αρχαιοελληνικα εθιμα και κοινωνικες συνηθειες στην κουλτουρα τω

1
ΑΡΧΑΙΟΕΛΛΗΝΙΚΑ ΕΘΙΜΑ ΚΑΙ ΚΟΙΝΩΝΙΚΕΣ ΣΥΝΗΘΕΙΕΣ ΣΤΗΝ
ΚΟΥΛΤΟΥΡΑ ΤΩΝ “ΤΟΥΡΚΟΚΥΠΡΙΩΝ”
Παρασκευά Σαμάρα
Ιστορικού 1990
Η “Τουρκική”, ή καλύτερα η μουσουλμανική κοινότητα της Κύπρου είχε
θεωρηθεί από παλιούς ερευνητές σαν απόγονος των πολυπληθών Τουρκικών
στρατευμάτων που κατά το 1571 αφέθησαν από τον Λαλλά Μουσταφά για τη
φύλαξη του νησιού, καθώς επίσης και αποτέλεσμα κάποιου εποικισμού.
Νεότεροι ερευνητές απέδειξαν το αβάσιμο του αριθμού των στρατιωτών,
ξεκαθαρίζοντας ότι οι στρατιώτες που αφέθησαν ήταν μάλλον 3,779 και σε
τούτο συμφωνεί και ο Τούρκος Ιστορικός Gengiz Orhonlu που αναφέρει ότι
στη
συνέχεια
ο
αριθμός
αυτός
μειώνεται1. Εξάλλου
έγινε
και
κάποιος
εποικισμός από χωρικούς που αφορούσε όμως κυρίως χριστιανικούς και
κρυπτοχριστιανικούς πληθυσμούς της Μ. Ασίας του ύψους των 2,600-3,352.
Αριθμοί δηλ. που στο σύνολο τους δεν δικαιολογούν τον σημερινό
αριθμό των “Τουρκοκυπρίων”. Οι μελέτες των νεότερων ερευνητών2 έδειξαν ότι
1
Gengiz Orhonlu. The Ottoman Turks settle in Cyprus (1570-1580). Πρακτικά “Α?Διεθνούς Κυπρολογικού
Συνεδρίου 1969”, Λευκωσία 1972, σ. 258 τομ.Γ.Α
2
Κώστα Κοκκινόφτα “Ο σεβασμός της Χριστιανικής πίστης από τους λινοβάμβακους της Κύπρου κατά το
πρόσφατο παρελθόν” περιοδικό Ελλοπία 13 (1992) 8-11.
Κώστα Κοκκινόφτα “Ο λινοβαμβακισμός στα πρώτα χρόνια της αγγλοκρατίας (1878-1960) και η μελέτη του
Μίτσελ. Πολιτιστική Κύπρος, 3, 1997.
Κ.Κύρρη “περί του εξισλαμισμού....περί της εθνικής προέλευσης της Μουσουλμανικής κοινότητας εν Κύπρω”,
περιοδικό Μόρφωσις ΚΔ-ΚΕ 1968-9, Λευκωσία
Κ.Κύρρη λήμμα “εξισλαμισμός” Μεγάλη Κυπριακή Εγκυκλοπαίδεια τόμος 5ος, σ.128-130.
Κώστα Κύρρη “Η Τουρκοκυπριακή εκπαίδευση (1850-1905).....” επετηρίδα Κέντρου μελετών Ιεράς Μονής
Κύκκου Ι (1990) 239-272.
Σάββα Μαστραππά “Η ιστορική διαμόρφωση της τουρκοκυπριακής μειονότητας. Ελλοπία.
Ronald L.N.. Mitchel “A Muslim Christian sect in Cyprus”, Nineteenth century, LXIII, London 1908 pp.751762.
Θεόδωρου Παπαδόπουλου “Πρόσφατοι εξισλαμισμοί αγροτικού πληθυσμού εν Κύπρω...” Κυπριακαί Σπουδαί,
29 (1965), σ.29-48
Παρασκευά Σαμάρα “Τα Λεύκαρα και η καταγωγή των Τούρκων Λευκαριτών” Περιοδικό “Τα Λεύκαρα”
τεύχος 7(1984) σ.15-20 και 8(1985) σ.24-29.
Παρασκευά Σαμάρα “Η Ελληνική καταγωγή των Τουρκοκυπρίων- εξισλαμισμοί Τουρκικός επεκτατισμός”
Αθήνα, 1987 σ.σ.60
Παρασκευά Σαμάρα “Ο Κριμαϊκός πόλεμος του 1853-56 και ο λινοβαμβακισμός στην Κύπρο” Πρακτικά του
Β/ Διεθνούς Κυπρολογικού Συνεδρίου 1972, τόμος Γ, Λευκωσία 1987, σ.σ.143-168.
Ανδρέα Τυλλιρίδη “Από την ιστορία των εξισλαμισμών στην Κύπρο” Κυπριακές σπουδές, τόμος ΝΑ,
Λευκωσία 1989.
Κυριάκου Χατζηιωάννου “Η καταγωγή των Τουρκοκυπρίων και το Κυπριακό” Λευκωσία, 1972.
Μενέλαου Χριστοδούλου: Περί λινοβαμβάκων “Συμπόσιον Λαογραφίας” του περιοδικού Λαογραφική Κύπρος
1972, Λευκωσία, σ.σ.105-115
Βάσου Χριστοδούλου λήμμα “λινοβάμβακοι” στην Μεγάλη Κυπριακή Εγκυκλοπαίδεια, τόμος 9, 1988,
σ.σ.177-182.
2
η πλειονότητα των σημερινών “τουρκοκυπρίων” είναι απόγονος των κατά
περιόδους
εξισλαμισμένων
Χριστιανών
Λατίνων
αλλά
κυρίως
Ορθοδόξων
Ελλήνων του νησιού.
Πέρα από τις ιστορικές μαρτυρίες που δεν είναι του παρόντος να
αναφερθούν,
υπάρχουν
και
οι
κοινωνικές-λαογραφικές
που
ενισχύουν
τα
ιστορικά συμπεράσματα σχετικά με την Ελληνική καταγωγή και Χριστιανική
προέλευση των “Τουρκοκυπρίων”.
Για πολλές γενιές οι εξισλαμισμένοι ή κρυπτοχριστιανοί, έσερναν και
σέρνουν ακόμα μαζί τους ήθη, έθιμα, κοινωνικές συνήθειες, την κουλτούρα
γενικά των χριστιανών προγόνων τους.
Οι κοινότητες τους ήσαν εγκατεσπαρμένες σ’ όλο το νησί, μεταξύ των
χριστιανικών χωριών. Ελληνόφωνοι3 οι κάτοικοι στην πλειονότητα τους, άλλοτε
μοιράζονταν
το
χωριό
με
μεγάλο
αριθμό
χριστιανών (=μιχτά)
κι’ άλλοτε
συμπαγείς ομάδες απομονωμένοι, απέφευγαν την επαφή με τους Τούρκους,
διατηρώντας την Χριστιανική τους καθαρότητα και την ονομασία του χωριού:
Άγιος Ιωάννης, Άγιος Νικόλαος, Άγιος Συμεών κ.α.4 συνεχίζοντας στωικά την
τραγική πορεία τους μέσα στην ιστορία.
Από την κουλτούρα τους παραθέτουμε στη συνέχεια επιλογή από
μαρτυρίες
δικής
μας
καταγραφής
αλλά
και
υλικού
από
το
Κέντρο
Επιστημονικών Ερευνών που έχουν σχέση με την αρχαιοελληνική παράδοση
του τόπου.
Πέρα απ’ αυτό εντοπίζουμε ότι σώζονται εκατοντάδες μαρτυρίες σχετικές
με τα κοινά ήθη και έθιμα “ελληνοκυπρίων” και “τουρκοκυπρίων” και που
μελλοντικά θα σχολιαστούν σε άλλη μελέτη.
Α) Από γαμήλια έθιμα.
1. Συνήθιζαν κατά την γαμήλια τελετή να πετούν νομίσματα (κυρίως
γρόσια) στους νεόνυμφους, απαράλλακτα όπως και οι Έλληνες Χριστιανοί του
3
C.F.Beckingham “Between Islam and Christendom” (Travellers, facts and legends, in the Middle Ages and the
Roneissance) London 1983, p.170 αναφέρονται για παράδειγμα τα χωριά Λαπιθιού, Πλατανισσώ, Άγιος
Συμεών, Γαληνόπορνη. Αλλά και όλα τα “τουρκοχώρια” της Πάφου, της Τυλληριάς, Δένεια, Ακάκι, Αρκάκι,
Περιστερώνα, Λυθράγκωμη, Συλίκου, Μονάγρι κ.α.π.
4
C.F.Beckingham, ο.π. p.166, Άγιος Επιφάνειος(ΛΕ), Άγιος Ευστάθιος(Π), ΄Γιος Ιάκωβος(Α), Άγιος
Ιωάννης(Π)(Α), Άγιος Ισίδωρος(Π), Άγιος Χαρίτων(Α), Άγιος Νικόλαος(Π), Άγιος Συμεών(Α), Άγιος
Σωζόμενος(Λ), Άγιος Θεόδωρος(Λ), Άγιος Θωμάς(ΛΕ), Άγιος Γεώργιος (Π), Ασώματος(ΛΕ),
Σταυροκόνου(Π) κ.α.
3
νησιού σε παλαιότερες εποχές5. Το αξιοσημείωτο είναι ότι παρουσιάζουν μια
εμμονή στο να διατηρούν τα διάφορα έθιμα ακόμα και μετά την τάση των
Ελλήνων κατοίκων να τα σταματήσουν λόγω εκμοντερνισμού.
Στο συγκεκριμένο έθιμο οι Έλληνες6 σταμάτησαν σιγά σιγά να πετούν τα
νομίσματα και διατηρούν μόνο τους
σπόρους σιταριού και
κουφέτα7. (πλην
ελαχίστων εξαιρέσεων στην επαρχία της Πάφου).
Ένα χωριό με μουσουλμάνους και Χριστιανούς κατοίκους (=μειχτό) που
διατήρησε αυτό το έθιμο είναι οι Αγγλεισίδες8.
Πρόκειται ασφαλώς για τα “καταχύσματα” των αρχαίων9. Σύμφωνα δε με
τον Lawson10, θα πρέπει να εθεωρούντο τα νομίσματα, μια και ήσαν από
μέταλλο, αποτρεπτικά των κακών δαιμόνων και θα ενίσχυαν την ευτυχία των
νεόνυμφων μια και αυτός ήταν ο σκοπός των καταχυσμάτων γενικά.
2. Μετά την τελετή του Γάμου, που στο “Τουρκοχώρι” Κάτω Αρόδες
(Πάφου) γινόταν Κυριακή (αντί Παρασκευής όπως συνηθίζουν οι Μωαμεθανοί),
“εντύνναν
παστόν”. Όπως
μας
πληροφορεί
ο
Γεώργιος Χρ. Συμεού: “Ο
«παστός» ήτουν ο τόπος που κάθετουν το αντρόϋνον. Εβάλλαν θκυό καρέκλες
(σε απόσταση 1,5 περίπου μέτρο) τζαι πάνω τους εβάλλαν μνιαν σανιθκιάν
των ψουμιών πούκουππα. Εντύνναν την με σεντόνια πλουμιστά τζαι κεντήματα
του σιερκού. Το ίδιον τζ’ ο τοίχος πίσω, με σεντόνια τζαι μαντηλιές κεντητές
του σιερκού. Στη θέσην τούτην εκάθουντον τζαι οι κουμπάροι. Πίσω που τογ
γαμπρόν εμπαίνναν ζυμωμένα τζαι ψημένα, τα εργαλεία της δουλειάς του
(εννοεί ομοιώματα από αλεύρι-ζυμάρι). Αν ήτουν ζευκαλάτης, αλέτριν ή ζυγόν ή
......, αν ήτουν πελεκάνος τα ανάλογα. Πίσω που την νύφφην τα κεντήματα
της. Τούτα εζυμώνναν τα παραμονές του γάμου, Τρίτην, Τετάρτην, Πέμπτην,
Παρασκευήν οι γεναίτζες, Τουρκάλλες τζαι γρισκιανές μαζίν, μαζίν (ταυτόχρονα)
5
Γεωργίου Λουκά “Φιλολογικαί επισκέψεις των εν τω βίω των νεωτέρων Κυπρίων Μνημεία των Αρχαίων.
1874 εν Αθήναις σ. 89 και Γ. Παπαχαραλάμπους “Κυπριακά Ήθη και Έθιμα”, 1965. Λευκωσία σ.123
6
Σήμερα η ρίψη νομίσματος σε εκδηλώσεις εκτός γάμου θεωρείται και πομπευτική. Συχνά ακούει κάποιος
φράσεις όπως: “μεν το πεις πούποτε τούτον γιατί εν να μας σύρνουν μπακίρες”.
7
(Αυγόρου-Ριζοκάρπασο) “Θυμούμαι που ήμουν μιτσιά, άμα εσύρναν μπακίρες ή δεκαρούες εβουρούσαμεν
τα μωρά να τες πιάσουμε. Εσύρναν τες με σπόρους σιταρκού. Σήμερα εν το κάμνουν. (Αναστασία Σαμάρα 50
ετών 1984).
8
Από Κλεάνθη Παντελή 32 ετών (Αγγλεισίδες). (1987)
9
Αριστοφάνη “Πλούτος” 768
10
J. Lawson Modern Greek folklore and ancient Greek, religion σ.535 και Ρωμαίος κ.α. Λαογραφία, τόμος 7
(1923) σ.363. Θεωρεί ότι έχουν τη σημασία του εξευμενισμού των παραφυλαττόντων δαιμόνων εις την
πατρικήν οικίαν της νύμφης και εις την κατόπιν μετά την στέψιν νέαν κατοικίαν της, ώστε να μην παρακωλυθή
υπ’ αυτόν η τεκνογονία του ζεύγους.
4
με τα κουλλούρκα ή τα τσουρέκκια που ήταν όσοι τζαι τζείνοι που είχεν να
καλέσουν”11.
Στην Κρήτη ονομαζόταν “Μπαστός”12. Εκτός από “Παστός” σε άλλα μέρη
της Κύπρου ονομάζεται και “Μανάτσα”13. Παλαιότερα τηρείτο σε ευρεία κλίμακα
στο νησί. Είναι βέβαια γνωστό πως πρόκειται για την αρχαιοελληνική και
Βυζαντινή14 συνήθεια του στολισμού του νυμφικού θαλάμου.
Ο Ι. Πολυδεύκης αναφέρει ότι: “Και ο μεν τόπος του γάμου θάλαμος......
το δε παρά τη ευνή παραπέτασμα, παστός”15 και αλλού ο Παλλάδιος: “έδοξεν
και στεφανούσθαι και εν παστώ καθέζεσθαι”16.
3. Η χρήση της “Σιεννάς” κατά τους γάμους εθεωρείτο τα τελευταία
χρόνια αποκλειστικά “Τουρκικό” έθιμο. Πλην όμως παλαιότερα ετηρείτο το έθιμο
και από τους Έλληνες. Να τι γράφει περιγράφοντας τις Κύπριες ο περιηγητής
Wilson στα 1819: “Πολλαί (Κυπρίαι γυναίκες) βάφουσι τους όνυχας των με
φυτόν βρασμένον με νερόν και μερικαί βάφουσι με αυτό την κόμην των η
οποία διατηρεί το χρώμα δια τινά χρόνον”17.
Είναι προφανές ότι ο γυναικείος Ελληνικός πληθυσμός μετά την Αγγλική
κατοχή του 1878 (που αρχικά θεωρήθηκε σαν ένα βήμα για την ελευθερία
του) εγκατέλειψε την παραδοσιακή αυτή μέθοδο βαψίματος και μιμούμενος τις
νεόφερτες Αγγλίδες υιοθέτησε τα “κραγιόνια”. Η δε σιεννά διατηρήθηκε από τις
παραδοσιακές
συντηρητικές
“Τουρκικές
κοινωνίες”
όπως
και
στον
Οθωμανοκρατούμενο ελλαδικό χώρο18 ακόμα και μετά την εγκατάλειψη του
εθίμου από τους Έλληνες.
4. Η χρήση του στεφανιού με ελιά κατά την τελετή του γάμου και την
ταφή (αφού συνόδευε το ζεύγος μέχρι τον τάφο) συναντάται στα περισσότερα
“Τουρκοκυπριακά” χωριά όπως για παράδειγμα στα Πηγαίνια19. Αλλά και την
11
Γεώργιος Χρ. Συμεού από Στρουμπίν (1982) 56 ετών.
Γ. Σπυριδάκη “Ελληνική Λαογραφία” Γ? τόμος, 1972 σ.128.
13
Στον Μουτουλλά “Μανάτσα” βλ. Λαογραφ. Σπουδαστ. Πανεπιστ. Αθηνών Χρ. 3605/82 σ.248.
14
Φαίδωνος Κουκουλλέ “Βυζαντινών Βίος και πολιτισμός” Τόμ. Δ?, σ.σ. 88 κ.εφ. και 141-3.
15
Ι. Πολυδεύκης “Ονομαστικός” 3,37, Βερολίνο 1846.
16
Παλλάδιος επίσκοπος Ελενοπόλεως. Λαυσαϊκή Ιστορία, Migne.P.G. 34, 105Α.
17
W.R.Wilson “Travels in the Holy Land.....” Η Κύπρος στο ΙΒ? κεφάλαιο σ.σ. 214-242 Β? τόμος (4η έκδοση
1847). Μετάφραση “Κυπριακά Χρονικά” Β?(1924) σ.195 υπό Νεοκλή Κυριαζή.
18
Στίλπωνος Κυριακίδη. “Τα κατά τον γάμον έθιμα εν Γκιουμουλτζίνη”. Λαογραφία Β? (1910-11) σ.51-52,
όπου αναφέρεται πως η σιεννά ή κνα ήταν μαζί με το λουτρό της νύμφης πανελλήνιο έθιμο που είχε ήδη τότε
εκλείψει και διατηρείτο σε χρήση μόνο από τις Τούρκισσες σαν χρωστική ύλη κόμης και νυχιών.
19
Κέντρο Επιστημονικών Ερευνών (Κ.Ε.Ε.) Αρχείο μαγνητοσκοπημένων ταινιών, κασέττα υπ. αριθ. 247α (με
την άδεια του διευθυντή του Κ.Ε.Ε. το 1985)
12
5
ελιά, αγιασμένη την Κυριακή των Βαίων χρησιμοποιούσαν κατά κόρον για να
καπνίζονται
απαράλλαχτα
όπως και οι Χριστιανοί. (Πηγαίνια20, Ξερόβουνος,
Λιμνίτης21, Άγιος Θεόδωρος22).
5. Η κατ’ εξοχή γαμήλια τροφή, σε πολλά "Τουρκικά" χωριά23 όπως και
στα παραδοσιακά /ελληνικά (τα της Πάφου) είναι το “ραίσιν”. Πρόκειται για
ξεφλουδισμένο χονδροκοπανισμένο και βρασμένο σιτάρι σε ζωμό κρέατος-μαζί
με κομμάτια κρέατος- μέχρι να γίνει πολτός. Ένα είδος πιλαφιού. Όπως δε και
στα άλλα γαμήλια έθιμα ήταν η όλη κατασκευή του μια ιεροτελεστία με ειδικά
τραγούδια, κινήσεις και μουσική.
Την κατασκευή τέτοιου είδους εδέσματος συναντούμε σήμερα σε μεγάλες
παραδοσιακές εορτές στον Ελλαδικό χώρο24. Και ενώ το “ραίσιν” στα σημερινά
Ελληνικά Παφίτικα χωριά που το διατηρούν αποτελεί αυστηρό γαμήλιο έθιμο25,
στα "Τουρκικά" χωριά εκτός του γάμου πέρασε και στο Μπαϊράμι (οι Τούρκοι
το λεν zerde pilavi ή herse).
Η μέθοδος κατασκευής για το "ραίσιν" με το τελετουργικό κοπάνισμα που
ξεκινάει από χρόνους αρχαίους πριν την εφεύρεση των μύλων (ήδη η μνεία
του Όλμου(=γουδιού) στους κλασσικούς χρόνους ξενίζει μια και από τους
Ομηρικούς
αναμφίβολα
χρόνους26
ήδη
αρχαιοελληνική
χρησιμοποιούσαν
συνήθεια
που
τον
χερόμυλο),
επιβίωσε
κυρίως
αποτελεί
μέσα
από
τελετουργικές διαδικασίες. Μια τέτοια αρχαία συνήθεια που αξίζει να αναφερθεί
ήταν να κοπανίζουν, με ειδικό όργανο που βρισκόταν πάνω από την πόρτα,
κόκκους σιταριού, δείγμα ενεργητικής δραστηριότητας εις το μέλλον. Τούτο δε
κατά
την
είσοδο
του
ζεύγους
μετά
τον
γάμο
στο
σπίτι
όπου
θα
κατοικούσαν27. Η λέξη "ραίσιν" έχει ετυμολογηθεί από το ρήμα
20
ΚΕΕ, ο.π. (247β)
ΚΕΕ, ο.π. (243α)
22
ΚΕΕ, ο.π. (245β)
23
Από μια μικρή έρευνα και όχι ολοκληρωμένη διαπιστώσαμε ότι τα πιο κάτω χωριά (με μουσουλμανικό
πληθυσμό) διατηρούσαν και μέχρι το 1974 το έθιμο αυτό: Καντού, Κ. Αρόδες, Περιστερωνοπηγή, Λάπαθος,
Αγ.Γεώργιος Πάφου, Λουρουτζίνα κλπ.
24
Αθανασάκης Απόστολος "Το ρέσιν και τα Ελευσίνια μυστήρια", περιοδικό Λαογραφική Κύπρος, 1976,
Λευκωσία, σ.10
25
Στο Ελληνικό χωριό Ακανθού, παρ’ όλα αυτά, ετοιμαζόταν ραίσιν όταν εκτελείτο ομαδική εργασία όπως το
μάζεμα των ελιών της εκκλησίας από όλους τους χωριανούς.
26
Βλ. Ασπασίας Μίχα-Λαμπάκη “Η διατροφή των αρχαίων Ελλήνων κατά τους αρχαίους κωμωδιογράφους”,
Αθήνα 1983 σ.25
27
Π.Ν.Δημόπουλου “Ο Δημόσιος και ο Ιδιωτικός βίος των αρχαίων Ελλήνων”, 1933 σ.123
21
6
αρέσκω28 αλλά και από το Ομηρικό θραύω.29
Β) Καθαρμοί.
1. Σε
όλα
τα
μικτά
χωριά
και
στην
πλειονότητα
των
αμιγών
"Τουρκικών", το κάπνισμα με φύλλα ελιάς εθεωρείτο απαραίτητο. Έδιναν οι
“Τούρκοι”30, την Κυριακή
των Βαΐων σε γείτονες τους Χριστιανούς να τους μεταφέρουν στην εκκλησία
κλαδιά ελιάς για να λειτουργηθούν και να ευλογηθούν 40 μέρες. Στη γιορτή δε
της αναλήψεως, τους την επέστρεφαν για να "καπνίζουν" με τα φύλλα της,
απαράλλακτα όπως και οι Χριστιανοί κάτοικοι. Το δε κάπνισμα γινόταν αφού
έβαζαν στο πήλινο καπνιστήρι μικρά κάρβουνα που ανάβονταν και πάνω από
αυτά τοποθετούσαν 3 φύλλα ελιάς.
Είναι βέβαια γνωστό ότι και τούτο αποτελεί αρχαιοελληνική συνήθεια
που αποσκοπούσε στην απαλλαγή του ανθρώπου από την επήρεια των
πονηρών πνευμάτων, αμαρτημάτων και ψυχικών ρίπων31. Σήμερα βέβαια το
κάπνισμα θεωρείται ότι διώχνει τα πονηρά πνεύματα και τον φθόνο.
2. Οι
"Τουρκάλες"
της
Λέμπας
αλλά
και
γυναίκες
από
άλλα
"Τουρκοχώρια" της Πάφου πήγαιναν νύκτα στα Αγιάσματα του Αγίου Νεοφύτου
(Μοναστήρι) και λούζονταν κρυφά για να γίνουν καλά από διάφορες ασθένειες
που είχαν32. Το ίδιο συνέβαινε και με τα Αγιάσματα του Αποστόλου Ανδρέα
τον
οποίο
επισκέπτονταν
κάθε
χρόνο
στην
πανήγυρη
του,
εκατοντάδες
“Τούρκοι” κρυμμένοι μέσα στην ανωνυμία του πλήθους. Εξάλλου το λούσιμο
με νερό από τα Αγιάσματα θεωρείται και από τους Χριστιανούς επίσης ότι
απαλλάσσει
τους
ασθενείς
από
την
αρρώστια
τους. Οι
Αρχαίοι
έλληνες
πίστευαν ότι με τέτοιους καθαρμούς απαλλάσσονταν από την ασθένεια που
την θεωρούσαν ενέργεια των κακοποιών πνευμάτων33.
3. Στους καθαρμούς ανήκει μάλλον και η ευρεία συνήθεια να κρεμούν οι
Μωαμεθανοί κομμάτια ρούχων σε κιγκλιδώματα ορισμένων τζαμιών. Συνήθεια
28
Χατζηιωάννου Κυριάκος "Γλωσσικά και Λαογραφικά σταχυολογήματα" τα εν Διασπορά 1969, Λευκωσία
σ.212 (απαρέμφατο μέλλοντος του ρήματος αρέσκω)
29
Απαρέμφατο μέλλοντος: ρεσεμέναι
30
Λουρουτζίνα, Αγ. Θεόδωρος, Περιστερωνοπηγή, Λάπαθος, Αγ. Γεώργιος Πάφου, Αγγλισίδες, Γαληνόπορνη,
Σύγκρασι, Αρνάδι κλπ.
31
Λοίζου Φιλίππου “Η Αρχαία Ελλάς....” “Κυπριακαί Σπουδαί” ΙΗ? (1943-44) σ.13-14.
32
Πληροφορία από Ιάκωβον Ιερομόναχον 76 ετών (1983) Αγίου Νεοφύτου.
7
που ξεκίνησε μάλλον από το κρέμασμα τεμαχίων ρούχου σε θάμνους πλησίον
αγιασμάτων και που τηρείται σήμερα από τους Χριστιανούς κατοίκους. ∆εν
πρέπει στο σημείο αυτό να μας διαφύγει ότι κοντά στα αγιάσματα υπήρχαν
πάντοτε
εκκλησίες
και
ότι
τα
περισσότερα
τζαμιά
στην
Κύπρο
ήσαν
Χριστιανικοί ναοί που δια της βίας είχαν στο παρελθόν μετατραπεί σε τζαμιά
και τεμένη. (όπως το τουραπί τζαμί= Άγιος Θεράπων στη Λάρνακα34 , το τζαμί
της Τίμης= Αγία Ειρήνη (1821), το τζαμί της Κλαυδιάς= ναός Αγ. Μάμα ή Αγ.
Βαρβάρας κ.α.π.).φφφφφφφφφφφφφφ
Γενικά
η
αλλαγή
και
η
εγκατάλειψη
φορεμάτων
ή
μέρους
των
φορεμάτων κοντά σε αγιάσματα θυμίζουν την κάθαρση των αρχαίων από
μολυνθέντα φορέματα35.
4. Καθαρμός
(καθάρσιον
είναι
πυρ)36. Οι
επίσης
“Τούρκοι”
και
του
το
άναμμα
κεριών
Αγ. Γεωργίου
στην
έδιναν
εκκλησία
κεριά
στους
Χριστιανούς συγχωριανούς τους να τους τα ανάψουν στο διπλανό χωριό όπου
πήγαιναν για λειτουργία επειδή δεν είχαν ιερέα στο δικό τους. Για παράδειγμα
στο Μιχάλη37(πληροφοριοδότη μας) έδινε κεριά η Αρίφαινα. Στα Λεύκαρα38
επίσης οι Τούρκοι” έμπαιναν στις εκκλησίες και άναβαν κεριά πράγμα που
συνέβαινε, εξάλλου και σε πολλά άλλα χωριά του νησιού.
Γ) Απλές Προσφορές-Τάματα-Πανηγύρια.
Μια άλλη συνήθεια σε όλα σχεδόν τα μειχτά "Τουρκοχώρια" καθώς και
σε πολλά αμιγώς “Τουρκικά” ήταν η προσφορά λαδιού, κουμανταρίας(=γλυκό
κρασί)
και
Πρόσφορου. Για
παράδειγμα,
“Τουρκοκύπριος”
με
το
όνομα
Φιλαβερτής από την Κλαυδιά (χωριό που εξισλαμίσθηκε πιθανόν κατά τα τέλη
του 17ου αιώνα, σύμφωνα με τα στοιχεία ) και που συνήθιζε να εξομολογείται
στο
Σταυροβούνι,
σε
κάθε
επίσκεψη
του
έφερνε
στο
Μοναστήρι
την
προσφορά του στον Τίμιο Σταυρό. Παρόμοιες βέβαια προσφορές στο ίδιο
33
Λοίζου Φιλίππου “Η Αρχαία Ελλάς και οι Κυπριακές Θρησκευτικές Παραδόσεις” Κυπριακαί Σπουδαί”
Τομ.Η? (1943-44) σ.14.
34
Ν. Κυριαζή. Δημώδης Ιατρική εν Κύπρω. “Κυπριακά Χρονικά”. Δ? 1926, σ.22 (εν Λάρνακι)
35
Λοίζου Φιλίππου “Η Αρχαία Ελλάς και .....” Κυπριακαί Σπουδαί” Τομ.Η? (1943-44) σ.14.
36
Κυριάκου Χατζηιωάννου:“Η χρήση του “καθαρσίου πυρός” για τον εξαγνισμό και την Αθανασία στον
Ελληνικό χώρο”. Επιστημον. Επετηρ. Φιλοσοφ. Σχολ. Αριστοτελ. Πανεπ. Θεσσαλονίκης. Θεσσαλονίκη ΙΒ?
τόμ (1973) σ.65.
37
κάτοικος Βάσας Κοιλανίου 80 ετών, 1983.
38
Παρασκευά Σαμάρα. Τα Λεύκαρα και η καταγωγή των Τούρκων Λευκαριτών “Τα Λεύκαρα” τευχ. 7 και 8,
1984, σ.29 (τεύχος 8).
8
Μοναστήρι
έκαμναν
και
άλλοι
Τούρκοι
από
τα
γύρω
"Τουρκοχώρια":
“έρκουνταν που τις Αγγλεισίδες την Κλαυκιάν αντρόγυνα κρυφά τζ’ εφέρναν το
τάμα τους..... έρχονταν από την “κοντήν” (σύντομος δρόμος) νύχταν-νύχταν με
ταγάριν (που
είσεν
λάδιν,
πρόσφορα,
κουμανταρίαν)
εξομολουγούνταν,
ελουτουρκούνταν, εκοινωνούσαν τζ’ εφεύκαν, μόλις εχάρασσεν, κρυφά”39.
Μα
και
στην
εκκλησία
του
χωριού
τους
έκαναν
προσφορές
οι
μουσουλμάνοι των Αγγλεισίδων (Άγιο Θεράποντα και Αγ. Βαρβάρα)40. Τα ίδια
συνέβαιναν και σε άλλα τέτοια χωριά.
Χαρακτηριστικά είναι τα όσα ο Γ.Σ.Φραγκούδης γράφει στο βιβλίο του
“ΚΥΠΡΙΣ” σ.57: “Κατά
λινοβάμβακοι)
τας
απήρχοντο
πανηγύρεις
εις
το
των
Άγιον
διαφόρων
προσκύνημα
Αγίων
και
πανοικοί (οι
τούτο
φαίνεται
συνετέλεσεν όπως οι αληθείς μωαμεθανοί έχωσι πολλάκις πίστην εις την
θαυματουργό ιδιότητα διαφόρων Αγίων διό και σήμερον βλέπομεν ενίοτε
μωαμεθανούς μετά πίστεως κομίζοντας αναθήματα εις διαφόρους αγίους και
ευλαβώς προσερχόμενους εις Χριστιανικάς πανήγυρεις”.
Η προσφορά και το τάμα εκφραζόταν με 5 τρόπους:
1. Μέρος της κτηματικής περιουσίας των τοπικών εκκλησιών στις Αγγλεισίδες41,
Λουρουτζίνα42 κ.α. προερχόταν από τάματα “Τούρκων” κατοίκων των χωριών
αυτών. Χαρακτηριστική είναι η περίπτωση Λευκαρίτη μωαμεθανού που στα
1847 χάρισε τα χωράφια του στην Μονή Μαχαιρά43.
2. Μια άλλη συνήθεια ήταν να τάζουν ζώα στον Άγιο, που του τα πρόσφεραν
όταν πραγματοποιόταν η επιθυμία τους. Για παράδειγμα στον Άγιο Νεόφυτο
έπαιρναν οι "Τούρκοι" των γύρω τουρκικών χωριών “ρίφκια τζ’ εδήνναν τα
πασ’ τα γριτσέλια της εξώπορτας”44.
3. ∆ιάφορα νομίσματα
ήταν το σύνηθες τάμα στην Λουρουτζίνα για τη
θεραπεία ζώων, όπως πχ το διπλοσέλινον. Η πιο κάτω σχετική διήγηση είναι
από
την
αρρώστησεν
39
κα ∆έσποινα Κ. Χριστοδούλου: “Μιας
έναν
χτηνόν...κουδέλλα...
τζαι
λαλεί
γειτόνισσας
του
μου
αντρός
τζειαμέ
της (ήτουν
Παπασταύρος Σπανός: Ιερεύς 68 ετών, 1984 περιγράφει γεγονότα του 1931-όταν ήταν καλόγερος στο
Σταυροβούνι.
40
Κλεάνθης Παντελή, 31 ετών από Αγγλεισίδες. (Διάκος Ιεράς Μητρόπολις Κιτίου, Λάρνακα 1983)
41
Κλεάνθης Παντελή
42
Δέσποινα Κ. Χριστοδούλου 78 ετών (1983) εκ Λουρουτζίνας (κασέτα Αρχείου μας υπ’ αριθμό 9)
43
Π.Μ.Σαμάρα “Τα Λεύκαρα και η καταγωγή των Τούρκων Λευκαριτών.” σ.26
44
Ιάκωβος Ιερομόναχος Αγ. Νεοφύτου 76 ετών (παρόμοια καταγραφή κάναμε στα 1983 και στο Ελληνικό
χωριό Αυγόρου)
9
νοστοπάντρευτοι χέμα):- Μά’ ν ιξέρεις ίνταμπον να κάμεις; Έτο πιάε έναν
διπλοσέλινον σταύρωσ’ το (το ζώο δηλαδή) τζαι πέψε το στον Άην Γιώρκην να
γιάνει η κουδέλλα μας. Ο τζύρης μου, λαλεί, έτσι έκαμνεν. Είσεν κουδέλλες,
άμαμ νάϊν αρρωστήσει ένα χτηνόν εσταύρωνεν ένα διπλοσέλινον, έπεμπεν το
στον Άην Γιώρκην τζ’ εγιάνισκεν”45.
Με
σταύρωμα
νομίσματος
θεράπευαν
οι
Άγιοι
Ανάργυροι
τους
διάφορους όγκους και ελιές(=αδένες)46.
4. Το συνηθέστερο όμως τάμα ήταν το κέρινο ή αργυρό ομοίωμα του
πάσχοντος μέλους του ανθρώπου προς τον άγιο του οποίου επικαλούντο την
βοήθεια. Στη
Λουρουτζίνα
έκαμναν συχνά
τέτοια
ομοιώματα:“-λαλώ
μιας
γειτόνισσας μου, Τουρκούς,
:-Αισέ, πονώ την τζεφαλήν μου, ίνταμ πον να κάμω;
-Τζ’ εν ιξέρεις ινταμ πον να κάμεις κόρη!!! Κάμε μιαν τζεφαλήν, τάξε την εις
τον Απόστολον Ανδρέαν.
-Έτσι, είχαν το σύστημαν τους. Ήτουν παραπάνω πιστοί που τα κάμναν
τούτα. Εκάμναν τα, τζ’ επιστεύκαν τα”47.
Τέτοια
κέρινα
ή
αργυρά
αναθήματα,
προσφορές
και
από
τους
χριστιανούς κατοίκους μπορεί κανείς σήμερα ν’ αντικρίσει να κρέμονται στα
τέμπλα των εκκλησιών σ’ όλα τα μοναστήρια αλλά και στις τοπικές εκκλησίες.
Κατάλοιπο ασφαλώς της αρχαίας συνήθειας της αφιέρωσης στα ιερά των
θεραπευτικών θεών, ομοιωμάτων ή “τύπων” όπως τα ονόμαζαν, από άργυρο,
χαλκό, χρυσό, λίθινα ή πήλινα, των θεραπευθέντων μελών του σώματος τους.
Και ο σκοπός της αφιέρωσης ήταν να εξευμενίσουν τον θεό γιατί πίστευαν ότι
η αρρώστια ήταν ένδειξη θείας θέλησης48.
ΕΜΦΑΝΙΣΕΙΣ ΑΓΙΩΝ
Πολλές είναι οι μαρτυρίες για περιπτώσεις εμφάνισης, σε πάσχοντες
"Τούρκους" (από διάφορες ασθένειες), Αγίων σε όνειρο και οι οποίοι στη
συνέχεια μετά από σχετικό τάμα, γιατρεύονταν. Χαρακτηριστικότατη είναι η
περίπτωση του Τούρκου Σιαπάνη Αζίζη που στα 1983 μας διηγήθηκε τα εξής:
45
Δέσποινα Κ. Χριστοδούλου. 1983
Ν.Γ.Κυριαζή. Δημώδης Κυπριακή ιατρική. “Κυπριακά Χρονικά” Δ? (1926) σ.11
47
Δέσποινα Κ. Χριστοδούλου. 1983
48
Ν.Γ.Πολίτη. Λαογραφική Επιθεώρηση-Ανάθημα κατ’ ευχήν. Κ.Ρωμαίου. “Λαογραφία” Β? τόμος (1910-11)
σ.σ125-129
46
10
“Ήρτεν εις τ’ όρομαν μου μια γεναίκα, ήτουν η Παναγία τζαι λαλεί
μου:-Νάρτης εις την νεκκλησιάν μου τζ’ εν να ’μπλέψεις, λαλεί μου.
Τζαι εία τζαι την νεκκλησιάν, να πούμεν, εις τ’ όρομαν μου. Ίσια γύρισιμέρα
έβαλα ’ναν ρίφιν μεσ’ το ταξίν (γκυό λίρες) τζ’ επήα τζει πάνω τζει (εννοεί το
Μοναστήρι του Σταυροβουνιού) άψα τζαι τζερίν τζαι ούλα, .......τζαι χαϊριν της
ήρτα κάτω. Για το ρίφιν, εγύρισεν!!!! Μπριν εν άμπλεπα καχόλου, τζαι ’κόμα
‘ννα μπλέψω’(όσο πάει θα βλέπω καλύτερα) ’κόμα. Ήρτεν τρεις φορές εις τ’
όρομαν μου η Παναγία. Ήρτεν τζ’ ένας άλλος (εννοεί Άγιος) που δαμέ στην
Αγίαν Άνναν-εν χωρκόν μας, έσει καμοιάν εικοσαρκάν ημέρες, τζαι τζείνον
επήα τζ’ επροσσύνησα τον, τζαι ’πήρα του τζαι μιαν πότσαν λάϊν, χαλάλιν
του, τζαι άψα το τζιόλας”49.
Ανάλογη είναι και η περίπτωση που μας αναφέρθηκε από την κα
∆έσποινα Χριστοδούλου
:“μιας έπαθε σπασμούς το μωρόν της. Εκάθετουν τζ’ έκλαιεν πο πανωθκιόν
του:- Παναϊα μου τζαι γιάτρεψε το μωρόν μου. Σαν εφώναζεν σάμπου νάκαμεν
πως εννά τζοιμηθεί.......:
- Εκλεισα
τα
μμάθκια
μου
τζι’
εποτζοιμήθηκα..........Έρκεται
μια
κοπέλλα
ομπρός μου, λαλεί μου, τζ’ εστάθηκεν με τα ολόασπρα τζ’ είπεν μου ίντα
κλαίεις; εν άρρωστον το μωρό σου πέμου;
λαλεί της :-Ναι!
:- Ε! Τζ’ εν ιξέρεις ινταμ’ πον να κάμεις; Πιάστο φέρτο έσσω μου τζ’ εννά
γιάνει.
:- Ε...μα εσού ποιά είσαι; λαλεί της
:- Είμαι τζείνη που με φώναξες.
Τζ’ έπιασεν το τζ’ επήρεν το στην Παναϊαν....τζ’ εγίνη καλά”50.
Και οι
δύο διηγήσεις μας οδηγούν στις αρχαιοελληνικές θρησκευτικές
συνήθειες των προσφορών στα ιερά των θεών και στις ιάσεις των ασθενών
από τους ονειροεμφανιζόμενους θεούς, μετά από ύπνο στο ναό του τιμώμενου
θεού51.
49
Ο γέρο Σαπανής από την Αγία Άννα, παρά τις πιέσεις των δικών του δεν εγκατέλειψε το χωριό που
κατοικούσε “Καλό Χωριό” ή “Βουδάς” τα 1975 μα παρέμεινε. Παρά όμως τα θαύματα παραμένει
συνειδησιακά Τούρκος. Κασέτα αρχείου μας, υπ. αρ. 7, 1983.
50
Δέσποινα Κ. Χριστοδούλου 77 ετών Λουρουτζίνα.
51
Λ. Φιλίππου “Η Αρχαία Ελλάς....” Κ.Σπ. Η/ σ.14
11
Σεβόμενοι,
φοβούμενοι
αλλά
και
πιστεύοντας
τους
Αγίους
και
την
Παναγία οι μουσουλμάνοι έχουν πολλά να διηγηθούν για εμφάνιση στα όνειρα
τους προς αποτροπή κακού, αρωγή, προστασία ή συμβουλή και όχι μόνο. Στην
Αξύλου λόγου χάριν που ήταν "Τούρκικο" χωριό, οι τοπικοί Άγιοι Αλέξανδρος
και Επιφάνιος εμφανίστηκαν να παίζουν έφιπποι “κιριττιν” (είδος Τζιόστρας) στα
αλώνια του χωριού52.
Άλλες φορές επίσης οραματίζονταν αγίους και συνομιλούσαν μαζί τους
όπως στην
περίπτωση
της
εσέβονταν,
“Τουρκοκύπριοι”
“Αγίας Μαύρης”
στο
πήγαιναν
πανηγύρι
στο
Κοιλάνι
της
την
οποία
και
οι
έκαναν
αφιερώματα53.
Άλλες Συνήθειες-Γλωσσικά
Τη διατήρηση της παράδοσης θα τη βρούμε ακόμα και στο λεξιλόγιο,
όπου τη λέξη ορχέομαι=χορεύω θα τη συναντήσουμε ως “ορτζιέμαι” μόνο στα
μουσουλμανικά
χωριά
της
Τηλλυριάς
ενώ από
το
Χριστιανικό
πληθυσμό
εγκαταλείφθησαν. Εξ’ άλλου στο χωριό Άσσια ο “Ασσιώτικος χορός” που
παλαιότερα χορευόταν και από τους χριστιανούς, διατηρήθηκε μόνο στους
μουσουλμάνους54.
Περισχοινισμός
Οι “Τουρκοκύπριοι” “νημάτωναν” την εκκλησία του χωριού τους ή το
ξωκλήσι σε περίπτωση ανομβρίας ή επιδημικής ασθένειας. Έτσι οι Τούρκοι
των Πηγαινιών λόγου χάριν, έζωναν την εκκλησία της Αγίας Μαρίνας με
νήματα έταζαν διάφορα, κι’ έπαιρναν μπουκάλες με λάδι για να βρέξει55. Το
ίδιο και στη Σαλαμιού νημάτιζαν την εκκλησία της Αγίας Βαρβάρας56.
∆) Αποτροπή της Ανομβρίας
Επειδή όμως το θέμα είναι ευρύ και ανεξάντλητο κλείνω με το εξής
χαρακτηριστικό.
52
Λοιζου Φιλίππου ο.π. σ.9
Άντρου Παυλίδη: “Η Αγία Μαύρη και το εκκλησάκι στο Κοιλάνι”, Πολιτιστική Κύπρος, αρ. σ.47
54
Λαογραφικό Αρχείο Ακαδημίας Αθηνών, χειρόγραφο υπ’ αριθ. 2351, 1960, σ.571
55
Λαογραφικό Αρχείο ΚΕΕ. Χειρογρ. Υπ. αριθ. 247α. Βλέπε γενικά Γ.Α. Μέγα “Ελληνικαί εορταί και έθιμα
λαικής λατρείας”, Αθήνα 1957, σ.38 και .Hock, Griech. Weihegebranche 1905, σ.28 σημ.1 και Γ.
Παπαχαραλάμπους, Κυπριακή Λαογραφία σ.238.
56
Λοίζου Φιλίππου, ο.π. σ.15
53
12
Από
προσωπική
περιγραφή
του
Χριστόδουλου
Παρπόττα57
91
ετών
παραθέτουμε τα εξής:
Όταν ήταν “ανεδρία” στο Ριζοκάρπασο, μετά από κλήση του ιερέα και
καμπανοκρουσία, εμαζεύοντο όλοι οι χωριανοί (μόνο οι άνδρες ως το 1958) και
με τα εξαπτέρυγα και τα σήμαντρα (2 σιδερένιες βέργες) ξεκινούσαν “πεζή”,
κατευθυνόμενοι ∆υτικά προς το μοναστήρι της Παναγίας της Ελεούσας. Εκεί
συναντώντο με τους Γιαλουσίτες και έκαναν δέηση. Με την εικόνα μπροστά,
τώρα, όλοι μαζί κατευθύνοντο προς την Γαληνόπορνη και έκαναν δέηση σε
όποιο ξωκλήσι συναντούσαν στην πορεία.
Προτού μπουν στο Τουρκικό χωριό, επειδή οι κάτοικοι αντιλαμβάνονταν από
τον ήχο του σήμαντρου και τις ψαλμωδίες των παπάδων ότι επλησίαζαν,
έβγαιναν
προς
προϋπάντηση
τους
κρατώντας,
ιδίως
οι
γυναίκες
τα
καπνιστήρια και κλαίγοντας τους εκάπνιζαν, το πλήθος των πιστών και την
εικόνα της Παναγίας. Τέλος περνούσαν κάτω από την εικόνα για να πάρουν
τη χάρη της Παναγίας. Κρατούσαν επίσης στα χέρια πανέρια με κομμάτια από
ψωμί, χαλούμι, ελιές τα οποία πρόσφεραν στο πλήθος μαζί με το νερό. Μετά
προχωρώντας
όλοι
μαζί
μέσα
από
το
χωριό
κατευθύνονταν
προς
τη
χαλασμένη εκκλησία της Αγίας Άννας ανατολικά όπου γινόταν δέηση με
γονυκλισία
όχι
μόνο
των
Χριστιανών
αλλά
και
των
"Τούρκων". ∆έηση
ανέπεμπε μπροστά στην εικόνα πρώτα ο παπάς και μετά ο χότζας. Η πορεία
συνεχιζόταν προς την Συκάδα (παλιός συνοικισμός Ανατολικά) και οι Τούρκοι
συνόδευαν τη πομπή μέχρι και ένα μίλι.
Ακολούθως μετά από πολλές δεήσεις σε ξωκλήσια (παλιών οικισμών),
έφθαναν στο Ριζοκάρπασο αφού συμπλήρωναν πρώτα ένα μεγάλο κύκλο της
περιοχής ανάλογα με την ανομβρία. Σε μεγάλη ανομβρία έκαναν ταυτόχρονα
δύο πορείες ώστε ο "μαγικός κύκλος" να είναι μεγαλύτερος και στο τέλος
γινόταν δοξολογία στην εκκλησία του Αγίου Συνεσίου στο Ριζοκάρπασο.
Μετά από τις τέτοιες πορείες- ∆εήσεις και
τη δοξολογία σύμφωνα με
τις μαρτυρίες των κατοίκων της περιοχής- έβρεχε πάντοτε την ίδια μέρα ή
ακόμα
τύχαινε
να
βρέξει
προτού
φθάσει
ο
κόσμος
στην
εκκλησία
για
δοξολογία.
57
Καταγραφή Δεκέμβριος 1986(Ζύγι), αφήγηση από τον Χριστόδουλο Παρπόττα 91 ετών από το
Ριζοκάρπασο. Βλέπε και Κυριάκου Χατζηιωάννου “Η καταγωγή των Τουρκοκυπρίων.......” σ.26
13
Η πορεία που ακολουθούσε η πομπή και ο σχηματισμός του μαγικού
κύκλου (αποτρεπτικού
του κακού),
με συμμετοχή όλων
των χωριών
του
ακραίου τμήματος της Καρπασίας παρουσιάζει μια κοινωνική ενότητα που
φανερώνει
ισχυρούς
και
συγγενικούς δεσμούς,
παλαιότατους
εθιμικούς
που δεν στάθηκε
και
ίσως
ακόμα
και
ικανός ούτε ο εξισλαμισμός να
σπάσει. Ίσως βέβαια παλαιότερα οι Γαληνοπορνίτες να συμμετείχαν σ’ όλη την
πομπή, ο φόβος όμως τους ανάγκαζε να περιορίζονται στο χωριό τους.
Εάν ο πληθυσμός του χωριού ήταν καθαρά Τουρκικός-ξενόφερτος όχι μόνο θα
απείχε από την πομπή και τη ∆έηση, αλλά ούτε και τη διέλευση μέσα από
το χωριό θα επέτρεπε. Αυτή η απαγόρευση ήρθε τελικά το 1963 όταν ο ίδιος
ο Ντενκτάς με την Τ.Μ.Τ. σύμφωνα με πολλές μαρτυρίες, τους τρομοκράτησε,
τους
ξυλοφόρτωσε
και
τους
απαγόρευσε
να
μιλούν
Ελληνικά
και
να
συμμετέχουν στη πομπή και σε άλλες παρόμοιες εκδηλώσεις σπάζοντας έτσι
μια παράδοση που διατηρήθηκε καθ’όλη την περίοδο του κρυπτοχριστιανισμού
των ελληνοφώνων κατοίκων της Γαληνόπορνης.
Τα ήθη και τα έθιμα που αναφέρθηκαν πιο πάνω είναι ελάχιστα από
τα
όσα
έχουν
καταγραφεί
και
που
στο
σύνολο
τους
συνθέτουν
μια
μουσουλμανική κοινότητα με κουλτούρα που σε τίποτα δεν διέφερε παλαιότερα
από την Ελληνική.
Τις διαφορές αρχίζουμε να τις ανιχνεύουμε από το 1958 και εξής λόγω
των πιέσεων της Τουρκοκυπριακής ηγεσίας.
Υπό το βάρος λοιπόν των ιστορικών μαρτυριών και των κοινωνικών και
λαογραφικών δεδομένων που παρατέθηκαν μπορεί αβίαστα να οδηγηθούμε
στο συμπέρασμα της κοινής καταγωγής Ελληνοκυπρίων και λινοπαμπάκων.