ διαφορετικό από τόπο σε τόπο. Και τούτο, γιατί άλλα στοιχεία έτυχε να παρθούν από την ελληνική γλώσσα και αλλιώς να παραμορφωθούν στον ένα τόπο και άλλα στον άλλο. Έτσι, οι αλβανόγλωσσοι της Αττικής με δυσκολία μπορούσαν να συνεννοηθούν με τους αλβανόγλωσσους της Πελοποννήσου ή της Βοιωτίας, το ίδιο δε συνέβαινε και ανάμεσα στους αλβανόγλωσσους των άλλων περιοχών». Ο ίδιος ο Μπίρης, ωστόσο, δεν είχε παρά αμυδρή γνώση της αρβανίτικης γλώσσας και οι διαπιστώσεις του αυτές δεν είναι απόλυτα έγκυρες. Είναι γεγονός ότι οι ίδιοι οι αρβανιτόφωνοι έτειναν ή τείνουν να μεγιστοποιούν τις διαλεκτικές διαφορές μεταξύ των διαφόρων περιοχών στις οποίες ομιλείτο ή ομιλείται η αρβανίτικη γλώσσα. Στην πραγματικότητα, στις περισσότερες περιπτώσεις, η συνεννόηση μεταξύ αρβανιτόφωνων ομιλητών από διαφορετικές κοινότητες, ακόμη και γεωγραφικά απομακρυσμένες μεταξύ τους, δεν ήταν ιδιαίτερα δύσκολη. Σημερινή μορφή και κατάσταση Σήμερα τα αρβανίτικα συγκαταλέγονται στις απειλούμενες από εξαφάνιση γλώσσες της Ευρώπης. Η συρρίκνωσή τους επιταχύνθηκε μετά τη δεκαετία του 1970 από κοινωνικοοικονομικούς και ιδεολογικούς παράγοντες. Την συρρίκνωση της αρβανίτικης γλώσσας ευνόησε έμμεσα η πολιτική του ελληνικού κράτους, η οποία ευνοούσε τη μονογλωσσία. Παράλληλα όμως υπήρξε και υπάρχει σημαντική απροθυμία των ίδιων των αρβανιτόφωνων να μεταδώσουν τη μητρική τους γλώσσα στους απογόνους τους. Είναι χαρακτηριστικό, επίσης, ότι σε αρκετές επίσημες ιστοσελίδες δήμων όπου σημαντικό ποσοστό των κατοίκων είναι ομιλητές ή παθητικοί γνώστες της γλώσσας, απουσιάζει οποιαδήποτε αναφορά στα αρβανίτικα και στους Αρβανίτες, ενώ γίνεται ιδιαίτερη προβολή του αρχαιοελληνικού παρελθόντος της περιοχής. Σήμερα, σε σύγκριση με τις υπόλοιπες αρβανιτόφωνες περιοχές της Ελλάδας, τα αρβανίτικα επιβιώνουν περισσότερο ως ζωντανή γλώσσα σε χωριά της Βοιωτίας, με σημαντικότερα ίσως κέντρα αρβανιτοφωνίας το Κυριάκι και δευτερευόντως το Στείρι, την Αγία Άννα, τον Ελικώνα (Ζερίκι) και το Μαυρομμάτι στη νήσο Αγκίστρι, σε χωριά της ανατολικής Κορινθίας (Σοφικό, Αγγελόκαστρο, Κόρφος, Άγιος Ιωάννης, Αθήκια, Γαλατάκι κ.α.), στις Λίμνες και το Αραχναίο (Χέλι) της Αργολίδας, στη χερσόνησο των Μεθάνων (σε μικρότερο μάλλον βαθμό), καθώς και σε χωριά της περιοχής του Κάβο Ντόρο στην Εύβοια. Στην Άνδρο, περισσότερο από όλους τους αρβανιτόφωνους οικισμούς του νησιού, η αρβανίτικη γλώσσα επιβίωσε ως γλώσσα καθημερινής επικοινωνίας μέχρι και τη δεκαετία του 1970 στο χωριό Καλιβάρι της κοινότητας Μακροταντάλου. Σε μικρότερο βαθμό, τα αρβανίτικα ομιλούνταν σποραδικά μέχρι τη δεκαετία του 1980 στα χωριά Πάνω Γαύριο, Ψωριάρεζα, Σιδόντας, Άρνη, Βουρκωτή κ.α. Στην Αττική, ο σημαντικότερος ίσως πυρήνας αρβανιτοφωνίας σήμερα, από την άποψη του μέσου όρου ηλικίας των ομιλητών ή όσων έχουν παθητική γνώση της γλώσσας, εντοπίζεται ενδεχομένως στη Φυλή (Χασιά) και δευτερευόντως σε άλλες πόλεις και οικισμούς της δυτικής κυρίως Αττικής, όπως η Μάνδρα, τα Βίλια και ο Ασπρόπυργος. Εντούτοις, οι παθητικοί γνώστες της αρβανίτικης γλώσσας είναι πολυάριθμοι σε ολόκληρο σχεδόν τον νομό Αττικής, ακόμα και σε περιοχές που είναι πλέον τμήμα του πολεοδομικού συγκροτήματος της Αθήνας, όπως τα Άνω Λιόσια, οι Αχαρνές (Μενίδι), η Βάρη, ίσως μάλιστα και η Μεταμόρφωση (Κουκουβάουνες). Τα Άνω Λιόσια πήραν το όνομά τους από τον πρώτο Ηπειρώτη (Αρβανίτη) που ήρθε και ονομαζόταν Λιόσια Πέτρου. Το αρβανίτικο τραγούδι στα Σουλιμοχώρια Το νοτιοδυτικό αρβανίτικο τραγούδι εντάσσεται στις μουσικές εκφράσεις των κατά τόπους περιοχών της νοτίου Ελλάδος. Τα τραγούδια είναι κυκλαδίτικα για τους Αρβανίτες της Άνδρου, σχεδόν κυκλαδίτικα ή ευβοϊκά στην Καρυστία. Στην Αττική βρίσκουμε το ιδιαίτερο τοπικό ύφος από τα Μεσόγεια μέχρι βόρεια του νομού, το οποίο βαθμιαία μεταβάλλεται σε Ρουμελιώτικο, εκεί που τελειώνει η Αρβανιτοφωνία (λίγο πέρα από τη Λειβαδιά). Στο Μοριά συναντούμε ένα ύφος σαφώς Πελοποννησιακό (Κορινθία, Αργολίδα), με αποχρώσεις παλαιότατες στα Σουλιμοχώρια της Τριφυλίας, όπου κυριαρχούν τα καθιστικά τραγούδια, κοινά με τα ελληνόγλωσσα χωριά της περιοχής. Τα τραγούδια που γνωρίζουμε ως τώρα είναι ως επί το πλείστον ερωτικά και τραγούδια γάμου. Υπάρχουν επίσης τραγούδια της δουλειάς, σκωπτικά, αποκριάτικα και μοιρολόγια Απουσιάζουν τελείως τα κλέφτικα, πλην ενός στα Βίλια και ενός ακόμα στη Σαλαμίνα που αναφέρεται στη μάχη της Αράχοβας το 1824. Τα τραγούδια αυτών των περιοχών παλιότερα παιζόντουσαν με πίπιζα ή φλογέρα και νταούλι. Μετά το 1830, η δημοτική κομπανία περιλάμβανε κλαρίνο, βιολί, λαούτο και σαντούρι. Από την εποχή του Αλή Πασά και πιο μετά, την εποχή του Όθωνα, είχε αρχίσει η συστηματική μεταγλώττιση των αρβανίτικων τραγουδιών στα Ελληνικά, χωρίς αυτό να σημαίνει ότι δε γινόταν και το αντίθετο, σε μικρότερη κλίμακα όμως, απ' όσο γνωρίζουμε ως τώρα. Ο τραγουδιστής Γιώργος Παπασιδέρης, Αρβανίτης από την Κούλουρη (Σαλαμίνα), ηχογράφησε, πρώτος αυτός, το 1932-35 επτά αρβανίτικα τραγούδια σε δίσκους 78 στρ. Ο ίδιος και η Γεωργία Μηττάκη, επίσης Αρβανίτισσα από τον Αυλώνα (Κακοσάλεσι) Αττικής, κυκλοφόρησε σε δίσκους αρβανίτικα τραγούδια μεταφρασμένα στα Ελληνικά. Μεταπολεμικά, αρκετοί επαγγελματίες τραγουδιστές που ήταν Αρβανίτες και ήξεραν τη γλώσσα, τραγούδησαν σε δίσκους εμπορίου αρβανίτικα τραγούδια. Τα Αρβανίτικα τραγούδια τραγουδιόνταν στα Σουλιμοχώρια κατά τη διάρκεια της Τουρκοκρατίας, αλλά και πολύ αργότερα και μέχρι πριν λίγα χρόνια. Από το βιβλίο του Θανάση Μωραΐτη «Ανθολογία Αρβανίτικων τραγουδιών της Ελλάδας», τα παρακάτω τρία τραγούδια, τα οποία – όπως μας πληροφορεί – του τα τραγούδησαν, ο Βασίλης Ανδριόπουλος και η Ευαγγελία Ανδριοπούλου, οι οποίοι είχαν καταγωγή από το Σουλιμά: ΑΝΤΕ ΝΤΑΡΑ ΝΤ΄ΑΤΟ ΛΑΚΑ Άντε ντάρα ντ’ άτο λάκα, γιάν λιούλιε γιαν ντάρδα, γιάν βάσαζ τ μπάρδα. Κζ κζ Σουλιμέσσα, τσσ τ μπούκουρα Βλιακέσσα, ζοστρ κούκιε εδέ Ψαριέσσα. (Απόδοση στα Το αρβανίτικο τραγούδι στα Σουλιμοχώρια Το νοτιοδυτικό αρβανίτικο τραγούδι εντάσσεται στις μουσικές εκφράσεις των κατά τόπους περιοχών της νοτίου Ελλάδος. Τα τραγούδια είναι κυκλαδίτικα για τους Αρβανίτες της Άνδρου, σχεδόν κυκλαδίτικα ή ευβοϊκά στην Καρυστία. Στην Αττική βρίσκουμε το ιδιαίτερο τοπικό ύφος από τα Μεσόγεια μέχρι βόρεια του νομού, το οποίο βαθμιαία μεταβάλλεται σε Ρουμελιώτικο, εκεί που τελειώνει η Αρβανιτοφωνία (λίγο πέρα από τη Λειβαδιά). Στο Μοριά συναντούμε ένα ύφος σαφώς Πελοποννησιακό (Κορινθία, Αργολίδα), με αποχρώσεις παλαιότατες στα Σουλιμοχώρια της Τριφυλίας, όπου κυριαρχούν τα καθιστικά τραγούδια, κοινά με τα ελληνόγλωσσα χωριά της περιοχής. Τα τραγούδια που γνωρίζουμε ως τώρα είναι ως επί το πλείστον ερωτικά και τραγούδια γάμου. Υπάρχουν επίσης τραγούδια της δουλειάς, σκωπτικά, αποκριάτικα και μοιρολόγια Απουσιάζουν τελείως τα κλέφτικα, πλην ενός στα Βίλια και ενός ακόμα στη Σαλαμίνα που αναφέρεται στη μάχη της Αράχοβας το 1824. Τα τραγούδια αυτών των περιοχών παλιότερα παιζόντουσαν με πίπιζα ή φλογέρα και νταούλι. Μετά το 1830, η δημοτική κομπανία περιλάμβανε κλαρίνο, βιολί, λαούτο και σαντούρι. Από την εποχή του Αλή Πασά και πιο μετά, την εποχή του Όθωνα, είχε αρχίσει η συστηματική μεταγλώττιση των αρβανίτικων τραγουδιών στα Ελληνικά, χωρίς αυτό να σημαίνει ότι δε γινόταν και το αντίθετο, σε μικρότερη κλίμακα όμως, απ' όσο γνωρίζουμε ως τώρα. Ο τραγουδιστής Γιώργος Παπασιδέρης, Αρβανίτης από την Κούλουρη (Σαλαμίνα), ηχογράφησε, πρώτος αυτός, το 1932-35 επτά αρβανίτικα τραγούδια σε δίσκους 78 στρ. Ο ίδιος και η Γεωργία Μηττάκη, επίσης Αρβανίτισσα από τον Αυλώνα (Κακοσάλεσι) Αττικής, κυκλοφόρησε σε δίσκους αρβανίτικα τραγούδια μεταφρασμένα στα Ελληνικά. Μεταπολεμικά, αρκετοί επαγγελματίες τραγουδιστές που ήταν Αρβανίτες και ήξεραν τη γλώσσα, τραγούδησαν σε δίσκους εμπορίου αρβανίτικα τραγούδια. Τα Αρβανίτικα τραγούδια τραγουδιόνταν στα Σουλιμοχώρια κατά τη διάρκεια της Τουρκοκρατίας, αλλά και πολύ αργότερα και μέχρι πριν λίγα χρόνια. Από το βιβλίο του Θανάση Μωραΐτη «Ανθολογία Αρβανίτικων τραγουδιών της Ελλάδας», τα παρακάτω τρία τραγούδια, τα οποία – όπως μας πληροφορεί – του τα τραγούδησαν, ο Βασίλης Ανδριόπουλος και η Ευαγγελία Ανδριοπούλου, οι οποίοι είχαν καταγωγή από το Σουλιμά: ΑΝΤΕ ΝΤΑΡΑ ΝΤ΄ΑΤΟ ΛΑΚΑ Άντε ντάρα ντ’ άτο λάκα, γιάν λιούλιε γιαν ντάρδα, γιάν βάσαζ τ μπάρδα. Κζ κζ Σουλιμέσσα, τσσ τ μπούκουρα Βλιακέσσα, ζοστρ κούκιε εδέ Ψαριέσσα. (Απόδοση στα Ελληνικά): Κάτω εκεί στους κάμπους, είναι λουλούδια και αχλαδιές, είναι κοπέλες κάτασπρες. Λυγερές εκείνες του Σουλιμά, όμορφες αυτές από το Βλάκα, κόκκινες ζώνες φορούν αυτές από το Ψάρι. Το τραγούδι αυτό επαινούσε τις κοπέλες των χωριών Σουλιμά, Βλάκα (Χρυσοχώρι) και Ψάρι. ΤΣΣ Μ ΒΖΖΝΤΟΝ Τσσ μ βζζντόν μόι άμιρε, μόι μότρ μόι γκιτόνε; Τσσ γιάμ σμούρε ντο τ βντες, τ μπάρ λεβεντίν, τρ γκόνι σίλνι νι γιατρό, γιατρό τ μσσρόνι. (Απόδοση στα Ελληνικά): Τι με κοιτάζεις άμοιρη, γειτόνισσα κι αδελφή μου; Είμαι άρρωστος, θα πεθάνω, θα χάσω τη λεβεντιά μου. Στείλτε να φέρουν ένα γιατρό, να μου γιάνει την πληγή. Το τραγούδι αυτό το τραγουδούσαν για μοναχικούς, άρρωστους κι απελπισμένους ανθρώπους. ΑΙ Τ ΒΕΜΙ ΛΙΕΝΖ Άι τ βέμι μορέ Λιένζ, Λιένζ τι ε μπούκουρ, τσσ γιε πρ τ πούθουρ. Άι τ βέμι ντε ιτ΄ατ, πρ τ σσομ τσσ ο ν’ α γιάπ. Άι τ βέμι ντε γιότ’ μ, πρ τ σσομ τσσ ντο μπιμ. (Απόδοση στα Ελληνικά): Άντε να πάμε Ελενίτσα μου, Ελενίτσα που είσαι όμορφη και μόνο για φίλημα. Άντε να πάμε στον πατέρα σου, να δούμε τι προίκα θα μας δώσει. Άντε να πάμε στη μητέρα σου, να δούμε τι θα κάνουμε. Ερωτικό τραγούδι, που τραγουδούσαν στα Σουλιμοχώρια και κυρίως στο χωριό Βλάκα (Χρυσοχώρι). Κάτω εκεί στους κάμπους, είναι λουλούδια και αχλαδιές, είναι κοπέλες κάτασπρες. Λυγερές εκείνες του Σουλιμά, όμορφες αυτές από το Βλάκα, κόκκινες ζώνες φορούν αυτές από το Ψάρι. Το τραγούδι αυτό επαινούσε τις κοπέλες των χωριών Σουλιμά, Βλάκα (Χρυσοχώρι) και Ψάρι. ΤΣΣ Μ ΒΖΖΝΤΟΝ Τσσ μ βζζντόν μόι άμιρε, μόι μότρ μόι γκιτόνε; Τσσ γιάμ σμούρε ντο τ βντες, τ μπάρ λεβεντίν, τρ γκόνι σίλνι νι γιατρό, γιατρό τ μσσρόνι. (Απόδοση στα Ελληνικά): Τι με κοιτάζεις άμοιρη, γειτόνισσα κι αδελφή μου; Είμαι άρρωστος, θα πεθάνω, θα χάσω τη λεβεντιά μου. Στείλτε να φέρουν ένα γιατρό, να μου γιάνει την πληγή. Το τραγούδι αυτό το τραγουδούσαν για μοναχικούς, άρρωστους κι απελπισμένους ανθρώπους. ΑΙ Τ ΒΕΜΙ ΛΙΕΝΖ Άι τ βέμι μορέ Λιένζ, Λιένζ τι ε μπούκουρ, τσσ γιε πρ τ πούθουρ. Άι τ βέμι ντε ιτ΄ατ, πρ τ σσομ τσσ ο ν’ α γιάπ. Άι τ βέμι ντε γιότ’ μ, πρ τ σσομ τσσ ντο μπιμ. (Απόδοση στα Ελληνικά): Άντε να πάμε Ελενίτσα μου, Ελενίτσα που είσαι όμορφη και μόνο για φίλημα. Άντε να πάμε στον πατέρα σου, να δούμε τι προίκα θα μας δώσει. Άντε να πάμε στη μητέρα σου, να δούμε τι θα κάνουμε. Ερωτικό τραγούδι, που τραγουδούσαν στα Σουλιμοχώρια και κυρίως στο χωριό Βλάκα (Χρυσοχώρι). ΑΡΒΑΝΙΤΙΚΟΣ ΧΟΡΟΣ Η Κυπριακή διάλεκτος (Κυπριακή Ελληνική ή Κυπριακά) είναι η διάλεκτος της Ελληνικής γλώσσας που χρησιμοποιείται από περίπου επτακόσιες χιλιάδες Ελληνοκυπρίους στην Κύπρο και μερικές εκατοντάδες χιλιάδες Ελληνοκυπρίους της διασποράς, κυρίως στη Μεγάλη Βρετανία, την Αυστραλία και την Ελλάδα. Σχεδόν ποτέ δεν χρησιμοποιείται ως επίσημος γραπτός λόγος, αλλά είναι η κοινή ομιλουμένη των περισσοτέρων Ελληνοκυπρίων. Είναι επίσης η πρώτη γλώσσα πιο ηλικιωμένων Τουρκοκυπρίων από χωριά όπως η Λουρουτζίνα και από την περιοχή της Τυλληρίας. Οι περισσότεροι ηλικιωμένοι Τουρκοκύπριοι μιλούν τα Ελληνικά με Κυπριακή Διάλεκτο ως δεύτερη γλώσσα. Συνήθως, σε επίσημο περιβάλλον θεωρείται πιο αποδεκτή η χρήση της Κοινής Νέας Ελληνικής (όπως στα σχολεία, στο κοινοβούλιο, στα μέσα ενημέρωσης και παρουσία μη Κυπρίων ομιλητών της Ελληνικής). Στη νεότερη εποχή σημαντικοί ποιητές όπως ο Βασίλης Μιχαηλίδης (1849-1917) και ο Δημήτρης Λιπέρτης (1866-1937) και ακόμα νεότεροι όπως ο Παύλος Λιασίδης (1901-1985) κάνουν χρήση της διαλέκτου σε γραπτή μορφή. Πολλοί άλλοι λογοτέχνες, συνήθως ποιητές αλλά και πεζογράφοι, χρησιμοποιούν ακόμα την Κυπριακή διάλεκτο. Υπάρχει επίσης πληθώρα κυπριακών τραγουδιών (παραδοσιακά, δημοτικά και σύγχρονα), αλλά και σκετς, θεατρικά και τηλεοπτικές σειρές που χρησιμοποιούν τη διάλεκτο. Κυπριακή διάλεκτος Η κοντονούρα η αλεπού, άμα κι’ αρκέψαν οι άλ-λες να την περιπαίζουν, εΐνη φφωδκιά ’που το θ-θυμόν της, αμ-μά ’ν είπε λ-λέξη. Γιάλι-άλι έφυεν και πήε μ-μανιχή της αλ-λού. Ύστερα ’που λ-λίες ημέρες ευρεθήκασιμ πάλε, αμ-μά η κοντονούρα η αλεπού εχών-νετουμ ’που λ-λόου τους να δει ίντα ’μ που λαλούν. Ακούει τες και παραπονιούνται πως εν ιβρίσκουν τίποτε να φάσιν. Μεταγραφή στην Κοινή Νέα Ελληνική Η αλεπού με την κομμένη ουρά, όταν άρχισαν οι άλλες να την περιπαίζουν, έγινε φωτιά από τον θυμό της, αλλά δεν είπε λέξη. Αργά-αργά (αγάλι-αγάλι) έφυγε και πήγε μοναχή της αλλού. Ύστερα από λίγες ημέρες βρέθηκαν πάλι, αλλά η αλεπού με την κομμένη ουρά κρυβόταν από αυτές, για να δει τι λένε. Τις ακούει να παραπονούνται ότι δεν βρίσκουν τίποτε να φάνε. Λεξιλογικά χαρακτηριστικά Εξαιτίας των διαφόρων γλωσσικών στρωμάτων που ανά τους αιώνες συνδέθηκαν με το νησί της Κύπρου, μπορούμε σήμερα να εντοπίσουμε τις ακόλουθες χαρακτηριστικές λεξιλογικές ομάδες, πέρα από το λεξιλόγιο που είναι κοινό κτήμα με τις υπόλοιπες διαλέκτους και με την Κοινή: Αρχαϊσμοί: Αξιοσημείωτος είναι ο λεξιλογικός πλούτος που διασώζει στοιχεία από την αρχαία και ελληνιστική εποχή της Ελληνικής. ΠΑΡΑΔΕΙΓΜΑΤΑ: άφτω «ανάβω» (< άπτω), φτείρα «ψείρα» (< αρχ. φθείρ, -ρός), šοίρος (< χοίρος), ποζέγνω (< αρχ. ἀποζεύγνυμι), δρόπης (< ελνστ. ὑδρόφις, -εως), καμμώ «κλείνω τα μάτια» (< αρχ. καμμύω), κίλλης «μικρόσωμος γάιδαρος» (λ. τής αρχ. Κυπριακής), ροθέσιν (< αρχ. ὁροθέσιον), ορτσούμαι «χορεύω» (< αρχ. ὀρχοῦμαι), ξαργκώ «μένω αδρανής» (< αρχ. ἐξαργῶ). Ιδιωματισμοί: Σε αυτούς περιλαμβάνονται λέξεις και φράσεις γνωστές στον ελληνόφωνο κορμό, οι οποίες όμως έχουν αποκτήσει εντελώς διακριτή σημασία και χρήση. ΠΑΡΑΔΕΙΓΜΑΤΑ: γέν-νημαν ήλιου «ανατολή», χαρτωμένος «αρραβωνιασμένος» (από το χαρτί τού προικοσυμφώνου), θαρκούμαι «νομίζω» (< θαρρούμαι), στρούθος «σπουργίτης», κούκ-κουρον «παξιμάδι» (υποκορ. τού ουσ. κόκκος), μιτά μου «μαζί μου». Παλαιά Γαλλικά δάνεια: Λέξεις της παλαιάς Γαλλικής και των διαλέκτων της εισήλθαν μεταξύ του 12ου και του 14ου αιώνα, καθιστώντας την Κυπριακή διάλεκτο μοναδική από αυτή την άποψη στον ελληνόφωνο κόσμο. ΠΑΡΑΔΕΙΓΜΑΤΑ: τσαέρα «καρέκλα» (< προβηγκ. chaira), τσαΐνα «αλυσίδα» (< προβηγκ. chaina), βλαντζίν «συκώτι» (< παλ. γαλλ. flanc), κουμανταρία «γλυκό κρασί τής Κύπρου» (< παλ. γαλλ. vin de commanderie «κρασί τού τάγματος Commanderie των Ιωαννιτών ιπποτών»), κουμουδκιάζω «ετοιμάζω ταφή νεκρού» (< προβηγκ. accoumoudar), κουφουρκιάζω «παρηγορώ» (< προβηγκ. coumfortar), μίζαρον «σάβανο» (< παλ. γαλλ. mise à mort). Ιταλικά και Βενετικά δάνεια: Η περίοδος της Βενετοκρατίας άφησε αξιοσημείωτα ίχνη στη διάλεκτο. ΠΑΡΑΔΕΙΓΜΑΤΑ: βαντζάρω «προχωρώ» (< avanzare), γάρπος «καμάρι» (< garbo), ζόπ-πος «αδέξιος» (< zoppo), κάστϊον «βάσανο» (< castigo), κουρτέλ-λα «μαχαίρι» (< coltella), πιν-νιάδα «πήλινη χύτρα» (< pignada). Τουρκικά δάνεια: Οι τουρκικές λέξεις είναι πολυάριθμες και απαντούν προσαρμοσμένες στα μορφολογικά σχήματα της διαλέκτου. ΠΑΡΑΔΕΙΓΜΑΤΑ: άσκοσ-σου «μπράβο» (< aşk olsun), ζατ-τίν «έτσι κι αλλιώς» (< zatî), ζϊαφέτ-τιν «συμπόσιο» (< ziyafet), καΐσιν «παγίδα» (< kayış), κκουσμάς «κουβέντα» (< konuşma), μέσελα «δηλαδή;» (< mesele). Αγγλικά δάνεια: Οι αγγλικές λέξεις έχουν εισέλθει από την περίοδο της αγγλοκρατίας και διευρύνουν έκτοτε διαρκώς την παρουσία τους στο λεξιλόγιο της διαλέκτου, πράγμα που προωθείται από τη διαρκώς ενισχυόμενη επιρροή του αγγλόφωνου κόσμου στη νήσο. Όσες έχουν προσαρμοστεί μορφολογικά υπέστησαν αξιοσημείωτη αλλοίωση. ΠΑΡΑΔΕΙΓΜΑΤΑ: φούρπ’ος «ποδόσφαιρο» (< football), σέντερ «αποστολέας (αλληλογραφίας)» (< sender), τšαρτšάρω «χρεώνω» (< charge), τρενάρω «εκπαιδεύω» (< train). Χαρακτηριστικός άγγλισμός είναι επίσης το ρ. απολογούμαι, που έχει αποκτήσει τη σημ. «ζητώ συγγνώμη» με επίδραση του ελληνογενούς αγγλ. apologise. Δείγματα της διαλέκτου Πλαίσιο 1: Δίστιχα Άντα σειστείς και λυγιστείς και σιγοπερπατήσεις, ούλου του κόσμου τους καμούς εν να μου τους ποτίσεις. κινούρκο δ-δαχτυλίδι φ-φορείς στο χέρι σ-σου, στην πέτρα γράφει πάνω, να γίνω ταίρι σ-σου. Την αγαπώ χαρτολοούν κι’ εμέν παρηγορούσιν, πάλε τα μ-μάδκια μου δικλούν την αγαπώ να δούσιν. και να ’μουν κλήμαν κρεμ-μαστόν εις την κληματερή σ-σου, νά ’ρκεσουν νά ’π-πεφτες στο σκιος, να χόρταν-να το δει σ-σου. Παραδοσιακές Στολές της Κύπρου Πηγές: el.wikipedia.org/.../Κυπριακή_Διάλεκτος φωτογραφίες: Google Βλαχική Διάλεκτος Η βλαχική γλώσσα,αν και λατινογενής ,αρχικά γράφτηκε με το ελληνικό αλφάβητο, αυτούσιο, χωρίς να αποδίδονται καθόλου τα ημίφωνα .Το 1997 σε συνέδριο βλαχόφωνων που έγινε στο Μοναστήρι (Μπίτολα) στα Σκόπια συστηματοποιήθηκε ένα βλαχικό αλφάβητο με βάση το λατινικό .Αυτό το αλφάβητο χρησιμοποιείται από πολλούς συγγραφείς, που γράφουν στα βλάχικα, στα Σκόπια, τη Βουλγαρία και την Αλβανία .Στην Ελλάδα, όπου ζει και ο κύριος όγκος των βλάχων, δεν καθιερώθηκε και για τη γραφή των βλαχικών χρησιμοποιούνται διάφορες παραλλαγές, άλλες με βάση το ελληνικό, άλλες με βάση το λατινικό ανάλογα με τις προσωπικές προτιμήσεις και τις επιλογές του καθενός .Στη Ρουμανία προτιμάται η ρουμανική ορθογραφία, ελληνογράμματο Παρακάτω ακολουθεί ένα βλαχικό αλφάβητο με ελληνικά γράμματα στο οποίο χρησιμοποιούνται και διακριτικά σημεία για την απόδοση των ημιφώνων αλλά και δασέων συμφώνων, τα οποία απουσιάζουν από τα επίσημα ελληνικά αλλά υπάρχουν στα βλάχικα. δείγμα κειμένου γραμμένου στο ελληνογράμματο βλαχικό αλφάβητο. Βίννι βυλπεα λα βιτσινλυ, μῑνι σεαρῑ σ' υ αστεπτσῑ λ' ατα κῑσιστρῑ Ήρθε η αλεπού στο γείτονα,αύριο το βράδυ να την περιμένεις και στο δικό σου το κοτέτσι. βλάχικη παροιμία λατινογράμματο αλφάβητο Το λατινογράμματο βλαχικό αλφάβητο του Μοναστηρίου Η Βλάχικη γλώσσα είναι γλώσσα του ανατολικού κλάδου των Λατινογενών γλωσσών. Διαμορφώθηκε τους πρώτους αιώνες μετά την κατάκτηση των Βαλκανίων από την Ρωμαϊκή Αυτοκρατορία. Αποκαλείται πρωτίστως από τους ομιλούντες της Armãneashce/Armãneashti/Rãmãneshti (Αρωμανική) όρος που δημιουργήθηκε από την τάση για προσθήκη ενός προθετικού Α- (Romanus>Aromãn). Στην Ελληνική γλώσσα έχει επικρατήσει η ονομασία Βλάχικη (Vlach, Vlãheshte), ενώ στην αγγλική Aromanian. Είναι μία από τις τέσσερις λατινογενείς γλώσσες της Βαλκανικής με πολλές λέξεις να προέρχονται από την Ελληνική. Το Ετυμολογικόν Λεξικό της Κουτσοβλάχικης Γλώσσης του Κ. Νικολαΐδη (1909) περιλαμβάνει 6.657 λέξεις εκ των οποίων οι 3.560 έχουν ελληνική προέλευση, 2.605 λατινική, 185 σλάβικη, 150 αλβανική και οι υπόλοιπες 157 άγνωστη. Μάλιστα σε πολλές από τις ελληνογενείς λέξεις η ετυμολογία ανάγεται στους πρωτοαρχαιοελληνικούς και ομηρικούς χρόνους. Στην Ελλάδα πρέπει να γίνει διαχωρισμός όταν μιλάμε για βλάχικα με μικρό β. Σε αυτή την περίπτωση γίνεται αναφορά σε δυσνόητα ιδιωματική "επαρχιακή" προφορά της Ελληνικής γλώσσας. Βλάχικα (Makedon-armânâ, Armãneashce, Armãneashti) Ομιλείται σε: Ελλάδα, Βουλγαρία, Αλβανία, ΠΓΔΜ και τη ΣερβίαΜαυροβούνιο Συνολικοί ομιλητές: 100.000-250.000 στην Βαλκανική. Υπάρχουν ακόμα κοινότητες στον υπόλοιπο κόσμο [1] Κατάταξη: Εκτός των 100 πρώτων Γενετική ταξινόμηση: Ινδοευρωπαϊκές Γλώσσες Ρομανικές Ανατολικές ρομανικές Βλάχικα Επίσημη κατάσταση Επίσημη γλώσσα: Κρούσοβο, ΠΓΔΜ Ρυθμίζεται από: - ISO 639-1 Κώδικες γλώσσας - ISO 639-2 roa ISO 639-3 rup SIL RUP Ιστορία Makedon (Arman) Grammar Book, Viena 1813 Οι απαρχές της γλώσσας δεν είναι με βεβαιότητα γνωστές. Θεωρείται πάντως βέβαιο ότι η διαμόρφωση και διαφοροποίησή της από τη Λατινική γλώσσα συνέβησαν κατά τους πρώτους αιώνες μ.Χ. και ότι προήλθε από τη λαϊκή καθομιλούμενη Λατινική γλώσσα. Πολλά χρόνια αργότερα διαμορφώθηκαν και οι υπόλοιπες Ανατολικές Λατινογενείς γλώσσες, όπως η Μογλνενίτικη Βλάχικη, η Ρουμάνικη γλώσσα και η Ιστρορουμανική. Κατά πολλούς, το γεγονός αυτό σε συνδυασμό με πολιτικές σκοπιμότητες της εποχής, είχε ως συνέπεια να αναπτυχθεί η θεωρία μίας κοινής Πρωτορουμάνικης γλώσσας, από την οποία δημιουργήθηκαν οι ανατολικές λατινικές γλώσσες. Ως πρώτη καταγεγραμμένη φράση στη Βλάχικη γλώσσα θεωρείται, κατά πολλούς, η "τόρνα, τόρνα, φράτερ" όπως καταγράφηκε από τον βυζαντινό χρονογράφο Θεοφύλακτο Σιμοκράτη τον 6ο αιώνα. Συγκεκριμένα, περί της εκστρατείας των βυζαντινών στρατευμάτων κατά των Αβάρων στη Θράκη (579-582 μ.Χ.) ο Σιμοκράτης αναφέρει: τη πατρώα φωνή ... τόρνα, τόρνα, φράτερ και ο μεν κύριος τoυ ημιόνου την φωνήν ουκ ήσθετο οι δε λαοί ακούσαντες και τους πολεμίους επιστήναι αυτοίς υπονοήσαντες, εις φυγήν ετράπησαν, τόρνα τόρνα μεγίσταις φωνές ανακράζοντες ... . Δηλαδή, κατά την εκστρατεία και ενώ ένα άλογο βάδιζε, το φορτίο έγερνε από τη μία μεριά και κινδύνευε να πέσει, τότε ένας άλλος στρατιώτης που ακολουθούσε φώναξε στον οδηγό του αλόγου στην πατρώα φωνή "τόρνα, τόρνα, φράτερ" (γέρνει-γέρνει αδελφέ ή γύρνα-γύρνα αδελφέ), προκειμένου ο δεύτερος να προσέξει και να μην πέσει το φορτίο του ζώου. Στους αιώνες που ακολούθησαν η γλώσσα πήρε τη σημερινή της μορφή, δεχόμενη σημαντική επίδραση από γειτονικές της γλώσσες. Στο λεξιλόγιο η επιρροή της Ελληνικής γλώσσας είναι αρκετά μεγάλη, αν και ο βασικός κορμός των λέξεων παραμένει λατινικός. Το αρχαιότερο δείγμα βλάχικου γραπτού λόγου αποτελεί η επιγραφή του Νεκταρίου Τέρπου σε ξύλινη εικόνα του 1731 που ανακαλύφθηκε το 1950, η οποία προέρχεται από την εκκλησία της Παναγίας του χωριού Αρδενίτσα στην πεδιάδα της Μουζακιάς στην Αλβανία. Η εικόνα δείχνει τη Παναγία Βρεφοκρατούσα και γράφει με ελληνική γραφή «Βίργιρε Μούμα-λ τουμνεζί ώρε τρέ νόϊ πεκετόσσλοιι» (Παρθένος η μητέρα του Θεού δεήσου και για εμάς τους αμαρτωλούς.) Άλλη επιγραφή γραμμένη στη βλάχικη γλώσσα βρίσκεται σε μοναστήρι του χωριού Κλεινοβός Τρικάλων, από τον ζωγράφο Μιχαήλ Αναγνώστου Δημητρίου από τη Σαμαρίνα με χρονολογία 1789. Οι στίχοι της επιγραφής είναι γραμμένοι σε τρεις γλώσσες: Ελληνική (καθαρεύουσα), Απλή (δημοτική) και βλάχικη με ελληνικούς χαρακτήρες : Ελληνική — καθαρεύουσα: ΦΟΒΩ ΠΡΟΒΑΙΝΕ ΤΗΝ ΠΥΛΗΝ ΤΗΣ ΕΙΣΟΔΟΥ. ΤΡΟΜΩ ΛΑΜΒΑΝΕ ΤΩΝ ΘΕΙΩΝ ΜΥΣΤΗΡΙΩΝ. ΙΝΑ ΜΗ ΚΑΤΑΦΛΕΧΘΗΣ ΠΥΡΙ ΤΩ ΑΙΩΝΙΩ. Απλή — δημοτική: ΣΚΙΑΖΟΥ Κ΄ ΕΜΠΑΙΝΕ ΜΕΣΑ ΣΤΗΝ ΕΚΚΛΗΣΙΑΝ. ΤΡΕΜΕ Κ΄ ΕΠΕΡΝΕ ΤΗΝ ΘΕΙΑΝ ΚΟΙΝΩΝΙΑΝ. ΚΟΛΑΣΣΕΣ ΚΑΙ ΦΩΤΙΑΙΣ ΑΝ ΘΕΛΗΣ ΓΙΑ ΝΑ ΦΥΓΗΣ. Βλάχικη: ΙΝΤΡΑ ΜΠΑΣΙΑΡΕΚΑ ΚΟΥ ΜΟΥΛΤΑ ΠΑΒΡΙΕ. ΤΡΙΑΜΠΟΥΡΑ ΛΟΥΝΤΑΛΟΥΪ ΜΑΡΙΑ ΚΟΥΜΝΙΚΑΤΟΥΡΑ. ΦΩΚΟΛΟΥ ΑΚΣΙ ΣΗ ΚΟΛΑΣΙΑ ΤΡΑ ΣΚΑΚΗ. Άλλο δείγμα βλάχικου γραπτού λόγου, γραμμένου επίσης με ελληνικούς χαρακτήρες είναι το τετράστιχο του αγγείου Simota των αρχών του 19 αιώνα: Καιλερύτου αμέου, μπια γίνου κα πι ατέου. Μούλτου σε νού μπιάε, σε νού τε βεμάη. Τρά σε νου τζη φάκε ρέου, τρα σε νου τε μπετου έου. Υναι ουάρε σε μπηάη, συ ακάσε τζη σε βάϊ. Και η μετάφραση είναι η εξής: Καλαρρίτη δικέ μου, πιες κρασί σαν δικό σου. Πολύ μη πιεις, για να μη «ξεράσεις». Για να μη σου κάνει κακό, για να μην σε μεθύσω εγώ. Μια φορά να πιείς, θα ‘χεις και για το σπίτι. Ο λόγιος Θεόδωρος Αναστασίου Καββαλιώτης εξέδωσε το 1770 στη Βενετία την "Πρωτοπειρία", ένα εγχειρίδιο με προσευχές, γνωμικά, διηγήματα και καταχωρημένες 1170 λέξεις σε τρεις κάθετες στήλες στην νεοελληνική, βλάχικη και αλβανική. Το 1802 ο Δανιήλ Μοσχοπολίτης εκδίδει την "Εισαγωγική Διδασκαλία", ένα τετράγλωσσο λεξικό της ελληνικής, της εν Μοισία βλάχικης, της βουλγαρικής και της αλβανιτικής. Η πρώτη γραμματική της γλώσσας τυπώθηκε το 1813 στην Βιέννη της Αυστρίας (τότε Αυστρουγγαρίας). Τα τελευταία χρόνια έχουν εκδοθεί σε διάφορες χώρες, και στην Ελλάδα, διάφορες γραμματικές και λεξικά της γλώσσας. Γεωγραφική εξάπλωση Αυτόχθονες βλαχόφωνες κοινότητες απαντώνται σήμερα στην Ελλάδα, την Αλβανία και την Π.Γ.Δ.Μ. Στη Σερβία και το Μαυροβούνιο, τη Ρουμανία καθώς και την Βουλγαρία διατηρούνται κοινότητες η ύπαρξη των οποίων χρονολογείται από τον 18ο αιώνα. Υπάρχουν ακόμα κοινότητες Βλάχων μεταναστών σε χώρες της δυτικής Ευρώπης, τις Ηνωμένες Πολιτείες, τον Καναδά και στην Αυστραλία. Στον ελλαδικό χώρο βλαχόφωνα χωριά και πόλεις βρίσκονται σήμερα κυρίως στις περιοχές της Φλώρινας, της Κοζάνης και της Ηπείρου. Ορισμένες περιοχές με βλαχόφωνους πληθυσμούς είναι: Μέτσοβο Νάουσα Σαμαρίνα Ντένισκο Νυμφαίο στη Φλώρινα Λιβάδι Ελασσόνας στη Λάρισα Κλεισούρα Κάτω Βέρμιο (Σέλι) στη Βέροια Σελενίτσα στην Αυλώνα της Β.Ηπείρου Σε παλιότερες εποχές σημαντικοί βλαχόφωνοι πληθυσμοί υπήρχαν και σε άλλες περιοχές, όπως στη Θεσσαλία (π.χ. Τύρναβος). Είναι δε χαρακτηριστικό ότι η Θεσσαλία ήταν γνωστή και ως Μεγάλη Βλαχία. Σε άλλες χώρες, αξιόλογο βλαχόφωνο πληθυσμό φιλοξενούν η Μοσχόπολη στην Αλβανία και το Μοναστήρι στην Π.Γ.Δ.Μ.. Γραφή Η Βλάχικη γλώσσα έχει επίσημη γραφή, η οποία καθιερώθηκε σε συνέδριο βλαχικών αντιπροσωπειών στο Μοναστήρι της ΠΓΔΜ το 1997. Στην Ελλάδα συνηθίζεται να γράφεται στο Ελληνικό αλφάβητο με τη προσθήκη κάποιων διακριτικών ή με συνδυασμό χαρακτήρων του Ελληνικού και του Λατινικού αλφαβήτου. Στις υπόλοιπες χώρες γράφεται σε κατάλληλα τροποποιημένες μορφές του Λατινικού αλφαβήτου. wikipedia ΕΘΙΜΑ – ΠΡΟΣΩΠΙΚΟΤΗΤΕΣ Βλάχικες παροιμίες -Μέρου σουμ’ μέρου κάντι (Το μήλο κάτω από την μηλιά πέφτει) -Λούπλου πέρλου αρούκα μα μίντεα νου ου μούτα (Ο λύκος την τρίχα την ρίχνει αλλά το μυαλό δεν το αλλάζει) -Ντι αούμπρα ντι άκ' κάσα νου σ' φάτσι (Από την σκιά της καρφίτσας σπίτι δεν γίνεται) -Αντούνα, κάντ' χίι τίνιρ' , σ' άι κάντ' αουσέστι (Μάζευε, όταν είσαι νέος, για να 'χεις όταν γεράσεις) -Αχτάρι κάπ', αχτάρι μίντι (Τέτοιο κεφάλι, τέτοιο μυαλό) -Ανία νι άρντι κάπλου φόκ' σ' αλούι λι άρντι τρα τζιόκ' (Εμένα μου καίει η φωτιά το κεφάλι και εκείνου του καίει για χορό) -Ντι άπα τσι ντοάρμι σ' τσα χίμπα φρίκα (Από το νερό που "κοιμάται" να έχεις φόβο) -Κα πέρου ντι λούπου γράματλι (Σαν τις τρίχες του λύκου βλέπω τα γράμματα) -Άπα, φόκλου σ' μουλιάρεα νου άου πίστι (Το νερό, η φωτιά και η γυναίκα δεν έχουν εμπιστοσύνη) -Αράβντα σ' τάτσ' μάκα βρέι σ' μπανέτζ' (Άκουγε και σώπαινε αν θέλεις να ζήσεις) -“Νι ασουντά κούρ(λ)ου, βα αλαξιάσκα κιρόλου” ( Μου ίδρωσε ο κώλος, θ΄ αλλάξει ο καιρός ) -Τσι πατσίμ πατσίμ τσι βα πατσίμ νου στίμ (Τι πάθαμε πάθαμε, τι θα πάθουμε δεν ξέρουμε) -Μπόουλου σ' λεάγκα ντι κοάρνι σ' όμλου ντι λίμπα (Το βόδι δένεται από τα κέρατα και ο άνθρωπος από την γλώσσα) -Αντούνα, κάντ' χίι τίνιρ' , σ' άι κάντ' αουσέστι (Μάζευε, όταν είσαι νέος, για να 'χεις όταν γεράσεις) -Ντι άπα τσι ντοάρμι σ' τσα χίμπα φρίκα ( Από το νερό που "κοιμάται" να έχεις φόβο) -Αρμάνλου 'ν κάλαρ' ι βα σ' ντοάρμα ι βα σ' κάντα (Ο Βλάχος καβάλα ή θα κοιμάται ή θα τραγουδάει) -Ντι λα τζάκα παν' λα φάκα μπουβαλίτσια σ' φιάτσι βάκα (Από το να το πει μέχρι να το κάνει, το μοσχαράκι έγινε αγελάδα) -Αρμάνλου φιάτσι σ' κρεάπα σ' ντράκλου (Ο Βλάχος έκανε και τον διάολο να σκάσει) -Κάρι φουρά άκλου φουρά σ' σάκλου ( Όποιος έκλεψε τη βελόνα έκλεψε και το σακκί) - Όμλου ιάστι ντούλτσι κα νιάρι, σ' γκρέου κα σάρι (Ο άνθρωπος είναι γλυκός σαν μέλι και βαρύς σαν αλάτι ) -Μπόου βίνισι, μπόου βτζίσι (Βόδι ήρθες, βόδι έφυγες) -Κιάτρα κριάπα, όμλου νου κριάπα (Η πέτρα ραγίζει, ο άνθρωπος δε ραγίζει) Συμπερασματικά η βλαχική διάλεκτος είναι μια από τις πολλές διαλέκτους της ελληνικής γλωσσας που επίβίωσε στο πέρασμα των χρόνων και συστηματοποιήθηκε με βάση το λατινικό αλφάβητο. Πηγές: wikipedia-Βλαχική διάλεκτος Η τέχνη των πλεκτών κεριών της Φλώρινας Τα πανέμορφα παραδοσιακά πλεκτά κεριά της Φλώρινας είναι λίγο γνωστά στη Δυτική Μακεδονία και άγνωστα στην υπόλοιπη Ελλάδα. Κατ' εξαίρεση, τέτοια κεριά... προσφέρονται σε μεμονωμένες περιπτώσεις από ειδικά καταστήματα της Θεσσαλονίκης μόνο τις παραμονές του Πάσχα, ενώ στην Αθήνα, πωλούνται σε κάποια κεντρικά καταστήματα δώρων και ειδών λαϊκής τέχνης, χωρίς να αναγράφεται ο τόπος προέλευσης τους. Η τέχνη των πλεκτών κεριών, που κατά ανεξακρίβωτη παράδοση προέρχεται από το Βυζάντιο, αναπτύχθηκε ιδιαίτερα στην πόλη της Φλώρινας, όπου υπήρχαν από παλαιά εντόπιοι κηροπλέκτες. Αυτή η τέχνη γνώρισε νέα ακμή μετά το 1914, όταν κατέβηκαν στην απελευθερωμένη πλέον Μακεδονία πρόσφυγες, κατά την πλειονότητά τους από το Μοναστήρι και το Μεγάροβο, όπου η κηροπλεκτική ανθούσε επί αιώνες. Ορισμένες, μάλιστα, οικογένειες Μοναστηριωτών εγκαταστάθηκαν στην Έδεσσα, με συνέπεια και εκεί να συναντάται η ίδια τέχνη, σε μικρότερη, όμως, κλίμακα. Δύο ήταν οι φάσεις κατασκευής των κεριών, το φτιάξιμο του κέρινου κορδονιού που λέγεται «σαμάς» και το πλέξιμο. Για την παρασκευή του «σαμά» αναγκαίο εργαλείο ήταν το τσάρκι ή τσέρκι. Εκτίθεται ένα στη Δημόσια Βιβλιοθήκη Φλώρινας «Βασιλική Πιτόσκα». Χρησιμοποιώντας τη φαντασία κάθε Φλωρινιώτης κηροποιός, έδινε το δικό του χρώμα στην παραγωγή. Πέντε μήνες έξι αδράχτια - Βλάχα πλένει στο ποτάμι. Θα ασχοληθούμε με την κουρά των προβάτων και την επεξεργασία του μαλλιού στα χρόνια του μεσοπολέμου στην Βέροια. Μόνιμη και διαρκής ασχολία ήταν για τις Βλάχες η επεξεργασία του λαναρισμένου μαλλιού. To μήνα Μάη κουρεύανε τα πρόβατα, οι γυναίκες παίρνανε το μαλλί, το δένανε σε ‘μπροκάρια’ (‘μπάσκες’= ποσότητα μαλλιού ενός πρόβατου’), το πλένανε και αφού το διαλέγανε το ‘ανοίγανε’. Βέβαια το κούρεμα των προβάτων αποτελούσε σημαντική διαδικασία όπου οι άντρες είχανε έτοιμο και ψημένο το αρνί και γλεντούσανε. Στην διαλογή των μαλλιών αλλού έβαζαν τα πιο μακριά που ήταν για στημόνι =‘τρι ουστούρ' και αλλού τα πιο κοντά = ‘αρούντα’ και μαλακά που ήταν για υφάδι =‘τρι τράμι’. Τα βάζανε σε τσουβάλια (=’χαράϊα’) και συνήθως τα γνέθανε στο βουνό αφού πρώτα τα λαναρίζανε σε ειδικό μαγαζί με μηχανή. Ακόμα θυμάμαι μικρός που πηγαίναμε το μαλλί μαζί με την τη μητέρα μου στον λαναρά στην οδό Κεντρικής στην Βέροια στις αρχές της δεκαετίας του 60. Παλιότερα που δε υπήρχαν λαναράδες οι βλάχες λαναρίζανε το μαλλί σε ειδικό εργαλείο, το ‘σκάμνο’. Στα τελευταία χρόνια χρησιμοποιούσανε και το ‘σκάμνο’ για δύσκολες περιπτώσεις λαναρίσματος σκληρού μαλλιού ή μαλλιού ή γιδόμαλου (= κ’πρίνα). Όσα νήματα προορίζονταν για τον αργαλειό έπρεπε να υποστούν την διαδικασία του ‘ιδιάσματος’ = ουρτζιτούρα που ήταν πολύ γραφική και ομαδική διαδικασία.. Για να τεντωθεί καλά το γνεσμένο στημόνι πριν μπει στον αργαλειό και περάσει το χτένι, το ‘έστρωναν ‘ κατά κάποιον τρόπο στην αυλή περνώντας το γύρω από τα παλούκια (φούρκες) καρφωμένα στο χώμα σε σχήμα συνήθως Ζ ή Ν. Στημόνι λέγεται το μάλλινο νήμα που αποτελεί την βάση για όλα τα υφαντά και το μαζεύανε στο 'Αντί', πριν να πάει στον αργαλειό. Στον αργαλειό ύφαιναν και το ‘δίμιτο’= αβίμιτου (μάλλινο ειδικό ύφασμα) για τα ρούχα των αντρών. Μπορούσε να ήτανε άσπρο, μαύρο, μπλε σκούρο / βινιουτ / με νήμα πολύ–πολύ λεπτό. Στον αργαλειό ύφαιναν και απαλό άσπρο ύφασμα για σπάργανα των μωρών, για φούστες γυναικών και για φανέλες αντρών (κατασάρκου). Έτσι έφτιαχναν διάφορα υφάσματα, φλοκάτες, ντούσκες (χωρίς φλόκο), στρωσίδια, κουβέρτες κλπ και γενικά όλα ήταν φτιαγμένα χειροποίητα στον αργαλειό. Από το μπατάνι (ντριστέλα) περνούσαν και οι φλοκάτες και οι στείρες κουβέρτες για να σφίξουν και να χνουδιάσουν. Στην Βέροια (η οποία ήταν πλούσια σε νερό όπως και η Έδεσσα) υπήρχαν τα μπατάνια και έπρεπε να πάρει κανείς σειρά να ‘χτυπήσουν’ τα νεούφαντα στρωσίδια και σκεπάσματα, να μετατρέψουν το ανυψωμένο υφάδι της βελέντζας σε φλόκο και οι βλάχες να πλύνουν τις φλοκάτες, τις κουβέρτες και τα στρωσίδια τους. (Η νεροτριβή είναι η διαδικασία κατεργασίας χοντρών, κυρίως μάλλινων, υφασμάτων, με τη δύναμη του νερού, ώστε να αποκτήσουν την επιθυμητή απαλότητα και υφή). Εκεί στην γούρνα με το νερό ο ντριστελιάρης έριχνε πολλές μαζί κουβέρτες και υφαντά και οι γυναίκες με ένα μακρύ στειλιάρι έβγαζαν τα δικά τους να τα σαπουνίσουν και μετά τα άπλωναν στους φράχτες του μπατανιού. Μετά τα έβαφαν, παλιά με ‘φράψινο’μπογιά από ένα είδος δέντρου και καραμπογιά και στο τέλος όσα ήταν για ράψιμο στέλνονταν στον ράφτη (για κάπες, ταλαγάνια, σακάκια, κοστούμια, αντρικές κιλότες, σαλβάρια τσουάριτς (χολέβια), τσιπούνια κλπ. Ήθη και έθιμα των μηνών Ιανουάριος Ένα έθιμο στενά δεμένο με την Κλεισούρα είναι τα αργκουτσιάρια (argutsiarli) και τελείται ανήμερα της Πρωτοχρονιάς. Τα αργκουτσιάρια σηματοδοτούν το χαρακτήρα της Κλεισουριώτικης Πρωτοχρονιάς και συνδυάζουν το ηρωικό στοιχείο με την πανάρχαια διονυσιακή τελετή. Τα αργκουτσιάρια, απετέλεσαν μια, ομάδα με αρχηγό και παλικάρια και πήραν χαρακτήρα εθνικοαπελευθερωτικό. Φεβρουάριος Το έθιμο ξεκινάει την Τσικνοπέμπτη. Την Τσικνοπέμπτη “πιάνουν τα προζύμια”. Η κάθε παρέα αποτελείται από 10-15 άτομα τα οποία συγκεντρώνονται στο κέντρο της πόλης και έπειτα ανά μπουλούκια μαζεύονται σε ταβέρνες όπου χορεύουν και γλεντούν έως το πρωί. Εκείνη την ημέρα οι Βλάχοι δεν είναι ντυμένοι με την παραδοσιακή φορεσιά, αλλά μόνο με καλαμάτα κρεμασμένη στο λαιμό.Το έθιμο συνεχίζει την Κυριακή της Αποκριάς στις 10 το πρωί έπειτα από την εκκλησία. Την έναρξη της τελετής την κάνει ο καπετάνιος της παρέας των Βλάχων. Βγαίνει από το σπίτι του όπου τον περιμένει ο Τουρκαλβανός υπηρέτης του (Πανούσης), ο οποίος είναι και ο τροφοδότης της παρέας. Με το νταούλι και την πίπιζα, τα δύο βασικά όργανα του Βλάχικου Γάμου, ξεκινούν να συγκεντρώσουν ένα ένα τα παλικάρια της παρέας πηγαίνοντας από σπίτι σε σπίτι Μάρτιος "ΠΑΧΙΔΑ" Η «παχίδα» ήταν κύριο και χορταστικό φαγητό της Σαρακοστής. Την Καθαρά Δευτέρα μάλιστα οι αρραβωνιασμένες στο Λιβάδι το έφερναν και σαν δώρο στους αρραβωνιαστικούς. Υλικά: Ένα ή και περισσότερα κιλά σιτάρι (ανάλογα). 100 γραμμάρια ανά κιλό καθαρισμένα καρύδια. λίγο αλάτι. Προαιρετικά ζάχαρη ή μέλι. Στουμπίζουμε στο γουδί το σιτάρι. Κατόπιν το βράζουμε καλά με λίγο αλάτι. Όταν αρxίσει να πυκνώνει βάζουμε μέσα και τα καρύδια. Αν θέλετε τα τρίβετε μετά πάνω απ΄ τα πιάτα. Καλή όρεξη! Απρίλιος-Μάιος Το Πάσχα σε ορισμένα βλαχοχώρια υπήρχε το έθιμο να λένε το παρακάτω παραδοσιακό τραγούδι: Γκίνι βίνις λούνα αλ ΠαЅτι, ιό τίνι Ѕι τίνι κα μίνι, μπάρμπα ατά πəν ντι κέπτου, μπάρμπα αμιά πəνə ντι μπάντι, κəτə αρίνα άρι μπάντι, τούτι παράτσ του πούνγκə αλι τάτι = Καλώς ήρθες φεγγάρι του Πάσχα, εγώ σαν και σένα και συ σαν εμένα, τα γένια τα δικά σου ως το στήθος , τα δικά μου ως το χώμα, όση η άμμος καταγής τόσα τα χρήματα στο κιμέρι του πατέρα. Ιούνιος Κάθε χρόνο, από το 1994, ο εκπολιτιστικός σύλλογος “Νεόκαστρο” διοργανώνει την “ΓΙΟΡΤΗ ΤΩΝ ΒΛΑΧΩΝ” ανήμερα της Αναλήψεως. Είναι ένα έθιμο των κτηνοτρόφων. Εκείνη την ημέρα δημιουργούσαν φιλικές συντροφιές στις στάνες όπου έφτιαχναν τα βραστά, ψητά, κουσμάρ και γιαούρτι και διασκέδαζαν καθώς η ημέρα αυτή ήταν αφιερωμένη στην Ανάληψη του Κυρίου Ιησού Χριστού που ήταν προστάτης των κτηνοτρόφων. Μάλιστα συνήθιζαν να δωρίζουν το γάλα στον εκάστοτε ιερέα του χωριού. Το έθιμο αυτό αναβιώνει κάθε χρόνο από το 1994 ο εκπολιτιστικός σύλλογος “Νεόκαστρο”. Όλοι μαζί συγκεντρώνονται στην Κεντρική Πλατεία της Χοχλαστής στο Δημοτικό Διαμέρισμα του Δήμου Ναυπάκτου. Στην εκδήλωση συμμετέχουν πέραν του Συλλόγου και των κτηνοτρόφων όλες οι νοικοκυρές του Νεοκάστρου παρασκευάζοντας παραδοσιακές πίτες, ψωμί, γιαούρτι. Οι κτηνοτρόφοι προσφέρουν το κρέας για τα βραστά και τα ψητά. Οι επισκέπτες συμμετέχουν στην παρασκευή του πανάρχαιου εδέσματος του κουσμάρ Ιούλιος Το βλάχικο τραγούδι, λόγω της μεγάλης διασποράς των Βλάχων - καθώς ήταν κυρίως κτηνοτρόφοι, κυρατζήδες, έμποροι - διαφοροποιήθηκε από περιοχή σε περιοχή, και υπάρχει μια μεγάλη ποικιλία. Ωστόσο, κυριαρχούν δύο τύποι εκτέλεσης. Οένας, ο πιο διαδεδομένος, απαντά στους Βλάχους της Πίνδου, της Γράμμουστας, στα Μπιτόλια, στο Βέρμιο. Ο άλλος στους Αρβανιτόβλαχους, τους Φαρσιαρώτες. Τα τραγούδια του πρώτου τύπου εκτελούνται γενικά ομοφωνικά, πιο σπάνια ετεροφωνκά ή πολυφωνικά. Η πλειοψηφία των εκτελεστών τραγουδούν τη βασική μελωδία και αυτοί που έχουν καλές φωνές μετακινούνται - πάνω κάτω - από τη βασική μελωδία. Στους Φαρσιαρώτες το πολυφωνικό τραγούδι είναι γενικευμένο, ενώ η ατομική εκτέλεση σχεδόν ανύπαρκτη. Ημελωδία του τραγουδιού διατηρείται από δύο κύριους τραγουδιστές, ενώ οι υπόλοιποι - ο χορός - απλά συνοδεύει (εε ...). Χαρακτηριστικό των βλάχικων τραγουδιών είναι και οι αντιφωνίες, κυρίως ανδρών γυναικών. Αυτές ίσως γεννήθηκαν από την ανάγκη να ξεκουράζονται ή να συναγωνίζονται οι δυο ομάδες αυτών που τραγουδούν. Αύγουστος ΤΟ ΠΑΣΧΑ ΤΟΥ ΚΑΛΟΚΑΙΡΙΟΥ. Η Σαμαρίνα θεωρείται το σπουδαιότερο χωριό της φυλής των Κουτσόβλαχων, ή Ελληνοβλάχων της Πίνδου. Κατοικείται μόνο κατά την διάρκεια του καλοκαιριού, μια και τον υπόλοιπο χρόνο ο πληθυσμός της ζει διασκορπισμένος σε όλη την Ελλάδα και κυρίως στη Θεσσαλία. Η καλοκαιρινή περίοδος, που χοντρικά αρχίζει από τον Μάιο και τελειώνει περίπου τον Οκτώβριο, χωρίζεται σε τέσσερα ίσα μέρη που ορίζονται ακόμα και τώρα από τις τέσσερις μεγάλες θρησκευτικές γιορτές - πανηγύρια των Βλάχων, με αποκορύφωμα το πανηγύρι της Μεγάλης Παναγίας, το Δεκαπενταύγουστο στη Σαμαρίνα. Το πανηγύρι διατηρεί σε μεγάλο βαθμό, ακόμα και στις μέρες μας, την αυθεντικότητά του. Η σημαντικότερη και κεντρικότερή του εκδήλωση, είναι ο «Τρανός Χορός» ή «Τσιάτσιος» που χορεύεται απ’ όλο το χωριό στο προαύλιο της Μεγάλης Παναγίας, ανήμερα τον Δεκαπενταύγουστο. Ο «Τσιάτσιος» που έλκει την καταγωγή του από τον αρχαίο διθύραμβο συμπυκνώνει όλα εκείνα τα στοιχεία που χαρακτηρίζουν τους Βλάχους και τη Σαμαρίνα. Ταυτόχρονα αποδεικνύει περίτρανα την Αρχαία Ελληνική καταγωγή της φυλής των Βλάχων. Το πανηγύρι της Σαμαρίνας είναι γνήσια ελληνικό και αποπνέει αρχοντιά, συγκίνηση, αρμονία και ομορφιά. Ήθη και Έθιμα των Ποντίων ΧΡΙΣΤΟΥΓΕΝΝΑ ΚΑΙ ΠΡΩΤΟΧΡΟΝΙΑ (ΔΕΚΕΜΒΡΙΟΣ – ΙΑΝΟΥΑΡΙΟΣ) Τις μέρες που πλησιάζουν, τα Χριστούγεννα, σκεφτόμαστε τα παλιά χρόνια και ρωτάμε τους γερούς για τα ήθη και τα έθιμα που είχαν τότε. Κάθε σπίτι είχε και ένα γουρούνι. Την παραμονή των Χριστουγέννων το έσφαζαν και με το κρέας του έφτιαχναν "γαβουρμά" και "τσιλγάνια", όπως τα λένε στα ποντιακά. Το λίπος του γουρουνιού το λιώνανε και το χρησιμοποιούσανε στις πίτες και τα φαγητά. Φτιάχνανε ακόμα τσουρέκια στο φούρνο, που έμοιαζαν με πίτες. Τα παιδιά έψελναν τα ποντιακά κάλαντα και τους έδιναν, αντί για λεφτά, ξηρούς καρπούς, ξερά σύκα και κερατούτσες που έμοιαζαν με φασόλια αλλά ήταν γλυκές. Την πρώτη μέρα των Χριστουγέννων, μετά την εκκλησία, τρώγανε όλοι μαζί στο τραπέζι πατσά. Ένα άλλο έθιμο ήταν η προσφορά δώρων στα παιδία από το νονό τους και, πολλές φορές, ο βαφτισιμιός πρόσφερε δώρα στο νονό του και αυτό λεγόταν "καλαντίασμαν". Σε άλλα μέρη οι Πόντιοι, παραμονές Χριστουγέννων, μαζεύονταν στην πλατεία και αποφάσιζαν για το γιορτινό τραπέζι. Ο καθένας αποφάσιζε τι ζώο θα σφάξει. Άλλος ένα γουρούνι άλλος μοσχάρι, άλλος κουνέλι κ.ά. Οι γυναίκες αποφάσιζαν να πάνε στην αγορά και να ψωνίσουν διάφορα λαχανικά και φρούτα. Σαν έφταναν τα Χριστούγεννα όλοι οι χωριανοί ετοίμαζαν τα τραπέζια τους κάτω στην πλατεία. Οι γυναίκες τακτοποιούσαν τα ωραία ψητά και όλοι έτρωγαν και έπιναν διασκεδάζοντας χαρούμενα και ξεχνώντας κάθε λύπη και στεναχώρια. Το βράδυ της Πρωτοχρονιάς διάλεγαν ένα μεγάλο κούτσουρο για να καίγεται στο τζάκι. Πίστευαν ότι η φωτιά διώχνει τα δαιμόνια που έρχονταν από την καπνοδόχο. Το κούτσουρο αυτό το λέγανε "καλαντοκάρ". Το ίδιο βράδυ ο αρχηγός της οικογένειας έκοβε τη βασιλόπιτα, που το φλουρί της ήταν μια δεκάρα. Έπειτα ο ίδιος ανακάτευε φουντούκια με νομίσματα και τα πετούσε ψηλά τρεις φορές λέγοντας ευχές για τη νέα χρονιά. Ξημέρωμα Πρωτοχρονιάς πηγαίνανε οι χωριανοί στη βρύση του χωριού. Αφήνανε εκεί τσουρέκια, γλυκίσματα, φρούτα και έπαιρναν νερό (το θεωρούσαν αγιασμένο) για να ραντίσουν το σπίτι. Μετά έσπαζαν στην πόρτα του σπιτιού ένα ρόδι για το γούρι. Σε άλλα μέρη κάθε οικογένεια έπαιρνε από ένα κυδώνι και το έκοβε σε τόσα κομμάτια όσα άτομα ήταν στην οικογένεια. Μετά έβαζαν μια δραχμή μέσα σ' ένα κομμάτι, το ανακάτευαν μέσα σε μια πετσέτα και διάλεγε ο καθένας από ένα. Σε όποιον τύχαινε η δραχμή αυτός μετά έπρεπε να σηκωθεί τα χαράματα, να πάρει μια κανάτα και να πάει κάτω στην πλατεία να τη γεμίσει με νερό. Από αυτό το νερό θα έβαζε λίγο στα ζώα, θα κρατούσε λίγο να πλυθούν και λίγο για να πιουν. Μετά χρόνια, οι συνήθειες άλλαξαν, όμως μαζί τους άλλαξαν και οι άνθρωποι. Εμείς πιστεύουμε ότι τότε υπήρχε περισσότερη αγάπη και αλληλοβοήθεια παρά σήμερα. ΑΦΙΕΡΩΜΑ: ΗΘΗ ΚΑΙ ΕΘΙΜΑ ΤΩΝ ΘΕΟΦΑΝΕΙΩΝ Τα Θεοφάνεια ή Φώτα ή Επιφάνεια γιορτάζουμε την βάπτιση του Ιησού Χριστού από τον Ιωάννη τον Πρόδρομο ή Βαπτιστή. Στην Ελλάδα ο αγιασμός γίνεται για πρώτη φορά την παραμονή των Θεοφανίων και λέγεται «Μικρός Αγιασμός» ή «Πρωτάγιαση» ή «Φώτιση». Με την Πρωτάγιαση, ο ιερέας γυρίζει όλα τα σπίτια και με το Σταυρό και ένα κλωνί βασιλικό «αγιάζει» ή «φωτίζει» (ραντίζει) τους χώρους των σπιτιών για να φύγει μακριά κάθε κακό. Παλαιότερα, οι λαϊκές δοξασίες συνέδεαν τον φωτισμό των σπιτιών με την εξαφάνιση των καλικάντζαρων, τους οποίους φαντάζονταν να φεύγουν περίτρομοι με την έλευση του ιερέα... Ο μεγάλος αγιασμός γίνεται ανήμερα τα Θεοφάνεια στις 6 Ιανουαρίου. Μια μεγάλη πομπή σχηματίζεται και παίρνει το δρόμο που οδηγεί στη θάλασσα ή σε κάποιο ποτάμι, μπορεί και σε μια δεξαμενή. Μπροστά τα εξαπτέρυγα, πίσω οι παπάδες με τα καλά τους άμφια, ύστερα οι αρχές του τόπου και παραπίσω το πλήθος. Στις πόλεις η πομπή γίνεται πιο πλούσια με τη μουσική και τη στρατιωτική παράταξη. Όταν γίνει ο αγιασμός, ρίχνει ο παπάς το Σταυρό στο νερό, πραγματοποιώντας έτσι τον Αγιασμό των Υδάτων. Το πιάσιμο του Σταυρού γίνεται από κολυμβητές, τους λεγόμενους Βουτηχτάδες, κατά την τελετή της Κατάδυσης του Τιμίου Σταυρού. Νεαρά κυρίως άτομα βουτούν στα παγωμένα νερά για να πιάσουν τον Σταυρό και να λάβουν την ευλογία του ιερωμένου, αλλά και να δεχθούν τις τιμές και τις ευχές των συντοπιτών τους. Οι καμπάνες ηχούν χαρμόσυνα, το ίδιο και οι σειρήνες των πλοίων. Όλοι οι πιστοί πίνουν με ευλάβεια από τον αγιασμό, συμβολικά με τρεις γουλιές, και ραντίζουν μ’ αυτόν τα σπίτια, τα δέντρα, τα χωράφια και τα ζώα τους. Για τα Φώτα ο λαός πιστεύει πως είναι ο καιρός, η γιορτή που φεύγουν οι καλικάντζαροι γιατί φοβούνται την αγιαστούρα του παπά. Ο τρόμος τους αρχίζει από την παραμονή των Φώτων που γίνεται ο μικρός αγιασμός. Γι αυτό και το έθιμο του λαού λέει: Στις πέντε του Γενάρη Φεύγουν οι καλικαντζάροι Αλλά ο μεγάλος τους τρόμος είναι τα Φώτα. Φεύγουν τότε λέγοντας: Φεύγετε να φεύγουμε κι έφτασε ο τουρλόπαπας με την αγιαστούρα του και με τη βρεχτούρα του... Η εορτή των Θεοφανίων περικλείει άλλωστε και πολλές εκδηλώσεις που αποτελούν διαιώνιση αρχαίων ελληνικών εθίμων. Ο Αγιασμός στη χώρα μας έχει και την έννοια του καθαρμού, του εξαγνισμού των ανθρώπων, καθώς και της απαλλαγής του από την επήρεια των δαιμονίων. Η τελευταία αυτή έννοια δεν είναι αυστηρά χριστιανική, αλλά έχει τις ρίζες της στην αρχαία λατρεία. ΟΙ ΑΠΟΚΡΙΕΣ (ΦΕΒΡΟΥΑΡΙΟΣ) Στα παλιά χρόνια, τα παιδιά και οι νέοι του χωριού ντύνονταν καρναβάλια μόνο το τελευταίο Σαββατοκύριακο του Τριωδίου, δηλαδή της Τυροφάγου, και όχι όλες τις μέρες του Τριωδίου όπως σήμερα. Οι στολές των παιδιών ήταν απλές. Φορούσαν παλιά ρούχα του παππού και της γιαγιάς ανάποδα, σκέπαζαν το πρόσωπό τους μ' ένα τσεμπέρι, έπαιρναν μια κουδούνα ή μια βέργα και λύρα μαζί τους και γυρνούσαν στους δρόμους και στα σπίτια του χωριού χορεύοντας, τραγουδώντας και φωνάζοντας. Πήγαιναν από σπίτι σε σπίτι. Εκεί χόρευαν με τη λύρα χωρίς να μιλάνε και οι νοικοκυραίοι προσπαθούσαν να τους αναγνωρίσουν. Αν δεν τους αναγνώριζαν έφευγαν γι' άλλο σπίτι, ενώ αν αναγνώριζαν κάποιον φανερώνονταν και οι υπόλοιποι. Φεύγοντας τους έδιναν από μια καραμέλα και αυτή ήταν η χαρά των παιδιών. Αφού γύριζαν όλα τα σπίτια του χωριού πήγαιναν στο σπίτι της γιαγιάς και του παππού και ζητούσαν συγχώρεση γιατί την επόμενη μέρα ξεκινούσε η νηστεία της Μεγάλης Σαρακοστής. ΜEΓΑΛΗ ΣΑΡΑΚΟΣΤΗ – ΠΑΣΧΑ (ΑΠΡΙΛΙΟΣ – ΜΑΪΟΣ) Η νηστεία της Μεγάλης Σαρακοστής ξεκινούσε την Καθαρή Δευτέρα. Από το προηγούμενο βράδυ τα παιδιά φιλούσαν το χέρι του παππού, της γιαγιάς ,του μπαμπά και της μαμάς. Αγκαλιάζονταν τα αδέρφια και φιλιόνταν. Την ημέρα της Καθαρής Δευτέρας οι πιστοί πήγαιναν στην εκκλησία, κοινωνούσαν, παίρνανε αντίδωρο και από 'κει και πέρα όσοι αντέχανε κρατούσανε νηστεία για 40 μέρες. Τις τρεις πρώτες μέρες δεν τρώγανε τίποτα και δεν πίνανε ούτε νερό. Τη Σαρακοστή τα καφενεία ήταν ανοιχτά, ο κόσμος πήγαινε, αλλά δεν χόρευε κανένας. Κάθε Παρασκευή πηγαίνανε στην εκκλησία στους χαιρετισμούς. Όταν πλησίαζε η Μεγάλη Εβδομάδα σκουπίζανε τα σπίτια, τις αυλές και όλο το χωριό. Το Σάββατο του Λαζάρου φτιάχνανε τα κουλούρια που τα έλεγαν "Κερκέλε" και μαζί με άσπρα αυγά τα δίνανε στα παιδιά την Κυριακή των Βαΐων όταν έψελναν. Ερχόταν η Μεγάλη Εβδομάδα και δεν κάνανε δουλειές. Όλη την εβδομάδα πηγαίνανε στην εκκλησία. Τη Μεγάλη Πέμπτη ζύμωναν τα ψωμιά, έκαναν τα τσουρέκια και βάφανε τα αυγά. Το βράδυ πήγαιναν στα δώδεκα Ευαγγέλια. Βάζανε σε σακουλάκια διάφορα αντικείμενα, τα πήγαιναν στην εκκλησία να διαβαστούν για το καλό του χρόνου. Τη Μεγάλη Παρασκευή πήγαιναν στην εκκλησία, περνούσανε κάτω από τον επιτάφιο, κοινωνούσανε και μετά, στις 3.00, τρώγανε νερόβραστα φαγητά. Ερχόταν το Μεγάλο Σάββατο και όσοι δεν είχαν κάνει τα τσουρέκια τους τα κάναν την ημέρα αυτή. Έσφαζαν αρνιά, κότες, κόκορες, ότι είχε ο καθένας, και έκαναν τις ετοιμασίες για το Πάσχα. Οι γονείς ψώνιζαν κάποια δώρα για τα παιδιά και αυτά είχαν μεγάλη χαρά. Το βράδυ της Ανάστασης, όλη τη νύχτα, ξημέρωναν. Μετά τις 2.00, με το πρώτο λάλημα του πετεινού χτυπούσε η καμπάνα. Όλο το χωριό πήγαινε στην εκκλησία προτού ξημερώσει έβγαινε η Ανάσταση. Μετά τις 4.00 γινόταν η λειτουργία. Όποιοι ήθελαν κάθονταν μέχρι το τέλος και οι άλλοι φεύγανε για τα σπίτια τους. Ο κόσμος είχε μαζί του αυγά, τα τσούγκριζε και έλεγε το "Χριστός Ανέστη". Το πρωί, μόλις σχολνούσε η εκκλησία, βάζανε τραπέζι και έτρωγαν ως το μεσημέρι. Την πρώτη μέρα του Πάσχα τα καφενεία ήταν κλειστά. Όλος ο κόσμος ήταν έξω από τα σπίτια του και τσουγκρίζανε τα αυγά. Οι μεγάλοι, σε ομάδες 3 - 4 ατόμων πήγαιναν από σπίτι σε σπίτι μαζί με μια λύρα, χόρευαν, τσούγκριζαν αυγά, τους κερνούσαν ούζο και μετά έφευγαν. Ερχόταν η δεύτερη Ανάσταση, η ώρα 12.00 το μεσημέρι. Πήγαινε πάλι ο κόσμος στην εκκλησία. Μετά όλο το χωριό μαζευόταν στην κεντρική πλατεία ή μπροστά στο σχολείο, κάποιος έπαιζε γκάιντα και όλο το χωριό χόρευε γιατί όλη την νηστεία δε χόρευε κανείς. Τα παιδιά έπαιζαν κυλώντας τα αυγά τους και όποιο είχε το πιο γερό αυγό και έσπαγε τα αυγά των άλλων τους τα έπαιρνε. Έθιμα που επιμένουν... Σε αρμονική συνέχεια του παρελθόντος, το σήμερα κρατάει ολοζώντανα αγαπημένα έθιμα που περνούν από γενιά σε γενιά. Αν βρίσκεστε εκείνες τις ημέρες στο Νομό Κοζάνης, ακούστε την καρδιά του να χτυπάει! – Το παραδοσιακό καρναβάλι τη 2η ημέρα του νέου έτους στην Εράτυρα. – Οι "Φανοί" και η παρέλαση του καρνάβαλου, την αποκριά στην Κοζάνη και στα Σέρβια. – Το πέταγμα "αερόστατου" την Καθαρή Δευτέρα στον Πεντάλοφο. – Ο διαγωνισμός χαρταετού την Καθαρή Δευτέρα στην Υψηλή Γέφυρα Σερβίων, με την παραδοσιακή φασολάδα, τα τουρσιά, τις ελιές, τις λαγάνες και το ολοήμερο γλέντι. – Οι "Λαζαρίνες" την παραμονή και την ημέρα του Λαζάρου στην κεντρική πλατεία των χωριών του Τσαρτσιαμπά και ειδικά στην Αιανή. – Ο "Χορός της Ρόκας" την τρίτη ημέρα του Πάσχα στη Γαλατινή. – Η πρωτομαγιά σε εξοχικές τοποθεσίες όλων των χωριών. – Οι "Καβαλάρηδες της Σιάτιστας", που αφού διανυκτερεύσουν την παραμονή του δεκαπενταύγουστου στο μοναστήρι της Παναγίας Μικροκάστρου, έρχονται την ημέρα της Παναγίας στη Σιάτιστα με στολισμένα άλογα και χορεύουν όλη την ημέρα με γνωστούς και φίλους στις πλατείες. – Οι "Κλαδαριές" (μεγάλες φωτιές σε κάθε γειτονιά) την παραμονή των καλάντων, στις 23 Δεκεμβρίου και τα "Μπουμπουσιάρια" (γιορτή των μεταμφιεσμένων) την ημέρα των Θεοφανίων στη Σιάτιστα. – Τα κάλαντα την παραμονή των Χριστουγέννων σε όλα τα χωριά. – Οι "Μαμώεροι" ή "Μομώγεροι" είναι ένα έθιμο βγαλμένο μέσα από την ποντιακή παράδοση και διαδραματίζεται κατά τη διάρκεια του δωδεκαημέρου, δηλαδή από τη δεύτερη ημέρα των Χριστουγέννων έως τα Φώτα, στα Κομνηνά του Δήμου Βερμίου. Το έθιμο των "Μαμώερων" ή "Μομώγερων" προέρχεται από την περίοδο της τουρκοκρατίας όταν μεταμφιεσμένοι αντάρτες κατέβαιναν στα χωριά με σκοπό τη συλλογή και διάχυση πληροφοριών. Η κορύφωση ήταν ο τελετουργικός χορός των Μομώγερων, η αλληγορία του οποίου ανύψωνε το ηθικό των συμπατριωτών τους αλλά και τους προετοίμαζε για τον ξεσηκωμό χωρίς να το αντιλαμβάνονται οι Τούρκοι, που επίσης συμμετείχαν στα δρώμενα χωρίς να καταλαβαίνουν τι γινόταν. – Τα "Παρχάρια" (ποντιακό γλέντι με παραδοσιακά εδέσματα, κρασί και χορό), στο Δημοτικό Διαμέρισμα Κομνηνών του Δήμου Βερμίου την τελευταία Κυριακή του Ιουλίου και στον Δγιο Δημήτριο, στο Δημοτικό Διαμέρισμα Ελλησπόντου του Αγίου Πνεύματος. Οι ρίζες του εθίμου "Παρχάρια" χάνονται μέσα στη μακρόχρονη ποντιακή παράδοση. Είναι ο εορτασμός που γίνεται για την υποδοχή των βοσκών από τα ορεινά βοσκοτόπια όπου έμεναν κατά τη διάρκεια του καλοκαιριού. Η υποδοχή αυτή γίνεται από τις συζύγους Ημαθία (Καστανιά) – Παναγία Σουμελά Χιλιάδες πιστοί από όλη την Ελλάδα αλλά και το Εξωτερικό συρρέουν κάθε χρόνο και στις εκδηλώσεις που γίνονται στην Παναγία Σουμελά, την ιστορική εκκλησία που βρίσκεται στις πλαγιές του Βερμίου, κοντά στο χωριό Καστανιά. Η εκκλησία κτίστηκε το 1951 από τους πρόσφυγες του Πόντου, στη μνήμη της ιστορικής ομώνυμης Μονής, τα ερείπια της οποίας βρίσκονται στο όρος Μελά, κοντά στην Τραπεζούντα του Πόντου. Εδώ φυλάσσεται η θαυματουργή εικόνα της Παναγίας, που είναι φιλοτεχνημένη από τον Ευαγγελιστή Λουκά. Μετά τον μέγα εσπερινό της παραμονής γίνεται η λιτάνευση της Αγίας Εικόνας και στη συνέχεια ακολουθούν καλλιτεχνικές εκδηλώσεις με ποντιακά συγκροτήματα, ενώ ανήμερα της Παναγίας γίνεται η περιφορά της Αγίας Εικόνας, την οποία ακολουθεί πλήθος πιστών. Στο αποκορύφωμα της μεγάλης γιορτής της χριστιανοσύνης, ποντιακά συγκροτήματα από την Μακεδονία προσφέρουν μοναδικές στιγμές με παραδοσιακούς σκοπούς και τραγούδια.
© Copyright 2024 Paperzz