ΗΑΝΝΕΖΑ ΓΕΝΝΗΘΗΚΕ ΤΟ 1900, στο Αϊδίνι της Μικράς Ασίας, μια

ΖΩΗ ΜΟΥ, ΕΣΥ...
1
Η ΑΝΝΕΖΑ ΓΕΝΝΗΘΗΚΕ ΤΟ 1900, στο Αϊδίνι της Μικράς Ασίας, μια
πόλη χτισμένη στην εύφορη κοιλάδα του Μαίανδρου ποταμού,
γύρω στα εβδομήντα χιλιόμετρα νοτιοανατολικά της Σμύρνης.
Ήρθε στον κόσμο μια κρύα νύχτα του Νοέμβρη, ένα μικρο­
σκοπικό και μάλλον καχεκτικό μωρό, αφού ένα μεγάλο μέρος
από τη θέση που δικαιούνταν στην κοιλιά της μάνας της την
είχε καταλάβει ο δίδυμος αδερφός της. Άννα τη βάφτισαν, αλ­
λά ο πατέρας της, που είχε αδυναμία σε κάθε στερνοπούλι του
–μια αδυναμία που ποτέ δεν αναίρεσε και γι’ αυτό λάτρευε εξί­
σου όλα του τα παιδιά–, τη φώναζε χαϊδευτικά Αννέζα.
Όμως είχε και δύο παρατσούκλια, τα οποία χρησιμοποιού­
σε μόνο η γιαγιά της. «Σαββατογεννημένη», επειδή είχε γεννη­
θεί λίγο πριν από τα μεσάνυχτα του Σαββάτου και «αδερφοφά­
γος», επειδή μόλις βγήκε από την κοιλιά της μάνας της το προ­
σωπάκι της ήταν καλυμμένο με την εμβρυακή μεμβράνη. Σύμ­
φωνα με τις προλήψεις του τόπου και της εποχής, το μωρό που
γεννιόταν με μια τέτοια προσωπίδα «έτρωγε» όλα τα αδέρφια
του που έμελλε να γεννηθούν.
11
ΜΑΡΙΑ ΚΩΝΣΤΑΝΤΟΥΡΟΥ
Σύμπτωση, βέβαια, όμως ο δίδυμος αδερφός της δεν κατά­
φερε να επιβιώσει μετά το δεύτερο μήνα της ζωής του. Αλλά
και τις τρεις επόμενες φορές που έμεινε έγκυος η μάνα της απέ­
βαλε ξαφνικά και χωρίς προφανή λόγο.
Όχι πως έλειπαν τα παιδιά στη Γραμματικώ και τον Κων­
σταντή, τον άντρα της... Παντρεμένη από τα δεκαπέντε της,
πριν από την Αννέζα είχε αποκτήσει άλλα δώδεκα, δυο φορές
ακόμα δίδυμα και τα άλλα οχτώ κάθε ενάμιση με δύο χρόνια.
Ωστόσο, οι μετέπειτα αποβολές της θύμωσαν τη γιαγιά –τη
μητέρα του Κωνσταντή– και πείσμωσαν την ίδια, η οποία το
έβαλε σκοπό να νικήσει την «κατάρα» και να κάνει κι άλλες
γέννες.
Ακολουθώντας το έθιμο, γιαγιά και μάνα άρπαξαν μια μέ­
ρα την πεντάχρονη «αδερφοφάγο» και την έχωσαν στον ξυλό­
φουρνο. Κάνοντας πως θα έβαζαν φωτιά στα ξύλα για να την
κάψουν, τη ρωτούσαν: «Τα τρως τα παιδιά;»
«Τα τρώω», απαντούσε η Αννέζα, χωρίς να πολυκαταλαβαί­
νει τι τη ρωτούσαν και τι είδους απάντηση περίμεναν να τους
δώσει. Μόλις, όμως, είδε το δαδί να πλησιάζει στα ξερά ξύλα,
ο φόβος την έκανε να σκεφτεί καλύτερα και να αλλάξει γνώ­
μη: «Όχι, δεν τα τρώω!»
Κι έτσι εξαλείφθηκε το κακό. Σύντομα γεννήθηκε η μικρή
Σμαράγδα και δύο χρόνια αργότερα ο Αργύρης.
Η ζωή τους κυλούσε ήρεμα και ευτυχισμένα. Το Αϊδίνι ήταν
μια πλούσια πόλη με κατοίκους λιγοστούς Εβραίους και Ευρω­
12
ΖΩΗ ΜΟΥ, ΕΣΥ...
παίους, αρκετούς Έλληνες και πολλούς Τούρκους. Ωστόσο,
όλοι ζούσαν ειρηνικά και αρμονικά, σεβόμενοι τη ζωή, την αξι­
οπρέπεια και τα έθιμα των υπολοίπων. Στην περιοχή ανθούσε
το εμπόριο, το οποίο ήταν μονοπώλιο των Ελλήνων και ελάχι­
στων Εβραίων και Αρμένιων. Οι υπόλοιποι κάτοικοι δούλευαν
στα χωράφια, τους μύλους, τα εκκοκκιστήρια, τα εργοστάσια
ή σε κρατικές υπηρεσίες.
Ο Κωνσταντής είχε δικό του βυρσοδεψείο, με αρκετούς Έλ­
ληνες και Τούρκους εργάτες και πάρα πολλούς πελάτες. Η οι­
κογένειά του ανήκε στις εύπορες οικογένειες της πόλης και το
σπίτι του ήταν ένα από τα καλύτερα αρχοντικά.
Οι δυο μεγαλύτεροι γιοι του –τα πρώτα δίδυμα– είχαν
ήδη παντρευτεί και είχαν δημιουργήσει τις δικές τους φαμί­
λιες. Το ίδιο και οι τρεις μεγάλες κόρες του. Η Γραμματικώ
ασχολιόταν με το νοικοκυριό της και τα υπόλοιπα δέκα παι­
διά.
Το Αϊδίνι ήταν για τους μεγάλους ένας επίγειος παράδεισος
και για τους μικρούς ένας παραμυθένιος τόπος. Οι άνθρωποι
σηκώνονταν με κέφι κάθε μέρα για να πάνε στις δουλειές τους
και γύριζαν στα κονάκια τους το σούρουπο, ευδιάθετοι και ανυ­
πόμονοι για γλέντι.
Συνήθως μαζεύονταν φιλικές παρέες σε κάποιο σπίτι, όπου
έπιναν το ούζο ή το κρασί τους, έτρωγαν τα πικάντικα μεζεδά­
κια που είχε ετοιμάσει η χρυσοχέρα οικοδέσποινα και συζη­
τούσαν για πολιτικά και κοινωνικά θέματα. Αργότερα έπιαναν
το τραγούδι και το χορό. Σχεδόν όλα τα πλούσια σπίτια που εί­
χαν κορίτσια διέθεταν οπωσδήποτε και πιάνο, γι’ αυτό ήταν
13
ΜΑΡΙΑ ΚΩΝΣΤΑΝΤΟΥΡΟΥ
δύσκολο να μην κλείσει μια βραδιά με κάμποσες μελωδίες. Τα
παιδιά συνήθως αποτραβιόντουσαν στο δικό τους χώρο και χά­
νονταν στο παιχνίδι.
Οι μεγαλύτερες βεγγέρες γίνονταν στις σημαντικές θρη­
σκευτικές γιορτές – Χριστούγεννα, Πρωτοχρονιά, Φώτα, Πά­
σχα. Το γλέντι ξεκινούσε από τις μέρες της προετοιμασίας. Αρ­
χικά τρίβονταν όλα τα μπακιρένια σκεύη και τα ασημένια σερ­
βίτσια, μέχρι να αποκτήσουν εκτυφλωτική λάμψη. Έπειτα γυα­
λίζονταν τα πατώματα με αλισίβα και βρομούσα.* Επιπλέον,
καθαρίζονταν και ασβεστώνονταν οι αυλές.
Στα μεγάλα, εύπορα σπίτια όλα αυτά τα φρόντιζαν οι υπη­
ρέτριες. Οι νοικοκυρές, εκτός από τις πιο ελαφριές δουλειές,
ασχολούνταν με τα απαραίτητα ψώνια και την ετοιμασία των
γλυκών. Όσο πιο πολλά γλυκά υπήρχαν στο σπίτι, τόσο πιο κα­
λή νοικοκυρά θεωρούνταν η οικοδέσποινα.
Και οι υποχρεώσεις της καλής νοικοκυράς δεν περιορίζο­
νταν μόνο στις γιορτινές μέρες. Τη σωστή εποχή έφτιαχναν
πελτέ ντομάτας, τραχανά, σύκα γεμισμένα με καρύδια, και διά­
φορα άλλα τσερέζια και ροσόλια. Φρόντιζαν για το λάδι και το
βούτυρο της χρονιάς, καλλιεργούσαν τους κήπους τους και πε­
ριποιούνταν τα λουλούδια.
Σχεδόν καθημερινή τους υποχρέωση ήταν και το ζύμωμα
του ψωμιού. Οι φούρνοι πουλούσαν ως επί το πλείστον γλυκά
και έψηναν μόνο λίγες κουλούρες άρτου, επειδή οι γυναίκες θε­
ωρούσαν ντροπή να μην ξέρουν να ζυμώσουν.
* Κάτι ανάλογο με τη σημερινή χλωρίνη.
14
ΖΩΗ ΜΟΥ, ΕΣΥ...
Τα απογεύματα μαζεύονταν όλες, πότε στο σπίτι της μιας
και πότε στης άλλης, για να κεντήσουν, συζητώντας χαρούμε­
να, απολαμβάνοντας αρωματικό καφέ και δοκιμάζοντας τα
κουλούρια και τα μπισκότα που είχαν φτιάξει.
Η βασική υποχρέωση των παιδιών ήταν το σχολείο τους.
Πέρα από αυτό, ήταν ελεύθερα να παίζουν ξέγνοιαστα στις αυ­
λές, τους δρόμους ή σε φιλικά σπίτια. Χριστιανόπουλα και μω­
αμεθανόπουλα μαζί, ορθόδοξα και καθολικά.
Τα κορίτσια, βέβαια, όφειλαν να μάθουν κάποια βασικά
πράγματα για το νοικοκυριό, μαγειρική ζαχαροπλαστική και,
οπωσδήποτε, κέντημα. Αλλά κι αυτά γίνονταν υπό τη μορφή
διασκέδασης και όχι σαν αγγαρεία.
Τα αγόρια, πιο ελεύθερα και περισσότερο τολμηρά, μπο­
ρούσαν να ασχοληθούν με τα ζώα του σπιτιού ή να μάθουν να
οδηγούν τις άμαξες. Αυτοκίνητα είχαν μόνο οι πολύ πλούσιες
οικογένειες. Επίσης, κάποια αγόρια, μεταξύ των οποίων και οι
δύο αδερφοί της Αννέζας, είχαν γραφτεί στις ομάδες των προ­
σκόπων που είχαν οργανωθεί.
Η αρμονία στις σχέσεις τους, ο σεβασμός στα έθιμά τους
και η ευτυχισμένη ζωή που ζούσαν έκαναν τους ετερόκλητους
λαούς του Αϊδινίου να ζουν αγαπημένα και ειρηνικά. Οι χρι­
στιανοί ήξεραν πότε γιόρταζαν οι μωαμεθανοί το ραμαζάνι
τους και φρόντιζαν εκείνες τις μέρες να είναι ήσυχοι και δια­
κριτικοί, για να μην τους ενοχλούν. Αλλά και οι Τούρκοι σέβο­
νταν τις συνήθειες των Ελλήνων και υπήρξαν φορές που δοκί­
μασαν να τις ακολουθήσουν και οι ίδιοι.
Έτσι μεγάλωσαν η Αννέζα και τα αδέρφια της: ανέμελα, πο­
15
ΜΑΡΙΑ ΚΩΝΣΤΑΝΤΟΥΡΟΥ
λιτισμένα και ευτυχισμένα. Μέσα στο δικό της παράδεισο, ζώ­
ντας το δικό της παραμύθι.
Από την παρέα της είχε ξεχωρίσει τρία παιδιά και είχε αναπτύ­
ξει μαζί τους μια ιδιαίτερη σχέση. Η Ελένη, η καλύτερή της
φίλη, την είχε συγκινήσει με την εντυπωσιακή ομορφιά της και
τη σπάνια ευστροφία της. Τόσο στο σχολείο όσο και στα παι­
χνίδια, όλοι διέκριναν το πνεύμα της. Η Αννέζα χαιρόταν να
μιλάει μαζί της και στα παιδικά παιχνίδια τους επιδίωκε να
βρίσκεται πάντα στην ίδια ομάδα με κείνη. Ήταν η αρχηγός
της, το πρότυπό της.
Ο Ταλάτ ήταν ένα συνομήλικό της Τουρκόπουλο που την
είχε αγγίξει με την ευαισθησία και την καλοσύνη του. Ο πατέ­
ρας του ήταν συνεργάτης και φίλος με τον δικό της κι έτσι οι
δύο οικογένειες βρίσκονταν αρκετά συχνά, πράγμα που διευ­
κόλυνε την καλλιέργεια της φιλίας τους.
Αυτό που είχε κάνει τη μεγαλύτερη εντύπωση στη μικρή Αν­
νέζα από τις συναντήσεις τους ήταν το γεγονός πως έβλεπε τον
πατέρα της να καπνίζει ναργιλέ, κάτι που δεν έκανε ποτέ στο
σπίτι τους. Τη γοήτευε αυτή η κρυστάλλινη φιάλη με τη βελού­
δινη λαβή και το μεγάλο κεχριμπαρένιο μαρκούτσι.* Της άρε­
σε να βλέπει τα κάρβουνα να καίγονται στον κοντό λουλά και
το τουμπεκί να καπνίζει. Τη μάγευαν οι μπουρμπουλήθρες
του καπνού, καθώς περνούσαν μέσα από το νερό και τα αση­
* Η δερμάτινη καπνοσύριγγα του ναργιλέ.
16
ΖΩΗ ΜΟΥ, ΕΣΥ...
μένια επιστόμια που γυάλιζαν στα χείλη των δύο αντρών.
Μια τέτοια βραδιά ήταν που συνειδητοποίησε για πρώτη
φορά την τρυφερή καρδιά του παιδικού της φίλου. Η γιαγιά
του Ταλάτ, για να απομακρύνει τα παιδιά από την παρέα των
μεγάλων, τα παρέσερνε στην άκρη του δωματίου για να τους
διηγηθεί κάποιο μασάλι.* «Κασάλ μασάλ ματίτας...»** άρχιζε
πάντα και συνέχιζε στη γλώσσα της, μιας και δεν ήξερε να μι­
λήσει ελληνικά.
Κι όμως, η Αννέζα μαγευόταν από το εκάστοτε παραμύθι,
παρόλο που δεν καταλάβαινε σχεδόν τίποτα. Ήταν ο τόνος της
φωνής της γριάς και οι εκφράσεις στα πρόσωπα, το δικό της
και του εγγονού της, που τη σαγήνευαν.
Μια φορά είδε τον Ταλάτ να δακρύζει. Όταν τον ρώτησε
γιατί έκλαιγε, εκείνος της απάντησε: «Επειδή ο μουχτάρης***
σκότωσε τον άρρωστο γάιδαρο του φτωχού χωριάτη». «Μα εί­
ναι παραμύθι», διαμαρτυρήθηκε πολύ λογικά εκείνη. «Γίνονται
και στη ζωή», απάντησε ο Ταλάτ με μεγάλη σοβαρότητα. «Κι
εγώ λυπάμαι. Γιατί τα ζώα δεν έχουν σαν κι εμάς φωνή, όμως
έχουν ψυχή!»
Το τρίτο παιδί που την είχε συγκινήσει ήταν ο Μιλτιάδης,
τρία χρόνια μεγαλύτερός της, γιος του δάσκαλου. Αυτός είχε αγ­
γίξει την καρδιά της με έναν τελείως διαφορετικό τρόπο. Διέ­
θετε τα τρία βασικά γνωρίσματα των άλλων δύο –ομορφιά, εξυ­
* Παραμύθι.
** Αντίστοιχο του «κόκκινη κλωστή δεμένη...».
*** Τούρκος διοικητής ελληνορθόδοξου χωριού ή κοινότητας, συνήθως και τοπι­
κός δικαστής.
17
ΜΑΡΙΑ ΚΩΝΣΤΑΝΤΟΥΡΟΥ
πνάδα, ευαισθησία– και η Αννέζα ένιωθε μια παράξενη ταρα­
χή και ξεχωριστή χαρά κάθε φορά που βρισκόταν μαζί του. Με­
γαλώνοντας, οι δυο νέοι κυριεύτηκαν από δυνατό έρωτα που
τους οδήγησε σε έναν πρώιμο αρραβώνα.
Η ζωή στη Μικρά Ασία συνεχιζόταν με τους γνώριμους ρυθμούς
της. Τίποτα δεν άλλαξε, τουλάχιστον φαινομενικά. Παρότι ο
Πρώτος Παγκόσμιος Πόλεμος μαινόταν, όχι και τόσο μακριά όσο
πίστευαν, ο κόσμος εξακολουθούσε να εργάζεται και να διασκε­
δάζει, να χαίρεται και να λυπάται, να συζητά και να ονειρεύεται,
αγνοώντας πως η μοίρα του βρισκόταν στα χέρια άλλων.
Ποιοι και πόσοι είναι αυτοί που επιδιώκουν να αμαυρώσουν
την ανέφελη καθημερινότητά τους ασχολούμενοι με πολιτικές
σκοπιμότητες, διπλωματικά λάθη, αντικρουόμενα εθνικά συμ­
φέροντα ή προσωπικές φιλοδοξίες;
Αυτό που ενδιαφέρει περισσότερο τους ανθρώπους είναι να
διατηρήσουν ή να βελτιώσουν τον προσωπικό τους χώρο και
να αποφύγουν ή να επιδιώξουν –ανάλογα τον χαρακτήρα του
καθενός– να εμπλακούν σε πάθη, αδυναμίες, αρετές, φιλαν­
θρωπίες ή κερδοσκοπίες, φουρτούνες ή νηνεμίες. Αυτό που
αποζητούν είναι να καλοπιάσουν τη μοίρα τους, να δοκιμάσουν
ίσως τα όριά τους, να διεκδικήσουν και να κερδίσουν αυτά που
δικαιωματικά τους ανήκουν σε τούτη τη γη.
Γι’ αυτό αγνοούν, σκόπιμα ή ασυνείδητα, πως η τύχη των
λαών βρίσκεται στα χέρια κάποιων επιτήδειων και οι ίδιοι γί­
νονται συχνά πιόνια απάνθρωπων παιχνιδιών...
18
ΖΩΗ ΜΟΥ, ΕΣΥ...
2
ΚΑΙ ΕΝΩ ΣΤΗ ΜΙΚΡΑ ΑΣΙΑ εξακολουθούσε να βασιλεύει η ηρε­
μία και η αδερφοσύνη, στα μέσα του Πρώτου Παγκόσμιου, ο
Βενιζέλος αποφάσισε να εμπλέξει την Ελλάδα στον πόλεμο,
προκειμένου να εκμεταλλευτεί τη διαφαινόμενη νίκη των Συμ­
μάχων. Έτσι πίστευε ότι θα πραγματοποιούσε το όραμα της
Μεγάλης Ιδέας.
Στη Σμύρνη, το Αϊδίνι και τις άλλες μικρασιατικές πόλεις,
λίγοι ήταν εκείνοι που ανησύχησαν σοβαρά με την όλη κατά­
σταση. Οι περισσότεροι συνέχισαν την ανέμελη ζωή τους, πι­
στεύοντας πως κανένα κακό δε θα χτυπούσε την πόρτα τους
και τίποτα δε θα άλλαζε όλα όσα είχαν μάθει να θεωρούν δε­
δομένα. Κι αν κάποια φορά τύχαινε να ακούσουν για κάποιες
συμπλοκές που συνέβησαν σε γειτονικές περιοχές, τις θεωρού­
σαν ατυχή επεισόδια, δημιουργημένα από ζεβζέκηδες.*
* Επιπόλαιος, ατίθασος και άτακτος άνθρωπος.
19
ΜΑΡΙΑ ΚΩΝΣΤΑΝΤΟΥΡΟΥ
Σε λίγες μέρες έφτανε το Πάσχα. Τα παιδιά στους δρόμους
τραγουδούσαν: «Βάγια, Βάγια τω Βαγιώ, τρώμε ψάρι και κο­
λιό, και την άλλη Κυριακή τρώμε το παχύ αρνί».
Τη Μεγάλη Δευτέρα, ο Μιλτιάδης –όπως πρόσταζε το έθι­
μο– έστειλε στο σπίτι της αρραβωνιαστικιάς του ένα όμορφο
αρνί, στολισμένο με λευκές δαντέλες και άσπρα ανθάκια. Την
επόμενη μέρα έφερε κι ο Κωνσταντής άλλο ένα, μιας και η ήδη
πολυμελής οικογένειά του είχε μεγαλώσει κι άλλο με τους γα­
μπρούς, τις νύφες και τα εγγόνια του. Ο μικρότερος αδερφός
της Αννέζας, ο Αργύρης, του φόρεσε αμέσως ένα κολάρο, του
πέρασε ένα σκοινί, και το περιέφερε στο δρόμο κοντά στο σπί­
τι, όπως έκαναν όλα τα παιδιά.
Τη Μεγάλη Πέμπτη το πρωί, η Αννέζα σηκώθηκε νωρίς για
να βοηθήσει τη Γραμματικώ να βάψει τα αβγά και να ετοιμά­
σει τα λαζαράκια, ένα είδος ψωμιού πλασμένο σε σχήμα κού­
κλας, που στη ζύμη πρόσθεταν λίγη ζάχαρη και μαστίχα. Με
αυτά ξεγελούσαν τα παιδιά που δεν έπρεπε να φάνε γαλακτο­
κομικά όλη τη Μεγάλη Εβδομάδα.
Η Μεγάλη Παρασκευή ξεκινούσε με μελαγχολία, η οποία
έφτανε στο αποκορύφωμά της για τα παιδιά όταν ακουγόταν
από το δρόμο η φωνή του σφαγέα: «Αρνιά για σφάξιμο! Προ­
βιές για πούλημα!» Τότε έτρεχαν κλαίγοντας να κρυφτούν για
να μη δουν να τους παίρνουν τα αθώα αρνάκια που περιποιό­
ντουσαν και έπαιζαν μαζί τους τόσες μέρες.
Ακόμα κι ο Ταλάτ, που είχε γίνει πια δεκαεννιά χρόνων,
έκλεινε τα αφτιά και τα μάτια, για να μη βιώσει αυτές τις σφα­
γές. Κάθε χρόνο τέτοια εποχή ρωτούσε την Ελληνίδα φίλη του
20
ΖΩΗ ΜΟΥ, ΕΣΥ...
πώς γινόταν ένας πολιτισμένος λαός σαν το δικό της να διατη­
ρεί τέτοια βάρβαρα έθιμα.
Η Αννέζα, φορώντας με καμάρι τη βεργέτα* της, πέρασε το
Πάσχα σύμφωνα με τις παραδόσεις των Ελλήνων. Ωστόσο, το
συγκεκριμένο του 1919 αισθανόταν μια πρωτόγνωρη θλίψη
που άγγιζε τα όρια της δυστυχίας. Ο Μιλτιάδης, ο καλός της,
την επόμενη βδομάδα θα έφευγε για να υπηρετήσει στον ελλη­
νικό στρατό.
Όσο κι αν η στρατιωτική θητεία ήταν αναμενόμενη και
αναπόφευκτη, η ερωτευμένη κοριτσίστικη καρδιά της αδυνα­
τούσε να την αποδεχτεί έτσι εύκολα. Η Αννέζα πονούσε που
ήταν αναγκασμένη να αποχωριστεί τον αγαπημένο της και θα
στερούνταν τη ζεστή αγκαλιά και τα παθιασμένα φιλιά του. Η
ζωή της μακριά του της φαινόταν άδεια και η καθημερινότη­
τά της ανούσια. Και ο γυρισμός του, που θα προανήγγειλε το
γάμο τους, απίστευτα μακρινός.
Το τελευταίο απόγευμα πριν από τη μέρα που θα έφευγε,
όρισαν το αποχαιρετιστήριο ραντεβού τους. Η Αννέζα περιποι­
ήθηκε ιδιαίτερα τον εαυτό της εκείνη τη μέρα, αν και παρέλει­
ψε σκόπιμα κάποιες μικρές λεπτομέρειες. Πλύθηκε, λούστηκε
και διάλεξε το πιο όμορφο απογευματινό της φουστάνι, ωστό­
σο, αμέλησε να φορέσει κορσέ και τουρνέ.**
Τα χέρια της έτρεμαν ελαφρά καθώς χτένιζε τα λαμπερά
μαλλιά της. Αισθανόταν ανυπομονησία, ντροπή και φόβο για
* Βέρα.
** Μικρό μαξιλαράκι που συνήθιζαν να φορούν οι αδύνατες γυναίκες για να κά­
νει πιο πεταχτό το πίσω μέρος του κορμιού τους.
21
ΜΑΡΙΑ ΚΩΝΣΤΑΝΤΟΥΡΟΥ
την απόφαση που είχε πάρει. Σήμερα θα άφηνε τον Μιλτιάδη
να φτάσει μέχρι το τέλος. Θα του χάριζε ό,τι πιο πολύτιμο εί­
χε. Ένιωθε την ανάγκη να κρατήσει από κείνον την πιο συγκλο­
νιστική ανάμνηση και να του δώσει σαν φυλαχτό τη μεγαλύτε­
ρη απόδειξη της αγάπης της. Το ερωτικό τους σμίξιμο, πί­
στευε, θα κρατούσε αναπόσπαστα δεμένο τον ένα με τον άλλο
και τίποτα δε θα μπορούσε να τους χωρίσει. Ούτε ο στρατός
ούτε η απόσταση ούτε ο χρόνος.
Αφού έκαναν μια βόλτα στον εμπορικό δρόμο του χωριού, πλά­
θοντας όνειρα για το υπέροχο μέλλον που ξανοιγόταν μπροστά
τους, κάθισαν στο ζαχαροπλαστείο της πλατείας, για να απο­
λαύσουν ένα από τα φημισμένα γλυκά του.
«Τρελαίνομαι όταν σκέφτομαι πως θα λείψεις για τόσο και­
ρό», αναστέναξε μελαγχολικά η Αννέζα. «Δεν ξέρω τι θα κάνω
τόσους μήνες μακριά σου».
«Θα φροντίσεις για τις προετοιμασίες του γάμου μας. Εσύ
θα τα οργανώσεις όλα. Όπως σου αρέσουν, όπως τα φαντάστη­
κες... Την τελετή, τη δεξίωση μετά, το γαμήλιο ταξίδι. Αλήθεια,
πού θα ήθελες να πάμε;»
Η κοπέλα σκέφτηκε για λίγο.
«Δε με νοιάζει! Αρκεί που θα είμαστε μαζί. Όπου θέλεις εσύ,
αγάπη μου!»
«Ωραία! Γιατί εγώ πάντα ήθελα να επισκεφτώ την Ελλάδα.
Ο πατέρας μου μου έχει περιγράψει υπέροχα τοπία και φιλό­
ξενους ανθρώπους. Διάσπαρτα νησιά σε καθάριες θάλασσες,
22
ΖΩΗ ΜΟΥ, ΕΣΥ...
καταπράσινους κάμπους και βουνά γεμάτα πυκνή βλάστηση.
Κάπως έτσι θα πρέπει να είναι ο Παράδεισος».
«Παράδεισος είναι εδώ που ζούμε», τον διέκοψε η Αννέζα,
«επειδή είμαστε μαζί, επειδή εδώ βρίσκονται οι δικοί μας άν­
θρωποι. Εδώ γράψαμε το παρελθόν και σχεδιάσαμε το μέλλον
μας. Δεν μπορώ να φανταστώ ότι θα ήμουν τόσο ευτυχισμένη
σε κανένα άλλο μέρος».
«Δε θα ήθελες να γνωρίσεις άλλους τόπους;» τη ρώτησε ο
Μιλτιάδης.
«Θα ήθελα να γνωρίσω όλο τον κόσμο», παραδέχτηκε εκεί­
νη. «Να μην αφήσω ανεξερεύνητο ούτε το πιο απόμακρο χω­
ριουδάκι του πλανήτη! Αρκεί να σ' έχω μαζί μου και να επι­
στρέφουμε πάντα εδώ. Στο δικό μας τόπο».
Σκέπασε το χέρι της με το δικό του και το έσφιξε ενθαρρυ­
ντικά.
«Λίγη υπομονή, γλυκιά μου, λίγη υπομονή ακόμα... Κι όταν
με το καλό γυρίσω, σου υπόσχομαι πως δε θα σ' αφήσω ποτέ
ξανά μόνη! Θα είμαι πάντα κοντά σου να σε φροντίζω. Να σου
κρατώ το χέρι και να σ' αγαπώ».
«Μπορούμε να πάμε στο σπίτι τώρα; Θέλω να σου δώσω κά­
τι, να το πάρεις μαζί σου για να μη με ξεχάσεις ποτέ! Ένα δώ­
ρο που θα σου θυμίζει ότι σ’ αγαπώ πολύ και θα σε περιμένω
πάντα», τον κοίταξε θαρρετά στα μάτια.
Έξω από το σπίτι του Μιλτιάδη, η Αννέζα κοντοστάθηκε.
Κοίταξε προσεκτικά τριγύρω, τον έπιασε από το χέρι και τον
τράβηξε προς την αποθήκη.
Οι μεντεσέδες έτριξαν μόλις η κοπέλα έσπρωξε τη βαριά
23
ΜΑΡΙΑ ΚΩΝΣΤΑΝΤΟΥΡΟΥ
πόρτα και χώθηκε στο μισοσκότεινο χώρο, παρασύροντας μα­
ζί της τον απορημένο αρραβωνιαστικό της.
Μόλις ασφάλισε την είσοδο με το μάνταλο, στράφηκε προς
το μέρος του με χαμηλωμένο βλέμμα.
«Θέλω να με κάνεις δική σου...» του ψιθύρισε ντροπαλά.
«Τώρα και για πάντα!»
«Αννέζα μου...» Ο Μιλτιάδης ξαφνιάστηκε με την τόλμη της.
Ήξερε πως τον αγαπούσε πολύ, αλλά δεν περίμενε ποτέ ότι θα
σκεφτόταν να του χαρίσει την αγνότητά της πριν από το γάμο
τους. Δεν υπήρχε λόγος να το κάνει... Εκείνος τη λάτρευε έτσι
κι αλλιώς! Τίποτα δεν μπορούσε να αλλάξει τα αισθήματά του.
Τίποτα δεν ήταν ικανό να τον κάνει να τη βγάλει από την καρ­
διά και το μυαλό του. «Αννέζα, δε χρειάζεται να...»
Σκέπασε τα χείλη του με τα δικά της και τύλιξε τα χέρια της
γύρω από το λαιμό του.
«Το χρειάζομαι εγώ, αγάπη μου», ψιθύρισε πάνω στο στό­
μα του. «Έχω ανάγκη να γίνω δική σου τώρα! Να σε νιώσω μέ­
σα μου και να σε κρατήσω εκεί για πάντα».
Η αισθησιακή βραχνάδα της φωνής της, το στήθος της που
παλλόταν δυνατά κάτω από το δαντελένιο της μπούστο, τα
ακροδάχτυλά της που σέρνονταν προκλητικά στην πλάτη του
έδιωξαν τους ενδοιασμούς του και φούντωσαν τον πόθο του.
Δεν μπορούσε να αντισταθεί άλλο!
Την έσφιξε στην αγκαλιά του και άρχισε να φιλά αχόρταγα
τα μαλλιά, το πρόσωπο, το λαιμό της. Τι απαλή και ευωδιαστή
που ήταν η σάρκα της! Τι καυτά τα χάδια και τα φιλιά της!
Τη σήκωσε στα χέρια του και την απίθωσε τρυφερά σ' ένα
24
ΖΩΗ ΜΟΥ, ΕΣΥ...
κοντινό σακί με στάρι. Απέμεινε για λίγο να κοιτάζει τις μπού­
κλες των μαλλιών της που ξεχύνονταν στο ξύλινο δάπεδο, τις
πλούσιες καμπύλες της που διαγράφονταν κάτω από το λεπτό
ύφασμα του φουστανιού της. Τα άλικα χείλη της που μισάνοι­
χτα τον καλούσαν.
Δεν ήταν ιεροσυλία αυτό που σκόπευε να κάνει. Την αγα­
πούσε περισσότερο κι από τη ζωή του και ήθελε να επισφρα­
γίσει τα αισθήματά τους. Να ξορκίσει το διάστημα που θα τους
κρατούσε χωρισμένους. Να οικοδομήσει σε πιο στέρεες βάσεις
τη σχέση τους.
Κι έτσι, εκείνο το ανοιξιάτικο βραδάκι, το ερωτευμένο ζευ­
γάρι έσμιξε με όλο του το πάθος μέσα στη μικρή αποθήκη. Οι
δυο νέοι πρωτογνώρισαν μαζί την ομορφιά του έρωτα, την ηδο­
νή της σάρκας, το πραγματικό άγγιγμα της ψυχής, αλλά και τη
γοητεία του απαγορευμένου.
Με τη συνθήκη του Μούδρου, που είχε υπογραφεί τον προη­
γούμενο Οκτώβρη, η Τουρκία ανακηρυσσόταν και επίσημα
ως ο μεγάλος χαμένος του Πρώτου Παγκοσμίου Πολέμου. Η
Οθωμανική Αυτοκρατορία χωρίστηκε σε ζώνες και διανεμή­
θηκε στους Συμμάχους. Η Ελλάδα πήρε τη ζώνη της Σμύρ­
νης.
Το Μάη του 1919, έπειτα από προτροπή της Αντάντ, ο ελ­
ληνικός στρατός αποβιβάστηκε στη Σμύρνη, για να τηρηθεί η
τάξη και να περιφρουρηθεί η ασφάλεια του πληθυσμού.
Οι Έλληνες υποδέχτηκαν τους στρατιώτες με ξέφρενους πα­
25