ΤΑ ΣΠΙΤΙΑ ΤΟΥ ΧΤΕΣ ΣΤΑ ΒΑΣΙΛΙΚΑ

ΤΑ ΣΠΙΤΙΑ ΤΟΥ ΧΤΕΣ ΣΤΑ ΒΑΣΙΛΙΚΑ
Τα παλιά χρόνια τα σπίτια των Βασιλικών είχαν µία συγκεκριµένη εξωτερική
αρχιτεκτονική και εσωτερική διαρρύθµιση. Εξωτερικά κατά πλειονότητα ήταν
πετρόκτιστα. Τα εξωτερικά ανοίγµατα της οικοδοµής, πόρτες και παράθυρα ήταν
διαµορφωµένα µε πελεκητά τσέρκια. Μία ή δύο το πολύ εξωτερικές πόρτες, λίγα
και στενόµακρα εξωτερικά παράθυρα. Ξύλινα ήταν όλα τα κουφώµατα συνήθως
από φτηνή ξυλεία και ελάχιστα ήταν δρύινα. Εξωτερικά και εσωτερικά ήταν σχεδόν
όλα σοβατισµένα µε λάσπη από κοκκινόχωµα ανακατεµένο µε άχυρο, και σε λίγες
περιπτώσεις ο σοβάς ήταν από άµµο και ασβέστη. Τα χωρίσµατα των δωµατίων
ήταν από πλέγµα µακρόστενων σανίδων ή καλαµιών, πάνω στα οποία στηριζόταν
ο σοβάς. Τα δώµατα αποτελούσαν την στέγη των σπιτιών και η κατασκευή τους
γινότανε από ξύλα και χώµα. Αρχικά τοποθετούσαν ισχυρά ξύλινα δοκάρια (από
κυπαρίσσι), σε µικρή απόσταση µεταξύ τους, από πάνω σταυρωτά µικρότερα
δοκάρια, µετά πάλι σταυρωτά καλάµια ή µικρότερα ξύλα και βούρλα. Πάνω από
αυτά άπλωναν δύο στρώµατα από χώµα µε άχυρο. Αρχικά ένα στρώµα λάσπης από
ασπρόχωµα (λίπεδο), και µετά έστρωναν από πάνω χώµα λεπίδα. Το δεύτερο
αυτό στρώµα χώµατος το χτυπούσαν µε τον "κόπανο" και έσφιγγε µε αποτέλεσµα
να µην αφήνει το νερό να περνάει. Βέβαια η στεγανοποίηση δεν ήταν αρκετή µε
αποτέλεσµα το χειµώνα στις δυνατές µπόρες να στάζει το δώµα και να βάζουνε
από κάτω κατσαρόλες η ταψιά! Η συντήρηση του δώµατος ήτανε απαραίτητη και
συγκεκριµένα το συµπλήρωµα κάθε ένα ή το πολύ δύο χρόνια µε λίπεδο. Τη
δουλειά αυτή τη λέγανε δωµάτιασµα. Με τον ερχοµό του τσιµέντου, σε πολλά
δώµατα για να τα στεγανοποιήσουν, έριχναν την λεγόµενη ψευτοταράτσα, δηλαδή
µερικούς πόντους τσιµέντου πάνω στο δώµα. Τα δώµατα υπήρχαν µέχρι περίπου
στα µέσα της δεκαετίας του 50, οπότε και άρχισε η κατασκευή σπιτιών που είχαν
στέγη µε κεραµίδια, τα βοηθητικά εξωτερικά δωµάτια, εάν υπήρχαν, συνέχιζαν να
τα φτιάχνουν µε δώµα έως περίπου στα µέσα της δεκαετίας του 60. Η κατασκευή
στέγης µε κεραµίδια ήτανε σε γενικές γραµµές η ίδια όπως και σήµερα µε
εσωτερικό τελείωµα από ξύλινο ταβάνι.
Τα κύρια δωµάτια σε ένα παλιό Βασιλικιώτικο σπίτι ήταν το καθιστικό, η
τραπεζαρία, η κουζίνα, ο σοφάς, η σάλα, και η κρεβατοκάµαρα. Σάλα υπήρχε σε
λιγότερα σπίτια ενώ ο σοφάς εµφανίζεται σε περισσότερα και βρίσκεται συνήθως
στο καθιστικό η στην κουζίνα.
Η κεντρική πόρτα του σπιτιού οδηγούσε στο καθιστικό δωµάτιο που ήταν η κύρια
και µεγαλύτερη κάµαρα, και χρηστικά αποτελούσε το κέντρο των καθηµερινών
δραστηριοτήτων αλλά και τον χώρο υποδοχής των επισκεπτών όταν δεν υπήρχε
σάλα. Στον κεντρικό τοίχο βρισκότανε το σκρίνιο µε τον καθρέπτη, από τα πιο
περίτεχνα και προσεγµένα έπιπλα του σπιτιού. Ακόµα και σήµερα αποτελούν
περιζήτητα κοµµάτια για διακόσµηση. Στον ίδιο χώρο βρισκότανε ο καναπές που
πολλές φορές ήτανε ιδιαίτερα µακρύς για να χωράει όσο το δυνατόν
περισσότερους µουσαφίρηδες και το τραπέζι µε τις καρέκλες για τα επίσηµα
τραπεζώµατα των γιορτών και των άλλων κοινωνικών εκδηλώσεων. Στους τοίχους
κρέµονταν οι ασπρόµαυρες φωτογραφίες της οικογένειας µε το ανάλογο κάδρο.
Τα έπιπλα διακοσµούσαν οι τσεβρέδες και τα κεντηµένα πετσετάκια µε τις
δαντέλες. Για φώς υπήρχαν τα λυχνάρια στερεωµένα πάνω στους λυχνοστάτες ή
τον τοίχο, ενώ όταν ερχόντουσαν επίσηµοι επισκέπτες άναβαν την λάµπα. Η λάµπα
που κρεµόταν από το ταβάνι άναβε µε ρυθµιζόµενο φυτίλι µε πετρέλαιο, ήταν
µπρούτζινη, µε γυαλί. Πολύ λίγα σπίτια διέθεταν σάλα για την υποδοχή των
επισκεπτών.
Στα δίπατα σπίτια η σάλα βρισκόταν στον πάνω όροφο, και η πρόσβαση γινότανε
µέσω εξωτερικής πέτρινης σκάλας. Πολλά λοιπόν από τα διακοσµητικά στοιχεία
αλλά και χρηστικά αντικείµενα (σκρίνιο, καθρέπτη, επίσηµο τραπέζι, καναπέ,
λάµπα κ.λ.π.) που αναφέραµε στο καθιστικό βρίσκονταν στην σάλα.
∆εσπόζουσα θέση στην κουζίνα είχε η γωνιά (τζάκι) όπου στο τσουκάλι (τέστο)
φτιαγµένο µε πηλό µαγείρευε η νοικοκυρά. Στα πιο παλιά χρόνια δίπλα στο τζάκι
υπήρχε το µεντέρι ένα πάνινο ντιβάνι µε µαξιλάρες. Στα περισσότερα σπίτια το
τζάκι στην κουζίνα ήταν και το µοναδικό στο σπίτι ενώ σε κάποια άλλα υπήρχε και
δεύτερο στην σάλα ή στο καθιστικό. Στη µέση της κουζίνας υπήρχε τραπέζι µε
τόσες καρέκλες όσα τα µέλη της οικογένειας. Τα πιατικά βρισκόντουσαν στην
κρεµαστή πιατοθήκη, που στο κάτω µέρος της διέθετε συρτάρι µε τα πιρούνια
κουτάλια και µαχαίρια. Ο σοφράς κρεµασµένος και αυτός σε µία πρόκα στο τοίχο
χρησίµευε πολλές φορές για τραπέζι. Σε µία γωνιά της κουζίνας υπήρχε ο
σταµνοστάτης µε το σταµνί (λαγήνι) γεµάτο νερό δίπλα από τον πέτρινο νεροχύτη
µε το βρυσάκι. ∆ιάφορα χρηστικά αντικείµενα που βρισκόντουσαν στην κουζίνα
ήτανε ο µύλος του καφέ, το πέτρινο γουδί, η µατσόβεργα που άνοιγαν το φύλο, το
σίδερο µε τα κάρβουνα για σιδέρωµα κλπ.
Ο σοφάς ήτανε ξύλινη υπερυψωµένη κατασκευή, συνήθως στην κουζίνα, η στο
καθιστικό, όπου οι τρείς πλευρές του περικλειότανε από τείχους και η τέταρτη
πλευρά ήταν ανοικτή προς το υπόλοιπο δωµάτιο. Χρησίµευε ως χώρος ύπνου για
τα παιδιά που κοιµόντουσαν στρωµατσάδα πάνω στις τάβλες ενώ η πρόσβαση
γινότανε µε µία µικρή ξύλινη σκάλα δύο η τρία σκαλοπάτια. Κάγκελα υπήρχαν
στην σκάλα και την ανοικτή πλευρά του σοφά για προστασία.
Στην κρεβατοκάµαρα το κρεβάτι του ζευγαριού ήταν συνήθως σιδερένιο, και
σπανιότερα ξύλινο, µε στρώµα παραγεµισµένο µε µαλλί ενώ τα µαξιλάρια τα
γεµίζανε µε βαµβάκι. Πολλά κρεβάτια ήταν δύο τρίποδα πάνω στα οποία έβαζαν
τάβλες ξύλινες. Για χώρο φύλαξης των εσωρούχων και των κλινοσκεπασµάτων
υπήρχαν οι κασέλες. Τα παπλώµατα, τις µάλλινες κουβέρτες, και τα χράµια τα
στοίβαζαν επιµελώς επάνω στις κασέλες. Σε ορισµένα σπίτια στις κρεβατοκάµαρες
υπήρχαν και εντοιχισµένες ξύλινες ντουλάπες.
Η αποθήκη του σπιτιού ήτανε στο υπόγειο. Εκεί υπήρχαν τα κρασοβάρελα µε τα
κρασιά τα πιθάρια (κιούπια) µε το λάδι, τα πιθάρια µε το στάρι, το κριθάρι, τα
κουκιά και τα ρεβίθια. Σε κρεµαστές τάβλες µε σχοινιά υπήρχαν τα τυριά και οι
µυτζήθρες. Σε πρόκες κρεµασµένες πλεξούδες µε σκόρδα κρεµµύδια και
καλαµπόκια. Τα µικρά πήλινα πιθάρια (φτήνες) µε τις ελιές όλων των λογιών, και
τα λαδοτύρια. Ράφια µε πήλινες γυάλες µε πελτέ τοµάτας, και τουρσιά.
Σύστηµα ύδρευσης δεν υπήρχε στο χωριό έως τα τέλη της δεκαετίας του 50.
Το νερό για την λάτρα του σπιτιού το κουβαλούσαν µε τενεκέδες και κουβάδες
από τα πηγάδια που υπήρχαν αρκετά τότε στο χωριό (το πηγάδι του Λουτρού – το
πηγάδι του Πήγαδου και άλλα). Νερό πόσιµο υπήρχε µόνο στην βρύση που
υπήρχε στο γιοφύρι στον πλάτανο.
Αποχετευτικό σύστηµα στο χωριό µέχρι τα µέσα της δεκαετίας του 50 δεν υπήρχε.
Το αποχετευτικό σύστηµα έγινε µε προσωπική εργασία των κατοίκων επί
προεδρίας του µακροβιότερου προέδρου Ιωάννη Ταλιάνη.
Τα περισσότερα σπίτια διέθεταν αυλή µε πολύ ψηλό πέτρινο αυλόγυρο έτσι ώστε
να µην µπορεί να µπει αλλά ούτε και να δει κανείς µέσα την αυλή και το
υπόλοιπο σπίτι. Το χαρακτηριστικότερο βέβαια στοιχείο της αυλής ήτανε η
αυλόπορτα ή εξώπορτα. Ήτανε ξύλινη και αποτελείτο από δύο φύλα που διέθεταν
µεντεσέδες θηλυκούς που κουµπώνανε στους αρσενικούς µεντεσέδες των
πέτρινων λαµπάδων. Συνήθως άνοιγε το δεξί φύλλο ενώ το αριστερό ήτανε
στερεωµένο από µέσα µε κάθετο σίδερο που βυθιζόταν στο έδαφος. Το δεξί φύλλο
κλείδωνε πάνω στο αριστερό µε κλειδαριά. Τα βράδια πίσω από τα φύλα της
εξώπορτας κατέβαιναν δύο µάνταλα. Εσωτερικά οι αυλές διέθεταν την τουαλέτα,
τον αχυρώνα, τον στάβλο, το κοτέτσι, το φούρνο, µία γούρνα για να ποτίζουν τα
ζωντανά, ένα πολύ µεγάλο καζάνι για να βράζουν το νερό για την µπουγάδα και
για άλλες χρήσεις, αποθηκευτικό χώρο για ξύλα για το τζάκι και κλαδιά για τον
φούρνο.
Θεόφιλος Πατσάς