ΕΝΑ ΠΡΟΣΩΠΙΚΟ ΘΕΑΤΡΟ ΣΚΙΩΝ

ΕΝΑ
ΠΡΟΣΩΠΙΚΟ
ΘΕΑΤΡΟ
ΣΚΙΩΝ
ΕΝΑ
ΠΡΟΣΩΠΙΚΟ
ΘΕΑΤΡΟ
ΣΚΙΩΝ
ΕΝΑ ΠΡΟΣΩΠΙΚΟ ΘΕΑΤΡΟ ΣΚΙΩΝ
Ο ΤΙΤΛΟΣ ΤΗΣ ΕΚΔΟΣΗΣ ΕΙΝΑΙ ΕΜΠΝΕΥΣΜΕΝΟΣ
ΑΠΟ ΜΙΑ ΦΡΑΣΗ ΣΤΟ ΚΕΙΜΕΝΟ ΤΟΥ ΓΙΑΝΝΗ ΦΙΛΙΠΠΙΔΗ.
Η ΕΙΚΟΝΟΓΡΑΦΗΣΗ ΑΠΟΤΕΛΕΙΤΑΙ ΑΠΟ ΥΛΙΚΟ
ΤΟΥ ΕΡΓΟΥ ΤΟ ΚΑΤΑΡΑΜΕΝΟ ΦΙΔΙ
ΣΕ ΜΟΥΣΙΚΗ ΜΑΝΟΥ ΧΑΤΖΙΔΑΚΙ, ΧΟΡΟΓΡΑΦΙΑ ΡΑΛΛΟΥΣ ΜΑΝΟΥ ΚΑΙ
ΣΚΗΝΙΚΑ- ΚΟΣΤΟΥΜΙΑ ΝΙΚΟΛΗ ΧΑΤΖΗΚΥΡΙΑΚΟΥ-ΓΚΙΚΑ.
ΕΛΛΗΝΙΚΟ ΧΟΡΟΔΡΑΜΑ, 1952.
ΕΞΑΙΡΕΣΗ ΑΠΟΤΕΛΟΥΝ ΟΙ ΦΩΤΟΓΡΑΦΙΕΣ ΠΟΥ ΣΥΝΟΔΕΥΟΥΝ
ΤΟ ΚΕΙΜΕΝΟ “ΣΚΗΝΕΣ ΤΕΣΣΕΡΙΣ ” ΚΑΙ ΤΟ ΟΠΙΣΘΟΦΥΛΛΟ,
ΠΟΥ ΠΡΟΕΡΧΟΝΤΑΙ ΑΠΟ ΤΟ ΑΡΧΕΙΟ ΤΟΥ ΓΙΩΡΓΟΥ ΚΟΡΔΕΛΛΑ.
ΕΞΩΦΥΛΛΟ
ΜΑΚΕΤΑ ΤΟΥ ΣΚΗΝΙΚΟΥ ΤΟΥ ΝΙΚΟΛΗ ΧΑΤΖΗΚΥΡΙΑΚΟΥ-ΓΚΙΚΑ
Η ΠΑΡΟΥΣΑ ΕΚΔΟΣΗ ΔΙΑΤΙΘΕΤΑΙ ΔΩΡΕΑΝ
2010
ΕΝΑ ΠΡΟΣΩΠΙΚΟ ΘΕΑΤΡΟ ΣΚΙΩΝ
Περιεχόμενα
Πρόλογος
7
Σοφία Μυλωνά
Ο Τούρκος και ο Έλληνας
11
Βαγγέλης Γαροφάλλου
Ο Καραγκιόζης Νεκρός
15
Τάσος Γεωργόπουλος
To Όνειρο του Καραγκιόζη
19
Έπη Μέλη
Ο Καραγκιόζης Πήρε τα Βουνά!
27
Διονύσης Γιατράς
Μια εικόνα χίλιες λέξεις. Μια λέξη ένα ταξίδι
35
Γιώργος Σπέης
Ο Καραγκιόζης και οι Μεγάλες Δυνάμεις
41
Γιώργος Κορδέλλας
Σκηνές Τέσσερις
47
Λουδοβίκος των Ανωγείων
Εισιτήριο ένα αβγό
57
5
ΕΝΑ ΠΡΟΣΩΠΙΚΟ ΘΕΑΤΡΟ ΣΚΙΩΝ
Μιχάλης Μπουρμπούλης
Στην Ιθάκη μιας Γκρίζας Δεκαετίας
59
Φίλιππος Παπαφιλίππου
Ο Καραγκιόζης στο Μεγάλο Καζαβίτι
65
Μανώλης Ρασούλης
Περί Καραγκιόζ Μπερντέ
71
Στέλιος Ελληνιάδης
Ο Καραγκιόζης Βιετκόνγκ!
75
Κώστας Καλημέρης
Η Ευτυχία του Ημιτελούς
81
Αναστασία Γκίτση
Σκιώδεις Μνήμες σε Διάφανη Φιγούρα
87
Γιώργος Μπασδέκης
O Καραγκιόζης
91
Γιάννης Φιλιππίδης
Το Μέλλον του Δικού μου Καραγκιόζη
93
Δημήτρης Μυταράς
Η Ελληνική Τέχνη μετά το 1821: Καραγκιόζης
99
Γιάννης Τσαρούχης
Σκόρπιες Σκέψεις για τον Καραγκιόζη
107
6
ΕΝΑ ΠΡΟΣΩΠΙΚΟ ΘΕΑΤΡΟ ΣΚΙΩΝ
Πρόλογος
Ο χώρος μας, το Black Duck, έγινε δύο ετών!! Κι εκεί που
πάμε να αισιοδοξήσουμε, να υπερηφανευτούμε, να χαρούμε που τα καταφέραμε, η καθημερινότητα μάς επαναφέρει. Εδώ γίνεται χαμός, εμείς στήνουμε γιορτές και…
εκθέσεις; Ναι! Διότι ό,τι απομένει αντέχει ακόμα. Και κάθε
εμπόδιο για καλό. Να ξαναγίνουμε φτωχοί προτρέπει ο
Γιάννης Ξανθούλης και να προσδιορίσουμε ξανά τη ντροπή
και το σεβασμό… Η κρίση μπορεί να μας θυμίσει τι σημαίνει ποιότητα, όχι στα ρούχα, αλλά στη νοοτροπία, τις
δραστηριότητες, τις μεταξύ μας σχέσεις. Μεσούσης της
κρίσης, ας βρούμε χρόνο να νοιαστούμε, να θυμηθούμε,
να μάθουμε, να ανατρέξουμε στο παρελθόν, αστείρευτη
πηγή σοφίας, διδαγμάτων, γνώσης.
Για μας, την ομάδα του Black Duck, αφορμή της έκδοσης
απετέλεσε η Έκθεση, στο χώρο μας, των σκηνικών του
Νικολή Χατζηκυριάκου-Γκίκα από την παράσταση του
Ελληνικού Χοροδράματος «Το Καταραμένο Φίδι» σε χορογραφία Ραλλούς Μάνου και μουσική Μάνου Χατζιδάκι:
ένας θησαυρός που χάνεται λόγω λήθης, έλλειψης πόρων,
ίσως και λόγω άγνοιας ή αδιαφορίας. Μπορεί όμως η απώλειά του να προκύπτει φυσικά: να αφήσει σε νέους δημιουργούς ελευθερία δράσης. Θα φανεί. Βέβαια, στην τέχνη, όπως και στη ζωή, τίποτα δεν γεννιέται από το τίποτα. Έτσι… για να θυμηθούν οι παλαιότεροι και να μάθουν
οι νεότεροι.
Το θέμα της έκδοσής μας, λοιπόν, είναι ο Καραγκιόζης,
αυτός ο Καραγκιόζης, που μας πήρε η UΝESCO, διότι απεφάνθη ότι είναι Τούρκος véritable. Στενοχωρηθήκαμε;
Νοιώσαμε προδομένοι ως λαός; Απωλέσαμε κομμάτι της
7
ΕΝΑ ΠΡΟΣΩΠΙΚΟ ΘΕΑΤΡΟ ΣΚΙΩΝ
λαϊκής μας παράδοσης; Μήπως θα είναι πρώτη ή τελευταία φορά; Το μέλλον διαρκεί πολύ. Η επίσημη ιστορία
συνήθως αποτελείται από ιστορίες διχόνοιας. Στην προσωπική ιστορία του καθενός μας τα πράγματα εξελίσσονται εντελώς διαφορετικά. Οι προσωπικές ιστορίες, αν
ήταν στη διακριτική τους ευχέρεια, δεν θα επέλεγαν τη
μοναξιά: όλοι μας έχουμε διατελέσει πρωταγωνιστές σε
ένα συγκλονιστικό σενάριο που δυστυχώς δεν απήλαυσε
δημοσιότητα. Αυτές τις μικρές προσωπικές ιστορίες θέλαμε να δημοσιοποιήσουμε ώστε να διαπιστώσουμε αν αντέχουν (σ)το φως. Η προσωπική διασύνδεση με το λαϊκό
ήρωα ακολούθησε.
Κυρίως, θέλαμε να υπενθυμίσουμε πού βρίσκεται ο
πραγματικός πλούτος και η ουσία της ζωής, ενδεχομένως
και των ανθρώπινων σχέσεων. Κι εκείνη η γενιά μόλις
είχε βγει από έναν παγκόσμιο και έναν εμφύλιο πόλεμο.
Αν εμείς κλαιγόμαστε για οικονομική κρίση εκείνοι τι θα
έλεγαν; Παραμέρισαν και ξεπέρασαν προσωπικές διαφωνίες, φιλοδοξίες, εγωισμούς, ιδιορρυθμίες προσωπικότητας και έθεσαν ως κοινό στόχο τη δημιουργία. Και τα κατάφεραν και διαφύλαξε ο καθείς τη διαφορετικότητά του:
εκ των διαφερόντων την καλλίστην αρμονίαν. Η στάση
τους πυξίδα στην οδό προς τη δική μας αρμονία.

Το Προσωπικό Θέατρο Σκιών και η Έκθεση με τα σκηνικά
του Νικολή Χατζηκυριάκου-Γκίκα για το Καταραμένο Φίδι
δεν θα μπορούσε να πραγματοποιηθεί χωρίς τη συνδρομή
και την προσωπική δουλειά φίλων και συνεργατών. Από
καρδιάς θα ήθελα να ευχαριστήσω:
— Το Ελληνικό Χορόδραμα της Ραλλούς Μάνου για την
παραχώρηση του υλικού.
— Όλους τους συγγραφείς των κειμένων.
— Τις Εκδόσεις Καστανιώτη για την αναδημοσίευση του
κειμένου του Γιάννη Τσαρούχη.
— Τη Σοφία Μυλωνά για την επιμέλεια των κειμένων.
8
ΠΡΟΛΟΓΟΣ
ΕΝΑ ΠΡΟΣΩΠΙΚΟ ΘΕΑΤΡΟ ΣΚΙΩΝ
— Τους Guy Στεφάνου, Διονύση Γιατρά, Αλέξανδρο Μισιρλιάδη για τις ωραίες ιδέες και τη χειρωνακτική τους εργασία στο στήσιμο της Έκθεσης.
— Τη Δήμητρα Αποστόλου, τη Ρούλα Βαλακίδου και όλα
τα αξιαγάπητα μέλη της ομάδας του Black Duck.
— Τέλος, ένα μεγάλο ευχαριστώ στον Πάνο Μαραβέλια
για τη διαρκή και σιωπηλή συμπαράστασή του.
Με την ελπίδα και την επιθυμία να συνεχίζουμε…
Ντόρα Ρίζου
ΠΡΟΛΟΓΟΣ
9
ΕΝΑ ΠΡΟΣΩΠΙΚΟ ΘΕΑΤΡΟ ΣΚΙΩΝ
ΜΑΝΟΣ ● ΡΑΛΛΟΥ ● ΝΙΚΟΛΗΣ
10
ΕΝΑ ΠΡΟΣΩΠΙΚΟ ΘΕΑΤΡΟ ΣΚΙΩΝ
Σοφία Μυλωνά
Ο Τούρκος και ο Έλληνας
Άλλος ο Karagöz του τουρκικού Θεάτρου Σκιών και άλλος
ο Έλληνας Καραγκιόζης. Και οι δύο είχαν αχώριστο σύντροφο τον Hacivat ή Χατζηαβάτη. Άλλες οι παρέες του
πρώτου, άλλες του δεύτερου. Τα πρόσωπα του τουρκικού
Θεάτρου Σκιών είναι ο μέθυσος Τουζσούζ Δελή Μπεκίρ, ο
μακρολαίμης Ουζούν Εφέ, ο οπιοπότης Κανμπούρ Τιργιακί, ο εκκεντρικός νάνος Αλτί Καρίς Μπεμπερουχί, ο καθυστερημένος Ντενυό, ο σπάταλος Τζιβάν, η φιλάρεσκη Νιγάρ. Ακόμη φιγουράρουν χορευτές και τζίνια, αλλοεθνείς
ή αλλόθρησκοι: ο Άραβας που δεν ξέρει τούρκικα, η πανέμορφη Κιρκασιανή οικονόμος, η μαύρη υπηρέτρια, ο
Έλληνας γιατρός, ο Αλβανός φρουρός, ο ενεχυροδανειστής Αρμένιος, ο χρυσοχόος Εβραίος, ο Λαζός βαρκάρης, ο
Πέρσης που απαγγέλλει με αζέρικη προφορά.
Τον ελληνικό θίασο αποτελούν εκτός από τους δύο ήρωες και την οικογένεια του πρώτου (την Αγλαΐα, το Κολλητήρι και τα άλλα πεινασμένα στόματα), ο Ζακυνθινός
Σιόρ Διονύσιος, ο Ρουμελιώτης Μπάρμπα Γιώργος, ο μάγκας και ψευτονταής Σταύρακας, ο Μεγαλέξαντρος, φονεύς του Κατηραμένου Όφεως, ο Τουρκαλβανός Δερβέναγας Βεληγκέκας στην υπηρεσία του Πασά, ο κακάσχημος
και μόνιμα ερωτευμένος Μορφονιός, οι σεφαραδίτες Εβραίοι από τη Θεσσαλονίκη με προφορά ladino, ο Πασάς ή
Βεζίρης και οι Βεζιροπούλες με τις Βάγιες τους. Ο Έλληνας είναι άσχημος, καμπούρης, αγράμματος, ανεπάγγελτος, άνεργος, πονηρός, κόλακας, μικροαπατεώνας, καρπαζοεισπράκτορας, ταπεινός, μονίμως πεινασμένος. Οι
ρίζες του βρίσκονται στην οθωμανική αυλή και κοινωνία,
όμως είναι ενήμερος για τις προς δυσμάς εξελίξεις: Ακού11
ΕΝΑ ΠΡΟΣΩΠΙΚΟ ΘΕΑΤΡΟ ΣΚΙΩΝ
σατε!... Άγγλοι, Γάλλοι, Πορτογάλοι… Βούλγαροι, Ρουμάνοι… Μπόερς και Οθωμανοί…
Για την Αυτού Ταπεινότητα τον Καραγκιόζη, Έλληνα,
Τούρκο ή Βαλκάνιο, έχουν γράψει πολλά πολλοί, με θεωρίες για την καταγωγή του ως και από τα Ελευσίνια Μυστήρια ή το Βυζάντιο έως την Ύδρα, όπου ένας ονομαζόμενος Μαυρομάτης (μετάφραση του τούρκικου Karagöz)
ήταν το πρόσωπο από το οποίο βγήκε ο ήρωας του Θεάτρου Σκιών. Ενδιαφέρον παρουσιάζουν οι επιστημονικές
μελέτες, ανάμεσά τους, τα πονήματα του Γιώργου Ιωάννου, του Βάλτερ Πούχνερ, της Αικατερίνης Μυστακίδου,
του Μ. Γ. Μερακλή, του Κ. Η. Μπίρη, του Θ. Χατζηπανταζή, του Γ. Μ. Σηφάκη.
Αφορμή για τη δεύτερη έκδοση του Black Duck είναι η
Έκθεση με υλικό του Ελληνικού Χοροδράματος από την
παράσταση Το Καταραμένο Φίδι (1952). Αφηγείται η Ραλλού Μάνου στο βιβλίο της Χορός… ου των ραδίων ούσαν
την τέχνην: «Όταν τελείωσαν οι Έξι Λαϊκές Ζωγραφιές,
λέω στον Χατζιδάκι, καθώς κατέβαινε τη σκάλα του σπιτιού μου: “Μάνο, για τη σειρά των παραστάσεών μας
χρειάζεται να κάνεις άλλη μία μουσική.” “Α! Όχι. Δεν μπορώ να κάνω άλλη εγώ.” Συνέχισε την κατηφόρα. “Και όμως, έχω μια τόσο ωραία ιδέα…”, του λέω, “τον Καραγκιόζη!”. Απότομα σταμάτησε στη μέση της σκάλας και γύρισε να με κοιτάξει με ενδιαφέρον. Δεν είπαμε τίποτα άλλο
τότε, αλλά τη σκάλα την κατέβηκε αργά και συλλογισμένος. Μέσα του δούλευε ήδη το δημιουργικό του δαιμόνιο».

Τον Έλληνα Καραγκιόζη δεν μπορεί κανείς να μας τον
πάρει. Πολλά γράφτηκαν για την ουνεσκική πολιτογράφησή του. Αλλά προς τι η στενοχώρια; Έγραψε γι’ αυτόν ο
Γιώργος Ιωάννου ότι «το σπουδαιότερο μήνυμά του μπρος
στην απελπισία της νεοελληνικής ζωής είναι ο αντιστασιακός αμοραλισμός του και το αιώνιο κέφι του». Αυτός είναι ο Καραγκιόζης μας και θα είναι πάντα δικός μας. Μή12
ΣΟΦΙΑ ΜΥΛΩΝΑ
ΕΝΑ ΠΡΟΣΩΠΙΚΟ ΘΕΑΤΡΟ ΣΚΙΩΝ
πως και τον προορίζουμε για εξαγωγή, όπως τη φέτα; Εδώ
θα μείνει και, όποτε τον θυμόμαστε –σπάνια πια–, θα διδασκόμαστε από τον αυτοσαρκασμό του και θα εμπνεόμαστε από το κέφι του.
Η Σοφία Μυλωνά είναι Πρόεδρος του Δ.Σ. του Ελληνικού
Χοροδράματος.
ΣΟΦΙΑ ΜΥΛΩΝΑ
13
ΕΝΑ ΠΡΟΣΩΠΙΚΟ ΘΕΑΤΡΟ ΣΚΙΩΝ
Η ΡΑΛΛΟΥ ΜΑΝΟΥ ΣΤΟ ΡΟΛΟ ΤΟΥ ΚΑΡΑΓΚΙΟΖΗ
14
ΕΝΑ ΠΡΟΣΩΠΙΚΟ ΘΕΑΤΡΟ ΣΚΙΩΝ
Βαγγέλης Γαροφάλλου
Ο Καραγκιόζης Νεκρός
Στο κέντρο της Αθήνας, λίγο πιο κάτω από τη Βουλή, εκεί
όπου τα αυτοκίνητα των βουλευτών παρκάρουν παράνομα πάνω στο δρόμο, η αστυνομία είχε στήσει μπλόκο. Για
να κόβει κλήσεις σε ανυποψίαστους πολίτες που έκαναν
σοβαρότερες παραβάσεις, όπως να κυκλοφορούν στο δακτύλιο ή να μην έχουν κάρτα καυσαερίων.
Τα όργανα βαριόντουσαν. Μεσημέρι τώρα, πού να κόβεις κλήσεις.
— Μας έφαγε το λιοπύρι, μαλάκα Τάκη.
Με λιτά, σοφά λόγια, ο ένας από τους δύο αστυνομικούς εξέφρασε στο συνάδελφό του τη δυσφορία του για
την κατάσταση. Ο Τάκης, πάλι, δεν απάντησε. Το βλέμμα
του είχε καρφωθεί σε ένα παλιό ετοιμόρροπο κτίριο που
βρισκόταν στην άκρη του δρόμου.
— Σου μιλάω, ρε Τάκη. Ρε συ! Μένει κανείς εκεί πέρα;
— Μπα. Γιατί;
— Μου φάνηκε ότι είδα κάτι να κουνιέται στο παράθυρο.
Μην το μάθει ο Τάκης, γιατί έτσι κι αλλιώς αποκλείεται
να το πιστέψει, αλλά αυτό που είδε να κουνιέται στο παράθυρο ήταν ο Καραγκιόζης.
Ο λαϊκός μας ήρωας πέρασε δύσκολα χρόνια. Σίγουρα,
η ζωή απέναντι από το παλάτι του Πασά δεν ήταν εύκολη. Άβολη η παράγκα. Αλλά τότε, ο Καραγκιόζης είχε και
μια δικαιολογία για την τεμπελιά του: τον τουρκικό ζυγό.
Πού να κάνεις μαγκιές υπόδουλος! Άσε που είχε τις ατάκες του. Πέταγε ένα «θα φάμε, θα πιούμε και νηστικοί θα
κοιμηθούμε» και γινόταν ο χαμός. Είχε τον κόσμο με το
μέρος του.
15
ΕΝΑ ΠΡΟΣΩΠΙΚΟ ΘΕΑΤΡΟ ΣΚΙΩΝ
Ο Καραγκιόζης ξανακοίταξε από το παράθυρο. Οι αστυνομικοί, που του φάνηκε ότι τον είδαν, είχαν ξαναγυρίσει στην ασχολία τους. Ησύχασε κάπως.
Το κτίριο, όπου είχε καταλύσει, δεν μπορούσε να του
προσφέρει ούτε τα βασικά. Αλλά δεν τον ένοιαζε αυτό.
Την ήξερε την καθημερινότητα αυτή, τη φτωχική, αυτή
ήταν η ζωή του. Όχι. Το πρόβλημα του Καραγκιόζη ήταν η
μοναξιά.
Οι Έλληνες! Τι λαός! Φτωχός, χιλιοβασανισμένος, ηρωικός παλιά, λίγο μαλάκας στη συνέχεια, πολύ μαλάκας
όσο πέρναγε ο καιρός. Αλλά ο Καραγκιόζης ήταν ο ήρωάς
τους. Κι αυτό τού αρκούσε. Τον έκανε περήφανο.
Έλα όμως που τα χρόνια πέρασαν. Και ήρθε κι αυτή η
ρημάδα η τηλεόραση… Διαλύθηκαν όλα. Τι ταινίες, τι κινούμενα σχέδια… ποιο Θέατρο Σκιών τώρα. Τα παιδιά
αγάπησαν τους Αμερικάνους στρατιώτες των GI JOE και
αργότερα τους Πάουερ Ρέηντζερς, οι μεγάλοι αγάπησαν
το «Ρετιρέ» και αργότερα το να μαθαίνουν ποιος πηδιέται
με ποιον από τους «διάσημους». Και όσο γρήγορα οι Έλληνες αγάπησαν τον Καραγκιόζη, τόσο γρήγορα τον ξέχασαν. Τον πέταξαν στα σκουπίδια. Και έχασε τον κόσμο
του.
Ο Καραγκιόζης προσπαθούσε να μην τα σκέφτεται όλα
αυτά. Έδινε μάχη κι ο ίδιος να ξεχάσει ποιος είναι, να ηρεμήσει. Ξανάριξε μια ματιά έξω από το παράθυρο. Η
Αθήνα! Πόσο άσχημη μπορεί να γίνει μια πόλη που παλιά
ήταν όμορφη;
Ξαφνικά, χτύπησε η πόρτα. Ο Καραγκιόζης πάγωσε.
Ήρθαν γι’ αυτόν; Ποιος τον βρήκε; Το χτύπημα δυνάμωνε.
Ο Καραγκιόζης πλησίασε αθόρυβα και κοίταξε από το
ματάκι. Δεν το πίστευε. Άνοιξε την πόρτα με λαχτάρα.
Μπροστά του, στεκόταν ο παλιός του φίλος.
— Χατζηαβάτη!
— Καραγκιόζη!
Αγκαλιάστηκαν.
— Έλα μέσα.
16
ΒΑΓΓΕΛΗΣ ΓΑΡΟΦΑΛΛΟΥ
ΕΝΑ ΠΡΟΣΩΠΙΚΟ ΘΕΑΤΡΟ ΣΚΙΩΝ
Έκατσαν στο τραπέζι. Κοιτάχτηκαν. Είχαν γεράσει κι οι
δύο. Ο Χατζηαβάτης πήγε να μιλήσει. Τον πρόλαβε ο Καραγκιόζης.
— Πώς με βρήκες;
— Γιατί κρύβεσαι;
Ο Καραγκιόζης σάστισε. Όλη η πονηριά και η ετοιμολογία του είχαν κάνει φτερά, μαζί με τα χρόνια.
— Από ποιον κρύβεσαι; Δεν σε ψάχνει κανείς.
— Κανείς;
— Τι να σε κάνει; Πέρασαν τα χρόνια μας, Καραγκιόζη. Τώρα δεν μας έχουν ανάγκη.
Ο Καραγκιόζης κατάλαβε. Σκέφτηκε λίγο. Ύστερα σηκώθηκε όρθιος. Ήξερε τι έπρεπε να κάνει. Πήρε στα χέρια
του ένα κουτί σπίρτα. Έβαλε φωτιά.
Οι αστυνομικοί χρειάστηκε να σταματήσουν να κόβουν
κλήσεις για να ειδοποιήσουν την πυροσβεστική. Η πυροσβεστική, πάλι, έφτασε όσο πιο γρήγορα μπορούσε, δηλαδή με μόλις τέσσερις ώρες καθυστέρηση, βρίσκοντας στη
θέση του παλιού κτιρίου μόνο στάχτη.
Ο Βαγγέλης Γαροφάλλου γεννήθηκε στην Αθήνα το 1985.
Κυκλοφορούν τα βιβλία του: «Πρωινά ξυπνήματα»
(συλλογή πεζογραφημάτων, εκδόσεις Πολύτροπον) και
«Η βασίλισσα του βυθού» (μυθιστόρημα, εκδόσεις Νόβολι).
ΒΑΓΓΕΛΗΣ ΓΑΡΟΦΑΛΛΟΥ
17
ΕΝΑ ΠΡΟΣΩΠΙΚΟ ΘΕΑΤΡΟ ΣΚΙΩΝ
ΜΟΡΦΟΝΙΟΣ ΚΑΙ ΒΕΖΙΡΟΠΟΥΛΑ
18
ΕΝΑ ΠΡΟΣΩΠΙΚΟ ΘΕΑΤΡΟ ΣΚΙΩΝ
Τάσος Γεωργόπουλος
To Όνειρο του Καραγκιόζη
Mια Ανέκδοτη Ιστορία
ΚΕΦΑΛΑΙΟ 1 : ΔΥΟ ΚΑΙ EΝΑΣ
Το φονικό βλέμμα του Βεζίρη έπεσε σαν κεραυνός πάνω
στον Καραγκιόζη.
Δίπλα του, η κόρη του Βεζίρη, κάπνιζε γυμνή ναργιλέ,
ενώ η έκφραση του προσώπου της καταδείκνυε τα όσα
είχαν προηγηθεί στο δωμάτιό της.
Ήταν, λοιπόν, αλήθεια όσα του είχε μεταφέρει ο ρουφιάνος –φύλακας στο σαράι– Βεληγκέκας για τον Καραγκιόζη και την κόρη του. Στην αρχή δεν ήθελε να το πιστέψει, αλλά όσο περνούσε ο καιρός και οι φήμες διαδεχόντουσαν η μία την άλλη γι’ αυτό το παράλογο ειδύλλιο,
το μυαλό του άρχισε να βασανίζεται από υποψίες και να
που τώρα στεκόταν μπροστά σε αυτό που φοβόταν.
Σαν ταινία πέρασε από το μυαλό του Βεζίρη η ζωή της
μοναχοκόρης του που με τόση επιμέλεια, στοργή και αγάπη είχε μεγαλώσει και τώρα στεκόταν μπροστά του
γυμνή πάνω στο κρεβάτι του πόθου, δίπλα στον αχρείο
Έλληνα με την τεράστια μύτη και το τρύπιο σώβρακο, που
έχασκε πεταμένο πάνω στην προτομή του Πασά.
Τα μάτια του γυάλιζαν από τρέλα και θυμό, ενώ το χέρι
του χάιδευε τη χατζάρα στο ζωνάρι του.
Ο Καραγκιόζης κοίταζε και αυτός σαστισμένος από την
απρόσμενη εξέλιξη αυτού του θυελλώδους έρωτα που
ζούσε τους τελευταίους μήνες.
Η μόνη που στεκόταν απαθής στο σκηνικό αυτό ήταν η
Βεζιροπούλα, που συνέχιζε να ρουφά το ναργιλέ δημιουρ19
ΕΝΑ ΠΡΟΣΩΠΙΚΟ ΘΕΑΤΡΟ ΣΚΙΩΝ
γώντας υποπίεση, ενώ ο καπνός από το καιόμενο τουμπεκί μαζί με αέρα εισερχόταν, μέσω του κατακόρυφου σωλήνα, στη φιάλη, προκαλώντας φυσαλίδες και αναταραχή
στο νερό με υπόκωφο «γουργουρητό».
— Ναργιλέ μου γιατί σβήνεις κι όλο τις φωτιές μού ρίχνεις… ξεκίνησε να σιγοτραγουδάει η Βεζιροπούλα.
— Πάψε. Την διέκοψε με άγρια φωνή ο πατέρας της. Ατίμασες τον Πατέρα σου…. Μόνο με αίμα μπορεί να ξεπλυθεί αυτή η ντροπή… Θα σας σκοτώσω και τους δύο και θα
σας κρεμάσω ανάποδα στην πλατεία γυμνούς, όπως σας
βρήκα. Μιλούσε και το πρόσωπό του είχε γίνει κατακόκκινο.
ΚΕΦΑΛΑΙΟ 2 : ΟΙ YΠΟΛΟΙΠΟΙ
Μία ώρα πριν… ο Χατζηαβάτης έτρεχε σαν τρελός να
πληροφορήσει το Μπάρμπα Γιώργο για τα χαΐρια του ανιψιού του μήπως προλάβει το κακό.
— Iιιιιιιιιι το παλιό ζαγάρρρρρρ. (Από το τουρκικό zagar ή
από το αραβικό sakar = κυνηγόσκυλο). Φώναξε ο Μπάρμπα Γιώργος και ξεχύθηκαν για το Σαράι.
— Μακάρι ο Θεός να βάλει το χέρι του!!!!! Είπε λαχανιασμένα ο Χατζηαβάτης, καθώς τρέχανε μέσα στα στενά
κάτω από το ολοστρόγγυλο φεγγάρι.
— Ούτ’ ο Θιός ο ίδιους δεν το σώζ’ το πάλιο ζαγάρρρ!!!!!
— Τρέχα Μπάρμπα να προλάβουμε το κακό!!! Τρέχα!!!!!
Εν τω μεταξύ, στην άλλη μεριά της πόλης, την ίδια ακριβώς στιγμή, η Αγλαΐα είχε πάρει τους δρόμους για να
βρει τον άντρα της, που τους τελευταίους μήνες εξαφανιζόταν τα βράδια χωρίς να λέει τίποτα, αφήνοντας αυτήν
και τα παιδιά τους νηστικούς.
Ρωτώντας από εδώ και από εκεί βρέθηκε στο σπίτι του
Μορφονιού, που από τη ζήλια του για την επιλογή της
Βεζιροπούλας, είπε στην Αγλαΐα ό,τι ήξερε για αυτό το
ειδύλλιο που το τελευταίο διάστημα είχε απασχολήσει
όλους τους κύκλους της πόλης.
20
ΤΑΣΟΣ ΓΕΩΡΓΟΠΟΥΛΟΣ
ΕΝΑ ΠΡΟΣΩΠΙΚΟ ΘΕΑΤΡΟ ΣΚΙΩΝ
Η Αγλαΐα, με την ψυχραιμία που διακρίνει μια μάνα
που υποβαθμίζει ο,τιδήποτε μπορεί να συμβαίνει γύρω
της όταν τα παιδιά της πεινάνε, ευχαρίστησε το Μορφονιό
και τράβηξε και αυτή για το Σαράι με βήμα γρήγορο.
Στον καφενέ του Σταύρακα όλοι προσπαθούσαν να καταλάβουν το πώς και το γιατί, καθώς οι φήμες οργιάζανε,
ενώ ο Σιόρ Διονύσης καθισμένος στο μεσαίο τραπέζι ανήγαγε το γεγονός στη βιολογική διαδικασία:
— Μια ερευνητική ομάδα του καναδικού Πανεπιστημίου
ΜακΜάστερ, υπό τον Σίγκαλ Μπαλσάιν, σε συνεργασία με
Αυστραλούς και Σουηδούς βιολόγους από το Πανεπιστήμιο
της Ουψάλα, μελέτησε πιο αναλυτικά το ζήτημα σε ψάρια,
που καλύπτουν όλη τη δυνατή γκάμα συμπεριφορών, από
τη μονογαμία μέχρι την «πολυανδρία», κατά την οποία
πολλά αρσενικά προσφέρουν το σπέρμα τους σε ένα θηλυκό. Ταξινομώντας τα είδη των ψαριών, ανάλογα με το πόσο
συχνές σεξουαλικές επαφές είχαν και καταγράφοντας χαρακτηριστικά, όπως η ταχύτητα και το μέγεθος του σπέρματος, οι βιολόγοι κατέληξαν ότι ο ανταγωνισμός όντως
οδηγεί στην ανάπτυξη καλύτερου σπέρματος. Το σπέρμα
των αυστηρά μονογαμικών ψαριών είναι μικρό και αργό,
όσο όμως ένα είδος ψαριού γίνεται πιο «σεξουαλικό», τόσο
και το σπέρμα του γίνεται καλύτερο, ώσπου στην άλλη άκρη της σπερματικής κλίμακας, το σπέρμα είναι περίπου
δύο φορές μεγαλύτερο, ταχύτερο και διπλάσιας ποσότητας,
ενώ τα ψάρια αυτά ζουν και περισσότερο.
Όλοι κοιτούσαν το Σιόρ Διονύση με δέος και κανένας
δεν κατάλαβε τι ακριβώς έλεγε. Η γνώμη του όμως ήταν
πάντα σεβαστή γιατί, εκτός από την επτανησιακή προφορά και ιταλική παιδεία, είχε ταξιδέψει χρόνια στο εξωτερικό και είχαν δει πολλά τα μάτια του.
— Να απατάς τη γυναίκα σου είναι ανήθικο. Να μην την
απατάς είναι ανόητο. Είναι γνωστό πως η αιτία της ανηθικότητας είναι η ανοησία. Φαύλος κύκλος. Είπε ο Εβραίος,
που καθόταν στο διπλανό τραπέζι και τα μάτια του γυάλισαν.
ΤΑΣΟΣ ΓΕΩΡΓΟΠΟΥΛΟΣ
21
ΕΝΑ ΠΡΟΣΩΠΙΚΟ ΘΕΑΤΡΟ ΣΚΙΩΝ
Ευθύς αμέσως κατέβασε την τελευταία γουλιά του καφέ του και έφυγε βιαστικά χωρίς να πει σε κανέναν πού
πάει.
Πριν από πέντε μήνες ο Καραγκιόζης είχε επισκεφτεί
τον Εβραίο στο σπίτι του.
— Καραγκιόζη τι θες τέτοια ώρα εδώ; Αν θες φαγητό δεν
υπάρχει τίποτα. Έφαγα την τελευταία μπουκιά από ψωμί,
πέταξα στο σκύλο το τελευταίο κόκαλο και στο γαϊδούρι τις
φλούδες από το καρπούζι, γι’ αυτό ψάξε κάπου αλλού.
— Όχι δεν ήρθα για φαγητό, ψιθύρισε ο Καραγκιόζης.
— Τότε;
— Να… Ξέρεις χρειάζομαι λίγο από το χαρμάνι που φέρνεις από το Μαρόκο ανακατεμένο μ’ αυτά τα περίεργα βότανα που σού φέρνουν ζάλη και όνειρα παράξενα…
— Και πού ξέρεις εσύ ότι εγώ φέρνω τέτοια πράγματα; Αυτά τα φέρνω κρυφά μόνο για τη Βεζιροπούλ… Και σταμάτησε απότομα... Ώστε είναι αλήθεια ό,τι κουβεντιάζουν
στην πόλη για σένα και για εκείνη… Φύγε γρήγορα, Καραγκιόζη. Φύγε, εσένα θα σε σφάξουν σίγουρα. Αν μείνεις κι
άλλο θα σφάξουν κι εμένα.
Ο Καραγκιόζης έβγαλε με μια γρήγορη κίνηση ένα μασούρι με λίρες και το πέταξε πάνω στο τραπέζι. Ο Εβραίος
έμεινε ακίνητος για λίγο και αφού λογάριασε ακριβώς το
ποσό που ήταν σκορπισμένο στο τραπέζι με το μάτι, είπε:
— Πόσο θες και πότε;
— Όσο έχεις τώρα και κάθε Τρίτη βράδυ θα έρχομαι να
παίρνω μισή οκά.
— Όχι εδώ. Πίσω από το Μιναρέ. Στις οκτώ και δέκα.
— Και πώς θα ξέρω την ώρα αφού δεν έχω ρολόι;
— Θα περνάς από το μανάβη και μόλις κλείνει, θα μετράς
μέχρι το χίλια.
— Εντάξει, είπε ο Καραγκιόζης πήρε το σακούλι με τα βότανα και έφυγε με μεγάλες δρασκελιές.
22
ΤΑΣΟΣ ΓΕΩΡΓΟΠΟΥΛΟΣ
ΕΝΑ ΠΡΟΣΩΠΙΚΟ ΘΕΑΤΡΟ ΣΚΙΩΝ
ΚΕΦΑΛΑΙΟ 3 : ΛΙΓΟ ΠΡΙΝ ΑΠΟ ΤΟ ΤΕΛΟΣ
Έτσι, από τρεις διαφορετικούς δρόμους πλησίαζαν το Σαράι ο Μπάρμπα Γιώργος με το Χατζηαβάτη, η Αγλαΐα και
ο Εβραίος. Μέσα στο σκοτάδι κανένας δεν κατάλαβε τις
τέσσερις φιγούρες που πλησίαζαν αθόρυβα και γρήγορα.
Σε λίγο ήταν όλοι εκεί χωρίς να γνωρίζει ο ένας την παρουσία του άλλου.
Ο Μπάρμπα Γιώργος με το Χατζηαβάτη, αφού πέρασαν
από το μικρό δρομάκι πίσω από το Σαράι ανέβηκαν στη
μάντρα και πήδηξαν στην αυλόπορτα της Βεζιροπούλας.
Στάθηκαν πίσω από τη μισάνοιχτη ξύλινη πόρτα και αποσβολωμένοι κοιτούσαν τη σκηνή του δράματος.
Ο Εβραίος πέρασε από την είσοδο, αφού εξαγόρασε το
φύλακα της μεγάλης μπροστινής καγκελόπορτας, προχώρησε προσεκτικά και στάθηκε στο πλαϊνό παράθυρο
που κοίταζε στη μεριά της θάλασσας και ήταν πάντα ανοιχτό. Έβγαλε από την τσέπη του ένα σακούλι, το άνοιξε
και το μύρισε:
— Ελπίζω η γριά μάγισσα από το Μαρόκο να έλεγε αλήθεια
γι’ αυτή τη σκόνη…
Η Αγλαΐα έφτασε, ανοίγοντας μια μικρή πόρτα στη δυτική πλευρά με ένα κλειδί, που κρατούσε στο κούφιο της
τακούνι. Περπάτησε σίγουρα με φανερή οικειότητα και
στάθηκε πίσω από τη μεγάλη μουριά έξω ακριβώς από
την πόρτα της Βεζιροπούλας.
ΚΕΦΑΛΑΙΟ 4 : ΤΟ ΤΕΛΟΣ
Η χατζάρα του Βεζίρη άστραψε στο φεγγαρόφωτο, καθώς
την έβγαζε από το θηκάρι και η ανάσα του Καραγκιόζη
έγινε πιο γρήγορη. Ποτέ άλλοτε δεν είχε φτάσει τόσο κοντά στο θάνατο.
— Πρώτα εσύ Γκιαούρη. (Τουρκική λέξη gavur ή περσική
gäur, gäbr, ο άπιστος). Και ξεχύθηκε μανιασμένος προς
τον Καραγκιόζη.
ΤΑΣΟΣ ΓΕΩΡΓΟΠΟΥΛΟΣ
23
ΕΝΑ ΠΡΟΣΩΠΙΚΟ ΘΕΑΤΡΟ ΣΚΙΩΝ
— Όχι Βεζίρη μου… Στην αγάπη μας… Όχι σε παρακαλώ…
Άσ’ τον να ζήσει τον Καραγκιόζη. Έχει τρία στόματα να
θρέψει… φώναξε η Αγλαΐα μπαίνοντας σαν αστραπή μέσα στο δωμάτιο.
— Αγλαΐα εσύ εδώ;;;;; Είπε ο Βεζίρης και έκανε πίσω.
— Αγλαΐα… Τι είναι αυτά που τσαμπουνάς; Είπε ο Καραγκιόζης και πετάχτηκε γυμνός από το κρεβάτι.
— Καραγκιόζη μου, τα παιδιά πεινάγανε και εσύ μας είχες
αφήσει μόνους τόσο καιρό. Τι να κάνω η έρημη;;;;
— Αυτό βρήκες να κάνεις;;;;;; Και αρπάζει τη χατζάρα από
το παγωμένο χέρι του Βεζίρη. Θα σας σκοτώσω και τους
δύο!!!!
Εν τω μεταξύ και ενώ διαδραματίζονταν όλα αυτά κανένας δεν πήρε χαμπάρι τον Εβραίο που πέταξε το σακούλι με τη σκόνη από το ανοιχτό παράθυρο, πάνω στο
αναμμένο καρβουνάκι του ναργιλέ.
Ευθύς αμέσως ένας γκρίζος καπνός γέμισε το δωμάτιο
και όλοι έπεσαν καταγής. Ήταν η σκόνη της λησμονιάς.
— Αν ποτέ βρεθείς σε δύσκολη θέση, λίγη από τούτη τη
σκόνη στη φωτιά κι ευθύς αμέσως όλοι όσοι τη μυρίσουν θα
ξεχάσουν όσα συνέβησαν τον τελευταίο χρόνο στη ζωή τους.
Σαν να μην έγιναν ποτέ… Έτσι είχε πει η γριά μάγισσα
από το Μαρόκο στον Εβραίο τότε, που είχε περάσει από
την καλύβα της. Αφού πέρασαν δέκα λεπτά και καθάρισε
το δωμάτιο από τον καπνό ο Εβραίος πήδηξε μέσα.
— Μπάρμπα Γιώργο!!!!! Χατζηαβάτη!!!!!! Ελάτε μέσα να με
βοηθήσετε… Θαρρείτε δεν σας είδα εκεί έξω;
Ο Μπάρμπα Γιώργος και ο Χατζηαβάτης, χωρίς να ρωτήσουν πολλά, μπήκαν μέσα και στάθηκαν ανάμεσα
στους κοιμισμένους για τα καλά πρωταγωνιστές της αλλόκοτης αυτής ιστορίας. Το άλλο πρωί όλοι ξύπνησαν στα
κρεβάτια τους από τη φωνή του Μουεζίνη που προσκαλούσε τους πιστούς για προσευχή ψηλά από το Μιναρέ.
Είχαν ξεχάσει τα πάντα. Από τότε κανένας δεν μίλησε
ξανά γι’ αυτή την ιστορία και κανείς δεν έμαθε πώς βρέθηκε καταγεγραμμένη σε αυτές τις σελίδες.
24
ΤΑΣΟΣ ΓΕΩΡΓΟΠΟΥΛΟΣ
ΕΝΑ ΠΡΟΣΩΠΙΚΟ ΘΕΑΤΡΟ ΣΚΙΩΝ
Τα συγγραφικά δικαιώματα πάντως τα διατηρεί μέχρι
σήμερα η οικογένεια του Εβραίου.
Ο Τάσος Γεωργόπουλος γεννήθηκε 38° 8΄46.96’’ Βόρεια και
20°39΄28.52’’ Ανατολικά, κάπου στην Κεφαλονιά. Ξεκίνησε με
αχαλίνωτη μανία την προσπάθεια να ανακαλύψει τα ανθρώπινα όρια, την προέλευση και την ποιότητα της ανθρώπινης
φύσης. Σπουδάζοντας Μηχανικός στο Πανεπιστήμιο της
Κρήτης κατάφερε, μέσω πειραμάτων σε περιβάλλον εργαστηρίου (ταβέρνες, μπαρ, κλπ.), να αποδείξει την ύπαρξη και
να εφαρμόσει το Επικουρικό «Ζην ηδέως» (απουσία πόνου
και φόβου και βίωση μιας ζωής αυτάρκους, περιβαλλόμενης
από φίλους), μαθαίνοντας ταυτόχρονα τις πρώτες μουσικές
«διαλέκτους».
Στη συνέχεια, υιοθετώντας τη δομιστική προσέγγιση ενός υπερκείμενου πολιτισμού (οφειλόμενου στην κοινή καταγωγή
των ανθρώπων) ξεκίνησε να γράφει μουσική και μικρές λογοτεχνικές «πλάνες».
Στον ελεύθερο χρόνο του κυνηγάει μυθολογικά τέρατα.
ΤΑΣΟΣ ΓΕΩΡΓΟΠΟΥΛΟΣ
25
ΕΝΑ ΠΡΟΣΩΠΙΚΟ ΘΕΑΤΡΟ ΣΚΙΩΝ
Η ΡΑΛΛΟΥ ΜΑΝΟΥ ΚΑΡΑΓΚΙΟΖΗΣ
ΚΑΙ Ο ΑΝΔΡΕΑΣ ΠΕΡΗΣ ΧΑΤΖΗΑΒΑΤΗΣ
26
ΕΝΑ ΠΡΟΣΩΠΙΚΟ ΘΕΑΤΡΟ ΣΚΙΩΝ
Έπη Μέλη
Ο Καραγκιόζης Πήρε τα Βουνά!
Η μνήμη εξωραΐζει τραυματικές εμπειρίες και δυσάρεστες
στιγμές. Στην ώριμη ηλικία τα περασμένα φαντάζουν ιδανικά. Δεν υπάρχει, νομίζω, ενήλιξ που να μην υποστηρίζει ότι είχε: τους καλύτερους: 1. γονείς, γιαγιάδες και
παππούδες (ιδίως όταν έχουν μεταναστεύσει εις τα επουράνια και έχουν αφήσει κατιτίς το κληρονομήσιμο), 2. φίλους (ιδίως όταν οι εν λόγω απουσιάζουν για να μη διαπιστώσει ο ακροατής πόσο αντιπαθείς είναι), τα καλύτερα:
1. αδέλφια (ιδίως αν ζουν σε μακρινή πόλη της ημεδαπής
ή στην αλλοδαπή και δεν υφίστανται μεταξύ τους οικονομικές δοσοληψίες), 2. παιδικά καλοκαίρια σε τόπους εξωτικούς, με βαθυγάλανους βυθούς, βαθύχρυσους ήλιους,
βαθυπράσινους φοίνικες μέχρι το γιαλό, όπου δροσίζονταν τα πιο ζουμερά καρπούζια, τα πιο μυρωδάτα ροδάκινα. Επίσης, όλοι οι ενήλικες τα καλοκαίρια της παιδικήςεφηβικής τους ηλικίας, τα αξιοποίησαν με βαθυστόχαστα
λογοτεχνήματα (άσχετο αν μπερδεύουν τον Σοπέν με τον
Σοπενχάουερ).
Οι γνωστοί μου τέτοια διηγούνται και ζηλεύω θανάσιμα, ενώ προσπαθώ να τιθασεύσω τα συμπλέγματά μου.
Οι γονείς μου ήταν αυστηροί και μου απαγόρευαν να κυκλοφορώ με σορτς. Οι γιαγιάδες μου ήταν στρίγκλες. Επίσης, παθολογικά τσιγκούνες. Λάτρευαν τον κατά μία δεκαετία μικρότερο αδελφό μου με τα μπλε μάτια, ενώ τα
δικά μου περιορίζονταν σε αποχρώσεις του σκατουλί. Οι
φίλοι μου εκτός από βαρετοί ήταν και υπερεκτιμημένοι
από τις μαμάδες τους.
Το τοπωνύμιο όπου περνούσα τα παιδικά μου καλοκαίρια αποκαλείτο Παλιό Μπογιάτι (BO, μη ένρινο). Δεν είχε
27
ΕΝΑ ΠΡΟΣΩΠΙΚΟ ΘΕΑΤΡΟ ΣΚΙΩΝ
κάτι εξωτικό, εκτός από το καφε–ζαχ/αστείον–ρετσίνα–
μυζήθρα παραγωγής μας: Τa Bakaliarakia, όπου επί δωδεκάμηνο στο ίδιο λάδι, κουρκούτι και σκεύος, τηγανίζονταν
τόνοι ψαριού, προς σίτιση των αγροτών της περιοχής, αλλά και διάφορων «ξένων», που είχαν αρχίσει να εμφανίζονται λόγω της αμερικανικής βάσης στη Νέα Μάκρη
(χούντα γαρ). To μαγαζί κάλυπτε ευρύ φάσμα καταναλωτικών αναγκών, διότι εκτός από τα παραπάνω η κόρη ήταν τελειόφοιτος μοδίστρα και ο γιός ανώτερος ταξιτζής.
Το χωριό αντί για παραλία διέθετε πλατεία, όπου διαδραματίζονταν σύμπασες οι κοινωνικές δραστηριότητες.
Μέχρι και κινητό κινηματόγραφο είχε φιλοξενήσει με
πρωταγωνιστή τον διάσημο Χρήστο Φερλή! (i.e. Christopher Lee 1, στην ελληνική εκδοχή).
Ο πόνος της μάνας μου ήταν ότι απείχα των κοινωνικών δρωμένων λόγω ακατάπαυστης νύστας. Επίσης, με
αποκαλούσε ψηλομύτα γιατί δεν χαιρετούσα τη γαλατού
και την πλύστρα (τότε το πλύσιμο γινόταν άπαξ της εβδομάδος με εξωτερικό συνεργάτη), ενώ εκείνη αντήλλασσε φιλοφρονήσεις γενικώς. Και μη νόμιζα, υπήρχαν και
άλλα παιδιά από την Αθήνα που έκαναν εκεί διακοπές. Γιατί γκρίνιαζα; Ήταν ιδανικός τόπος για φυματικούς, άλλωστε για αυτό είχε αγοράσει προπολεμικώς το κτήμα ο παππούς της, για να αναρρώσει η αδενοπαθής μικρή της αδελφή. Και να! Ο Σπύρος και η Σοφία, άριστοι μαθητές και
παίκτες πιάνου, παρακαλούσαν να με κάνουν παρέα ενώ
εγώ… Η ζωή έχει πολλές δυσκολίες, κατέληγε, πώς θα
επεβίωνα αν συνέχιζα έτσι;
Επειδή δεν άντεχα να στενοχωριέται εξαιτίας μου, διότι
ήταν και εργαζόμενη, άρα κουραζόταν περισσότερο από
τις άλλες μαμάδες, αποφάσισα να κοινωνικοποιηθώ: διένειμα καλημέρες και συναναστρεφόμουν τα λαμπρά αδέλφια. Τότε διευκρίνισα ότι το Σπύρος προερχόταν από
1
28
Άγγλος ηθοποιός και μουσικός, διάσημος για το ρόλο του ως Κόμης
Δράκουλας σε πολλές ταινίες τρόμου.
ΕΠΗ ΜΕΛΗ
ΕΝΑ ΠΡΟΣΩΠΙΚΟ ΘΕΑΤΡΟ ΣΚΙΩΝ
τον εκ πατρός πάππον και όχι από τα θάλλοντα εξογκώματα του προσώπου του.
Ώσπου μία μέρα, εκεί που ο Σπύρος χαχάνιζε ξεφυλλίζοντας το περιοδικό «Τσίμπησέ με» που είχε παραπέσει
απ’ την πατρική εφημερίδα, η Σοφία χασμουριόταν, ο
παππούς τους, λόγω υπερβολικής δόσης διουρητικού, κατουρούσε όλη νύχτα και εξαντλημένος πλέον ροχάλιζε σε
χρρρ μείζονα στο μέσα δωμάτιο, εγώ ψέλλιζα ασύνδετες
μεταξύ τους συλλαβές μέχρι να βρω δικαιολογία να φύγω, εμφανίστηκε στο πλατύσκαλο η μητριά της μητέρας
τους –παλιά δασκάλα– κραδαίνοντας ένα κουτί: «Βεβλακότα! Προσεγγίστε!». Συμμορφωθήκαμε πάραυτα! Το κουτί έβγαλε χαρτόνια, μπογιές, πινέλα, σύνεργα χαρτοκολλητικής και βιβλιαράκια με διαλόγους έργων. «Δέον να
γνωρίζετε τας παραδόσεις του τάλαινος λαού μας και μην
σπαταλάσθε σε έργα του σατανά».
Σήμερα, το κουτί θα ονομαζόταν «Επάγγελμα: Καραγκιοζοπαίχτης» ή «Η Καραγκιοζική σε Απλά Μαθήματα».
Το θέμα ήταν ότι η Κυρία Αγλαΐα εκ Μικράς Ασίας, εξ ου
και η διπλή συμπάθεια προς το λαϊκό ήρωα, όχι μόνο λόγω κοινής καταγωγής, αλλά διότι η σύζυγός του έφερε το
όνομα Αγλαΐα, μάς άνοιξε ορίζοντες και δουλειές: κόβαμε,
κολλούσαμε, βάφαμε, ξανακολλούσαμε, «κλέβαμε» από
τα ντουλάπια της κουζίνας αλεύρι για την κόλλα και, κυρίως, μαθαίναμε την αλληλεγγύη του παιχνιδιού. Πέρασαν πρωινά και απογεύματα, ώσπου παρατάχθηκαν όλοι
οι ήρωες: η Αυτού Μεγαλειότης ο Καραγκιόζης, το Κολλητήρι, ο Μπάρμπα Γιώργος, ο Μορφονιός, η Βεζιροπούλα
και οι Βάγιες της, ο Σιόρ Διονύσιος, ο Πασάς, ο Μέγας Αλέξανδρος και, τιμής ένεκεν, η Αγλαΐα. Μετά… η μελαγχολία που ακολουθεί τη μεγάλη δημιουργία. Τι θα κάναμε
τώρα; Τόσος μόχθος θα χανόταν; «Ε, όχι!!!» ανέκραξε ο
Σπύρος, που το πρόσωπο του μετά από τόση δημιουργικότητα είχε αρχίσει να γίνεται πιο ροζ. «Θα δώσουμε παράσταση και θα καλέσουμε το σύμπαν!!!».
Εκείνος, ως αγόρι και μεγαλύτερος, ανέλαβε πρωτοβουλίες, η αδελφή του κι εγώ διεκπεραιώναμε. Γενική επιΕΠΗ ΜΕΛΗ
29
ΕΝΑ ΠΡΟΣΩΠΙΚΟ ΘΕΑΤΡΟ ΣΚΙΩΝ
στράτευση. Οργανώθηκε audition με τα «συγχωριανάκια»,
για να μοιραστούν οι ρόλοι. Ακόμη και ο jeune premier
Θανάσης Μυλωνάς 2, καμάρι του τόπου, κάλυψε το θεωρητικό μέρος ενημερώνοντάς μας πώς πρέπει να οργανωθεί το όρντινο. 3 Μάς έδωσε μάλιστα και μερικά αντίγραφα
από ρόλους του να πάρουμε ιδέες. Τa Bakaliarakia ήταν μέγας χορηγός: ο ιδιοκτήτης δέχτηκε να στραφούν τραπεζοκαθίσματα προς την πλατεία, τού αρκούσε μια ελάχιστη
κατανάλωση από όσους θα παρακολουθούσαν το θέαμα,
η couturière μας προμήθεψε πανιά για τη σκηνή, ο
chauffeur de taxi με το Σπύρο και τη ντουντούκα κρεμασμένους έξω από το παράθυρο διαλαλούσαν την παράσταση.
Μεσολάβησε η Αγλαΐα, πήραμε από το Μονοτάξιο την
εξέδρα των εθνικών επετείων με καρφωμένους πάνω το
Χριστό βοσκό, το στρατιώτη, το φυτό και τις φλόγες. Η
καντηλανάφτισσα συνέδραμε με τα σκαμνάκια των Χαιρετισμών. Ο δάσκαλος ανέλαβε τη σκηνοθεσία φέρνοντας
κι αυτός κείμενα από σχολικές παραστάσεις… και έφτασε
το περιπόθητο απόγευμα, με αναμμένους όλους τους φακούς και τα κεριά που μαζέψαμε, το Σπύρο κι ένα άλλο
καρδαμωμένο αγόρι να κινούν τις φιγούρες πίσω από το
πανί, πιο πίσω τους «ηθοποιούς» με τους ρόλους ανά χείρας, πιο πίσω τη Σοφία να φωνάζει το κάθε παιδί να πει
τα λόγια του χωρίς όμως να έχει μπροστά της το πλήρες
κείμενο… και ιδού «Ο Καραγκιόζης πήρε τα βουνά» επί
σκηνής:
— Καραγκιόζης: Κυρίες, κύριοι, αγαπητά παιδιά, εσείς
καλώς ήρθατε κι εγώ καλώς να φεύγω.
30
2
Θανάσης Μυλωνάς (1938-1989): ηθοποιός και πρωταγωνιστής σε ταινίες ευρείας καταναλώσεως. Στο θέατρο μαζί με τη γυναίκα του Κατερίνα Βασιλάκου, ηθοποιό επίσης, ακολούθησε διαφορετική πορεία
με έργα όπως η Άννα Φρανκ, οι Μικροαστοί, η Δωδεκάτη Νύχτα, Γεύση από Μέλι, κ.ά.
3
Όρντινο: ο πίνακας, στον οποίο καθημερινά ανακοινώνονται οι δοκιμές, το ωράριό τους, τα ονόματα όσων ηθοποιών συμμετέχουν, οι
σκηνές του έργου που θα επαναληφθούν και γενικώς ό,τι αφορά την
προετοιμασία της παράστασης.
ΕΠΗ ΜΕΛΗ
ΕΝΑ ΠΡΟΣΩΠΙΚΟ ΘΕΑΤΡΟ ΣΚΙΩΝ
Γιατί αρχίζω να ονειρεύομαι κ’ εγώ, σα
να ‘μουνα, στις Άλπεις, σε μια θαλαμηγό. 4
— Μορφονιός:
Πώς είν’ τα πράγματα εκεί, υπάρχει εργασία;
— Καραγκιόζης: Οι άνθρωποι φιλόξενοι, αλλ’ έχει υγρασία. 5
— Κολλητήρι:
Πήγαινε, λοιπόν, ω γέρον, αγαλλόμενος
και χαίρων. 6
— Σιόρ Διονύσιος: Γιατί θα πας εκεί; Πάει, καλέ, πλεούμενο στα αψηλά βουνά;
— Καραγκιόζης: Αυτή ήτον η έμπνευση του συγγραφέως,
εσύ θα τα βάλεις μαζί της;
— Μορφονιός:
Όχι, βέβαια, είπα μήπως έγινε λάθος. 7
— Καραγκιόζης: Εγώ τώρα έγινα μεγάααααλος, έγινα
φράααααγκος!
— Μπάρμπα Γιώργος:
Αλλαξοπίστησες, ωρέ Καραγκιόζο;
— Καραγκιόζης: Όχι, έχω πίστη. 8
— Βεζιροπούλα:
Τώρα που θα φύγεις και θα πας στα ξένα, πάρε κάτι κι από μένα για την κάθε
λύπη, κάθε τι κακό / λίγο εμφύλιο αίμα,
αίμα ελληνικό. 9
— Αγλαΐα:
Δεν αποφάσισες σωστά διότι αυτάς τας
μέρας κυκλοφορεί στη θάλασσα ένα θαλάσσιον τέρας.
4
Τα διαλογικά μέρη είναι συμπίλημα από διάφορα έργα. Σε κάθε απόσπασμα, για λόγους δεοντολογίας αναφέρεται το έργο και ο συγγραφέας του. Το συγκεκριμένο είναι από παράσταση του Καραγκιόζη.
5
Φαύστα του Μέντη Μποσταντζόγλου (Μποστ).
6
Νεφέλες του Αριστοφάνους, έμμετρη μετάφραση Γεωργίου Σουρή.
7
Καραγκιόζης, ο.π.
8
Γενικός Γραμματέας του Ηλία Καπετανάκη.
9
Απορία προς τα Έθνη του Πάρι Τακόπουλου.
ΕΠΗ ΜΕΛΗ
31
ΕΝΑ ΠΡΟΣΩΠΙΚΟ ΘΕΑΤΡΟ ΣΚΙΩΝ
— Καραγκιόζης: Εν πάση περιπτώσει δεν έπρεπε μία είδησις να σε αναστατώσει. 10
— Αγλαΐα:
Θα σε μαστιγώσω άνευ οίκτου διά γλώσσης αμειλίκτου. 11
— Μπάρμπα Γιώργος: Κλέβει μωρέ, κλέβει όλος ο κόσμος. Όσοι διοικούνε, αδικούνε. Ληστεία
και Απληστία. Πλην: δικά μου, συν: δικά
του, να ο κανών του συνδικάτου. 12
— Μορφονιός:
Με τι καρδιάν, με τι πνοήν, τι πόνον και
τι πάθος τού έλεγε: μετάνιωσα, σε πήρα
κατά λάθος….
— Αγλαΐα:
Κι αλλάξανε ζωή;
— Μορφονιός:
Όχι! Συμφιλιωθήκανε σήμερα το πρωί. 13
— Καραγκιόζης: Με μαούνες μάου-μάου, μάνα μου, λιποθυμάου. 14
Τα παιδιά-ηθοποιοί είχαν καταληφθεί από οιστρήλατο
πάθος υποκριτικής και το καθένα με αγωνία περίμενε τη
σειρά του να ερμηνεύσει το ρόλο του. Και ενώ οι θεατέςγονείς είχαν αντιληφθεί το ασύνδετο αλλά δεν αντιδρούσαν, πετάγεται ωρυόμενος ο δάσκαλος-σκηνοθέτης και
τρέχει στις κουίντες: είχαν μπερδευτεί τα κείμενα και ο
καθένας ερμήνευε ναι μεν με τη σειρά του, αλλά όχι το
σωστό κείμενο. Ο δάσκαλος μοίραζε στα μουλωχτά καρπαζιές σε όποιον σβέρκο αχαΐρευτου εύρισκε πρόχειρο.
Έπεσε το πανί, άρπαξε φωτιά, έτρεχαν σύσσωμα Τa
Bakaliarakia, με όποιο ποτήρι περιείχε κάποιο υγρό, οι μανάδες φώναζαν: «Παναγιά μου, το παιδί». Η κανονική Αγλαΐα ως έμπειρη εκπαιδευτικός μέσα στη γενική έλλειψη
συντονισμού προσπαθούσε να επιβάλει την τάξη. Οι πατεράδες, κάτι η ρετσίνα, κάτι το θέαμα, είχαν έρθει στο
32
10
Φαύστα, ο.π.
11
Νεφέλες, ο.π.
12
Βαρβάρα, Μια ιστορία θέατρο, του Κώστα Παύλου Παναγιωτόπουλου.
13
Φαύστα, ο.π.
14
Βαρβάρα, ο.π.
ΕΠΗ ΜΕΛΗ
ΕΝΑ ΠΡΟΣΩΠΙΚΟ ΘΕΑΤΡΟ ΣΚΙΩΝ
τσακίρ κέφι και μέσα στο αλαλούμ ξεφαντώνει ο κυρΜπαλιούσης ως έτερος Μπάρμπα Γιώργος και πιάνει το
τραγούδι:
Κλαίνε τα δέντρα, κλαίνε τα κλαριά
Κλαίνε και τα λημέρια που λημέριαζα
Κλαίνε τα μονοπάτια που περπάταγα
Κλαίνε κ’ οι κρυοβρυσούλες πόπινα νερό
Κλαίνε και τα μετόχια πόπαιρνα ψωμί
Κλαίνε και τα μοναστήρια πόπινα κρασί
Κλαίνεεεεε…
Το βαρύ μεράκλωμα διεκόπη από την κυρά-Μαραθωνίταινα: «Πάψι, καϋμένι, εμείς οι κοπελλούδις άλλο θα
πιάσουμι, πιο αλαφρύ»:
Εβγάτε αγόρια στο χορό, κοράσια στα τραγούδια,
Πέστε και τραγουδήσετε πώς πιάνεται γη αγάπη.
Από τα μάτια πιάνεται, στα χείλη κατεβαίνει
Κι από τα χείλια στην καρδιά ριζώνει και δε βγαίνει.
Όσα μέλη της Ροδομάγουλης Καραγκούνας, Τοπικού
Συλλόγου προς Διάσωσιν των Ελληνικών Χορών, παρευρίσκοντο, σηκώθηκαν αυθόρμητα, στήθηκαν κυκλοτερώς κι
αρχινίσανε τον Πυργούσικο και η βραδιά εξελίχθηκε «φυσιολογικά» πολύ διασκεδαστικά. Μόνο η δική μου συνάφεια με τον Καραγκιόζη τελείωσε άδοξα και μοναχικά.
Ξαναμπήκε αργότερα στη ζωή μου μετουσιωμένος σε άλλες μορφές τέχνης.
Πολλά έχουν αλλάξει από τότε. Κυρίως μεγάλωσα και
δεν είμαι πια ούτε ενθουσιώδης, ούτε αθώα. Παρά τις ανησυχίες της μητέρας μου φαίνεται ότι κατάφερα να επιβιώσω. Τα δύο αδέλφια σταδιοδρόμησαν ως καθηγητής
Ωδείου ο ένας ως υπάλληλος στα ΕΛΤΑ η άλλη. Τσάμπα
το σύμπλεγμα που αποκόμισα από το μεγαλείο τους! Τα
φτωχόσπιτα εξελίχθηκαν σε στριμωγμένες μεζονέτες με
πολυτελείς κούρσες απέξω, όπου βολεύονται μάλλον αμήχανα αρκετά από τα «συγχωριανάκια», δεδομένου ότι
πλούτισαν με το χονδρεμπόριο οπωρικών και τα οικόπεΕΠΗ ΜΕΛΗ
33
ΕΝΑ ΠΡΟΣΩΠΙΚΟ ΘΕΑΤΡΟ ΣΚΙΩΝ
δα. Η πλατεία μοιάζει να έχασε κι αυτή την ανοιχτόκαρδη
απλότητα και την αθωότητά της. Μετά από χορηγία του
Βαρδινογιάννη απέκτησε μνημείο πεσόντων, μαλτεζόπλακες σπασμένες, παγκάκια με νεοκλασικό κάγκελο,
παρτέρια με ξεραμένα φυτά, shopping center (διαβάζεται:
σέdερ) και γερμανικό φούρνο. Τa Bakaliarakia εξελίχθηκαν σε εστιατόριο αναζητήσεων με gourmet προτάσεις του
chef. Προσπαθώ να μετατρέψω τη μελαγχολία μου σε κατανόηση. Δεν μπορώ πάντα. Δεν θέλω να ξαναπάω εκεί
ούτε καν για να ξεθάψω αναμνήσεις. Μου αρκεί ένα βάζο
μαρμελάδα βερίκοκο από τις βερικοκιές του κήπου, που
μου φέρνει η μαμά μου κάθε Σεπτέμβριο. Η ευωδιά της
δεν έχει αλλάξει ακόμα.
Έπη Μέλη: ψευδώνυμο λογοπαιγνικό, χωρίς προσωπικά
δεδομένα.
34
ΕΠΗ ΜΕΛΗ
ΕΝΑ ΠΡΟΣΩΠΙΚΟ ΘΕΑΤΡΟ ΣΚΙΩΝ
Διονύσης Γιατράς
Μια εικόνα χίλιες λέξεις.
Μια λέξη ένα ταξίδι.
ΠΕΜΠΤΗ
ΩΡΑ 7.00
ΤΑΔΕ ΤΟΥ ΜΗΝΟΣ 2010
Π.Μ.
Το ξυπνητήρι κάθε μέρα «χτυπάει» ακριβώς την ίδια ώρα.
Ξυπνώντας αισθάνομαι το ίδιο σφίξιμο στο στήθος, γνώριμη αίσθηση του τελευταίου καιρού. Φαντάζομαι δεν είμαι ο μόνος, πολλοί συνάνθρωποί μου θα βιώνουν συναφές συναίσθημα λόγω των τελευταίων γεγονότων στον
τόπο μας. Οι κινήσεις μου όπως πάντα μηχανικές: να κάνω μπάνιο, να ντυθώ, να πάρω πρωινό, να βγάλω το σκύλο βόλτα και, τέλος, να ετοιμαστώ για τη δουλειά μου.
Πριν βγω από το σπίτι περνώ από το μπάνιο για να σκάσω ένα χαμόγελο στον καθρέφτη και να πω «καλημέρα».
Κάθε μέρα ελπίζω ότι αυτή θα είναι μια πραγματικά
καλή μέρα.
ΩΡΑ 8.00 Π.Μ.
Η πόρτα κλείνει πίσω μου. Στη δουλειά μου πηγαίνω
περπατώντας. Βέβαια, αυτό είναι ένας άθλος, γιατί πρέπει να διανύσω μια σχετικά μικρή απόσταση, αλλά με αρκετές δυσκολίες. Έτσι και σήμερα περπατάω στα στενά
πεζοδρόμια της πόλης μου, δίνω μια μάχη με το τέρας που
λέγεται σκουπίδια και βγαίνω νικητής. Τελικά, φτάνω στο
δρομίσκο που στεγάζεται το γραφείο μου. Βρίσκω ένα μικρό άνοιγμα ανάμεσα από τα παρκαρισμένα αυτοκίνητα
που έχουν καταλάβει το πεζοδρόμιο και ετοιμάζομαι να
περάσω απέναντι. Εκείνη τη στιγμή ένα αυτοκίνητο ορ35
ΕΝΑ ΠΡΟΣΩΠΙΚΟ ΘΕΑΤΡΟ ΣΚΙΩΝ
μάει κυριολεκτικά σε αυτόν τον ελάχιστο εναπομείναντα
κενό χώρο και τον καταλαμβάνει με κίνδυνο να με «πατήσει». Ο οδηγός ανοίγει το παράθυρο και μού λέει:
— Μα καλά Καραγκιόζης είσαι; Δεν βλέπεις ότι θέλω να
παρκάρω;
Σοκαρισμένος δεν απαντώ και συνεχίζω την πορεία
μου, γιατί σήμερα θα είναι μια πραγματικά καλή μέρα.
ΩΡΑ 9.00 Π.Μ.
Μπαίνω στο γραφείο αρτιμελής. Καλημερίζω τους συναδέλφους και κατευθύνομαι στο δικό μου χώρο. Δεν έχω
αναφέρει ότι δουλεύω σε ιδιωτική εταιρεία, πολυτέλεια
για τη σημερινή εποχή, σε ένα σημαντικό πόστο, το οποίο
είναι η διαχείριση οικονομικών στοιχείων. Καθημερινά
συνομιλώ με τους αριθμούς. Άλλοτε είναι φίλοι μου και
άλλοτε εχθροί μου. Το αφεντικό μού έχει εμπιστοσύνη,
άλλωστε σήμερα θεωρείται σημαντική μέρα, γιατί έχουμε
να λάβουμε και όχι να δώσουμε, όπως συμβαίνει το τελευταίο διάστημα. Μετά από μια σύντομη επίσκεψη στο
γραφείο μου, μού λέει:
— Δεν σε φοβάμαι εσένα, θα κάνεις τα Καραγκιοζιλίκια σου
και όλα θα πάνε καλά.
Αισθάνομαι αμήχανα, αλλά σήμερα θα είναι μια
πραγματικά καλή μέρα.
ΩΡΑ 02.00 Μ.Μ.
Ιερή ώρα. Η ώρα του break. Κάθε μέρα την ίδια ώρα όλοι οι
συνάδελφοι μαζευόμαστε στο γνωστό καφενεδάκι, που
θυμίζει την παλιά Αθήνα. Συνήθως ένας από όλους, κάθε
μέρα και διαφορετικός, διηγείται μια ιστορία που του έχει
συμβεί και οι υπόλοιποι σχολιάζουν, με καυστικό τρόπο
και αυτό προκαλεί γέλιο. Ιλαρότητα και χαλαρότητα. Σήμερα, ήταν η σειρά μου.
36
ΔΙΟΝΥΣΗΣ ΓΙΑΤΡΑΣ
ΕΝΑ ΠΡΟΣΩΠΙΚΟ ΘΕΑΤΡΟ ΣΚΙΩΝ
Αφού ολοκληρώνω την ιστορία μου, η οποία κατά έναν
απρόσμενο λόγο προκαλεί γενική θυμηδία και καταιγισμό γέλιων, κάποιος από την παρέα ενθουσιάζεται:
— Να είσαι καλά, ρε Καραγκιόζη, μας έφτιαξες το κέφι.
Έτσι πιο χαλαροί και ευδιάθετοι γυρίζουμε στην εργασία μας. Άλλωστε, σήμερα θα είναι μια πραγματικά καλή
μέρα.
ΩΡΑ 07.00 Μ.Μ.
Άλλη μια κουραστική μέρα φτάνει προς το τέλος της.
Παίρνω το δρόμο της επιστροφής και διαπιστώνω ότι τα
πράγματα είναι κάπως καλύτερα. Δεν υπάρχουν όλα αυτά τα αυτοκίνητα, που καταπίνουν τα πεζοδρόμια, οι φωνές και τα κορναρίσματα έχουν ελαττωθεί και γενικώς οι
συνθήκες φαίνονται πιο ανθρωπινές. Πριν φτάσω στο
σπίτι περνώ μέσα από το πάρκο, είναι μια διαδρομή που
επιλέγω συχνά γιατί απολαμβάνω την ηρεμία της στιγμής. Δεν έχω προλάβει να τελειώσω τη βόλτα μου και ακούω δίπλα μου μια γυναικεία φωνή να λέει έντονα:
— Αυτό δεν το περίμενα από εσένα, τελικά είσαι μεγάλος
Καραγκιόζης!!!
Στην αρχή τρομάζω νομίζοντας ότι απευθύνεται σε
έμενα, αλλά γρήγορα συνειδητοποιώ ότι ο παραλήπτης
είναι άλλος και μάλλον πρόκειται για ερωτικό καβγαδάκι.
Τελικά, μπαίνω στο σπίτι και αισθάνομαι ότι ξαναβρίσκομαι στον παράδεισό μου.
ΩΡΑ 09.00 Μ.Μ.
Ολοκληρώνω τις απαραίτητες τυπικές διεργασίες: να ετοιμάσω το φαγητό μου, να ξαναβγάλω το σκύλο βόλτα,
να κάνω ένα μπάνιο για να χαλαρώσω, να βάλω ένα ποτήρι κόκκινο κρασί ακούγοντας την αγαπημένη μου μουσική. Σκέφτομαι ότι σε όλη τη διάρκεια της μέρας μού έχει
γεννηθεί η απορία για τις μορφές που παίρνει η λέξη Καραγκιόζης και καταφεύγω στα βιβλία μου. Εκεί ανακαλύΔΙΟΝΥΣΗΣ ΓΙΑΤΡΑΣ
37
ΕΝΑ ΠΡΟΣΩΠΙΚΟ ΘΕΑΤΡΟ ΣΚΙΩΝ
πτω ότι ο Καραγκιόζης δεν συνίσταται μόνο στη μορφή
του μπαγαπόντη τεμπελάκου πρωταγωνιστή του ελληνικού Θεάτρου Σκιών, που με μεγάλη επιτυχία ζωντάνεψε ο
Ευγένιος Σπαθάρης, αλλά αποτέλεσε και πηγή έμπνευσης για σημαντικούς δημιουργούς, οι οποίοι χρησιμοποιώντας το χαρακτήρα του σατίρισαν την πραγματικότητά
τους. Τραγουδήθηκε από κάποιους. Ενσαρκώθηκε στο σανίδι από κάποιους άλλους.
Το 1950 μια παρέα φίλων, ανάμεσά τους η Ραλλού Μάνου, ο Μάνος Χατζιδάκις και ο Νικολής ΧατζηκυριάκοςΓκίκας, εμπνεύστηκαν από τον Καραγκιόζη και δημιούργησαν το δικό τους μύθο. Εκείνη τη φορά δεν θα σατίριζε
με το λόγο την πραγματικότητα αλλά θα χόρευε. Λίγα
ρούχα στη βαλίτσα, με οδηγό τη μουσική και συνεπιβάτη
την κίνηση και το ταξίδι μόλις ξεκινούσε.
Οι πληροφορίες που αντλούσα ήταν τόσες πολλές που
δεν κατάλαβα ότι η ώρα είχε περάσει. Σκέφτομαι, αν με
ρωτούσαν τι γεύση θα είχε η λέξη Καραγκιόζης θα απαντούσα μάλλον γλυκειά. Αν με ρωτούσαν τι συναίσθημα
μου δημιουργεί, θα απαντούσα μάλλον νοσταλγία. Χρησιμοποιώ τη λέξη μάλλον γιατί κάποιοι άνθρωποι της εποχής μας εμπνεύστηκαν μόνο από τα μειονεκτήματα αυτού
του γοητευτικού λαϊκού χαρακτήρα, τα έκαναν επιστημονικοφανή, σφετερίστηκαν την ατάκα του και με σύνθημα
«ε, ρε γλέντια!» μάς πήραν το χαμόγελο από τα χείλια
που τόσα χρόνια μας είχε χαρίσει ο Καραγκιόζης. Ξαφνικά μου φαίνεται ότι ακούω μια φωνή απ’ το λευκό σεντόνι. Είναι η ώρα που με καλεί το κρεβάτι μου.
ΩΡΑ 12.00 Μ.Μ.
Αρκετά γοητευμένος από τον κόσμο που μόλις είχα ανακαλύψει και αρκετά προβληματισμένος για τη σημερινή
μορφή του Καραγκιόζη ξαπλώνω. Λίγο πριν με πάρει ο
ύπνος καληνυχτίζω το σκύλο μου και αυθόρμητα, δεν ξέρω γιατί, αναφωνώ:
38
ΔΙΟΝΥΣΗΣ ΓΙΑΤΡΑΣ
ΕΝΑ ΠΡΟΣΩΠΙΚΟ ΘΕΑΤΡΟ ΣΚΙΩΝ
— Καληνύχτα, Καραγκιόζη. Σε ευχαριστώ πολύ για το ταξίδι που μου χάρισες. Αν θέλεις έλα να μοιραστούμε το
όνειρό μου, εκεί είναι ένας κόσμος που δεν πονάει.
Σήμερα, ήταν μια πραγματικά καλή μέρα.
Ο Διονύσης Γιατράς έχει αποφοιτήσει από το
Θέατρο Τέχνης του Κάρολου Κουν.
Συνεχίζει τις σπουδές του στο Ανοιχτό Πανεπιστήμιο
στο Τμήμα του Ευρωπαϊκού Πολιτισμού.
Ο δε σκύλος του ονομάζεται Duffy.
ΔΙΟΝΥΣΗΣ ΓΙΑΤΡΑΣ
39
ΕΝΑ ΠΡΟΣΩΠΙΚΟ ΘΕΑΤΡΟ ΣΚΙΩΝ
ΒΕΖΙΡΟΠΟΥΛΑ ● ΜΕΓΑΛΕΞΑΝΤΡΟΣ
ΜΠΑΡΜΠΑ-ΓΙΩΡΓΟΣ ● ΝΙΟΝΙΟΣ
40
ΕΝΑ ΠΡΟΣΩΠΙΚΟ ΘΕΑΤΡΟ ΣΚΙΩΝ
Γιώργος Σπέης
Ο Καραγκιόζης και οι Μεγάλες Δυνάμεις
— Εμείς, στην εποχή μου, είχαμε τον Καρανγκιοοόζη!
Αυτή ήταν πάντα η στομφώδης αντίδραση της γιαγιάς,
όταν άνοιγε η τηλεόραση. Καθόταν πάντα στητή στην
ίδια καρέκλα, ποτέ σε πολυθρόνα. Πάντα στη συγκεκριμένη θέση για να μπορεί να επιτηρεί την κίνηση του σπιτιού, πράγμα που τρέλαινε την αδελφή μου. Με μεγάλη
περιφρόνηση κοίταζε το κουτί με τη γυάλινη οθόνη απέναντί της και απαξιούσε οποιαδήποτε συμφιλίωση με το
διαβολικό μηχάνημα, όπως το αποκαλούσε ο παπάς στα
κηρύγματα της Κυριακής. Βέβαια, δεν ήταν γιατί εκείνη
συμφωνούσε με τον παπά, αλλά απλώς αρνιόταν συστηματικά την εποχή στην οποία εκείνη δεν ανήκε.
Και ήταν μια άλλη εποχή! Την έζησα και εγώ ή καλύτερα έζησα το τελείωμά της και τώρα την ξαναζώ μέσα από
θολές μπερδεμένες εικόνες της παιδικής ηλικίας. Πάνε
πάνω από πενήντα χρόνια. Τότε οι έγχρωμες ταινίες ήταν
πολύ λίγες και καμία δεν ήταν ελληνική. Τηλεόραση δεν
υπήρχε. Ο Καραγκιόζης υπήρχε, αλλά για μένα ήταν μυθολογία. Τον άκουγα, ήξερα τι ήταν περίπου, μου άρεσε
στο ραδιόφωνο, ειδικά ο Παντελής Ζερβός να κάνει το
Μπάρμπα Γιώργο, αλλά ο μικροαστικός καθωσπρεπισμός
δεν επέτρεπε να πάμε. Φυσικά, στον κινηματογράφο με το
χαλικάκι και τις περικοκλάδες πηγαίναμε πολύ συχνά,
ειδικά τα καλοκαίρια στην Πάτρα. Εκεί στα Ψηλαλώνια
υπήρχαν τρεις. Εκείνος που με γοήτευε ήταν η Ούφα που
είχε δυο φοίνικες απέξω και μου φαινόταν σαν κάτι το
πολύ εξωτικό.
Ήταν η εποχή που εξερευνούσα τον κόσμο και είχα μανία να μαζεύω ό,τι μου γυάλιζε, σύνδρομο καρακάξας.
41
ΕΝΑ ΠΡΟΣΩΠΙΚΟ ΘΕΑΤΡΟ ΣΚΙΩΝ
Εγώ μάζευα και η μάνα μου πέταγε. Πάντα έψαχνε τη
στιγμή που εγώ δεν ήμουνα σκοπός στους θησαυρούς μου
και εκείνη τους «φύλαγε» δια παντός στα σκουπίδια. Φυσικά, ποτέ δεν παραδέχθηκε το έγκλημά της, αλλά εγώ
ήξερα. Εδώ που τα λέμε αν είχα κρατήσει τους θησαυρούς
μου, μάλλον θα χρειαζόμαστε δεύτερο σπίτι για θησαυροφυλάκιο. Έτσι, έχασα την τεράστια συλλογή από τα
καπάκια από μπουκάλια που μάζευα κάθε βράδυ στα
Ψηλαλώνια. Πάνε και τα καπάκια από τους κολυνούς και
τα om-or. 15 Την ίδια μοίρα θα είχε αργότερα και ο δικός μου
Καραγκιόζης!
Τέλος πάντων, η Πάτρα εκτός από διακοπές μού προσέφερε μια ελευθερία που στην Αθήνα αποκλειόταν. Εκεί
μπορούσα να κάνω πιο ακραία πράγματα. Ο λόγος ήταν ο
ξάδελφός μου ο Γιάννης, τρία χρόνια μεγαλύτερος. Είχε
το πιο ενδιαφέρον σκονισμένο υπόγειο με τεράστια συλλογή από Μικρούς Ήρωες, Μίκυ Μάους, Κλασσικά, ακόμα
και Ταρζάν Γκαούρ, τα περισσότερα απαγορευμένα από
τις Μεγάλες Δυνάμεις.
Οι Μεγάλες Δυνάμεις ήταν οι μεγάλοι και ιδίως η μάνα
μου, η πιο αυστηρή και καθώς πρέπει απ’ όλους, αρχηγός
τους, κάτι σαν την Αμερική σήμερα. Ο ξάδελφος ήταν κατά κάποιο τρόπο η κακή επιρροή, έκανε πράγματα έξω
από την οικογενειακή ετικέτα. Παρ’ όλα αυτά πηγαίναμε
μαζί του, πάντα υπό το άγρυπνο μάτι των Μεγάλων Δυνάμεων, για τυχόν υπερβολικά παραστρατήματα. Κλασικό
ήταν, όταν εμφανιζόταν στην πόρτα, φορώντας τη βαλίτσα του, δηλαδή η πιτζάμα κάτω από τα υπόλοιπα ρούχα,
κάτι σαν κρεμμύδι, να εισπράττει με απαξίωση: «Ουουουμφ, πάλι ήρθες!;». Εκείνος όμως την αντιμετώπιζε με
παιδική θρασύτητα και αδιαφορία, αν και έτρεμε κατά
βάθος τη «Γκεστάπο», όπως την έλεγε. Εδώ, πρέπει να
διευκρινιστεί ότι αυτή ήταν η μάνα μου και θεία του, που
ήθελε με το ζόρι να τον βάλει στο σωστό, δικό της, δρόμο!
Μας έλεγε μάλιστα, όταν μεγαλώσετε τότε μόνο μπορείτε
15
42
Δημοφιλείς τότε μάρκες οδοντόκρεμας και σαμπουάν, αντίστοιχα.
ΓΙΩΡΓΟΣ ΣΠΕΗΣ
ΕΝΑ ΠΡΟΣΩΠΙΚΟ ΘΕΑΤΡΟ ΣΚΙΩΝ
να διασκεδάσετε! Σκέψου! Εμείς, όμως, ξέραμε ότι όταν
ερχόταν ο Γιάννης θα περνούσαμε καλά τώρα και εις πείσμα…
Έτσι, μια μέρα ή καλύτερα μια νύχτα η κακή επιρροή
οργάνωσε την έξοδο στον Καραγκιόζη. Φαίνεται ότι οι
περισσότερες λεπτομέρειες της εξόδου σβήστηκαν από
την επίδραση του αναμενόμενου άγνωστου εν πολλοίς
θεάματος. Πρέπει να είχαμε πάει πολλοί, δεν θυμάμαι
ποιοι. Σίγουρα και κάποιος μεγάλος. Τώρα που το σκέπτομαι θα ήταν αδύνατον η «Γκεστάπο» να πάει σε τέτοιο
θέαμα. Άλλωστε, τότε, για μένα μόνο το θέαμα μετρούσε.
Όπως σχεδόν πάντα στην Πάτρα της εποχής πηγαίναμε παντού με τα πόδια. Πράγμα που μου άρεσε πολύ, ήταν κομμάτι της ελευθερίας, κάτι σαν το αυτοκίνητο σήμερα. Ο Καραγκιόζης δεν ήταν πολύ κοντά. Ήταν κοντά
στα Σύνορα, στις φτωχογειτονιές της Πάτρας. Ήταν ένα
«λαϊκό» θέαμα. Αυτό όμως τι σήμαινε, το χαρακτηριστικό
και διαχωριστικό, τώρα πια μπορώ να το καταλάβω. Τότε,
ήταν ένας άλλος κόσμος, που εμείς απλώς δεν ανήκαμε.
Ο Καραγκιόζης «παιζόταν» σε μια μεγάλη αυλή με κάτι
παλιοκαρέκλες. Έτσι και αλλιώς το καλύτερο τότε ήταν οι
πάνινες πολυθρόνες pliantes, πολύ αριστοκρατικές κατά
τα άλλα! Στο βάθος το πανί. Εκεί, ήταν και η απορία μου,
που ακόμα την θυμάμαι γιατί εγώ ήξερα το χρωματιστό
Καραγκιόζη. Πώς θα ήταν δυνατόν να τον βλέπω χρωματιστό πίσω από το πανί σαν σκιά; Η απορία λύθηκε όταν
τα φώτα έσβησαν και η λάμπα πίσω από το πανί άναψε.
Ήταν όλα μαύρα! Μα όλα: το σαράι, η καλύβα, το Κολλητήρι, ο Χατζηαβάτης, όλοι. Μεγάλη απογοήτευση. Πού ο
έγχρωμος σινεμασκόπ κινηματογράφος, το μέτρο σύγκρισης! Η φαντασία μου κατέρρευσε. Η υπόθεση χάθηκε. Δεν
θυμάμαι τίποτα! Τώρα πια ήταν το κοινό που άρχισε να
φαίνεται, και έτσι το θυμάμαι, γιατί συμμετείχε. Έτσι, είδα ένα περίεργο, για μένα, κοινό. Ήταν παιδιά σαν εμένα,
καθόλου παράξενο, «κοσμάκης» που γελούσε βροντερά
και πάμπολλοι φαντάροι που βρωμούσαν ελεεινά. Για να
το θυμάμαι πρέπει να ήταν όντως εντυπωσιακό! Τότε, γεΓΙΩΡΓΟΣ ΣΠΕΗΣ
43
ΕΝΑ ΠΡΟΣΩΠΙΚΟ ΘΕΑΤΡΟ ΣΚΙΩΝ
νικά, ήταν κακό συνήθειο να πλένεται κανείς, ειδικά οι
φαντάροι από το κοντινό στρατόπεδο. Το αποτέλεσμα ήταν ένα πολιτισμικό σοκ και ας μην κατακριθώ για το μικροαστισμό μου. Αυτό είμαι και έτσι, δυστυχώς, ήταν τότε
τα πράγματα.
Δεν ξαναπήγα ποτέ σε παράσταση Καραγκιόζη. Δεν
ανήκα εκεί; Δεν μου άρεσε; Δεν έτυχε; Σίγουρα, δεν θυμάμαι το γιατί, μάλλον όλα αυτά μαζί.
Αλλά η εμπειρία μου δεν σταμάτησε εκεί με το Μαυρομάτη ήρωα με το μακρύ χέρι. Πάντα με εντυπωσίαζαν οι
πολλές αρθρώσεις του. Πέρασε λίγος καιρός, πάρα πολύς
για ένα παιδί όμως. Ήμουνα πια οκτώ χρονών. Ήταν
Μάρτης του ’58, τότε που πέθανε ο παππούς μου. Η μάνα
μου με πήρε μαζί της στην Πάτρα, για να είναι κοντά στον
πατέρα της τις τελευταίες μέρες του. Με πήγε και μένα
στο νοσοκομείο να τον δω και εκεί είδα τις διάφορες θείες
με τα καπέλα, που δεν ξεχνιούνται, μαζί με διάφορους
θείους που διαφωνούσαν για ακαταλαβίστικα πολιτικά
θέματα. Ειδικά, θυμάμαι το βράδυ που πέθανε ο παππούς
ήταν όλες μαζεμένες, το σόι ήταν πολύ μεγάλο, και φαίνεται να περνούσαν καλά γιατί έλεγαν συνεχώς αστεία
και γέλαγαν. Πολύ μετά, αλλά πάρα πολύ μετά, κατάλαβα ότι κανείς το έχει ανάγκη τέτοιες στιγμές. Σίγουρα δεν
αγριεύτηκα, ούτε έκλαψα.
Εγώ βέβαια δεν πολυκαταλάβαινα, ήμουν και βάρος.
Κάποιος έπρεπε, τότε, να με κρατήσει! Οκτώ χρονών διάολος. Ήμουν γνωστός ως το τσίρκο Medrano. Με έτρεμαν
για τα εφευρετικά επικίνδυνα παιχνίδια μου. Έτσι, η μόνη
λύση στην Πάτρα ήταν ο Γιάννης, που εγώ κατέληξα πανευτυχής. Γλίτωνα σχολείο και είχα απέραντη ελευθερία.
Για να με ξεφορτωθούν μου έδωσαν και ένα δεκάρικο. Τεράστιο ποσό. Ήμουν με το δεκάρικο ο πλούσιος ξάδελφος
από την Αθήνα. Ο Γιάννης είχε εντοπίσει ότι στα περίπτερα της Πάτρας πουλούσαν Χάπα Χούπες. Ήταν μικρά τετράγωνα χαρτόνια με μια ζωγραφιά κλόουν τυλιγμένα σε
γαλάζιο χαρτί λαδόκολλας για να μη φαίνεται το περιεχόμενο. Το σημαντικό όμως ήταν ότι σε κάποια από τα
44
ΓΙΩΡΓΟΣ ΣΠΕΗΣ
ΕΝΑ ΠΡΟΣΩΠΙΚΟ ΘΕΑΤΡΟ ΣΚΙΩΝ
γαλάζια χαρτάκια έβαζαν μια στρογγυλή μπλε σφραγίδα.
Όποιος μάζευε πενήντα σφραγίδες έπαιρνε ένα ποδήλατο! Έκαναν μία δεκάρα ή πεντάρα η μία.
Έτσι, όπως καταλαβαίνετε, σε μια μέρα άδειασαν από
Χάπα Χούπες όλα τα περίπτερα από τα Ψηλαλώνια μέχρι
την Αγίου Νικολάου, όπου ήταν το μαγαζί του παππού.
Τις αγοράσαμε όλες και φυσικά διαπιστώσαμε πολύ νωρίς
κάτι που το μαθαίνουν οι νοικοκυρές πολύ αργότερα στις
διαφημίσεις για τα σαπούνια. Μην πιστεύετε τις διαφημίσεις! Στην καλύτερη περίπτωση λένε ψέματα! Το καλό
όμως είναι ότι εγώ είδα σε αυτό το αγοραστικό τουρ κάτι
εξαιρετικά ενδιαφέρον. Αυτό ήταν σ’ ένα μαγαζί παμπάλαιο, κάτι σαν περίπτερο, κάτι σαν ψιλικατζίδικο, κοντά
στην πλατεία Αγίου Γεωργίου. Ένα μαγαζί με ξύλινη ξεβαμμένη βιτρίνα, γκρίζα, μαδημένη, με ατέλειωτη σκόνη.
Μαγαζί μαγικό, χωμένο κάτω από τις καμάρες του δρόμου. Εκεί είδα κόλλες με καραγκιόζηδες! Ήταν ακόμα και
ο Μορφονιός, ο Μεγαλέξανδρος και το φίδι, ο Σταύρακας,
ήταν όλοι εκεί! Όλοι χρωματιστοί. Ακόμα θυμάμαι τις φιγούρες, τις φόρμες, τα χρώματα. Ήταν θησαυρός! Ήταν
ένας στόχος! Έπρεπε να τους αποκτήσω!
Εδώ, η μνήμη αδυνατίζει γιατί δεν θυμάμαι, αν τότε ή
λίγο αργότερα κατάφερα να ξεκολλήσω και άλλα χρήματα. Το σίγουρο είναι, γιατί ήταν η συνηθισμένη μου μέθοδος, ότι θα έκανα το παρκέ με την παρκετέζα, θα κυνηγούσα όλους με τον κουμπαρά ζητιανεύοντας, θα έκανα
θελήματα και τελικά θα μάζεψα το απαιτούμενο ποσό. Το
επόμενο ήταν: ψαλίδι, ψαρόκολλα, χαρτόνια και κόπιτσες
για τις αρθρώσεις και έτοιμοι οι καραγκιόζηδες! Είχα θίασο. Έπρεπε τώρα να δώσω παράσταση. Τι υπόθεση θα
είχε η παράσταση; Μα δεν είχε σημασία σ’ αυτές τις ηλικίες, έτσι νόμιζα! Χρειαζόμουν, όμως, θεατές. Φυσικά, πάντα τα παιδιά της γειτονιάς στην Πάτρα, στα Ψηλαλώνια.
Εκεί ήταν απαραίτητη η βοήθεια του Γιάννη. Έτσι, άρχισαν οι διαπραγματεύσεις. Ήθελε μερίδιο! Ήμουν γνωστός για την τσιγκουνιά μου, πάντα τα μάζευα. Χρειαζόταν όμως ρεαλισμός. Η συμφωνία κατέληξε σε ναυάγιο
ΓΙΩΡΓΟΣ ΣΠΕΗΣ
45
ΕΝΑ ΠΡΟΣΩΠΙΚΟ ΘΕΑΤΡΟ ΣΚΙΩΝ
της καραγκιοζοπαικτικής μου καριέρας. Απλούστατα, στο
τέλος ο Γιάννης έπαιξε τον Καραγκιόζη και εγώ χρησιμοποίησα το μοντέρνο θέαμα, τον κινηματογράφο. Και για
να γίνω πιο συγκεκριμένος, τότε μου είχαν πάρει μια μικρή μηχανή με μπαταρίες που έπαιζε ταινίες με δύο προβολείς, πότε άναβε το πάνω επίπεδο και πότε το κάτω,
έτσι φαινόταν σαν να κινούνται οι φιγούρες. Ήταν κάτι το
επαναστατικό! Είχα τρεις-τέσσερις ταινίες των δύο λεπτών η μία, που κάπου έχουν διασωθεί από τη λαίλαπα
της μάνας μου. Εγώ θα έπαιρνα ένα πενηνταράκι! Και ο
Γιάννης μία δεκάρα το εισιτήριο, όπου και υπήρξε η σχετική δυσαρέσκεια για την απληστία μου. Αλλά είχα το
ατού. Είχα κινηματογράφο! Το ωραίο είναι ότι μαζεύτηκαν αρκετά παιδιά και θυμάμαι να είμαστε όλοι ευχαριστημένοι, εκτός από τον Καραγκιόζη μου. Αυτός μπήκε
χρωματιστός στην άκρη για να τον εξαφανίσει πολύ σύντομα η πάντα αθώα μάνα μου. Η τεχνολογία και οι Μεγάλες Δυνάμεις είχαν νικήσει.
Ο Γιώργος Σπέης γεννήθηκε στην Αθήνα και σπούδασε
στην Αμερική Ηλεκτρολόγος Μηχανικός.
Έχει περάσει τη ζωή του ανάμεσα στην Πληροφορική (για βιοποριστικούς λόγους) και την Εθνογραφία.
Έχει κάνει σχετική έρευνα στην Ελλάδα, έχει συλλέξει αντικείμενα και συγγράψει δέκα βιβλία και διάφορα άρθρα με θέμα
τον υλικό πολιτισμό και την περιβαλλοντική εκπαίδευση.
Έχει τιμηθεί με βραβείο από το Λαογραφικό Αρχείο της Ακαδημίας Αθηνών.
46
ΓΙΩΡΓΟΣ ΣΠΕΗΣ
ΕΝΑ ΠΡΟΣΩΠΙΚΟ ΘΕΑΤΡΟ ΣΚΙΩΝ
Γιώργος Κορδέλλας
Σκηνές Τέσσερις
ΣKHNH 1 : Ο ΚΑΡΑΓΚΙΟΖΗΣ ΣΤΟ KΟΤΕΤΣΙ!
Κυρίες και κύριοι και αγαπημένα μου παιδιά…
Ήταν μια φορά κι έναν καιρό, σε μια μικρή πόλη της δυτικής Μακεδονίας, ένα μικρό σπίτι με μια μικρή αυλή, στην
κατηφόρα πίσω από το μπαχτσέ του παππού, που έβγαζε
στο λάκκο, ένα ρέμα που το χειμώνα με τις βροχές κατέβαζε πολλή λάσπη, τώρα είναι δρόμος ασφαλτοστρωμένος ανάμεσα σε πολυκατοικίες. Στο πίσω μέρος της αυλής, περιφραγμένο με συρματόπλεγμα και αυτοσχέδια
πόρτα, υπήρχε ένα κοτέτσι. Μια γωνιά του ήταν στεγασμένη με λαμαρίνες κι εκεί γεννούσαν οι κότες τα αυγά
τους. Όλη μέρα μπαινόβγαιναν ελεύθερα, στο διπλανό
άχτιστο οικόπεδο και τα σοκάκια της γειτονιάς, αλλά το
απόγευμα η κυρά-Βασιλικούλα, πουλ-πουλ-πουλ, τις μάζευε μέσα, σκορπώντας καλαμπόκι στο γυμνό πατημένο
χώμα.
Η Βασιλικούλα ήταν η μαμά του Πάνου, του παιδικού
μου φίλου. Ο Πάνος είχε δύο αδέρφια μεγαλύτερα, τον
μεγάλο ελάχιστα τον θυμάμαι από τότε, αλλά ο μεσαίος,
ο Ηλίας, ήταν αυτός που είχε την ιδέα. Να στήσει μπερντέ
και να δίνει παραστάσεις Καραγκιόζη! Με εισιτήριο. Μία
δεκάρα κάθε παιδί, μία δεκάρα και μία πεντάρα αν ήταν
δύο αδέρφια μαζί, τα ξαδέρφια δεν πιάνονταν. Δεν ξέρω
πού βρήκε τις φιγούρες, αν τις δανειζόταν ή αν τις είχε
φτιάξει ο ίδιος κι από πού έμαθε την τέχνη, το μπερντέ
πάντως τον είχε ράψει η κυρα-Βασιλικούλα από ένα παλιό
σεντόνι.
47
ΕΝΑ ΠΡΟΣΩΠΙΚΟ ΘΕΑΤΡΟ ΣΚΙΩΝ
Καλοκαίρι ήταν, τα σχολεία κλειστά, ο καιρός καλός κι
η παράγκα του Καραγκιόζη στήθηκε στο... κοτέτσι! Το σεντόνι τεντωμένο με σκοινιά, από τη μυγδαλιά στον πάσαλο του συρματένιου φράχτη. Καφάσια και καδρόνια πάνω
σε πέτρες για καθίσματα κι ένα-δυο μισοσπασμένα σκαμνιά. Δυο λάμπες πετρελαίου κι οι εξορισμένες κότες
σκαρφαλωμένες στο φράχτη.
Ο Ηλίας μάς έκανε εξήγηση από πριν. Αν τον βοηθούσαμε στο στήσιμο, εγώ κι ο Πάνος, θα μας άφηνε να δούμε τον Καραγκιόζη τζάμπα. Την προηγούμενη είχε βρει
μερικά μεγάλα χασαπόχαρτα και ζωγράφισε με το χέρι
τις αφίσες του έργου, που τις καρφίτσωσε με πινέζες στις
ξυλοκολώνες της ΔΕΗ, τσακώθηκε μάλιστα με μια γειτόνισσα γιατί σκέπασε το κηδειόχαρτο για το μνημόσυνο
της μάνας της. Ο Καραγκιόζης Γιατρός!
Ήξερε όλο το έργο απέξω. Άρχισε παίζοντας με το στόμα τη μουσική της έναρξης, το γνωστό χασαποσέρβικο,
όπως και όλες τις μουσικές που χρειάζονταν στο έργο.
Όπως μιμείτο τις φωνές των ηρώων, έτσι μιμείτο και τους
ήχους των οργάνων. Και με το πόδι έκανε τα ηχητικά εφέ,
κλωτσώντας ένα σκουριασμένο τενεκέ ή πατώντας δυνατά σ’ ένα παλιό ξύλινο καπάκι ραπτομηχανής. Κι όταν τα
καλαμπούρια του έργου έβγαζαν γέλιο, τα ξανάλεγε επίμονα.
Εκεί, κάτω από τ’ αστέρια, που τότε έλαμπαν περισσότερο από τώρα, με τη μυρωδιά της κουτσουλιάς, η μυσταγωγία ήταν απόλυτη. Οι σκιές που ζωντάνευαν στο πανί,
οι απανωτές καρπαζιές, o Βεληγκέκας να δέρνει τον Καραγκιόζη, ενώ ο Χατζηαβάτης πάντα την κοπάναγε, ο
Μπάρμπα Γιώργος με την γκλίτσα, που έκανε με τη σειρά
του μαύρο τον Βεληγκέκα κι εμείς γελούσαμε, πάντα γελούσαμε με το ξύλο που έπεφτε.
— Μπαμπάκο, χτυπάνε την πλότα!
Κι έβγαινε η κυρά-Βασιλικούλα: άντε τελειώνετε, φώναζε, αλλά κανείς δεν της απαντούσε. Κι όταν, θα φάμε,
θα πιούμε και νηστικοί θα κοιμηθούμε, τέλειωνε το έργο,
48
ΓΙΩΡΓΟΣ ΚΟΡΔΕΛΛΑΣ
ΕΝΑ ΠΡΟΣΩΠΙΚΟ ΘΕΑΤΡΟ ΣΚΙΩΝ
σκόρπιζε η μαρίδα, ο Ηλίας μάζευε τις φιγούρες, που ήταν
φτιαγμένες από χαρτόκουτα κι είχαν και γράμματα τυπωμένα πάνω τους, έσβηνε τις λάμπες και μας έδινε από
μια δεκάρα στον καθένα, που θα εξαργυρώναμε το πρωί
στο μπακάλικο με ένα σακουλάκι, χάρτινο χωνί, γεμάτο
κόκκινες ζαχαρωμένες καραμέλες...
ΣΚΗΝΗ 2 : Ο ΘΕΙΟΣ ΤΑΣΟΣ
Η θεία μου η Δώρα, η μεσαία αδερφή της μάνας μου, παντρεύτηκε με προξενιό το θείο Τάσο, που ήταν βέρος Αθηναίος, χαμουτζής. 16 Ο θείος Τάσος είχε τότε, συνεταιρικά με έναν φίλο του, μανάβικο στην οδό Σίνα και μετά,
άνοιξε μόνος του μια ΕΒΓΑ–γαλακτοπωλείο–ξηροί καρποί–
ποτά, σ’ ένα δρομάκι στην Αλεξάνδρας, πίσω από τη Ζίνα.
Αυτός ο θείος ήταν χρυσοχέρης. Έφτιαχνε κουνιστά αλογάκια με πεπιεσμένο χαρτί, που τα έβαφε και τα στόλιζε
με σχέδια και χρώματα, και τους έβαζε και δερμάτινα
γκέμια από λουρίδες που έπαιρνε στο Μοναστηράκι, έφτιαχνε κάστρα με πύργους και πολεμίστρες, σκάλες και
καταπακτές, πόρτες δίφυλλες που ασφάλιζαν με αμπάρες. Έπιαναν τα χέρια του. Τις ώρες που έσπαγε η κίνηση
στο μαγαζί, καθόταν πίσω από τον πάγκο του ταμείου και
όλο και κάτι μαστόρευε. Στο πίσω μέρος του μαγαζιού,
πίσω από μια κουρτίνα με πλαστικές λωρίδες, είχε ολόκληρο εργαστήρι. Εργαλεία, υλικά, χρώματα, κόλλες,
καρφιά, ένα άλλο μαγαζάκι πίσω από το κανονικό μαγαζί. Κι εκεί μαστόρευε διάφορα.
Ένα καλοκαίρι λοιπόν, μια μέρα που πήγαμε με τη θεία
Δώρα από το μαγαζί, καθόταν με κάτι περίεργα κοπτικά
εργαλεία, σουβλιά, σφυράκια και «κεντούσε» σε χοντρό
χαρτόνι τα κομμάτια μιας φιγούρας Καραγκιόζη. Τα κοπίδια ήταν σαν κατσαβίδια με ξύλινη λαβή, που τα χτυπούσε με το σφυρί κι έκοβε μ’ αυτά και αφαιρούσε κομματάκια από το χαρτόνι σε μικρές παύλες, τεθλασμένες
16
Χαμουτζής, ονομασία που χρησιμοποιούσαν με κάπως μειωτική διάθεση οι κάτοικοι της Βόρειας για τον κάτοικο της Νότιας Ελλάδας.
ΓΙΩΡΓΟΣ ΚΟΡΔΕΛΛΑΣ
49
ΕΝΑ ΠΡΟΣΩΠΙΚΟ ΘΕΑΤΡΟ ΣΚΙΩΝ
γραμμές ή κύκλους, σχηματίζοντας από τα κενά τις ραφές
των ρούχων, τα μάτια, τα φρύδια, τα περιγράμματα στο
σώμα της φιγούρας. Συναρμολογούσε τα κομμάτια του
κορμιού, δένοντάς τα με κοντούς δισκελείς συνδετήρες
στις κλειδώσεις, ώστε να μπορούν να κινούνται και στην
άκρη του ακίνητου μπράτσου ή της πλάτης του ήρωα,
προσάρμοζε με έναν μικρό μεντεσέ, που γύριζε και από
τις δύο μεριές, ένα μακρύ ξύλινο πηχάκι, που ήταν η λαβή
του χειριστή κι έτσι η φιγούρα μπορούσε να κάνει μεταβολή.
Δεν άργησε να με βάλει στο κόλπο, ήμουν καλός στη
χειροτεχνία –όταν ήθελα– κι έτσι, αρχίσαμε την κατασκευή του θιάσου. Ξεπατίκωνα τις φιγούρες στο χαρτόνι
με καρμπόν και άρχιζα το κόψιμο και τη συναρμολόγηση.
Τα σχέδια τα παίρναμε είτε από φτηνά περιοδικά Καραγκιόζη, που κυκλοφορούσαν ακόμη τότε και, σε κάθε τεύχος, είχαν προσφορά το αφισάκι ή το «πατρόν» κάποιου
ήρωα, ή από ημερολόγια τοίχου με ζωγραφιές γνωστών
καραγκιοζοπαιχτών. Ο θείος αγόρασε και δισκάκια 45
στροφών με ηχογραφημένα έργα Καραγκιόζη, είχε ένα
φορητό πικ-απ, από κείνα που είχαν το ηχείο στο καπάκι,
καταγράψαμε και κατασκευάσαμε όλα τα πρόσωπα των
έργων αυτού του πρώτου μας ρεπερτορίου. Το Μορφονιό
και το Σταύρακα, το Βεζίρη και τη Βεζιροπούλα, την Αγλαΐα και τα Κολλητήρια...
Το θέατρο αυτή τη φορά στήθηκε στη σαλοτραπεζαρία
του σπιτιού, που γέμισε με κάθε διαθέσιμη καρέκλα. Ο
θείος Τάσος είχε φτιάξει ένα λυόμενο πλαίσιο για τον
μπερντέ από ντέξιον, όπου δενόταν με κορδονάκια από
τις τρύπες το ύφασμα, που το είχε γαζώσει η θεία Χιονία,
που ήταν μοδίστρα και είχε και φορητή ραπτομηχανή
Singer. Πίσω από την οθόνη, στο κάτω μέρος, ο θείος είχε
προσαρμόσει ένα ράφι, όπου ήταν βιδωμένες οι υποδοχές
για δύο μακριές νέον λάμπες καφενείου, που άναβαν από
δύο διακόπτες, βιδωμένους κι αυτούς στο ράφι, στην αρχή
του καλωδίου που έπαιρνε ρεύμα από την πρίζα, στήσαμε
50
ΓΙΩΡΓΟΣ ΚΟΡΔΕΛΛΑΣ
ΕΝΑ ΠΡΟΣΩΠΙΚΟ ΘΕΑΤΡΟ ΣΚΙΩΝ
και το καπάκι με το ηχείο του πικ-απ όρθιο μπροστά από
το μπερντέ. Τεχνολογία!
Το κοινό ειδοποιήθηκε τηλεφωνικά. Θείες και θείοι με
τα ξαδέρφια, γείτονες με τα παιδιά τους, καφέδες, σοκολατάκια και γλυκό κουταλιού σε δισκάκι στρωμένο με εργόχειρο στο βελονάκι της θείας. Εγώ, ως βοηθός, είχα μάθει τα έργα από τα δισκάκια απέξω κι ανακατωτά. Προετοίμαζα έγκαιρα τις φιγούρες που τις έπαιζε ο θείος, αλλά
βοηθούσα και στην κίνηση, όταν μαζεύονταν πολλά πρόσωπα στη σκηνή, ανοιγοκλείνοντας το στόμα ταυτόχρονα
με τις ατάκες που ακούγονταν από το ηχείο του πικ-απ.
Δύο έργα, χωρίς εισιτήριο! Γκραν σουξέ!
Ο θείος Τάσος, συνειδητοποίησα αργότερα, βρήκε την
ευκαιρία να εκπληρώσει μ’ αυτή την παράσταση ένα παλιότερο απωθημένο του από την εποχή που, εργένης ακόμα τότε, δούλευε στον Κινηματογράφο στο Άλσος της Νέας Φιλαδέλφειας, όπου συχνά έφερνε και καραγκιοζοπαίχτες να παίξουν, παρακολουθώντας και καταγράφοντας
τα μυστικά της τέχνης τους, μόνο το ταλέντο της μίμησης
των φωνών δεν είχε, αλλά τώρα πια είχε βρει τη λύση του
προβλήματος στο βινύλιο.
Αν επισκεφθείτε κάποιο από τα σπίτια της οικογένειας,
σίγουρα θα ανακαλύψετε κάπου κρεμασμένη κάποια φιγούρα του Καραγκιόζη, φτιαγμένη από το θείο Τάσο, που
αργότερα τις έκοβε σε πλεξιγκλάς και τις ζωγράφιζε με
πλαστικά χρώματα, να αντέχουν στο χρόνο, διακοσμητικές, που τις δώριζε. Όλα τα ξαδέρφια έχουμε κάποιες απ’
αυτές.
ΣΚΗΝΗ 3 : ΣΤΟ ΛΑΥΡΙΟ
Κάρα σκουπιδιάρικα φύγαν οι χειμώνες κι ένα καλοκαίρι
πάλι, πολλά καλοκαίρια αργότερα, βρίσκομαι στην Κρήτη, για ρεπεράζ 17, προετοιμάζοντας τα γυρίσματα του «Α-
17
Η αναζήτηση και η επιλογή των χώρων που απαιτούνται για τα γυρίσματα μιας ταινίας.
ΓΙΩΡΓΟΣ ΚΟΡΔΕΛΛΑΣ
51
ΕΝΑ ΠΡΟΣΩΠΙΚΟ ΘΕΑΤΡΟ ΣΚΙΩΝ
πόντα», όταν δέχομαι ένα τηλεφώνημα από μια εταιρεία
παραγωγής βίντεο-κλιπ για να αναλάβω ένα του Μητροπάνου.
Γυρίζοντας στην Αθήνα, βρήκα στο σπίτι δύο προτεινόμενα «σενάρια», με πανιά να ανεμίζουν στον αέρα και
δίμετρα μοντέλα σε slow motion στις εξοχές, όπως ήταν
πολύ στη μόδα τότε στο κύκλωμα και παρήγαγαν σωρηδόν οι «φίρμες» του είδους, οι περισσότεροι από τους οποίους αγνοούσαν τη στοιχειώδη οπτικοακουστική αφήγηση,
ούτε από στίχο καταλάβαιναν, ούτε από ρυθμό, αλλά όπως αποδείχτηκε η άγνοια και η ασχετίλα στην Ελλάδα
βαπτίζονται «άποψη» και θριαμβεύουν ισοπεδώνοντας τα
πάντα.
Στο meeting που έγινε στη δισκογραφική εταιρεία, οι
εκπρόσωποι του «δημιουργικού», επέμεναν στην άποψη
πως το κλιπ πρέπει να είναι μοντέρνο, σαν ένα κλιπ του
Michael Jackson, που παιζόταν εκείνη την εποχή, αδιαφορώντας αν το τραγούδι ήταν ένα ζεϊμπέκικο και ο στίχος
γεμάτος «ελληνικές» αναφορές.
Έβλεπα τον Μητροπάνο που άκουγε αμίλητος και όλους τους άλλους σε μια αγχωμένη προσπάθεια να αποδείξουν πως δουλεύουν με την αγωνία για το καλύτερο
αποτέλεσμα! Κι έφτασε η ώρα που έπρεπε να πάρω θέση
κι εγώ για τα προτεινόμενα σενάρια, που σε όλους άρεσαν! Αποφάσισα ότι δεν με ενδιαφέρει όλη αυτή η «δηθενιά» κι έπρεπε να το τελειώνω. Με περίμενε πολλή δουλειά στην Κρήτη άλλωστε. Απέρριψα λοιπόν και τα δύο.
Και αναπόφευκτα ρωτήθηκα τι προτείνω.
Είχα την ιδέα από πριν, χωρίς όμως να την έχω επεξεργαστεί κι έτσι άρχισα να αυτοσχεδιάζω το στόρυ. Ένας
παππούς καραγκιοζοπαίχτης, με βοηθό την εγγονή του,
περιπλανιέται στην επαρχία δίνοντας παραστάσεις. Με
ένα βανάκι, ζωγραφισμένο με πολύχρωμες φιγούρες, τον
Καραγκιόζη και τα Κολλητήρια απ’ τη μια πλευρά, τον
Μεγαλέξανδρο και τον Κατηραμένο Όφι απ’ την άλλη,
στήνει το μαγικό του Θέατρο Σκιών, όπου βρει, με αποκο52
ΓΙΩΡΓΟΣ ΚΟΡΔΕΛΛΑΣ
ΕΝΑ ΠΡΟΣΩΠΙΚΟ ΘΕΑΤΡΟ ΣΚΙΩΝ
ρύφωμα την «Αποθέωση» ενός ιστορικού έργου, τον Αθανάσιο Διάκο, ας πούμε. Η Αποθέωση στον Καραγκιόζη
ήταν η ζωντανή θεατρική αναπαράσταση της τελικής
σκηνής του έργου, μπροστά από τον μπερντέ, παιγμένη
συνήθως από παιδάκια. Εκεί λοιπόν, μετά το σούβλισμα
του Διάκου, μπροστά στα ορθάνοιχτα παιδικά μάτια του
ακροατηρίου, η κοπελίτσα, ντυμένη Ελλάδα, δαφνοστεφανώνει τον ήρωα.
Έπεσε παγωμάρα στους εταιρειανθρώπους. Μόνο ο
Μητροπάνος, που βαριόταν μέχρι τότε, λιγόλογος όπως
είναι, είπε μόνο «λοιπόν, αυτό θα κάνουμε!». Και ξαφνικά
άρχισαν όλοι να το βρίσκουν πρωτότυπο και ενδιαφέρον.
Το «μυστικό» μού το είπε αργότερα, όταν κάναμε το
γύρισμα, ένα 25ωρο γύρισμα στο Λαύριο με τη συμμετοχή
του Ευγένιου Σπαθάρη και του χρωματιστού θιάσου του,
που όχι μόνο έστησε τις παραστάσεις, αλλά και έπαιξε
σαν ηθοποιός τον ρόλο του παππού, δεν δυσκολεύτηκα να
τον πείσω, είχαμε ξανασυνεργαστεί πριν από δέκα χρόνια
στο «Τεριρέμ» του Απόστολου Δοξιάδη, σαν βοηθός σκηνοθέτης εγώ τότε.
Το γύρισμα τέλειωσε ξημερώματα, η παράσταση έλαβε
τέλος, οι προβολείς έσβησαν, ο ουρανός άναβε, με ουΐσκι
ανά χείρας σε πλαστικά ποτηράκια, λίγο πριν καλημεριστούμε, μας το εκμυστηρεύτηκε: ο Μητροπάνος πριν από
πολλά χρόνια έπαιζε κι ο ίδιος Καραγκιόζη!
ΣΚΗΝΗ 4 : Ο ΤΑΦΟΣ ΤΟΥ ΚΑΡΑΓΚΙΟΖΗ
Ο παππούς μου ο Μανώλης είχε πολεμήσει στη Μικρασία.
Δεν ξέρω αν έφτασε μέχρι το Σαγγάριο, το σίγουρο είναι
ότι έφτασε μέχρι την Προύσα. Ο παππούς, έλεγε η γιαγιά,
είχε πάει εφτά φορές φαντάρος! Σε κάθε επιστράτευση
ντυνόταν το χακί. Μιλούσε και τουρκικά ο παππούς. Όταν
γεννήθηκε, η Μακεδονία ήταν ακόμα Οθωμανική Αυτοκρατορία. Αλλά και βλάχικα μίλαγε και βουλγάρικα, λίγα, τα απαραίτητα για να συνεννοείται. Γιατί έκανε εμπόριο ζώων ο παππούς, γύριζε τα χωριά της περιοχής
ΓΙΩΡΓΟΣ ΚΟΡΔΕΛΛΑΣ
53
ΕΝΑ ΠΡΟΣΩΠΙΚΟ ΘΕΑΤΡΟ ΣΚΙΩΝ
και παζάρευε. Είχε κι ένα τατουάζ, χοντροκομμένο, που
το ’χε κάνει στην εκστρατεία. Μιλούσε πολλές φορές για
τη Μικρασία, μιλούσε και για τους Γερμανούς και την Κατοχή και τους αντάρτες που κατέβαιναν από το βουνό
στην πόλη, κρυφά, από υπόγεια τούνελ και το φάντασμα
του τσολιά που ’χε δει μια μέρα πάνω στη μυγδαλιά! Με
το σακάκι ριχτό στον ώμο, με την απαραίτητη ρετσίνα στο
ποτηράκι, δίπλα στο μαγκάλι και το τζάκι το χειμώνα,
κάτω απ’ τη δαμασκηνιά της αυλής τα καλοκαίρια. Κι άφηνε πάντα τα πατημένα στις φτέρνες παντοφλέ παπούτσια του έξω απ’ την πόρτα του σπιτιού να μη φέρει λάσπες μέσα.
Η αγαπημένη ιστορία του παππού ήταν για την Προύσα, όπου έλεγε ότι είχε δει τον τάφο του Καραγκιόζη. Κι
όχι μόνο του Καραγκιόζη, αλλά και του Χατζηαβάτη ο
τάφος ήταν εκεί! Κι εμείς, πιτσιρίκια, τον ακούγαμε με
ανοιχτό το στόμα κι εγώ αναρωτιόμουνα πώς μπορεί να
πεθάνει ο Καραγκιόζης; Κι αυτός μας έλεγε πως ήταν αληθινός άνθρωπος ο Καραγκιόζης κάποτε, Έλληνας στην
Τουρκία, Μαυρομάτης σήμαινε τ’ όνομά του στα τούρκικα
κι ήταν σπουδαίος μάστορας!
Πέρασαν τα χρόνια, ο παππούς πέθανε νωρίς, εμείς τα
εγγόνια του μεγαλώσαμε, τα μεγάλα, γιατί τα πιο μικρά
δεν τον πρόλαβαν. Σκεφτόμουν κάποιες φορές τις ιστορίες του παππού κι έλεγα, κοίτα δούλεμα που μας έριχνε ο
παππούς κι εμείς τα χαζά τα χάφταμε...
Την Κωνσταντινούπολη που ονειρευόταν, αλλά ποτέ
δεν πήγε, εγώ την επισκέφθηκα αρκετές φορές. Απέκτησα
και φίλους εκεί, έμαθα και κάποιες τούρκικες φράσεις.
Ένα καλοκαίρι όμως –πάλι καλοκαίρι– αποφασίσαμε με
τη γυναίκα μου να γυρίσουμε τα μικρασιατικά παράλια.
Από την Πόλη λοιπόν περάσαμε στη ασιατική πλευρά με
προορισμό τη Σμύρνη. Κι όποτε έβλεπα έξω από τις πόρτες των σπιτιών αφημένα παπούτσια με πατημένη τη
φτέρνα, θυμόμουνα τον παππού. Αναπόφευκτα περάσαμε από την Προύσα. Κι ενώ επισκεπτόμασταν κάποιο ονομαστό τζαμί της πόλης, άκουσα την ξεναγό να λέει για
54
ΓΙΩΡΓΟΣ ΚΟΡΔΕΛΛΑΣ
ΕΝΑ ΠΡΟΣΩΠΙΚΟ ΘΕΑΤΡΟ ΣΚΙΩΝ
τον τάφο του Καραγκιόζη, που ήταν κοντά κι αν θέλαμε
να πάμε να τον δούμε!
Τρείς τάφοι ήταν, πέτρινοι. Ο ένας του Καραγκιόζη, ο
άλλος του Χατζηαβάτη κι ο τρίτος κάποιου άλλου, που δεν
είχα ξανακούσει το όνομά του. Το παραμύθι του παππού
λοιπόν δεν ήταν παραμύθι. Είχε φτάσει μέχρι εδώ, πιθανόν στάθηκε στο ίδιο σημείο, που σταθήκαμε κι εμείς.
Μόνο που τότε είχαμε πόλεμο με τους Τούρκους, ενώ τώρα, κοντά ογδόντα χρόνια μετά, υπήρχε φυτεμένη εκεί
κοντά μια μικρή ελιά, δώρο του Έλληνα στον Τούρκο
πρωθυπουργό και δίπλα μια πινακίδα με τις σημαιούλες
των δύο κρατών, που οι λαοί τους κατοικούν στις δυό
πλευρές μιας θάλασσας μαγευτικού γαλάζιου...
O Γιώργος Kορδέλλας γεννήθηκε στην Kοζάνη το 1959.
Εργάζεται στον κινηματογράφο και την τηλεόραση, όπου έχει
σκηνοθετήσει γνωστές σειρές: Αναστασία, Απών, Tζιβαέρι, Tο
Φτερούγισμα του Γλάρου, Βεντέτα, Δούρειος Ίππος, Χορεύοντας στη Σιωπή, Mυστικά και Λάθη. Επίσης επεισόδια από τις
σειρές: Κινούμενη Άμμος και Λούφα και Παραλλαγή, καθώς
και αυτοτελή επεισόδια στις σειρές: Ανατομία ενός Εγκλήματος, Τολμηρές Ιστορίες, Mια νύχτα σαν κι αυτή, Ιστορίες Μυστηρίου, Ιστορίες από την Απέναντι Όχθη, την τηλεταινία Αριάδνη, αρχαιολογικά ντοκιμαντέρ, μουσικά προγράμματα,
διαφημίσεις, video-clips, εκπομπές της σειράς Οι Κεραίες της
Εποχής μας.
Έχει συνεργαστεί με σημαντικούς συνθέτες, ενώ τραγούδια σε
στίχους του έχουν ερμηνεύσει και δισκογραφήσει πολλοί
γνωστοί τραγουδιστές.
ΓΙΩΡΓΟΣ ΚΟΡΔΕΛΛΑΣ
55
ΕΝΑ ΠΡΟΣΩΠΙΚΟ ΘΕΑΤΡΟ ΣΚΙΩΝ
ΣΚΗΝΗ 3: ΔΗΜΗΤΡΗΣ ΜΗΤΡΟΠΑΝΟΣ, ΕΥΓΕΝΙΟΣ ΣΠΑΘΑΡΗΣ,
ΓΙΩΡΓΟΣ ΚΟΡΔΕΛΛΑΣ. ΑΠΟ ΤΑ ΓΥΡΙΣΜΑΤΑ ΤΟΥ VIDEO-CLIP
«ΤΟ ΖΕΪΜΠΕΚΙΚΟ ΤΟΥ ΑΡΧΑΓΓΕΛΟΥ», ΛΑΥΡΙΟ 1995.
ΣΚΗΝΗ 4: ΑΝΑΜΕΣΑ ΜΑΣ ΕΝΑ ΜΑΓΕΥΤΙΚΟ ΜΠΛΕ, ΜΙΑ ΖΕΣΤΗ ΘΑΛΑΣΣΑ ΣΤΙΣ ΟΧΘΕΣ ΤΗΣ,
Ο ΕΝΑΣ ΚΑΛΥΤΕΡΟΣ ΑΠΟ ΤΟΝ ΑΛΛΟ, ΔΥΟ ΛΑΟΙ. ΜΠΟΥΛΕΝΤ ΕΤΖΕΒΙΤ.
ΤΗΝ ΕΛΙΑ ΕΙΧΕ ΔΩΡΙΣΕΙ Ο ΣΗΜΙΤΗΣ ΣΤΟΝ ΕΤΖΕΒΙΤ ΤΟ 1999, ΣΤΗ ΔΙΑΣΚΕΨΗ ΚΟΡΥΦΗΣ ΤΗΣ
Ε.Ε. ΣΤΟ ΕΛΣΙΝΚΙ, ΟΤΑΝ ΔΕΧΘΗΚΑΝ ΤΗΝ ΤΟΥΡΚΙΑ ΩΣ ΥΠΟΨΗΦΙΟ ΜΕΛΟΣ. ΑΠΟΔΕΧΟΜΕΝΟΣ ΤΗΝ ΕΛΙΑ Ο ΕΤΖΕΒΙΤ ΕΥΧΗΘΗΚΕ ΝΑ ΓΙΝΕΙ ΣΥΜΒΟΛΟ ΜΙΑΣ ΝΕΑΣ ΕΠΟΧΗΣ ΦΙΛΙΑΣ,
ΕΙΡΗΝΗΣ ΚΑΙ ΣΥΝΕΡΓΑΣΙΑΣ ΣΤΙΣ ΕΛΛΗΝΟ-ΤΟΥΡΚΙΚΕΣ ΣΧΕΣΕΙΣ.
ΣΤΟ ΟΝΟΜΑ ΤΟΥ ΛΑΟΥ ΤΗΣ ΠΡΟΥΣΑΣ ΥΠΟΒΑΛΛΩ ΤΙΣ ΕΥΧΑΡΙΣΤΙΕΣ ΜΟΥ ΣΤΟΝ ΑΞΙΟΤΙΜΟ
ΜΠΟΥΛΕΝΤ ΕΤΖΕΒΙΤ ΠΟΥ ΔΕΧΘΗΚΕ
ΤΗΝ ΠΡΟΤΑΣΗ ΜΑΣ ΝΑ ΦΥΤΕΥΤΕΙ Η ΕΛΙΑ ΣΤΗΝ ΠΡΟΥΣΑ.
ΕΡΝΤΟΓΑΝ ΜΠΙΛΕΝΣΕΝ 1999 ΔΗΜΑΡΧΟΣ ΜΗΤΡΟΠΟΛΙΤΙΚΟΥ ΔΗΜΟΥ ΠΡΟΥΣΑΣ
56
ΓΙΩΡΓΟΣ ΚΟΡΔΕΛΛΑΣ
ΕΝΑ ΠΡΟΣΩΠΙΚΟ ΘΕΑΤΡΟ ΣΚΙΩΝ
Λουδοβίκος των Ανωγείων
Εισιτήριο ένα αβγό
Πανί φωτισμένο με κερί και σκιές που φεύγουν και έλκονται είναι η πρώτη μου ανάμνηση από τον Καραγκιόζη.
Στα Ανώγεια από μαθητές Γυμνασίου στο στενό σοκάκι
με τα γιασεμιά.
Εισιτήριο ένα αβγό.
Πολλά χρόνια αργότερα στα «Υακίνθεια» παραγγείλαμε μια παράσταση στον Ευγένιο Σπαθάρη, «Ο Χαρίδημος
και η Λυγερή». Μια δραματική ιστορία μέσα στο ποίημα
του Ερωτόκριτου. Η Λυγερή ζηλεύει τον Χαρίδημο, κρύβεται πίσω από τους θάμνους για να τον παρακολουθήσει.
Όπως κουνήθηκε το κλαδί, ο Χαρίδημος νόμιζε ότι ήταν
ελάφι, τράβηξε τη σαΐτα και τέλος.
«Ελόγιασεν η Λυγερή πως αγαπά άλλη κόρη
το ταίρι της γιατί συχνά τη βοσκοπούλα εθώρει…
Ανάθεμά τη τη ζηλειά με τα καλά που κάνει
πόσους καημούς και λογισμούς στο νου του ανθρώπου
βάνει».
Η παράσταση παίχτηκε για πρώτη φορά στα «Υακίνθεια» του 2002 με χορηγό το γιατρό Γεράσιμο Πασχώνη.
Έτσι γνωριστήκαμε με τον Ευγένιο Σπαθάρη.
Η φωνή ενός κουρασμένου, είρωνα, θεού δεν μπόρεσε
να αποφύγει τον ποιητή του Ερωτόκριτου που γέμισε δάκρυα το κοινό. Ταπεινός Καραγκιόζης, περίφημος καλλιτέχνης ο Ευγένιος Σπαθάρης, που ακόμα και στο πιο ευρηματικό αστείο το σβήσιμο της φωνής του έκρυβε ανεπιτυχώς το θρήνο.
Αργότερα σε μια σειρά παραστάσεων στην Αθήνα, στο
Γυάλινο Μουσικό Θέατρο, μαζί με τον Ψαραντώνη πα57
ΕΝΑ ΠΡΟΣΩΠΙΚΟ ΘΕΑΤΡΟ ΣΚΙΩΝ
ρουσιάζαμε τους «Δρόμους για τον Ερωτόκριτο» και φυσικά κάθε βράδυ ο Σπαθάρης, το δράμα του «Χαρίδημου». Ο
Ψαραντώνης δεξιά της σκηνής με τη λύρα, εγώ αριστερά
με το μαντολίνο, σχολιάζαμε την παράσταση ζωντανά
κάνοντας αυτοσχεδιασμούς.
Μιλώ για τον «ευγενή» Σπαθάρη γιατί για μένα αυτός
εκπροσωπούσε, ο ίδιος, το λαϊκό ήρωα που πάλεψε μέχρι
το τέλος για μια εποχή που ζει ένα παρατεταμένο απόγευμα.
Θυμούμαι την έκφραση θαυμασμού του Μάνου Χατζιδάκι όταν αναφερόταν στο όνομά του.
Όμως εμένα η οργάνωση μιας ευθυμίας βασισμένη στα
βάσανα δεν με γοήτευε ποτέ.
Το μήνυμα, όμως, του «επιβιώνω παντού» που φέρει ο
Καραγκιόζης μού έδινε την ελπίδα πως η ελληνικότητα
θα βρει πάλι έστω μια χαραμάδα να βγει στο φως.
Ο Λουδοβίκος των Ανωγείων γεννήθηκε ως Γιώργος Δραμουντάνης το 1951 στην Κρήτη, σε ένα χωριό του Ψηλορείτη,
τα Ανώγεια! Από τότε που θυμάται τον εαυτό του ήθελε να
κάνει ζωγραφική κι άρχισε με τον πιο κατάλληλο τρόπο:
σπουδάζοντας οικονομικά, στην ΑΣΟΕΕ.
Έφτασε στο πτυχίο, αλλά εκείνο δεν τον καταδέχτηκε.
Το 1979 γνωρίστηκε με τον Μάνο Χατζιδάκι στα Ανώγεια, που
είχε επιλέξει για τις Μουσικές Γιορτές του.
Ο συνθέτης τον άκουσε να τραγουδά ένα βράδυ με το μαντολίνο και την άλλη μέρα του έδωσε το τηλέφωνό του με το
«Χατζιδάκις» γραμμένο με δύο «γιώτα». Ο Λουδοβίκος τον
ρώτησε γιατί, εκείνος του είπε ότι τα «ήτα» τον παχαίνουν. Ο
Χατζιδάκις τον έμαθε να ζωγραφίζει γράφοντας τραγούδια
από τότε μέχρι σήμερα.
58
ΛΟΥΔΟΒΙΚΟΣ ΤΩΝ ΑΝΩΓΕΙΩΝ
ΕΝΑ ΠΡΟΣΩΠΙΚΟ ΘΕΑΤΡΟ ΣΚΙΩΝ
Μιχάλης Μπουρμπούλης
Στην Ιθάκη μιας Γκρίζας Δεκαετίας
Ο Εμφύλιος μαινόταν τραχύς και ακαταλαβίστικος. Οι
νύχτες δεν ήταν σιωπηλές, άκουγες μακρινά ηχητικά μηνύματα τουφεκιών και πιστολιών. Θα έπρεπε να περάσουν μέρες για να μαθευτεί ποιος χάθηκε και ποιος έζησε.
Η διπλανή Κεφαλονιά κρατούσε ακόμη πείσμων. Της έμελλε να είναι η τελευταία που θα έκλεινε την αυλαία
αυτού του παράλογου αλληλοσκοτωμού σε πανελλήνια
κλίμακα. Τα νυχτερινά χτυπήματα στην πόρτα δεν ήταν
πάντα επισκέψεις ειρηνικές.
Μέσα στην αλλόφρονα αυτή ατμόσφαιρα η διασκέδαση
και το άλλο πρόσωπό της, η χαρά, απουσίαζαν. Κανείς
δεν ήξερε τι θα του έφερνε η άλλη μέρα. Η σιωπή ήταν η
άμυνα. Αλλά στη χώρα την ελληνική το παράξενο συνευρίσκεται με το αλλόκοτο. Μέναμε με τον πατέρα, τη μητέρα και τον αδελφό μου, στην περιοχή που λεγόταν Βάλτος. Μπροστά τα περιβόλια και πίσω η θάλασσα.
Το μέρος που κατοικούσαμε με ανάγκαζε να πηγαίνω
σχολείο στο Β΄ Δημοτικό, το Α΄ βρισκόταν στην περιοχή
Κάβος, ένα χιλιόμετρο απόσταση από το σπίτι μας. Ένα
νεοκλασικό δημιούργημα του αρχιτέκτονα Τσίλλερ και
δωρεά στην πόλη της Ιθάκης από τον Όθωνα Σταθάτο.
Δυστυχώς οι σεισμοί του 1953 και οι εργολάβοι το ισοπέδωσαν.

Ένα πρωινό, πηγαίνοντας στο σχολείο, περνούσα μπροστά από την αυλή του Περικλή. Υπήρχαν δυο οδοί προσέ59
ΕΝΑ ΠΡΟΣΩΠΙΚΟ ΘΕΑΤΡΟ ΣΚΙΩΝ
λευσης, αυτή που ακολουθούσα εγώ και η άλλη από το
πίσω και πάνω μέρος του Β΄ Δημοτικού, του Δημοτικού
Σχολείου που έφερνε εγχάρακτη σε μάρμαρο, έναντι του
χώρου του διαλείμματος, την επιγραφή ΠΑΡΘΕΝΑΓΩΓΕΙΟΝ.
Ο Μπάρμπα Περικλής είχε στο χέρι μια ψαλίδα που
κλάδευε την κληματαριά του και ένα στομωμένο παλιομάχαιρο, μόνο που αυτήν τη φορά δεν περιποιόταν το αγαπημένο του φυτό, αλλά έκοβε χαρτόνια και μετά έβαφε κάτι κομμάτια ζελατίνης και άλλα διαφανούς χαρτιού
–ζελατίνη δεν εύρισκες εύκολα τότε, αλλά όπως μου εξήγησε αργότερα, του την προμήθευαν κάτοικοι του νησιού
που λαβαίνανε δέματα με δώρα από την Αμερική.
Η ώρα για την έναρξη των μαθημάτων πλησίαζε και
περίμενα να ακούσω να χτυπά το κουδούνι της σύναξης
για να φύγω εγκαίρως. Το χαμηλό και όμορφο σπίτι του
Περικλή βρισκόταν κοντά στο ΠΑΡΘΕΝΑΓΩΓΕΙΟΝ, μια ανάσα.
Στεκόμουνα εκεί και παρακολουθούσα την εργασία
του. Όταν έφτανε η στιγμή που η ζελατίνη και το άλλο
χαρτί το χοντρό από κιβώτια έπρεπε να «κλειδώσουν»,
τότε με επιδεξιότητα λύγιζε κομματάκια σύρμα και έφτιαχνε τις κλειδώσεις. Η αλευρόκολλα είχε και αυτή το
ρόλο της.
Δεν ξέρω πόση ώρα έμεινα να παρατηρώ και να ξενίζομαι. Από το στόμα του δεν βγήκε ούτε μια λέξη, μόνο το
κριτς κρατς της χαρτοκοπτικής ακουγόταν. Το κουδούνι
του σχολείου χτύπησε και έφυγα άρον-άρον. Δεν χαιρετηθήκαμε. Δεν μιλήσαμε.
Όταν σχολάσαμε και πέρασα μπροστά από την αυλή
του Περικλή, εκείνη έχασκε αδειανή. Εργαλεία και υλικά
πουθενά. Ο καραγκιοζοπαίχτης μάλλον είχε πάει για το
μεσημεριανό ύπνο του.
Την άλλη μέρα επαναλήφθηκε το ίδιο σκηνικό. Πάλι ο
Περικλής στο έργο του, πάλι εγώ στην παιδική περιέργεια.
(Είχα ακούσει από το περιβάλλον της ταβέρνας του πατέρα μου, που ήταν πολύ κοντά στην αυλή με την κληματα60
ΜΙΧΑΛΗΣ ΜΠΟΥΡΜΠΟΥΛΗΣ
ΕΝΑ ΠΡΟΣΩΠΙΚΟ ΘΕΑΤΡΟ ΣΚΙΩΝ
ριά, ότι ο εν λόγω παράξενος γείτονας έπαιζε και χρόνια
πριν Καραγκιόζη. Τώρα έμπαινε και πάλι στο παιχνίδι).
Ήταν καλοκαιρινός ο μήνας που συμβαίνανε αυτά που
πιο πάνω ιστορώ, Ιούνιος πρέπει. Μια μέρα τον ρώτησα
αν θα παίξει και αν ναι σε ποιο μέρος. Η απάντησή του:
— Μα τι νομίζεις πως κάνω τόσες μέρες. Φτιάνω το θίασό
μου. Το βράδυ θα στήσω την παράγκα μου εδεκεί στου «Κακάου».
(«Κακάος» ήταν το παρατσούκλι εκείνου που είχε το
μεγαλύτερο παντοπωλείο του νησιού, αν εξαιρέσεις του
Όθωνα Δρακάτου).
— Και θα πληρώσουμε Μπάρμπα Περικλή;
— Την πρώτη βολά (φορά), όχι.
— Θα παίξεις κι άλλες;
— Όταν πάρεις φόρα δεν σταματάς. Ετούτη η τρέλα είναι
αλκοολίκι. Θα παίζω για όσο αντέξω.
Τον άφησα στην «τρέλα» του φροντίζοντας αργότερα
να ανακοινώσω στους φίλους και συμμαθητές το γεγονός.
Την ίδια μέρα είμαστε μαζεμένοι από νωρίς απέξω από
του «Κακάου». Ο Περικλής έστηνε τη σκηνή του σε μια
γωνιά και πίσω του είχε τον τοίχο του μπακάλικου. Δεν
είχαμε ξαναδεί κάτι παρόμοιο. Κάποιοι τον βοηθούσαν
και κείνος με ύφος στρατηγού διέταζε και κάπου-κάπου
επέπληττε και τον εαυτό του.
Όταν θάμπωσε για καλά, η παράγκα είχε στηθεί. Το
πανί, που πάνω του θα έπαιζαν οι ήρωές του ήταν ένα
παλιό σεντόνι με μάκες (κηλίδες), σού έδινε δε την εντύπωση συννεφιασμένου ουρανού. Ίσως να προμήνυε τη
μεγάλη συννεφιά που σκέπασε το νησί από τη σκόνη των
ερειπίων των καταστροφικών σεισμών του 1953.
Οι Επτανήσιοι συνοδευόμαστε από μια κατάρα, εκείνη
της μελωδικής εκφοράς του λόγου. Έτσι οι φωνές του Καραγκιόζη, του Χατζηαβάτη, του Μπάρμπα Γιώργου, ειδικά
των Τούρκων Βεζίρηδων, μας φάνηκαν στην αρχή άσχημες και άγαρμπες. Στις μετέπειτα παραστάσεις είμαστε
εξοικειωμένοι και απολαμβάναμε θέαμα και ήχο.
ΜΙΧΑΛΗΣ ΜΠΟΥΡΜΠΟΥΛΗΣ
61
ΕΝΑ ΠΡΟΣΩΠΙΚΟ ΘΕΑΤΡΟ ΣΚΙΩΝ
Βέβαια, πρέπει να θυμίσω ότι μπροστά από τη σκηνή
δεν υπήρχαν καθίσματα. Αν έβλεπες κάποιο από αυτά,
πάνω του καθόταν ή ηλικιωμένος ή άρρωστος. Γυναίκες
δεν έρχονταν, δεν ξέρω τους λόγους, μπορεί να έφταιγε
και ο ακόμα αναμμένος συντηρητισμός μιας κοινωνικής
τάξεως που έπνεε τα λοίσθια.
Ξαφνικά ένα δειλινό η παράγκα του Περικλή δεν στήθηκε στην πλάγια γωνιά του «Κακάου». Το πράγμα έλαβε
τάξη, όταν μάθαμε ότι ο «Κακάος» δεν τον ήθελε άλλο και
ο φίλος μας μετακόμισε στην πίσω πλευρά του Διοικητηρίου, απέναντι από τα ψαράδικα, στη δυτική πλευρά της
πλατείας.
Και στο νέο υπήνεμο στέκι του ο Περικλής σκόρπαγε το
γέλιο και τη χαρά, ώσπου μια βραδιά κάτι καλόπαιδα δέσανε κρυφά με σχοινί τα στηρίγματα της σκηνής και την
τράβηξαν. Ξαφνικά είδαμε τον Μπάρμπα Περικλή μετέωρο να κουνά από κεκτημένη ταχύτητα τα χαρτόνια του
στον αέρα και να μιμείται τους ήρωές του. Κανείς δεν γέλασε. Κανείς δεν θύμωσε. Κανείς δεν διαμαρτυρήθηκε,
ούτε και ο ίδιος. Ο πουνέντες που φύσηξε πήρε και διέλυσε ό,τι είχε απομείνει. Μερικοί φίλοι και συγγενείς έτρεξαν να περισώσουν τα ερείπια. Εις μάτην, η καταστροφή
ήταν ολική. Το ευτύχημα ήταν πως δεν άρπαξε φωτιά η
παράγκα από το λυχνάρι, που και κείνο στο πρώτο τρεμούλιασμα έσβησε. Ο Περικλής με αξιοπρέπεια είπε ένα
«καληνύχτα» και χάθηκε μέσα στη βουή του ανέμου.
Δεν ξαναέπαιξε. Πώς άλλωστε!!! Μα το αλλόκοτο δεν
ήταν η σκηνική παρουσία που μας έλειπε, μυστηριωδώς
χάθηκε και ο ίδιος και κανείς δεν είδε πλέον ούτε τη σκιά
του. Μετά από καιρό μάθαμε ότι είχε προσβληθεί από τη
μακάβρια νόσο, τη λέπρα. Τον πήραν από το νησί και έζησε όσο του έμενε σε ένα άλλο νησί, τη Σπιναλόγκα.

Αν στο τελευταίο στέκι του φίλου μας, τρύπαγες τον
εξωτερικό τοίχο που ακουμπούσε την πλάτη του, θα έ62
ΜΙΧΑΛΗΣ ΜΠΟΥΡΜΠΟΥΛΗΣ
ΕΝΑ ΠΡΟΣΩΠΙΚΟ ΘΕΑΤΡΟ ΣΚΙΩΝ
μπαινες στο Καφενείο του «Φέσκου». Εκεί συνέχισαν άλλοι θίασοι σκιών που έρχονταν από την Πάτρα ή από αλλού. Οι θίασοι του χειμώνα. Περικλής όμως, κατά γενική
ομολογία, δεν ήταν κανείς τους. Η μνήμη του ζει μέχρι και
σήμερα στους παλαιότερους που τον ζήσαμε από κοντά
και, ιδιαίτερα, σε μένα.
Ο Μιχάλης Μπουρμπούλης μεγάλωσε στην Ιθάκη. Αποφοίτησε από την εκεί Ναυτική Σχολή. Στην Αθήνα σπούδασε
Κινηματογράφο και Δημοσιογραφία.Παρακολούθησε πανεπιστημιακά σεµινάρια Προκλασικής Μουσικής.
Εργάστηκε στις μεγαλύτερες διαφηµιστικές εταιρείες ως Κειμενογράφος και Δημιουργικός Διευθυντής. Δίδαξε διαφήµιση
και Τεχνική Σεναρίου.
Συνεργάστηκε µε τους σημαντικότερους συνθέτες, ενώ στίχους του τραγούδησαν οι πιο γνωστοί τραγουδιστές.
Εξέδωσε βιβλία του σε συλλεκτικές εκδόσεις µε χαρακτικά
σύγχρονων εικαστικών: «Το χρονικό δύο νήσων», «Τα ταξίδια
του Έκτορα Αστρολάτη», «Ο πρίγκιπας των πάγων», «Ναιταω
δ’ Ιθάκην, ειν’ αλι κείται προς ζόφον», «Η πριγκίπισσα των
ατµών», «Καύση και αναχώρηση του ηλίου», «Οι μεταμορφώσεις του Μάρκου Σοντάτου», «Άνθρωπος Άνεμος» και
«της Νεκροπόλεως νεκρά χειρόγραφα». Επίσης, έχει συγγράψει θεατρικά έργα και σήμερα διδάσκει Στιχουργική.
ΜΙΧΑΛΗΣ ΜΠΟΥΡΜΠΟΥΛΗΣ
63
ΕΝΑ ΠΡΟΣΩΠΙΚΟ ΘΕΑΤΡΟ ΣΚΙΩΝ
Ο ΚΑΡΑΓΚΙΟΖΗΣ (ΡΑΛΛΟΥ ΜΑΝΟΥ)
ΠΡΟΚΑΛΕΙ ΤΟ ΚΑΤΑΡΑΜΕΝΟ ΦΙΔΙ (ΕΥΓΕΝΙΟΣ ΣΠΑΘΑΡΗΣ)
64
ΕΝΑ ΠΡΟΣΩΠΙΚΟ ΘΕΑΤΡΟ ΣΚΙΩΝ
Φίλιππος Παπαφιλίππου
Ο Καραγκιόζης στο Μεγάλο Καζαβίτι
Θα ’μουν δε θα ’μουν δέκα χρονών, εκεί προς τα τέλη της
δεκαετίας του ’50. Μόλις είχαν κλείσει τα σχολεία –τα δημοτικά εννοείται– και είχε φύγει από πάνω μας ο βραχνάς
μιας απίστευτης καταπίεσης που επέβαλλε το σχολείο. Ο
μπαμπούλας των δασκάλων όμοιος με την αρχαία Μόρμω, θα εξαφανιζόταν για τρεις μήνες περίπου και ξαλαφρωμένοι παραδινόμασταν ήδη στα παιδικά όνειρα του
καλοκαιριού. Την επαύριο κιόλας μετά το κλείσιμο του
σχολείου μετακομίζαμε στο θερινό ορεινό χωριό –το μεγάλο Καζαβίτι. Το χωριό αυτό εγκαταλειμμένο τους περισσότερους μήνες του χρόνου, ξαναζωντάνευε από τα
μέσα Ιουνίου μέχρι περίπου το τέλος Σεπτεμβρίου, όταν
ξανάνοιγαν τα σχολεία.
Προσωπικά, σήμερα, αποδίδω στην καταπληκτική φυσική ομορφιά του χωριού, στην ιδιαίτερη χωροθεσία του
και στην αρχιτεκτονική των σπιτιών του, τις πιο όμορφες
εμπειρίες και παραστάσεις της παιδικής μου ηλικίας –
πράγμα που μ’ έκανε μετά τη συνταξιοδότησή μου να εξακολουθώ να ζω σ’ αυτό το μέρος και να ξαναζωντανεύω μέσα μου σχεδόν κάθε μέρα τις μνήμες των παιδικών μου χρόνων.
Μια τέτοια παιδική εμπειρία ήταν και ο κύριος λόγος να
γνωρίσω για τα καλά το Θέατρο Σκιών και να μπω μέσα
στο μαγικό κόσμο του Καραγκιόζη.
Ένα απογευματάκι λοιπόν ο ντελάλης του χωριού, ο
Πρωτόγερος όπως τον έλεγαν, γύριζε στις γειτονιές και
εκτός απ’ αυτά που αφορούσαν άμεσα την κοινωνία του
χωριού, διαλαλούσε πως ένας καραγκιοζοπαίχτης από
65
ΕΝΑ ΠΡΟΣΩΠΙΚΟ ΘΕΑΤΡΟ ΣΚΙΩΝ
την Αθήνα, θα έπαιζε το βράδυ Καραγκιόζη στην κεντρική πλατεία. Καραγκιοζοπαίχτης από την Αθήνα στη Θάσο –το γεγονός από μόνο του, αφού επρόκειτο για κάτι
ασυνήθιστο για τα χρόνια εκείνα, δημιούργησε συναγερμό όχι μόνο στα παιδιά, όπως ήταν φυσικό, μα και στους
μεγαλύτερους. Ξαμοληθήκαμε αμέσως να εξασφαλίσουμε το ταληράκι για το εισιτήριο. Θυμάμαι ότι το εξασφάλισα με κόπο και με κλάματα την τελευταία στιγμή. Είμαι
παπαδοπαίδι και ο συντηρητικός κόσμος των γονιών μου
ακόμα και μια παράσταση Καραγκιόζη την αντιμετώπιζε
τότε με επιφύλαξη.
Και ήρθε η μεγάλη στιγμή. Κάτω από τα αιωνόβια πλατάνια σε μια γωνιά της πλατείας, όπου στήνονταν οι χοροί και τα γλέντια των πανηγυριών, στήθηκε το σκηνικό
και άρχισε η παράσταση. Τί μαγεία ήταν αυτή! Εκείνο που
μού έκανε ιδιαίτερη εντύπωση ήταν τα καταπληκτικά
χρώματα που είχαν οι φιγούρες, οι κινήσεις τους, η φωνή
του καραγκιοζοπαίχτη –πρέπει τελικά να ήταν ο Ευγένιος
Σπαθάρης– το γράφω με επιφύλαξη γιατί δεν έψαξα να
το επιβεβαιώσω. Ο πρόσφατος θάνατός του με γέμισε με
αφάνταστη λύπη. Σήμαινε για μένα, για την ανήσυχη ψυχή μου, κάτι το ομολογουμένως ασύλληπτο. Δεν υπήρχε
εκπομπή στα ηλεκτρονικά Μ.Μ.Ε. με τον Ευγένιο Σπαθάρη που να μην την παρακολουθήσω. Κάθε φορά ένοιωθα
αυτό που ένοιωσα την πρώτη φορά, στην πρώτη αυτή παράσταση.
Τώρα που γράφω αυτό το κείμενο, από το μπαλκόνι του
σπιτιού μου βλέπω το σημείο όπου στήθηκε η παράσταση
που περιγράφω. Το σήμερα της πλατείας κυριολεκτικά με
αηδιάζει. Παντού αυτοκίνητα και τουρίστες να σκυλοβρίζονται για το παρκάρισμα. Σημειωτέον ότι η πλατεία του
Καζαβιτιού σήμερα είναι ένα από τα κυριότερα σημεία
αναφοράς και επίσκεψης όλων των τουριστών που έρχονται στη Θάσο. Αναπόφευκτα συγκρίνω το τότε με το τώρα και τρελαίνομαι.
Επανέρχομαι όμως στο γεγονός αυτής της παράστασης
και στο τι ακολούθησε. Από την επαύριο κιόλας άλλαξαν
66
ΦΙΛΙΠΠΟΣ ΠΑΠΑΦΙΛΙΠΠΟΥ
ΕΝΑ ΠΡΟΣΩΠΙΚΟ ΘΕΑΤΡΟ ΣΚΙΩΝ
τα πάντα στη σκέψη και στα παιχνίδια μας. Ο μεγάλος
νεραγωγός που διέσχιζε το χωριό και κατέβαζε το νερό
από το βουνό για το πότισμα των κήπων –και ήταν το σημείο έμπνευσης των παιχνιδιών μας– εγκαταλείφτηκε.
Έπρεπε με κάθε τρόπο να βρούμε τα μέσα για να στήσουμε τους αυτοσχέδιους μπερντέδες μας. Χαρτόνια, κηρομπογιές και χρωματιστά μολύβια, ξυλάκια ειδικά για να
στηρίζουμε τις φιγούρες βρέθηκαν. Τι σενάρια όμως θα
χρησιμοποιούσαμε; Δεν είχαν φτάσει ακόμα στο νησί εκείνες οι θαυματουργές εκδόσεις –«Αγκύρας» νομίζω. Τα
βιβλιαράκια με τα κλασικά έργα του Καραγκιόζη (ο Καραγκιόζης Γιατρός, Φούρναρης, Γαμπρός, κλπ.) έπεσαν στα
χέρια μας μερικά χρόνια αργότερα. Έπρεπε να επινοήσουμε κάποιες αυτοσχέδιες ιστορίες με ευτράπελο και διασκεδαστικό χαρακτήρα, για να αξιοποιήσουμε τις όποιες
μιμητικές ή άλλες ικανότητες διαθέταμε.
Και «εγένετο το θαύμα». Κυκλοφορούσαν στο χωριό
κάποιες ιστορίες με προσωπικές περιπέτειες διάφορων
συγχωριανών μας, που αφορούσαν δραστηριότητές τους
και είχαν να κάνουν με την εξασφάλιση κυρίως του επιούσιου. Αναδείκνυαν την εύθυμη πλευρά της ζωής, αν
και η αιτία της εκδήλωσής τους ήταν η «φτώχεια η κατηραμένη». Οι περιπέτειες καθ’ εαυτές ήταν ούτως ή άλλως
ενδιαφέρουσες, κυρίως όμως η προσωπική δράση, οι επινοήσεις και η πνευματική ευελιξία και θυμοσοφία των
ηρώων τους μπροστά στο τυχαίο και απρόοπτο –μερικές
φορές και επικίνδυνο– που έστηνε η ζωή, προσφέρονταν
για δραματοποίηση.
Και φτιάχτηκαν τα πρώτα σενάρια. Δεν ήταν και το πιο
εύκολο πράγμα για παιδιά του Δημοτικού να δραματοποιήσουν μια αφηγημένη ιστορία. Θυμάμαι όμως ότι οι
διάλογοι που δημιουργούσαμε ήταν κάτι το ασύλληπτο.
Στηρίζονταν βέβαια σε πραγματικά περιστατικά, αλλά
υπήρχε πάντα και το απαραίτητο γαρνίρισμα της δικιάς
μας επέμβασης και επινόησης.
67
ΕΝΑ ΠΡΟΣΩΠΙΚΟ ΘΕΑΤΡΟ ΣΚΙΩΝ
Τις φιγούρες τις αναλάμβαναν αυτοί που από την παιδική ήδη ηλικία είχαν φανερώσει ένα αρκετά αξιόλογο
ταλέντο στο σχέδιο και στη ζωγραφική.
Χρειάζονταν όμως και μουσική επένδυση. Χρησιμοποιούσαμε λαϊκά τραγούδια της εποχής με δεσπόζοντα τον
μεγάλο Στέλιο Καζαντζίδη, παλιά δημοτικά τραγούδια
του Καζαβιτιού και της Θάσου γενικότερα, που τα ακούγαμε και τα μαθαίναμε από τον αξιόλογο τραγουδιστή
Μιχαήλ Κουντουρά, αλλά και παλιά ρεμπέτικα τραγούδια, που τα μαθαίναμε από γραμμόφωνα και πλάκες που
βρίσκαμε παραπεταμένα στα κατώγια των σπιτιών και τα
κάναμε να μοιάζουν, και να είναι, «τσίλικα». Εδώ, ας μου
επιτραπεί να αναφερθώ σ’ ένα ρεμπέτικο τραγούδι που
έκανε κυριολεκτικά θραύση: το «αγάπησα και μίσησα» ένα καταπληκτικό ζεϊμπέκικο του Πάνου Πετσά με τη θεσπέσια φωνή του Στράτου Παγιουμτζή. Ο δίσκος –
PARLOPHONE παρακαλώ– κατέχει δεσπόζουσα θέση στην
προθήκη των ενθυμημάτων του σπιτιού μου και η συναισθηματική του αξία για μένα είναι τεράστια.
Τα τραγούδια αυτά βέβαια δένονταν αρμονικά με την
όλη παράσταση και τα περισσότερα απ’ αυτά τα εκτελούσα προσωπικά ο ίδιος που ήμουν και ο βασικός παίκτης
των παραστάσεων.
Σ’ όλο το χωριό κάθε βράδυ στήνονταν τρεις παραστάσεις σε διαφορετικά σημεία από διαφορετικούς παίκτες.
Θα αναφερθώ σ’ αυτές που συμμετείχα προσωπικά.
Σ’ ένα από τα πιο γνωστά και διαφημισμένα μέρη του
Καζαβιτιού, στην πλατεία «Ροδιά», μπροστά σ’ ένα πετροντούβαρο, σώζεται ακόμη μέχρι σήμερα ένα άνοιγμα –
απομεινάρι μιας παλιάς βρύσης. Σ’ αυτό το άνοιγμα
μπαίναμε κάθε βράδυ δύο με τρία άτομα. Οι δύο παίζαμε,
ο τρίτος κρατούσε το κερί που έπαιζε το ρόλο της λάμπας.
Αντί για το «λευκό το σεντονάκι» ένας άσπρος τσεβρές
σαν αυτούς που χρησιμοποιούσαν για κεφαλομάντηλα οι
ηλικιωμένες γυναίκες της γειτονιάς και που με κόπο δανειζόμασταν.
68
ΦΙΛΙΠΠΟΣ ΠΑΠΑΦΙΛΙΠΠΟΥ
ΕΝΑ ΠΡΟΣΩΠΙΚΟ ΘΕΑΤΡΟ ΣΚΙΩΝ
Ένα βραδάκι λοιπόν, την ώρα που μπροστά στα έκθαμβα μάτια των θεατών ο κεντρικός ήρωας της ιστορίας
μας διηγείτο μια περιπέτειά του, με τη διακριτική παρέμβαση του Καραγκιόζη και κάποιων μελών της ιστορικής
του ακολουθίας, από μια γωνιά της πλατείας ξεπροβάλλει ένας γαϊδαράκος φορτωμένος με ξύλα. Ύστερα από
λίγο εμφανίζεται και ο ξυλοκόπος. Αφουγκράζεται για
μερικά λεπτά τα δρώμενα και ξαφνικά αρπάζει ένα από
τα στοιβιασμένα στο ζώο ξύλα και επιτίθεται λάβρος ως ο
κραταιός Βεληγκέκας εναντίον μας. Ήταν ο γιός του κεντρικού ήρωα της παράστασής μας. Μόλις καταφέραμε
να γλιτώσουμε από την οργή του, τη στιγμή που ο τσεβρές
είχε αρπάξει φωτιά από το κερί και η γριά που μας τον
δάνεισε είχε αρχίσει να τσιρίζει: «πάει η μαντίλα μ’…».
«Θα τα πούμε στο δάσκαλο τσογλάνια» φώναξε ο γιός,
που προφανώς είχε θεωρήσει ως προσβολή της οικογένειάς του την όλη κατάσταση.
Σε λίγες μέρες ξανάρχιζαν τα σχολεία και ο νους μας
βασανιστικά έτρεχε στις βέργες από κρανιά του δασκάλου
μας… Μια γλυκειά νοσταλγία διατρέχει την ψυχή μου
καθώς τα θυμάμαι όλα αυτά και μια απέραντη θλίψη γεμίζει το «είναι» μου, όταν σκέφτομαι τη σημερινή κατάντια. Δεν ήταν όλα ρόδινα τότε –προς Θεού– και πώς να
ήταν άλλωστε. Ούτως ή άλλως οι καιροί ήταν «πονηροί»
και θα εξακολουθούσαν να είναι δυστυχώς…
Υπήρχε όμως κάτι γνήσιο, αυθόρμητο, ανεπιτήδευτο,
άδολο, βαθιά ανθρώπινο που αγκάλιαζε τη ζωή όλων. Η
λιτή και απλή ζωή, το δέσιμο του ανθρώπου με τη φύση
και τον τόπο του, όλα αυτά μπορούσαν να αναδείξουν την
πηγαία έκφραση των παιδικών ψυχών και έτσι χωρίς καθοδήγηση να περάσουν από την ανέμελη σχόλη των παιχνιδιών στη δημιουργία, στην αυτενέργεια, στη συνεργασία, σε μια υποτυπώδη έστω καλλιτεχνική έκφραση. Αρκούσε ένα ισχυρό ερέθισμα και στην περίπτωσή μας αυτό
το ερέθισμα το πρόσφερε σ’ ένα γόνιμο περιβάλλον η λαϊκή καλλιτεχνική δημιουργία του Θεάτρου Σκιών.
69
ΕΝΑ ΠΡΟΣΩΠΙΚΟ ΘΕΑΤΡΟ ΣΚΙΩΝ
Επανέρχομαι στο σήμερα. Δεν αντέχω τόση βαρβαρότητα. Αναγνωρίζω τα καλά της εποχής μου και τα άφθονα υλικοτεχνικά μέσα που διαθέτουν τα παιδιά και οι νέοι
για να αναδειχθούν και να προκόψουν, χωρίς ωστόσο ανταποδοτικό όφελος, όμως είναι πάρα πολλοί αυτοί που
φουρτουνιάζουν την ψυχή μας και ταλανίζουν τη ζωή μας
καθημερινά, χωρίς να υπάρχουν οι κατάλληλοι τιμωροί.
Πυκνά-συχνά έρχεται στ’ αφτιά μου η φωνή του Ευγένιου Σπαθάρη: «Πολιά ωρέ το πεζεβεγκ’ θα το βαρώ».
Υποδυόμενος το Βεληγκέκα, τον παρουσιάζει «επί το
έργον» –ξύλο ανελέητο στους πεζεβέγκηδες. Άμποτε να
εμφανιστεί σήμερα ένας σύγχρονος «άγιος» Βεληγκέκας,
για να ρίχνει καντάρια ξύλο από το πρωί ως το βράδυ
στους κάθε είδους πεζεβέγκηδες απ’ όπου κι αν προέρχονται, όσο ψηλά κι αν ίστανται, ως ένας συμβολικός και
διαχρονικός τιμωρός.
Ο Φίλιππος Α. Παπαφιλίππου κατάγεται από το Μεγάλο
Καζαβίτι της Θάσου. Γεννήθηκε το 1948 στην Καβάλα όπου
και επεράτωσε τις γυμνασιακές του σπουδές.
Σπούδασε κλασική φιλολογία στο Αριστοτέλειο Πανεπιστήμιο
Θεσσαλονίκης και υπηρέτησε στη δημόσια Μέση Εκπαίδευση
σε σχολεία της Θάσου και της Θεσσαλονίκης. Σπούδασε Βυζαντινή Μουσική και την ψαλτική τέχνη κοντά σε ορισμένους
από τους πιο σημαντικούς δασκάλους της Θεσσαλονίκης με
κορυφαίο τον άρχοντα Λαμπαδάριο της Μ.Χ.Ε. Ελευθέριο
Γεωργιάδη, ενώ απεφοίτησε και από τη Σχολή Βυζαντινής
Μουσικής της Ιεράς Μητροπόλεως Θεσσαλονίκης. Από το
2006, όταν συνταξιοδοτήθηκε, ζει μόνιμα στο Μεγάλο Καζαβίτι της Θάσου, ασκώντας περιστασιακά την ψαλτική τέχνη.
Από τις πιο ενδιαφέρουσες ασχολίες του, η συλλογή άγριων
μανιταριών.
70
ΦΙΛΙΠΠΟΣ ΠΑΠΑΦΙΛΙΠΠΟΥ
ΕΝΑ ΠΡΟΣΩΠΙΚΟ ΘΕΑΤΡΟ ΣΚΙΩΝ
Μανώλης Ρασούλης
Περί Καραγκιόζ Μπερντέ
Πέρυσι έμαθα πως αν πεις κάποιον Καραγκιόζη και σου
κάνει μήνυση, δεν καταδικάζεσαι γιατί ο Καραγκιόζης
είναι εθνικό σύμβολο, οπότε… Φέτος, όμως, μάθαμε ότι η
Ουνέσκο ανακήρυξε τον Καραγκιόζη Τούρκο, οπότε
μπερδεμενέ το όλο πράγμα κοινωνικοϊδεολογικονομικά.
Μπορείς βέβαια να πας στην Τουρκία και όποιον συναντάς στο δρόμο να τον λες Καραγκιόζη, οπότε… όπως και
να ‘χει ο Καραγκιόζης έχει μπει στη ζωή μου, στο φαντασιακό μου τόσο που πριν από καιρό έγραψα και εγώ ένα
έργο: «Ο Καραγκιόζης Νεόπλουτος», που το απέδωσα για
την τηλεόραση, στο Mega, ένα Πάσχα με μεγάλη επιτυχία, παίζοντας ο ίδιος τον Καραγκιόζη.
Πάντως, το έργο μάλλον ενόχλησε, οπότε το Mega δεν
το ξανάπαιξε, κι αυτό απέδειξε ότι οι τσιφ ήταν πράγματι
νεόπλουτοι αρχοντοχωριάτες και καραγκιόζηδες. Δεν έθιξα κανέναν προσωπικά. Έκανα μια έμμεση κριτική στην
κάστα που ξαφνικά ανέβηκε στο κοινωνικό προσκήνιο
και, στη συνέχεια, βύθισε τη χώρα στα χρέη και στο ρεζίλι.
Μικρός, θυμάμαι στο Ηράκλειο, στη θέση «Μπεντενάκι», κοντά στη θάλασσα και στο εργοστάσιο κονιάκ του
Κονιόρδου, συγγενής της τραγωδού Κονιόρδου, έπαιζε για
κάποια χρόνια ένας εκλεκτός καραγκιοζοπαίχτης, ο Παπανικολάου, ένας ηλικιωμένος μεν με βαριά βραχνή φωνή, όμως τέλεια για να κάνει τον Καραγκιόζη και όλους
τους άλλους με μεγάλη επιτυχία. Ευτυχία μας να βλέπουμε τις παραστάσεις του, να τρώμε τηγανιτές πατάτες
στο δροσερό μυρωμένο αέρα.
Επηρεάστηκα τόσο πολύ, που κάθε καλοκαίρι στο χρυσοχοείο του πατέρα μου, καθόμουν ώρες και δούλευα με
71
ΕΝΑ ΠΡΟΣΩΠΙΚΟ ΘΕΑΤΡΟ ΣΚΙΩΝ
τη σέγα και το κόντρα πλακέ τις φιγούρες όλων. Έβαζα
εξαρτηματάκια για να γυρίζουν πάνω στο πανί και με
αυτές και με αγαπητούς φίλους παίζαμε εμείς Καραγκιόζη πίσω από το πανί που στήναμε. Δεν νομίζω ότι είχαμε
πολλούς θεατές και μια μέρα τσακωθήκαμε για κάτι ψιλά,
οπότε το διαλύσαμε.
Όμως, η όλη εμπειρία και το πάθος έμειναν δουλεύοντας μέσα μου σαν ένα ακριβό υλικό, που μου χρησίμευε
σ’ όλες μου τις προσπάθειες. Ιδίως βέβαια όταν έκατσα
και έγραψα το «Καραγκιόζης Νεόπλουτος», τον ανάγκασε
η γυναίκα του να κάνουν μπάρμπεκιου στην αυλή της
αστραφτερής βίλας τους, όπου ο Καραγκιόζης υποδεχόταν τους καλεσμένους –τους γνωστούς και μη εξαιρετέους– με το γνωστό καραγκιόζικο ήθος και ύφος (ξυπόλητος, κλπ.) παρά τις φωνές της Αγλαΐας. Και, βέβαια, τα
κολλητήρια με το γνωστό χιούμορ και αναρχοκρατία κλέβαν τους μεζέδες, ενώ ήταν δικοί τους.
Δυστυχώς τα βίντεο από εκείνο το show καταστράφηκαν και δεν μπορούμε να το προβάλουμε ούτε ιδιωτικά.
Πέραν του τι λέει η Ουνέσκο, ο Καραγκιόζης είναι ένας
λαϊκός τύπος παρελθούσης μιζέριας, αλλά σύγχρονης
ευφυΐας, που έχει περάσει στους κώδικες συμπεριφοράς
μας, αλλά κάποιες φορές δεν είναι και η καλύτερη περσόνα να μιμούμαστε.
Ο διάολος έχει πολλά ποδάρια καθώς και η μιζέρια.
Αυτοί που προσπαθούν εκβιάζοντας καταστάσεις να απαλλαγούν από τον Καραγκιόζη γίνονται μικροαστοί και
νεόπλουτοι σαχλαμάρηδες χωρίς χιούμορ και κώδικες.
Ο Καραγκιόζης είναι διεθνής και κανείς δεν θα τον αλλοιώσει με διοικητικές μανούβρες. Γιατί είναι ο εαυτός
του. Δεν αισχύνεται για αυτό. Ενώ οι χατζηαβάτηδες της
εντοπίας ντρέπονται για την καταγωγή τους και κρύβονται πίσω από το φερετζέ και από αστραφτερά αξεσουάρ
καταντώντας την Ελλάδα μια ξιπασμένη Αγλαΐα. Ξέχασα
να πω ότι ο καραγκιοζοπαίχτης Παπανικολάου είχε φτιάξει μια εξτρά φιγούρα, τον Καπετάν Νικολή απ’ τον
72
ΜΙΧΑΛΗΣ ΡΑΣΟΥΛΗΣ
ΕΝΑ ΠΡΟΣΩΠΙΚΟ ΘΕΑΤΡΟ ΣΚΙΩΝ
Κρουσώνα, που σημαίνει ότι παρόλο το στιλιζάρισμα, είναι ανοιχτός για να ενστερνιστεί νέες φιγούρες, νέες καταστάσεις, φτάνοντας απ’ την παράγκα ως τα μακρινά
ταξίδια του Μεγαλέξανδρου. Αγαπώντας τον γίνεται δικός σου, ούτε Τούρκος, ούτε Ρωμιός. Προσωπική διάσταση
του εαυτού σου γιατί ο ίδιος είναι ο εαυτός σου χωρίς
ντροπή, χωρίς έπαρση. Είναι μια σταθερά, κρατάει το μέτρο και με το χιούμορ επιτίθεται στα μη μου άπτου και
την υποκρισία.
Στο χυδαίο πραγματισμό που βιώνουμε, το Θέατρο
Σκιών και δη ο Καραγκιόζης είναι ένα ξέφωτο, μια χαρά
και μια λύτρωση.
— Καραγκιόζη, όρμα τους.
Ο Μανώλης Ρασούλης γεννήθηκε στο Ηράκλειο της Κρήτης. Σπούδασε σκηνοθεσία κινηματογράφου στην Αθήνα.
Από μικρός έγραφε ποιήματα, σενάρια και τραγουδούσε ερασιτεχνικά σε μπουάτ της Πλάκας.
Επί χούντας, έφυγε στο Λονδίνο όπου έζησε έξι χρόνια, δραστηριοποιούμενος έντονα ως στέλεχος του τροτσκιστικού κινήματος. Επιστρέφοντας, μπήκε στο χώρο της δισκογραφίας
με τον Μάνο Λοϊζο και στη δεκαετία του ’80 έφερε με τους
στίχους του ριζοσπαστική αλλαγή στο λαϊκό τραγούδι.
«Η εκδίκηση της γυφτιάς», «Τα δήθεν», «Ναι στο ναι και ναι στο
όχι», «Πότε Βούδας, πότε Κούδας», «Νάμαστε πάλι εδώ Αντρέα», «Τα τραγούδια της Χαρούλας» είναι δίσκοι του που
σφράγισαν το ελληνικό τραγούδι.
Ως παραγωγός πρωτοσύστησε τους Χάρη και Πάνο Κατσιμίχα με το άλμπουμ «Ζεστά Ποτά».
Συνεχίζει να παράγει έργο, δηλώνοντας όμως ότι η οντότητά
του είναι πιο ενδιαφέρουσα.
ΜΑΝΩΛΗΣ ΡΑΣΟΥΛΗΣ
73
ΕΝΑ ΠΡΟΣΩΠΙΚΟ ΘΕΑΤΡΟ ΣΚΙΩΝ
ΟΙ ΕΒΡΑΙΟΙ
74
ΕΝΑ ΠΡΟΣΩΠΙΚΟ ΘΕΑΤΡΟ ΣΚΙΩΝ
Στέλιος Ελληνιάδης
Ο Καραγκιόζης Βιετκόνγκ!
«Ήρθε ο χωροφύλακας και μου είπε να τον ακολουθήσω
στο σταθμό της χωροφυλακής, γιατί με ήθελε ο διοικητής.
— Γιατί; Τι συμβαίνει; Ρώτησα.
Κι αυτός μου λέει:
— Μάζεψέ τα στα γρήγορα και πάμε. Θα σου πει ο ίδιος.
Μάζεψα το μπερντέ και τις φιγούρες και τον ακολούθησα. Ο διοικητής μπήκε κατευθείαν στο ψαχνό, ούτε άγριος ούτε φιλικός, αλλά ξερός:
— Είναι αλήθεια, ρε, ότι κατηγορείς τους Αμερικάνους;
— Τι λέτε, κύριε διοικητά; Εγώ; Τους Αμερικάνους;
— Μου είπανε ότι παίζεις Καραγκιόζη και κάνεις κομμουνιστική προπαγάνδα. Αν είναι αλήθεια, θα σε βάλω να φας
τις φιγούρες σου.
— Κύριε διοικητά, σάς είπαν ψέματα. Τι δουλειά έχω εγώ να
τα βάζω με τους Αμερικάνους; Ένα μεροκάματο προσπαθώ
να βγάλω, με τα χίλια ζόρια.
— Κοίταξε, δεν θα με ξαναδείς. Θα σε παρακολουθώ. Την
επόμενη φορά θα σε κλείσω κατευθείαν μέσα.
Το βράδυ, έστειλε το χωροφύλακα στο καφενείο του
χωριού, να δει την παράσταση. Εκείνο το βράδυ, στο ίδιο
έργο, αφού το είχα αναγγείλει, νικούσαν συνέχεια οι Βιετκόνγκ. Ο χωροφύλακας στεκόταν δίπλα στο μπερντέ και
γελούσε κάτω από τα μουστάκια του. Μόλις άκουγε τη
λέξη Αμερικάνος/Αμερικάνοι συνοφρυωνόταν και κοίταζε
επίμονα προς το μέρος μου, μπας και... Όπου δεν καταλάβαινε κάτι από την πλοκή, μου έλεγε απειλητικά:
— Σπυρόπουλε, πρόσεχε!
75
ΕΝΑ ΠΡΟΣΩΠΙΚΟ ΘΕΑΤΡΟ ΣΚΙΩΝ
Το έργο αυτό με τους Αμερικάνους, τους Βιετκόνγκ και
τον Καραγκιόζη είχε επιτυχία στα χωριά. Ο κόσμος γελούσε και κάτι μάθαινε. Στο καφενείο, λίγο ως πολύ, όλοι
διάβαζαν τη μία και μοναδική εφημερίδα που κυκλοφορούσε από τραπέζι σε τραπέζι και όλοι κάτι ήξεραν για
τον πόλεμο στο Βιετνάμ. Αλλά, ήθελαν να ακούσουν κι
άλλα, έστω και από το στόμα του Καραγκιόζη. Πάντα τα
πολεμικά έργα άρεσαν στο ακροατήριο. Τι να κάνω, όμως;
Πώς να ξεπεράσω τα καρφώματα στη χωροφυλακή; Γιατί
ο χωροφύλακας δεν επρόκειτο να ξανάρθει παρά μόνο αν
έφτανε κάποια καταγγελία. Έτσι, μου ήρθε η ιδέα να
παίρνω εκ των προτέρων πληροφορίες για το χωριό που
θα πήγαινα να παίξω. Αν ήταν δεξιό χωριό, θα νικούσαν
οι Αμερικάνοι κι αν ήταν αριστερό θα νικούσαν οι Βιετκόνγκ! Θα έμεναν όλοι ικανοποιημένοι και θα είχα και
μάρτυρες αν χρειαζόταν».
Αυτά συνέβαιναν στα ορεινά χωριά της Αρκαδίας όπου
περιόδευε στην αρχή με γάιδαρο, μετά με λεωφορείο και
αργότερα με μοτοσικλέτα, ο Θανάσης Σπυρόπουλος, ο
τελευταίος από τους μεγάλους καραγκιοζοπαίχτες που
μου αφηγείται λεπτομερώς τη ζωή του μέχρι σήμερα, ξεκινώντας προπολεμικά.
Η ζωή ήταν πάντα δύσκολη για τον καραγκιοζοπαίχτη.
Γιατί άρεσε, αλλά δεν τον είχαν και σε πολύ μεγάλη υπόληψη. Έπαιζε μόνο για μεγάλους, για άντρες που σύχναζαν στα καφενεία. Ποτέ γυναίκες και παιδιά. Ο ίδιος ο
Σπυρόπουλος, έτρωγε ξύλο όταν χωνόταν κρυφά κάτω
από τον πάγκο στο καφενείο του πατέρα του για να δει
Καραγκιόζη. Το θέαμα/ακρόαμα ήταν ακατάλληλο για
παιδιά. Τα θέματα ήταν για μεγάλους και η γλώσσα δεν
περιοριζόταν από τους κανόνες του σαβουάρ βιβρ.

Εμείς, πιτσιρικάδες, παίζαμε Καραγκιόζη με κεριά, στο
χωματόδρομο, που ήταν φαρδύς και δεν περνούσαν αυτοκίνητα. Ποιος είχε αυτοκίνητο στην Κοκκινιά το 1958; Κό76
ΣΤΕΛΙΟΣ ΕΛΛΗΝΙΑΔΗΣ
ΕΝΑ ΠΡΟΣΩΠΙΚΟ ΘΕΑΤΡΟ ΣΚΙΩΝ
βαμε χαρτόνια και ζωγραφίζαμε φιγούρες. Καθόμασταν
κατάχαμα και βλέπαμε τους πιο επιδέξιους να κουνάνε
τις φιγούρες και να μιμούνται όπως-όπως τις φωνές του
Καραγκιόζη, του Μπάρμπα Γιώργου, του Χατζηαβάτη, του
Καραϊσκάκη... Από τα ωραία προσφυγικά, με τους ασβεστωμένους τοίχους, ακούγονταν λαϊκά τραγούδια, αμανέδες και τούρκικα. Ο Καζαντζίδης είχε μιμητές σε όλες τις
οικοδομές.
Σε μας, στη γειτονιά, δεν έφτασε αυτή η μαγκιά των
ορεινών καραγκιοζοπαιχτών. Οι καραγκιοζοπαίχτες στις
πόλεις προσπαθούσαν να προσαρμοστούν στα νέα δεδομένα. Πιο μεγάλη ζημιά από τη χωροφυλακή, που αγρυπνούσε για κομμουνιστές και συνοδοιπόρους, έκανε στον
Καραγκιόζη ο κινηματογράφος. Και οι καραγκιοζοπαίχτες
προσπαθούσαν να αντιμετωπίσουν τη λαίλαπα του σινεμά. Οι μανάδες και οι πατεράδες παίρνανε όλη την οικογένεια στους υπαίθριους κινηματογράφους που αποτελούνταν από ένα οικόπεδο με μάντρα, μια μηχανή προβολής, χαλίκι στο δάπεδο και φτηνές καρέκλες, για να
δουν ελληνικές ταινίες, ινδικές και ιταλικές.
Οι δεκάδες καραγκιοζοπαίχτες στη δεκαετία του ’50,
ζορίζονταν πολύ κι άρχισαν να βάζουν νερό στο κρασί
τους. Από τη μια οι κινηματογράφοι που πολλαπλασιάζονταν στις γειτονιές κι απ’ την άλλη η αστυνομοκρατία
στις λαϊκές συνοικίες που είχε μεγάλη επιρροή η αριστερά, έβαζε περιορισμούς ακόμα και στους μονολόγους του
Καραγκιόζη, αναγκάζοντας τους καραγκιοζοπαίχτες να
προσαρμοστούν, με αυτολογοκρισία και αλλαγή της θεματολογίας. Καθώς μαράζωναν τα χωριά από τη μετανάστευση προς τις πόλεις και το εξωτερικό, περιοριζόταν κι ο
ζωτικός χώρος του Καραγκιόζη.
Στην Αθήνα, οι εδραιωμένοι καραγκιοζοπαίχτες είχαν
ήδη κάνει βαθιές αλλαγές στο Θέατρο Σκιών. Θυμάμαι,
στην κατασκήνωση του Δήμου Αθηναίων, στον Άγιο Ανδρέα, το ένα βράδυ διασκεδάζαμε με παράσταση Καραγκιόζη και το επόμενο παρακολουθούσαμε σινεμά σε μια
μεγάλη οθόνη. Μας άρεσαν και τα δύο, αλλά ανυπομοΣΤΕΛΙΟΣ ΕΛΛΗΝΙΑΔΗΣ
77
ΕΝΑ ΠΡΟΣΩΠΙΚΟ ΘΕΑΤΡΟ ΣΚΙΩΝ
νούσαμε περισσότερο για την επόμενη ταινία. Μην μπορώντας η μικρή οθόνη να συγκριθεί με τη μεγάλη, ο καραγκιοζοπαίχτης δυνάμωνε την ένταση της φωνής του και
προσάρμοζε το έργο, την ιστορία και τους διαλόγους στο
επίπεδο και στο φαντασιακό των μικρών παιδιών που γέμιζαν την αλάνα, δηλαδή γινόταν πολύ παιδικός. Σημαντικοί καραγκιοζοπαίχτες μην μπορώντας πλέον να παίζουν για τους μεγάλους στρέφονταν όλο και περισσότερο
στους μικρούς. Κόπηκαν οι κακές λέξεις και τα σεξουαλικά υπονοούμενα, αφαιρέθηκαν τα μπουζούκια και έγιναν
όλοι οι πρωταγωνιστές αρκετά καθωσπρέπει.
Το ακροατήριο με παιδιά και μαμάδες που τα συνόδευαν, η χούντα με την εθνικοφροσύνη της, η είσοδος του
κάποτε κακόφημου Καραγκιόζη στα δημοτικά σχολεία και
η εισβολή της τηλεόρασης, διαμόρφωσαν έναν ομοιόμορφο Καραγκιόζη που έδωσε μεγάλη προτεραιότητα στα
πατριωτικά έργα και διασκεύασε και προσάρμοσε στις
νέες συνθήκες τα κλασικά έργα, όπως ο Γάμος του Μπάρμπα Γιώργου, πολύ πρωτοποριακό έργο, αφού ο τσέλιγκας
παντρευόταν με τον Καραγκιόζη νύφη, έναν Καραγκιόζη
τρανς, ο πρώτος γάμος αμφί.

Εξαιτίας όχι μόνο των παιδικών αναπολήσεων, αλλά
και του θαυμασμού μου για ένα θέατρο τόσο ιδιόμορφο,
τόσο εκτός κοινωνικού πλαισίου, τόσο χειροτεχνικό και
τόσο πλούσιο σε θεματολογία, πρόσωπα και φωνές, ακόμα και στην πιο baby εκδοχή του, πήγα πίσω από το
μπερντέ για να δω όχι μόνο πώς παίζεται, αλλά και από
ποιους παίζεται. Οι εμπειρίες μου αποκαλυπτικές και αλησμόνητες. Από τον Μάνθο Αθηναίο (κάναμε κι ένα δίσκο μαζί), τον Χαρίδημο, τον Σπαθάρη και κυρίως τον
Σπυρόπουλο, στον οποίο οφείλω τα περισσότερα, γιατί με
βοήθησε να καταλάβω με τον αυθορμητισμό, την ειλικρίνεια και το ταλέντο του, την υπόγεια διαδρομή ενός γνήσιου καραγκιοζοπαίχτη.
78
ΣΤΕΛΙΟΣ ΕΛΛΗΝΙΑΔΗΣ
ΕΝΑ ΠΡΟΣΩΠΙΚΟ ΘΕΑΤΡΟ ΣΚΙΩΝ
Στο σύγχρονο περιβάλλον, ασφυκτικό για κάθε τι ανεξέλεγκτο, εξωθεσμικό, χειροποίητο και αυτοσχέδιο, ο Καραγκιόζης θα μπορούσε να επιζήσει ως ένα πολύτιμο είδος εθνικής λαϊκής τέχνης, αν η πολιτική ηγεσία... κι αν η
πνευματική ηγεσία... κι αν η αριστερά... κι αν η γιαγιά μου
είχε ρουλεμάν...
Ο Στέλιος Ελληνιάδης είναι Κωνσταντινουπολίτης εξερευνητής, μεταξύ οδού Πατησίων και Λεωφόρου Λένιν στη Μαριούπολη, στα εξήντα του. Φτιάχνει ντοκιμαντέρ για τη Διασπορά, γράφει περί πολιτικής και πολιτισμού («Μικρά Νυχτερινά», Ελευθεροτυπία, Δρόμος της Αριστεράς) και κρούει το
ντέφι στο Κόκκινο 105,5.
ΣΤΕΛΙΟΣ ΕΛΛΗΝΙΑΔΗΣ
79
ΕΝΑ ΠΡΟΣΩΠΙΚΟ ΘΕΑΤΡΟ ΣΚΙΩΝ
Η ΡΑΛΛΟΥ ΜΑΝΟΥ ΧΟΡΟΓΡΑΦΕΙ ΤΟ ΚΑΤΑΡΑΜΕΝΟ ΦΙΔΙ ΣΤΗΝ ΑΙΓΙΝΑ
80
ΕΝΑ ΠΡΟΣΩΠΙΚΟ ΘΕΑΤΡΟ ΣΚΙΩΝ
Κώστας Καλημέρης
Η Ευτυχία του Ημιτελούς
«δεν ξεγελιέται η εξοχή με ξυπόλυτα Σαββατοκύριακα»
Νίκος Καρούζος
Την πρώτη φορά που τον είδα ήμουν μικρός, πολύ μικρός,
κι ήτανε καλοκαίρι. Ήτανε σούρουπο κι είχε ελαφρύ αεράκι. Το λευκό σεντόνι στο βάθος του κήπου, παρότι τεντωμένο, έκανε ανεπαίσθητους κυματισμούς. Με πήγε ο
πατέρας μου, μ’ έβαλε να καθίσω σε μια πάνινη πολυθρόνα κι απομακρύνθηκε… Γενικευμένο delete. Σαν να
έγινε blackout σ’ όλη την περιοχή. Μοναξιά. Ησυχία. Και
ξαφνικά, άρχισε αυτός ο περίεργος χασαποσέρβικος ταταβλιανός, ο πολίτικος ρυθμός που ερχόταν από πολύ
μακριά, αλλά τότε δεν ήξερα και ένοιωσα ότι ερχόταν απ’
το σεντόνι.
— Αυτός που ουρλιάζει δεν έχει φύλο. Ψάχνει την ομορφιά
γυμνή και ταλαιπωρημένη, είπε η Δέσποινα, φίλη ψυχαναλύτρια.
— Είναι σακάτης, ασπρόμαυρος, δηλαδή ένα χρώμα που έχει χάσει τη σκέψη του, σκέφτηκα.
Κι αυτό με φόβισε. Και καλά έκανε και με φόβισε, αφού
έβλεπα κάτι, που μεγαλώνοντας θα καταλάβαινα.
— Όταν ο άνθρωπος θέλει να πει την αλήθεια, γίνεται τέρας, ολοκλήρωσε… κάθε αποκάλυψη του πραγματικού
πληρώνεται με δυστυχία. Το άγριο μπορεί πιο εύκολα να
αντέξει τις ωμότητες.
Και γέλια, πολλά γέλια, άγρια γέλια, «κρυμμένα», γιατί
ο Σπαθάρης, γιος του Σωτήρη, πάλευε με φοβερή δεξιοτεχνία να «φτωχύνει» την αποκάλυψη! Γι’ αυτό ο μπερντές
έμοιαζε με όλο τον κόσμο. Γι’ αυτό το σεντόνι είχε τις δια81
ΕΝΑ ΠΡΟΣΩΠΙΚΟ ΘΕΑΤΡΟ ΣΚΙΩΝ
στάσεις και των τεσσάρων εποχών. Ο Σπαθάρης, ως οπαδός του τετράγωνου κάδρου, ένοιωθε όπως ο Matisse, 18 ότι
η φτωχή του τέχνη όφειλε να τέρπει. Να γεννάει ελπίδες,
να δίνει κουράγιο, να μη φοβάται ο κόσμος το θάνατο. Κι
έκανε κάτι ακόμα: μιλούσε για το θάνατο για να τον ξεχνάει ο κόσμος. «Γι’ αυτό με φόβισε. Και καλά έκανε και
με φόβισε».
Χρόνια μετά, θα καταλάβαινα πως το πραγματικό δεν
αποκαλύπτεται, εμφανίζεται «μόνο του», αυθαίρετα, το
ίδιο καθεαυτό, με τέτοιο τρόπο που όγκοι και επίπεδα και
υλικά και άλλα πράγματα συναρμολογούνται σαν να ’ναι
υλικά που κάποιο αόρατο χέρι τα συγκολλάει. Εξ ου και η
χαρτοκολλητική, αυτή η έξοχη τέχνη που, σε δέρμα ή
σκληρό χαρτόνι, μεταμορφώνεται σε πολύτιμο μέταλλο
(όπως το κάμποτ μεταμορφώνεται σε μετάξι) και κουνάει
φιγούρες σκοτεινές, μεταμορφώνοντας το αίσθημα των
αδυνάτων σε λαϊκή-αριστοκρατική εικόνα, δηλαδή «ταλαντούχα τέχνη».
Ε, λοιπόν, αυτός ο ωστικός τύπος, ο εμψυχωτής, ούρλιαζε κι έδινε οδηγίες στο Μεγαλέξανδρο, «χτύπα τον εδώ», «χτύπα τον εκεί» το δράκο, και με μια ανάσα ζητούσε
την κεφαλή του καταραμένου φιδιού! Ανέστιος, δειλός,
ματαιόδοξος, ιδεαλιστής τού «τόσο-όσο», ήξερε πάντα,
σαν τον Φάλσταφ, 19 το καλό το μονοπάτι. Το πονηρό. Κι
εκείνο το βράδυ οδηγούσε σαν ηθικός αυτουργός τον Αλέξανδρο να νικήσει το καταραμένο φίδι. Οι δυο φιγούρες,
18
Ανρί Ματίς (Henri-Emile-Benoit Matisse) (1869–1954): από τους σημαντικότερους Γάλλους ζωγράφους του 20ού αι., ιδρυτής του καλλιτεχνικού
κινήματος του φωβισμού.
19
Ο Φάλσταφ υπήρξε: - Ήρωας του Shakespeare, χαρακτήρας αιματώδης,
με αφθονία κεφιού, ενσαρκώνει τη χαρά της ζωής, περιγελά τους πάντες, έχοντας ως φιλοσοφία ζωής την καλή καρδιά. Έχει χαρακτηριστεί ως ο αντιπροσωπευτικός χαρακτήρας του γκροτέσκου ρεαλισμού, περσόνα κωμική λόγω του ογκώδους σχήματος και της διανοίας του.
- Όπερα του Giuseppe Verdi, ανέβηκε για πρώτη φορά το 1893.
- Ταινία του Orson Welles με πλήρη τίτλο: «Φάλσταφ ή οι Καμπάνες του
Μεσονυχτίου».
82
ΚΩΣΤΑΣ ΚΑΛΗΜΕΡΗΣ
ΕΝΑ ΠΡΟΣΩΠΙΚΟ ΘΕΑΤΡΟ ΣΚΙΩΝ
Αλέξανδρος και φίδι, πάλευαν δραματικά, με κοφτές ανάσες και αγκομαχητά, με πολεμικές ιαχές και εμπροσθοϋποχωρήσεις στον αέρα, κι ο άλλος από πίσω του χόρευε, δίνοντας εντολές! Ο σακάτης δεν ήταν πολεμιστής.
Ήταν ένας κραυγαλέος, καρναβαλικός εικονοκλάστης,
έτοιμος να σαρκάσει την ενδεχόμενη αποτυχία του μαχητή. Ο άλλος ήταν οργανωμένος, έτοιμος, πάνοπλος, μοντέρνος αισθητικά χαρακτήρας, με μια απίστευτη αφοσίωση και επιθυμία να μπει στο κάδρο και να γίνει «ο Μεγαλέξανδρος και το καταραμένο φίδι!».
Θα γίνει ποτέ ο θεομπαίχτης, ο αχρείος, το παλιόμουτρο, Μεγάλος, ως ο Αλέξανδρος;
Θα γίνει αυτός ο τερατώδης εραστής, ο πικαρέσκος 20 διαδηλωτής («όχι, να, λέω να ζήσω κι άλλο», έγραφε το πανό του), ο άκαρδος λογοπαίχτης ήρωας;
Όχι! Αυτός πάντα θα χρησιμοποιεί το ξίφος για να τρομάξει τον αντίπαλο, την κατάλληλη στιγμή όμως το ξίφος
θα γίνεται μαγκούρα, για να παραστήσει το μολυσματικό
ανίκανο, που απειλεί «έλα πιο κοντά, να δεις τι θα κολλήσεις!».
Ωστόσο, αν το alter ego μάς βοηθάει να κάνουμε την
υπέρβαση, ο καμπούρης επινοεί έναν μυθοπλαστικό εαυτό-Αλέξανδρο που συγκρούεται με το πεπρωμένο. Αυτός ο
προβολικός χαρακτήρας, με αληθινή, όμως, φωνή, μετατρέπεται σ’ έναν επαναστάτη επί σκηνής. Δεν έχει σχήμα.
Είναι πρό-σχημα. Είναι μια αρσενική πόρνη που τα βάζει
με όλο το τραπεζικό σύστημα, συμμετέχοντας όμως στο
όργιό του! Ανανέωση χρόνου. Και τώρα τραγούδι: Στις
20
Πικαρέσκο λέξη προερχόμενη από την ισπανική «pícaro» και σημαίνει
αλήτης, άγριος, σαρκαστικός, εξολοθρευτικός. Το Πικαρέσκο μυθιστόρημα ήταν δημοφιλές λογοτεχνικό είδος, συχνά με σατυρικό ύφος που
περιέγραφε με ρεαλιστικό τρόπο και χιουμοριστικές λεπτομέρειες τις
περιπέτειες και τα παθήματα του ήρωα με καταγωγή από κατώτερη
τάξη, μέσα σε μια πολυτάραχη και διεφθαρμένη κοινωνία. Το είδος
αυτό ξεκίνησε στην Ισπανία έχοντας τις ρίζες του στην αραβική λογοτεχνία και άνθισε στην Ευρώπη τον 17ο και 18ο αι.
ΚΩΣΤΑΣ ΚΑΛΗΜΕΡΗΣ
83
ΕΝΑ ΠΡΟΣΩΠΙΚΟ ΘΕΑΤΡΟ ΣΚΙΩΝ
ταβέρνες το ’χω ρίξει, κι έτσι σβήνουν οι καημοί… Πριν τον
νιώσουμε τον ζούμε και περνούμε βιαστικοί… Ψεύτικος είναι ο ντουνιάς και ψεύτικη η ζωή μας. Ευκαιρία να εισάγουμε το αίσθημα στο στοιχείο της μορφής; Ναι. Χωρίς
ντροπή. Γιατί να μη μπορούμε να λατρεύουμε ταυτόχρονα
τη Μπέλλου και την Κάλλας; Γιατί να απαγορεύεται η
τέρψη; Ποιος το απαγορεύει; Ο σοσιαλιστικός ρεαλισμός ή
η ευρωπαϊκή αστυνομία; Άλλωστε ο Κιχωτισμός, ενώ φαίνεται να είναι ιδεαλισμός κι όχι πραγματισμός, είναι οι
δύο όψεις του ίδιου νομίσματος. Με πολύ χιούμορ, ξευτιλίζει ταυτόχρονα και την ιδιοκτησία και τη δημοκρατία,
βάζοντας την παρέα στο καπηλειό να ψηφίζει μυστικά ότι
η λεκάνη του κουρέα δεν είναι πια λεκάνη, αλλά κράνος,
αφού ο Δον τη χρησιμοποιούσε έτσι…
Την πρώτη φορά που το είδα δεν ήμουνα μικρός, ούτε
ήταν καλοκαίρι! Ειλικρινά, δεν το θυμάμαι! Με κυνηγούσε
πάντα, όμως, η εικόνα του καταραμένου φιδιού! Που έριξε
απ’ το Δέντρο ένα μήλο! Ποιο ήταν, λοιπόν, αυτό το Ον,
απ’ το οποίο έχουν «πάρει» ένα άλλο Ον; Πώς χτίστηκε
από έναν άνθρωπο ένας άλλος άνθρωπος;
Πώς γέννησε ένας Άνδρας μία Γυναίκα;
Γιατί σε κάθε μύθο υπάρχει μέσα ένα τέρας;
Γιατί το φίδι μάς τρομοκρατεί;
Μήπως επειδή μιλάει;
Ένα όρθιο φίδι που μιλάει την ανθρώπινη γλώσσα;
Και τι λέει;
Μιλάει για Ένα Σφάλμα. Για κάθε σφάλμα! Για το
Πρώτο Λάθος και κάθε λάθος! Κάθε παραβίαση. Μια παραβίαση που κληρονομείται. Ο μύθος κι ο μύθος του μύθου και πάει λέγοντας… Και τι λέει στα δύο Όντα; Να
φάνε ένα Νόμο! Να φάνε ένα Νόμο που θα ενσαρκωθεί
μέσα τους! Να φάνε τη διαφορά τους! Να πάψουν να είναι
Γυμνοί και να γίνουν Απογυμνωμένοι! Να περάσουν στον
κόσμο του Έχειν και μη Έχειν!
(Σαν τον μικρούλη που τον πήγαιναν από τόσο δα οι
γονείς του σε παραλίες γυμνιστών και ξαφνικά, στα τέσ84
ΚΩΣΤΑΣ ΚΑΛΗΜΕΡΗΣ
ΕΝΑ ΠΡΟΣΩΠΙΚΟ ΘΕΑΤΡΟ ΣΚΙΩΝ
σερά του, τους είδε όλους σαν να είδε το φως και στρίγγλισε αστραπιαία «Είναι γυμνοί! Είναι γυμνοί!» δείχνοντας
με το δάχτυλο ένα καινούργιο τοπίο).
Αυτό φωνάζει κι ο καμπούρης: «Είμαστε γυμνοί! Είστε
γυμνοί. Όπως κι εγώ! Και τώρα που σας βλέπω γυμνούς, ε,
τώρα θα σας δείξω!». Αυτή την παντοτινή έλλειψη συμβολίζει ο καμπούρης, ο σακάτης, ο κατεργάρης, ο αιφνίδια
ευρηματικός, ο παζαρόβιος, αυτός ο χάρτινος ήρωας που
ψάχνει να βάλει ένα κεραμίδι πάνω απ’ το κεφάλι του…
αλλά του λείπει ο αγιασμός! (Επιτέλους!).
Πριν όμως το βάλει, αυτός ο πρόσφυγας, αυτός ο ψευτοφουκαράς με τις κουτσουκέλες του, αυτός ο αντι-διανό,
ο αντι-φιλολό, ο αντι-καθωσπρέ, ο Μαυρομάτης, ο Μπράχαλης, ο Μίμαρος κι άλλοι πολλοί, αυτός ο θίασος–
πρόσχημα, (γιατί ο μπερντές έκρυβε πάντα κι άλλα ραντεβού και ήξερε η αστυνομία που τον κυνηγούσε για ασχήμια και προσβολή) γύριζε σ’ όλο τον κόσμο το έργο «το
φως στο αίμα μου, πάππου προς πάππου, ένα τραγικό
θέαμα, προσαρμοσμένο σε θέατρο για όλη την οικογένεια, που σχολιάζει τα Καλά και τα Κακά του κόσμου». Για
όλη την οικογένεια!
Ο Κώστας Καλημέρης γεννήθηκε στην Αθήνα και μεγάλωσε στο Βύρωνα.
Σπούδασε Πολιτικές και Κοινωνικές Επιστήμες και επιμορφώθηκε στα Παιδαγωγικά, το Σχολικό Επαγγελματικό Προσανατολισμό και τη Συμβουλευτική.
Συμμετείχε στη συντακτική ομάδα του περιοδικού ΔΙΑΒΑΖΩ και
δημοσιεύει κριτικά λογοτεχνικά σημειώματα σε περιοδικά και
εφημερίδες (Εντευκτήριο, Μακεδονία, κ.ά.)
ΚΩΣΤΑΣ ΚΑΛΗΜΕΡΗΣ
85
ΕΝΑ ΠΡΟΣΩΠΙΚΟ ΘΕΑΤΡΟ ΣΚΙΩΝ
Η ΒΕΖΥΡΟΠΟΥΛΑ ΜΕ ΤΙΣ ΒΑΓΙΕΣ ΤΗΣ
86
ΕΝΑ ΠΡΟΣΩΠΙΚΟ ΘΕΑΤΡΟ ΣΚΙΩΝ
Αναστασία Γκίτση
Σκιώδεις Μνήμες σε Διάφανη Φιγούρα
Είναι κάποιες μνήμες που επανέρχονται με την πρώτη
νότα μιας γνώριμης μελωδίας και μας εξοβελίζουν βίαια –
τις περισσότερες φορές σχεδόν ακαριαία– σε θύμησες παιδικές, πιο εσώψυχες κι από την ίδια μας την αντοχή. Και η
γνώριμη ένρινη φωνή του ήρωα που μας καλεί σε γλέντια,
«ε ρε, γλέντια!» τα κάπως διαφορετικά γλέντια των σημερινών chat rooms και των video παιχνιδιών που μονώνουν
την παιδικότητα σε εικονοπλαστικούς μικρόκοσμους και
μοναχικές διαδρομές ηρώων.
Είναι κάποιες μνήμες που διεισδύουν ανοίκεια στη
στιγμή μας, εν είδει βραστού καλαμποκιού και φρεσκοψημένων ηλιόσπορων, μνήμες που σπαρταρούν στα χέρια
σαν τα λιγοστά νομίσματα των δεκάρικων και εικοσάρικων, που αναμοχλεύαμε με ανυπομονησία πριν ξεκινήσει
η παράσταση και σημάνει –ακόμη ηχεί στ’ αυτιά μου– το
αναμενόμενο κουδούνι της ενάρξεως. Έτσι κατασίγαζαν
οι πολυλογίες των καθημερινών ασχολιών, αρμονικά στα
χείλη του καθημερινού ανθρώπου που συγκέντρωσε οικογένεια, φίλους, συμμάζεψε τον ίδιο του τον εαυτό από την
πολυπρισματική μέρα του, προκειμένου να καθίσει στις
ψάθινες καρέκλες του θερινού κινηματογράφου, που είχε
μετατραπεί σε μπερντέ, για να γελάσει με την ψυχή του.
Τα φώτα σβήνουν και οι λυχνίες, κιτρινόχρωμες κατά
το πρέπον, αποχρωματίζουν σταδιακά την πραγματικότητα και μεταβάλλουν την περιρρέουσα ατμόσφαιρα της
ομήγυρης σε ψευδαίσθηση, που αρμόζει αρτιότερα στην
ηρωική ιδιοσυγκρασία των λαϊκών ανθρώπων του μόχθου
και της κούρασης. Των καθημερινών αγωνιστών της ουσιαστικής στιγμής και της έμπονης προσπάθειας για κάθε
87
ΕΝΑ ΠΡΟΣΩΠΙΚΟ ΘΕΑΤΡΟ ΣΚΙΩΝ
τι ηθικό και απλό που διασώζει το συλλογικό και το όλον,
τόσο του εαυτού μας όσο και της ζωής μας.
Ο σκιώδης ήρωας, ευφυολόγος, ευρηματικός, καταφερτζής, υποβάλλει τους θεατές με την εύθυμη φιλοσοφική
θέαση των δυσκολιών, κάνοντάς τους να επιθυμούν, ασυναίσθητα ή και συνειδητά, την ταύτιση μαζί του προκειμένου να ντύσουν τις δυσχέρειές τους με ένα ειρωνικό και
συνάμα απολυτρωτικό βλέμμα. Η ταξική διαρχία αποκαλύπτεται γυμνή πίσω από τον μπερντέ χωρίς τα στολίδια
και τους εξωραϊσμούς του σημερινού πολιτικού θεάτρου.
Αριστερά η παράγκα του Καραγκιόζη, δεξιά το σαράι, εξουσία και φτωχός λαός παραταγμένα στη σκηνή κι οι
φιγούρες να εναλλάσσονται η καθεμιά με τον ιδιωματισμό και την παραξενιά του τόπου της και της ιδιοσύστασής της.
Η ιστορία της ελληνικής, εν προκειμένω, ψυχής περνά
και αυτή, εν μέσω σκιών, μπροστά από τα μάτια των θεατών. Φτώχεια, προσφυγιά, πείνα, κυριαρχία, δικτατορία,
εκμετάλλευση, ξεπροβάλλουν μασκαρεμένα, αλλά πάντοτε επίκαιρα, άλικο γράμμα σε μια ιστορική συνέχεια
της όποιας κοινωνικής μετάπλασης της εθνικής μας πορείας, ο μόνος έγκυρος υπογραμματισμός της αυτοσυνειδησίας μας σε εποχιακές ιστορικές εναλλαγές. Κι ο ήρωάς
μας, φερμένος είτε από την Τουρκία, είτε από την Ινδία,
είτε από την Ελλάδα, καμία σημασία δεν είχε μπροστά
στην ηδονή της θέασης και της ακοής έξυπνων φράσεων
και ευφραδέστατων απαντήσεων.
Ο Καραγκιόζης πιο φτωχός και από τους φτωχούς, πιο
αστείος και από τους αστείους, κατ’ ουσίαν αριστοφανικός φιγουράρει, με τη σάτιρα των κακώς κειμένων κάθε
εποχής, στο μνημονικό κάδρο της ιστορίας του κάθε Έλληνα, παιδιού, εφήβου, ενήλικα που αξιώθηκε μιας βραδιάς συντροφικής με τις αποκοτιές και τις πονηριές του,
που σε τίποτα δεν προσέβαλλαν τη βαθύτατη ηθική και
καλοσύνη του λαϊκού στοιχείου.
88
ΑΝΑΣΤΑΣΙΑ ΓΚΙΤΣΗ
ΕΝΑ ΠΡΟΣΩΠΙΚΟ ΘΕΑΤΡΟ ΣΚΙΩΝ
Ο Καραγκιόζης, πιο μοναδικός από όλους τους ήρωες,
γίνεται ο φίλος των παιδικών μας χρόνων, που αναπαριστούσαμε με τα άσπρα σεντόνια και τους φακούς στα
κρεβάτια μας λίγο πριν κοιμηθούμε, που αγωνιούσαμε,
κόβοντας χαρτόνια και βάφοντας λεπτές φλούδες ξύλου,
να προλάβουμε να τελειώσουμε πριν από την προγραμματισμένη παράσταση που θα δίναμε στην ολιγάριθμη
γειτονιά των καλοκαιρινών μας διακοπών. Που καταλήγαμε να χαιρετίζουμε ακόμη και αγνώστους στο δρόμο –
όλοι μια μεγάλη οικογένεια εξάλλου ήμασταν τότε!– με
την κατεξοχήν γραφική έκφραση γεια σας και χαρά σας!
Είναι κάποιες μνήμες που επανέρχονται αιφνίδια και
σε κάνουν να κοκκινίζεις από χαρά και ντροπή συνάμα
που ξέχασες γρήγορα ό,τι πιο δικό σου κρατούσες κρυφό
από τους μεγάλους, ακόμη και από τους φίλους σου. Εκείνη τη χιλιοπαιγμένη φιγούρα του σκιώδους φίλου σου,
που την έπαιρνες στα χέρια σου βράδια εφηβικών δακρύων και έσφιγγες τα μάτια σου να κλείσουν, για να δουν
την άλλη πραγματικότητα των λυχναριών που δεν πονούσε, που έδινε την ψευδαίσθηση της άλλης ζωής, που
γιγάντωνε κάθε δύναμη και εξολόθρευε κάθε κατηραμένον όφιν που λάχαινε στο δρόμο της.
Πού να το φανταζόμασταν στ’ αλήθεια πως την παιδική μας αγωνία και κάθε εφηβικό μας αγώνα για εναλλαγή της πραγματικότητας θα την επιζητούσαμε διακαώς
καθώς θα μεγαλώναμε! Ούτε που το υποψιαζόμασταν
πως θ’ αναστενάζαμε από τη νοσταλγία των σκιερών μας
αναμνήσεων όταν, μετά από χρόνια, θα διαβάζαμε δια
χειρός Ανδρέα Εμπειρίκου Είναι τα βλέφαρά μου διάφανες
αυλαίες / Όταν τα ανοίγω βλέπω εμπρός μου ό,τι κι’ αν τύχει / Όταν τα κλείνω βλέπω εμπρός μου ό,τι ποθώ.
Είναι εκείνες οι μνήμες που αντιστέκονται άλλοτε σθεναρά, άλλοτε ασθενικά, πάντοτε όμως ανοίκεια παρούσες, που όσο και να τις φάμε, όσο και να τις πιούμε, πάλι
νηστικοί θα κοιμηθούμε… ίσως επειδή γνωρίζουμε πως η
πραγματικότητά μας, ακόμη κι αν οστεώθηκε από τούτες
ΑΝΑΣΤΑΣΙΑ ΓΚΙΤΣΗ
89
ΕΝΑ ΠΡΟΣΩΠΙΚΟ ΘΕΑΤΡΟ ΣΚΙΩΝ
τις μνήμες, παραμένει ανεπαρκώς φωτισμένη από παιδικές φιγούρες που αλαφρώνουν το μέσα μας.
Η Αναστασία Γκίτση γεννήθηκε στη Θεσσαλονίκη.
Σπούδασε Θεολογία στο Αριστοτέλειο Πανεπιστήμιο Θεσσαλονίκης και έκανε μεταπτυχιακό στον τομέα της «Οικουμενικής Θεολογίας».
Έχει εκδώσει δύο ποιητικές συλλογές: «Ξέρω! Είναι κάπως αργά…», «Κορίτσι των σκοτεινών δασών».
Έχει ασχοληθεί με την ποίηση του Τάσου Λειβαδίτη και την
παρουσίαση διηγημάτων του Αλέξανδρου Παπαδιαμάντη.
90
ΑΝΑΣΤΑΣΙΑ ΓΚΙΤΣΗ
ΕΝΑ ΠΡΟΣΩΠΙΚΟ ΘΕΑΤΡΟ ΣΚΙΩΝ
Γιώργος Μπασδέκης
O Καραγκιόζης
Όλα τα παιδικά μάτια καρφωμένα στο πανί. Μ’ ένα κερί
για φως και ιδού ο Καραγκιόζης, ο γελωτοποιός, φίλος και
αδελφός. Το «καλησπέρα πέρα ως πέρα». Σύμβολο της
ακατάλυτης αλήθειας της καθημερινότητας του Έλληνα.
Η γοητεία της αφέλειας καθρεφτίζεται στις παιδικές ψυχές.
Βιώνουμε το αγαθό, την τέχνη της σκιάς, το λόγο που
μας ξαφνιάζει ευχάριστα. Η λάμπουσα φτώχεια σε αιώρηση, δέντρο που ακουμπούμε το ανάστημά μας, δεν
νοιώθει τη νύχτα στο μέτωπό της, πότε χορτάτη και πότε
νηστική, φτυστή η χώρα μας.
Ακόπιαστο δαιμόνιο που φέρνει σε απόγνωση τους πασάδες, τους κληρονόμους της ατιμίας και τι δεν σκαρφίζεται να πάει το μήνυμα στην εξουσία, στους υποκριτές της
ελπίδας.
Έχω έναν Καραγκιόζη στο δωμάτιό μου εσαεί παρηγορητή για τα πενθήματα της ψυχής μου.
Με θαυμασμό υποκλίνομαι.
Ο Γιώργος Μπασδέκης γεννήθηκε στο Νεοχώρι Καρδίτσας,ασχολείται με τη διακόσμηση εσωτερικού χώρου με έδρα το κέντρο της Αθήνας.
Έχει εκδώσει την ποιητική συλλογή «Έκτορος Περιφορά».
91
ΕΝΑ ΠΡΟΣΩΠΙΚΟ ΘΕΑΤΡΟ ΣΚΙΩΝ
92
ΕΝΑ ΠΡΟΣΩΠΙΚΟ ΘΕΑΤΡΟ ΣΚΙΩΝ
Γιάννης Φιλιππίδης
Το Μέλλον του Δικού μου Καραγκιόζη
Θυμάμαι ελάχιστα από την πρώτη μου εμπειρία με το
Θέατρο Σκιών. Ήταν όμως στη διάρκεια ενός σύντομου
ταξιδιού της οικογένειάς μου στη μεγάλη πόλη, για κάποια κοινωνική υποχρέωση. Το πώς βρέθηκα να παρακολουθώ παράστασή του χάνεται σαν πληροφορία. Επέστρεψα στη βορειοελλαδίτικη μικρή μας πόλη με τις εικόνες από τις φιγούρες του και τη μορφή ενός γλυκύτατου
κύριου Ευγένιου, που συνέβη να γνωρίσουμε με τρόπο
τυχαίο, όταν προς μεγάλη μου δυσαρέσκεια μοιραία άναψαν κάποια στιγμή τα φώτα.
Από τότε ξεκίνησε μια αναζήτηση ασυνείδητη στην αρχή και πιο επίμονη μετά, που μου πρόσφερε μέσα από τη
στέρηση. Ήμουν ένα τυπικό παιδί της επαρχίας, που δεν
είχε τη δυνατότητα να έρχεται κοντά σε πραγματικές παραστάσεις. Στην ηλικία των πέντε όμως, το μακρύ χέρι
του Καραγκιόζη, η απρόσμενη ειλικρίνεια της τοποθέτησής του απέναντι στα τεκταινόμενα, η κωμική πανάσχημη γυναίκα του, τα λαλημένα του παιδάκια, ο πολλά βαρύς κυρ-Γιώργος κι όποιος άλλος πέρναγε από τον μπερντέ ήταν τα εισιτήρια για ένα μαγικό κόσμο θεάτρου, που
για μένα υπήρχε σαν πρόσβαση μονάχα μέσα από την
οθόνη μιας φαρδιάς ασπρόμαυρης τηλεόρασης.
Δεν έμεινε όμως καθόλου εκεί. Μολονότι μακριά από
κάθε είδους ευκαιρία αληθινής εμπειρίας παράστασης,
βρέθηκα μπροστά σε μια επώνυμη εταιρεία μπισκότων,
που εκείνη την εποχή χάριζε μέσα από τα μεγάλα χαρτονένια κουτιά των συσκευασιών της, όλη τη βασική οικογένεια των προσώπων.
93
ΕΝΑ ΠΡΟΣΩΠΙΚΟ ΘΕΑΤΡΟ ΣΚΙΩΝ
Τότε, θυμάμαι να χρησιμοποίησα για πρώτη μου φορά
συνειδητά ψαλίδι. Στο σπίτι, αλλά περισσότερο στο δωμάτιό μου, άρχισαν να συνυπάρχουν τα αγαπημένα ζωγραφιστά μου πρόσωπα, καινούριες ιστορίες και σενάρια ξεπήδησαν από τους τοίχους, η φωνή μου πάλευε να μοιάσει με κείνην του κύριου Ευγένιου, που συνέχιζα ν’ ακούω
μέσα από τις εκπομπές του.
Θα ’χε περάσει αρκετός καιρός, ίσως και περισσότερος
από ένας χρόνος, όταν μπήκε στο παιχνίδι κι ένας δίσκος
βινυλίου, με τέσσερα μικρά μονόπρακτα, που επαναλαμβάνονταν καθημερινά με τέτοιο τρόπο που μ’ έφεραν σε
απροσδόκητη αντιπαράθεση με το μεγαλύτερό μου αδερφό, που τη συγκεκριμένη εποχή «μεγάλωνε» φοιτώντας
στη δεύτερη τάξη του γυμνασίου. Δύσκολη θα πρέπει να
ήτανε για κείνον η συμβίωση μ’ ένα τόσο μικρότερο παιδί
στην οικογένεια. Ένα παιδί, που ’χε προλάβει να ονειρευτεί ότι θα ήθελε να γίνει στη ζωή του καραγκιοζοπαίχτης.
Ο δίσκος έγινε μικρά τρίγωνα θρύψαλα κι εγώ επιφανής εχθρός με ’κείνον, που τον έσπασε στα γόνατά του, σε
στιγμή ανεξέλεγκτου εφηβικού εκνευρισμού. Τότε προσδιόρισα ότι στις οικογένειες, δεν συμβιώνουνε μονάχα οι
αγαθότερες προθέσεις, αλλά κι άλλα συναισθήματα λιγότερο αθώα, όπως η αντιπαλότητα ανάμεσα στ’ αδέρφια
ή στα όρια της καλής συμπεριφοράς των άλλων. Απογοήτευση μικρή ένοιωσα, όταν προσπάθησα ν’ αντικαταστήσω το δίσκο και δεν βρέθηκε άλλος σε κυκλοφορία, χαμογελώντας όμως στα σαράντα μου, μπορώ να υποθέσω ότι
οι γονείς μου φρόντισαν έξυπνα να μη βρεθεί, αποφεύγοντας έτσι περαιτέρω παιδικούς καβγάδες ή ανεξέλεγκτη
διάθεση χρήσης του πικ-απ για τέτοιο σκοπό. Οι φιγούρες
του Καραγκιόζη αποσύρθηκαν με τον καιρό διακριτικά
από την επιφάνεια, στο φόβο της περαιτέρω επέκτασης
των επεισοδίων κι εγώ ένοιωσα την έννοια του ανικανοποίητου για δεύτερη φορά στη ζωή μου.
Το προσωπικό μου Θέατρο Σκιών ανέβηκε στο πατάρι,
αλλά θα είχε το δικό του μέλλον. Το μεθεπόμενο καλοκαίρι, με θυμάμαι στην Πιερία, στ’ όμορφο δωματιάκι των
94
ΓΙΑΝΝΗΣ ΦΙΛΙΠΠΙΔΗΣ
ΕΝΑ ΠΡΟΣΩΠΙΚΟ ΘΕΑΤΡΟ ΣΚΙΩΝ
ψαράδων που ’χε φάτσα του τη θάλασσα του Θερμαϊκού
και γέμιζε ένοικους μόνο τους θερινούς μήνες, το χειμώνα
κατοικούσαν μόνα τους δίχτυα, παραγάδια, πανέρια και
μεγάλοι φανοί νυκτός. Στην τσιμεντένια αυλίτσα του,
προσπαθούσαμε τα απογεύματα να στήσουμε παραστάσεις. Μάταια παρακαλέσαμε για σεντόνι, δεν υπήρχε διαθέσιμο, οι μανάδες μας δεν έδειχναν καθόλου διαθέσιμες
να συνεργαστούν. Ένα μπλε σκούρο στρώμα θαλάσσης
γυρισμένο στο πλάι και πάνω σε καρέκλες οριοθέτησε τη
θεατρική υπόσταση του δρώμενου.
Κι έτσι απρόσεχτα όπως χρησιμοποιούσαμε τις καρφίτσες για τη σύνδεση των μελών στις φιγούρες, το πώς δεν
ξυλοφορτωθήκαμε ανάλογα είναι απορίας άξιο. Στο δίκαιο φόβο της μάνας, ότι θα τρυπήσουμε το στρώμα και
θα ’χουμε «άλλα» έλεγε κι έδειχνε τον αδερφό μου με το
βλέμμα της, απαντήσαμε με μια σειρά από θεατρικές
βραδιές, δεν ξέρω πόσο ενδιαφέρουσες προέκυψαν μ’ ένα
τσούρμο ηλιοκαμένα πιτσιρίκια, που προσπαθούσαν να
«ερμηνεύσουν» σκυμμένα άβολα, εμείς πάντως μια χαρά
περάσαμε. Ήταν όμως παιχνίδι, το ’βλεπα, το διέκρινα
γιατί ήμουν σταθερότερος θαυμαστής του κυρ-Ευγένιου,
που συνέχιζε τις παραστάσεις του ακόμα και κει, στην
ίδια τσιμεντένια αυλή με τους ήχους των κυμάτων στ’ αυτιά μας. Θα ήθελα να μπορούσα να τού ’χω στείλει εκείνη
την εικόνα: μια όμορφη παραλία μερικά μέτρα πλάι μας,
μια χούφτα παιδιά άτακτα, κόσμος περαστικός στη βόλτα
του κι εμείς αφοσιωμένα στην μικρή φορητή τηλεόραση,
που ήτανε καθισμένη όπως εμείς. Σε μια τυπική ψάθινη
ελληνική καρέκλα. Άλλος ήταν ο Καραγκιόζης που ’θελα
κοντά μου, ο δικός του μονάχα. Αυτός που εκείνη την εποχή, είχε ανεβάσει στο μπερντέ του την ίδια την Οδύσσεια με σκαλιστές φιγούρες κι ήμασταν ευτυχισμένοι οι
μικροί, ανεξάρτητα απ’ το αν γνωρίζαμε το έπος του Ομήρου ή τον ίδιο. Αίσθηση ανικανοποίητου ξανά.
Μετά, τα χρόνια πέταξαν βιαστικά σαν αποδημητικά
πουλάκια κι η μεγάλη μου αγάπη ξεχάστηκε, καθώς μεγάλωνα και προχωρούσε η διαδικασία του σχολείου, των
ΓΙΑΝΝΗΣ ΦΙΛΙΠΠΙΔΗΣ
95
ΕΝΑ ΠΡΟΣΩΠΙΚΟ ΘΕΑΤΡΟ ΣΚΙΩΝ
βιβλίων και των μαθημάτων, της παιδικής λογοτεχνίας
που προέκυψε λαθραία σαν βραδινό ανάγνωσμα, αφού
είχα την τύχη να γεννηθώ κοντά στα μέρη που γεννήθηκε
και μεγάλωσε ο Μενέλαος Λουντέμης. Κι εκεί, στις ονομαστικές γιορτές, ήταν παράδοση να τον χαρίζουν στα
παιδιά νωρίς οι μεγαλύτεροι, χωρίς να ’χουν τις περισσότερες φορές υπόψη τους, τον ενδεχόμενο αντίκτυπο του
ενήλικου περιεχόμενου των βιβλίων του, που ξέφευγε κατά πολύ από το παιδί που μέτραγε τ’ άστρα κι ονειρευόταν. Όνειρα και ήρωες για μένα κι εκεί, χωρίς φανερή ενεργή συμμετοχή ή έτσι φαινότανε τουλάχιστον, οι συγγραφικές διαθέσεις μου προέκυψαν μετά.
Πριν από λίγα σχετικά χρόνια, πάντα σε σχέση με την
ηλικία των πέντε, αλλά ενήλικος πια, συνέβη να ξανασυναντηθώ με το Θέατρο Σκιών, αλλά όχι με τον κύριο Ευγένιο. Ήμουνα ήδη φοιτητής στη δραματική σχολή κι είχα
ξεκινήσει να βιοπορίζομαι από μια σειρά παραθεατρικές
δραστηριότητες. Βρέθηκα τότε να συμμετέχω σε ένα κύκλο παραστάσεων που περιλάμβανε θεατρικό παιχνίδι
και κλόουν, ζογκλέρ και ένα μικρό μονόπρακτο από έναν
άξιο νεαρό καραγκιοζοπαίχτη.
Μ’ έχω στο νου μου εκεί, στο αφανές πλαϊνό μέρος της
σκηνής, δίπλα σε Εκείνον, να τον βλέπω να χειρίζεται τις
φιγούρες και να ερμηνεύει κείμενα κι αυτοσχέδιες ατάκες
από τους ήρωες που τόσο αγαπούσα. Θεατής παραστάσεων σκιών και πάλι, αλλά από λανθασμένη πλευρά κι όχι
απ’ αυτή ενός τυπικού θεατή, αλλά ενός επαγγελματία
που ξεκουράζεται από μια εμφάνισή του κι ανασυνθέτει
δυνάμεις για να εμφανιστεί ξανά σε λίγο.
Τότε, συνειδητοποίησα ότι κάποια πράγματα στη ζωή
μας εξελίσσονται όμορφα κι όσο επιθυμούμε και παλεύουμε για κάτι τόσο περισσότερα καταφέρνουμε. Αλλά
υπάρχουν κι άλλα, που πολεμάμε να μας συμβούν και δεν
στέκεται εφικτό. Κι αυτό, αν δεν είναι τυχαίο, μπορεί να
πιστέψουμε μεγαλώνοντας ότι είναι μοιραίο.
96
ΓΙΑΝΝΗΣ ΦΙΛΙΠΠΙΔΗΣ
ΕΝΑ ΠΡΟΣΩΠΙΚΟ ΘΕΑΤΡΟ ΣΚΙΩΝ
Ο Γιάννης Φιλιππίδης απέκτησε την πρώτη του γραφομηχανή στα οκτώ του χρόνια.
Σπούδασε υποκριτική, είναι συγγραφέας.
Εργάστηκε ως ηθοποιός, ως ερευνητής αγοράς και γραφίστας σε εκδοτικές εταιρείες.
Τα τελευταία χρόνια ασχολείται αποκλειστικά με τη συγγραφή
βιβλίων.
Από τις Εκδόσεις «Άγκυρα» κυκλοφορούν τα μυθιστορήματά
του «Η μυρωδιά σου στα σεντόνια μου» και «Ο εραστής, η
μέλισσα κι ένα μικρούλι αχ».
ΓΙΑΝΝΗΣ ΦΙΛΙΠΠΙΔΗΣ
97
ΕΝΑ ΠΡΟΣΩΠΙΚΟ ΘΕΑΤΡΟ ΣΚΙΩΝ
ΦΙΝΑΛΕ ΔΟΞΑΣΤΙΚΟ ΤΟΥ ΚΑΡΑΓΚΙΟΖΗ
ΠΡΙΝ ΕΜΦΑΝΙΣΤΕΙ Ο ΜΕΓΑΛΕΞΑΝΤΡΟΣ
98
ΕΝΑ ΠΡΟΣΩΠΙΚΟ ΘΕΑΤΡΟ ΣΚΙΩΝ
Δημήτρης Μυταράς
Η Ελληνική Τέχνη μετά το 1821:
Καραγκιόζης 21
O Καραγκιόζης είναι ένα γνήσιο λαϊκό θέαμα, με τις ρίζες
του χωμένες στο λαό, ξεκινάει από τα προβλήματά του,
ικανοποιεί τις ανάγκες του, χρησιμοποιεί τη γλώσσα του
χωρίς να τη δανείζεται και οικειοποιείται ο,τιδήποτε του
χρειάζεται χωρίς ενδοιασμούς. Είναι αυτάρκης με ολοκληρωμένα μέσα και επίγνωση της λειτουργίας και της
δύναμής του.
Ανεξάρτητα από την καταγωγή του, έχει αφομοιωθεί
σε τέτοιο βαθμό από το λαό ώστε τον εκφράζει απόλυτα.
Ακόμη, σαν ζωντανή τέχνη επηρεάζεται σε μεγάλο βαθμό
από το περιβάλλον του και συνήθως προσαρμόζεται, σχεδόν αυτόματα, στις υπάρχουσες συνθήκες, γιατί αυτό του
εξασφαλίζει τη ζωντανή λειτουργία του. Συχνά αντιμετωπίζει οξύτατο το πρόβλημα της επιβίωσης, πράγμα που
τον υποχρεώνει να ταυτίζεται με το κοινό του όχι μόνο για
λόγους εκφραστικούς, αλλά και για καθαρά βιοποριστικούς.
Περίπου στα 1930, πρωτοαντιμετωπίζει σοβαρή κρίση.
Αιτία ο οξύτατος συναγωνισμός του θεάτρου και του κινηματογράφου, που τότε γεννιέται. Είναι η τέχνη του
μέλλοντος με τις απεριόριστες δυνατότητες και είναι φυσικό να έχει την προτίμηση του κοινού. Τα θεατρικά
μπουλούκια διατρέχουν την επαρχία θαμπώνοντας το
21
Ο πλήρης τίτλος του κειμένου είναι Η ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΤΕΧΝΗ ΜΕΤΑ ΤΟ 1821:
Π. ΖΩΓΡΑΦΟΣ – ΚΑΡΑΓΚΙΟΖΗΣ, δημοσιεύεται στο Πολυθεματικό Βιβλίο
για το Γυμνάσιο (εκδόσεως ΟΕΔΒ) και εντάσσεται στην υποενότητα
Πολιτισμός-Γλώσσα. Αναδημοσιεύεται εδώ μόνο το απόσπασμα για
τον Καραγκιόζη.
99
ΕΝΑ ΠΡΟΣΩΠΙΚΟ ΘΕΑΤΡΟ ΣΚΙΩΝ
κοινό με πλούσια σκηνικά, φαντασμαγορίες και βεντέτες.
Ο Καραγκιόζης φαντάζει πολύ φτωχός και λίγος, οι ιστορίες του ξεπερασμένες, τα μέσα του πρωτόγονα. Ο συναγωνισμός είναι εξοντωτικός, τίθεται πρόβλημα επιβίωσης.
Αν δεν υπάρξει άμεση αντίδραση, το είδος πρόκειται να
σβήσει παρασύροντας στην αφάνεια τους τεχνίτες του.
Πριν απ’ όλα επιστρατεύεται μια καινούρια, «μοντέρνα»
θεματολογία, που φαίνεται να συγκινεί περισσότερο το
κατατοπισμένο κοινό της εποχής.
Πολλά απ’ αυτά τα θέματα του νέου «ρεπερτορίου» ξεκινούν από τοπικούς ηρωικούς μύθους, από διηγήσεις στο
καφενείο του χωριού, ακόμη και από πραγματικά γεγονότα. Γίνεται μια προσπάθεια συλλογής πληροφοριών, αρχίζοντας από την τοπική παράδοση και, στη συνέχεια,
έρευνα στα κοινωνικά και ειδικά προβλήματα του χώρου,
ώστε η επαφή με το τοπικό κοινό να είναι πληρέστερη.
Επίσης, επιστρατεύονται οι οργανοπαίχτες του χωριού,
απαραίτητοι για τη μουσική επένδυση του έργου, και οι
ζωγράφοι-επιγραφοποιοί, που θα βοηθήσουν στη σχεδίαση σκηνικών, επιγραφών και σε ο,τιδήποτε άλλο εξυπηρετεί την παράσταση. Συχνά ο καραγκιοζοπαίχτης χρησιμοποιεί την τοπική διάλεκτο με γλωσσικούς ιδιωματισμούς για να είναι κατανοητός και οικείος. Στη συνέχεια,
προσαρμόζει όλα αυτά τα στοιχεία στις σκηνικές ανάγκες
του έργου. Σε πολλά σημεία αυτός ο τρόπος λειτουργίας
του Καραγκιόζη θυμίζει τις σημερινές έρευνες στην περιοχή του πολιτικοκοινωνικού θεάτρου, όπως εκείνο του
Ντάριο Φο 22 ή το «Λίβινγκ Θήατερ». 23
100
22
Ντάριο Φο: θεατρικός συγγραφέας, σκηνοθέτης, ευθυμογράφος και
ηθοποιός. Το 1997 βραβεύτηκε με Νόμπελ λογοτεχνίας. Έχει χρησιμοποιήσει τεχνικές από την Κομέντια Ντελλ’ Άρτε. Μαζί με τη σύζυγό του, Φράνκα Ράμε, ηθοποιό, συγγράφουν έργα στα οποία ασκούν
δριμύτατη κριτική για την πολιτική διαφθορά, το οργανωμένο έγκλημα, την κοινωνική αδικία.
23
Οι ρίζες του Λίβιγκ Θήατερ εντοπίζονται στο Θέατρο του Καταπιεσμένου που εμπνεύστηκε ο βραζιλιάνος Augusto Boal. Βασίζεται στο αξίωμα ότι θέατρο μπορούν να κάνουν όλοι και, όπως η γλώσσα, είναι
προσιτό σε όλους, αρκεί να διδαχτούν τη μέθοδο. Δεν απαιτείται εΔΗΜΗΤΡΗΣ ΜΥΤΑΡΑΣ
ΕΝΑ ΠΡΟΣΩΠΙΚΟ ΘΕΑΤΡΟ ΣΚΙΩΝ
Πέρα απ’ αυτά, δανείζεται την «Γκόλφω» και την «Ωραία του Πέραν» από το δραματολόγιο των περιοδευόντων θιάσων και από τις λαϊκές επιφυλλίδες της εποχής.
Καινούριες φιγούρες σχεδιάζονται για τους νέους ήρωες.
Οι παραδοσιακές μαυρόασπρες κοπιδιαστές φιγούρες έχουν από καιρό αντικατασταθεί, τουλάχιστον σε μεγάλο
μέρος, από άλλες σχεδιασμένες επάνω σε χοντρή ζελατίνα και καμηλόδερμα. Η διαφάνεια αυτών των υλικών επιτρέπει μια σχεδίαση λιγότερο συμβατική από τον αρχαϊκό
Καραγκιόζη, όχι επίπεδη πλέον, αλλά με αλλεπάλληλους
«σφουμάτους» τόνους και ρεαλιστικότερο αποτέλεσμα.
Όσο ο ανταγωνισμός γίνεται οξύτερος τόσο ο Καραγκιόζης προσπαθεί, με αφέλεια και πονηριά, να ευρύνει
τις πλαστικές δυνατότητές του με δανεικά ευρήματα του
θεάτρου ή άλλες ρεαλιστικές λύσεις. Αυτός ο συναγωνισμός τον εξωθεί πολλές φορές σε υπερβολές. Το φίδι του
Μεγαλέξαντρου θα βγει έξω από τη σκηνή για να τρομάξει ο κόσμος, οι «σφαγμένοι» της μάχης, δηλαδή οι σκισμένες φιγούρες, θα πεταχτούν στο εντυπωσιασμένο κοινό, ο Κατσαντώνης θα τσακίσει το πόδι του με ρεαλιστικότατο τριγμό από θρυμματισμένα καλάμια, ενώ σταγόνες αίμα βάφουν την οθόνη. Η κνίσα από την καμένη
σάρκα, στο μαρτύριο του Αθανάσιου Διάκου, πλημμυρίζει
τη σάλα και ένα σωρό άλλα τεχνικά και οπτικά εφέ επιστρατεύονται για μια ρεαλιστική απόδοση.
Στο ίδιο κλίμα συντελείται και η λεγόμενη «αποθέωση», όπου ο καραγκιοζοπαίχτης ανεβάζει τον μπερντέ και
μπειρία ηθοποιού, απαραίτητες είναι μόνο οι ιδέες. Στόχος είναι να
δραματοποιηθούν οι εμπειρίες των συμμετεχόντων με επίκεντρο μια
μορφή καταπίεσης, μια αδικία, ένα πρόβλημα (στη δουλειά, την οικογένεια, τις προσωπικές σχέσεις), στο οποίο δίνεται μια πολιτικο-κοινωνική διάσταση, μια αναγνωρίσιμη μορφή για το κοινό. Προκαλείται
γέλιο, εκνευρισμός, συγκίνηση, σκέψεις και γενικά έντονα συναισθήματα, δηλαδή όσα προσπαθεί να μεταδώσει στο κοινό το παραδοσιακό θέατρο. Και όλα αυτά συντελούνται με ερμηνείες από ανθρώπους
που ούτε καν είχαν φανταστεί ότι θα έπαιζαν θέατρο. Έμμεσα προτείνεται μια παιδαγωγική μέθοδος που δεν κρίνει, ούτε επιβάλλει,
αλλά προσφέρει ερεθίσματα για προσωπική συνειδητοποίηση και ατομική χειραφέτηση.
ΔΗΜΗΤΡΗΣ ΜΥΤΑΡΑΣ
101
ΕΝΑ ΠΡΟΣΩΠΙΚΟ ΘΕΑΤΡΟ ΣΚΙΩΝ
πραγματοποιεί σε «ταμπλό βιβάν» και με πραγματικούς
ηθοποιούς το συγκλονιστικό φινάλε, καλύπτοντας με ένα
τούλι την οθόνη για να διατηρήσει η σκηνή ένα φασματικό χαρακτήρα, που θα μας συνδέσει με το ύφος του Θεάτρου Σκιών. Αργότερα καταργείται και το τούλι, στην
προσπάθεια να γκρεμιστεί και το τελευταίο εμπόδιο στο
θανάσιμο συναγωνισμό, ενώ ο ίδιος ο καραγκιοζοπαίχτης
εμφανίζεται ντυμένος πλούσιος Αγάς, με κανονικά ζωγραφισμένα φόντα, σαν σκηνικό θεάτρου.
Η εικαστική πείρα των τεχνιτών του Καραγκιόζη ήταν
πολύ φτωχή για να ανταποκριθεί στις καινούριες απαιτήσεις των απαραίτητων σκηνικών και των διαφημιστικών
πανό, που εκτίθενται στις πλατείες των χωριών. Για παράδειγμα, ο καραγκιοζοπαίχτης Βασίλαρος κινήθηκε βασικά στην Πελοπόννησο και λιγότερο στη Ρούμελη. Εκεί
συναντούσε τους λαϊκούς αγιογράφους που γύριζαν στην
επαρχία «με τα πινέλα στο σελάχι», αναλαμβάνοντας
οποιαδήποτε παραγγελία, από εικονογράφηση εκκλησιών
ως τις ταμπέλες του χωριού, καθώς μας βεβαιώνει ο Γλιάτας, βοηθός του Βασίλαρου και κάποτε βοηθός του Κόντογλου. 24
Σ’ αυτούς τους ανώνυμους φορείς της λαϊκής τέχνης
οφείλουμε το πλήθος των λαϊκοβυζαντινών εικόνων που
συναντούμε σε όλη την Ελλάδα, στις χιλιάδες τα μικρά
ξωκλήσια. Ήταν οι μόνοι που συντήρησαν μέσα στις ταπεινές τους εικόνες, όχι μόνο τη συνέχεια της κλασικής
εικονογραφίας του Βυζαντίου, αλλά και την καθαρή πλαστική μιας τέχνης, η οποία εμπνέεται από τη λάμψη, την
ευγένεια και την καθαρότητα του ελληνικού χώρου, της
μόνης τέχνης που υπήρχε στη μακραίωνη τουρκική κατο-
24
102
Φώτης Κόντογλου (ψευδώνυμο του Φωτίου Αποστολέλη, 1895-1965):
λογοτέχνης και ζωγράφος. Αναζήτησε την «ελληνικότητα», δηλαδή
μία αυθεντική έκφραση, επιστρέφοντας στην ελληνική παράδοση,
τόσο στο λογοτεχνικό όσο και στο ζωγραφικό του έργο. Είχε καθοριστική συμβολή στη βυζαντινή εικονογραφία. Θεωρείται ως ένας από
τους κυριότερους εκπροσώπους της «Γενιάς του ’30». Σημαντικοί μαθητές του υπήρξαν ο Γιάννης Τσαρούχης και ο Νίκος Εγγονόπουλος.
ΔΗΜΗΤΡΗΣ ΜΥΤΑΡΑΣ
ΕΝΑ ΠΡΟΣΩΠΙΚΟ ΘΕΑΤΡΟ ΣΚΙΩΝ
χή, ζώντας σαν μικρή σπίθα κάτω από τη στάχτη, και κάποτε πρέπει να δεχτούμε ότι η συμβολή τους είναι πιο σημαντική απ’ όσο αρχικά φαίνεται. Αυτούς τους λαϊκούς
ζωγράφους-επιγραφοποιούς, που φρόντιζαν για τις θρησκευτικές-ψυχαγωγικές ανάγκες του κοινού, χρησιμοποίησαν οι καραγκιοζοπαίχτες της εποχής.
Συχνά, ο ίδιος ο καραγκιοζοπαίχτης ήταν και ο σχεδιαστής των σκηνικών του, αλλά συνήθως προτιμούσε τα
φώτα του ειδικότερου ζωγράφου, ο οποίος προσάρμοζε τη
ζωγραφική του στις σκηνικές ανάγκες και το ύφος του
Θεάτρου Σκιών, σύμφωνα με τις οδηγίες του εργοδότη
του.
Πιο συγκεκριμένα, ο ζωγράφος σχεδίαζε σε χαρτί του
μέτρου και, στη συνέχεια, ο καραγκιοζοπαίχτης αποτύπωνε το σχέδιο στο ύφασμα ή το δέρμα, τροποποιώντας
τη μορφή σύμφωνα με τις ανάγκες του, ώστε να καταλήγει να είναι δική του σχεδόν δημιουργία. Πολλές φορές, τα
σκηνικά και τις φιγούρες του Καραγκιόζη τις διεκδικούσαν πολλοί ζωγράφοι, σε τρόπο που είναι αδύνατο να εντοπιστεί ο δημιουργός τους. Πράγμα που συμβαίνει συχνά στη λαϊκή τέχνη. Πολύ συχνά, επίσης, οι καραγκιοζοπαίχτες χρησιμοποιούν ψευδώνυμα. Στην επαρχία του
1930-50 επικρατεί η αντίληψη ότι η τέχνη του καραγκιοζοπαίχτη είναι επιλήψιμη και ελάχιστα αξιοπρεπής.
Η ζωγραφική στο Θέατρο Σκιών εκδηλώνεται πριν απ’
όλα στο ζωγραφισμένο ύφασμα με τα διάφορα σκηνικά
που καρφιτσώνονται στον «μπερντέ», στις αφίσες που
εκτίθενται στο δρόμο και στο επάνω μέρος του πλαισίου
του «μπερντέ», το λεγόμενο «αέριο», όρος παρμένος από
το θέατρο, όπου και η φίρμα του καραγκιοζοπαίχτη, καθώς και κάτω από τον «μπερντέ» (ποδιά). Το υλικό των
τοπίων που καρφιτσώνονται στην οθόνη είναι συνήθως
λινό ζωγραφισμένο με ανιλίνες, για να είναι διαφανές,
ενώ των διαφημιστικών πανό είναι καραβόπανο ή χοντρό
κάμποτ. 25
25
Βαμβακερό ύφασμα.
ΔΗΜΗΤΡΗΣ ΜΥΤΑΡΑΣ
103
ΕΝΑ ΠΡΟΣΩΠΙΚΟ ΘΕΑΤΡΟ ΣΚΙΩΝ
Είναι φανερό ότι η διαφορετική καταγωγή των σκηνικών, που ξεκινά από τους λαϊκούς ζωγράφους με τη βυζαντινή παράδοση, είναι διαμετρικά αντίθετη από την
εικαστική αντίληψη που υπαγορεύεται από τις ανάγκες
του Θεάτρου Σκιών. Τα σκηνικά γενικά διατηρούν «ζωγραφικό» ύφος με διαβαθμίσεις τόνων, με ατμοσφαιρική
προοπτική. […] Σε αντίθεση με τα ζωγραφισμένα σκηνικά, ο Καραγκιόζης δεν είναι τρισδιάστατος. Στη βυζαντινή τέχνη, η οποία έχει σαφώς επηρεάσει τα σκηνικά αυτά,
συναντούμε συχνά κάγκελα, σιντριβάνια ή άλλες μορφές,
σχεδιασμένες μέσα στον όγκο του κτιρίου, που δημιουργούν δύο ή τρία επίπεδα. Αυτό δεν συμβαίνει στον Καραγκιόζη, όπου όλες οι μορφές εκτίθενται κατά παράταξη.
Πολύ συχνά οι φιγούρες έχουν μια σημαντική διαφορά
κλίμακας από εκείνη των αρχιτεκτονημάτων, τα οποία
συνήθως διατηρούν μια συμβατική προοπτική, που γίνεται αποδεκτή από το κοινό σαν ένα είδος «τεχνικής» ατέλειας ενός θεάτρου «αφαιρετικού», με απόλυτη συνέπεια
μορφής και περιεχομένου.
Συχνά ο καραγκιοζοπαίχτης τοποθετεί τη φιγούρα του
κατευθείαν στο κέντρο της οθόνης, χωρίς να την κολλάει
–σαν σκιά– δημιουργώντας την ψευδαίσθηση ενός προοπτικού χώρου. Άλλοτε η προοπτική ή ο χώρος γενικά απαιτούν από την ουσία του έργου την προβολή ενός αντικειμένου ή όγκου –π.χ. φούρνος– και η λύση είναι απλή.
Υπάρχει ένα πρώτο σκηνικό με κανονικό το σαράι και την
καλύβα, και ένας μικρός φούρνος στο κέντρο. Στο δεύτερο
σκηνικό τα κτίρια έχουν υποχωρήσει στο βάθος –έχουν
γίνει πολύ μικρότερα– ενώ ο φούρνος γύρω από τον οποίο
θα εξελιχθεί η υπόθεση έχει γίνει πολύ μεγαλύτερος. Στο
τέχνασμα αυτό (του καραγκιοζοπαίχτη Χαρίδημου) των
διαδοχικών σκηνικών, η μνήμη διατηρεί τη διαφορά των
δύο εικόνων και δημιουργείται η εντύπωση της προοπτικής.
Τα διάφορα αντικείμενα τα οποία χρησιμοποιούνται
στις παραστάσεις (ποτιστήρια, καρέκλες, κλπ.) είναι συνήθως μεγαλύτερα του πραγματικού, για να αποδώσουν
104
ΔΗΜΗΤΡΗΣ ΜΥΤΑΡΑΣ
ΕΝΑ ΠΡΟΣΩΠΙΚΟ ΘΕΑΤΡΟ ΣΚΙΩΝ
–θα λέγαμε– τη συναισθηματική φόρτιση. Τα μεγέθη αυξομειώνονται με έναν καθαρά συναισθηματικό τρόπο, ο
οποίος είναι πολύ συχνός στους ναΐφ 26 ζωγράφους και την
παιδική ζωγραφική.
Ακόμη, η οθόνη αποτελεί φωτεινό κέντρο μιας μαγικής
σφαίρας, όπου οι καραγκιοζοπαίχτες, οι χαρτονένιοι ήρωες και το κοινό της πλατείας επικοινωνούν απολύτως δημιουργώντας ένα είδος τρισδιάστατου χώρου, στον οποίο
περιέχονται οι πάντες. Είναι φανερό ότι η προσπάθεια του
Καραγκιόζη να συναγωνιστεί άλλα θεάματα τον εξωθεί
σε λύσεις, που δεν προφταίνουν να αφομοιωθούν στο ύφος του, όπως οι διαφορές στην αντίληψη της προοπτικής.
Ακόμη, η ρεαλιστική αντιμετώπιση των οπτικών εφέ, οι
οσμές, οι ήχοι, πολύ συχνά αποτελούν δάνειο από το θέατρο, χωρίς να χωνεύονται πάντα στο απόλυτο αφαιρετικό
ύφος του.
Από καθαρά εικαστική άποψη, τα σκηνικά αυτά είναι
μια έκπληξη. Η χρωματική τους διαύγεια, η ένταση, η υψηλή τους ποιότητα και η ακρίβειά τους, τα τοποθετούν
στην πρώτη γραμμή των δειγμάτων της ελληνικής λαϊκής
τέχνης. Ο λειτουργικός ή διακοσμητικός ρόλος τους δεν τα
εμποδίζει να είναι ταυτόχρονα έξοχη ζωγραφική, η οποία
φέρει μέσα της, κατ’ αναλογία, όλα εκείνα τα χαρακτηριστικά που διακρίνουμε στη μεγάλη ελληνική τέχνη. Ο λαϊκός τεχνίτης, σε άμεση επαφή με το περιβάλλον του και
την έμφυτη γνώση που φέρει εντός του, διαιωνίζει ασταμάτητα μέσα στο χρόνο την παράδοση.
Η λαϊκή τέχνη έχει γίνει πολλές φορές αφετηρία για τις
έρευνες της σύγχρονης ελληνικής ζωγραφικής. Δεν γνωρίζω αν σήμερα ακόμη θα έχει δώσει αφορμές στην ανα26
Ναΐφ σημαίνει αφελής, απλοϊκός, αμόρφωτος. Ως ναΐφ ταξινομείται η
τέχνη που χαρακτηρίζεται από παιδική απλότητα ως προς τη θεματική και την τεχνική. Αν και πολλοί ζωγράφοι εμφανίζονται μέσα από
τα έργα τους σαν να έχουν από ελάχιστη έως μηδαμινή καλλιτεχνική
εκπαίδευση, κάτι τέτοιο συχνά δεν ισχύει. Οι ναΐφ ζωγράφοι μεταπλάθουν σε τέχνη τα αισθητηριακά ή ψυχικά τους βιώματα χωρίς τον
έλεγχο του λογικού ή της συνείδησης. Απλοποιούν τα μέσα που συναρμολογούν τις εικόνες χωρίς να ασχολούνται με τη διάσταση.
ΔΗΜΗΤΡΗΣ ΜΥΤΑΡΑΣ
105
ΕΝΑ ΠΡΟΣΩΠΙΚΟ ΘΕΑΤΡΟ ΣΚΙΩΝ
νέωση των μορφών όπως πριν από σαράντα-πενήντα
χρόνια. Μολαταύτα, αυτή η ταπεινή τέχνη, η χωρίς φιλοδοξίες και υψηλές προθέσεις, συχνά χαμένη και περιφρονημένη, περιέχει διδάγματα που δεν ξεπερνιούνται σε
καμιά εποχή και από καμιά αντίληψη τέχνης, και σήμερα
και πάντα. Είναι η αμεσότητά της και η ακρίβεια με την
οποία περιγράφει τον ψυχικό-φυσικό χώρο˙ πάνω απ’ όλα
είναι η αλήθεια, το μέγιστο και ακατάλυτο δίδαγμα.
106
ΔΗΜΗΤΡΗΣ ΜΥΤΑΡΑΣ
ΕΝΑ ΠΡΟΣΩΠΙΚΟ ΘΕΑΤΡΟ ΣΚΙΩΝ
Γιάννης Τσαρούχης
Σκόρπιες Σκέψεις για τον Καραγκιόζη 27
Γνώρισα τον Καραγκιόζη όταν οι διανοούμενοι δεν ασχολούνταν με τη λαϊκή τέχνη. Τον γνώρισα παιδί κι η αξιολόγησή μου τον βρήκε εξίσου ωραίο με το βερίκοκο. Η
πρώτη μου εντύπωση ήταν ενός φυσικού μεγαλείου γεμάτου μυστήριο, όπως είναι ο λόγος ο ανθρώπινος. Από τότε,
διαισθανόμουν πως η λεπτότητα πρέπει να συνυπάρχει
με κάτι πολύ πρωτόγονο και απλό, για να είναι αληθινή,
δηλαδή οξύτητα και όχι αδυναμία. Αργότερα ξαναγύρισα,
όχι για να μελετήσω τη λαϊκή τέχνη, μα αντίθετα, για να
ξεφύγω από τη συκοφαντική δυσφήμισή της και για να
έρθω σ’ επαφή με κάτι αληθινό, με κάτι τελείως αντίθετο
μ’ όσους έλεγαν πως πρέπει να μελετήσουμε τη λαϊκή
τέχνη για να την εξυψώσουμε.
Πέρα από τα αστεία του Καραγκιόζη, που καμιά φορά
είναι περίφημα, εκείνο που με τραβούσε πιο πολύ ήταν η
σοβαρότητά του με την καλύτερή της σημασία, την αισθησιακή, ανάλογη μ’ αυτή που έχει το ανατολίτικο θέατρο, το γιαπωνέζικο, το κινέζικο και η πανάρχαια αδελφή
τους, η αρχαία τραγωδία. Ένα θέατρο στατικό που η δράση βγαίνει από το αίσθημα και όχι από τη νευρική κίνηση.
Τολμώ να πω, πως βλέποντας τα «εζωγραφισμένα οθόνια» στις «ποδιές» του Καραγκιόζη […] ένοιωσα με αυτά τα
κακότεχνα όπως λένε έργα, πώς ήταν τα αρχαία προσκήνια και ότι η αρχαία τραγωδία, που έχει καταντήσει ένα
παγερό και τουριστικό πρόβλημα, ήταν στον καιρό της
ένα πράγμα γλυκό και ουσιαστικό.
27
Κεφάλαιο από το βιβλίο του Γιάννη Τσαρούχη, Αγαθόν το Εξομολογείσθαι, δεύτερη έκδοση, Εκδόσεις Καστανιώτη, Αθήνα 1986.
ΓΙΑΝΝΗΣ ΤΣΑΡΟΥΧΗΣ
107
ΕΝΑ ΠΡΟΣΩΠΙΚΟ ΘΕΑΤΡΟ ΣΚΙΩΝ
Η φωνή του μεγαλοπρεπούς Δεδούσαρου 28 μέσα στη
νύχτα, φωνή του Πανός και των Σατύρων, του Διός και
του Αριστοφάνη, ερχόταν σαν έλεγχος θείου δαιμονίου,
που με υποχρέωνε να περιφρονώ με νεανική σκληρότητα
κάθε τι το «φιλολογικό», το «πολιτισμένο», το «καλλιτεχνικό». Οι φωνές του Καραγκιόζη, όπως των πλανόδιων
μικροπωλητών, δυνατές, αγνές, μεσογειακές, με μιαν επισημότητα που σε κάνει να απορείς και να μην ξέρεις σε
ποια μεγάλη αυλή μαθήτεψαν ή από ποια μεγάλη θρησκεία προέρχονται, με τραβούσαν πολύ περισσότερο από
τη σκανδαλώδη ομοιότητα που είχαν οι διαφημίσεις του
και οι φιγούρες του με τα αρχαία αγγεία. Όλη η νοστιμάδα της ελληνικής φυλής εκφρασμένη με ήχους. Γιατί τάχα
η τέχνη, που ο μεγάλος της προορισμός είναι να νοστιμεύει και να δυναμώνει τη ζωή μας, θα έπρεπε να βρίσκεται σε διάσταση με όλα αυτά τα δυνατά και νόστιμα
πράγματα, για χατίρι μιας δήθεν προόδου ή μιας δήθεν
σοβαρότητος; Δεν ξέρω αν υπάρχουν αιώνιες αξίες στην
τέχνη, μα ξέρω πως υπάρχουν αξίες που σε γεμίζουν με
το αίσθημα της αιωνιότητας.
Ο Καραγκιόζης ήταν για μένα μεγάλο σχολειό μεγάλων διδαγμάτων. Εκεί έμαθα τι θα πει από σκηνής άσμα,
εκεί κατάλαβα πόσο το τραγούδι ήταν απαραίτητο στην
αρχαία τραγωδία για να εκφράσει τα ανέκφραστα, όσα ο
λόγος δεν μπορούσε να εκφράσει. Εκεί συνέλαβα μια χιμαιρική ιδέα τού τι θα μπορούσε να ήταν ένα σοβαρό ελληνικό μελόδραμα, ακούγοντας τα κλέφτικα και τους αμανέδες να γεμίζουν τον ουρανό, που φαινόταν κατάμαυρος, πλάι στο φωτισμένο πανί. Ο Καραγκιόζης υπήρξε ένα
είδος Βιργίλιος 29 που με εξοικείωσε με την παγερή κόλαση
της προγονοπληξίας και γενικά της αρχαιοκαπηλίας.
108
28
Γιάννης Δεδούσαρος και Θανάσης Δεδούσαρος, γνωστοί καραγκιοζοπαίχτες με έδρα τον Πειραιά, όπου και ο ιδιαίτερος τόπος καταγωγής
του ζωγράφου.
29
Πόπλιος Βιργίλιος Μάρων (70 π.Χ.-19 π.Χ.): Λατίνος ποιητής. Το έργο
του, Αινειάς, θεωρείται το σπουδαιότερο της Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας. Συνετέθη κατά προτροπή του αυτοκράτορα Οκταβιανού, για να
ΓΙΑΝΝΗΣ ΤΣΑΡΟΥΧΗΣ
ΕΝΑ ΠΡΟΣΩΠΙΚΟ ΘΕΑΤΡΟ ΣΚΙΩΝ
Δεν ξέρω πού είχε πάρει το αυτί μου, πως στα Ελευσίνια Μυστήρια 30 άνθρωποι, πίσω από φωτισμένες οθόνες,
παρίσταναν διάφορες σκηνές. Αυτή η πληροφορία ίσως
ανεξακρίβωτη, ήταν μια καλή συντροφιά για να παρακολουθώ τις παραστάσεις του Καραγκιόζη, που από μόνες
τους είχαν ένα μυστηριακό χαρακτήρα. Το βρεμένο χώμα,
για να μη σηκώνεται σκόνη, μιλούσε πολύ καλύτερα από
κάθε μελέτη για όλα τα άγνωστα των Ελευσινίων Μυστηρίων.
[…] τότε 31 ένοιωσα βαθιά πως ο Καραγκιόζης είναι ένα
θέατρο που παίζει έργα των οποίων η σκηνή «υπόκειται»
σε εποχή κατοχής, σε τούρκικη κατοχή. Μα συγχρόνως
και σε ένα σύμβολο της αιώνιας βίας, της τρομοκρατίας,
και όλοι οι ήρωες γύρω-γύρω ο καθένας και μια διαφορετική αντίδραση, όπως διαφορετική είναι η γνώμη για τον
έρωτα στον καθένα από τους φιλοσόφους στο Συμπόσιο
του Πλάτωνος. Ο Καραγκιόζης, μια νέα και περίεργη ενσάρκωση της Αντιγόνης και της Ηλέκτρας, μια καινούρια
απρόοπτη έκφραση του προαιώνιου ελληνικού πόνου που
γεννά η αδικία. Ο παραπονιάρης που καταφέρνει να εκφράσει και μαζί να γελοιοποιήσει τον ανθρώπινο πόνο. Η
σύλληψη του Καραγκιόζη, κάτι μεταξύ ανθρωπισμού και
γελοιοποίησης του ανθρωπισμού, μόνο με του Σαρλώ τις
συλλήψεις μπορεί να συγκριθεί.
προπαγανδίσει το μεγαλείο της Ρώμης. Μιμείται τα ομηρικά έπη, αλλά συγχρόνως είναι δημιούργημα πρωτότυπο και προσωπικό.
30
Ελευσίνια Μυστήρια: γιορτή και μυστηριακή τελετή προς τιμήν της
θεάς Δήμητρας και της Περσεφόνης. Η ουσία τους παραμένει άγνωστη. Η μυστικότητα μεταξύ των μυημένων στηρίζεται σε βάσεις θρησκευτικές και πολιτικές, ενώ ετιμωρείτο με θανατική ποινή όποιος
προέβαινε σε αποκαλύψεις. Ορισμένοι μελετητές υποστηρίζουν ότι οι
ιερείς παρουσίαζαν τη μεταθανάτια ζωή μέσω ιερών αντικειμένων
και έντονης εναλλαγής φωτός και σκότους. Άλλοι θεωρούν ότι η ισχύς και η μακροζωία τους οφείλεται στο ότι η εμπειρία για κάθε μυημένο ήταν εσωτερική και την προκαλούσε μία ψυχοενεργή ουσία
που περιείχε ο κυκεών, ποτό από κριθάρι, νερό και βότανα. Το έπιναν
οι συμμετέχοντες κατά το αποκορύφωμα των Μυστηρίων για να διακόψουν την αποχή από το φαγητό και το νερό.
31
Αναφέρεται στην εμπειρία του από τον πόλεμο της Αλβανίας και την
κατοχή της Αθήνας από τους Γερμανούς.
ΓΙΑΝΝΗΣ ΤΣΑΡΟΥΧΗΣ
109
ΕΝΑ ΠΡΟΣΩΠΙΚΟ ΘΕΑΤΡΟ ΣΚΙΩΝ
Το δράμα της πείνας και τα δεινά της κατοχής, όπως τα
συλλαμβάνει μια ψυχή που είναι καμωμένη, όπως κάθε
ψυχή, για το απόλυτο. Οι υποχωρήσεις του Καραγκιόζη
είναι φυσικές γιατί έχει βάλει πολύ ψηλά το ιδανικό της
ελευθερίας. Δίπλα του η ενσάρκωση της Χρυσοθέμιδος 32
και της Ισμήνης, 33 ο Χατζηαβάτης, ο αιώνιος δωσίλογος,
αυτός που συμπράττει με τον κατακτητή, που ελπίζει μαζί
του. Η μικρόψυχη ορθοφροσύνη, το μηδέν άγαν των μικρών.
Νομίζω πως όλη η τέχνη του Καραγκιόζη είναι στο να
υποβάλλει πράγματα που πολλές φορές δεν ειπώθηκαν,
στο να ζωντανεύει με δύο «αφύσικες» κινήσεις του χαρτονιού έναν ολόκληρο τύπο. Από τον τύπο του Καραγκιόζη
βγαίνει μια αναρχική ελευθερία, μεθυστική για τα μικρά
παιδιά μα και για τους μεγάλους, που δεν λογαριάζει τίποτα και που, εν τούτοις, μέσα στη γενική ειρωνεία του
για τα πάντα μπορεί με ασύλληπτες διαβαθμίσεις ύφους
να δείχνει το σεβασμό του. Το σεβασμό του για του ήρωες
του ’21 που τα θυσιάζουν όλα για την ανεξαρτησία. Το
σεβασμό για τους παπάδες και τους νεκρούς, τους γέρους
110
32
Χρυσόθεμις: αδελφή της Ηλέκτρας και του Ορέστη, κόρη του Αγαμέμνονα και της Κλυταιμνήστρας. Στην «Ηλέκτρα», τραγωδία του Σοφοκλέους, περιγράφεται ως η προσωποποίηση της δειλής λογικής.
Παρουσιάζεται αδύναμη ώστε να τονιστούν ο ηρωισμός και η γενναιότητα της Ηλέκτρας.
33
Ισμήνη: κόρη του Οιδίποδα και της Ιοκάστης, αδελφή της Αντιγόνης
και των διδύμων Ετεοκλή και Πολυνείκη, της γενιάς των Λαβδακιδών.
Στην «Αντιγόνη» του Σοφοκλέους, όταν αποκαλύφθηκε η πατροκτονία και η αιμομιξία του Οιδίποδα, βίωσε τον απαγχονισμό της μητέρας της και την αυτοτύφλωση του πατέρα-αδελφού της. Είδε τα δύο
αδέλφια της να ερίζουν για το θρόνο και τελικά να αλληλοσκοτώνονται. Όταν ο Κρέων, βασιλιάς της Θήβας, επέτρεψε μόνο την ταφή
του Ετεοκλή, δεν είχε το σθένος να αντισταθεί. Προσπάθησε να αποτρέψει την Αντιγόνη να θάψει τον Πολυνείκη, αφού η ταφή του θα είχε ως συνέπεια το θάνατο. Έγινε μάρτυρας και του θανάτου της Αντιγόνης. Το τέλος της ήταν τραγικό. Ως ιέρεια της Αθηνάς ενέδωσε
μέσα στο ναό στον έρωτα του Περικλύμενου. Η θεά, οργισμένη, παρότρυνε τον Τυδέα, έναν από τους Επτά Στρατηγούς κατά της Θήβας,
να τους σκοτώσει. Η Ισμήνη θανατώθηκε από τον μανιασμένο Τυδέα,
ενώ ο Περικλύμενος, εγκαταλείποντάς την, δραπέτευσε.
ΓΙΑΝΝΗΣ ΤΣΑΡΟΥΧΗΣ
ΕΝΑ ΠΡΟΣΩΠΙΚΟ ΘΕΑΤΡΟ ΣΚΙΩΝ
και τις γριές, όπως και για τα μικρά παιδιά που πεινούν,
χωρίς ποτέ να πάψει να τα ειρωνεύεται όλα αυτά. Είναι
μια δικαιοσύνη που αναγνωρίζει στους άλλους αυτό που
θέλουν να είναι, προερχόμενη από έναν δυστυχισμένο και
πειναλέο αλήτη, στο βάθος από έναν πεσιμιστή, που παράδοξα σε γεμίζει ελπίδα για τη ζωή.
Στον Καραγκιόζη οφείλω, όσο και σε μερικά άλλα
πράγματα Ελληνικά, αυτή την κυνική σκληρότητα, το οργιώδες πάθος για την απόλυτη ηθική, όπως την εννοούσαν οι Αρχαίοι. Η αγνότης του είναι του ανθρώπου που
δεν έχει πια ανάγκη να λέει ψέματα. Ίσως πολλοί να
βρούνε πως είναι λίγο αυτό. Ίσως. Μα φαίνεται πολύ μεγαλύτερο όταν περιστοιχίζεται από ανθρώπους που θεωρούν απαραίτητο να στηρίζουν τη δύναμή τους στο ψέμα.
Η αγνότης του προέρχεται ακόμα από το γεγονός ότι είναι πολύ κοντά στα πράγματα. Η ελευθερία του βγαίνει
απ’ τα ίδια τα πράγματα. Η τυραννία είναι φοβερή μα είναι χονδροειδής. Αφήνει πάντοτε ένα τράτο και μέσα εκεί
ανθίζει η ανεξαρτησία του Καραγκιόζη. Αιώνια: όσο ο κόσμος, όσο τα πράγματα.
Ο Καραγκιόζης είναι ο σίφουνας της αρνήσεως που έχουν οι φτωχοί και οι αποτυχημένοι, αλλά και οι απελευθερωμένοι από κάθε δεσμό επιτυχίας. Μια άρνηση θερμή,
ενθουσιώδης, τραγική, μέσα στην οποία κρύβεται η πιο
λυρική και η πιο αγνή ουσία της ζωής. Κάτω από τις καρπαζιές και τα αστεία υπάρχει μια ηρωική μεγαλοπρέπεια
ενός ασκητή που θεωρεί ντροπή του να έχει σχέδια, μα
που, εντούτοις, κρατά ένα μέτρο στη βαθύτητά του.
Θα ήθελα να μιλήσω για τις χίλιες δυο επιδράσεις που
υπάρχουν στον Καραγκιόζη, ολόιδιες όπως υπάρχουν και
σ’ άλλες μορφές της λεγόμενης λαϊκής τέχνης, απ’ το 17ο
αιώνα κι εδώ. Θα ήθελα να ’χα τον καιρό και την ικανότητα να μελετήσω τις πηγές αυτών των επιδράσεων. Με τη
διαίσθησή μου ξεχωρίζω δυο βασικές επιδράσεις, την ανατολίτικη και τη δυτική. Η ανατολίτικη δίνει την ίδια τη
ραχοκοκαλιά του Καραγκιόζη, ιδίως στην τεχνική σύλλη-
ΓΙΑΝΝΗΣ ΤΣΑΡΟΥΧΗΣ
111
ΕΝΑ ΠΡΟΣΩΠΙΚΟ ΘΕΑΤΡΟ ΣΚΙΩΝ
ψη, το ανθρωπιστικό πνεύμα του μπαρόκ 34 ανακατεμένο
με το γκροτέσκο 35 πνεύμα του, υπάρχει με την ίδια προσαρμογή στα καθ’ υμάς, όπως το βλέπουμε στο παλιό
κρητικό θέατρο, στο έπος και γενικά σ’ ένα σωρό δημοτικά τραγούδια, που έχουν δυτική επίδραση, παραπάνω απ’
όσο φανταζόμαστε.
Οι άγγελοι που κατεβαίνουν να στεφανώσουν, ο Μέγας
Αλέξανδρος με το κράνος, όσο κι αν έχουν μιαν ελληνιστική και βυζαντινή καταγωγή, ο Καραγκιόζης τα παίρνει
απ’ το ανθρωπιστικό πνεύμα της Δύσεως, το ίδιο πνεύμα
που ζωογονεί την ελληνική επανάσταση, το Ρήγα Φεραίο
και όλη την παλιγγενεσία. Ο Σολωμός ξεχωρίζει κι επισημοποιεί αυτό το ύφος αφού μας πει πως χωρίς τη λαϊκή,
δηλαδή την ανθρώπινη κι εθνική ουσία, όλα αυτά δεν αξίζουν τίποτα. Μέσα στο λαϊκό θέατρο του Καραγκιόζη,
όπως μέσα στη ζωγραφική του Θεόφιλου, υπάρχουν τα
ίδια προβλήματα της ενώσεως των δύο κόσμων, που ήδη
ένοιωσε ο Σολωμός. Ο ρυθμικός ρεαλισμός της Ανατολής
με την ποτισμένη από μαθηματικό πνεύμα φυσιολατρία
της δύσεως. Οι Μακεδόνες στο γαϊτανάκι, όπως άλλωστε
και η γκαμήλα, έχουν μια καταγωγή που εύκολα μπορεί
να εξακριβωθεί: απ’ την Αναγέννηση, από το μελόδραμα,
απ’ τις εορτές και τα μπαλέτα των Αυλών. Ήδη τη στολή
των Μακεδόνων φορά ο Μέγας Αλέξανδρος του Καραγκιόζη και οι στολές που φορούν οι μάγκες του γαϊτανακιού βρέθηκαν στην Ελλάδα από μουφλουζεμένους 36 θιά-
112
34
Ο όρος Μπαρόκ αναφέρεται στην ιστορική περίοδο 1600-1750, που ακολούθησε την Αναγέννηση. Γεννήθηκε στη Ρώμη ως νέος τρόπος
έκφρασης και εξαπλώθηκε σχεδόν σε όλη την Ευρώπη. Χαρακτηρίζεται από δραματικότητα και συναισθηματισμό, με έντονα στοιχεία ορθολογισμού χωρίς να αποκλείονται και οι συμβολισμοί. Σκοπό έχει
να εντυπωσιάσει και να εξυψώσει τον άνθρωπο μέσα από τα πάθη
και τα συναισθήματα του.
35
Γκροτέσκο σημαίνει γελοιογραφική υπερβολή, για να τονιστεί το κακό
και το άσχημο. Το γέλιο που προκαλείται συγγενεύει με την αθωότητα και την απόλυτη χαρά, ενώ προστίθεται και η σημαίνουσα σκέψη.
36
χρεοκοπημένους.
ΓΙΑΝΝΗΣ ΤΣΑΡΟΥΧΗΣ
ΕΝΑ ΠΡΟΣΩΠΙΚΟ ΘΕΑΤΡΟ ΣΚΙΩΝ
σους ιταλικού μελοδράματος, που τις άφησαν αμανάτι
για να φύγουν.
Πολλές φορές συναντούμε αυτούσια λιμπρέτα από κωμωδίες του Μολιέρου. 37 Θα άξιζε τον κόπο να μελετήσει
κανείς, μήπως αυτά υπάρχουν από παλαιότατη παράδοση, απ’ όπου τις πήρε κι ο Μολιέρος. Το ύφος του Καραγκιόζη άλλωστε θυμίζει πολύ τη μεταφρασμένη σε βενετσάνικα ελληνικά Χαλιμά. Αν σ’ όλη αυτή την ηδονική
παλαιότητα προσθέσουμε την αναίδεια του δρόμου, το
ρεαλισμό της καθημερινής ζωής, έχουμε αυτό το κατασκεύασμα, ετερόκλιτο και γοητευτικό, όπως κάθε πράγμα
που ζει. Στον Καραγκιόζη συλλαμβάνει κανείς τον Έλληνα επ’ αυτοφώρω, να πιστεύει σταθερά και με υπερβολή
κάποιες ιδέες που ήταν πάντα δικές του.
Εκτός απ’ τις φιγούρες του Καραγκιόζη υπάρχει κι η
ζωγραφική του, όπως αυτή παρουσιάζεται στις ρεκλάμες
του. Πολύ λίγο γνωρίζουμε τα ονόματα όλων των ζωγράφων που έκαναν τέτοιες ρεκλάμες. Ο Δεδούσαρος είναι
πολύ δυνατός ζωγράφος για την απλή πολυγνώτια χρωματική του κλίμακα: μαύρο φούμο, άσπρο τσίγκο, χοντροκόκκινο και ώχρα, όπου συχνά προστίθεται και λίγο κίτρινο λεμονί. Οι ρεκλάμες του Σωτήρη Σπαθάρη με τη
φίνα πολυχρωμία τους είναι επίσης έργα αξιοθαύμαστα.
Ο γιος του Ευγένιος είναι επίσης σπουδαίος ζωγράφος
που έχει κάνει δικές του, πλουτίζοντάς τες, τις αρετές του
πατέρα του. Μα ασφαλώς θα υπάρχουν κι άλλοι που θα
έπρεπε να γίνουν γνωστοί. Για χρόνια είχα κρεμασμένα
στους τοίχους του εργαστηρίου μου ρεκλάμες του Δεδούσαρου και του Σπαθάρη, προσπαθώντας να πάρω απ’ αυ37
Μολιέρος (1622-1673): Γάλλος θεατρικός συγγραφέας, διευθυντής
θεάτρου και ηθοποιός. Θεωρείται ως ο καλύτερος Γάλλος κλασικός
ποιητής, ενώ για πολλούς είναι και ο καλύτερος λογοτέχνης. Έφερε
την κωμωδία σε ίση θέση με την τραγωδία. Επηρέασε το δυτικό θέατρο, τόσο στη σκηνική πρακτική όσο και στη δραματουργία. Ανήκει σε
ένα εκλιπόν είδος θεατράνθρωπου. Τα αριστουργήματά του και μεγάλα κείμενα -ο «Δον Ζουάν», ο «Μισάνθρωπος», ο «Ταρτούφος», ο
«Αρχοντοχωριάτης», ο «Κατά Φαντασίαν Ασθενής» –είναι τα πιο πικρά με εμφανή τα έντονα τραγικά στοιχεία.
ΓΙΑΝΝΗΣ ΤΣΑΡΟΥΧΗΣ
113
ΕΝΑ ΠΡΟΣΩΠΙΚΟ ΘΕΑΤΡΟ ΣΚΙΩΝ
τές αυτό που τίποτε άλλο δεν θα μπορούσε να μου το δώσει: έναν ρεαλισμό που δεν αισθάνεται καθόλου υποχρεωμένος ν’ αντιγράφει ό,τι δεν έχει νόημα για την ομορφιά
της ζωγραφικής. Μεγάλα κι επικίνδυνα μαθήματα μιας
τέχνης, που δεν σου δίνει τίποτα αν δεν της τα δώσεις όλα.
114
ΓΙΑΝΝΗΣ ΤΣΑΡΟΥΧΗΣ
ΕΝΑ ΠΡΟΣΩΠΙΚΟ ΘΕΑΤΡΟ ΣΚΙΩΝ
BOOK DESIGN
KONSTANTINOS P. MYLONAS
ΕΠΕΞΕΡΓΑΣΙΑ, ΕΚΤΥΠΩΣΗ ΚΑΙ ΒΙΒΛΙΟΔΕΣΙΑ
MULTIMEDIA ΑΕ
ΕΝΑ ΠΡΟΣΩΠΙΚΟ ΘΕΑΤΡΟ ΣΚΙΩΝ
Ο ΜΕΓΑΛΕΞΑΝΤΡΟΣ ΣΕ ΠΡΟΒΑ
(ΑΝΤΟΝΙ ΚΟΡΟΥΤΙ)
ΟΠΙΣΘΟΦΥΛΛΟ
Ο ΜΠΕΡΝΤΕΣ ΤΟΥ ΕΥΓΕΝΙΟΥ ΣΠΑΘΑΡΗ:
ΦΩΤΟΓΡΑΦΙΑ ΜΕ ΤΗΝ ΥΠΟΓΡΑΦΗ ΤΟΥ.
ΑΡΧΕΙΟ ΓΙΩΡΓΟΥ ΚΟΡΔΕΛΛΑ
ΑΡΧΕΙΟ ΓΙΩΡΓΟΥ ΚΟΡΔΕΛΛΑ
ΛΟΥΔΟΒΙΚΟΣ ΤΩΝ ΑΝΩΓΕΙΩΝ ● ΒΑΓΓΕΛΗΣ ΓΑΡΟΦΑΛΛΟY ● ΤΑΣΟΣ ΓΕΩΡΓΟΠΟΥΛΟΣ
ΔΙΟΝΥΣΗΣ ΓΙΑΤΡΑΣ ● ΑΝΑΣΤΑΣΙΑ ΓΚΙΤΣΗ ● ΣΤΕΛΙΟΣ ΕΛΛΗΝΙΑΔΗΣ ● ΚΩΣΤΑΣ ΚΑΛΗΜΕΡΗΣ
ΓΙΩΡΓΟΣ ΚΟΡΔΕΛΛΑΣ ● ΕΠΗ ΜΕΛΗ ● ΓΙΩΡΓΟΣ ΜΠΑΣΔΕΚΗΣ
ΜΙΧΑΛΗΣ ΜΠΟΥΡΜΠΟΥΛΗΣ ● ΣΟΦΙΑ ΜΥΛΩΝΑ ● ΔΗΜΗΤΡΗΣ ΜΥΤΑΡΑΣ ● ΝΤΟΡΑ ΡΙΖΟΥ
ΦΙΛΙΠΠΟΣ ΠΑΠΑΦΙΛΙΠΠΟΥ ● ΜΑΝΩΛΗΣ ΡΑΣΟΥΛΗΣ ● ΓΙΩΡΓΟΣ ΣΠΕΗΣ
ΓΙΑΝΝΗΣ ΤΣΑΡΟΥΧΗΣ ● ΓΙΑΝΝΗΣ ΦΙΛΙΠΠΙΔΗΣ
ΕΝΑ ΠΡΟΣΩΠΙΚΟ ΘΕΑΤΡΟ ΣΚΙΩΝ