Πλήρεις Σημειώσεις της Διάλεξης

Κεφάλαιο 15
Πληθωρισµός, Ανεργία και Νοµισµατική Πολιτική
Στο κεφάλαιο αυτό αναλύουµε τον προσδιορισµό του πληθωρισµού και της ανεργίας ισορροπίας,
σε ένα βραχυχρόνιο υπόδειγµα µε προκαθοριζόµενους ονοµαστικούς µισθούς.
Υποθέτουµε, όπως στο υπόδειγµα των Gray (1976) και Fischer (1977) ότι οι ονοµαστικοί µισθοί
προσδιορίζονται από περιοδικές διαπραγµατεύσεις µεταξύ εργοδοτών και εργαζοµένων, και δεν
µπορούν να µεταβληθούν για µία περίοδο. Στο υπόδειγµα µας αυτό, λόγω στρεβλώσεων στην
αγορά εργασίας, το ποσοστό ανεργίας ισορροπίας (“φυσικο” ποσοστό ανεργίας κατά Friedman
1968) προσδιορίζεται σε επίπεδο υψηλότερο από το επίπεδο που είναι συµβατό µε την πλήρη
απασχόληση. Η νοµισµατική πολιτική αποφασίζεται µετά τον προσδιορισµό των ονοµαστικών
µισθών. Λόγω του ότι οι ονοµαστικοί µισθοί προκαθορίζονται µε βάση τις προσδοκίες των
διαπραγµατευτών στην αγορά εργασίας, ο µη προσδοκώµενος πληθωρισµός προκαλεί µειώσεις των
πραγµατικών µισθών, αύξηση της απασχόλησης και µείωση του ποσοστού ανεργίας.
Η κυβέρνηση, µέσω των νοµισµατικών εργαλείων που έχει στη διάθεσή της, επιλέγει τον
πληθωρισµό, ώστε να ελαχιστοποιήσει µία αντικειµενική συνάρτηση η οποία εξαρτάται τόσο από
την ανεργία, όσο και από τον πληθωρισµό.
Ο πληθωρισµός προσδιορίζεται στο επίπεδο εκείνο που εξισώνει την οριακή απώλεια από την
περαιτέρω αύξησή του, µε το οριακό όφελος από την µείωση της ανεργίας. Με δεδοµένες τις
πληθωριστικές προσδοκίες, οι αρχές έχουν κίνητρο να προκαλούν µη αναµενόµενο πληθωρισµό,
προκειµένου να οδηγούν την ανεργία κάτω από το “φυσικό” της ποσοστό.
Το ζήτηµα όµως είναι ότι οι διαπραγµατευτές στην αγορά εργασίας γνωρίζουν αυτό το κίνητρο. Οι
προσδοκίες στην αγορά εργασίας θα λάβουν υπόψη το κίνητρο των αρχών για τη δηµιουργία µη
προσδοκώµενου πληθωρισµού και θα προσαρµοσθούν αναλόγως, ώστε να µην υπάρχει πλέον
κίνητρο προκλησης µη προσδοκώµενου πληθωρισµού. Ο προσδοκώµενος πληθωρισµός στην
ισορροπία θα είναι ίσος µε τον πραγµατικό πληθωρισµό.
Το κίνητρο δηµιουργίας µη προσδοκώµενου πληθωρισµού ενσωµατώνεται στις προσδοκίες των
διαπραγµατευτών στην αγορά εργασίας, και στην ισορροπία καταλήγουµε µε υψηλότερο
πληθωρισµό, χωρίς να µπορούν τελικά οι αρχές να επηρεάσουν το ποσοστό ανεργίας. Η ανεργία
καθηλώνεται στο “φυσικό” της επίπεδο, και ο πληθωρισµός σε ένα αντίστοιχα υψηλό επίπεδο. 1
Όσο µεγαλύτερη είναι η στρέβλωση στην αγορά εργασίας, δηλαδή όσο µεγαλύτερο είναι το
“φυσικό” ποσοστό ανεργίας, τόσο υψηλότερος είναι και ο πληθωρισµός ισορροπίας. Αυτό
συµβαίνει διότι το κίνητρο δηµιουργίας µη αναµενόµενου πληθωρισµού είναι ισχυρότερο όσο
µεγαλύτερη είναι η ανεργία ισορροπίας.
1
Το βασικό υπόδειγµα αυτής της µορφής οφείλεται στους Kydland and Prescott (1977). Οι Barro and Gordon (1983)
ανέλυσαν αυτό το υπόδειγµα µε όρους της θεωρίας των παιγνίων, ως µία ισορροπία στην οποία οι νοµισµατικές αρχές
δεν µπορούν να προ-δεσµευτούν σε µία πολιτική χαµηλού πληθωρισµού, µε αποτέλεσµα οι διαπραγµατευτές στην
αγορά εργασίας να τους “τιµωρούν” µέσω υψηλών πληθωριστικών προσδοκιών.
Από την άλλη, όσο µεγαλύτερη είναι η απέχθεια των νοµισµατικών αρχών προς την ανεργία σε
σχέση µε τον πληθωρισµό, τόσο υψηλότερος θα είναι ο πληθωρισµός ισορροπίας.
Εφόσον οι κυβερνητικές αρχές δεν µπορούν να επηρεάσουν το ποσοστό ανεργίας, το πρόβληµά
τους είναι πως θα πείσουν τον ιδιωτικό τοµέα (στην προκειµένη περίπτωση τους διαπραγµατευτές
στην αγορά εργασίας) ότι δεν θα προκαλούν µη προσδοκώµενο πληθωρισµό, αν οι προσδοκίες των
τελευταίων για τον πληθωρισµό, και άρα οι αυξήσεις των ονοµαστικών µισθών, πέσουν σε χαµηλά
επίπεδα. Αν καταφέρουν κάτι τέτοιο, τότε η οικονοµία µπορεί να µην λύσει το πρόβληµα της
υψηλής ανεργίας, αλλά τουλάχιστον θα λύσει το πρόβληµα του πληθωρισµού.
Δύο εναλλακτικές λύσεις υπάρχουν στην αντιµετώπιση αυτού του προβλήµατος.
Η µία είναι η απόκτηση αξιοπιστίας εκ µέρους των αρχών, ότι είναι προσηλωµένες στην
αντιπληθωριστική πολιτική, και δεν υποκύπτουν στα κίνητρα για µη προσδοκώµενο πληθωρισµό. 2
Η δεύτερη λύση είναι η πλήρης εκχώρηση (delegation) των αποφάσεων για την νοµισµατική
πολιτική σε άτοµα ή θεσµούς που ενδιαφέρονται µόνο για τον πληθωρισµό και όχι για την ανεργία.
Αυτό εξαλείφει τη δυνατότητα χρήσης της νοµισµατικής πολιτικής για την αντιµετώπιση της
ανεργίας, και επηρεάζει τις προσδοκίες των διαπραγµατευτών στην αγορά εργασίας προς την
κατεύθυνση του χαµηλού πληθωρισµού.3
Η επιλογή «συντηρητικών» κεντρικών τραπεζιτών, η ενσωµάτωση στο καταστατικό των κεντρικών
τραπεζών της καταπολέµησης του πληθωρισµού ως του µόνου στόχου που επιτρέπεται να
επιδιώκουν, ή η είσοδος σε καθεστώτα σταθερών ισοτιµιών µε νοµίσµατα χαµηλού πληθωρισµού,
είναι λύσεις στο πρόβληµα αυτό της «δυναµικής ασυνέπειας» της βέλτιστης νοµισµατικής
πολιτικής.
15.1 Απασχόληση, Ανεργία και Αυξήσεις Ονοµαστικών Μισθών
Η παραγωγή γίνεται από ανταγωνιστικές επιχειρήσεις, για τις οποίες το κεφάλαιο είναι δεδοµένο.
Ο µόνος συντελεστής παραγωγής που µπορεί να µεταβάλλεται βραχυχρόνια είναι η απασχόληση. Η
βραχυχρόνια συνάρτηση παραγωγής ορίζεται ως,
Yt = At L1−t α
(15.1)
όπου Y είναι η παραγωγή αγαθών και υπηρεσιών, L η απασχόληση, 1-α η ελαστικότητα της
παραγωγής σε σχέση µε την απασχόληση, και A µία τεχνολογική παράµετρος που ενσωµατώνει την
αποδοτικότητα των συντελεστών παραγωγής και το απόθεµα κεφαλαίου.
2
Βλ. Backus and Driffill (1985) και Barro (1986) για υποδείγµατα στα οποία οι νοµισµατικές αρχές σηµατοδοτούν τη
δέσµευσή τους για χαµηλό πληθωρισµό, µέσω µιας πολιτικής χαµηλού πληθωρισµού, παρά την προσωρινή αύξηση της
ανεργίας, ώστε να αποκτήσουν αντιπληθωριστική αξιοπιστία.
3
Βλ. Roggoff (1985) για ένα υπόδειγµα στο οποίο η εκχώρηση της νοµισµατικής πολιτικής σε ένα “συντηρητικό”
κεντρικό τραπεζίτη, ο οποίος επιφορτίζεται µόνο µε την αντιµετώπιση του πληθωρισµού, µπορεί να λύσει το πρόβληµα
του υψηλού πληθωρισµού επηρεάζοντας τις πληθωριστικές προσδοκίες προς τα κάτω.
2
Η ζήτηση εργασίας από τις επιχειρήσεις προσδιορίζεται από την εξίσωση του πραγµατικού µισθού
µε το οριακό προϊόν της εργασίας. Από την (15.1) αυτό συνεπάγεται ότι,
(1− α )AL−t α =
Wt
Pt
(15.2)
όπου W είναι ο ονοµαστικός µισθός και P είναι το επίπεδο τιµών. Η (15.2) προσδιορίζει τη ζήτηση
εργασίας ως αρνητική συνάρτηση του λόγου του πραγµατικού µισθού προς τη συνολική
παραγωγικότητα. Επιλύοντας την (15.2) ως προς την απασχόληση,
⎛ 1 Wt ⎞
Lt = ⎜
⎝ 1− α APt ⎟⎠
−
1
α
(15.3)
Η (15.3) εκφράζει τη ζήτηση εργασίας ως αρνητική συνάρτηση του πραγµατικού µισθού. Όταν
προσδιορισθεί ο πραγµατικός µισθός, οι επιχειρήσεις αποφασίζουν πόσους θα απασχολήσουν µε
βάση τη (15.3) και η παραγωγή προσδιορίζεται ως συνάρτηση της απασχόλησης από τη (15.1).
Οι ονοµαστικοί µισθοί προσδιορίζονται από διαπραγµατεύσεις στις αρχές κάθε περιόδου, και
παραµένουν σταθεροί για µία περίοδο. Επιδίωξη των διαπραγµατευτών είναι να ελαχιστοποιήσουν
τις προσδοκώµενες αποκλίσεις της απασχόλησης από ένα επίπεδο απασχόλησης «στόχο». Έτσι, οι
ονοµαστικοί µισθοί ορίζονται προκειµένου να ικανοποιηθεί η συνθήκη,
⎛ 1 Wt ⎞
Et−1 Lt = Et−1 ⎜
⎝ 1− α At Pt ⎟⎠
−
1
α
∼
=N
(15.4)
όπου το Ε είναι ο τελεστής των µαθηµατικών προσδοκιών µε βάση τις πληροφορίες που υπάρχουν
έως το τέλος της περιόδου t-1, και το Ν περισπωµένη υποδηλώνει το στόχο της απασχόλησης που
επιδιώκεται στις διαπραγµατεύσεις. Θα υποθέσουµε ότι,
~
N≤N
(15.5)
όπου N είναι το επίπεδο της πλήρους απασχόλησης.
Η διαφορά µεταξύ των δύο υποδηλώνει τη στρέβλωση της αγοράς εργασίας, η οποία οδηγεί σε
επίπεδο ανεργίας ισορροπίας το οποίο υπερβαίνει αυτό που είναι συµβατό µε την πλήρη
απασχόληση. Το ποσοστό ανεργίας ισορροπίας (“φυσικό” ποσοστό ανεργίας) ορίζεται ως,
~
~
N−N
u=
! ln(N ) − ln(N )
N
~
(15.6)
Λαµβάνοντας λογαρίθµους και στις δύο πλευρές της (15.4), και λύνοντας ως προς το λογάριθµο
του ονοµαστικού µισθού, έχουµε,
wt = Et−1 pt + α ⎛ l − n ⎞ + Et−1at
⎝
⎠
_
∼
(15.7)
3
όπου τα µικρά γράµµατα ορίζουν τους λογαρίθµους των αντίστοιχων µεταβλητών που ορίζονται
από τα κεφαλαία γράµµατα, και,
_
l=−
1
ln(1− α )
α
Η (15.7) δεν σηµαίνει τίποτα άλλο παρά το ότι οι διαπραγµατευτές επιδιώκουν ένα επίπεδο
προσδοκώµενου πραγµατικού µισθού που να αντανακλά την οριακή παραγωγικότητα της
απασχόλησης στόχου. Εάν ο προσδοκώµενος πραγµατικός µισθός είναι µικρότερος, η απασχόληση
θα ξεπερνά το στόχο αυτό, ενώ εάν ο προσδοκώµενος πραγµατικός µισθός είναι µεγαλύτερος, η
απασχόληση θα υπολείπεται του στόχου.
Λαµβάνοντας λογαρίθµους και στη συνάρτηση ζήτησης εργασίας (15.3), έχουµε,
_
lt = l −
1
(w − pt − at )
α t
(15.8)
Αντικαθιστώντας την (15.7) στη (15.8), µε την υπόθεση ότι η παραγωγικότητα της εργασίας είναι
σταθερή (και άρα Et-1at=at), η συνάρτηση ζήτησης εργασίας µπορεί να γραφεί ως,
∼
lt = n +
∼
1
1
( pt − Et−1 pt ) = n + (π t − Et−1π t )
α
α
(15.9)
όπου π είναι ο πληθωρισµός, ο οποίος ορίζεται από,
π t = pt − pt−1
(15.10)
Όπως βλέπουµε από τη (15.9), η απασχόληση γίνεται θετική συνάρτηση του µη προσδοκώµενου
πληθωρισµού. Ο µη προσδοκώµενος πληθωρισµός µειώνει τους πραγµατικούς µισθούς δεδοµένου
ότι οι ονοµαστικοί µισθοί είναι προκαθορισµένοι, µε βάση τις προσδοκίες για τον πληθωρισµό
στην αρχή της περιόδου t. Αν ο πληθωρισµός είναι µεγαλύτερος από τις προσδοκίες αυτές,
προκαλείται µείωση των πραγµατικών µισθών, η οποία οδηγεί σε αύξηση της ζήτησης εργασίας και
της απασχόλησης, πάνω από το επίπεδο ισορροπίας.
Ορίζουµε το ποσοστό ανεργίας ως,
u ! ln(N ) − ln(L) = n − l
(15.11)
Από τη (15.11) και τη (15.9), το ποσοστό ανεργίας προσδιορίζεται από,
∼
ut == u −
1
(π − Et−1π t )
α t
(15.12)
4
H (15.10) είναι η εκδοχή της καµπύλης Phillips σε αυτό το υπόδειγµα. Λόγω του ότι οι ονοµαστικοί
µισθοί έχουν προκαθορισθεί, ο µη προσδοκώµενος πληθωρισµός προκαλεί µειώσεις των
πραγµατικών µισθών, αύξηση της απασχόλησης και µείωση του ποσοστού ανεργίας.
15.2 Πληθωρισµός, Ανεργία και Νοµισµατική Πολιτική
Αφού προσδιοριστούν οι ονοµαστικοί µισθοί, οι νοµισµατικές αρχές (κυβέρνηση) µπορούν να
επιλέξουν τη νοµισµατική πολιτική, και να προσδιορίσουν τον πληθωρισµό, χρησιµοποιώντας την
πολιτική των επιτοκίων ή και της προσφοράς χρήµατος.
Οι αρµόδιες κυβερνητικές αρχές επιλέγουν τον πληθωρισµό, ώστε να ελαχιστοποιήσουν µία
αντικειµενική συνάρτηση η οποία εξαρτάται τόσο από την ανεργία, όσο και από τον πληθωρισµό.
1
θ
Λ Gt = (π t )2 + (ut )2
2
2
(15.13)
Η (15.13) υποδηλώνει ότι η κυβέρνηση απεχθάνεται τόσο την ανεργία, όσο και τον πληθωρισµό. Η
παράµετρος θ µετρά τη σχετική απέχθεια της κυβέρνησης για την ανεργία σε σχέση µε τον
πληθωρισµό. Όσο µεγαλύτερο βάρος έχει ο στόχος της ανεργίας, τόσο µεγαλύτερο είναι το θ. Η
ελαχιστοποίηση της (15.13) λαµβάνει χώρα υπό τον περιορισµό της (15.12).
Από τις συνθήκες πρώτης τάξης,
πt =
θ
θ ⎛~ 1
⎞
ut ) = ⎜ u − (π t − Et−1π t )⎟
(
⎝
⎠
α
α
α
(15.14)
Η (15.14) συνεπάγεται ότι η κυβέρνηση προσδιορίζει τον πληθωρισµό στο επίπεδο εκείνο που
εξισώνει το οριακό κόστος του, µε το οριακό όφελος από την µείωση της ανεργίας. Με δεδοµένες
τις πληθωριστικές προσδοκίες, η κυβέρνηση έχει κίνητρο να προκαλεί µη αναµενόµενο
πληθωρισµό, προκειµένου να µειώνει την ανεργία.
Από τη (15.14), ο πληθωρισµός προσδιορίζεται ως,
πt =
θα ~
θ
u+
E π
2
θ +α
θ + α 2 t−1 t
(15.15)
Ο πληθωρισµός που επιλέγει η κυβέρνηση είναι θετική συνάρτηση της ανεργίας ισορροπίας, διότι
όσο µεγαλύτερη είναι η ανεργία ισορροπίας τόσο µεγαλύτερο είναι και το κίνητρο της κυβέρνησης
να δηµιουργήσει µη αναµενόµενο πληθωρισµό ώστε να την µειώσει. Επίσης, είναι θετική
συνάρτηση των προσδοκιών του διαπραγµατευτών στην αγορά εργασίας, διότι όσο υψηλότερες
είναι οι πληθωριστικές προσδοκίες, τόσο υψηλότερος θα πρέπει να είναι ο πληθωρισµός
προκειµένου να µειωθεί η ανεργία.
Επιπλέον, ο πληθωρισµός είναι θετική συνάρτηση του θ, της σχετικής απέχθειας της κυβέρνησης
προς την ανεργία σε σχέση µε τον πληθωρισµό. Όσο µεγαλύτερο βάρος δίνει η κυβέρνηση στην
αντιµετώπιση της ανεργίας σε σχέση µε τον πληθωρισµό, τόσο υψηλότερος θα είναι ο
πληθωρισµός για δεδοµένο “φυσικό” ποσοστό ανεργίας και δεδοµένες πληθωριστικές προσδοκίες.
5
15.2.1 Ο Πληθωρισµός Ισορροπίας
Ωστόσο, όταν υπάρχει µη αναµενόµενος πληθωρισµός, θα υπάρχει και προσαρµογή των
προσδοκιών των διαπραγµατευτών στην αγορά εργασίας. Ο πληθωρισµός ισορροπίας
προσδιορίζεται στο επίπεδο εκείνο στο οποίο οι προσδοκίες για τον πληθωρισµό ισούνται µε τον
πραγµατικό πληθωρισµό. Από τη (15.15) αυτό συµβαίνει όταν ισχύει,
π t = Et−1π t =
θ ~ ~
u=π
α
(15.16)
Το επίπεδο αυτό πληθωρισµού προκύπτει όταν ο αναµενόµενος πληθωρισµός είναι ίσος µε τον
πραγµατικό. Στο επίπεδο αυτό του πληθωρισµού ισορροπίας, το ποσοστό ανεργίας ισούται µε το
“φυσικό” του ποσοστό.
Η προσπάθεια της κυβέρνησης να εκµεταλλευτεί τη βραχυχρόνια καµπύλη Phillips (15.12) οδηγεί
την οικονοµία σε µία ισορροπία στην οποία η µεν ανεργία σταθεροποιείται στο “φυσικό” της
ποσοστό, ο δε πληθωρισµός είναι θετικός και εξαρτάται θετικά από το “φυσικό” ποσοστό ανεργίας,
τη σχετική απέχθεια της κυβέρνησης προς την ανεργία σε σχέση µε τον πληθωρισµό, και την
ελαστικότητα της ζήτησης εργασίας ως προς τους πραγµατικούς µισθούς.
Το κίνητρο δηµιουργίας µη αναµενόµενου πληθωρισµού ενσωµατώνεται στις προσδοκίες των
διαπραγµατευτών στην αγορά εργασίας, και στην ισορροπία καταλήγουµε µε υψηλότερο
πληθωρισµό, χωρίς να µπορούν τελικά οι νοµισµατικές αρχές να επηρεάσουν το ποσοστό ανεργίας.
Η ανεργία καθηλώνεται στο φυσικό της επίπεδο, και ο πληθωρισµός σε ένα αντίστοιχα υψηλό
επίπεδο.
Στην ισορροπία αυτή, το κατά περίοδο κόστος της κυβέρνησης από την ανεργία και τον
πληθωρισµό δίνεται από,
~G
Λ =
θ ⎛θ +α2 ⎞ ~2
u
2 ⎜⎝ α 2 ⎟⎠
(15.17)
Η ανεργία βρίσκεται στο φυσικό της ποσοστό, και συνεπάγεται το ανάλογο κόστος για την
κυβέρνηση, και ο πληθωρισµός βρίσκεται στο επίπεδο που προσδιορίζεται από τη (15.16), και
συνεπάγεται επιπλέον κόστος για την κυβέρνηση, χωρίς κανένα όφελος από µείωση της ανεργίας.
Το πρόβληµα της κυβέρνησης είναι κατά βάση ένα πρόβληµα αξιοπιστίας. Ανακύπτει δε διότι όσο
οι πληθωριστικές προσδοκίες είναι χαµηλές, τότε η κυβέρνηση έχει κίνητρο να καταφύγει σε
αύξηση του πληθωρισµού προκειµένου να µειώσει την ανεργία. Αν υποσχεθεί χαµηλό πληθωρισµό
και την πιστέψουν οι διαπραγµατευτές στην αγορά εργασίας, τότε έχει βραχυχρόνιο κίνητρο να
αυξήσει τον πληθωρισµό προκειµένου να µειώσει την ανεργία, παραβιάζοντας την υπόσχεσή της.
Αν υποκύψει σε αυτό το βραχυχρόνιο κίνητρο, οι πληθωριστικές προσδοκίες ανεβαίνουν έως το
επίπεδο στο επίπεδο θα εξαλειφθεί το κίνητρο της αυτό.
Το µόνο επίπεδο πληθωρισµού στο οποίο η συµπεριφορά της κυβέρνησης είναι διαχρονικά
συνεπής, µε την έννοια ότι δεν έχει βραχυχρόνιο κίνητρο δηµιουργίας µη προσδοκώµενου
6
πληθωρισµού, είναι αυτό του πληθωρισµού ισορροπίας. Για αυτό και η ισορροπία αυτή συνήθως
αποκαλείται ως η διαχρονικά συνεπής (time consistent) ισορροπία.
15.2.1 Πληθωρισµός και Ανεργία µε Σταδιακή Προσαρµογή των Προσδοκιών
Αξίζει να σηµειώσουµε ότι η οικονοµία θα καταλήξει στον πληθωρισµό ισορροπίας ανεξάρτητα
από τον αν οι προσδοκίες των διαπραγµατευτών στην αγορά εργασίας προσαρµόζονται σταδιακά ή
ορθολογικά.
Ας υποθέσουµε αρχικά ότι οι διαπραγµατευτές στην αγορά εργασίας δεν γνωρίζουν τις προτιµήσεις
της κυβέρνησης, και ότι σχηµατίζουν την προσδοκίες τους για το µελλοντικό πληθωρισµό µόνο µε
βάση τον τρέχοντα πληθωρισµό. Κατά συνέπεια θα ισχύει ότι,
Et−1π t = π t−1
(15.18)
Αντικαθιστώντας τη (15.18) στην συνθήκη πρώτης τάξης (15.14), και λύνοντας ως προς τον
τρέχοντα πληθωρισµό, ο πληθωρισµός προσδιορίζεται από,
πt =
θα ~
θ
u+
π
2
θ +α
θ + α 2 t−1
(15.19)
Δεδοµένου ότι η ρίζα της εξίσωσης διαφορών (15.19) είναι µικρότερη από τη µονάδα, ο
πληθωρισµός θα συγκλίνει σταδιακά στο επίπεδο ισορροπίας,
~
π=
θ ~
u
α
Σε αυτό το επίπεδο ισορροπίας, το ποσοστό ανεργίας θα ισούται µε το “φυσικό” του ποσοστό.
Έτσι, η προσπάθεια της κυβέρνησης να εκµεταλλευτεί τη βραχυχρόνια καµπύλη Phillips (15.12)
οδηγεί σταδιακά την οικονοµία σε µία ισορροπία στην οποία η µεν ανεργία σταθεροποιείται στο
“φυσικό” της ποσοστό, ο δε πληθωρισµός είναι θετικός και εξαρτάται θετικά από το “φυσικό”
ποσοστό ανεργίας, τη σχετική απέχθεια της κυβέρνησης προς την ανεργία σε σχέση µε τον
πληθωρισµό, και την ελαστικότητα της ζήτησης εργασίας ως προς τους πραγµατικούς µισθούς.
15.2.2 Ορθολογικές Προσδοκίες και Αξιοπιστία της Νοµισµατικής Πολιτικής
Αν οι διαπραγµατευτές στην αγορά εργασίας έχουν ορθολογικές προσδοκίες και αντιλαµβάνονται
τα κίνητρα της κυβέρνησης, οι πληθωριστικές προσδοκίες στην αγορά εργασίας θα
προσαρµοσθούν άµεσα στο επίπεδο πληθωρισµού ισορροπίας (15.16) και, µε δεδοµένες αυτές τις
προσδοκίες, η κυβέρνηση δεν θα µπορεί παρά να επιλέξει τον πληθωρισµό ισορροπίας, χωρίς να
µπορεί να επηρεάσει την πορεία της ανεργίας ούτε καν βραχυχρόνια. Ο προσδοκώµενος
πληθωρισµός στην ισορροπία θα είναι ίσος µε τον πραγµατικό πληθωρισµό όπως προσδιορίζεται
από την (15.16). Η ισορροπία αυτή είναι η διαχρονικά συνεπής ισορροπία, διότι στην ισορροπία
αυτή δεν υπάρχει κίνητρο ούτε για την κυβέρνηση, αλλά ούτε για τους διαπραγµατευτές στην
αγορά εργασίας να αλλάξουν την συµπεριφορά τους.
7
Εφόσον η κυβέρνηση δεν µπορούν να επηρεάσει το ποσοστό ανεργίας µέσω της νοµισµατικής
πολιτικής, το πρόβληµά της είναι πως θα πείσει τον ιδιωτικό τοµέα (στην προκειµένη περίπτωση
τους διαπραγµατευτές στην αγορά εργασίας) ότι δεν θα δηµιουργεί µη προσδοκώµενο πληθωρισµό,
αν οι πληθωριστικές προσδοκίες, και άρα οι αυξήσεις των ονοµαστικών µισθών, µειωθούν. Αν
καταφέρει κάτι τέτοιο, τότε η κυβέρνηση θα µπορέσει να αντιµετωπίσει τουλάχιστον το πρόβληµα
του πληθωρισµού.
Όπως ήδη αναφέραµε, το πρόβληµα της κυβέρνησης είναι κατά βάση ένα πρόβληµα αξιοπιστίας.
Ανακύπτει δε διότι αν οι πληθωριστικές προσδοκίες είναι χαµηλές, τότε η κυβέρνηση έχει κίνητρο
να καταφύγει σε αύξηση του πληθωρισµού προκειµένου να µειώσει την ανεργία. Οι επιδιώξεις της
στην περίπτωση αυτή είναι διαχρονικά ασυνεπείς (time inconsistent).
Το πρόβληµα της “διαχρονικής ασυνέπειας” της βέλτιστης νοµισµατικής πολιτικής προκύπτει από
τη σύγκρουση µεταξύ των βραχυχρόνιων και των µακροχρόνιων επιδιώξεων της κυβέρνησης. Αν η
κυβέρνηση υποσχεθεί ότι θα επιδιώξει χαµηλό πληθωρισµό, προκειµένου να επηρεάσει προς τα
κάτω τον προσδοκώµενο πληθωρισµό, και οι διαπραγµατευτές στην αγορά εργασίας την
πιστέψουν, τότε έχει βραχυχρόνιο κίνητρο να αυξήσει τον πληθωρισµό προκειµένου να µειώσει την
ανεργία, παραβιάζοντας την υπόσχεσή της. Αν η κυβέρνηση υποκύψει σε αυτό το βραχυχρόνιο
κίνητρο, οι πληθωριστικές προσδοκίες ανεβαίνουν έως το επίπεδο στο οποίο θα εξαλειφθεί το
κίνητρο της αυτό. Το επίπεδο αυτό είναι η διαχρονικά συνεπής ισορροπία.
Δύο εναλλακτικές υπάρχουν στην αντιµετώπιση αυτού του προβλήµατος. Η µία είναι η πλήρης
εκχώρηση (delegation) των αποφάσεων για την νοµισµατική πολιτική σε άτοµα ή θεσµούς όπως
µία ανεξάρτητη κεντρική τράπεζα, που ενδιαφέρονται µόνο για τον πληθωρισµό και όχι για την
ανεργία, και έτσι δεν έχουν το κίνητρο δηµιουργίας µη προσδοκώµενου πληθωρισµού. Αυτό
απαιτεί εκ των προτέρων δέσµευση της κυβέρνησης να µην παρεµβαίνει στις αποφάσεις της
κεντρικής τράπεζας σεβόµενη την ανεξαρτησία της. Η δεύτερη εναλλακτική είναι η δηµιουργία
αντιπληθωριστικής αξιοπιστίας (reputation) από την ίδια την κυβέρνηση, η οποία δεν θα υποκύπτει
στα βραχυχρόνια κίνητρα για δηµιουργία µη προσδοκώµενου πληθωρισµού.
Και οι δύο εναλλακτικές µπορούν να οδηγήσουν σε ισορροπία µε µηδενικό πληθωρισµό, αλλά η
ανεργία θα ισορροπεί στο “φυσικό” της ποσοστό.
15.2.3 Η Εκχώρηση της Νοµισµατικής Πολιτικής σε Μία Ανεξάρτητη Κεντρική Τράπεζα
Η επιλογή ανεξάρτητων «συντηρητικών» κεντρικών τραπεζιτών, ή η ενσωµάτωση στο καταστατικό
των κεντρικών τραπεζών της καταπολέµησης του πληθωρισµού ως του µόνου στόχου που
επιτρέπεται να επιδιώκουν, είναι µία από τις λύσεις στο πρόβληµα αυτό της «δυναµικής
ασυνέπειας» της βέλτιστης νοµισµατικής πολιτικής (βλ. Rogoff 1985).
Για παράδειγµα, αν οι διαπραγµατευτές στην αγορά εργασίας πεισθούν ότι η νοµισµατική πολιτική
βρίσκεται στα χέρια κάποιου ο οποίος δίνει όλο του το βάρος στην αντιµετώπιση του πληθωρισµού
και καθόλου βάρος στην αντιµετώπιση της ανεργίας (θ=0), τότε από την (15.17) ο πληθωρισµός
ισορροπίας θα πέσει στο µηδέν. Ακόµη και αν δεν είναι έτσι, αν ο κεντρικός τραπεζίτης µπορεί να
συµπεριφέρεται ως κάποιος που ενδιαφέρεται µόνο για τον πληθωρισµό, τότε σταδιακά θα πείσει
τον ιδιωτικό τοµέα να περιορίσει τις πληθωριστικές του προσδοκίες.
8
Υποθέτουµε ότι η κυβέρνηση εκχωρεί την αρµοδιότητα για τη νοµισµατική πολιτική σε µία
κεντρική τράπεζα το καταστατικό της οποίας ορίζει ότι θα επιλέγει τον πληθωρισµό έτσι ώστε να
ελαχιστοποιεί µία αντικειµενική συνάρτηση η οποία εξαρτάται από τον πληθωρισµό και όχι την
ίδια την ανεργία, αλλά µόνο από τις αποκλίσεις της από το “φυσικό” της ποσοστό. Η συνάρτηση
απωλειών της κεντρικής τράπεζας έχει τη µορφή,
~
1
θ
2
Λ CB
=
(
π
)
+
(u
−
u
)2
t
t
t
2
2
(15.20)
Από τις συνθήκες πρώτης τάξης για την ελαχιστοποίηση της (15.20) υπό τον περιορισµό της
καµπύλης Phillips (15.12), έχουµε ότι,
πt =
~
θ⎛
θ⎛1
⎞
ut − u ⎞ = − ⎜ (π t − Et−1π t )⎟
⎠
⎠
α⎝
α ⎝α
(15.21)
Η µόνη ισορροπία µε ορθολογικές προσδοκίες είναι η ισορροπία,
πt = 0
(15.22)
Κατά συνέπεια, λόγω του ότι οι διαπραγµατευτές στην αγορά εργασίας γνωρίζουν ότι οι αποφάσεις
για τη νοµισµατική πολιτική βρίσκονται στη δικαιοδοσία µιας κεντρικής τράπεζας η οποία δεν έχει
το κίνητρο (ή την ελευθερία) να χρησιµοποιεί τη νοµισµατική πολιτική για να µειώσει την ανεργία
κάτω από το “φυσικό” της ποσοστό, εκτιµούν ότι η επιλογή του πληθωρισµού θα είναι ίση µε το
µηδέν αν οι πληθωριστικές προσδοκίες είναι και αυτές ίσες µε το µηδέν.
Αν για οποιοδήποτε λόγο οι πληθωριστικές προσδοκίες είναι θετικές, ο πληθωρισµός που θα
επιλέξει η κεντρική τράπεζα θα είναι χαµηλότερος από αυτόν που αντιστοιχεί σε αυτές τις θετικές
πληθωριστικές προσδοκίες, και το ποσοστό ανεργίας θα αυξηθεί πάνω από το “φυσικό” του
ποσοστό. Επιλύοντας την (15.21) για το ποσοστό πληθωρισµού, µε την υπόθεση ότι οι
πληθωριστικές προσδοκίες είναι θετικές, έχουµε ότι,
πt =
θ
E π
θ + α 2 t−1 t
(15.22)
Ακόµη και αν οι προσδοκίες προσαρµόζονται σταδιακά, για παράδειγµα αν η προσδοκία του
τρέχοντος πληθωρισµού ισούται µε τον πληθωρισµό της περασµένης περιόδου, από τη (15.22) ο
ρυθµός πληθωρισµού θα συγκλίνει στο µηδέν και όχι στο επίπεδο που προσδιορίζει η (15.17). Η
εξίσωση προσαρµογής του πληθωρισµού στην περίπτωση αυτή θα είναι,
πt =
θ
π
θ + α 2 t−1
(15.23)
από την οποία προκύπτει ότι ο πληθωρισµός συγκλίνει σταδιακά στο µηδέν.
Κατά συνέπεια, η εκχώρηση της νοµισµατικής πολιτικής σε µία κεντρική τράπεζα η οποία δεν
ενδιαφέρεται να µειώσει την ανεργία κάτω από το “φυσικό” της ποσοστό, επιλύει το πρόβληµα του
9
υψηλού πληθωρισµού. Ο πληθωρισµός ισορροπίας θα πέσει στο µηδέν, και η απώλεια της
κυβέρνησης θα ισούται µε,
≈G
Λ =
θ ~2 ~ G θ ⎛θ +α2 ⎞ ~2
u <Λ = ⎜
u
2
2 ⎝ α 2 ⎟⎠
(15.24)
Η εκχώρηση της αρµοδιότητας για την επιλογή του πληθωρισµού σε µία κεντρική τράπεζα η οποία
δεν επιδιώκει παρά τη µείωση του πληθωρισµού, και όχι τη µείωση της ανεργίας κάτω από το
φυσικό της ποσοστό, επιτρέπει στην κυβέρνηση να επιτύχει τη µείωση του πληθωρισµού και να
οδηγήσει την οικονοµία σε µία ισορροπία µε χαµηλό πληθωρισµό.
15.2.4 Η Απόκτηση Αντιπληθωριστικής Αξιοπιστίας
Μία εναλλακτική λύση είναι η προδέσµευση της κυβέρνησης σε µία πολιτική µηδενικού
πληθωρισµού, και η µε τον τρόπο αυτό απόκτηση αντιπληθωριστικής αξιοπιστίας. Η λύση αυτή
αναλύθηκε πρώτη φορά για το ζήτηµα του πληθωρισµού από τους Backus and Driffill (1985) και
Barro (1986).
Προκειµένου να αναλύσουµε αυτό το µηχανισµό απόκτησης αξιοπιστίας µπορούµε να αναλύσουµε
την κατάσταση ως ένα επαναλαµβανόµενο παίγνιο µε άπειρο χρονικό ορίζοντα µεταξύ της
κυβέρνησης και των διαπραγµατευτών στην αγορά εργασίας. Στο παίγνιο αυτό υπάρχουν
τουλάχιστον δύο ενδεχόµενες ισορροπίες. Μία ισορροπία µε την κυβέρνηση να ακολουθεί τη
στρατηγική του µηδενικού πληθωρισµού, ή οποία της προσδίδει αντιπληθωριστική αξιοπιστία της
κυβέρνησης (η ισορροπία µε αξιοπιστία) , και µία µε την κυβέρνηση να ακολουθεί τη στρατηγική
του πληθωρισµού της διαχρονικά συνεπούς ισορροπίας, όπως προσδιορίζεται από την (15.16).
Αυτή είναι η διαχρονικά συνεπής ισορροπία στην οποία η κυβέρνηση δεν έχει αντιπληθωριστική
αξιοπιστία.
Στην ισορροπία µε αντιπληθωριστική αξιοπιστία, ο πληθωρισµός και οι πληθωριστικές προσδοκίες
ισούνται µε το µηδέν, και η ανεργία βρίσκεται στο φυσικό της ποσοστό. Η παρούσα αξία των
απωλειών της κυβέρνησης από τον πληθωρισµό και την ανεργία δίνεται από,
∑
∞
≈G
δ s Λ t+s =
s=0
1 θ ~2
u
1− δ 2
(15.25)
όπου δ<1 είναι ο συντελεστής προεξόφλησης της κυβέρνησης. Η παρούσα αξία των απωλειών της
κυβέρνησης είναι χαµηλή και προέρχεται µόνο από το γεγονός ότι η ανεργία βρίσκεται στο
“φυσικό” της ποσοστό, διότι ο πληθωρισµός στην ισορροπία αυτή είναι συνεχώς στο µηδέν.
Στην ισορροπία χωρίς αντιπληθωριστική αξιοπιστία, ο πληθωρισµός και οι πληθωριστικές
προσδοκίες είναι στο επίπεδο που προσδιορίζεται από τη (15.16), και η ανεργία βρίσκεται στο
φυσικό της ποσοστό. Η παρούσα αξία των απωλειών της κυβέρνησης από τον πληθωρισµό και την
ανεργία δίνεται από,
~G
∑ s=0 δ s Λt+s =
∞
1 θ ⎛θ +α2 ⎞ ~2
u
1− δ 2 ⎜⎝ α 2 ⎟⎠
(15.26)
10
Το επιπλέον κόστος για την κυβέρνηση στην περίπτωση της έλλειψης αντιπληθωριστικής
αξιοπιστίας δίνεται από τη διαφορά της (15.25) από τη (15.26), ως,
1 1 ⎛ θ2 ⎞ ~2
u >0
1− δ 2 ⎜⎝ α 2 ⎟⎠
(15.27)
Για πιο λόγο η κυβέρνηση να συµπεριφέρεται όπως προβλέπει η ισορροπία µε αντιπληθωριστική
αξιοπιστία και να µην αυξήσει βραχυχρόνια τον πληθωρισµό στο σηµείο στο οποίο ελαχιστοποιεί
τη βραχυχρόνια συνάρτηση απωλειών από τον πληθωρισµό και την ανεργία.
Το όφελος από µία τέτοια απόκλιση από την πολιτική της αντιπληθωριστικής αξιοπιστίας θα είναι
ίσο µε,
1 ⎛ α 2θ 2 ⎞ ⎛ α ⎞ ~ 2
⎜
⎟ ⎜ 1+ ⎟ u > 0
2 ⎜⎝ (θ + α 2 )2 ⎟⎠ ⎝ θ ⎠
(15.28)
Το κόστος για την κυβέρνηση από µία τέτοια απόκλιση, αν ο ιδιωτικός τοµέας σε αντίδραση
υιοθετήσει τη ζοφερή στρατηγική (grim strategy) του να αυξήσει στο µέλλον τις πληθωριστικές του
προσδοκίες στο επίπεδο του πληθωρισµού της διαχρονικά συνεπούς ισορροπίας (15.17), θα ισούται
µε τη (15.26). Για ένα επαρκώς υψηλό συντελεστή προεξόφλησης, το κόστος θα υπερβαίνει το
όφελος, εξ ου και η κυβέρνηση θα προτιµά να µην αποκλίνει από τη στρατηγική του µηδενικού
πληθωρισµού.
Με άλλα λόγια, αν µε το να αποκλίνει από τη στρατηγική του µηδενικού πληθωρισµού η
κυβέρνηση οδηγηθεί στην διαχρονικά συνεπή ισορροπία για πάντα (ή για ένα επαρκώς µεγάλο
χρονικό διάστηµα), τότε η κυβέρνηση θα προτιµά να ακολουθεί συνεχώς την πολιτική του
µηδενικού πληθωρισµού. Αυτό θα της προσδώσει αντιπληθωριστική αξιοπιστία, και η οικονοµία θα
ισορροπεί στο “φυσικό” ποσοστό ανεργίας µε µηδενικό πληθωρισµό για πάντα.
15.3 Συµπεράσµατα
Στο κεφάλαιο αυτό αναλύσαµε τον προσδιορισµό του πληθωρισµού και της ανεργίας ισορροπίας,
σε ένα βραχυχρόνιο υπόδειγµα µε προκαθορίζοµενους ονοµαστικούς µισθούς.
Λόγω του ότι οι ονοµαστικοί µισθοί προκαθορίζονται µε βάση τις προσδοκίες των
διαπραγµατευτών στην αγορά εργασίας, ο µη προσδοκώµενος πληθωρισµός προκαλεί µειώσεις των
πραγµατικών µισθών, αύξηση της απασχόλησης και µείωση του ποσοστού ανεργίας.
Η κυβέρνηση, µέσω των νοµισµατικών εργαλείων που έχει στη διάθεσή της, επιλέγει τον
πληθωρισµό, ώστε να ελαχιστοποιήσει µία αντικειµενική συνάρτηση η οποία εξαρτάται τόσο από
την ανεργία, όσο και από τον πληθωρισµό. Με δεδοµένες τις πληθωριστικές προσδοκίες, η
κυβέρνηση έχει κίνητρο να προκαλεί µη αναµενόµενο πληθωρισµό, προκειµένου να οδηγεί την
ανεργία κάτω από το “φυσικό” της ποσοστό.
11
Ωστόσο, το κίνητρο δηµιουργίας µη προσδοκώµενου πληθωρισµού ενσωµατώνεται στις
προσδοκίες των διαπραγµατευτών στην αγορά εργασίας, και στην ισορροπία καταλήγουµε µε
υψηλότερο πληθωρισµό, χωρίς να µπορεί τελικά η κυβέρνηση να επηρεάσει το ποσοστό ανεργίας.
Η ανεργία καθηλώνεται στο “φυσικό” της επίπεδο, και ο πληθωρισµός σε ένα αντίστοιχα υψηλό
επίπεδο.
Εφόσον η κυβέρνηση δεν µπορεί να επηρεάσει συστηµατικά το ποσοστό ανεργίας, το πρόβληµά
της είναι πως θα πείσει τον ιδιωτικό τοµέα (στην προκειµένη περίπτωση τους διαπραγµατευτές
στην αγορά εργασίας) ότι δεν θα προκαλεί µη προσδοκώµενο πληθωρισµό, αν οι προσδοκίες για
τον πληθωρισµό, και άρα οι αυξήσεις των ονοµαστικών µισθών, πέσουν σε χαµηλά επίπεδα. Αν
καταφέρει κάτι τέτοιο, τότε η οικονοµία µπορεί να µην λύσει το πρόβληµα της υψηλής ανεργίας,
αλλά τουλάχιστον θα έχει λύσει το πρόβληµα του πληθωρισµού.
Δύο είναι οι κυριότερες εναλλακτικές λύσεις στο πρόβληµα αυτό. Η πρώτη είναι η εκχώρηση της
αρµοδιότητας για τη νοµισµατική πολιτική σε άτοµα ή θεσµούς που είναι επιφορτισµένα
αποκλειστικά µε την αντιµετώπιση του πληθωρισµού, χωρίς να ενδιαφέρονται για την ανεργία. Η
δεύτερη λύση είναι η απόκτηση αντιπληθωριστικής αξιοπιστίας, ώστε να πεισθούν οι
διαπραγµατευτές στην αγορά εργασίας ότι η κυβέρνηση δεν υποκύπτει στο κίνητρο δηµιουργίας µη
αναµενόµενου πληθωρισµού. Και µε τους δύο αυτούς τρόπους µπορούν να επηρεαστούν οι
πληθωριστικές προσδοκίες και να αντιµετωπιστεί το πρόβληµα του υψηλού πληθωρισµού.
12
Παραποµπές
Backus D. and Driffill J. (1985), “Inflation and Reputation”, American Economic Review, 75, pp.
530-538.
Barro R.J. (1986), “Reputation in a Model of Monetary Policy with Incomplete Information”,
Journal of Monetary Economics, 17, pp. 3-20.
Barro R.J. and D. Gordon (1983), “A Positive Theory of Monetary Policy in a Natural Rate
Setting”, Journal of Political Economy, 91, pp. 589-610.
Fischer S. (1977), “Long Term Contracts, Rational Expectations and the Optimal Money Supply
Rule”, Journal of Political Economy, 85, pp. 191-205.
Friedman M. (1968), “The Role of Monetary Policy”, American Economic Review, 58, pp. 1-17.
Gray J. (1976), “Wage Indexation: A Macroeconomic Approach”, Journal of Monetary Economics,
2, pp. 221-235.
Kydland F.E. and Prescott E.C. (1977), “Rules Rather than Discretion: The Inconsistency of
Optimal Plans”, Journal of Political Economy, 85, pp. 473-492.
Rogoff K. (1985), “The Optimal Degree of Commitment to an Intermediate Monetary Target”,
Quarterly Journal of Economics, 100, pp. 1169-1189.
13