The Greek E-Journal of Perioperative Medicine 2010; 8:28-39 (ISSN 1109-6888) www.anesthesia.gr/ejournal Ελληνικό Περιοδικό Περιεγχειρητικής Ιατρικής 2010; 8:28-39 (ISSN 1109-6888) www.anesthesia.gr/ejournal 28 Αναισθησία για καρδιολογικές παρεµβάσεις Παπαγιαννοπούλου Πηνελόπη MD, PhD, Κώστογλου Χρήστος MD ABSTRACT Anaesthesia management during cardiologic interventions Papagiannopoulou P, Kostoglou Ch The management of cardiologic patients who are presenting for diagnostic and theurapeutic cardiac interventions has become a significant topic of interest and concern among anesthesiologists. This review will update recent reports and also will provide practical advice on delivering anesthesia in cardiac catheterization laboratory. During recent years cardiac procedures are more complex, take longer, and involve high risk patients. Many of these cases require general anesthesia rather than sedation. The anesthesiologist has to be familiar with advanced hemodynamic monitoring and also has to be aware of pitfalls and complications of the interventional procedures. In this new and changing arena, collaboration and planning between cardiologists and anesthesiologists are required for both patient safety and procedural success. Στα τελευταία 50 χρόνια, τα αιµοδυναµικά καρδιολογικά εργαστήρια και τα εργαστήρια της ηλεκτροφυσιολογίας έχουν εξελιχθεί από πειραµατικούς χώρους σε ερευνητικές µονάδες, αφού εκεί βρίσκουν εφαρµογή µεγάλο µέρος των σηµερινών γνώσεων παθοφυσιολογίας των καρδιαγγειακών νοσηµάτων πάνω σε διάφορες διαγνωστικές και θεραπευτικές καρδιολογικές παρεµβάσεις. Οι παραπάνω παρεµβάσεις αποτελούν πλέον τον ακρογωνιαίο λίθο της αξιολόγησης και της διαχείρισης πολλών καρδιαγγειακών παθήσεων. Περισσότεροι από ένα εκατοµµύριο των µελετών, που διεξάγονται κάθε χρόνο στις ΗΠΑ γίνονται σε αυτούς τους χώρους, ενώ ο αριθµός τους τείνει να αυξάνεται συνεχώς[1]. Ως αποτέλεσµα της τεχνολογικής έρευνας και προόδου, οι καρδιολογικές παρεµβάσεις τείνουν να αυξηθούν όχι µόνο σε αριθµό αλλά και σε πολυπλοκότητα, ενώ συνήθως αφορούν βαρέως πάσχοντες ασθενείς. Οι πιο µοντέρνες καρδιοΑναισθησιολογικό Τµήµα, Γενικό Νοσοκοµείο Θεσσαλονίκης «Γ. ΓΕΝΝΗΜΑΤΑΣ» λογικές παρεµβάσεις απαιτούν περισσότερο χρόνο για την εκτέλεσή τους καθώς και µεγαλύτερη τεχνική ακρίβεια, προκειµένου να επιτευχθεί ένα επιτυχηµένο αποτέλεσµα, ενώ ο πληθυσµός των ασθενών που υποβάλλεται σε ηλεκτροφυσιολογικές µελέτες, σε επεµβατικές διεργασίες των στεφανιαίων αγγείων ή των καρδιακών βαλβίδων είναι συνήθως µεγάλης ηλικίας µε πολλούς συνυπάρχοντες παράγοντες νοσηρότητας. Παρά το γεγονός ότι πολλές από τις καρδιολογικές παρεµβάσεις πραγµατοποιούνται υπό ελαφρά καταστολή, που χορηγείται από µη αναισθησιολόγους, η πολυπλοκότητα των νέων παρεµβάσεων καθιστά επιτακτική και απαραίτητη την έµπειρη αναισθησιολογική φροντίδα και την ασφαλή χορήγηση αναισθησίας. Σε αυτόν τον νέο και µεταβαλλόµενο για τον αναισθησιολόγο χώρο του αιµοδυναµικού εργαστηρίου ο σωστός σχεδιασµός του αναισθητικού και του επεµβατικού καρδιολογικού πλάνου καθώς και η συνεργασία µεταξύ καρδιολόγων και αναισθησιολόγων είναι απαραίτητα στοιχεία τόσο για την ασφάλεια του ασθενή όσο και ©2010 Society of Anesthesiology and Intensive Medicine of Northern Greece ©2010 Εταιρεία Αναισθησιολογίας και Εντατικής Ιατρικής Βορείου Ελλάδος The Greek E-Journal of Perioperative Medicine 2010; 8:28-39 (ISSN 1109-6888) www.anesthesia.gr/ejournal Ελληνικό Περιοδικό Περιεγχειρητικής Ιατρικής 2010; 8:28-39 (ISSN 1109-6888) www.anesthesia.gr/ejournal για την εξασφάλιση της επιτυχίας της παρεµβατικής διαδικασίας. ΤΟ ΑΙΜΟ∆ΥΝΑΜΙΚΟ ΕΡΓΑΣΤΗΡΙΟ Για την αναισθησιολογική υποστήριξη στο αιµοδυναµικό εργαστήριο, απαραίτητη θεωρείται η γνώση του χώρου καθώς και του προσωπικού. Η αναισθησιολογική οµάδα πρέπει µε µεγάλη προσοχή να επιµεληθεί την οργάνωση του χώρου εργασίας της. Να σηµειωθεί ότι για την πραγµατοποίηση διαφόρων καρδιολογικών παρεµβάσεων θα πρέπει να υπάρχει θεσµική πιστοποίηση του χώρου και φυσικά οι απαραίτητες προδιαγραφές[2]. Το εργαστήριο έχει συνήθως την υποδοµή για την εκτέλεση ηλεκτροφυσιολογικού ελέγχου, καρδιολογικού απεικονιστικού ελέγχου και συναφών καρδιολογικών παρεµβάσεων. Οι βασικές προϋποθέσεις για την χορήγηση αναισθησίας εκτός χειρουργείου, όπως αυτές καθορίστηκαν από την Ιατρική Σχολή του Harvard, είναι: • η παρουσία αναισθησιολόγου, • η ύπαρξη παροχής Ο2, • η ύπαρξη αναρρόφησης, • η ύπαρξη µηχανήµατος αναισθησίας, • η ύπαρξη εξοπλισµού ισοδύναµου µε εκείνου του αναισθησιολογικού τµήµατος, • η επάρκεια ηλεκτρικών παροχών και φωτισµού, • η άµεση πρόσβαση στον ασθενή, • η δυνατότητα εκτέλεσης απινίδωσης, • η ύπαρξη συστήµατος ενδοεπικοινωνίας για επίκληση βοήθειας[3,4]. Όσο αφορά την παρακολούθηση των ασθενών αυτών, η Αµερικάνικη Αναισθησιολογική Εταιρεία (A.S.A) έχει θέσει τις προϋποθέσεις για το βασικό monitoring, που περιλαµβάνει: τη συνεχή παρακολούθηση του ECG, τη µέτρηση της αρτηριακής πίεσης και την παρακολούθηση του καρδιακού σφυγµού, την παρακολούθηση της λειτουργίας του κυκλοφορικού µε σφυγµικό οξυγονόµετρο ή πληθυσµογράφο ή την ακρόαση των καρδιακών ήχων µε προκάρδιο ή οισοφάγειο στηθοσκόπιο[5,6]. Εφόσον ο ασθενής είναι διασωληνωµένος απαιτείται η χρήση του καπνογράφου για την µέτρηση του ETCΟ2. Επειδή σε µη διασωληνωµένο κατεσταλµένο α- 29 σθενή το ETCΟ2 δεν αξιολογείται σωστά, περιγράφεται ως monitoring του αναπνευστικού η παρακολούθηση των αναπνευστικών κινήσεων µε ηλεκτρονική µορφή. Αν ο ασθενής είναι σε µηχανικό αερισµό, απαραίτητο είναι το alarm αποσύνδεσης του αναπνευστικού κυκλώµατος και της χαµηλής παροχής Ο2[7]. Σε πολλές περιπτώσεις κατά τη διάρκεια µιας καρδιολογικής επεµβατικής διεργασίας χρησιµοποιείται και η διοισοφάγειος υπερηχοκαρδιογραφία (Τ.Ε.Ε) µε στόχο την εκτίµηση της περιοχικής συσταλτικότητας του µυοκαρδίου και της λειτουργίας των καρδιακών βαλβίδων. Η εξοικείωση του αναισθησιολόγου µε αυτή τη συσκευή θεωρείται σηµαντική σε αυτή την κατηγορία ασθενών, προκειµένου να εκτιµηθεί η πρόοδος και η επιτυχία της καρδιολογικής παρέµβασης, αλλά και η τυχόν εµφάνιση ανεπιθύµητων ενεργειών. Το πρόβληµα, που συνήθως αντιµετωπίζει ο αναισθησιολόγος στους χώρους του αιµοδυναµικού εργαστηρίου, είναι η ύπαρξη µη σωστής αναισθησιολογικής υποδοµής. Ο τεχνολογικός εξοπλισµός για την χορήγηση αναισθησίας καθώς και για την παρακολούθηση των ζωτικών λειτουργιών µπορεί να µην είναι πλήρως διαθέσιµος και τις περισσότερες φορές ο παλαιότερος του νοσοκοµείου. Επιπλέον, η χωροταξική δοµή και ο περιορισµένος φωτισµός περιορίζουν ακόµη περισσότερο την κλινική παρακολούθηση του ασθενούς. Η επικοινωνία και η συνεργασία µεταξύ αναισθησιολόγου και επεµβατικού καρδιολόγου µπορεί να µην είναι η κατάλληλη λόγω της ανεπαρκούς πολλές φορές κατανόησης των ειδικών απαιτήσεων της κάθε ειδικότητας[3]. ΠΡΟΕΤΟΙΜΑΣΙΑ ΑΣΘΕΝΩΝ Στόχος της προετοιµασίας των ασθενών, που πρόκειται να υποβληθούν σε καρδιολογικές παρεµβάσεις, είναι η λήψη πληροφοριών, που θα βοηθήσουν σηµαντικά στην εξασφάλιση της επιτυχίας στην παρεµβατική τους διαδικασία Η αναγνώριση των παραγόντων επικινδυνότητας στους παραπάνω ασθενείς διαµορφώνει τη λογική του σχεδιασµού ενός πλάνου αναισθησίας µε στόχο την ελαχιστοποίηση της νοσηρότητας και θνητότητας. ©2010 Society of Anesthesiology and Intensive Medicine of Northern Greece ©2010 Εταιρεία Αναισθησιολογίας και Εντατικής Ιατρικής Βορείου Ελλάδος The Greek E-Journal of Perioperative Medicine 2010; 8:28-39 (ISSN 1109-6888) www.anesthesia.gr/ejournal Ελληνικό Περιοδικό Περιεγχειρητικής Ιατρικής 2010; 8:28-39 (ISSN 1109-6888) www.anesthesia.gr/ejournal Ο αναισθησιολόγος θα πρέπει να συζητά µε τον υπεύθυνο επεµβατικό καρδιολόγο τους λόγους, που οδηγούν έναν ασθενή σε µία προγραµµατισµένη καρδιολογική παρέµβαση, όπως επίσης και την κατάσταση του κυκλοφορικού συστήµατος του ασθενούς καθώς και τη λαµβάνουσα φαρµακευτική αγωγή. Γίνεται προεγχειρητική επίσκεψη στον ασθενή, όταν το επιτρέπει η κατάσταση του, λαµβάνει προνάρκωση, ενώ δίνονται και οι οδηγίες προεγχειρητικής νηστείας. Να έχουµε υπόψη, ότι η προετοιµασία των παραπάνω ασθενών είναι πολλές φορές ανεπαρκής, επειδή συνήθως οι άρρωστοι προέρχονται από κλινικές και τµήµατα, τα οποία δεν είναι εξοικειωµένα µε την εφαρµογή των θεσπισµένων προεγχειρητικών πρωτοκόλλων προετοιµασίας. Σε µεγάλο ποσοστό οι ασθενείς που οδηγούνται στο αιµοδυναµικό εργαστήριο για διάφορες αιµοδυναµικές παρεµβάσεις παρουσιάζουν ιστορικό ισχαιµικής καρδιοπάθειας ή και εµφράγµατος του µυοκαρδίου, καρδιακής ανεπάρκειας, καρδιοµυοπάθειας, ιστορικό βαλβιδοπάθειας και διαταραχών καρδιακού ρυθµού, ενώ συγκαταλέγονται συχνότερα στις κατηγορίες NYHA II και III. Επίσης, συνήθως έχουν υποβληθεί είτε σε επεµβάσεις επαναιµάτωσης και αντικατάστασης καρδιακών βαλβίδων είτε σε τοποθέτηση ενδοστεφανιαίων προθέσεων[8,9]. Εκτός από την εκτίµηση της καρδιακής επιβάρυνσης µεγάλη σηµασία πρέπει να δίνεται στη βαρύτητα και ανταπόκριση στη θεραπεία συνοδών νοσηµάτων (σακχαρώδης διαβήτης, νεφρική ανεπάρκεια, πνευµονοπάθειες κλπ). Για καλύτερα αποτελέσµατα θα πρέπει πριν την επέµβαση να γίνεται η βέλτιστη ρύθµιση όλων των συνοδών επιβαρυντικών καταστάσεων. Για παράδειγµα, η χορήγηση διούρησης ή/και η αλλαγή της φαρµακευτικής αγωγής µπορεί να βελτιώσουν την αναπνευστική λειτουργία επιτρέποντας µία καλύτερη συνεργασία µεταξύ ασθενούς και ιατρών. Ο καθετηριασµός της κερκιδικής αρτηρίας αντί της µηριαίας αρτηρίας επιτρέπει στον ασθενή να καθίσει σε µια πιο βολική θέση κατά τη διάρκεια της διαδικασίας, αυξάνοντας έτσι και την πιθανότητα για ένα επιτυχηµένο αποτέλεσµα[10]. Ο αναισθησιολόγος, που ασχολείται µε την εφαρµογή αναισθησίας σε καρδιολογικές πα- 30 ρεµβάσεις, θα πρέπει να είναι εξοικειωµένος µε τη φαρµακοκινητική και τη φαρµακοδυναµική των φαρµάκων που χρησιµοποιούνται συνήθως στο αιµοδυναµικό εργαστήριο (ηπαρίνη, αναστολείς των γλυκοπρωτεϊνικών υποδοχέων IIb/ IIIa, κλοπιδογρέλη, άµεσοι αναστολείς της θροµβίνης, αγγειοδραστικά και ινότροπα φάρµακα). Επιπλέον θα πρέπει να σηµειωθεί, ότι η γνώση της δράσης των αντιαρρυθµικών φαρµάκων είναι πολύ σηµαντική, διότι µπορεί να επηρεάσουν τόσο την αναισθησιολογική διαχείριση όσο και την επεµβατική διαδικασία. Πολλοί ασθενείς εισάγονται στο αιµοδυναµικό εργαστήριο µε έντονη αιµοδυναµική επιβάρυνση, µετά από πρόσφατο οξύ έµφραγµα του µυοκαρδίου ή µετά από οξεία επιδείνωση της καρδιακής τους ανεπάρκειας ή µε ανεξέλεγκτη διαταραχή του καρδιακού ρυθµού. Η εκτίµηση της τρέχουσας κατάστασης του ασθενούς θεωρείται επιτακτική και πολλές φορές η σωστή συνεργασία αναισθησιολόγου-καρδιολόγου είναι αυτή, που θα καθορίσει την αναγκαιότητα της επείγουσας παρέµβασης καθώς και τις δυνατότητες, που µπορεί να παράσχει η συγκεκριµένη καρδιολογική διαδικασία στην βελτίωση της αιµοδυναµικής κατάστασης του ασθενούς. Η επείγουσα µεταφορά του ασθενούς στο αιµοδυναµικό εργαστήριο περιορίζει τις επιλογές και απαιτείται η άµεση συµµετοχή του αναισθησιολόγου µε την εφαρµογή καταστολής ή γενικής αναισθησίας. ΑΝΑΙΣΘΗΣΙΑ Το είδος της αναισθησίας που χορηγείται στους ασθενείς που υπόκεινται σε καρδιολογικές παρεµβάσεις εξαρτάται από τις ανάγκες του ασθενούς, λαµβάνοντας πάντα υπόψη τις ιδιαιτερότητες της καρδιολογικής παρέµβασης που πρόκειται να εφαρµοστεί. Στο αιµοδυναµικό εργαστήριο πριν τη χορήγηση αναισθησίας χορηγείται οξυγόνο µε µάσκα, εφαρµόζεται το βασικό monitoring και τοποθετείται µια περιφερική φλεβική γραµµή. Κατά τη διάρκεια της παρέµβασης, η πρόσβαση στον ασθενή είναι συνήθως περιορισµένη. Τα χέρια του ασθενούς είναι σκεπασµένα παράλληλα µε τον κορµό, ενώ οι γραµµές του monitoring καθώς και οι γραµµές πρόσβασης ©2010 Society of Anesthesiology and Intensive Medicine of Northern Greece ©2010 Εταιρεία Αναισθησιολογίας και Εντατικής Ιατρικής Βορείου Ελλάδος The Greek E-Journal of Perioperative Medicine 2010; 8:28-39 (ISSN 1109-6888) www.anesthesia.gr/ejournal Ελληνικό Περιοδικό Περιεγχειρητικής Ιατρικής 2010; 8:28-39 (ISSN 1109-6888) www.anesthesia.gr/ejournal στο κυκλοφορικό θα πρέπει να καθηλώνονται και να σταθεροποιούνται προσεκτικά. Επίσης, πριν από την έναρξη της διαδικασίας θα πρέπει να τοποθετούνται εξωτερικά αυτοκόλλητα paddles απινίδωσης/βηµατοδότησης. Η διατήρηση της νορµοθερµίας θεωρείται σηµαντική σε αυτές τις επεµβατικές διεργασίες, διότι έχει βρεθεί ότι ελαττώνει την περιεγχειρητική νοσηρότητα καρδιολογικών ασθενών υψηλού κινδύνου[11]. Η αιµατηρή µέτρηση της αρτηριακής πίεσης εφαρµόζεται συνήθως σε µεγάλης διάρκειας παρεµβάσεις ή όταν αναµένονται σηµαντικές αιµοδυναµικές µεταβολές. Να σηµειωθεί, ότι η γενική κατάσταση του ασθενούς και το είδος της επεµβατικής διαδικασίας µπορεί να επιβάλλουν τη χρήση πιο διευρυµένου monitoring. Συνήθως οι περισσότερες παρεµβάσεις γίνονται µε τον συνδυασµό ελαφράς ως µέτριας κατάστολής και διήθησης µε τοπικό αναισθητικό στην περιοχή εισόδου του καθετήρα. Η χορήγηση της καταστολής µπορεί να γίνει και από κατάλληλα εκπαιδευµένο µη αναισθησιολογικό προσωπικό[5]. Η εκπαίδευσή τους θα πρέπει να αφορά την φαρµακολογία των κατασταλτικών παραγόντων, που χορηγούνται και επίσης πρέπει να σε θέση να αναγνωρίζουν και να διαχειρίζονται αναπνευστικές και αιµοδυναµικές επιπλοκές, που µπορεί να θεωρηθούν αποτέλεσµα βαθιάς καταστολής[5]. Τα πιο συχνά φάρµακα που χρησιµοποιούνται για καταστολή είναι η φεντανύλη και η µιδαζολάµη λόγω της εύκολης τιτλοποίησης τους, της µικρότερης ανακατανοµή τους και του χρόνου ηµίσειας ζωής τους. Σε ασθενείς µε προβλεπόµενο δύσκολο αεραγωγό ή µε αναπνευστική δυσχέρεια καθώς και µε έντονη αιµοδυναµική αστάθεια, συνήθως συνιστάται η εφαρµογή µόνο της τοπικής διήθησης για την ανακούφιση του ασθενούς[10]. Ο αναισθησιολόγος έχει µεγαλύτερο διαθέσιµο οπλοστάσιο για την αντιµετώπιση των πιθανώς πιο πολύπλοκων επεµβατικών διεργασιών. Τονίζεται ότι η ταχύπνοια και η ταχυκαρδία λόγω ελαφράς καταστολής θεωρούνται το ίδιο επικίνδυνες µε την απόφραξη των αεραγωγών, που προκαλείται λόγω βαθιάς καταστολής. Και οι δύο καταστάσεις µπορούν να κάνουν την επεµβατική παρέµβαση πιο δύσκολη. Σε πολλές πε- 31 ριπτώσεις, η βαθιά καταστολή είναι απαραίτητη µόνο για λίγα λεπτά κατά τη διάρκεια της επεµβατικής διαδικασίας (πχ κατά τη φάση ελέγχου ενός αυτόµατου εµφυτεύσιµου καρδιοµετατροπέα/απινιδωτή ICD µετά την εµφύτευση)[10]. Η ∆εξµεδετοµιδίνη (α2-αγωνιστής) θεωρείται ιδανικός παράγοντας σε ορισµένους ασθενείς µε δύσκολο αεραγωγό ή ήπια αναπνευστική δυσχέρεια, που υποβάλλονται σε ορισµένες καρδιολογικές παρεµβάσεις, λόγω της µικρότερης αναπνευστικής καταστολής που σχετίζεται µε τη χορήγηση της[12]. Όµως σε ασθενείς που υποβάλλονται σε ηλεκτροφυσιολογικό έλεγχο, η χορήγηση της δεξµεδετοµιδίνης δεν θεωρείται τόσο κατάλληλη λόγω της συµπαθυτικολυτική της δράσης[12]. Μερικές φορές λόγω της πολύπλοκότητας της διαδικασίας ή/και λόγω αναπνευστικών/αιµοδυναµικών προβληµάτων η χορήγηση καταστολής δεν θεωρείται κατάλληλη και επιβάλλεται η χορήγηση γενικής αναισθησίας. Στις περισσότερες περιπτώσεις είναι ασφαλέστερο να ξεκινήσει µια παρέµβαση µε γενική αναισθησία παρά να µετατραπεί σε αυτή κατά τη διάρκεια της. Όλοι οι αναισθητικοί παράγοντες (υπνωτικά, οπιοειδή, µυοχαλαρωτικά) µπορούν να χρησιµοποιηθούν µε επιτυχία στην αναισθησία των καρδιολογικών ασθενών, µε προϋπόθεση την καλή γνώση των ιδιαίτερων φαρµακολογικών τους χαρακτηριστικών και την προσεκτική τιτλοποίησή τους, ανάλογα µε την κατάσταση της καρδιακής λειτουργίας του συγκεκριµένου ασθενούς. Όµως η εισαγωγή στην γενική αναισθησία βασισµένη στο συνδυασµό οπιοειδών και ετοµιδάτης, αν και οι περισσότεροι αναισθησιολόγοι την αποφεύγουν λόγω της φλοιοεπινεφριδιακής καταστολής που προκαλεί, φαίνεται να έχει τα περισσότερα πλεονεκτήµατα, όσο αφορά την διατήρηση της αιµοδυναµικής σταθερότητας[13]. Για τη διατήρηση της αναισθησίας συστήνεται η χρήση των πτητικών αναισθητικών λόγω της καρδιοπροστατευτική τους δράσης[14,15]. Στην άµεση µετεγχειρητική περίοδο σηµασία θα πρέπει να δίνεται στην πιθανή εµφάνιση αιµορραγίας από το χειρουργικό σηµείο. ©2010 Society of Anesthesiology and Intensive Medicine of Northern Greece ©2010 Εταιρεία Αναισθησιολογίας και Εντατικής Ιατρικής Βορείου Ελλάδος The Greek E-Journal of Perioperative Medicine 2010; 8:28-39 (ISSN 1109-6888) www.anesthesia.gr/ejournal Ελληνικό Περιοδικό Περιεγχειρητικής Ιατρικής 2010; 8:28-39 (ISSN 1109-6888) www.anesthesia.gr/ejournal ΑΝΑΙΣΘΗΣΙΟΛΟΓΙΚΗ ΑΝΤΙΜΕΤΩΠΙΣΗ ΕΙ∆ΙΚΩΝ ΚΑΡ∆ΙΟΛΟΓΙΚΩΝ ΠΑΡΕΜΒΑΣΕΩΝ Η αναισθησιολογική αντιµετώπιση αυτών των επεµβατικών διεργασιών έχει σαν κύριο στόχο τη διατήρηση της αιµοδυναµικής σταθερότητας και τη βελτίωση σχέσης προσφοράς και κατάνάλωσης οξυγόνου από το µυοκάρδιο. Για να επιτευχθεί ο παραπάνω στόχος, θεωρείται βασική η πλήρης κατανόηση των καρδιολογικών παρεµβάσεων προκειµένου να αντιµετωπιστούν οι αναισθητικές απαιτήσεις των ασθενών. Καρδιολογικές παρεµβάσεις στα στεφανιαία αγγεία Οι καρδιολογικές παρεµβάσεις στα στεφανιαία αγγεία είναι από τις πιο κοινές επεµβατικές διαδικασίες στην καρδιολογία. Αυτές µπορεί να έχουν είτε διαγνωστικό είτε θεραπευτικό ρόλο και αφορούν κυρίως τη διαδερµική αγγειοπλαστική (PCI) µε ή χωρίς την τοποθέτηση ενδοστεφανιαίων προθέσεων (stents). Στην πλειονότητα των περιπτώσεων, οι αναισθησιολόγοι δεν παρεµβαίνουν στις παραπάνω διαδικασίες, διότι αυτές πραγµατοποιούνται είτε µε τοπική διήθηση ή/και µε ελαφρά καταστολή από τους ίδιους τους καρδιολόγους. Συνήθως ο αναισθησιολόγος στις παραπάνω διαδικασίες επεµβαίνει, όταν ο ασθενής εµφανίσει κάποιο επείγον πρόβληµα όπως είναι η αναπνευστική ανεπάρκεια ή/και η έντονη αιµοδυναµική αστάθεια. Σε αυτές τις περιπτώσεις, η στενή επικοινωνία µε τον καρδιολόγο θεωρείται επιτακτική, γιατί πρέπει να ληφθούν γρήγορες και κρίσιµες αποφάσεις. Πληροφορίες, όπως τα πρόσφατα χορηγούµενα φάρµακα, η φλεβική πρόσβαση, το αιµατηρό monitoring και το στάδιο της διαδικασίας στο οποίο συνέβη η επιπλοκή, θα πρέπει να λαµβάνονται υπόψη. Πρέπει να τονιστεί ότι 7% των ασθενών µε οξύ έµφραγµα του µυοκαρδίου αναπτύσσει καρδιογενή καταπληξία και µπορεί να απαιτηθεί επείγουσα αγγειοπλαστική µε αναισθησιολογική υποστήριξη[16]. Η αναισθησιολογική αντιµετώπιση του ασθενούς µε καρδιογενή κατάπληξία, που υποβάλλεται σε επείγουσα αγγειοπλαστική, περιλαµβάνει τέσσερις βασικούς στόχους: α)την επαρκή καταστολή και αναλγησία, β)την βέλτιστη παροχή οξυγόνου συµπε- 32 ριλαµβανοµένης και της πιθανότητας διασωλήνωσης του ασθενούς για την επίτευξη της, γ)την αιµοδυναµική υποστήριξη του ασθενούς µε φαρµακολογικούς παράγοντες και δ)την µηχανική υποστήριξη του κυκλοφορικού. Το άγχος και η διέγερση µπορεί να οδηγήσει σε αυξηµένη συµπαθητική δραστηριότητα, µε µεγαλύτερη µείωση των εφεδρειών του ασθενούς και µε αυξηµένες απαιτήσεις σε οξυγόνο, οδηγώντας έτσι στην επιδείνωση της κατάστασής τους[13]. Αν στις παραπάνω παρεµβάσεις, η παρακολούθηση των ζωτικών λειτουργιών (monitor anesthesia care) του ασθενούς δεν είναι αρκετή και απαιτείται επαρκής καταστολή, οξυγόνωση καθώς και υψηλές δόσεις κατεχολαµινών, τότε ενδείκνυται η χορήγηση γενικής αναισθησίας µε ενδοτραχειακή διασωλήνωση. Η πρόσβαση στον ασθενή, όπως ήδη αναφέρθηκε, µπορεί να είναι δύσκολη. Η εξασφάλιση του αεραγωγού, όπου αυτή χρειάζεται, πρέπει να έχει προτεραιότητα και αν χρειαστεί το τραπέζι και ο εξοπλισµός του ακτινοσκοπικού εργαστηρίου θα πρέπει να µετακινηθούν. ∆εν συστήνεται η χρήση λαρυγγικής µάσκας στο αιµοδυναµικό εργαστήριο, διότι λόγω της συνεχούς κίνησης του ακτινοσκοπικού µηχανήµατος και του τραπεζιού, ο κίνδυνος να µετακινηθεί η λαρυγγική µάσκα είναι πολύ µεγάλος. Στο καρδιογενές shock η ανεπαρκούσα αριστερή κοιλία µπορεί να επωφεληθεί από τη µείωση του µεταφορτίου και των συστηµατικών αγγειακών αντιστάσεων, που προκαλεί η εφαρµογή του µηχανικού αερισµού και η γενική αναισθησία. Πολλές φορές η χρήση ινοτρόπων παραγόντων θεωρείται απαραίτητη για την επίτευξη αιµοδυναµικής σταθερότητας. Αν δεν µπορέσουµε να την εξασφαλίσουµε µόνο µε τη χρήση β-συµπαθητικοµιµητικών φαρµάκων, τότε µπορούµε να χρησιµοποιήσουµε είτε αναστολείς της φωσφοδιεστεράσης (µιλρινόνη) είτε ευαισθητοποιητή ασβεστίου (levosimendan), όπου το τελευταίο παρουσιάζει το πλεονέκτηµα της βελτίωσης της καρδιακής λειτουργίας, χωρίς να αυξάνει τον κίνδυνο ισχαιµίας ή αρρυθµίας και επίσης χωρίς να αυξάνει την κατανάλωση οξυγόνου από το µυοκάρδιο[17]. Την µηχανική υποστήριξη του κυκλοφορικού θα πρέπει να την έχουµε από νωρίς στα υπόψη ©2010 Society of Anesthesiology and Intensive Medicine of Northern Greece ©2010 Εταιρεία Αναισθησιολογίας και Εντατικής Ιατρικής Βορείου Ελλάδος The Greek E-Journal of Perioperative Medicine 2010; 8:28-39 (ISSN 1109-6888) www.anesthesia.gr/ejournal Ελληνικό Περιοδικό Περιεγχειρητικής Ιατρικής 2010; 8:28-39 (ISSN 1109-6888) www.anesthesia.gr/ejournal µας σε περιπτώσεις καρδιογενούς shock. Υπάρχουν ποικίλα µέσα υποστήριξης της κυκλοφορίας και αφορούν την υποβοήθηση της µίας ή και των δύο κοιλιών. Η υποβοήθηση µπορεί να γίνει είτε µε πολύπλοκο µηχανισµό, που αφορά την άµεση ελάττωση του προφορτίου και του µεταφορτίου της µίας ή και των δύο κοιλιών, είτε µε την αύξηση της στεφανιαίας αιµατικής ροής κατά τη διαστολή και την ελάττωση του µεταφορτίου της αριστερής κοιλίας και κατ’ επέκταση του καρδιακού έργου, συµβάλλοντας έµµεσα στην ανάρρωση του µυοκαρδίου. Στον τελευταίο µηχανισµό βασίζεται η λειτουργία του ενδοαορτικού ασκού (Intraortic Ballon Counterpulsation-IABP), που αποτελεί την πιο συχνή χρησιµοποιούµενη συσκευή υποστήριξης αριστερής κοιλίας. Υπάρχουν στοιχεία που συσχετίζουν την εφαρµογή IABP µε την µείωση της θνητότητας µετά από καρδιογενές shock [18]. ∆ιαδερµικά τοποθετούµενες συσκευές υποβοήθησης των κοιλιών Οι διαδερµικά τοποθετούµενες συσκευές υποβοήθησης των κοιλιών (TandemHeart, Cardiac Assist, Inc., Pittsburg, Pennsylvania, and Impella Recover LP 2.5 and 5.0, Abiomed Inc, Danvers, Massachusetts) έχουν σαν στόχο την προσωρινή υποβοήθηση της καρδιακής λειτουργίας για την αντιµετώπιση της χαµηλής καρδιακής παροχής, όταν αυτή δεν έχει ανταποκριθεί στην τυπική θεραπεία[19]. Βασικός στόχος αυτών των συσκευών είναι η ανάρρωση του µυοκαρδίου, η οποία επιτυγχάνεται µε τρεις µηχανισµούς: α)µε την ελάττωση του προφορτίου και µεταφορτίου, β)µε την ελάττωση του έργου της κοιλίας και γ)µε τη βελτίωση του µεταβολισµού του µυοκαρδίου. Παρέχουν βραχυπρόθεσµη στήριξη από λίγες ώρες έως και λίγες ηµέρες, δίνοντας το χρόνο στη καρδιά να ενισχύσει και ενδεχοµένως να ανακτήσει τη µητρική της λειτουργία. Συνήθως χρησιµοποιούνται ως γέφυρα προς την οριστική θεραπεία, δίνοντας τον χρόνο για την ανάπτυξη στρατηγικής, που θα έχει ως στόχο τη βελτίωση της κατάστασης του ασθενούς. Τοποθετούνται κυρίως σε ασθενείς που υποβάλλονται σε υψηλού κινδύνου στεφανιαίες παρεµβάσεις (απροστάτευτο αριστερό στέλεχος) ή σε υψηλού κινδύνου ελεγχόµενη κατάλυ- 33 ση αρρυθµιογόνων εστιών (ablation) ή σε ασθενείς µε έντονη αιµοδυναµική αστάθεια λόγω καρδιογενούς καταπληξίας[19,20]. Ο αναισθησιολόγος συνήθως καλείται είτε για να αντιµετωπίσει επιπλοκές, που έχουν ήδη εµφανιστεί στον άρρωστο είτε λόγω της επικινδυνότητας της διαδικασίας. Η επικοινωνία µε τον καρδιολόγο θα καθορίσει τον τύπο της αναισθησίας που θα χορηγηθεί, ενώ θα ληφθεί έντονα υπόψη η γενική κατάσταση και οι εφεδρείες του ασθενούς. Καρδιοχειρουργική υποστήριξη θεωρείται σχεδόν πάντα απαραίτητη κατά τη διάρκεια αυτών των επεµβατικών διαδικασιών. Η συσκευή TandemHeart είναι µία φυγόκεντρη συσκευή υποβοήθησης µε συνεχή ροή, που τοποθετείται έξω από το σώµα. Οι διαθωρακικοί σωλήνες τοποθετούνται διαδερµικά µέσω της µηριαίας φλέβας και φτάνουν στον αριστερό κόλπο. Η αντλία παίρνει οξυγονωµένο αίµα από τον αριστερό κόλπο και µέσω ενός στροφείου που φέρει έξι λεπίδες το επιστρέφει σε µία ή και τις δύο µηριαίες αρτηρίες. Η αντλία της συσκευής είναι ικανή να µεταφέρει ροή του αίµατος έως και 5 L/min, ενώ παρέχει και την ικανότητα χορήγησης αντιπηκτικής αγωγής µειώνοντας την ανάγκη για συστηµατική χορήγηση αυτής[19]. Η συσκευή Impella είναι µία µικρή αντλία µε στροφείο, που βρίσκεται µέσα σε ένα καθετήρα 9 Fr. Η συσκευή µπορεί να παρέχει υποστήριξη στην αριστερή καρδιά είτε µε τη χρήση του Recover LD 5.0 (εµφύτευση µε άµεση τοποθέτηση στην αριστερή κοιλία) είτε µε τη χρήση Recover LP 5.0 LV (διαδερµική τοποθέτηση στην αριστερή κοιλία µέσω της βουβωνικής χώρας). Η αντλία του Recover LP/LD 5.0 µπορεί να επιτύχει ροή έως και 4.5 L/min µε ταχύτητα 33,000 rpm[20]. Κατά τη διάρκεια της τοποθέτησης των παραπάνω συσκευών, το σφυγµικό οξυγονόµετρο και η αναίµακτη µέτρηση της αρτηριακής πίεσης πιθανόν να µην λειτουργούν σωστά, εξαιτίας της ροής του αίµατος, που µπορεί να µην είναι σφυγµική. Ευρείας διαµέτρου φλεβικοί καθετήρες είναι επιθυµητοί, επειδή µπορεί να έχουµε σηµαντική απώλεια αίµατος κατά τη τοποθέτησή τους. Μεγαλύτερη απώλεια αίµατος έχουµε µε την TandemHeart ή την ©2010 Society of Anesthesiology and Intensive Medicine of Northern Greece ©2010 Εταιρεία Αναισθησιολογίας και Εντατικής Ιατρικής Βορείου Ελλάδος The Greek E-Journal of Perioperative Medicine 2010; 8:28-39 (ISSN 1109-6888) www.anesthesia.gr/ejournal Ελληνικό Περιοδικό Περιεγχειρητικής Ιατρικής 2010; 8:28-39 (ISSN 1109-6888) www.anesthesia.gr/ejournal Impella\r\nLP 5.0, γιατί σε αυτές χρησιµοποιούνται και µεγαλύτερες κάνουλες[21]. Καρδιολογικές παρεµβάσεις στις καρδιακές βαλβίδες Με την πάροδο του χρόνου και της τεχνολογίας, µπαίνουµε σε µία νέα εποχή στη αντιµετώπιση των βαλβιδοπαθειών. Η ανακάλυψη νέων τεχνικών και συσκευών έχουν δώσει ελπίδα θεραπείας για µια σειρά βαλβιδοπαθειών, που απαιτούσαν παλαιότερα αποκλειστικά χειρουργική θεραπεία, όπως η αορτική στένωση, η ανεπάρκεια πνευµονικής και η ανεπάρκεια µιτροειδούς βαλβίδας. Ο ρόλος του αναισθησιολόγου σε αυτές τις νέες καρδιολογικές παρεµβάσεις είναι πολύ σηµαντικός, καθώς πρέπει να είναι προετοιµασµένος τόσο πάνω στις νέες τεχνικές όσο και πάνω στις ιδιαιτερότητες ενός πληθυσµού υψηλού κινδύνου. Η µόνη αποτελεσµατική θεραπεία για τη σοβαρή στένωση αορτικής βαλβίδας είναι η χειρουργική αντικατάσταση αυτής (AVR), η οποία απαιτεί θωρακοτοµή και καρδιοπνευµονική παράκαµψη. Η διεγχειρητική θνητότητα αυτής της επέµβασης ανέρχεται σε ποσοστό 23% στις Η.Π.Α, αλλά αυξάνει στο 20% ως 50% όταν συνυπάρχουν και άλλοι σηµαντικοί παράγοντες κινδύνου[22,23]. Η διαδερµική αντικατάσταση αορτικής βαλβίδας αφορά ασθενείς πολύ βαρέως πάσχοντες, µε σοβαρού βαθµού στένωση αορτής, οι οποίοι συγκαταλέγονται συχνότερα στην κατηγορία NYHA IV, έχοντας επιπλέον πολλούς συνοδούς επιβαρυντικούς παράγοντες[24]. Μέχρι πρόσφατα, αυτοί οι υψηλού κινδύνου ασθενείς λάµβαναν είτε συντηρητική θεραπεία µε φάρµακα είτε υποβαλλόταν σε βαλβιδοπλαστική µε µπαλόνι. Να σηµειωθεί ότι η µέθοδος της βαλβιδοπλαστικής για την αορτική βαλβίδα επιτυγχάνει σχετικά µικρή επιφάνεια βαλβιδικού στοµίου και εµφανίζει ποσοστά επαναστένωσης που προσεγγίζουν το 100%, σε διάστηµα τριών ετών[25]. Η πρώτη διαδερµική αντικατάσταση αορτικής βαλβίδας έγινε από τον Cribier τον Απρίλιο του 2002. Η τριάντα ηµερών θνητότητα, σε αυτόν τον υψηλού κινδύνου πληθυσµό, έχει περιγραφεί κάτω του 10%[22]. Τρεις θεωρούνται οι κύριες µέθοδοι πρόσβασης για την παραπάνω τεχνική: 1) η τεχνική µέσω της µηριαίας φλέβας 34 (antegrade τεχνική, όπου δεν είναι πλέον σε χρήση), 2) η παλίνδροµη τεχνική µέσω της µηριαίας αρτηρίας (retrograde τεχνική, που όµως δεν είναι εφικτή σε ασθενείς µε σοβαρή απόφρακτική αγγειακή νόσο κάτω άκρων ή ύπαρξη σοβαρής αθηρωµατικής νόσου της αορτής) και 3) η τεχνική µέσω µικρής αριστερής θωρακοτοµής και έκθεσης της κορυφής της αριστερής κοιλίας (transapical), που είναι η πιο συχνή µέθοδος[26]. Οι ασθενείς που υποβάλλονται σε διαδερµική αντικατάσταση της αορτικής βαλβίδας στα περισσότερα κέντρα της Ευρώπης και των Η.Π.Α βρίσκονται υπό γενική αναισθησία. Το είδος της χορηγούµενης αναισθησίας έχει να κάνει µε τη διάρκεια της διεργασίας (συνήθως 2-4h), µε την ανάγκη της πλήρους ακινησίας και συνεργασίας του ασθενούς, µε την εφαρµογή ταχείας (200-250 b/min) βηµατοδότησης κατά τη διαδικασία τοποθέτησης της αορτικής βαλβίδας και φυσικά µε την ανάγκη εξασφάλισης του αεραγωγού και της καλύτερης αιµοδυναµικής διαχείρισης σε περίπτωση εµφάνισης επιπλοκών. Η ισχαιµία του µυοκαρδίου, η αιµορραγία και οι σοβαρές αρρυθµίες είναι πιο συχνές επιπλοκές, που αντιµετωπίζουν οι αναισθησιολόγοι, χορηγώντας αναισθησία σε αυτές τις παρεµβάσεις. Η ολική ενδοφλέβια αναισθησία µε τη χρήση ρεµιφεντανίλης και προποφόλης µπορεί να χρησιµοποιηθεί, επιτρέποντας την άµεση αποσωλήνωση του ασθενούς µετά από το τέλος της παρέµβασης[13]. Σε αυτούς τους υψηλού κινδύνου ασθενείς χρησιµοποιείται διευρυµένο monitoring, που περιλαµβάνει αρτηριακή γραµµή, κεντρικό φλεβικό καθετήρα καθώς και καθετήρα SwanGanz µε δυνατότητα διαφλέβιας βηµατοδότησης. Η χρήση διοισοφάγειας υπερηχοκαρδιογραφίας θεωρείται απαραίτητη για την εκτίµηση του αποτελέσµατος της διαδερµικής παρέµβασης. Σε πολλά κέντρα του εξωτερικού µε µεγάλη εµπειρία, η διαδερµική αντικατάσταση της αορτικής βαλβίδας συνδυάζεται µε την τοποθέτηση ενδοστεφανιαίων προθέσεων (stents). Όλες οι διαδερµικές παρεµβάσεις στη µιτροειδή βαλβίδα πραγµατοποιούνται υπό γενική αναισθησία, µε την καθοδήγηση της διοισοφάγειας υπερηχοκαρδιογραφίας. Οι ασθενείς έχουν συ- ©2010 Society of Anesthesiology and Intensive Medicine of Northern Greece ©2010 Εταιρεία Αναισθησιολογίας και Εντατικής Ιατρικής Βορείου Ελλάδος The Greek E-Journal of Perioperative Medicine 2010; 8:28-39 (ISSN 1109-6888) www.anesthesia.gr/ejournal Ελληνικό Περιοδικό Περιεγχειρητικής Ιατρικής 2010; 8:28-39 (ISSN 1109-6888) www.anesthesia.gr/ejournal 35 νήθως µέτρια έως σοβαρή βαθµού ανεπάρκεια µιτροειδούς, ενώ ο τύπος της συσκευής και η τεχνική προσέγγισης θα πρέπει να µελετώνται προσεκτικά πριν από την εκτέλεση της διαδικασίας[27]. κοιλιακή δυσλειτουργία µπορεί να χρειαστεί η χρήση αγγειοδραστικών και ινότροπων παραγόντων, για τη διατήρηση της αιµοδυναµικής σταθερότητας κατά τη φάση της εµφάνισης των αρρυθµιών[10]. Κατά τη διάρκεια των παρεµβάσεων, η επικοινωνία αναισθησιολόγου-καρδιολόγου, είναι ζωτικής σηµασίας για την επιτυχή τοποθέτηση της συσκευής. Η διαδικασία µπορεί να είναι µακράς διάρκειας, ενώ µπορεί να απαιτηθούν πολλαπλές προσπάθειες, προκειµένου να διασφαλιστεί η ορθή τοποθέτηση της συσκευής. Σε αυτές τις καρδιολογικές διεργασίες, συχνά απαιτείται και ηλεκτρική καρδιοανάταξη για την αντιµετώπιση ορισµένων ταχυαρρυθµιών επανεισόδου, οι οποίες µπορούν να προκαλέσουν αιµοδυναµική αστάθεια ή/και ισχαιµία του µυοκαρδίου. Η χρήση βαθιάς καταστολής είναι απαραίτητη για την ανοχή του χορηγούµενου συνεχούς ηλεκτρικού ρεύµατος. Η επιλογή του ενδοφλέβιου παράγοντα για την ηλεκτρική καρδιοανάταξη καθορίζεται από τη καρδαγγειακή σταθερότητα του ασθενούς και το χρόνο ανάνηψης. Να σηµειωθεί, ότι ο ασθενής θα πρέπει να παρακολουθείται και να ελέγχεται τόσο κατά τη διάρκεια της αναισθησίας, όσο και µετά την επανάκτηση της συνείδησης, για υπόταση, καρδιακή κάµψη και για εµβολικό επεισόδιο[28]. Ηλεκροφυσιολογικός έλεγχος και ελεγχόµενη κατάλυση αρρυθµιογόνων εστιών (ablation) Ο ηλεκροφυσιολογικός έλεγχος έχει ως στόχο την διάγνωση και ανίχνευση των αρρυθµιογόνων εστιών ενός ασθενή. Για το λόγο αυτό, χορηγούνται ηλεκτρικά ερεθίσµατα µε στόχο την αναπαραγωγή των αρρυθµιών. Όταν εντοπιστεί η εστία των αρρυθµιών, τότε µπορεί να πραγµατοποιηθεί η ελεγχόµενη κατάλυση αρρυθµιογόνων εστιών (ablation). Οι ασθενείς µπορεί να είναι νέοι χωρίς άλλες συνοδές παθήσεις ή να είναι υψηλού κινδύνου µε πολλούς συνυπάρχοντες επιβαρυντικούς παράγοντες. Αν η διαδικασία της ηλεκτροφυσιολογικής χαρτογράφησης αποδειχθεί χρονοβόρα (6-8h) ή αν η εµφάνιση των αρρυθµιών προκαλεί έντονη δυσχέρεια στον ασθενή, τότε ζητείται η συνδροµή του αναισθησιολόγου. Ο βήχας και η µερική απόφραξη των αεραγωγών µπορεί να καταστήσουν προβληµατικό τον ηλεκτροφυσιολογικό έλεγχο, διότι µπορούν να προκαλέσουν κίνηση στο µεσοκολπικό διάφραγµα και να δυσκολέψουν την τοποθέτηση του καθετήρα. Έτσι εκτός από την παρακολούθηση των ζωτικών λειτουργιών (monitor anesthesia care), πολλές φορές µπορεί να απαιτηθεί και η χορήγηση ελαφράς καταστολής ή και γενικής αναισθησίας. Έτσι, αν χρειαστεί η εφαρµογή της γενικής αναισθησίας, πρέπει να λαµβάνεται υπόψη η πιθανή επίδραση των πτητικών αναισθητικών στην καρδιακή αγωγιµότητα, ενώ συνήθως συστήνεται ολική ενδοφλέβια αναισθησία µε προποφόλη, που φαίνεται να µην προκαλεί παρεµβολές στην ηλεκτροφυσιολογική χαρτογράφηση[13]. Σε ασθενείς µε Εµφυτευόµενοι καρδιοµετατροπείς/απινιδωτές και βηµατοδότες Ένας σύγχρονος αυτόµατος εµφυτευόµενος καρδιοµετατροπέας/απινιδωτής (ICD) αποτελείται από τη γεννήτρια παλµών και τα ηλεκτρόδια. Εµφυτεύεται συνήθως στη θωρακική χώρα είτε υποδόρια είτε κάτω από το µείζονα θωρακικό µυ. Τα ηλεκτρόδια προωθούνται ακτινοσκοπικά µέσω των µεγάλων φλεβικών στελεχών στις δεξιές καρδιακές κοιλότητες και παίζουν τον ρόλο συστήµατος απαγωγών για ανίχνευση (leads detection sensing), για βηµατοδότηση (pacing) και επιπλέον για χορήγηση ηλεκτροσόκ (shock). Τα συστήµατα απαγωγών (leads) µπορεί να είναι ένα (unipolar), δύο (bipolar) ή πολλαπλά (multipolar). Οι περισσότερες συσκευές χρησιµοποιούν διπολικές απαγωγές για βηµατοδότηση και ανίχνευση, διότι η διπολική βηµατοδότηση απαιτεί λιγότερη ενέργεια και η διπολική ανίχνευση είναι περισσότερο ανθεκτική σε παρεµβολές. ∆υνατότητα αµφικοιλιακής βηµατοδότησης παρέχεται µε τοποθέτηση ηλεκτροδίου στον στεφανιαίο κόλπο[29]. Οι ασθενείς στους οποίους εµφυτεύονται καρδιοµετατροπείς/απινιδωτές ή αµφικοιλιακοί βη- ©2010 Society of Anesthesiology and Intensive Medicine of Northern Greece ©2010 Εταιρεία Αναισθησιολογίας και Εντατικής Ιατρικής Βορείου Ελλάδος The Greek E-Journal of Perioperative Medicine 2010; 8:28-39 (ISSN 1109-6888) www.anesthesia.gr/ejournal Ελληνικό Περιοδικό Περιεγχειρητικής Ιατρικής 2010; 8:28-39 (ISSN 1109-6888) www.anesthesia.gr/ejournal µατοδότες θεωρούνται υψηλού κινδύνου και συγκαταλέγονται συνήθως στις κατηγορίες NYHA II και III. Οι ενδείξεις για την τοποθέτησή τους αφορούν ασθενείς, των οποίων οι διαταραχές ρυθµού δεν µπορούν να ελεγχθούν φαρµακευτικά ή χειρουργικά. Το ιστορικό εµφάνισης κοιλιακής ταχυκαρδίας/µαρµαρυγής, το κλάσµα εξώθησης <30% και η στεφανιαία νόσος είναι µερικές από τις ενδείξεις για την εφαρµογή των ICDs[30]. Άλλες ενδείξεις απότελούν η παρουσία αρρυθµιών λόγω δεξιάς κοιλιακής δυσπλασίας, παρατεταµένου QT συνδρόµου και η υπερτροφική µυοκαρδιοπάθεια [30]. Κατά τη διάρκεια της εµφύτευσης των συσκευών, το βασικό διεγχειρητικό monitoring θεωρείται απαραίτητο, ενώ η ύπαρξη αρτηριακής γραµµής θεωρείται χρήσιµη για την αξιολόγηση της επανάκτηση της κυκλοφορίας µετά την εφαρµογή της απινίδωσης. Πριν από την έναρξη της διαδικασίας θα πρέπει να τοποθετούνται εξωτερικά αυτοκόλλητα paddles απινίδωσης/βηµατοδότησης, τα οποία µπορούν να χρησιµοποιηθούν ως εναλλακτική λύση σε περίπτωση αποτυχηµένης λειτουργίας της συσκευής. Χορηγείται ηπαρίνη (5000 iu) πριν από την εφαρµογή της απινίδωσης, ως αντιπηκτική αγωγή. Η ύπαρξη θρόµβων µέσα στις καρδιακές κοιλότητες πρέπει να αποκλειστεί µε την εκτέλεση διοισοφάγειας υπερηχοκαρδιογραφίας. Συνήθως ένας εµφυτευόµενος καρδιοµετατροπέας/απινιδωτής υπόκειται σε διπλό έλεγχο στο τέλος της διαδικασίας, ο οποίος συνήθως γίνεται καλά ανεκτός ακόµα και σε ασθενείς µε σοβαρή κοιλιακή δυσλειτουργία[31]. Στους ασθενείς µε πρόσφατη τοποθετηµένη ενδοστεφανιαία πρόθεση ή µε ύπαρξη θρόµβων στους κόλπους ή στις κοιλίες, η φάση ελέγχου της συσκευής συνήθως παραλείπεται. Σε µερικούς ασθενείς, που χρειάζονται ICDs, τοποθετούνται επίσης και αµφικοιλικοί βηµατοδότες για την επίτευξη του καρδιακού επανασυγχρονισµού (CRT). Η εµφύτευση του συνδυασµένου συστήµατος αµφικοιλιακής βηµατοδότησης και απινίδωσης έχει τις εξής ενδείξεις: • ασθενείς κλινικού σταδίου ΝΥΗΑ ΙΙΙ/ΙV µε ανθεκτικότητα στη φαρµακευτική αγωγή, • ασθενείς µε QRS >130ms, • • 36 ασθενείς µε EF <35% ασθενείς που υπόκεινται σε υψηλό κίνδυνο αιφνίδιου θανάτου λόγω κοιλιακών αρρυθµιών. Σηµειώνεται ότι, ως αποσυγχρονισµός ορίζεται η διαταραχή της καρδιακής ηλεκτρικής δραστηριότητας, ως αποτέλεσµα µεταβολής της φυσιολογικής αλληλουχίας εκπόλωσης του µυοκαρδίου, που οδηγεί και σε περαιτέρω µηχανικό αποσυντονισµό[32]. Η εµφύτευση των παραπάνω συσκευών γίνεται συνήθως υπό τοπική αναισθησία µε ή χωρίς καταστολή, εκτός από τη φάση ελέγχου της συσκευής, όπου συνήθως απαιτείται βαθιά καταστολή ή γενική αναισθησία. Αναφορικά µε τα αναισθησιολογικά φάρµακα και τις τεχνικές, έχουν χρησιµοποιηθεί ποικιλία συνδυασµών τοπικής αναισθησίας µε σχήµατα ενδοφλέβιας και δι’ εισπνοής καταστολής-αναισθησίας, που ενισχύεται (αυξάνεται το βάθος αναισθησίας) στη φάση ελέγχου. Τιτλοποιώντας τις δόσεις, στόχο αποτελεί αφ’ενός η άνεση του ασθενούς κατά τη διάρκεια της διαδικασίας και αφετέρου η µικρότερη δυνατή επίδραση στο αιµοδυναµικό προφίλ του ασθενή και στην αυτόµατη αναπνοή. Οι παραπάνω ασθενείς λόγω των πολλών προβληµάτων τους παρουσιάζουν συχνά αιµοδυναµική αστάθεια µε τη εφαρµογή ακόµη και ήπιας καταστολής. Η υπερδοσολογία σε αυτούς τους ασθενείς µπορεί να οδηγήσει σε υπερκαπνία, η οποία µε τη σειρά της µπορεί να επιδεινώσει την τυχόν υπάρχουσα πνευµονική υπέρταση ή/και τη δεξιά κοιλιακή δυσλειτουργία. Πολλοί αναισθησιολόγοι προτιµούν τη γενική αναισθησία µε ενδοτραχειακή διασωλήνωση για την εµφύτευση ICD συσκευής, προκειµένου να αποφευχθεί η εισρόφηση λόγω της αυξηµένης ενδοκοιλιακής πίεσης, που παρουσιάζεται κατά τη διάρκεια εφαρµογής της απινίδωσης. Η προποφόλη και η ρεµιφεντανίλη θεωρούνται παράγοντες εκλογής για την γενική αναισθησία, σε αυτούς τους ασθενείς[13]. Ωστόσο, δύο πρόσφατες κλινικές µελέτες αναφέρουν πολύ καλά αποτελέσµατα µε τη χρήση του συνδυασµού της τοπικής αναισθησίας και της παρακολούθησης των ζωτικών λειτουργιών (monitor anesthesia care) κατά την εµφύτευση συσκευής ICD[13,33]. Κατά την τοπική διή- ©2010 Society of Anesthesiology and Intensive Medicine of Northern Greece ©2010 Εταιρεία Αναισθησιολογίας και Εντατικής Ιατρικής Βορείου Ελλάδος The Greek E-Journal of Perioperative Medicine 2010; 8:28-39 (ISSN 1109-6888) www.anesthesia.gr/ejournal Ελληνικό Περιοδικό Περιεγχειρητικής Ιατρικής 2010; 8:28-39 (ISSN 1109-6888) www.anesthesia.gr/ejournal θηση, η χρήση µεγάλων δόσεων λιδοκαΐνης δεν αποκλείει την επίδρασή της στον έλεγχο της συσκευής, ενώ πολλοί καρδιολόγοι επιλέγουν µακράς διάρκειας τοπικά αναισθητικά όπως η βουπιβακαΐνη[9]. Τέλος, οι συνήθεις επιπλοκές που καταγράφονται κατά την τοποθέτηση των παραπάνω συσκευών αφορούν την εµφάνιση διάτρησης ή επιπωµατισµού του µυοκαρδίου, εµφράγµατος του µυοκαρδίου, βλάβης καρδιακών βαλβίδων, αρρυθµιών, εγκεφαλικού επεισοδίου και πνευµοθώρακα. Ως εκ τούτου, στο τέλος της καρδιολογικής παρέµβασης, η εκτέλεση µετεγχειρητικής ακτινογραφία θώρακος θεωρείται υποχρεωτική. ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ 1. Dehmer GJ, Hirshfeld JW, Oetgen WJ, et al: CathKIT: improving quality in the cardiac catheterization laboratory. American College of Cardiology Foundation/Society for Cardiovascular Angiography and Interventions Task Force to Develop the Cardiac Catheterization Laboratory Continuous Quality Improvement Toolkit. J Am Coll Cardiol. 2004; 43:893-9. 2. ACC/AHA guidelines for cardiac catheterrization and cardiac catheterization laboratories. American College of Cardiology/ American Heart Association Ad Hoc Task Force on Cardiac Catheterization. J Am Coll Cardiol. 1991; 18:1149-82. 3. Μαϊδάτση Π. Αναισθησιολογική συµµετοχή σε χώρους εκτός χειρουργείου. Ν.Γ Μπαλαµούτσος: Στοιχεία περιεγχειρητικής ιατρικής, Θεσσαλονίκη 2002, σελ: 623-34. 4. Eichhorn JH. Effect of monitoring standards on anesthesia outcome. Int Anesthesiol Clin. 1993; 31:181-96. 5. American Society of Anesthesiologists Task Force on Sedation and Analgesia by Non-Anesthesiologists. Practice guidelines for sedation and analgesia by nonanesthesiologists. Anesthesiology 2002; 96:1004–17. 6. ASA guidelines for nonoperating room anesthetizing locations. Available at: http://www.asahq.org/publicationsAndServ ices/standards/14.pdf. Accessed December 9, 2009. 7. Fritzpatrick K, Duey M: Anesthesia outside the operating room, p 420-3. In: Anesthesia secrets, 1st Ed, Duke J, Rosenberg S (Eds), Mosby, St Luis, 1996. 8. Thomas SJ, Kramer JL: Mannual of Cardiac Anesthesia. 2nd Ed, Churchill Livingstone, New York, Edinburgh, London, Philadelphia, 1993; p 265-73. 9. Γαλατούδης Ζ, Σταµατίου Γ, Βρετζάκης Γ: Αναισθησία εκτός χειρουργείου σε ενήλικες καρδιοπαθείς ασθενείς. Θέµατα Αφαίρεση ηλεκτροδίων καρδιοµετατροπέων/ απινιδωτών και βηµατοδοτών Γνωρίζουµε ότι οι καρδιακοί βηµατοδότες και οι αυτόµατοι εµφυτευόµενοι καρδιοµετατροπείς/απινιδωτές έχουν επιφέρει επανάσταση στη θεραπεία ασθενών µε καρδιακές αρρυθµίες. Η εµφανής εξέλιξη της µικροηλεκτρονικής τεχνολογίας και η ανάπτυξη νέων λογισµικών οδήγησαν στην ολοένα αυξανόµενη χρήση αυτών των συσκευών. Αυτή µε τη σειρά της οδήγησε και στην αυξηµένη συχνότητα αφαίρεσης αυτών των συσκευών, στις περιπτώσεις εκείνες που παρατηρούνταν είτε διατοµή των ηλεκτροδίων είτε ανεπαρκής µόνωση της συσκευής. Ηλεκτρόδια προσκολληµένα στο µυοκάρδιο ή στη τριγλωχίνα βαλβίδα είναι πολλές φορές δύσκολο να αφαιρεθούν και ο κίνδυνος επιπλοκών όπως η διάτρηση ή η ανεπάρκεια τριγλωχίνας βαλβίδας παρουσιάζεται αυξηµένος[10]. Αναισθησιολογική, καρδιοχειρουργική και υπερηχοκαρδιογραφική υποστήριξη πρέπει να είναι ανά πάσα στιγµή διαθέσιµη κατά τη διάρκεια αυτής της επεµβατικής διαδικασίας. Συνήθως οι ασθενείς, που υποβάλλονται σε τέτοια καρδιολογική παρέµβαση, παρουσιάζουν σηµαντική καρδιακή επιβάρυνση µε χαµηλό κλάσµα εξώθησης και στεφανιαία νόσο. Έτσι, πολλά κέντρα για τέτοιου είδους παρέµβαση επιλέγουν τη χορήγηση γενικής αναισθησίας µε συνοδό αιµατηρή µέτρηση της αρτηριακής πίεσης, µε χρήση ευρείας διαµέτρου φλεβικές γραµµές και µε την απαραίτητη εφαρµογή της διοισοφάγειας υπερηχοκαρδιογραφίας[10]. 37 ©2010 Society of Anesthesiology and Intensive Medicine of Northern Greece ©2010 Εταιρεία Αναισθησιολογίας και Εντατικής Ιατρικής Βορείου Ελλάδος The Greek E-Journal of Perioperative Medicine 2010; 8:28-39 (ISSN 1109-6888) www.anesthesia.gr/ejournal Ελληνικό Περιοδικό Περιεγχειρητικής Ιατρικής 2010; 8:28-39 (ISSN 1109-6888) www.anesthesia.gr/ejournal Αναισθησιολογίας και Εντατικής Ιατρικής Ν.Γ Θεσσαλονίκη 2007; 34:53-64. 10. Shook D, Savage R: Anesthesia in cardiac catheterization laboratory and electrophysiology laboratory. Anesthesiol Clin. 2009; 27:47-56. 11. Frank SM, Fleisher LA, Breslow MJ, et al. Perioperative maintenance of normothermia reduces the incidence of morbid cardiac events. A randomized clinical trial. JAMA 1997; 277:1127–34. 12. Paris A, Tonner PH. Dexmedetomidine in anaesthesia. Curr Opin Anaesthesiol 2005; 18:412–8. 13. Haas S, Richter HP, Kubitz JC. Anesthesia during cardiologic procedures. Curr Opin Anaesthesiol 2009; 22:519-23. 14. Weber NC, Schlack W. Inhalational anaesthetics and cardioprotection. Handb Exp Pharmacol 2008; 182:187–207. 15. Larsen JR, Aagaard S, Lie RH, et al. Sevoflurane improves myocardial ischaemic tolerance in a closed-chest porcine model. Acta Anaesthesiol Scand 2008; 52:1400–10. 16. Goldberg RJ, Samad NA, Yarzebski J, et al. Temporal trends in cardiogenic shock complicating acute myocardial infarction. N Engl J Med 1999; 340:1162–8. 17. Fuhrmann JT, Schmeisser A, Schulze MR, et al. Levosimendan is superior to enoximone in refractory cardiogenic shock complicating acute myocardial infarction. Crit Care Med 2008; 36:2257–66. 18. Ohman EM, George BS, White CJ, et al. Use of aortic counterpulsation to improve sustained coronary artery patency during acute myocardial infarction. Results of a randomized trial. The Randomized IABP Study Group. Circulation 1994; 90:792–9. 19. Kar B, Adkins LE, Civitello AB 3rd, et al. Clinical experience with the TandemHeart percutaneous ventricular assist device. Tex Heart Inst J 2006; 33:111–5. 38 20. Henriques JP, Remmelink M, Baan J Jr, et al. Safety and feasibility of elective highrisk percutaneous coronary intervention procedures with left ventricular support of the Impella Recover LP 2.5. Am J Cardiol 2006; 97:990–2. 21. Shook DC, Gross W. Offsite anesthesiology in the cardiac catheterization lab. Curr Opin Anaesthesiol 2007; 20:352–8. 22. Brown JM, O’Brien SM, Wu C, et al. Isolated aortic valve replacement in North America comprising 108,687 patients in 10 years: changes in risks, valvetypes, and outcomes in the Society of Thoracic Surgeons National Database. J Thorac Cardiovasc Surg 2009; 137:82–90. 23. Iung B, Baron G, Butchart EG, et al. A prospective survey of patients with valvular heart disease in Europe: the Euro Heart Survey on Valvular Heart Disease. Eur Heart J. 2003; 24:1231-43. 24. Rajagopal V, Kapadia SR, Tuzcu EM. Advances in the percutaneous treatment of aortic and mitral valve disease. Minerva Cardioangiol 2007; 55:83–94. 25. Agarwal A, Kimi AS, Attanti S. Results of repeat balloon valvuloplasty for treatment of aortic stenosis in patients aged 59 to 104 years. Am J Cardiol 2005; 95:43-7. 26. Singh IM, Shishehbor MH, Christofferson RD, et al. Percutaneous treatment of aortic valve stenosis. Cleve Clin J Med 2008; 75:805–12. 27. Feldman T. Percutaneous mitral valve repair. J Interv Cardiol 2007; 20:488–94. 28. Gilles SB: Anesthesia outside the operating room, p1465-77. In: Clinical Anesthesia, 2nd, Barash GP, Gullen FB, Stoelting KR, (Eds), Lippincott, Philadelphia, 1992. 29. Kam PCA: Anaesthetic management of a patient with an automatic implatable cardioverter defibrillator in situ. Br J Anaesth 1997; 78:102-6. 30. Epstein AE, DiMarco JP, Ellenbogen KA, et al. ACC/AHA/HRS 2008 guidelines for device-based therapy of cardiac rhythm ©2010 Society of Anesthesiology and Intensive Medicine of Northern Greece ©2010 Εταιρεία Αναισθησιολογίας και Εντατικής Ιατρικής Βορείου Ελλάδος The Greek E-Journal of Perioperative Medicine 2010; 8:28-39 (ISSN 1109-6888) www.anesthesia.gr/ejournal Ελληνικό Περιοδικό Περιεγχειρητικής Ιατρικής 2010; 8:28-39 (ISSN 1109-6888) www.anesthesia.gr/ejournal abnormalities: a report of the American college of cardiology/American heart association task force on practice guidelines (writing committee to revise the ACC/AHA/NASPE 2002 guideline update for implantation of cardiac pacemakers and antiarrhythmia devices) developed in collaboration with the American Association for Thoracic Surgery and Society of Thoracic Surgeons. J Am Coll Cardiol 2008; 51:e1–62. 39 31. Meyer J, Mollhoff T, Seifert T, et al. Cardiac output is not affected during intraoperative testing of the automatic implantable cardioverter defibrillator. J Cardiovasc Electrophysiol 1996; 7:211–6. 32. Jarcho J. Biventricular pacing. N Engl J Med 2006, 355:288–94. 33. Stix G, Anvari A, Podesser B, et al. Local anaesthesia versus general anaesthesia for cardioverter-defibrillator implantation. Wien Klin Wochenschr 1999; 111:406–9. ΕΠΙΚΟΙΝΩΝΙΑ: Παπαγιαννοπούλου Πηνελόπη: Αναισθησιολόγος, Αναισθησιολογικό Τµήµα, ΓΝΘ «Γ. ΓΕΝΝΗΜΑΤΑΣ» ∆ιεύθυνση: Αφών Εµµανουήλ 3, 54454 Θεσσαλονίκη τηλ. +302310917666 e-mail: [email protected] Keywords: anesthesia, cardiac cathetherization, electrophysiology, cardiac interventions ©2010 Society of Anesthesiology and Intensive Medicine of Northern Greece ©2010 Εταιρεία Αναισθησιολογίας και Εντατικής Ιατρικής Βορείου Ελλάδος
© Copyright 2024 Paperzz