Υλικά-τεχνικές κατασκευής

2O ΓΕΝΙΚΟ ΛΥΚΕΙΟ ΛΑΜΙΑΣ
ΕΡΕΥΝΗΤΙΚΗ ΕΡΓΑΣΙΑ (PROJECT)
ΤΑΞΗ: Β΄ ΛΥΚΕΙΟΥ
ΣΧΟΛΙΚΟ ΕΤΟΣ: 2012 - 2013
ΕΡΕΥΝΗΤΙΚΗ ΕΡΓΑΣΙΑ (PROJECT)
ΟΜΑΔΑ 4A
ΜΕΛΗ ΟΜΑΔΑΣ
ΤΑΞΗ: Β’ ΛΥΚΕΙΟΥ
ΣΧΟΛΙΚΟ ΕΤΟΣ: 2012 – 2013
Ο ΜΑΓΙΚΟΣ ΚΟΣΜΟΣ ΤΗΣ ΦΟΡΕΣΙΑΣ
Το ένδυμα, η φορεσιά, είναι κάτι το μαγικό. Αλλάζει την όψη και
την ψυχολογία του ανθρώπου, εκπέμπει μηνύματα, δημιουργεί
συναισθήματα, ξυπνάει μνήμες.
Το ένδυμα είναι τόσο παλαιό όσο και ο άνθρωπος των σπηλαίων!
Από τις πρωτόγονες κλωστές και τις προβιές έως τα σημερινά
κοστούμια πέρασαν πολλά χρόνια. Αλλά ένα δεν άλλαξε: η
σημειολογία της ένδυσης!
Από τον αρχαίο φύλαρχο, που για να είναι διακριτός από μακριά
έφερε ιδιαίτερη ένδυση, έως το μάγο – ιερέα - παπά, επίσης
διακριτό από την αμφίεσή του, η ένδυση έπαιζε έναν συγκεκριμένο
κοινωνικό ρόλο, που είχε στόχο να διακρίνεται ο φέρων/φορών
από το γυμνό, που κατά κανόνα ήταν στο περιθώριο, πένης και
ασήμαντος. Ο πρώτος που μπορούσε να είναι φορών ήταν ο
βασιλεύς. Γι’ αυτό και ένας από τους πρώτους βασιλιάδες του
πλανήτη, ο βασιλεύς του Άργους, της πρώτης πόλης του κόσμου,
ονομάστηκε Φορωνεύς.
Στην ένδυση (αλλά και στα συγγενικά της επίσης μαγικά σημάδια:
υπόδυση – κόσμημα – κέντημα – κεφαλοκάλυμμα και ακόμη πιο
ειδικά η ψιμυθίωση και ο αρωματισμός) αποκαλύπτεται η οργάνωση
και ο πολιτισμός ενός ολόκληρου λαού.
Αξίζει να σημειώσουμε ότι η λέξη “ένδυσις” στα αρχαία ελληνικά
είναι συνώνυμη της λέξης “κατάδυσις”, γιατί δύει (βουτάει) στα
ενδότερα της ψυχής και του χαρακτήρα του φορώντος και του
τόπου. “Ενδύω” σημαίνει και “εισχωρώ”, γιατί οι γυναίκες στους
αργαλειούς, με τα ειδικά τραγούδια, και οι ελληνοραφτάδες στη
συνέχεια εισχωρούσαν στην ψυχοσύνθεση του ενδύματος, του
υφάσματος, του φορώντος και της πατρίδας, για να τονίσουν, αλλά
να μην προδώσουν μυστικά.
Γιατί αυτά τα μικρά μαγικά σημαδάκια, όσο ωφέλιμα μπορούσαν να
αποδειχθούν σε μια τυχαία συνάντηση, άλλο τόσο μπορούσαν να
αποβούν μοιραία και επιβλαβή γι’ αυτόν ή αυτήν που τα φέρει.
Σκοπός μας, λοιπόν, σε αυτή την εργασία είναι να κατανοήσουμε,
να διαπιστώσουμε, να επεξεργαστούμε τα υλικά της ενδυμασίας και
να καταλάβουμε όσο το δυνατόν βαθύτερα τις τεχνικές
κατασκευής και τις μεθόδους συντήρησης και διατήρησης της
ενδυμασίας.
Καλό ταξίδι, λοιπόν, στο μαγικό κόσμο της φορεσιάς. Γιατί η
ένδυση έχει σχέση με τα ενδότερα, τα μύχια της ψυχής και της
σκέψης…
Είναι κοινός τόπος το γεγονός ότι τα περισσότερα πράγματα και
καταστάσεις, από τα πιο απλά ως τα πιο σύνθετα, έχουν ως
σημείο εκκίνησης την οργάνωση, η οποία είναι επακόλουθο των
στόχων, σκοπών και προορισμών που βάζει κάθε άνθρωπος ή
κάθε ομάδα ανθρώπων.
Έτσι και εμείς, ως ομάδα, επιθυμούμε να βάλουμε τους δικούς μας
στόχους, τους οποίους ευελπιστούμε να επιτύχουμε, και οι οποίοι
είναι οι ακόλουθοι:
Α) ΓΕΝΙΚΟΙ
1) Ανάπτυξη κριτικής ματιάς, στοιχείο απαραίτητο για τη
διεξαγωγή κάθε εργασίας που να διέπεται από πλουραλισμό,
2) Ανάπτυξη πνεύματος αλληλοβοήθειας, συνεργασίας και
ομαδικότητας μεταξύ των μελών των υποομάδων και ολόκληρης
της ομάδας εν γένει,
3) Δυνατότητα για ανταλλαγή απόψεων για την καλύτερη επίτευξη
της εργασίας &
4) Δημιουργία δημοκρατικού κλίματος και κλίματος ελευθερίας
που να διέπει τις ομάδες στο συνολικό πλαίσιό τους
Β) ΕΙΔΙΚΟΙ
1) Πρώτη γνωριμία και - μετέπειτα – νοηματικά βαθύτερη
γνωριμία με τα υλικά, τις τεχνικές και τους τρόπους συντήρησης
της ενδυμασίας,
2) Αναγνώριση των περισσότερων από τα διάφορα υλικά, τεχνικές
κατασκευής και διαδικασίες συντήρησης της αμφίεσης,
3) Ανάπτυξη – καλλιέργεια δεξιοτήτων – ικανοτήτων
(στοιχειωδών ή πιο σύνθετων) σε συνδυασμό με την ενδυμασία
(π.χ. κατασκευή, εικόνες, φωτογραφίες, βιντεοσκόπηση, σχέδια,
συνεντεύξεις με μεγαλύτερους ή μη),
4) Εκπαιδευτικοί περίπατοι – διαδρομές εξερεύνησης & έρευνας,
με απώτερο προορισμό την έρευνα σε συνδυασμό πάντοτε με το
ζήτημα το ποίο ασχολούμαστε ,
5) Διαπίστωση της διαχρονικότητας του θέματος με το οποίο
ασχολούμαστε,
6) Διαπίστωση ότι η ενδυμασία (σε συνδυασμό με το υπόδημα)
αποτελεί αναπόσπαστο κομμάτι των κοινωνικών και άλλων
εκφάνσεων της καθημερινής ζωής μας &
7) Δυνατότητα για γνωριμία με ανθρώπους, απλούς και
καταξιωμένους, οι οποίοι ασχολήθηκαν με την ενδυμασία, είτε για
ενασχόληση στον ελεύθερο χρόνο τους, είτε για βιοτική ανάγκη,
είτε για λόγους εργασίας.
ΜΕΘΟΔΟΛΟΓΙΑ: ΣΕ Ομαδοσυνεργατικά Πλαίσια
ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΕΝΔΥΜΑΣΙΑ
Τα ρούχα των αρχαίων Ελλήνων ράβονταν και φοριόνταν πολύ
εύκολα. Συνήθως ήταν ένα τετράγωνο κομμάτι υφάσματος που δε
χρειαζόταν ιδιαίτερη δουλειά για να φτιαχτεί. Το πιο συνηθισμένο
ένδυμα που φορούσαν τόσο οι γυναίκες, όσο και οι άνδρες
έμοιαζε με μακριά πουκαμίσα και λεγόταν πέπλος ή χιτώνας.
Πάνω απ’ αυτό φορούσαν ένα μανδύα που λεγόταν ιμάτιο. Το
ιμάτιο ήταν ένα τετράγωνο ύφασμα, συνήθως μάλλινο, το οποίο
έφεραν οι άνδρες κατάσαρκα και ενίοτε πάνω από τον χιτώνα, οι
δε γυναίκες πάντοτε σχεδόν ως πανωφόρι, πάνω από τον χιτώνα
ή τον πέπλο.. Μέχρι τα μέσα του ΣΤ’ αιώνα ρίπτονταν επί του
αριστερού ώμου λοξά από μπροστά προς τα πίσω, κάλυπτε δε
την ράχη, πλην του δεξιού ώμου, διέρχονταν κάτω από την δεξιά
μασχάλη και η άκρη αυτού κρατιόταν με το αριστερό χέρι ή και
αυτή έπεφτε πάνω στον αριστερό ώμο. Ενίοτε όμως, ιδίως από τις
γυναίκες, περνώντας το ιμάτιο κάτω από τη δεξιά μασχάλη
ρίχνονταν πάνω από τον δεξί ώμο, αφήνοντας ακάλυπτο το
μπροστινό μέρος του σώματος. Και στις δύο περιπτώσεις αυτός ο
τρόπος ενδύσεως λέγονταν «επιδέξια αναβάλλεσθαι». Από δεξιά
προς τα αριστερά έφεραν συνήθως το ιμάτιο οι βάρβαροι και οι
δούλοι. Από τα μέσα του Ε’ αιώνα, το ιμάτιο καθίσταται από τις
γυναίκες στενότερο, φοριόνταν κατά τον ίδιο τρόπο αλλά από τον
αριστερό ώμο, ενώνονταν το μέσον αυτού με την πρώτη άκρη με
πόρπες, το υπόλοιπο τυλίγονταν γύρω από τον βραχίονα και
σχημάτιζε κομψότατες πτυχές . Οι πτυχές και των δύο αυτών
ενδυμάτων, κατ’ άλλους, σχηματίζονταν μέσω του σιδερώματος ή
του ραψίματος, όπως οι σύγχρονοι πλισέδες. Από τις αρχές του Δ’
αιώνα ιμάτιο φέρουν μερικές φορές και έφηβοι. Οι δε άνδρες, και
από προηγούμενους χρόνους, συνηθίζουν να καλύπτουν και τους
δύο ώμους με το ιμάτιο και κρατούν τις δύο άκρες με το αριστερό
χέρι. Έτσι η δεξιά πλευρά, που πριν ήταν ελεύθερη, τώρα
καλύπτεται και ο τρόπος αυτός καλούνταν «εντός την χείραν
έχειν». Σε μεταγενέστερες εποχές έχοντας επικρατήσει ποικίλοι
τρόποι, ιδίως από τις γυναίκες, καλύπτονταν μερικές φορές το
κεφάλι με το ιμάτιο, άλλοτε αυτό έφθανε μέχρι το έδαφος
αρχίζοντας από το λαιμό ή τέλος φέρονταν υπό τις καθισμένες
γυναίκες από τη μέση προς τα κάτω, αφήνοντας ελεύθερο το
πάνω μέρος του σώματος. Η διακόσμηση του ιματίου στην αρχή
ήταν απλούστατη, μονόχρωμη με απλό κέντημα στις άκρες. Από
την ελληνιστική όμως εποχή αυτό κατέστη πολυτελέστατο
(πορφυρό, χρυσοποίκιλτο). Πέπλος κατά τους αρχαίους χρόνους
καλούνταν το περίβλημα ή επίβλημα, το οποίο διέφερε από τη
χλαμύδα ως ευρύτερο και από το ιμάτιο ως μεγαλύτερο,
ωραιότερο και πολυτελές. Κατά τους ομηρικούς χρόνους ήταν
γυναικείο ένδυμα, ύφασμα πολύπτυχο, πολυτελές μάλλινο
έγχρωμο, πλατύ, χειριδωτό, άφηνε τους βραχίονες γυμνούς,
συγκροτούνταν από τους ώμους με πόρπες και έφθανε μπροστά
μέχρι την βάση των ποδιών και το πίσω μέρος σέρνονταν στο
έδαφος.
Οδηγίες για το πως να φτιάξεις έναν πέπλο:
1.
Χρειάζεσαι ένα μεγάλο κομμάτι ύφασμα. Το μάκρος του
πρέπει να είναι αρκετά μεγαλύτερο απ’ ότι το ύψος σου. Επίσης,
όταν θα το διπλώνεις στα δύο πρέπει να φτάνει από τον έναν
αγκώνα σου στον άλλον. Δίπλωσε το στο σημείο που δείχνει το
σκίτσο.
2. Τύλιξε το γύρω σου και καρφίτσωσε το στους ώμους με δύο
παραμάνες.
3. Δέσε μια ζώνη γύρω από τη μέση σου και τράβα λίγο το
ύφασμα ώστε να φαίνεται χαλαρό. Ο πέπλος σου είναι έτοιμος!
Οδηγίες για το πως θα φτιάξεις έναν χιτώνα:
1. Το μάκρος του υφάσματος πρέπει να είναι τουλάχιστον ίσο με
το ύψος σου. Όταν το διπλώσεις στα δύο πρέπει να φτάνει από τη
μία άκρη του ενός χεριού στην άλλη άκρη του άλλου χεριού.
2. Ράψε το πλάι του υφάσματος όπως δείχνει το
σκίτσο. Ράψε το ύφασμα ώστε να μην ανοίγει. Μην
ξεχάσεις να αφήσεις ανοίγματα για το κεφάλι και τα
χέρια. Φόρεσε τον χιτώνα.
_3. Δέσε μια
ζώνη γύρω
από τη μέση
και τράβα
λίγο το
ύφασμα
ώστε να
«πέφτει»
ελαφρώς. Ο
χιτώνας σου
είναι έτοιμος!
Υφαντική τέχνη
Η υφαντική τέχνη εμφανίζεται στο Αιγαίο -και μάλιστα σε
αρκετά εξελιγμένη μορφή- κατά τη Νεολιθική εποχή. Η
υφαντική τέχνη θεωρείται ότι ξεκίνησε από τα σκοινιά και τα
δίχτυα, που οι προϊστορικοί άνθρωποι είχαν ήδη αρχίσει να
κατασκευάζουν για να τα χρησιμοποιήσουν στο κυνήγι και το
ψάρεμα.
Η πρώτη υφαντική ίνα ήταν το λινάρι και αργότερα το μαλλί.
Οι πληροφορίες που διαθέτουμε είναι μόνο έμμεσες και
προέρχονται κυρίως από διάφορα εργαλεία ύφανσης που
έχουν βρεθεί σε νεολιθικές θέσεις. Ανάμεσα σ΄αυτά
διακρίνονται πήλινα σφοντύλια για το γνέσιμο του μαλλιού,
οστέινες βελόνες για το ράψιμο των ρούχων, ενώ τα υφαντικά
βαρίδια μαρτυρούν ότι ο τύπος του όρθιου αργαλειού
βρισκόταν ήδη σε χρήση.
παραδοσιακή φορεσιά
Η κατασκευή των υλικών της παραδοσιακής φορεσιάς, η
υφαντή ή τεχνητή διακόσμηση και τα κοσμήματα της
διατηρούν με προσήλωση τα παραδοσιακά στοιχεία καθώς
αυτά εκφράζουν την αισθητική και τις καλλιτεχνικές
αναζητήσεις ενός κοινωνικού συνόλου στη διάρκεια της ζωής
του Έθνους. Tα στοιχεία που την αποτελούν έχουν όμως, τις
καταβολές τους στην αρχαιότητα, προσαρμόζοντας εγχώρια
ή ξένα σύγχρονα στοιχεία τα οποία μορφοποιούν την τελική
παρουσίασή της
Τα ρούχα των αρχαίων Ελλήνων ράβονταν και φοριόνταν
πολύ εύκολα. Συνήθως ήταν ένα τετράγωνο κομμάτι
υφάσματος που δε χρειαζόταν ιδιαίτερη δουλειά για να
φτιαχτεί.
ΠΗΓΗ: Χιλιάδες χρόνια ιστορίας της ελληνικής ενδυμασίας
http://thesecretrealtruth.blogspot.com/2012/05/blogpost_8029.html#ixzz29S1LC2c0
Adria (weave) (μάλλινο ύφασμα)
Μάλλινο ύφασμα μεσαίου βάρους, απαλό στην αφή, που διακρίνεται για τα λεπτά
γωνιακά διαστήματα που είναι ελαφρά πιληματοποιημένο. Υφασμένο με ύφανση
ορισμένων παραγώγων σατέν: ‘Adria, γρανιτέ ή γωνιωτό ριπ χρησιμοποιείται στα
επίσημα αντρικά κοστούμια και σε γυναικεία ταγιέρ και φορέματα. Γνωστό
ορισμένες φορές ως ύφασμα από φυσικό μετάξι. Το όνομα προέρχεται από την
ύφανση adria.
Armure (μεταξωτό)
Μεταξωτό ύφασμα με λεπτή, συχνά μικρή γεωμετρική υφή, που δημιουργείται
συνήθως με ύφανση διαγωνάλ. Παράγεται από φυσικό και συνθετικό μετάξι και
χρησιμοποιείται για γραβάτες και γυναικεία φορέματα. Η ονομασία προέρχεται από
τα Γαλλικά – όρος που χρησιμοποιείται για ύφανση διαγωνάλ.
Barchant
Μεσαίου βάρους βαμβακερό ύφασμα, απαλό στην αφή, σε λινή ή διαγωνάλ ύφανση,
με απαλή πάνω πλευρά και λαναρισμένη την άλλη. Το νήμα στο στημόνι είναι σφιχτά
στριμμένο, ενώ το υφάδι είναι πιο τραχύ και πιο χαλαρά στριμμένο. Παράγεται σε
βαμμένα με χαρούμενα χρώματα, υφασμάτινα κομμάτια ή σε στάμπες.
Χρησιμοποιείται για γυναικεία χειμερινά φορέματα, αθλητικά πουκάμισα, μπλούζες,
νυχτικά και πρόχειρα ρούχα για το σπίτι. Η ονομασία ανάγεται στη Μεσαιωνική
Εποχή και προέρχεται από το λατινικό όρο «barracanus», που αρχικά ήταν ένα τραχύ
ύφασμα από μαλλί καμήλας και μόνο αργότερα άρχισε να παράγεται από βαμβάκι.
Camel hair
Γενικής χρήσης γυναικείο και αντρικό παλτό, το οποίο παράγεται με υψηλό ποσοστό
από τρίχωμα καμήλας και είναι συνηθέστερα μπεζ. Το σχήμα του προσαρμόζεται
άμεσα ώστε να ακολουθεί τις τρέχουσες τάσεις της μόδας. Εμφανίστηκε για πρώτη
φορά στους Ολυμπιακούς Αγώνες του Λονδίνου το 1908 και έγινε ιδιαίτερα
δημοφιλές τη δεκαετία του 1920.
Card Web (υφαντό λαναριού)
Λεπτό στρώμα από μονές ίνες οι οποίες είναι δυνατό να δημιουργήσουν νήμα και
είναι μερικώς γραμμικές. Η ανθεκτικότητά τους εξαρτάται από τις δυνάμεις της
τριβής που αναπτύσσονται μεταξύ τυχαία τοποθετημένων ινών. Το υφαντό λαναριού
αποκτάται με αποκόλληση από το αποκολλητικό χτένι. Στη συνέχεια, με τη βοήθεια
της τεχνολογίας επεξεργασίας, δημιουργείται ένα σύνολο νημάτων για κλώση
(roving) ή μια σούστα ή χρησιμοποιείται για την παραγωγή μη υφαντού φλις.
Crepon (κρεπόν)
Όρος ο οποίος περιγράφει νήματα με πάρα πολλές στρίψεις οι οποίες ξεπερνούν το
βέλτιστο αριθμό, με αποτέλεσμα τα νήματα να μετατρέπονται σε κρεπ (σχηματίζουν
δηλαδή σφιχτές θηλιές και είναι σκληρά στην αφή).
Eskimo ρούχο
Σχετικά σκληρό, αρκετά πλούσιο, βαρύ μάλλινο ύφασμα με λεπτή, στιλπνή
επιφάνεια, χτενισμένο στην πίσω όψη και σε διπλή ύφανση. Το πάνω μέρος του
υφάσματος παράγεται από υψηλής ποιότητας πρώτες ύλες. Προορίζεται για χρήση σε
φτηνά αντρικά χειμωνιάτικα κοστούμια. Η παραγωγή αυτού του τύπου υφασμάτων
ακολουθεί φθίνουσα πορεία.
Flamisol (φλαμιζόλ)
Λεπτό μεταξωτό ύφασμα με θαμπή, λεπτή, κοκκώδη επιφάνεια, σε λινή ύφανση, με
κρεπ στο υφάδι και θαμπό μετάξι στο στημόνι. Έχει μέτριο βάρος και
χρησιμοποιείται σε γυναικεία φορέματα.
Ενισχυτική επένδυση
Η ενίσχυση αυτή βελτιώνει και διατηρεί την εμφάνιση του ενδύματος, επιτρέπει το
σχηματισμό των μερών και διατηρεί το σχήμα τους μετά τη φύλαξη και τη χρήση.
Ενισχύονται οι όψεις σε σακάκια, παλτά, γιακάδες, μανσέτες, υφάσματα βάσης, ρίγες,
κουμπότρυπες. Είναι αναγκαίο να επιλεχθεί η ενίσχυση που αντιστοιχεί στο πάνω
υλικό. Η ενίσχυση ενώνεται στο πάνω υλικό, στη ραφή, αν δεν πρόκειται για
αυτοκόλλητη ενίσχυση ή στην επιφάνεια, αν πρόκειται για αυτοκόλλητη ενίσχυση. Η
αυτοκόλλητη ενίσχυση διαθέτει ένα στρώμα πολυμερούς στην όψη το οποίο με τη
θέρμανση, το σιδέρωμα και το χρόνο κολλάει στην ανάποδη όψη του πάνω υλικού. Η
μη αυτοκόλλητη ενίσχυση ενώνεται στα ενισχυμένα μέρη της ραφής. Η ενίσχυση
είναι χαλαρή, χρησιμοποιείται για γιακάδες σε αντρικά πουκάμισα και για την
ενίσχυση του στήθους του ενδύματος σε αντρικά σακάκια. Ανάλογα με τη χρήση της
σε ενδύματα, η ενίσχυση διαιρείται στα ακόλουθα: Σταθερή ενίσχυση – ενίσχυση της
όψης σε σακάκια και παλτά Μαλακή ενίσχυση – ενίσχυση σε γιακάδες, μανσέτες,
φάσες κουμπιών Η παραγωγή ενίσχυσης με βάση το είδος της ύφανσης των ινών
προκύπτει με: ύφανση – υφαντή ενίσχυση πλέξη – πλεκτή ενίσχυση τεχνολογίες μη
υφαντών υφασμάτων – μη υφαντή ενίσχυση
Mόδα της περιόδου του Ροκοκό
Στυλ ένδυσης της περιόδου του Ροκοκό (1730 - 1789). Διακρίνεται για την
παιχνιδιάρικη διάθεση, ασυμμετρία, λεπτότητα στη λεπτομέρεια και ελαφρότητα. Η
περίτεχνη ομορφιά του τονιζόταν περαιτέρω από τη χρήση των υφασμάτων του. Τα
συνηθέστερα υφάσματα τα οποία χρησιμοποιούνταν σε γυναικεία και αντρικά
ενδύματα ήταν το σατέν, ατλάζι, μπροκάρ και η δαντέλα, συνήθως σε παστέλ
χρώματα. Το γυναικείο ένδυμα περιελάμβανε κορσέ με στενά μανίκια στολισμένα με
δαντέλα και πλεκτό που έπεφταν προς τα κάτω. Η κωνικού σχήματος φούστα
αποτελούσε ένα από τα πιο εντυπωσιακά ενδύματα της περιόδου. Ήταν γνωστή ως
κρινολίνο, αρχικά στρογγυλή, έπειτα οβάλ, και ενισχυμένη με κοκάλινα ή μεταλλικά
δαχτυλίδια. Το μικρό μέγεθος του κορσέ δημιουργούσε αντίθεση με την ογκώδη
φούστα. Τα εσώρουχα απέκτησαν ενδιαφέρον αυτή την περίοδο, όπως και τα
χτενίσματα και τα αξεσουάρ (τα οποία περιελάμβαναν βεντάλια, γάντια και μανσόν).
Τα αντρικά ενδύματα είχαν τόσο πλούσια διακόσμηση ώστε να μοιάζουν θηλυπρεπή.
Διέθεταν πολλές πιέτες και κορδέλες και πολλή δαντέλα. Το γιλέκο ήταν κοντό, όπως
και τα μανίκια. Το παντελόνι έφτανε μέχρι το γόνατο και συμπληρωνόταν από λευκές
κάλτσες. Αργότερα την ίδια περίοδο, τα αντρικά ενδύματα έγιναν απλούστερα και
δεν στολίζονταν πια με δαντέλα και βολάν. Το σακάκι τους με ενισχυμένες πλευρές
εξελίχθηκε στο βραδινό κοστούμι, το οποίο επρόκειτο να γίνει βασικό στοιχείο της
αντρικής γκαρνταρόμπας.
Χιτώνας
Ένδυμα το οποίο φορούσαν γυναίκες και άντρες στην Αρχαία Ρώμη. Ο χιτώνας είχε κόψιμο πουκάμισου
και έφτανε μέχρι κάτω από το γόνατο. Αρχικά ήταν αμάνικος. Αργότερα απέκτησε φινίρισμα μανικιών τα
οποία έφταναν μέχρι τον αγκώνα. Συχνά διέθετε ζώνη.
Η συνύφανση δύο υφασμάτων, στα οποία η πρόσοψη και η πίσω όψη μπορεί να είναι
ίδιες ή διαφορετικές. Τα υφάσματα ενώνονται με μετακίνηση ή συστολή ή με ειδικό
συνδετικό στημόνι (σπανιότερα με συνδετικό υφάδι). Η τεχνολογία παραγωγής
διπλών υφασμάτων χρησιμοποιείται στην ύφανση μάλλινων υφασμάτων μεγάλου
βάρους.
Ανάγλυφο ύφασμα, γκοφρέ
Γενικός όρος για μεταξωτά υφάσματα τα οποία διαθέτουν ένα ειδικό τελείωμα το οποίο εφαρμόζεται με
καλάνδρα με ανάγλυφους κύλινδρους, επιτυγχάνοντας ένα λεπτό ανάγλυφο σχέδιο. Τα υφάσματα αυτά
χρησιμοποιούνται για γυναικεία φορέματα, φόδρες και για διακοσμητικούς σκοπούς.
Αυτοκόλλητο μπάλωμα
Ύφασμα γεωμετρικού σχήματος, για παράδειγμα τετράγωνο, ορθογώνιο, με θερμοπλαστικό στρώμα για
σιδέρωμα στο κατεστραμμένο σημείο του ενδύματος.
Βελούδο (1)
Απαλό, μεσαίου βάρους βαμβακερό ή μεταξωτό ύφασμα με πυκνό, στιλπνό, κοντό πέλος το οποίο
δημιουργείται είτε με κοπή ενός υφαδιού με πυκνό στήσιμο (= βελούδο υφαδιού) είτε με κοπή νημάτων
στημονιού (= βελούδο στημονιού). Το πέλος συχνά εκλεπτύνεται περαιτέρω με ειδικό φινίρισμα.
Γάζα (1)
Αέρινο, διάφανο, ελαφρύ βαμβακερό ύφασμα, σε λινή ύφανση και από λεπτό νήμα. Χρησιμοποιείται για
καλοκαιρινές μπλούζες και φορέματα, στην ιατρική και – σε πιο χοντρή μορφή – για κεντήματα.
Γιακάς
Τμήμα αντρικού ή γυναικείου ενδύματος, το οποίο βρίσκεται στο πάνω μέρος. Είναι μάλλον
διακοσμητικό παρά λειτουργικό. Συνήθως από το ίδιο υλικό με το υπόλοιπο ένδυμα, αν και μπορεί να
είναι από διαφορετικό υλικό ή δέρμα για διακοσμητικούς ή πρακτικούς λόγους
Γκέτες
Περικνήμια, συνήθως με κούμπωμα στο πλάι με κουμπιά ή φερμουάρ, από ύφασμα ή δέρμα, χωρίς
πατούσα και με λουρί. Στο παρελθόν αποτελούσαν αντρικό αξεσουάρ μόδας, ενώ σήμερα, καθώς
παράγονται από πολυαμιδικά υφάσματα, αποτελούν χρήσιμο αξεσουάρ του εξοπλισμού του ορειβάτη ή
του σκιέρ.
Δαντέλα
Αεράτο, διάφανο ύφασμα, παραγόμενο από ύφανση ενός ή περισσότερων συνόλων νημάτων. Η μία
άκρη είναι ίσια, η άλλη έχει διακοσμημένη ούγια. Σε ορισμένες περιπτώσεις, και οι δύο άκρες είναι ίσιες
ή και οι δύο έχουν διακοσμημένες ούγιες. Παράγεται με πλάτος μέχρι 250 mm. Η δαντέλα
χρησιμοποιείται για το στόλισμα εσώρουχων και νυχτικών, καθώς επίσης και άλλων ενδυμάτων.
Διάτρηση
Συρραφή ή ξήλωμα ενός κομματιού ενδύματος προκειμένου να λάβει σχήμα σφήνας.
Εμποτισμένο ύφασμα
Αποτελεί επεξεργασμένο επίπεδο ύφασμα λαμιναρισμένο ή με επένδυση από όλα τα απαραίτητα χημικά
και κλωστοϋφαντουργικά πρόσθετα (textile supplements, TS) ανάλογα με τις δεδομένες τεχνολογικές
προδιαγραφές με σκοπό την ποιότητα: προεπεξεργασία, για παράδειγμα πλύσιμο ή βρασμός, λεύκανση
κλπ. ειδικό υγρό φινίρισμα, για παράδειγμα βαφή, τύπωμα, κλπ. ειδικό στεγνό φινίρισμα, για
παράδειγμα καλανδράρισμα, γέμισμα με πέλος, κλπ. τελικό ή ειδικό φινίρισμα – για παράδειγμα
φινίρισμα για αντοχή στο τσαλάκωμα, για μη σιδέρωμα, αδιάβροχο φινίρισμα κλπ.
Ενισχυμένη ίνα
Η ίνα εμπεριέχει σταυροειδείς δεσμούς ανάμεσα στις κύριες μακρομοριακές αλυσίδες, μειώνοντας την
απορροφητικότητά της και τη δυνατότητα διόγκωσης σε νερό και αλκάλιο. Τα υφάσματα που
παράγονται από τέτοιες ίνες έχουν βελτιωμένη δυνατότητα διατήρησης των διαστάσεών τους και αφή
όταν βραχούν.
Κάμελοτ
Απαλό, μεσαίου βάρους μάλλινο ύφασμα με επιφάνεια με πέλος η οποία καλύπτει την
(διαγωνάλ ή σατέν) ύφανση. Διαθέτει το χαρακτηριστικό χρώμα του τριχώματος της
καμήλας και παράγεται από μάλλινα λαναρισμένα νήματα με διάφορα ποσοστά από
τρίχωμα καμήλας. Χρησιμοποιείται για γυναικεία και αντρικά παλτά, ενώ το όνομά του
προέρχεται από το γερμανικό "Kamel", καμήλα.
Λινάρι
Φυτική ίνα η οποία είναι δυνατό να δημιουργήσει νήμα ή κλωστή, μία από τις παλαιότερες ίνες
υφασμάτων, η οποία καλλιεργείται από τον 4ο π.Χ. αιώνα και χρησιμοποιούνταν από τους Αιγυπτίους
ως ύφασμα για τα σάβανα που τύλιγαν τις μούμιες. Καλλιεργείται ως ετήσιο φυτό, κυρίως σε ορεινές
περιοχές. Το λινάρι αποτελείται από 85% καθαρή κυτταρίνη, μεγάλο ποσοστό λιγνίνη και υπολείμματα
στάχτης. Η προετοιμασία και επεξεργασία του λιναριού για τη νηματοποίηση αποτελεί ιδιαίτερα
απαιτητική εργασία, καθώς περιλαμβάνει τρίψιμο, μούλιασμα, στέγνωμα, διαχωρισμό των ινών από το
ξυλώδες και χτένισμα. Τα υφάσματα από λινάρι είναι πολύ ανθεκτικά, στιλπνά, δροσερά και εύκολα
στην πλύση. Οι κύριοι παραγωγοί λιναριού είναι οι χώρες της πρώην Σοβιετικής Ένωσης, η Ιρλανδία, η
Γαλλία, το Βέλγιο και η Ολλανδία. Χρησιμοποιείται στα υφάσματα για καλοκαιρινά ενδύματα (συχνά σε
μίξεις με ίνες πολυεστέρα), σεντόνια, πετσέτες κουζίνας, τραπεζομάντιλα, διακοσμητικά υφάσματα,
υφάσματα για τεχνική χρήση, κλπ.
Λινάτσα
Ύφασμα συνολικής λεπτότητας πάνω από 10 kilotex, το οποίο παράγεται από ένα σύνολο συνεχών
συνθετικών ίνών σε παράλληλη διάταξη, οι οποίες δεν έχουν στριψίματα και δεν ενώνονται με κανένα
άλλο τρόπο. Κατεργάζεται σε μηχανές μετατροπής tow-to-top και προετοιμάζεται για περαιτέρω
επεξεργασία στο νήμα, αποτελώντας σε αυτό το 100% ή μίγμα με άλλα υλικά νηματοποίησης.
Μακό
Κοινό όνομα για υψηλής ποιότητας αιγυπτιακό βαμβάκι μήκους 30mm - 34mm. Χρησιμοποιείται στην
παραγωγή πολύ υψηλής ποιότητας βαμβακερών υφασμάτων.
Μαλλί
Φυσική ζωική ίνα η οποία αποκτάται με κοπή, χτένισμα ή αποτρίχωση του τριχώματος ή της γούνας
ζώων, όπως πρόβατα, κατσίκες, καμήλες, κουνέλια και λαγοί. Το μαλλί προβάτου έχει την πιο ευρεία
χρήση στη βιομηχανία υφασμάτων. Το μαλλί της καμήλας και της κατσίκας είναι επίσης δημοφιλή, αλλά
συγκριτικά λιγότερο. Το τρίχωμα αποτελείται από ίνες κερατίνης οι οποίες αναπτύσσονται στο δέρμα. (Η
κερατίνη αποτελείται από άνθρακα, υδρογόνο, άζωτο, οξυγόνο και μια μικρή ποσότητα θείου).
Διακρίνονται το χνουδωτό τρίχωμα (το οποίο είναι λεπτό και συχνά κατσαρό) και το χοντρό τρίχωμα (πιο
χοντρό και πιο ίσιο). Η επιλεκτική εκτροφή ορισμένων ζώων, ειδικά προβάτων, χρησιμεύει στην
εξάλειψη ή τον περιορισμό του χοντρού τριχώματος, ώστε να σχηματίζεται μόνο λεπτό, μακρύ
χνουδωτό τρίχωμα.
Νήμα, κλωστή
Επίμηκες υφασμάτινο υλικό αποτελούμενο από ίνες οι οποίες είναι δυνατό να δημιουργήσουν νήμα και
δένουν με στρίψιμο ώστε τυχόν κοπή του νήματος να προκαλέσει την κοπή μιας μεμονωμένης ίνας. Το
μήκος και η λεπτότητα του νήματος ποικίλλουν, ενώ δημιουργείται με την κλώση ινών, οι οποίες στη
διάρκεια της περιστροφής διαμορφώνονται σε συγκεκριμένη ποσότητα και διάταξη πάνω και κατά μήκος
η μία της άλλης. Τα φιτίλια που δημιουργούνται αποκτούν τελική μορφή ως νήμα με το στρίψιμο.
Υπάρχουν διάφορες τεχνικές κλώσης, οι οποίες καθορίζονται ανάλογα με τις ίνες που χρησιμοποιούνται
και το σκοπό της χρήσης τους. Διακρίνονται το βαμβακερό νήμα (πενιέ, λαναρισμένο), το λινό και
μάλλινο νήμα (πενιέ, ημιπενιέ, λαναρισμένο), το νήμα από φυσικό μετάξι, το νήμα από συνθετικές ίνες,
το νήμα από αμίαντο, καθώς επίσης και υφαντικό νήμα, για πλέξιμο, από δακτυλιοφόρο κλώστρια, από
κλώστρια σελφ-ακτινγκ και από κλώστρια ανοικτού άκρου.
Πέτο
Διπλωμένο πάνω μέρος της όψης ενδύματος που καλύπτει τον κορμό. Σε αυτό είναι ραμμένη μια
διακοσμητική κουμπότρυπα. Μαζί με το γιακά σχηματίζει το γιακά με πέτο, ο οποίος έχει σημαντικό
διακοσμητικό ρόλο, καθώς το σχήμα του καθορίζει το στυλ μόδας του σακακιού.
Τήβεννος (1)
Μακρύ, φαρδύ εξωτερικό επίσημο ένδυμα κανονικά σε σκούρο χρώμα και γραμμή. Χρησιμοποιείται σε
ορισμένες τελετές και περιστάσεις από δικαστές, εκπαιδευτικούς ανώτατης εκπαίδευσης, ιερείς, κλπ.
Τήβεννος (2)
Αντρικό ένδυμα που φορούσαν από πάνω οι ελεύθεροι άντρες της Αρχαίας Ρώμης. Στις κύριες
τηβέννους ανήκουν η «toga virilis», την οποία φορούσαν άντρες άνω των 16 ετών, η «toga candida», η
οποία ήταν λευκασμένη και τη φορούσαν υποψήφιοι ανώτερων αρχών, η «toga praetexta», με μοβ
μπορντούρα, την οποία φορούσαν οι νέοι και η «toga purpura», η οποία ήταν κόκκινη και αποτελούσε το
ένδυμα των μελών της Γερουσίας.
Φινίρισμα
Γενικός όρος για όλες τις τεχνολογικές μεθόδους εξευγενισμού υφασμάτων, με σκοπό τη βελτίωση της
εμφάνισης, της επιφάνειας, της αίσθησης της αφής και άλλων ιδιοτήτων/χαρακτηριστικών μετά την
ύφανση ή πλέξη. Το φινίρισμα μπορεί να είναι μόνιμο, δηλαδή να μη μπορεί να βγει στο πλύσιμο, ή να
έχει περιορισμένης διάρκειας αποτελέσματα. Το φινίρισμα διακρίνεται σε μηχανικό, το οποίο
εφαρμόζεται σε στεγνό περιβάλλον, και χημικό, το οποίο εφαρμόζεται σε υγρό περιβάλλον. Τα βασικά
είδη φινιρίσματος είναι: αντιστατικό φινίρισμα, βαφή, τρίψιμο, δεκάτισμα, σταθεροποίηση, φινίρισμα για
πιληματοποίηση, φινίρισμα πέλους, τόρευση, αδιάβροχο φινίρισμα, χημικό φινίρισμα κλοκέ,
καλανδράρισμα, φινίρισμα λάκας, θάμπωμα, φινίρισμα melton, μερσερισμός, μουαρέ φινίρισμα,
αντιπυρικό φινίρισμα, φινίρισμα για αντοχή στο τσαλάκωμα, φινίρισμα για προστασία από
πιληματοποίηση, φινίρισμα για προστασία από συρρίκνωσης, φινίρισμα για προστασία από λεκέδες,
τύπωμα, αντισκωρικό φινίρισμα, κατσάρωμα, φινίρισμα γρήγορου στεγνώματος, φινίρισμα υφασμάτων,
σκλήρυνση, φινίρισμα βελουτέ υφασμάτων, ματ φινίρισμα φινίρισμα υφασμάτων με πέλος.
Χιτώνας
Ένδυμα το οποίο φορούσαν γυναίκες και άντρες στην Αρχαία Ρώμη. Ο χιτώνας είχε κόψιμο πουκάμισου
και έφτανε μέχρι κάτω από το γόνατο. Αρχικά ήταν αμάνικος. Αργότερα απέκτησε φινίρισμα μανικιών τα
οποία έφταναν μέχρι τον αγκώνα. Συχνά διέθετε ζώνη.
Μοίρες
Οι Μοίρες, οντότητες της αρχαίας ελληνικής μυθολογίας, παριστάνονταν συνήθως ως
τρεις γυναικείες μορφές που κλώθουν. Η κλωστή που κρατούν στα χέρια τους,
συμβολίζει την ανθρώπινη ζωή, δεικνύοντας έτσι το πόσο μικρή και αδύναμη μπορεί
αυτή να είναι.
Η πρώτη Μοίρα, η Κλωθώ (συμβολίζει και το παρόν), γνέθει το νήμα της ζωής, η
δεύτερη, η Λάχεσις (.. το μέλλον), μοιράζει τους κλήρους, καθορίζει τι θα «λάχει»
στον καθένα (εξού και λαχείο). Η τρίτη Μοίρα, τέλος, η Άτροπος (.. το παρελθόν),
κόβει χωρίς τον παραμικρό δισταγμό, όταν έρθει η ώρα, την κλωστή της ζωής των
ανθρώπων.
Οι Μοίρες είναι επομένως οι δυνάμεις που ευθύνονται για τα καλά και τα κακά της
ζωής του κάθε θνητού, από τη γέννηση μέχρι το θάνατό του. Παίρνουν την δύναμή
τους από τον Δία. ο οποίος για το λόγο αυτό καλείται και «Μοιραγέτης». Στις Μοίρες
υπακούουν μέχρι και οι θεοί, οι οποίοι έχουν όμως τη δύναμη να την αλλάζουν. Μια
αλλαγή τέτοια όμως θα διατάρασσε την αρμονία του σύμπαντος κόσμου.
Στον Ησίοδο οι Μοίρες είναι κόρες της Νύχτας ή του Δία και τις Θέμιδας. Στα
ομηρικά έπη παρουσιάζονται ως μία και μόνη: η «Αίσα ή Μοίρα», η οποία είναι
σύνθρονη του Δία και δίνει σε κάθε θνητό το μερίδιό του από τις χαρές και τις λύπες,
ορίζοντας έτσι το πεπρωμένο του. Συχνά οι αρχαίοι Έλληνες τη Μοίρα, την Αίσα, την
Ειμαρμένη ή την Ανάγκη, την έβαζαν πάνω και από τους θεούς. Ο Πίνδαρος
πρόσθεσε στις τρεις Μοίρες την Τύχη, που θεωρεί μάλιστα ότι έχει μεγαλύτερο κύρος
από τις άλλες αδελφές της. Αλλά την αρχική τριάδα ξανασυναντάμε και αργότερα
στον Πλάτωνα που στο έργο του Πολιτεία τις ονομάζει κόρες της Ανάγκης και τις
παρουσιάζει καθισμένες σε ένα θρόνο, η καθεμιά τους με χιτώνες λευκούς και
στεφάνια στο κεφάλι τους να συνοδεύουν με τη φωνή τους την αρμονία που
βασιλεύει στις ουράνιες σφαίρες.
Η λέξη «μοίρα» βγαίνει από το αρχαίο ρήμα μείρομαι< μοιράζω, είναι δηλαδή το
«μερίδιο», το κομμάτι που παίρνει ο καθένας από τη μοιρασιά ενός όλου.
π•σ•ε
Θεότητες της ελληνικής μυθολογίας
Άδης · Άδωνις · Αίγλη · Αίολος · Αντέρως · Ασκληπιός · Αξίερος · Αξιόκερσος ·
Αξιόκερσα · Αστραία · Βριζώ · Βριμώ · Γαία · Γέλως · Γλαύκος · Διόνυσος ·
Εγκέλαδος · Εκάτη · Έρεβος · Έρις · Έρως · Ευθυμία · Ζαγρεύς · Θάλασσα · Θάλεια ·
Θάνατος · Θέτις · Ιασώ · Ίρις · Κάβειροι · Καδμίλος· Κουρήτες· Κυβέλη · Μαία ·
Μαρσύας · Μήτις · Μοίρες · Ναϊάδες · Νέμεσις · Νηρέας · Νηρηίδες · Νύμφες ·
Πανάκεια · Πάνας · Περσεφόνη · Πλειάδες · Πλούτος · Πόθος · Πρίαπος · Ταράξιππος
. Τύχη · Υγιεία . Υμέναιος · Φήμη · Φόρκυς · Χάριτες · Χάρων · Χάος · Ωκεανίδες ·
Ώρες
1)
Διαδίκτυο
-http://www.google.gr
-http://images.google.com
-http://wikipedia.gr
2) Βιβλία
-Μαριάννα Β. Βαρδινογιάννη – Η φορεσιά
-Παραδοσιακές φορεσιές, βιβλίο από την εφημερίδα
ΕΛΕΥΘΕΡΟΤΥΠΙΑ, Εκδόσεις Τεγόπουλος Α.Ε.
-Ζάχος Ξηροτύρης, Λαϊκή Τέχνη και Χειροτεχνία,
Εκδόσεις Θ. Βράκας