Η προστασία των δικαιωµάτων του παιδιού στη νηπιακή ηλικία. Ο ρόλος του Συνηγόρου του Παιδιού Γιώργος Μόσχος, Βοηθός Συνήγορος του Πολίτη για τα ∆ικαιώµατα του Παιδιού Εισαγωγή Τα δικαιώµατα των ανηλίκων, όπως ορίζονται και περιγράφονται στη ∆ιεθνή Σύµβαση του Ο.Η.Ε. για τα ∆ικαιώµατα του Παιδιού (ν.2101/1992) –παρακάτω αναφερόµενη συνοπτικά ως Σύµβαση– είναι ενιαία, αφορούν όλα ανεξαιρέτως τα παιδιά από 0 ως 18 χρόνων και δεν διακρίνονται ανάλογα µε την ηλικιακή οµάδα στην οποία ανήκει το κάθε παιδί. Υπάρχουν βέβαια επί µέρους δικαιώµατα, που ρυθµίζονται από την εθνική νοµοθεσία, τα οποία συνδέονται µε ειδικότερες ηλικιακές κατηγορίες (π.χ. δικαίωµα προς δικαιοπραξία, δικαιώµατα σχετικά µε την ποινική ευθύνη κ.ά.). Όµως η Σύµβαση δεν κάνει διάκριση σε ηλικιακές οµάδες, αφήνοντας τον εθνικό νοµοθέτη αφενός να εξειδικεύσει ζητήµατα σύµφωνα µε τα ισχύοντα στην κάθε χώρα, και ζητώντας από τον εφαρµοστή του δικαίου, δικαστή ή δηµόσιο λειτουργό, να µεριµνήσει ώστε να µπορέσει να λάβει υπόψη του τις απόψεις του παιδιού «ανάλογα µε την ηλικία και την ωριµότητά του». Αυτό που γίνεται σαφές στο παγκόσµιας αξίας και αναγνώρισης δεσµευτικό νοµικό κείµενο της Σύµβασης, είναι ότι όλα τα παιδιά, από την πρώτη στιγµή που γεννιούνται, αναγνωρίζονται ως υποκείµενα δικαιωµάτων, ενώ στους γονείς και τους ασκούντες την επιµέλεια τους, αναγνωρίζεται µεν το δικαίωµα να επιλέγουν και καθορίζουν την αγωγή των παιδιών τους, όµως τίθενται όρια σχετικά µε την άσκηση αυτού του λειτουργήµατός τους και θεσµοθετείται η δυνατότητα παρέµβασης τρίτων για την προστασία του παιδιού, όταν υπάρχει υπέρβαση ή κατάχρηση των δικαιωµάτων αυτών. Το άρθρο αυτό εστιάζεται στο ζήτηµα της προστασίας των δικαιωµάτων του παιδιού στην βρεφική και νηπιακή ηλικία και απευθύνεται κυρίως σε εργαζόµενους σε νηπιαγωγεία και βρεφονηπιακούς σταθµούς. Στόχος του είναι η ευαισθητοποίηση των παιδαγωγών, έτσι ώστε να γνωρίζουν πότε και πως µπορούν και οφείλουν να ενεργούν µε στόχο την προστασία των δικαιωµάτων των παιδιών, που βρίσκονται υπό την ευθύνη τους. Επίσης, επιδιώκεται η επισήµανση ορισµένων κοµβικών ζητηµάτων σχετικά µε την άσκηση των δικαιωµάτων στην βρεφική και νηπιακή ηλικία, ώστε να περιληφθούν αυτά στο πεδίο της επικοινωνίας και συνεργασίας των παιδαγωγών µε τους γονείς των παιδιών, και να γίνονται οι κατάλληλες παραποµπές, όποτε αυτό ζητείται ή απαιτείται. Συνιστάται σε όλους τους παιδαγωγούς να µελετήσουν µε προσοχή τις προβλέψεις της Σύµβασης αλλά και της εθνικής νοµοθεσίας που σχετίζονται µε την άσκηση του λειτουργήµατός τους, ώστε να είναι προετοιµασµένοι και ενδυναµωµένοι σχετικά µε την αντιµετώπιση ζητηµάτων που σχετίζονται µε την άσκηση δικαιωµάτων των παιδιών που βρίσκονται στην ευθύνη τους. Σηµαντικότατο ζητούµενο βέβαια είναι να παρέχεται διαρκώς στους παιδαγωγούς η κατάλληλη εποπτεία και υποστήριξη, κατά περίπτωση µάλιστα και από τις αρµόδιες ειδικότητες, ώστε το έργο τους να διευκολύνεται και η παρεχόµενη προστασία να είναι προϊόν συνειδητής επιλογής και προσεκτικής προσπάθειας για να διασφαλιστεί σε κάθε περίπτωση το απόλυτο συµφέρον των παιδιών που βρίσκονται στην ευθύνη τους. 1 Στο άρθρο αυτό γίνεται αναγκαστικά συνοπτική αναφορά στα θέµατα που θίγονται και προτείνεται στους αναγνώστες του η συστηµατική προσφυγή στα αρµόδια πρόσωπα για περαιτέρω ενηµέρωση και συµβουλευτική σχετικά µε τους αναγκαίους κατά περίπτωση χειρισµούς. ∆ιευκρινίζεται, ότι ένας / µία παιδαγωγός, όπως και κάθε πολίτης που έχει άµεση αντίληψη παραβίασης δικαιώµατος ενός ανηλίκου, έχει δυνατότητα προσφυγής στον Συνήγορο του Πολίτη / Συνήγορο του Παιδιού, προς τον οποίο χρειάζεται να υποβάλει ενυπόγραφη αναφορά, δίνοντας συγκεκριµένα στοιχεία για την υπόθεση και ζητώντας την διαµεσολάβησή του. Ο Συνήγορος του Πολίτη είναι δηµόσια ανεξάρτητη αρχή που στην αποστολή του περιλαµβάνεται και η προάσπιση και προαγωγή των δικαιωµάτων των ανηλίκων. Λειτουργεί δηλαδή και ως Συνήγορος του Παιδιού. Όταν ο Συνήγορος λάβει µια αναφορά σχετική µε παραβίαση δικαιώµατος ανηλίκου στο δηµόσιο ή και στον ιδιωτικό χώρο, ανάλογα µε την βασιµότητα της αναφοράς και µε το αν εντάσσεται στο πεδίο αρµοδιοτήτων του, µεσολαβεί µε στόχο την προστασία των δικαιωµάτων του παιδιού και την εφαρµογή του νόµου. Αν απαιτείται διεξαγωγή κοινωνικής έρευνας ή παρέµβαση του αρµόδιου εισαγγελέα ανηλίκων ή άλλης υπηρεσίας, ο Συνήγορος απευθύνεται σε αυτούς, διαβιβάζοντας τους σχετική έκθεση. Τα στοιχεία της κάθε υπόθεσης είναι απόρρητα προς τρίτους. Επίσης ο αναφερόµενος µπορεί να ζητήσει να µη δοθούν σε κανέναν τρίτο τα στοιχεία του, αν και αυτό ενδέχεται να εµποδίζει την περαιτέρω διεξαγωγή της έρευνας. Ο Συνήγορος δεν παρεµβαίνει σε υποθέσεις που εκκρεµούν ενώπιον της δικαιοσύνης και σε υπηρεσιακά ζητήµατα. Επίσης δεν παρέχει πληροφορίες, ωστόσο µπορεί να µεσολαβήσει για την διευκρίνιση ενός αµφισβητούµενου ζητήµατος, µε στόχο την άσκηση δικαιώµατος ανηλίκου, ύστερα από σχετικό έγγραφο ερώτηµα που θα του τεθεί, λαµβάνοντας υπόψη του τις προβλέψεις του νόµου, τις διεθνώς θεσπισµένες αρχές και την δεοντολογία αντιµετώπισης των δικαιωµάτων των ανηλίκων. 1. Το απόλυτο συµφέρον του παιδιού Μια θεµελιώδης αρχή που καθιερώνεται από τη Σύµβαση (άρθρο 3) και διαπνέει ολόκληρη τη νοµοθεσία για το παιδί, είναι αυτή που ορίζει ότι «Σε όλες τις αποφάσεις που αφορούν τα παιδιά, είτε αυτές λαµβάνονται από δηµόσιους ή ιδιωτικούς οργανισµούς κοινωνικής προστασίας, είτε από τα δικαστήρια, τις διοικητικές αρχές ή από τα νοµοθετικά όργανα, πρέπει να λαµβάνεται πρώτιστα υπόψη το συµφέρον του παιδιού». Η αρχή αυτή έχει άµεσο αντίκτυπο στην καθηµερινότητα των σχολείων και των βρεφονηπιακών σταθµών, καθώς χρειάζεται να είναι ενσωµατωµένη σε όλες τις αποφάσεις και τις ενέργειες των παιδαγωγών και των διοικήσεων των µονάδων αυτών. Μια αδυναµία βέβαια της αρχής αυτής είναι ότι το «απόλυτο συµφέρον» ορίζεται συχνά υποκειµενικά, εποµένως µπορεί εύκολα να το προσαρµόσει κανείς στα επιθυµητά του µέτρα. Ωστόσο, είναι σηµαντικό να γνωρίζουν οι παιδαγωγοί ότι ενέργειες που αποβλέπουν σε άλλες σκοπιµότητες (π.χ. διοικητικές) χωρίς να λαµβάνουν υπόψη τους το συµφέρον των παιδιών που αφορούν, µπορεί να θεωρηθούν ότι έρχονται σε σύγκρουση µε την Σύµβαση, ενδεχοµένως δε ακόµη και να προσβληθούν ενώπιον της δικαιοσύνης. 2. Το δικαίωµα του παιδιού στην ανάπτυξη και στην φροντίδα από τους γονείς του ή από άλλα πρόσωπα που ασκούν την επιµέλειά του Η Σύµβαση, όπως προαναφέρθηκε, κάνει ρητή αναφορά στα δικαιώµατα των γονέων και των ασκούντων την επιµέλεια των παιδιών και στις ευθύνες τους για την αγωγή και την ανάπτυξη των παιδιών τους (ιδίως στα άρθρα 5, 9 και 18). Παράλληλα όµως καθιερώνει και την υποχρέωση στις κυβερνήσεις των κρατών να παρέχουν βοήθεια και στήριξη στους γονείς κατά την εκτέλεση των καθηκόντων τους για την ανατροφή των 2 παιδιών, και να εξασφαλίζουν στο µέτρο του δυνατού την επιβίωση και την ανάπτυξη τους (άρθρο 6). Οι παιδαγωγοί έρχονται αντιµέτωποι πολύ συχνά µε διάφορες µορφές ελλιπούς φροντίδας των παιδιών από τους γονείς τους ή διαφωνιών µεταξύ των γονέων ή και άλλων προσώπων που µοιράζονται τις ευθύνες των παιδιών – µαθητών τους. Συχνά τίθεται το ερώτηµα: έχει δικαίωµα και / ή υποχρέωση το σχολείο και οι παιδαγωγοί του να παρεµβαίνουν όταν η φροντίδα και η ανάπτυξη ενός παιδιού φαίνεται να είναι παραµεληµένη; Τι ενέργειες µπορούν και πρέπει να κάνουν σε αυτές τις περιπτώσεις; Για τα θέµατα της φροντίδας και της υγιούς ανάπτυξης των νηπίων που φοιτούν σε νηπιαγωγεία και παιδικούς σταθµούς, θα πρέπει να τονιστεί ότι οι παιδαγωγοί έχουν όχι µόνο δικαίωµα, αλλά και υποχρέωση να ενεργούν για το συµφέρον και την προστασία τους, και όποτε διαπιστώνουν έλλειψη φροντίδας από τα πρόσωπα που είναι κατά νόµο επιφορτισµένα µε αυτή, θα πρέπει να κινητοποιούνται για την προστασία των δικαιωµάτων των παιδιών. Οι ενέργειες των παιδαγωγών για θέµατα κακής άσκησης της επιµέλειας δεν προβλέπονται σε κάποιο νόµο ή εγκύκλιο, όπως συµβαίνει µε τις περιπτώσεις της ενδοοικογενειακής βίας που θα θίξουµε παρακάτω. Ωστόσο, επισηµαίνεται ότι οι παιδαγωγοί θα πρέπει να ενεργούν έχοντας αφενός υπόψη τους ότι οφείλουν να µεριµνούν γενικότερα για τον συµφέρον και την διασφάλιση της ψυχοσωµατικής υγείας των παιδιών που βρίσκονται στην ευθύνη τους, αφετέρου δε ότι δυνατότητες προσφυγής στα κατάλληλα πρόσωπα προστασίας των παιδιών παρέχονται από το ισχύον δίκαιο. Συγκεκριµένα, το άρθρο 1532 του Αστικού Κώδικα (Οικογενειακό ∆ίκαιο) αναφέρει ότι : «Αν ο πατέρας ή η µητέρα παραβαίνουν τα καθήκοντα που τους επιβάλλει το λειτούργηµά τους για την επιµέλεια του προσώπου του τέκνου» ή «αν ασκούν το λειτούργηµα αυτό καταχρηστικά και δεν είναι σε θέση να ανταποκριθούν σε αυτό, το δικαστήριο µπορεί, εφόσον το ζητήσουν ο άλλος γονέας ή πλησιέστεροι συγγενείς του τέκνου, ο εισαγγελέας ή αυτεπαγγέλτως, να διατάξει οποιοδήποτε πρόσφορο µέτρο». Το δικαστήριο µπορεί να αφαιρέσει από τον ένα γονέα την άσκηση της γονικής µέριµνας και να την αναθέσει αποκλειστικά στον άλλο ή να αναθέσει την πραγµατική φροντίδα του τέκνου ή ακόµη και την επιµέλειά του ολικά ή µερικά σε τρίτον ή και να του διορίσει επίτροπο. Αντίστοιχες ενέργειες προβλέπεται ότι µπορεί να λάβει προσωρινά και ο εισαγγελέας. Η δυνατότητα που παρέχει ο νόµος στην δικαιοσύνη να ενεργεί αυτεπαγγέλτως στις περιπτώσεις αυτές, σηµαίνει ότι ο εισαγγελέας ή το δικαστήριο µπορεί να ενεργήσει ακόµη και αν πληροφορηθεί τα γεγονότα (της κακής άσκησης της επιµέλειας) από οποιονδήποτε. Με βάση τα παραπάνω, είναι πολύ σηµαντικό να κατανοήσουν οι παιδαγωγοί ότι οι εισαγγελείς ανηλίκων, εκτός από τις αρµοδιότητες τους κατά την ποινική δικονοµία (άσκηση διώξεων σε βάρος ανηλίκων δραστών), έχουν ευθύνες και στο πεδίο του αστικού δικαίου και κυρίως όσο αφορά την προστασία των ανηλίκων των οποίων οι γονείς ή κηδεµόνες δεν φροντίζουν σωστά, όπως επιβάλλει το λειτούργηµά τους. Συνιστάται λοιπόν στους παιδαγωγούς, σε περιπτώσεις που παρατηρούν ότι τα παιδιά τυγχάνουν παραµέλησης ή πληµµελούς φροντίδας, κατ’ αρχήν να δοκιµάζουν ήπιες παρεµβάσεις προς τους γονείς των παιδιών, που έχουν την άµεση ευθύνη της διαπαιδαγώγησης και της φροντίδας τους, υπενθυµίζοντας τους τις υποχρεώσεις τους και ενηµερώνοντας τους ότι αν επιθυµούν µπορούν και να ζητήσουν την βοήθεια µιας κοινωνικής ή συµβουλευτικής υπηρεσίας, προκειµένου να λάβουν βοήθεια για την άσκηση του γονεϊκού τους ρόλου. Σε περίπτωση όµως που οι γονείς δεν ανταποκρίνονται σε τέτοιες παραινέσεις, οι παιδαγωγοί έχουν δικαίωµα να ενηµερώσουν µέσω της/του προϊσταµένης/ου της µονάδας, τον αρµόδιο εισαγγελέα ανηλίκων, για σοβαρά ζητήµατα κακής άσκησης της επιµέλειας, προκειµένου να ληφθούν τα απαραίτητα αστικής φύσης µέτρα. Πριν προχωρήσει ένα σχολείο σε µια 3 τέτοια ενέργεια, είναι καλό να ζητήσει την συνδροµή του αρµόδιου σχολικού συµβούλου. Το ερώτηµα που τίθεται από ορισµένους παιδαγωγούς είναι αν είναι νοµικά υποχρεωµένοι να ενεργήσουν προς τις εισαγγελικές αρχές, σε σοβαρές περιπτώσεις διαπίστωσης κακής άσκησης της επιµέλειας, αν θα έχουν συνέπειες σε περίπτωση που δεν το πράξουν και αν, σε περίπτωση που το πράξουν, µια τέτοια ενέργεια µπορεί να τους δηµιουργήσει νέες υποχρεώσεις ή προβλήµατα µε τους γονείς. Η ελληνική νοµοθεσία δεν περιλαµβάνει ρητή διάταξη για το ζήτηµα αυτό, ωστόσο θα µπορούσαµε να υποστηρίξουµε ότι είναι υποχρέωση των παιδαγωγών, που απορρέει τόσο από τον θεσµικό τους ρόλο όσο και από την ∆ιεθνή Σύµβαση για τα ∆ικαιώµατα του Παιδιού, να παρακολουθούν την ανάπτυξη των νηπίων που έχουν στην ευθύνη τους και να ενεργούν προς το συµφέρον τους, όταν διαπιστώνουν ότι οι συνθήκες διαβίωσης και διαπαιδαγώγησής τους έρχονται σε σύγκρουση µε την υποχρέωση των ασκούντων την επιµέλειά τους να τους παρέχουν την αναγκαία για την ευηµερία τους προστασία και φροντίδα. Εποµένως, κατ’ αρχήν οι παιδαγωγοί οφείλουν να ενεργούν ενηµερώνοντας τους ίδιους τους γονείς, και εφόσον αυτοί δεν ανταποκρίνονται, η προσφυγή στις αρµόδιες εισαγγελικές αρχές αποτελεί µια δυνατότητα, χωρίς όµως να υπάρχουν συγκεκριµένες κυρώσεις και συνέπειες σε περίπτωση που δεν το πράξουν. Η ενδεχόµενη προσφυγή του σχολείου προς την εισαγγελική αρχή δεν συνεπάγεται εµπλοκή σε ποινικές διαδικασίες διότι πρόκειται απλά για µια ενηµέρωση που θα αξιολογηθεί και διερευνηθεί από την δικαστική αρχή µε στόχο την λήψη µέτρων αστικής φύσης. Τέλος, ένα συναφές ζήτηµα που µπορεί να αναφερθεί εδώ είναι αυτό που αφορά την καθυστερηµένη παραλαβή των παιδιών από τους γονείς τους µετά την λήξη του προγράµµατος του σχολείου. Παρατηρείται δυστυχώς σε αρκετές περιπτώσεις νήπια να παραλαµβάνονται κατ’ εξακολούθηση καθυστερηµένα, γεγονός που ορισµένες φορές µπορεί να οφείλεται σε παράγοντες σχετικούς µε την εργασία των γονέων τους, όµως προκαλεί ιδιαίτερη αναστάτωση και συνέπειες στην προσωπική ζωή των παιδαγωγών. Από την οπτική του συµφέροντος του παιδιού, είναι σκόπιµο να γίνεται ξεκάθαρη συνεννόηση µε τους γονείς µε τους οποίους να συµφωνείται εγγράφως για τέτοιες περιπτώσεις εναλλακτικό πρόσωπο παράδοσης του παιδιού. Αν το πρόσωπο αυτό είναι ανήλικο, όπως µεγάλο αδελφάκι, το σχολείο θα πρέπει να κρίνει ύστερα από συνάντηση µαζί του και τους γονείς αν πράγµατι έχει την ωριµότητα και ικανότητα να αναλάβει µια τέτοια ευθύνη. Εφόσον οι γονείς συστηµατικά παραβιάζουν την υποχρέωσή τους να παραλαµβάνουν εγκαίρως τα τέκνα τους, χωρίς να έχουν ορίσει εναλλακτικό πρόσωπο για τις περιπτώσεις που έχουν κώλυµα, θα πρέπει να τεθεί υπόψη τους ότι το σχολείο / ο βρεφονηπιακός σταθµός µπορεί να προσφύγει ακόµη και στην εισαγγελική αρχή, θεωρώντας αυτή την συµπεριφορά τους ως παραβίαση των γονεϊκών καθηκόντων τους, καθώς µετά την λήξη της λειτουργίας του σχολείου ή του σταθµού, δεν υφίσταται υποχρέωση των παιδαγωγών για φροντίδα των παιδιών που φοιτούν σε αυτό. Πάντως, σε έκτακτες περιπτώσεις καθυστέρησης γονέων θα πρέπει από τους παιδαγωγούς να επιδεικνύεται ιδιαίτερη ευαισθησία σχετικά µε την αντιµετώπιση του παιδιού. Παράδοση σε άγνωστους τρίτους ενέχει σοβαρούς κινδύνους, ενώ παράδοση στο αστυνοµικό τµήµα, και µάλιστα χωρίς προηγούµενη συνεννόηση και συνεργασία σχετικά µε τις συνθήκες που γίνεται κάτι τέτοιο, είναι δυνατό να προκαλέσει πολύ σοβαρή αναστάτωση και βλάβη στο παιδί και για το λόγο αυτό είναι σκόπιµο να αποφεύγεται. 3. Τα δικαιώµατα των παιδιών µε χωρισµένους γονείς Συχνά οι βρεφονηπιακοί σταθµοί και τα νηπιαγωγεία βρίσκονται σε αµηχανία σχετικά µε την αντιµετώπιση των γονέων που δεν έχουν την επιµέλεια των παιδιών τους, ειδικά 4 µάλιστα όταν ο γονέας που έχει νόµιµα την επιµέλεια δίνει οδηγίες ή εντολές σχετικά µε την αντιµετώπιση του άλλου γονέα. Οι παιδαγωγοί αναρωτούνται σε ποιο βαθµό οφείλουν να «πειθαρχήσουν» σε αυτές τις εντολές και τι δικαιώµατα έχει ο γονέας που δεν ασκεί την επιµέλεια και βέβαια ποια στάση τους θα είναι προς το συµφέρον και σύµφωνα µε τα δικαιώµατα των ίδιων των παιδιών. Η Σύµβαση αναφέρεται ρητά (άρθρο 9) στο δικαίωµα του παιδιού «που ζει χωριστά από τους δύο γονείς του ή από τον έναν από αυτούς να διατηρεί κανονικά προσωπικές σχέσεις και να έχει άµεση επαφή µε τους δύο γονείς του, εκτός εάν αυτό είναι αντίθετο µε το συµφέρον του παιδιού». ∆ιευκρινίζεται ότι κατά το Ελληνικό δίκαιο, όταν διαρρηγνύεται η σχέση µεταξύ των γονέων, στις περισσότερες περιπτώσεις ανατίθεται µε δικαστική απόφαση ή συµφωνητικό σε ένα εξ αυτών η επιµέλεια, ενώ ο άλλος γονιός διατηρεί µέρος της γονικής µέριµνας που αφορά την εκπροσώπηση και την διαχείριση της περιουσίας του παιδιού, ορίζεται δε το πλαίσιο της άσκησης της επικοινωνίας του µε το παιδί. Τονίζεται εδώ ότι οι δικαστικές αποφάσεις σχετικά µε τον προσδιορισµό του χρόνου επικοινωνίας µε τον γονέα που δεν µένει µαζί του το παιδί, δεν δεσµεύουν το σχολείο αλλά τους δύο γονείς στην µεταξύ τους σχέση. Εποµένως δεν περιορίζεται από µια τέτοια απόφαση το δικαίωµα του γονέα που δεν ασκεί την επιµέλεια να επισκέπτεται το σχολείο, να ενηµερώνεται σχετικά µε το παιδί του και να έχει περιστασιακή επικοινωνία µαζί του. Οι παιδαγωγοί θα πρέπει απλώς να µεριµνούν ώστε οποιαδήποτε διαµάχη µεταξύ των γονέων να µένει κατά το δυνατό έξω από το σχολείο, και η επικοινωνία των γονέων µε τα παιδιά τους να µην παρακωλύει ή ανατρέπει την εκπαιδευτική διαδικασία αλλά και να µη διαταράσσει την συναισθηµατική τους κατάσταση. Επίσης, σε περιπτώσεις που ο γονέας που έχει την επιµέλεια προσκοµίζει στο σχολείο δικαστική απόφαση που απαγορεύει τελείως την επικοινωνία του άλλου γονέα µε το παιδί του ή προσδιορίζει ειδικούς όρους που αυτή µπορεί να γίνεται (π.χ. παρουσία κοινωνικού λειτουργού ή του άλλου γονέα), το σχολείο θα πρέπει να την λαµβάνει υπόψη του. Τέλος, η παραλαβή των νηπίων από το σχολείο γίνεται από τον ασκούντα την επιµέλεια ή άλλο πρόσωπο που αυτός ορίζει µε γραπτή του δήλωση. Αν δεν έχει προσκοµιστεί στο σχολείο απόφαση ή συµφωνητικό σχετικά µε την ανάθεση της επιµέλειας προσωρινά ή µόνιµα στον ένα από τους δύο γονείς, τότε το σχολείο / ο σταθµός µπορεί να παραδίδει το παιδί σε οποιονδήποτε από τους δύο. 4. Το δικαίωµα στην εκπαίδευση – Ζητήµατα σχετικά µε την υποχρεωτική εκπαίδευση Όπως είναι γνωστό, ο νόµος στην Ελλάδα καθιερώνει υποχρέωση εγγραφής και φοίτησης στο νηπιαγωγείο για όλα τα παιδιά που την 31η ∆εκεµβρίου συµπληρώνουν το 5ο έτος ηλικίας τους (άρθρο 73 παρ. 1 του Ν. 3518/2006). Σε αυτές τις περιπτώσεις έχει εφαρµογή το δεύτερο εδάφιο της παρ. 3 του άρθρου 2 του ν.1566/1985 που αναφέρει ότι «όποιος έχει την επιµέλεια του προσώπου του ανηλίκου και παραλείπει την εγγραφή ή την εποπτεία του ως προς τη φοίτηση τιµωρείται σύµφωνα µε το άρθρο 458 του Ποινικού Κώδικα», στο οποίο προβλέπεται επιβολή προστίµου. Επιπλέον, µε το Π.∆. 161/2000 µεταβιβάζεται στο Νοµάρχη η αρµοδιότητα επιβολής κυρώσεων στους γονείς και κηδεµόνες που δεν εγγράφουν τα παιδιά τους στο σχολείο και αµελούν για την τακτική φοίτησή τους. Ουσιαστικά η σοβαρότερη απειλή για ένα γονέα που δεν µεριµνά για την εγγραφή και τακτική φοίτηση του παιδιού του είναι η δυνατότητα που έχει ο εισαγγελέας ανηλίκων να τον ελέγξει για κακή άσκηση της επιµέλειας, παράλληλα µε την οποιαδήποτε τυχόν επιβολή προστίµου. Για να συµβεί αυτό βέβαια θα πρέπει η εισαγγελική αρχή να ενηµερωθεί αρµοδίως. Πως όµως µπορεί να γίνει αυτό; Σύµφωνα µε τις διατάξεις της παρ.2, του άρθρου 11 του Π.∆. 201/1998, «Όταν ο µαθητής απουσιάζει αδικαιολόγητα και οι γονείς ή ο 5 κηδεµόνας τους δεν επικοινωνούν µε το σχολείο, παρά τις ειδοποιήσεις, αναζητείται η οικογένεια του µέσω της δηµοτικής ή αστυνοµικής αρχής. Στις περιπτώσεις που η αναζήτηση δεν φέρει αποτέλεσµα, αναφέρεται η διακοπή της φοίτησης στον αρµόδιο Προϊστάµενο ∆lνσης ή Γραφείου Α/θµιας Εκπ/σης, ο οποίος αναζητά το µαθητή σε όλα τα σχολεία του νοµού και, εν συνεχεία, η αρµόδια Υπηρεσία του ΥΠ.Ε.Π.Θ. αναζητά το µαθητή σε όλα τα σχολεία της χώρας.» Η πρόβλεψη αυτή αφορά την αναζήτηση της οικογένειας του µαθητή που απουσιάζει αδικαιολόγητα από το σχολείο. Αν και δεν κατονοµάζεται ρητά στην παραπάνω πρόβλεψη, στις αρµοδιότητες της δηµοτικής ή αστυνοµικής αρχής περιλαµβάνεται ο έλεγχος των ευθυνών των γονέων για την µη φοίτηση του απουσιάζοντος µαθητή και η ενηµέρωσή τους για τις νόµιµες συνέπειες. Συνιστάται λοιπόν η διεύθυνση του σχολείου από το οποίο απουσιάζει αδικαιολόγητα ο µαθητής, εφόσον δεν ανταποκρίνονται οι γονείς, να ενηµερώνει γραπτώς την αρµόδια κοινωνική υπηρεσία της τοπικής αυτοδιοίκησης, η οποία θα διεξάγει σχετική έρευνα και θα καθοδηγήσει τους γονείς ή, αν το κρίνει σκόπιµο, θα ενηµερώσει τον αρµόδιο εισαγγελέα ανηλίκων. Σε περίπτωση που το σχολείο έχει ενδείξεις για σοβαρή διακινδύνευση ή παραµέληση του παιδιού, µπορεί να επικοινωνεί απ’ ευθείας µε την εισαγγελία ανηλίκων, διαβιβάζοντας σε αυτήν σχετική ενηµερωτική έκθεση. Ένα άλλο ερώτηµα σχετικά µε την εγγραφή και φοίτηση των νηπίων είναι το ζήτηµα της προσκόµισης ελλιπών δικαιολογητικών σε σχέση µε τα απαιτούµενα από το νόµο. Μπορεί ένα σχολείο να αρνηθεί την εγγραφή και φοίτηση σε µαθητή που οι γονείς του δεν έχουν προσκοµίσει όλα τα προβλεπόµενα δικαιολογητικά (πιστοποιητικό γέννησης, υπεύθυνη δήλωση γονέα, βεβαίωση κατοικίας, βιβλιάριο υγείας); Το ερώτηµα τίθεται ιδιαίτερα σε σχέση µε αλλοδαπούς µαθητές που δεν διαθέτουν πιστοποιητικό γέννησης. ∆ιευκρινίζεται ότι σύµφωνα µε το άρ. 72 του Ν. 3386/2005: «Κατ` εξαίρεση, µε ελλιπή δικαιολογητικά µπορεί να εγγράφονται στα δηµόσια σχολεία και τέκνα υπηκόων τρίτων χωρών, εφόσον: α. Προστατεύονται από το ελληνικό κράτος µε την ιδιότητα του πρόσφυγα και όσων τελούν υπό την προστασία της Ύπατης Αρµοστείας των Ηνωµένων Εθνών. β. Προέρχονται από περιοχές, στις οποίες επικρατεί έκρυθµη κατάσταση. γ. Έχουν υποβάλει αίτηση για τη χορήγηση ασύλου. δ. Είναι υπήκοοι τρίτων χωρών που διαµένουν στην Ελλάδα, ακόµη και αν δεν έχει ρυθµισθεί η νόµιµη διαµονή τους σε αυτήν». Πάντως, το δικαίωµα των παιδιών στην σχολική φοίτηση, ιδίως κατά την περίοδο της υποχρεωτικής εκπαίδευσης, θα πρέπει να λαµβάνεται ιδιαίτερα υπόψη, στις περιπτώσεις που οι γονείς αµελούν να προσκοµίσουν κάποιο από τα προβλεπόµενα δικαιολογητικά, η δε παράλειψη αυτή θα πρέπει να επιφέρει ενδεχοµένως συνέπειες στους γονείς, αλλά όχι στα ίδια τα παιδιά, οδηγώντας τα στην στέρηση του δικαιώµατος τους να φοιτούν στο νηπιαγωγείο. 5. Το δικαίωµα στην υγεία – ∆ικαιώµατα των παιδιών µε αναπηρίες και ειδικές εκπαιδευτικές ανάγκες Το δικαίωµα όλων των παιδιών να έχουν πρόσβαση σε υπηρεσίες υγείας, που καθιερώνεται και από την Σύµβαση (άρθρο 24) σχετίζεται άµεσα και έµµεσα µε το ρόλο των παιδαγωγών σε νηπιαγωγεία και βρεφονηπιακούς σταθµούς. Πολλές φορές συµβαίνει τα παιδιά να έχουν ανάγκη περίθαλψης λόγω εκτάκτων ζητηµάτων της υγείας τους ενώ βρίσκονται στο σχολείο / παιδικό σταθµό. Σε αυτές τις περιπτώσεις καθήκον του σχολείου είναι να ειδοποιεί άµεσα τους γονείς αλλά και να ενεργεί για την προστασία του παιδιού µέχρι να επιληφθεί ο γονέας του ζητήµατος, αν τούτο απαιτείται (π.χ. σε περιπτώσεις τραυµατισµών ή εκτάκτων επεισοδίων). Το σχολείο λοιπόν θα πρέπει να είναι σε θέση ακόµη και να φροντίσει για την µεταφορά και συνοδεία ενός παιδιού σε νοσοκοµείο, αν υπάρχει τέτοια ανάγκη, σε συνεργασία µε τις αρµόδιες υπηρεσίες άµεσης βοήθειας (ΕΚΑΒ). Ζήτηµα γεννάται πολλές φορές µε 6 χρόνια προβλήµατα υγείας βρεφών και νηπίων, τα οποία οι παιδαγωγοί δεν έχουν τις κατάλληλες γνώσεις και ειδίκευση να αντιµετωπίσουν. Στις περιπτώσεις κατά τις οποίες απαιτείται η χορήγηση φαρµάκου µε εξειδικευµένες πράξεις π.χ. σε ενέσιµη µορφή, ιδίως σε ειδικού τύπου ασθένειες (π.χ. ζαχαρώδη διαβήτη, επιληψία), προτείνεται να δίνεται άδεια στους γονείς ή σε άλλο πρόσωπο που αυτοί επιλέγουν να εισέρχεται στο σχολείο για την πραγµατοποίηση της πράξης αυτής. Παράλληλα ωστόσο είναι σκόπιµο οι παιδαγωγοί να επιµορφώνονται για την παροχή πρώτων βοηθειών σε παιδιά που έχουν ανάγκη, και να τους παρέχεται δυνατότητα προσφυγής σε κατάλληλο νοσηλευτικό / ιατρικό προσωπικό για περιπτώσεις εκτάκτων περιστατικών. Σε κάθε περίπτωση, χρόνιες ασθένειες δεν θα πρέπει να είναι λόγος για τον αποκλεισµό της φοίτησης των παιδιών ή της συµµετοχής τους σε παιδαγωγικές δραστηριότητες. Η Σύµβαση περιλαµβάνει ειδικές διατάξεις για το δικαίωµα των παιδιών µε αναπηρίες, ιδίως στο άρθρο 23, στο οποίο µεταξύ άλλων αναφέρεται ότι «…τα πνευµατικώς ή σωµατικώς ανάπηρα παιδιά πρέπει να διάγουν πλήρη και αξιοπρεπή ζωή, σε συνθήκες οι οποίες εγγυώνται την αξιοπρέπειά τους, ευνοούν την αυτονοµία τους και διευκολύνουν την ενεργό συµµετοχή τους στη ζωή του συνόλου». Στις υποχρεώσεις των κρατών είναι να παρέχουν δυνατότητα ένταξης σε βρεφονηπιακούς σταθµούς και σε παιδιά µε αναπηρίες και αυτό γίνεται στον βαθµό που τα κατά τόπους νοµικά πρόσωπα µπορούν να εξασφαλίσουν τις κατάλληλες συνθήκες και τα περιβάλλοντα για την φροντίδα των παιδιών αυτών. Ως προς τα νηπιαγωγεία η φοίτηση των παιδιών µε αναπηρίες ή ειδικές εκπαιδευτικές ανάγκες ρυθµίζονται αναλυτικά από το ν. 3699/2008, ο οποίος καθιερώνει την υποχρέωση της σχολικής φοίτησης και για τα παιδιά µε αναπηρίες. Για την διάγνωση των ειδικών εκπαιδευτικών αναγκών και την υποστήριξη των οικογενειών τους έχουν θεσµοθετηθεί τα Κέντρα ∆ιαφοροδιάγνωσης, ∆ιάγνωσης και Υποστήριξης Ειδικών Εκπαιδευτικών Αναγκών (ΚΕ∆∆Υ) που λειτουργούν σε όλες τις εκπαιδευτικές περιφέρειες της χώρας. Στο πλαίσιο αυτού του άρθρου είναι σηµαντικό να αναφερθεί ότι σε περιπτώσεις που ανιχνεύονται από τους εκπαιδευτικούς ειδικές εκπαιδευτικές ανάγκες των µαθητών τις οποίες οι γονείς τους δυσκολεύονται ή αρνούνται να παραδεχθούν, θα πρέπει µε κάθε δυνατό τρόπο, αξιοποιώντας και τη συνδροµή των σχολικών συµβούλων γενικής και ειδικής αγωγής, να παροτρύνονται οι γονείς να απευθύνονται στα ΚΕ∆∆Υ για ειδική αξιολόγηση των µαθητών και υποστήριξη τους, είτε στο πλαίσιο της µονάδας που φοιτούν είτε µε ένταξη σε κατάλληλη Σχολική Μονάδα Ειδικής Αγωγής και Εκπαίδευσης. Το δικαίωµα του παιδιού µε ειδικές εκπαιδευτικές ανάγκες επιβάλλει να γίνεται έγκαιρη διάγνωση των αναγκών του και υποστήριξη στο εκπαιδευτικό πλαίσιο στο οποίο είναι ενταγµένο. Για να επιτευχθεί αυτό χρειάζεται να υπάρχει στενή συνεργασία µε τους γονείς του και ανάληψη εκ µέρους τους όλων των αναγκαίων πρωτοβουλιών. Για αυτό θα πρέπει να γίνει σαφές στους γονείς ότι ενδεχόµενη παραµέληση της ευθύνης τους για την αξιολόγηση των τέκνων τους, ενδέχεται να συνιστά πληµµελή άσκηση του γονεϊκού τους ρόλου, µε τις συνέπειες που προβλέπονται στον αστικό κώδικα και αναφέρθηκαν πιο πάνω. 6. Το δικαίωµα προστασίας από οποιαδήποτε µορφή διάκρισης Το δικαίωµα αυτό καθιερώνεται ρητά από τη Σύµβαση στο άρθρο 2, αλλά διαπνέει και όλη την φιλοσοφία των ∆ικαιωµάτων του Παιδιού. Είναι πολύ σηµαντικό οι παιδαγωγοί να έχουν συνείδηση της έµπρακτης άσκησης του δικαιώµατος αυτού, αλλά και να βοηθούν τα ίδια τα παιδιά και τους γονείς τους να το κατανοούν και να το εφαρµόζουν στην πράξη. Οποιοσδήποτε διαχωρισµός της παιδαγωγικής αντιµετώπισης των παιδιών στο σχολείο ή τον παιδικό σταθµό, δεν µπορεί να λαµβάνει χώρα για κανένα άλλο λόγο, παρά µόνο για λόγους ανταπόκρισης σε ειδικές εκπαιδευτικές 7 ανάγκες των παιδιών και πρέπει να γίνεται µε τέτοιο τρόπο που να µην οδηγεί σε στιγµατισµό, αποκλεισµό ή παράνοµη διακριτική µεταχείριση των παιδιών. Βέβαια, σε αρκετές περιπτώσεις προβάλλεται ιδιαίτερα από ορισµένους γονείς το δικαίωµα των παιδιών να µη επιβαρύνονται οι συνθήκες φοίτησής τους εξ αιτίας της παρουσίας στην τάξη παιδιών µε ιδιαιτερότητες συµπεριφοράς, επιθετικότητα, ή αν υπάρχουν φόβοι για µεταδοτικά νοσήµατα. Επίσης γονείς αντιδρούν ορισµένες φορές όταν οι παιδαγωγοί χρειάζεται να δώσουν ιδιαίτερο χρόνο για την υποστήριξη της εκπαιδευτικής συµµετοχής παιδιών µε αναπηρίες ή παιδιών µεταναστών και µειονοτήτων που έχουν ανάγκη προσαρµογής. Η απάντηση σε τέτοιου είδους αντιδράσεις θα πρέπει να βασίζεται στην υποχρέωση που έχει κάθε προνοιακή και εκπαιδευτική µονάδα να ανταποκρίνεται στο σύνολο των αναγκών των παιδιών που έχουν δικαίωµα να εντάσσονται σε αυτές, αναζητώντας τρόπους ώστε να υποστηρίζεται η ισότιµη συµµετοχή όλων των παιδιών, στις δε περιπτώσεις που χρειάζεται ειδική υποστηρικτική παρέµβαση, αυτή είναι ανάµεσα στα καθήκοντα των παιδαγωγών, µε αξιοποίηση όλων των διαθέσιµων βοηθηµάτων της Πολιτείας. 7. Το δικαίωµα στην ελεύθερη έκφραση της γνώµης Παρόλο που τα παιδιά στη βρεφική και νηπιακή ηλικία θεωρούνται από πολλούς ανώριµα στο να εκφράζουν τις απόψεις τους και να κάνουν επιλογές που αφορούν την προσωπική τους ζωή, οι παιδαγωγοί θα πρέπει να έχουν διαρκώς υπόψη τους ότι το δικαίωµα του παιδιού για ελεύθερη έκφραση της γνώµης του αλλά και γενικότερα έκφρασης µέσα από το γραπτό, προφορικό λόγο, καλλιτεχνική ή άλλη δραστηριότητα (που καθιερώνεται ιδίως από τα άρθρα 12 και 13 της Σύµβασης), αφορά όλα ανεξαιρέτως τα παιδιά και χρειάζεται να καλλιεργείται και να ασκείται από τις πολύ µικρές ηλικίες. Για τον λόγο αυτό είναι απαραίτητο να υπάρχουν διαδικασίες συζήτησης, εκπαίδευσης στην έκφραση αλλά και στην ακρόαση των απόψεων των άλλων παιδιών και λήψης αποφάσεων σε οµαδικό επίπεδο. Είναι πολύ σηµαντικό τα παιδιά να µάθουν από νωρίς ότι έχουν δικαίωµα να εκφράζουν τις απόψεις τους, σεβόµενα τα δικαιώµατα και την υπόληψη των άλλων παιδιών, αλλά επίσης ότι οι ενήλικοι που έχουν την ευθύνη τους, γονείς και εκπαιδευτικοί, είναι τελικά υπεύθυνοι για την λήψη των αποφάσεων που θα διασφαλίζουν την υγιή τους ανάπτυξη και την προστασία τους από κινδύνους ή από παραβιάσεις δικαιωµάτων τους. 8. Το δικαίωµα στην προστασία από κάθε µορφή βίας Η προστασία των παιδιών από κάθε µορφή βίας είναι υποχρέωση του κράτους που προκύπτει –µεταξύ άλλων- από την ∆ιεθνή Σύµβαση για τα ∆ικαιώµατα του Παιδιού. Ειδικότερα, το άρθρο 19 της Σύµβασης προβλέπει ότι: « Τα Συµβαλλόµενα Κράτη λαµβάνουν όλα τα κατάλληλα νοµοθετικά, διοικητικά, κοινωνικά και εκπαιδευτικά µέτρα, προκειµένου να προστατεύσουν το παιδί από κάθε µορφή βίας, προσβολής ή βιαιοπραγιών σωµατικών ή πνευµατικών, εγκατάλειψης ή παραµέλησης, κακής µεταχείρισης ή εκµετάλλευσης, συµπεριλαµβανόµενης της σεξουαλικής βίας, κατά το χρόνο που βρίσκεται υπό την επιµέλεια των γονέων του ή του ενός από τους δύο, του ή των νοµίµων εκπροσώπων του ή οποιουδήποτε άλλου προσώπου στο οποίο το έχουν εµπιστευθεί.» Οι µορφές βίας που πλήττουν τα παιδιά στις µέρες µας είναι πολλές. Σωµατική, λεκτική, ψυχολογική, σεξουαλική. ∆εν θα πρέπει να µας διαφεύγουν και άλλες µορφές βίας, όπως η συστηµική (που ασκείται µέσα από τα ίδια τα συστήµατα, π.χ. το σχολείο, τα ιδρύµατα, τα ψυχιατρεία, κ.α.), η οπτική και η συµβολική βία (που ασκείται µέσα από την έκθεση σε εικόνες βίας, είτε στο περιβάλλον του παιδιού είτε µέσα από την τηλεόραση και πολλά σύγχρονα βιντεοπαιχνίδια). 8 Οι παιδαγωγοί θα πρέπει να είναι ενήµεροι ότι υπάρχουν κάποιες ευάλωτες οµάδες παιδιών που πλήττονται ιδιαίτερα από ορισµένες µορφές βίας και αδυνατούν να προστατεύσουν τον εαυτό τους και δεν έχουν επαρκή προστασία από άλλους. Η βία βιώνεται εντονότερα από τα παιδιά που έχουν παράλληλα άλλα δύσκολα συµβάντα ή καταστάσεις στην ζωή τους, όπως ο χωρισµός των γονέων τους, η φτώχεια, η ανεργία, η µετανάστευση, η κακή στέγαση, ασθένειες και θάνατοι συγγενών, κ.λ.π. Ιδιαίτερα σηµαντικό για τους παιδαγωγούς είναι να µπορούν να αναγνωρίζουν ότι ένα παιδί έχει υπάρξει θύµα βίας, είτε στην οικογένεια είτε από συνοµηλίκους του ή άλλους. Υπάρχουν πολλά βοηθήµατα, στα οποία οι παιδαγωγοί µπορούν να προστρέξουν για τις ενδείξεις σχετικά µε το αν ένα παιδί κακοποιείται. Σε κάθε περίπτωση, αν οι παιδαγωγοί υποψιάζονται ή λαµβάνουν πληροφορίες σχετικά µε την άσκηση βίας σε βάρος νηπίων στο σπίτι, στο σχολείο ή αλλού, θα πρέπει να ζητήσουν τη συνδροµή σχολικών συµβούλων, προκειµένου να διαχειριστούν µε το δέοντα τρόπο την κατάσταση αυτή. Εφόσον υπάρχουν σοβαρές ενδείξεις ή πληροφορίες ότι ένα παιδί κακοποιείται, οι παιδαγωγοί θα πρέπει να αναφέρουν το γεγονός στους προϊστάµενους ή συµβούλους τους και όχι να το αποσιωπήσουν. Είναι σηµαντικό να αναπτυχθεί συνείδηση στους παιδαγωγούς ότι οποιαδήποτε παρέµβαση σε περιστατικά εκδήλωσης βίας στο χώρο του σχολείου ή για την διαχείριση πληροφοριών σχετικά µε την άσκηση βίας σε βάρος µαθητών εκτός του σχολείου, απαιτεί µια προηγούµενη στενή σχέση συνεργασίας και εµπιστοσύνης µεταξύ εκπαιδευτικών και µαθητών. Επί πλέον η διαρκής συνεργασία µεταξύ των εκπαιδευτικών και η διαµόρφωση στενών σχέσεων και τακτικής επικοινωνίας µε τους γονείς αυξάνουν την δυνατότητα ουσιαστικής παρέµβασης για την αντιµετώπιση κρίσεων ή προβληµάτων που προκύπτουν στην ζωή των µαθητών, σχετικά µε την άσκηση των δικαιωµάτων τους. Ως προς την αντιµετώπιση της ενδοοικογενειακής βίας και την διαχείριση των σχετικών πληροφοριών που τίθενται υπόψη των παιδαγωγών, είναι σηµαντικό να ληφθούν υπόψη οι προβλέψεις του νόµου αλλά και να υπάρξει µια µεθοδευµένη παιδαγωγική και υποστηρικτική παρέµβαση των επαγγελµατιών απέναντι στα παιδιά που βιώνουν συναφή προβλήµατα και τις οικογένειές τους. Ο Ποινικός Κώδικας έχει σειρά προβλέψεων για αδικήµατα άσκησης σωµατικής βίας και πρόκλησης σωµατικής βλάβης σε βάρος ανηλίκων, ασέλγειας σε βάρος ανηλίκων, πορνογραφίας, παραµέλησης ανηλίκων µε αποτέλεσµα την διάπραξη αδικηµάτων από αυτούς, κλπ. Ειδικότερα, ο πρόσφατος νόµος 3500/2006 για την αντιµετώπιση της ενδοοικογενειακής βίας περιλαµβάνει σηµαντικές προβλέψεις που παρέχουν αυξηµένη προστασία στα θύµατα βίας στον χώρο της οικογένειας. Ο νόµος αυτός καθιερώνει ότι όλα αυτά τα αδικήµατα διώκονται αυτεπαγγέλτως, δηλαδή δεν απαιτείται η έγκλιση εκ µέρους των γονέων ή των παιδιών θυµάτων. Συνέπεια αυτής της πρόβλεψης είναι και το άρθρο 23 του συγκεκριµένου νόµου που αφορά τους εκπαιδευτικούς. Στο άρθρο αυτό ορίζεται ότι: «1. Εκπαιδευτικός της πρωτοβάθµιας ή δευτεροβάθµιας εκπαίδευσης ο οποίος, κατά την εκτέλεση του εκπαιδευτικού του έργου, µε οποιονδήποτε τρόπο πληροφορείται ή διαπιστώνει ότι έχει διαπραχθεί σε βάρος µαθητή έγκληµα ενδοοικογενειακής βίας, ενηµερώνει, χωρίς καθυστέρηση, τον διευθυντή της σχολικής µονάδας. Ο διευθυντής της σχολικής µονάδας ανακοινώνει, αµέσως, την αξιόποινη πράξη στον αρµόδιο εισαγγελέα, σύµφωνα µε τις διατάξεις της παραγράφου 1 του άρθρου 37 του Κώδικα Ποινικής ∆ικονοµίας, ή στην πλησιέστερη αστυνοµική αρχή. 9 Την ίδια υποχρέωση έχουν οι εκπαιδευτικοί και οι διευθυντές των ιδιωτικών σχολείων, καθώς και οι υπεύθυνοι των πάσης φύσεως Μονάδων Προσχολικής Αγωγής. 2. Κατά την προδικασία και τη διαδικασία στο ακροατήριο, ο διευθυντής της σχολικής µονάδας, ο οποίος ανακοίνωσε την αξιόποινη πράξη στις παραπάνω αρµόδιες αρχές, και ο εκπαιδευτικός, ο οποίος την πληροφορήθηκε ή τη διαπίστωσε, καλούνται να εξετασθούν ως µάρτυρες, µόνο αν η πληροφορία δεν αποδεικνύεται µε οποιοδήποτε άλλο αποδεικτικό µέσο.» Από τα παραπάνω γίνεται αντιληπτό ότι ο νόµος καλύπτει και δεσµεύει τους παιδαγωγούς που λαµβάνουν πληροφορίες για την άσκηση ενδοοικογενειακής βίας σε βάρος ανηλίκων να ενεργήσουν µε σκοπό την προστασία τους. Ωστόσο, επειδή πολλές φορές οι πληροφορίες που λαµβάνει ένας παιδαγωγός δεν είναι απόλυτα σαφείς, αλλά και επειδή η προσφυγή στους µηχανισµούς ποινικής δίωξης δεν είναι πάντοτε η ενδεικνυόµενη πρώτη ενέργεια για την διερεύνηση ενός περιστατικού και την στήριξη του παιδιού και της οικογένειας, συνιστάται η προσεκτική και µε την στήριξη των αρµοδίων κοινωνικών υπηρεσιών προσέγγιση στα θέµατα αυτά. Με δεδοµένο το γεγονός ότι δεν έχει ακόµη προβλεφθεί η ανάπτυξη κοινωνικών υπηρεσιών στο πλάι των παιδαγωγών, καθίσταται αναγκαία η τοπική δικτύωση των σχολείων και βρεφονηπιακών σταθµών και η αξιοποίηση όλων των αρµόδιων υπηρεσιών που υπάρχουν στην κοινότητα (προνοιακές υπηρεσίες της τοπικής αυτοδιοίκησης, παιδοψυχιατρικές µονάδες, κέντρα στήριξης οικογένειας κλπ). Κάθε νηπιαγωγείο και παιδικός σταθµός οφείλει να αναπτύσσει τις σχέσεις του µε τις τοπικές υπηρεσίες εκ των προτέρων και πριν εκδηλωθούν συγκεκριµένα προβλήµατα, έτσι ώστε να µπορούν να πραγµατοποιούνται παραποµπές σε «οικεία» πρόσωπα και υπηρεσίες και όποτε απαιτείται να ζητείται από αυτές η συνδροµή τους. Ο παιδαγωγός, σε συνεργασία µε τον υπεύθυνο του νηπιαγωγείου / παιδικού σταθµού και τον σχολικό σύµβουλο ή άλλα αρµόδια πρόσωπα ευθύνης, θα πρέπει να µεθοδεύσουν τις ενέργειές τους ώστε να υπάρξει προσεκτική διερεύνηση της κάθε περίπτωση και υποστήριξη των παιδιών και των οικογενειών τους. Εφόσον υπάρξουν ενδείξεις ότι σοβαρές µορφές βίας διαπράττονται σε βάρος ενός παιδιού, και δεν υπάρχει άλλος τρόπος προστασίας του, τότε θα πρέπει να ενηµερωθεί η εισαγγελία και να ζητηθεί η συνδροµή της για την έρευνα της υπόθεσης και τη λήψη των αναγκαίων µέτρων. Ως προς την άσκηση βίας εκ µέρους των παιδαγωγών, είναι γνωστό ότι απαγορεύεται από το νόµο και είναι καταδικαστέα. Αρκετές φορές υιοθετείται ως µέσο επιβολής και αντί να οδηγεί στην αποκατάσταση της λειτουργικότητας της τάξης, αυξάνει την ένταση και οδηγεί σε νέα περιστατικά ρήξης και αντιπαράθεσης. Χρειάζεται να γίνει συνείδηση στους παιδαγωγούς ότι η επιθυµητή εφαρµογή της σχολικής πειθαρχίας δεν µπορεί να συνδυάζεται µε την άσκηση λεκτικής ή ψυχολογικής βίας και ότι τα παιδιά έχουν απόλυτη ανάγκη από πρότυπα ενηλίκων που υιοθετούν µη βίαιες µεθόδους για την αντιµετώπιση κρίσεων ή παραπτωµατικών συµπεριφορών. Η σηµασία των µέτρων πρόληψης της άσκησης βίας σε βάρος των παιδιών και της έκθεσής τους στην βία είναι τεράστια. Θα πρέπει να γίνει από όλους αντιληπτό ότι η πρόληψη έχει πολύ µεγαλύτερη αποτελεσµατικότητα από οποιαδήποτε µορφή καταστολής και παρέµβασης για την προστασία των παιδιών που παραβιάζονται τα δικαιώµατά τους και έχουν γίνει θύµατα βίας. Με βάση όλα τα παραπάνω, συνιστάται στους παιδαγωγούς για την ουσιαστική παρέµβαση µε στόχο την πρόληψη και την καταπολέµηση της βίας στη ζωή των παιδιών, να φροντίζουν ώστε να λαµβάνονται παράλληλα και διαρκώς τα παρακάτω µέτρα: 10 Να υπάρχει ενηµέρωση των παιδιών και διαρκής ανοικτός διάλογος µε τους παιδαγωγούς σχετικά µε το δικαίωµα της προστασίας από κάθε µορφής βία. Τα παιδιά να συµµετέχουν στην υιοθέτηση κοινά αποδεκτών κανόνων σχετικά µε την διαχείριση της εκδήλωσης βίας µεταξύ τους και να µπορούν να συζητούν µε τους παιδαγωγούς µε ειλικρίνεια και εµπιστοσύνη σχετικά µε τα θέµατα αυτά. Να προσκαλούνται τακτικά οι γονείς σε επικοινωνία µε τους παιδαγωγούς και ιδίως στις περιπτώσεις που παρατηρείται παραµέληση του γονεϊκού τους ρόλου, να αναπτύσσεται στενότερη συνεργασία µε στόχο την παρότρυνση προς τους γονείς να αναζητούν υποστήριξη, αλλά και την έµµεση προειδοποίησή τους ότι αν δεν το πράξουν, οφείλει το σχολείο να ενεργήσει για να προστατεύσει τα δικαιώµατα των µαθητών του Να καλλιεργείται και αξιοποιείται η σύνδεση νηπιαγωγείων και παιδικών σταθµών µε τις υπηρεσίες της κοινότητας, έτσι ώστε να µπορούν να πραγµατοποιείται παραποµπή ή προσφυγή στις αρµόδιες υπηρεσίες, όποτε απαιτείται. 9. Τα δικαιώµατα στο παιχνίδι, την ψυχαγωγία, την ενηµέρωση και την πρόσβαση σε πολιτιστικά αγαθά Αν και για πολλούς περιττεύει η ιδιαίτερη αναφορά στα παραπάνω δικαιώµατα, καθώς θεωρούν ότι ούτως ή άλλως περιλαµβάνονται στο περιεχόµενο των παροχών και της οργάνωσης των παιδικών σταθµών και των νηπιαγωγείων, η ιδιαίτερη θέση που δίνει η ίδια η Σύµβαση στα δικαιώµατα αυτά, αλλά και οι αυξανόµενοι κίνδυνοι από την διαστρεβλωµένη αντίληψη και άσκηση τους στην σύγχρονη εποχή, αναδεικνύουν την σοβαρότητα τους σε σχέση µε το ρόλο των παιδαγωγών. Ο ρόλος του παιδικού σταθµού και του νηπιαγωγείου σε σχέση µε τα παραπάνω δικαιώµατα είναι διττός. Αφενός να µπορέσει να περιλάβει την άσκησή τους κατά τρόπο λειτουργικό και ωφέλιµο για τα παιδιά στην καθηµερινή λειτουργία του, αφετέρου δε να διαχειριστεί επιτυχώς την άσκησή τους εκτός του χώρου και χρόνου ευθύνης του. Εδώ ακριβώς αναφύονται πολλά διλήµµατα και ζητήµατα για τους παιδαγωγούς. Τα παιδιά στις µέρες µας είναι από µικρά εκτεθειµένα και µάλιστα για πολλές ώρες σε ερεθίσµατα που όχι µόνο άσκηση δικαιώµατος δεν συνιστούν, αλλά προκαλούν σοβαρές βλάβες και κινδύνους στην ψυχική και σωµατική υγεία τους. Πολλά από τα παιχνίδια µε τα οποία ασχολούνται τα µικρά παιδιά, ιδίως τα ηλεκτρονικά, τα προγράµµατα που βλέπουν στην τηλεόραση, ο τρόπος µε τον οποίο ψυχαγωγούνται και γενικότερα καταναλώνουν τον ελεύθερο χρόνο τους, περιέχουν βίαια, καταστροφικά ή βλαπτικά ερεθίσµατα. Απέναντι σε αυτή την πραγµατικότητα το καθήκον των παιδαγωγών είναι να επισηµαίνουν τόσο στους γονείς όσο και στα ίδια τα παιδιά τους κινδύνους και τις βλάβες από αυτές τους τις συνήθειες. Χρειάζεται µε κάθε δυνατό τρόπο οι παιδαγωγοί να µπορούν εγκαίρως να επηρεάσουν και να διαφυλάξουν την ποιότητα της άσκησης όλων αυτών των δικαιωµάτων που πολλές φορές η οικογένεια δίνει µικρή σηµασία, αλλά στην πράξη µπορεί να απειλούν την υγιή ανάπτυξη των παιδιών. Σε περιπτώσεις µάλιστα που οι παιδαγωγοί διαπιστώνουν ότι υφίστανται σοβαροί κίνδυνοι από το είδος της «ψυχαγωγίας» ή «ενηµέρωσης» που υπάρχει στην ζωή ενός παιδιού, δεν θα πρέπει να διστάσουν να απευθύνουν όλες τις προτροπές προς τους γονείς αλλά και να ενεργήσουν ακόµη και προς τις αρµόδιες υπηρεσίες, εφόσον υπάρχει σοβαρή παράβαση των καθηκόντων που επιβάλλει το λειτούργηµα των γονέων. 10. Το δικαίωµα στην ιδιωτική ζωή Ένα δικαίωµα το οποίο έχει µια ιδιαίτερη φύση και το οποίο καθιερώνεται στη Σύµβαση (άρθρο 16) αλλά και στην εθνική νοµοθεσία, είναι αυτό που αφορά την προστασία της ιδιωτικής ζωής του παιδιού. Ειδικότερα στη Σύµβαση αναφέρεται ότι «Κανένα παιδί δεν µπορεί να αποτελέσει αντικείµενο αυθαίρετης ή παράνοµης 11 επέµβασης στην ιδιωτική του ζωή, στην οικογένειά του, στην κατοικία του ή στην αλληλογραφία του, ούτε παράνοµων προσβολών της τιµής και της υπόληψής του. Το παιδί δικαιούται να προστατεύεται από το νόµο έναντι τέτοιων επεµβάσεων ή προσβολών.» Η υλοποίηση του δικαιώµατος αυτού αφορά κατ’ αρχήν την προστασία του παιδιού από πρόσωπα εκτός της οικογένειας, ιδίως δε από τα ΜΜΕ, τα οποία δεν έχουν δικαίωµα να επεµβαίνουν αυθαίρετα ή παράνοµα στην ζωή των παιδιών. Ωστόσο, στα πρόσωπα τα οποία δεσµεύονται από το δικαίωµα αυτό περιλαµβάνονται και οι γονείς και τα µέλη της οικογένειας, και κατ’ επέκταση οι παιδαγωγοί και τα πρόσωπα στα οποία ανατίθεται η ευθύνη των παιδιών, λαµβάνοντας φυσικά υπόψη και το καθήκον τους να προστατεύουν το παιδί από οποιαδήποτε µορφή βίας ή διακινδύνευσης. Εποµένως, θα πρέπει να είναι σε απόλυτη επίγνωση και συνείδηση των παιδαγωγών ότι ένα παιδί, όσο µικρό και αν είναι, έχει ιδιωτική ζωή, τιµή και υπόληψη και έχει δικαίωµα να προστατεύεται από την οποιαδήποτε προσβολή τους. Επειδή στην κρίσιµη νηπιακή ηλικία τα θέµατα της ιδιωτικότητας αποτελούν συχνά αντικείµενο διεκδίκησης από τα παιδιά, τα οποία όµως δεν µπορούν να γνωρίζουν τα όρια αυτής της διεκδίκησης, οι παιδαγωγοί θα πρέπει µε προσοχή εκπαιδεύουν τα παιδιά στους κανόνες συµβίωσης και συνύπαρξης, στην οριοθέτηση της συµπεριφοράς, αλλά και να τα διαπαιδαγωγούν στο σεβασµό του ιδιωτικού χώρου και της προσωπικότητας τόσο των ίδιων όσο και των άλλων παιδιών. Οι παιδαγωγοί θα πρέπει να είναι ιδιαίτερα προσεκτικοί ώστε να µην αναφέρουν µπροστά σε άλλα παιδιά στοιχεία που αφορούν ένα νήπιο και την ιδιωτική του ζωή και που µπορεί αυτή η δηµοσιοποίηση να το προσβάλλουν ή να το κάνουν να νοιώθει άσχηµα. Επίσης, να αποφεύγουν την αυθαίρετη και αλόγιστη χρήση των εικόνων των παιδιών, ιδίως αν ενδέχεται αυτή να προκαλέσει αρνητικά συναισθήµατα στα ίδια ή τους γονείς τους. Για τους παραπάνω λόγους συνιστάται για φωτογραφίες ή βίντεο που εστιάζουν σε προσωπικά χαρακτηριστικά των παιδιών και που προορίζονται να χρησιµοποιηθούν σε ιστοσελίδες, φυλλάδια και επικοινωνιακά µέσα, να ζητείται προηγουµένως έγγραφη άδεια των γονέων, αλλά και να αποφεύγεται εντελώς η χρήση τους αν υπάρχει έστω και το ενδεχόµενο να προκληθούν αρνητικά ή περιπαιχτικά σχόλια σε βάρος των παιδιών. 11. Επίλογος: Τα δικαιώµατα των παιδαγωγών! Η αναφορά στο πλαίσιο αυτού του άρθρου στα σηµαντικότερα δικαιώµατα του παιδιού σύµφωνα µε τη ∆ιεθνή Σύµβαση για τα ∆ικαιώµατα του Παιδιού και άλλες διατάξεις της ελληνικής νοµοθεσίας, που συνδέονται µε το ρόλο και τις ευθύνες των παιδαγωγών σε νηπιαγωγεία και παιδικούς σταθµούς, µπορεί να αποκτήσει µεγαλύτερο νόηµα και αξία, αν αφιερώσουµε λίγα λόγια και στα δικαιώµατα των ίδιων των παιδαγωγών. Οι επαγγελµατίες από τους οποίους ζητείται η τήρηση κανόνων και υποχρεώσεων όσο αφορά τη φροντίδα των νηπίων και την προστασία των δικαιωµάτων τους, χρειάζεται να διαθέτουν κατάλληλες συνθήκες και περιβάλλοντα µέσα στα οποία να υλοποιούν το λειτούργηµά τους. Η προσεκτική εξασφάλιση των εργασιακών δικαιωµάτων των παιδαγωγών αποτελεί ουσιαστικά ένα παράγοντα εγγύησης για την έµπρακτη προστασία και των δικαιωµάτων των νηπίων που έχουν υπό την ευθύνη τους. Ιδιαίτερα θα πρέπει να τονιστούν: - Η ανάγκη τήρησης της προβλεπόµενης από το νόµο αναλογίας παιδιών / παιδαγωγών στους παιδικούς σταθµούς και τα νηπιαγωγεία. Σε περιοχές µάλιστα που υπάρχουν υψηλά ποσοστά µεταναστών και µειονοτήτων, είναι κατανοητό ότι θα πρέπει η αναλογία αυτή να περιορίζεται αριθµητικά, ώστε να µπορούν και οι παιδαγωγοί να είναι λειτουργικοί να µπορούν αν παρακολουθούν επαρκώς όλα τα παιδιά. 12 - Η ανάγκη να λαµβάνουν οι παιδαγωγοί διαρκή υποστήριξη, εποπτεία, επιµόρφωση και παιδαγωγική καθοδήγηση. Οι παιδαγωγοί δεν θα πρέπει να νοιώθουν µόνοι στο απαιτητικό έργο τους και θα πρέπει να µπορούν να ζητούν βοήθεια, να συζητούν, να ανατροφοδοτούνται και να ενισχύονται για την αντιµετώπιση προβληµάτων και την ανανέωση της γνώσης, της διάθεσης και της δηµιουργικότητάς τους. - Η ανάγκη να λαµβάνονται ειδικά υποστηρικτικά µέτρα για τα παιδιά µε αναπηρίες, ειδικές εκπαιδευτικές ανάγκες, πολιτισµικές ιδιαιτερότητες και γλωσσικές δυσκολίες έτσι ώστε να µην αφήνεται όλη η ευθύνη για την υποστήριξη της εκπαιδευτικής τους συµµετοχής στους παιδαγωγούς που είναι υπεύθυνοι για τα τµήµατα στα οποία τα παιδιά αυτά είναι ενταγµένα. - Η ανάγκη τέλος να υπάρχουν διαθέσιµοι και προσβάσιµοι στους παιδαγωγούς ειδικοί ψυχικής υγείας και κοινωνικοί λειτουργοί, ώστε να βοηθούν στην αντιµετώπιση και επίλυση ειδικών προβληµάτων, σε πεδία που δεν ανήκουν στο γνωστικό αντικείµενο των παιδαγωγών. Θα πρέπει να γίνει συνείδηση σε όλους µας ότι η προστασία των ∆ικαιωµάτων του Παιδιού αφορά το σύνολο της κοινωνίας, περιλαµβάνοντας θεσµικά όργανα και πρόσωπα, επαγγελµατίες και ιδιώτες. Ο καλύτερος τρόπος για να επιτευχθεί αυτή είναι να εξασφαλίζεται στον καλύτερο δυνατό βαθµό η ενηµερότητα, η συνεργασία και η κατανόηση, παράλληλα µε την ανάπτυξη των µηχανισµών ειδικής υποστήριξης και προστασίας, ώστε κάθε παιδί να µπορεί να απολαµβάνει στην πράξη τα δικαιώµατα που ο νοµοθέτης θέσπισε για αυτά. 13
© Copyright 2024 Paperzz