διαβαστε εδω ολοκληρη την αποφαση

ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑ
Αριθμός Απόφασης:
ο8
/2014
Ε
Αριθμ. κσταθ.: 4/2014
Α
ΠΡΩΤΟΔΙΚΕΙΟ ΕΥΡΥΤΑΝΙΑΣ
ΤΟ ΠΟΛΥΜΕΛΕΣ ΠΡΩΤΟΔΙΚΕΙΟ ΕΥΡΥΤΑΝΙΑΣ
(εκούσια δ ι κ α ι ο δ ο σ ί α )
Ν
ΣΥΓΚΡΟΤΗΘΗΚΕ από τους Δικαστές Γεώργιο Αλμπουρα, Πρόεδρο Πρωτοδικών, Κωνσταντίνο Βαΐτση, Πρωτοδίκη - Εισηγητή, Ζωή Δημάκη, Δόκιμη Ειρηνοδίκη,
κωλυομένων των τακτικών δικαστών και την Γραμματέα Γενοβέφα Γαλανού.
υτ
αν
ικ
ά
ΣΥΝΕΔΡΙΑΣΕ δημόσια στο ακροατήριο του στις 6 Μαΐου 2014 για να δικάσει
την υπόθεση:
ΤΩΝ ΑΙΤΟΥΝΤΩΝ: 1) Χρήστου Δημητρόπουλου του Δημητρίου, υποψηφίου
Δημάρχου Αγράφων ν. Ευρυτανίας, του συνδυασμού «ΔΥΝΑΜΙΚΗ ΣΥΝΕΡΓΑΣίΑ»,
2) Ιωάννου Γεωργίου (Γάκιας) του Λάμπρου, 3) Κολοκώτσιου Βασιλείου του Πανα-
γιώτη, 4) Μπουρα Νικολάου του Ταξιάρχη, 5) Νταλλή Σταύρου του Ιωάννη, 6) Παρθένη Πέτρου του Παναγιώτη, 7} Σβερώνη Ταξιάρχη του Λάμπρου, 8} Τσιάρα Παναγιώτας του Ευάγγελου, υποψηφίων Δημοτικών Συμβούλων Δ.Ε. Αγράφων, 9) Ανδρεάκη Αλεξάνδρας του Ιωάννη, 10} Ανδρεάκη Κωνσταντίνου του Λάμπρου, 11) Βε-
λαέτη Δημητρίου του Ιωάννη, 12} Ζαρμακούπη Χρήστου του Ηλία, 13} Καραπάνου
Σωτηρίου του Δημητρίου, 14) Κοφίνη Αναστασίας του Δημητρίου, 15) Νιάφα Κων-
σταντίνου του Στεφάνου, 16) Παπαροϊδάμη Αθανασίου του Δημητρίου, 17) Σιαφάκα
Γεωργίου του Δημητρίου, 18) Τάτση Δημητρίου του Βασιλείου, 19) Τσιαμπόκαλου
Ε
υρ
Δημητρίου του Ανδρέα, υποψηφίων Δημοτικών Συμβούλων Δ.Ε. Απεραντίων, 20)
Ζαχαράκη Παναγιώτη του Γεωργίου, 21) Ευαγγελογιώργου Ελεάνας του Γεωργίου,
22) Κακού Θωμά του Νέστωρα, 23) Κουτσιούμπα Ευαγγελίας του Δημητρίου, 24)
Κουτσιούμπα Κωνσταντίνου του Χαρίδημου, 25) Μανδάλου Θωμά του Δημητρίου,
26) Μυλούλη Γεωργίου του Παναγιώτη, 27) Μώκα Δήμητρας του Γεωργίου, 28) Μώκα Έλλης του Βασιλείου, 29) Παπαδήμου Παναγιώτη του Αργυρίου, 30) Στασινού
Φωτεινής του Ανδρέα, 31) Χαντζή Ευτυχίας του Γεωργίου, υποψηφίων Δημοτικών
Συμβούλων Δ.Ε. Ασπροποτάμου, 32) Γαζέτα Παναγιώτη του Κωνσταντίνου, 33)
Γκαρίλα Κωνσταντίνου του Γεωργίου, 34) Πασιάκου Ιωάννη του Ευαγγέλου, 35) Τσι-
γαρίδα Ευαγγέλου του Δημητρίου, υποψηφίων Δημοτικών Συμβούλων Δ. Ε. Βίνιανης,
36) Βαρέλη Σπύρου του Κωνσταντίνου, 37) Γαλατά Ιωάννη του Θεμιστοκλή, 38) Γκο-
Α φύλλο της υπ' αριθυ
!?^./2014 αποφάσεως του Πολυυελούς Πρωτοδικείου Ευρυτανίας
Κατσιάδα Επαμεινώνδα του Παναγιώτη, 97) Μαραγκούλα Ευτυχίας του Δημητρίου,
98} Τσίγκα Βασιλικής του Ηλία, υποψηφίων Συμβούλων Τ.Κ. Λιθοχωρίου, 99) Γεωργακόπουλου Δημητρίου του Σπυρίδωνος, 100) Διάνεμου Κωνσταντίνου του Νικολάου, υποψηφίων Εκπροσώπων Τ.Κ. Μαραθιάς, 101) Καλύβα Ιωάννη του Κωνσταντίνου, 102) Λάμπρου Δημοσθένη (Δήμος} του Παναγιώτη, υποψηφίων Εκπροσώπων
Α
Τ.Κ. Μαράθου, 103) Ρέκα Νικολάου του Βασιλείου, υποψηφίου Εκπροσώπου Τ.Κ.
Μαυρομμάτας, 104) Τόλη Δημητρίου του Παναγιώτη, υποψηφίου Εκπροσώπου Τ.Κ.
Ε
Μοναστηρακίου, 105) Κολοκούρα Θεοφάνη του Λάμπρου, 106) Μάκρη Δημητρίου
του Θεμιστοκλή, 107) Μώκα Κωνσταντίνου του Δημητρίου, 108) Παπαντώνη Κωνσταντίνου του Αργυρίου, υποψηφίων Συμβούλων Τ.Κ. Νέου Αργυρίου, 109) Γαλάνη
Ν
Κλεομένη (Μένιος) του Λάμπρου, 110) Διώτη Γεωργίου του Νικολάου, 111} Κουρλού
Ιωάννη του Ελευθέριου, 112) Κουτσουπιά Ελένης του Αποστόλου, υποψηφίων Συμβούλων Τ.Κ. Παλαιοκατούνας, 113) Κοντοβά Κωνσταντίνου του Γεωργίου, 114) Μά-
νι
κά
κρη Ουρανίας του Ευαγγέλου, 115) Μουτάφη Ειρήνης του Νικολάου, 116) Ντάλλη
Βλάσιου του Κωνσταντίνου, υποψηφίων Συμβούλων Τ.Κ. Παλαιοχωρίου, 117) Κολοβή Ηλία του Θεοδώρου, 118) Παπατζίμα Λάμπρου του Στεφάνου, 119) Τσιούνη Λάμπρου του Θεοδόσιου, 120) Χρυσαφογεώργου Ηλία του Λάμπρου, υποψηφίων Συμβούλων Τ.Κ. Πρασιάς, 121) Λιάσκου Παναγιώτη του Κωνσταντίνου, 122) Μπαστάνη
Ελευθερίου του Θεοφάνη, 123) Μπράζια Δημοσθένη του Γεωργίου, 124) Ντόσκα
Ευάγγελου του Λάμπρου, υποψηφίων Συμβούλων Τ.Κ. Ραπτοπούλου, 125) Γιαννιώτη Θεοφάνη (Φάνης) του Αποστόλου, 126) Γιόγιου Δημητρίου του Γεωργίου, υποψη-
Ε
υρ
υτ
α
φίων Εκπροσώπων Τ.Κ. Σιβίστης, 127} Αγραφιώτη Γεωργίου του Γρηγορίου, 128)
Γκιόλια Αθανασίου του Γεωργίου, 129) Νταβαρίνου Ιωάννη του Θεοφάνη, 130) Πάζι-
ου Πολύτιμης του Γεωργίου, υποψηφίων Συμβούλων Τ.Κ. Τοπολιάνων, 131) Κωστίκου Βασιλείου του Δημητρίου, 132} Σκαμάγκη Ηλίας του Λάπρου, υποψηφίων Εκ-
προσώπων Τ.Κ. Τριδένδρου, 133) Αποστόλου Χρήστου του Κωνσταντίνου, 134)
Βασιλείου Δημητρίου του Κωνσταντίνου, 135) Μπισμπίκη Σωτηρίου του Ιωάννη, 136}
Ψυχογιού Βασιλικής του Δημητρίου, υποψηφίων Συμβούλων Τ.Κ. Τριποτάμου, 137)
Ντάλλη Λάμπρου του Στεφάνου, υποψηφίου Συμβούλου Τ.Κ. Τροβάτου, και 138}
Χειλά Ιωάννη του Δημητρίου, υποψηφίου Εκπροσώπου Τ.Κ. Χρύσως, απάντων κατοίκων περιφέρειας Δήμου Αγράφων Ευρυτανίας, οι οποίοι παραστάθηκαν δια των
πληρεξουσίων τους δικηγόρων Βασιλείου Γκαρίλα (Δ.Σ. Ευρυτανίας), Ιωάννας Χαρα-
λάμπους (Δ.Σ.Αθηνών) και Γεωργίου Παπαλάμπρου (Δ.Σ. Αθηνών).
ΤΟΥ ΠΡΟΣΘΕΤΩΣ ΠΑΡΕΜΒΑΙΝΟΝΤΟΣ: Θεοδώρου Μπαμπαλή του Παναγιώτου, κατοίκου Αγράφων Ευρυτανίας, υποψηφίου Δημάρχου για το Δήμο Αγράφων
Ευρυτανίας με τον συνδυασμό «ΑΝΑΝΕΩΣΗ - ΠΡΟΟΠΤΙΚΗ» στις δημοτικές εκλογές
της 18.05.2014, ο οποίος παραστάθηκε μετά του πληρεξουσίου του δικηγόρου Θωμά
Μπάνια (Δ.Σ. Ευρυτανίας).
Οι αιτούντες με την υπ' αριθμ. εκθ. καταθέσεως ΕΠ/4/05.05.2014 αίτηση τους
που απευθύνουν προς το Δικαστήριο τούτο και για τους λόγους που περιέχονται σ'
αυτή, ζήτησαν τα αναφερόμενα στο αιτητικό της. Επί της αιτήσεως αυτής ορίσθηκε
Α
δικάσιμος η αναφερόμενη στην αρχή της παρούσης, κατά την οποία εκφωνήθηκε η
υπόθεση από τη σειρά του οικείου πινακίου και παραστάθηκαν οι διάδικοι όπως πιο
Ε
πάνω σημειώνεται. Κατά την επ' ακροατηρίου συζήτηση ασκήθηκε πρόσθετη παρέμβαση του ως άνω προσθέτως παρεμβαίνοντος.
στις έγγραφες προτάσεις τους.
Ν
Αφού άκουσε τους πληρεξουσίους δικηγόρους των διαδίκων που αναφέρθηκαν
ΜΕΛΕΤΗΣΕ ΤΗ ΔΙΚΟΓΡΑΦΙΑ
νι
κά
ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΚΑΤΑ ΤΟ ΝΟΜΟ
Ι. Με την υπό κρίση υπ' αριθμ. εκθ. καταθέσεως ΕΠ/4/05.05.2014 αίτηση
τους, οι αιτούντες ζητούν κατ' ορθή εκτίμηση την ανάκληση - θεραπεία της υπ' αριθμ.
5/2014 αποφάσεως του παρόντος Δικαστηρίου, κατά το μέρος που με αυτή απορρίφθηκε η ανακήρυξη του συνδυασμού με το όνομα «ΔΥΝΑΜΙΚΗ ΣΥΝΕΡΓΑΣΙΑ» για
τις δημοτικές εκλογές της 18ης Μαΐου 2014 στο Δήμο Αγράφων της Περιφερειακής
υρ
υτ
α
θεωρήθηκε
Ο Εισηγητής
Ενότητας Ευρυτανίας, για το λόγο ότι οι διαπιστωθείσες με την εν λόγω απόφαση
Ε
Κ.ΒϋΤτσης
ελλείψεις στις υποβληθείσες υπεύθυνες δηλώσεις για τους υποψηφίους συμβούλους
τοπικών κοινοτήτων και εκπροσώπων τοπικών κοινοτήτων, αναφορικά με τη μη συν-
δρομή στο πρόσωπο εκάστου εξ αυτών των κωλυμάτων εκλογιμότητας του άρθρου
14 του Ν. 3852/2010 οφείλονται αποκλειστικά και μόνο σε παραδρομή, ενώ υπεύθυ-
νες δηλώσεις των ιδίων υποψηφίων με συμπληρωμένο το περιεχόμενο αναφορικά με
την μη συνδρομή του άνω κωλύματος προσκομίζουν κατά τη συζήτηση της ενδίκου
αιτήσεως τους. Η αίτηση αυτή αρμοδίως καθ' ύλην και κατά τόπον εισάγεται προς
συζήτηση ενώπιον του παρόντος Δικαστηρίου κατά την προκειμένη διαδικασία της
εκούσιας δικαιοδοσίας (άρθρα 739 επ. ΚΠολΔ). Πρέπει, επομένως, να ερευνηθεί περαιτέρω το παραδεκτό και βάσιμο των λόγων της. Παραδεκτή, εξάλλου, κρίνεται και η
ασκηθείσα κατά την εκφώνηση της υποθέσεως στο ακροατήριο, πρόσθετη παρέμβαση του ανακηρυχθέντος με την ως άνω απόφαση του παρόντος Δικαστηρίου για τις
ίδιες αυτοδιοικητικές εκλογές υποψηφίου δημάρχου του συνδυασμού με το όνομα
«ΑΝΑΝΕΩΣΗ-ΠΡΟΟΠΤΙΚΗ», που έλαβε χώρα με δήλωση του πληρεξουσίου του
Κ
)..φύλλο της υττ' αριθμ
9.3../2014 αποφάσεως του Πολυυελούς Πρωτοδικείου Ευρυτανίας
δικηγόρου στο ακροατήριο και καταχωρήθηκε στα πρακτικά, ως έχοντος προς τούτο
έννομο συμφέρον.
II. Από όλα τα έγγραφα που προσκομίσθηκαν και από όσα οι αιτούντες, συναινούντος και του παρεμβαίνοντος, συνομολογούν, αποδείχθηκαν τα ακόλουθα
πραγματικά περιστατικά: οι αιτούντες στις 27 Απριλίου 2014 και ώρα 23:50 υπέβα-
Α
λαν ενώπιον του παρόντος αρμοδίου Δικαστηρίου δήλωση κατάρτισης συνδυασμού
με το όνομα «ΔΥΝΑΜΙΚΗ ΣΥΝΕΡΓΑΣΙΑ» για τις δημοτικές εκλογές της 18ης Μαΐου
Ε
2014 για το Δήμο Αγράφων της Περιφερειακής Ενότητας Ευρυτανίας. Ωστόσο, στις
υποβληθείσες με αυτή, ως απαραίτητα δικαιολογητικά, υπεύθυνες δηλώσεις εβδομήντα ενός (71) υποψηφίων συμβούλων τοπικών κοινοτήτων και δεκατεσσάρων (14)
Ν
υποψηφίων εκπροσώπων τοπικών κοινοτήτων δεν αναφέρονταν ότι δεν συνέτρεχε
στο πρόσωπο εκάστου εξ αυτών τα κωλύματα εκλογιμότητας του άρθρου 14 του
3852/2010, όπως επιτάσσει το άρθρο 19 παρ. 3 και 6 του ίδιου νόμου, γεγονός που
υτ
αν
ικ
ά
συνομολογείται από τους αιτούντες. Επακολούθησε η έκδοση της υπ' αριθμ. 5/2014
αποφάσεως του παρόντος Δικαστηρίου με την οποία απορρίφθηκε για τον λόγο αυτόν η δήλωση του αιτούντος συνδυασμού και έγινε δεκτή η δήλωση του υποψηφίου
συνδυασμού με το όνομα «ΑΝΑΝΕΩΣΗ ΠΡΟΟΠΤΙΚΗ», ο οποίος ανακηρύχθηκε μό-
νος υποψήφιος για τις εν λόγω αυτοδιοικητικές εκλογές. Τις υπεύθυνες δηλώσεις των
ιδίων ως άνω υποψηφίων με αναγεγραμμένη για πρώτη φορά τη δήλωση ότι δεν συ-
ντρέχει στο πρόσωπο εκάστου εξ αυτών τα κωλύματα εκλογιμότητας του άρθρου 14
του 3852/2010 οι αιτούντες προσκομίζουν το πρώτον μετά την ανακήρυξη, κατά τη
συζήτηση της ενδίκου αιτήσεως τους. Σύμφωνα δε με το σκεπτικό της αποφάσεως
ανακηρύξεως, οι άνω υπεύθυνες δηλώσεις στερούνταν κατά το χρόνο υποβολής
τους του απαιτουμένου ρητά και εμφατικά από το νόμο περιεχομένου και κρίθηκαν
μη νόμιμες. Ως εκ τούτου δε, δεν πληρούνταν οι προϋποθέσεις που αφορούσαν στη
νόμιμη κατάρτιση του συνδυασμού «ΔΥΝΑΜΙΚΗ ΣΥΝΕΡΓΑΣΙΑ» λόγω της έλλειψης
του ελαχίστου κατά το νόμο (3852/2010 όπως ισχύει) αριθμού υποψηφίων συμβού-
Ε
υρ
λων δημοτικών κοινοτήτων για την ανακήρυξη του συνδυασμού, δεδομένου ότι απαι-
τείται κατ' ελάχιστο ένας υποψήφιος για το ένα τρίτο (1/3) των (τριμελών) συμβουλίων τοπικών κοινοτήτων που, εν προκειμένω, δεν συνέτρεχε, ενώ σε κάθε περίπτωση
για τον ίδιο λόγο δεν συμπληρώνονταν το υποχρεωτικό ποσοστό των υποψηφίων
συμβούλων που προβλέπεται για κάθε φύλο.
III. Στη δικαιοδοσία των πολιτικών δικαστηρίων ανήκουν και υποθέσεις δημοσίου δικαίου που έχουν παραπεμφθεί σ' αυτά με ειδικές διατάξεις νόμων (αρθρ. 94
παρ. 4 Σ 1975, αρθρ. 1 εδ. γ ΚΠολΔ). Η αντιδιαστολή ανάμεσα στις υποθέσεις δημοσίου δικαίου και τις διοικητικές διαφορές είναι ανάλογη με εκείνη ανάμεσα στις υποθέσεις εκούσιας δικαιοδοσίας και στις ιδιωτικές διαφορές. Όπως δε συμβαίνει και με
τις υποθέσεις της εκούσιας δικαιοδοσίας, έτσι και στις υποθέσεις δημοσίου δικαίου
δεν γίνεται καμιά δεσμευτική διάγνωση εννόμων σχέσεων. Απλώς μια διοικητική υπόθεση, που θα μπορούσε να ανήκει στην αρμοδιότητα κάποιας διοικητικής αρχής,
έχει ανατεθεί στα πολιτικά δικαστήρια, γιατί η φύση της απαιτεί να υπάρχουν περισσότερες εγγυήσεις αμεροληψίας και νομικής παιδείας. Εξάλλου, η κατά το άρθρο 20
Α
του Ν. 3852/2010 (ΦΕΚ Α' 87/7.6.2010) «Νέα Αρχιτεκτονική της Αυτοδιοίκησης και
της Αποκεντρωμένης Διοίκησης, Πρόγραμμα Καλλικράτης» ανακήρυξη των υποψή-
Ν
Ε
φιων συνδυασμών των δημοτικών εκλογών έχει ανατεθεί στα πολιτικά δικαστήρια ως
αρμοδιότητα διοικητικής φύσεως, σύμφωνα με το άρθρο 94 παρ. 4 του Συντάγματος,
Συνεπώς, οι εν λόγω αποφάσεις των πολιτικών δικαστηρίων περί ανακηρύξεως υποψηφίων συνδυασμών έχουν χαρακτήρα διοικητικών πράξεων και υπόκεινται, καταρχήν, σε ανάκληση εν όλω ή εν μέρει, σύμφωνα με τους κανόνες που διέπουν την
ανάκληση των διοικητικών πράξεων (ΣτΕ 2910/2003 ΔΔικη 2005.1040,
ΣτΕ
υτ
αν
ικ
ά
2169/2000 αδημ. στο νομικό τύπο). Έτσι η παρέμβαση του πολιτικού δικαστηρίου
στις περιπτώσεις αυτές βρίσκεται στα όρια διοικήσεως και δικαιοδοσίας (Κ. Μπέης,
Εισαγωγή στη δικονομική σκέψη, σελ. 154). ΓΓ αυτό και η απόφαση του πολιτικού
δικαστηρίου επί της κρίσιμης διοικητικής υποθέσεως δημιουργεί δεδικασμένο ως
θεωρήθηκε
ΟΕισηγφής
προς την νομιμότητα των μέτρων που διατάχθηκαν και δεν υπόκεινται σε χωριστό
δικαστικό έλεγχο ως προς την νομιμότητα τους (Μπέης, ως άνω) ούτε και σε ένδικα
μέσα του ΚΠολΔ, που δεν συμβιβάζονται με τις βραχύτατες προθεσμίες της εκλογι-
Κ,ΒαΤτσης
κής νομοθεσίας (ΑΠ 1069/1989). Τέλος, στην ανακήρυξη των υποψηφίων δημοτικών
αρχόντων το πολιτικό δικαστήριο, δηλαδή το πολυμελές πρωτοδικείο (βλ. το άρθρο
29 του ως άνω νόμου, σε συνδυασμό με τα άρθρα 18 και 94 του ΠΔ 26/2012 [ΦΕΚ
Α' 57/15/03/2012] «Κωδικοποίηση σ' ενιαίο κείμενο των διατάξεων της νομοθεσίας
για την εκλογή βουλευτών», καίτοι δεν ορίζεται στην ως άνω νομοθεσία η εφαρμοζόμενη διαδικασία, κατά την κρατούσα στην επιστήμη και τη νομολογία άποψη, εφαρμόζει κατά βάση τις διατάξεις της εκούσιας δικαιοδοσίας (αρθρ. 739 επ. ΚΠολΔ,
Ε
υρ
προσαρμοζόμενες στη φύση της ειδικής αυτής νομοθεσίας, που επιβάλλει διαδοχικές
προθεσμιακές ενέργειες (ΠΠρΘεσ 608/1989, ΠΠΚαβ 50/1990 Δ 21.673). Κατά τη διαδικασία αυτή εφαρμογή έχει και η διάταξη του άρθρου 758 ΚΠολΔ, προσαρμοσμένη
στις ανάγκες της εκλογικής διαδικασίας. Κατ' αυτήν, οι αποφάσεις που αποφαίνονται
οριστικά, εφόσον δεν ορίζεται διαφορετικά, μπορούν να ανακληθούν ή να μεταρρυθμιστούν μετά τη δημοσίευση τους από το δικαστήριο που τις εξέδωσε, αν προκύψουν
νέα πραγματικά περιστατικά ή μεταβληθούν οι συνθήκες κάτω από τις οποίες εκδόθηκαν. Η ανάκληση ή μεταρρύθμιση γίνεται κατά τη διαδικασία των άρθρων 741 έως
781. Ως νέα πραγματικά περιστατικά νοούνται γεγονότα που επιγεννήθηκαν μετά την
τελευταία στο δικαστήριο συζήτηση, των οποίων η εκτίμηση οδηγεί σε συμπέρασμα
υπ' αριθυ. ,,.&β. ./2014 αποφάσεως του Πολυυελοικ Πρωτοδικείου Ευρυτανία
διαφορετικό από εκείνο που αποτέλεσε τη βάση και την αφετηρία έκδοσης της απόφασης της οποίας ζητείται η ανάκληση. Ο όρος μεταβολή συνθηκών αφορά σε μεταβολή που μπορεί να προκύπτει όχι μόνο από την επιγέννηση νέων περιστατικών αλλά και από άλλες αφορμές ή αιτίες, ιδία από την εξέλιξη ενός θεσμού ή την εμφάνιση
νέων αναγκών. Η διάταξη δεν εξαρτά τη δυνατότητα ανάκλησης της απόφασης από
Α
την ύπαρξη κατά κυριολεξία νέων περιστατικών ή ουσιώδους μεταβολής των συνθη-
κών ούτε από το αν από τη συνδρομή των άνω προϋποθέσεων δικαιολογείται η ανά-
Ε
κληση της απόφασης, αλλά απλώς και μόνο από την ύπαρξη νέων πραγματικών περιστατικών ή μεταβολή συνθηκών, κάτω από τις οποίες εκδόθηκαν οι αποφάσεις αυτές. Θα πρέπει, όμως, η ανάκληση ή μεταρρύθμιση της απόφασης να δικαιολογείται
Ν
από την ύπαρξη των άνω προϋποθέσεων (Βαθρακοκοίλης, ΕρμΚΠολΔ, υπ1 άρθρο
758, αρ. 2, σελ. 445). Η προβλεπόμενη από το εν λόγω άρθρο 758 ΚΠολΔ ρύθμιση
καταλαμβάνει όχι μόνο τις αποφάσεις που εκδίδονται για γνήσιες υποθέσεις της ε-
Ε
υρ
υτ
αν
ικ
ά
κούσιας δικαιοδοσίας, αλλά και εκείνες που εκδίδονται σε υποθέσεις που δυνάμει
κάποιας ειδικής διάταξης εκδικάζονται κατά τη διαδικασία της εκούσιας δικαιοδοσίας
(ΕΑ 6894/1 977 ΑρχΝ 1978.58).
IV. Εξάλλου, κατά τη διάταξη του άρθρου 19 του ως άνω Ν. 3852/2010, στη
δήλωση υποψηφιότητας κάθε συνδυασμού πρέπει να επισυνάπτεται για κάθε υποψήφιο του συνδυασμού, μεταξύ άλλων και υπεύθυνη δήλωση του υποψήφιου ότι δεν
συντρέχουν στο πρόσωπο του τα κωλύματα εκλογιμότητας του άρθρου 14. Με βάση
την ως άνω διάταξη του άρθρου 14 του εν λόγω νόμου: 1. Δεν μπορούν να εκλεγούν
ή να είναι δήμαρχοι, δημοτικοί σύμβουλοι, σύμβουλοι της δημοτικής ή τοπικής κοινό-
τητας ή εκπρόσωποι της τοπικής κοινότητας: α) Δικαστικοί λειτουργοί, αξιωματικοί
των ενόπλων δυνάμεων και των σωμάτων ασφαλείας και θρησκευτικοί λειτουργοί
των γνωστών θρησκειών, β) Γενικοί Γραμματείς και υπάλληλοι των δήμων με οποιαδήποτε σχέση εργασίας και εάν υπηρετούν, καθώς και δημοτικοί συμπαραστάτες,
στους δήμους όπου υπηρετούν, γ) Πρόεδροι διοικητικών συμβουλίων δημοτικών νομικών προσώπων δημοσίου δικαίου με εξαίρεση τα ιδρύματα, οι οποίοι δεν είναι αι-
ρετοί, υπάλληλοι με οποιαδήποτε σχέση εργασίας δημοτικών νομικών προσώπων
δημοσίου δικαίου και ιδρυμάτων, καθώς και διευθύνοντες και εντεταλμένοι σύμβουλοι
και υπάλληλοι νομικών προσώπων ιδιωτικού δικαίου, πλην αστικών εταιρειών μη
κερδοσκοπικού χαρακτήρα, τα οποία έχουν συστήσει ή στα οποία συμμετέχουν οι
δήμοι, στους οποίους υποβάλλουν υποψηφιότητα, δ) Υπάλληλοι με οποιαδήποτε
σχέση εργασίας των δήμων που συνενώνονται στο νέο δήμο που προκύπτει από τη
συνένωση, ε) Υπάλληλοι με οποιαδήποτε σχέση εργασίας του Δημοσίου, των περιφερειών, των νομικών προσώπων δημοσίου δικαίου, των κρατικών νομικών προσώπων ιδιωτικού δικαίου, των δημοσίων επιχειρήσεων και των επιχειρήσεων τη
Διοίκηση των οποίων ορίζει άμεσα ή έμμεσα το Δημόσιο, με διοικητική πράξη ή ως
μέτοχος, στους δήμους στα διοικητικά όρια των οποίων άσκησαν καθήκοντα προϊσταμένου οργανικής μονάδας επιπέδου Γενικής Διεύθυνσης ή Διεύθυνσης, μέσα στο
δεκαοκτάμηνο πριν από τη διενέργεια των δημοτικών εκλογών. Στη ρύθμιση του
προηγούμενου εδαφίου δεν υπάγονται οι διευθυντές σχολικών μονάδων πρωτοβάθ-
Α
μιας και δευτεροβάθμιας εκπαίδευσης, καθώς και οι διευθυντές τμημάτων, μονάδων,
κλινικών και εργαστηρίων ιατρικής υπηρεσίας του Ε.Σ.Υ. στ) Διοικητές, υποδιοικητές,
Ε
πρόεδροι διοικητικών συμβουλίων, διευθύνοντες ή εντεταλμένοι σύμβουλοι των νομικών προσώπων δημοσίου δικαίου, των κρατικών νομικών προσώπων ιδιωτικού δι-
Ν
καίου, των δημοσίων επιχειρήσεων και των επιχειρήσεων τη Διοίκηση των οποίων
ορίζει άμεσα ή έμμεσα το Δημόσιο με διοικητική πράξη ή ως μέτοχος, στους δήμους,
στους οποίους έχουν την έδρα τους τα ανωτέρω νομικά πρόσωπα, μέσα στο δεκαοκτάμηνο πριν από τη διενέργεια των δημοτικών εκλογών. 2. Κώλυμα εκλογιμότητας
νι
κά
συντρέχει για όσους έχουν εκπέσει από το αιρετό αξίωμα τους, κατόπιν αμετάκλητης
καταδίκης, σύμφωνα με τα οριζόμενα στο εδάφιο γ' της παραγράφου 1 του άρθρου
236 του εν λόγω Ν. 3852/2010. Το κώλυμα αυτό ισχύει για την επόμενη της έκπτωσης δημοτική περίοδο. 3. Δεν μπορούν να εκλεγούν ή να είναι δήμαρχοι, δημοτικοί
θεωρήθηκε
Ο Εισηγητής
σύμβουλοι, σύμβουλοι δημοτικής ή τοπικής κοινότητας ή εκπρόσωποι της τοπικής
κοινότητας: α. Όποιοι συνδέονται με το δήμο ή τα νομικά τους πρόσωπα, εκτός από
τους συνδέσμους, με σύμβαση προμήθειας, εκτέλεσης δημοτικού έργου, παροχής
υπηρεσιών, παραχώρησης δικαιώματος εκμετάλλευσης δημοτικού έργου ή δημοτικής
Ε
υρ
υτ
α
Κ-ΒίίΓσης
υπηρεσίας με αντικείμενο αξίας πάνω από πέντε χιλιάδες (5.000) ευρώ ετησίως, β.
Γενικοί Διευθυντές, πρόεδροι και μέλη διοικητικών συμβουλίων, διαχειριστές, μέτοχοι
και εταίροι κεφαλαιουχικών εταιρειών, που έχουν συμβληθεί με το δήμο, εφόσον το
ποσοστό συμμετοχής τους στις εταιρείες υπερβαίνει το πέντε τοις εκατό (5%) του συνολικού κεφαλαίου της εταιρείας, καθώς και εταίροι προσωπικών εταιρειών και κοινοπρακτούντα πρόσωπα, που έχουν συμβληθεί με το δήμο, εφόσον συντρέχουν οι
προϋποθέσεις της προηγούμενης περίπτωσης. Αν δήμος συμμετέχει με οποιονδήποτε τρόπο στην επιχείρηση που συμβάλλεται, δεν υπάρχει ασυμβίβαστο για τους
αιρετούς του δήμου που μετέχουν στη Διοίκηση δημοσίων επιχειρήσεων, καθώς και
δημοτικών επιχειρήσεων. 4. Η ιδιότητα και το αξίωμα του δημάρχου, του προέδρου
του συμβουλίου δημοτικής ή τοπικής κοινότητας ή του εκπροσώπου της τοπικής κοινότητας ή η κατοχή οποιουδήποτε άλλου αιρετού αξιώματος σε όργανα της τοπικής
αυτοδιοίκησης πρώτου βαθμού δεν αποτελεί λόγο ασυμβιβάστου ή αναστολής άσκησης του λειτουργήματος τους, με την επιφύλαξη του άρθρου 16 για: α) τους δικηγόρους και συμβολαιογράφους, β) τα μέλη Διδακτικού Ερευνητικού Προσωπικού
(Δ.Ε.Π.) των Ανωτάτων Εκπαιδευτικών Ιδρυμάτων (Α.Ε.Ι.), τα μέλη Επιστημονικού
8
"3..Φύλλο της υπ' αριθυ. ...ί?.^./2014 αποφάσεως του Πολυυελούζ Πρωτοδικείου Ευρυτανίας
Προσωπικού των Τεχνολογικών Εκπαιδευτικών Ιδρυμάτων (Τ.Ε.Ι.) και το ειδικό διδακτικό και επιστημονικό προσωπικό τους. 5. Δεν αποτελεί ασυμβίβαστο η σύναψη
σύμβασης αγοράς δημοτικών ακινήτων, εφόσον η εκποίηση έχει γίνει ύστερα από
πλειοδοτική δημοπρασία. 6. Δεν αποτελούν κώλυμα ή ασυμβίβαστο η ιδιότητα μέλους της Διοίκησης και η ιδιότητα του υπαλλήλου δημοσίων επιχειρήσεων και οργα-
Α
νισμών κοινής ωφέλειας, που συνδέονται με το δήμο με σύμβαση που είναι σχετική
με το αντικείμενο της δραστηριότητας τους. 7. Το κώλυμα που προβλέπεται στις πε-
Ε
ριπτώσεις α' έως και δ' της παραγράφου 1 παύει να υπάρχει, αν τα πρόσωπα στα
οποία συντρέχει παραιτηθούν από τη θέση τους πριν από την ημέρα της ανακήρυξης
των υποψηφίων. Η παραίτηση επιδίδεται με δικαστικό επιμελητή στον πρόεδρο πρω-
Ν
τοδικών, ο οποίος την υποβάλλει αμέσως στην αρχή που είναι αρμόδια να την αποδεχθεί. Η παραίτηση θεωρείται ότι γίνεται δεκτή από την επίδοση της και δεν ανακαλείται. Ειδικές διατάξεις που απαγορεύουν την υποβολή ή την αποδοχή της παραίτη-
υρ
υτ
αν
ικ
ά
σης των προσώπων που προβλέπει η παράγραφος 1 ή που περιορίζουν το δικαίωμα τους να παραιτηθούν ή την αρμοδιότητα της αρχής να αποδεχθεί την παραίτηση
τους εξακολουθούν να ισχύουν. Τα πρόσωπα της περίπτωσης α' της παραγράφου 1
που παραιτήθηκαν πρέπει επιπροσθέτως να μην έχουν υπηρετήσει στα διοικητικά
όρια του δήμου που υποβάλλουν υποψηφιότητα μέσα σε χρονικό διάστημα είκοσι
τεσσάρων (24) μηνών πριν από την ημερομηνία ανακήρυξης των υποψηφίων. Το
πρώτο εδάφιο αυτής της παραγράφου δεν ισχύει για τους θρησκευτικούς λειτουργούς. 8. Δήμαρχοι, δημοτικοί σύμβουλοι, σύμβουλοι δημοτικών ή τοπικών κοινοτήτων και εκπρόσωποι των τοπικών κοινοτήτων που αποδέχονται οποιοδήποτε από τα
καθήκοντα ή τα έργα που συνιστούν ασυμβίβαστο ή αποκτούν δημοτικότητα σε άλλο
δήμο εκπίπτουν από το αξίωμα τους. 9. Υποψηφιότητα και στους δύο βαθμούς τοπι-
Ε
^,
κής αυτοδιοίκησης δεν επιτρέπεται. 10. Σύμπτωση στο ίδιο πρόσωπο της ιδιότητας
αιρετού του πρώτου βαθμού τοπικής αυτοδιοίκησης και του δεύτερου βαθμού τοπικής αυτοδιοίκησης αποκλείεται. 11. Στους δήμους που συνιστώνται με το άρθρο 1
του παρόντος νόμου τα ανωτέρω Κωλύματα και ασυμβίβαστα συντρέχουν στα πρόσωπα που πληρούν τις αντίστοιχες προϋποθέσεις στην εδαφική περιφέρεια του νέου
δήμου. Εξάλλου, αν και η συγκεκριμένη δήλωση περί ελλείψεως κωλυμάτων εκλογιμότητας επαναλαμβάνε! όμοια πρόβλεψη του άρθρου 35 παρ. 2 του Ν. 3463/2006
«Κώδικα Δήμων και Κοινοτήτων», δεν προβλεπόταν με βάση το προηγούμενο νομοθετικό καθεστώς του ΠΔ 410/1995 (άρθρο 55). Η χρονολογικά κλιμακούμενη αυτή
αύξηση των αξιώσεων στις δηλώσεις υποψηφιότητας κάθε άλλο παρά αυθαίρετη και
ανώφελη είναι, όπως αβασίμως ισχυρίστηκαν οι αιτούντες προφορικά στο ακροατήριο. Αντιθέτως, είναι σαφές ότι ο νομοθέτης προσδίδει στο δικαστήριο της ανακήρυξης έλεγχο όχι τυπικό αλλά ουσιαστικό της συνδρομής των προσόντων εκλογιμότη-
τας και δεν μεταθέτει αυτόν μετά τις εκλογές. Η υπεύθυνη δήλωση του υποψήφιου
ανάγεται έτσι σε κεντρικό και μοναδικό μέσο απόδειξης της πλήρωσης των σχετικών
νομικών προϋποθέσεων και όχι σε τυπικό δικαιολογητικό, όπως αβασίμως ισχυρίζονται οι αιτούντες. Η δε επιλογή αυτή του νομοθέτη ουδόλως περιστέλλει τα δικαιώματα εκλογιμότητας των υποψηφίων, δεδομένου ότι πρόκειται για απλή και χωρίς οικο-
Α
νομική επιβάρυνση δήλωση του υποψηφίου, που συμπεριλαμβάνεται στο σώμα της
δήλωσης βούλησης υποβολής υποψηφιότητας, ώστε να μην γεννάται ζήτημα παρε-
Ε
μπόδισης της άσκησης του δικαιώματος του εκλέγεσθαι από αυτήν την υποχρέωση.
Αντιθέτως, ο νομοθέτης επέλεξε τον απλούστερο τρόπο διαφύλαξης της εκλογικής
Ν
διαδικασίας, χωρίς επιβάρυνση του υποψηφίου, δηλαδή αντί της αξίωσης της προκαταβολικής προσκομιδής εκ μέρους του επισήμων βεβαιώσεων περί της έλλειψης
συνδρομής των εν λόγω κωλυμάτων εκλογιμότητας. Συνεπώς, η εκλογική νομοθεσία
αποδίδει μεγάλη σημασία στις δηλώσεις του κάθε υποψηφίου για το κύρος της «δη-
υτ
αν
ικ
ά
λώσεως καταρτίσεως συνδυασμού», η δε έλλειψη τους συνιστά «μη τήρηση διατυπώσεως», εφόσον, κατά νόμον, η «έλλειψη κάποιου στοιχείου» συνεπάγεται αυτοτελώς το απαράδεκτο της «δηλώσεως καταρτίσεως συνδυασμού». Σχετικώς δε με το
χρόνο τηρήσεως της ανωτέρω διατυπώσεως, αυτός εκτείνεται μέχρι την 24η ώρα της
ημέρας που λήγει η προθεσμία υποβολής της «δηλώσεως καταρτίσεως συνδυα-
σμού», δηλαδή μέχρι τη λήξη της 20ής ημέρας πριν από την ψηφοφορία. Και τούτο
διότι, στο χρονικό διάστημα που μεσολαβεί από τη λήξη της ανωτέρω προθεσμίας
μέχρι την ανακήρυξη, το δικαστήριο πρέπει ν' ασκήσει την αρμοδιότητα του, που συ-
νίσταται στη βεβαίωση της τηρήσεως ή μη της ανωτέρω διατυπώσεως. Επομένως,
στο χρονικό αυτό διάστημα δεν καταλείπεται ευχέρεια στο συνδυασμό που υπέβαλε
δήλωση υποψηφιότητας να τη νομιμοποιήσει ως «δήλωση καταρτίσεως συνδυασμού» με τη μεταγενέστερη υποβολή γραπτών αποδοχών, εφόσον, αν συμβεί αυτό,
το δικαστήριο θα υπερβεί την διαπιστωτικού χαρακτήρα αρμοδιότητα του και θα
Ε
υρ
προβεί σε ανακήρυξη συνδυασμού που δεν δηλώθηκε έγκαιρα. Ύστερα δε από την
ανακήρυξη των συνδυασμών, δεν καταλείπεται στο δικαστήριο ευχέρεια να προβεί
στην ανακήρυξη συνδυασμού που αποκλείσθηκε λόγω μη τηρήσεως της διατυπώσεως, διότι η, μετά την ανακήρυξη των λοιπών συνδυασμών, κάλυψη της από τον
αποκλεισθέντα συνδυασμό γίνεται εκπροθέσμως και, συνεπώς, ακύρως και εκπροθέσμως γίνεται η ανακήρυξη του. Σε τέτοια περίπτωση ανακηρύξεως υπάρχει παράβαση νόμου, η οποία μπορεί να οδηγήσει σε ακύρωση της εκλογής, εφόσον γεννάται
αμφιβολία ότι το αποτέλεσμα της ψηφοφορίας θα ήταν το ίδιο αν δεν συνέβαινε η
παράβαση (ΣτΕ 3614/1996, βλ. και ΣτΕ 1970/1991 ΝοΒ 1992.773). Εξάλλου, όταν
υποβάλλεται δήλωση περί καταρτίσεως συγκεκριμένου συνδυασμού και σ' αυτήν
παραλείπεται η ως άνω δήλωση, η παράλειψη αυτή δεν μπορεί να ερμηνευθεί ότι
-β
'ό..φύλλο της υπ' αριθμ. ...<?.£?../2014 αποφάσεως του Πολυιιελούς Πρωτοδικείου Ευρυτανίας
από παραδρομή δεν υποβλήθηκε, εφόσον ο νόμος προβλέπει ρητώς την υποβολή
τέτοιας «δηλώσεως». Η υποβολή δε μιας τέτοιας «δηλώσεως» χωρίς να περιλαμβάνει και δήλωση των υποψηφίων ότι δεν συντρέχουν στο πρόσωπο τους τα ως άνω
κωλύματα, μόνο σε άγνοια του νόμου μπορεί ν' αποδοθεί, είτε περί του αναγκαίου
της υποβολής τους είτε περί του χρόνου της υποβολής τους.
Α
Στην προκείμενη περίπτωση, η άγνοια του νόμου περί του αναγκαίου και του
χρόνου υποβολής της επίμαχης δήλωσης προκύπτει από την ένδικη αίτηση, μαζί με
Ν
Ε
την οποία προσκομίζονται οι εν λόγω δηλώσεις. Επομένως, αβασίμως οι αιτούντες
υποστηρίζουν ότι η εν λόγω δήλωση δεν τέθηκε «από παραδρομή» τους στο σώμα
της σχετικής δηλώσεως. Έτσι, εφόσον η «δήλωση υποψηφιότητας» των αιτούντων
δεν περιλάμβανε, με υπαιτιότητα του υποψήφιου συνδυασμού, την επίμαχη δήλωση
περί ελλείψεως των ως κωλυμάτων του άρθρου 14, κατά την εκπνοή της προθεσμίας, ήταν απαράδεκτη. Εξάλλου, η αρχή του οικείου πταίσματος διαπνέει το σύνολο
νι
κά
της έννομης τάξης. Με την κατάστρωση του επιμάχου νομοθετήματος ο εκλογικός
νομοθέτης σαφώς επέλεξε οι υποψήφιοι σύμβουλοι και συνακόλουθα οι συνδυασμοί
τους να φέρουν το βάρος της νομότυπης συμμετοχής τους στην εκλογική διαδικασία.
Έτσι, τυχόν μη νόμιμη κατάθεση της υποψηφιότητας τους, οφειλόμενη σε οικείο
πταίσμα τους , όπως εν προκειμένω, επιφέρει ως κύρωση το απαράδεκτο της συμμετοχής τους στην εκλογική διαδικασία. Οι ευθύνες από την νομοτελειακή αυτή επίπτωση δεν μπορούν να αποδοθούν παρά μόνον σε αυτόν που δεν τηρεί ή που παραβιάζει τη διαδικασία, αφού οι κανόνες της είναι κοινοί για όλους τους υποψηφίους,
Ε
υρ
υτ
α
ρητώς διατυπωμένοι, αντικειμενικά προσδιορισμένοι και, εν τέλει, λογικοί και εφαρμόσιμοι. Το τελευταίο, εξάλλου, συνάγεται αβίαστα από το γεγονός ότι οι λοιποί συν-
δυασμοί, πλην του αιτούντος, επλήρωσαν στο ακέραιο τις υποχρεώσεις τους για να
υποβάλουν νομοτύπως τις υποψηφιότητες τους. Εν προκειμένω, η τήρηση αυτής της
διατυπώσεως επιχειρείται να καλυφθεί εκ των υστέρων με την υποβολή της ένδικης
αιτήσεως ανακλήσεως - θεραπείας. Η προσκομιδή αυτή, όμως της επίμαχης δηλώσεως περί έλλειψης των κωλυμάτων του άρθρου 14, έλαβε χώρα μετά την πάροδο
της εικοσαήμερης προθεσμίας πριν από την ψηφοφορία. ΓΓ αυτό, λόγω της εκπρόθεσμης υποβολής της, δεν μπορεί να παραληφθεί από το παρόν Δικαστήριο, ως εκ-
πρόθεσμη (ΤρΔΠρΘεσ 129/1998 Αρμ 1999.271, πρβλ και ΣτΕ 1970/1991 ΝοΒ
40.773). Ειδικότερα, κατά την αδιάστικτη πρόβλεψη του άρθρου 19 παρ. 6 και 7 του
εν λόγω Ν. 3852/2010: «6. Αν δεν έχει τηρηθεί κάποια από τις διατυπώσεις ή δεν
υπάρχει κάποια από τις προϋποθέσεις ή κάποιο από τα στοιχεία που προβλέπουν οι
παράγραφοι 1 και 3 του παρόντος άρθρου κα\ αυτό βεβα^θεν από το δικαστήριο η
δήλωση είναι απαράδεκτη. Ειδικότερα, αν έχει συνταχθεί η δήλωση του συνδυασμού
που προβλέπει η παράγραφος 1, με διαφορετικό τρόπο, δεν είναι απαράδεκτη, εφό-
11
σον περιλαμβάνει ρητή δήλωση που ορίζει τον υποψήφιο δήμαρχο. Απαράδεκτη είναι και η εκπρόθεσμη δήλωση, καθώς και η δήλωση που περιλαμβάνει λιγότερους
υποψηφίους από τα ελάχιστα όρια της παραγράφου 2 του παρόντος άρθρου και της
παραγράφου 3 του προηγούμενου άρθρου. 7. Η δήλωση επιδίδεται με δικαστικό επιμελητή, ύστερα από παραγγελία των προσώπων που την υποβάλουν ή ενός εκλογέα
Α
δημότη ή παραδίδεται με απόδειξη στον πρόεδρο του πρωτοδικείου είκοσι (20) του-
λάχιστον ημέρες πριν από την ψηφοφορία. Έως τη λήξη της παραπάνω προθεσμίας,
Ε
επιτρέπεται μόνο να συμπληρωθεί ο συνδυασμός έως τον επιτρεπόμενο αριθμό των
υποψήφιων συμβούλων με συμπληρωματική δήλωση του υποψήφιου δημάρχου. Στη
Ν
δήλωση αυτή επισυνάπτονται τα στοιχεία που προβλέπει η παράγραφος 3, καθώς
και γραπτή αποδοχή του προσώπου, που προτείνεται. Μετά τη λήξη της εικοσαήμερης προθεσμίας, που απαιτείται για την επίδοση ή την παράδοση στο αρμόδιο δικαστήριο, καμιά μεταβολή της δήλωσης δεν επιτρέπεται, εκτός από την αντικατάσταση
νι
κά
προσώπων που παραιτήθηκαν ή απεβίωσαν, σύμφωνα με το άρθρο 21 του παρόντος νόμου». Εν προκειμένω, προσκομίστηκαν κατά τη συζήτηση της ένδικης αίτησης οι εν λόγω δηλώσεις περί έλλειψης των κωλυμάτων εκλογιμότητας, όπως προαθεωρήθηκε
Ο Εισηγητής
ναφέρθηκε. Οι δηλώσεις αυτές δεν είχαν τεθεί υπόψη του Δικαστηρίου κατά την ανακήρυξη των υποψηφίων. Υπό την έννοια αυτήν, οι προσκομιζόμενες δηλώσεις αποτελούν νέα πραγματικά περιστατικά, κατά την προεκτεθείσα έννοια του άρθρου
758 του ΚΠολΔ. Πλην, όπως προαναφέρθηκε, η εκπρόθεσμη προσκομιδή τους απαγορεύεται ρητώς επί ποινή απαραδέκτου, δυνάμει της προαναφερθείσας ειδικότερης
Ε
υρ
υτ
α
διάταξης, ώστε να αποκλείεται η ανάκληση της απόφασης για τον λόγο αυτόν, κατά
την προαναφερθείσα επιφύλαξη της ανάκλησης της απόφασης σε περίπτωση αντίθετης πρόβλεψης, του άρθρου 758 ΚΠολΔ. Τα προεκτεθέντα ενισχύονται και από το
ακόλουθο νομικό επιχείρημα: Στο άρθρο 244 του Κώδικα Διοικητικής Δικονομίας (ν.
2717/1999 - ΦΕΚ Α 97) προβλέπεται ότι στις ρυθμίσεις των άρθρων 245-256 του ίδιου Κώδικα «υπάγονται οι διαφορές που αναφύονται κατά την εκλογική διαδικασία για
την ανάδειξη των αιρετών οργάνων των οργανισμών τοπικής αυτοδιοίκησης κάθε
βαθμού». Περαιτέρω, στα επόμενα άρθρα του εν λόγω Κώδικα ορίζονται, μεταξύ άλ-
λων, τα εξής: στο άρθρο 246, όπως αντικαταστάθηκε με την παρ. 2 εδ. α του άρθρου
15 του Ν. 3051/2002 (ΦΕΚΑ' 220), ότι « 1. Για την σε πρώτη και σε τελευταίο βαθμό
επίλυση των διαφορών του άρθρου 244 ασκείται ένσταση. 2. Η, κατά την προηγούμενη παράγραφο, ένσταση ασκείται κατά της πράξης με την οποία, σύμφωνα με τα
άρθρα 75 του Δημοτικού και Κοινοτικού Κώδικα (π.δ. 410/1995) και 37 του Κώδικα
Νομαρχιακής Αυτοδιοίκησης (π.δ. 30/1996), εξάγεται το αποτέλεσμα της εκλογής.
Ένσταση μπορεί, επίσης, να ασκηθεί και κατά της πράξης με την οποία, σύμφωνα με
τα άρθρα 57 και 24 των ίδιων νομοθετημάτων αντιστοίχως, ανακηρύσσονται οι συν-
12
Ί.ΦύΑλοτΓΚ υπ' αοιθυ. ....<?<#./2014 ατκκράσεακ του Πολυιιελούο Πρωτοδικείου Ευρυτανίας
δυασμοί των υποψηφίων που έχουν δηλωθεί, καθώς και κατά της πράξης με την οποία, σύμφωνα με τα άρθρα 79 και 39 των πιο πάνω νομοθετημάτων κατά την ίδια
αντιστοιχία, ανακηρύσσονται οι επιτυχόντες και οι επιλαχόντες συνδυασμοί, καθώς
και οι υποψήφιοι κάθε συνδυασμού που εκλέγονται ως τακτικοί ή αναπληρωματικοί».
Πλην, με βάση τις διατάξεις του ως άνω Ν. 3852/2010 επήλθε αναδιάρθρωση της
Α
διοικητικής οργάνωσης της χώρας, μεταξύ άλλων και στον πρώτο και το δεύτερο
βαθμό της τοπικής αυτοδιοίκησης που συγκροτούν πλέον οι Δήμοι και οι Περιφέρειες,
Ε
όπως η οργάνωση αυτών, ο τρόπος εκλογής των οργάνων τους και εν γένει ο τρόπος διοίκησης και λειτουργίας τους καθορίζεται στις διατάξεις του νόμου αυτού, από
την έναρξη ισχύος των οποίων καταργούνται αντίθετες προς τις ρυθμίσεις τους γενι-
Ν
κές ή ειδικές διατάξεις. Ειδικότερα, όπως προκύπτει από τις προπαρατεθείσες διατάξεις των άρθρων 44 και επόμενα του ανωτέρω νόμου, αλλά και κατά τα αναφερόμενα
στην αιτιολογική έκθεση του νόμου, το αρμόδιο Πολυμελές Πρωτοδικείο, μετά τη δη-
υρ
υτ
αν
ικ
ά
μοσίευση του αποτελέσματος της εκλογής και την έκθεση επί πενθήμερον στο κατάστημα του Πρωτοδικείου των πρακτικών εκλογής μετά του οικείου πίνακα αποτελε-
σμάτων της, προβαίνει στην ανακήρυξη των επιτυχόντων και των επιλαχόντων συνδυασμών και των υποψηφίων κάθε συνδυασμού που εκλέγονται ως τακτικοί ή ανα-
πληρωματικοί δημοτικοί σύμβουλοι, σύμβουλοι δημοτικών και τοπικών κοινοτήτων
(όπως ειδικότερα αναφέρεται στο άρθρο 44). Περαιτέρω, με σκοπό να μην παρατεί-
νεται η αβεβαιότητα για το κύρος των εκλογών και να επιλύονται ταχύτερα, χάριν του
δημοσίου συμφέροντος, οι σχετικές εκλογικές διαφορές, προβλέπεται η δυνατότητα
άσκησης μόνο μίας ένστασης, κατά της πράξης, με την οποία ανακηρύσσονται οι επιτυχόντες και επιλαχόντες συνδυασμοί και οι υποψήφιοι των συνδυασμών που εξελέ-
γησαν, κατά τα προαναφερόμενα, η οποία (ένσταση) ασκείται εντός προθεσμίας 7
Ε
_,
ημερών από τη λήξη του χρόνου έκθεσης της πράξης ανακήρυξης των επιτυχόντων
και επιλαχόντων συνδυασμών, δημάρχων, συμβούλων κλπ, ενώ καταργούνται οι δι-
ατάξεις, με τις οποίες προβλεπόταν η δυνατότητα άσκησης ένστασης κατά της πράξης ανακήρυξης των υποψήφιων συνδυασμών και κατά της πράξης, με την οποία
εξάγεται το αποτέλεσμα της εκλογής, κατά τα οριζόμενα στον Κώδικα Δήμων και Κοινοτήτων και στον Κώδικα Διοικητικής Δικονομίας. Τυχόν, όμως, πλημμέλειες των
πράξεων αυτών και παραβάσεις του νόμου κατά τη διενέργεια τους, μπορούν να
προβληθούν και να εξετασθούν παρεμπιπτόντως από το Δικαστήριο στα πλαίσια άσκησης της ανωτέρω προβλεπόμενης ένστασης κατά της πράξης ανακήρυξης των
επιτυχόντων και επιλαχόντων συνδυασμών και των υποψηφίων που εξελέγησαν. Σε
περίπτωση δε, ειδικότερα, τυχόν αποδοχής της ενστάσεως λόγω πλημμέλειας κατά
την ανακήρυξη των υποψήφιων συνδυασμών, το Δικαστήριο δύναται να ακυρώσει
την προσβαλλόμενη πράξη και να διατάξει την επανάληψη των εκλογών με τη συμ-
13
·"·
1
μετοχή του αποκλεισθέντος συνδυασμού, ώστε δεν τίθεται ζήτημα παραβίασης του
άρθρου 20 παρ.Ί του Συντάγματος περί παροχής δικαστικής προστασίας και του άρθρου 52 του Συντάγματος περί της ανόθευτης εκδήλωσης της λαϊκής βούλησης
(ΤρΔΠρΑ 5/2010 \ΛΛΛΛ/ν.α53Π8ί.9Γ)· Σύμφωνα με τα προαναφερθέντα, με τις διατάξεις
του Ν. 3852/2010 δεν προβλέπεται πλέον η δυνατότητα άσκησης ενώπιον των διοι-
Α
κητικών δικαστηρίων αυτοτελούς ένστασης κατά της πράξης του Πολυμελούς Πρωτοδικείου, με την οποία ανακηρύσσονται οι υποψήφιοι συνδυασμοί για τις εκλογές
Ν
Ε
ανάδειξης αιρετών οργάνων των οργανισμών τοπικής αυτοδιοίκησης, αλλά τυχόν
πλημμέλειες της πράξης αυτής (όπως και λοιπών πράξεων της εκλογικής διαδικασίας) μπορούν να προβάλλονται και να εξετάζονται στα πλαίσια ασκηθείσας ένστασης
κατά της τελικής πράξης ανακήρυξης των επιτυχόντων και επιλαχόντων συνδυασμών
και των υποψηφίων τους που εξελέγησαν, η οποία και μόνο παραδεκτώς προσβάλλεται. Έτσι, είναι απορριπτέα τα αντιθέτως προβαλλόμενα από τους αιτούντες περί
υτ
αν
ικ
ά
προσβολής του συνταγματικώς κατοχυρωμένου δικαιώματος τους περί παροχής δικαστικής προστασίας, ως νόμω αβάσιμα. Πιο συγκεκριμένα, στην αιτιολογική έκθεση
του τελευταίου ως άνω νόμου (3852/2010) αναφέρονται, σε σχέση με το αντικείμενο
θεωρήθηκε
ΟΕκπκφής
της ενστάσεως, τα εξής: «Καθιερώνεται μία και μοναδική ένσταση η οποία στρέφεται
κατά της απόφασης του πολυμελούς πρωτοδικείου με την οποία ανακηρύσσονται οι
επιτυχόντες και οι επιλαχόντες συνδυασμοί και οι υποψήφιοι κάθε συνδυασμού που
Κ,Βάίΐϋης
εκλέγονται ως τακτικοί ή αναπληρωματικοί. Επομένως, καταργούνται οι ενστάσεις
που στρέφονταν κατά της πράξης με την οποία ανακηρύσσονταν οι συνδυασμοί και
κατά της πράξης με την οποία εξάγεται το αποτέλεσμα της εκλογής, που προέβλεπε
το άρθρο 65 παρ. 1 του ΔΚΚ» - (Κώδικας Δήμων και Κοινοτήτων - Ν. 3463/2006) «οι λόγοι που μπορούν να θεμελιώσουν τη μοναδική, με τον προτεινόμενο νόμο, ένσταση είναι οι ίδιοι που θεμελίωναν τις τρεις ενστάσεις του ΚΔΚ και αναφέρονταν στο
άρθρο 65 παρ. 2 του ΚΔΚ ...». Ειδικότερα, η αιτιολογική έκθεση του Ν. 3852/2010 σε
Ε
υρ
σχέση με τα άρθρα 47 και 48 αναφέρει: «Με το άρθρο 47, αναφορικά με το περιεχόμενο της ένστασης, προσδιορίζεται ότι η ένσταση στρέφεται κατά της απόφασης του
πολυμελούς πρωτοδικείου, του άρθρου 44, με την οποία ανακηρύσσονται οι επιτυχόντες και οι επιλαχόντες συνδυασμοί και οι υποψήφιοι κάθε συνδυασμού που εκλέγονται ως τακτικοί ή αναπληρωματικοί. Επομένως, σύμφωνα με το άρθρο αυτό, καταργούνται οι ενστάσεις που προβλέπονταν στο άρθρο 65 του ΚΔΚ και οι οποίες
στρέφονταν κατά της πράξης, με την οποία ανακηρύσσονταν οι συνδυασμοί και κατά
της πράξης με την οποία εξάγεται το αποτέλεσμα της εκλογής. Διευκρινίζεται ότι οι
λόγοι που μπορούν να θεμελιώσουν τη μοναδική, με τον προτεινόμενο νόμο, ένσταση, είναι οι ίδιοι που θεμελίωναν τις τρεις ενστάσεις του ΚΔΚ, και αναφέρονταν στο
άρθρο 65 παρ. 2 του ΚΔΚ. Επακόλουθο αυτής της αλλαγής είναι η ρύθμιση του άρ-
14
\
Ω°
ιλφύΑΑο ΤΓΚ υπ' αριθυ. ...£><^./2014 αποφάσεως του Πολυυελούς Πρωτοδικείου Ευρυτανίας
θρου 48, αναφορικά με την προθεσμία για την άσκηση της ένστασης. Η μοναδική ένσταση που χωρεί πλέον, ασκείται σε προθεσμία επτά ημερών από τη λήξη του χρόνου έκθεσης της πράξης του άρθρου 44 του παρόντος, χωρίς πλέον τη δυνατότητα
παράτασης, όπως όριζε η διάταξη του άρθρου 66 παρ. 3 του ΚΔΚ, η οποία και καταργείται. Με τον τρόπο αυτό δεν παρατείνεται η αβεβαιότητα για το κύρος των εκλο-
Α
γών, ενώ παράλληλα, δεν παρεμποδίζεται το δικαίωμα των εχόντων έννομο συμφέρον να εξετάσουν την αναγκαιότητα άσκησης ή μη των ενστάσεων». Εξάλλου, στην
Ν
Ε
ττρόπαρατεθείσα διάταξη της παρ. 1 του άρθρου 47 του Ν. 3852/2010 προβλέπεται
ρητά ότι αντικείμενο της ενστάσεως κατά του κύρους των δημοτικών εκλογών είναι η
απόφαση του πολυμελούς (πολιτικού) πρωτοδικείου με την οποία ανακηρύσσονται οι
επιτυχόντες και επιλαχόντες συνδυασμοί και οι υποψήφιοι κάθε συνδυασμού που
εκλέγονται ως τακτικοί ή αναπληρωματικοί, στη δε αιτιολογική έκθεση του νόμου αναφέρεται, επίσης ρητά, ότι με το προαναφερόμενο άρθρο καθιερώνεται, πλέον, μία
υτ
αν
ικ
ά
και μοναδική ένσταση, η οποία στρέφεται κατά της εν λόγω αποφάσεως του πολυμελούς πρωτοδικείου και ότι, συνεπώς, καταργούνται οι λοιπές ενστάσεις που προβλέπονταν στο άρθρο 65 του Κώδικα Δήμων και Κοινοτήτων (Ν. 3463/2006) και οι ο-
ποίες στρέφονταν κατά της πράξης με την οποία ανακηρύσσονται οι συνδυασμοί των
υποψηφίων καθώς και εκείνης με την οποία εξάγεται το αποτέλεσμα της εκλογής.
Όπως δε συνάγεται από τα περαιτέρω αναφερόμενα στην εισηγητική έκθεση του νόμου, σκοπός της προβλέψεως της δυνατότητας ασκήσεως ενστάσεως μόνο κατά της
προαναφερθείσας τελικής πράξεως της εκλογικής διαδικασίας είναι η απλούστευση
και επιτάχυνση της διαδικασίας εκδικάσεως των ασκηθεισών από τους θεμελιώνο-
ντες σχετικό έννομο συμφέρον ως άνω ενστάσεων, οι οποίοι, επί πλέον, υπό το νέο
νομοθετικό καθεστώς, θα μπορούν να εξετάσουν τη σκοπιμότητα ασκήσεως ή μη τέ-
*
τοιων ενστάσεων λαμβάνοντας υπόψη και το τελικό αποτέλεσμα της οικείας εκλογής.
Εξάλλου, οι τελευταίοι, όπως προκύπτει από τα διαλαμβανόμενα στην παρ. 2 του
Ε
υρ
άρθρου 47 αλλά και στην αιτιολογική έκθεση του Ν. 3852/2010, διατηρούν, πάντως,
τη δυνατότητα προβολής, με την ευκαιρία προσβολής της τελευταίας ως άνω αποφάσεως, πλημμελειών που τυχόν εμφιλοχώρησαν σε όλα τα προηγούμενα της εκλο-
γικής διαδικασίας και, ειδικότερα, μεταξύ άλλων, σε εκείνο της ανακηρύξεως των υ-
ποψηφίων. Στην τελευταία αυτή περίπτωση, αν η σχετική ένσταση γίνει δεκτή, τούτο
θα έχει ως συνέπεια την ακύρωση της εκλογής και την επανάληψη της ψηφοφορίας
μεταξύ των συνδυασμών ή των υποψηφίων που είχαν ή θα έπρεπε να είχαν νόμιμα
ανακηρυχθεί (βλ. σχετ. άρθρο 51 παρ. 1 του νόμου). Ενόψει των ανωτέρω, η πρόβλεψη με το άρθρο 47 παρ. 1 του Ν. 3852/2010 της δυνατότητας ασκήσεως ενστάσεως μόνο κατά της αποφάσεως του πολιτικού πρωτοδικείου περί ανακηρύξεως των
επιτυχόντων και επιλαχόντων συνδυασμών και υποψηφίων, η οποία υπαγορεύθηκε
15
από τους προεκτεθέντες λόγους δημοσίου συμφέροντος, δεν δυσχεραίνει ουσιωδώς
την άσκηση του διασφαλιζόμενου από το άρθρο 20 παρ. 1 του Συντάγματος δικαιώματος παροχής δικαστικής προστασίας ούτε αντίκειται στην κατοχυρούμενη από το
άρθρο 25 παρ. 1 του Συντάγματος αρχή της αναλογικότητας (ΣτΕ 2054/2011,
Α
2586/2011 δημ. σε Νόμος). Εξάλλου, η κατάργηση του εν λόγω ενδίκου βοηθήματος
της ένστασης κατά της απόφασης της ανακήρυξης των υποψηφίων δημοτικών αρχόντων δεν μπορεί να εκληφθεί παρά ως σαφής βούληση του νομοθέτη να περιορίσει
Ν
Ε
την άσκηση ενδίκων βοηθημάτων κατά της εν λόγω απόφασης. Προφανής λόγος αυ-
τής της νομοθετικής εξέλιξης είναι η διατήρηση της σταθερότητας της εκλογικής διαδικασίας, από τη στιγμή που αυτή θα τεθεί σε εξέλιξη με την απόφαση της ανακήρυξης. Η θεσμική αυτή εξέλιξη δεν αποκλείει μεν την άσκηση της ένδικης αίτησης, πλην
οδηγεί στο άφευκτο συμπέρασμα ότι το παραδεκτό των λόγων της πρέπει να ερμηνεύεται στενά.
νι
κά
V) Εξάλλου, οι προθεσμίες που τίθενται για την προσκόμιση των αξιουμένων
δικαιολογητικών υποψηφιότητας τίθενται για την προστασία και του δικαιώματος του
εκλέγειν και του εκλέγεσθαι αλλά και για την εύρυθμη λειτουργία των δημοσίων υπηρεσιών που οργανώνουν την εκλογική διαδικασία. Ειδικότερα, ο νομοθέτης έχει
προσδώσει στους πολίτες που έχουν το δικαίωμα του εκλέγειν ορισμένη προθεσμία
διάσκεψης, προκειμένου να ασκήσουν υπεύθυνα και ήρεμα το δικαίωμα τους αυτό.
Πιο συγκεκριμένα, με τη δημοσίευση της απόφασης της ανακήρυξης, οι εκλογείς
λαμβάνουν γνώση των υποψηφίων και προσλαμβάνουν τον χρόνο που ο νομοθέτης
υρ
υτ
α
θεωρήθηκε
ΟΕισηγτ\ιής
έταξε ως ικανό, προκειμένου να σταθμίσουν τα προσόντα εκάστου υποψηφίου και το
Ε
Κ,ΒαΙτσης
πολιτικό του πρόγραμμα, ώστε να αποφασίσουν έγκαιρα, σύμφωνα με τη συνείδηση
και την πολιτική τους θέση, ποιόν συνδυασμό και ποιόν εκλόγιμο θα ψηφίσουν. Σε
περίπτωση δε περιστολής του χρόνου αυτού, είναι προφανές, ότι διαταράσσεται αυτή
η ισορροπία, καθώς οι εκλογείς θα πρέπει όχι μόνο να λάβουν αποφάσεις σε συντομότερο χρονικό διάστημα από αυτό που ο νομοθέτης έταξε ως αρκετό, αλλά και να
αναμορφώσουν τη θέση τους με βάση τυχόν ανατραπείσα απόφαση ανακήρυξης, σε
κατάσταση γενικής σύγχυσης. Οι δε συνυποψήφιοι, λαμβάνοντας γνώση της απόφα-
σης ανακήρυξης υποψηφίων, επιβεβαιώνουν από τη μια μεριά τη δική τους υποψηφιότητα αλλά μαθαίνουν και με ποιους συγκεκριμένους συνυποψήφιους θα ανταγω-
νιστούν για τις θέσεις που διεκδικούν, ώστε να προσαρμόσουν και αυτοί έως την ημέρα της εκλογικής μάχης τη θέση τους και να διατάξουν κατάλληλα τις δυνάμεις
τους. Τέλος, οι προθεσμίες αυτές τέθηκαν από τον νομοθέτη για προφανείς πρακτικούς λόγους, ομαλής διεξαγωγής της εκλογικής διαδικασίας. Όσο είναι εύλογο να έ-
χουν τόσο οι εκλόγιμοι κατάλληλο χρόνο για να προετοιμάσουν το πολιτικό τους
πρόγραμμα, να το διαδώσουν και να καταθέσουν την υποψηφιότητα τους όσο και οι
-3.φύλλο της υπ' αριθυ. ...<?.#./2014 αποφάσεως του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Ευρυτανίας
εκλογείς για να ετοιμαστούν για την ώρα της κάλπης, άλλο τόσο είναι αναμφισβήτητο
ότι απαιτείται εύλογος χρόνος στις δημόσιες αρχές που εμπλέκονται στην προετοιμασία, οργάνωση και διεξαγωγή της εκλογικής διαδικασίας να εργαστούν κατάλληλα
για να τη φέρουν σε πέρας αποτελεσματικά και νομότυπα. Η εκλογική δε διαδικασία
Α
είναι οργανωμένη κατά στάδια, που εξυπηρετούν όπως προειπώθηκε και άλλους
σκοπούς, παράλληλα όμως αυτά τίθενται για να δυνηθεί το κάθε δημόσιο όργανο να
ασκήσει απρόσκοπτα την αρμοδιότητα του. Είναι δε προφανές ότι κάθε διατάραξη
Ε
αυτής της νομοθετημένης κανονικότητας οδηγεί σε δυσλειτουργίες των δημοσίων
υπηρεσιών, που μπορούν να προκαλέσουν τόσο αναστάτωση στη διενέργεια των
Ν
εκλογών όσο ακόμα και ματαίωση ή αδυναμία διεξαγωγής τους.
V) Αναφορικά δε με τον προβαλλόμενο δια της αιτήσεως λόγο ότι η εκ του
νόμου επιβολή του απαραδέκτου της δηλώσεως ένεκα μη εμπρόθεσμης υποβολής
της εν λόγω υπευθύνου δηλώσεως ως κύρωση για τη μη τήρηση των προϋποθέσε-
υτ
αν
ικ
ά
ων της εκλογικής νομοθεσίας για τους υποψηφίους συνιστά παραβίαση της αρχής
της αναλογικότητας, λεκτέα τα εξής: οι κάθε είδους περιορισμοί που μπορούν κατά το
Σύνταγμα να επιβληθούν στα δικαιώματα αυτά πρέπει να προβλέπονται είτε απευ-
θείας από το Σύνταγμα είτε από το νόμο, εφόσον υπάρχει επιφύλαξη υπέρ αυτού και
να σέβονται την αρχή της αναλογικότητας. Συνεπώς, αποδέκτης της επιταγής για σεβασμό της αρχής της αναλογικότητας είναι ο κοινός νομοθέτης που θεσπίζει περιορι-
σμό ατομικών δικαιωμάτων με νόμο, σύμφωνα με την υπέρ αυτού συνταγματική επιφύλαξη, σε αντιδιαστολή με το δικαστή, ο οποίος απλώς οφείλει να ελέγχει αν η αρχή
αυτή έχει τηρηθεί και, σε αποφατική περίπτωση, να αρνείται την εφαρμογή του νόμου
ως αντισυνταγματικού (ΟλΑΠ 6/2009). Η εν λόγω αρχή, η οποία κατατείνει στην εκλογίκευση των επαχθών παρεμβάσεων της κρατικής εξουσίας στα ατομικά και κοι-
νωνικά δικαιώματα του ανθρώπου και του πολίτη, παραβιάζεται όταν η συγκεκριμένη
κρατική παρέμβαση δεν είναι α) πρόσφορη για την επίτευξη του σκοπού που επιδιώ-
Ε
υρ
κεται με αυτήν, β) αναγκαία για την επίτευξη του εν λόγω σκοπού, με την έννοια ότι
το αυτό αποτέλεσμα δεν μπορεί να επιτευχθεί με ένα ανώδυνο ή ηπιότερο μέσο και
γ) αναλογική εν στενή έννοια, δηλαδή να τελεί σε εσωτερική αλληλουχία προς τον
επιδιωκόμενο σκοπό, ώστε η αναμενόμενη ωφέλεια να μην είναι ποιοτικά και ποσοτικά κατώτερη από τη βλάβη που προκαλείται (ΟλΑΠ 6/2013, ΟλΑΠ 5/2013, ΟλΑΠ
271/2008). Προκειμένου δε το Δικαστήριο να εξετάσει τη συμφωνία της επίμαχης διάταξης με την συνταγματικώς προβλεπόμενη αρχή της αναλογικότητας (άρθρο 25
παρ. 1Σ) οφείλει να προβεί σε έλεγχο ενός εκάστου των κριτηρίων της, υπό την έννοια ότι ο δικανικός συλλογισμός διαμορφώνεται κατά τρόπον ώστε να ακολουθεί μια
σειρά από βαθμίδες αυξανόμενης έντασης του ελέγχου επί του περιοριστικού μέτρου.
Εξετάζεται, καταρχάς, εάν το μέτρο που τάσσεται από τον νομοθέτη για την εξυπηρέ-
17
τηση σκοπού δημοσίου συμφέροντος είναι πράγματι κατάλληλο (ή πρόσφορο) για
την επίτευξη του εν λόγω σκοπού. Η προσφορότητα του επιλεγόμενου περιοριστικού
μέτρου αναδεικνύεται, εφόσον, βεβαίως, αυτό είναι κατάλληλο, ενδεδειγμένο και αποτελεσματικό, σε σχέση προς το σκοπό για τον οποίο θεσπίζεται. Κατάλληλο, λοιπόν,
είναι ένα μέτρο όταν καθιστά δυνατή την αποτελεσματική επίτευξη του επιδιωκομένου
Α
σκοπού. Στην προκειμένη περίπτωση, ο νομοθέτης καθιερώνει απαράδεκτο της δήλωσης υποψηφιότητας του συνδυασμού, που επιθυμεί τη συμμετοχή του στις αυτο-
Ν
Ε
διοικητικές εκλογές, όταν ελλείπει μία από τις τιθέμενες στις διατάξεις του προϋποθέσεις. Μεταξύ αυτών, απαιτείται και η προσκόμιση ενώπιον του Πρωτοδικείου υπεύθυνων δηλώσεων των υποψηφίων, στις οποίες να βεβαιώνεται η μη ύπαρξη στο
πρόσωπο ενός εκάστου εξ αυτών κωλυμάτων εκλογιμότητας. Με τον τρόπο αυτό ο
νομοθέτης, εξασφαλίζει την ανόθευτη άσκηση του εκλογικού δικαιώματος, δεδομένου
ότι ανευρίσκει πρόσφορο τρόπο για να αποκλείσει από τη διαδικασία τα πρόσωπα
υτ
αν
ικ
ά
εκείνα που δεν πληρούν τους όρους του νόμου. Καθώς, λοιπόν, ο σκοπός δημοσίου
συμφέροντος, τον οποίο αξιώνει να προστατεύσει με τη ρύθμιση του αυτή είναι σα-
φώς η προστασία του εκλογικού δικαιώματος και η διασφάλιση της δημοκρατικής αρχής, επιλέγει να αποκλείσει τους υποψηφίους που με τις ιδιότητες τους επιχειρούν να
θεωρήθηκε
Ο Εισηγητής
την νοθεύσουν. Πράγματι, με τον τρόπο αυτό εξασφαλίζεται η συμμετοχή μόνον ό-
σων υποψηφίων φέρουν τα προσόντα εκλογιμότητας και δεν κινδυνεύουν εκ των
υστέρων να αποκλειστούν στον έλεγχο ενώπιον των διοικητικών δικαστηρίων. Παρέ-
χεται, έτσι, η δυνατότητα στους εκλογείς να γνωρίζουν σε έγκαιρο χρονικό διάστημα
πριν τη διεξαγωγή των εκλογών τους υποψήφιους συμβούλους και να έχουν όλες τις
απαραίτητες πληροφορίες, ώστε να ασκήσουν το δικαίωμα του εκλέγειν υπεύθυνα
και με ηρεμία. Τυχόν δε ανατροπές στην ανακήρυξη των υποψήφιων συνδυασμών
σε αυτό το χρονικό διάστημα μονάχα σύγχυση, αναταραχή και αποπροσανατολισμό
μπορούν να προκαλέσουν στους εκλογείς σε αυτό το στάδιο της διαδικασίας. Σε αυ-
Ε
υρ
τό, εξάλλου, συνίσταται και η νομοθετική επιλογή της κατάργησης των ενστάσεων
μετά την ανακήρυξη των υποψήφιων συνδυασμών και ο περιορισμός της άσκησης
των ενδίκων αυτών βοηθημάτων σε χρόνο μεταγενέστερο των εκλογών, ήτοι στη δια-
τήρηση της ευταξίας και της όσο το δυνατόν απρόσκοπτης άσκησης του δικαιώματος
του εκλέγειν. Περαιτέρω, ελέγχεται από το Δικαστήριο εάν το μέτρο είναι αναγκαίο,
δηλαδή εξετάζεται μήπως υπάρχει άλλο, εξίσου κατάλληλο αλλά ηπιότερο μέτρο για
την επίτευξη του προστατευόμενου σκοπού δημοσίου συμφέροντος. Πρέπει, λοιπόν,
ο περιορισμός θεμελιωδών ατομικών δικαιωμάτων να μπορεί να δικαιολογηθεί από
την απόλυτη αναγκαιότητα της λήψης του μέτρου, σε τρόπο ώστε ο νομοθέτης να
μην διαθέτει προς επιλογή έτερο, ισάξιο ως προς το αποτέλεσμα μέσο για την προά-
σπιση του δημόσιου συμφέροντος, το οποίο ενδεχομένως, να επέφερε λιγότερο
18
ί^
-/Ο.ίρύλλο τικ υπ' αριθυ. ...#<#./2014 αποφάσεως του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Ευουτανίαο
δραστικό περιορισμό σε βάρος των ατομικών δικαιωμάτων. Εν προκειμένω, ο νομοθέτης δεν διαθέτει άλλο τρόπο για να ελέγξει τη συνδρομή των προσόντων εκλογιμότητας στο πρόσωπο των υποψηφίων παρά μόνο με τη προσκόμιση των υπεύθυνων
αυτών δηλώσεων, περιοριζόμενος στη βεβαίωση των στοιχείων αυτών από τους υπογράφοντες υποψηφίους, γεγονός που τις καθιστά όχι τυπική, όπως εσφαλμένα
Α
ισχυρίζονται οι αιτούντες, αλλά καθόλα ουσιαστική προϋπόθεση, ως προελέχθη. Οι
σχετικές δηλώσεις των υποψηφίων αποτελούν απόκριση στην μικρότερη αξίωση που
Ν
Ε
μπορεί να εγείρει ο νομοθέτης έναντι των σχετικών κωλυμάτων, αντί δηλαδή της
προσκομιδής επίσημων βεβαιώσεων έλλειψης ενός εκάστου κωλύματος. Έτσι ενεργώντας, ο νομοθέτης, ορθά θέτει ως νομική συνέπεια της παράλειψης το απαράδεκτο
της δήλωσης του υποψηφίου, αφού διαφορετικά θα καταστρατηγούνταν κάθε έννοια
ελέγχου και διαγνωστικής κρίσης επί της συνδρομής των προϋποθέσεων της εκλογικής νομοθεσίας από το καθόλα προς τούτο αρμόδιο όργανο, δηλαδή το Πρωτοδικείο
υτ
αν
ικ
ά
και θα περιοριζόταν αυτό σε μία απλή γραφειοκρατική και διαπιστωτική συγκέντρωση
των δικαιολογητικών. Εάν αυτή ήταν η βούληση του εκλογικού νομοθέτη, τότε θα ανέθετε τη διαδικασία ανακήρυξης των συνδυασμών σε διοικητικά όργανα χωρίς αποφασιστική αρμοδιότητα. Την αναθέτει όμως στα δικαστήρια ακριβώς επειδή επιδιώκει
και επιθυμεί τη δικαιοδοτική και όχι διαπιστωτική δικανική τους κρίση επί της τήρησης
των τιθέμενων προϋποθέσεων. Εξάλλου, η κύρωση αυτή του απαραδέκτου είναι α-
ναγκαία και για τον πρόσθετο λόγο της προστασίας του δικαιώματος του εκλέγεσθαι,
δεδομένου ότι προστατεύει τους λοιπούς ανακηρυχθέντες συνδυασμούς από τη
συμμετοχή τους σε έναν εκλογικό αγώνα με αντίπαλους υποψηφίους που στην ουσία
δεν φέρουν τα προσόντα εκλογιμότητας και παρότι συμμετείχαν στην εκλογική διαδι-
κασία εν τούτοις εν συνεχεία θα αποκλειστούν από το αρμόδιο Διοικητικό πρωτοδικείο λόγω της ύπαρξης κωλυμάτων στο πρόσωπο τους. Τούτων λεχθέντων, καθίστα-
ται σαφές ότι η έκταση του περιορισμού αυτού (δηλαδή της επιβολής απαραδέκτου
Ε
υρ
στην περίπτωση πλημμελούς υποβολής των απαιτούμενων υπεύθυνων δηλώσεων
των υποψηφίων) και συνεπώς, η θυσία του δικαιώματος δεν είναι μεγαλύτερη από
όσο δικαιολογεί και επιβάλλει η ανάγκη εξυπηρέτησης του υπερκείμενου σκοπού,
εδώ της προστασίας των δικαιωμάτων εκλέγειν και εκλέγεσθαι και της ομαλής διεξα-
γωγής των εκλογών. Με την επιλογή του μέτρου αυτού, ο εκλογικός νομοθέτης επιτυγχάνει μια εύλογη ισορροπία ανάμεσα στο γενικό συμφέρον προστασίας της δημοκρατικής κοινωνίας ως συνόλου αφενός και στην ανάγκη προστασίας των θεμελιωδών δικαιωμάτων του ατόμου αφετέρου. Τέλος, ελέγχεται εάν το μέτρο είναι υπερβο-
λικά επαχθές ως προς τις συνέπειες του έναντι των ευεργετικών αποτελεσμάτων που
θα έχει η επίτευξη του επιδιωκόμενου σκοπού (εν στενή έννοια αναλογικότητα) που
σημαίνει ότι η βλάβη που προκαλείται από το μέτρο αυτό πρέπει να είναι ποιοτικά και
19
ποσοτικά κατώτερη, ή έστω, ανάλογη, ποτέ όμως βαρύτερη σε σχέση με το επιδιωκόμενο όφελος. Πράγματι, στην προκειμένη περίπτωση, η βλάβη των υποψηφίων
που αποκλείστηκαν, κατ' ουσίαν δηλαδή η στέρηση της δυνατότητας
συμμετοχής
τους στην εκλογική διαδικασία δεν υπερβαίνει τον προστατευόμενο σκοπό δημοσίου
συμφέροντος, δηλαδή την προστασία των δικαιωμάτων εκλέγειν και εκλέγεσθαι αλλά
Α
και της πιστής τήρησης της εκλογικής νομοθεσίας, η οποία διαρθρώνεται σε στάδια,
συνεχόμενα στενά μεταξύ τους, σε τρόπο ώστε η νομιμότητα του ενός να εξαρτάται
Ν
Ε
από αυτήν του σταδίου που προηγήθηκε. Τυχόν, λοιπόν, ανατροπή της απόφασης
ανακήρυξης των υποψηφίων σε αυτό το στάδιο θα διατάραζε την ισορροπία και τη
συνέχεια και της λοιπής διαδικασίας, όπως αυτή καταστρώνεται στο νόμο, δεδομένου
ότι τα σχετικά στοιχεία έχουν ήδη αποσταλεί στο αρμόδιο υπουργείο και έχει ξεκινήθεωρήθηκε
Ο Εκ
σει η επεξεργασία τους. Κατ1 ακολουθίαν των ανωτέρω, η προβλεπόμενη από το νόμο κύρωση του απαραδέκτου της δηλώσεως υποψηφιότητας ένεκα της μη υποβολής
Κ-ΒίΛτσης
υτ
αν
ικ
ά
υπεύθυνης δήλωσης περί μη συνδρομής των κωλυμάτων του άρθρου 14 του Ν.
3852/2010, κινείται εντός των ορίων που χαράσσει η αρχή της αναλογικότητας, κατά
το κριτήριο της εν στενή έννοια αναλογικότητας και υπάρχει εύλογη σχέση μεταξύ του
επιδιωκόμενου σκοπού και της θεσπιζόμενης επιβάρυνσης και ως εκ τούτου η ανωτέρω διάταξη δεν αντίκειται στο άρθρο 25 παρ. 1 του Συντάγματος.
VI) Κατόπιν τούτων, η αίτηση πρέπει να απορριφθεί ως μη νόμιμη.
ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ
ΔΙΚΑΖΟΝΤΑΣ με την παρουσία των αιτούντων και του παρεμβαίνοντος.
ΑΠΟΡΡΙΠΤΕΙ την αίτηση.
Κρίθηκε και αποφασίσθηκε στο Καρπενήσι στις 06.05.2014 και δημοσιεύθηκε
υρ
στο ακροατήριο του Δικαστηρίου τούτου στις 09.05.2014 χωρίς να είναι παρόντες οι
διάδικοι και οι πληρεξούσιοι δικηγόροι τους.
Ο ΠΡΟΕΔΡΟΣ
Ε
Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ
20