λογοτεχνια επαλ

Μάθημα: Νέα Ελληνική Λογοτεχνία
ΑΔΙΔΑΚΤΟ ΚΕΙΜΕΝΟ
ΝΑΠΟΛΕΩΝ ΛΑΠΑΘΙΩΤΗΣ (1888-1944)
Βρήκα στο δρόμο μου, προχτές...1
Βρήκα στο δρόμο μου, προχτές, ένα κομμένο ρόδο·
δεν ξαίρω πώς μου τράβηξε μεμιάς την προσοχή.
Το περιβόλι ήταν υγρό, παντού μοσκοβολούσε
και μύριζε βροχή.
Το είδα μονάχο και βουβό, σε μια γωνιά του δρόμου·
κι’ όμως αν και θανάσιμα πεσμένο καταγής,
με το λευκό το χρώμα του θαρρείς κι’ αναπολούσε
το χρώμα της αυγής...
Ίσως, αφού το κόψανε δυο δάχτυλα με πόθο,
και το χιλιομαδήσανε δυο χείλη τρυφερά,
νάπεσε, και να τόσυραν, εδώ, σ’ αυτή τη θέση,
τα βραδυνά νερά...
Μα ίσως ακόμα – ποιος μπορεί να ξαίρει τι συμβαίνει; –
και κάποιοι που περάσανε τη νύχτα βιαστικοί,
να το σπαράξαν άδικα, κι’ αφού το τυραννήσαν,
να τ’ άφησαν εκεί...
Στάθηκα και το κοίταξα, δεν ξαίρω πόσην ώρα,
κ’ έπειτα πάλι τράβηξα στο δρόμο σιωπηλά,
γιατί το συναπάντημα του πεθαμένου ρόδου,
μου θύμισε πολλά...
Και τη δική μου τη χαρά, που κάποτε γελούσε,
και για να ζήσει γύρευε του κάκου2 να κρυφτεί,
κάποιος διαβάτης, κάποτε, στο δρόμο που περνούσε,
τη σκότωσε κι’ αυτή...
Στο περιοδικό Νέα Εστία, τεύχ. 133, 1932.
ΕΡΩΤΗΣΕΙΣ
α
α.1. Να περιγράψετε την κατάσταση του ρόδου κάνοντας πέντε (5) αναφορές σε λέξεις ή
φράσεις του κειμένου. (10 μονάδες)
α.2. Στο κείμενο καταγράφονται προσωπικά βιώματα του ποιητικού υποκειμένου. Να τα
εντοπίσετε (5 μονάδες) και να τα συσχετίσετε με την κατάσταση του ρόδου. (10 μονάδες)
ΣΥΝΟΛΟ ΜΟΝΑΔΩΝ : 25
1
2
Έχει διατηρηθεί η ορθογραφία της έκδοσης.
του κάκου: μάταια
β
β.1. Ένα χαρακτηριστικό της ποίησης των νεοσυμβολιστών, στους οποίους ανήκει ο
Λαπαθιώτης, είναι ότι στα ποιήματά τους γεγονότα και συναισθήματα δεν προσδιορίζονται
συγκεκριμένα, αλλά αναφέρονται με αόριστο τρόπο. Να βρείτε στο κείμενο πέντε (5)
εκφράσεις που επαληθεύουν την άποψη αυτή. (15 μονάδες)
β.2. Να επισημάνετε στο κείμενο τρεις (3) οπτικές και μία οσφρητική εικόνα (10 μονάδες).
ΣΥΝΟΛΟ ΜΟΝΑΔΩΝ : 25
Μάθημα: Νέα Ελληνική Λογοτεχνία
ΑΔΙΔΑΚΤΟ ΚΕΙΜΕΝΟ
ΝΑΠΟΛΕΩΝ ΛΑΠΑΘΙΩΤΗΣ (1888-1944)
Κακό Φθινόπωρο
Το φετινό φθινόπωρο κοντεύει,
με τα μηνύματά του τα βαριά.
Κάθε δέντρο το τέλος του μαντεύει,
κι’ ανήσυχα τεντώνει τα κλαριά.
Τα δειλινά δεν είναι παρά θλίψη,
κι’ αλάλητος καϊμός για κατιτί,
–θαρρείς κι’ από παντού κάτι έχει λείψει,
κι’ αυτό που μένει, μάταια το ζητεί.
Σαν κάθε χρόνο, κι’ ώρα με την ώρα,
βλέπω να παίρνει τέλος η χαρά:
μα εμέναν, ως κι αυτή μου η λύπη, τώρα,
δεν είναι καθώς ήταν μια φορά...
Δεν έχω πια την πρώτη μου γαλήνη,
το βήμα μου δεν είναι πια γερό:
σ’ αυτό το μεταξύ, κάτι έχει γίνει,
που δε γιατρεύεται με τον καιρό...
Μέσ’ στο σκοτάδι, τώρα, που γυρίζει,
περνούν οι ανατριχίλες του βοριά,
το περιβόλι θλιβερά μυρίζει,
–κ’ είμαι χωρίς παρηγοριά...
Από το περιοδικό Νέα Εστία, τεύχ. 235, 1936.
ΕΡΩΤΗΣΕΙΣ
α
α.1. Να χωρίσετε το ποίημα σε δύο ενότητες ανάλογα με το ρηματικό πρόσωπο που
κυριαρχεί στην καθεμιά από αυτές. (10 μονάδες)
α.2. Σε τι διαφοροποιείται το φετινό φθινόπωρο από τα προηγούμενα που έχει ζήσει
το ποιητικό υποκείμενο; Να τεκμηριώσετε την απάντησή σας με στίχους του
κειμένου, λαμβάνοντας υπόψη και τον τίτλο του ποιήματος. (15 μονάδες)
ΣΥΝΟΛΟ ΜΟΝΑΔΩΝ : 25
β
β.1. Χαρακτηριστικό στοιχείο της ποίησης των νεοσυμβολιστών, στους οποίους
ανήκει και ο Λαπαθιώτης, είναι η προβολή της μελαγχολικής τους διάθεσης στη φύση
και στα πράγματα. Να επαληθεύσετε την άποψη αυτή αναφέροντας τέσσερις (4)
χαρακτηριστικούς στίχους του ποιήματος. (20 μονάδες)
β.2. Το ποίημα έχει παραδοσιακή μορφή. Να χαρακτηρίσετε το είδος της
ομοιοκαταληξίας (ζευγαρωτή ή πλεχτή). (5 μονάδες)
ΣΥΝΟΛΟ ΜΟΝΑΔΩΝ : 25
Μάθημα: Νέα Ελληνική Λογοτεχνία
ΑΔΙΔΑΚΤΟ ΚΕΙΜΕΝΟ
ΓΙΑΝΝΗΣ ΡΙΤΣΟΣ (1909-1990)
Οι γειτονιές του κόσμου (απόσπασμα)
[...]
Τα χαράματα ακούγονταν πάλι πυροβολισμοί.
Η αυγή σωριάζονταν καταμεσής του δρόμου
σα λαβωμένο άλογο. Ξένοι φαντάροι περνούσαν με τ’ αυτόματα.
Ο ίσκιος τους είτανε πολύ μεγάλος πάνω στις κλεισμένες πόρτες,
πάνου στους ματωμένους δρόμους. Σκόνταφταν κι οι ίδιοι στον ίσκιο τους.
Κι η ζωή τριγύριζε έξω απ’ τον ίσκιο τους
όπως γυρίζει μια μαυροντυμένη γυναίκα έξω απ’ τα κάγκελα του προαυλίου της φυλακής,
μη βρίσκοντας πόρτα να μπει,
να δει τον άντρα της,
να του φέρει ψωμί και κρεμμύδι,
να του πει πως το στερνό τους παιδί κοιμήθηκε στο χωράφι με τους ξύλινους σταυρούς και τις μολόχες,
να του πει και να κλάψουνε μαζί,
να βλαστημήσουνε μαζί.
Δε βρίσκει πόρτα. Τριγυρίζει.
Μονάχα τα παγωμένα κάγκελα. Κι οι πετρωμένοι φρουροί.
Κι οι γυμνές ξιφολόγχες. Θάναι κρύο το μέταλλο
απ’ τ’ αγιάζι το πρωινό. Και κει, στο βάθος,
πίσω απ’ τους ίσκιους των φρουρών, φαίνονται τα παράθυρα της φυλακής
πολύ σκοτεινά, πολύ μικρά, πολύ στενά,
και πίσω απ’ τα παράθυρα ο τυραγνισμένος ύπνος των μελλοθανάτων.
Κάποιος που ροχαλίζει. Κάποιος που παραμιλάει.
Κάποιο ποντίκι που ροκανίζει ένα ξεροκόμματο σιωπή.
Ή μη και σκάβουν με τα νύχια τους μια στοά για τη δραπέτευση
ή μην υπονομεύουν το Διοικητήριο για την ανατίναξη
ή μην ανοίγουν μια σήραγγα για τον ήλιο;
[...]
(Από τη συλλογή Οι Γειτονιές του Κόσμου 1949-1951.)
ΕΡΩΤΗΣΕΙΣ
α
α.1. Στο ποίημα παρουσιάζονται δύο διαφορετικά σκηνικά: ένα σκηνικό εξωτερικού
χώρου και ένα εσωτερικού. Να τα εντοπίσετε. (10 μονάδες)
α.2. Να βρείτε και να καταγράψετε τα πρόσωπα του αποσπάσματος. (15 μονάδες)
ΣΥΝΟΛΟ ΜΟΝΑΔΩΝ : 25
β
β.1. Ο Ρίτσος μεταφέρει στα ποιήματά του μνήμες από τα τραγικά γεγονότα της
κατοχικής και μετακατοχικής περιόδου στην Ελλάδα. Να εντοπίσετε τρεις (3)
ρεαλιστικές και δύο (2) υπερρεαλιστικές εικόνες του ποιήματος, στις οποίες
αποτυπώνονται τα γεγονότα αυτά.
ΣΥΝΟΛΟ ΜΟΝΑΔΩΝ : 25
Μάθημα: Νέα Ελληνική Λογοτεχνία
ΑΔΘΔΑΚΣΟ ΚΕΘΜΕΝΟ
ΓΘΩΡΓΟ΢ ΚΟΣΖΘΟΤΛΑ΢ (1909-1956)
Πρωτοχρονιάτικο
Να κε εκεξέςεηο είλαη δύζθνιν, θπξία,
ηνπ θάθνπ1 κνύ ζηπιώλεηο κάηηα ιακπεξά,
κ’ όιν2 πνπ ηίπνηα δελ έρσ απ΄ηα ζεξία
θαη κ’ όιν πνπ ηα δάρηπιά ζνπ είλ’ έηζη αβξά.3
Α, ρξόληα κ’ είραλε ηνπ θιώηζνπ θαη ηνπ κπάηζνπ,
ζηα πόδηα ηνπο δελ ήκνπλ άιιν από κπνπρόο.4
Όιε ηε κηκηθή είρα κάζεη ηνπ παιηάηζνπ
θαη ηνπο παξάζηαηλα ό,ηη ζέιαλ ν θησρόο.
Πνύ ήζαζηε εζείο ηνπο ηξεηο ή ηέζζεξνπο ρεηκώλεο
πνπ ζεξγηαλνύζα θαλεξά ρσξίο παιηό;
Δελ ην πηζηεύσ λα καδεύαηε αλεκώλεο
ζε ρώξεο ηξνπηθέο, καθξηά απ’ ηνλ θόζκν απηό.
Πίθξα γεληώλ εδώ έρεη πηα θαηαθαζίζεη,
ησλ πξηλ αλαίζζεησλ ε επγέλεηα δε θειά.5
Κη αλαπνδίδεη6 όπνηνο πνιύ θαθνπαζήζεη.
Δελ ην πηζηεύεηε; Λνηπόλ, ρξόληα πνιιά!
Από ηα «Ποιήματα» (1928-1942)
ΕΡΩΣΗ΢ΕΘ΢
α
α1.Λακβάλνληαο ππόςε ηα δεδνκέλα ηνπ πνηήκαηνο λα πεξηγξάςεηε, ζε κηα
παξάγξαθν 80 ιέμεσλ, ην πξόζσπν ην νπνίν κηιάεη ζην πνίεκα αλαθεξόκελνη
παξάιιεια ζηελ θνηλσληθή ηνπ ζέζε. (15 Μονάδες)
α2. Να ζρνιηάζεηε ηνλ ηίηιν ζε ζρέζε κε ην πεξηερόκελν ηνπ πνηήκαηνο. (10
Μονάδες)
΢ΤΝΟΛΟ: 25 ΜΟΝΑΔΕ΢
β
β1 Να βξείηε δύν (2) νλνκαηηθά ζύλνια (επίζεην +νπζηαζηηθό) πνπ ζρεηίδνληαη κε
ηελ κυρία πνπ αλαθέξεηαη ζην πνίεκα. (10 μονάδες)
1
ηνπ θάθνπ = κάηαηα
κ’ όιν = παξόιν
3
αβξόο = απαιόο, ηξπθεξόο, ιεπηνθακσκέλνο, ραξηησκέλνο
4
κπνπρόο, ν = ππθλή αησξνύκελε ζθόλε
5
θειώ = σθειώ
6
αλαπνδίδσ = γίλνκαη αλάπνδνο, δύζηξνπνο
2
β2 Ο Κνηδηνύιαο αμηνπνηεί ζην θείκελν ιατθέο-αληηιπξηθέο ιέμεηο ή εθθξάζεηο. Να
εληνπίζεηε ηξεηο (3) ηέηνηεο πεξηπηώζεηο. Τη επηηπγράλεη, θαηά ηε γλώκε ζαο, κε ηε
ζπγθεθξηκέλε επηινγή ηνπ ν πνηεηήο; (15 Μονάδες)
΢ΤΝΟΛΟ: 25 ΜΟΝΑΔΕ΢
Μάθημα: Νέα Ελληνική Λογοτεχνία
ΑΔΙΔΑΚΤΟ ΚΕΙΜΕΝΟ
ΓΙΑΝΝΗΣ ΡΙΤΣΟΣ (1909-1990)
Το νόημα της απλότητας
Πίζσ από απιά πξάγκαηα θξύβνκαη, γηα λα κε βξείηε.
αλ δε κε βξείηε, ζα βξείηε ηα πξάγκαηα,
ζ’ αγγίμεηε εθείλα πνπ άγγημε ην ρέξη κνπ,
ζα ζκίμνπλ ηα ρλάξηα ησλ ρεξηώλ καο.
Σν απγνπζηηάηηθν θεγγάξη γπαιίδεη ζηελ θνπδίλα
ζα γαλσκέλν ηεληδέξη1 (γη’ απηό πνπ ζαο ιέσ γίλεηαη έηζη)
θσηίδεη η’ άδεην ζπίηη θαη ηε γνλαηηζκέλε ζησπή ηνπ ζπηηηνύ –
πάληα ε ζησπή κέλεη γνλαηηζκέλε.
Η θάζε ιέμε είλαη κηα έμνδνο
γηα κηα ζπλάληεζε, πνιιέο θνξέο καηαησκέλε,
θαη ηόηε είλαη κηα ιέμε αιεζηλή, ζαλ επηκέλεη ζηε ζπλάληεζε.
(«Παρενθέσεις» 1946-1947)
ΕΡΩΤΗΣΕΙΣ
α
α1. Πνηνο κηιάεη ζην πνίεκα θαη ζε πνηνπο απεπζύλεηαη, θαηά ηε γλώκε ζαο; (15
Μονάδες)
α2. Να ζρνιηάζεηε ηνπο ηξεηο ηειεπηαίνπο ζηίρνπο ηνπ πνηήκαηνο. (10 Μονάδες)
ΣΥΝΟΛΟ: 25 ΜΟΝΑΔΕΣ
β
β1. ΢ηελ πνίεζε ηνπ Ρίηζνπ θπξηαξρεί ν θόζκνο ησλ θαζεκεξηλώλ απιώλ
πξαγκάησλ. Να ηεθκεξηώζεηε ηελ άπνςε απηή κε δύν (2) αλαθνξέο ζην θείκελν. (10
Μονάδες)
β2. Να εληνπίζεηε ζην θείκελν δύν (2) ππεξξεαιηζηηθέο εηθόλεο (10 Μονάδες) θαη
λα ηηο ζρνιηάζεηε (5 μονάδες).
ΣΥΝΟΛΟ: 25 ΜΟΝΑΔΕΣ
1
γαλσκέλν ηεληδέξη, ην = ράιθηλε θαηζαξόια πνπ γπαιίδεη επεηδή ηελ έρνπλ επηθαιύςεη κε θαζζίηεξν
Μάθημα: Νέα Ελληνική Λογοτεχνία
ΑΔΙΔΑΚΤΟ ΚΕΙΜΕΝΟ
ΓΙΩΡΓΟΣ ΣΑΡΑΝΤΑΡΗΣ (1908-1941)
[Ι] «Εμείς οι Έλληνες»
Δκείο νη Έιιελεο
Με ηηο ειηέο κε ηα πεύθα
Με ηα κάξκαξα κε ηε ζάιαζζα
Φπιάμακε θαη άιιεο αξεηέο
Γελ εμνθιήζακε ηελ επθπΐα καο
Σ’ έλαλ θαηξό πην ήκεξν
Καη πην γελλαίν
Γελ ζα δηζηάζνπκε
Γελ ζα δεηιηάζνπκε
Από ηηο θξύπηεο ζα βγάινπκε ηα όξγαλα
Σηελ νξρήζηξα θαη ζην ρνξό
Οη θσλέο καο ζα πξνζθέξνπλ
Κάηη ζαλ ην επηνύζηνλ1
Τν δηθό καο πάζνο
29.3.1936
Ποιήματα, ηόκνο Γ΄
ΕΡΩΤΗΣΕΙΣ
α
α. Σε κηα παξάγξαθν 80 ιέμεσλ λα παξνπζηάζεηε ηα ζηνηρεία πνπ ζπλαπνηεινύλ ηελ
ηαπηόηεηα ηνπ Έιιελα, όπσο ηελ εθθξάδεη ν πνηεηήο, ιακβάλνληαο ππόςε θαη ην
γεγνλόο όηη ην πνίεκα γξάθεηαη ην 1936, ηηο παξακνλέο ηνπ Β΄ Παγθνζκίνπ πνιέκνπ.
(25 Μονάδες)
ΣΥΝΟΛΟ: 25 ΜΟΝΑΔΕΣ
β
β1. Να αλαγλσξίζεηε ηνπο δύν (2) γξακκαηηθνύο ρξόλνπο ησλ ξεκάησλ ηνπ θεηκέλνπ
θαη λα ζρνιηάζεηε ηελ επηινγή απηή ηνπ πνηεηή. Πνηνο από ηνπο δύν ρξόλνπο
θπξηαξρεί θαη γηαηί, θαηά ηε γλώκε ζαο; (15 Μονάδες)
β2. Να εληνπίζεηε θαη λα παξνπζηάζεηε δύν (2) εηθόλεο ηνπ πνηήκαηνο. (10
Μονάδες)
ΣΥΝΟΛΟ: 25 ΜΟΝΑΔΕΣ
1
επηνύζηνο = απηόο πνπ αληηζηνηρεί ζηελ θάζε εκέξα, ν θαζεκεξηλόο
Μάθημα: Νέα Ελληνική Λογοτεχνία
ΑΔΙΔΑΚΤΟ ΚΕΙΜΕΝΟ
ΗΛΙΑΣ ΒΕΝΕΖΗΣ (1904-1973)
Οι γλάροι
Ο μπαρμπα – Δημήτρης, μοναδικός κάτοικος ενός απόμερου και γυμνού νησιού στα
βορινά της Λέσβου και φαροφύλακας στο επάγγελμα, ζούσε με την ελπίδα να γυρίσουν
τ’ αγόρια του που χάθηκαν στη Μικρασιατική καταστροφή (1922). Τα χρόνια
περνούσαν και ο γερο-φαροφύλακας κλεινόταν όλο και περισσότερο στον εαυτό του. Η
μοναξιά είχε επιβληθεί σε αυτόν. Είχε μερώσει και δυο γλάρους, οι οποίοι ωστόσο
είχαν μέρες να φανούν στο νησί. Τους είχε δώσει και τα ονόματα των παιδιών του,
Βασίλη και Αργύρη.
[...]
Το άλλο πρωί, όπως συνήθιζε, κάθισε στο πεζούλι του φάρου. Κοίταξε το πέλαγο.
Μια στιγμή του φάνηκε πως η θάλασσα αυλακωνόταν, κανένα μίλι μακριά, σαν να
περνούσαν δελφίνια και παίζαν. Πολλές φορές έβλεπε στ’ ανοιχτά να περνούν
δελφίνια. Τα παρακολουθούσε να γράφουν τις αργές κινήσεις τους όξω απ’ το νερό,
πάλι να πέφτουν.
— Δελφίνια θα είναι και τώρα.
Μα σε λίγο είδε καθαρά πως δεν ήταν.
— Άνθρωποι είναι! είπε ξαφνιασμένος.
Κατέβηκε στο ακρογιάλι και περίμενε. Σε λίγο ξεχώρισε πως ήταν ένα αγόρι κι ένα
κορίτσι. Κολυμπούσαν πλάι πλάι, με αργές κινήσεις, γεμάτες βεβαιότητα. Και το
μικρό κύμα έκλεινε πάνω στο αυλάκι που άφηναν.
Τι να θέλουν;
Δε θυμόταν άλλη φορά να είχαν έρθει κατά κει για κολύμπι άνθρωποι. Κι ύστερα,
δε φαινόταν εκεί γύρω καμιά βάρκα, απ’ όπου να είχαν πέσει.
Σε λίγη ώρα είχαν φτάσει.
Τα δυο βρεμένα κορμιά τινάζουνται απ’ τη θάλασσα στ’ ακρογιάλι.
Το αγόρι κοιτάζει το κορίτσι μες στα μάτια και τεντώνει τα χέρια του ψηλά.
— Αχ! λέει παίρνοντας βαθιά ανάσα. Τι καλά που ήταν!
Το κορίτσι κάνει την ίδια κίνηση με τα χέρια. Πιο αργά:
— Τι καλά που ήταν!
Ύστερα τρέξαν προς το φαροφύλακα.
— Εσύ ‘σαι ο μπαρμπα-Δημήτρης; λέει το αγόρι.
— Εγώ είμαι, λέει με ταραχή. Μπας και σας έτυχε τίποτα;
— Α, μπα! βιάζεται να πει το αγόρι. Είπαμε χτες να κάνουμε αυτό το ταξίδι με τη
φίλη μου, και να που ήρθαμε.
— Από πού; ρωτά ο γέρος με απορία. — Μα απ’ αντίκρυ, απ’ την Πέτρα1.
Ο μπαρμπα-Δημήτρης δεν ξέρει τι να πει, μουρμουρίζει μονάχα πως δε θυμάται να
του είχαν έρθει άλλη φορά ξένοι με τέτοιο ταξίδι.
Άρχισαν ν’ ανεβαίνουν προς το φάρο.
Περπατούσε πρώτος, τα παιδιά ακολουθούσαν. Δε θα ήταν το καθένα περισσότερο
από δεκαοχτώ, δεκαεννιά χρονώ. Κι εκείνος βάδιζε μπρος, και τα χρόνια βάραιναν
1
περιοχή της Λέσβου
στους ώμους του, σαν να του ζητούσαν την ευθύνη, γιατί δεν τ’ άφηνε να
ξεκουραστούν.
Κάθισαν στο πεζούλι του φάρου. Μπροστά τους το Αιγαίο ακύμαντο, ο ήλιος
έτρεμε πάνω του.
— Από πού έρχεστε; ρώτησε ο γέρος.
— Σπουδάζουμε στην Αθήνα, είπε το κορίτσι. Εγώ σπουδάζω χημικός κι ο φίλος
μου στο Πολυτεχνείο.
— Α, αλήθεια!... Μουρμουρίζει ο γέρος χωρίς να καταλαβαίνει.
— Έχεις πάει καμιά φορά στην Αθήνα, παππούλη; Ρωτά το κορίτσι.
— Όχι. Ποτές.
— Θα το ήθελες τώρα;
Η φωνή του είναι σιγανή, μόλις ακούεται:
— Όχι, παιδί μου. Τώρα είναι αργά.
— Θα είσαι πολύ μονάχος εδώ, παππούλη.
— Είμαι πολύ μοναχός, παιδί μου.
Σώπασαν. Πέρασε λίγη ώρα. Ψηλά πέρασε ένα κοπάδι γλάροι. Ο γέρος σηκώνεται
και μπαίνει στο καλύβι να φέρει γλυκό. [...]
Τους έφερε γλυκό, αμύγδαλα, κρύο νερό.
— Δεν έχω τίποτα άλλο..., μουρμουρίζει, σαν να θέλει να τον συχωρέσουν.
— Κάθισε, κάθισε, παππούλη, — τον πιάνει το κορίτσι απ’ το χέρι να καθίσει πλάι
του. Κάθισε.
— Ελάτε και αύριο, τους λέει δειλά. Θα ψαρέψω για σας τη νύχτα. Αύριο
φεύγουμε, απαντά το κορίτσι με λύπη. Κρίμα, τόσες μέρες που ήμαστε εδώ να μην
ερχόμαστε! Είσαι πάντα έτσι έρημος, παππούλη;
— Πάντα, παιδί μου.
— Α. τώρα καταλαβαίνω τι ήταν οι γλάροι..., μουρμουρίζει το αγόρι.
— Ναι, παιδί μου, αυτό είναι. Η ερημιά.
— Θα πρέπει να τους συχωρέσεις, παππούλη, λέει πάλι το αγόρι σε λίγο. Αν
ήξεραν, δε θα το έκαναν ποτέ.
Ο γέρος δεν καταλαβαίνει. Στέκει με απορία.
— Για ποιους λες, παιδί μου;
—Γι’ αυτούς που σκοτώσαν τους γλάρους σου λέω, μπαρμπα-Δημήτρη. Είναι φίλοι
μας.
Καταλαβαίνει τα γόνατά του να τρέμουν, η καρδιά του χτυπά.
— Τους σκοτώσαν είπες;
— Α, δεν το ήξερες ακόμα;...
Το παιδί δαγκάνει τα χείλια του, μα είναι αργά. Του λέει την ιστορία: πως
κυνηγούσαν, όλη η νεολαία, ύστερα κατεβήκαν στην ακρογιαλιά· οι δυο γλάροι
χαμήλωσαν απ’ το άλλο κοπάδι, ο φίλος τους τράβηξε εκεί σιμά, γνώρισαν τις
σταχτιές φτερούγες.
Ο γέρος ακούει, ακούει, — δεν είναι τίποτα, δυο γλάροι ήταν.
— Δεν ήξεραν, παππούλη..., λέει με θερμή φωνή το κορίτσι, συγκινημένο απ’ τη
βουβή λύπη που βλέπει στο γερασμένο πρόσωπο. Δεν ήξεραν...
Κι εκείνος κουνά μόλις, αργά, το κεφάλι του, συγκατανεύοντας:
— Ναι, ναι, παιδί μου. Δε θα ξέραν...
[ Τα παιδιά φεύγουν κολυμπώντας για την Πέτρα]
[...] Νυχτώνει. Έχει καθίσει στο πεζούλι, οι ώρες περνούν. Όλα περνούν απ’ τα
θολωμένα μάτια του: τα μικρά του τα χρόνια, τα παιδιά που μεγάλωσε και χάθηκαν,
οι άνθρωποι που τον πικράνανε. Όλα περνούν κι όλα σβήνουν. Και τα δυο παιδιά κι
ένα κοπάδι γλάροι που πετούν ψηλά. Δυο γλάροι έχουν σταχτιές φτερούγες. Κι αυτοί
περνούν και χάνουνται. Δεν είναι πια να γυρίσει τίποτα. Έχει χαμηλώσει το κεφάλι
και τα δάκρυα στάζουν στην ξερή γη. Από πάνω του το φως του φάρου ανάβει, πάλι,
πάλι, στο ίδιο διάστημα, αυστηρά και αναπόφευχτα, όπως οι σκοτεινές δυνάμεις της
ζωής, η μοίρα του ανθρώπου, ο θάνατος.
Από τη συλλογή διηγημάτων Αιγαίο, 1941.
ΕΡΩΤΗΣΕΙΣ
α
α.1. Να προσδιορίσετε τη χρονική διάρκεια της ιστορίας στην οποία αναφέρεται το
απόσπασμα. (5 μονάδες)
α.2. Να αναφέρετε τα πρόσωπα που συναντάμε στο κείμενο και να σχολιάσετε τα
συναισθήματα τους, όπως εκφράζονται στο εξής απόσπασμα «Τους έφερε γλυκό... Δε
θα ξέραν...». (20 μονάδες)
ΣΥΝΟΛΟ ΜΟΝΑΔΩΝ : 25
β
β.1. Βασικά χαρακτηριστικά στο έργο του Βενέζη είναι, σύμφωνα με τον Λίνο
Πολίτη, η χρήση συμβόλων και η βαθιά αγάπη για τον άνθρωπο. Να επαληθεύσετε
την άποψη αυτή εντοπίζοντας στο απόσπασμα και καταγράφοντας ένα παράδειγμα
για το καθένα από τα χαρακτηριστικά αυτά. (10 μονάδες)
β.2. Ο Βενέζης αξιοποιεί, ως σκηνικό στα διηγήματά του, εικόνες του Αιγαίου. Να
βρείτε και να καταγράψετε τρεις (3) τέτοιες εικόνες του κειμένου. (15 μονάδες)
ΣΥΝΟΛΟ ΜΟΝΑΔΩΝ : 25
Μάθημα: Νέα Ελληνική Λογοτετνία
ΑΔΙΔΑΚΤΟ ΚΕΙΜΕΝΟ
ΓΙΑΝΝΗΣ ΡΙΤΣΟΣ (1909-1990)
Το τελεσταίο καλοκαίρι
Απνραηξεηηζηήξηα ρξώκαηα ησλ δεηιηλώλ. Καηξόο λα εηνηκάζεηο
ηηο ηξεηο βαιίηζεο — ηα βηβιία, ηα ραξηηά, ηα πνπθάκηζα —
θαη κελ μεράζεηο εθείλν ην ξόδηλν θόξεκα πνπ ηόζν ζνπ πήγαηλε
παξ’ όηη ην ρεηκώλα δε ζα ην θνξέζεηο. Εγώ,
ηηο ιίγεο κέξεο πνπ καο κέλνπλ αθόκε, ζα μαλαθνηηάμσ
ηνύο ζηίρνπο πνπ έγξαςα Ινύιην θη Αύγνπζην
αλ θαη θνβάκαη πσο ηίπνηα δελ πξόζζεζα, κάιινλ
πσο έρσ αθαηξέζεη πνιιά, θαζώο αλάκεζά ηνπο δηαθαίλεηαη
ε ζθνηεηλή ππνςία πσο απηό ην θαινθαίξη
κε ηα ηδηηδίθηα ηνπ, ηα δέληξα ηνπ, ηε ζάιαζζά ηνπ,
κε ηα ζθπξίγκαηα ησλ πινίσλ ηνπ ζηα έλδνμα ιηνγέξκαηα,
κε ηηο βαξθάδεο ηνπ ζην θεγγαξόθσην θάησ απ’ ηα κπαιθνλάθηα
θαη κε ηελ ππνθξηηηθή επζπιαρλία ηνπ, ζα ’λαη ην ηειεπηαίν.
Αργά πολύ αργά μέσα στη νύχτα 1991, (Καξιόβαζη, 3.IX.89)
ΕΡΩΤΗΣΕΙΣ
α
α1. Να εληνπίζεηε ην θεληξηθό ζέκα ηνπ πνηήκαηνο ιακβάλνληαο ππόςε ηε ζρέζε ηνπ
ηίηινπ κε ην πεξηερόκελό ηνπ. (5 μονάδες) Να αλαθέξεηε, αμηνπνηώληαο ηα ζρεηηθά
ζηνηρεία ηνπ θεηκέλνπ, πνην είλαη ην πξόζσπν πνπ κηιάεη θαη ζε πνην άιιν πξόζσπν
απεπζύλεηαη. (10 μονάδες).
α2. Να αλαζπλζέζεηε ηνλ ηόπν θαη ην ρξόλν ηνπ πνηήκαηνο κε βάζε ην πεξηερόκελό ηνπ.
(10 μονάδες)
ΣΥΝΟΛΟ: 25 ΜΟΝΑΔΕΣ
β
β1. Πνιιά από ηα πνηήκαηα ηνπ Ρίηζνπ έρνπλ, ζύκθσλα κε ηνλ ΢ηέθαλν Δηαιεζκά, έλα
ύθνο θνπβεληηαζηό, ην νπνίν ηνπο ραξίδεη ηε δεζηαζηά θαη ηελ απιόηεηα ηεο νηθείαο
πξνζέγγηζεο. Να επαιεζεύζεηε ηελ άπνςε αληιώληαο ζηνηρεία από ην θείκελν. (10
μονάδες)
β2. Να εληνπίζεηε δύν (2) αθνπζηηθέο θαη κία (1) νπηηθή εηθόλα ζην πνίεκα (9 μονάδες)
θαη λα ζρνιηάζεηε ηε ιεηηνπξγία ηνπο. (6 μονάδες)
ΣΥΝΟΛΟ: 25 ΜΟΝΑΔΕΣ
Μάθημα: Νέα Ελληνική Λογοηεχνία
ΑΔΙΔΑΚΤΟ ΚΕΙΜΕΝΟ
ΓΙΑΝΝΗΣ ΡΙΤΣΟΣ (1909-1990)
Αναγέννηζη
Καλείο δε λνηάζηεθε ηνλ θήπν, ρξόληα ηώξα. Ωζηόζν
εθέηνο – Μάεο, Ινύλεο – άλζηζε από κόλνο ηνπ θαη πάιη,
ιακπάδηαζε όινο σο ηα θάγθεια, – ρίιηα ηξηαληάθπιια,
ρίιηα γαξύθαιια, ρίιηα γεξάληα, ρίιηα κνζρνκπίδεια –
κελεμειί, πνξηνθαιί, πξάζηλν, θόθθηλν θαη θίηξηλν,
ρξώκαηα – ρξώκαηα-θηεξά˙ – ηόζν πνπ πξόβαιε μαλά ε γπλαίθα
κε ην παιηό ηεο πνηηζηήξη λα πνηίζεη – σξαία θαη πάιη,
γαιήληα, κε κηα αόξηζηε θαιή πεπνίζεζε. Κη ν θήπνο
ηελ έθξπςε σο ηνπο ώκνπο, ηελ αγθάιηαζε, ηελ θέξδηζε όιε˙
ηε ζήθσζε ζηα ρέξηα ηνπ. Κη είδακε ηόηε, κέξα κεζεκέξη,
πνπ ν θήπνο θη ε γπλαίθα κε ην πνηηζηήξη αλαιήθζεθαλ –
θη όπσο θνηηνύζακε ςειά, θάηη ζηαγόλεο απ’ απηό ην πνηηζηήξη
έπεζαλ ήζπρα ζηα κάγνπιά καο, ζην πηγνύλη καο, ζηα ρείιε.
3.VI.69
(Κιγκλίδωμα, 1968-1969)
ΕΡΩΤΗΣΕΙΣ
α
α1. Να εληνπίζεηε ην θεληξηθό ζέκα ηνπ πνηήκαηνο (5 μονάδες) θαη λα ζρνιηάζεηε,
ρξεζηκνπνηώληαο ζηνηρεία ηνπ θεηκέλνπ, ζε πνηνλ/πνηνπο αλαθέξεηαη ε αλαγέλλεζε
ηνπ ηίηινπ. (20 μονάδες)
ΣΥΝΟΛΟ: 25 ΜΟΝΑΔΕΣ
β
β1. Να εληνπίζεηε κία (1) κεηαθνξά, κία (1) πξνζσπνπνίεζε θαη κία (1) επαλάιεςε
ζην πνίεκα (6 μονάδες) θαη λα ζρνιηάζεηε ηε ιεηηνπξγία ηνπο. (9 μονάδες)
β2. Ο Γηάλλεο Ρίηζνο επεξεάζηεθε κεηαμύ άιισλ θαη από ην ξεύκα ηνπ
ππεξξεαιηζκνύ. Να εληνπίζεηε ζην θείκελν δύν (2) ππεξξεαιηζηηθέο εηθόλεο. (10
μονάδες)
ΣΥΝΟΛΟ: 25 ΜΟΝΑΔΕΣ
Μάθημα: Νέα Ελληνική Λογοτεχνία
ΑΔΙΔΑΚΤΟ ΚΕΙΜΕΝΟ
ΜΙΦΑΗΛ ΜΗΤΣΑΚΗΣ (1868-1916)
Το φίλημα 1
Δηο ην Μαληάθη, επί ηεο θνξπθήο ηνπ ιόθνπ, εθ ησλ ηξηαθνζίσλ καρεηώλ δελ
απέκεηλελ νύηε έλαο δσληαλόο. Ο ήιηνο πξνβάιισλ από ηαο ρηόλαο ησλ βνπλώλ ηνπο
εραηξέηεζελ, νξζίνπο όινπο, εθώηηζε ηαο ιεπθάο θνπζηαλέιιαο, εράηδεπζε ηαο
καύξαο θόκαο ησλ, απήζηξαςελ εηο ηνπο θινγεξνύο ησλ νθζαικνύο, θαησπηξίζζε εηο
ηνλ ράιπβα ησλ ζπαζηώλ ησλ, ερξύζσζε ησλ αξκάησλ ησλ ηαο ιαβάο. Καη ηώξα δύσλ
εθεί θάησ, κέζα εηο ην πέιαγνο, ηνπο απνραηξεηίδεη ιππεκέλνο λεθξνύο,
ζθνξπηζκέλνπο επάλσ εηο ην ρώκα, θαη ράλεηαη, αξγά-αξγά, σο κέγα θιεηόκελνλ
εξπζξόλ όκκα2, όπεξ ζβύλνλ ζέιεη αθόκε λα ξίςε ηειεπηαίνλ βιέκκα πξνο ηνπο
γελλαίνπο.
Όιελ ηελ εκέξαλ άζηηνη θαη άπνηνη επάιαηζαλ3 πξνο ηελ ζύειιαλ ησλ ζθαηξώλ,
αληέζηεζαλ εηο ηελ ράιαδαλ ησλ βνκβώλ, θαηήζρπλαλ ηελ βξνρήλ ησλ κύδξσλ4,
εριεύαζαλ ηελ νξκήλ ηεο ξνκθαίαο5 θαη ηεο ιόγρεο ηελ βίαλ. Καη αθνύ έθαγαλ ηελ
κπαξνύηελ κε ηελ θνύρηαλ, αθνύ θαη ην έζραηνλ ζπεηξί ηεο εζώζε κέζα εηο ηηο
παιάζθεο6 ησλ, αθνύ εξξαγίζζε θαη ηνπ ηειεπηαίνπ όπινπ ησλ ε θάλλα, αθνύ θαη ην
ύζηαηνλ γηαηαγάλη7 έζπαζε κέζα εηο ην ρέξη ησλ, έπεζαλ ρακαί, άςπρνη λαη,
εηηεκέλνη όρη. Κη ελ ησ κέζσ ησλ ν Παπαθιέζζαο, ν πξώηνο αξρίζαο ηελ ζθαγήλ θαη
ηειεπηαίνο ζηακαηήζαο, πειηδλόο8, μαπισκέλνο, κε πιαηείαλ πιεγήλ επί ηνπ
ζηήζνπο, θξαηεί αθόκε ην ζξαπζκέλνλ ηκήκα, αηκνζηάδνλ, κε ζθηρηά δάρηπια, ελ
ζπαζκώ έξσηνο θαη ιύζζεο.
Καη ν Αηγύπηηνο αλέξρεηαη, ελ θαιπαζκώ ίππσλ θαη θιαγγή μηθώλ, ελ ήρσ
ηπκπάλσλ θαη ζαιπίγγσλ βνή, ελώ ηα κπατξάθηα9 ηνπ αλαπεπηακέλα θξίζζνπλ10 εηο
ηνλ άλεκνλ ηεο εζπέξαο, θαη ηα κηζνθέγγαξα αζηξάπηνπλ επί ηνπ θαζαξνύ νξίδνληνο
ηεο δύζεσο. Μπξκεθηά11 αλά ηελ πεδηάδα θαη ηα πξαλή12 ν ζπξθεηόο13, θαη βαξύ
αθνύεηαη ην βήκα ηνπ. Δπί ηεο πγξάο εθ ηνπ ιύζξνπ14 γεο νη Άξαβεο βαδίδνπλ
επηκόρζσο, ησλ αιόγσλ ηα πέηαια γιπζηξνύλ. Αιι’ ε ραξά επί ηε αλειπίζησ λίθε
είλαη ηόζε, ηόζε είλαη ε κεηά ηνλ θόβνλ εδνλή, ώζηε θέξεη απηνύο ηαρείο πξνο ηνλ
αλήθνξνλ, ηαρείο θέξεη απηνύο επί ηελ ξάρελ.
1
ζην θείκελν δηαηεξείηαη ε νξζνγξαθία ηεο πξώηεο έθδνζεο
όκκα: κάηη
3
επάιαηζαλ: πάιεςαλ
4
κύδξνο: βιήκκα
5
ξνκθαία: όπιν ησλ Θξαθώλ ηεο αξραηόηεηαο θαη ησλ Βπδαληηλώλ κε πιαηηά ιεπίδα
6
παιάζθα: δεξκάηηλε ζήθε θπζηγγηώλ
7
γηαηαγάλη: είδνο πιαηηνύ θαη θακππισηνύ κνπζνπικαληθνύ ζπαζηνύ.
8
πειηδλόο: καπξνθίηξηλνο
9
κπατξάθη: ζεκαία
10
θξίζζσ: αλαηξηρηάδσ, αλαθηλνύκαη ειαθξά
11
κπξκεθηώ: κνπδηάδσ
12
ηα πξαλή: πξόπνδεο ή πιαγηέο πςώκαηνο κε νκαιή θιίζε
13
ζπξθεηόο: αζύληαρην πιήζνο
14
ιύζξνο: αίκα
2
Ήδε ν αξρεγόο ησλ έθζαζελ εηο ηελ νθξύλ15 ηνπ ιόθνπ, αλέβε, θη επ’ απηήο
εζηάζε, πεξηέθεξε ην βιέκκα, εθνίηαμε ην θνθθηλίζαλ έδαθνο, όπεξ πίλεη ιαηκάξγσο
ην αίκα ησλ αλδξείσλ, επεζθόπεζε ηνλ αλεξρόκελνλ ζηξαηόλ, είδε θύθισ ηνπο
πεζόληαο. Καη κ’ αλνηθηόλ ην όκκα, έθπιεθηνλ, αλακεηξά ηνπο πςεινύο θνξκνύο
ησλ, ηα επξέα ζηέξλα ησλ, θαη ηνπο βξαρίνλάο ησλ ηνπο λεπξώδεηο, ηαο σξαίαο ησλ
κνξθάο, ηα κέησπά ησλ ηα αγέξσρα. Καη επί ηελ βξαρείαλ όςηλ ηνπ σο λέθνο ηη
δηέξρεηαη, ην βιέκκα ηνπ ζνινύηαη ειαθξώο, αδηόξαηνο παικόο ζπζπά ηα ρείιε ηνπ.
— Κξίκα λα ραζνύλ ηέηνηνη ιεβέληεο.
Καη βιέπεη, βιέπεη γύξσ, βιέπεη ζαπκάδσλ, βιέπεη απνξώλ, σζάλ λα κελ
πηζηεύεη πσο εράζεζαλ ηνηνύηνη άλδξεο, όηη θείηνληαη αλαίζζεηνη, θαη δελ θνηκώληαη
κόλνλ, δηα λα μππλήζνπλ πάιηλ θνβεξώηεξνη, πσο θαη ν ίδηνο ν ζάλαηνο ππήξμελ
ηζρπξόηεξνο απηώλ.
— Πνηνο είλαη ν Παπαθιέζζαο;
Οη νδεγνί ηνπ έζπεπζαλ, πξνζέδξακνλ, έδεημαλ ην πηώκα, δηάβξνρνλ,
πεξηξξεόκελνλ εθ ηνπ ηδξώηνο ηνπ αγώλνο, θαηεξξαθσκέλνλ ηα θνξέκαηα, καύξνλ
από ηνπ θαπλνύ.
— Σεθώζηε ηνλ, κσξέ, πάξηε ηνλ... Πάξηε ηνλ, πιύληε ηνλ... Πιύληε ην ην
παιιεθάξη...
Γπν άλδξεο έιαβαλ απηόλ από ησλ καζραιώλ, ηνλ ήγεηξαλ, ηνλ έζηεζαλ
επάλσ εηο ηνπο πόδαο ηνπ, θη εβάδηζαλ, δηεπζπλόκελνη πξνο παξαξξένπζαλ πεγήλ.
Δθεί ηνύ έπιπλαλ ηαο ρείξαο θαη ην πξόζσπνλ, εμέηξηςαλ ηνλ πειόλ θαη ηνλ ηδξώηα,
ηνλ εθαζάξηζαλ εθ ηνπ θνληνξηνύ θαη ηεο αζβόιεο16, ηνπ θαπλνύ θαη ηνπ ηρώξνο17,
ηνλ εζπόγγηζαλ, δηεπζέηεζαλ ηα μεζρηζκέλα ηνπ ελδύκαηα, θη εγύξηζαλ νπίζσ,
θέξνληέο ηνλ.
— Σηήζηε ηνλ εθεί από θάησ...
Οη άλδξεο θξαηνύληεο εθαηέξσζελ απηόλ, ώδεπζαλ πξνο ην δεηρζέλ δέλδξνλ,
ηνλ απέζεθαλ παξά ηελ ξίδαλ ηνπ, ηνλ ύςσζαλ θαη ηνλ αθνύκβεζαλ, ηνλ εζηεξέσζαλ
επί ην ζηέιερνο απηνύ, ηνλ ηζνξξόπεζαλ, σζαλεί δώληα. Έπεηηα εηξαβήρζεζαλ,
απεκαθξύλζεζαλ, θαη ηνλ αθήθαλ κόλνλ, βαζηαδόκελνλ δηα ηεο ηδίαο ηνπ δπλάκεσο.
Τν πηώκα ελαπέκεηλελ αθίλεηνλ, επζύ ζηεξίδνλ επί ηνπ θνξκνύ ηελ ξάρελ, ηνλ
ζώξαθα πξνηεηακέλνλ, θαη θξεκάκελα ηα ρέξηα, κε αλαπόζπαζηνλ ην ηκήκα ηνπ
ζπαζκέλνπ ραηδαξηνύ, ηα ζθέιε δηεζηώηα18, πςειά ηελ θεθαιήλ. Τόηε ν Ικπξαΐκεο
πιεζηάδεη βξαδέσο πξνο ην δέλδξνλ, ίζηαηαη θαη πξνζβιέπεη ζηγειόο επί καθξόλ ην
άπλνπλ πηώκα ηνπ αληηπάινπ θαη ππό ην θσο ηεο ζειήλεο ήηηο αλέηειιε ηελ ώξαλ
εθείλελ αηκαηόρξνπο, σζεί βαθείζα θαη απηή εθ ηνπ ιύζξνπ ηνπ ρπζέληνο θαηά ηελ
κάρελ, ππό ηνπο ζεηνκέλνπο θιάδνπο, νίηηλεο αλέθξηζζνλ19 πελζίκσο, θηιεί,
παξαηεηακέλνλ θίιεκα, ηνλ όξζηνλ λεθξόλ.»
πεξηνδηθό Παρνασσός, 1892
ΕΡΩΤΗΣΕΙΣ
α
α1. Τν θείκελν ζρεηίδεηαη κε έλα ηζηνξηθό γεγνλόο, ην νπνίν δηαδξακαηίδεηαη θαηά
ηε δηάξθεηα ηεο Δπαλάζηαζεο ηνπ 1821. Να αλαθέξεηε αμηνπνηώληαο ζηνηρεία
ηνπ θεηκέλνπ ην γεγνλόο θαζώο θαη ηα πξόζσπα πνπ πξσηαγσλίζηεζαλ ζ᾿ απηό.
(15 μονάδες)
15
νθξύο: θξύδη
αζβόιε: θαπληά
17
ηρώξ: αίκα
18
δηεζηώηα: (> δηίζηακαη): απηά πνπ είλαη ρσξηζκέλα, ρσξηζηά
19
αλαθξίζζσ: ζξνΐδσ
16
α2. Να ζρνιηάζεηε ηελ ελέξγεηα ηνπ Ικπξαήκ ζηελ ηειεπηαία παξάγξαθν ηνπ
θεηκέλνπ. (10 μονάδες)
ΣΥΝΟΛΟ: 25 ΜΟΝΑΔΕΣ
β
β1. Έλα βαζηθό ραξαθηεξηζηηθό ηεο πεδνγξαθίαο ηνπ Μηραήι Μεηζάθε είλαη ε
παξαηεξεηηθόηεηα θαη πεξηγξαθηθή δύλακε πνπ απνδίδεη θαη ηηο πην κηθξέο
ιεπηνκέξεηεο ώζηε ζπρλά λα ζπκίδεη δεκνζηνγξαθηθό ξεπνξηάδ. Να
επαιεζεύζεηε ηελ άπνςε απηἠ κε ηξία (3) παξαδείγκαηα από ην θείκελν. (15
μονάδες)
β2. Σην θείκελν θπξηαξρνύλ νη ερεηηθέο εηθόλεο. Να επηζεκάλεηε πέληε (5) από
απηέο (5 μονάδες) θαη λα αηηηνινγήζεηε ηελ παξνπζία ηνπο ζην θείκελν. (5
μονάδες)
ΣΥΝΟΛΟ: 25 ΜΟΝΑΔΕΣ
Μάθημα: Νέα Ελληνική Λογοηεχνία
ΑΔΙΔΑΚΤΟ ΚΕΙΜΕΝΟ
ΑΡΓΥΡΗΣ ΕΦΤΑΛΙΩΤΗΣ (1849-1923)
Μαρίνος Κονηάρας (απόζπαζμα)1
[…]
Παίξλσ έλα ζθακλί θαη θαζίδσ θνληά ζην γηαιό. Καη ’θεη πνπ έπηλα ην λαξγειέ
κνπ, έξρεηαη ν θαπεηάλ Θαλάζεο θαη κε θαισζνξίδεη. Σπρλά ήξρνπληαλ αληηθξύ θαη
καο έθεξλε ςάξηα θαη ηνλ εγλώξηδα. Τνλ θεξλώ κηα καζηίρα, γιπθάζεθε θαη
θαινθάζηζε. Τν ’μεξα πσο έλα πνηήξη γηα η’ απηόλα δελ ήηαλ ηίπνηηο, ηνπ παξάγγεηια
θη άιιν, θαη ηόηεο αξρίζαλε λα κηινύλ νη πησκέλεο καζηίρεο, γηα λα’ ξζνπλ θη άιιεο.
Γελ ηα ’θεξλε ζηελά πνηέο ηνπ από νκηιίεο ν θαπεηάλ Θαλάζεο. Τώξα ηελ αθνξκή
ηελ είρε αθόκα πην πξόρεηξε, - ην γέξν Μαξίλν Κνληάξα, ην Μνζθνλεζηώηηθν ην
ζαιαζζνπνύιη, πνπ κηα θνξά ηνλ ηξόκαδε ε Αλαηνιή, - «αο ηα πνύκε από ηελ αξρή»,
κνπ θάλεη ν Καπεηάληνο, θη αξρηλά:
- «Ήκνπλα κσξό παηδί, κνύηζνο2 ζηελ κπνκπάξδα3 ηνπ θαπεηάλ Μαλόιε,
(Θεόο ζπρσξέζ’ ηνλε), ζαλ ήξζε κηα κέξα ηνπ Μαξίλνπ Κνληάξα ην πέξακα. Θεόο
μέξεη πνύζε ηνλ θπλεγνύζαλ θαη ηξύπσζε ’δσ κέζα λα θξπθηεί. Όιν κπιεγκέλνο
βξίζθνπληαλ. Α δελ ήηαλε γηα θνληθό, ήηαλε γηα θιεςηά. Ήξζε κε πελη’ έμη ρηαπόδηα,
απισκέλα ζηε βάξθα ηνπ, θαη κε κεξηθά ζηξείδηα θαη αρηλνύο. Τάραηεο γηα δνπιεηά
ήξζε. Αλνηθνλόκεηνο άλζξσπνο. Πάληα καησκέλνο ήηαλ ν ιάδνο4 ηνπ, θάπνηεο θαη
κε ην δηθό ηνπ ην αίκα ζα κεζνύζε θη έθνβε ηα πνληίθηα ηνπ, λα δείμεη παιιεθαξηά.
Ήηαλ όκσο παιιεθάξη ν δαίκνλαο θη όκνξθν παιιεθάξη.
Σαλ άξαμε ε βάξθα ηνπ εθεί θάησ, βγαίλεη όμσ θαη ηξαβάεη ίζηα θαηά η’ ακπέιη
ηνπ Γιεγόξε ηνπ Φπζέθε, πεδάεη από ηνλ ηνίρν, γεκίδεη ηελ πνδηά ηνπ ζηαθύιηα θαη
γπξίδεη πίζσ, ζαλ λα κελ ήηαλ εθείλνο. Βγαίλνληαο, ηνλ ηζαθώλεη ν λνηθνθύξεο.
Απηόο ηόηε ήηαλ ν παιιεθαξάο ηνπ ρσξηνύ καο, έλαο ηξνκεξόο θσλαθιάο. Παηάεη
ινηπόλ ηηο θσλέο, άκα είδε ηνλ θιέθηε. Ο Κνληάξαο γειάεη, θαη θηλάεη θαηά ηε βάξθα
ηνπ. Ο Φπζέθεο ηξέρεη θαηόπη ηνπ, αθνύλ ηηο θσλέο θη νη γεηηόλνη θαη καδεύνπληαη
έλαο-έλαο ηνπο. Ο Μαξίλνο ηώξα θάζνπληαλ αμέλνηαζηνο κεο ζηε βάξθα ηνπ θ’
έηξσγε ηα ζηαθύιηα κε ηνπο ζπληξόθνπο ηνπ. Οη δηθνί καο άλαςαλ. Πεηηέληαη κέζα
ζηε βάξθα θαη θάλνπλε λα ηνλ πηάζνπλ. Απηόο ζεθώλεηαη, ζαιηέξλεη5 όμσ απάλσ
ζηνλ άκκν, παίξλεη ην ιάδν θαη ηνπο ιέεη:
- Μσξέ, δηαόινη, δελ μέξεηε πσο εγώ είκαη ν Μαξίλνο Κνληάξαο;
Τόηε κνύδηαζαλ όινη ηνπο. Ο Φπζέθεο όκσο, δελ ηνπ εξρόηαλε λα ηξαβερηεί θη
απηόο έηζη θαη λα ηνλ πεηξάδνπλ έπεηηα νη δηθνί ηνπ∙ ηνπ ιέεη ινηπόλ:
- Καη κέλα κε ιέλε Γιεγόξε Φπζέθε. Κη α ζνπ βαζηάεη λα κεηξεζείο κε ηα
κέλα, ξημ’ ην ιάδν, θη έβγα λα παιαίςνπκε δσ ζηνλ άκκν.
Ο Μαξίλνο θνίηαμε θαιά ην Γιεγόξε ζηα κάηηα θαη ρακνγέιαζε. Βγάδεη ην
γειέθη ηνπ, ην πεηάεη ράκσ ην καραίξη θη αξρίδεη λα πεξπαηεί γύξσ θαη λα θνπλάεη ηηο
ρέξεο ηνπ ζα λα ’κπαηλε ζε ρνξό. Τν ίδην έθακε θη ν Γιεγόξεο.
- Κη όπνηνο πέζεη θεξλά όιε ηελ παξέα απόςε!...
-Ωο ην πξσί, απνθξίλεηαη ν Μαξίλνο.
1
ζην θείκελν δηαηεξείηαη ε νξζνγξαθία ηεο πξώηεο έθδνζεο
κνύηζνο: ν πξσηόκπαξθνο λαύηεο θαηαζηξώκαηνο
3
κπνκπάξδα: είδνο θαλνληνθόξνπ πινίνπ
4
ιάδνο: καραίξη, ζνπγηάο
5
ζαιηέξλσ ή ζαιηάξσ: πεδώ
2
- Καη ηα παηρλίδηα6;
- Καη ηα παηρλίδηα.
Αγξηνκαηηάδνπληαη θαη ρύλνπληαη ν έλαο θαηαπάλσ ζηνλ άιινλ. Η δνπιεηά
έγηλε ώζπνπ λα πεηο ακήλ. Ο Κνληάξαο πηάλεη ην Φπζέθε από ηε κέζε θαη ηόλε
ζηξώλεη αλάζθεια.
-Φηάλεη ζνπ, Γιεγόξε, θη έθαγε ρώκα ε ξάρε ζνπ, ηνπ θσλάδνπλ νη δηθνί καο.
Ο Γιεγόξεο ζεθώλεηαη, ηηλάδεηαη, βάδεη ην γειέθη ηνπ θαη ζπιινγηέηαη
θαιύηεξα ζα ήηαλε λα ’ραλε κνλαρά ηα ζηαθύιηα.
Τν βξάδπ, ηνπ Θενράξε ην θαπειηό7 γέκηζε ρνπβαξληάδεο8. Όιν ην ρσξηό
καδεύηεθε απ’ έμσ λα δεη ηνλ μαθνπζκέλν Κνληάξα. Απηόο πνπ ζα βξηζθόηαλε ζε
«δνπιεηά» γηλόηαλε ζεξηό, ηώξα θαηλόηαλε ζαλ άγγεινο. Μόλν ηα Μνζθνλήζηα
βγάδνπλ ηέηνηα ραξηησκέλα παιιεθάξηα. Μπόγη θππαξίζζη, κέζε δαρηπιίδη. Μάηηα
κεγάια θη όκνξθα ζαλ θνπέιαο, καύξν κνπζηάθη, αγθίζηξη. Τόλε ζαπκάδαλε όινη,
θαζώο θαζόηαλε ζην ζθακλί θη έπηλε ζηελ πγεηά ηνπ Γιεγόξε. Τόλε θώλαδε
αδειθνπνηηό9 ηώξα θαη ’παηλνύζε ηα γιπθά ηνπ ζηαθύιηα. Ο Γιεγόξεο ηνλ
θακάξσλε πνπ ηνλ είρε θίιν, θη αο ηνλ έξημε θαη θάησ.»
Αζήλα, Δζηία, 1890.
ΕΡΩΤΗΣΕΙΣ
α
α1. Να πξνζδηνξίζεηε κε αλαθνξέο ζην θείκελν ηνλ ηόπν ηεο αθήγεζεο (5 μονάδες)
θαη ηνλ αθεγεηή ηεο εγθηβσηηζκέλεο10 ηζηνξίαο (10 μονάδες)
α2. Να αλαθέξεηε ηα δύν (2) θεληξηθά πξόζσπα πνπ πξσηαγσληζηνύλ ζηελ
εγθηβσηηζκέλε ηζηνξία. (10 μονάδες)
ΣΥΝΟΛΟ: 25 ΜΟΝΑΔΕΣ
β
β1. Τν δηήγεκα «Μηράιεο Κνληάξαο» ηνπ Αξγύξε Δθηαιηώηε είλαη έλα
ραξαθηεξηζηηθό δείγκα ηνπ εζνγξαθηθνύ δηεγήκαηνο ζην νπνίν πεξηγξάθνληαη
δσληαλέο εηθόλεο από ηελ ειιεληθή ύπαηζξν θαη ηε ζθιεξή δσή ησλ ζαιαζζηλώλ. Να
επαιεζεύζεηε ηελ άπνςε απηή κε ζηνηρεία πνπ ζα αληιήζεηε από ην θείκελν ζε κηα
παξάγξαθν 80-100 ιέμεσλ. (10 μονάδες)
β2. Να επηζεκάλεηε ηα εθθξαζηηθά κέζα (κεηαθνξέο, παξνκνηώζεηο, θνζκεηηθά
επίζεηα) κε ηα νπνία πεξηγξάθεηαη ν Κνληάξαο ζηελ ηειεπηαία παξάγξαθν ηνπ
θεηκέλνπ θαη λα ζρνιηάζεηε ηε ιεηηνπξγία ηνπο. (15 μονάδες)
ΣΥΝΟΛΟ: 25 ΜΟΝΑΔΕΣ
6
παηρλίδηα: ιατθά κνπζηθά όξγαλα
θαπειηό: θαπειεηό, ηαβέξλα
8
ρνπβαξληάο (ηνπξθ. ιέμε): απηόο πνπ δελ ηζηγθνπλεύεηαη όηαλ πξόθεηηαη λα θεξάζεη, λα θάλεη δώξα
θ.η.ι.
9
αδειθνπνηηόο: απηόο πνπ αλαγλσξίδεηαη σο αδεξθόο κέζσ αδειθνπνηήζεσο, ν ζηελόο θίινο
10
εγθηβσηηζκό έρνπκε όηαλ κηα αθήγεζε ελζσκαηώλεηαη κέζα ζε κηαλ άιιε αθήγεζε (όηαλ δει. ε
ηζηνξία πνπ έρνπκε μεθηλήζεη λα δηαβάδνπκε δηαθόπηεηαη, γηα λα αξρίζεη ε αθήγεζε κηαο άιιεο.)
7
Μάθημα: Νέα Δλληνική Λογοηεχνία
ΑΓΙΓΑΚΤΟ ΚΔΙΜΔΝΟ
ΑΝΓΡΔΑΣ ΚΑΡΚΑΒΙΤΣΑΣ (1865-1922)
Η γοργόνα (απόζπαζμα)
[…]
Άμαθλα αλαηξόκαμα. Κάησ βαζηά, κέζ’ από ην κελεμεδέλην ζύγλεθν, είδα λα
πξνβαίλεη ίζθηνο πειώξηνο. Ζ ρνληξή θνξκνζηαζηά, ην ππξγνγύξηζην θεθάιη ηνπ
θάληαδαλ Αγηνλόξνο. Τα δπν ηνπ κάηηα γύξηδαλ θσηεηλνύο θύθινπο θη έβιεπαλ
πεξήθαλα ηνλ Κόζκν πξηλ ηνλ θισηζήζνπλ ζηελ θαηαζηξνθή. Να ηνο, είπα, ν
ζεόζηαιηνο άγγεινο, ν ραιαζηήο θαη ζσηήξαο! Τνλ έβιεπα θη είρα ζύγθξπν ζηελ
ςπρή. Από ζηηγκή ζε ζηηγκή πξόζκελα ζθπξί λα πέζεη ην θξηρηό ρηύπεκα. Πάεη ηώξα
ε Γε κε ηνπο θαξπνύο πάεη θη ε ζάιαζζα κε ηα μύια ηεο! Ούηε ηξαγνύδηα πιην, νύηε
ηαμίδηα, νύηε θηιηά!
Αιιά δελ άθνπζα ην ρηύπεκα. Ο ίζθηνο πξόβαηλε ζηα λεξά κε άικαηα πύξηλα. Κη
όζν γξεγνξόηεξα πξόβαηλε, ηόζν κίθξαηλε ε θνξκνζηαζηά ηνπ. Καη άμαθλα ν
ζεόηξεκνο όγθνο ρηιηόκνξθε θόξε ζηάζεθε αληίθξπ κνπ. Γηακαληνζηόιηζηε θνξώλα
θνξνύζε ζην θεθάιη θαη ηα πινύζηα καιιηά, γαιάδηα ρήηε, άπισλαλ ζηηο πιάηεο σο
θάησ ζηα θύκαηα. Τν πιαηύ κέησπν, η’ ακπγδαισηά κάηηα, ηα ρείιε ηεο ηα
θνξαιιέληα, έρπλαλ γύξα θάπνηα ιάκςε αζαλαζίαο θαη θάπνηα πεξεθάλεηα βαζηιηθή.
Από ηα θξπζηαιιέληα ιαηκνηξάρεια θαηέβαηλε θη έζθηγγε ην θνξκί νιόρξπζνο
ζώξαθαο ιεπηδσηόο θαη πξόβαιιε ζην αξηζηεξό ηελ αζπίδα θη έπαηδε ζην δεμί ηε
Μαθεδόληθε ζάξηζα.
Γελ είρα ζπλέξζεη από ηελ απνξία θαη θσλή γιπθεία, ήξεκε θαη καιαθή, άθνπζα
λα κνπ ιέεη:
- Ναύηε-θαιελαύηε· δεη ν Βαζηιηάο Αιέμαληξνο;
Ο Βαζηιηάο Αιέμαληξνο! ςηζύξηζα κε πεξηζζόηεξε απνξία.
Πώο είλαη δπλαηό λα δεη ν βαζηιηάο Αιέμαληξνο; Γελ ήμεξα ηη ξώηεκα ήηαλ εθείλν
θαη ηη λα ηεο απνθξηζώ, όηαλ ε θσλή μαλαδεπηέξσζε:
- Ναύηε-θαιελαύηε· δεη ν βαζηιηάο Αιέμαληξνο;
- Τώξα, Κπξά κνπ! απάληεζα ρσξίο λα ζθεθηώ. Τώξα βαζηιηάο Αιέμαληξνο!
Ούηε ην ρώκα ηνπ δε βξίζθεηαη ζηε γε.
Ωτκέ! θαθό πνπ ην ’παζα! Ζ ρηιηόκνξθε θόξε έγηλε κεκηάο θνβεξό ζίρακα.
Κύθισπαο βγήθε από ην θύκα θη έδεημε ιεπηνληπκέλν ην κηζό θνξκί. Εσληαλά θίδηα
ηα κεηαμόκαιια ζεθώζεθαλ πέξα-δώζε, έβγαιαλ γιώζζεο θαη θεληξηά θαξκαθεξά θη
έρπζαλ θνβεξηζηηθό αλεκνθύζεκα. Τν ζσξαθσηό ζηήζνο θαη ην παξζεληθό πξόζσπν
άιιαμαλ ακέζσο, ζα λα ήηαλ ε Μνλνβύδσ ηνπ παξακπζηνύ. Τώξα θαινγλώξηζα κε
πνηνλ είρα λα θάκσ! Γελ ήηαλ ν Χάξνο ηεο Γεο, ν ραιαζηήο θαη ζσηήξαο άγγεινο.
Ήηαλ ε Γνξγόλα, η’ Αιέμαληξνπ ε αδεξθή, πνπ έθιεςε ην αζάλαην λεξό θαη γύξηδε
δσληαλή θαη παληνδύλακε. Ζ Γόμα ήηαλ ηνπ κεγάινπ θνζκνθξάηνξα, αγέξαζηε θη
αηώληα ζε ζηεξηά θαη ζάιαζζα. Καη κόλν γηα Κείλεο ηνλ εξρνκό έρπζε ν Πόινο ην
Σέιαο ηνπ, λα ζηξώζεη ηνλ αζέξα κε ηεο πνξθύξαο ην ρξώκα. Γε ξσηνύζε βέβαηα γηα
ην θζαξηό ζώκα, αιιά γηα ηε κλήκε ηνπ αθέληε ηεο. Καη ηώξα ζηελ άθξηηε κνπ
απόθξηζε καληαζκέλε έξημε ην ρέξη, έλα δαζνηξηρσκέλν θαη βαξύ ρέξη ζηελ
θνππαζηή, έπαημε δεξβόδεμα ηελ νπξά ηεο θη έδεημε Ωθεαλό ηνλ καιαθό Πόλην.
- Όρη, Κπξά, ςέκαηα!... ηξαλνθώλαμα κε ιπκέλα γόλαηα. Δθείλε κε θνίηαμε
απζηεξά θαη κε θσλή ηξεκάκελε μαλαξώηεζε:
- Ναύηε-θαιελαύηε· δεη ν βαζηιηάο Αιέμαληξνο;
- Εεη θαη βαζηιεύεη· απάληεζα επζύο. Εεη θαη βαζηιεύεη θαη ηνλ θόζκν θπξηεύεη.
Άθνπζε ηα ιόγηα κνπ θαιά. Σα λα ρύζεθε αζάλαην λεξό ε θσλή κνπ ζηηο θιέβεο
ηεο, άιιαμε ακέζσο ην ηέξαο θη έιακςε παξζέλα πάιη ρηιηόκνξθε. Σήθσζε ην
θξηλάην ρέξη ηεο από ηελ θνππαζηή, ρακνγέιαζε, ξνδόθπιια ζθνξπώληαο από ηα
ρείιε ηεο. Καη άμαθλα ζηνλ νινπόξθπξνλ αέξα ρύζεθε ηξαγνύδη πνιεκηθό, ιεο θαη
γύξηδε ηώξα ν Μαθεδνληθόο ζηξαηόο από ηηο ρώξεο ηνπ Γάγγε θαη ηνπ Δπθξάηε.
Σήθσζα ηα κάηηα ςειά θαη είδα η’ αέξηλα πνηάκηα, ηα ζθνηεηλά θαη ηα πξάζηλα,
ηα ρξπζνξόδηλα θαη ηα γιαπθά1, λα ζκίγνπλ ζηνλ νπξαλό θαη λα θάλνπλ Σηέκκα
γηγάληην. Ήηαλ θάκσκα ηνπ θαηξνύ ή κελ ήηαλ απόθξηζε ζην ξώηεκα ηεο αζάλαηεο;
Πνηνο μέξεη. Μα ζηγά-ζηγά νη αρηίλεο άξρηζαλ λα ζακπώλνπλ θαη λα ζβήλνπλ κηα κε
ηελ άιιε, ιεο θη έπαηξλε ηα θάιιε καδί ηεο ε Γνξγόλα ζηελ άβπζζν.
Τώξα νύηε Σηέκκα νύηε Τόμν θαηλόηαλ πνπζελά. Κάπνπ-θάπνπ ζθόξπηα ζύγλεθα
έκελαλ ζηαρηηά θαη θάησρξα· θαη κέζα ζηελ ςπρή κνπ ζακπή θαη μέζσξε ε πνξθύξα
ηεο παηξίδαο κνπ.
Με ην κπξίθη2 ηνπ θαπεηάλ Φαξάζε αξκέληδα κηζνθάλαια εθείλε ηε λύρηα.
Λόγια της πλώρης, Θαιαζζηλά Γηεγήκαηα, Αζήλα, 1899
ΔΡΩΤΗΣΔΙΣ
α
α1. Να αλαθέξεηε ζπλνπηηθά (ζε κία παξάγξαθν) ην θεληξηθό ζέκα ηνπ θεηκέλνπ. (15
μονάδες)
α2. Να αηηηνινγήζεηε ηηο δηαθνξεηηθέο απαληήζεηο ηνπ ήξσα ζην εξώηεκα ηεο
γνξγόλαο. (10 μονάδες)
ΣΥΝΟΛΟ:25 ΜΟΝΑΓΔΣ
β
β1. Ο Καξθαβίηζαο, ζύκθσλα κε ηνλ Κ. Σηεξγηόπνπιν «…ζπλζέηεη δσληαλέο εηθόλεο
ησλ ρσξηώλ θαη ηεο ζθιεξήο δσήο ησλ ζαιαζζηλώλ… Παξνπζηάδεη ηελ ειιεληθή
επαξρία ηεο επνρήο ηνπ, ςπρνγξαθώληαο ηνπο μσκάρνπο θαη ηνπο λαπηηθνύο». Να
επαιεζεύζεηε ηελ άπνςε απηή κε βάζε ην θείκελν, ζπλζέηνληαο κηα παξάγξαθν 80100 ιέμεσλ. (15 μονάδες)
β2. Να εληνπίζεηε ζην θείκελν πέληε (5) ζύλζεηεο ιέμεηο (επίζεηα ή νπζηαζηηθά) (5
μονάδες) θαη λα ζρνιηάζεηε ηε ιεηηνπξγία ηνπο. (5 μονάδες)
ΣΥΝΟΛΟ: 25 ΜΟΝΑΓΔΣ
1
2
γιαπθόο: απαζηξάπησλ, ζηηιπλόο, (επί ρξώκαηνο) γαιάδηνο.
κπξίθη: είδνο ηζηηνθόξνπ πινίνπ.
Μάθημα: Νέα Ελληνική Λογοηεχνία
ΑΔΙΔΑΚΣΟ ΚΕΙΜΕΝΟ
ΑΛΕΞΑΝΔΡΟ΢ ΠΑΠΑΔΙΑΜΑΝΣΗ΢ (1851-1911)
Έρωηας ζηα χιόνια (απόζπαζμα)1
Kαξδηά ηνπ ρεηκώλνο. Xξηζηνύγελλα, Άηο-Bαζίιεο, Φώηα.
Kαη απηόο εζεθώλεην ην πξσί, έξξηπηελ εηο ηνπο ώκνπο ηελ παιηάλ παηαηνύθαλ2
ηνπ, ην κόλνλ ξνύρνλ νπνύ εζώδεην αθόκε από ηνπο πξν ηεο επηπρίαο ηνπ ρξόλνπο,
θαη θαηήξρεην εηο ηελ παξαζαιάζζηνλ αγνξάλ, κνξκπξίδσλ, ελώ θαηέβαηλελ από ην
παιαηόλ κηζνγθξεκηζκέλνλ ζπίηη, κε ηξόπνλ ώζηε λα ηνλ αθνύε ε γεηηόληζζα:
― Σεβληάο είλ’ απηόο, δελ είλαη ηζνξβάο3... έξσληαο είλαη, δελ είλαη γέξνληαο.
Tν έιεγε ηόζνλ ζπρλά, ώζηε όιεο νη γεηηνλνπνύιεο νπνύ ηνλ ήθνπαλ ηνπ ην
εθόιιεζαλ ηέινο σο παξαηζνύθιη: «O κπαξκπα-Γηαλληόο ν Έξσληαο».
Δηόηη δελ ήην πιένλ λένο, νύηε εύκνξθνο, νύηε άζπξα4 είρελ. Όια απηά ηα είρε
θζείξεη πξν ρξόλσλ πνιιώλ, καδί κε ην θαξάβη, εηο ηελ ζάιαζζαλ, εηο ηελ
Mαζζαιίαλ.
Eίρελ αξρίζεη ην ζηάδηόλ ηνπ κε απηήλ ηελ παηαηνύθαλ, όηαλ επξσηνκπαξθάξεζε
λαύηεο εηο ηελ βνκβάξδαλ5 ηνπ εμαδέιθνπ ηνπ. Eίρελ απνθηήζεη, από ηα κεξδηθά ηνπ
όζα ειάκβαλελ από ηα ηαμίδηα, κεηνρήλ επί ηνπ πινίνπ, είηα είρελ απνθηήζεη πινίνλ
ηδηθόλ ηνπ, θαη είρε θάκεη θαιά ηαμίδηα. Eίρε θνξέζεη αγγιηθέο ηζόρεο, βεινύδηλα
γειέθα, ςειά θαπέια, είρε θξεκάζεη θαδέλεο ρξπζέο κε σξνιόγηα, είρελ απνθηήζεη
ρξήκαηα· αιιά ηα έθαγελ όια εγθαίξσο κε ηαο Φξύλαο εηο ηελ Mαζζαιίαλ, θαη άιιν
δελ ηνπ έκεηλελ εηκή ε παιηά παηαηνύθα, ηελ νπνίαλ εθόξεη πεηαρηήλ επ’ ώκσλ, ελώ
θαηέβαηλε ην πξσί εηο ηελ παξαιίαλ, δηά λα κπαξθάξε ζύληξνθνο κε θακκίαλ
βξαηζέξαλ6 εηο κηθξόλ λαύινλ, ή δηά λα πάγε κε μέλελ βάξθαλ λα βγάιε θαλέλα
ρηαπόδη εληόο ηνπ ιηκέλνο.
Kαλέλα δελ είρελ εηο ηνλ θόζκνλ, ήηνλ έξεκνο. Eίρε λπκθεπζή, θαη είρε ρεξεύζεη,
είρελ απνθηήζεη ηέθλνλ, θαη είρελ αηεθλσζή.
Kαη αξγά ην βξάδπ, ηελ λύθηα, ηα κεζάλπθηα, αθνύ έπηλελ νιίγα πνηήξηα δηά λα
μεράζε ή δηά λα δεζηαζή, επαλήξρεην εηο ην παιηόζπηην ην κηζνγθξεκηζκέλνλ,
εθρύλσλ εηο ηξαγνύδηα ηνλ πόλνλ ηνπ:
Σοκάκι μοσ μακρύ-ζηενό, με ηεν καηεβαζιά ζοσ,
κάμε κ’ εμένα γείηονα με ηεν γειηόνιζζά ζοσ.
Άιινηε παξαπνλνύκελνο επζύκσο:
Γειηόνιζζα, γειηόνιζζα, πολσλογού και υεύηρα,
δεν είπες μια θορά κ’ εζύ, «Γιαννιό μοσ έλα μέζα».
Xεηκώλ βαξύο, επί εκέξαο ν νπξαλόο θιεηζηόο. Eπάλσ εηο ηα βνπλά ρηόλεο, θάησ
εηο ηνλ θάκπνλ ρηνλόλεξνλ. H πξσία ελζύκηδε ην δεκώδεο:
Bρέτει, βρέτει και τιονίδει,
κι ο παπάς τειρομσλίδει7.
Δελ ερεηξνκύιηδελ ν παπάο, ερεηξνκύιηδελ ε γεηηόληζζα, ε πνιπινγνύ θαη ςεύηξα,
ηνπ άζκαηνο ηνπ κπαξκπα-Γηαλληνύ. Δηόηη ηνηνύηνλ πξάγκα ήην∙ κπισλνύ
1
ζην θείκελν δηαηεξείηαη ε νξζνγξαθία ηεο πξώηεο έθδνζεο
παηαηνύθα: ρνληξό, κάιιηλν, καθξύ αληξηθό παλσθόξη
3
ηζνξβάο: εδώ ε ζνύπα (ην καγεηξεκέλν κε πνιύ λεξό)
4
άζπξα: ρξήκαηα
5
βνκβάξδα: είδνο ηζηηνθόξνπ πινίνπ
6
βξαηζέξα ή κπξαηζέξα: είδνο ηζηηνθόξνπ πινίνπ κε δύν ηζηία
7
ρεηξνκπιίδεη: γπξίδεη ην ρεηξόκπιν, ηνλ ρεηξνθίλεην κύιν
2
εξγαδνκέλε κε ηελ ρείξα, γπξίδνπζα ηνλ ρεηξόκπινλ. Σεκεηώζαηε όηη, ηνλ θαηξόλ
εθείλνλ, ην αξρνληνιόγη ηνπ ηόπνπ ην είρελ εηο θαθόλ ηνπ λα θάγε ςσκί δπκσκέλνλ
κε άιεπξνλ από λεξόκπινλ ή αλεκόκπινλ, θ’ επξνηίκα ην δηά ρεηξνκύινπ αιεζκέλνλ.
Kαη είρελ πειαηείαλ κεγάιελ, ε Πνιπινγνύ. Eγπάιηδελ, είρε κάηηα κεγάια, είρε
βεξλίθη εηο ηα κάγνπιά ηεο. Eίρελ έλα άλδξα, ηέζζαξα παηδηά, θ’ έλα γατδνπξάθη
κηθξόλ δηά λα θνπβαιά ηα αιέζκαηα. Όια ηα αγαπνύζε, ηνλ άλδξα ηεο, ηα παηδηά ηεο,
ην γατδνπξάθη ηεο. Mόλνλ ηνλ κπαξκπα-Γηαλληόλ δελ αγαπνύζε.
Πνίνο λα ηνλ αγαπήζε απηόλ; Ήην έξεκνο εηο ηνλ θόζκνλ.
Kαη είρε πέζεη εηο ηνλ έξσηα, κε ηελ γεηηόληζζαλ ηελ Πνιπινγνύ, δηά λα μεράζε
ην θαξάβη ηνπ, ηαο Λαΐδαο ηεο Mαζζαιίαο, ηελ ζάιαζζαλ θαη ηα θύκαηά ηεο, ηα
βάζαλά ηνπ, ηαο αζσηίαο ηνπ, ηελ γπλαίθα ηνπ, ην παηδί ηνπ. Kαη είρε πέζεη εηο ην
θξαζί δηά λα μεράζε ηελ γεηηόληζζαλ.
Σπρλά όηαλ επαλήξρεην ην βξάδπ, λύθηα, κεζάλπθηα, θαη ε ζθηά ηνπ, καθξά,
πςειή, ιηγλή, κε ηελ παηαηνύθαλ θεύγνπζαλ θαη γιηζηξνύζαλ από ηνπο ώκνπο ηνπ,
πξνέθππηελ εηο ηνλ καθξόλ, ζηελόλ δξνκίζθνλ, θαη αη ληθάδεο, κπίαη ιεπθαί, ηνιύπαη
βάκβαθνο, εθέξνλην ζηξνβηιεδόλ εηο ηνλ αέξα, θαη έπηπηνλ εηο ηελ γελ, θαη έβιεπε ην
βνπλόλ λ’ αζπξίδε εηο ην ζθόηνο, έβιεπε ην παξάζπξνλ ηεο γεηηόληζζαο θιεηζηόλ,
βσβόλ, θαη ηνλ θεγγίηελ λα ιάκπε ζακβά, ζνιά, θαη ήθνπε ηνλ ρεηξόκπινλ λα ηξίδε
αθόκε, θαη ν ρεηξόκπινο έπαπε, θαη ήθνπε ηελ γιώζζαλ ηεο λ’ αιέζε, θ’ ελζπκείην
ηνλ άλδξα ηεο, ηα παηδηά ηεο, ην γατδνπξάθη ηεο, νπνύ απηή όια ηα αγαπνύζε, ελώ
απηόλ δελ εγύξηδε κάηη λα ηνλ ηδή, εθαπλίδεην, όπσο ην κειίζζη, εζθινκώλεην, όπσο
ην ρηαπόδη, θαη παξεδίδεην εηο ζθέςεηο θηινζνθηθάο θαη εηο πνηεηηθάο εηθόλαο.
― Nα είρελ ν έξσηαο ζαΐηεο!... λα είρε βξόρηα... λα είρε θσηηέο... Nα ηξππνύζε κε
ηηο ζαΐηεο ηνπ ηα παξαζύξηα... λα δέζηαηλε ηηο θαξδηέο... λα έζηελε ηα βξόρηα ηνπ
απάλσ ζηα ρηόληα... Έλαο γεξν-Φεξεηδέιεο πηάλεη κε ηηο ζειηέο ηνπ ρηιηάδεο
θνηζύθηα.
Eθαληάδεην ηνλ έξσηα σο έλα είδνο γεξν-Φεξεηδέιε, όζηηο λα δηεκεξεύε πέξαλ,
εηο ηνλ πςειόλ, πεπθόζθηνλ ιόθνλ, θαη λ’ αζρνιήηαη εηο ην λα ζηήλε βξόρηα επάλσ
εηο ηα ρηόληα, δηά λα ζπιιάβε ηηο αζώεο θαξδηέο, σο κηζνπαγσκέλα θνζζύθηα, ηα
νπνία ςάρλνπλ εηο κάηελ, δηά λ’ αλαθαιύςνπλ ηειεπηαίαλ ηηλά ρακάδα 8 κείλαζαλ εηο
ηνλ ειαηώλα. Eμέιηπνλ νη κηθξνί καθξπινί θαξπνί από ηαο αγξηειαίαο εηο ην βνπλόλ
ηνπ Bαξαληά, εμέιηπνλ ηα κύξηα από ηαο επώδεηο κπξζίλαο εηο ηεο Mακνύο ην ξέκα,
θαη ηώξα ηα θνζζπθάθηα ηα ιάια9 κε ην ακαπξόλ10 πηέξσκα, νη θεξνκύηαη11 νη
γιπθείο θαη αη θίριαη12 αη εύζπκνη πίπηνπζη ζύκαηα ηεο ζειηάο ηνπ γεξν-Φεξεηδέιε.
Tελ άιιελ βξαδηάλ επαλήξρεην, όρη πνιύ νηλνβαξήο, έξξηπηε βιέκκα εηο ηα
παξάζπξα ηεο Πνιπινγνύο, ύςσλε ηνπο ώκνπο, θ’ εκνξκύξηδελ:
― Έλαο Θεόο ζα καο θξίλε... θ’ έλαο ζάλαηνο ζα καο μερσξίζε.
Kαη είηα κεηά ζηελαγκνύ πξνζέζεηε:
― K’ έλα θνηκεηήξη ζα καο ζκίμε.
Aιιά δελ εκπνξνύζε, πξηλ απέιζε λα θνηκεζή, λα κελ ππνςάιε ην ζύλεζεο άζκα
ηνπ:
Σοκάκι μοσ μακρύ-ζηενό, με ηεν καηεβαζιά ζοσ,
κάμε κ’ εμένα γείηονα με ηεν γειηόνιζζά ζοσ. […]
Αζήλα, εθ. Ακρόπολις , 1895
8
ρακάδα: νη ώξηκνη θαξπνί πνπ πέθηνπλ ζηε γε, ηδίσο ηεο ειηάο
ιάινο: θιύαξνο
10
ακαπξόο: δπζδηάθξηηνο, ζθνηεηλόο
11
θεξνκύηεο: πηελό
12
θίρια: ην πηελό ηζίρια
9
ΕΡΩΣΗ΢ΕΙ΢
α
α1. Να εληνπίζεηε ηα δύν πξσηαγσληζηηθά πξόζσπα ηεο αθήγεζεο θαη λα
απνδώζεηε από έλα ραξαθηεξηζηηθό ζην θαζέλα. (12 μονάδες) Να αλαθέξεηε
ηνλ ηόπν θαη ηνλ ρξόλν ηεο ηζηνξίαο (8 μονάδες) θαη λα ζρνιηάζεηε ηνλ ηίηιν ζε
ζρέζε κε ην ζέκα ηνπ θεηκέλνπ. (5 μονάδες)
΢ΤΝΟΛΟ: 25 ΜΟΝΑΔΕ΢
β
β1. Σην έξγν ηνπ Παπαδηακάληε θπξηαξρεί ε ζπγθαηάβαζε απέλαληη ζηηο αδπλακίεο
ησλ αλζξώπσλ θαη ε ζπκπάζεηα ζηηο δπζηπρίεο ηνπο. Να επαιεζεύζεηε ηελ
άπνςε απηή κε ζηνηρεία πνπ ζα αληιήζεηε από ην θείκελν ζε κηα παξάγξαθν 80100 ιέμεσλ. (15 μονάδες)
β2. Ο Παπαδηακάληεο ρξεζηκνπνηεί ζην έξγν ηνπ ηελ νκηινύκελε ιατθή γιώζζα,
εκπινπηηζκέλε κε ζθηαζίηηθνπο ηδησκαηηζκνύο, αιιά θαη ηε ιόγηα γιώζζα. Να
εληνπίζεηε ηξεηο (3) ηδησκαηηθέο ιέμεηο, ηξεηο (3) ιέμεηο ηεο δεκνηηθήο θαη (4)
ηέζζεξεηο ηεο ιόγηαο γιώζζαο. (10 μονάδες)
΢ΤΝΟΛΟ: 25 ΜΟΝΑΔΕ΢
Μάθημα: Νέα Ελληνική Λογοηεχνία
ΑΔΙΔΑΚΣΟ ΚΕΙΜΕΝΟ
ΑΛΕΞΑΝΔΡΟ΢ ΠΑΠΑΔΙΑΜΑΝΣΗ΢ (1851-1911)
Ο Αμερικάνος (απόζπαζμα)1
Τνπ Γεκήηξε ηνπ Μπέξδε ην καγαδί σκνίαδε, ηελ εζπέξαλ εθείλελ, κε
βάξθαλ, θαηά ην θαηλόκελνλ θνπξηνπληαζκέλελ, δεπηεξόπξπκα2 πιένπζαλ,
πιεηηνκέλελ ππό ησλ θπκάησλ ηελ κίαλ πιεπξάλ, κε ην ύδσξ εηζπεδώλ από ηελ
θσπαζηήλ θαη πεξηξξαληίδνλ ηνπο δπζηπρείο επηβάηαο, όπνπ ν θπβεξλήηεο θαη ν
λαύηεο ηνπ θαίλνληαη πεξηθξόληηδεο, δίδνληεο θαη ιακβάλνληεο πξνζηάγκαηα εηο
αθαηάιεπηνλ γιώζζαλ, ν κελ ηζύλσλ κεηά βίαο ην πεδάιηνλ, ν δε ιύσλ θαη δέλσλ ηα
ηζηία, βνεζώλ δηά ηεο θώπεο εθ ηνπ ππελέκνπ3, ακθόηεξνη ηξέρνληεο από ηελ
πξύκλελ εηο ηελ πξώξαλ, θαηαπηννύληεο4 ηνπο απεηξνηέξνπο ησλ επηβαηώλ,
πεξηξξαηλνκέλνπο από ην αθξίδνλ θύκα, νζθξαηλνκέλνπο εγγύζελ θαη γεπνκέλνπο ηελ
άικελ. Δμεκέξσλαλ δε Χξηζηνύγελλα, θαη έθαζηνο ησλ πειαηώλ επεζύκεη λα θάκεη
ηα νςώληά ηνπ. Ο θπξ Γεκήηξεο ν Μπέξδεο έηξερελ εκπξόο, νπίζσ, εθέξλα
λνζεπκέλα ηνπο πειάηαο, επώιεη μίθηθα5 εηο ηνπο αγνξαζηάο, κε ηελ ηξηθπκίαλ
εζθνξπηζκέλελ εηο ηελ όςηλ θαη ηελ γαιήλελ ηακηεπκέλελ ελ ηε θαξδία,
γνεηεπόκελνο από ηαο θσλάο ησλ ζακώλσλ, ελζνπζηώλ από ηνλ θξόηνλ ησλ
θεξκάησλ, ησλ πηπηόλησλ δηά ηεο άλσζελ νπήο, σο ηα ζηξνπζία6 εηο ηελ παγίδα, εηο ην
θαιώο θιεηδσκέλνλ ζπξηάξη ηνπ. Τν παηδί, ν δεθαπεληνύηεο Χξήζηνο, αλεςηόο ηνπ εμ
αδειθήο, δελ επξόθζαλε λα γεκίδεη θηάιαο εθ ηνπ βαξειίνπ, λα θαθνδπγίδεη βνύηπξνλ
εθ ηνπ πίζνπ7, λα θελώλεη κέιη εθ ηνπ αζθνύ, κε ηελ πνδηάλ πςειά εηο ην ζηήζνο
πεξηδεδεκέλελ, θη εμειαξπγγίδεην λα θσλάδεη αμέσως! εηο νθηώ δηαθόξνπο ηόλνπο
θαη ύςε· ιέμηλ ηελ νπνίαλ κε ηνλ θαηξόλ είρε θαηνξζώζεη λα θνινβώζεη εηο αμές! είηα
λα ζπληάκεη εηο ’μες! θαη ηέινο λ’ απινπνηήζεη εηο ες!
Δηο κίαλ γσλίαλ ηνπ καγαδείνπ όκηινο εθ πέληε αλδξώλ εθάζελην θη έπηλαλ
ηελ καζηίραλ ησλ, πξηλ δηαιπζώζη θαη απέιζσζηλ νίθαδε δηά ην δείπλνλ. Ήζαλ όινη
εκπνξνπινίαξρνη ηνπ ηόπνπ, πεξηκέλνληεο ηελ θαηάδπζηλ ηνπ Σηαπξνύ δηά λ’
απνπιεύζσζη, θη εδεμηνύλην έλα ζπλάδειθόλ ησλ, εθείλελ ηελ εζπέξαλ θζάζαληα
αηζίσο κε ηελ ζθνύλαλ8 ηνπ, ηνλ θαπεηάλ Γηάλλελ ηνλ Ικβξηώηελ· έθακαλ όινη κε ηελ
ζεηξάλ ηα μοσσαυιρλίκια9, είηα ν θαπεηάλ Γηάλλεο εζέιεζε θαη απηόο λα ηνπο θάκεη
ηα σαλαμετλίκια10. Δίηα είο έθαζηνο ησλ θίισλ επξνζπκήζε λα θάκεη θη εθ δεπηέξνπ
ηα κνπζαθηξιίθηα, θαη πάιηλ ν θαπεηάλ Ικβξηώηεο εμαλάθακε ηα ζαιακεηιίθηα. Έσο
εδώ επξίζθνλην θαη σκίινπλ δσεξώο πεξί πξαγκάησλ ηνπ επαγγέικαηόο ησλ, πεξί
λαύισλ, θεζαηίσλ11, πεξί ζηαιίαο12, πεξί θνξηώζεσλ θη εθθνξηώζεσλ, πεξί λαπαγίσλ
θαη αβαξηώλ13. Ο θαπεηάλ Γηάλλεο δηεγείην δηά καθξώλ ηα ηνπ ηειεπηαίνπ ηαμηδίνπ
1
ζην θείκελν δηαηεξείηαη ε νξζνγξαθία ηεο πξώηεο έθδνζεο
δεπηεξόπξπκα: θόληξα ζηνλ άλεκν
3
ππήλεκνλ: κέξνο πνπ πξνθπιάζζεηαη από ηνπο αλέκνπο
4
θαηαπηνώ: θαηαθνβίδσ
5
μίθηθα (επηξξ.): ιεηςά, ιηγόηεξν ηνπ θαλνληθνύ
6
ζηξνπζίν: ην ζπνπξγίηη.
7
πίζνο: πηζάξη
8
ζθνύλα: είδνο πινίνπ πνπ θέξεη ηεηξάγσλα παληά
9
κνπζαθεξιίθη (ηνπξθ. ιέμε): επίζθεςε
10
ζαιακεηιίθη: (ηνπξθ. ιέμε) επρέο θαη θεξάζκαηα ηελ εκέξα ηεο επηζηξνθήο από ηαμίδη
11
θεζάηη: εκπνξηθή απξαγία
12
ζηαιία: θαζπζηέξεζε ζηελ θνξηνεθθόξησζε ησλ πινίσλ
13
αβαξία: δεκηά
2
ηνπ, θαη είπελ όηη, αθνπζίσο ηνπ, έλεθα δπζηξνπίαο ησλ ηνπξθηθώλ αξρώλ,
ελαγθάζζε λα δηαηξίςεη επί εκέξαο ελ Βόισ, όπνπ είρε πξνζεγγίζεη πξνο κεξηθήλ
εθθόξησζηλ.
-Α! δελ ζαο είπα θαη έλα γηνπιηδή14 πνπ πήξα απ’ ην Βόιν, είπε.
-Δπήξεο θαλέλαλ επηβάηε απ’ ην Βόιν; εξώηεζελ είο ησλ θίισλ ηνπ.
-Γελ εζέιεζε λα μεκπαξθάξεη, έκεηλε κεο ζηε ζθνύλα. Τνπ είπα λα ηνλ πάξσ
κ’ζαθίξε ζην ζπίηη, θαη δε ζέιεζε.
-Καη γηα πνύ πάεη;
-Έσο εδώ, θαηά ην παξόλ. Τνλ εξώηεζα, δελ εζέιεζε λα κνπ πεη.
-Καη ηη δνπιεηά έρεη εδώ;
-Τη άλζξσπνο είλαη;
-Πώο ζνπ θάλεθε; δηεζηαπξνύλην αη εξσηήζεηο ησλ πινηάξρσλ.
-Δίλαη άλζξσπνο πνπ έρεη μνπξαθηζκέλν ην κνπζηάθη θαη ηα γέλεηα, θη έρεη αθεκέλεο
κόλνλ ηξίρεο απνθάη’ απ’ ην ζηαγόλη θαη ζην ιαηκό. Μνπ θάλεθε ζαλ Δγγιέδνο, ζαλ
Ακεξηθάλνο, κα όρη πάιη ζσζηόο Δγγιέδνο νύηε ζσζηόο Ακεξηθάλνο· ηα νιίγα ιόγηα
πνπ κνπ είπε ξσκέηθα, ηα είπε κ’ έλαλ ηξόπν δύζθνιν θαη ζπιινγηζκέλν, όρη θαη
πνιύ μεληθό, ζαλ λα ήμεξε κηα θνξά ξσκέηθα θαη ηα μέραζε. Τηο πιεηόηεξεο θνξέο
ζπλελνεζήθακε κε θάηη ιίγα ηηαιηθά πνπ μέξσ θη εγώ.
-Σνπ είπε η’ όλνκά ηνπ;
-Σηα ραξηηά ηνλ επέξαζα σο Τδσλ Σηόζηζνλ, κε ακεξηθάληθν παζαπόξηη15.
Τελ ζηηγκήλ εθείλελ ν θαπεηάλ Γηάλλεο, όζηηο εθάζεην εξείδσλ16 ηα λώηα επί ηνπ
ηνίρνπ, πξνο ηελ ζύξαλ βιέπσλ, αθνπζίσο αλέθξαμελ:
-Α! λα ηνο!
Όινη εζηξάθεζαλ πξνο ηελ ζύξαλ. […]
Αζήλα, ευ. Άστσ, 1891
ΕΡΩΣΗ΢ΕΙ΢
α
α1. Σην έξγν ηνπ Παπαδηακάληε πξσηαγσληζηνύλ άλζξσπνη ηνπ ιανύ. Να
επαιεζεύζεηε ηελ άπνςε κε αλαθνξέο ζηνλ ρώξν (5 μονάδες) θαη ηα πξόζσπα
ηνπ θεηκέλνπ. (10 μονάδες).
α2. Να πεξηγξάςεηε ζε κηα ζύληνκε παξάγξαθν ηνλ «Ακεξηθάλν» αμηνπνηώληαο
ζηνηρεία ηνπ θεηκέλνπ. (10 μονάδες)
΢ΤΝΟΛΟ: 25 ΜΟΝΑΔΕ΢
β
β1. Σύκθσλα κε ηελ Πνιίηνπ Μαξκαξηλνύ ζηελ εζνγξαθηθή πεδνγξαθία, ζηελ
νπνία εληάζζεηαη θαη ην παξαπάλσ θείκελν, ζπρλά «πξνβάιινληαη θαη νη
ζθνηεηλέο πιεπξέο» ησλ αλζξώπσλ ηεο ππαίζξνπ. Να επαιεζεύζεηε ηελ άπνςε
απηή ζρνιηάδνληαο ηε ζπκπεξηθνξά ηνπ Γεκήηξε Μπέξδε πξνο ηνπο πειάηεο
ηνπ. (15 μονάδες)
β2. Να βξείηε πέληε (5) ιέμεηο ζην θείκελν πνπ αλήθνπλ ζηε λαπηηθή νξνινγία. (10
μονάδες)
΢ΤΝΟΛΟ: 25 ΜΟΝΑΔΕ΢
14
γηνπιηδήο ή γηνιηδήο: (ηνπξθ. ιέμε) νδνηπόξνο αιιά θαη επηβάηεο πινίνπ
παζαπόξηη: δηαβαηήξην
16
εξείδσ: ζηεξίδσ, αθνπκπώ, ππνζηεξίδσ
15
Μάθημα: Νέα Ελληνική Λογοτεχνία
ΑΔΙΔΑΚΣΟ ΚΕΙΜΕΝΟ
ΣΑΚΗ΢ ΠΑΠΑΣ΢ΩΝΗ΢ (1895-1976)
If only1
Ω, αλ κόλν θάπνηε έξζεη ν θαηξόο,
ε κόλσζε πιεζίνλ κηαο παξαιίαο καθξηλήο
λα πιεξνί όια ηα θνβεξά θελά ηεο δσήο
θαη ησλ λπρηώλ ηεο, όινπο ηνπο αγώλεο
κε ην Άγλσζην θαη ην Μαύξν, — ηνύην κόλν
ζ’ αξθνύζε, όια λα ’ηαλ ιπκέλα
ηα κπζηήξηα η’ αγσληώδε.
Αλ κόλν ε ζέα νινζθέπαζηνπ νπξαλνύ
ηνπ θζηλνπώξνπ, πνπ δίλεη λέα δηαθάλεηα
ζηα βόηζαια ηεο ζαιάζζεο,
(εθείλε ηελ αλνηρηά πξάζηλε ησλ καηηώλ ηεο Νεξάηδαο)
έθζαλε λα θαιύςεη ηε δσή ζην ζύλνιό ηεο,
— εηνύην κόλν, ζα ’ηαλ θηόιαο επηπρία.
Όηαλ κηα ζνπ ζηηγκή,
άλζξσπε, πνπ ’ρεηο μεθύγεη ην πιέγκα ησλ ζνξύβσλ,
αηζζαλζείο άπινο πηα θαη θαηαζηαιαγκέλνο,
— ηνύην, αλ ήζνπλ βέβαηνο πσο ζα ’ηαλ θαη ην δηαξθέο·
πσο ζε κηαλ ώξα κέζα, ζην πιεπξό ζνπ
δελ ζα βξηζθόηαλ ε Σεηξήλα, λα ζνπ ηαξάμεη
ηε δηαθάλεηα ησλ βνηζάισλ, — θαη ηνύην κόλν
ζα ’ηαλ θηόιαο ε επηπρία.
Αιιά έξρεηαη ήδε ε θσλή ηεο, από Βνξξά, από Νόηνπ,
από Αλαηνιηθά θη’ από Γπζκώλ. Βνπάλε
όινη νη νξίδνληεο από δαύηε. Έξρεηαη νινύζε
κε ηελ νπζία ηεο βξνρήο ή ησλ αλέκσλ. Με ηνπο αθξνύο
ησλ θπκάησλ. Τν ζύκπαλ, θη’ ε ςπρή ηνπ αλζξώπνπ,
είλαη γεκάηα απ’ απηή ηε θσλή. Αο έξζεη. Γελ είλαη αθόκε
εξρόκελνο ν θαηξόο ηνπ Θαλάηνπ.
(Εκλογή Α'. Ursa Minor. Εκλογή Β' , Ίθαξνο, Αζήλα 1988)
ΕΡΩΣΗ΢ΕΙ΢
α
α1. Να ζρνιηάζεηε ηνλ ηίηιν ηνπ θεηκέλνπ ζε ζρέζε θαη κε ην πεξηερόκελό ηνπ
ηεθκεξηώλνληαο ηελ απάληεζή ζαο κε εθθξάζεηο ηνπ θεηκέλνπ. (15 μονάδες)
1
Αλ κόλν
α2. Να δηαθξίλεηε θαη λα αλαπηύμεηε ζπλνπηηθά ηηο πξνϋπνζέζεηο ηεο επηπρίαο, όπσο
παξνπζηάδνληαη ζηε δεύηεξε ζηξνθηθή ελόηεηα ηνπ πνηήκαηνο. (10 μονάδες)
΢ΤΝΟΛΟ: 25 ΜΟΝΑΔΕ΢
β
β1. Ο Τάθεο Παπαηζώλεο ρξεζηκνπνηεί ζην έξγν ηνπ κηθηή γιώζζα (δεκνηηθή θαη
ιόγηα). Να επαιεζεύζεηε ηελ άπνςε απηή εληνπίδνληαο ηξεηο (3) ιέμεηο ηεο
δεκνηηθήο θαη δύν (2) ηεο ιόγηαο γιώζζαο ζην πνίεκα. (10 μονάδες)
β2. Έλα από ηα ραξαθηεξηζηηθά ηεο γεληάο ηνπ Τάθε Παπαηζώλε είλαη όηη αληιεί
ζέκαηα από ηνπο αξραίνπο ειιεληθνύο κύζνπο. Να εληνπίζεηε ην κύζν πνπ
ρξεζηκνπνηεί ν πνηεηήο ζηελ ηξίηε ζηξνθηθή ελόηεηα (5 μονάδες) θαη λα ζρνιηάζεηε
ηε ιεηηνπξγία ηνπ ζην θείκελν. (10 μονάδες)
΢ΤΝΟΛΟ: 25 ΜΟΝΑΔΕ΢
Μάθημα: Νέα Ελληνική Λογοηεχνία
ΑΔΙΔΑΚΤΟ ΚΕΙΜΕΝΟ
ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΣ ΘΕΟΤΟΚΗΣ (1851-1911)
Αμάρηηζε;
Ήηαλε κηα δξνζεξή Απξηιηάηηθε απγή: ε απγή ηεο Λακπξήο. Ο ήιηνο δελ είρε
βγεη αθόκα, θη νη θακπάλεο ηεο Δθθιεζίαο ηνπ ρσξηνύ εζεκαίλαλ θαιώληαο ηνπο
πηζηνύο ζηε ιεηηνπξγία. Κ’ έκπαηλαλ απ’ όιεο ηεο πόξηεο νη αλζξώπνη, πνιινί ηε
θνξά, θαζαξνί, ραξνύκελνη, ληπκέλνη κε ξνύρα θαηλνύξγηα, θαη θαηόπη ν έλαο ζηνλ
άιιν, κε ηάμε θαη επιάβεηα επξνζθπλνύζαλ ηεο εηθόλεο θη εζηακάηαηλαλ απέθεη ζηε
κέζε ηεο εθθιεζηάο θαη έπαηξλαλ ζέζε ζηα ζηαζίδηα. Καη νη γπλαίθεο εξρόηαλ
κπνπινύθηα-κπνπινύθηα, κε ηηο άζπξεο κπόιηεο ηνπο ζην θεθάιη, κε ρξπζάθηα ζηα
ζηήζηα, ζεκλέο, επιαβεηηθέο, ζηνιηζκέλεο θαη έκελαλ όιεο καδί μερσξηζηά ζην βάζνο
ηεο εθθιεζηάο, πνπ δελ είρε γπλαηθίηε1.
Όινη επξόζκελαλ ηώξα λ’ αξρίζεη ε αθνινπζία.
Η ζύξα ηνπ ηεξνύ άλνημε, αθνύζηεθε έλαο κηθξόο ζάιαγνο αλζξώπσλ πνπ
θηληώληαη, ν παπάο απνηέιεησζε ηα κπζηηθά ηνπ, εζπκηάηηζε, εθνληόβεμε, έκεηλε κηα
ζηηγκή ζησπειόο θάλνληαο ην ζηαπξό ηνπ θαη αξρίλεζε κε ςηιή θσλή ηελ
ηεξνπξαμία. Όια ηα ρέξηα έθακαλ ηνπ ζηαπξνύ ην ζεκάδη.
Ήηαλ γέξνληαο ν ρξπζνθνξεκέλνο ιεηηνπξγόο∙ κηθξόο, κε κεγάια ιεπθά
γέληα, κε καθξπά καιιηά αζεκέληα θαη θείλα, ιηγλόο κε δάξεο ζην γεξαζκέλν κέησπό
ηνπ, κε γαιαλά κάηηα πνπ ηα γέξα θαη νη λεζηείεο ηα ’ραλ μεζσξηάζεη. Όιν ην ρσξίν
ηνλ εζεβόληαλ.
Με ηελ ςηιή ηνπ θσλή, πνπ νινέλα εγελόηνπλ ζηαζεξόηεξε, ν γέξνληαο
εδηάβαδε ςαιηά ηεο επθέο ηνπ, πνπ ηηο ήμεξε όιεο απ’ όμσ, θαη ε αθνινπζία
επξνρσξνύζε θαζώο πάληα, επίζεκε, θαηαλπρηηθή, κεγαιόπξεπε, θη ν θόζκνο, πνπ
θξαηνύζε αλακκέλεο ιακπάδεο ζηα ζηαπξσκέλα ηνπ ρέξηα, αθνθξαδόηαλ κε πίζηε
θαη από θαξδίαο εδεόηνπλ, ζα λα ’δηλε κεγαιύηεξε αμία ζηελ πξνζεπθή θαη ε κεγάιε
γηνξηή εθείλεο ηεο κέξαο.
Μα ν παπάο ήηαλ αλήζπρνο.
Τελ πξώηε θνξά πνπ επξόβαιε ζηε ζύξα γηα λα βινήζεη, ην ζβεζκέλν ηνπ
βιέκκα αλαδήηεζε θάπνηνλ κέζα ζην θόζκν, θαη κε ρηππνθάξδη μεηαζηηθά εθνίηαμε
έλα γέξνληα πνπ εζηεθόηνπλ ζηελ πξώηε γξακκή, θαη πνπ εθαηλόηνπλ ζπγρπζκέλνο
θαη εθείλνο, γηαηί δελ έκλεζθε όπσο ν άιινο θόζκνο αθίλεηνο θαη δελ επξνζεπθόηαλ
κε επιάβεηα. Καη είπελ ν παπάο κε ην λνπ ηνπ : «Δδώ ζα ’λαη θαη εθείλε». Μα ην
βιέκκα ηνπ δελ έιαβε θαηξό λα ηελ εύξεη αλάκεζα ζηηο γπλαίθεο.
Κη εγηόκηδαλ ηώξα ηελ εθθιεζία νη ύκλνη πνπ ηνπο έςαιιαλ θαιόθσλνη
ςάιηεο, θαη ε επσδία ηνπ ιηβαληνύ, θαη ζηελ ηξεκάκελε δέεζε ηνπ ηεξέα
απνθξηλόηνπλ ζα κ’ έλα ζηόκα ε βνή ηνπ ιανύ, πνπ κε πίζηε ζεξκή εδεηνύζε από ηα
ππεξθόζκεηα ην έιενο, θ’ ήζειε λ’ αλεβάζεη ηε δέεζε ηνπ σο ηνπ Θενύ ην ζξόλν,
πνζώληαο λα ππνηάμεη ηα ζηνηρεία θαη λα ιηγώζεη ηε ζέιεζε ηεο παληνδπλακίαο.
Ο παπάο εδηάβαδε πάληα πόηε κε ρακειή θσλή ςηζπξηζηά, πόηε κεγαιόθσλα
θαη ςάιινληαο, κα από ζηηγκή ζε ζηηγκή ε ζηελνρώξηα ηνπ αύμαηλε θαη κεραληθά
κόλν εδηάβαδε ηα άγηα ηα ξήκαηα ηεο ζπζίαο∙ άιια εδεόηνπλ ε θαξδία ηνπ ζηνλ
1
γπλαηθίηεο: γπλαηθσλίηεο
νπξάληνλ παηέξα, άιιεο έγλνηεο ηνπ αλεζπρνύζαλ ην λνπ. Τνπ ήηαλ κειιάκελν λα
ακαξηήζεη;
Δθεί ήηαλ θ’ εθείλε. Τελ είρε μαγλαληήζεη, όηαλ εζπκηάηηζε ην πιήζνο ζαλ
θξπκκέλε αλάκεζα ζηηο γπλαίθεο. Η ηαξαρή ηεο, ν θόβνο ηεο, ε ζπγθίλεζή ηεο, ήηαλ
δσγξαθηζκέλε απάλσ ζην όκνξθν ην πξόζσπν ηεο λέαο. Ω, ε δύζηπρε, νύηε απηή δελ
έθηαηγε. Τν ’ρε απαηηήζεη ν παηέξαο ηεο, ν γέξνληαο πνπ εζηεθόηαλ νξζόο ζηελ
πξώηε γξακκή θαη πνπ δελ επξνζεπθόηνπλ. Πώο είρε θιάςεη πξνρηέο ζηελ
μεκνιόεζή ηεο, όηαλ ζπληξηκκέλε θαξδηά ηνπ ’ρε καξηπξήζεη ηελ άηπρε θαη
απειπηζκέλε αγάπε ηεο, ην κεγάιν ηεο ην θηαίζκα, κ’ έλαλ άληξα παληξεκέλνλ.
Δθείλε πνηέ δελ ζα ηνικνύζε λα δεηήζεη ηα ζεία δώξα, κα ν παηέξαο ηεο ηελ
ππνρξέσζε, ν παηέξαο ηεο ήζειε βεβαίσζε, ήζειε ή λα ’λαη πεξήθαλνο γηα ηε
ζπγαηέξα ηνπ ή λα μεπιύλεη ηελ ληξνπή ηνπ ζην αίκα! Τη ζα ’θαλε ε δύζηπρε; Καη
πόζν είρε ζπγρπζηεί ν παπάο αθνύνληάο ηελ! Γηαηί ηνλ είρε αθήζεη ν ζεόο λα δήζεη
θαη ζηα ύζηεξά ηνπ ρξόληα ηνλ έξηρλε ζε ηέηνηα ζηελαρώξηα; Γηαηί δελ εζπιαρληδόηαλ
ηνλ θόζκν ηνπ, παξά ηνλ άθελε λα ακαξηαίλεη θαη δελ εδέζκεπε νιόηεια ηε δύλακε
ηνπ πεηξαζκνύ;
Καη ε ιεηηνπξγία επξνρσξνύζε: κε ην βαζηιέα ηνπ θόζκνπ ζηα ρέξηα αλάκεζα
ζε δύν ιακπάδεο, εβγήθε ζην πξεζβπηέξην θ’ εζηάζεθε κπξνο ζην πιήζνο. Άθξα
ζησπή εβαζίιεπε, γηαηί θαλέλαο δελ εζάιεπε. Ψηιόθσλα εδεήζεθε γηα ηνλ θόζκν, κηα
αλαηξηρίια εδηάβεθε απ’ όια ηα θνξκηά θαη ην «Κύξηε, ειέεζνλ», πνπ εβγήθε απ’ όια
ηα ρείιε, έβγαηλε από ηα βαζύηαηα ηνπ είλαη, από θνβηζκέλεο θαξδηέο πνπ ηηο
εηαπείλσλε εθείλελ ηελ ζηηγκή ν ηξόκνο ηεο αδπλακίαο ηνπο. Μα ν γέξνληαο δελ είρε
ζα πάληα θαηεβαζκέλν ην βιέθαξν. Τν ζβεζκέλν ηνπ βιέκκα εθνίηαδε ζην βάζνο
ηεο εθθιεζηάο, όπνπ ήηαλ νη γπλαίθεο, ζα λα ’ζειε λα αληακώζεη ηε καηηά ηεο θαη λα
ηεο ζπζηήζεη όηη ηεο είρε παξαγγείιεη πξνρηέο ζηελ εμνκνιόγεζε.
Γελ εκπνξνύζε, ηεο είρε εηπεί, λα ηελ θνηλσλήζεη. Όρη, ηέηνηαλ ακαξηία δελ
ηελ ρσξνύζε ν λνπο ηνπ. Αο κελ εξρόηνπλ θαιύηεξα ηε Λακπξή ζηελ εθθιεζία, αο
εύξηζθε κηα πξόθαζε, όπνηαλ ήζειε, αο έθαλε ηελ άξξσζηε. Μα, αλ πάιη δελ
εκπνξνύζε λα θάκεη αιιηώο θη αλ έπξεπε λα παξνπζηαζηεί γηα λα θνηλσλήζεη, αο
εξρόηνπλ αλάκεζα ζηηο άιιεο γπλαίθεο, θη απηόο ζθήκα κόλν ζα ’θαλε πσο ηεο
κεηαδίλεη ηε ζάξθα θαη ην αίκα ηνπ Σσηήξα. Όρη, δελ ζα ηελ θνηλσλνύζε∙ απηήλ ηελ
ακαξηία δελ ηε ρσξνύζε ν λνπο ηνπ.
Καη ε ιεηηνπξγία επξνρσξνύζε. Δίρε δηαβάζεη θηόιαο ην Βαγγέιην θαη
βηαζηηθά εςαικνύδηδε ηώξα ηνπο επίινηπνπο ύκλνπο∙ θη όιν ε θαξδηά ηνπ
εζηελνρσξηόηνπλ πεξζόηεξν. Θα ’ζειε ν Θεόο λα θάκεη ηελ ακαξηία; Ή ζ’ άθελε λα
ρπζεί εμαηηίαο ηνπ αίκα ζην ρσξηό ηνπ, λα θιάςεη θόζκνο θαη λα ραίξεηαη ν
πεηξαζκόο ζηελ άβπζζν; Ναη εθνβόηνπλ ηώξα ν παπάο πσο δε ζα πεηύραηλε εθείλν
πνπ ’ρε ζπκθσλήζεη. Έβιεπε πσο όζν ε ώξα ηεο θνηλσλίαο εζίκσλε, ηόζν πεξζόηεξν
αλεζπρνύζε ν παηέξαο, πνπ ίζσο ζα ’ζειε λα ηδεί κε ηα κάηηα ηνπ ηελ θόξε ηνπ λα
θνηλσλάεη, γηα λα ιάβεη απόιπηε βεβαίσζε.
Κ’ ε ιεηηνπξγία ήηαλ ηώξα πξνο ην ηέινο. Δίραλ εηπεί ην «Πηζηεύσ» θαη ην
«Πάηεξ εκώλ», νη ςάιηεο έςαιαλ ην θνηλσληθό, θη ν ηηκεκέλνο γέξνληαο
ρξπζνθνξεκέλνο επξόβαιε ζηε κεζηλή ζύξα θαιώληαο ηνπο πηζηνύο λα κεηαιάβνπλ.
Τα ρέξηα ηνπ έηξεκαλ, ζαλ λα ήηαλ πάξα βαξύ η’ αζεκέλην πνηήξη. Τεο έξημε κηα
καηηά θη άξρηζε λα θνηλσλάεη ηνλ θόζκν, πνπ θαηά ην ζπλήζεην ήηαλ πνιύο απηή ηελ
εκέξα. Κ’ εθνηλσλνύζαλ πξώηνη νη γέξνληεο, πνπ έζηξεθαλ πξώηα πξνο ην ιαό
δεηώληαο ζπρώξεζε, θαη θαηόπη νη επίινηπνη νη άληξεο θαη ηέινο νη γπλαίθεο. Καη
αλάκεζό ηνπο ήηαλ θ’ εθείλε. Κάζε ηόζν ν παπάο ηελ εθνίηαδε. Μα έβιεπε θηόιαο
πσο θαη ν γέξνληαο παηέξαο όιν αλεζπρνύζε πεξζόηεξν, βιέπνληαο λα αθήλεη λα
δηαβαίλνπλ άιιεο κπξνζηά ηεο, ηνλ είδε λα παξαηεξεί πξνζερηηθόο ηελ θόξε ηνπ θαη
λα δπγώλεη ζηκά ηεο. Κη απηή σρξή ηόηεο κε δεηιό βήκα θαη ζαλ αιαιηαζκέλε, έβαιε
ην πόδη ηεο ζην πξώην ζθαιί. Ο παηέξαο ζηκά ηεο ηελ εθνίηαδε. Καη κε αλαγάιιηαζή
ηνπ είδε ηνλ άγην γέξνληα λα ηεο βάδεη αηάξαρνο ηώξα, ηε ιαβίδα κε ηελ θνηλσλία
ζην ζηόκα, ελώ κε ηελ ςηιή ηνπ θσλή επξόθεξλε ηα ηππηθά:
«-Δηο άθεζηλ ακαξηηώλ θαη εηο δσήλ αηώληνλ».
Κορυιάτικες Ιστορίες, 1935
ΕΡΩΤΗΣΕΙΣ
α
α1. Να απνδώζεηε ζπλνπηηθά (ζε κία παξάγξαθν) ην πεξηερόκελν ηνπ θεηκέλνπ. (15
μονάδες)
α2. Να ζρνιηάζεηε ηνλ ηίηιν ζε ζρέζε κε ην δίιεκκα πνπ αληηκεησπίδεη ην θεληξηθό
πξόζσπν ηεο αθήγεζεο. (5 μονάδες) Να δώζεηε ηε δηθή ζαο απάληεζε ζην εξώηεκα
ηνπ ηίηινπ. (5 μονάδες)
ΣΥΝΟΛΟ: 25 ΜΟΝΑΔΕΣ
β
β1. Ο Κσλζηαληίλνο Θενηόθεο ζεσξείηαη γλήζηνο εθπξόζσπνο ηνπ θνηλσληθνύ
ξεαιηζκνύ πνπ έρεη σο θύξην ραξαθηεξηζηηθό ηνπ ηελ θξηηηθή ζηάζε απέλαληη ζηελ
θνηλσλία. Να επαιεζεύζεηε ηελ άπνςε απηή κε βάζε ηηο παξαγξάθνπο: «Δθεί ήηαλ
θ’ εθείλε… ηε δύλακε ηνπ πεηξαζκνύ;» θαη «Καη ε ιεηηνπξγία επξνρσξνύζε… γηα
λα ιάβεη απόιπηε βεβαίσζε». (15 μονάδες)
β2. Να βξείηε πέληε (5) ιέμεηο-θξάζεηο ζην θείκελν πνπ εληάζζνληαη ζηε
ζξεζθεπηηθή-εθθιεζηαζηηθή γιώζζα. (10 μονάδες)
ΣΥΝΟΛΟ: 25 ΜΟΝΑΔΕΣ
Μάθημα: Νέα Ελληνική Λογοτεχνία
ΑΔΙΔΑΚΤΟ ΚΕΙΜΕΝΟ
ΚΩΣΤΑΣ ΚΑΡΥΩΤΑΚΗΣ (1896-1928)
Κυριακή
O ήλιος ψηλότερα θ' ανέβει
σήμερα που 'ναι Kυριακή.
Φυσάει το αγέρι και σαλεύει
μια θημωνιά στο λόφο εκεί.
Tα γιορτινά θα βάλουν, κι όλοι
θα 'χουν ανάλαφρη καρδιά:
κοίτα στο δρόμο τα παιδιά,
κοίταξε τ' άνθη στο περβόλι.
Tώρα καμπάνες που χτυπάνε
είναι ο Θεός αληθινός.
Πέρα τα σύννεφα σκορπάνε
και μεγαλώνει ο ουρανός.
Άσε τον κόσμο στη χαρά του
κι έλα, ψυχή μου, να σου πω,
σαν τραγουδάκι χαρωπό,
ένα τραγούδι του θανάτου.
1924
ΕΡΩΤΗΣΕΙΣ
α
α1. Να εντοπίσετε τρεις αναφορές στο φυσικό περιβάλλον και να τις συσχετίσετε με
τα συναισθήματα που απηχούν στο ποίημα. (10 μονάδες)
α2. Γιατί, κατά τη γνώμη σας, το ποίημα περιγράφει μια κυριακάτικη μέρα; Πώς
νιώθει τότε ο κόσμος και πώς διαφοροποιείται το ποιητικό υποκείμενο; (15 μονάδες)
ΣΥΝΟΛΟ: 25 ΜΟΝΑΔΕΣ
β
β1. Να βρείτε μια αντίθεση και να την εξηγήσετε με συντομία. (10 μονάδες)
β2 Να σχολιάσετε τη χρήση του δευτέρου προσώπου στην τελευταία στροφή. Σε
ποιον πιστεύετε ότι απευθύνεται το ποιητικό υποκείμενο; (15 Μονάδες)
ΣΥΝΟΛΟ: 25 ΜΟΝΑΔΕΣ
Μάθημα: Νέα Ελληνική Λογοτεχνία
ΑΔΙΔΑΚΤΟ ΚΕΙΜΕΝΟ
ΚΩΣΤΑΣ ΚΑΡΥΩΤΑΚΗΣ (1896-1928)
O Mιχαλιός
Tο Mιχαλιό τον πήρανε στρατιώτη.
Kαμαρωτά ξεκίνησε κι ωραία
με το Mαρή και με τον Παναγιώτη.
Δε μπόρεσε να μάθει καν το «επ' ώμου».
Όλο εμουρμούριζε: «Kυρ Δεκανέα,
άσε με να γυρίσω στο χωριό μου».
Tον άλλο χρόνο, στο νοσοκομείο,
αμίλητος τον ουρανό κοιτούσε.
Eκάρφωνε πέρα, σ' ένα σημείο,
το βλέμμα του νοσταλγικό και πράο,
σα να 'λεγε, σα να παρακαλούσε:
«Aφήστε με στο σπίτι μου να πάω».
Kι ο Mιχαλιός επέθανε στρατιώτης.
Tον ξεπροβόδισαν κάτι φαντάροι,
μαζί τους ο Mαρής κι ο Παναγιώτης.
Aπάνω του σκεπάστηκεν ο λάκκος,
μα του άφησαν απέξω το ποδάρι:
Ήταν λίγο μακρύς ο φουκαράκος.
Ελεγεία και Σάτιρες, 1927
ΕΡΩΤΗΣΕΙΣ
α
α1. Η «φωνή» του Μιχαλιού ακούγεται δύο φορές στο ποίημα. Ποια επιθυμία
εκφράζει στους στίχους αυτούς; Να τη σχολιάσετε με συντομία. (10 μονάδες)
α2. Τι περιγράφεται στην τελευταία στροφή του ποιήματος; Τι σας κάνει εντύπωση
και γιατί από τη σκηνή αυτή; (15 μονάδες)
ΣΥΝΟΛΟ: 25 ΜΟΝΑΔΕΣ
β
β1. Να περιγράψετε την εικόνα της δεύτερης στροφής και να τη συσχετίσετε με τη
ψυχική διάθεση του Μιχαλιού. (10 μονάδες)
β2. Να εντοπίσετε δύο λέξεις από κάθε στροφή, οι οποίες περιγράφουν την
κατάσταση στην οποία βρίσκεται κάθε φορά ο Μιχαλιός. Ποια από αυτές πιστεύετε
ότι συμπυκνώνει την πορεία του βίου του και γιατί; (15 Μονάδες)
ΣΥΝΟΛΟ: 25 ΜΟΝΑΔΕΣ
Μάθημα: Νέα Ελληνική Λογοτεχνία
ΑΔΙΔΑΚΤΟ ΚΕΙΜΕΝΟ
ΚΩΣΤΑΣ ΟΥΡΑΝΗΣ (1890-1953)
Η αγάπη
Α! Τι ωφελεί να καρτεράς όρθιος στην πόρτα του σπιτιού
και με τα μάτια στους νεκρούς τους δρόμους στυλωμένα·
αν είναι να ’ρθει, θε να ᾿ρθεί, δίχως να νιώσεις από πού,
και πίσω σου πλησιάζοντας με βήματα σβησμένα.
Θε να σου κλείσει απαλά, με τ᾿ άσπρα χέρια της τα δυο,
τα μάτια που κουράστηκαν στους δρόμους να κοιτάνε,
κι όταν γελώντας να της πεις θα σε ρωτήσει: «ποια είμ᾿ εγώ;»
απ᾿ της καρδιάς το σκίρτημα θα καταλάβεις ποια ’ναι.
Δεν ωφελεί να καρτεράς... Αν είναι να ’ρθει, θε να ’ρθεί.
Κλειστά όλα να ’ναι, θα τη δεις άξαφνα μπρός σου να βρεθεί
κι ανοίγοντας τα μπράτσα της πρώτη θα σ᾿ αγκαλιάσει.
Ειδέ1, κι αν έχεις φωτεινό, το σπίτι για να τη δεχθείς,
και σαν φανεί τρέξεις σ᾿ αυτήν, κι εμπρός στα πόδια της συρθείς,
αν είναι να ’ρθει, θε να ’ρθεί - αλλιώς θα προσπεράσει.
Αποδημίες, 1953
ΕΡΩΤΗΣΕΙΣ
α
α1. Να περιγράψετε τα στάδια εμφάνισης της αγάπης στο ποίημα. (10 μονάδες)
α2. Να αποδώσετε σε μια παράγραφο 50 περίπου λέξεων το νόημα του ποιήματος,
δίνοντας έμφαση στη στάση του ποιητικού υποκειμένου απέναντι στην αγάπη. (15
μονάδες)
ΣΥΝΟΛΟ: 25 ΜΟΝΑΔΕΣ
β
β1. Να εντοπίσετε τις επαναλήψεις του ποιήματος και να σχολιάσετε τη λειτουργία
τους. (10 μονάδες)
β2. Να αιτιολογήσετε τη χρήση των εισαγωγικών και του α΄ ενικού προσώπου στον
έβδομο στίχο. (15 Μονάδες)
ΣΥΝΟΛΟ: 25 ΜΟΝΑΔΕΣ
1
Ειδέ: διαφορετικά, αλλιώς
Μάθημα: Νέα Ελληνική Λογοτεχνία
ΑΔΙΔΑΚΤΟ ΚΕΙΜΕΝΟ
ΚΩΣΤΑΣ ΟΥΡΑΝΗΣ (1890-1953)
Η αγάπη
Α! Τι ωφελεί να καρτεράς όρθιος στην πόρτα του σπιτιού
και με τα μάτια στους νεκρούς τους δρόμους στυλωμένα·
αν είναι να ’ρθει, θε να ᾿ρθεί, δίχως να νιώσεις από πού,
και πίσω σου πλησιάζοντας με βήματα σβησμένα.
Θε να σου κλείσει απαλά, με τ᾿ άσπρα χέρια της τα δυο,
τα μάτια που κουράστηκαν στους δρόμους να κοιτάνε,
κι όταν γελώντας να της πεις θα σε ρωτήσει: «ποια είμ᾿ εγώ;»
απ᾿ της καρδιάς το σκίρτημα θα καταλάβεις ποια ’ναι.
Δεν ωφελεί να καρτεράς... Αν είναι να ’ρθει, θε να ’ρθεί.
Κλειστά όλα να ’ναι, θα τη δεις άξαφνα μπρός σου να βρεθεί
κι ανοίγοντας τα μπράτσα της πρώτη θα σ᾿ αγκαλιάσει.
Ειδέ1, κι αν έχεις φωτεινό, το σπίτι για να τη δεχθείς,
και σαν φανεί τρέξεις σ᾿ αυτήν, κι εμπρός στα πόδια της συρθείς,
αν είναι να ’ρθει, θε να ’ρθεί - αλλιώς θα προσπεράσει.
Αποδημίες, 1953
ΕΡΩΤΗΣΕΙΣ
α
α1. Να περιγράψετε τα στάδια εμφάνισης της αγάπης στο ποίημα. (10 μονάδες)
α2. Να αποδώσετε σε μια παράγραφο 50 περίπου λέξεων το νόημα του ποιήματος,
δίνοντας έμφαση στη στάση του ποιητικού υποκειμένου απέναντι στην αγάπη. (15
μονάδες)
ΣΥΝΟΛΟ: 25 ΜΟΝΑΔΕΣ
β
β1. Να εντοπίσετε τις επαναλήψεις του ποιήματος και να σχολιάσετε τη λειτουργία
τους. (10 μονάδες)
β2. Να αιτιολογήσετε τη χρήση των εισαγωγικών και του α΄ ενικού προσώπου στον
έβδομο στίχο. (15 Μονάδες)
ΣΥΝΟΛΟ: 25 ΜΟΝΑΔΕΣ
1
Ειδέ: διαφορετικά, αλλιώς
Μάθημα: Νέα Ελληνική Λογοτεχνία
ΑΔΙΔΑΚΤΟ ΚΕΙΜΕΝΟ
ΚΩΣΤΑΣ ΟΥΡΑΝΗΣ (1890-1953)
Της αγάπης
Να ’ξερες πώς λαχτάριζα τον ερχομό σου, Αγάπη
που ίσαμε τα σήμερα δε σ᾿ έχω νιώσει ακόμα,
μα που ένστικτα το είναι μου σ᾿ αναζητούσεν, όπως
τη γόνιμη άξαφνη βροχή το στεγνωμένο χώμα!
Πόσες φορές αλίμονο! δε γιόρτασα, θαρρώντας
πως επιτέλους έφτασες, Εσύ πού ’χες αργήσει:
Σα μυγδαλιά, που ηλιόλουστες ημέρες του χειμώνα
τη ξεγελάνε, βιάζονταν κι εμέ η ψυχή ν᾿ ανθίσει.
Μα δεν ερχόσουνα ποτές και μέρα με τη μέρα,
τ᾿ άνθια σωριάζονταν στη γης από τον κρύο αγέρα
κι είναι η ψυχή μου πιο γυμνή παρά προτού ν᾿ ανθίσει
και σήμερα, που η Νιότη μου γέρνει αργά στή δύση,
του ερχομού σου σβήνεται κι η τελευταία ελπίδα:
-Φοβάμαι πως επέρασες, Αγάπη και δεν σ᾿ είδα!...
ΕΡΩΤΗΣΕΙΣ
α
α1. Να αποδώσετε το νόημα του κειμένου σε μια παράγραφο 50 περίπου λέξεων. (10
μονάδες)
α2. Ποια στοιχεία από τη φύση χρησιμοποιεί ο ποιητής για να εκφράσει τη ψυχική
του διάθεση; (15 μονάδες)
ΣΥΝΟΛΟ: 25 ΜΟΝΑΔΕΣ
β
β1. Γιατί, πιστεύετε, ότι οι λέξεις «Αγάπη» και «Νιότη» γράφονται με κεφαλαίο
αρχικό γράμμα; (10 μονάδες)
β2. Να εντοπίσετε πέντε λέξεις ή φράσεις που δηλώνουν το χρόνο (10 μονάδες) και
να σχολιάσετε τη λειτουργία τους.
ΣΥΝΟΛΟ: 25 ΜΟΝΑΔΕΣ
Μάθημα: Νέα Ελληνική Λογοτεχνία
ΑΔΙΔΑΚΤΟ ΚΕΙΜΕΝΟ
Μαρία Πολυδούρη (1902-1930)
Όνειρο
Άνθη μάζευα για σένα
στο βουνό που τριγυρνούσα.
Χίλια αγκάθια το καθένα
κι᾿ όπως τάσφιγγα πονούσα.
Να περάσης καρτερούσα
στο βορηά τον παγωμένο
και το δώρο μου κρατούσα
με λαχτάρα φυλαγμένο
στη θερμή την αγκαλιά μου.
Όλο κοίταζα στα μάκρη.
Η λαχτάρα στην καρδιά μου
και στα μάτια μου το δάκρι.
Μέσ᾿ στον πόθο μου δεν είδα
μαύρη η Νύχτα να σιμώνη
κ᾿ έκλαψα χωρίς ελπίδα
που δε στάχα φέρει μόνη.
Ανέκδοτα Ποιήματα, 1920
ΕΡΩΤΗΣΕΙΣ
α
α1. «Χίλια αγκάθια το καθένα / κι᾿ όπως τάσφιγγα πονούσα»: Να σχολιάσετε τους
στίχους σχετίζοντάς τους με τη συναισθηματική κατάσταση του ποιητικού
υποκειμένου. (10 μονάδες)
α2. Τι ελπίζει αρχικά το ποιητικό υποκείμενο; Πραγματοποιείται τελικά αυτή η
επιθυμία; Να αιτιολογήσετε την απάντησή σας παραπέμποντας σε λέξεις ή στίχους
του ποιήματος. (15 μονάδες)
ΣΥΝΟΛΟ: 25 ΜΟΝΑΔΕΣ
β
β1. Ανάμεσα στον έκτο και τον ένατο στίχο υπάρχει μια αντίθεση. Να την εντοπίσετε
και να εξηγήσετε ποια είναι, κατά τη γνώμη σας, η σημασία της. (10 μονάδες)
β2. Ένα χαρακτηριστικό της ποίησης της Πολυδούρη είναι η συχνή χρήση του β΄
προσώπου. Να εντοπίσετε τις αναφορές στο β΄ ενικό πρόσωπο. (5 μονάδες) Γιατί,
κατά τη γνώμη σας, το χρησιμοποιεί η ποιήτρια; (10 Μονάδες)
ΣΥΝΟΛΟ: 25 ΜΟΝΑΔΕΣ
Μάθημα: Νέα Ελληνική Λογοτεχνία
ΑΔΙΔΑΚΤΟ ΚΕΙΜΕΝΟ
ΓΙΑΝΝΗΣ ΡΙΤΣΟΣ (1909-1990)
Αναγέννηση
Κανείς δε νοιάστηκε τον κήπο, χρόνια τώρα. Ωστόσο
εφέτος – Μάης, Ιούνης – άνθισε από μόνος του και πάλι,
λαμπάδιασε όλος ως τα κάγκελα, – χίλια τριαντάφυλλα,
χίλια γαρύφαλλα, χίλια γεράνια, χίλια μοσχομπίζελα –
μενεξελί, πορτοκαλί, πράσινο, κόκκινο και κίτρινο,
χρώματα – χρώματα-φτερά˙ – τόσο που πρόβαλε ξανά η γυναίκα
με το παλιό της ποτιστήρι να ποτίσει – ωραία και πάλι,
γαλήνια, με μια αόριστη καλή πεποίθηση. Κι ο κήπος
την έκρυψε ως τους ώμους, την αγκάλιασε, την κέρδισε όλη
τη σήκωσε στα χέρια του. Κι είδαμε τότε, μέρα μεσημέρι,
που ο κήπος κι η γυναίκα με το ποτιστήρι αναλήφθηκαν 1 –
κι όπως κοιτούσαμε ψηλά, κάτι σταγόνες απ’ αυτό το ποτιστήρι
έπεσαν ήσυχα στα μάγουλά μας, στο πιγούνι μας, στα χείλη.
Πέτρες, Επαναλήψεις, Κιγκλίδωμα, 1972
ΕΡΩΤΗΣΕΙΣ
α
Να σχολιάσετε σε μία παράγραφο πώς σχετίζεται, κατά τη γνώμη σας, ο τίτλος με το
περιεχόμενο του ποιήματος. (25 μονάδες)
ΣΥΝΟΛΟ: 25 ΜΟΝΑΔΕΣ
β
β1. «Πρόκειται για μια ποίηση η οποία επιλέγει να μιλήσει ήσυχα κι απλά για την
πραγματικότητα χρησιμοποιώντας τα υλικά της.» Να εντοπίσετε στοιχεία του
ποιήματος που επιβεβαιώνουν την παραπάνω άποψη για την ποίηση του Γ. Ρίτσου.
(10 μονάδες)
β2 Να εντοπίσετε τη σχετική με τον κήπο προσωποποίηση (7 μονάδες) και τα
ρήματα που περιγράφουν τη συμπεριφορά του κήπου απέναντι στη γυναίκα. (8
Μονάδες)
ΣΥΝΟΛΟ: 25 ΜΟΝΑΔΕΣ
1
αναλήφθηκαν: ανέβηκαν στον ουρανό
Μάθημα: Νέα Ελληνική Λογοτεχνία
ΑΔΙΔΑΚΤΟ ΚΕΙΜΕΝΟ
ΡΩΜΟΣ ΦΙΛΥΡΑΣ (1888-1942)
Δεν έφθασα ψηλά
Με τα λειψά μου τα φτερά, αχ δεν ανέβηκα ψηλά,
δεν έζησα πλατιά, γοερά1, δεν έκραξα στ᾽ αστέρια,
δεν πέταξα σ᾽ άλληνε γη, δεν άκουσα να μου μιλά
κάποιο πουλί που φώναζε σ᾽ ουρανικά λημέρια.
Δεν έκρουσα την άρπα μου σ᾽ ουράνιους σκοπούς,
δε ρύθμισα το στίχο μου σε νότα μαγεμένη
και δεν απόσταξα χυμούς από καρπούς κι οπούς2
που3 σύνθεση πρωτόφαντη να φτιάξω ονειρεμένη.
18-1-1940 (δημ. 1974)
ΕΡΩΤΗΣΕΙΣ
α
α1. Στο ποίημα υπάρχουν πολλές αρνήσεις που συνδέονται με απραγματοποίητα
όνειρα. Να εντοπίσετε τις εκφράσεις του κειμένου που αναφέρονται σ’ αυτά τα
απραγματοποίητα όνειρα. (10 μονάδες)
α2. Σε ποια σημεία του ποιήματος φαίνεται ο συσχετισμός της ποίησης με τη
μουσική; (15 μονάδες)
ΣΥΝΟΛΟ: 25 ΜΟΝΑΔΕΣ
β
«…Υπάρχει μια γεύση πίκρας και απογοήτευσης, μια θλίψη για τα χαμένα ιδανικά.»
Πιστεύετε ότι η παραπάνω γενική κρίση για την ποίηση του Φιλύρα επιβεβαιώνεται
στο συγκεκριμένο ποίημα; Να αιτιολογήσετε την απάντησή σας αξιοποιώντας
στοιχεία του κειμένου. (25 μονάδες)
ΣΥΝΟΛΟ: 25 ΜΟΝΑΔΕΣ
1
γοερά: θρηνώντας
οπούς: χυμούς
3
που: έτσι ώστε
2
Μάθημα: Νέα Ελληνική Λογοτεχνία
ΑΔΙΔΑΚΤΟ ΚΕΙΜΕΝΟ
ΡΩΜΟΣ ΦΙΛΥΡΑΣ (1888-1942)
Στον Έρωτα
Τι σε ξυπνάει απ´το βαρύ σου λήθαργο,
που ζώνει1 σε ως τα τώρα απ´το χειμώνα;
Ποιο φως, ποιο μάγι εγήτεψε2 τη νάρκη σου
κι αρχίζεις πάλιν τον ωραίον αγώνα;
Όλα τριγύρω ελάμψανε στην άνοιξη,
θάλασσες, ουρανοί, ρόδα και κρίνα…
Χαίρε κι Εσύ που μου ήρθες, γλυκοξύπνητε,
να χύσεις τη δική σου την αχτίνα…
Απρίλιος 1908
ΕΡΩΤΗΣΕΙΣ
α
α1. Στο ποίημα γίνεται αναφορά σε δύο εποχές του χρόνου. Ποιες είναι αυτές και τι
αντιπροσωπεύει η καθεμία; (10 μονάδες)
α2. Σε ποιον απευθύνεται το ποιητικό υποκείμενο όταν χρησιμοποιεί το β΄ ενικό
πρόσωπο; Να αιτιολογήσετε με συντομία την απάντησή σας. (15 μονάδες)
ΣΥΝΟΛΟ: 25 ΜΟΝΑΔΕΣ
β
Να εντοπίσετε τις λέξεις που παραπέμπουν στον ύπνο και την αφύπνιση (10 μονάδες)
και να σχολιάσετε την αντίθεση που δηλώνουν στο ποίημα. (15 μονάδες)
ΣΥΝΟΛΟ: 25 ΜΟΝΑΔΕΣ
1
2
ζώνω: περισφίγγω, περικυκλώνω
γητεύω: μαγεύω, γοητεύω
Μάθημα: Νέα Ελληνική Λογοτεχνία
ΑΔΙΔΑΚΤΟ ΚΕΙΜΕΝΟ
΄
ΓΙΩΡΓΟΣ ΘΕΟΤΟΚΑΣ (1905- 1966)
Λεωνής (απόσπασμα)
Μερικές φορές που είχανε βρεθεί ανακατωμένοι στο ίδιο παιχνίδι, ο Λεωνής χαιρότανε να
νιώθει πως έπαιζαν μαζί, μα απόφευγε να βρίσκεται κοντά του. Νόμιζε πάντα πως ο Παύλος
Πρώιος τον περιφρονούσε κι αυτό τον στενοχωρούσε πολύ. Εκείνη τη μέρα η διαγωγή του Παύλου
Πρώιου με το κορίτσι τού έκαμε μεγάλη εντύπωση, δεν το περίμενε να τον συναντήσει σε μια
τέτοια στάση. Ωστόσο, αυτό που συνέβαινε δεν ήτανε τίποτα άσκημο. Συλλογίστηκε κιόλας πως
δεν είτανε δυνατό ο Παύλος Πρώιος να κάμει κάτι άσκημο. Ύστερα όμως άρχισε και ζήλευε κι
είτανε κατακόκκινος και χτυπούσε η καρδιά του από τη ζήλεια. Ζήλευε τον Παύλο Πρώιο επειδή
είχε θάρρος να κάνει αυτά τα πράματα με το κορίτσι, ενώ αυτός ένιωθε πως δεν θα τολμούσε. Και
ζήλευε συνάμα και το κορίτσι επειδή ήτανε με τον Παύλο Πρώιο και ο Παύλος Πρώιος το
αγαπούσε. Ο Δήμης, ξαπλωμένος στο χώμα δίπλα του, ψιθύρισε σχολιάζοντας το ζευγάρι: «κόρτε».
Ύστερα, μια Κυριακή απόγεμα, ο Πάρης έφερε στον Κήπο την αδελφή του, που ποτέ δεν
ερχότανε μαζί του, και πρότεινε του Λεωνή, αν ήθελε, να περπατήσουνε οι τρεις και να μην
ανακατωθούνε στα παιχνίδια γιατί η αδελφή του δεν τα αγαπούσε. Περπατήσανε λοιπόν όλο το
απόγεμα χωρίς να σταματήσουν, πήγανε παντού, δεν άφησαν καμιά γωνιά του Κήπου χωρίς να την
επισκεφτούν. Ήτανε πολύ ωραία εκείνη την Κυριακή και λιγάκι λυπητερά. Ήτανε ζέστη, μα όχι
κουραστική, μια μεγάλη γλύκα ήτανε χυμένη παντού. Ο αέρας ήταν ανάλαφρος, δροσερός, ευωδιασμένος. Η μουσική έπαιζε ολοένα. Έπαιζε όπως πάντα, κι όλα τα πράματα ήτανε όπως πάντα, κι
ωστόσο είχανε πάρει ένα ύφος αλλιώτικο. Ήταν περίεργο να παρατηρείς τον κόσμο που τριγύριζε
ήσυχα-ήσυχα στους περιπάτους, και τα παιδιά που έπαιζαν ή μαζευόντανε γύρω στις χαβούζες και
πετούσαν ψωμάκια στα κόκκινα ψάρια, και τις κυρίες με τα πελώρια καπέλα που γελούσαν κι
έκαναν διάφορα νάζια στο καφενείο και στο μπαρ, και τους αξιωματικούς που πήγαιναν δυο-δυο με
τις μεγάλες στολές τους και με τα σπαθιά τους, και τους δεσποτάδες, τους αρχιμαντρίτες, τους
καθολικούς φρέρηδες1 που είχανε βγει κι αυτοί να πάρουν τον αέρα τους και να σεριανίσουν το
Βόσπορο και την Προποντίδα. Βλέποντας όλη αυτή την κίνηση, που γινότανε, θαρρείς, ρυθμικά
στον ήχο της μουσικής, είχες ξαφνικά την εντύπωση πως ο Κήπος δεν ήτανε πια ο γνωστός ο
Κήπος με τα παιχνίδια του, τις τρέλες του, τους πολέμους του και τα μυστικά του, αλλά ήτανε κάτι
άλλο, κάτι απίθανο, μια απέραντη σκηνή ενός φανταστικού θεάτρου. Κι ο κόσμος έπαιζε μια
παράσταση, αρμονικά, ευγενικά και λιγάκι αστεία και με μια ακατανόητη θλίψη. Κι ο Λεωνής
ήτανε κι αυτός μες στην παράσταση, περπατούσε πολύ ελαφριά σαν να τον έσερνε ένας χορός,
διασκέδαζε με την παράσταση και λυπότανε και δεν ήξερε γιατί λυπότανε. Κι ο Πάρης ήτανε μες
στην παράσταση κι η αδελφή του, μικροκαμωμένη, σιγανή, μ' ένα πράσινο σκουφί που της σκέπαζε
τα αυτιά και μ' ένα μουτράκι που είχες όρεξη να το χαϊδέψεις όπως χαΐδεύουνε τις γάτες. Λεγότανε
Νίτσα, γατίσιο όνομα. Ο Λεωνής πρώτη φορά την έβλεπε και την αγαπούσε κιόλας. Χαιρότανε να
περπατά μαζί της. Ήτανε όμως και πολύ περήφανος, γιατί ήξερε τον Κήπο καλύτερα από τους
συντρόφους του και τους οδηγούσε εδώ κι εκεί και τους έδειχνε όλα τα αξιοθέατα και διάφορα
πράματα που η Νίτσα δε φανταζότανε ότι υπήρχαν. Όλα της έκαναν εντύπωση και ζητούσε
εξηγήσεις, κι όταν ο Λεωνής μιλούσε τον κοίταζε μες στα μάτια πολύ σοβαρά και μελετούσε τα
λόγια του. Σαν χωρίστηκαν, λυπήθηκαν όλοι τους πάρα πολύ.
Πολλές μέρες ύστερα ο Λεωνής συλλογιζότανε εκείνη την Κυριακή κι έλεγε σ' όλους, στο σπίτι
του, τι ωραία που ήτανε. Κι όταν ξαναήρθε η Κυριακή δεν ήθελε να παίξει, αλλά περπατούσε
μοναχός του και συλλογιζότανε τι ωραία που ήτανε η περασμένη Κυριακή, και τι κρίμα που πέρασε
κι ίσως δεν ξαναρχότανε ποτέ.
1
καθολικοί ιερείς και καθηγητές
1940
ΕΡΩΤΗΣΕΙΣ
α
α.1. Ζήλευε τον Παύλο…ο Παύλος Πρώιος το αγαπούσε. Να σχολιάσετε την αντίδραση του Λεωνή,
όπως φαίνεται στο απόσπασμα. (15 μονάδες)
α2. Ο Κήπος παρουσιάζεται σαν μια σκηνή ενός φανταστικού θεάτρου. Να καταγράψετε τους
πρωταγωνιστές της φανταστικής παράστασης. (10 μονάδες)
ΣΥΝΟΛΟ ΜΟΝΑΔΩΝ: 25
β
β1. Ο Θεοτοκάς γράφει για το έργο του: «Ο Λεωνής […] ιστορεί […] τον ψυχικό σχηματισμό ενός
παιδιού του 20ου αιώνα, το πέρασμά του από την παιδική στην εφηβική ηλικία […]». Να
αναφέρετε δύο (2) στοιχεία από το κείμενο που επιβεβαιώνουν αυτή την άποψη. (10 μονάδες)
β2. «Ένα γνώρισμα του ρεαλισμού είναι η ατμοσφαιρική λεπτομέρεια η οποία επιτείνει την
αίσθηση της αληθοφάνειας» γράφει ο μελετητής Δημήτρης Τζιόβας. Να επαληθεύσετε την
παραπάνω άποψη στο απόσπασμα: Ήταν περίεργο να παρατηρείς …. την Προποντίδα. (μονάδες 15)
ΣΥΝΟΛΟ ΜΟΝΑΔΩΝ: 25
Μάθημα: Νέα Ελληνική Λογοτεχνία
ΑΔΙΔΑΚΤΟ ΚΕΙΜΕΝΟ
ΑΓΓΕΛΟΣ ΤΕΡΖΑΚΗΣ (1907-1979)
Μυστική ζωή (απόσπασμα)
Ο Βασίλης με κάλεσε να φάμε μαζί τα Χριστούγεννα το μεσημέρι, για να μη μείνω μόνος λέει.
Πήγα. Είχα φροντίσει ν’ αγοράσω πριν κι ένα δωράκι για την κόρη του, κάτι που, αλήθεια, πολύ με
βασάνισε ως που να το πετύχω. Δεν το ήθελα συνηθισμένο, κούκλες, τόπια και τα τέτοια.
Ξεποδαριάστηκα γυρίζοντας τα βράδια στους δρόμους με τις βιτρίνες, χάζευα αντάμα με τα μωρά
που τραβούσαν από το φουστάνι τις μαννάδες τους και νιαούριζαν, δεν έλεγαν να ξεκολλήσουν.
Ευτυχώς που την παραμονή είχα πάρει το δώρο μου από την εφημερίδα κι έτσι μπόρεσα, και το
νοίκι μου να πληρώσω κι άνθρωπος να φανώ στου Βασίλη. […]
Την πρώτη φορά πού είχα βρεθεί στου Βασίλη, είταν έξω χαρούμενα και μέσα σκυθρωπά.
Σήμερα είταν έξω σκυθρωπά και μέσα χαρούμενα. Με το πρώτο, μπαίνοντας, σε τύλιγε η γλυκειά
θαλπωρή της σόμπας, η μυρωδιά του ζωντανού νοικοκυριού, κάτι στον αέρα από γλυκάνισο, μέλι
χλιό, βανίλια. Τα ευλογημένα χέρια της γυναίκας είχαν διανέψει εδώ μέσα, ζύμωσαν τα
χριστόψωμα, περίχυσαν τα μελομακάρουνα, κύλησαν στην ψιλοκοσκινισμένη ζάχαρη τούς
κουραμπιέδες. Η μικρή, κρατώντας το χέρι του πατέρα του, με είχε υποδεχτεί στην πόρτα. Μπήκα
πονηρός, με τυλιγμένο καλά το δώρο μου, και πέρασα στην τραπεζαρία.
Εκεί είναι πού συμφιλιωθήκαμε και με τη Βούλα -έτσι το λένε το κοριτσάκι- και με την Κική.
Χρωστώ να πω τούτο ωστόσο: της μάννας η φιλική σήμερα διάθεση δεν είχε κανένα πεζό ελατήριο,
όχι. Όταν μπήκε να με χαιρετήσει μ' απλωμένο το χέρι της, χαμογελαστό πρόσωπο, δεν ήξερε
τίποτα ακόμα για το δωράκι μου στην κόρη της. Το είδε ύστερα, και τότε έγινε με μιας
κατακόκκινη, φούντωσε σαν παιδούλα, τα μάτια της άρχισαν να λάμπουν πυρετωμένα και με
κοίταξαν με μιάν ανεπάντεχη συγκίνηση, θαρρώ μάλιστα ευγνωμοσύνη. Από τη στιγμή μάλιστα
εκείνη έγινε άδέξια πολύ. Περίεργο, γιατί το δώρο μου δεν είταν και τίποτα σπουδαίο ως αξία, εδώ
που τα λέμε, το πολύ-πολύ κάποιο γούστο φανέρωνε, κι αυτό δε θα τη νόμιζα την Κική σε θέση να
το εκτιμήσει.
Έπλεξε τά χέρια της μ' απλοϊκό θαυμασμό κι ήρθε κοντά, στη γωνιά του τραπεζιού, να το
χαζέψει.
Είταν μιά λαμπίτσα για παιδικό κομοδίνο. Από μέσα όμως, γύρω στο λαμπιόνι, ένας έξυπνος
μηχανισμός έκανε, σαν άναβε το φως, να προβάλλουν στο αμπαζούρ χρωματιστές παραμυθένιες
φιγούρες. Οι φιγούρες -ο βασιληάς, η βασίλισσα, η βασιλοπούλα, το παληκάρι- δε στέκονταν:
γύριζαν αργά, γλυστρούσαν πάνω στο τεζαρισμένο1 μεταξόχαρτο, συννεφάκια του δειλινού
ανθισμένα, μιά θεωρία άπιαστη που την παίρνει ο άνεμος, τη φέρνει.
- Θε μου τι ωραίο! έκανε ψιθυριστά, εκστατική η γυναικούλα.
Το μικρό, κοίταζε με το θάμπωμα εκείνο των παιδιών το τόσο δυνατό που να μην αφήνει κάν
θέση στη χαρά. Και του Βασίλη τα μάτια, δε γελάστηκα, είχαν βουρκώσει.
Έτσι είναι που έγινα, δίχως να το θέλω, ο πρωταγωνιστής από κει κι εμπρός, για όλη την ημέρα.
Κάθε περιποίηση ιδιαίτερη, κάθε χαμόγελο, κάθε καλός λόγος, για μένα είταν. Θαρρώ πως η Κική
πάσχιζε να σβύσει τώρα και την παλιά εντύπωση από την αντιπάθεια που μου είχε δείξει. Σα
μετανιωμένη έμοιαζε, σα ντροπιασμένη, ξέρω κι εγώ, ένα πλάσμα που αυτοταπεινώνεται και
δοκιμάζει ηδονή περίεργη να τιμωρεί τον εαυτό του. Πολλές στιγμές εκεί που τρώγαμε, μα κι
ύστερα από το φαΐ, μου φάνηκε, δεν ξέρω πώς, σα να ήθελε να μου μιλήσει ιδιαίτερα, τόσο
εκφραστικό και μαζί φευγαλέο είταν το κοίταγμά της.
Μας σερβίρισε τον καφέ, σήκωσε το τραπέζι αντάμα μ’ ένα δουλάκι που έκανε την εμφάνισή
του ξαφνικά. Η Βούλα ήθελε καλά και σώνει να τη βάλουνε στο κρεββάτι της, να της ανάψουν και
1
τεντωμένο
τη λαμπίτσα. Βιαζόταν να την εγκαινιάσει, δεν ήθελε με κανένα τρόπο να περιμένει το βράδυ.
Είταν παραχαϊδεμένη, σα μοναχοπαίδι, - πολύ φυσικό.
- Ε, ας της το κάνουμε το χατήρι, λέει ο Βασίλης που είναι σήμερα αλλιώτικος, πρόσχαρος κι
ομιλητικός.
1957
ΕΡΩΤΗΣΕΙΣ
α
α1. Να αναφέρετε τα βασικά πρόσωπα του κειμένου. (μονάδες 8)
α2. Ποιο είναι το δώρο του αφηγητή (2 μονάδες). Να καταγράψετε την αντίδραση του καθενός από
τα πρόσωπα στην προσφορά του δώρου. (μονάδες 15)
ΣΥΝΟΛΟ ΜΟΝΑΔΩΝ: 25
β
β1. Να εντοπίσετε τέσσερις (4) εικόνες που παραπέμπουν σε έθιμα της γιορτής των
Χριστουγέννων. (10 μονάδες)
β2. Να επισημάνετε τρεις (3) λέξεις ή φράσεις με τις οποίες ο αφηγητής μιλώντας σε πρώτο
πρόσωπο προσδιορίζει την κοινωνική του κατάσταση. (μονάδες 15)
ΣΥΝΟΛΟ ΜΟΝΑΔΩΝ: 25
Μάθημα: Νέα Ελληνική Λογοτεχνία
ΑΔΙΔΑΚΤΟ ΚΕΙΜΕΝΟ
ΠΗΝΕΛΟΠΗ ΔΕΛΤΑ (1874 - 1941)
Ο Τρελαντώνης (απόσπασμα)
[…]ΑΝΤΩΝΗ, ΤΡΕΛΑΝΤΩΝΗ, έλα μέσα, μην πάγω στην κυρία! φώναξε η Αφροδίτη
από μέσα από την κρεβατοκάμαρα.
— Φυσάει μπάτης1, αποκρίθηκε ο Αντώνης από το μπαλκόνι όπου, με το νυχτικό του
ακόμα, σήκωνε στον αέρα ένα σαλιωμένο δάχτυλο, για να δει από πού του το κρύωνε ο
άνεμος.
Μελαγχολικά μπήκε μέσα.
— Θα πάμε στην εκκλησία, είπε.
— Ναι; Το ’πε η θεία; ρώτησε ξαφνισμένη η Αλεξάνδρα.
— Όχι! Μα παρατήρησα πως κάθε φορά που την Κυριακή φυσάει μπάτης, η θεία μάς
παίρνει στην εκκλησία.
Γρινιάρικα, από το κρεβάτι της όπου κάθουνταν με τα παπουτσωμένα της πόδια
κρεμαστά και τα μαλλιά της ακόμα στα χαρτιά, που της τα τύλιξε η Αφροδίτη
αποβραδίς, για να είναι κατσαρά την Κυριακή, κατσουφιασμένη είπε η Πουλουδιά:
— Εγώ ξέρω πως σα βάλει η θεία το μενεξελί της μεταξωτό φόρεμα, βρέχει. Όχι σα
φυσάει μπάτης...
— Ποιος σου είπε πως θα βρέξει; διέκοψε ο Αντώνης. Είπα πως θα πάμε στην
εκκλησία. Σα να μη φθάνει που δε βουτούμε στη θάλασσα την Κυριακή! Κι εγώ
σήμερα ήθελα να παίξω πόλεμο με τους στρατιώτες μου. Ουφ! μπελάς!
Η Αφροδίτη, που αποκούμπωνε του Αλέξανδρου τ’ άσπρα στιβαλάκια2, τον
αγριοκοίταξε.
— Δεν ντρέπεσαι, Αντώνη, να λες μπελά την εκκλησία! του είπε αυστηρά.
Ο Αντώνης κοντοστάθηκε και, αλήθεια, ντράπηκε και κοκκίνισε.
— Μα ναι, είπε ξαναβρίσκοντας την τόλμη του μαζί με την απάντηση, εδώ δε μ’ αρέσει
η εκκλησία! Στην Αλεξάνδρεια πηγαίναμε στον Άγιο Σάββα, στεκόμασταν στο στασίδι
της μαμάς, και λειτουργούσε ο Πατριάρχης και είχαμε και το εγκόλπιό3 μας και τα
έλεγε σιγά ο Πατριάρχης κι εμείς τα διαβάζαμε στο εγκόλπιο και ξέραμε πότε θα πουν
το Ευαγγέλιο και πότε θα βγουν τ’ Άγια. Εδώ... Πρώτον εδώ είναι πάντα γεμάτη η
εκκλησία και μας σπρώχνουν απ’ όλες τις μεριές...
— Εδώ έχετε της θείας σας της Αργίνης το στασίδι, διέκοψε η Αφροδίτη.
— Μπα! Σαν μπει μέσα η θεία Μαριέτα, το πιάνει όλο, είναι τόσο παχιά! είπε ο
Αντώνης. Εμείς στεκόμαστε εμπρός της, στην αράδα. Και κάνει μια ζέστη! Και δεν
έχομε εγκόλπια... τα ξεχάσαμε στην Αλεξάνδρεια. Και τα λέγει γρήγορα και μες στη
μύτη του ο παπα-Δημήτρης και δεν καταλαβαίνω τίποτα, και βαριούμαι και δεν περνά η
ώρα. Και όλο λέγει ο παπα-Δημήτρης «Κύριω-ω ελώ-ω-ωησον! Κύριω-ω ελώ-ωωησον»!
— Κανένας δε λέγει ποτέ Κύριω ελώησον, διαμαρτυρήθηκε η Αφροδίτη.
1
ελαφρός και δροσερός άνεμος που έρχεται από τη θάλασσα· θαλασσινή αύρα
στιβάλι : είδος ψηλής αντρικής μπότας.
3
περιληπτικό βιβλίο μικρού σχήματος που περιέχει στοιχεία της χριστιανικής λειτουργίας, σύνοψη.
2
— Ναι, το λέγει ο παπα-Δημήτρης, βεβαίωσε φωναχτά, από πίσω από τον μπερντέ
όπου λούζουνταν σ’ ένα στρογγυλό μπανάκι η Αλεξάνδρα, που πάντα υποστήριζε τον
Αντώνη. Κι εγώ το άκουσα. Και συ δεν τ’ άκουσες, Πουλουδιά;
Μα η Πουλουδιά είχε χαθεί.
— Πού πήγε πάλι αυτό το παιδί! έκανε η Αφροδίτη. Και μπήκε στο πλαγινό δωμάτιο να
τη γυρέψει.
Ο Αντώνης σήκωσε τους ώμους του.
— Σηκώθηκε με στραβό ποδάρι σήμερα η Πουλουδιά! είπε. Ούτε το κρύο νερό δεν την
ξεστράνεψε4!
Και αλήθεια. Μόλις είχε κατέβει από το κρεβάτι της, άρχισε τη γρίνια πως της πήρε
κάποιος τη μια της παντούφλα. Αρνήθηκαν τ’ αδέλφια της, επέμεινε κείνη και το πράμα
γύριζε στον καβγά, όταν ανακάλυψε ο Αλέξανδρος την παντούφλα σκαλωμένη στην
κουνουπιέρα της.
Και τώρα την έχασαν τ’ αδέλφια της κι έφυγε και η Αφροδίτη. Κι έξαφνα ακούστηκε η
φωνή της θείας στη σκάλα:
— Πουλουδιά! Πού πας έτσι άντυτη, με τα μαλλιά σου ακάμωτα; Πήγαινε απάνω
αμέσως!
Εκδόσεις Εστία, 1932
ΕΡΩΤΗΣΕΙΣ
α
α1.Να αναφέρετε τα ονόματα των παιδιών που πρωταγωνιστούν στο απόσπασμα καθώς
και τη σχέση που έχουν μεταξύ τους. (10 μονάδες)
α2. Με το έργο της Ο Τρελαντώνης η Πηνελόπη Δέλτα στόχευε, εκτός των άλλων, και
στη ψυχαγωγία των μικρών της αναγνωστών. Να επισημάνετε στο κείμενο τρία (3)
σημεία τα οποία προκαλούν το γέλιο στους αναγνώστες. (15 μονάδες)
ΣΥΝΟΛΟ: 25 ΜΟΝΑΔΕΣ
β
β1. Στο απόσπασμα κυριαρχεί ο διάλογος. Να αναφέρετε ένα χαρακτηριστικό
παράδειγμα και να σχολιάσετε τη λειτουργία του. (15 μονάδες)
β2. Η Πηνελόπη Δέλτα υπήρξε υπέρμαχος του κινήματος του δημοτικισμού. Να
τεκμηριώσετε τη θέση αυτή εντοπίζοντας στο κείμενο πέντε (5) λέξεις ή φράσεις της
δημοτικής γλώσσας. (10 μονάδες)
ΣΥΝΟΛΟ: 25 ΜΟΝΑΔΕΣ
4
δεν την ηρέμησε
Μάθημα: Νέα Ελληνική Λογοτεχνία
ΑΔΙΔΑΚΤΟ ΚΕΙΜΕΝΟ
ΗΛΙΑΣ ΒΕΝΕΖΗΣ (1904-1973)
Αφιέρωμα στη Σαντορίνη (Απόσπασμα)
[...]άξαφνα σιγανός, σιγανότατος ψίθυρος, ψαλμωδία κατανυκτική, φωνή ικέτις,
μπερδεύοντας με τη φωνή της ερημίας και της θαλάσσης, έφτασε στ' αυτιά μας. Xείλη
γυναικεία έψελναν ύμνους χριστιανικούς. Κάτω απ’ τα ερείπια του κάστρου των
Φράγκων, η ταπεινή μελωδία της Ορθοδοξίας, βεβαίωση της συνέχειας της ανένδοτης,
ώ τι συγκίνηση που ήταν!
Σαν αέρας βίαιος να μας έσεισε. Κάμαμε ακόμα λίγα βήματα. Και τότε πρόβαλε
μπρος στα μάτια μας, όραμα θαμπωτικό, αλησμόνητο για πάντα, πάντα, άσπρο,
πάλλευκο: η "Θεοσκέπαστη". Πάνω απ’ τα κρεμαστά νερά, στον άγριο βράχο, πάνω
απ’ το ηφαίστειο.
Oι ύμνοι τώρα έρχονταν πιο καθαροί. Προχωρήσαμε, μπήκαμε στη Θεοσκέπαστη.
Κατακάθαρο, γυμνό, κατάγυμνο ήταν το ξωκκλήσι, καθώς όλα τα ξωκκλήσια των
Ελλήνων. Μοναχά ένα ξυλόγλυπτο, παλιό, παμπάλαιο τέμπλο με δυο όφεις. Και μπρος
στο Ιερό, κάτω απ’ το φαγωμένο τέμπλο, γονατισμένες πάνω στις πλάκες, με σκυφτό
κεφάλι, απορροφημένες στη δέησή τους, μόνες με τον εαυτό τους και με το Θεό,
ξυπόλυτες, οι μαυροφορεμένες γυναίκες, που είχαμε δει από μακριά, έψελναν. H μια
διάβαζε τα τροπάρια απ’ τη Σύνοψη, οι άλλες, οι αγράμματες, μουρμούριζαν μαζί της.
Eίχαν ανάψει τα καντήλια, έξω ήταν το πέλαγο, τα "συστήματα των υδάτων" 1 όλα ήταν
κατάνυξη και ερημιά. Οι γυναίκες λέγαν την Aκολουθία του Μικρού Παρακλητικού
Κανόνος:
"Προστασίαν και σκέπην ζωής εμής τίθημι σε, Θεογεννήτορ Παρθένε, συ με
κυβέρνησον προς τον λιμένα σου". "Διάσωσον από κινδύνων τους δούλους σου,
Θεοτόκε, ότι πάντες μετά Θεόν εις σε καταφεύγομεν".
Άκουσαν τα βήματά μας, μα ήταν σα να μην είμαστε, μήτε καν γύρισαν προς τα
εμάς. Έτσι πάντα: σκυφτές, γονατισμένες, πνιγμένες στα μαύρα, ικέτιδες.
Μας συνεπήρε κ’ εμάς το μυστήριο, η κατάνυξη, γινήκαμε σε λίγο μαζί τους ένα,
προσευχηθήκαμε κ’ εμείς για ό,τι αγαπούμε και για τους ανθρώπους.
Σαν τέλειωσε η παράκληση και οι γυναίκες σηκωθήκαν απ’ τις πλάκες, ωχρές,
γαλήνη ήταν στο πρόσωπό τους πολλή. Μας τριγυρίσανε, είπαν τα δικά τους, είπαμε τα
δικά μας. H μια είχε παιδί σκοτωμένο στον πόλεμο, η άλλη έχει γιο στο στρατό, η άλλη
έχει γιο που ταξιδεύει στη θάλασσα. Κάθε χρονιά έχουνε τάμα να πάρουν βόλτα το
νησί, με τα πόδια, ν’ ανάψουν τα καντήλια στα ξωκκλήσια. Έτσι και φέτος ξεκινήσανε.
Με τα χαράματα πέσαν στο δρόμο απ’ τον Πύργο, ξυπόλυτες, κ’ η σκόνη σκέπαζε τα
σκληρά, τυραγνισμένα πόδια τους. Tώρα, ύστερα απ’ τη χάρη της, μετά τη
Θεοσκέπαστη, θ’ ανηφορίζαν για τ’ άλλα τα ξωκκλήσια, κατά τα δυτικά.
Bγάλανε απ’ το μπογαλάκι τους το γιόμα τους, ψωμί σταρένιο, τις μικροσκοπικές
ντομάτες της Σαντορίνης, ψαράκια της τράτας τηγανητά. "Ήντλησαν" νερό απ᾿ τη
μικρή στέρνα, νερό βρόχινο, μας φιλέψαν νερό και ψωμί. Δε θέλαμε να τους το
στερήσουμε που το είχαν λιγοστό - το ψωμί και το νερό. Μα επιμείνανε να το πάρουμε
κοιτάζοντάς μας παρακαλεστικά μες στα μάτια, σα να το γυρεύαν για χάρη.
"Tώρα μας ένωσε η Θεοσκέπαστη", είπαν.
1
Φράση από τη Γένεση της Παλαιάς Διαθήκης, κεφάλαιο Α, 9.
Αποχαιρετιστήκαμε. Εμείς μείναμε να ζήσουμε λίγο ακόμα στη Θεοσκέπαστη, μια
ακόμα ελληνική ώρα. Καθώς έβλεπα ν’ ανηφορίζουνε το, σκαλισμένο στο βράχο,
μονοπάτι του Σκάρου οι μαυροφορεμένες, ξυπόλυτες γυναίκες της Σαντορίνης,
πηγαίνοντας ν’ ανάψουν τα καντήλια στ’ άλλα εξωκλήσια, ικέτιδες για τα παιδιά τους,
πεινασμένες, διψασμένες στην άνυδρη γη τους, -θυμήθηκα απότομα τη μακρινή μεγάλη
πόλη, την πρωτεύουσα των Ελλήνων. Ώ, τι ξένη πόλη, ξεκομμένη απ’ τον κορμό της
Ελλάδας, απληροφόρητη για τα βάσανά της, για την πικρία και την καρτερία της,
αδιάφορη και αλαζών2, αυτή η πόλη των Αθηνών!
Περιοδικό Νέα Εστία, τεύχ. 698 (1η Αυγούστου 1956)
ΕΡΩΤΗΣΕΙΣ
α
α1. Να περιγράψετε σε μια παράγραφο το χώρο στον οποίο διαδραματίζεται η ιστορία
λαμβάνοντας υπόψη σας και τον τίτλο του κειμένου. (10 μονάδες)
α2. Να περιγράψετε και να χαρακτηρίσετε τις γυναίκες στις οποίες αναφέρεται η
αφήγηση. (15 μονάδες)
ΣΥΝΟΛΟ: 25 ΜΟΝΑΔΕΣ
β
β1. Αποχαιρετιστήκαμε. Εμείς μείναμε να ζήσουμε …. αδιάφορη και αλαζών, αυτή η πόλη
των Αθηνών!: Να εντοπίσετε τα δυο σκέλη της αντίθεσης η οποία υπάρχει στο
παραπάνω απόσπασμα (10 μονάδες) και να τη σχολιάσετε. (15 μονάδες)
ΣΥΝΟΛΟ: 25 ΜΟΝΑΔΕΣ
2
αλαζών: αυτός που υπερηφανεύεται υπέρμετρα ή παράλογα, υπερήφανος, υπερόπτης
Μάθημα: Νέα Ελληνική Λογοτεχνία
ΑΔΙΔΑΚΤΟ ΚΕΙΜΕΝΟ
ΑΓΓΕΛΟΣ ΤΕΡΖΑΚΗΣ (1907-1978)
Μια παρτίδα σκάκι (απόσπασμα)
Τα σπίτια τους ήταν αντικριστά, κι όμως δεν έτυχε ποτέ να γνωριστούνε. Κάπου
δεκαπέντε χρόνια θα κάθονταν κι οι δυο τους στον ίδιο τούτο δρόμο, ο Βριλάκος στη
μεσημβρινή πλευρά, ο Μπερεκίδης στη βορινή. Κάθε πρωί, τον καλόν καιρό σαν άνοιγε
ο Βριλάκος το παράθυρό του, σκούρα και τζαμιλίκια, για να πάρει τις βαθιές ανάσες
που του είχε συστήσει ο γιατρός, θα ’βλεπε τον Μπερεκίδη με τα μανικοπουκάμισα να
πηγαινοέρχεται στην κάμαρά του και σύγκαιρα να ρίχνει κλεφτές, πονηρές ματιές
αντίκρυ. Μόλις ένιωθε πως τον κοίταζε ο Βριλάκος, λόξευε, κρυβόταν πίσω απ’ τη
χοντρή στόφα της βυσσινιάς κουρτίνας, κι από κει, ασάλευτος με το ρουφηγμένο
μούτρο του ισκιωμένο, παραμόνευε.
Παράξενος άνθρωπος μα την αλήθεια, τούτος ο Μπερεκίδης. Όλη η γειτονιά το λέει.
Και να πεις πως ήταν κανένας τυχαίος! Συνταξιούχος τραπεζιτικός, δίχως παιδιά, δίχως
σκυλιά, δυο ξερά κορμιά με τη γυναίκα του, που κι αυτή του ’φερε στον καιρό της
υπολογίσιμη προίκα, κάπου εκατό χιλιάδες γερές δραχμές, τα μισά σε μετοχές, ένα
λιοστάσι στην πατρίδα της, κάμποσα χρυσαφικά που τα ’κλαιγαν ακόμη χήρες και
γεροντοκόρες, σακουλιασμένα σπυρί σπυρί από το μακαρίτη τον πατέρα της, το
χτηματία και τοκογλύφο. Αυτά πια, ήταν πράματα γνωστά, περιττό να τα ξαναλέμε.
Έλα όμως που ο Μπερεκίδης ζούσε κλειστή ζωή! Διαβολεμένα, ενοχλητικά κλειστή
ζωή! Κι η γυναίκα του, ένα ξερακιανό εκεί, κιτρινιάρικο πλάσμα, με μύτη σουβλερή
σαν καρφί στραβωμένο πάνω σε παλούκι, σπάνια δρασκέλιζε το κατώφλι της πόρτας.
Και τότε πάλι, θα την έβλεπες να ξεμακραίνει γοργά στο πεζοδρόμιο, με το
κουρδισμένο, αυτοματικό βάδισμά της, δίχως να ρίχνει μια ματιά δεξιά ή ζερβά. Δε
χαιρετούσε κανένα, δεν έβλεπε κανένα. Ήταν πολύ πολύ ακατάδεχτη.
Όλ’ αυτά ο Βριλάκος, άνθρωπος κοινωνικός κι ανοιχτομάτης, τα συλλογιζότανε δίχως
να το θέλει, τα πρωινά που άνοιγε το παράθυρό του. Αθέλητα εκεί που έπαιρνε τις τρεις
βαθιές του ανάσες, σύγκρινε τον εαυτό του με τον αντικρινό, το μαγκούφη, κι έμενε —
αληθινά— πολύ ικανοποιημένος. Συγχαιρότανε τη μοίρα του που τον έπλασε έτσι
διαφορετικό. Γιατί, αυτουνού, μ’ όλα τα πενηνταοχτώ του χρόνια, τα μάγουλά του
ανθίζανε ροδαλά σαν του μωρού παιδιού, η ραχοκοκαλιά του έμενε στητή, ντούρα, και
τα κέφια του μπορούσανε να συναγωνιστούν άφοβα τις παλαβομάρες του μικρού του
γιου, του φοιτητή της χημείας. Αγαπούσε το καλό φαΐ, το διαλεχτό κρασί, ο Βριλάκος
δεν έλεγε όχι, ακόμα και τώρα, για τις νόστιμες, τις πεταχτές γυναικούλες.[…]
Κάτι προδοτικές απόπειρες της ηλικίας να του συκοφαντήσουμε τώρα τώρα την
κορμοστασιά, ο Βριλάκος τις πολεμούσε με φανατισμό, στη ρίζα. Κάθε πρωί προτού
ξεκινήσει για το ασφαλιστικό του γραφείο θ’ άνοιγε το παράθυρό του, θα ’παιρνε τις
τρεις βαθιές του ανάσες με «τας χείρας επί τα ισχία», θα ’κανε μερικές κάμψεις, δυο
τρεις κλίσεις, ύστερα, σιγοτραγουδώντας, καλόκεφα, θα βουτιότανε στο μπάνιο του.
Γεμάτος φροντίδα ωστόσο μετρούσε προτού ντυθεί, την κοιλιά του, ένα γύρω την
περιφέρεια, μ’ ένα μέτρο κορδέλα του ράφτη. Σημείωνε τους πόντους στην ατζέντα
του, προσεχτικά. Τα πράματα πηγαίνανε —δόξα να ’χει ο θεός— πρίμα, βοηθώντας
τώρα τελευταία και η κάποια πολεμική εγκράτεια σε λιπαρά. «Ουδέν κακόν αμιγές
καλού»1, έλεγε στη γυναίκα του συχνά. Υπονοώντας τους αναγκαστικούς περιορισμούς
που είχε επιβάλει η κατοχή στο διαιτολόγιο της οικογένειας.
Και να που η Κατοχή —«ουδέν κακόν αμιγές καλού»— το ’φερε να λυθεί ο πάγος
ανάμεσα στους Μπερεκίδηδες και στους Βριλάκους. Μια μέρα εκούσιου περιορισμού
μέσα στα σπίτια, που το ντουφεκίδι μάνιαζε κάτω στα κέντρα, η κυρία Βριλάκου
βρέθηκε σε πολύ δύσκολη θέση, αληθινά. Ο άντρας της γύρευε επίμονα καφέ, να
τονώσει την καρδιά του, που απασχολούσε, ύστερα από την κοιλιά, τον κύριο όγκο των
φροντίδων του. Κι η κυρία Βριλάκου θα ’δινε τη ζωή της την ίδια για να τον
ευχαριστήσει. Με κάτι τέτοιες άλλωστε μικροφροντίδες τον κρατούσε κοντά της. Όμως
ο καφές δεν ήταν αλεσμένος, ο μύλος είχε χαλάσει από το σιτάρι που κόβανε δυο
χρόνια τώρα πληγούρι για τις υπηρέτριες. Έπρεπε να δανειστούν ένα μύλο, όμως από
πού; Τα σπίτια γύρω, ήταν αδιάκριτα, φλύαρα. Αν παράγγελνε η κυρία Βριλάκου, πως
θέλει το μύλο για να κόψει στάρι —συνηθισμένη στη γειτονιά πρόφαση— δε θα της
τον δάνειζαν, από φόβο μήπως τους τον χαλάσει. Να πει πάλι πως τον θέλει να κόψει
καφέ; Θα βούιζε η γειτονιά με το σκάνταλο. «Οι μουσίτσες αυτές, συλλογιζότανε
πεισματωμένη η κυρία Βριλάκου, το δικό τους τον καφέ τον έχουν αλεσμένο. Όμως έλα
που δεν μπορώ κι εγώ ν’ αρνηθώ τη χάρη στον άντρα μου! Είναι φανερό πως ανησυχεί
γι’ αυτό το βρωμόπαιδο το μικρό μας, που δε γύρισε ακόμα σπίτι, με τέτοιο κακό που
γίνεται κει κάτω».[…]
ΠΕΖΑ
Ανθολογία Ελληνικής Αντιστασιακής Λογοτεχνίας 1941-1944
ΕΡΩΤΗΣΕΙΣ
α
α1. Να προσδιορίσετε την εποχή κατά την οποία διαδραματίζεται η ιστορία κάνοντας
σχετικές αναφορές στο κείμενο.(10 μονάδες)
α2.Να περιγράψετε τον τρόπο ζωής και το χαρακτήρα του κυρίου Βριλάκου.(15
μονάδες)
ΣΥΝΟΛΟ: 25 ΜΟΝΑΔΕΣ
β
β1. Να βρείτε δυο (2) μεταφορές με τις οποίες αποδίδεται η συμπεριφορά του κυρίου
Μπερεκίδη (10 μονάδες) και πέντε (5) επίθετα με τα οποία περιγράφεται η σύζυγός
του. (15 μονάδες)
ΣΥΝΟΛΟ: 25 ΜΟΝΑΔΕΣ
1
Η φράση αποτελεί αρχαίο ελληνικό απόφθεγμα και σημαίνει ότι σε κάθε πράγμα, όσο και αν φαίνεται
αρνητικό, μπορούμε να βρούμε και κάτι το θετικό.
Μάθημα: Νέα Ελληνική Λογοτεχνία
ΑΔΙΔΑΚΤΟ ΚΕΙΜΕΝΟ
ΔΗΜΟΣΘΕΝΗΣ ΒΟΥΤΥΡΑΣ (1872-1958)
Δώρο χριστουγεννιάτικο (απόσπασμα)
Σε κάθε χτύπημα που τούδινε ο άνεμος σα να ζητούσε να το γκρεμίσει, το
παλιόσπιτο έτρεμε, όπως κι εμείς μαζεμένοι εκεί μέσα.
Είχαμε φράξει, όσο μπορούσαμε, τις διάφορες τρύπες. Στα σπασμένα τζάμια του
παραθύρου είχε κολλήσει ο Παδούλης χοντρό χαρτί μπλε, αλλ’ απ’ τις σχισμάδες της
μισοσπασμένης πόρτας ενιώθαμε την παγωμένη πνοή του θηρίου που μούγκριζε έξω,
να μας έρχεται. Μα ήταν αδύνατο να ζεσταθεί κείνη η κάμαρα!... Κάμαρα!... Ένα
είδος σταύλου μακρόστενου, με χώμα κάτω, αντί για σανίδια, ένα χώμα μαύρο, μαύρο
και σχεδόν πάντα υγρό. Ένα παράθυρο είχε, και αυτό στην αυλή έβλεπε, στην αυλήν
τη γεμάτη από σωρούς πετρών τετράγωνων, μαυρισμένων και από ξύλα παλιά. Προς
το δρόμο υπήρχε και άλλο δωμάτιο, λίγο καλύτερο απ’ αυτό·αλλ’ ο κύριος του
σπιτιού έβαζε παλιοσίδερα και διάφορα άλλα παλιοπράγματα.
Κανείς δεν είχε όρεξη για ομιλίες. Μέναμε σιωπηλοί σε κείνο το παγωμένο δωμάτιο
που σα νάταν η φωλιά του βοριά και να του την είχαμε ’μεις πάρει, ακουγόταν αυτός
απ’ έξω να χτυπά, να φωνάζει, να ουρλιάζει άγριος, σα να ζητούσε να μπει μέσα να
μας διώξει.
Ο Παδούλης καθότανε κάτω, πάνω σ’ ένα ρούχο, και κοντά στη φωτιά που είχαμε
ανάψει από ξύλα του σπιτονοικοκύρη μας, απ’ εκείνα, που είχε στην αυλή, και κοίταζε
τη φλόγα σκεπτικός.
Απάνω-κάτω ήξερα τι σκεπτόταν. Τον είχα ακούσει να λέει πρωτύτερα:
– Χριστούγεννα και να μη φάμε κέας.
Ήτανε ψευδός. Ποτέ η γλώσσα του δεν κατόρθωσε να συλλάβει το ρ.
Ο Λάμπας, πιο πέρα και πάνω σ’ ένα χοντρόξυλο, με τα χέρια σταυρωμένα και
καμπουριασμένος.
Ήτανε ψάλτης στην πατρίδα μας και άνθρωπος που ποτέ δεν έκανε κακή καρδιά.
Αλλ’ απ’ την ημέρα, που οι Τούρκοι κλείσανε την Εκκλησιά και μας διώξανε, πάει η
καλή καρδιά του Λάμπα. Εγώ τριγύριζα, περπατούσα πάνω-κάτω, τρέμοντας και
τουρτουρίζοντας.
Αναμνήσεις κάποτε, σαν τα διωγμένα, τα κομματιασμένα σύννεφα, που τρέχανε έξω,
περνούσαν απ’ το νου μου...
Ξαφνικά κάτι άκουσα έξω και κοίταξα απ’ τα γυαλιά του παραθύρου, έξω στην αυλή.
Νόμισα πως έβλεπα όνειρο!... Κοντά στο βρωμοπήγαδο δύο κιτρινωπές όρνιθες!
– Παδούλη!... φωνάζω με πνιγμένη φωνή.
– Τι τέχει; ρώτησε αυτός με την ψευδή μιλιά του.
– Έλα δω, μωρέ!... Έλα γρήγορα. Δώρο μάς στέλνει ο Χριστός, δώρο!... Δύο
όρνιθες!... Να!...
– Έλα!...
Ο Παδούλης πλησίασε γρήγορα στο παράθυρο, ενώ ο Λάμπας, χωρίς να πολυκινηθεί,
με ορθωμένο μόνο το κορμί του μας κοίταζε.
– Τη ίγα!... έκανε ο ψευδός και κινήθηκε τυφλά δω και κει.
Ζητούσε μια σιδερένια μεγάλη ρίγα1.
– Νά τοι, νά τοι!... Ωραία πάτε!... Απ’ τ’ αυγό στην κότα!... Κατά το παραμύθι!...
Μπράβο σας!... Έτσι!... Χτες κλέψατε τα τρία αυγά της γειτόνισσας και τώρα θα της
κλέψετε τις κότες!...
Άρχισε να μας μαλώνει ο Λάμπας.
– Πάψε, βρε!...
– Αυτός, Γιώργο, να το ξέρεις, ο ψευδούλιακας, θα σε παρασύρει!...
– Λέγε, λέγε!...
Ο Παδούλης είχε βρει τη ρίγα και προχωρούσε προς την πόρτα. Ο Λάμπας όμως
πετάχτηκε και θέλησε να του κλείσει το δρόμο.
– Όχι!...
– Βρε κάτσε απ’ εκεί!..., του είπα, πήγαινε, κοιμήσου!...
– Στάσου βε!... του έκανε ο Παδούλης.
Ο Λάμπας τραβήχτηκε :
– Κάντε ό,τι θέλετε!... Εγώ να, νίπτω τας χείρας μου!... Στη φυλακή!... Και κλεψιά
μέρα χρονιάρα, Χριστούγεννα!...
– Λέε, λέε!... Ψάλτης δεν ήσουνα;...
– Μωρέ, θα πάψεις;... […]
Ο Παδούλης άνοιξε την πόρτα και βγήκε έξω. Την έκλεισα. Τον ήξευρα ότι ήτανε
τρομερός κυνηγός των ορνίθων. Χωρίς να βγάζουνε φωνή, πέφτανε αυτές στα χέρια
του.
Έγινε σιωπή και ούτε μάλιστα ο άνεμος ακούστηκε να μουγκρίζει απ’ έξω απ’ το
παλιόσπιτο.
Σε λίγο έσπρωξε την πόρτα και την άνοιξε. Μπήκε μέσα κρατώντας τις δύο
κιτρινωπές όρνιθες.[…]
Από τη συλλογή Είκοσι διηγήματα (1924)
ΕΡΩΤΗΣΕΙΣ
α
α1. Να αναφέρετε τα βασικά πρόσωπα που περιλαμβάνονται στην αφήγηση (6
μονάδες) και να προσδιορίσετε το χώρο, όπου εκτυλίσσεται η σκηνή. (4 μονάδες)
α2. Να σχολιάσετε τον τίτλο του διηγήματος σε σχέση με το περιεχόμενό του. (15
μονάδες)
ΣΥΝΟΛΟ: 25 ΜΟΝΑΔΕΣ
β
β1. Η ζωή των περιθωριακών ανθρώπων κυριαρχεί ως μόνιμο θέμα στο έργο του
Δημοσθένη Βουτυρά. Να επιβεβαιώσετε την παραπάνω διαπίστωση με αναφορές στο
κείμενο. (15 μονάδες)
β2. Να βρείτε στο κείμενο πέντε (5) λαϊκές λέξεις. (10 μονάδες)
ΣΥΝΟΛΟ: 25 ΜΟΝΑΔΕΣ
1
λεπτό επίμηκες και ευθύ κομμάτι από ξύλο, σίδερο κτλ., που χρησιμοποιείται για τη χάραξη ευθειών·
χάρακας.
Μάθημα: Νέα Ελληνική Λογοτεχνία
ΑΔΙΔΑΚΤΟ ΚΕΙΜΕΝΟ
ΚΟΣΜΑΣ ΠΟΛΙΤΗΣ (1888-1974)
Το ρέμα (απόσπασμα)
Ζει ο καθένας για τον εαυτό του. Και οι άνθρωποι και τα σκυλιά και οι γάτες.
Μονάχα ένα κοινό σημάδι - και οι άνθρωποι αναμεταξύ τους, μαζί μ’ αυτούς κι όλα τα
ζωντανά: καθένας πρέπει να ’βρει έναν τρόπο για να ζήσει.
Μυστήριο από τι τρέφονται όλοι αυτοί, με τι γεμίζουν την κοιλιά τους, ακόμα ως και
τα σκυλιά που χώνουν το μουσούδι μες στις βρώμες και σκαλίζουν με τα μπροστινά.
Λαχανίδες, ψωμί και σκουπόχορτο αλεσμένο.[…] Κάποτε, δεν πάει πολύς καιρός, πριν
ένα ή δυο χρόνια, στο εργοστάσιο για τα μωσαϊκά πλακάκια, καθώς και στ’ άλλο, στη
«Βιομηχανία Πλαστικών Υλών», βουίζανε οι μηχανές, έβγαινε πότε πότε απ’ τη
λαμαρινένια καμινάδα ένας καπνός και τ’ αυτοκίνητα φορτώνανε πραμάτεια. Το
μεσημέρι σφύριζε η σειρήνα κι όλοι κοίταζαν τα ρολόγια τους, αυτοί που μένουν στο
συνοικισμό και οι περαστικοί. Μα τα πουλήσανε κι αυτά οι περισσότεροι. Τώρα
περνάει κάθε μέρα ένας ανάριος1 ουλαμός2 ντυμένος γκριζοπράσινα, καβάλα σε
αστραφτερά ποδήλατα, με το ντουφέκι διαγώνια στη ράχη. Την άλλη μέρα οι
εφημερίδες δίνουνε τα ονόματα δέκα τουφεκισμένων. Τα παιδιά της γειτονιάς
χαζεύουνε ξυπόλυτα, με την πρησμένη τους κοιλιά και το βαθουλωμένο στέρνο.
Άλλες φορές μαζώνονται στη λεωφόρο, τριγύρω από κάποιον που έπεσε λιπόθυμος
πλάι σ’ ένα κυπαρίσσι, πάνω στη μαύρη άσφαλτο. Μαζί με τα παιδιά, τον τριγυρίζουνε
και κάμποσα σκυλιά που μόλις κάνεις να τα διώξεις δείχνουνε τα δόντια τους - δεν
ξέρεις αν φοβερίζουνε ή αν χαμογελάνε.
Ποια σημασία μπορεί να ’χουν όλα τούτα - η γειτονιά είναι ανάγκη να τα καταφέρνει
όπως- όπως. Κατοχή. Δυο δυο οι καραμπινιέροι περνούνε πάνω στ’ άλογο, με την
καραμπίνα κρεμασμένη από τη σέλα.[…]
Βέβαια, ο ήλιος. Δεν έχει αντίρρηση κανένας. Μέσα στη νύχτα όμως ουρλιάζουν
τα σκυλιά, μπορεί να ουρλιάζουν απ’ την πείνα. Ίσως κι από χαρά που βρήκανε να
τραγανίσουν κάποιο κόκαλο από απίθανο ψοφίμι.
Κανένας δεν κατάλαβε ποτέ γιατί ουρλιάζουν τα σκυλιά, καθένας ζει μονάχα για τον
εαυτό του με μια ψυχή λειψή. Λειψή σαν το αποψινό φεγγάρι. Και η τσουχτερή αυγή
πάνω στο Διαβολόρεμα, το πικροχάραμα πίσω από το μαδημένο Υμηττό -κάπου πρέπει
να βρίσκεται κι αυτός, δε φαίνεται η ράχη του από το καταχωνιασμένο ρέμα. Μόνο που
αντίκρυ ξεχωρίζουν πια τα Τουρκοβούνια.
Κάτι σα να ’τριξε, εύκολα τριματίζεται το χώμα στον ξερότοπο αυτό, που δεν τον
καταδέχονταν ως και τα σκουλήκια.
1
2
σε αραιή διάταξη
τμήμα στρατού ξηράς
Μέσα στο σκοτεινό βαθούλωμα, ίδια ρηχιά σπηλιά, πλάι στο χωματένιο τοιχαλάκι,
κούρνιαζε ο Ηλίας μισοκοιμισμένος με το ’να μάτι του ανοιχτό. Άνοιξε και το άλλο
μάτι.
- Μίλησες; κάνει του μικρού που καθότανε πλάι του ανακούρκουδα3.
Ο μικρός δεν αποκρίθηκε. Ανασήκωσε το γιακά του σακακιού του κι απόμεινε στην
ίδια θέση, τη ματιά του καρφωμένη εκεί μπροστά στο ρέμα, που από γκρίζο άρχιζε πια
να κιτρινίζει.
- Τσούζει λιγάκι; εξακολούθησε ο άλλος. Πόσες έχουμε σήμερα, εφτά ή οχτώ του
μήνα; Ο Σεπτέμβρης μπήκε με ψυχρούλα. Εσύ, βρε φουκαριάρη Βασιλάκη, δεν
καπνίζεις, ε; - αμ βέβαια, θα κάψεις τα μουστάκια σου! Μα εγώ θ’ ανάψω ένα
ταλιάνικο4 μπας και ζεσταθώ. Δε θ’ αργήσει να ’ρθει κι ο λεγάμενος.
Στη λάμψη του σπίρτου, ο μικρός έσμιξε τα φρύδια κοιτάζοντας τον πλαϊνό του. Ο
καπνός του τσιγάρου έβγαινε απ’ τη σπηλιά σα να τον ρούφαγε η αυγή. Μια μυρωδιά
ξερού γαρύφαλλου γέμισε το βαθούλωμα.
- Μπάρμπα, είναι σίγουρο πως θα ’ρθει;
Ο Ηλίας ανέβασε το πάνω χείλι κι έφτυσε πετάγοντας το σάλιο του λοξά, μεσ’ από
την τρύπα που άφηνε το χαλασμένο του σκυλόδοντο.
- Και βέβαια, θα ’ρθει! Όσο κι αν γύριζε ψες βράδυ από ταβέρνα σε ταβέρνα,
μπροστά η ρομβία5 κι αυτός ξοπίσω με το Λεμονή. Στις έντεκα ήρθε στο σπίτι και τα
συμφωνήσαμε.
- Στις έντεκα;
- Τα ’χει καλά με το λοχία το Τζάκομο, καμιά περίπολο δεν κοτάει6 να του μιλήσει…
Κι εξ άλλου, ξέρουνε πως ο Μπατής δεν έχει παραδώσει το πιστόλι του. Αυτό μετράει.
- Το κρατάει πάνω του;
- Τι θες; Να το κρεμάσει κάτω απ’ τα κονίσματα σα νυφικό στεφάνι;… Προχτές,
στον καφενέ του Τζούμα, το ’βγαλε και το σκάλιζε, κάπου έμπλεκε η ρόδα. Πάνω στην
ώρα μπαίνουνε τέσσεροι ταλιάνοι7.
- Ω! Έκανε ο μικρός με αγωνία.
- Θαρρείς του κάηκε καρφί; Πρόσταξε το Τζούμα: «μισή 8 για τα παιδιά». Έπειτα
πάει στο τραπέζι τους και λέει: «σκουζάτε»9 - κι άρχισε κάτι να τους εξηγά με τα
ψευτοταλιάνικά του, δείχνοντας το πιστόλι. Το ψαχουλεύανε κι εκείνοι […]. Το ’χωσε
πάλι στο ζωνάρι. Τότε γυρίζει και μας κάνει: «Βρε παιδιά, μα το Θεό, αν ήταν Γερμανοί
θα τους την άναβα. Μα τούτοι εδώ, ποιος καταδέχεται!» - κι άρχισε πάλι τις μαλαγανιές
με τα ψευτοταλιάνικά του.
- Ω! Θάμαζε τώρα ο Βασιλάκης. Το ’πε αυτό «ποιος καταδέχεται»;
-Τους ξέρει από το μέτωπο, κάμποσους από δαύτους ξεβράκωσε στο Πογραδέτς - ε,
να ’χα κι εγώ τα νιάτα του, δε θα ’χανα ένα τέτοιο πανηγύρι.[…]
3
με λυγισμένα γόνατα και με το σώμα να στηρίζεται στα δάχτυλα των ποδιών
ιταλικό
5
λατέρνα
6
δεν τολμά
7
Ιταλοί
8
μισό κιλό κρασί
9
με συγχωρείτε
4
Από τη συλλογή διηγημάτων Η κορομηλιά, 1959
ΕΡΩΤΗΣΕΙΣ
α
α1. Να εντοπίσετε την ιστορική περίοδο στην οποία αναφέρεται η αφήγηση. Να
τεκμηριώσετε την απάντησή σας με δυο (2) αναφορές στο κείμενο. (10 μονάδες)
α2. Να καταγράψετε τις πληροφορίες σχετικά με το πρόσωπο του Μπατή, τις οποίες
μας παρέχει ο διάλογος ανάμεσα στο μικρό Βασιλάκη και το θείο του. (15 μονάδες)
ΣΥΝΟΛΟ: 25 ΜΟΝΑΔΕΣ
β
β1. Να εντοπίσετε στο κείμενο πέντε (5) ιδιωματικές λέξεις. (10 μονάδες)
β2. Η ρεαλιστική περιγραφή αποτελεί ένα από τα γνωρίσματα των πεζογράφων της
γενιάς του ’30, ανάμεσα στους οποίους συγκαταλέγεται ο Κοσμάς Πολίτης. Να
αναγνωρίσετε πέντε (5) στοιχεία ρεαλισμού στην παραπάνω αφήγηση.(15 μονάδες)
ΣΥΝΟΛΟ: 25 ΜΟΝΑΔΕΣ
Μάθημα: Νέα Ελληνική Λογοτεχνία
ΑΔΙΔΑΚΤΟ ΚΕΙΜΕΝΟ
Κ. Γ. ΚΑΡΥΩΤΑΚΗΣ (1896-1928)
Ωδή σ’ ένα παιδάκι
Άρι, μαζί με σένα
έφυγαν όλοι τώρα.
Αφρόντιστα έχουν μείνει
τα έπιπλα, και τα δώρα
γυρεύουν τα χεράκια
που σάλευαν σαν κρίνοι.
Ερημικά, σωπαίνουν,
πρωτογνώριστα μέρη,
οι σκάλες, τα δωμάτια.
Ούτε κανείς πια ξέρει
αν πάλι θ’ ανατείλουν
τα παιδικά σου μάτια.
Ανοιγοκλειώ τις πόρτες,
μπαίνω παντού, μιλάω
λόγια πικρά στους τοίχους,
χωρίς αιτία γελάω,
θέλοντας να ξυπνήσω
τους κοιμισμένους ήχους.
Στην άδεια ζαρντινιέρα
τα παιχνίδια σου βάνω.
Η μαϊμού σου καβάλα
στο προβατάκι πάνω.
Ύστερα η πεταλούδα
με τα φτερά μεγάλα.
(Κλυδωνίζεται1 τώρα,
ώς τα θεμέλια φρίττει2,
και το πηγαίνει ο Χρόνος
το πατρικό μου σπίτι.
Άξαφνα βλέπω να ’μαι
ο τελευταίος, ο μόνος. )
Ευτυχίζω σε σένα
τις ερχόμενες τύχες,
την άγνοια του κόσμου,
το χαμόγελο που είχες,
ω άγγελε παραστάτη,
1
2
5
10
15
20
25
30
35
ταρακουνιέται, τραντάζεται, συγκλονίζεται (μεταφορικά)
φρικιάζει
ω παρήγορο φως μου!
(Ελεγεία και Σάτιρες, 1927)
ΕΡΩΤΗΣΕΙΣ
α
α.1. Τι έχει, κατά τη γνώμη σας, συμβεί στον Άρη; (5 μονάδες) Ποιες αλλαγές έχει
επιφέρει η απουσία του Άρη στη ζωντάνια του σπιτιού και στην ψυχολογική διάθεση
του ποιητικού υποκειμένου; Να απαντήσετε παραπέμποντας σε σχετικούς στίχους του
ποιήματος. (10 μονάδες)
α.2. Να σχολιάσετε τους δύο τελευταίους στίχους του ποιήματος. (10 μονάδες)
ΣΥΝΟΛΟ ΜΟΝΑΔΩΝ:25
β
β.1. Να εντοπίσετε στο ποίημα (5 μονάδες) και να περιγράψετε με δικά σας λόγια
δύο (2) έντονα αντίθετες μεταξύ τους εικόνες (οπτικές ή ακουστικές). (10 μονάδες)
β.2. «Ο Καρυωτάκης φιλοξενεί στην ποίησή του τον κόσμο των καθημερινών
πραγμάτων». Να επαληθεύσετε αυτή την άποψη με στοιχεία από το ποίημα. (10
μονάδες)
ΣΥΝΟΛΟ ΜΟΝΑΔΩΝ:25
Μάθημα: Νέα Ελληνική Λογοτεχνία
ΑΔΙΔΑΚΤΟ ΚΕΙΜΕΝΟ
Κ. Γ. ΚΑΡΥΩΤΑΚΗΣ (1896-1928)
Ξεπροβόδισμα
—Αγάπη μου, ήσουνα παιδί· παιδί μου, είσαι άντρας τώρα·
σύρε, ακριβέ μου, στο καλό, μη σε προφτάσει η μπόρα.
—Μάνα μου, κοίτα, ενύχτωσε· πώς να κινήσω; βρέχει·
μάνα, μια θλίψη με κρατεί και μια τρομάρα μ’ έχει.
—Παιδί μου, όλοι θα φύγουνε· κι αν μείνεις τελευταίος; 5
σύρε· και πάντα να ’σαι ορθός και πάντα να ’σαι ωραίος.
—Μάνα, ο χειμώνας ρυάζεται1 κι η νύχτα αγκομαχάει·
με δένει, μάνα, μια ντροπή, κι ένας καημός με πάει.
—Βλέπε, παιδί μου, πάντα ομπρός. Το χτες μη σε πικραίνει.
Τώρα η ζωή σαν άλογο στην πόρτα σε προσμένει.
10
—Μάνα, οι ανέμοι ρίξανε του δρόμου το πλατάνι·
με τρώει, μανούλα, η θύμηση, κι ο πόνος με δαγκάνει.
—Παιδί μου, όλοι θα φύγουνε· κι αν μείνεις τελευταίος;
σύρε· και πάντα να ’σαι ορθός και πάντα να ’σαι ωραίος.
—Μάνα μου, κοίτα, ενύχτωσε· πώς να κινήσω; βρέχει·
μάνα, μια θλίψη με κρατεί και μια τρομάρα μ’ έχει.
15
( Νεανικά Ποιήματα, 1919 – 1924)
ΕΡΩΤΗΣΕΙΣ
α
α.1. Ποιες συμβουλές δίνει η Μάνα στο παιδί της; Να τις σχολιάσετε. (15μονάδες)
α.2. Από ποια συναισθήματα διακατέχεται το παιδί; Να τεκμηριώσετε την απάντησή
σας με αναφορές στο ποίημα. (10 μονάδες)
ΣΥΝΟΛΟ ΜΟΝΑΔΩΝ:25
β
β.1. Να εντοπίσετε πέντε (5) λέξεις /φράσεις που σχετίζονται με τις δύσκολες
καιρικές συνθήκες (5 μονάδες) και να εξετάσετε (συνολικά) το συμβολικό τους
χαρακτήρα. Γιατί κάποιες απ’αυτές επαναλαμβάνονται; (10 μονάδες)
1
ουρλιάζει, ωρύεται
β.2. Τώρα η ζωή σαν άλογο στην πόρτα σε προσμένει: Να εντοπίσετε (2 μονάδες) και
να σχολιάσετε (8 μονάδες) την παρομοίωση του στίχου.
ΣΥΝΟΛΟ ΜΟΝΑΔΩΝ:25
Μάθημα: Νέα Ελληνική Λογοτεχνία
ΑΔΙΔΑΚΤΟ ΚΕΙΜΕΝΟ
ΤΕΛΛΟΣ ΑΓΡΑΣ (1899-1944)
Ήταν, μες στον κόσμο...
Ήταν, μες στον κόσμο, ένα παιδί
όλο δείλια κι’ όλο ανορεξιά·
τα παλιά τα σπίτια, τη σπουδή
αγαπούσε, και τη μοναξιά.
Αγαπούσε οι άλλοι ν’ αγαπούν,
τα όργανα αγαπούσε, από μακρυά,
και τα μάτια που θαμποκοπούν
μια κρυφή, βαθειά παρηγοριά.
Τα κατάρτια επρόσεχε πολύ,
κάθε που έπιανε, ώρες, να φυσά
και μακρυά, στο τζάμι, στην αχλύ1,
χόρευαν, κομμένα τα μισά.
Μες στου κόσμου την οχλαγωγή,
τι ν’ απόγινε τ’ ωχρό παιδί,
δίχως μοναξιά και συλλογή,
όνειρα, ταξίδια, ούτε σπουδή;
Καθημερινές, 1923-1930
Ερωτήσεις
α
α.1. Να καταγράψετε πέντε (5) λέξεις ή φράσεις του κειμένου, που δηλώνουν τις
προτιμήσεις του παιδιού. (10 μονάδες)
α.2. Με βάση την απάντησή σας στο α.1. να περιγράψετε τον χαρακτήρα του παιδιού
σε μια παράγραφο 80 περίπου λέξεων. (15 μονάδες)
ΣΥΝΟΛΟ ΜΟΝΑΔΩΝ : 25
β
β.1. Στον Συμβολισμό η μορφή του ποιήματος (π.χ. ομοιοκαταληξία, μέτρο,
επαναλήψεις) υποβάλλει μιαν ορισμένη συναισθηματική ατμόσφαιρα. Να
χαρακτηρίσετε το είδος της ομοιοκαταληξίας (ζευγαρωτή ή πλεχτή) και να βρείτε τις
επαναλήψεις. (10 μονάδες) Κατά τη γνώμη σας, ποια συναισθηματική ατμόσφαιρα
δημιουργεί η μορφή του ποιήματος; (5 μονάδες)
β.2. Να σχολιάσετε τη λειτουργία του ερωτηματικού στον τελευταίο στίχο του
ποιήματος. (10 μονάδες)
ΣΥΝΟΛΟ ΜΟΝΑΔΩΝ : 25
1
αχλύ: ομίχλη
Μάθημα: Νέα Ελληνική Λογοτεχνία
ΑΔΙΔΑΚΤΟ ΚΕΙΜΕΝΟ
ΤΕΛΛΟΣ ΑΓΡΑΣ (1899-1944)
Καλωσύνη1
Ήλιος βγήκε, μες στις παγωνιές,
κ’ εγελάσαν φως οι γειτονιές
κ’ εφέξαν χαγιάτια2 και γωνιές
κ’ ελάμψαν στα χέρια οι βελονιές.
Κ’ εφέξαν, σιμά κι’ αλαργινά3,
παστρικά4 λιθόστρωτα στενά
κ’ εδείξαν οι ράχες οι γλαυκές5
και τις πιο κρυφές τους χαρακιές...
Εφέξαν οι απαίνευτες ποδιές
κ’ οι φτωχές, οι απόμερες καρδιές
–κ’ ήρθε, μες στα φέγγη τα χλωμά,
δόξα πρώτης άνοιξης σιμά!
–Ήλιε, από την ήμερην αυγή
στη γλυκειά σου ανάρρωση έχεις βγη!
Ζέστανες τις πέτρες τις λευκές,
τις γριούλες τις ραχιτικές.
Φίλησες πολύ, μ’ άγια φιλιά,
χείλια δωδεκάχρονα, μαλλιά,
που έδεσεν η αρρώστεια και βαστά
στο σκληρό προσκέφαλο σφιχτά,
κι’ όνειρα, που βιάζονται, ηχερά,
ν’ αναδώσουν τ’ άσπρα τους φτερά
και να διαλυθούν μεσουρανίς,
δίχως να τα ζώση ήσκιος κανείς.
Μέρωσες την κρύα, τη μοναχή
την πολύ ακατάδεχτη ψυχή.
Καθημερινές, 1923-1930.
ΕΡΩΤΗΣΕΙΣ
Έχει διατηρηθεί η ορθογραφία της πρώτης έκδοσης (1940).
χαγιάτι: εξώστης, υπόστεγο
3
αλαργινά: μακριά
4
παστρικά: πεντακάθαρα
5
γλαυκές: γαλάζιες
1
2
α
α.1. Ο ήλιος ως βασικό ποιητικό σύμβολο εμφανίζεται στο ποίημα να έχει θετική
επίδραση τόσο στη φύση όσο και στους ανθρώπους. Να προσδιορίσετε πέντε (5)
σημεία στο κείμενο που επαληθεύουν την άποψη αυτή.
ΣΥΝΟΛΟ ΜΟΝΑΔΩΝ : 25
β.
β.1. Στο ποίημα παρατηρείται εναλλαγή των ρηματικών προσώπων. Να βρείτε τα
ρηματικά πρόσωπα που αξιοποιούνται στο κείμενο. (10 μονάδες) Τι εξυπηρετεί, κατά
τη γνώμη σας, η εναλλαγή τους; (15 μονάδες)
ΣΥΝΟΛΟ ΜΟΝΑΔΩΝ : 25
Μάθημα: Νέα Ελληνική Λογοτεχνία
ΑΔΙΔΑΚΤΟ ΚΕΙΜΕΝΟ
ΤΕΛΛΟΣ ΑΓΡΑΣ (1899-1944)
Σκοπός Χαμένος
Σ’ εκείνες τις αστροφεγγιές
που προμηνούν καλοκαιριές
μα που τ’ αχείλι πάει να φρίξη,
και που όλη η ψύχρα απ’ τη βραδυά
γίνεται μέσα στην καρδιά
πίκρα και κάματος και πλήξη,
εγώ δεν έμοιασα ποτές
με τους μικρούς τραγουδιστές
που – κάθε βράδυ σα σχολάνε –
απ’ τα παράθυρα περνούν
–που άξαφνοι ανέμοι τα σφαλνούν1–
και τραγουδούν, πολλοί, και πάνε...
Κάτω απ’ τον έντονο ουρανό,
τι μ’ είχε κάνει να πονώ
κι’ ως τόσο να σωπαίνω, εμένα;
και να γυρεύω μοιρασιά
απ’ τη δική τους ζεστασιά
μες στα τραγούδια, εγώ, τα ξένα;
Δουλεύω μέσα μου να πω
κ’ εγώ (ποιος ξέρει!) έναν σκοπό;
Αχ, κι’ όσο αν τρίβη κι’ αν μαζώνη
τα χέρια μου, όμως δεν μπορεί
ακόμα η φούχτα σου να βρη
και την ψυχή μου, που κρυώνει...
Καθημερινές, 1923-1930.
ΕΡΩΤΗΣΕΙΣ
α
α.1. Ο ποιητής αξιοποιεί στοιχεία από το φυσικό περιβάλλον ως σύμβολα για να
υποδηλώσει τη συναισθηματική του κατάσταση. Να αναφέρετε τρία (3) από τα
σύμβολα αυτά (15 μονάδες) και τα συναισθήματα που, κατά τη γνώμη σας,
εκφράζουν (10 μονάδες).
ΣΥΝΟΛΟ ΜΟΝΑΔΩΝ : 25
β
β.1. Ο Λίνος Πολίτης επισημαίνει ότι στη συλλογή του Άγρα Καθημερινές «κυρίαρχο
τόνο δίνει η μονοτονία και η καθημερινότητα των καταστάσεων». Να επαληθεύσετε
1
κλείνουν
το περιεχόμενο της άποψης αυτής, με δύο (2) αναφορές σε στίχους ή φράσεις του
ποιήματος. (10 μονάδες)
β.2. Να σχολιάσετε τη λειτουργία των ερωτηματικών προτάσεων του κειμένου. (15
μονάδες)
ΣΥΝΟΛΟ ΜΟΝΑΔΩΝ : 25
Μάθημα: Νέα Ελληνική Λογοτεχνία
ΑΔΙΔΑΚΤΟ ΚΕΙΜΕΝΟ
ΝΙΚΟΣ ΚΑΒΒΑΔΙΑΣ (1910-1975)
Η μικρή χορεύτρια
Εχτές στο τσίρκο εχόρεψε κάποια μικρή χορεύτρια
ωραία μες στην τσερκέζικη πολεμική στολή1 της.
Κι’ όλοι με λάγνα λαμπερά την εκοιτούσαν μάτια
κι’ όλοι με κρύφια επιθυμιά ποθούσαν το φιλί της.
Κι’ εχόρευε με ρυθμικές κι’ ανάλαφρες κινήσεις
σαν το λουλούδι ετάνυζε2 τη λυγερή της μέση,
ορθώνοντας στα δάκτυλα, ύψωνε το κορμί της,
κι’ ύστερα πάλι ελύγιζε σα νάθελε να πέσει.
Χορεύοντας τραγούδαγε κάποιο γλυκό τραγούδι
σε ξένη γλώσσα, που έλεγε για μακρινές πατρίδες,
για δέντρα, για ψηλά βουνά, για βρύσες κρουσταλλένιες
και γι’ αμαζόνων πόλεμους, για θρύλους, για ηρωίδες.
Και το τραγούδι ετέλειωσε κι’ έπαψε το χορό της
όμως κανείς δεν τόλμησε τα χέρια να χτυπήσει,
όλοι άφωνοι κοιτάζανε τα κόκκινα της χείλη
όπου θριάμβου πρόσκαιρου χαμόγελο είχε ανθίσει.
Μα τη στιγμή που αλάλαξαν απ’ τη συγκίνησή τους
σαν όλους κάποια μυστική φωνή να τους οδήγει,
η όμορφη χορεύτρια με τα βαμμένα χείλη
κάνοντας μιαν απότομη στροφή είχε πια φύγει.
1928
ΕΡΩΤΗΣΕΙΣ
α
α.1. Το ποίημα αφηγείται μια ιστορία. Να την αναδιηγηθείτε συνοπτικά σε μια
παράγραφο. (10 μονάδες)
α.2. Να εντοπίσετε τους στίχους που περιγράφουν τη στάση των θαμώνων και τα
συναισθήματά τους προς τη χορεύτρια. Να σχολιάσετε την εναλλαγή των
συναισθημάτων τους. (15 μονάδες)
ΣΥΝΟΛΟ ΜΟΝΑΔΩΝ : 25
β
β.1. Ο Καββαδίας, θαλασσινός ποιητής και ναυτικός στο επάγγελμα, παρουσιάζει στα
ποιήματά του εικόνες της εξωτικής ποίησης με μακρινά λιμάνια και τη γοητεία της
1
2
η στολή μιας Καυκάσιας φυλής, των Κιρκασίων
ετάνυζε: τέντωνε
περιπέτειας. Να επαληθεύσετε το περιεχόμενο της άποψης αυτής εντοπίζοντας και
σχολιάζοντας στίχους του ποιήματος. (15 μονάδες)
β.2. Στο ποίημα κυριαρχεί η χρήση ονοματικών συνόλων (επίθετο και ουσιαστικό).
Να εντοπίσετε πέντε (5) από αυτά. (10 μονάδες)
ΣΥΝΟΛΟ ΜΟΝΑΔΩΝ : 25