∆ιεπιστηµονική Φροντίδα Υγείας(2012) Τόµος 4,Τεύχος 1, 18-24 ISSN 1791 - 9649 Η επίδραση διαφόρων µορφών άσκησης σε ασθενείς µε παχυσαρκία και σακχαρώδη διαβήτη τύπου ΙΙ Σταύρου Β.1, Σταύρου Σ.2 1 2 Μεταπτυχιακός φοιτητής, Τµήµα Επιστήµης Φυσικής Αγωγής και Αθλητισµού, Πανεπιστήµιο Θεσσαλίας Παιδίατρος, Παιδιατρική Κλινική, Πανεπιστηµιακό Γενικό Νοσοκοµείο Ιωαννίνων ΠΕΡΙΛΗΨΗ Η παχυσαρκία ορίζεται ως η περίσσεια βάρους για ένα δεδοµένο ύψος, υιοθετώντας την έννοια του δείκτη µάζας σώµατος. Ο διαβήτης είναι µια χρόνια πάθηση που εµφανίζεται είτε όταν το πάγκρεας δεν παράγει αρκετή ινσουλίνη είτε όταν ο οργανισµός δεν µπορεί να χρησιµοποιήσει αποτελεσµατικά την ινσουλίνη που παράγει. Αρκετές επιδηµιολογικές έρευνες γίνονται σχεδόν σε όλες τις χώρες µε σκοπό να αξιολογήσουν την παχυσαρκία κυρίως σε νεαρές ηλικίες. Στην παχυσαρκία και στην παχυσαρκία µε διαβήτη τύπου II στον γενικό πληθυσµό η άσκηση θα πρέπει να είναι τουλάχιστον 60 λεπτά διάρκειας και στο 50% της µέγιστης καρδιακής συχνότητας. Στους ενήλικες η συχνότητα της άσκησης είναι 1-3 φορές/εβδοµάδα, µε διάρκεια 30-60 λεπτά και χαµηλή καρδιακή συχνότητα. Στα παιδία παρατηρήθηκε µείωση του λιπώδους ιστού ύστερα από διάφορες µορφές άσκησης διάρκειας 40 έως και 80 λεπτών τη µέρα και διάρκειας 4-8 µήνες. Τα πρωτόκολλα που είχαν θετικά αποτελέσµατα, ήταν έντασης 50-70% της µέγιστης καρδιακής συχνότητας. Σε ασθενείς µε παχυσαρκία και διαβήτη τύπου II παρατηρήθηκε ότι µέσω της άσκησης µειώθηκε το σωµατικό βάρος και υπήρξαν ρυθµιστικά θετικά αποτελέσµατα ως προς τον γλυκαιµικό έλεγχο, τις λιποπρωτεΐνες και τα λιπίδια. Η µορφή της άσκησης µε τα καλύτερα αποτελέσµατα ήταν αερόβιου τύπου µε ένταση 40-60% της µέγιστης καρδιακής συχνότητας και 60-80% της VO2max ενώ η συχνότητά της ήταν 3 φορές την εβδοµάδα για χρονικό διάστηµα 6-14 µηνών. Λέξεις-Κλειδιά: παχυσαρκία, διαβήτης τύπου II, άσκηση 18 Υπεύθ. Αλ/φίας: Σταύρου Βασίλειος Ε Κοτσώνη 1, 41222 Λάρισα Τηλ.: 6973719473 Email: [email protected] Interscientific Health Care (2012) Vol 4, Issue 1, 18-24 ISSN 1791 - 9649 The effect of various forms of exercise in patients with obesity and type II mellitus diabetes Stavrou V.1, Stavrou S.2 1 M.Sc. student, Department of Physical Education & Sports Science, University of Thessaly Pediatrician, Pediatric Clinics, University Hospital of Ioannina 2 ABSTRACT Obesity is defined as excess weight for a given height, taking the concept of body mass index. Diabetes is a chronic disease that occurs either when the pancreas does not produce enough insulin or when the body can not effectively use the insulin it produces, which regulates blood glucose levels. Several epidemiological investigations are being made in almost all countries in order to evaluate obesity especially in young ages. In obesity and obesity with type II diabetes in the general population exercise will show to be at least 60 minutes duration and 50% of maximum heart rate for adults to exercise 1-3 times per a week at least, lasting 30-60 minutes and low heart rate in children and decrease of adipose tissue after various forms of exercise lasting 40 to 80 minutes per a day and lasting 4-8 months. The protocols that had a positive effect had been tension in 50-70% maximum heart rate. Patients were tested with obesity and diabetes type II, were observed that through the exercise had decreased body weight and had positive effects on glycemic control, lipoproteins and lipids. The type of exercise with the best results were aerobic, with tension 40-60% of maximum heart rate and 60-80% of VO2max, while the frequency of exercise was 3 times per a week for 6-14 months. Keywords: obesity, type II mellitus diabetes, exercise.. ΕΙΣΑΓΩΓΗ Παχυσαρκία Σύµφωνα µε τον Παγκόσµιο Οργανισµό Υγείας (WHO, 1999) η παχυσαρκία ορίζεται ως η περίσσεια βάρους για ένα δεδοµένο ύψος, υιοθετώντας την έννοια του δείκτη µάζας σώµατος (∆ΜΣ), o οποίος ισούται µε το βάρος σε kg διά το ύψος σε m2. Με τη χρήση του ∆ΜΣ φυσιολογικό θεωρείται το βάρος ενός ατόµου όταν κυµαίνεται µεταξύ 18.50 και 24.99. Υπέρβαροι θεωρούνται όσοι έχουν ∆ΜΣ ≥25 και παχύσαρκοι όσοι έχουν ∆ΜΣ ≥30 µε τρεις περαιτέρω διαβαθµίσεις (τύπου I: ∆ΜΣ 30-34.9, τύπου II: ∆ΜΣ 35-39.9 και τύπου III: ∆ΜΣ >40). Η παχυσαρκία µπορεί να γίνει καλύτερα αντιληπτή και ως αυξηµένη λιπαρότητα (adiposity) δηλαδή ως αυξηµένη, σε σχέση µε το φυσιολογικό, σύνθεση του σώµατος σε λίπος που προϋποθέτει αυξηµένη µάζα του λιπώδους ιστού (Cinti, 2007). Τα άτοµα µε παχυσαρκία έχουν συνήθως “χαµηλή” ποιότητα ζωής αφού εµφανίζουν συχνότερα πολλές και σηµαντικές επιπλοκές στην υγείας τους όπως ο διαβήτης τύπου II, καρδιαγγειακά νοσήµατα κ.α.. Ο Παγκόσµιος Οργανισµός Υγείας (WHO, 2003) προτρέπει τους υπέρβαρους να ασκηθούν, υλοποιώντας προγράµµατα µακράς διάρκειας ώστε να βελτιώσουν το καρδιαγγειακό τους σύστηµα. Cor. Author: Stavrou Vasileios Ε Kotsoni 1, 41222 Larisa Tel.: 6973719473 Email: [email protected] 19 ∆ιαβήτης τύπου II Ο διαβήτης είναι µια χρόνια πάθηση (WHO, 2009) που εµφανίζεται είτε όταν το πάγκρεας δεν παράγει αρκετή ινσουλίνη είτε όταν ο οργανισµός δεν µπορεί να χρησιµοποιήσει αποτελεσµατικά την ινσουλίνη που παράγει, η οποία ρυθµίζει τα επίπεδα γλυκόζης στο αίµα. Η υπεργλυκαιµία του αίµατος είναι µια κοινή επίδραση της δράσης του διαβήτη και µε την πάροδο του χρόνου οδηγεί σε σοβαρές βλάβες στα διάφορα συστήµατα του οργανισµού, ειδικά τα νεύρα και τα αιµοφόρα αγγεία. Ο διαβήτης τύπου II είναι αποτέλεσµα προοδευτικής δυσλειτουργίας των β-κυττάρων του παγκρέατος και της µειωµένης ικανότητας των κυττάρων του οργανισµού να χρησιµοποιήσουν την ινσουλίνη, γνωστή ως ινσουλινοαντίσταση. Η αιτιολογία του διαβήτη τύπου II δεν είναι γνωστή αλλά πολλές µελέτες συγκλίνουν στο ότι οφείλεται σε έναν συνδυασµό γενετικής προδιάθεσης και εξωτερικώνπεριβαλλοντικών παραγόντων. Αυτοί οι εξωτερικοί παράγοντες είναι η µειωµένη φυσική δραστηριότητα και η αύξηση της ηµερήσιας πρόσληψης θερµίδων, ειδικότερα λίπους. Η επίπτωση των εξωτερικών αυτών παραγόντων στην εµφάνιση του διαβήτη τύπου II είναι η βάση για την παγκόσµια αύξησή του που έχει πάρει διαστάσεις επιδηµίας. Η παγκόσµια στρατηγική (WHO, 2009) στοχεύει στη µείωση της συχνότητας εµφάνισης του διαβήτη, µέσω της σωστής διατροφής και της τακτικής σωµατικής άσκησης. Αποτέλεσµα της πράξης αυτής θα είναι η µείωση στο αυξανόµενο παγκόσµιο πρόβληµα, του υπερβολικού βάρους και της παχυσαρκίας. Επιδηµιολογία Αρκετές είναι οι επιδηµιολογικές έρευνες που γίνονται σχεδόν σε όλες τις χώρες µε σκοπό να αξιολογήσουν την παχυσαρκία κυρίως στις νεαρές ηλικίες. Πιο συχνή µέθοδος που χρησιµοποιείται είναι των ερωτηµατολογίων. Οι µελετητές εστιάζουν κυρίως στις παραµέτρους της διατροφής και της άσκησης και λιγότερο στις κοινωνικοοικονοµικές παραµέτρους ή στην κληρονοµικότητα. Η πρώτη πανελλήνια επιδηµιολογική µελέτη (Φαχαντίδου και συν, 2007) που διεξήχθη, είχε ως σκοπό να υπολογίσει τη συχνότητα µε την οποία κάνει την εµφάνιση της η παχυσαρκία και η σωµατική υπερβαρία στους ενήλικες Έλληνες. Τα στοιχεία συλλέχθηκαν µε τη µέθοδο του ερωτηµατολογίου από δείγµα 17.341 ατόµων (8.234 άνδρες και 9.107 γυναίκες ηλικίας 20-70 ετών). Σύµφωνα µε τα αποτελέσµατα το 41.1% των ανδρών ανήκαν στην κατηγορία των υπέρβαρων και το 26.0% στην κατηγορία των παχύσαρκων. Στις γυναίκες το 29.9% άνηκε στην κατηγορία των υπέρβαρων και το 18.2% στην κατηγορία των παχύσαρκων. Αναφορικά µε την περίµετρο µέσης το 54.3% των ανδρών και το 56.5% των γυναικών παρουσίαζαν ποσοστά άνω του φυσιολογικού. Σε επιδηµιολογική µελέτη (Kelishadi et al, 2007) που διεξήχθη στο Ιράν σε δείγµα 4.811 µαθητών ηλικίας 6-18 ετών (χρονική περίοδος 2003-2004), χρησιµοποιήθηκε για την αξιολόγηση του επιπέδου της φυσικής δραστηριότητας η µέθοδος του τυποποιηµένου ερωτηµατολογίου. Όπως προέκυψε από τα αποτελέσµατα της έρευνας υπήρξε συσχέτιση µεταξύ της φυσικής δραστηριότητας και του 20 µεταβολικού συνδρόµου, το οποίο όµως ήταν ανεξάρτητο του δείκτη µάζας σώµατος και της ηλικίας. Συµπερασµατικά διαπίστωσαν πως τα παιδιά θα πρέπει να ενθαρρύνονται ώστε να έχουν µεγαλύτερη φυσική δραστηριότητα. Οι Kunesova et al (2007) σε επιδηµιολογική έρευνα που έγινε στην Τσεχία, εξέτασαν 1.417 άτοµα (παιδιά και εφήβους ηλικίας 6-17.99 ετών) παχύσαρκα µε σκοπό να εντοπίσουν εάν η παχυσαρκία είναι αποτέλεσµα της γονικής προδιάθεσης ή απλά ένα κοινωνικοοικονοµικό φαινόµενο. Ο έλεγχος των συµµετεχόντων έγινε µε βάση τις διατροφικές συνήθειες και της φυσικής δραστηριότητας που ακολουθούσαν. Από τα αποτελέσµατα προέκυψε υψηλός δείκτης µάζας σώµατος (∆ΜΣ) στις ηλικίες 612 ετών λόγω διατροφικών συνηθειών και στους έφηβους (13-17 ετών) ο ∆ΜΣ είχε τάσεις παχυσαρκίας λόγω κακής διατροφής και έλλειψης φυσικής δραστηριότητας. Λιπώδης Ιστός και Παχυσαρκία Ο λιπώδης ιστός θεωρείται ένα σηµαντικό ενδοκρινικό όργανο, του οποίου η λειτουργία άρχισε να απασχολεί τη διεθνή βιβλιογραφία το 1994 και έπειτα µε την ανακάλυψη της λεπτίνης (Korner και Aronne, 2003), η οποία έδρασε καταλυτικά στο πεδίο της έρευνας για την παχυσαρκία αποδεικνύοντας την ύπαρξη επικοινωνίας του λιπώδους ιστού µε το κεντρικό νευρικό σύστηµα. Στη συνέχεια ανακαλύφθηκαν και άλλες αντιποκίνες οι οποίες εκκρίνονται από το λιπώδη ιστό και επηρεάζουν την ευαισθησία της ινσουλίνης καθώς είναι άρρηκτα συνδεδεµένες µε διάφορες βιολογικές λειτουργίες, όπως είναι η ενεργειακή ισορροπία, η οµοιοστασία της γλυκόζης, ο µεταβολισµός των λιπιδίων ή η φλεγµονή (Zou et al., 2008). Από το λιπώδη ιστό εκκρίνεται ένας µεγάλος αριθµός αντιποκυτοκινών όπως είναι η λεπτίνη, η αντιπονεκτίνη, η ρεζιστίνη, η βισφατίνη, οι προφλεγµονώδεις κυτοκίνες κ.α. Η αντιπονεκτίνη, σε αντίθεση µε τις άλλες αντιποκυτοκίνες (λεπτίνη, ρεζιστίνη, βισφατίνη, προ-φλεγµονώδεις κ.α), µειώνεται σε παχύσαρκα άτοµα. Φυσική δραστηριότητα και άσκηση Σύµφωνα µε τον Παγκόσµιο Οργανισµό Υγείας (WHO, 2010) ως φυσική δραστηριότητα ορίζεται η οποιαδήποτε κίνηση του σώµατος που σαν αποτέλεσµα έχει τις ενεργειακές δαπάνες και που εκφράζεται στον ελεύθερο χρόνο και τις καθηµερινές δραστηριότητες. Ως άσκηση ορίζεται η προγραµµατισµένη ή δοµηµένη σωµατική δραστηριότητα του ατόµου Η ΕΠΙ∆ΡΑΣΗ ΤΗΣ ΑΣΚΗΣΗΣ ΣΕ ΑΤΟΜΑ ΜΕ ΠΑΧΥΣΑΡΚΙΑ ΚΑΙ ∆ΙΑΒΗΤΗ ΤΥΠΟΥ 2 Η άσκηση προωθείται όλο και περισσότερο ως µέρος της θεραπευτικής αγωγής για τη µείωση του σωµατικού λίπους και κατ’ επέκταση την αντιµετώπιση του σακχαρώδη διαβήτη. Εκτός από τα καρδιαγγειακά οφέλη, η άσκηση µπορεί να βελτιώσει τον γλυκαιµικό έλεγχο και µπορεί να εµποδίσει την ανάπτυξη του διαβήτη τύπου II σε οµάδες υψηλού κινδύνου. Αρκετοί µελετητές έχουν ασχοληθεί µε την άσκηση και τα οφέλη που παρουσιάζει στη παχυσαρκία καθώς και στο µεταβολικό σύνδροµο. Οι Steele et al (2008) θέλοντας να εκφράσουν το µεταβολικό σύνδροµο, το ορίζουν ως τη συνύπαρξη πολλαπλών καρδιαγγειακών προβληµάτων µε παράγοντες κινδύνου όπως αυτούς που σχετίζονται µε την εµφάνιση του διαβήτη. Το ίδιο σύµπλεγµα των µεταβολικών παραγόντων κινδύνου αναφέρουν πως έχει παρατηρηθεί σε παιδιά και εφήβους. Τα επιδηµιολογικά στοιχεία δείχνουν ότι τα υψηλά επίπεδα φυσικής δραστηριότητας και σωµατικής άσκησης συνδέονται µε ένα θετικό µεταβολικό προφίλ και ελαχιστοποιούν τον κίνδυνο στους ενήλικες. Επίσης και ο Guinhouya (2009) σε έρευνα για το µεταβολικό σύνδροµο, το ορίζει ως την κοινή εκδήλωση πολλών παραγόντων κινδύνου όπως υπερτριγλυκεριδαιµία, υπέρταση, κοιλιακή παχυσαρκία, χαµηλή συγκέντρωση της HDLχοληστερόλης (HDLc) και υψηλή γλυκόζη νηστείας αίµατος. Οι παράµετροι αυτοί παρουσιάζονται όλο και περισσότερο σε παιδιά, κυρίως µε τη µορφή της παχυσαρκίας. Στην πραγµατικότητα µέχρι και το 50% των παχύσαρκων παιδιών µπορούν να επηρεαστούν από το µεταβολικό σύνδροµο. Ο Guinhouya (2009) παρατηρεί πως µε τα προγράµµατα φυσικής δραστηριότητας που βασίζονται στην αερόβια άσκηση, σε ασκήσεις µε αντίσταση ή σε συνδυασµό αυτών των δύο τύπων άσκησης µπορεί να γίνει ευαισθησία στην ινσουλίνη και να κατασταλεί το µεταβολικό σύνδροµο των παιδιών. Πιο σηµαντικό είναι οι ασκήσεις να γίνονται µε µορφή ελεύθερης δραστηριότητας, όπως ένα γρήγορο περπάτηµα. Θα πρέπει λοιπόν, να ενθαρρύνονται τα παιδιά για άσκηση και να επωφελούνται από τη θετική επιρροή που ασκεί αυτή στις παραµέτρους που υπεισέρχονται στο µεταβολικό σύνδροµο. Ο Gill (2007) σε µελέτη του αναφέρει πως τα υψηλά επίπεδα φυσικής δραστηριότητας σχετίζονται µε µειωµένο κίνδυνο καρδιαγγειακής νόσου. Οι υπεύθυνοι µηχανισµοί είναι πολυσχιδείς αλλά οι επιδράσεις στην ευαισθησία της ινσουλίνης είναι πιθανόν να διαδραµατίσουν σηµαντικό ρόλο. Τα αποτελέσµατα της τακτικής σωµατικής δραστηριότητας έχουν επίδραση στην καρδιοαναπνευστική λειτουργία και την κοιλιακή παχυσαρκία και είναι παράµετροι που συµβάλουν στην ευαισθητοποίηση της ινσουλίνης. Τα αποτελέσµατα της µελέτης υποδεικνύουν ότι τουλάχιστον στους ενήλικες, η ένταση της άσκησης παρέµβασης µπορεί να επηρεάσει το µέγεθος των µεταβολών στην ευαισθησία της ινσουλίνης. Τα δεδοµένα που προκύπτουν υποδεικνύουν ότι οι επιµέρους αλλαγές στην ευαισθησία της ινσουλίνης µετά από ένα πρόγραµµα άσκησης µπορεί, εν µέρει, να επηρεάζονται από τον γονότυπο. Αερόβια άσκηση Η αερόβια άσκηση είναι µια συχνή µορφή άσκησης, η οποία συχνά εφαρµόζεται σε άτοµα µε παχυσαρκία και διαβήτη τύπου ΙΙ. Οι SoJung et al, (2005) σε έρευνά τους µελέτησαν παχύσαρκους ασθενείς µε και χωρίς διαβήτη τύπου II. Στην έρευνα µετείχαν 24 άνδρες για 13 εβδοµάδες εκτελώντας ένα αερόβιο πρόγραµµα διάρκειας 60 λεπτών για 5 φορές την εβδοµάδα. Από τα αποτελέσµατα προέκυψε πως και στις δυο οµάδες υπήρξε µείωση του σωµατικού λίπους, χωρίς να επηρεάσει το βάρος του σώµατος λόγω της ταυτόχρονης αύξησης της µυϊκής µάζας. Επίσης οι YoonMyung και SoJung (2009) σε ανασκοπική µελέτη µε αντικείµενο τη φυσική δραστηριότητα και την κοιλιακή παχυσαρκία σε νεαρά άτοµα, παρατήρησαν πως η έλλειψη φυσικής δραστηριότητας στα άτοµα αυτά οδηγεί σε διάφορες παθήσεις (διαβήτης τύπου II, καρδιοαναπνευστικά προβλήµατα και µεταβολικά σύνδροµα). Τα νεαρά αυτά άτοµα συνήθιζαν να έχουν καθιστική ζωή παρακολουθώντας τηλεόραση και παίζοντας ηλεκτρονικά παιχνίδια. Συµπερασµατικά διαπίστωσαν πως µια ήπια µορφή αερόβιας άσκησης, σύµφωνα µε τους συγγραφείς θα δραστηριοποιούσε τα άτοµα αυτά και θα µείωνε τη συγκέντρωση λίπους στην κοιλιακή χώρα. Οι Korner και Aronne (2003) σε µελέτη τους προτείνουν σαν θεραπεία για τη µείωση του βάρους σε παχύσαρκους, τη φυσική δραστηριότητα µε ένα προοδευτικά αυξανόµενο πρόγραµµα, ξεκινώντας µε ήπια µορφή έντασης και διάρκειας άσκηση (30-45 λεπτά) µε στόχο τις καρδιοαναπνευστικές προσαρµογές. Τέλος οι Barbeau et al. (2007) σε µελέτη τους που είχε ως αντικείµενο την αξιολόγηση της επίδρασης της φυσικής δραστηριότητας σε παχύσαρκα παιδιά σε πρόγραµµα διάρκειας 10 µηνών, εξέτασαν 201 έγχρωµα κορίτσια 8-12-ετών. Μέτρησαν τη σύσταση του σώµατος, τα ανθρωποµετρικά χαρακτηριστικά (περίµετρος µέσης, ∆ΜΣ και ποσοστό σωµατικού λίπους), την οστική πυκνότητα και µε µαγνητική τοµογραφία το σπλαχνικό λιπώδη ιστό. Η παρέµβαση αποτελούνταν από συνεδρίες των 80 λεπτών (25 λεπτά διδασκαλία δεξιοτήτων, 35 λεπτά αερόβια άσκηση και 20 λεπτά διατάσεις). Σύµφωνα µε τα αποτελέσµατα της µελέτης εµφανίστηκαν µεταβολές στη σύσταση του σώµατος και στις καρδιαγγειακές παραµέτρους. Επίσης παρατηρήθηκαν µεταβολές στο σπλαχνικό λίπος αλλά όχι και στην περιφέρεια µέσης. Συµπερασµατικά διαπιστώθηκε πως οι αλλαγές στην κεντρική παχυσαρκία µπορούν να παρουσιαστούν ακόµη και σε µικρά παιδιά, αλλά η περίµετρος της µέσης µπορεί να µην είναι ένας καλός δείκτης της κεντρικού τύπου παχυσαρκίας. Άσκηση µε αντίσταση Μια όχι και τόσο συχνή µορφή άσκησης σε άτοµα µε παχυσαρκία και διαβήτη τύπου ΙΙ είναι αυτή µε αντίσταση. Σε έρευνα τους οι Benson et al (2008) εφήρµοσαν άσκηση µε υψηλή ένταση προοδευτικής αντίστασης µε σκοπό τη βελτίωση της παχυσαρκίας και το µεταβολικό κίνδυνο σε παιδιά, µε µια τυχαιοποιηµένη ελεγχόµενη δοκιµή. Στην έρευνα µετείχαν 78 άτοµα (32 κορίτσια και 46 αγόρια) µε µέσο όρο ηλικίας 12.2 έτη για 8 εβδοµάδες και άσκηση 2 φορές την εβδοµάδα. Οι συµµετέχοντες χωρίστηκαν σε δύο οµάδες όπου θα εκτελούσαν δυο σετ από οκτώ επαναλήψεις και έντεκα ασκήσεις στο 80% σε όλες τις µεγάλες µυϊκές οµάδες µε υψηλή ένταση. Συµπερασµατικά διαπίστωσαν πως η στοχευόµενη υψηλής έντασης άσκηση βελτιώνει σηµαντικά την κεντρική παχυσαρκία και την παχυσαρκία ολόκληρου του σώµατος, σε συνεργασία µε τη µυϊκή δύναµη σε υπέρβαρα παιδιά. Αερόβια άσκηση και άσκηση µε αντίσταση 21 Μελέτες µετανάλυσης έχουν ασχοληθεί µε τη σύγκριση αερόβιας άσκησης και άσκησης µε αντίσταση για τον καθορισµό πιο άµεσου αποτελέσµατος στα άτοµα µε παχυσαρκία και διαβήτη τύπου II. Οι Ζanuso et al (2010) σε µελέτη µετανάλυσης κατηγοριοποίησαν τις πιο σχετικές µελέτες σε τρεις τοµείς άσκησης: την αερόβια άσκηση, την άσκηση µε αντίσταση και συνδυασµό των δυο προηγούµενων. Από την εξέταση αυτή προέκυψε ότι τα αποτελέσµατα της αεροβικής άσκησης και προγραµµάτων παρέµβασης µε πιο έντονη αεροβική άσκηση οδήγησαν σε µεγαλύτερες µειώσεις HbA1c, µεγαλύτερη αύξηση της VO2max και µεγαλύτερη αύξηση στην ευαισθησία της ινσουλίνης. Η άσκηση µε αντίσταση θα µπορούσε να είναι µια αποτελεσµατική παρέµβαση για να βοηθήσει τον γλυκαιµικό έλεγχο, υπολογίζοντας ότι οι επιπτώσεις αυτής της µορφής παρέµβασης είναι συγκρίσιµες µε αυτές που αναφέρθηκαν µε την αερόβια άσκηση. Σε λιγότερες µελέτες έχει ερευνηθεί αν ο συνδυασµός αντίστασης και αερόβιας άσκησης προσφέρουν µια συνεργατική επίδραση και κλιµάκωση στο γλυκαιµικό έλεγχο, ωστόσο, τα στοιχεία φανερώνουν ότι στην αερόβια άσκηση υπάρχουν αλλαγές στην HbA1c που µπορεί να θεωρηθούν πιο σηµαντικές σε σύγκριση µε το συνδυασµό αερόβιας άσκησης και άσκησης µε αντίσταση. Ακόµα οι Sigal et al (2007) σε µελέτη τους µε στόχο να καθορίσουν τα αποτελέσµατα της αερόβιας άσκησης, της άσκησης µε αντίσταση και συνδυασµό των δυο ασκήσεων ως προς τις τιµές της αιµοσφαιρίνης A1c σε ασθενείς µε διαβήτη τύπου ΙΙ, σχεδίασαν δυο δοκιµές: την τυχαιοποιηµένη και την ελεγχόµενη δοκιµή. Στη µελέτη µετείχαν 251 άτοµα ηλικίας 39 έως 70 ετών µε διαβήτη τύπου ΙΙ. Η άσκηση είχε διάρκεια 22 εβδοµάδες και θα γινόταν 3 φορές την εβδοµάδα από 30-60 λεπτά µε χαµηλή καρδιακή συχνότητα (40-60% της µέγιστης καρδιακής συχνότητας). Συµπερασµατικά διαπίστωσαν ότι είτε η αερόβια είτε η άσκηση µε αντιστάσεις βελτιώνουν το γλυκαιµικό έλεγχο στον διαβήτη τύπου ΙΙ, αλλά οι βελτιώσεις είναι µεγαλύτερες όταν υπάρχει συνδυασµός αερόβιας και άσκησης µε αντιστάσεις. Αυτός ο τύπος συνδυασµένης άσκησης µειώνει τις πιθανότητες εµφάνισης διαβήτη, λόγο µείωσης του λιπώδους ιστού και σε συνδυασµό µε την αύξηση των καρδιαναπνευστικών προσαρµογών εµφανίζει µια τάση για λιγότερα προβλήµατα υγείας. Επίσης οι Yun Hee Lee et al (2010) σε µελέτη µε σκοπό την παιδική παχυσαρκία εξέτασαν τα ανθρωποµετρικά δεδοµένα, την αρτηριακή πίεση, το ∆ΜΣ και το δείκτη παχυσαρκίας (OI). Επίσης, έγινε βιοχηµικός έλεγχος όπου µετρήθηκε η γλυκόζη του αίµατος, η ολική χοληστερόλη, τα τριγλυκερίδια, LDLc, HDLc, AST, ALT, hs-CRP. Ακόµα, µετρήθηκε και η φυσική κατάσταση. Οι 54 συµµετέχοντες χωρίστηκαν σε τρεις οµάδες: την οµάδα που θα εκτελούσε αερόβια άσκηση (n=16), την οµάδα µε την συνδυασµένη άσκηση (n=20) και την οµάδα ελέγχου (n=18). Οι µετέχοντες ασκήθηκαν σε πρόγραµµα για 10 εβδοµάδες, ενώ στην οµάδα ελέγχου διατηρήθηκε ο αρχικός τρόπο ζωής τους. Σύµφωνα µε τα αποτελέσµατα η LDLc, η περιφέρεια µέσης, και η συστολική αρτηριακή πίεση µειώθηκε σηµαντικά κατά την αεροβική γυµναστική σε σύγκριση µε την οµάδα ελέγχου (p<0.05). Το επίπεδο φυσικής κατάστασης 22 αυξήθηκε σηµαντικά µετά τα προγράµµατα άσκησης έναντι της οµάδας ελέγχου (p<0.05). Έρευνα των Thomas et al. (2009) σχετικά µε την άσκηση σε ασθενείς µε διαβήτη τύπου II, περιλάµβαναν 377 συµµετέχοντες και τα πρωτόκολλα των µελετών διαρκούσαν από 8 εβδοµάδες έως 12 µήνες. Σε σύγκριση µε την οµάδα ελέγχου, η παρεµβατική άσκηση βελτίωσε σηµαντικά τον γλυκαιµικό έλεγχο, όπως προκύπτει από τη µείωση της γλυκοζυλιωµένης αιµοσφαιρίνης κατά 0,6% [-0.6% HbA1c µε 95% διάστηµα εµπιστοσύνης (CI) από -0.9 έως -0.3 και p<0.05]. Αυτό το αποτέλεσµα είναι στατιστικά και κλινικά σηµαντικό. ∆εν υπήρξε σηµαντική διαφορά µεταξύ των οµάδων αναφορικά µε το σωµατικό βάρος, πιθανώς λόγω της αύξησης της µάζας χωρίς λίπος, µε την άσκηση, όπως αναφέρθηκε σε µία δοκιµή (6.3 kg µε 95% CI 0.0 έως 12.6). Υπήρξε µια µείωση του σπλαχνικού λιπώδους ιστού µε την άσκηση (-45.5 εκατοστά µε 95% CI -63.8 έως -27.3) και του υποδόριου λιπώδους ιστού που µειώθηκε επίσης. Σε καµία µελέτη δεν αναφέρθηκαν ανεπιθύµητες ενέργειες στην οµάδα άσκησης ή επιπλοκών του διαβήτη. Η παρέµβαση αυτή µέσω της άσκησης αύξησε σηµαντικά την ανταπόκριση στην ινσουλίνη (131 AUC µε 95% CI 20 έως 242) και µείωσε τα τριγλυκερίδια του πλάσµατος (-0.25 mmol/L µε 95% CI -0.48 έως -0.02). Συµπερασµατικά διαπίστωσαν πως η σωµατική άσκηση σε άτοµα µε διαβήτη τύπου II βελτιώνει σηµαντικά τον γλυκαιµικό έλεγχο, µειώνει τον σπλαχνικό λιπώδη ιστό και τα τριγλυκερίδια του πλάσµατος, αλλά όχι τη χοληστερόλη του πλάσµατος, ακόµη και χωρίς απώλεια βάρους. Τέλος οι Kelley και Kelley (2007) διεξήγαγαν µία µελέτη µετανάλυσης τυχαιοποιηµένων ελεγχόµενων δοκιµών µε σκοπό να εξεταστούν τα αποτελέσµατα της αερόβιας άσκησης 8 εβδοµάδων στα λιπίδια και τις λιποπρωτεΐνες, σε ενήλικες µε διαβήτη τύπου II. Επτά µελέτες εξετάστηκαν (Tudor-Locke et al., 2004; Boudou et al., 2004; Ligtenberg et al., 1997; Raz et al., 1994; Verity και Ismail 1989; Ronnemaa et al., 1988; Kaplan et al., 1985) όπου µετείχαν συνολικά 220 άτοµα (112 παρέµβασης και 108 ελέγχου) και συµπεριλάµβαναν δεδοµένα της ολικής χοληστερόλης, υψηλής πυκνότητας λιποπρωτεΐνης χοληστερόλη, χαµηλής πυκνότητας λιποπρωτεϊνών, την αναλογία TC προς HDLc, τα τριγλυκερίδια, µεµονωµένα ή και όλα µαζί. Από τη µετανάλυση προέκυψε πως παρά το γεγονός ότι το σύνολο των αποτελεσµάτων δείχνουν ότι η αερόβια άσκηση µειώνει τα επίπεδα LDLc σε ενήλικες µε διαβήτη τύπου ΙΙ, είναι απαραίτητες πρόσθετες τυχαιοποιηµένες ελεγχόµενες δοκιµές. ΣΥΜΠΕΡΑΣΜΑΤΑ Σκοπός της παρούσας µελέτης ήταν να επισηµανθεί η επίδραση της άσκησης και της φυσικής δραστηριότητας στους ασθενείς µε παχυσαρκία και σε συνδυασµό παχυσαρκία και διαβήτη τύπου II. Σύµφωνα µε τη βιβλιογραφική ανασκόπηση παρατηρείτε ότι πολλές µελέτες είτε ερευνητικές είτε µετανάλυσης καθώς και ανασκόπησης έχουν ασχοληθεί µε την επίδραση της άσκησης σε ασθενείς µε παχυσαρκία και σε ασθενείς µε παχυσαρκία και διαβήτη τύπου II. Σε αρκετές µελέτες (Ζanuso et al. 2010, Yun Hee Lee et al. 2010, YoonMyung & SoJung 2009, Barbeau et al. 2007, Sigal et al. 2007, SoJung et al. 2005, Korner & Aronne 2003) η αερόβια άσκηση εµφανίζεται να ελέγχει σηµαντικά και να µειώνει τους παράγοντες κινδύνου, εκτελώντας ο ασθενής άσκηση µε χαµηλή έως µέτρια καρδιακή συχνότητα (50-70% HRmax). Η συχνότητα άσκησης θα πρέπει να είναι 1-3 φορές την εβδοµάδα και µε διάρκεια από 30 έως και 80 λεπτά. Σε µελέτη των Daniels et al. (2005), προκύπτει το ίδιο συµπέρασµα για τη µείωση του λιπώδους ιστού στο γενικό πληθυσµό, µε συχνή άθληση διάρκειας τουλάχιστον 60 λεπτών και στο 50% της µέγιστης καρδιακής συχνότητας. Η διάρκεια των προγραµµάτων ποικίλει από 4 έως 10 µήνες ενώ πιο συχνή εµφάνιση έχουν τα πρωτόκολλα διάρκειας 6 µηνών. Αξίζει να σηµειωθεί πως διαπιστώθηκε σηµαντική µείωση στην κεντρική παχυσαρκία και την παχυσαρκία ολόκληρου του σώµατος ύστερα από στοχευόµενη άσκηση υψηλής έντασης. Η κλινική σηµασία και η βιωσιµότητα αυτών των αλλαγών στην παχυσαρκία θα πρέπει να επαναξιολογηθεί στο µέλλον µε αντίστοιχες µελέτες (Benson et al. 2008). Στους ασθενείς που ελέχθησαν µε διαβήτη τύπου II, παρατηρήθηκε ότι µέσα από την άσκηση µειώθηκε το σωµατικό λίπος και υπήρξαν θετικά ρυθµιστικά αποτελέσµατα ως προς τον γλυκαιµικό έλεγχο, τις λιποπρωτείνες και τα λιπίδια που επηρεάστηκαν. Η µορφή της άσκησης, όπως προκύπτει, ήταν αερόβια µε ένταση 40-60% της µέγιστης καρδιακής συχνότητας και 60-80% της VO2max ενώ η πιο συχνή διάρκειά της στις 3 φορές την εβδοµάδα για 6-14 µήνες. Οι περισσότερες έρευνες στοχεύουν στα άτοµα µε χαµηλή αντίσταση στη γλυκόζη διότι είναι σε υψηλό κίνδυνο για εµφάνιση διαβήτη τύπου II. Όχι τόσο η φυσική δραστηριότητα αλλά η άσκηση είναι αυτή που έχει τα καλύτερα αποτελέσµατα στους ασθενείς και ειδικότερα τα έντονα αερόβια προγράµµατα παρουσίασαν σηµαντική µείωση της HbA1c, αύξηση της VO2max και αύξηση στην ευαισθησία της ινσουλίνης. Συγκρίνοντας την επίδραση της άσκησης ως προς την παχυσαρκία και το διαβήτη τύπου II διαπιστώθηκε πως η µορφή της άσκησης που προτείνεται και στις δυο περιπτώσεις, σύµφωνα µε τις περισσότερες µελέτες, είναι αερόβιας µορφής και η συχνότητά της 3 φορές την εβδοµάδα. Η καρδιακή συχνότητα και η VO2max διαπιστώθηκε ότι βρίσκονταν στο 50-70% των µέγιστων τιµών. Ο διαβήτης τύπου II είναι «προϊόν» της παχυσαρκίας. Η µόνη διαφορά που παρουσιάζεται στα προγράµµατα άσκησης στις δυο κατηγορίες, παχυσαρκία-διαβήτης τύπους ΙΙ, είναι στη διάρκεια του προγράµµατος από 4 έως και 14 µήνες αντίστοιχα. Είναι σηµαντικό να αναφερθεί ότι δεν υπάρχουν πολλές έρευνες που να επανεξετάζουν τους ασθενείς, οι οποίοι µετείχαν στις αρχικές µελέτες και µείωσαν το δείκτη µάζας σώµατος ή ρύθµισαν τον γλυκαιµικό έλεγχο. Τέλος προκύπτουν ερωτήµατα όπως εάν η διακοπή του προγράµµατος άσκησης επανέφερε στην αρχική κατάσταση κάποια από τα άτοµα αυτά ή όχι. Επίσης εάν υπήρξαν επιπλοκές στα άτοµα αυτά κατά την επανάκτηση βάρους και σε πόσο χρονικό διάστηµα. Συµπερασµατικά διαπιστώνεται πως η άσκηση (αερόβια, µε αντίσταση και συνδυασµός των δυο) δύναται να συµβάλει θετικά στη βελτίωση της ποιότητας ζωής των ασθενών µε παχυσαρκία και σε συνδυασµό παχυσαρκία και διαβήτη τύπου II. ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ 1. 2. 3. 4. 5. 6. 7. 8. 9. 10. 11. 12. 13. 14. 15. 16. Barbeau P., Johnson M.H., Howe C.A., Allison J., Davis C.L. & Gutin, B. (2007). Ten months of exercise improves general and visceral adiposity, bone and fitness in black girls. Obesity, 15(8):2077-2085. Benson A.C., Torode M.E. & Fiatarone Singh M.A. (2008). The effect of high-intensity progressive resistance training on adiposity in children: a randomized controlled trial. International Journal of Obesity, 32(6):1016-1027. Cinti S. (2007). Book Chapter: The adipose organ. Nutrition and Health: Adipose tissue and adipokines in health and disease, edited by Fantuzzi G. & Mazzone T. Humana Press Inc., Totowa, NJ. Daniels S.R., Arnett D.K., Eckel R.H., Gidding S.S., Hayman L.L., Kumanyika S. Robinson T.N, Scott B.J., Jeor St.S. & Williams C.L. (2005). Overweight in children and adolescents: Pathophysiology, consequences, prevention and treatment. Journal of the American Heart Association, 111(15):1999-2012. Gill JMR. (2007). Physical activity, cardiorespiratory fitness and insulin resistance: a short update. Current Opinion in Lipidology, 18:47-52. Guinhouya BC. (2009). Physical activity in preventing metabolic syndrome in children. Medicine Science, 25(10):827-33. Kelishadi R., Razaghi E.M., Gouya M.M., Ardalan G., Gheiratmand R. & Delavari A. (2007). Association of physical activity and the metabolic syndrome in children and adolescents: Caspian study. Hormone Research, 67(1):46–52. Kelley G.A. & Kelley K.S. (2007). Effects of aerobic exercise on lipids and lipoproteins in adults with type 2 diabetes a meta-analysis of randomized-controlled trials. Journal of Public Health, 121(9):643-655. Korner J. & Aronne J.L. (2003). The emerging science of body weight regulation and its impact on obesity treatment. Journal of Clinical Investigation, 111:565-570. Kunesova Μ., Vignerova J., Steflová A., Parízkova J., Lajka J., Hainer V., Blaha P., Hlavaty P., Kalouskova P., Hlavata K. & Wagenknecht M. (2007). Obesity of Czech children and adolescents: relation to parental obesity and socioeconomic factors. Journal of Public Health, 15:163-170. Sigal R.J., Kenny G.P., Boule N.G., Wells G.A., Prud’homme D. & Fortier M. (2007). Effects of aerobic training, resistance training, or both on glycemic control in type 2 diabetes: a randomized trial. Annals of Internal Medicine, 147(6):357-369. SoJung L., Kuk J.L., Davidson E.L., Hudson R., Kilpatrick K, Graham E.T. & Ross R. (2005). Exercise without weight loss is an effective strategy for obesity reduction in obese individuals with and without type 2 diabetes. Journal of Applied Physiology, 99:1220-1225. Steele R.M., Brage S., Corder K., Wareham J.N. & Ekelund Ulf. (2008). Physical activity, cardiorespiratory fitness and the metabolic syndrome in youth. Journal of Applied Physiology, 105:342-351. Thomas D., Elliott J.E. & Naughton G.A. (2009). Exercise for type 2 diabetes mellitus. Cochrane Database of Systematic Reviews 2006, Issue 3. World Health Organization (1999). Consultation on obesity: Preventing and managing the global epidemic: Report of a WHO consultation. Geneva: WHO Technical o report series N 894. World Health Organization (2003). Diet, nutrition and the prevention of chronic diseases. Report of a joint 23 17. 18. 19. 20. 24 WHO/FAO expert consultation. Geneva: WHO o Technical report series N 916. World Health Organization (2009). Diabetes. Report of a ο WHO consultation. Geneva: Technical report series N 312. World Health Organization (2010). Global recommendations on physical activity for health. YoonMyung K. & SoJung L. (2009). Physical activity and abdominal obesity in youth. Applied Physiology Nutrition and Metabolism, 34:571-581. Yun Hee Lee, Whan Y.S., Hae S.K., Sun Y.L., Hee S.J., Sang-Hoon S., Park J.K., Jung J.W., Kim N.S., Chung I.N., & Hong Y.M. (2010). The effects of an exercise program on anthropometric, metabolic and cardiovascular parameters in obese children. The Korean Society of Cardiology, Korean Circulation Journal, 40:179-184. 21. Zanuso S., Jimenez A., Pugliese G., Corigliano G. & Balducci S. (2010). Exercise for the management of type 2 diabetes: a review of the evidence. Acta Diabetol Journal, 47:15-22. 22. Zou C. & Shao J. (2008). Role of adipocytokines in obesity-associated insulin resistance. Journal of Nutritional Biochemistry, 19:277-286. 23. Πασπάλα Ι. & Τσιλιγκίρογλου-Φαχαντίδου A. (2007). Βασικά χαρακτηριστικά γνωρίσµατα της παχυσαρκίας των ενηλίκων. Επιτροπή Κοινωνικής Πολιτικής, Αριστοτέλειο Πανεπιστήµιο Θεσσαλονίκης.
© Copyright 2024 Paperzz