Περιφερειακές Ανισότητες: Ενδείξεις

ΠΕΡΙΦΕΡΕΙΑΚΕΣ ΑΝΙΣΟΤΗΤΕΣ: ΕΝΔΕΙΞΕΙΣ Λευτέρης Κολτσάρας [email protected] Περίληψη Πώς αποτιμάται σε πραγματικό χρόνο και χώρο η Ανισότητα και η Σύγκλιση (Απόκλιση); Η απάντηση στο άνωθεν ερώτημα προϋποθέτει τέσσερις βασικές παραμέτρους: 1) Εισαγωγή σύγχρονων και αναβαθμισμένων τεχνικών ανάλυσης, 2) Αποσαφήνιση του εύρους και της βαρύτητας επί μέρους σύνθετων διαστάσεων, 3) Απεικόνιση των στρατηγικών επιλογών σε μακροπρόθεσμο ορίζοντα και 4) Αποτύπωση των Ανισοτήτων σε συμπαγείς πολιτικούς στόχους και επιλογές. Υπό τη βάση αυτή, σε επίπεδο περιφερειών Ελλάδας υιοθετείται μία προσέγγιση (θεωρητική και οικονομετρική) που εστιάζει στις επιδράσεις ή/και επιπτώσεις της χωρικής γειτνίασης και αναδεικνύει τη δυναμική της εγχώριας κινητικότητας ή μη κινητικότητας της εργασίας. Επί τούτου, δίνουμε υπόσταση και μορφή σε καινοτόμα εργαλεία μέτρησης των περιφερειακών Ανισοτήτων (δείκτης LLAMACE και λοιποί επτά δείκτες). Ως πρόταση και μεθοδολογία, διαφοροποιούμε την ήδη συμβατική προσέγγιση του περιφερειακού προβλήματος και επεκτείνουμε το πεδίο μέτρησης των περιφερειακών Ανισοτήτων, μετασχηματίζοντας τη σύνθετη πληροφόρηση επί μέρους διαστάσεων υπό ένα μοναδικό και αυτούσιο μέτρο μέτρησης. Τούτο συνιστά μία ένδειξη ως προς την τυπολογία και το πρότυπο των ανισοτήτων που αποκαλύπτονται και το βαθμό που η τρέχουσα τάση και δυναμική τους ήταν συνέπεια εξωγενών ή άλλων παραγόντων. ‘Λέξεις‐κλειδιά’: Ελλάδα, Ανισότητες, Κρίση, Σύγκλιση, Δείκτες 1. Εισαγωγή Η εμφάνιση έντονων περιφερειακών ανισοτήτων κυρίως μετά τη δεκαετία του 1950 έφερε στο προσκήνιο της δημόσιας συζήτησης διάφορες και διαφοροποιημένες θεωρητικές προσεγγίσεις και υποδείγματα. Τούτο αποτέλεσε μία διεξοδική προσπάθεια διερεύνησης και ερμηνείας των βαθύτερων αιτίων, των συνεπειών ή/και επιπτώσεων αυτών και των αντίστοιχων προτάσεων της πολιτικής ως προς τη βέλτιστη αντιμετώπισής τους. Τα αίτια του περιφερειακού προβλήματος συνθέτουν ένα πολύπλοκο σύστημα οικονομικών, κοινωνικών, πολιτικών, πολιτισμικών, χωρικών κοκ παραγόντων, που διαμορφώνονται ιστορικά ως μία μακρόχρονη λειτουργική σχέση ανάμεσα σε άνισου μεγέθους χωρικές μονάδες. Οι διαρθρωτικές μεταβολές στα χαρακτηριστικά των μονάδων αυτών (κύριες ή/και δευτερεύουσες) επηρεάζουν την ένταση του περιφερειακού τους προβλήματος (Κόνσολας, 1997: 53). Ο προσδιορισμός του συνόλου των παραγόντων που επιφέρουν το περιφερειακό πρόβλημα απαιτεί ειδικό σχεδιασμό και χάραξη μίας πολυσύνθετης προσέγγισης, συχνά ολότελα διαφορετικής των ήδη γνωστών και συμβατικών μεθόδων. Τούτο είναι απολύτως λογικό κρίνοντας την αλληλεξάρτηση, τις ροές και τις σχέσεις ανταλλαγής που αναπτύσσονται στο χωρικό πεδίο και την αναγκαιότητα εφαρμογής μίας πολυεπίπεδης περιφερειακότητας σε όρους πολιτικής παρέμβασης. Σε αδρές γραμμές, το πλεονέκτημα και η προστιθέμενη αξία των νεότερων και αναβαθμισμένων προσεγγίσεων έγκειται ακριβώς στο γεγονός ότι αξιολογούν τα φαινόμενα υπό τη βάση σύνθετων συμπεριφοριστικών υποθέσεων, αποφεύγοντας την αποσπασματικότητα προγενέστερων μεθόδων και μεθοδολογιών. Προσφέρεται δε η δυνατότητα να επισημανθούν οι λειτουργικές σχέσεις στον πραγματικό χρόνο και χώρο και να ιεραρχηθούν οι σχέσεις ανισορροπίας μεταξύ των χωρικών μονάδων με τρόπο που να αποκαλύπτονται οι τρέχουσες τάσεις πολύπλευρα. Συνεπώς, αναλύονται συνδυαστικά και συμπληρωματικά συνθήκες, καταστάσεις και φαινόμενα πλήρως ενταγμένα στον κύριο κορμό του περιφερειακού προβλήματος, συνδεδεμένες‐α με την ιστορικότητα του ‘Χώρου’ που τις‐α ανέδειξε και τις‐α προκάλεσε. 2. Δείκτες Ανισοτήτων Η σφαιρική προσέγγιση του ζητήματος των εντεινόμενων περιφερειακών ανισοτήτων διαχωρίζει το συνολικό πλαίσιο ανάλυσης στη βάση δύο κύριων παραμέτρων: α) Θεωρητική προσέγγιση των εννοιών και του περιεχομένου της σύγκλισης‐απόκλισης και β) Τρόπος Μέτρησης και καταγραφής των αντίστοιχων τάσεων. Το ερώτημα που προκύπτει σε ένα επόμενο επίπεδο σχετίζεται με την τελική επιλογή των κατάλληλων εργαλείων μέτρησης και την υιοθέτηση ενός επαρκώς δομημένου οικονομετρικού υποδείγματος, το οποίο να συνάδει με το γενικό περίγραμμα της όλης προσέγγισης. Τούτες οι δύο αλληλοσυνδεόμενες επιλογές λαμβάνονται σαφώς υπόψη γνωρίζοντας ότι από τη στιγμή που ενσωματώνεται η εδαφική (χωρική) διάσταση στα φαινόμενα της έντονης περιφερειακής απόκλισης, τα κλασικά εργαλεία και οι κλασικές μέθοδοι ανάλυσης αδυνατούν να συλλάβουν όλες τις επί μέρους παραμέτρους, συνιστώσες και διαστάσεις του προβλήματος. Η σύλληψη, ο σχεδιασμός και η θεμελίωση καινοτόμων δεικτών και κριτηρίων αποτελεί την κοινή συνισταμένη επί μέρους διακριτών περιεχομένων καθενός πρωτογενούς μέτρου (ή δεδομένου), το οποίο όντας σε συνάφεια με άλλο ή/και άλλα κτίζουν ένα «Νέο» δείκτη ή μέτρο. Η όλη συλλογιστική που διέπει τους παρόντες δείκτες ανισοτήτων επιτρέπει την ανάδειξη του βαθμού και της έκτασης της αστάθειας ή αντιθέτως της σταθερότητας των διαρθρωτικών παραμέτρων (κριτηρίων). Επί του προκειμένου, είναι κρίσιμο να αναγνωρίσουμε την πιθανότητα η σχετική επίδραση κάθε δείκτη (ή επεξηγηματικής μεταβλητής στο οικονομετρικό υπόδειγμα) να διαφοροποιείται με την πάροδο του ‘Χρόνου’ και παράλληλα την πιθανή ύπαρξη μίας ‘συστηματικής επίδρασης’, όπου διαφορετικοί συνδυασμοί ποσοτικών και ποιοτικών μεταβλητών να παράγουν, μέσω σύνθετων αλληλεπιδράσεων, πρόσθετες επιδράσεις ή/και επιπτώσεις στο εγχώριο και στο τοπικό (περιφερειακό) σύστημα. Πέραν τούτων των παρατηρήσεων τίθενται υπό διερεύνηση και ορισμένα επί μέρους ζητήματα, τα οποία αναδεικνύουν το σημαίνοντα ρόλο του ‘Χώρου’ και της ‘Γεωγραφίας’. Λαμβάνοντας υπόψη τις χωρικές πιέσεις και τους χωρικούς ανταγωνισμούς που αναπτύσσονται σε μία περιοχή καλείται στο σημείο τούτο ο ερευνητής να αποτυπώσει και να αντιπαραβάλει όχι μόνο τη διαχρονική εξελικτική διαδρομή τούτων των πιέσεων και τούτων των ανταγωνισμών, αλλά εξίσου να υιοθετήσει επιστημονικές μεθόδους και μεθοδολογίες φέρνοντας στο προσκήνιο όλες εκείνες τις συνιστώσες που συνθέτουν το ‘Χώρο’ και των εργαλείων που καθορίζουν το χαρακτήρα, το εύρος και τη δυναμική χωρικών (χωροταξικών) πιέσεων, ανταγωνισμών και ανισοτήτων. Συνεπώς, το συνολικό χωρικό (χωροταξικό) πλαίσιο οριοθετείται από τις δυνάμεις και τις δυναμικές της χωρικής προσελκυστικότητας και της χωρικής προσβασιμότητας, όπου στοιχείο‐κλειδί αναδεικνύεται η σχέση εγγύτητας και απόστασης. Εν κατακλείδι, η διερεύνηση των δυνάμεων, των παραγόντων και των συντελεστών εκείνων που καθορίζουν και διαμορφώνουν το χαρακτήρα του τοπικού συστήματος εξαρτάται εν πολλοίς από το περιεχόμενο των μετρήσιμων διαθέσιμων δεδομένων, που αξιοποιούνται ως επί μέρους υλικά ενός 2 κοινού Στόχου και σκοπού. Αποτέλεσμα τούτης της συνειδητής συνεκτικότητας θεωρητικών κατευθύνσεων, διαθέσιμων δεδομένων και «Νέων» δεικτών και μέτρων είναι να καταδειχθεί με τον πλέον εμφανή τρόπο η βασική μας στόχευση, μία πολυ‐επίπεδη και σφαιρική μεθοδολογική προσέγγιση που να απαντάει με τρόπο πειστικό και ξεκάθαρο στο ζήτημα της εξέτασης των περιφερειακών ανισοτήτων. 2.1 Εξειδίκευση Παραμέτρων Ο όγκος και η πληροφόρηση που παρέχουν τα διαθέσιμα στοιχεία συνιστούν κατά βάση τον οδηγό επί του οποίου κτίζεται ο κύριος κορμός των δεικτών ή μέτρων μέτρησης των περιφερειακών ανισοτήτων. Κατά τη διαδικασία και τη φάση συλλογής των πρωτογενών δεδομένων και στοιχείων κατευθείαν από την πηγή (EUROSTAT) και χωρίς προηγούμενη επεξεργασία, την επιλογή της χωρικής μονάδας αναφοράς, ως αφετηρία χάραξης της χωρικής κατεύθυνσης και ακολούθως κατά την εισαγωγή τούτων σε ένα κοινό πλαίσιο αναφοράς, υιοθετείται μία κοινή βάση αναφοράς και ως προς το χρονικό πλαίσιο και το χρονικό ορίζοντα διερεύνησης των τάσεων. Η όλη προσπάθεια αποτύπωσης των «Νέων» δεικτών οριοθετείται χρονικά μεταξύ 1999‐2007. Η πρόδηλη αναγκαιότητα ρεαλιστικής απεικόνισης των δεικτών και των εργαλείων μέτρησης των περιφερειακών ανισοτήτων σε μία χαρτογραφική απεικόνιση και ανάδειξης ακριβώς της δυναμικής και της βαρύτητας ‘Χώρου’ και ‘Γεωγραφίας’ ακολουθήθηκε μία διαδικασία τριών επί μέρους βημάτων. Καθένα περικλείει ένα διακριτό περιεχόμενο και μία ειδική βαρύτητα ούτως, ώστε η τελική κατάταξη των χαρτογραφικών ζωνών (κλίμακες) να είναι επιστημονικά έγκυρη και να επιτρέπει τη διενέργεια διαχρονικών συγκρίσεων. Οριοθετούμε ένα ευρύ πεδίο αλληλοσυνδεόμενων παραμέτρων και διαστάσεων βάσει των προτεινόμενων δεικτών. Αναφέρονται στην αγορά ‘εργασίας’, στην ατομική και κοινωνική ικανότητα, στο εισόδημα και κυρίως έχουν ως αφετηρία και βάση αναφοράς στην κοινωνική διαστρωμάτωση και στον κοινωνικό αντίκτυπο (impact) της πορείας προς τη σύγκλιση. Η διερεύνηση των ελληνικών περιφερειακών ανισοτήτων, με την εφαρμογή μεθόδων και δεικτών περιφερειακής ανάλυσης, ολοκληρώνεται σε σημαντικό βαθμό με την «ποσοτική» εξέταση βασικών μεγεθών. Τούτο συμβάλλει στη διαμόρφωση μίας περισσότερο σφαιρικής άποψης όσον αφορά στην εξέλιξη των ανισοτήτων σε εθνικό και πρωτίστως σε περιφερειακό επίπεδο. Για το σκοπό αυτό, υπολογίζεται για κάθε δείκτη ο Σταθμισμένος Συντελεστής Μεταβλητότητας, ως το κατεξοχήν μέτρο διασποράς. Δίνεται δε από τον τύπο: όπου : Υrj, η τιμή του δείκτη Y στη χωρική μονάδα r κατά το έτος j Υj, η μέση τιμή του ανωτέρω δείκτη Yrj κατά το έτος j και Xrj, η συμμετοχή της χωρικής μονάδας r στο συνολικό εθνικό πληθυσμό κατά το έτος j. 3 Η τιμή του συντελεστή είναι ίση με 0 σε περίπτωση πλήρους περιφερειακής ισότητας, ενώ δεν υπάρχει συγκεκριμένο όριο σε περίπτωση ανισότητας. Σημειώνεται δε ότι λόγω της ειδικού περιεχομένου και της ειδικής φύσης των προτεινόμενων δεικτών, η στάθμιση πραγματοποιείται με βάση όχι το συνολικό πληθυσμό της εξεταζόμενης περιόδου αναφοράς, αλλά με βάση μία συγκεκριμένη ηλικιακή τάξη μεγέθους: το συνολικό πληθυσμό ηλικίας 15 ετών και άνω. Ακολούθως, εξειδικεύεται η όλη προσέγγιση που διέπει τους προτεινόμενους «Νέους» δείκτες περιφερειακών ανισοτήτων. 2.1.1 Αγορά ‘Εργασίας’ YOUTH VULNERABILITY = Η διαχρονική και εξελικτική πορεία του φαινομένου της ανεργίας έχει καταδείξει με τρόπο εμφανή και εξόχως αποκαλυπτικό τη συμβολή και τη βαρύτητα ορισμένων συνιστωσών σε οριζόντιο επίπεδο. Πέρα από τη μακροχρόνια ανεργία για το σύνολο του πληθυσμού, την ανεργία των γυναικών, ανεξαρτήτως ηλικιακή, εκπαιδευτικής ή άλλης βαθμίδας διάκρισης κοκ, το ενδιαφέρον επικεντρώνεται στις λεγόμενες «ακραίες συμμετοχές» και ειδικότερα στη συμμετοχή νέων ατόμων ηλικίας μεταξύ 15‐24 ετών στην αγορά ‘Εργασίας’. Είτε εξετάζοντας τη συμμετοχή της ανεργίας των νέων ηλικιακά ατόμων είτε τη μακροχρόνια ανεργία, ή συνδυαστικά και τις δύο συνιστώσες, καταδεικνύεται στην πράξη από τη σκοπιά του λεγόμενου «Κοινωνικού Κράτους» ο βαθμός οχύρωσης και προστασίας αυτού έναντι του πραγματικού ή/και δυνητικού ‘κινδύνου της ανεργίας’. Σύμφωνα με τούτη την οπτική, εξετάζεται εκτός της αποτελεσματικότητας του «Κοινωνικού Κράτους» και ο βαθμός στον οποίο το «κοινωνικό δίχτυ» ή η «κοινωνική ομπρέλα» απαιτούν εμπλουτισμό και διαρκή επαγρύπνηση. Υπό την υπαρκτή θεώρηση της ατομικής οχύρωσης και της ατομικής υπευθυνότητας, εγείρονται ζητήματα που σχετίζονται κατά κύριο λόγο με την αυτό‐
εξέλιξη, την αυτό‐προστασία, την κατάρτιση και την εκπαίδευση στον εργασιακό χώρο, τη σημασία και την ‘απόδοση’ ή την ‘προστιθέμενη αξία’ της Τριτοβάθμιας (Ανώτατης) Εκπαίδευσης, τη μαθησιακή εκροή (ειδικά στους νέους) κοκ. Σε συμφωνία των ανωτέρω, η στάθμιση αναφέρεται στον οικονομικά ενεργό πληθυσμό ηλικίας επίσης 15‐24 ετών. Με βάση τις τιμές του συντελεστή WCV (Σχήμα 1) προκύπτει μία πορεία διακύμανσης, όπου κατά το έτος 2007 καταγράφεται και η υψηλότερη τιμή αυτού. Τούτη δε προκύπτει εξαιτίας της απόκλισης που εμφανίζει η Κεντρική Μακεδονία (GR12) έναντι των υπολοίπων περιφερειών. Εν προκειμένω τιμή δείκτη άνω του οκτώ (αριθμός 8) έναντι περίπου δύο και έξι εκατοστά (αριθμός 2,6) του μέσου όρου. Ως κύρια διαπίστωση προκύπτει μία σημαντική διεύρυνση της ανισότητας λαμβάνοντας 4 υπόψη το αρχικό και το αντίστοιχο τελικό χρονικό όριο, αν και έως το 2006 ακολουθήθηκε ένα πρότυπο διακύμανσης. Και πάλι, όμως, σε σχέση με το 1999 καταγράφεται ομοίως διεύρυνση της ανισότητας, έστω και ξεκινώντας από ένα σχετικά χαμηλό επίπεδο. Από τη σχετική μεταβολή των τιμών του δείκτη με βάση τους ανωτέρω χάρτες προκύπτει μία μετατόπιση στη θέση των περιφερειών. Εξαίρεση αποτελούν οι Θεσσαλία (GR14), Νότιο Αιγαίο (GR42), Δυτική Ελλάδα (GR23) και Πελοπόννησος (GR25) που διατηρούν τη θέση τους στην αντίστοιχη τάξη μεγέθους. Χάρτες 1α,β,γ YOUTH VULNERABILITY 1999/2003/2007 5 6 INPUT‐OUTPUT RATIO REVISITED = Λαμβάνοντας υπόψη τη συλλογιστική που διαπνέει τους δείκτες Εισροών‐Εκροών και νοώντας το συντελεστή της ‘Εργασίας’ ως Εισροή στην παραγωγική διαδικασία και το GVA ως αντιστοίχως Εκροή, επιχειρούμε να καταδείξουμε το «καθαρό αποτέλεσμα» («net effect»), ήτοι την ένταση της παραγωγικής διαδικασίας επί τη βάση ορισμένων συγκεκριμένων παραγωγικών τομέων. Τούτο είναι το στοιχείο που διαφοροποιεί την παρούσα οπτική έναντι άλλων. Εκείνο που εκούσια αναδεικνύουμε στο προσκήνιο έγκειται ακριβώς στο δυναμισμό, στα πραγματικά ή/και δυνητικά ίχνη καινοτομικότητας και νεωτερισμού που διαπνέει τους συγκεκριμένους τέσσερις παραγωγικούς 7 τομείς1 και εν τέλει στο βαθμό και στην έκταση με τον οποίο‐α τούτοι οι τομείς συνιστούν προωθητικούς παράγοντες της παραγωγής και της αναπτυξιακής διαδικασίας. Συνεπώς, εξετάζονται οι κατά την παραδοσιακή ορολογία «ατμομηχανές της Ανάπτυξης» ή «κινητήριοι μοχλοί». Εν κατακλείδι, με τον παρόντα δείκτη διαφαίνεται κατά πόσο το τρόπον τινά αναβαθμισμένο τμήμα της απασχόλησης ή του εργατικού δυναμικού έντασης τεχνολογίας δύναται να παράξει προστιθέμενο πλούτο (‘προϊόν’) και ακολούθως με μία δεύτερη ανάγνωση των δεδομένων σε ποιό βαθμό και σε ποιά έκταση τούτο επιτυγχάνεται. Με μία πρώτη ανάγνωση επιχειρείται να καταδειχθεί η σύνδεση Εισροών‐Εκροών στην παραγωγική διαδικασία, εκφρασμένη τούτη μέσω των αντίστοιχων ετήσιων διαφορών. Τούτο, εντούτοις, ενέχει μία υπαρκτή και απολύτως φυσιολογική ή ορθολογική δυσχέρεια, ιδιαιτέρως στις περιπτώσεις εκείνες κατά τις οποίες οι μεταβολές ή ο ρυθμός μεταβολής μεταξύ των ετών είναι αρνητικές ή αρνητικός για αμφότερες τις συνιστώσες. Συνεπώς φαίνεται ως αναπόφευκτη μία «αλλοίωση» του περιεχομένου και της τιμής του δείκτη, επιβάλλοντας κατ’ ουσία την προσφυγή σε εργαλεία (Στατιστική και απλές μαθηματικές λύσεις) που μετριάζουν το πρόβλημα των ταυτόσημων αρνητικών τιμών. Εν τέλει προκρίθηκε η ανωτέρω μορφή αυτού. Αντίστοιχη εικόνα μεταβολής των τιμών του WCV και με το δείκτη INPUT‐OUTPUT RATIO REVISITED. Αξίζει να επισημανθεί η τιμή που λαμβάνει κατά το 2001. Τούτο οφείλεται ιδιαιτέρως στην απόκλιση της Θεσσαλίας (GR14) έναντι του μέσου όρου. Ομοίως και για την περίπτωση της Στερεάς Ελλάδας (GR24) κατά το 2005. Σύμφωνα με τη χαρτογραφική απεικόνιση του δείκτη, και τις σχετικές τάξεις μεγέθους, οι περιφέρειες του Βόρειου (GR41) και του Νότιο Αιγαίου (GR42) εμφανίζουν μία απότομη μεταστροφή, από την κατώτερη στην ανώτερη κλίμακα. Αντίστοιχη είναι η μεταβολή και στην Πελοπόννησο (GR25), αλλά με πιο ήπιο ρυθμό. Ως γενική παρατήρηση προκύπτει μία σχετικά αξιοσημείωτη διεύρυνση της ανισότητας συνολικά, αν και εντός του χρονικού πλαισίου τούτη ήταν πολύ περισσότερο εμφανής (2001 και πρωτίστως κατά το 2005). Προκύπτει, επίσης, ότι παρά την ακραία μεταβολή στο WCV, τούτος το 2006 επανέρχεται στα επίπεδα του 1999 και ακολούθως το 2007 λαμβάνει υψηλότερη τιμή (!!!). 1
Μεταποίηση, περιλαμβανομένων των Κατασκευών και της Ενέργειας, Υπηρεσίες, Χρηματοοικονομική Διαμεσολάβηση και Δημόσια Διοίκηση‐Οργανισμοί Υπερ‐Τοπικού Χαρακτήρα. 8 Χάρτες 2α,β,γ INPUT‐OUTPUT RATIO REVISITED 1999/2003/2007 9 2.1.2 Προσαρμοστικότητα HUMAN RESOURCES IN SCIENCE AND TECHNOLOGY = 10 Υπό μία γενικότερη θεώρηση, οι Ανθρώπινοι Πόροι σε Έρευνα και Τεχνολογία (Human Resources in Science and Technology)2 αποτελούν ένα μέτρο μέτρησης των ροών του εκπαιδευτικού συστήματος σε εθνικό επίπεδο. Επιβεβλημένο είναι να παρατεθούν ορισμένες διευκρινήσεις επί των επί μέρους συνιστωσών του συγκεκριμένου δείκτη. Καταρχήν, η έννοια του HRST education περιλαμβάνει τις πραγματικές (αποφοίτηση) και τις δυνητικές (συμμετοχή) ροές από το εκπαιδευτικό σύστημα προς το απόθεμα του συνολικού (core) HRST σε εθνικό επίπεδο. Μαθητές που αποφοιτούν, λαμβάνοντας κατά τα διεθνή πρότυπα επίπεδο αποφοίτησης ISCED6, θα πρέπει να υπολογίζονται ως τμήμα του συνολικού αποθέματος HRST, καθότι η εγγραφή στο αντίστοιχο επίπεδο εκπαίδευσης ISCED6 φυσιολογικά απαιτεί την κατοχή πτυχίου ή διπλώματος σπουδών επιπέδου ISCED6. Σε ένα δεύτερο επίπεδο ανάγνωσης, το στοιχείο εκείνο που αδιαμφισβήτητα ενσωματώνεται στην έννοια του HRST είναι ο βαθμός ή η έκταση συμμετοχής στην Ανώτερη (ή Τριτοβάθμια) Εκπαίδευση. Έχοντας ακριβώς ως αρχικό δεδομένο τις πραγματικές ή δυνητικές ροές από το εκπαιδευτικό σύστημα στο συνολικό απόθεμα του HRST εξετάζεται ένα υπαρκτό πρόβλημα: Η σύνδεση εκπαιδευτικού συστήματος με την αγορά ‘Εργασίας’ και ειδικότερα τις προϋποθέσεις, τις διακριτές ανάγκες και τις εξειδικεύσεις που με τη σειρά τους προαπαιτούνται στη σύγχρονη εποχή. Τούτη η σύνδεση ή/και αλληλεξάρτηση θα καταδείξει κατά συνέπεια τη σημασία και τη βαρύτητα του εργατικού δυναμικού Ανώτερης Εκπαίδευσης στην εγχώρια και τοπική αγορά ‘Εργασίας’ και κατά πόσο το λεγόμενο «brain drain» («βροχή εγκεφάλων») καθορίζει και διαμορφώνει την παραγωγική και την αναπτυξιακή διαδικασία. Με τον ανωτέρω δείκτη παρατηρείται το εξής φαινόμενο: Η ακραία απόκλιση μεταξύ των ελληνικών περιφερειών εδράζεται στην απόκλιση μεταξύ Αττικής (GR30) και των υπολοίπων. Τούτο δε απαντάται για το σύνολο των ετών διερεύνησης. Η κορύφωση της απόκλισης συναντάται κατά τη διετία 2005‐2006, όπου η Αττική (GR30) φαίνεται να απορροφά το σημαντικότερο τμήμα των Ανθρώπινων Πόρων. Διαχρονικά, καταγράφονται δύο πόλοι βάσει των χαρτογραφικών κλιμάκων: αφενός στην κατώτερη βρίσκουμε Δυτική Μακεδονία (GR13), Ήπειρο (GR21) και Ιόνια Νησιά (GR22) και αφετέρου στην ανώτερη Κεντρική Μακεδονία (GR12), Αττική (GR30), Βόρειο (GR41) και Νότιο Αιγαίο (GR42). Στις περιπτώσεις των Δυτική Μακεδονία (GR13) και Κεντρική Μακεδονία (GR12) φαίνεται ότι το πλεονέκτημα της χωρικής εγγύτητας δεν λειτουργεί ικανοποιητικά προς την εξάλειψη ή έστω τον περιορισμό των ανισοτήτων. Σε αδρές γραμμές, διαπιστώνεται μία ανεπαίσθητη διεύρυνση της απόκλισης, αν και τη διετία 2004‐2005 ήταν περισσότερο εμφανής. Η ανισότητα, όμως, παραμένει εξαιρετικά υψηλή έως ακραία. 2
Oι Ανθρώπινοι Πόροι σε Έρευνα και Τεχνολογία αναφέρονται επί του οικονομικά ενεργού πληθυσμού μεταξύ 15‐74 ετών και ειδικότερα στην ποσοστιαία αναλογία των ατόμων ηλικίας 15‐74 ετών που είτε έχουν επιτυχώς ολοκληρώσει τη σταδιοδρομία τους στην Ανώτερη Εκπαίδευση είτε απασχολούνται σε μία θέση ‘Εργασίας’ που φυσιολογικά απαιτεί την κατοχή αποδεικτικού Ανώτερης Εκπαίδευσης. Σε πρακτικό (εμπειρικό) επίπεδο, το HRST αποτυπώνεται αριθμητικά υιοθετώντας το περιεχόμενο και τους ορισμούς, όπως τούτο‐οι έχουν τεθεί από το Canberra Manual του OECD κατά τη σχετική διάσκεψη το 1995 στο Παρίσι. 11 Χάρτες 3α,β,γ H.R.S.T. 1999/2003/2007 12 13 EMPLOYMENT EVOLUTION (TECHNOLOGY BASED) = Συναρτήσει του προγενέστερου δείκτη και στο γενικότερο πλαίσιο των δεικτών Τεχνολογίας ‐ ‘Γνώσης’ ‐ Καινοτομικής Δυναμικότητας εκείνο που χρήζει περαιτέρω εξέτασης και σαφώς πρακτικής απόδειξης είναι ο δυναμισμός της λεγόμενης «κοινωνίας έντασης Γνώσης». Τούτο θα καταδείξει το βαθμό εξέλιξης ή οπισθοδρόμησης της κοινωνίας και επομένως τις ανησυχίες ή/και το φόβο που γεννά η νέα εποχή της παγκόσμιας Οικονομικής Ολοκλήρωσης. Η διασύνδεση τούτη αναδεικνύει την περιχαράκωση σε παραδοσιακά ή μη εξελιγμένα πρότυπα και αντιλήψεις όσον αφορά στην οργάνωση της παραγωγής, στις εμπορικές σχέσεις και ροές, στην οικονομική διασύνδεση κοκ. Πέρα τούτων των παρατηρήσεων, τόσο η εξειδικευμένη απασχόληση στους τομείς έντασης τεχνολογίας όσο και η συνολική απασχόληση αναφέρονται στο σύνολο των δραστηριοτήτων NACE, ενώ ως προς την παράμετρο της παραγωγής (προϊόν) έχει ενσωματωθεί ο λογάριθμος των ετήσιων διαφορών του GVA, επίσης για το σύνολο των δραστηριοτήτων NACE, κινούμενα συνεπώς τα πρωταρχικά δεδομένα σε μία κοινή και ταυτόσημη βάση. Επί του παρόντος το ενδιαφέρον μας επικεντρώνεται στη συσχέτιση των ετήσιων μεταβολών της απασχόλησης στους τομείς έντασης τεχνολογίας και στη συνολική απασχόληση και λιγότερο στο αποτέλεσμα των αντίστοιχων ετήσιων μεταβολών στο παραγόμενο προϊόν. Η εκούσια επιλογή του λογαρίθμου των διαφορών στο GVA αποσκοπεί ακριβώς να καταδείξει τον τρόπο με τον οποίο ο συγκεκριμένος δείκτης μεταφράζεται σε ένα απτό αποτέλεσμα ως προς τις ειδικές και εξειδικευμένες συνθήκες της αγοράς ‘Εργασίας’ (τομείς τεχνολογικής έντασης) και σε μικρότερο βαθμό κατά πόσο τούτες οι ειδικές συνθήκες συν‐
διαμορφώνουν αναλόγως και το προϊόν που παράγεται. Σε ένα αρχικό επίπεδο ανάλυσης, αναδεικνύεται για δεύτερη φορά το εγγενές πρόβλημα των δεικτών και των κριτηρίων εκείνων που συνδυάζουν δεδομένα ετήσιων μεταβολών. Κάτι αντίστοιχο επιχειρείται και εδώ με το δείκτη του EMPLOYMENT EVOLUTION (TECHNOLOGY BASED), αν και σε πρώτο στάδιο είχε διατηρηθεί ο λογάριθμος των ετήσιων διαφορών στο GVA και μόνο οι σχετικές διαφορές στις συνιστώσες της απασχόλησης είχαν ενταχθεί αυτούσια. Παρομοίως, τούτες οι κατ’ έτος διαφορές προσφέρουν μία εικόνα ως προς το μέγεθος των αποκλίσεων μεμονωμένα για κάθε μία εκ των δύο συνιστωσών, αλλά και συνδυαστικά, υπολογίζοντας τη συμμετοχή της απασχόλησης έντασης ‘Γνώσης’ στη συνολική απασχόληση. Το πρότυπο διακύμανσης των τιμών του σταθμισμένου συντελεστή μεταβλητότητας εμφανίζεται και κατά το συγκεκριμένο δείκτη, αν και διαχρονικά καταγράφει ένα περιορισμό της απόκλισης. Τούτη είναι ιδιαιτέρως εμφανής κατά το αρχικό έτος διερεύνησης (1999), όπου η τιμή που έχει λαμβάνει η Δυτική Μακεδονία (GR13) καθορίζει εν πολλοίς την τελική τιμή του συντελεστή. Αντιθέτως, κατά το 2007 είναι το Βόρειο Αιγαίο (GR41) που διαμορφώνει μία αντίστοιχα υψηλή τιμή του συντελεστή, αν 14 και με πτωτική πορεία. Διατήρηση στην ανώτερη χαρτογραφική κλίμακα πιστώνεται για την Αττική (GR30), ενώ η Πελοπόννησος (GR25) ακολουθεί μία πορεία αποκλιμάκωσης ξεκινώντας από την ανώτερη τάξη. Κυρίως, φαίνεται να ακολουθείται ένα πρότυπο διακύμανσης διαχρονικά βάσει του WCV, με ένα περιορισμό της ανισότητας μεταξύ των ετών, αν και το 2003 περισσότερο εμφανή. Η δε τιμή του WCV φαίνεται να είναι διαχρονικά σε ένα σχετικά υψηλό επίπεδο. 15 Χάρτες 4α,β,γ EMPLYMENT EVOLUTION (TECHNOLOGY BASED) 1999/2003/2007 16 TECHNOLOGICAL GAP = Μία έτερη και εξίσου διεθνώς διαδεδομένη έννοια είναι εκείνη του «τεχνολογικού κενού» («technological gap»). Η βασική διαφορά μεταξύ των επί μέρους προσεγγίσεων επαφίεται πέρα από αυτό καθεαυτό τον ορισμό του «τεχνολογικού κενού» στο προσδιοριστικό περιεχόμενο αυτού και στην υιοθέτηση συγκεκριμένων κριτηρίων και δεδομένων επί την βάση των οποίων διερευνάται 17 και θεμελιώνεται η ύπαρξη αυτού. Τούτες οι παρατηρήσεις αποτέλεσαν τον κατευθυντήριο οδηγό στην προσπάθεια ορισμού αρχικώς της ίδιας της έννοιας του «τεχνολογικού κενού». Υπό το πρίσμα τούτο, αναδεικνύεται μία κυρίαρχη και θεμελιώδης διαφοροποίηση έναντι άλλων ομοειδών προσεγγίσεων και έναντι έτερων συναφών δεικτών. Τούτη εδράζεται στη διακριτή ενσωμάτωση της έννοιας της Συνοχής (Οικονομική‐Κοινωνική‐Εδαφική ή Χωρική) έναντι της έννοιας της Αριστείας. Τούτο που επιδιώκεται με την ενσωμάτωση της Αριστείας στις πολιτικές και στις επί μέρους δράσεις της Ένωσης είναι η επαναφορά κατ’ ουσίαν ορισμένων (σχετικά προγενέστερων) πολιτικών κατευθύνσεων περί «εθνικών πρωταθλητών» («national champions»), «καλών πρακτικών» («best practices») και «περιφερειοποίησης» («regionalization») διαμέσου της μεταφοράς των επωφελών αποτελεσμάτων επί μέρους δράσεων και σε άλλες περιπτώσεις περιφερειών, οι οποίες δράσεις και πολιτικές σε σημαντικό βαθμό ταυτίζονταν με και εξειδίκευαν τη στρατηγική της Λισαβόνας. Στην πράξη, και καθώς οι έννοιες της Συνοχής και της Αριστείας αποτελούν εξ αντικειμένου έννοιες αντιμαχόμενες η μία στην άλλη, η έννοια και η διάσταση εκείνη που αποτελεί αφετηρία θεμελίωσης του συγκεκριμένου δείκτη είναι η Συνοχή. Κυρίως δε η Συνοχή μέσω των αντίστοιχων συγκρίσεων‐
αποκλίσεων μεταξύ ομοειδών κατηγοριών ή/και ομάδων περιφερειών και όχι τόσο η Συνοχή ή περισσότερο η Σύγκλιση αναφορικά με προπορευόμενες (ηγέτιδες) περιφέρειες, ομάδες ή αντίστοιχους ευρωπαϊκούς πρωταθλητές στο πεδίο της τεχνολογίας. Για το σκοπό αυτό, πέρα από τα πρωταρχικά δεδομένα επί τη βάση του συνολικού κατατιθέμενου αριθμού Αιτήσεων Ευρεσιτεχνίας, διερευνάται η απόκλιση κάθε χωρικής μονάδας επιπέδου NUTS2 από τον άμεσο αυτής ανταγωνιστή, όπως τούτος ορίζεται βάσει συγκεκριμένων χωρικών κριτηρίων ‘Απόστασης’, εγγύτητας και μεγέθους της τοπικής οικονομίας. Εν προκειμένω, η σύγκριση πραγματοποιείται με αναφορά στην Αττική (GR30). Ο δείκτης TECHNOLOGICAL GAP εμφανίζει μία παραδοξότητα ή έστω μία εγγενή δυσχέρεια, συναφή με εκείνη των INPUT‐OUTPUT RATIO REVISITED και EMPLOYMENT EVOLUTION (TECHNOLOGY BASED), ήτοι τις ιδιομορφίες των δεικτών που ενσωματώνουν αρνητικές τιμές και συνεπώς πως αξιολογούνται τούτες. Ως προς την εξελικτική διαδρομή της απόκλισης του δείκτη (Σχήμα 5) παρατηρείται κάτι ανάλογο του δείκτη HRST. Η Αττική (GR30) για το σύνολο των τιμών της και για όλη την περίοδο 1999‐2007 εμφανίζει τιμή θετική και άνω της μονάδας, ενώ όλες οι υπόλοιπες ελληνικές περιφέρειες καταγραφούν τιμές αρνητικές έως αρκετά αρνητικές. Το φαινόμενο τούτο δεν αποτελεί παράδοξο, καθώς διαχρονικά η πρωτεύουσα λόγω των διαφόρων συνθηκών απορροφά ή αντιστοίχως εντός των ορίων της παράγεται το σύνολο σχεδόν της τεχνολογικής παραγωγής. Αναδεικνύεται εν πολλοίς μία κατάσταση ‘ελληνικής ερήμου’ μεταξύ Αττικής (GR30) και των υπολοίπων, κατ’ αντιστοιχία με τα γνωστά γαλλικά πρότυπα. Το δε πλεονέκτημα της ‘οικονομία της Γνώσης’ και το άρρητο περιεχόμενο αυτής δεν φαίνεται έστω να συμβάλλει στον περιορισμό της τεχνολογικής ανισότητας κατ’ ελάχιστο. Η δε τιμή στο WCV παραμένει εξαιρετικά υψηλή (έως ακραία) για όλη τη σχετική περίοδο, υπογραμμίζοντας στην ουσία τη διατήρηση του τεχνολογικού προτύπου της χώρας. 18 Χάρτες 5α,β,γ TECHNOLOGICAL GAP 1999/2003/2007 19 20 2.1.3 Εισόδημα INCOME RESIDUAL = Κατά το αρχικό στάδιο προσέγγισης του INCOME RESIDUAL επικεντρωνόμαστε στην ανάλυση των σταδίων σχηματισμού του δείκτη και στις εναλλακτικές διαδρομές που ακολουθήθηκαν στην πορεία. Έναντι της συγκεκριμένης τελικής επιλογής έχει υπολογισθεί τούτος και με βάσει το Ακαθάριστο Πραγματικό Προσαρμοζόμενο Διαθέσιμο Εισόδημα των ιδιωτικών νοικοκυριών, αλλά σε εθνικό επίπεδο (NUTS0)3. Για λόγους συνάφειας των σχετικών δεδομένων προκρίθηκε η λύση του περιφερειακού διαθέσιμου εισοδήματος, ώστε το σύνολο αυτών να απαντάται σε ομοειδή και κοινή χωρική μονάδα αναφοράς. Στην πράξη και εφαρμόζοντας διάφορες εναλλακτικές, οι αντίστοιχες ετήσιες διαφορές των τριών εισοδηματικών συνιστωσών εκφράστηκαν σε απόλυτες τιμές και ακολούθως σε ένα δεύτερο στάδιο υπολογίστηκαν οι αντίστοιχοι λογάριθμοι αυτών, ώστε να καταλήξουμε στην εξαγωγή της μεταξύ αυτών απόκλισης. Οι αρνητικές τιμές του δείκτη συνδέονται μόνο με το τελικό αποτέλεσμα (πρόσημο) των δύο επί μέρους λογαρίθμων. Από τη σχετική επισκόπηση των αρνητικών τιμών του INCOME RESIDUAL χρήζει ιδιαίτερης αναφοράς η περίπτωση που οριοθετείται περίπου κατά το μέσο της περιόδου και συγκεκριμένα κατά το έτος 2003, όπου παρατηρείται το εξής φαινόμενο: Εξαίρεση αποτελούν η Αττική (GR30) και η Κρήτη (GR43). Παραμένοντας επί των σχετικών αρνητικών τιμών τούτες εμφανίζουν τη μέγιστη τιμή στις περιπτώσεις των Ιόνια Νησιά (GR22) (αριθμός 3,964) και Βόρειο Αιγαίο (GR41) (αριθμός 4,174) κατά το έτος 2001. Πέραν τούτων των σχετικών αναφορών επί των τιμών το κυρίαρχο ζητούμενο έγκειται στη συνεισφορά αυτού ως μέτρο μέτρησης των ανισοτήτων. Επί του σημείου τούτου είναι άμεση και εμφανής η διασύνδεση Φορολόγησης‐Κατανάλωσης‐Αποταμίευσης. Εκτός αυτών, εισάγουμε την έννοια του ‘εισοδηματικού υπόλοιπου’ ή/και το λεγόμενο ‘εισοδηματικό κατακάθι’ κατά κυριολεξία του όρου, το οποίο εξαρτάται κυρίως από το εθνικό φορολογικό περιβάλλον (φορολογικό καθεστώς), όχι τόσο με την έννοια του ‘κοινωνικού χρηματικού αποθέματος’. Με μία βαθύτερη ανάγνωση δίδεται η δυνατότητα διερεύνησης των Στόχων εκπλήρωσης των δημοσιονομικών πολιτικών και της νοούμενης δημοσιονομικής εξυγίανσης. Τούτο το στοιχείο και προ της έξαρσης της δημοσιονομικής κρίσης μάς δηλώνει κατά πόσο ένα νοούμενο ‘φορομπηχτικό’ κράτος για να επιτύχει ορισμένους βασικούς δημοσιονομικούς Στόχους (Κριτήρια απορρέοντα από τη Συνθήκη ΕΕ 3
Τούτο περιλαμβάνει το κατά κεφαλήν προσαρμοζόμενο διαθέσιμο εισόδημα των ιδιωτικών νοικοκυριών και των μη χρηματοπιστωτικών ιδρυμάτων‐θεσμών που εξυπηρετούν τούτα τα νοικοκυριά διαιρούμενο διά της κατά κεφαλήν τρέχουσας ατομικής κατανάλωσης των νοικοκυριών. Όλο δε τούτο το πηλίκο διά του συνολικού αριθμού των κατοίκων (‘resident population’). 21 και το Σύμφωνο Δημοσιονομικής Σταθερότητας και Ανάπτυξης), τούτοι οι Στόχοι περνάνε μέσα από μία εσωτερική (εθνική) διαδικασία οικονομικής και κοινωνικής υποβάθμισης. Επί τοις ουσίας, ο βαθμός προσαρμογής και η αποτελεσματικότητα των δημοσιονομικών Στόχων ή αντιθέτως η μη προσαρμογή και η μη αποδοτικότητα αυτών συνιστούν, πέρα από την αδήριτη αναγκαιότητα επανασχεδιασμού του συνόλου της ευρωπαϊκής πολιτικής, ένα ευδιάκριτο πρόσθετο κοινωνικό βάρος: Ένα αυξανόμενο πραγματικό κίνδυνο ‘νέας Φτώχειας’ και ένα νέο τύπο κοινωνικής απομύζησης. Φυσικά, τούτη η πραγματική ή δυνητική ‘νέα Φτώχεια’ αποτελεί ένα συστατικό του κρίκου της ολικής ‘Φτώχειας’, για την οποία πρωτεύοντα ρόλο κατέχει ο ακόλουθος δείκτης του UNEMPLOYMENT‐POVERTY TRAP CIRCLE. Ένα πρότυπο σημαντικών μεταβολών αναδεικνύεται βάσει των τιμών του WCV (Σχήμα 6). Αρνητικές τιμές του συντελεστή έως το 2003 και ακολούθως μία θετική μεταστροφή αυτών. Η απόκλιση δεν αφορά μόνο στο πρόσημο των τιμών του συντελεστή, αλλά και στη διακύμανση αυτών. Ιδιαιτέρως, κατά το 2001 τούτο λαμβάνει μία ακραία τιμή. Τούτο σχετίζεται με τη σημαντική απόκλιση μεταξύ Βόρειου Αιγαίου (GR41) και Αττικής (GR30). Για δε το 2005, όπου επίσης διαπιστώνεται μία πόλωση των τιμών του δείκτη INCOME RESIDUAL, το δίδυμο Ηπείρου (GR21) και Κεντρικής Μακεδονίας (GR12) οριοθετεί την αντίστοιχη τιμή του WCV. Το ερώτημα που τίθεται εν προκειμένω σχετίζεται με τη συνύπαρξη αρνητικών και θετικών τιμών του δείκτη και το επακόλουθο γεγονός ότι τούτη η συνύπαρξη οδηγεί σε μία ιδιόμορφη κατανομή στο WCV. Εντούτοις, μία τύποις σταθερότητα εντοπίζεται σε Κεντρική Μακεδονία (GR12), Δυτική Μακεδονία (GR13) και Ιόνια Νησιά (GR22) βάσει των αρνητικών τιμών τους. 22 Χάρτες 6α,β,γ, INCOME RESIDUAL 1999/2003/2007 23 2.1.4 Κοινωνική Διαστρωμάτωση UNEMPLOYMENT‐POVERTY TRAP CIRCLE = Η διεθνής και η εγχώρια βιβλιογραφία επί των θεμάτων της ‘Φτώχειας’ και των διαφόρων επί μέρους ορισμών που δίνονται ή αντιστοίχως τις επεξηγήσεις της Ευρωπαϊκής Επιτροπής, αποκαλύπτει μία σχετική ταύτιση στο γενικό περίγραμμα της έννοιας της ‘Φτώχειας’ και κυρίως στις ολοένα και εντεινόμενες αρνητικές διαστάσεις που λαμβάνει. Το κρίσιμο ερώτημα, εντούτοις, εδράζεται στον τρόπο ορισμού και στο περιεχόμενο που αποδίδουμε από την πλευρά μας στην έννοια της ‘Φτώχειας’. Καταρχήν σε σχέση με το μέσο ‘κίνδυνο Φτώχειας’. Τούτος, ως γνωστό, προσδιορίζεται βάσει της αναλογίας των ατόμων με το επίπεδο του εξισορροπημένου διαθέσιμου εισοδήματός τους κάτω του ορίου (‘κατώφλι’) του 60% του αντίστοιχου μέσου εξισορροπημένου διαθέσιμου εισοδήματος σε εθνικό επίπεδο και εν προκειμένω προτού να καταβληθούν διαφόρων ειδών και μορφής κοινωνικές μεταβιβάσεις. Υπό το πρίσμα τούτο και τις διαφόρων ειδών και μορφής αλληλεξαρτήσεις που αναπτύσσονται στο οικονομικό και στο κοινωνικό πεδίο, το φαινόμενο 24 της ‘Φτώχειας’ δεν νοείται να αντιμετωπίζεται, πόσο δε μάλλον να διερευνάται, αποκομμένο από τις συνιστώσες εκείνες που χαρακτηρίζουν και συν‐διαμορφώνουν τον κοινωνικό ιστό. Επί τοις ουσίας, εκείνο που χρήζει μελέτης είναι ο τρόπος με τον οποίο η ‘Φτώχεια’ διαπερνάει οριζόντια και κάθετα τις κοινωνίες και παράλληλα πώς μεμονωμένα ή/και συνδυαστικά με εξίσου έτερα φαινόμενα «πλέκουν» τρόπον τινά ένα διαφορετικό ή έστω διαφοροποιημένο κοινωνικό πλέγμα. Αναφερόμαστε στο συνδυασμό χαμηλής εισοδηματικής βαθμίδας (‘όριο Φτώχειας’) και αντίστοιχης χαμηλής, πόσο δε μάλλον κατώτερης, βαθμίδας βάσει της θέσης και του αντικειμένου της απασχόλησης (‘παγίδα ανεργίας’ ή ‘unemployment trap’), όπως τούτο αποτυπώνεται στη φορολόγηση των ατόμων χαμηλής εισοδηματικής κλίμακας4. Λαμβάνοντας υπόψη μία αρχική τρόπον τινά κατάσταση ‘Φτώχειας’ και μία πρόσθετη λόγω της χαμηλής αμοιβής της ‘Εργασίας’ συν‐διαμορφώνεται μία σφαιρικότερη εικόνα ως προς τον υπαρκτό ‘κίνδυνο Φτώχειας’, ενώ η ένταξη στην εξίσωση και της ετήσιας μεταβολής της πρώτης κατανομής του εισοδήματος των ιδιωτικών νοικοκυριών, έρχεται να προσφέρει ένα επιπλέον στοιχείο στην προσέγγιση. Αποφεύγοντας συνεπώς την αποσπασματικότητα και τη μονομέρεια των πρωταρχικών δεδομένων (‘όρια Φτώχειας’) εξετάζεται ο ‘κίνδυνος Φτώχειας’ και κατ’ επέκταση η δυναμική και η εξέλιξη του «Κοινωνικού Κεφαλαίου» και το κατά πόσο τούτο οδηγείται σε απαξίωση και οπισθοδρόμηση. Με τη σειρά του τούτο προσφέρει και μία εικόνα ως προς τα πιθανά εμπόδια προς την αντιμετώπιση της εντεινόμενης κοινωνικής πίεσης και την αναγκαιότητα υπέρβασης της κοινωνικής κρίσης. Στην πράξη, οι βέλτιστες και αποτελεσματικές πρακτικές και πολιτικές υπέρβασης της κοινωνικής κρίσης υπογραμμίζουν το βαθμό προσαρμογής και τη νεωτερικότητα τούτων. Αναφορικά στις τιμές του WCV (Σχήμα 7) τούτες και εδώ ακολουθούνε ένα πρότυπο μεταβολών και διακυμάνσεων. Διαχρονικά για το σύνολο των ετών καταγράφεται μία μείωση της τιμής και συνεπώς περιορισμός της απόκλισης, αν και κατά το 2006 λαμβάνει μία εξαιρετικά υψηλή τιμή (άνω του πενήντα). Τούτη οφείλεται κατά το μεγαλύτερο βαθμό στην απόκλιση της Στερεάς Ελλάδας (GR24) και της Αττικής (GR30) από τη μία και του Βόρειου Αιγαίου (GR41) από την άλλη. Πάντως είναι αξιοσημείωτη η μεταστροφή που εμφανίζουν οι περισσότερες των περιφερειών. 4
Η συνιστώσα της λεγόμενης ‘παγίδας ανεργίας’ βρίσκεται σε άμεση συνάφεια και σύνδεση με την έτερη συνιστώσα της αναλογίας της συνολικής φορολόγησης μισθών και ημερομισθίων ως προς το συνολικό κόστος της ‘Εργασίας’. Επί του πρακτέου, τούτη δύναται να αναφέρονται στη φορολόγηση μισθών και ημερομισθίων λαμβάνοντας ως βάση αναφοράς είτε το συνολικό κόστος της ‘Εργασίας’ είτε ειδικότερα τα άτομα που έχουν λαμβάνει χαμηλό μισθό ή ημερομίσθιο. 25 Χάρτες 7α,β,γ UNEMPLOYMENT‐POVERTY TRAP CIRCLE 1999/2003/2007 26 27 2.2 LLAMACE Ο σχεδιασμός, η χάραξη και η εφαρμογή «Νέων» δεικτών και κριτηρίων μέτρησης των τάσεων σύγκλισης‐απόκλισης σε σημαντικό βαθμό με τον υπολογισμό και την απεικόνιση της κύριας μεταβλητής ή του κύριου δείκτη μέτρησης των περιφερειακών ανισοτήτων. Τούτος με τη σειρά του αποτελεί και την εξαρτημένη μεταβλητή του οικονομετρικού υποδείγματος. Λαμβάνοντας ως βάση και αφετηρία διερεύνησης τις τάσεις στην αγορά ‘Εργασίας’ αναπτύσσουμε το δείκτη LLAMACE (‘LOCAL LABOUR MARKET CONTIGUITY EFFECT’), ήτοι η επίδραση ή το αποτέλεσμα της γειτνίασης στην τοπική αγορά ‘εργασίας’. 28 Η ‘προστιθέμενη αξία’ του εν λόγω δείκτη έγκειται ακριβώς στον τρόπο οριοθέτησης της χωρικής γειτνίασης, όπου η εστίαση οριοθετείται στο μικρο‐χωρικό επίπεδο αναφοράς στα πλαίσια των περιφερειών επιπέδου NUTS2. Τούτο το μικρο‐χωρικό επίπεδο, σε απόλυτη αντιστοιχία και εναρμόνιση με το βαθμό και τη δυναμική της χωρικής γειτνίασης, συνθέτει τύποις τη χωρική στάθμιση ή χωρική βαρύτητα του οικονομετρικού υποδείγματος. Grosso modo, η καινοτομικότητα και η διαφορετικότητα του δείκτη έγκειται στο βαθμό που η χωρική γειτνίαση και η χωρική εγγύτητα επανακαθορίζουν την τοπική αγορά ‘Εργασίας’, υπό το περιεχόμενο και το πλαίσιο αναφοράς που θέτουν οι τρέχουσες τάσεις σύγκλισης‐απόκλισης. Σε ταυτόχρονο πλαίσιο, αναδιατυπώνεται η σχέση ανταλλαγής (‘trade‐off’) και η συνεχής αλληλεξάρτηση ανεργίας (μη απασχόλησης) και απασχόλησης (μη ανεργίας). Εν τέλει, η χωρική κινητικότητα ή μη κινητικότητα της ‘Εργασίας’ ανασχηματίζει τη ‘Γεωγραφία’ και το χωρικό υπόβαθρο των κατανομών, εμπλουτίζει τα χαρακτηριστικά της τοπικής οργάνωσης του ‘Χώρου’ και των δραστηριοτήτων, καταργεί, περιορίζει ή αναδεικνύει πειστικά τα σύγχρονα χωρικά εμπόδια εγκατάστασης και χωροθέτησης. Προσφέρει δε μία «Νέα» πνοή στις έννοιες του ‘Χώρου’, της ‘Γεωγραφίας’ και της ‘Απόστασης’. Στο πλαίσιο τούτο, η περιφερειακή ταυτότητα και φυσιογνωμία της αγοράς ‘Εργασίας’ ορίζεται κατά ουσιώδη βαθμό από τα αντίστοιχα κριτήρια της χωρικής γειτνίασης και της χωρικής εγγύτητας. Και είναι ακριβώς τούτη η χωρική επίδραση στις τοπικές αποκλίσεις ή/και συγκλίσεις της αγοράς ‘Εργασίας’ που συν‐διαμορφώνει την περιφερειακή ιδιαιτερότητα. Η τελική μορφή της εν λόγω εξαρτημένης μεταβλητής (Τετραγωνική Ρίζα) αποτέλεσε αντικείμενο συνεχών επί μέρους δοκιμών και προσαρμογών για την αποφυγή ακριβώς ή έστω τον περιορισμό των ακραία υψηλών τιμών. Στην πράξη, προκρίνεται η συγκεκριμένη λύση ούτως, ώστε να μην αλλοιώνεται και το περιεχόμενο του δείκτη και το πλαίσιο που τον διέπει. Εκ παραλλήλου των επί μέρους δοκιμών προκρίθηκαν και διάφορα επί μέρους στατιστικά εργαλεία για την απεικόνιση και τον υπολογισμό των συνιστωσών του. Τούτο, δε αποτελεί και το συνδετικό μας κρίκο με το σώμα των έτερων προσεγγίσεων. Απολύτως αποκαλυπτική των σχετικών τάσεων είναι και η διαχρονική πορεία των τιμών του δείκτη LLAMACE βάσει της χαρτογραφικής απεικόνισης. Σύμφωνα με τις τιμές στο WCV τούτος φέρνει στο προσκήνιο της διερεύνησης των ελληνικών ανισοτήτων ένα αξιοσημείωτο γεγονός, που έχει διαπιστωθεί και σε περιπτώσεις προγενέστερων δεικτών: Το έτος 2003 αναδεικνύεται σε έτος ορόσημο και έτος πόλωσης (!!!). Κάτι αντίστοιχο συναντάται το 2005 και ομοίως το 2007, αν και σε περιορισμένο βαθμό. Η απόκλιση και η πόλωση στις ανωτέρω τρεις περιπτώσεις δικαιολογείται από τις τιμές που λαμβάνει ο δείκτης LLAMACE πρωτίστως σε Κεντρική Μακεδονία (GR12) και δευτερευόντως σε Δυτική Μακεδονία (GR13) έναντι των υπολοίπων περιφερειών. Τη δε διετία 2004‐2005, όπου επίσης καταγράφεται διεύρυνση της απόκλισης, τούτη εντοπίζεται αφενός σε Κεντρική Μακεδονία (GR12)και Δυτική Μακεδονία (GR13) και αφετέρου σε Θεσσαλία (GR14) και Πελοπόννησο (GR25). Αντιθέτως σταθερά χαμηλές τιμές για την Κρήτη (GR43). 29 Χάρτες 8α,β,γ LLAMACE 1999/2003/2007 30 31 3. Οικονομετρικό Υπόδειγμα Κατά τη φάση συλλογής των πρωταρχικών δεδομένων και την ακόλουθη επεξεργασία αυτών δεν δύναται να αποκλείσουμε το ενδεχόμενο να ανακύψουν δυνητικά λάθη μέτρησης, οδηγώντας σε διαταραχές ή/και λάθη κατά την εξαγωγή των συμπερασμάτων. Σε αρκετές δε περιπτώσεις, η χρονική διάσταση είναι πολύ περιορισμένη για την εξαγωγή και την καταγραφή της δυναμικής μεταβλητών και παρατηρήσεων. Εντούτοις, το πλέον ουσιώδες και κρίσιμο στοιχείο αποτελεί η εύρυθμη εισαγωγή χωρικών οικονομετρικών εργαλείων και μεθόδων. Είναι απολύτως σαφές και αποδεδειγμένο επιστημονικά ότι η χωρική διάσταση σχετίζεται σε σημαντικό βαθμό με τη χωρική ετερογένεια, η οποία δύναται να προσδιορισθεί ως οι παράμετροι εκείνες που πιθανώς να μην είναι ομοιογενείς σε τούτο το συγκεκριμένο set δεδομένων, αλλά αντιθέτως να ποικίλουν μεταξύ τους. Επιπρόσθετα, σχετίζεται και με τη χωρική εξάρτηση, η οποία πιθανώς να εμφανίζεται μεταξύ των παρατηρήσεων σε κάθε χρονικό σημείο. Με μία περισσότερο συγκεκριμένη διατύπωση, η παρουσία χωρικής εξάρτησης σημαίνει ότι εξαιτίας των αποτελεσμάτων διάχυσης (‘spillover effects’), όπως επί παράδειγμα εμπορικές ροές και το γνωστό σε όλους ‘commuting’, οι γειτνιάζουσες περιφέρειες (περιοχές) πιθανώς να εμφανίζουν και όμοιες επιδόσεις. Πειστική και εμπεριστατωμένη απάντηση πάνω στο ζήτημα αυτό επιχειρείται να δοθεί διαμέσου της επέκτασης του παραδοσιακού υποδείγματος panel data, και την εισαγωγή ή την αντικατάσταση αυτού από το δυναμικό (μη γραμμικό, μη στατικό κοκ) panel data υπόδειγμα, επιτρέποντας την ενσωμάτωση των χωρικών επιδράσεων. Τα διάφορα οικονομετρικά υποδείγματα, και εν προκειμένω το δυναμικό panel data υπόδειγμα, στη χωρική του μορφή (Elhorst, 2009/2003) διακρίνεται στο υπόδειγμα χωρικής υστέρησης (‘spatial lag model’)5 και στο αντίστοιχο υπόδειγμα χωρικού σφάλματος (‘spatial error model’). Πλείστες οικονομικές αλληλεπιδράσεις μεταξύ των δρώντων στο ‘Χώρο’ χαρακτηρίζονται από μία εξαρτημένη μεταβλητή χωρικής υστέρησης, η οποία αποτελείται από παρατηρήσεις της εξαρτημένης μεταβλητής σε άλλες τοποθεσίες σε σχέση με την ‘κύρια’ (‘home’) τοποθεσία. Πρόσφατα οι Kapoor et al. (2007) σχεδίασαν μία διαδικασία GMM για τη συσχέτιση του χωρικού σφάλματος σε ένα στατικό υπόδειγμα. Ακολουθώντας το παράδειγμα των Jacobs et al. (2009), στη βάση των Kapoor et al. (2007) και σε προγενέστερο χρονικά σημείο των Kelejian & Prucha (1999), επεκτείνουμε τη χωρική διαδικασία των τριών σταδίων (‘3‐step spatial procedure’) σε ένα panel, που περιλαμβάνουν μία εξαρτημένη μεταβλητή χωρικής υστέρησης και μία χρονική υστέρηση ‘μίας περιόδου’ στην εξαρτημένη μεταβλητή. Η επίδοση των χωρικών εκτιμητών GMM6, οι οποίοι μετρώνται σε όρους μεροληψίας και RMSE, διερευνώνται μέσω των προσομοιώσεων Monte Carlo. Το βασικότερο στην όλη διαδικασία είναι ότι αντί να υπολογίζουμε ξεχωριστά είτε ένα υπόδειγμα χωρικής υστέρησης 5
Το υπόδειγμα χωρικής υστέρησης επιτρέπει με σαφήνεια τη μέτρηση της δύναμης των χωρικών αλληλεπιδράσεων, ενώ η εξάρτηση του χωρικού σφάλματος αποτελεί ένα εναλλακτικό τρόπο σύλληψης των χωρικών διαστάσεων. Τα σχετιζόμενα χωρικά σφάλματα δύναται να θεωρηθούν ως αναλογικά σε σχέση με την πολύ γνωστή πρακτική της κατάταξης των όρων σφάλματος σε ομάδες, τα οποία προσδιορίζονται με βάση ορισμένα άμεσα παρατηρήσιμα χαρακτηριστικά της ομάδας. Στη χωρική οικονομετρία, οι ομάδες συνήθως βασίζονται στη χωρική ‘ομοιότητα’, η οποία τυπικά προσδιορίζεται βάσει ορισμένων γεωγραφικών χαρακτηριστικών, όπως η εγγύτητα. 6
Ο όρος ‘χωρικοί εκτιμητές GMM’ αναφέρεται σε εκτιμητές GMM υποδειγμάτων panel data που περιλαμβάνουν μία χωρική υστέρηση με ή χωρίς διόρθωση για τη συσχέτιση στο χωρικό σφάλμα. Εάν ο χωρικός GMM εκτιμητής διορθώνει τη συσχέτιση χωρικού σφάλματος, τότε αναφερόμαστε σε ένα ‘χωρικά διορθωμένο’ GMM εκτιμητή. 32 είτε ένα χωρικού σφάλματος, στην ουσία ενσωματώνουμε και τα δύο, ώστε να είναι ταυτοχρόνως και τα δύο παρόντα. Στην προσέγγιση μας η χρονική υστέρηση της ενδογενούς εξαρτημένης μεταβλητής συσχετίζεται με το ‘ατομικό‐μεμονωμένο’ ή μοναδικό αποτέλεσμα (επίδραση). Συνεπώς, ο σταθερός εκτιμητής του Fixed Effects σε ένα μη χωρικό panel σταθερού χρονικού περιθωρίου και μεγάλου αριθμού παρατηρήσεων θα είναι μεροληπτικός και ασυνεπής ως προς το περιεχόμενό του. Τα δυναμικά panel data υποδείγματα συνήθως εκτιμώνται χρησιμοποιώντας τους GMM εκτιμητές των Arellano & Bond (1991), οι οποίοι διαφέρουν από τους στατικούς GMM εκτιμητές τόσο ως προς τις επικρατούσες ‘συνθήκες της στιγμής’ (‘moment conditions’) όσο και ως προς τον Πίνακα των διαθέσιμων εργαλείων. Λόγω του γεγονότος ότι ο ‘τυπικός’ εκτιμητής των Arellano & Bond είναι μάλλον ανεπαρκής σε ορισμένες περιπτώσεις, ειδικά όταν η χρονική εξάρτηση είναι έντονη, με την προσέγγιση των Blundell & Bond (1998), η οποία περιλαμβάνει και ένα εκτεταμένο σετ διαθέσιμων εργαλείων και τις εξισώσεις και το επίπεδο της πρώτης διαφοροποίησης (‘first‐differenced level and equations’), επεκτείνεται το πεδίο διερεύνησης. Το ζητούμενο είναι να προσδιορίσουμε τα κατάλληλα εργαλεία για τον έλεγχο της ενδογένειας της χωρικής και της χρονικής υστέρησης της εξαρτημένης μεταβλητής, καθώς θα ελέγχεται ταυτοχρόνως και η συσχέτιση του χωρικού σφάλματος. Μία επαρκής βοήθεια προσφέρουν τα διάφορα χωρικά εργαλεία (μεταβλητές) περιφερειακού και εθνικού επιπέδου αναφοράς. 3.1 Το Χωρικά Δυναμικό Υπόδειγμα (‘spatially dynamic panel data model’) Έστω i= 1,2,…, N χωρικές μονάδες και t = 1,2,.., T χρονικές περίοδοι. Η εστίαση και το ενδιαφέρον επικεντρώνεται σε ένα panel περιορισμένου αριθμού χρονικών περιόδων αναφορικά τούτων με τον αριθμό των χωρικών μονάδων. Ας υποθέσουμε ότι τα παραγόμενα δεδομένα στο χρόνο t περιγράφονται από την ακόλουθη σχέση: y(t) = λy(t‐1) + δWN y(t) + x(t)β + u(t), (1) όπου y(t) είναι ένα N×1 διάνυσμα των παρατηρήσεων της εξαρτημένης μεταβλητής, y(t‐1) είναι η χρονική υστέρηση της μίας περιόδου της εξαρτημένης μεταβλητής, WN είναι ένας N×N πίνακας των χωρικών Σταθμίσεων, x(t) είναι ένας N×K πίνακας των παρατηρήσεων των αυστηρά εξωγενών επεξηγηματικών μεταβλητών (όπου το K αναφέρεται στον αριθμό των συν‐μεταβλητών), και τέλος u(t) είναι ένα N×1 διάνυσμα του όρου σφάλματος. Η κλιμακούμενη παράμετρος λ είναι ο συντελεστής της υστερούσας εξαρτημένης μεταβλητής, δ ο συντελεστής της χωρικής αυτό‐
παλινδρόμησης, που μετρά το αποτέλεσμα της ενδογενούς αλληλεπίδρασης μεταξύ των μονάδων, και β ένα K×1 διάνυσμα συντελεστών (σταθερής) κλίσης. Η χωρική υστέρηση αναφέρεται ως WN y(t). Ενσωματώνει την αυτοσυσχέτιση μεταξύ της συμπεριφοράς της μονάδας i και του σταθμικού αθροίσματος της συμπεριφοράς όλων των μονάδων j, υπό την προϋπόθεση ότι j ≠ i. Το WN (ή wij) δίνεται εξωγενώς και είναι μη αρνητικό και μηδενικό στη διαγώνιο του Πίνακα. Κάθε στοιχείο του Πίνακα δίνεται με τέτοιο τρόπο ώστε το άθροισμα των γραμμών να είναι μονάδα. Είναι απαραίτητο να σημειωθεί ότι κάθε προσπάθεια προσδιορισμού της ‘σωστής’ ή έστω βέλτιστης χωρικής στάθμισης είναι πιθανό να πέσει στο κενό, καθότι πλείστοι προσδιορισμοί μπορούν να δοθούν. Η διεθνής βιβλιογραφία συνήθως χρησιμοποιεί επ’ αυτού τη γειτνίαση, όπου οι χωρικές μονάδες μοιράζονται κοινά εξωτερικά σύνορα, ή τη ‘φυσική 33 απόσταση’. Εν προκειμένω, ως χωρική στάθμιση λαμβάνεται η χιλιομετρική απόσταση μεταξύ των εδρών (πρωτεύουσες) των ελληνικών χωρικών μονάδων επιπέδου NUTS2. Συνεπώς, η εξίσωση (1) λαμβάνει την ακόλουθη μορφή με την εισαγωγή των προτεινόμενων «Νέων» δεικτών, ως το set των αυστηρά εξωγενών επεξηγηματικών μεταβλητών της εξαρτημένης μεταβλητής LLAMACE: LLAMACE = λ(LLAMACEt‐1) + δ(W_LLAMACE) + [YOUTH VULNERABILITY + INPUT‐OUTPUT RATIO REVISITED + HRST + EMPLOYMENT EVOLUTION + TECHNOLOGICAL GAP + INCOME REDIDUAL + UNEMPLOYMENT‐POVERTY TRAP CIRCLE] + u(t), (2) Σε αρχικό στάδιο διενεργούμε μία διαδικασία 2‐step, η οπαία περιλαμβάνει την εξαρτημένη μεταβλητή (LLAMACE), τη χωρική στάθμιση (W_LLAMACE) και το set των ανεξάρτητων εξωγενώς καθοριζόμενων επεξηγηματικών μεταβλητών. Υπό το πλαίσιο της Robust προσέγγισης προκύπτει ότι καμία εκ των δέκα συνολικά μεταβλητών δεν είναι στατιστικά σημαντικές (!!!), ενώ δεν καταγράφεται σειριακή αυτοσυσχέτιση στις πρώτες διαφορές των καταλοίπων βάσει του Arellano‐
Bond test. Τούτο ωθεί προς τη διενέργεια μίας GMM διαδικασίας με όμοιο αριθμό μεταβλητών. Η κύρια διαπίστωση που εξάγεται είναι ότι παρά τον περιορισμό των σχετικών τιμών, παρ’ όλα αυτά καμία μεταβλητή εξακολουθεί να μην είναι στατιστικά σημαντική (!!!). Ταυτοχρόνως, εμφανίζει μεροληψία στα τυπικά σφάλματα. Σε τελικό στάδιο, επιχειρείται μία υπέρβαση των προγενέστερων δυσχερειών. Επεκτείνουμε τη χωρική διαδικασία των τριών σταδίων (3‐step) σε ένα panel, που περιλαμβάνει, εκτός από την εξαρτημένη μεταβλητή χωρικής υστέρησης και τη χρονική υστέρηση ‘μίας περιόδου’ στην ίδια εξαρτημένη μεταβλητή, και μία μεταβλητή της ταυτόχρονης χωρο‐
χρονικής υστέρησης. Λόγω του περιορισμένου αριθμού των παρατηρήσεων στη μεταβλητή της ταυτόχρονης χωρο‐χρονικής υστέρησης (N=108), τούτη δεν δύναται εν τέλει να ενσωματωθεί στο υπόδειγμα και συνεπώς δεν την λαμβάνει υπόψη. Εντούτοις, οι τιμές είναι αρκετά αποκαλυπτικές: Στατιστική σημαντικότητα για το δείκτη TECHNOLOGICAL GAP και οριακή σημαντικότητα για τους INPUT‐OUTPUT RATIO REVISITED και HRST. 4. Συμπεράσματα Η ‘ανισότητα’, είτε σε σχέση με το βαθμό προσελκυστικότητας μίας περιοχής σε συνάρτηση με την εκάστοτε κυρίαρχη μορφή της οικονομικής δραστηριότητας, είτε αναφορικά στις τιμές διαφόρων δεικτών κοινωνικής ευημερίας και οικονομικής ευρωστίας συνιστά ένα διττό παράγοντα υπό μία έννοια αιτίου και αιτιατού. Υπό το πρίσμα τούτο, επιχειρείται μία υπέρβαση της παραδοσιακής προσέγγισης του φαινομένου των περιφερειακών ανισοτήτων, έχοντας ως κύριο εργαλείο την εισαγωγή σύνθετων δεικτών μέτρησης αυτών. Επί τοις ουσίας, η αλληλεξάρτηση των σύγχρονων φαινομένων επέβαλλε τούτη την αναγκαιότητα, όπου υπό ένα αυτούσιο και μοναδικό μέτρο μέτρησης μετασχηματίζεται η σύνθετη πληροφόρηση των πρωταρχικών και γνωστών κριτηρίων ανισοτήτων και διευρύνεται το πεδίο ανάλυσης. Σκοπός του άρθρου αποτελεί η διερεύνηση των τάσεων σύγκλισης‐απόκλισης στις ελληνικές περιφέρειες επιπέδου NUTS2 την περίοδο 1999‐2007. Ως κύρια διαπίστωση προκύπτει η διεύρυνση 34 των ανισοτήτων μεταξύ αυτών λαμβάνοντας υπόψη το αρχικό και το τελικό χρονικό όριο. Εντούτοις, τούτο δεν μειώνει τη σημασία ενός έτερου παράγοντα: τη διακύμανση των επί μέρους επιδόσεων εντός του χρονικού πλαισίου (ανάδειξη ενός μωσαϊκό επιδόσεων) ή/και την ακραία πόλωση βάσει συγκεκριμένων κριτηρίων (HRST, TECHNOLOGICAL GAP και INCOME RESIDUAL). Στις δε περιπτώσεις των HRST, INCOME RESIDUAL και του κύριου δείκτη LLAMACE το 2003 αναδεικνύεται ως έτος πόλωσης της απόκλισης. Ακόμα και όταν διαπιστώνεται περιορισμός της απόκλισης και σμίκρυνση του κενού, τούτος/η είναι σχετικά περιορισμένος/η [INPUT‐OUTPUT RATIO REVISITED, EMPLOYMENT EVOLUTION (TECHNOLOGY BASED) και UNEMPLOYMENT‐POVERTY TRAP CIRCLE]. Τούτη η διαδρομή των ελληνικών περιφερειών φέρνει έχει δύο πρωτεύουσες ερμηνείες: Αφενός, οι πόροι που διατέθηκαν ήταν ανεπαρκείς ποσοτικά και κυρίως ποιοτικά σε σχέση με το μέγεθος των δυνάμεων της αγοράς, οι οποίες αναπτύσσονται στα πλαίσια της Οικονομικής Ολοκλήρωσης και οι οποίες έχουν ένα έντονα πολωτικό και σωρευτικό χαρακτήρα. Αφετέρου, δεν αξιοποιήθηκαν με το βέλτιστο τρόπο, ή/και κατανεμήθηκαν σε δράσεις και μέτρα τα οποία δεν εμφάνισαν μια αποδεδειγμένη θετική επίδραση στη μείωση των ανισοτήτων. Θα πρέπει να σημειωθεί ότι οι δύο αυτές εναλλακτικές ερμηνείες είναι δυνατόν να συνυπήρχαν. Σε αυτή την περίπτωση το πραγματικό ερώτημα είναι ποιά από τις δύο επηρέασε περισσότερο το τελικό αποτέλεσμα. Ευχαριστίες Ευχαριστώ θερμά την Αναπληρώτρια Καθηγήτρια του ΤΜΧΠΠΑ Πανεπιστημίου Θεσσαλίας κ. Μαρί Νοέλ Ντυκέν για τη συμβολή της στην ολοκλήρωση του παρόντος άρθρου. Βιβλιογραφία Κόνσολας, Ι. Ν. (1997) Σύγχρονη περιφερειακή οικονομική πολιτική, Αθήνα: Παπαζήσης. Arellano, M. and Bond, S. (1991) ‘Some tests for specification of panel data: Monte Carlo evidence and an application to employment equations’, The Review of Economic Studies, vol. 58, no 2, pp. 277‐297. Blundell, R. W. and Bond, S. (1998) ‘Initial conditions and moment restrictions in dynamic panel data models’, Journal of Econometrics, vol. 87, no 1, pp. 115‐143. Elhorst, J. P. (2009) ‘Spatial panel data models’, in Fischer, M. M. and Getis, A. (eds.) Handbook of Applied Spatial Analysis, Chapter C2, Berlin/Heidelberg/New York: Springer. Elhorst, J. P. (2003) ‘Specification and estimation of spatial panel data models’, International Regional Science Review, vol. 26, no 3, pp. 244‐268. Jacobs, M. A. P. J., Ligthart, E. J. and Vrijburg, H. (2009) Dynamic panel data models featuring endogenous interaction and spatially correlated errors, University of Groningen, CAMA και CIRANO/Tilburg University, University of Groningen και CESifo/Erasmus University Rotterdam, Tilburg: Tilburg University, CentEr and Department of Economics. Kapoor, M., Kelejian, H. H. and Prucha, R. I. (2007) ‘Panel data models with spatially correlated error components’, Journal of Econometrics, vol. 140, pp. 97‐130. Kelejian, H. H. and Prucha, R. I. (1999) ‘A Generalized Moments estimator for the autoregressive parameter in a spatial model’, International Economic Review, vol. 40, pp. 509‐522. 35