REVIEW The Monogram of Odysseas Elytis Reviewed by Evangelos Dimitriadis - Honorary educational consultant and poet Samos, Greece The Monogram was written between 1969 and 1971 in Paris by the self-exiled poet Odysseas Elytis. It is a poetic composition which is complex in its meanings and develops into a love tragedy. Here, the poet mourns for his lost love, a young Greek girl with whom he fell in love during the summer; his love was so deep that it made him experience cosmic reversals. Unfortunately, his happiness was not favoured by luck, since the death of his beloved and his being bereft of her threw him into deep mourning; there is no paradise on earth that can make him happy any longer. For many years now his life is full of memories and his loneliness marks his dark present. It is a lyric poem, full of extraordinary images of Greek nature and tender love. Hence it is considered to be one of the world’s masterpieces of dramatic love poetry. The Monogram stands as a celebration of Elytis’ following own words: I introduced to poetry a new method of understanding the world through the senses… To me the senses do not necessarily carry erotic implications, as they have an air of holiness. Furthermore we can say that every reader who reads The Monogram may discover the endless dimensions of love; thus he comes closer, in a way, to immortality. ΤΟ ΜΟΝΟΓΡΑΜΜΑ ΤΟΥ ΟΔΥΣΣΕΑ ΕΛΥΤΗ «Η ποίηση είναι όπως ο έρωτας» Ο. Ελύτης Το Μονόγραμμα έχει γραφεί το 1969-1971 στο Παρίσι από τον αυτοεξόριστο ποιητή Οδυσσέα Ελύτη. Είναι μια νεφελώδης στις λεπτομέρειές της ποιητική σύνθεση που εξελίσσεται σαν ερωτική τραγωδία. Σε αυτήν ο ποιητής θρηνεί ετερόχρονα τη χαμένη του αγάπη, ένα νέο κορίτσι που ερωτεύτηκε κάποιο ελληνικό καλοκαίρι σε τέτοιο βαθμό, ώστε η δύναμη του έρωτα τον έκανε να ζήσει κοσμικές ανατροπές. Δυστυχώς η τύχη δεν ευνόησε τη συνέχιση της ευτυχίας του, ο θάνατος της αγαπημένης του και η απομάκρυνσή της για πάντα από κοντά του τον βύθισε στο βαρύ πένθος και κανένας παράδεισος πια δεν μπορεί να τον κάμει ευτυχισμένο. Από χρόνια η ζωή του κυλάει με τις αναμνήσεις και την μοναξιά να συνθέτουν το σκοτεινό παρόν του. Το ποίημα είναι λυρικό, γεμάτο εκπληκτικές εικόνες της ελληνικής φύσης και του έρωτα στην πιο τρυφερή του μορφή. Θεωρείται από τα αριστουργήματα της παγκόσμιας δραματικής ερωτικής ποίησης. Με το Μονόγραμμα ο Ελύτης αποδείχνει τι εννοεί όταν λέει ότι: … έφερα στην ποίηση μια μέθοδο κατανόησης του κόσμου μέσω των αισθήσεων… Για μένα οι αισθήσεις δεν έχουν απαραίτητα ερωτικές προεκτάσεις, αφού αποπνέουν ένα άρωμα αγιότητας. Μπορούμε να συμπληρώσουμε ότι ερχόμενος σε επαφή με το Μονόγραμμα κάθε θνητός ανακαλύπτει τις απεριόριστες διαστάσεις του έρωτα δηλαδή γίνεται κοινωνός ενός μέρους της αθανασίας. -85Phronimon Volume 14(2) 2013 Αν με καλούσαν να απαντήσω συνοπτικά «τι είναι και γιατί γράφτηκε το Μονόγραμμα» θα έλεγα ότι είναι μια από τις πιο εκπληκτικές δημιουργίες της παγκόσμιας ερωτικής ποίησης γεννημένο μέσα σε μια αντιποιητική και αντιδημοκρατική (έχει κι αυτή η παράμετρος τη σημασία της) περίοδο της σύγχρονης ελληνικής ιστορίας (1969-1971). Γράφτηκε από τον Οδυσσέα Ελύτη κατά τη διαμονή του στο Παρίσι και δημοσιεύτηκε για πρώτη φορά την άνοιξη του 1971 στις Βρυξέλες σε χειρόγραφη μορφή από τις εκδόσεις L’ oiseau Αμμοχώστου της Κύπρου. Στην Ελλάδα εκδόθηκε το φθινόπωρο του 1972 από τον Ίκαρο. Σήμερα βρίσκεται στην 20ή του επανέκδοση. Εκτός από την έντυπη διάδοσή του πάμπολλοι καλλιτέχνες έχουν απαγγείλει και τραγουδήσει τους στίχους του.1 Άμεσο, συγκινητικό, βαθιά τρυφερό, στοργικό και ερωτικό το Μονόγραμμα είναι ένα ποίημα που μετά από κάθε ανάγνωσή του προσθέτει κάτι καινούριο στην ψυχοσύνθεσή μας. Αν το διαβάσει κανείς σε διαφορετικές εποχές της ζωής του, ανάλογα με την ψυχική και συναισθηματική του κατάσταση, θα αισθανθεί εντελώς διαφορετικά την κλιμάκωση της συγκίνησης που προξενεί. Είναι ένα από τα πιο περίτεχνα ποιητικά οικοδομήματα του Οδυσσέα Ελύτη, σχετικά μικρό αλλά γεμάτο πάθος και λυρισμό. Ο τίτλος του ποιήματος παραπέμπει στη διαχρονική συνήθεια των ερωτευμένων ζευγαριών να χαράζουν τα αρχικά τους γράμματα πάνω σε κορμούς δέντρων, αλλά και σε κάποιο μενταγιόν ή δαχτυλίδι. Στο δεύτερο σκέλος της ερώτησης «γιατί γράφτηκε το Μονόγραμμα;» θα απαντήσω περιφραστικά. Μερικοί έχουν αφήσει υπονοούμενα για το τι κρύβεται πίσω από αυτό το ποίημα θεωρώντας το ως έργο που ανάγει τις απαρχές του ή παραπέμπει στον έρωτα ενός ενήλικα ποιητή με μια άγνωστη παιδίσκη. Για να βάλω τα πράγματα στη θέση τους θα αναφέρω δυο αποσπάσματα από το λόγο του Ελύτη: στο πρώτο ρωτάει ο δημοσιογράφος τον 30χρονο περίπου (το 1942) Ελύτη: «Ποιο απ’ όλα τα γράμματα που έχετε λάβει σας έκανε μεγαλύτερη εντύπωση;» Απαντάει ο ποιητής «… το γράμμα ενός κοριτσιού, που έγινε αφορμή μιας μεγάλης και ενδιαφέρουσας ιστορίας. Αλλά θα μου επιτρέψετε, φαντάζομαι, να μην σας τη διηγηθώ…»2 Στο δεύτερο ρωτάει άλλος δημοσιογράφος (το 1961) «Πώς σας έρχεται η ιδέα να γράψετε ένα βιβλίο (= ποίημα);» Απαντάει ο Ελύτης «Συνήθως με κατατυραννεί μια σύνθετη κατάσταση που μετέχει του πραγματικού κόσμου αλλά προεκτείνεται πέραν από αυτόν και που είναι αίσθηση και ιδέα μαζί, ταυτόχρονα και αναπόσπαστα…».3 Νομίζω ότι συνθέτοντας τις δυο απαντήσεις θα καταλήξουμε στο συμπέρασμα πως ο Ελύτης στο έργο του, στην προκειμένη περίπτωση στο Μονόγραμμα, συνταιριάζει το μυθοπλαστικό με το πραγματικό στοιχείο και δημιουργεί. Γι’ αυτό δηλώνει στην εφημερίδα Καθημερινή το 1980 ότι «πολλά πράγματα με επηρέασαν, και καταστάσεις και έρωτες, αλλά αυτά βγήκαν έμμεσα. Δεν κάθισα προγραμματισμένα να γράψω για το ένα ή για το άλλο…».4 Έτσι στα 60 1 Μ. Χατζιδάκις, Μ. Θεοδωράκης, Ι. Ηλιοπούλου, Θ. Μικρούτσικος, Β. Παπακωνσταντίνου, Κ. Καραμπέτη κ.ά. Ο. Ελύτης, Συν τοις άλλοις, Ύψιλον βιβλία, Αθήνα 2011, σελ. 46. 3 Ό.π. σελ. 45. 4 Ό.π. σελ. 226. 2 -86Phronimon Volume 14(2) 2013 του χρόνια, ερωτικότερος από κάθε άλλη περίοδο της ζωής του μας αποκαλύπτει την αδυναμία του κόσμου να υποδεχτεί τη μοναδικότητα και την ένταση του αγνού έρωτα και μας διαβεβαιώνει κατηγορηματικά ότι καμιά ευτυχία δεν ολοκληρώνεται σ’ αυτό τον κόσμο χωρίς την παρουσία της αγάπης. Το Μονόγραμμα διαδραματίζεται σε ένα μοιραίο κόσμο που πρόκειται να αλλάξει πορεία, γιατί η αγάπη με τη δύναμη και την αθωότητά της θα γίνει ο σκληρός τιμωρός του.5 Σε αυτόν τον κόσμο ζει ο ποιητής, πενθώντας για τα ανέραστα χρόνια που καταφθάνουν. Για να διασωθεί, τραγουδά τα περασμένα, τα χρόνια του έρωτα. Με αυτό τον τρόπο το παρελθόν αναδιπλώνεται, γίνεται παρόν, ο χρόνος ανατρέπεται «επειδή σ’ αγαπώ και στην αγάπη ξέρω να μπαίνω σαν Πανσέληνος από παντού». Η τραγική φωνή από το υπερπέραν του χρόνου αντηχεί σαν επωδός 33 φορές: «μ’ ακούς;». Η αγωνία από την απώλεια περιλούζει τον ποιητή, γιατί γνωρίζει την τύχη της 12χρονης αγαπημένης του με το ασχημάτιστο στήθος. Ίσως γι’ αυτό η ήττα, ο θάνατος του έρωτα είναι αναπόφευκτα. Ο καθένας τους πρέπει να τραβήξει το δρόμο του. Εκείνος για να μείνει μόνος. Εκείνη για να χαθεί από κοντά του για πάντα «… σε βλέπω μισή να περνάς στο νερό και μισή σε κλαίω στον Παράδεισο». Ο κύκλος κλείνει, το ποίημα επιστρέφει στο αρχικό μότο της μοναξιάς, της νοσταλγίας και του πένθους. Ίσως, πάλι, γι’ αυτό γίνεται αναφορά στο νυφικό της Οφηλίας του Σαίξπηρ, όπως θα μπορούσε να γίνει αναφορά στο Ματωμένο γάμο, αφού ούτε η Οφηλία ούτε η «χρυσή νυφούλα» του Λόρκα έζησαν για να απολαύσουν την ευτυχία, κάτι που μας γεννά την υποψία ότι και η 12χρονη είχε την ίδια κακή τύχη με κείνες τις γυναίκες. Το γεγονός ότι πρόκειται για τραγωδία επιβεβαιώνεται στο σύγχρονο με το Μονόγραμμα ποίημα από το Φωτόδεντρο με τίτλο «Εκείνο που δεν γίνεται»: «Να ’χε η νοσταλγία σώμα να το σπρώξω απ’ το παράθυρο έξω! Να τσακίσω εκείνο που δε γίνεται! Κορίτσι που από το γυμνό σου στήθος σαν από σχεδία κάποτε μ’ έσωσε ο Θεός Και ψηλά πάνω απ’ τα τείχη με την ημισέληνο με πήγε μην κι από δική μου Ακριτομύθια φανερωθείς και οι Τύχες σε βάλουν στο σημάδι Όπως κι έγινε...»6 Αν θέλαμε να τοποθετήσουμε το Μονόγραμμα στο χώρο, ο χρόνος θα μας οδηγήσει να επιλέξουμε ένα σκοτεινό παρόν κι ένα φωτεινό παρελθόν σε ένα αιγαιοπελαγίτικο νησί, μια απέραντη θάλασσα, ακτές, παραλίες, κύματα, αφρούς, μυθικές συνευρέσεις θεών με ανθρώπους και Νηρηίδες, ενώ κάπου εκεί ένας νέος και μια άγουρη ερωτεύονται με τον πιο υπερβατικό τρόπο. Δηλώνει ο ποιητής: «Το Μονόγραμμα ήταν κάτι πολύ δύσκολο να γραφεί σε μια εποχή που είναι δύσκολο να πεις ‘σ’ αγαπώ’. Φαίνεται τριμμένο πράγμα, το ’χουν πει χιλιάδες φορές. Όμως εγώ το Μονόγραμμα το ’βγαλα και δεν φαίνεται καθόλου τριμμένο. Αν σήμερα καταργείται αυτή η έννοια, αλίμονο στην ανθρωπότητα. Ο έρωτας σε πάει πολύ βαθιά. Οι άνθρωποι γίνονται ποιητές και φιλόσοφοι μέσω του έρωτος...»7 Μέσω του έρωτος θα λέγαμε ο ποιητής ονειρεύεται υποσυνείδητα 5 Ο Ελύτης έχει δηλώσει σε ανύποπτο χρόνο ότι η ποίηση μπορεί να αλλάξει τον κόσμο, αλλάζοντας τις συνειδήσεις των ανθρώπων που φτιάχνουν τον κόσμο. «Έμμεσα είναι δυνατόν η ποίηση να επηρεάσει τον κόσμο για μια θετική αλλαγή.» Εφ. Τα Νέα, 10-12-1979. Στο Μονόγραμμα η πίστη του για αλλαγή του κόσμου γίνεται μέσω του έρωτα. 6 Το φωτόδεντρο και η δέκατη τέταρτη ομορφιά, εκδ. Ίκαρος Αθήνα 1971. 7 Εφημερίδα Τα Νέα, 10-12-1979, συνέντευξη του Ο. Ελύτη. -87Phronimon Volume 14(2) 2013 και την πατρίδα ελεύθερη από τη δικτατορία των συνταγματαρχών (= είμ’ εγώ η πατρίδα που πενθεί). Άρα, λοιπόν, το Μονόγραμμα είναι -για να προσθέσω κάτι ακόμα στην αρχική ερώτηση- ένας ατέλειωτος ερωτικός λαβύρινθος, ένα πολυδαίδαλο λυρικό οικοδόμημα. Μπαινοβγαίνοντας από εικόνα σε εικόνα εναλλάσσονται σκηνές καταπληκτικές με μια εκθαμβωτική φωτεινότητα. Κι όσο κανείς προσπαθεί να απομακρυνθεί από το νησιώτικο τοπίο τόσο βυθίζεται μέσα σε αυτό με όλες του τις αισθήσεις. Μοιάζει με εκείνον που, ενώ ονειρεύεται και αντιλαμβάνεται πως ζει στο όνειρο, εξακολουθεί να επιμένει να αναμειγνύεται με την πλοκή και να βιώνει τα φανταστικά δρώμενα σαν αληθινά. Μερικές στιγμές χάνουμε την επαφή μας με το νόημα. Αυτές οι στιγμές είναι οι κορυφαίες, οι πιο ερωτικές ακριβώς γιατί περιέχουν ανερμήνευτα συστατικά όπως ανερμήνευτος είναι και ο έρωτας. Ο Ελύτης είναι διττός: και αισθησιακός και καθαγιασμένος. Στο Μονόγραμμα φαίνεται να εξισορροπούν αυτά τα χαρακτηριστικά και να περιγράφουν με μοναδικό τρόπο την αθωότητα του έρωτα κάτι που δεν πραγματώνεται κατά τον ίδιο τρόπο στην υπόλοιπη ποίησή του όπως για παράδειγμα στο ποίημα του Φωτόδεντρου «Η Οδύσσεια» με την «ηδονοβλεπτική» του διάσταση: «Στο στενόμακρο δωμάτιο που η θάλασσα το πήγαινε μια δω μια κει εγώ το ισορροπούσα Με λαχτάρα να δω πώς το πόδι μεγαλώνει και πού πάει να χωρίσει απ’ τ’ άλλο κι η γυαλάδα στο γόνατο ή αν είχα τύχη κάποτε κι ο αχινός μια στιγμή σε βάθη ανεξερεύνητα Η καρδιά μου χτυπούσε δυνατά». Στο Μονόγραμμα επιβεβαιώνεται η ρήση του Ελύτη ότι η γλώσσα «αποτελεί εργαλείο μαγείας και φορέα ηθικών αξιών». Για το περί μαγείας πιστεύω ότι δεν υπάρχει καμιά αμφισβήτηση, πρόκειται για μια σύνθεση μαγική. Πιθανόν χρειάζεται συζήτηση το κατά πόσο οι εικόνες, ο λόγος, οι λέξεις του Μονογράμματος είναι φορέας ηθικών αξιών κάτι που προσωπικά αποδέχομαι ανεπιφύλακτα. Η λέξη για τον Ελύτη, με τη βαρύτητα που έχει στο μικρόκοσμο του ποιήματος, είναι η βάση της γλωσσικής έκφρασης. Συχνά μιλάει γι’ αυτήν στα κείμενά του, ποιητικά και πεζά. Λέει: «Με επέκριναν επειδή χρησιμοποιώ ορισμένες σπάνιες λέξεις. Θέλω το κείμενο να είναι εντελώς παρθενικό και απομακρυσμένο από τη χρήση των λέξεων. Θα πήγαινα κάμποσο μακριά για να πω ότι το θέλω αντίθετο προς την καθημερινή χρήση». Με αυτή την άποψη συμφωνεί ο καθηγητής Γ. Μπαμπινιώτης, που υποστηρίζει ότι το σημαντικότερο στοιχείο της ποίησης του Ελύτη είναι η μεταγλωσσική στάση του στη χρήση της ελληνικής (η γλώσσα δηλ. ταυτόχρονα ως σημαίνον και ως σημαινόμενο). Ίσως να κάνω λάθος αλλά πιστεύω ότι η αλίευση σπάνιων λεκτικών σχημάτων και λέξεων από το πλούσιο γλωσσικό μας ρεπερτόριο δεν είναι το μαγικό ραβδί που απογειώνει το έργο του νομπελίστα ποιητή. Αυτή η επίμονη αναζήτηση μπορεί να έχει περιορίσει την καθολική αποδοχή του Ελύτη από την κριτική. Με τα ίδια δομικά υλικά ένας τοίχος μπορεί να είναι αισθητικά και στατικά άρτιος αλλά και -88Phronimon Volume 14(2) 2013 αποκρουστικός και επικίνδυνος. Ευτυχώς στο Μονόγραμμα δεν δικαιώνεται ούτε ο Ελύτης ούτε ο Μπαμπινιώτης. Διότι, κι ας μην είναι θεμιτή η απομόνωση τμημάτων ενός ποιήματος, αν θελήσουμε να κάνουμε μια ανατομική προσέγγισή του, να το τεμαχίσουμε σε λέξεις ή σε λεκτικά σύνολα ή, ακόμα πιο πλατιά, σε σκηνικές εικόνες, κατά περίεργο τρόπο κάθε προσπάθειά μας θα επιφέρει το ίδιο αποτέλεσμα: ποίηση, απλή ποίηση με κοινότατα δομικά υλικά. Λεξικογραφώ ως ένα σημείο το ποίημα με την παρατήρηση ότι πολλές από τις λέξεις επαναλαμβάνονται σκόπιμα περισσότερες από μία φορές, αφού πρώτα παραθέσω ένα απόσπασμα από το ποίημα «Σπουδή γυμνού» από τη Μαρία Νεφέλη, όπου διαπιστώνει κανείς πως οι σπάνιες λέξεις δεν συμβάλλουν πάντα στη δημιουργία του απαραίτητου ερωτικού κλίματος: «Ο μακρύς δρόμος του ανθρώπου από τον δνοφερόν στο αείφωτον ψαύοντας δάκτυλο εωσότου ο κόλπος όλος ερευνηθεί και ανοίξει το αίνιγμα που σφιγμένο κρατούν οι ωραίοι μηροί ο γιαλός ο αμύθητος από την υψηλή μασχάλη έως τα πέλματα»... Επιστρέφω στις λέξεις, στα λεκτικά σύνολα και στις εικόνες του Μονογράμματος, επικεντρώνοντας στην ενότητα «Θάλασσα», με την οποία ο έρωτας συνενώνεται αναπόσπαστα. Οι λέξεις: Αέρας, άνεμος, άσπρο, αστεράκι – βάρκες, βοριάδες, βότσαλα, βράχος, βυθός – γοργόνα – δελφίνι - ήλιος – θάλασσες – ισθμός – κάβος, καταρράχτες, κουπιά, κυανό, κύματα – λιμάνι – μουράγιο – νερά, νησί – όρμος, ουρανός – πανσέληνος, πλεούμενο – σκιά, σπηλιές, στάλα – φανάρι, φως – ψαράς. Καταγράφω και μερικές εικόνες που μέσα από θαυμάσιους λεκτικούς συνδυασμούς ζωγραφίζουν ανεπανάληπτους θαλασσινούς πίνακες: οι βάρκες που έκρουσαν γλυκά (σελ. 13) οι κιθάρες που αναβόσβησαν κάτω από τα νερά (σελ. 13) τα κομμάτια οι θάλασσες που ερχόντουσαν μαζί πάνω από τις ξερολιθιές (σελ. 13) σε πηγαίνω μες από φεγγερά περάσματα και κρυφές της θάλασσας στοές (σελ. 15) τα πικρά μου βότσαλα μετρώ (σελ. 18) [έχεις] την ανταύγεια στο πρόσωπο του νερού (σελ. 21) (σ)το αυλάκι που το πέρασμά σου αφήνει σαν δελφίνι πρωτόπειρο (σελ. 23) κτλ. […] Παρακολουθώντας κανείς την υμνολογία της θάλασσας μπαίνει στον πειρασμό να σκεφτεί ότι ο ποιητής ανάμεσα σε όλους τους έρωτές του τοποθετεί πολύ ψηλά την αγάπη του για τη θάλασσα. Κατά τα άλλα είναι γνωστό πόσο ιδιόρρυθμα τυπολάτρης είναι ο Ελύτης. Οι συνθέσεις του εκπέμπουν καταρχήν μια ελευθεριότητα στη δομή, αλλά το προσωπικό ποιητικό είδος που έχει επιλέξει να υπηρετήσει έχει ως προϋπόθεση την «αρχιτεκτονική επινόηση». 8 Πίσω από τη νεωτερική 8 Ό.π. σελ. 122: «… σκόπιμα βάζω εμπόδια στον εαυτό μου, για να μπορώ να τα ξεπερνώ, να αυτοπεριορίζομαι και να υποχρεώνομαι να κινούμαι μέσα σε όρια…». Ό.π. σελ. 122. -89Phronimon Volume 14(2) 2013 έκφραση με τα πλούσια υπερρεαλιστικά στοιχεία και την προσωπική φόρμα υποβόσκει μια αυστηρή τροχιοδρόμηση. Ένα κανονιστικό δίκαιο παρόμοιο με εκείνο που διέπει τους νόμους της φύσης: το αίτιο και το αποτέλεσμα. Κάπως έτσι μπορούμε να προσεγγίσουμε το Μονόγραμμα: ως ένα ποίημα με ιδανικές αναλογίες και καταπληκτική συμμετρία στη μορφή. Αποτελείται από 7 ευδιάκριτα μέρη. Το κάθε μέρος περιλαμβάνει 7 στίχους ή πολλαπλάσια του 7, που φτάνουν στο κεντρικό τέταρτο μέρος τους 49 στίχους (7Χ7) για ν’ αρχίσουν να μειώνονται βαθμιαία ως το τέλος. Αυτοί οι συνδυασμοί, με τη σειρά τους, σχηματίζουν έναν αρμονικό ρόμβο, που οι αριθμοί των στίχων του, είτε προστεθούν κάθετα είτε οριζόντια, δίνουν τα αθροίσματα 7, 21, 35, 49, 35, 21, 7. Για να δημιουργηθεί η σχέση προσθαφαιρείται το διπλάσιο του 7. Ποιος μετά από όλα αυτά μπορεί να θεωρήσει τυχαίο ότι η λέξη θάλασσα, μια λέξη που ο Ελύτης θεωρεί κήπο του και συντρόφισσα9 εμφανίζεται στο ποίημα 7 φορές; Σε καθένα από τα 7 άσματα οικοδομείται το περιεχόμενο του Μονογράμματος κατά τέτοιο τρόπο που δημιουργείται ένας κύκλος με αρχή και τέλος το μότο του ποιήματος: Θα πενθώ πάντα – μ’ ακούς; – για σένα, μόνος, στον Παράδεισο. Το μότο αυτό, λέξεις που προφέρονται σα να είναι κομμένες βίαια, με το μαχαίρι, είναι και το μαγικό κλειδί που επιτρέπει να παρακολουθήσουμε την εξέλιξη του ποιήματος στους μυστικούς και φανερούς θαλάμους του, ο καθένας μας από τη δική του οπτική γωνία. Τελικά, με το Μονόγραμμα ο Ελύτης αποδείχνει τι εννοεί όταν λέει ότι: «… έφερα στην ποίηση μια μέθοδο κατανόησης του κόσμου μέσω των αισθήσεων… Για μένα οι αισθήσεις δεν έχουν απαραίτητα ερωτικές προεκτάσεις, αφού αποπνέουν ένα άρωμα αγιότητας. Οι αισθήσεις ανυψώνονται σ’ ένα επίπεδο καθαγιασμένο.»10 Μπορούμε να συμπληρώσουμε ότι ερχόμενος σε επαφή με το Μονόγραμμα κάθε θνητός ανακαλύπτει τις απεριόριστες διαστάσεις του έρωτα δηλαδή γίνεται κοινωνός ενός μέρους της αθανασίας. Πυθαγόρειο, 20-7-13 Β. Δημητριάδης 9 Ό.π. σελ. 116. Από συνέντευξη του Ο. Ελύτη στο Book Abroad, περιοδικό Δέντρο, 4/1978, σελ. 112. 10 -90Phronimon Volume 14(2) 2013 ΤΟ ΜΟΝΟΓΡΑΜΜΑ ΟΔΥΣΣΕΑ ΕΛΥΤΗ Θα πενθώ πάντα - μ’ ακούς; - για σένα, μόνος, στον Παράδεισο Ι Θα γυρίσει αλλού τις χαρακιές Της παλάμης, η Μοίρα, σαν κλειδούχος Μια στιγμή θα συγκατατεθεί ο Καιρός Πώς αλλιώς, αφού αγαπιούνται οι άνθρωποι Θα παραστήσει ο ουρανός τα σωθικά μας Και θα χτυπήσει τον κόσμο η αθωότητα Με το δριμύ του μαύρου του θανάτου. ΙΙ Πενθώ τον ήλιο και πενθώ τα χρόνια που έρχονται Χωρίς εμάς και τραγουδώ τ’ άλλα που πέρασαν Εάν είναι αλήθεια Μιλημένα τα σώματα και οι βάρκες που έκρουζαν γλυκά Οι κιθάρες που αναβόσβησαν κάτω από τα νερά Τα "πίστεψέ με" και τα "μη" Μια στον αέρα μια στη μουσική Τα δυο μικρά ζώα, τα χέρια μας Που γύρευαν ν’ ανέβουνε κρυφά το ένα στο άλλο Η γλάστρα με το δροσαχί11 στις ανοιχτές αυλόπορτες Και τα κομμάτια οι θάλασσες που ερχόντουσαν μαζί Πάνω απ’ τις ξερολιθιές, πίσω απ’ τούς φράχτες Την ανεμώνα που κάθισε στο χέρι σου Κι έτρεμες τρεις φορές το μοβ τρεις μέρες πάνω από τούς καταρράχτες Εάν αυτά είναι αλήθεια τραγουδώ Το ξύλινο δοκάρι και το τετράγωνο φαντό Στον τοίχο με τη Γοργόνα με τα ξέπλεκα μαλλιά Τη γάτα που μάς κοίταξε μέσα στα σκοτεινά Παιδί με το λιβάνι και με τον κόκκινο σταυρό Την ώρα που βραδιάζει στων βράχων το απλησίαστο Πενθώ το ρούχο που άγγιξα και μού ήρθε ο κόσμος. 11 Το αρωματικό φυτό αρμπαρόριζα όπως λέγεται στη βόρεια Ελλάδα. -91Phronimon Volume 14(2) 2013 ΙΙΙ Έτσι μιλώ για σένα και για μένα Επειδή σ’ αγαπώ και στην αγάπη ξέρω Να μπαίνω σαν Πανσέληνος Από παντού, για το μικρό το πόδι σου μες στ’ αχανή σεντόνια Να μαδάω γιασεμιά κι έχω τη δύναμη Αποκοιμισμένη, να φυσώ να σε πηγαίνω Μες από φεγγερά περάσματα και κρυφές της θάλασσας στοές Υπνωτισμένα δέντρα με αράχνες που ασημίζουνε Ακουστά σ’ έχουν τα κύματα Πώς χαϊδεύεις, πώς φιλάς Πώς λες ψιθυριστά το "τι" και το "ε" Τριγύρω στο λαιμό στον όρμο Πάντα εμείς το φως κι η σκιά Πάντα εσύ τ’ αστεράκι και πάντα εγώ το σκοτεινό πλεούμενο Πάντα εσύ το λιμάνι κι εγώ το φανάρι το δεξιά Το βρεγμένο μουράγιο και η λάμψη επάνω στα κουπιά Ψηλά στο σπίτι με τις κληματίδες Τα δετά τριαντάφυλλα, και το νερό που κρυώνει Πάντα εσύ το πέτρινο άγαλμα και πάντα εγώ η σκιά που μεγαλώνει Το γερτό παντζούρι εσύ, ο αέρας που το ανοίγει εγώ Επειδή σ’ αγαπώ και σ’ αγαπώ Πάντα εσύ το νόμισμα και εγώ η λατρεία που το εξαργυρώνει: Τόσο η νύχτα, τόσο η βοή στον άνεμο Τόσο η στάλα στον αέρα, τόσο η σιγαλιά Τριγύρω η θάλασσα η δεσποτική Καμάρα τ’ ουρανού με τ’ άστρα Τόσο η ελάχιστή σου αναπνοή Που πια δεν έχω τίποτε άλλο Μες στους τέσσερις τοίχους, το ταβάνι, το πάτωμα Να φωνάζω από σένα και να με χτυπά η φωνή μου Να μυρίζω από σένα και ν’ αγριεύουν οι άνθρωποι Επειδή το αδοκίμαστο και το απ’ αλλού φερμένο Δεν τ’ αντέχουν οι άνθρωποι κι είναι νωρίς, μ’ ακούς Είναι νωρίς ακόμη μες στον κόσμο αυτόν αγάπη μου Να μιλώ για σένα και για μένα. -92Phronimon Volume 14(2) 2013 ΙV Είναι νωρίς ακόμη μες στον κόσμο αυτόν, μ’ ακούς Δεν έχουν εξημερωθεί τα τέρατα μ’ ακούς Το χαμένο μου το αίμα και το μυτερό, μ’ ακούς Μαχαίρι Σαν κριάρι που τρέχει μες στους ουρανούς Και των άστρων τούς κλώνους τσακίζει, μ’ ακούς Είμ’ εγώ, μ’ ακούς Σ’ αγαπώ, μ’ ακούς Σε κρατώ και σε πάω και σου φορώ Το λευκό νυφικό της Οφηλίας, μ’ ακούς Πού μ’ αφήνεις, πού πας και ποιος, μ’ ακούς Σου κρατεί το χέρι πάνω απ’ τούς κατακλυσμούς Οι πελώριες λιάνες12 και των ηφαιστείων οι λάβες Θα ’ρθει μέρα, μ’ ακούς Να μας θάψουν κι οι χιλιάδες ύστερα χρόνοι Λαμπερά θα μας κάνουν πετρώματα, μ’ ακούς Να γυαλίσει επάνω τους η απονιά, μ’ ακούς Των ανθρώπων Και χιλιάδες κομμάτια να μας ρίξει Στα νερά ένα ένα, μ’ ακούς Τα πικρά μου βότσαλα μετρώ, μ’ ακούς Κι είναι ο χρόνος μια μεγάλη εκκλησία, μ’ ακούς Όπου κάποτε οι φιγούρες μ’ ακούς Των Αγίων Βγάζουν δάκρυ αληθινό, μ’ ακούς Οι καμπάνες ανοίγουν αψηλά, μ’ ακούς Ένα πέρασμα βαθύ να περάσω Περιμένουν οι άγγελοι με κεριά και νεκρώσιμους ψαλμούς Πουθενά δεν πάω, μ’ ακούς Ή κανείς ή κι οι δύο μαζί, μ’ ακούς Το λουλούδι αυτό της καταιγίδας και μ’ ακούς Της αγάπης Μια για πάντα το κόψαμε Και δεν γίνεται ν’ ανθίσει αλλιώς, μ’ ακούς Σ’ άλλη γη, σ’ άλλο αστέρι, μ’ ακούς Δεν υπάρχει το χώμα δεν υπάρχει ο αέρας Που αγγίξαμε, ο ίδιος, μ’ ακούς Και κανείς κηπουρός δεν ευτύχησε σ’ άλλους καιρούς Από τόσον χειμώνα κι από τόσους βοριάδες, μ’ ακούς Να τινάξει λουλούδι, μόνο εμείς, μ’ ακούς Μες στη μέση της θάλασσας 12 Αναρριχώμενα παρασιτικά φυτά. -93Phronimon Volume 14(2) 2013 Από το μόνο θέλημα της αγάπης, μ’ ακούς Ανεβάσαμε ολόκληρο νησί, μ’ ακούς Με σπηλιές και με κάβους κι ανθισμένους γκρεμούς Άκου, άκου Ποιος μιλεί στα νερά και ποιος κλαίει -ακούς; Ποιος γυρεύει τον άλλο, ποιος φωνάζει -ακούς; Είμ’ εγώ που φωνάζω κι είμ’ εγώ που κλαίω, μ’ ακούς Σ’ αγαπώ, σ’ αγαπώ, μ’ ακούς. V Για σένα έχω μιλήσει σε καιρούς παλιούς Με σοφές παραμάνες και μ’ αντάρτες απόμαχους Από τι να ’ναι που έχεις τη θλίψη του αγριμιού Την ανταύγεια στο μέτωπο του νερού του τρεμάμενου Και γιατί, λέει, να μέλει κοντά σου να ’ρθω Που δεν θέλω αγάπη αλλά θέλω τον άνεμο Αλλά θέλω της ξέσκεπης όρθιας θάλασσας τον καλπασμό Και για σένα κανείς δεν είχε ακούσει Για σένα ούτε το δίκταμο ούτε το μανιτάρι Στα μέρη τ’ αψηλά της Κρήτης τίποτα Για σένα μόνο δέχτηκε ο Θεός να μου οδηγεί το χέρι Πιο δω, πιο κει, προσεχτικά σ’ όλο το γύρο Του γιαλού του προσώπου, τους κόλπους, τα μαλλιά Στο λόφο κυματίζοντας αριστερά Το σώμα σου στη στάση του πεύκου του μοναχικού Μάτια της περηφάνιας και του διάφανου Βυθού, μέσα στο σπίτι με το σκρίνιο το παλιό Τις κίτρινες νταντέλες και το κυπαρισσόξυλο Μόνος να περιμένω πού θα πρωτοφανείς Ψηλά στο δώμα ή πίσω στις πλάκες της αυλής Με τ’ άλογο του Αγίου και το αυγό της Ανάστασης Σαν από μια τοιχογραφία καταστραμμένη Μεγάλη όσο σε θέλησε η μικρή ζωή Να χωράς στο κεράκι τη στεντόρεια λάμψη την ηφαιστειακή Που κανείς να μην έχει δει και ακούσει Τίποτα μες στις ερημιές τα ερειπωμένα σπίτια Ούτε ο θαμμένος πρόγονος άκρη άκρη στον αυλόγυρο Για σένα, ούτε η γερόντισσα μ’ όλα της τα βοτάνια Για σένα μόνο εγώ, μπορεί, και η μουσική Που διώχνω μέσα μου αλλ’ αυτή γυρίζει δυνατότερη Για σένα το ασχημάτιστο στήθος των δώδεκα χρονώ Το στραμμένο στο μέλλον με τον κρατήρα κόκκινο Για σένα σαν καρφίτσα η μυρωδιά η πικρή -94Phronimon Volume 14(2) 2013 Που βρίσκει μες στο σώμα και που τρυπάει τη θύμηση Και να το χώμα, να τα περιστέρια, να η αρχαία μας γη. VI Έχω δει πολλά και η γη μες απ’ το νου μου φαίνεται ωραιότερη Ωραιότερη μες στους χρυσούς ατμούς Η πέτρα η κοφτερή, ωραιότερα Τα μπλάβα των ισθμών και οι στέγες μες στα κύματα Ωραιότερες οι αχτίδες όπου δίχως να πατείς περνάς Αήττητη όπως η Θεά της Σαμοθράκης πάνω από τα βουνά της θάλασσας Έτσι σ’ έχω κοιτάξει που μου αρκεί Να ’χει ο χρόνος όλος αθωωθεί Μες στο αυλάκι που το πέρασμά σου αφήνει Σαν δελφίνι πρωτόπειρο ν’ ακολουθεί Και να παίζει με τ’ άσπρο και το κυανό η ψυχή μου! Νίκη, νίκη όπου έχω νικηθεί Πριν από την αγάπη και μαζί Για τη ρολογιά13 και το γκιουλ-μπρισίμι14 Πήγαινε, πήγαινε και ας έχω εγώ χαθεί Μόνος και ας είναι ο ήλιος που κρατείς ένα παιδί νεογέννητο Μόνος, και ας είμ’ εγώ η πατρίδα που πενθεί Ας είναι ο λόγος που έστειλα να σού κρατεί δαφνόφυλλο Μόνος, ο αέρας δυνατός και μόνος τ’ ολοστρόγγυλο Βότσαλο στο βλεφάρισμα του σκοτεινού βυθού Ο ψαράς που ανέβασε κι έριξε πάλι πίσω στους καιρούς τον Παράδεισο! VII Στον Παράδεισο έχω σημαδέψει ένα νησί Απαράλλαχτο εσύ κι ένα σπίτι στη θάλασσα Με κρεβάτι μεγάλο και πόρτα μικρή Έχω ρίξει μες στ’ άπατα μιαν ηχώ Να κοιτάζομαι κάθε πρωί που ξυπνώ Να σε βλέπω μισή να περνάς στο νερό και μισή να σε κλαίω μες στον Παράδεισο. 13 14 Αλλιώς πασσιφλόρα και παθανθές, εξωτικό λουλούδι των κήπων. Είδος ακακίας που βγάζει την άνοιξη αντί λουλούδια μεταξένιες φούντες. -95Phronimon Volume 14(2) 2013 ENGLISH TRANSLATION – THE MONOGRAM OF ODYSSEAS ELYTIS http://lyricstranslate.com/en/monograma-monogram.html I I will always mourn – do you hear me? – for you, alone, in heaven The Fate will turn away the furrows of The palm, like the keeper of the keys Sometime the Time will consent How else, since people are loved The sky will represent our entrails And the innocence will hit the world With the scythe of the black death. II I mourn the sun and I mourn the years that are coming Without us and I sing the others that passed by If they're true Spoken the bodies and the boats that were knocking sweetly The guitars that blinked under the waters The "believe me" and the "don't" Once in the air once in the music The two small animals, our hands That seek to get up secretly to each other The flowerpot with the dew in the open yard gates And the pieces of the seas that were coming together Over the stones, behind the fences The windflower that sat in your hand And you were shaking three times the purple three times over the falls If these are true I sing The wooden girder and the square illusion In the wall with the Mermaid with the disheveled hair The cat that looked at us in the dark Child with the incense and with the red cross The time that it's getting dark in the approachable of the rocks I mourn the cloth that I touched and the world came to me -96Phronimon Volume 14(2) 2013 III So I talk about you and me Because I love you and in the love I know To enter like a Full Moon From everywhere, like your little foot in the immense sheets To pluck jasmines and I have the power Asleep, to blow to lead you Through moonlight paths and secret arches of the sea Hypnotised trees with spiders that we silver plated The waves have heard of you How you caress, how you kiss How you say in whispers the "what" and the "eh" Around the neck in the bay Always us the light and the shadow Always you the little star and always me the dark floater Always you the harbor and me the right lantern The wet breakwater and the shine upon the oars High in the house with the vine branches The tied roses, and the water that gets cold Always you the stone statue and always I the shadow that grows The leaning window shutter you, and I the adoration that opens it Because I love you and I love you Always you the coin and I the adoration that cashes it: So the night, so the roar in the wind So the drop in the air, so the serenity All around the despotic sea Chamber of the sky with the stars So your slightest breath I have nothing else anymore than In the four walls, the ceiling, the floor To cry out from you and my voice to hit me To smell from you and the people to get angry Because the untried and the from else brought The people can't stand it and it's early, do you hear me It's still early in this world my love TO TALK ABOUT YOU AND ME -97Phronimon Volume 14(2) 2013 IV It's still early in this world, do you hear me The monsters haven't been tamed, do you hear me My lost blood and the sharp, do you hear me Knife Like a ram that runs through the skies And cracks the branches of the stars, do you hear me It's me, do you hear me I love you, do you hear me I hold you and I take you and I wear to you The Ophelia's white wedding dress, do you hear me Where are you leaving me, where are you going and who, do you hear me He holds your hand above the deluge The huge retails and the lavas of the volcanos Will come one day, do you hear me To bury us after and the thousands of years They will make us shiny stones, do you hear me To shine upon them the insensibility, to hear Of the people And to throw us thousands of pieces In the waters one by one, do you hear me My bitter pebbles I count, do you hear me And the time is a big church, do you hear me That sometime the Saints' figures shed true tears, do you hear me The bells open high, do you hear me, One deep passage to cross The angels are waiting with candles and deadly chants I'm going nowhere do you hear me Anyone or the two of us together, do you hear me This flower of the storm and do you hear me Of love We cut it once and forever And it can't blossom in any other way, do you hear me In another land, another star, do you hear me The soil doesn't exist, the air doesn't exist That we touched, the same, do you hear me And no gardener fortuned in other times From so winter and from so north winds, do you hear me To blossom a flower, only us, do you hear me -98Phronimon Volume 14(2) 2013 In the middle of the sea And only the errand of the love, do you hear me We raised a whole island, do you hear me With caves and with hawsers and with blossomed precipices listen, listen Who talks in the waters and who cries - do you listen? who seeks the other, who is screaming do you listen? It's me who I scream and it's me that I'm crying, do you hear me I love you, I love you, do you hear me V For you I have talked in old times With wise nurses and insurgents veterans From what is it that you have the sorrow of the venison The reflection on the forehead of the shaking water And why, it says, to care to come close to you That I don't want love. But I want the wind But I want the galloping of the open standing sea And no one had heard about you For you neither the dittany nor the mushroom None inn the high places of Crete Only for you God accepted to guide my hand Here, there, everything carefully in the circle of the coast of the face, the bays, the hair In the hill waving left Your body in the position of the lonely pine Eyes of the pride and of the transparent Sea bottom, in the home with the old china cabinet The yellow laces and the cypress wood Alone waiting to be first seen High in the roof or back in the flat stones of the yard With the Saint's horse and the egg of Easter Like from a destroyed wall painting As old as the young life wanted you To fit in the candle the huge volcanic glow That no one has seen and heard Nothing in the solitude and the abandoned houses Neither the buried ancestor side by side in the yard wall -99Phronimon Volume 14(2) 2013 For you neither the old woman with all her herbs For you, only I, maybe and the music That I chase of but she comes back stronger For you the unshaped breast of the twelve years The turned in the future with a red crate For you like a pin the bitter smell That finds in the body and drills the will And there's the soil, there's the pigeons, there's our ancient land VI I have seen many and the land inside my mind seems more beautiful More beautiful in the golden steams The sharp stone, more beautiful The depths of the isthmus and our roofs inside the waves More beautiful the beams where without stepping you pass by But unbeaten the godness of Samothrakis over the mountains of the sea Like this I have looked at you and it's enough for me All the time to have been acquitted In the small water course that your passing leaves behind Following like an inexperienced dolphin And my soul to play with the white and the cyan! Victory, victory that I've been beaten Before love and with For the time and the giul-birshimi Go, go and let me be lost Alone and let the sun be that you keep a child new born Alone, and let me be the country that mourns Let it be the reason that I sent it to keep you a bay leaf Alone, the air strong and alone the entirely round Pebble in the blinking of the dark bottom The fisherman that lifted and threw back in the times the Heaven! VII In the Heaven I have spotted an island Same as you and one house at the sea With a big bed and a small door I have threw in the bottomless an echo To look at myself when I wake up to watch you half passing through the water and mourn you half inside the heaven.... -100Phronimon Volume 14(2) 2013
© Copyright 2024 Paperzz