Otorhinolaryngologia head and neck surgery O f f i c i a l j o u r n a l o f t h e Pa n h e l l e n i c S o c i e t y o f O t o r h i n o l a r y n g o l o g y - H e a d a n d N e c k S u r g e r y τ ο π ε ρ ι ο δ ι κ ο ε χ ε ι τ η ν ε θ ν ι κ ή α ν α γ ν ώ ρ ι σ η τ ο υ υ π ο υ ρ γ ε ι ο υ υ γ ε ι α ς κ α ι κ ο ι ν ΩΝΙΚΗΣ Α λ λ η λ ε γ γ υ η ς April | May | June 2010 REVIEW ◗ Surgical management of common peripheral vestibular diseases (Sismanis A.) ORIGINAL ARTICLES ◗ Levels of immunoglobulins and complement in children with recurrent acute otitis media (Skoulakis Ch., Hajiioanou Jia., Bizakis Jo., Papadakis Ch., Neokleous Ch., Petinaki E.) ◗ App ropriate Antibiotics for Peritonsillar Abscess - A 9 month cohort (Kara N., Spinou C.) ◗M ultidimensional evaluation of voice via subjective, acoustic and electroglottographic analyses in patients with LPR (Pavlidou E., Printza A., Hirani P S., Triaridis S., Vital V., Epstein R.) ◗ Η σωστή ενημέρωση της κοινότητας μπορεί να μειώσει τον κίνδυνο εισρόφησης ξένου σώματος και την ανάγκη διενέργειας άκαμπτης βρογχοσκόπησης στα παιδιά (Βλαστός Ι., Καρατζάνης Α., Βελεγράκης Σ., Λαγουδιανάκης Γ., Χατζάκης Ν., Βελεγράκης Γ.) CASE REPORTS ◗ Δ ιαγνωστική και θεραπευτική σιαλενδοσκόπηση νεανικής υποτροπιάζουσας παρωτίτιδας: Αναφορά δύο περιστατικών (Τσακιροπούλου Ε., Μάλλιαρη Χ., Κωνσταντινίδης Ιορδ., Χατζηαβραμίδης Ά., Κωνσταντινίδης Ιω., Μεταξάς Σ.) ◗ Οξεία επιγλωττίτιδα σε ενήλικες: Περιγραφή τεσσάρων περιστατικών (Αλεξόπουλος ΙΚ., Πελτέκης Γ., Φραγκάκης Α., Παλάσκας Δ., Κοτσάνη Α., Κούτρας Χ., Μάργιος Α., Κυρμιζάκης Δ. Ε.) ◗ Ρινοεγκεφαλική μουκορμύκωση. Αναφορά περιστατικού (Μάλλης Α., Αλεξοπούλου Μ., Σταθάς Θ., Σταύρου Σ., Μαστρονικολής Ν., Ναξάκης Σ., Δημάκα Κ., Γκούμας Π.) Ω Τ Ο ΡΙΝΟ Λ Α ΡΥΓ Γ Ο Λ Ο Γ ΙΑ - ΧΕΙ ΡΟΥΡΓΙ ΚΗ ΚΕΦΑΛΗΣ & ΤΡΑΧΗΛΟΥ E ΠΙ Σ ΗΜ Η Τ ΡΙΜ Η ΝΙΑ ΙΑ ΕΚ Δ Ο ΣΗ Π ΕΡΙΟ ΔΙ ΚΟΥ ΠΑΝ ΕΛΛΗΝΙ ΑΣ ΕΤΑΙ ΡΕΙ ΑΣ ΩΤΟΡΙ ΝΟΛΑΡΥΓΓΟΛΟΓΙ ΑΣ ΧΕΙΡΟΥΡΓ ΙΚΗΣ ΚΕΦΑΛΗΣ ΚΑΙ ΤΡΑΧΗΛΟΥ Τεύχος 40 – Απρίλιος | Μά•ος | Ιούνιος 2010 www.hellasorl.gr 40 ΩΤΟΡΙΝΟΛΑΡΥΓΓΟΛΟΓΙΑ XEIΡΟΥΡΓΙΚΗ ΚΕΦΑΛΗΣ & ΤΡΑΧΗΛΟΥ ΙΔΙΟΚΤΗΣΙΑ ΠΑΝΕΛΛΗΝΙΑΣ ΕΤΑΙΡΕΙΑΣ ΩΤΟΡΙΝΟΛΑΡΥΓΓΟΛΟΓΙΑΣ ΧΕΙΡΟΥΡΓΙΚΗΣ ΚΕΦΑΛΗΣ ΚΑΙ ΤΡΑΧΗΛΟΥ Βελεστίνου 11, 115 23 Αμπελόκηποι, Αθήνα Τηλ./Fax: 210 6435141, E-mail: [email protected], http://www.hellasorl.gr ΔΙΟΙΚΗΤΙΚΟ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟ ΠΡΟΕΔΡΟΣ .................. Αθανασιάδης-Σισμάνης Αριστείδης ΑΝΤΙΠΡΟΕΔΡΟΣ............................ Παπαβασιλείου Αντώνιος ΓΕΝΙΚΟΣ ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ . ................ Μαραγκουδάκης Παύλος ΕΙΔΙΚΟΣ ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ ..................................... Κεσίδου Όλγα ΤΑΜΙΑΣ ................................................ Καμπέρος Αντώνιος ΜΕΛΗ . ......... Κωνσταντινίδης Ιορδάνης, Πάγκαλος Άρης, Παπαδάκης Χαρίτων, Κυρμιζάκης Διονύσιος συντακτικη επιτροπη ΕΚΔΟΤΕΣ Λοιμώξεις και Παλινδρόμηση:.................... Δ. ΑΣΗΜΑΚΟΠΟΥΛΟΣ Χειρουργική Κεφαλής και Τραχήλου:.................. Γ. βελεγρακης Εκπαίδευση και Διεθνή Θέματα:............................... Π. ΓΚΟΥΜΑΣ Ρινολογία:...................................................... Ι. ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΙΔΗΣ Λαρυγγολογία:.......................................................... Α. νικολαου Ωτολογία:.................................................. Α. ΣΙΣΜΑΝΗΣ, β. βιταλ ΜΕΛΗ Βαθυλάκης Ι., Γιωτάκης Ι., Δαβρής Σ., Δανιηλίδης Β., Καρατζάνης Α., Κουδουμνάκης Ε., Κυρμιζάκης Δ., Κωνσταντινίδης Ιορδ., Μάρκου Κ., Μαρουδιάς Ν., Μπαλατσούρας Δ., Μπιζάκης Ι., Νικολόπουλος Θ., Ξενέλης Ι., Παπαδάκης Χ., Παπασπύρου Σ., Σάνδρης Β., Σφήκας Θ., Τριαρίδης Σ. Eπιμέλεια έκδοσης Συντονισμός & διαφήμιση . ................................. EΛIZA APΦAPA Σελιδοποίηση........................................................... σοφια φιλου Eμπορικό Kέντρο ÒAIΘPIOÓ, Aγ. Kωνσταντίνου 40, 151 24, Mαρούσι - THΛ.: 210 6195994, FAX: 210 6195726 e-mail: [email protected] OTORHINOLARYNGOLOGΙΑ HEAD & NECK SURGERY PRO P E R T Y O F PANHELLENIC SOCIETY OF OTORHINOLARYNGOLOGY HEAD & NECK SURGERY 11 Velestinou str, 115 23, Abelokipoi, Athens Tel./Fax: 210 6435141, E-mail: [email protected], http://www.hellasorl.gr EDITORIAL BOARD ΕDITORS Infections & Reflux:................................... Αssimakopoulos d. Head & Neck Surgery Editor:............................... VELEGRAKIS G. Εducation & International Affairs:............................... GOUMAS P. Rhinology section Editor:.............................. CONSTANTINIDIS J. Laryngology section Editor:..................................... NIKOLAOU A. Otology section Editors:............................ SISMANIS Α., VITAL V. ΜΕmbers Bizakis j., Vathilakis Ι., Yiotakis J., Davris S., Danielides V., Karatzanis A., Koudoumnakis D., Kyrmizakis D., Konstantinidis I., Markou K., Maroudias N., Balatsouras D., Nikolopoulos T., Xenelis I., Papadakis C., Papaspyrou S., Sandris V., Sfikas T., Triaridis S. Μήνυμα Προέδρου Aγαπητοί συνάδελφοι, Η Πανελλήνια Ωτορινολαρυγγολογική Εταιρεία επικροτεί την επιβολή της απαγόρευσης του καπνίσματος σε δημόσιους χώρους, που ως γνωστό θα εφαρμοστεί από 1ης Σεπτεμβρίου 2010, και καλεί όλους τους συναδέλφους της ειδικότητας να υποστηρίξουν τα νέα αυτά μέτρα. Χωρίς καμία αμφιβολία η συμβολή των Ωτορινολαρυγγολόγων στην εξάλειψη της κοινωνικής αυτής μάστιγας στη χώρας μας μπορεί να είναι πολύ σημαντική. Είναι γνωστό, ότι πολλοί από του ασθενείς με καρκίνο στην ανώτερη αναπνευστική και πεπτική οδό (στόμα, φάρυγγα, λάρυγγα, οισοφάγο) έχουν επισκεφτεί κάποιον Ωτορινολαρυγγολόγο, αρκετά χρόνια πριν της ανάπτυξης του καρκίνου, για συμπτώματα ρινικής απόφραξης λόγω ρινίτιδας, βραχνάδας λόγω λαρυγγίτιδας, ή αλλοιώσεων του στοματικού βλεννογόνου (λευκοπλακία, ερυθροπλακία). Επομένως είναι επιτακτική ανάγκη για τον Ωτορινολαρυγγολόγο που αντιμετωπίζει μια τέτοια περίπτωση, αφ’ενός να ενημερώσει τον ασθενή σχετικά με τη σχέση του καπνίσματος και του προβλήματός του και αφ’ετέρου να του δώσει σαφείς οδηγίες για την άμεση διακοπή του (υποκατάστατα νικοτίνης, ιατρεία διακοπής καπνίσματος). Εάν αυτό δεν γίνει από τον θεράποντα ιατρό, πολλοί ασθενείς εθελοτυφλούν και συνεχίζουν την βλαπτική αυτή συνήθεια. Αυτό μάλιστα είναι πολύ χειρότερο όταν ο ίδιος ο ιατρός φέρει ενδείξεις ότι είναι καπνιστής, όπως: πακέτο τσιγάρων στη τσέπη της ιατρικής μπλούζας ή του πουκαμίσου του, κίτρινα δάκτυλα, και μυρωδιά καπνού. Υπενθυμίζεται στους συναδέλφους, ότι τα Μέσα Μαζικής Ενημέρωσης έχουν επικεντρώσει την προσοχή τους στις επιπτώσεις του καπνίσματος κυρίως στις καρδιαγγειακές παθήσεις, τη χρόνια αποφρακτική πνευμονοπάθεια και τον καρκίνο του πνεύμονα και σπάνια αναφέρονται σε παθήσεις που άπτονται της ειδικότητάς μας. Είναι επίσης τεκμηριωμένο ότι χειρουργικές επεμβάσεις στην περιοχή της Κεφαλής και Τραχήλου όπως η διόρθωση της σκολίωσης του διαφράγματος, η ρινοπλαστική, ο καυτηριασμός ρινικών κογχών, τυμπανοπλαστική, και face lifting έχουν πτωχότερα αποτελέσματα σε καπνιστές και πρέπει να αποφεύγονται έως ότου ο ασθενής σταματήσει το κάπνισμα. Η Εταιρία μας ευελπιστεί, ότι όλοι οι συνάδελφοι θα συνεχίσουν να συμβάλουν στη σωστή ενημέρωση του κοινού σχετικά με τις συνέπειες του καπνίσματος στην ανώτερη αναπνευστική και πεπτική οδό όπως και στον αντικαπνιστικό αγώνα της χώρας μας. Από το τεύχος αυτό του περιοδικού προχωρούμε σε αλλαγές (εργασίες στα αγγλικά, νέο εξώφυλλο με τον αγγλικό λογότυπο του περιοδικού, πλουσιότερη ύλη με reviews) οι οποίες ελπίζουμε να είναι η αρχή για την ακόμα μεγαλύτερη αναβάθμιση της ύλης του. Τελικός σκοπός παραμένει να το δούμε μελλοντικά να περιλαμβάνεται στις διεθνείς βάσεις δεδομένων. Αριστείδης Αθανασιάδης - Σισμάνης Πρόεδρος Πανελλήνιας Ωτορινολαρυγγολογικής Εταιρείας 3 ΚΑΝΟΝΙΣΜΟΣ ΛΕΙΤΟΥΡΓΙΑΣ ΤΟΥ ΠΕΡΙΟΔΙΚΟΥ “Ωτορινολαρυγγολογία - Χειρουργική Κεφαλής & Τραχήλου” της Πανελλήνιας Εταιρείας Ωτορινολαρυγγολογίας - Χειρουργικής Κεφαλής και Τραχήλου Άρθρο 1 (ΣΚΟΠΟΣ) Η Πανελλήνια Εταιρεία Ωτορινολαρυγγολογίας - Χειρουργικής Κεφαλής και Τραχήλου (Bελεστίνου 11, 11523 Αμπελόκηποι, Αθήνα) εκδίδει κάθε τρεις μήνες, επιστημονικό περιοδικό με το όνομα “Ωτορινολαρυγγολογία Χειρουργική Κεφαλής & Τραχήλου” το οποίο είναι το μόνο επίσημο περιοδικό της Εταιρείας. Σκοπός της έκδοσης του περιοδικού είναι: i) η κοινοποίηση και προβολή του κλινικού, επιστημονικού και ερευνητικού έργου το οποίο επιτελείται από τους Έλληνες Ωτορινολαρυγγολόγους, την ΩΡΛ ειδικότητα. Αναλυτικότερα γίνονται δεκτές μετά από κρίση: επιστημονικές εργασίες (ανασκοπήσεις, πρωτότυπες εργασίες, ενδιαφέρουσες περιπτώσεις, κλινικές ή εργαστηριακές μελέτες), ειδικά άρθρα (ιατρονομικά θέματα, θέματα ψηφιακής τεχνολογίας και διαδικτύου), εκτεταμένες περιλήψεις διδακτορικών διατριβών και ενημερωτικά άρθρα (νέα της εταιρείας, θέματα εκπαίδευσης, θέματα δεοντολογίας, βήμα των ειδικευομένων, προσεχή συνέδρια, περιλήψεις από ξενόγλωσσες δημοσιεύσεις, βιβλιοπαρουσιάσεις, επιστολές). Άρθρο 3 ii) η ενημέρωση των Ελλήνων Ωτορινολαρυγγολόγων για τις νέες εξελίξεις στην ΩΡΛ ειδικότητα αλλά και για ιατρονομικά θέματα, θέματα εκπαίδευσης και δεοντολογίας, νέα της εταιρείας και προσεχή συνέδρια, iii) η αποτελεσματικότερη επικοινωνία των Ελλήνων Ωτορινολαρυγγολόγων μεταξύ τους και με τους συναδέλφους τους που εργάζονται σε χώρες του εξωτερικού, σε θέματα κοινού ενδιαφέροντος και iv) η προώθηση των εννόμων συμφερόντων της Πανελλήνιας Εταιρείας Ωτορινολαρυγγολογίας - Χειρουργικής Κεφαλής και Τραχήλου. (ΕΚΔΟΣΗ, ΔΙΑΝΟΜΗ, ΣΥΝΔΡΟΜΕΣ) Το περιοδικό εκδίδεται κάθε τρεις μήνες και διανέμεται δωρεάν σε όλα τα μέλη της Πανελλήνιας Εταιρείας Ωτορινολαρυγγολογίας - Χειρουργικής Κεφαλής και Τραχήλου, στις ΩΡΛ κλινικές όλων των νοσηλευτικών ιδρυμάτων της χώρας και σε όλες τις ΩΡΛ Επιστημονικές Εταιρείες (τοπικές και υποειδικοτήτων). Συνδρομητές του περιοδικού, σε ετήσια βάση, μπορούν να γίνουν και ιατροί άλλων ειδικοτήτων εντός ή εκτός Ελλάδος, τιμής ένεκεν ή καταβάλλοντος χρηματικό ποσό το οποίο καθορίζεται εκάστοτε από τη Συντακτική Επιτροπή του Περιοδικού. Άρθρο 4 Άρθρο 2 (ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΟ) (ΣΥΝΤΑΚΤΙΚΗ ΕΠΙΤΡΟΠΗ, ΕΚΔΟΤΕΣ) To περιοδικό δημοσιεύει, μετά από κρίση, ελληνικές και ξενόγλωσσες εργασίες με αντικείμενο την Ωτορινολαρυγγολογία, την Χειρουργική Κεφαλής και Τραχήλου, την Ακοολογία, την Παιδοακοολογία, την Φωνιατρική και κάθε άρθρο που κρίνεται ότι έχει σχέση με Υπεύθυνα όργανα για την έκδοσή του περιοδικού είναι η Συντακτική Επιτροπή και πέντε Εκδότες - ένας για κάθε γνωστικό αντικείμενο της ειδικότητας (Ωτολογία, Ρινολογία, Λαρυγγολογία, Χειρουργική Κεφαλής & Τραχήλου, Εκπαίδευση & Διεθνείς Σχέσεις). Η Συντα- 4 κτική Επιτροπή αποτελείται από 20-25 μέλη με τριετή θητεία. Σε αυτήν συμμετέχουν αυτοδίκαια όλοι οι εν ενεργεία τακτικοί καθηγητές Ωτορινολαρυγγολογίας των Ελληνικών Πανεπιστημίων, ενώ τα υπόλοιπα μέλη ορίζονται από το Διοικητικό Συμβούλιο της Πανελλήνιας Εταιρείας Ωτορινολαρυγγολογίας - Χειρουργικής Κεφαλής και Τραχήλου. Οι πέντε Εκδότες (section Editors) έχουν τριετή θητεία και επιλέγονται από το Διοικητικό Συμβούλιο της Πανελλήνιας Εταιρείας Ωτορινολαρυγγολογίας - Χειρουργικής Κεφαλής και Τραχήλου μετά από σχετική εισήγηση της Συντακτικής Επιτροπής. Τόσο για τα μέλη της Συντακτικής Επιτροπής όσο και για τους Εκδότες του περιοδικού υπάρχει δυνατότητα ανανέωσης της θητείας τους. Τα κριτήρια με τα οποία γίνεται η επιλογή των μελών της Συντακτικής Επιτροπής και των Εκδοτών του περιοδικού καθορίζονται στο επόμενο άρθρο του παρόντος κανονισμού. Κάθε ΩΡΛ Επιστημονική Εταιρεία (υποειδικότητας ή τοπική) που με απόφαση της θα ενσωματώσει το επιστημονικό περιοδικό που εκδίδει στο ενιαίο και επίσημο περιοδικό της Πανελλήνιας ΩΡΛ Εταιρείας ή έχει ανεξάρτητη επιστημονική δραστηριότητα που με απόφαση της θα την κατευθύνει προς το ενιαίο και επίσημο περιοδικό της Πανελλήνιας ΩΡΛ Εταιρείας, θα μπορεί να ορίσει, κατ’ εξαίρεση των κριτηρίων, 1-2 μέλη της Συντακτικής Επιτροπής (2 μέλη οι Εταιρείες που εκδίδουν περιοδικό). Επίσης κατ’ εξαίρεση των κριτηρίων που καθορίζονται στο επόμενο άρθρο και σε ποσοστό έως 15% (2-3 μέλη), το Διοικητικό Συμβούλιο της Πανελλήνιας Εταιρείας Ωτορινολαρυγγολογίας - Χειρουργικής Κεφαλής και Τραχήλου μπορεί να ορίσει 2-3 μέλη έτσι ώστε να εκπροσωπούνται όλοι οι Έλληνες Ωτορινολαρυγγολόγοι (ιδιώτες, νοσοκομειακοί, πανεπιστημιακοί, συνταξιούχοι, ειδικευόμενοι), χωρίς αποκλεισμούς. Οι Έλληνες Ωτορινολαρυγγολόγοι που εργάζονται στο εξωτερικό άλλα και διακεκριμένοι ξένοι συνάδελφοι μπορούν, εφόσον επιθυμούν να συνεισφέρουν επιστημονικά στην έκδοση του περιοδικού, να γίνουν μέλη της Συντακτικής Επιτροπής (πρόσθετα των είκοσι μελών και πάντα σύμφωνα με τα κριτήρια του επόμενου άρθρου του κανονισμού) μετά από εισήγηση της Συντακτικής Επιτροπής και σύμφωνη απόφαση του Διοικητικού Συμβουλίου της Πανελλήνιας Εταιρείας Ωτορινολαρυγγολογίας - Χειρουργικής Κεφαλής και Τραχήλου. Ο παρών κανονισμός εξασφαλίζει την απρόσκοπτη λειτουργία της Συντακτικής Επιτροπής και των Εκδοτών του περιοδικού και καθορίζει τα πλαίσια μέσα στα οποία μπορούν και οφείλουν να κινηθούν. Άρθρο 5 (ΚΡΙΤΗΡΙΑ ΕΠΙΛΟΓΗΣ ΣΥΝΤΑΚΤΙΚΗΣ ΕΠΙΤΡΟΠΗΣ ΚΑΙ ΕΚΔΟΤΩΝ) Τα μέλη της Συντακτικής Επιτροπής και οι Εκδότες του περιοδικού, για να μπορούν να ανταποκριθούν στα καθήκοντα τους, όπως αυτά ορίζονται στο επόμενο άρθρο του κανονισμού, πρέπει να έχουν γνώση της διαδικασίας κρίσης - αξιολόγησης των επιστημονικών εργασιών και εμπειρία στην εκδοτική δραστηριότητα, που να αποδεικνύονται: από ανάλογο μεταπτυχιακό τίτλο σπουδών (MSc), από ικανό αριθμό διεθνών δημοσιεύσεων, από εμπειρία ως Εκδότης, ως μέλος Συντακτικής Επιτροπής ή ως κριτής σε αναγνωρισμένο διεθνές περιοδικό. 1. Για τα μέλη της Συντακτικής Επιτροπής ορίζονται ως κριτήρια επιλογής: να έχουν τουλάχιστον 25 διεθνείς δημοσιεύσεις ή τουλάχιστον 15 διεθνείς δημοσιεύσεις και ανάλογο μεταπτυχιακό τίτλο σπουδών (MSc) ή τουλάχιστον 15 διεθνείς δημοσιεύσεις και εμπειρία ως Εκδότης, μέλος Συντακτικής Επιτροπής ή κριτής σε αναγνωρισμένο διεθνές περιοδικό. Στην επιλογή των μελών πρέπει να λαμβάνεται υπ’ όψιν το κριτήριο της εκπροσώπησης, σε γεωγραφικό επίπεδο, όλης της χώρας. 2. Για τους Εκδότες ορίζονται ως κριτήρια επιλογής: να έχουν τουλάχιστον 50 διεθνείς δημοσιεύσεις και εμπειρία ως Εκδότης, μέλος Συντακτικής Επιτροπής ή κριτής σε αρκετά αναγνωρισμένα διεθνή περιοδικά. Ο Εκδότης που θα είναι υπεύθυνος για ένα γνωστικό αντικείμενο της ειδικότητας (Ωτολογία, Ρινολογία, Λαρυγγολογία και Χειρουργική Κεφαλής & Τραχήλου) πέραν της συνολικής επιστημονικής συγκρότησης, θα πρέπει να έχει διεθνή επιστημονική καταξίωση στο συγκεκριμένο γνωστικό αντικείμενο, όπως αυτή αποδεικνύεται: από μεγάλο αριθμό των διεθνών του δημοσιεύσεων στο συγκεκριμένο γνωστικό αντικείμενο, από συγγραφή ή συμμετοχή σε ξενόγλωσσα συγγράμματα στο συγκεκριμένο γνωστικό αντικείμενο, από συμμετοχή ως προσκεκλημένος ομιλητής σε διεθνή συνέδρια, σεμινάρια ή πρακτικά course στο εξωτερικό στο συγκεκριμένο γνωστικό αντικείμενο. Άρθρο 6 (ΚΑΘΗΚΟΝΤΑ, ΣΥΝΕΔΡΙΑΣΕΙΣ) Οι Εκδότες του περιοδικού σε συνεννόηση μεταξύ τους ορίζουν τις ημερομηνίες και τα θέματα των συνεδριάσεων της Συντακτικής Επιτροπής και επιβλέπουν την εφαρμογή των αποφάσεων τους, υπογράφουν τα επίσημα έγγραφα και εκπροσωπούν το περιοδικό. Ο κάθε Εκδότης είναι υπεύθυνος της επιστημονικής δραστηριότητας του περιοδικού στο συγκεκριμένο γνωστικό του αντικείμενο (αναθέτει ανασκοπήσεις σε ειδικά θέματα, παραλαμβάνει τις σχετικές εργασίες που υποβάλλονται στο περιοδικό, επιλέγει τους κριτές στους οποίους αποστέλλει τις προς κρίση εργασίες, επιβλέπει τη διαδικασία κρίσης τους και έχει τον τελικό λόγο για τις όποιες διορθώσεις, τις τροποποιήσεις ή την απόρριψη τους). Η Συντακτική Επιτροπή συνεδριάζει τουλάχιστον δύο φορές το χρόνο στα πλαίσια των δραστηριοτήτων της Πανελλήνιας Εταιρείας Ωτορινολαρυγγολογίας (Σεμινάριο, Συνέδριο) ή ανεξάρτητα από αυτές. Στις συνεδριάσεις της πρέπει να μετέχουν κάθε φορά τουλάχιστον δύο από τους Εκδότες του περιοδικού και τα μισά μέλη της Συντακτικής Επιτροπής. Στις τακτικές αυτές συνεδριάσεις συγκροτείται η έκδοση του κάθε τεύχους του περιοδικού και επιπλέον εξετάζονται τα ειδικά άρθρα και τα ενημερωτικά άρθρα, ζητήματα λογοκλοπής ή πλαγιαρισμού, εμφάνισης του περιοδικού στο διαδίκτυο, αναδημοσίευσεων καθώς και τα γενικά ζητήματα που αφορούν την έκδοση του περιοδικού. Για την έκδοση του κάθε τεύχους, η Συντακτική Επιτροπή ορίζει κάποια από τα μέλη της να επιβλέψουν τη διαδικασία της εκτύπωσης (διόρθωση προ-εκτύπωσης, συνεργασία με συγγραφείς για έλεγχο τυπογραφικών λαθών κλπ). Η Συντακτική Επιτροπή έχει τη δυνατότητα να αναθέσει συγκεκριμένες δραστηριότητες της διαδικασίας έκδοσης του περιοδικού σε κάποια μέλη της (υπεύθυνος ύλης, υπεύθυνος διαδικασίας εκτύπωσης, υπεύθυνος ιστοσελίδας κλπ). Άρθρο 7 (ΑΝΑΝΕΩΣΗ, ΑΝΑΘΕΩΡΗΣΗ) Τα μέλη της Συντακτικής Επιτροπής και οι Εκδότες που περιοδικού έχουν τριετή θητεία και υπάρχει δυνατότητα ανανέωσης της θητείας τους. Μέλη της Συντακτικής Επιτροπής που αδρανοποιούνται για οποιοδήποτε λόγο αντικαθίστανται από το Διοικητικό Συμβούλιο της Πανελλήνιας Εταιρείας Ωτορινολαρυγγολογίας μετά από σχετική εισήγηση της Συντακτικής Επιτροπής. Μετά την ψήφιση του κανονισμού του περιοδικού σε Γενική Συνέλευση στα πλαίσια του Πανελληνίου Συνεδρίου, ο παρών κανονισμός θα διέπει την λειτουργία της Συντακτικής Επιτροπής και των Εκδοτών του περιοδικού και θα καθορίζει τα πλαίσια μέσα στα οποία 5 μπορούν και οφείλουν να κινηθούν. Η αναθεώρηση του κανονισμού, με την μορφή τροποποιήσεων, προσθηκών και αφαιρέσεων, μπορεί να γίνει, εφόσον προκύψει σχετική ανάγκη, από Γενική Συνέλευση στα πλαίσια του επόμενου Πανελληνίου Συνεδρίου. Άρθρο 8 (ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΑ, ΣΥΜΒΑΣΗ ΜΕ ΕΚΔΟΤΗ) Η οικονομική κάλυψη των όποιων αναγκών του περιοδικού γίνεται από το Δ.Σ. της Πανελλήνιας Εταιρείας Ωτορινολαρυγγολογίας, το οποίο είναι και υπεύθυνο για την προκήρυξη, σύναψη και υπογραφή της συμφωνίας με τον Εκδοτικό Οίκο που εκδίδει το περιοδικό και πιστώνεται τα έξοδα ή/και καρπώνεται τα οφέλη από την έκδοση του περιοδικού. Για τις ανάγκες των συνεδριάσεων της Συντακτικής Επιτροπής μπορεί να χρησιμοποιείται το ιδιόκτητο γραφείο της Πανελλήνιας ΩΡΛ Εταιρείας (Bελεστίνου 11, 11523 Αμπελόκηποι, Αθήνα) όπου υπάρχει και μπορεί να χρησιμοποιηθεί για τους σκοπούς του περιοδικού η αναγκαία υλικοτεχνική υποδομή. Στο τέλος κάθε χρόνου γίνεται ετήσιος επιστημονικός απολογισμός και εφόσον το περιοδικό έχει έξοδα και έσοδα γίνεται και οικονομικός απολογισμός. Άρθρο 9 (ΔΙΑΔΙΚΑΣΙΑ ΥΠΟΒΟΛΗΣ & ΚΡΙΣΗΣ ΕΡΓΑΣΙΩΝ) Οι εργασίες υποβάλλονται σε ψηφιακή μορφή από πρόγραμμα κειμενογράφου σε CD που αποστέλλεται στην Πανελλήνια ΩΡΛ Εταιρεία ή ως συνημμένα αρχεία σε E-mail που αποστέλλεται στις ηλεκτρονικές διευθύνσεις ενός εκ των Εκδοτών. Μαζί με την εργασία υποβάλλονται i) συνοδευτική επιστολή, στην οποία δηλώνεται υπεύθυνα ότι η εργασία δεν έχει δημοσιευθεί σε άλλο ελληνικό ή ξένο περιοδικό και ότι όλοι οι συγγραφείς συμφωνούν για τη δημοσί¬ευση της και 6 ii) ξεχωριστό αρχείο για κάθε εικόνα σε ψηφιακή μορφή. Ο κάθε συγγραφέας πρέπει να έχει συμμετάσχει ουσιαστικά στην εργασία, ώστε να μπορεί να αναλάβει την ευθύνη του περιεχομένου της. Το περιοδικό διατηρεί το δικαίωμα να ζητήσει αιτιολόγηση της συγγραφικής ιδιότητας. Τα άρθρα κρίνονται από κριτές, που μπορούν να κάνουν διορθώσεις, τροποποιήσεις ή και να τα απορρίψουν. Κατά τη διαδικασία της εκτύπωσης, αποστέλλεται στους συγγραφείς δοκίμιο για έλεγχο τυπογραφικών λαθών. Οποιαδήποτε άλλη διόρθωση δεν γίνεται δεκτή στη φάση αυτή. Οι εργασίες που δημοσιεύονται στο περιοδικό, αποτελούν πνευματική ιδιοκτησία του συγγραφέα και του περιοδικού. Η αναδημοσίευση, μερική ή ολική, επιτρέπεται μόνον ύστερα από έγγραφη άδεια της Συντακτικής Επιτροπής. Η δημοσίευση μιας εργασίας δεν συνεπάγεται αποδοχή των απόψεων των συγγραφέων από πλευράς της Πανελλήνιας ΩΡΛ Εταιρείας, η οποία δεν ευθύνεται για το περιεχόμενο των δημοσιευμένων άρθρων. Άρθρο 10 (ΟΔΗΓΙΕΣ ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΣΥΓΓΡΑΦΕΙΣ) Το περιοδικό αποδέχεται μετά από κρίση και εκδίδει επιστημονικά άρθρα με δομημένη διάρθρωση με προτίμηση σε κλινικές σειρές και πρωτότυπα άρθρα, που ελέγχονται για την τήρηση των οδηγιών προς συγγραφείς. Το κείμενο της εργασίας πρέπει να έχει δομημένη διάρθρωση και να περιλαμβάνει: σελίδα τίτλου, αυτοτελή δομημένη περίληψη στα Ελληνικά και στα Αγγλικά (summary) και 3-7 λέξεις κλειδιά, εισαγωγή, υλικό και μέθοδο, αποτελέσματα, συζήτηση, συμπεράσματα, πρόσφατη βιβλιογραφία (σύστημα Vancouver), πίνακες και υπότιτλους εικόνων και πινάκων. Η γλώσσα του κειμένου πρέπει να είναι η απλή νεοελληνική σε μονοτονικό σύστημα και να υπάρχει, κατά το δυνατόν, γλωσσική ομοιογένεια. Οι συντμήσεις θα πρέπει να περιορίζονται στο ελάχιστο και να επεξηγούνται την πρώτη φορά που εμφανίζονται στο κείμενο. Αναλυτικές οδηγίες προς τους συγγραφείς τόσο στα Ελληνικά όσο και στα Αγγλικά μπορεί κανείς να βρει τυπωμένες στα τεύχη του περιοδικού και στην ιστοσελίδα του Εκδοτικού Οίκου του περιοδικού και στην ιστοσελίδα της Πανελλήνιας Εταιρείας Ωτορινολαρυγγολογίας - Χειρουργικής Κεφαλής και Τραχήλου. Οδηγίες προς τους Συγγραφείς To περιοδικό “Ωτορινολαρυγγολογία - Χειρουργική Κεφαλής & Τραχήλου” είναι το επίσημο περιοδικό της Πανελλήνιας Εταιρείας Ωτορινολαρυγγολογίας - Χειρουργικής Κεφαλής και Τραχήλου (Bελεστίνου 11, 11523 Αμπελόκηποι, Αθήνα) και δημοσιεύει, μετά από κρίση, ελληνικές και ξενόγλωσσες εργασίες (με εκτεταμένη ελληνική περίληψη) με αντικείμενο την Ωτορινολαρυγγολογία, την Χειρουργική Κεφαλής και Τραχήλου, την Ακοολογία, την Παιδοακοολογία, την Φωνιατρική και κάθε άρθρο που κρίνεται ότι έχει σχέση με την ειδικότητα μας. Αναλυτικότερα γίνονται δεκτές μετά από κρίση: επιστημονικές εργασίες (ανασκοπήσεις, πρωτότυπες εργασίες, ενδιαφέρουσες περιπτώσεις, κλινικές ή εργαστηριακές μελέτες), ειδικά άρθρα (ιατρονομικά θέματα, θέματα ψηφιακής τεχνολογίας και διαδικτύου), εκτεταμένες περιλήψεις διδακτορικών διατριβών και ενημερωτικά άρθρα (νέα της εταιρείας, θέματα εκπαίδευσης, θέματα δεοντολογίας, βήμα των ειδικευομένων, προσεχή συνέδρια, περιλήψεις από ξενόγλωσσες δημοσιεύσεις, βιβλιοπαρουσιάσεις, επιστολές). Οι εργασίες προς κρίση υποβάλλονται σε ψηφιακή μορφή από πρόγραμμα κειμενογράφου (Word της Microsoft), σε CD που αποστέλλεται στη διεύθυνση της Εταιρείας ή ως συνημμένα αρχεία σε E-mail που αποστέλλεται στις ηλεκτρονικές διευθύνσεις: [email protected] υπόψη Καθηγητή κ. Γ. Βελεγράκη ή [email protected] υπόψη Λέκτορα κ. Σ. Τριαρίδη. Μαζί με την εργασία υποβάλλονται σε ψηφιακή μορφή i) συνοδευτική επιστολή, στην οποία δηλώνεται υπεύθυνα ότι η εργασία δεν έχει δημοσιευθεί σε άλλο ελληνικό ή ξένο περιοδικό και ότι όλοι οι συγγραφείς συμφωνούν για τη δημοσίευση της και ii) ξεχωριστό αρχείο για κάθε εικόνα σε ψηφιακή μορφή με ανάλυση τουλάχιστον 300 dpi. Το κείμενο της εργασίας πρέπει να είναι γραμμένο με γραμματοσειρά Times New Roman ή Arial σε μέγεθος χαρακτήρων 10-12 pt, σε διπλό διάστημα, με περιθώρια 2.5 cm, με αρίθμηση των σελίδων και να περιλαμβάνει: σελίδα τίτλου, αυτοτελή δομημένη περίληψη στα ελληνικά και στα αγγλικά (summary), εισαγωγή, υλικό και μέθοδο, αποτελέσματα, συζήτηση, συμπεράσματα, βιβλιογραφία, πίνακες και υπότιτλους εικόνων και πινάκων. Η γλώσσα του κειμένου πρέπει να είναι η απλή νεοελληνική σε μονοτονικό σύστημα και να υπάρχει, κατά το δυνατόν, γλωσσική ομοιογένεια. Οι συντμήσεις θα πρέπει να περιορίζονται στο ελάχιστο και να επεξηγούνται την πρώτη φορά που εμφανίζονται στο κείμενο. Αναλυτικά το κάθε τμήμα του κειμένου περιλαμβάνει: 8 Σελίδα τίτλου: περιλαμβάνει τον τίτλο της εργασίας (σύντομος, περιεκτικός, χωρίς συντομογραφίες), τα ονόματα των συγγραφέων στην ονομαστική, την κλινική/ές και το Ίδρυμα/ τα απ’ όπου προέρχεται η εργασία, την επιστημονική εκδήλωση όπου ανακοινώθηκε μέρος ή όλη η εργασία, ενδεχόμενες πηγές που ενίσχυσαν οικονομικά και βοήθησαν στην πραγματοποίηση της εργασίας καθώς και το όνομα και τη διεύθυνση του υπεύθυνου για την επικοινωνία συγγραφέα. Ελληνική Περίληψη: 150-200 λέξεις για ανασκοπήσεις και πρωτότυπες εργασίες, μέχρι 100 λέξεις για ενδιαφέρουσες περιπτώσεις, όπου αναφέρονται τα κύρια σημεία του άρθρου και πρέπει να είναι νοηματικά αυτοτελής και δομημένη σε διακριτά μέρη: πρωτότυπες εργασίες (σκοπός, υλικό - μέθοδος, κυριότερα αποτελέσματα, σημαντικότερα συμπεράσματα), ενδιαφέρουσες περιπτώσεις (σκοπός, αναφορά περιστατικού, συμπέρασμα). Περιλαμβάνει 3-7 λέξεις κλειδιά. Αγγλική Περίληψη: μέχρι 200 λέξεις, όπου αναφέρονται τα κύρια σημεία του άρθρου και πρέπει να είναι νοηματικά αυτοτελής και δομημένη σε διακριτά μέρη. Περιλαμβάνει τον αγγλικό τίτλο της εργασίας, τα ονόματα των συγγραφέων και 3-7 λέξεις κλειδιά (key words) στην αγγλική γλώσσα, σύμφωνα με την βάση δεδομένων MeSH της U.S. National Library of Medicine http://www.ncbi.nlm.nih.gov/sites/ entrez?db=mesh. Εισαγωγή: αναφέρει τον σκοπό και την αναγκαιότητα της εργασίας και τη θεωρητική τεκμηρίωση της ερευνητικής υπόθεσης μέσω βραχείας ανασκόπησης της βιβλιογραφίας. Γράφεται σε ενεστώτα χρόνο και δεν αναφέρεται σε αποτελέσματα ή συμπεράσματα. Υλικό - Μέθοδος: περιγράφεται το υλικό και η μεθοδολογία που χρησιμοποιήθηκε (πληθυσμός στόχος, δειγματοληψία και μέγεθος δείγματος, κριτήρια επιλογής και αποκλεισμού, ερευνητικό πρωτόκολλο, ερευνητικά εργαλεία, στατιστική ανάλυση και διαστήματα αξιοπιστίας). Αποτελέσματα: αναφέρονται αναλυτικά τα αποτελέσματα και η στατιστική τους επεξεργασία. Παρουσιάζονται σε παρελθόντα χρόνο, με λογική σειρά και μπορούν να δίδονται με πίνακες (τα ίδια στοιχεία δεν πρέπει να επαναλαμβάνονται στο κείμενο), με σχεδιαγράμματα ή αναλυτικά στο κείμενο. Οι ενδιαφέρουσες περιπτώσεις, αντί για Υλικό - Μέθοδο και Αποτελέσματα περιλαμβάνουν την Αναφορά του περιστατικού. Συζήτηση: περιλαμβάνει την ερμηνεία και κριτική των αποτελεσμάτων σε σχέση με τα βιβλιογραφικά δεδομένα, την απο- δοχή ή απόρριψη της ερευνητικής υπόθεσης και τις κλινικές συνέπειες αυτής καθώς και προτάσεις για μελλοντική έρευνα. Δεν επαναλαμβάνονται όσα έχουν ήδη αναφερθεί στην εισαγωγή. Οι ενδιαφέρουσες περιπτώσεις περιλαμβάνουν βραχεία συζήτηση που είναι επικεντρωμένη στις ιδιαιτερότητες της αναφερόμενης κλινικής περίπτωσης και τις διαφορές και ομοιότητές της με ανάλογες από την διεθνή βιβλιογραφία. Στις ανασκοπήσεις δεν υπάρχουν τα παραπάνω διακριτά τμήματα αλλά το κείμενο χωρίζεται σε επί μέρους τμήματα με υποτίτλους, ανάλογα με το περιεχόμενο του. Βιβλιογραφία: σύμφωνα με το σύστημα Vancouver, οι παραπομπές εμφανίζονται στο κείμενο με αραβικούς αριθμούς υπό μορφή εκθέτη, με αύξοντα αριθμό σύμφωνα με τη σειρά εμφάνισης τους στο κείμενο. Στη βιβλιογραφία, η κάθε παραπομπή περιλαμβάνει τα επώνυμα των συγγραφέων, τα αρχικά των ονομάτων τους, τον τίτλο της εργασίας και το όνομα του περιοδικού (σύντμηση του τίτλου με βάση το Index Medicus), το έτος έκδοσης, τον τόμο και τις σελίδες. Μετά τα αρχικά των συγγραφέων δεν μπαίνουν τελείες και τα ονόματα τους χωρίζονται με κόμμα. Εφόσον οι συγγραφείς είναι περισσότεροι από έξι, αναγράφονται μόνον οι τρεις πρώτοι και στη συνέχεια μπαίνει η σύντμηση: και συν. ή et al. Η βιβλιογραφία να είναι κατά προτίμηση πρόσφατη και κατά το δυνατόν περιορισμένη (τα ενημερωτικά άρθρα μέχρι 5 παραπομπές, οι ανασκοπήσεις και οι πρωτότυπες εργασίες 30-40 παραπομπές, οι ενδιαφέρουσες περιπτώσεις 10-15 παραπομπές). Όταν η παραπομπή αφορά βιβλίο, περιλαμβάνει τα επώνυμα των συγγραφέων, τα αρχικά των ονομάτων τους, τον τίτλο του κεφαλαίου, το επώνυμο και αρχικό του ονόματος του υπεύθυνου της έκδοσης, τον τίτλο του βιβλίου, τον τόπο έκδοσης, τον εκδοτικό οίκο, το έτος έκδοσης και τις σελίδες. Εικόνες: αριθμούνται με αραβικούς αριθμούς, με τη σειρά που εμφανίζονται στο κείμενο. Σε ξεχωριστή σελίδα υπάρχει για κάθε εικόνα υπότιτλος που παρέχει μια σύντομη και σαφή επεξήγηση. Σε περίπτωση που χρησιμοποιούνται βέλη πρέπει να δίδονται ανάλογες διευκρινήσεις στον υπότιτλο. Οι ιστολογικές εικόνες πρέπει να αναφέρουν την χρώση του παρασκευάσματος και την μεγέθυνση. Συγγραφική ιδιότητα: Ο κάθε συγγραφέας πρέπει να έχει συμμετάσχει ουσιαστικά στην εργασία, ώστε να μπορεί να αναλάβει την ευθύνη του περιεχομένου της. Το περιοδικό διατηρεί το δικαίωμα να ζητήσει αιτιολόγηση της συγγραφικής ιδιότητας. Συνιστώνται 1-2 συγγραφείς για τις ανασκοπήσεις, μέχρι 7 για τις κλινικές μελέτες και μέχρι 5 για τις ενδιαφέρουσες περιπτώσεις. Κρίση εργασιών: Τα άρθρα κρίνονται από επιτροπή κριτών, οι οποίοι μπορούν να κάνουν διορθώσεις, τροποποιήσεις ή και να τα απορρίψουν. Κατά τη διαδικασία της εκτύπωσης, αποστέλλεται στους συγγραφείς δοκίμιο για έλεγχο τυπογραφικών λαθών. Οποιαδήποτε άλλη διόρθωση δεν γίνεται δεκτή στη φάση αυτή. Οι εργασίες που δημοσιεύονται στο περιοδικό, αποτελούν πνευματική ιδιοκτησία του συγγραφέα και του περιοδικού. Η αναδημοσίευση, μερική ή ολική, επιτρέπεται μόνον ύστερα από έγγραφη άδεια της Συντακτικής Επιτροπής. Η δημοσίευση μιας εργασίας δεν συνεπάγεται αποδοχή των απόψεων των συγγραφέων από πλευράς της Πανελλήνιας Εταιρείας Ωτορινολαρυγγολογίας, η οποία δεν ευθύνεται για το περιεχόμενο των δημοσιευμένων άρθρων. Παραδείγματα παραπομπής: Konstantinidis Ι, Muller A, Frasnelli J, et al. Post-infectious olfactory dysfunction exhibits a seasonal pattern. Rhinology 2006; 44: 135-139. Kanowitz SJ, Jacobs JB, Lebowitz RA. Chapter 28: Frontal sinus stenting. In: Kountakis S, Senior B, Draf W (eds). The frontal sinus. Springer, Berlin, 2005, 261-266. Πίνακες: αριθμούνται με αραβικούς αριθμούς, με τη σειρά που εμφανίζονται στο κείμενο και περιλαμβάνουν στο κάτω μέρος τους σύντομο τίτλο και επεξήγηση των συντμήσεων και των συμβόλων. Δεν πρέπει να επαναλαμβάνουν πληροφορίες που υπάρχουν στο κείμενο. 9 Otorhinolaryngologia - Head and Neck Surgery Issue 40, April - May - June 2010, pages 10-15 REVIEW Surgical management of common peripheral vestibular diseases. Aristides Sismanis, MD, FACS Professor of Otorhinolaryngology at the University of Athens Director of the A’ ORL Clinic, Hippokration Hospital Vas. Sofias 114, 11527 Athens Tel. 011 30 213 2088030-2 Abstract Surgery for vestibular disorders is less often indicated at present. Office intratympanic gentamicin and steroid treatment have been found to be very effective for control of vertigo in Meniere’s disease. Side effects of this treatment are overall acceptable. Surgery may be considered for Meniere’s disease patients with good hearing who have failed intratympanic steroid treatment. Surgery may be indicated for patients with debilitating dizziness associated with BPPV, semicircular canal dehiscence, vascular loop compression and perilymphatic fistulae. Key words: Peripheral vestibular disorders, surgical management Introduction Surgical intervention for peripheral vestibular disorders is nowadays less often required and is indicated mainly in patients with Meniere’s disease when conservative management has failed to control vertigo. Although medical management and the intro- duction of intratympanic perfusion with steroids and gentamicin is effective in the majority of patients with Meniere’s disease, this peripheral vestibular disorder continues to be the most common necessitating surgical management. Table I contains peripheral vestibular disorders, which may require surgical treatment. Table 1: Surgery for peripheral vestibular disorders 1. Meniere’s Disease Surgery for Meniere’s disease is indicated for cases with disabling vertigo who have failed medical management with a low salt diet, diuretics, and intratympanic perfusion with steroids and gentamicin. Surgery for improving hearing in these patients is ineffective. A survey of members of the American Otological Society and the American Neurotology Society indicates that the number of vestibular neurectomies, • Meniere’s Disease • Benign paroxysmal positional vertigo • Semicircular canal dehiscence • Perilymphatic fistulae • Fistulae of semicircular canals • Eight nerve vascular compression • Chronic vestibular neuronitis • Dizziness following sudden sensorineural hearing loss, temporal bone fractures 10 labyrinthectomies, and endolymphatic sac surgeries has decreased while the use of office-administered intratympanic gentamicin has become the most frequently used treatment for Meniere’s disease(1). The type of surgery for Meniere’s disease depends upon several factors, the most important one being the status of hearing. Surgical procedures can be classified as either hearing destructive or hearing preservation. What constitutes serviceable hearing is debatable since even severe and profound hearing loss currently can be rehabilitated with cochlear implantation as long as the cochlea and cochlear nerve remain intact. In general the rule of fifty/fifty (Pure tone average more than 50 dB and discrimination less than 50 percent) is used. Εμφυτεύματα Ακοής Υψηλής Τεχνολογίας Εκεί όπου, ακόμη και τα ισχυρότερα ακουστικά βαρηκοΐας δεν επαρκούν, οι ειδικοί επιλέγουν… …τα καλύτερα Εμφυτεύματα Ακοής στον κόσμο! Σύστημα κοχλιακού εμφυτεύματος Για σοβαρή έως βαριά νευροαισθητήριο απώλεια ακοής: •Σ ύστημα που προσφέρει επιλογή δύο κοχλιακών εμφυτευμάτων και δύο επεξεργαστών ομιλίας • Χρήση της πιο σύγχρονης ψηφιακής τεχνολογίας στα κοχλιακά εμφυτεύματα • Επιλογή διαφόρων διατάξεων ηλεκτροδίων Ακουστικό βοήθημα για Ηλεκτρική Ακουστική Διέγερση (EAS™) Ήπια έως μέτρια απώλεια ακοής στις χαμηλές συχνότητες σε συνδυασμό με σοβαρή έως βαριά απώλεια ακοής στις υψηλές συχνότητες: •Τ ο πρώτο σύστημα ακοής στον κόσμο που ενσωματώνει επεξεργαστή κοχλιακού εμφυτεύματος και ακουστικό βαρηκοΐας σε μια άνετη και πρακτική συσκευή. VIBRANT SOUNDBRIDGE® Σύστημα εμφυτεύματος μέσου ώτος Ήπια έως σοβαρή νευροαισθητήριο απώλεια ακοής: •Τ ο πρώτο εγκεκριμένο Σύστημα Εμφυτεύματος Μέσου Ώτος στον κόσμο •Α σφαλές και αποτελεσματικό βοήθημα ακοής σε μορφή εμφυτεύματος, που αφήνει τελείως ανοιχτό το ακουστικό κανάλι. • Με εξαιρετικά μικρό Επεξεργαστή Ήχου INTELLIGENT Hearing Γούναρη 3 - 555 35 Πυλαία ΤΗΛ. 2310.322.927 - FAX: 2310.330.220 ΑΠΟΚΛΕΙΣΤΙΚΟΣ ΔΙΑΝΟΜΕΑΣ ΓΙΑ ΕΛΛΑΔΑ ΚΑΙ ΚΥΠΡΟ: MED-EL Κοχλιακά Εμφυτεύματα Vibrant MED-EL Ακουστικά Εμφυτεύματα www.intelligent.gr www.medel.gr www.medel.com The hearing destructive procedures include the transmastoid and transcanal labyrinthectomies, which both provide excellent control of vertigo. The transmastoid labyrinthectomy accomplishes complete ablation of the vestibular neuroepithelia of the three semicircular canals and achieves vertigo control in up to 97 percent of patients(2-6). Significant incidence of mild to moderate persisting postoperative disequilibrium has been reported in these patients(5). In order to avoid destruction of the “only balanced ear” and the ensuing ataxia following this procedure, it is mandatory to evaluate the vestibular function of the opposite ear prior to any type of destructive surgery. It has been our experience with few Meniere’s disease patients who undergo vestibular testing to have normal function in the involved labyrinthine and absent function on the contralateral side. This is more important for older individuals with other associated disorders such as cataracts, diabetic neuropathy and arthritis. Transcanal labyrinthectomy is a less extensive procedure and can be performed via a tympanotomy. In patients at higher risk for general anesthesia, this procedure can be performed under local anesthesia. After the stapedial footplate is removed, the vestibular neuroepithelia (utricle, saccule) are extirpated. Post operative imbalance with this procedure has been reported more often than translabyrinthine labyrinthectomy in older patients(7). Intratympanic gentamicin is very effective in controlling vertigo(8), and is the procedure of choice for patients with poor hearing. It has been estimated that approximately 10% of Meniere’s disease patients fail to have an adequate response to intratympanic gentamicin due to adhesions, bone dust blocking the round window, or a thickened Such round window membrane(9). cases can be treated with middle ear 12 exploration, removal of the pathology and direct application of gentamicin to the round window(9). In our experience, an additional etiology of intratympanic gentamicin failures are cases with history of previous middle ear exploration and obliteration of the round window for possible perilymphatic fistula. Hearing preservation procedures include the various types of endolymphatic sac surgery and vestibular nerve section. Endolymphatic sac surgery continues to be a very controversial and is considered by many of doubtful effectiveness. This surgery can either be an endolymphatic sac shunting to the mastoid or an endolymphatic sac decompression. In the early eighties, Thomsen et al. published the results of a double blind, placebo-controlled study in which the efficacy of endolymphatic sac to mastoid shunt was compared with simple mastoidectomy in 30 patients with Meniere’s disease. It was concluded that the improvement found in both groups was most likely caused by a placebo effect(10). However, Welling et al. in 2000 reevaluated this study using both the original and new statistical measures and techniques. This new analysis supported the effectiveness of the endolymphatic shunt in the management of Meniere’s disease and refuted the placebo effect(11). Gianoli et al. reported that wide decompression of the sigmoid sinus, posterior cranial fossa dura, and endolymphatic sac provided improved control of vertigo and hearing stabilization for intractable Meniere’s disease compared with simple endolymphatic sac decompression or shunting(12). Both endolymphatic mastoid shunt and endolymphatic sac decompression have been reported to be equally effective nondestructive procedures for patients who have failed medical management of Meniere’s disease with similar long-term hearing outcomes(13). A retrospective study on 226 Meniere’s disease patients who were followed for a minimum of 5 years reported that 78% of patients responded favorably to endolymphatic sac surgery, according to the functional level scale and class categories delineated by the American Academy of Otolaryngology-Head and Neck Surgery 1995 guidelines for control of vertigo(14). Most endolymphatic sac surgery studies report between 60 and 80 % vertigo control, which is far less than the intratympanic gentamicin perfusion results. Endolymphatic sac surgery appears neither to increase the risk of hearing deterioration after treatment, nor does it stabilize or improve hearing(15). Using a Meniere’s disease outcomes questionnaire, significant improvement in quality of life was reported by 87% of patients after endolymphatic sac decompression surgery(16). A recent report evaluating surgical modalities versus placebo therapy in Meniere’s disease concluded that the only surgical intervention, which has been evaluated in randomized controlled trials, is endolymphatic sac surgery. Two randomized trials were identified, involving a total of 59 patients, one comparing endolymphatic sac surgery with ventilation tubes and another one with simple mastoidectomy. Neither study reported any beneficial effect of surgery either in comparison to the placebo surgery or the grommet insertion(17). In our experience endolymphatic sac surgery has been found ineffective. Vestibular neurectomy can be accomplished through the middle fossa, retrolabyrinthine or a retrosigmoid approach. Retrosigmoid vestibular neurectomy is technically the easiest of the approaches, accomplishes excellent vertigo control and is associated with less complications regarding facial nerve function and hearing preservation(18;19). A study comparing vestibular nerve section to transtympanic gentamicin treatment, concluded that both treatments are acceptable for Management of Meniere’s Disease Low salt diet/Diuretic No improvement • Serviceable hearing • Non Serviceable Intratympanic Steroids Intratympanic Gentamicin Vestibular nerve section? Meniett Device? Labyrinthectomy for failures Meniere’s disease patients, however, gentamicin caused a higher incidence of hearing loss and vestibular nerve section had a higher rate of vertigo control(20). This has been our experience as well. For this reason, vestibular nerve section should be considered as a treatment option of Meniere’s disease patients with near normal hearing. Another alternative in the management of such patients is the use of the Meniett device(21). Other recently reported procedures for Meniere’s disease are transtympanic ventilation tube insertion and lateral semicircular canal plugging. In a report of 22 patients with unilateral Meniere’s disease and associated ipsilateral middle ear pressure lower than -50 daPa, who had failed to respond to medical treatment, were treated with insertion of a ventilation tube. Most patients (68.2%) reported an improvement of vertigo(22). In another study 28 Meniere’s disease patients with refractory vertigo and severe disability underwent lateral canal plugging. After 2 years, vertigo control was complete or substantial in 75% of cases and hearing was preserved in 82% of cases(23). Although the authors of the latter study conclude that lateral canal plugging is a safe procedure, the high incidence of hearing loss following this procedure does not warrant it, especially for those patients with serviceable hearing. The algorithm below summarizes our management of patients with Meniere’s disease. 2. Benign paroxysmal positional vertigo Benign paroxysmal positional vertigo (BPPV) is the most common peripheral vestibular disorder and although is highly curable with the various canal repositioning maneuvers in the majority of patients, very seldom fails to respond to conservative management and may require surgical treatment. In the majority of cases (>90%) the posterior semicircular canal is involved. Singular nerve neurectomy and vestibular nerve section are effective procedures, however, they are both associated with potential significant complications and are less often performed nowadays(24;25). Posterior and horizontal semicircular canal obliteration have been reported to be very effective treatment for patients with disabling BPPV who have failed re- positioning maneuver and vestibular exercises(26-28). Hearing preservation and vestibular function have been excellent following this procedure(29). Our experience with this procedure has revealed similar results. 3. Semicircular canal dehiscence In the past 15 years superior semicircular canal dehiscence (SCD), and more recently dehiscence of the posterior canal (PCD) have been identified as responsible for vertigo, chronic disequilibrium, and oscillopsia in response to loud sounds and to stimuli that result in changes in middle ear or intracranial pressure(30-32). Posterior semicircular canal dehiscence has been reported in the pediatric population as well(30). Diagnosis of this entity is based upon a thorough clinical evaluation, computed tomography of the temporal bones (CT), and vestibular evoked myogenic potentials (VEMP). The standard surgical approach for patients with disabling symptoms is through a middle fossa craniotomy and repair of the bony defect by resurfacing it with temporalis fascia in combination with bone graft or hydroxyapatite, or by plugging it with temporalis fascia, bone pate mixed with fibrin glue, or bone wax. Resurfacing with a bone graft may have a higher failure rates due to possible resorption(33). A recent systematic literature review and meta-analysis of the literature regarding this issue revealed that higher success rates were associated with the plugging techniques(34). Another less invasive surgical approach is plugging the superior canal defect via the transmastoid route, which can be performed as an outpatient procedure. This approach may not be feasible in cases with a low positioned dura or when there is extensive cranial base dehiscence requiring reconstruction(35-37). This has been our preferred surgical approach due to less associated morbidity and satisfactory results. 13 Recently a case of disabling SCD syndrome was treated successfully with complete round window niche occlusion via a transcanal approach(38). The theory behind the effectiveness of this technique is by eliminating the third window, in this case the round one. Improvement of symptoms following an office myringotomy and application of a piece of gelfoam® over the round window niche, may be helpful in selecting candidates for this procedure (Personal communication with Dennis Poe). This is a very simple and appealing technique and certainly deserves further investigation by others. Middle fossa repair of SCD has been reported not to be associated with sensorineural hearing loss and, in some cases, can result in normalization of the conductive hearing loss(39). Function of the operated superior canal following middle fossa repair is reduced, however, function of the other ipsilateral semicircular canals is preserved(40). Reported dizziness handicap inventory scores (DHI) significantly decreases following SCD plugging. Patients who had the largest decrease in DHI scores are those with high preoperative DHI scores(41). 4. Perilymphatic fistulae Diagnosis of idiopathic perilymphatic fistulae remains an elusive and very controversial otologic entity. Certainly, patients with dizziness and/or hearing loss following head trauma, barotrauma, and previous stapes surgery or cochlear implantation should be suspected for a perilymphatic fistulae. Exploratory tympanotomy and patching of the oval or round window should be considered in such cases(42-44). Our management of semicircular canal fistulae (Usually the horizontal) secondary to cholesteatomas are as follows: for cases with small fistulae (<3mm), the cholesteatoma matrix is removed and the defect is covered with bone pate and temporalis fascia. 14 Perilymphatic fistulae Our management of semicircular canal fistulae (Usually the horizontal) secondary to cholesteatomas are as follows: for cases with small fistulae (<3mm), the cholesteatoma matrix is removed and the defect is covered with bone pate and temporalis fascia. For larger fistulae, the matrix is left in place and removed at the second stage in canal wall up cases. Fistulae in such cases are often found covered by new bone at the second stage. For canal wall down cases, the cholesteatoma matrix can be left in place. The cholesteatoma matrix of fistulae in the only hearing ear is left in place and a canal wall down procedure is performed. sidered for Meniere’s disease patients with good hearing who have failed intratympanic steroid treatment. Surgery is indicated less often for patients with debilitating dizziness associated with BPPV, semicircular canal dehiscence, vascular loop compression and perilymphatic fistulae. 5. Vascular loop compression Vascular loop compression of the VIII nerve can be a rare cause of disabling positional vertigo, hearing loss, and tinnitus(45-47). Clinical, audiologic, electrophysiologic, and imaging evaluation are helpful in making diagnosis. Microvascular decompression via retrosigmoid craniotomy of the VIII nerve is a safe and very effective operation for these patients(48). 1. Silverstein H, Lewis WB, Jackson LE, Rosenberg SI, Thompson JH, Hoffmann KK. Changing trends in the surgical treatment of Meniere’s disease: results of a 10-year survey. Ear Nose Throat J 2003; 82(3):185-4. 2. Benecke JE, Jr., Tubergen LB, Miyamoto RT. Transmastoid labyrinthectomy. Am J Otol 1986; 7(1):41-43. 3. Eisenman DJ, Speers R, Telian SA. Labyrinthectomy versus vestibular neurectomy: longterm physiologic and clinical outcomes. Otol Neurotol 2001; 22(4):539-548. 4. Graham MD, Kemink JL. Transmastoid labyrinthectomy: surgical management of vertigo in the nonserviceable hearing ear. A five-year experience. Am J Otol 1984; 5(4):295-299. 5. Kemink JL, Telian SA, Graham MD, Joynt L. Transmastoid labyrinthectomy: reliable surgical management of vertigo. Otolaryngol Head Neck Surg 1989; 101(1):5-10. 6. Langman AW, Lindeman RC. Surgery for vertigo in the nonserviceable hearing ear: transmastoid labyrinthectomy or translabyrinthine vestibular nerve section. Laryngoscope 1993; 103(12):1321-1325. 7. Langman AW, Lindeman RC. Surgical labyrinthectomy in the older patient. Otolaryngol Head Neck Surg 1998; 118(6):739-742. 8. Kyrodimos E, Aidonis I, Sismanis A. Hearing results following intratympanic gentamicin perfusion for Meniere’s disease. J Laryngol Otol 2009; 123(4):379-382. 9. Crane BT, Minor LB, Della Santina CC, Carey JP. Middle ear exploration in patients with Meniere’s disease who have failed outpatient 6. Other etiologies Dizziness arising from other etiologies such as chronic vestibular neuronitis, following sudden sensorineural hearing loss, and temporal bone fractures very seldom may require transmastoid labyrinthectomy or vestibular neurectomy (49). Conclusion Surgery for dizziness is seldom indicated at present. Office intratympanic gentamicin and steroid treatment have been found to be very effective for control of vertigo in Meniere’s disease. Side effects of this treatment are overall acceptable. Surgery may be con- Reference List intratympanic gentamicin therapy. Otol Neurotol 2009; 30(5):619-624. 10. Thomsen J, Bretlau P, Tos M, Johnsen NJ. Placebo effect in surgery for Meniere’s disease: three-year follow-up. Otolaryngol Head Neck Surg 1983; 91(2):183-186. 11. Welling DB, Nagaraja HN. Endolymphatic mastoid shunt: a reevaluation of efficacy. Otolaryngol Head Neck Surg 2000; 122(3):340-345. 12. Gianoli GJ, LaRouere MJ, Kartush JM, Wayman J. Sac-vein decompression for intractable Meniere’s disease: two-year treatment results. Otolaryngol Head Neck Surg 1998; 118(1):22-29. 13. Brinson GM, Chen DA, Arriaga MA. Endolymphatic mastoid shunt versus endolymphatic sac decompression for Meniere’s disease. Otolaryngol Head Neck Surg 2007; 136(3):415-421. 14. Lee L, Pensak ML. Contemporary role of endolymphatic mastoid shunt surgery in the era of transtympanic perfusion strategies. Ann Otol Rhinol Laryngol 2008; 117(12):871-875. 15. Sun GH, Leung R, Samy RN, McAfee JS, Hearst MJ, Savage CR et al. Analysis of hearing preservation after endolymphatic mastoid sac surgery for Meniere’s disease. Laryngoscope 2010; 120(3):591-597. 16. Kato BM, LaRouere MJ, Bojrab DI, Michaelides EM. Evaluating Quality of Life after Endolymphatic Sac Surgery: The Meniere’s Disease Outcomes Questionnaire. Otol Neurotol 2004; 25(3):339-344. 17. Pullens B, Giard JL, Verschuur HP, van Benthem PP. Surgery for Meniere’s disease. Cochrane Database Syst Rev 2010;(1):CD005395. 18. Silverstein H, Jackson LE. Vestibular nerve section. Otolaryngol Clin North Am 2002; 35(3):655-673. 19. Thomsen J, Berner B, Tos M. Vestibular neurectomy. Auris Nasus Larynx 2000; 27(4):297-301. 20. Hillman TA, Chen DA, Arriaga MA. Vestibular nerve section versus intratympanic gentamicin for Meniere’s disease. Laryngoscope 2004; 114(2):216-222. 21. Barbara M, Monini S, Chiappini I, Filipo R. Meniett therapy may avoid vestibular neurectomy in disabling Meniere’s disease. Acta Otolaryngol 2007; 127(11):1136-1141. 22. Park JJ, Chen YS, Westhofen M. Meniere’s disease and middle ear pressure: vestibular function after transtympanic tube placement. Acta Otolaryngol 2009; 129(12):1408-1413. 23. Charpiot A, Rohmer D, Gentine A. Lateral semicircular canal plugging in severe Meniere’s disease: a clinical prospective study about 28 patients. Otol Neurotol 2010; 31(2):237-240. 24. Pournaras I, Kos I, Guyot JP. Benign paroxysmal positional vertigo: a series of eight singular neurectomies. Acta Otolaryngol 2008; 128(1):5-8. 25. Leveque M, Labrousse M, Seidermann L, Chays A. Surgical therapy in intractable benign paroxysmal positional vertigo. Otolaryngol Head Neck Surg 2007; 136(5):693-698. 26. Agrawal SK, Parnes LS. Human experience with canal plugging. Ann N Y Acad Sci 2001; 942:300-305. 27. Horii A, Imai T, Mishiro Y, Yamaji Y, Mitani K, Kawashima T et al. Horizontal canal type BPPV: bilaterally affected case treated with canal plugging and Lempert’s maneuver. ORL J Otorhinolaryngol Relat Spec 2003; 65(6):366-369. 28. Parnes LS, Agrawal SK, Atlas J. Diagnosis and management of benign paroxysmal positional vertigo (BPPV). CMAJ 2003; 169(7):681-693. 29. Seo T, Hashimoto M, Saka N, Sakagami M. Hearing and vestibular functions after plugging surgery for the posterior semicircular canal. Acta Otolaryngol 2009; 129(11):1148-1152. 30. Gopen Q, Zhou G, Poe D, Kenna M, Jones D. Posterior semicircular canal dehiscence: first reported case series. Otol Neurotol 2010; 31(2):339-344. 31. Minor LB, Cremer PD, Carey JP, Della Santina CC, Streubel SO, Weg N. Symptoms and signs in superior canal dehiscence syndrome. Ann N Y Acad Sci 2001; 942:259-273. 32. Vanspauwen R, Salembier L, Van den HL, Parizel P, Wuyts FL, Van de Heyning PH. Posterior semicircular canal dehiscence: value of VEMP and multidetector CT. B-ENT 2006; 2(3):141-145. 33. Friedland DR, Michel MA. Cranial thickness in superior canal dehiscence syndrome: implications for canal resurfacing surgery. Otol Neurotol 2006; 27(3):346-354. 34. Vlastarakos PV, Proikas K, Tavoulari E, Kikidis D, Maragoudakis P, Nikolopoulos TP. Efficacy assessment and complications of surgical management for superior semicircular canal dehiscence: a meta-analysis of published interventional studies. Eur Arch Otorhinolaryngol 2009; 266(2):177-186. 35. Fiorino F, Barbieri F, Pizzini FB, Beltramello A. A dehiscent superior semicircular canal may be plugged and resurfaced via the transmastoid route. Otol Neurotol 2010; 31(1):136-139. 36. Agrawal SK, Parnes LS. Transmastoid superior semicircular canal occlusion. Otol Neurotol 2008; 29(3):363-367. 37. Deschenes GR, Hsu DP, Megerian CA. Outpatient repair of superior semicircular canal dehiscence via the transmastoid approach. Laryngoscope 2009; 119(9):1765-1769. 38. Silverstein H, Van Ess MJ. Complete round window niche occlusion for superior semicircular canal dehiscence syndrome: a minimally invasive approach. Ear Nose Throat J 2009; 88(8):1042-1056. 39. Limb CJ, Carey JP, Srireddy S, Minor LB. Auditory function in patients with surgically treated superior semicircular canal dehiscence. Otol Neurotol 2006; 27(7):969-980. 40. Carey JP, Migliaccio AA, Minor LB. Semicircular canal function before and after surgery for superior canal dehiscence. Otol Neurotol 2007; 28(3):356-364. 41. Crane BT, Minor LB, Carey JP. Superior canal dehiscence plugging reduces dizziness handicap. Laryngoscope 2008; 118(10):1809-1813. 42. Meyerhoff WL, Marple BF. Perilymphatic fistula. Otolaryngol Clin North Am 1994; 27(2):411-426. 43. Kusuma S, Liou S, Haynes DS. Disequilibrium after cochlear implantation caused by a perilymph fistula. Laryngoscope 2005; 115(1):25-26. 44. Mierzwinski J, Krzyzaniak A, Fishman AJ, Dalke K, Burduk P, Wegrzynowska E. [Perilymphatic fistula: diagnosis and treatment]. Otolaryngol Pol 2007; 61(2):147-151. 45. Maurer J, Ecke U, Schmidt CL, Stoeter P, Mann W. [Vascular origin of cerebellopontine angle syndrome]. HNO 2000; 48(2):142-146. 46. Gierek T, Markowski J, Majzel K, Wardas P. [Disabling positional vertigo (DPV): syndrome of vestibulo-cochlear organ impairment during vascular compression of the vestibulocochlear nerve (VCS)]. Otolaryngol Pol 2005; 59(3):403-407. 47. Perez GH, Rodrigo CO, Perolada Valmana JM, Ibanez A, I, Morera PC. [Cochleovestibular nerve compression syndrome. A case report]. Acta Otorrinolaringol Esp 1997; 48(4):305-308. 48. Brackmann DE, Kesser BW, Day JD. Microvascular decompression of the vestibulocochlear nerve for disabling positional vertigo: the House Ear Clinic experience. Otol Neurotol 2001; 22(6):882-887. 49. Benecke JE. Surgery for non-Meniere’s vertigo. Acta Otolaryngol Suppl 1994; 513:37-39. Περίληψη Η χειρουργική στις παθήσεις του αιθουσαίου συστήματος σήμερα έχει λίγες ενδείξεις. Η ενδοτυμπανική εγχυση γενταμυκίνης και στεροειδών σε επίπεδο εξωτερικού ιατρείου έχει βοηθήσει σε μεγάλο βαθμό στον έλεγχο της νόσου Meniere. Οι δε παρενεργειες αυτών των θεραπειών είναι σε αποδεκτά επίπεδα. Η χειρουργική αντιμετώπιση της νόσου Meniere θα πρέπει να υπολογίζεται μόνο για ασθενείς με καλή ακοή στους οποίους η ενδοτυμπανική έγχυση στεροειδών απέτυχε να ελέγξει την νόσο. Επίσης χειρουργική θεραπεία ενδείκνυται σε μερικές περιπτώσεις μη ελεγχόμενου ιλίγγου σε ασθενείς με BPPV, οστικό έλλειμμα ημικύκλιου σωλήνα, αγγειακό πιεστικό δακτύλιο και περιλεμφικό συρίγγιο. Λέξεις κλειδιά: περιφερικές παθήσεις του αιθουσαίου συστηματος, χειρουργική αντιμετώπιση 15 Otorhinolaryngologia - Head and Neck Surgery Issue 40, April - May - June 2010, pages 16-19 ORIGINAL ARTICLE Levels of immunoglobulins and complement in children with recurrent acute otitis media. Charalampos Skoulakis1*, Jiannis Hajiioanou2, John Bizakis2, Chariton Papadakis3, Charalampos Neokleous4, Efthimia Petinaki5 1 ENT Department of General Hospital of Volos, Greece 2 ENT Department of University Hospital of Heraklion, Crete, Greece 3 ENT Department of General Hospital of Chania, Greece 4 Institute Biotechnology Larissa, Thessalia, Greece 5 Department of Microbiology, University Hospital, Larissa, Thessalia, Greece Key words: Recurrent acute otitis media, immunoglobulins, immunoglobulin deficiency. Corresponding Author: Jiannis Hajiioannou, Kilkis 6 18120, Pireus, Athens Greece Tel: +30 2117206869, Fax: +30 2117206869, E-mail: [email protected] Abstract Objective: We sought to evaluate the role of immune response in the pathogenesis of recurrent otitis media (ROM). Method: A prospective, randomized controlled clinical study was conducted in 80 children suffering of recurrent otitis media, aged from six months to 6 years, during a 3-year period and in 80 matched healthy children served as control group. Total IgG, IgM, IgA, IgG sub-classes levels and C3-C4 complement components were measured and compared. Results: No statistical significant differences have been found in total IgG, IgM, IgA, IgG sub-classes levels and C3-C4 complement components, between the ROM group and the control group. However, IgE immunoglobulin was found to be raised in 10% of children with recurrent otitis media. Conclusion: Although, no statistical significant immunological differences were found in both groups, the possibility of immunologic factors involved in the pathogenesis of recurrent otitis media in this small group of patients deserves further investigation. Key words: immunoglobulins, complement, children, recurrent acute otitis media Introduction Acute otitis media, a viral or bacterial infection of the middle ear, is the most common infection for which antibiotics are prescribed for children in the United States.1,2 otitis media by the age of two, and one in seven children have more than six episodes. Children suffer from recurrent AOM when they have 3 episodes of acute otitis media within 6 months or 4 or more episodes within 1 year.4 Acute otitis media is most common between six and 24 months of age; by age three, more than 80 percent of children have been diagnosed.3 So far, no sufficient explanation for the pathogenesis of recurrent AOM has been given. Although Eustachian tube dysfunction is an adequate etiologic factor for middle ear effusion, the same mechanism cannot result in recurrent AOM.5 Two-thirds of the children have at least one episode of 16 The fact that patients with immunological deficit suffer frequently from upper respiratory tract infections along with acute otitis media may raise the suspicion that children with recurrent AOM may have some mild immunological disorder.6,7,8 children’s serum. The time of sampling was approximately one month after the initiation of therapy for each episode. The same immunological parameters values were also determined in 80 healthy children who were matched to the patient population for age and sex. None of them had a history of allergy or immunodeficiency. Despite proper antibiotic treatment, middle ear effusion may persist for weeks or months, often resulting in repeated courses of antibiotics. The organisms associated with recurrent otitis media are S. pneumoniae, H. influenzae, Moraxella Catarralis.9,10,11 2. Assays of humoral immunity 2.1. Determination of immunoglobulins (IgG, IgM, IgA, IGE), IgG-subclasses (IgG1, IgG2, IgG3, IgG4) and C3 and C4 components of complement Mechanisms of non-specific immune reaction, such activation of complement and phagocytosis, in relation with the production of specific antibodies, play essential role to eradicate and kill the pathogenic bacteria. Antibody-complement-dependent phagocytosis is the crucial defense mechanism against S. pneumoniae, H. influenzae, and M. Catarralis.12,13 Blood sera were centrifuged and the sera were stored at -700οC. The determination of immunoglobulins, IgG-subclasses and C3-C4 components of complement was performed by means of commercially available kits and the use of QM-300 nephelometer (kallestad, Pasteur, france).Measurement of IgE was performed by IgE- IMx assay according to the procedures of manufacturer (Abbott). Although recurrent otitis media is generally considered a bacterial infection, there is ample evidence that many factors, such allergic reactivity, primary or secondary immunodeficiencies etc, have a crucial role in the etiology and pathogenesis of this disease. Frequently, recurrent otitis media is characteristic of B-cell dysfunction and is a typical clinical feature of primary immunoglobulin deficiency states.5,11,13 3. Statistical analysis Data are expressed as means plus or minus standard deviation (±SD). The significance (p<0.05) of the difference of means was tested by non parametric Mann-Whitney test. Several studies have been previously undertaken to estimate differences of quantity in total immunoglobulins (IgG, IgM, IgA), and IgG subclasses among children with and without recurrent otitis media and to determine the frequency of IgG subclass deficiencies in children with recurrent otitis media.7,8,9,11,14 In this study, in order to evaluate the role of immune system in the pathogenesis of recurrent otitis media, we compared the levels of immunoglobulins and complement among children with recurrent otitis and healthy individuals. Materials-Methods 1. Patients Eighty children, aged from 6 months to 6 years old followed for recurrent AOM in the ENT Department ENT Department of General Hospital of Volos during the years 2005-07, were (randomly) assigned in the study. Patients were divided into four groups: 6 to 11 months, 1 to 2 years, 3 to 4 years, and 5 to 6 years. Immunoglobulins IgG, IgM, IgA, IgE, the sub-classes IgG1, IgG2, IgG3, IgG4, and the C3 and C4 components of the complement were determined in Results One hundred sixty subjects, 80 with recurrent otitis media (38 male and 42 female) and 80 healthy children (35 male and 45 female), were enrolled and had been drawn for determination of the immunological parameters described above. Among the subjects of each group 10 (12.5%) were 11 months of age or younger, 24 (30%) 12 to 24 months of age, 26 (32.5%) 3 to 4 years old and 20 (25%) were older than 4 years of age. Tables 1,2 show the values of immunoglobulins in children with recurrent otitis media and in healthy controls. There was no significant difference of immunity (complement components and immunoglobulins levels) between the recurrent otitis media and the control groups in any age group. However, IgE immunoglobulin was found to be raised (>200 iu/ml) in 8 children (10%) with recurrent otitis media although it was not statistically significant. Two of them were in the age group of 11months or younger, 3 in the age group of 12-24 months, 2 in the 3-4 years old group and 1 in the 4-6 years old group. 17 Table 1 Mean values of plasma IgG sub-classes in children with recurrent otitis media (RO) and in healthy children (HC).Concentrations values are in mg%; standard deviations are given below. NS: no significance. age 6-11 months 1-2 year old 3-4 year old 4-6 year old RO HC RO HC RO HC RO HC n=10 n=10 n=24 n=24 n=26 n=26 n=20 n=20 IgG1 353,8 331 450,65 448,4 722,1 882,6 851,3 SD 61,8 66,4 88,2 85,3 NS 698,1 121,8 100 NS 182 176 NS NS IgG2 102,7 87 116 103,2 123,6 120,1 166,1 145,7 SD 42,4 28,6 32,3 36,4 50,5 25,9 58,5 22,8 NS NS NS NS IgG3 41,2 42,6 75 80,8 67 72,2 68,2 77,1 SD 13,53 10,23 19,1 18,9 22,4 17,3 22,6 16,1 NS NS NS NS IgG4 18,6 16,7 31,4 32,8 54,75 57,55 37,15 33,85 SD 9,5 6,4 13,7 16,3 16,1 15,0 11,2 15,3 NS NS NS NS Discussion Recurrent otitis media is a common bacterial infection in children. There are no guidelines as to how many episodes of otitis media in an individual child should compel his physician to initiate a work-up for immune deficiency, which is a time-consuming and costly procedure. Many, if not most, of these children do not require laboratory investigators. However, additional features in a patient’s history or physician examination might provide the stimulus for further evaluation.15 The role of immune response in the pathogenesis of recurrent media otitis has been evaluated in 80 children, who were followed in ENT department, during a 3-year period. We found no statistical significant differences in total IgG, IgM, IgA, IgG sub-classes levels and C3-C4 complement components, between children with recurrent otitis media and control subjects. On the basis of our findings, we believe that the determination of immunoglobulins and IgG subclasses, has limited clinical usefulness in children with recurrent otitis media without some other clinical features. Clinical features such as candidiasis, recurrent or chronic dermatitis, recurrent or chronic diarrhea, recurrent infections or allergies, if present in a child with recurrent otitis media, should raise suspicion of a possible immunological disorder. However, the detection of increased levels of IgE immunoglobulins in 10% of the children’s group with recurrent otitis media although it did not reached statistical sig- 18 Table 2 Mean values of plasma immunoglobulins IgM, IgA, IgE and complement components in children with recurrent otitis media (RO) and in healthy children (HC). Concentrations values are in mg%; standard deviations are given below. NS: no significance. RO n=80 IgM 98,15 SD 31,4 HC n=80 95,6 38,1 Significance p NS 0.5 IgA SD 172,6 64,3 181,5 52,8 NS 0.42 IgE SD 67 12 64 9 NS 0.45 C3 SD 125,3 15,7 115,3 16,4 NS 0.47 C4 SD 20,76 6,05 21,9 6,07 NS 0.48 nificancy could suggest that allergic factors may be involved in the pathogenesis of the disease. As IgE determination is an easy and costless examination, could be considered in children with recurrent episodes of otitis media. Further investigation is warranted to verify this finding. On the basis of our findings, we believe that the determination of immunoglobulins and IgG subclasses, has limited clinical usefulness in children with recurrent otitis media without some other clinical features. Clinical features such as candidiasis, recurrent or chronic dermatitis, recurrent or chronic diarrhea, recurrent infections or allergies, if present in a child with recurrent otitis media, should raise suspicion of a possible immunological disorder. Reference List 1. American Academy of Pediatrics Subcommittee on Management of Acute Otitis Media. Diagnosis and management of acute otitis media. Pediatrics 2004;113:1451; 113:1451-65. 2. Hendley JO. Clinical practice. Otitis media. N Engl J Med 2002; 347:1169-74. 3. Klein JO, Pelton S. Epidemiology, pathogenesis, clinical manifestations, and complications of acute otitis media. Accessed May 15, 2007, at: http:// patients.uptodate.com/topic.asp?file=pedi_id/2870&title=Acute+Otitis+me dia 4. American Academy of Pediatrics Subcommittee on Management of Acute Otitis Media. Diagnosis and management of acute otitis media. Pediatrics 2004;113:1451-65. 5. Church, J.A., Immunologic evaluation of the child with recurrent otitis media. Ear Nose Throat J, 1997;76(1): 31-4, 42 6. Alles, R., et al., The prevalence of atopic disorders in children with chronic otitis media with effusion. Pediatr Allergy Immunol, 2001;12(2):102-6. 7. Veenhoven, R., et al., Immunoglobulins in otitis-prone children. Pediatr Res, 2004;55(1):159-62. 8. Wiertsema, S.P., et al., Immunologic screening of children with recurrent otitis media. Curr Allergy Asthma Rep, 2005;5(4):302-7. 9. Faden, H., The microbiologic and immunologic basis for recurrent otitis media in children. Eur J Pediatr, 2001;160(7):407-13. 10. Kilpi, T., et al., Bacteriology of acute otitis media in a cohort of Finnish children followed for the first two years of life. Pediatr Infect Dis J, 2001;20(7):654-62. 11. Yamanaka, N., M. Hotomi, and D.S. Billal, Clinical bacteriology and immunology in acute otitis media in children. J Infect Chemother, 2008;14(3):180-7. 12. Bernstein, J.M., Observations on immune mechanisms in otitis media with effusion. Int J Pediatr Otorhinolaryngol, 1984;8(2):125-38. 13. Kutukculer, N., et al., Increases in serum immunoglobulins to age-related normal levels in children with IgA and/or IgG subclass deficiency. Pediatr Allergy Immunol, 2007;18(2):167-73. 14. Berman, S., et al., Immunoglobulin G, total and subclass, in children with or without recurrent otitis media. J Pediatr, 1992;121(2):249-51. 15. Montague, M.L. and S.S. Hussain, A child with recurrent acute otitis media. Clin Otolaryngol, 2007;32(3):190-2. Επίπεδα ανοσοσφαιρινών και συμπληρώματος σε παιδιά με υποτροπιάζουσες οξείες μέσες ωτίτιδες Χ.Σκουλάκης, Ι. Χατζηιωάννου, Ι. Μπιζάκης, Χ.Παπαδάκης, Χ.Νεοκλέους, Ε.Πετινάκη Περίληψη Σκοπός: Στόχος μας ήταν αν αξιολογήσουμε το ρόλο του ανοσοποιητικού στην παθογένεια της υποτροπιάζουσας μέσης ωτίτιδας. Μέθοδος: Προοπτική, τυχαιοποιημένη κλινική μελέτη που διενεργήθηκε σε 80 παιδιά ηλικίας 6 μηνών ως 6 ετών, πάσχοντα από υποτροπιάζουσα μέση ωτίτιδα, σε διάστημα 3 ετών. Άλλα 80 υγιή παιδιά αντίστοιχης ηλικίας χρησίμευσαν σαν ομάδα ελέγχου. Οι ανοσοσφαιρίνες ολική G, M, A, G υποκατηγορίες καθώς και τα επίπεδα του συμπληρώματος (C3-C4) υπολογίστηκαν συγκριτικά. Αποτελέσματα: Δεν βρέθηκαν στατιστικά σημαντικές διαφορές στις τιμές των υπολογισθέντων ανοσοσφαιρινών και συμπληρώματος μεταξύ των δύο ομάδων που μελετήθηκαν. Ωστόσο η ανοσοσφαιρίνη Ε βρέθηκε αυξημένη στο 10% των παιδιών που έπασχαν από υποτροπιάζουσα μέση ωτίτιδα. Λέξεις κλειδιά: ανοσοσφαιρίνες, συμπλήρωμα, παιδιά, υποτροπιάζουσα οξεία μέση ωτίτιδα 19 Otorhinolaryngologia - Head and Neck Surgery Issue 40, April - May - June 2010, pages 20-24 ORIGINAL ARTICLE Appropriate Antibiotics for Peritonsillar Abscess – A 9 month cohort. Naveed Kara, Catherine Spinou Department of Otorhinolaryngology, Ninewells Hospital, Dundee, UK. Author for correspondence to: Miss Catherine Spinou, Head and Neck Fellow, Head and Neck Tumour Stream, The Royal Melbourne Hospital, Grattan Street, Parkville, VIC 3051, Australia, Email: [email protected] Abstract Objective: To assess the efficacy of the currently used protocol in the management of peritonsillar abscess in a tertiary referral centre in the UK. Methods: A prospective linear study was designed. 78 patients referred with peritonsilar abscess were included. The choice, duration of treatment, and length of in-hospital stay were recorded. Results: 52 cases of peritonsillar abscess were confirmed. Cultures isolated only Streptococci in 29% , Mixed Anaerobes in 27%, with 23% of the cases growing both. Metronidazole was the second antibiotic used in all 30 cases. Patients treated with the appropriate antibiotics had an in-patient stay of 1.8 days while patients over or under treated had an average stay of 2.4 days (p=0.45) Conclusion: The use of Metronidazole as a second antibiotic in our practice did not reduce the length of stay and did not show a significant improvement in clinical symptoms. Given the above findings the authors cannot recommend the use of Metronidazole as a second routine antibiotic for the treatment of peritonsillar abscess. Key words: peritonsillar abscess, antibiotics, management, metronidazole. Introduction Peritonsillar abscess is the commonest recognised deep infection of the head and neck that occurs in adults, and the surgical treatment options have been well described in literature(1,2). The first line in-hospital management however is conservative, and consists of intravenous antibiotics and drainage of the abscess. Treatment with appropriate antibiotic therapy is a crucial part of the definitive management. For many years Penicillin has formed the mainstay of antimicrobial treatment for peritonsillar abscess, but recently the overuse of antibiotics in the community and the emergence of beta-lactamase-producing organisms have led to the need for this practice to be re-examined(3). 20 Our aims were: 1. To establish the patient demographics and microbial aspects of peritonsillar abscess managed in our department. 2. To assess the appropriateness of antibiotic management of peritonsillar abscess in our department and 3. To determine the role of Metronidazole as an additional first-line treatment for peritonsillar abscess. Materials and Methods: A prospective study was designed and all medical staff dealing with emergency admissions in our department were informed and participated. Ethics approval was sought and not deemed necessary as the study prospectively observed an already established practice within the department. All patients referred to the ENT de- partment over a 9 month period with a suspected peritonsillar abscess were initially assessed for inclusion in the study. A positive diagnosis was confirmed with a positive aspirate and patients with negative aspirates were thereafter excluded. All abscess were drained with needle aspiration. Samples of the aspirate were sent to the laboratory for microscopy and culture. Blood samples were obtained and sent to the laboratory for differential leukocyte counts, Creactive protein levels and Monospot tests for Epstein - Barr virus. Patients were subsequently admitted, their vital signs recorded, and they were commenced on empirical antibiotics as per the choice of the admitting doctor. Although departmental guidelines existed, no attempt was made to instruct Figure 1 Patients admitted with peritonsillar abscess Figure 2 Symptoms at presentation doctors to follow them strictly and the choice of pharmacotherapy was left to the individual admitting doctor. This allowed us to observe both the variation in practice and the results of different treatments within the department. This data was then collated retrospectively through patient case notes and the computerised laboratory results, and their clinical courses were charted. Results A total of 78 patients presented to the ENT department over the 9-month period with a suspected peritonsillar abscess. This included 39 males and 39 females. The diagnosis was confirmed by a positive aspirate in 52 of the patients, with an equal sex distribution of 26 males and 26 females. There were 28 (55%) left-sided abscesses 23 (44%) right-sided and no side recorded in one case. The remaining 26 patients were diagnosed with peritonsillitis and were thereafter excluded from further analysis. One patient’s case notes could not be located and was therefore also excluded from further analysis. (Fig 1) Patient age ranged from 11 years to 85 years, with the mean age of 30.5 (32.2 years for males, 28.9 years for females). Mean body temperature at presentation was 37.25oC (range: 35.4 oC to 39.4 oC) and the average duration of symptoms quoted in the history was 6.2 days (range: 2 days to 21 days). Odynophagia was present in 92%, trismus in 57% and otalgia in 37%, with only 18% of patients complaining of the classical triad of all three. The commonest combination of symptoms was that of odynophagia and trismus, being present in just over half of patients (53%). (Fig 2) Figure 3 Organisms grown from abscess (n=52) Blood results for 12 patients and aspirate culture results for 4 patients could not be obtained, and they were excluded from the relevant analyses. The quantity of pus obtained on aspiration was documented and ranged from 0.5mls to 15mls (mean: 3.6mls). The mean Leukocyte count was 15.4x109/L (range: 8-25.2 x109/L) with a predominant neutrophilia (mean: 11.9 x109/L, range: 4.4-21.9 x109/L). C-reactive Protein (CRP) was also measured and showed variable elevation ranging from 18-361 mg/L (mean: 135.1 mg/L). No positive Monospot tests were obtained. Male patients presented earlier than female patients at 5.1 days rather than 7.3 days. No other significant differences between both groups were noted in presentation, clinical findings or clinical course. Likewise, a comparison of patients presenting with left sided or right sided abscess also showed them to be statistically similar. Microbiological analysis demonstrated only one respon- 21 Figure 4 Comparison of antibiotic usage and sensitivities sible organism in 60% (n=27) of the aspirates and two responsible organisms in 27% (n=11) of aspirates. Thirteen percent of aspirates (n=6) did not yield any organisms. Twenty nine percent of aspirates (n=14) grew Streptococci only, 27% (n=13) grew Mixed Anaerobes only, and 23% (n=11) grew both Streptococci and Mixed Anaerobes. Organisms such as Haemophilus Influenza, Bacillus Urealyticum and Mixed mouth flora were responsible for the remaining 8% (n=4). A total of 11 different bacterial isolates were obtained. (Fig 3) There were no significant differences in age, sex, presenting symptoms, side of abscess or blood results between those patients with a monomicrobial abscess and those with a multimicrobial abscess. There were also no differences found on comparing the different individual organisms. Twenty patients were treated with a single intravenous antibiotic regime, comprising of Augmentin, Benzylpenicillin, Clarithromycin, Erythromycin or Clindamycin. Thirty patients received a combination of two different intravenous antibiotics, Metronidazole being the second antibiotic of choice in every case. One patient was managed with oral Penicillin alone. For the 41 patients on whom all 22 Table I Length of stay related to treatment PatientsNumbers Length of stay Overtreated 8 (20%) 2.6 days 2.4 days Undertreated 9 (21.5%) 2.3 days Appropriate antibiotics 24 (58.5%) 1.8 days necessary data was available, aspirate sensitivities were compared with the actual antibiotics empirically used. Of the 24 patients (59%) whose aspirates tested sensitive to Metronidazole, only two thirds were actually treated with it. Of the 17 (41%) who did not test sensitive to Metronidazole, half of them had been treated with it. (Fig 4) In addition to the initial aspiration on admission, a total of 11 patients required further procedures to be carried out. Six patients required a further aspiration, one patient required incisional drainage, and one patient required both a further aspiration and incisional drainage. One patient required two further aspirations and 2 patients underwent a “hot tonsillectomy”. Patients who required additional interventions presented later at 7.8 days in contrast to 5.7 days. Over half of these patients were treated with appropriate antibiotics. One of the patients who required a further aspiration was also the only patient who received steroids as part of their treatment (2 doses of intravenous dexamethasone). His presentation and clinical findings were no different from any of the other patients. The mean length of stay for all patients was 2.2 days, ranging from 0 days to 6 days. Patients who required further interventions required a longer in-patient stay of 3.1 days compared with 2.0 days for those managed with a single procedure. Patients who received appropriate antibiotic treatment had a shorter in-patient stay of 1.8 days in contrast to 2.4 days, which was the average stay of patients either overtreated or undertreated. Using ANOVA one way test for 3 independent samples the comparison of length of stay between correctly treated, overtreated and undertreated group gave a p= 0.41. Surprisingly, patients who were overtreated had a longer stay of 2.6 days, but these numbers were too small to reach statistical significance. (Table I) Discussion According to a 2002 postal survey, the average number of peritonsillar abscess cases seen by an ENT department per year in the UK was 29(2). A total of 52 patients with peritonsillar abscess were admitted to our department over the 9 month period, equating to 69 cases per year. This is considerably higher and reflects the fact that our department was part of a large teaching hospital. Two thirds of our patients admitted with a peritonsillar infection were diagnosed with an abscess, the remainder being managed for peritonsillitis alone. Patients were seen and aspirated by different doctors, and it is possible that relative differences in experience may have contributed to an elevated false negative cohort. It is also possible that had some of those patients presented later or had antibiotics not been commenced when they were, that they too may have proceeded to develop a peritonsillar abscess. We made no attempt to identify what antibiotics if any the patients had received prior to admission. Other studies have demonstrated abscesses accounting for between 68% and 82% of patients presenting with peritonsillar infections(4, 5). Several studies have examined the epidemiology of peritonsillar abscesses and our patients’ average age of 30.5 years is comparable to their findings, showing a decreasing incidence with increasing age(6-8). Similarly, we also did not demonstrate any significant differences in the side of the abscess(7). While some studies have shown a considerably higher male prevalence of up to 3:1, several others have shown a comparable prevalence, and we demonstrate a very equal sex ratio(5-9). The majority of our patients underwent needle aspiration only, and while this appears to be the commonest procedure of choice in the United Kingdom(2), many other authors appear to favour incisional drainage, believing that it offers a much lower recurrence rate (7,10). Two (3.8%) patients from our study underwent a “hot tonsillectomy” due to a poor response to aspiration and antibiotics alone. A study from Germany presented a cohort of 76 patients who all underwent a tonsillectomy within 24 hours of admission, and this clearly demonstrates that therapeutic strategies for peritonsillar abscess remain varied and controversial(8). No patients from our cohort tested positive for Epstein-Barr virus infectious mononucleosis, nor did any present with bilateral abscess. Other studies have shown a prevalence of Epstein-Barr virus to be up to 1.8% and bilateral abscess have been shown to present in around 1% of patients with peritonsillar infection(5-7). Microbiological analysis of 13% of our aspirates did not yield any organism, and this is not surprising with other studies yielding no detectable growth in 1.6% to 15% of aspirates (7, 8, 11) . These variations may be in part due to the geographical differences of peritonsillar abscess or the differing diagnostic abilities between laboratories. Some patients may have been commenced on oral antibiotics prior to their admission and this may have contributed to the negative aspirates, although previous studies have not shown this to alter clinical course or microbiological results(12). The polymicrobial nature of peritonsillar abscess is well described, and Brook et al have demonstrated up to 3.1 isolates detected per aspirate(13). Several studies have looked in detail at the differing contributions made by both aerobic and anaerobic organisms, and have shown them to be jointly responsible for up to 76% of abscess(8,13). Other studies have demonstrated that anaerobic organisms alone may be responsible for up to 84% of abscess, and more importantly, Beta-Lactamase producing organisms have been shown to be responsible for 6% to 52% of abscess(4, 8, 11, 13). Our patients had an average inpatient stay of 2.2 days. This is in keeping with the UK average, and considerably lower than other studies who have quoted up to 9.9 days(2, 7). Patients who were treated with appropriate antibiotics showed a slightly shorter length of stay of 1.8 days compared with the average 2.4 days for over and under treated patients. However this did not reach statistical significance. Other studies, have also failed to show any difference in the length of stay with the usage of different antibiotic regimes(5). No differences in clinical presentation were noted between the groups, which could be used to guide appropriate treatment or predict outcomes. Potentially 98% of our patients could be covered effectively by the use of both Penicillin and Metronidazole as a blind empirical regime instituted on admission. However Metronidazole did not seem to reduce the length of in hospital stay unless the correct regime was used. Since there are no specifics in clinical presentation which could help identify the patients with anaerobe abscesses, the blind use of Metronidazole cannot be recommended from the results of this study. There is no significant difference in the length of stay between overtreated, undertreated and correctly treated patients which could justify the wide use of Metronidazole as a second antibiotic for all admissions with peritonsillar abscess. This study although prospective in its design, is limited by a few factors. Firstly the numbers are small and statistical significance was not reached even though the number of admissions with peritonsillar abscess were higher than the national average. It was designed to be observational and any bias towards treatment modalities cannot be excluded. A prospective randomised multicentric study of adequate power will be necessary in order to address the above questions with certainty. Conclusion Peritonsillar abscess are a relatively common emergency admission in ENT departments, and therefore are primarily managed by junior doctors. A variation in their skills and ENT core knowledge is to be expected. Moreover the introduction of “hospital at night” teams means that fewer doctors are competent to perform a needle aspiration out of hours, rendering antibiotics the only treatment modality a patient may have for up to 12 hours af- 23 ter admission to hospital. This in turn may give rise to over-expensive and ineffective patient management. It is therefore necessary for departments to regularly audit their own practice to ensure that while it remains cost effective, it does not compromise patient care. Although in practice the results of microbial analysis of aspirates are not available at the time of commencing therapy, they can provide valuable information to accurately direct treatment in resistant or complicated cases. Our frequent finding of anaerobic organisms as the sole or second organism in peritonsillar abscess highlights their important role in their pathogenesis. However the use of a combination of Penicillin and Metronidazole as routine practice, in all patients admitted to hospital with a peritonsillar abscess cannot be recommended by this study as no significant difference in hospital stay and clinical picture were observed. Summary What is known about the topic • The average ENT department in the UK will admit approximately 30 peritonsillar abscesses a year. • Anaerobes are a common finding when culturing aspirates from peritonsillar abscesses • Needle aspiration, incision drainage, and hot tonsillectomy have all been employed as invasive treatment modalities. • Penicillin is the most common antibiotic used for conservative treatment and Metronidazole is usually the 2nd antibiotic added to the regime. What this study adds to the topic • Anaerobes alone or as part of a group account for 50% of all organisms found in an aspirate • The use of Penicillin and Metronidazole should cover almost all the patients admitted with peritonsillar abscess. 24 • No clinical predicting factors for anaerobic infections could be identified in this study. • The addition of Metronidazole as a second antibiotic did not reduce the length of in hospital stay unless the correct regime was used. • The blind use of Metronidazole as a second antibiotic in all peritonsillar abscesses cannot be recommended from this study. References 1. Steyer TE. Peritonsillar Abscess: Diagnosis and Treatment. Am Fam Physician 2002; 65: 93-96. 2. Mehanna HM, Al-Bahnasawi L, White A. National audit of the management of peritonsillar abscess. Postgraduate Medical Journal 2002; 78: 545-547. 3. Parker GS, Tami TA. The management of peritonsillar abscess in the 90s: an update. Am J Otolaryngol 1992; 13: 284-8. 4. Muir DC, Papesch ME, Allison RS. Peritonsillar infection in Christchurch 1990-2: microbiology and management. N Z Med J 1995; 108(994): 53-4. 5.Ong YK, Goh YH, Lee YL. Peritonsillar infections: local experience. Singapore Med J 2004; 45(3): 105-9. 6. Hanna BC, McMullan R, Gallagher G, Hedderwick S. The epidemiology of peritonsillar abscess disease in Northern Ireland. J Infect 2006; 52(4): 247-53. 7. Matsuda A, Tanaka H, Kanaya T et al. Peritonsillar abscess: a study of 724 cases in Japan. Ear, Nose Throat J 2002; 81(6): 384-9. 8. Sladczyk M. Microbiology and antibiotic resistance of peritonsillar abscess. Annual Meeting of the German Society for Oto-Rhino-Laryngology, Head and Neck Surgery, 4-8 May 2005. http:// www.egms.de/en/meetings/hno2005/05hno057. shtml 9. Stegehuis HR, Schousboe M. Peritonsillar infection in Christchurch 1981-1984. N Z Med J 1986; 99(806): 536-8. 10. Wolf M, Even-Chen I, Kronenberg J. Peritonsillar abscess: Repeated needle aspiration versus incision and drainage. Ann Otol Rhinol Laryngol 1994; 103: 554-7. 11. Prior A, Montgomery P, Mitchelmore I et al. The microbiology and antibiotic treatment of peritonsillar abscesses. Clin Otolaryngol Allied Sci 1995; 20(3): 219-23 12. Briner HR. Does antibiotic therapy hinder the course of peritonsillar abscesses? Schweiz Med Wochenschr Suppl 2000; 125: 14S-16S. 13. Brook I, Frazier EH, Thompson DH. Aerobic and anaerobic microbiology of peritonsillar ab- scess. Laryngoscope 1991; 101(3): 289-92. Κατάλληλα αντιβιοτικά στην αντιμετώπιση του περιαμυγδαλικού αποστήματος – Προοπτική μελέτη 9 μηνών Naveed Kara, Αικατερίνη Σπίνου Department of Otorhinolaryngology, Ninewells Hospital, Dundee, UK. Περίληψη Σκοπός: Να εξετασθεί η αποτελεσματικότητα των υπαρχόντων πρωτοκόλλων στην αντιμετώπιση του περιαμυγδαλικού αποστήματος σε επίπεδο τεταρτοβάθμιου Νοσοκομείου στην Μεγάλη Βρετανία. Υλικό - Μέθοδοι: Πρόκειται για μελέτη προοπτικού τύπου στην οποία συμπεριλήφθηκαν 78 ασθενείς. Καταγράφηκαν η επιλογή και η διάρκεια της θεραπείας καθώς και οι ημέρες παραμονής στο Νοσοκομείο. Αποτελέσματα: Επιβεβαιώθηκαν 52 περιπτώσεις περιαμυγδαλικού αποστήματος. Η καλλιέργεια πυου ανέδειξε στο 29% των περιπτώσεων στρεπτόκοκκους, στο 27% αναερόβια μικρόβια, ενώ στο 23% μικτή χλωρίδα. Η μετρονιδαζόλη ήταν η δεύτερη επιλογή φαρμάκου σε τριάντα περιπτώσεις. Οι ασθενείς οι οποίοι ελεβαν την κατάλληλη αντιβιωτική αγωγή είχαν μεσο ορο παραμονής στο Νοσοκομειο 1,8 ημερες ενώ οι ασθενείς με υπερβολική ή υπο-θεραπεια είχαν 2,4 ημερες (p=0.45). Συμπέρασμα: Η χρηση της μετρονιδαζόλης ως δευτερης επιλογής σε διπλό σχημα αντιβίωσης στην κλινική πράξη δεν μειωσε σημαντικά την ενδονοσοκομειακη παραμονή ουτε βελτιωσε τα κλινικά συμπτωματα. Με βαση τα ανωτερω οι συγγραφεις δεν προτεινουν την χρηση της μετρονιδαζόλης ως σταθερή επιλογή σε διπλό σχημα αντιβίωσης στην αντιμετώπιση του περιαμυγδαλικού αποστήματος. Λέξεις - κλειδιά: περιαμυγδαλικό απόστημα, αντιβιοτικά, αντιμετώπιση, μετρονιδαζόλη Otorhinolaryngologia - Head and Neck Surgery Issue 40, April - May - June 2010, pages 25-32 ORIGINAL ARTICLE Multidimensional evaluation of voice via subjective, acoustic and electroglottographic analyses in patients with LPR. Elena Pavlidou1, Athanasia Printza2, Shashivadan P Hirani3, Stefanos Triaridis4, Victor Vital5, Ruth Epstein6 1 Department of Otolaryngology Head and Neck Surgery, Voice and Swallowing Clinic, Aristotle University of Thessaloniki, AHEPA and Papageorgiou Hospitals, Thessaloniki, Greece. 2 Department of Otolaryngology Head and Neck Surgery, Voice and Swallowing Clinic, Medical School, Aristotle University of Thessaloniki, AHEPA and Papageorgiou Hospitals, Thessaloniki, Greece. 3 Unit of Behavioural Medicine and Institute of Laryngology & Otology, Ear Institute, University College London. 4 Department of Otolaryngology Head and Neck Surgery, Aristotle University of Thessaloniki, AHEPA Hospital, Thessaloniki, Greece. 5 Department of Otolaryngology Head and Neck Surgery, Aristotle University of Thessaloniki, AHEPA Hospital, Thessaloniki, Greece. 6 Institute of Laryngology & Otology, Ear Institute, University College London Full address Corresponding author: Elena Pavlidou, Desperai 22, Thessaloniki, 546 21, Greece, e-mail: [email protected], Tel: 0030 693 70 79084 Objectives: The purpose of the study was to analyse the acoustic characteristics of patients with laryngopharyngeal reflux (LPR), assess the severity of their symptoms and determine whether voice disturbances in LPR patients can be described through the laryngograph. Methods: 30 patients with symptoms related to LPR and 30 healthy subjects underwent vocal assessment that included: video-laryngostroboscopy, the Reflux Symptom Index (RSI), the Voice Handicap Index (VHI) and electroglottographic analysis. Results: Mean values of the RSI and the VHI were higher for the patients. Jitter, Shimmer, closed quotient and percentage of contact phase irregularity were statistically significantly increased. Conclusion: Multidimensional assessment provides a holistic evaluation of the parameters related to LPR that can aid clinical decision making. Key words: laryngopharyngeal reflux, acoustic measurements, laryngograph, voice Introduction Gastroesophageal reflux is a very common and widespread disease. Laryngeal and pharyngeal symptoms and pathologies are considered to be the commonest manifestations of extra-esophageal reflux1-2-3. Laryngopharyngeal reflux (LPR) has been delineated as a distinct clinical entity4. It refers to the backflow of gastric contents over the upper esophageal sphincter into the pharynx and the upper aerodigestive tract. It is estimated that 10-25% of the patients examined for laryngeal and voice disorders in ENT clinics have LPR5. Direct contact of the gastric content at laryngeal mucosa surfaces can cause chronic inflammatory changes and alteration of the voice3. Damage of the laryngeal mucosa may also be caused by an indirect mechanism, persistent cough which leads to trauma of the glottis4. Stimulation of the parasympathetic terminations present on the esophageal mucosa can trigger reflex, laryngeal spasm or the cough reflex4-2. In LPR the symptoms are chronic and intermittent and may include hoarseness, vocal fatigue, frequent throat 25 clearing, excessive throat secretions, globus sensation, cough, sore throat, dry mouth, tongue burning, dysphagia and chronic or recurrent breathing difficulties (especially at night)2-3-4. Occasionally dyspepsia and heartburn are present, but this is not a standard diagnostic symptom. Kaufmann found that fewer than 20% of patients with LPR had esophagitis6. LPR is considered to be the causative or contributing factor in laryngeal pathologies such as vocal nodules, Reinke’s edema, granulomatous lesions of the posterior glottis, laryngospasm, subglottic stenosis and functional laryngeal disorders2-3-4-7. The most common laryngeal signs attributed to LPR are edema and erythema of the arytenoid cartilages and interarytenoid area, true and false vocal cord edema and erythema and pseudosulcus1-7. There is no pathognomic symptom or finding for LPR2. LPR diagnosis is based on the symptoms assessed with validated questionnaires (Reflux Symptom Index) and the presence of laryngoscopic finding associated with LPR (Reflux Finding Score)8. The response to treatment with PPI or demonstration of reflux events by impedance and pH-monitoring are the two approaches to confirming the diagnosis of LPR. Currently, pH-monitoring methodology and normative values are evolving and are under ongoing research3-4-9. Multidimensional assessment of voice problems includes endoscopy, subjective evaluation and objective measurements. The electroglottography (EGG) performed with the Laryngograph® is one of the various instruments used for objective measurements allowing the clinician to study the acoustic parameters of the voice. Through its analogue waveform it provides advanced live analysis estimating important acoustic voice quality parameters as perturbation of fundamental frequency (Jitter), perturbation of amplitude (Shimmer), irregularity of vocal folds vibration and closed quotient contours. Over the last few years, much atten26 tion has been focused on the clinical manifestations of LPR, diagnostic approaches and therapeutic aspects. The number of studies that examined the effect of LPR on acoustic parameters is limited and most of the results are controversial7-10-11-12. However, voice changes are considered a characteristic symptom of LPR and voice changes are attributed to LPR even in the absence of lesions of vocal folds. When hoarseness is a prominent symptom, acoustic voice analysis measuring frequency, intensity and perturbation provides an objective way to document symptom severity and progress of the disease12. However, there is lack of research in the literature focusing on the phonatory mechanisms and contact patterns of the vocal folds in patients suffering from LPR. The aim of the present study is a multidimensional assessment of voice in LPR patients, which could help establish causal relationship of LPR with voice changes and shed light to the phonatory mechanisms involved. The voice assessment consists of acoustic voice analysis, evaluation of the phonatory patterns via EGG and subjective patient evaluation of the phonatory dysfunction. A secondary aim is to identify acoustic parameters and electroglottographic waveforms indicative for LPR. Methods Prospective controlled study Subject selection Patients were recruited from the Voice Clinic of the Otolaryngology Department of the Aristotle University in Thessaloniki, (Greece). Every consecutive patient with a newly diagnosed LPR related dysphonia was invited to participate to the study. Their inclusion criteria were as follows: 1. New diagnosis of LPR in patients with no previous reflux treatment. 2. Total score of LPR symptoms from Reflux Symptom Index greater than >13. 3. Diagnosis of LPR based on the presence of symptoms and laryngoscop- Table I Laryngostroboscopic findings evaluated in the diagnosis of LPR Erythema/edema of arytenoids Vocal fold edema False vocal fold edema Diffuse laryngeal edema Posterior commissure hypertrophy Posterior laryngitis Erythema of the larynx Vocal fold pathology (Nodules, Reinke’s edema, granuloma, sulcus and pseudo-cyst) ic findings related to LPR by the examining Otolaryngologist – voice specialist. 4. Presence of vocal fold pathology relative to LPR (edema, nodules, pseudosulcus and granuloma). The diagnosis was based on the patients’ medical and voice history, a head and neck examination and a video-laryngostroboscopic evaluation of the larynx. Our study participants had no other pathology contributing to their symptoms. Smokers and non smokers were included in the study. Stroboscopy included examination during sustained phonation of the vowels /i/ and /e/ at habitual loudness and pitch and during loudness and pitch scales, coughing and short phonation followed by inhalation. When appropriate, phonation during connected speech and singing were evaluated with flexible endoscope stroboscopy. Stroboscopic features evaluated included mucosal wave propagation, glottal closure, phase symmetry and irregularity. These features were not statistically analysed since for the purposes of this study the clinical stroboscopic diagnosis was used. The endoscopic evaluation findings are presented in Tables 1 and 2. The diagnosis of LPR was confirmed by the patients’ response to treatment. The control group included subjects who had no gastric complains or voice changes for the last 1 year, no chronic laryngeal diseases, no history of neurological disease, laryngeal surgery or reflux treatment. Exclusion criteria for both groups of participants were a history of laryngeal surgery and presence of vocal fold lesions other than those mentioned above. speech, which was selected as it represents conversational speech. Two gold-plated electrodes were attached to the skin bilaterally at the site of the thyroid cartilage with a neckband and connected to the Laryngograph processor. Observation of glottic waveform on the screen ensured that the electrodes had been appropriately placed on the thyroid cartilage. Recording protocol Patients underwent video-laryngostroboscopic examination with a 70° rigid telescope (Karl Storz, Germany) by the same ENT physician. The subjects then completed the questionnaires. Thereafter the simultaneous audio and electroglottographic (EGG) recordings were made in a sound-treated room with an ambient noise below 50 dB. Patient test recordings all took place in one visit. The first author performed all the recordings. Acoustic and electroglottographic analyses were performed using the Lx Speech Studio program (Laryngograph® Ltd, London). The percentages of jitter and shimmer were measured for the recorded sustained /a/ sound through the Multi-dimensional Voice Program (MDVP). These parameters should be calculated from the sustained vowel because of their sensitivity during the recordings15. In order to exclude irregularities associated with the onset and offset of phonation, the stable 3 seconds segment of the midvowel was evaluated. In the quantitative analysis of the recorded paragraph, which lasted 1 minute, the mean fundamental frequency, the closed quotient, and the irregularity of the frequency were assessed. Diagrammatic outputs from the electroglottographic analyses are presented to aid interpretations. Laryngostroboscopic findings which were evaluated are shown in Table 1. The questionnaires that were used were the Reflux Symptom Index (RSI)8, a questionnaire consisting of nine statements concerning LPR symptoms and the Voice Handicap Index (VHI), a self-administered instrument consisting of 30 statements on voice- related dysfunction13-14. Speech material Patients and control group participants were submitted to the same voice recording and electroglottographic protocol. The speech sample was designed to include a range of tasks that make varying demands on the vocal apparatus. In the study both sustained phonation and connected speech were included providing data from which a variety of acoustic measurements could be obtained. The recording of both sustained vowel and connected speech was made at comfortable pitch and loudness. Segments of 3-second duration of sustained phonation of the vowel [a] were first recorded. To obtain a sample of connected speech, subjects read a paragraph of a Greek passage, phonetically balanced. Prior to the recording, the subjects were given time to familiarize themselves with the material. Audio and recordings Audio and electroglottographic (EGG) recordings were made simultaneously. The speech signal was recorded using an omni-directional pressure-sensitive microphone positioned at an angle of 45º from the subject’s mouth. The distance between the mouth and the microphone remained constant at 10 cm. Before the initial recordings the microphone was appropriately calibrated. The EGG was used to monitor the degree of vocal fold contact during sustained vowel phonation and connected Statistics SPSS for Windows (vers.16) was used for the statistical analysis. The normality of the data was calculated with the Kolmogorov-Smirnov test and the reliability of the questionnaires was calculated with the Cronbach’s alpha coefficient. Relationships between variables were examined with Spearman’s Rho test. Group differences on categorical data were examined using the Chi-squared (χ2) and group difTable 2 Findings of the video-laryngostroboscopic examination N % Erythema/edema of arytenoids 25 83.3 Vocal cord edema 19 63.3 False vocal cord edema 7 23.3 Diffuse laryngeal edema 4 13.3 Posterior commissure hypertrophy 23 76.7 Erythema of the larynx 1 3.3 Vocal fold pathology None 2 70.0 Nodules 3 10.0 Reinke’s edema 1 3.3 Pseudocyst 2 6.7 Pseudosulcus 2 6.7 Granuloma 1 3.3 27 Table 3 Comparison of acoustic measurements in patient sub-groups Mean / SDMean RankTest Statistics Patients Controls Patients Controls U p Mean F0 Total 166.64 (39.52) 147.67 (38.00) 33.25 27.75 367.50 0.222 Males 123.18 (25.33) 115.73 (17.70) 14.23 12.29 74.50 0.678 Females 184.95 (28.51) 179.60 (22.20) 18.11 16.73 131.00 0.690 Jitter Total 10.62 (12.14) 0.75 (0.37) 39.48 21.52 180.50<0.001 Males 10.64 (13.96) 0.76 (0.45) 18.18 10.07 31.00 0.008 Females 10.62 (11.71) 0.73 (0.28) 21.84 12.00 60.00 0.004 Shimmer Total 8.97 (6.54) 2.25 (1.20) 42.08 18.92 102.50<0.001 Males 9.41 (7.12) 2.46 (1.40) 19.55 9.07 16.00 0.001 Females 8.79 (6.48) 2.04 (0.95) 23.37 10.07 31.00<0.001 Irregularity Total 50.72 (26.01) 87.97 (10.75) 17.82 43.18 69.50<0.001 Males 49.00 (30.48) 87.21 (9.77) 7.00 18.27 11.00<0.001 Females 51.45 (24.78) 88.73 (11.94) 11.26 25.40 24.00<0.001 Close quotient Total 49.11 (16.15) 36.62 (6.54) 37.67 23.33 235.00 0.001 Males 45.01 (12.61) 37.34 (6.92) 15.00 12.40 66.00 0.392 Females 50.83 (17.44) 35.90 (6.31) 22.26 11.47 52.00 0.002 Voiced time Total 8.69 (5.51) 10.08 (5.96) 26.59 31.17 340.00 0.299 Males 11.55 (7.79) 12.48 (7.20) 11.69 12.17 57.50 0.872 Females 7.48 (3.88) 7.69 (3.06) 16.68 18.53 127.00 0.591 ferences on continuous variables were examined with ANOVAs or the MannWhitney U test (when data was significantly skewed). Results Sample Characteristics A total of sixty participants were included in the study. Thirty adult patients (19 females and 11 males) were recruited. Their ages ranged between 22-71 years (females’ mean: 50.10, SD: 14.81, males’ mean: 52.00, SD: 28 14.14). The control group consisted of 15 males, 15 females aged between 24 and 80 years old (females’ mean: 41.13, SD: 14.40, males’ mean: 47.53, SD: 18.79). Preliminary analyses indicated that the groups did not significantly differ in the gender composition (χ2=1.086, df=1, p=0.297, Cramer’s V=0.135 or age (F(1,58)=.574, p=0.114). The findings of the laryngostroboscopic examination are presented in Table 2. All patients presented with more than one laryngeal finding. Twenty one (70%) of them did not have had a mass lesion. The RSI obtained a satisfactory alpha coefficient of 0.850. Patients reported multiple symptoms of LPR on clinical presentation, with 100% of them reporting more than one symptom in the RSI. The most frequently reported symptoms were ‘hoarseness’ (86.6%), ‘throat mucus’ (86.6%), ‘clearing the throat’ (100%), lump in the throat’ (83.3%) and ‘heartburn/ acid coming up’ (76.6%). All the individual items of the RSI were higher in the LPR patients than in control participants (p≤0.001), as was the total score (U=6.0, n1=30, n2=30, p<0.001). The total VHI was also reliable with an alpha coefficient of 0.924. The total score of the VHI, plus the physical (alpha=0.934) and the emotional (alpha=0.895) subscales were found to be significantly different between the patients and controls (Table 3); however the functioning scale (alpha=0.717) was not significantly different between these groups. In the subgroup of females the physical and emotional subscales and the total VHI score were statistically significantly higher than in the control group. In the subgroup of males the physical subscale and the total VHI score were higher than in the control group. Acoustic analysis revealed that the parameters: ‘percentage of jitter’, ‘percentage of shimmer’, ‘percentage of contact phase irregularity’ and ‘closed quotient’ were significantly higher in LPR patients versus the healthy participants (Table 3). However, the ‘closed quotient’ was found to be statistically significant only in the subgroup of female patients. Comparison of the mean fundamental frequency in the male and female subgroups between patients and control participants revealed that there is no significant difference. Correlational analysis in the pa- tients group between the acoustic measurements and the laryngeal findings are presented in Tables 4 & 5. Discussion Laryngopharyngeal reflux disease is associated with a wide spectrum of voice disorders. Hoarseness is the main perceptual voice characteristic, which can be attributed to the presence of LPR alone or in combination with vocal cord lesions. In this study 70% of the patients presented with no vocal fold lesion and 30% with benign lesions contributing to their dysphonia. Up to the present few studies have focused on the analysis of the voice in patients with LPR2-10-11-16 and few of them evaluated the contact patterns of the vocal folds during phonation. Using the Lx Speech Studio Program, we examined various characteristics of the voice through acoustic and electroglottographic analyses, utilizing the parameters of mean fundamental frequency, jitter, shimmer, the percentage of contact phase irregularity and also the mean contact quotient, which are common indices used for voice analysis in vocal pathology. The frequency of the vibration of the vocal folds is referred to as fundamental frequency. The perceptual correlate of frequency is pitch and the perceived pitch of a sound increases in proportion to the frequency of vibration. In the literature it is indicated that most of the laryngeal disorders do not have a significant impact on the mean fundamental frequency17. In fact, Murry18 found that only vocal cord paralysis patients had significantly different mean fundamental frequencies than control group. Oguz at al10 and Pribuisiene et al11 also found no significant difference for the mean fundamental frequency in both female and male groups. Our findings agree with the findings of these studies revealing no significant difference in the female and male subgroups between patients and control Table 4 Spearman’s ρ correlation between acoustic indices, laryngostroboscopic findings and questionnaire scores Mean Fo Jitter Shimmer % % Close Voiced Irregularity Quotient Time Erythema Arytenoids 0.088 0.214 0.164 -0.210 -0.080 -0.021 Vocal Cord Edema -0.080 -0.052 -0.060 0.440* 0.148 -0.158 Ventricular Obliter. 0.114 0.132 0.077 -0.173 -0.032 -0.564** Diffuse Laryngeal Edema 0.040 0.227 0.079 0.085 -0.023 0.214 Posterior Commisure Hypertrophy -0.100 0.105 0.178 -0.223 -0.114 0.282 Posterior Laryngitis -0.312 -0.306 -0.215 0.261 -0.028 -0.045 RSI total score 0.437* 0.028 -0.141 0.229 0.062 -0.477* VHI - F 0.320 0.304 0.014 0.172 0.411* -0.468* VHI - P 0.129 -0.018 -0.064 0.168 0.198 -0.141 VHI - E 0.345 -0.098 -0.218 0.160 0.352 -0.147 Total VHI score 0.248 0.062 -0.103 0.182 0.333 -0.300 * significant at the 0.05 level (2-tailed) ** significant at the 0.01 level (2-tailed) Table 5 Spearman’s ρ correlation between acoustic indices and questionnaire scores VHI - F VHI - P VHI - ETotal VHI score Erythema Arytenoids -0.018 -0.168 -0.204 -0.147 Vocal Cord Edema 0.107 0.212 0.190 0.220 Ventricular Obliter. 0.024 -0.087 -0.146 -0.064 Diffuse Laryngeal Edema -0.030 0.040 -0.123 -0.057 Posterior Commisure Hypertrophy -0.365* -0.510** -0.471** -0.478** Posterior Laryngitis RSI total score -0.145 0.510** 0.187 0.557** 0.023 0.360 0.062 0.524** significant at the 0.05 level (2-tailed) significant at the 0.01 level (2-tailed) * ** participants. The mean frequency of the current sample was close to that reported in these papers. Jitter offers an evaluation of the period-to-period variability of the vocal fold vibration. It reflects the extent or the severity of a pathological condition. It is accepted as one of the most important physical correlates of perceived hoarseness or harshness17. Shimmer is the mean variability, peakto-peak, of amplitude in every single period. It increases with poor contact of the vocal fold edges and it was reported to correlate with the perception of breathiness19-20. Pribuisiene et al11 found that the perturbations of pitch (jitter) and am- 29 true vocal folds and the percentage of irregularity were statistically significantly higher in the patients versus the control group. Although voice quality is a complex attribute of voice, an important aspect comes from the regularity and the duration of the closed phase25. A B Figure 1: Illustration of the acoustic and glottographic waveforms of two participants. Figure A presents the waveform of a healthy female participant whereas figure B the waveform of a male LPR patient. We can observe the irregular pattern of phonation in patient’s voice and the longer closed phase. The first contour represents the acoustical signal; the second the laryngographic waveform. The third line shows the fundamental frequency and the forth the values of the closed quotient; plitude (shimmer) were significantly higher only for the subgroup of female patients. Ross et al21 and Hamdam22 found that there is statistical difference only for shimmer between patients and control group. The female patients in our study were found to have statistically significant increased values for both jitter and shimmer. For jitter alone the subgroup of males did not reveal significantly different values from the controls. Increased values of jitter and shimmer may reflect both the diminished laryngeal control and the laryngeal tissue changes10. The contact quotient is an indicator of the proportional duration of the vocal fold contact phase in each vocal fold vibratory cycle, which has been found to be a useful measurement in the study of patients with voice disorders23. Baken and Orlikoff15 suggested that the ‘mean contact quotient’ is a very accurate index which gives information about the vocal fold contact phase of the vocal folds vibra- 30 tion and function of the voice. There is no literature referring to the contact phase of the vocal folds during phonation in patients suffering from LPR. This is the first study which indicates that LPR patients were found to have increased mean contact quotient values. With a pressed vocal fold closure pattern greater subglottic pressure is required to start and maintain voicing. The speaker experiences a feeling of being out of breath. Figure 1 represents the acoustical and electroglottographic analysis of a LPR patient and a healthy participant. Figure 1B exemplifies the irregular acoustic and ellectroglottographic signal, the lower fundamental frequency and the higher mean contact quotient values of the patient’s voice. The percentage of contact phase irregularity is a frequency perturbation measure. The irregularity in the vocal fold vibration may result in a crackling quality or rough voice24. In the present study the degree of the closure of the On examining the CQx scattergram (Figure 2 C) produced by the Lx Studio program a big difference was detected between a patient and a healthy participant. An almost straight line was detected in a participant of the control group, whereas a wide area with an irregular pattern in the patient. The DQx1&2 plot (Fig.2 B) illustrates the wide and irregular Qx patient’s distribution versus the symmetrical of a healthy participant. Additionally, in the QxFx1&2 (Fig.2 A) plot which represents the voice quality26, the frequency distribution is decreased for the patient, while the corresponding closed quotient values are increased. Previous studies have not analysed these parameters in the presence of LPR, thus no comparison between the results can be made. Ross et al21 found that patients with LPR had significantly increased perceptual voice characteristics of musculoskeletal tension, hard glottal attack, glottal fry and restricted tone placement. It was observed that false vocal cord and/or pharyngeal compression was apparent during phonation. They concluded that patients with LPR often have compensatory muscle tension dysphonia signs and thus hyperfunctional vocal behaviour. Increased muscular tension in the larynx results in a longer contact phase and thus in pressed voice27. We interpret the increased closed quotient as an index of hyperfunctional phonation in patients with LPR. The VHI was applied to evaluate the level of handicap resulting from a voice disorder. The total score of the VHI and the physical domain of the VHI were higher in the patients versus the healthy subjects. The emotional sub- scale was found to be significant only in the female patient group. This indicates the increased impact that the voice disorder has on patients’ social and professional life. In fact, Sereg at al28 found that the severity of the voice problems of patients with LPR could be compared to that experienced by the patients with vocal fold polyps. The majority of previous studies have not assessed the Voice Handicap Index in patients with LPR. Pribuisiene et al11 included the assessment of the questionnaire but without making any correlations with the symptoms of LPR. The correlational analysis in our study showed that the total score of the RSI and the total score of the Voice Handicap Index are highly correlated with each other. Our results are in accordance with the findings reported by Belafsky, Postma and Kaufman8 who discovered that the RSI and the VHI are correlated. They found that patients with a five-point or better improvement on the RSI were 11 times more likely to experience a five-point improvement on the VHI after treatment. In addition, Jacobson et al13 identified a correlation between the VHI score and the participant severity ratings of LPR (RSI), implying that self-perceived difficulties were interlaced with psychosocial difficulties. We assume that as self-perception falls in the field of psychology, it would seem more likely that the way an individual participant perceives his/ her voice would equally affect any psychosocial parameter. Conclusion The results of the present study demonstrate a reduction of phonatory capabilities and voice quality in patients who experience laryngopharyngeal reflux. The comparison of the self-perception questionnaires between patients and control participants indicated that dysphonia in patients with LPR may affect psychosocial parameters with an increased impact on the physical and emotional domains of vocal function. Acoustic evaluation with the use of EGG provides useful information for the assessment of LPR. Patients present longer vocal fold contact phases and frequency irregularities which indicate the existence of hyperfunctional behaviours. In addition irregularity represents better than other acoustic measurements the vocal fold dysfunction in patients with LPR. To our knowledge, this is the first study that examines the above parameters of the phonatory patterns in LPR patients. The multidimensional assessment allows the holistic evaluation of all the parameters related to vocal changes, caused by LPR, and their impact on the patient providing a better insight to phonation mechanisms and evaluation of the treatment results outcomes. Acknowledgements: We are grateful to Professor Adrian Fourcin and Dr Evelyn Abberton for commenting on an earlier version of the manuscript A Β C Figure 2: (A) First and second order distribution of vocal fold quotient at the abscissa value of Fx. These plots give important information for the nature and the quality of the voice (B) Distributions of first and second order ‘closed phase’ as a function of vocal fold frequency, Fx. The value of Qx represents the vocal fold contact time in glottal cycles. A normal voice has a symmetrical Qx distribution (C) Closed quotient (Qx) irregularity. Left-hand panels=female control; right-hand panels=female LPR patient 31 Περίληψη Εισαγωγή: Σκοπός της παρούσας μελέτης είναι να αναλύσουμε τα ακουστικά χαρακτηριστικά της φωνής των ασθενών που παρουσιάζουν λαρυγγοφαρυγγική παλινδρόμηση (ΛΦΠ), να αξιολογήσουμε τα συμπτώματα τους και να προσδιορίσουμε τη χρήση του λαρυγγογράφου για τη περιγραφή των φωνητικών διαταραχών. Υλικό - Μέθοδος: 30 ασθενείς με συμπτώματα λαρυγγοφαρυγγικής παλινδρόμησης και 30 υγιείς συμμετέχοντες υποβλήθηκαν σε φωνητική αξιολόγηση, η οποία συμπεριλάμβανε: τη στροβοσκόπηση του λάρυγγα, το Δείκτη Συμπτωμάτων Παλινδρόμησης (RSI), το Δείκτη Φωνητικής Δυσχέρειας (VHI) και την ακουστική ανάλυση μέσω λαρυγγογράφου. Αποτελέσματα: Οι ασθενείς παρουσίασαν υψηλότερη βαθμολογία στα ερωτηματολόγια RSI και VHI. Οι ακουστικές μετρήσεις Jitter, Shimmer, closed quotient και η φάση προσαγωγής των φωνητικών χορδών είχαν στατιστικά σημαντική διαφορά με τους υγιείς συμμετέχοντες. Συμπεράσματα: Η πολυδιάστατη φωνητική αξιολόγηση ασθενών που παρουσιάζουν λαρυγγοφαρυγγική παλινδρόμηση παρέχει ολική εκτίμηση των παραμέτρων που σχετίζονται με ΛΦΠ. Λέξεις κλειδιά: λαρυγγοφαρυγγική παλινδρόμηση, ακουστικές μετρήσεις, λαρυγγογράφος, φωνή References 1. Bahar MS, Jansa R., Boltezar IR. Voice disorders and gastroesophageal reflux. Logopedics Phoniatrics Vocology. 2005; 30:120-124. 2. Ford CN. Evaluation and Management of Laryngopharyngeal Reflux. JAMA. 2005; 294:1534-1540. 3. Mel AS. Laryngopharyngeal reflux: diagnosis and treatment of a controversial disease. Curr Opin Allergy Clin Immunol. 2008; 8:28-33. 4. Kaufman JA, Aviv JE, Casiano RR, Shaw GY. Laryngopharyngeal reflux: position statement of the committee on speech, voice, and swallowing disorders of the American Academy of Otolaryn- 32 gology-Head Neck Surgery. Otolaryngol Head Neck Surg. 2002; 127:32-35. 5. Kaufman JA. The otolaryngologic manifestations of gastroesophageal reflux disease. Laryngoscope. 1991; 1019 (suppl):1-78. 6. Kaufmann JA, The otolaryngologic manifestation of gastroesophageal reflux disease (GERD): a clinical investigation of 225 patients using ambulatory 24- hour pH monitoring and an experimental investigation of the role of acid and pepsin in the development of laryngeal injury. Laryngoscope. 1998; 101:1-78. 7. Cesari U, Galli J, Ricciardiello F, Cavaliere M, Galli V. Dysphonia and laryngopharyngeal reflux. Acta Otorhinolaryngol Ital. 2004; 24(10):13-9. 8. Belafsky PC, Postma GN, Kaufman JA. Validity and reliability of the reflux symptom index (RSI). J Voice. 2002; 16:274-277. 9. Gupta R., Sataloff RT. Laryngopharyngeal reflux: current concepts and questions. Curr Opin Allergy Clin Immunol. 2009; 17(3):143-8. 10. Oguz H , Tarhan E, Korkmaz M, Yilmaz U, Safak MA, Demirci M, Ozluoglu LN. Acoustic analysis findings in objective laryngopharyngeal reflux patients. J Voice. 2007; 21:203-10. 11. Pribuisiene R, Uloza V, Saferis V. Multidimensional voice analysis of reflux laryngitis patients. Eur Arch otorhinolaryngol. 2005; 262(1):35-40. 12. Hopkins C, Yousaf U, Pedersen M. Acid reflux treatment for hoarseness [protocol]. Cochrane Database Syst Rev. 2005(3) Accession No. 00075320-10000000-03935. 13. Jacobson B, Johnson A, Grywalski C, Silbergeit A. The Voice Handicap Index (VHI): development and validation. Am J Speech-Lang Pathol. 1997; 6:66-69. 14. Helidoni ME, Murry T, Moschandreas J, Lionis C, Printza A, Velegrakis GA. Cross-cultural adaptation and validation of the voice handicap index into Greek. J Voice. 2010; 24(2):221-7. 15. Baken, RJ, Orlikoff RF. The interpretation of Lx Geometry. In: Clinical Measurements of Speech and Voice. 2nd ed. San Diego, California. Cengage Learning; 2000:422-427. 16. Cambell G., Batch A., McDermott A., Trotter M. Phonatory Function in Subjects with Laryngopharyngeal Reflux, Extra Oesophageal Reflux Conference. 2006, Nottingham, 30th-31st, August. 17. Baken RJ. Vocal fundamental frequency. In: Baken RJ, ed. Clinical measurements of speech and voice. Boston, MA: College-Hill Press; 1987:125-196. 18. Murry T. Speaking fundamental frequency characteristics associated with voice pathologies. J Speech Hear Disord. 1978; 43:374-379. 19. Dejonckere P, Remacle M, Frensel-Elbaz E, Woisard V, Crevier-Buchman L, Delahunty JE, Cherry J. Experimentally produced vocal cord granulomas. Laryngoscope. 1968; 78:1941-1947. 20. Reijonen P, Soderlund SL, Rihkanen H. Results of fascial augmentation in unilateral vocal fold paralysis. Ann Otol Rhinol Laryngol. 2002; 111:523-529. 21. Ross J, Noordzij J, Woo P. Voice disorders in patients with suspected laryngo-pharyngeal reflux disease. J Voice. 1998; 12:84-88. 22. Hamdam A, Sharara A, Younes A, Fuleihan N. Effect of aggressive therapy on laryngeal symptoms and voice characteristics in patients with gastroesophageal reflux. Acta Otolaryngol. 2001; 121:868-872. 23. Colton RH, Conture EG. Problems and pitfalls of electroglottography. J Voice. 1990; 4:10-24. 24. Neubauer J, Mergell P, Eysholdt U, Herzel H. Spatio-temporal analysis of irregular vocal fold oscillations: Biphonation due to desynchronization of spatial modes. The Journal of the Acoustical Society of America. 2001; 110(6):3179-3192. 25. Adrian Fourcin. Patterns, Structure and management in Voice Pathology. Speech Studio Guide, Laryngograph Ltd. [Cited 2008 May15]. Available from: URL: http://www.phon.ucl.ac.uk/home/evelyn/Korea02/fourcin0502.pdf 26. Fourcin A, Abberton, E.: Hearing and phonetic criteria in voice measurement: Clinical applications. Logopedics Phoniatrics Vocology. 2008; 33:35-48. 27. Mitra. Glottography for the diagnosis of voice disorders. Otolaryngol-Head Neck Surg. 2004; 48(7):913-919. 28. Sereg MB, Jansa R, Hocevar IB. Voice disorders and gastroesophageal reflux. Logopedics Phoniatrics Vocology. 2005; 30(3):120-124. Otorhinolaryngologia - Head and Neck Surgery Issue 40, April - May - June 2010, pages 33-35 ΕΠΙΣΤΗΜΟΝΙΚΟ ΑΡΘΡΟ Η σωστή ενημέρωση της κοινότητας μπορεί να μειώσει τον κίνδυνο εισρόφησης ξένου σώματος και την ανάγκη διενέργειας άκαμπτης βρογχοσκόπησης στα παιδιά. Ιωάννης Βλαστός*, Αλέξανδρος Καρατζάνης, Στυλιανός Βελεγράκης, Γεώργιος Λαγουδιανάκης, Νικόλαος Χατζάκης, Γεώργιος Βελεγράκης Πανεπιστημιακό Γενικό Νοσοκομείο Ηρακλείου, ΩΡΛ κλινική, Βούτες Ηρακλείου Κρήτης Αλληλογραφία: Ιωάννης Βλαστός, Κων/νου Παπαδάκη 4, Ηλιούπολη, Ηράκλειο, Κρήτη, 74109, e-mail: [email protected] Περίληψη Εισαγωγή: Η εισρόφηση ξένου σώματος αποτελεί τη συχνότερη αιτία βρογχοσκόπησης με το άκαμπτο βρογχοσκόπιο στα παιδιά. Τα τελευταία χρόνια έχει παρατηρηθεί μία μείωση των βρογχοσκοπήσεων στην οποία πιθανολογείται ότι συμβάλει η καλύτερη ενημέρωση των γονέων και η διάδοση της εύκαμπτης βρογχοσκόπησης. Μέθοδος: Διενεργήθηκε αναδρομική μελέτη 317 άκαμπτων βρογχοσκοπήσεων που πραγματοποιήθηκαν σε τριτοβάθμιο κέντρο κατά τη διάρκεια δύο χρονικών περιόδων. Η πρώτη περίοδος διήρκησε από τον Ιανουάριο του 1991 έως το Δεκέμβριο του 1999 ενώ η δεύτερη από το Ιανουάριο του 2000 έως το Δεκέμβριο του 2009. Η δεύτερη περίοδος χαρακτηρίστηκε από τη διενέργεια συντονισμένης ενημερωτικής εκστρατείας σε τοπικό επίπεδο σχετικά με την πρόληψη της εισρόφησης ξένων σωμάτων. Πέρα από τη γενική επίπτωση της εισρόφησης και των άκαμπτων βρογχοσκοπήσεων συγκρίθηκαν ακόμα το είδος του ξένου σώματος, η εντόπισή του, η ηλικία των ασθενών και η διάρκεια νοσηλείας. Αποτελέσματα: Κατά τη διάρκεια της πρώτης περιόδου πραγματοποιήθηκαν 210 βρογχοσκοπήσεις από τις οποίες οι 130 (62%) ήταν θετικές για ξένο σώμα. Κατά τη διάρκεια της δεύτερης περιόδου πραγματοποιήθηκαν 107 βρογχοσκοπήσεις με παρουσία ξένου σώματος στις 54 (51%). Η διαφορά της επίπτωσης της εισρόφησης είναι στατιστικά σημαντική (Ρ<0.001). Τα παιδιά που υποβλήθηκαν σε βρογχοσκόπηση τη δεύτερη περίοδο ήταν νεότερα με μ.ο. ηλικίας το ένα έτος (Ρ<0.0001). Επίσης τα μη οργανικής προέλευσης ξένα σώματα (πχ πλαστικά ή μεταλλικά αντικείμενα) ήταν αναλογικά περισσότερα την ίδια περίοδο (Ρ=0,020). Συμπέρασμα: Η παρατηρούμενη μείωση των βρογχοσκοπήσεων οφείλεται κυρίως στην καλύτερη ενημέρωση των κηδεμόνων για την αποφυγή της εισρόφησης ξένων σωμάτων ιδίως ξηρών καρπών. Λέξεις κλειδιά: άκαμπτη βρογχοσκόπηση, ξένο σώμα, παιδί Εισαγωγή Η υποψία εισρόφησης ξένου σώματος είναι η συχνότερη αιτία βρογχοσκόπησης στα παιδιά1. Η βρογχοσκόπηση με το άκαμπτο βρογχοσκόπιο αποτελεί μία επείγουσα και σοβαρή επεμβατική διαδικασία καθότι ο κίνδυνος ατελεκτασίας, εμφυσήματος ή ακόμα και θανάτου σε περίπτωση μη έγκαιρης διάγνωσης και αντιμετώπισης της εισρόφησης είναι μεγάλος2. Σημαντικές διαφορές υπάρχουν ανάμεσα στις μελέτες όσον αφορά την επίπτωση του προβλήματος σε κάθε περιοχή, το είδος του ξένου σώματος που αφαιρείται ή την εντόπισή του. Πιο αναλυτικά, η επίπτωση είναι μεγαλύτερη στις αναπτυσσόμενες χώρες, τα συχνότερα ξένα σώματα που αφαιρούνται από τους βρόγχους στις Ηνωμένες Πολιτείες Αμερικής είναι τα φυστίκια ενώ αντίθετα οι σπόροι καρπουζιού στην Αίγυπτο3 και τέλος υπάρχουν αναφορές για συχνότερη εντόπιση ξένων σωμάτων στον αριστερό πνεύμονα4 που έρχονται σε αντίθεση με την παγιωμένη αντίληψη για ευκολότερη εισρόφηση στο δεξιό βρογχικό δένδρο. Τα τελευταία χρόνια αναφέρεται μία μείωση του αριθμού των βρογχοσκοπήσεων με το άκαμπτο βρογχοσκόπιο για αφαίρεση ξένων σωμάτων τόσο στην χώρα μας5 όσο κα σε άλλες περιοχές6. Η κατάλληλη ενημέρωση των γονέων για την πρόληψη αυτών των ατυχημάτων καθώς και η διάδοση της χρήσης του εύκαμπτου βρογχοσκοπίου αποτελούν πιθανές εξηγήσεις του φαινομένου. 33 Μια ανάλυση μεγάλης σειράς περιστατικών ενός κέντρου αναφοράς κατά τη διάρκεια δύο περιόδων (πριν και μετά την εφαρμογή σχετικής ενημερωτικής καμπάνιας) θα επιτρέψει την αξιολόγηση της σωστής ενημέρωσης ως αποτελεσματικού μέσου για την πρόληψη της εισρόφησης ξένων σωμάτων από τα μικρά παιδιά. Επίσης θα προσφέρει στοιχεία πάνω σε θέματα που είτε υπάρχει διχογνωμία, για παράδειγμα στην εντόπιση των ξένων σωμάτων, είτε είναι χρήσιμα για τον πληρέστερο σχεδιασμό μιας προληπτικής ενημερωτικής εκστρατείας. Υλικό και μέθοδος Μελετήθηκαν αναδρομικά οι βρογχοσκοπήσεις που πραγματοποιήθηκαν με το άκαμπτο βρογχοσκόπιο σε δύο χρονικές περιόδους: από τον Ιανουάριο 1991 έως το Δεκέμβριο 1999 και από τον Ιανουάριο 2000 έως το Δεκέμβριο 2009. Συνολικά αναλύθηκαν 317 περιπτώσεις, η περισσότερες από τις οποίες παραπέμφθηκαν από την παιδιατρική κλινική, λόγω υψηλής υποψίας ξένου σώματος όπως προέκυψε από την κλινική εξέταση ή/και το ιστορικό. Οι βρογχοσκοπήσεις πραγματοποιήθηκαν υπό γενική αναισθησία με τη χρήση άκαμπτου βρογχοσκοπίου διαμέτρου 3-4χιλ., ανάλογα με την περίπτωση. Η αφαίρεση του ξένου σώματος, όταν αυτό υπήρχε, γινόταν με κατάλληλες λαβίδες. Μελετήθηκαν το είδος του ξένου σώματος, η εντόπισή του, η ηλικία των ασθενών, το φύλο τους και η διάρκεια νοσηλείας. Οι συγκρίσεις ανάμεσα στις δύο περιόδους έγιναν με τη χρήση κατάλληλων στατιστικών δοκιμασιών (χ2 σε περίπτωση κατηγοριοποιημένων μεταβλητών και τ-τεστ σε περίπτωση συνεχών μεταβλητών). Αποτελέσματα Από τις 317 βρογχοσκοπήσεις οι 184 ήταν θετικές για ξένο σώμα. Οι ηλικίες των παιδιών που υποβλήθηκαν σε βρογχοσκόπηση και το φύλο τους, το είδος του ξένου σώματος, η εντόπισή του και η διάρκεια της νοσηλείας στις δύο υπό μελέτη περιόδους φαίνονται στον πίνακα 1. Όπως φαίνεται στον πίνακα 1 στατιστικά σημαντική διαφορά παρατηρείται στην ηλικία των ασθενών και στο είδος του ξένου σώματος. Πιο συγκεκριμένα τα τελευταία χρόνια υποβλήθηκαν σε βρογχοσκόπηση παιδιά μικρότερης ηλικίας και το ποσοστό των ξένων σωμάτων μη οργανικής φύσης (πχ πλαστικά ή μεταλλικά αντικείμενα) ήταν μεγαλύτερο από το αντίστοιχο της περιόδου 1991-1999. Αντίθετα ενώ το ποσοστό των θετικών για ξένο σώμα βρογχοσκοπήσεων αυξήθηκε τη δεύτερη χρονική περίοδο (51%) σε σχέση με την πρώτη (62%) η διαφορά δεν ήταν στατιστικά σημαντική (Ρ=0,067). Ο πληθυσμός των παιδιών ηλικίας εως 14 ετών στην Κρήτη στην απογραφή του 1991 ήταν 115.130 ενώ στην απογραφή του 2001 101.975. Επομένως η συχνότητα των βρογχοσκοπήσεων μειώθηκε από 22,8 (19,8-26,1) σε 10,5 (7,8-12,1) για κάθε 100.000 παιδιά. Αξιοσημείωτο είναι ότι τα δύο τελευταία χρόνια της μελέτης πραγματοποιήθηκε μία μόνο βρογχοσκόπηση με το άκαμπτο βρογχοσκόπιο, η οποία τελικά ήταν θετική για ξένο σώμα. Πίνακας 1 Συγκριτικά στοιχεία μεταξύ των περιόδων μελέτης. Οι τιμές Ρ προέκυψαν με τη χρήση Mann-Whitney test (a), x2 test (b) και Fischer exact test (γ). 1η περίοδος 2η περίοδος Τιμές Ρ (1991-1999) (2000-2009) Ηλικία (μ.ο. (min-max) 2 (0-14) 1 (0-13) <0.00001α Φύλο 0,464β Άρρεν 134 63 Θύλη 76 44 Διάρκεια νοσηλείας 0,363β <3 ημέρες 138 64 >3 ημέρες 72 43 Παρουσία ξένου σώματος 0.067β Θετική 130 54 Αρνητική 80 53 Είδος ξένου σώματος 0,020γ Οργανικό 125 46 Μη οργανικό 5 8 Εντόπιση 0,147β Δεξιός βρόγχος 78 24 Αριστερός βρόγχος 43 24 Τραχεία ή πολλαπλές εντοπίσεις 9 6 34 107 210 1η περίοδος (1991-1999) 2η περίοδος (2000-2009) Εικόνα 2: Κατά τη διάρκεια της 2ης περιόδου που χαρακτηρίστηκε από τη διενέργεια συντονισμένης ενημερωτικής εκστρατείας σε τοπικό επίπεδο σχετικά με την πρόληψη της εισρόφησης ξένων σωμάτων παρατηρήθηκε στατιστικά σημαντική μείωση των βρογχοσκοπήσεων (Ρ<0.001) Εικόνα 1: Το ενημερωτικό φυλλάδιο Συζήτηση Η μείωση του αριθμού των άκαμπτων βρογχοσκοπήσεων την τελευταία δεκαετία είναι αξιοσημείωτη. Η χρήση του εύκαμπτου βρογχοσκοπίου μπορεί να μειώσει τις αρνητικές για ξένο σώμα βρογχοσκοπήσεις. Όπως φαίνεται όμως από τα παραπάνω αποτελέσματα το ποσοστό των αρνητικών βρογχοσκοπήσεων δεν μειώθηκε σημαντικά την τελευταία δεκαετία. Επομένως, εφόσον το τμήμα πραγματοποιεί τη μεγάλη πλειοψηφία των βρογχοσκοπήσεων στην Κρήτη, η παρατηρούμενη μείωση του συνολικού αριθμού των βρογχοσκοπήσεων μπορεί να εξηγηθεί από την καλύτερη ενημέρωση των κηδεμόνων. Πιο συγκεκριμένα, οι περισσότεροι γονείς έχουν ευαισθητοποιηθεί από την άμεση ενημέρωση τους από τους παιδιάτρους, από ενημερωτικές εκπομπές στην τηλεόραση, από άρθρα σε ευρείας κυκλοφορίας περιοδικά ακόμα και από το διαδύκτιο που βρίθει σχετικών πληροφοριών. Σημαντικό ρόλο φαίνεται να έχει παίξει5,6 και ενημερωτικό φυλλάδιο που δημιουργήθηκε από την κλινική και του οποίου το περιεχόμενο φαίνεται στην εικόνα 1. Η στατιστικά σημαντική διαφορά στο είδος των ξένων σωμάτων που παρατηρείται μεταξύ των δύο περιόδων μπορεί επίσης να εξηγηθεί από το γεγονός της ενημερωτικής εκστρατείας των τελευταίων χρόνων. Πιο συγκεκριμένα, ήταν γνωστό από παλιότερες μελέτες7 ότι τα συνηθέστερα ξένα σώματα των αεροφόρων οδών στην Ελλάδα και συγκεκριμένα στην Κρήτη είναι οργανικά υλικά όπως ξηροί καρποί. Η ενημέρωση των κηδεμόνων προτείνει αποφυγή χορήγησης οποιουδήποτε αντικειμένου μικρού μεγέθους αλλά αναφέρεται στους ξηρούς καρπούς και ιδιαίτερα στα φυστίκια ως συνηθέστερη αιτία εισρόφησης. Αυτό πιθανά εξηγεί γιατί το ποσοστό τους μειώθηκε σε σχέση με υλικά όπως πλαστικά μικροαντικείμενα ή καρφίτσες. Ωστόσο ο συνολικός αριθμός αυτών των αντικειμένων ήταν μειωμένος πράγμα που μπορεί να εξηγηθεί από τη νομοθεσία που αφορά την ασφάλεια των παιχνιδιών στην ευρωπαϊκή ένωση. Συγκεκριμένα τα τελευταία χρόνια έχουν υιοθετηθεί αυστηρότερες προδιαγραφές ασφαλείας τόσο στην κατασκευή όσο και στην προώθηση των παιχνιδιών για μικρά παιδιά. Κάθε παιχνίδι ή αντικείμενο που προορίζεται για χρήση από παιδιά κατασκευάζεται από υλικά και συναρμολογείται με τέτοιον τρόπο ώστε να μειώνονται οι πιθανότητες να αποσπαστεί κάποιο μικρό τεμάχιο, ενώ στην συσκευασία του αναγράφονται υποχρεωτικά τα ηλικιακά όρια για τα οποία θεωρείται κατάλληλο. Παρόμοια αποτελέσματα όσον αφορά τη μείωση των άκαμπτων βρογχοσκοπήσεων μετά από κατάλληλη ενημερωτική εκστρατεία έχουν αναφερθεί και σε άλλες περιοχές6. Παρόλο που δεν έχει πραγματοποιηθεί οικονομική μελέτη σχετικά με την αποτελεσματικότητα (cost-effectiveness) μιας τέτοιας προσπάθειας η σοβαρότητα της εισρόφησης, η επικινδυνότητα, το οικονομικό και ψυχολογικό κόστος της θεραπευτικής αντιμετώπισης και νοσηλείας δικαιολογούν τη συνέχιση μιας οργανωμένης ενημερωτικής εκστρατείας για την πρόληψη της εισρόφησης ξένων σωμάτων στην παιδική ηλικία. ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ 1. Hughes CA, Baroody FM, Marsh BR. Pediatric tracheobronchial foreign bodies: historical review from the Johns Hopkins Hospital. Ann Otol Rhinol Laryngol 1996;105:555-61. 2. Cummings Otolaryngology Head and Neck Surgery. 4th edition. Elsevier Mosby; 2000. 3. Gaafar H, Abdel-Dayem M, Talaat M, et al. The value of x-ray examination in the diagnosis of tracheobronchial foreign bodies in infants and children. ORL J Otorhinolaryngol Relat Spec 1982;44:340-8. 4. Van Looij MA, Rood PP, Hoeve LJ, et al. Aspirated foreign bodies in children: why are they more commonly found on the left? Clin Otolaryngol Allied Sci 2003;28:364-7. 5. Karatzanis AD, Vardouniotis A, Moschandreas J, et al. The risk of foreign body aspiration in children can be reduced with proper education of the general population. Int J Pediatr Otorhinolaryngol 2007;71:311-5. 6. Sadan N, Raz A, Wolach B. Impact of community educational programmes on foreign body aspiration in Israel. Eur J Pediatr 1995;154:859-62. 7. Skoulakis CE, Doxas PG, Papadakis CE, et al. Bronchoscopy for foreign body removal in children. A review and analysis of 210 cases. Int J Pediatr Otorhinolaryngol 2000;53:143-8. 35 Otorhinolaryngologia - Head and Neck Surgery Issue 40, April - May - June 2010, pages 36-39 ΕΠΙΣΤΗΜΟΝΙΚΟ ΑΡΘΡΟ Διαγνωστική και θεραπευτική σιαλενδοσκόπηση νεανικής υποτροπιάζουσας παρωτίτιδας: Αναφορά δύο περιστατικών. Τσακιροπούλου Ευαγγελία, Μάλλιαρη Χαρίκλεια, Κωνσταντινίδης Ιορδάνης, Χατζηαβραμίδης Άγγελος, Κωνσταντινίδης Ιωάννης, Μεταξάς Σπυρίδων Ιατρείο Σιαλενδοσκοπήσεων, Β’ Πανεπιστημιακή ΩΡΛ κλινική, ΓΝ Παπαγεωργίου, Θεσσαλονίκη Συγγραφέας αλληλογραφίας: Τσακιροπούλου Ευαγγελία, Καπετάν Κόττα 3, Θεσσαλονίκη, Τηλ. 2310 321677, [email protected] Περίληψη Η νεανική υποτροπιάζουσα παρωτίτιδα χαρακτηρίζεται από διαλείποντα επεισόδια διόγκωσης της μιας ή και των δύο παρωτίδων ταυτόχρονα ή και σε διαφορετικούς χρόνους. Η συχνότητα της νόσου παρουσιάζεται υψηλή στις ηλικίες 3-6 έτη κυρίως σε άρρενες. Η αιτιολογία της είναι άγνωστη και η διάγνωση της βασιζόταν έως πρόσφατα στην κλινική εξέταση, τη σιελογραφία και το υπερηχογράφημα. Παρουσιάζουμε την εμπειρία της κλινικής μας από την ενδοσκοπική διάγνωση και θεραπεία δύο παιδιών με νεανική υποτροπιάζουσα παρωτίτιδα καθώς και την πορεία της νόσου σε βάθος ενός έτους μετά την θεραπεία. Δύο ασθενείς ηλικίας 9 και 7 ετών αντιμετωπίσθηκαν ενδοσκοπικά υπό τοπική αναισθησία με πλύση του εκφορητικού συστήματος της μιας παρωτίδας και τοπική έγχυση στεροειδών σε δυο συνεδρίες. Τα επεισόδια διόγκωσης της παρωτίδος στο ένα παιδί εξαφανίσθηκαν και στο άλλο μειώθηκαν σημαντικά. Η σιαλενδόσκοπηση και η έκπλυση του εκφορητικού συστήματος των παρωτίδων σε συνδυασμό με τοπική έγχυση στεροειδών αποτελεί σήμερα την θεραπεία εκλογής στην αντιμετώπιση της νόσου. Λέξεις κλειδιά: Σιαλενδοσκόπηση, νεανική υποτροπιάζουσα παρωτίτιδα, παιδιά, σιελογόνοι αδένες Εισαγωγή Η νεανική υποτροπιάζουσα παρωτίτιδα χαρακτηρίζεται από διαλείποντα επεισόδια διόγκωσης της μιας ή και των δύο παρωτίδων ταυτόχρονα ή και σε διαφορετικούς χρόνους. Η διόγκωση χαρακτηρίζεται από πόνο, τοπική θερμότητα - ερυθρότητα και ενίοτε πυρεξία. Στην οξεία φάση της διόγκωσης δεν παρατηρείται εκροή σάλιου ή πύου από τον αδένα. Η αιτιολογία και οι παθογενετικοί μηχανισμοί είναι ακόμη άγνωστοι. Στην βιβλιογραφία πιθανολογούνται ως αίτια αλλεργία, ανοσολογική ανεπάρκεια υποτροπιάζουσες λοιμώξεις και γενετικοί παράγοντες1-3. Σε ποσοστό που ανέρχεται το 70% η συμπτωματολογία είναι αμφοτερόπλευρη2. Η διάγνωση της νόσου βασιζόταν μέχρι πρόσφατα στην κλινική εξέταση και απεικονιστικές μεθόδους όπως η 36 υπερηχοτομογραφία και η σιελογραφία με την χαρακτηριστική εικόνα της σιαλεκτασίας. Η διαφορική διάγνωση περιλαμβάνει την ιογενή και μικροβιακή παρωτίτιδα, σιελολιθίαση, συγγενείς στενώσεις και το σύνδρομο Sjögren4. Η σιαλενδοσκόπηση έγινε μέρος της διαγνωστικής και θεραπευτικής προσέγγισης των σιελογόνων αδένων από τις αρχές της δεκαετίας του ’90 ενώ η σιαλενδοσκόπηση σε παιδιά περιγράφεται από τον Nahieli το 2000 για αντιμετώπιση σιελολιθίασης5 και το 2004 για νεανική υποτροπιάζουσα παρωτίτιδα4. Στην εργασία παρουσιάζεται η αντιμετώπιση δυο παιδιών με μονόπλευρες υποτροπιάζουσες διογκώσεις παρωτίδων με σιαλενδοσκόπηση στο ειδικό ιατρείο σιαλενδοσκοπήσεων της Β ΩΡΛ κλινικής ΑΠΘ στο ΓΝ Παπαγεωργίου, μια μέθοδο που αποτελεί την σύγχρο- νη θεραπεία αναφοράς για την νεανική υποτροπιάζουσα παρωτίτιδα. Παρουσίαση περιστατικών Ασθενής 1: Θήλυ 7 ετών παραπέμφθηκε στο ιατρείο σιαλενδοσκοπήσεων από τον παιδίατρό της με ιστορικό υποτροπιάζουσας διόγκωσης της δεξιάς παρωτίδας. Συγκεκριμένα η ασθενής παρουσίαζε 4-5 επεισόδια κατά έτος τα τελευταία 3 έτη και σχεδόν μόνιμη διόγκωση το τελευταίο τετράμηνο. Ο υπερηχογραφικός έλεγχος κατέδειξε κυστική εκφύλιση (εικόνα 1A) γεγονός που επιβεβαιώθηκε στην μαγνητική τομογραφία που ακολούθησε λόγω της μόνιμης διόγκωσης (εικόνα 1B). Στα πλαίσια της διαγνωστικής προσέγγισης εφαρμόστηκε η μέθοδος της σιαλενδοσκόπησης. Η εξέταση έγινε υπό τοπική αναισθησία με χρήση σιαλενδοσκοπίου διαμέτρου 1.1 mm, τύπου Marschal (Karl Storz, Tuttlingen, Εικόνα 1: Α. Ο υπερηχογραφικός έλεγχος του ασθενή 1 όπου διακρίνεται η κυστική εκφύλιση του αδένα Β. Μαγνητική τομογραφία του ίδιου ασθενή όπου αποκλείστηκε η παρουσία μάζας και επιβεβαιώθηκε η κυστική εκφύλιση της παρωτίδος. Εικόνα 2: Διενέργεια σιαλενδοσκόπησης σε παιδιατρικό ασθενή σε επίπεδο εξωτερικού ιατρείου. τοπικές επιπλοκές κατά τη διάρκεια της εξέτασης. Μικρή διόγκωση της παρωτίδας οφειλόμενη στην έγχυση φυσιολογικού ορού αντιμετωπίστηκε με μαλάξεις της περιοχής. Η ασθενής ένα έτος μετά την σιαλενδοσκόπηση ανέφερε ένα επεισόδιο μόνο υποτροπής με μικρή διάρκεια που υποχώρησε αυτόματα με μαλάξεις εντός διημέρου. Εικόνα 3: Ενδοσκοπική εικόνα στον πρώτο ασθενή με χαρακτηριστική ανάγγεια λευκωπή χροιά του πόρου και μερική στένωση. Εικόνα 5: Ενδοσκοπική εικόνα στον δεύτερο ασθενή ανέδειξε λευκωπό εκφορητικό πόρο με παρουσία πηγμάτων επιθηλίου. Εικόνα 4: Σιελογραφία του δεύτερου ασθενή που ανέδειξε σιαλεκτασία με κατακράτηση σκιαστικού δεξιά σε αντίθεση με τον υγιή αδένα αριστερά. Ασθενής 2: Θήλυ 9 ετών παρουσιάσθηκε στο ιατρείο σιαλενδοσκοπήσεων με ιστορικό υποτροπιάζουσας διόγκωσης της δεξιάς παρωτίδας. Συγκεκριμένα η ασθενής παρουσίαζε 3-4 επεισόδια κατά έτος τα τελευταία 2 έτη. Σε προηγούμενο έλεγχο πραγματοποιήθηκε σιελογραφία (εικόνα 4) που ανέδειξε σιαλεκτασίες δεξιά με ύφεση των συμπτωμάτων για διάστημα δυο μηνών μετά την εξέταση. Germany) (εικόνα 2). Στην ασθενή αρχικά εφαρμόστηκε βλεννογόνιος αναισθησία με μορφή ψεκασμού διαλύματος ξυλοκαίνης 4% στην περιοχή της θηλής του εκφορητικού πόρου. Μετά από την εφαρμογή διαστολών της θηλής του πόρου με μήλες διαδοχικά αυξανόμενης διαμέτρου, πραγματοποιήθηκε έγχυση διαλύματος ξυλοκαινης 2% εντός του πόρου της παρωτίδας. Στην συνέχεια εισήλθε το σιαλενδοσκόπιο στον παρωτιδικό πόρο με ταυτόχρονη έγχυση ενδοαυλικά διαλύματος 50% NaCl 0.9% και 50% διαλύματος ξυλοκαίνης 2% αποσκοπώντας στη διαστολή και έκπλυση του εκφορητικού συστήματος. Στο τέλος της εξέτασης έγινε έγχυση τοπικά 150mg πρεδνιζολόνης σε 10ml φυσιολογικού ορού. Η ίδια έγχυση έγινε και δυο εβδομάδες αργότερα χωρίς σιαλενδοσκόπηση. Η ενδοσκοπική εικόνα ήταν η χαρακτηριστική ανάγγεια λευκωπή χροιά του πόρου ο οποίος παρουσιάζει μερική στένωση (εικόνα 3). Πραγματοποιήθηκε σιαλενδοσκόπηση και έγχυση στεροειδών σε δυο συνεδρίες όπως περιγράφηκε παραπάνω. Η ενδοσκόπηση ανέδειξε χαλαρό στόμιο εκφορητικού πόρου που είναι χαρακτηριστικό για την νόσο, λευκωπό εκφορητικό πόρο με παρουσία πηγμάτων επιθηλίου (εικόνα 5). Η ασθενής κατά την παρακολούθηση της για ένα έτος δεν παρουσίασε έκτοτε επεισόδια υποτροπών. Η μέθοδος της σιαλενδοσκόπησης ήταν καλά ανεκτή από την ασθενή. Δεν παρατηρήθηκαν συστηματικές ή Αμφότεροι οι ασθενείς είχαν προηγούμενο εμβολιασμό για τον ιό της 37 παρωτίτιδας ενώ πριν την ενδοσκόπηση είχε γίνει ανοσολογικός έλεγχος και παιδιατρική εκτίμηση για τον αποκλεισμό συνδρόμου Sjögren. Συζήτηση Η νεανική υποτροπιάζουσα παρωτίτιδα αποτελεί κλινική οντότητα που απαντάτε κυρίως στην παιδική ηλικία και αυτοπεριορίζεται έως την εφηβεία στην πλειονότητα των περιπτώσεων. Στην διεθνή βιβλιογραφία αναφέρονται περιπτώσεις όπου η νόσος συνέχισε να υφίσταται και στην ενήλικη ζωή των ασθενών6. Η αιτία παραμένει αδιευκρίνιστη, σύμφωνα με κάποιους συγγραφείς αυτό συμβαίνει λόγω ατροφίας των παρωτιδικών αδένων μετά από υποτροπιάζοντα φλεγμονώδη επεισόδια7, άλλοι υποστηρίζουν την ύπαρξη γενετικών παραγόντων που καθορίζουν την ανάπτυξη της νόσου3 ενώ ενοχοποιούνται αλλεργίες και ανοσοανεπάρκεια8. Τέλος, στη παθοφυσιολογία της νόσου μπορεί να εμπλέκεται η αυξημένη συγκέντρωση μικροβίων όπως o Haemophilus influenzae και ο Streptococcus pneumoniae1. Η νόσος μπορεί να εκδηλωθεί κλινικά με εμπύρετο, λευκοκυττάρωση ή έκκριση πύου από τον πόρο του Stensen. Διαγνωστικό κριτήριο, ωστόσο αποτελεί η ύπαρξη επαναλαμβανόμενων επεισοδίων φλεγμονής στην παρωτίδα ετερόπλευρα ή και αμφοτερόπλευρα που χαρακτηρίζονται από οίδημα, ερυθρότητα και ευαισθησία της περιοχής4. Η διαφορική διάγνωση περιλαμβάνει την ιογενή παρωτίτιδα, το σύνδρομο Sjogren, σιελολιθίαση, το λέμφωμα, συγγενείς στενώσεις, αλλά και το σύνδρομο επίκτητης ανοσοανεπάρκειας9. Πέρα από την κλινική εικόνα, στη διαγνωστική προσέγγιση της νόσου χρησιμοποιούνται το υπερηχογράφημα, η σιελογραφία και σπανιότερα η μαγνητική τομογραφία, ενώ η αξονική τομογραφία δεν κρίνεται απαραίτητη αφού δεν προσφέρει επιπρόσθετες πληροφορίες. Η υπερηχογραφική απεικόνιση του αδένα στην περίπτωση της νεανικής υποτροπιάζουσας παρωτίτιδας παρουσιάζει πολλαπλές μικρές υποηχογενείς περι38 οχές και στικτές επασβεστώσεις. Επιπλέον, στη σιελογραφία, μέσω έγχυσης υδατοδιαλυτής ακτινοσκιερής ουσίας στον πόρο της παρωτίδας, εμφανίζονται διατάσεις που μοιάζουν με κύστεις, οι σιαλεκτασίες, που συχνά παρουσιάζονται και στον ετερόπλευρο ασυμπτωματικό αδένα7. Η πλέον σύγχρονη εξεταστική μέθοδος είναι η σιαλενδοσκόπηση. Μέσω αυτής καθίσταται δυνατή η υπό άμεση όραση εξέταση του πόρου. Στη νεανική υποτροπιάζουσα παρωτίτιδα ο αυλός του πόρου του Stensen είναι λευκωπός με απουσία αγγείωσης. Η μέθοδος της σιαλενδοσκόπησης έχει εφαρμοσθεί σε μεγάλο αριθμό ενήλικων ασθενών εδώ και αρκετά ετη χωρίς ιδιαίτερα προβλήματα. Ωστόσο, η μικρή διάμετρος των εκφορητικών πόρων στα παιδιά καθιστά την σιαλενδοσκόπηση στους ασθενείς αυτούς μεγάλη πρόκληση. Στη βιβλιογραφία αναφέρεται η εκτέλεση διαγνωστικής σιαλενδοσκόπησης σε βρέφος ηλικίας 4 μηνών που έπασχε από αμφοτερόπλευρη ατρησία των θηλών των υπογνάθιων πόρων10. Οι θεραπευτικές προσεγγίσεις για τη νεανική υποτροπιάζουσα παρωτίτιδα ποικίλλουν. Ορισμένοι συγγραφείς προτείνουν τη χρήση συντηρητικών μεθόδων για την αντιμετώπιση μόνο των οξέων επεισοδίων όπως η χρήση αντιβιοτικών και σιαλαγογών ουσιών, η μάλαξη του αδένα και η ενυδάτωση του ασθενούς, ενώ άλλοι υποστηρίζουν πως η υποχώρηση της οξείας φάσης είναι ανεξάρτητη από την αγωγή. Ωστόσο, στη βιβλιογραφία αναφέρονται και πιο επιθετικές μέθοδοι για την αντιμετώπιση της χρόνιας νόσου όπως απολίνωση του πόρου και επιπολής παρωτιδεκτομή με αμφίβολα όμως αποτελέσματα11. Η σιαλενδοσκόπηση αποτελεί ασφαλή και ελάχιστα επεμβατική μέθοδο. Βασικό πλεονέκτημά της είναι το γεγονός ότι κατά τη διενέργεια της διαγνωστικής σιαλενδοσκόπησης ανάλογα με τα ευρήματα μπορεί να εκτελεστεί αν χρειάζεται και η κατάλληλη θεραπευτική παρέμβαση. Η έκπλυση που γίνεται κατά τη διάρκεια της διαδικασίας του εκφορητικού συστήματος απομακρύνει βλέννη και συσσωρευμένα επιθηλιακά στοιχεία που αποπίπτουν και φράζουν τον αυλό του πόρου, ενώ παράλληλα παρέχεται και η δυνατότητα έγχυσης φαρμακευτικών διαλυμάτων ενδοαυλικά. Ειδικότερα, στην περίπτωση της νεανικής υποτροπιάζουσας παρωτίτιδας η διάταση του πόρου του Stensen και η έκπλυση των επιθηλίων και της βλέννης διαταράσσει τον κύκλο της φλεγμονής αποτρέποντας μόνιμες βλάβες στον αδένα4. Επιπλέον, μέσω του ενδοσκοπίου, παρέχεται η δυνατότητα χρήσης υπό άμεση όραση ειδικών μικροεργαλείων. Η νόσος μπορεί να εκδηλωθεί κλινικά με εμπύρετο, λευκοκυττάρωση ή έκκριση πύου από τον πόρο του Stensen. Διαγνωστικό κριτήριο, ωστόσο αποτελεί η ύπαρξη επαναλαμβανόμενων επεισοδίων φλεγμονής στην παρωτίδα ετερόπλευρα ή και αμφοτερόπλευρα που χαρακτηρίζονται από οίδημα, ερυθρότητα και ευαισθησία της περιοχής4. Η διαφορική διάγνωση περιλαμβάνει την ιογενή παρωτίτιδα, το σύνδρομο Sjogren, σιελολιθίαση, το λέμφωμα, συγγενείς στενώσεις, αλλά και το σύνδρομο επίκτητης ανοσοανεπάρκειας9. Ειδικά στην περίπτωση της νεανικής υποτροπιάζουσας παρωτίτιδας η οποία συνοδεύεται συχνά από στενώσεις τοπικά ή και γενικευμένα σε μερικές περιπτώσεις είναι απαραίτητη η διάταση του πόρου με ειδικό μπαλονάκι. Η στένωση του εκφορητικού συστήματος πολλές φορές δεν επιτρέπει την πλήρη διερεύνηση των εκφορητικών πόρων φτάνοντας στις περισσότερες περιπτώσεις έως τους πόρους δεύτερης τάξης. Στις επιπλοκές της μεθόδου αναφέρεται η ρήξη του πόρου του Stensen σε ποσοστό 1-2% κυρίως σε περιπτώσεις αφαίρεσης λίθου με συρμάτινο κλωβό ενώ σε ποσοστό 10-20% μπορεί να εμφανιστούν ελάσσονες επιπλοκές όπως αιμορραγία, μικρή ρήξη, παραισθησία του γλωσσικού νεύρου, μόλυνση, εμμένουσα διόγκωση αδένα12. Η έγχυση στεροειδών αναφέρεται είτε κατά την διάρκεια όλης της ενδοσκόπησης - έκπλυσης είτε στο τέλος και μετά την έκπλυση των πόρων. Τα είδη στεροειδών που έχουν χρησιμοποιηθεί σε διάφορες εργασίες είναι η πρεδνιζολόνη (150 mg) και η υδροκορτιζόνη (100-150 mg). Συμπερασματικά, η μέθοδος δεν αποσκοπεί να θεραπεύσει αιτιολογικά την νόσο αλλά να προσφέρει σημαντικά διαστήματα ελεύθερα συμπτωμάτων στους ασθενείς έως η νόσος να αυτοπεριορισθεί με την πάροδο της ηλικίας στην προεφηβική ηλικία. Βιβλιογραφία 1. Giglio MS, Landaeta M, Pinto ME: Microbiology of recurrent parotitis. Pediatr Infect Dis J 1997;16:386 2. Fazekas T, Wiesbauer P, Schroth B, et al: Selective IgA deficiency in children with recurrent parotitis of childhood. Pediatr Infect Dis J 2005;24:461 3. Reid E, Douglas F, Crow Y, Hollman A, Gibson J. Autosomal dominant juvenile parotitis. J Med Genet 1998; 35:417-419. 4. Nahlieli O, Shacham R, Shlesinger M, Eliav E. Juvenile recurrent parotitis: a new method of diagnosis and treatment. Paediatrics 2004; 114:9–12 5. Nahlieli O, Eliav E, Hasson O, et al. Pediatric sialolithiasis. Oral Surg Oral Med Oral Pathol Oral Radiol Endod 2000; 90:709–712. 6. Shacham R, Droma EB, London D, Bar T, Nahlieli O. Long-term experience with endoscopic diagnosis and treatment of juvenile recurrent parotitis. J Oral Maxillofac Surg 2009 ;67:162-167 7. Faure F, Froelich P, Marchal F. Paediatric sialendoscopy. Current Opinion in Otolaryngology & Head and Neck Surgery 2008;16:60-63 8. Ericson S, Zetterlund B, Ohman J: Recurrent parotitis and sialectasis in childhood. Clinical, radiologic, immunologic, bacteriologic and histologic study. Ann Otol Rhinol Laryngol 1991;100:527 9. Sitheeque M, Sivachandran Y, Varathan V, Ariyawardana A, Ranasinghe A. Juvenile recurrent parotitis: clinical, sialographic and ultrasonographic features. International Journal of Paediatric Dentistry 2007;17:98-104 10. Capaccio P, Maria Gaini L, Pagani D et al. Videosialendoscopic assessment of bilateral atresia of the Wharton’s duct orifice in an infant. J Pediatr Surg 2007;42:5-7 11. Moody AB, Avery CM, Walsh S, et al: Surgical management of chronic parotid disease. Br J Oral Maxillofac Surg 2000;38:620 12. Stong B, Sipp J, Sobol S. Pediatric parotitis: A 5-year review at a tertiary care pediatric institution. International Journal of Pediatric Otorhinolaryngology 2006;70:541-544 dren experienced significant improvement with complete resolution in one and a minor episode of swelling in the other during a year post-treatment. Sialendoscopy is a safe minimal invasive method witch provides adequate irrigation of the ductal system. Its combination with local steroid injection comprises the treatment of choice for Juvenille recurrent parotitis. Key words: sialendoscopy, juvenile recurrent parotitis, children, salivary glands Diagnostic and therapeutic sialendoscopy in Juvenille Recurrent Parotitis: Report of two pediatric patients Tsakiropoulou E, Malliari H, Konstantinidis I, Chatziavramidis A, Constantinidis J, Metaxas S. Sialendoscopy Clinic, 2nd ORL Dept, Aristotle University, Papageorgiou Hospital, Thessaloniki, Greece Abstract Juvenile recurrent parotitis is a clinical entity of unknown etiology characterized by recurrent swelling of one or both parotid glands simultaneously or on different occasions. The peak incidence of JRP is between the ages of 3 and 6 years, affecting mainly males. We present our experience with two female patients and their sialendoscopic management. Two pediatric patients 7 and 9 years old respectively with recurrent parotid swellings were treated with sialendoscopy under local anesthesia, lavage of the ductal system and local steroid injection in two appointments. Both chil- 39 Otorhinolaryngologia - Head and Neck Surgery Issue 40, April - May - June 2010, pages 40-44 ΕΠΙΣΤΗΜΟΝΙΚΟ ΑΡΘΡΟ Οξεία επιγλωττίτιδα σε ενήλικες: Περιγραφή τεσσάρων περιστατικών. ΙΚ. Αλεξόπουλος1, Γ. Πελτέκης1, Α. Φραγκάκης1, Δ. Παλάσκας1, Α. Κοτσάνη1, Χ. Κούτρας2, Α. Μάργιος3, Δ. Ε. Κυρμιζάκης1 1 ΩΡΛ τμήμα, Γ.Ν. Βέροιας, 2Παθολογικό τμήμα, Γ.Ν. Βέροιας, 3ΜΕΘ Γ.Ν. Βέροιας Υπεύθυνος συγγραφέας: Κωνσταντίνος Ε. Αλεξόπουλος, Καμποχώρι Ημαθίας, Τ.Κ. 59300, τηλ.6976840077, e-mail: [email protected] Περίληψη Η οξεία επιγλωττίτιδα ή υπεργλωττιδική λαρυγγίτιδα, είναι μια σοβαρή και ταχέως εξελισσόμενη λοίμωξη του ανώτερου αναπνευστικού συστήματος, που συχνά επηρεάζει τη βατότητα του αεραγωγού. Θεωρείτο μέχρι πρόσφατα ότι προσβάλει ιδίως παιδιά ηλικίας 2-7 ετών και δεν είναι σύνηθης στους ενήλικες, ίσως και για αυτό πολλές φορές υποδιαγιγνώσκεται. Η συχνότητα της πάθησης αυτής στα παιδιά έχει μειωθεί σημαντικά τα τελευταία χρόνια, ειδικά μετά τον εμβολιασμό του παιδιατρικού πληθυσμού κατά του αιμόφιλου. Αντιθέτως, στους ενήλικες η συχνότητα αυξήθηκε. Κατά την παρούσα εργασία παρουσιάζονται τέσσερα περιστατικά οξείας επιγλωττίτιδας σε ενήλικες, που αντιμετωπίστηκαν στην κλινική μας, σε διάστημα ενός μηνός. Η διάγνωση τέθηκε μετά από διαρρινική επισκόπηση με εύκαμπτο ενδοσκόπιο. Όλοι οι ασθενείς ανέφεραν οδυνοφαγία και δυσκαταποσία, είχαν πυρετό, ενώ τρεις παρουσίαζαν δύσπνοια, σιελόρροια και “hot potato voice”. Δύο ασθενείς χρειάσθηκαν άμεση μεταφορά στη Μονάδα Εντατικής Θεραπείας (Μ.Ε.Θ.). Όλοι οι ασθενείς μας αντιμετωπίστηκαν επιτυχώς με συντηρητική θεραπεία που περιελαμβανε επαρκή ενυδάτωση, ενδοφλέβια αντιβιοτικά και κορτικοστεροειδή, ενώ σε κανένα δε χρειάστηκε διασωλήνωση. Η διατήρηση ανοικτού αεραγωγού θα πρέπει να είναι το κύριο μέλημα των θεράποντων ιατρών στην οξεία επιγλωττίτιδα των ενηλίκων, όπως άλλωστε συμβαίνει και στα παιδιά. Η έγκαιρη διάγνωση και η μεταφορά-αντιμετώπιση του ασθενούς σε οργανωμένο κέντρο, το οποίο πρέπει να διαθέτει Μ.Ε.Θ. είναι αποφασιστικής σημασίας για την έκβαση της νόσου. Λέξεις κλειδιά: Οξεία επιγλωττίτιδα ενηλίκων, υπεργλωττιδική λαρυγγίτιδα, αιμόφιλος της ινφλουέντσας τύπου Β, οδυνοφαγία, διασωλήνωση, Μονάδα Εντατικής Θεραπείας Εισαγωγή Η οξεία επιγλωττίτιδα των ενηλίκων συχνά αναφέρεται ως υπεργλωττιδική λαρυγγίτιδα, λόγω του ότι η φλεγμονή σπάνια περιορίζεται μόνο στην επιγλωττίδα, αλλά συνήθως προσβάλλει και τις υπεργλωττιδικές δομές όπως ο φάρυγγας, η σταφυλή, η βάση της γλώσσας, οι αρυταινο-επιγλωττιδικές πτυχές ή οι νόθες φωνητικές χορδές(1). Η τυπική οξεία επιγλωττίτιδα περιγράφεται σαν μια φλεγμονή της επιγλωττίδας στα παιδιά οφειλόμενη στον αιμόφιλο της ινφλουέντσας τύπου Β. Στους ενήλικες λιγότερο από το 20% προκαλείται από τον αιμόφιλο ενώ συνήθως ενοχοποιούνται ο α-αιμολυτικός στρεπτόκοκκος, ειδικά ο πυογόνος στρε- 40 πτόκοκκος, ο πνευμονιόκοκκος, όπως επίσης και ο χρυσίζων σταφυλόκοκκος(2). Σπανιότερα έχουν ενοχοποιηθεί και άλλα μικρόβια, όπως και ιοί. Πρόσφατες επιδημιολογικές μελέτες σημειώνουν μια σημαντική μείωση της συχνότητας της νόσου στα παιδιά μετά τον εμβολιασμό του παιδιατρικού πληθυσμού κατά του αιμόφιλου (περί το 80%)(1,3,4,5). Αντίθετα παρουσιάζεται μια σταθερή αύξηση των περιπτώσεων επιγλωττίτιδας σε ενήλικες (από 0,78/100000 το 1975 σε 3,1/100000 το 2000)(3,5,6,7). Η θνητότητα της επιγλωττίτιδας των ενηλίκων είναι υψηλότερη από ότι στα παιδιά (περί το 7%) και οφείλεται κυρίως στην μή έγκαιρη διάγνωση και την ανεπαρκή θεραπευτική αγωγή(8). Εικόνα 1: Αμφοτερόπλευρη πλευρίτιδα σε απλή ακτινογραφία θώρακος (επί κλίνης) του ασθενούς 1. Εικόνα 2: Αξονική θώρακος, εγκάρσιες τομές, του ασθενούς 1 όπου φαίνονται καθαρά η πνευμονία στο δεξί πνεύμονα και η πλευριτιδική συλλογή άμφοτερόπλευρα. Παρουσίαση περιστατικών Ασθενής 1: Άντρας ηλικίας 41 ετών, καπνιστής, προσήλθε στα Εξωτερικά ιατρεία (Ε.Ι.) της ΩΡΛ αναφέροντας εμπύρετο, δυσκαταποσία, οδυνοφαγία και δύσπνοια από 24ώρου περίπου τα οποία επιδεινώθηκαν ραγδαία. Ο ασθενής είχε πυρετό (39,50C), υποξυγοναιμία, σιελόρροια και “hot potato voice”. Κατά την ΩΡΛ κλινική εξέταση ο ασθενής βρέθηκε να έχει διογκωμένους τραχηλικούς λεμφαδένες, οίδημα σταφυλής και έντονη φλεγμονή όλου του οροφάρυγγα. Κατά την εύκαμπτη ενδοσκόπηση, η επιγλωττίδα παρουσίαζε οίδημα και ερυθρότητα, ενώ ήταν αδύνατη η επισκόπηση της εισόδου του λάρυγγα και των φωνητικών χορδών. Ο αιματολογικός έλεγχος αποκάλυψε αύξηση της C-αντιδρώσας πρωτεϊνης (CRP-25,8 με φ.τ. <0.5) και λευκοκυττάρωση (WBC-30000 με φ.τ. 4200-11000), ενώ η ακτινογραφία θώρακος έδειξε βρογχοπνευμονία και πλευριτικό υγρό άμφοτερόπλευρα. Ο ασθενής μεταφέρθηκε στη Μ.Ε.Θ για νοσηλεία, ενώ ενημερώθηκε το χειρουργείο να είναι σε ετοιμότητα σε περίπτωση που χρειαστεί επείγουσα τραχειοστομία. Ξεκίνησε άμεσα η ενδοφλέβια φαρμακευτική αγωγή και έλαβε διπλό αντιβιοτικό σχήμα με Κεφτριαξόνη 2g x 2 και Βανκομυκίνη 1g x 2, όπως και Δεξαμεθαζόνη 8mg x 4 , ενώ τέθηκε και σε μηχανικό αερισμό με μάσκα Bipap. Οι αιμοκαλλιέργειες του ασθενούς ήταν αρνητικές, ενώ εξετάστηκε και φαρυγγικό επίχρισμα για τον ιο H1N1 (λόγω της μεγάλης εξάπλωσης αυτού εκείνο το χρονικό διάστημα) το οποίο ήταν επίσης αρνητικό. Εικόνα 3: Διόγκωση της επιγλωττίδας σε αξονική τραχήλου, εγκάρσιες τομές, του ασθενούς 2. Την επόμενη ημέρα ο ασθενής παρουσίασε σημαντική βελτίωση των συμπτωμάτων από το ανώτερο αναπνευστικό και κατά την εύκαμπτη ενδοσκόπηση που του έγινε διαπιστώθηκε ήπια βελτίωση της εικόνας της επιγλωττίδας και του λάρυγγα γενικότερα. Την τέταρτη ημέρα νοσηλείας, είχε σχεδόν φυσιολογικό υποφάρυγγα και λάρυγγα, όμως παρέμεινε στη Μ.Ε.Θ. λόγω της πνευμονίας. Εξήλθε την δέκατη ημέρα σε πολύ καλή κατάσταση. Ασθενής 2: Άντρας ηλικίας 59 ετών, καπνιστής, προσήλθε στα Ε.Ι. ΩΡΛ με εμπύρετο απο 24ώρου και με οξεία κλινική εικόνα η οποία όπως ανέφερε είχε ραγδαία επιδείνωση, παρά την αντιμετώπιση του σε κέντρο υγείας με χορήγηση 1g μεθυλπρεδνιζολόνης και εισπνοών με αδρεναλίνη. Ο ασθενής ανέφερε δύσπνοια, οδυνοφαγία και δυσκαταποσία, ενώ είχε σιελόρροια και “hot potato voice”. Κατά την ενδοσκόπηση του 41 ασθενούς διαπιστώθηκε οίδημα και ερυθρότητα της γλωσσικής επιφάνειας της επιγλωττίδας και της βάσεως της γλώσσας, ενώ ήταν αδύνατη η επισκόπηση του λάρυγγα και των φωνητικών χορδών. Οι αιματολογικές εξετάσεις έδειξαν αύξηση της CRP - 5,7 και λευκοκυττάρωση (WBC – 20500). Ο ασθενής εισήχθη στην ΩΡΛ κλινική για να λάβει φαρμακευτική αγωγή, υπό στενή ιατρική παρακολούθηση και με ετοιμότητα για τη διενέργεια διασωλήνωσης ή τραχειοτομής. Έλαβε Κεφτριαξόνη 2g x 2 IV, Κλινδαμυκίνη 600mg x 3 IV, Δεξαμεθαζόνη 8mg x 3 IV, ενώ αρχικά του χορηγήθηκαν εισπνοές με φυσιολογικό ορό και αδρεναλίνη. Πίνακας 1 Μικροβιακά αίτια Μη μικροβιακά αίτια Αιμόφιλος της Ινφλουένσας τύπου Β Τραύμα από ξένο σώμα Πνευμονιόκοκκος Χημικό έγκαυμα Χρυσίζων σταφυλόκοκκος Θερμικό έγκαυμα Πυογόνος στρεπτόκοκκος Εισπνοή ναρκωτικών ουσιών Candida spp Αντίδραση στη χήμειο- ή/και ακτινοθεραπεία Ο ασθενής παρουσίασε σταθερή βελτίωση της γενικής αλλά και της ενδοσκοπικής εικόνας του και μετά την τέταρτη ημέρα νοσηλείας του εξήλθε για συνέχιση της αγωγής του κατ’οίκον. Ασθενής 3: Γυναίκα 23 ετών προσήλθε για εξέταση αναφέροντας εμπύρετο, οδυνοφαγία και δυσκαταποσία από 24ώρου περίπου. Η ασθενής δεν ανέφερε δύσπνοια και η συνολική κλινική εικόνα της ήτανε μέσης βαρύτητας. Κατά την εύκαμπτη ενδοσκόπηση παρατηρήθηκαν οίδημα και ερυθρότητα της επιγλωττίδας, η οποία απέφρασε την είσοδο του λάρυγγα, ενώ υπήρχε και χαλαρό οίδημα του βλεννογόνου των αρυταινοειδών χόνδρων. Ο εργαστηριακός έλεγχος έδειξε λευκοκυττάρωση (WBC – 15300). Η τρίτη ασθενής αντιμετωπίστηκε με ανάλογη αγωγή όπως ο δεύτερος με εξαίρεση τις εισπνοές με αδρεναλίνη. Απυρέτησε μετά το πρώτο 24ωρο, είχε δε σημαντική βελτίωση του οιδήματος και της φλεγμονής και εξήλθε της κλινικής μετά από 4 ημέρες νοσηλείας με από το στόμα φαρμακευτική αγωγή Κεφτιτορένη - Κλινδαμυκίνη και προβιοτικό με ζακχαρομύκητες (Ultra Levure) επί δεκαήμερο. Ασθενής 4: Άντρας 65 ετών, καπνιστής, προσηλθε στα επείγοντα ιατρεία του τμήματος μας με οξεία κλινική εικόνα (εμπύρετο, δύσπνοια, οδυνοφαγία, δυσκαταποσία, hot potato voice), η οποία είχε επιδεινωθεί ραγδαία το τελευταίο 24ωρο. Αφού τέθηκε η διάγνωση της οξείας επιγλωττίτιδας, μετά από εύκαμπτη ενδοσκόπηση, ο ασθενής μεταφέρθηκε στη Μ.Ε.Θ., όπου και ξεκίνησε άμεσα η ενδοφλέβια φαρμακευτική αγωγή του. Αυτή περιελάμβανε Κεφτριαξόνη 2g x 2, Κλινδαμυκίνη 600mg x 3, Δεξαμεθαζόνη 8mg x 3. Ο ασθενής παρουσίασε σταθερή βελτίωση της γενικής αλλά και της ενδοσκοπικής εικόνας του και μετά την πέμπτη ημέρα νοσηλείας του εξήλθε για συνέχιση της αγωγής του κατ’οίκον. Συζήτηση Η συχνότητα της οξείας επιγλωττίτιδας των ενηλίκων έχει αυξηθεί. Η διαφορική διάγνωση μεταξύ αυτής και λιγότερο επειγουσών παθήσεων με παρόμοια συμπτώματα είναι δύ42 σκολη σε επίπεδο πρωτοβάθμιας περίθαλψης. Αυτό οδηγεί σε καθυστέρηση έναρξης της κατάλληλης θεραπευτικής αγωγής και κατά συνέπεια σε υψηλά ποσοστά θνησιμότητας(8). Γι’ αυτό και είναι πολύ σημαντικό ποτέ να μην παραλείπει ο ιατρός την επισκόπηση του λάρυγγα σε περιπτώσεις με σοβαρή δυσφαγία και ειδικότερα όταν δεν υπάρχουν σαφείς ενδείξεις οξείας φλεγμονής του οροφάρυγγα. Υπάρχουν διάφορα αίτια που μπορεί να προκαλέσουν οξεία επιγλωττίτιδα στους ενήλικες, σε αντίθεση με τα παιδιά όπου το κύριο αίτιο είναι ο Αιμόφιλος της Ινφλουένσας τύπου Β (Hib) και όπως αναφέρθηκε παραπάνω, η συχνότητα της πάθησης έχει μειωθεί δραστικά μετά τον εμβολιασμό του παιδιατρικού πληθυσμού για τον Hib(1,3,4,5). Τα αίτια αυτά μπορεί να είναι μικροβιακά και μη μικροβιακά (Πίνακας 1). Ο Hib, ο πνευμονιόκοκκος, ο χρυσίζων σταφυλόκοκκος και ο πυογόνος στρεπτόκοκκος είναι τα κύρια παθογόνα που προκαλούν οξεία επιγλωττίτιδα στους ενήλικες. Άλλοι μικροοργανισμοί είναι σπανιότεροι, όμως παρουσιάζουν μεγαλύτερη συχνότητα σε ενήλικες ασθενείς, όπως είναι η Candida spp(2,6,7). Γι’ αυτό το λόγο η αιμοκαλλιέργεια και το αντιβιόγραμμα είναι χρήσιμα στη διάγνωση και τη θεραπεία της επιγλωττίτιδας των ενηλίκων, όμως θα πρέπει να λαμβάνονται πριν από την έναρξη της αντιβιοτικής αγωγής για να είναι αξιόπιστα. Λιγότερο αξιόπιστη είναι η καλλιέργεια των πτύελων. Συμπερασματικά, η οξεία επιδείνωση της κλινικής εικόνας σε κάθε λοίμωξη του ανώτερου αναπνευστικού με οδυνοφαγία, σιελόρροια, δύσπνοια (ειδικά στην ύπτια θέση), ταχύπνοια και συρριγμό, χωρίς εμφανή αιτία από τον οροφάρυγγα θα πρέπει να ευαισθητοποιήσουν τον θεράποντα ιατρό στο να συμπεριλάβει στη διαφορική διάγνωση την οξεία επιγλωττίτιδα και να παραπέμψει τον ασθενή σε ειδικό κέντρο, κάτι που είναι καθοριστικό για την έκβαση της νόσου. Οι ασθενείς με συμπτώματα απόφραξης του αεραγωγού σαν συνέπεια οξείας επιγλωττίτιδας θα πρέπει να αντιμετωπίζονται άμεσα, να βρίσκονται υπό στενή ιατρική παρακολούθηση και να υπάρχει η προετοιμασία και η υποδομή για επείγουσα τραχειοτομή ή διασωλήνωση, η οποία είναι προτιμώτερο να γίνεται στο χειρουργείο, υπό ελεγχόμενες συνθήκες με monitoring και αναισθησιολογική υποστήριξη(1,3,4,7,10). Άμεση θα πρέπει να είναι επίσης η χορήγηση ευρέως φάσματος αντιβιοτικών και κορτικοστεροειδών αν και το τελευταίο αμφισβητείται από ορισμένους(3). Εξέταση εκλογής για τη διάγνωση της οξείας επιγλωττίτιδας είναι η ενδοσκόπηση του ανώτερου αναπνευστικού με εύκαμπτο ρινολαρυγγοσκόπιο, ενώ μικρότερη αξία έχει πλέον η ακτινογραφία μαλακων μορίων τραχήλου όπου το «σημείο του αντίχειρα» είναι χαρακτηριστικό για την επιγλωττίτιδα. Η οξεία υπεργλωττιδική λαρυγγίτιδα μπορεί να συνυπάρχει με άλλες λοιμώξεις όπως πνευμονία, πλευρίτιδα, μηνιγγίτιδα και άλλες σε ένα ποσοστό μέχρι και 30%(2) Στην πρόληψη της επιγλωττίτιδας, ιδίως των παιδιών, το σημαντικότερο ρόλο παίζει η πρόληψη της λοίμωξης από τον Hib που επιτυγχάνεται με τον εμβολιασμό του πληθυσμού, πράγμα που έχει οδηγήσει σε εντυπωσιακή μείωση συχνότητας της νόσου στον παιδιατρικό πληθυσμό(1,3,5). Πίνακας 2 Φλεγμονώδη αίτια Μή φλεγμονώδη αίτια Οξεία αμυγδαλίτιδα Αλλεργικές αντιδράσεις Λοιμώδη μονοπυρήνωση Αγγειοοίδημα Διφθερίτιδα Εισρόφηση ξένου σώματος Λουδοβίκειο κυνάγχη Αντανακλαστικός λαρυγγόσπασμος Περιαμυγδαλικό, Τραυματισμός του πλαγιοφαρυγγικό λάρυγγα ή οπισθοφαρυγγικό απόστημα Λαρυγγοτραχειϊτιδα Νεοπλάσματα Γλωσσική αμυγδαλίτιδα Συστηματικός ερυθηματώδης λύκος Εισπνοή τοξικών ουσιών Η διαφορική διάγνωση της οξείας επιγλωττίτιδας των ενηλίκων(1) περιλαμβάνει αρκετές φλεγμονώδεις παθήσεις, όπως και κάποιες μή φλεγμονώδεις καταστάσεις (Πίνακας 2). Η οξεία επιγλωττίτιδα των ενηλίκων έχει αυξηθεί σημαντικά σύμφωνα με την διεθνή βιβλιογραφία, είναι σοβαρή και επικίνδυνη για τη ζωή του ασθενούς, λοίμωξη του ανώτερου αναπνευστικού συστήματος, που μπορεί να αντιμετωπιστεί επιτυχώς με: Εξέταση εκλογής για τη διάγνωση της οξείας επιγλωττίτιδας είναι η ενδοσκόπηση του ανώτερου αναπνευστικού με εύκαμπτο ρινολαρυγγοσκόπιο, ενώ μικρότερη αξία έχει πλέον η ακτινογραφία μαλακων μορίων τραχήλου όπου το «σημείο του αντίχειρα» είναι χαρακτηριστικό για την επιγλωττίτιδα. Στην πρόληψη της επιγλωττίτιδας, ιδίως των παιδιών, το σημαντικότερο ρόλο παίζει η πρόληψη της λοίμωξης από τον αιμόφιλο της ινφλουέντζας τύπου Β που επιτυγχάνεται με τον εμβολιασμό του πληθυσμού, πράγμα που έχει οδηγήσει σε εντυπωσιακή μείωση συχνότητας της νόσου στον παιδιατρικό πληθυσμό(1,3,5). • Την έγκαιρη και σωστή διάγνωση. • Την άμεση χορήγηση των κατάλληλων αντιβιοτικών και κορτικοστεροειδών. • Την διασωλήνωση ή τραχειοτομή του ασθενούς, όπου αυτό κρίνεται απαραίτητο. Αν και η ανοσοποίηση του πληθυσμού για τον Hib έχει μειώσει σημαντικά τη συχνότητα της νόσου στα παιδιά, η πιθανότητα επιγλωττίτιδας στους ενήλικες είναι σημαντική και όχι αμελητέα. Ασθενείς με συμπτώματα οξείας φλεγμονής του ανώτερου αναπνευστικού, με οδυνοφαγία, δύσπνοια και συρριγμό, χωρίς όμως σημαντικές αλλοιώσεις στον οροφάρυγγα, θα πρέπει πάντοτε να εγείρουν στον εξετάζοντα σοβαρές υποψίες για οξεία επιγλωττίτιδα(8). Η συνύπαρξη οξείας επιγλωττίτιδας και άλλων σοβαρών λοιμώξεων είναι συχνή και πρέπει πάντα να γίνεται διερεύνηση προς αυτήν την κατεύθυνση(2). Βιβλιογραφία - References 1. Wick F., Ballmer PE, Haller A. Acute epiglottitis in adults. Swiss Med Wkly. 2002;132(37-38):541-7 2. Trollfors B, Nylen O, Carenfelt C, Fogle-Hansson M, Freijd A, Geterud A, et al. Aetiology of acute epiglottitis in adults. Scand J Infect Dis 1998;30:49-51 3. Mathoera RB, Wever PC, van Dorsten FR, Balter SG, de Jager CP. Epiglottitis in the adult patient. Neth J Med. 2008 Oct;66(9):373-7 4. Guldfred LA, Lyhne D, Becker BC. Acute epiglottitis: epidemiology, clinical presentation, management and outcome. J Laryngol Otol. 2008 Aug;122(8):818-23. Epub 2007 Sep 25 5. Muhlemann K, Russell E, Pepe M, Weiss N, Schopfer K and the Swiss haemophilus influenzae study group. Invasive haemophilus influenzae disease and epiglottitis among Swiss children from 1980 to 1993:Evidence for herd immunity among older age groups. Scand J Infect Dis 1996;28:265-8 6. Berger G, Landau T, Berger S, Finkelstein Y, Bernheim J, Ophir D. The 43 rising incidence of adult acute epiglottitis and epiglottic abscess. Am J Otolaryngology 2003;24(6):374-83 7. Dort JC, Frohlich AM, Tate RB. Acute epiglottitis in adults:Diagnosis and treatment in 43 patients. J Otolaryngol 1994;23:281-5 8. Ames W.A., Ward V.M.M., Tranter R.M.D., Street M.. Adult epiglottitis: an under-recognized, life threating condition. British Journal of Anaesthesia 85 (5): 795-7 (2000) 9. Lerner DM, Deeb Z. Acute upper airway obstruction resulting from systemic diseases. South Med J. 1993 Jun;86(6):623-7 10. Mayo-Smith MF, Spinale JW, Donsley CJ, Yukawa M, Li RH, Schiffmann FJ. Acute epiglottitis:an 18-year old experience in Rhode Island. Chest 1995;108:1640-7 Acute epiglottitis in adults: A report of four cases C. Alexopoulos1, G. Peltekis1, A. Fragkakis1, D. Palaskas1, A. Kotsani1, Cr. Koutras2, A. Margios3, D. E. Kyrmizakis1 1. ENT Department, General Hospital of Veroia 2. Internal Medicine Department General Hospital of Veroia 3. ICU General Hospital of Veroia Abstract Acute epiglottitis is a serious infection of the upper airway, which has rapidly progression and often results in to upper airway obstruction. Although is a well – recognized entity in children, it is uncommon in adults and therefore is often misdiagnosed. Acute epiglottitis in children has been reduced due to the vaccination against Haemophilus infuenzae type b. On the contrary the incidence in adults has been steadily increased. Acute epiglottitis in adults is often referred as supraglottitis, as the inflammation is usually not confined only to the epiglottis but affects supraglottic structures. We present 4 cases of acute epiglottitis in adults which have been successfully managed at our hospital in a period of a month. The diagnosis confirmed with the use of a fiber optic laryngoscope. All patients complained for odynophagia, sore throat, pyrexia, while three of the patients presented to have dyspnoea, inability to swallow secretions and “hot potato voice”. Two patients were immediately transferred to the Intensive Care Unit. All our patients responded successfully to medical therapy (antibiotics and Dexamethasone intavenously, adequate hydration and adrenaline inhalations).No intubation was needed in all cases. The maintenance of an adequate airway is the main concern in acute epiglottitis in adults. A high index of suspicion is needed to recognize this rare entity correctly and patients must be admitted to a hospital with intensive care facilities where the diagnosis can be confirmed and could be treated properly. Key words: Acute epiglottitis, supraglottitis, Haemophilus influenza type B, odynophagia, intubation, Intensive Care Unit. 44 Πανελλήνιο Σεμινάριο 11 Ρινολογίας ο & 4ο Εργαστήριο Ενδοσκοπικής Ρινοχειρουργικής Ρινοπλαστικής με εκπαίδευση σε νωπά παρασκευάσματα 4 - 6 Φεβρουαρίου 2011 Nοσοκομείο Παπαγεωργίου Θεσσαλονίκη Διοργάνωση: Ελληνική Ρινολογική Εταιρεία Mε τη συνεργασία: Ελληνικής Εταιρείας Πλαστικής Χειρουργικής Προσώπου Β’ Πανεπιστημιακής ΩΡΛ Κλινικής ΑΠΘ Yπό την αιγίδα: Πανελλήνιας Εταιρείας Ωτορινολαρυγγολογίας Χειρουργικής Κεφαλής & Τραχήλου ΓΡΑΜΜΑΤΕΙΑ - ΠΛΗΡΟΦΟΡΙΕΣ - ΔΗΛΩΣΕΙΣ ΣΥΜΜΕΤΟΧΗΣ ΤΗΕΜΑ team - Aγ. Κωνσταντίνου 40, Μαρούσι 151 24 T: 210 6107213, F: 210 6107864, E: [email protected], S: www.themateam.gr 45 Otorhinolaryngologia - Head and Neck Surgery Issue 40, April - May - June 2010, pages 46-49 ΕΠΙΣΤΗΜΟΝΙΚΟ ΑΡΘΡΟ Ρινοεγκεφαλική μουκορμύκωση. Αναφορά περιστατικού. Μάλλης Α., Αλεξοπούλου Μ., Σταθάς Θ., Σταύρου Σ., Μαστρονικολής Ν., Ναξάκης Σ., Δημάκα Κ., Γκούμας Π. Πανεπιστημιακή ΩΡΛ Κλινική Πανεπιστημιακού Νοσοκομείου Πατρών, Πάτρας Υπεύθυνος συγγραφέας: Θεόδωρος Σταθάς, email: [email protected] Περίληψη Εισαγωγή: Οι μουκορμυκώσεις συνιστούν ομάδα διηθητικών λοιμώξεων που προκαλούνται από μύκητες της οικογένειας Mucoraceae. Προκείται για ευκαιριακές συνήθως λοιμώξεις, με την ρινοεγκεφαλική μορφή της νόσου να θεωρείται η συχνότερη και ευθυνόμενη για 30% έως 50% των περιστατικών της νόσου. Αναφορά περιστατικού: Γυναίκα ασθενής ηλικίας 70 ετών παραπέμπεται στα εξωτερικά ιατρεία λόγω κυτταρίτιδας αριστερής παρειάς, και βλεφάρων, στοιχεία που αποδόθηκαν από τον παραπέμποντα ιατρό σε πρόσφατη εξαγωγή γομφίου σύστοιχα της βλάβης. Κατά την εξέταση της ασθενούς διαπιστώνεται ελκωτική βλάβη στην σκληρά υπερώα καθώς και φλεγμονώδης εικόνα των ρινικών κογχών αριστερά κατά την πρόσθια ρινοσκόπηση. Εκ του ατομικού ιστορικού αναφέρεται σακχαρώδης διαβήτης από δέκα ετών. Ακολούθησε εισαγωγή και διερεύνηση της ασθενούς, οπότε και ανεδείχθη κατάληψη του αριστερού ιγμορείου άντρου. Η κλινική υποψία ρινοεγκεφαλικής μουκορμύκωσης επιβεβαιώθηκε με ιστοπαθολογική εξέταση υλικού από την βλάβη στην σκληρά υπερώα και την αριστερή κάτω ρινική κόγχη αριστερά, ενώ η ασθενής εμφάνισε και πάρεση του αριστερού προσωπικού νεύρου. Η ασθενής ετέθη υπό αγωγή με αμφοτερικίνη Β και κρυσταλική ινσουλίνη για την επίτευξη ευγλυκαιμίας. Ακολούθησε αριστερά ημιγναθεκτομή με αποκατάσταση του ελλείματος σε δεύτερο χρόνο. Η ασθενής παρουσίασε σαφή βελτίωση με πλήρη αποκατάσταση της πάρεσης του προσωπικού νεύρου την 15η μετεγχειρητική ημέρα. Η αγωγή αμφοτερικίνης Β συνεχίσθη για ένα μήνα οπότε και η ασθενής έλαβε εξιτήριο υπό προφυλακτική αγωγή ποζακοναζόλης. Συμπεράσματα: Η ρινοεγκεφαλική μουκορμύκωση εξακολουθεί να αποτελεί νόσο με υψηλά ποσοστά θνητότητας. Η έγκαιρη φαρμακευτική αγωγή και κατάλληλη χειρουργική αντιμετώπιση συνιστούν κεντρικά στοιχεία της ορθής αντιμετώπισης αυτών των ασθενών. Λέξεις κλειδιά: ρινοεγκεφαλική μουκορμύκωση, μυκητίαση, διαβήτης, αμφοτερικίνη Εισαγωγή Οι μουκορμυκώσεις συνιστούν ομάδα διηθητικών λοιμώξεων που προκαλούνται από μύκητες της οικογένειας Mucoraceae[1]. Προκείται για ευκαιριακές κατά κανόνα λοιμώξεις και αποτελούν την τρίτη αιτία διηθητικών λοιμώξεων μετά τις λοιμώξεις από είδη Aspergillus και Candida.[2] Η ρινοεγκεφαλική μορφή της νόσου θεωρείται η συχνότερη σε μεγάλες σειρές περιστατικών[3], ευθυνόμενη για 30% έως 50% των περιπτώσεων.[4] Παρουσίαση περιστατικού Γυναίκα ασθενής ηλικίας 70 ετών παραπέμπεται στα εξωτερικά ιατρεία λόγω κυτταρίτιδας αριστερής παρειάς, και βλεφάρων. Η εικόνα της ασθενούς αποδίδεται από τον παΕικόνα 1: Ελκωτική βλάβη στην περιοχή της σκληράς υπερώας. 46 Εικόνα 2: Κατάληψη του αριστερού ιγμορείου όπως αναδεικνύεται στην αξονική τομογραφία. ραπέμποντα ιατρό σε πρόσφατη εξαγωγή γομφίου σύστοιχα της βλάβης, η οποία διενεργήθη 5 ημέρες νωρίτερα. Κατά την εξέταση της ασθενούς διαπιστώνεται ελκωτική βλάβη στην σκληρά υπερώα (Εικόνα 1), καθώς και φλεγμονώδης εικόνα των ρινικών κογχών αριστερά κατά την πρόσθια ρινοσκόπηση. Εκ του ατομικού ιστορικού αναφέρεται σακχαρώδης διαβήτης από δέκα ετών. Από τις εργαστηριακές εξετάσεις της ασθενούς επισημαίνονται λευκοκυταραιμία και γλυκοζαιμία (glu= 350). Αποφασίζεται εισαγωγή της ασθενούς για διερεύνηση και αντιμετώπιση. Ζητήθη απεικονιστικός έλεγχος με αξονική τομογραφία, όπου και ανεδείχθη απεικονιστικά κατάληψη του αριστερού ιγμορείου άντρου (Εικόνα 2). Ετέθη υποψία ρινοεγκεφαλικής μουκορμύκωσης και ελήφθησαν βιοψίες από την βλάβη στην σκληρά υπερώα και την κάτω ρινική κόγχη αριστερά. Η ιστοπαθολογική έκθεση ήταν συμβατή με λοίμωξη από μύκητα της οικογένειας Mucoraceae και για τις δύο θέσεις λήψης των βιοψιών. Η ασθενής ετέθη υπό αγωγή με αμφοτερικίνη Β και κρυσταλική ινσουλίνη για την επίτευξη ευγλυκαιμίας. Την τρίτη ημέρα νοσηλείας η ασθενής εμφάνισε πάρεση του προσωπικού νεύρου αριστερά, με πτώση γωνίας στόματος και μερική αδυναμία σύγκλεισης του οφθαλμού αριστερά. Νέος απεικονιστικός έλεγχος ανέδειξε διόγκωση της παρωτίδος ενώ δεν ανεδείχθη ενδοκρανιακή βλάβη. Εικόνα 3: Διαστοματική άποψη του χειρουργικού ελλείματος. Αποφασίσθηκε χειρουργική παρέμβαση, οπότε και διενεργήθη αριστερά ημιγναθεκτομή (Εικόνα 3). Η αποκατάσταση του ελλείματος αποφασίσθηκε να πραγματοποιηθεί σε δεύτερο χρόνο. Η ασθενής παρουσίασε σαφή βελτίωση με πλήρη αποκατάσταση της πάρεσης του προσωπικού νεύρου την 15η μετεγχειρητική ημέρα. Η αγωγή αμφοτερικίνης Β συνεχίσθη για ένα μήνα οπότε και η ασθενής εξήχθη, λαμβάνοντας προφυλακτική αγωγή ποζακοναζόλης. Δύο μήνες αργότερα το χειρουργικό έλλειμα απεκαταστάθη με προσθετικό εμβάλωμα, ενώ η ασθενής εξακολουθεί να είναι ελεύθερη νόσου. Συζήτηση Η ρινοεγκεφαλική μουκορμύκωση έχει συσχετισθεί με μη ελεγχόμενο σακχαρώδη διαβήτη και διαβητική κετοξέωση.[5,6] Άλλοι παράγοντες κινδύνου είναι η ανοσοκαταστολή λόγω μεταμόσχευσης οργάνου, οι αιματολογικές κακοήθεις νόσοι, η μακρόχρονη θεραπεία με κορτικοειδή και η αιμοχρωμάτωση.[7] Η νόσος εμφανίζεται συνήθως σε οξεία μορφφή προσομοιάζοντας λοίμωξη παραρινίων ή κυτταρίτιδα κόγχου[4]. Πόνος στην παρειά και μονόπλευρο οίδημα προσώπου αποτελούν εξίσου σημαντικά στοιχεία της κλινικής εικόνας του ασθενούς, ενώ εμπύρετο ποικίλης έντασης μπορεί να συμμετέχει επίσης[8] Το μόνο ειδικό εύρημα της νόσου θεωρείται πως είναι οι μαύρες νεκρωτικές εσχάρες στον ρινικό βλενογόνο ή την υπερώα. Σε μεγάλες σειρές όμως το εύρημα αυτό παρατηρήθηκε σε λιγότερους από τους μισούς ασθενείς[9], ενώ πρέπει επίσης να τονιστεί πως η αρχική εμφάνιση του βλενογόνου μπορεί να είναι φυσιολογική[10]. Η κλινική εικόνα μπορεί να περιλαμβάνει σημεία οφθαλμοπληγίας ή σύγχυση και αποπροσανατολισμό του ασθενούς στοιχεία ενδεικτικά επέκτασης της νόσου στον οφθαλμικό κόγχο και τον εγκέφαλο αντίστοιχα.[11] Η παθοφυσιολογία της νόσου βασίζεται σε δύο κύριες παραμέτρους: τον αυξημέμο σίδηρο ορού και την διαβητική κετοξέωση. Όσον αφορά τον σακχαρώδη διαβήτη και τον ρόλο της κετοξέωσης, έχει υποτεθεί πως παραβλάπτουν την χημειοταξία και φαγοκυτταρική λειτουργία των ουδετεροφίλων ενώ αυξάνουν περαιτέρω την διαθεσιμότητα του σιδήροου.[12,13] Ο αυξημένος σίδηρος ορού είναι κεντρικό στοιχείο στην παθογένεια της νόσου, με ιδιαίτερη σημασία να αποδίδεται στην χρήση της δεφεροξαμίνης ως σιδηροφόρου από τον μύκητα.[14,15] Η νόσος πρέπει να διαγνωστεί ταχέως, ενώ με την αναγνώριση των πρώτων συμπτωμάτων σε ασθενή με ύποπτο για την νόσο ιστορικό συνιστάται ταχεία έναρξη αγωγής[16], ενώ πραγματοποιούνται οι ενέργειες για την επιβεβαίωση της κλινικής διάγνωσης. Η επιβεβαίωση της νόσου μπορεί να γίνει με ιστοπαθολογική εξέταση βιοψικού υλικού 47 χειρουργικού ή μη, με την παρουσία υφών μύκητα χωρίς διαφραγμάτια και αγγειακής διήθησης να θεωρείται τυπική για την διάγνωση.[17] Η θεραπεία της νόσου οφείλει να βασίζεται σε συνδδυασμό χειρουργικής εκτομής, αντιμυκυτιασικής αγωγής και διόρθωσης των υποκείμενων προδιαθεσικών παραγόντων.[4] Στην σχετική βιβλιογραφία δεν καταγράφονται γενικές κατευθυντήριες οδηγίες για την έκταση και το χρόνος της χειρουργικής παρέμβασης[18] η οποία αποτελεί θέμα συζήτησης, με ορισμένους μελετητές να υποστηρίζουν πρώιμη εκτεταμένη παρέμβαση[6], ενώ άλλοι προτείνουν συντηρικότερη αντιμετώπιση.[19] Η φαρμακευτική αγωγή της νόσου βασίζεται στην χρήση σκευασμάτων αμφοτερικίνης Β[18], ενώ πρόσφατα υποστηρίζεται από ορισμένους μελετητές και ο ρόλος της ποζακοναζόλης.[20] Η πρόγνωση της νόσου ποικίλει με περιορισμένης έκτασης λοιμώξεις να εμφανίζουν χαμηλή θνητότητα (10%)[6], ενώ επέκταση της νόσου ιδίως στο κεντρικό νευρικό σύστημα αποβαίνει συχνά θανατηφόρος.[21] Η επιβίωση της νόσου αναφέρεται βιβλιογραφικά ως 60%.[22] Συμπεράσματα Η ρινοεγκεφαλική μουκορμύκωση εξακολουθεί να αποτελεί νόσο με υψηλά ποσοστά θνητότητας, απαιτώντας υψηλό βαθμό υποψίας από τον ειδικό για την ταχεία διάγνωση και θεραπεία του ασθενούς. Βιβλιογραφία 1. Ribes JA, Vanover-Sams CL, Baker DJ. Zygomycetes in human disease. Clin Microbiol Rev 2000; 13: 236-301. 2. Pagano L, Offidani M, Fianchi L, Nosari A, Candoni A, Piccardi M, Corvatta L, D’Antonio D, Girmenia C, Martino P, Del Favero A; GIMEMA (Gruppo Italiano Malattie Ematologiche dell’Adulto) Infection Program. Mucormycosis in hematologic patients. Haematologica 2004; 89: 207-214. 3. Roden MM, Zaoutis TE, Buchanan WL, Knudsen TA, Sarkisova TA, Schaufele RL, Sein M, Sein T, Chiou CC, Chu JH, Kontoyiannis DP, Walsh TJ. Epidemiology and outcome of zygomycosis: a review of 929 reported cases. Clin Infect Dis 2005; 41: 634-653. 4. Spellberg B, Edwards J Jr, Ibrahim A. Novel perspectives on mucormycosis: pathophysiology, presentation, and management. Clin Microbiol Rev 2005; 18(3): 556-569. 5. McNulty JS. Rhinocerebral mucormycosis: predisposing factors. Laryngoscope 1982; 92(10 Pt 1): 1140-1143. 6. Nithyanandam S, Jacob MS, Battu RR, Thomas RK, Correa MA, D’Souza O. Rhino-orbito-cerebral mucormycosis. A retrospective analysis of clinical features and treatment outcomes. Indian J Ophthalmol 2003; 51: 231-236. 7. Sugar AM. Mucormycosis. Clin Infect Dis 1992; 14(Suppl 1): S126-129. 8. Talmi YP, Goldschmied-Reouven A, Bakon M, Barshack I, Wolf M, Horowitz Z, Berkowicz M, Keller N, Kronenberg J. Rhino-orbital and rhino-orbitocerebral mucormycosis. Otolaryngol Head Neck Surg 2002; 127: 22-31. 9. Yohai RA, Bullock JD, Aziz AA, Markert RJ. Survival factors in rhino-orbital-cerebral mucormycosis. Surv Ophthalmol 1994; 39: 3-22. 10. Petrikkos G, Skiada A, Sambatakou H, Toskas A, Vaiopoulos G, Giannopoulou M, Katsilambros N. Mucormycosis: ten-year experience at a tertiary- 48 care center in Greece. Eur J Clin Microbiol Infect Dis 2003; 22: 753-756. 11. O’Neill BM, Alessi AS, George EB, Piro J. Disseminated rhinocerebral mucormycosis: a case report and review of the literature. J Oral Maxillofac Surg 2006; 64(2): 326-333. 12. Chinn RY, Diamond RD. Generation of chemotactic factors by Rhizopus oryzae in the presence and absence of serum: relationship to hyphal damage mediated by human neutrophils and effects of hyperglycemia and ketoacidosis. Infect Immun 1982; 38: 1123-1129. 13. Artis WM, Fountain JA, Delcher HK, Jones HE. A mechanism of susceptibility to mucormycosis in diabetic ketoacidosis: transferrin and iron availability. Diabetes 1982; 31: 1109-1114. 14. de Locht M, Boelaert JR, Schneider YJ. Iron uptake from ferrioxamine and from ferrirhizoferrin by germinating spores of Rhizopus microsporus. Biochem Pharmacol 1994; 47: 1843-1850. 15. Boelaert JR, Van Cutsem J, de Locht M, Schneider YJ, Crichton RR. Deferoxamine augments growth and pathogenicity of Rhizopus, while hydroxypyridinone chelators have no effect. Kidney Int 1994; 45: 667-671. 16. Chamilos G, Lewis RE, Kontoyiannis DP. Delaying amphotericin B-based frontline therapy significantly increases mortality among patients with hematologic malignancy who have zygomycosis. Clin Infect Dis 2008; 47: 503-509. 17. Lass-Flörl C. Zygomycosis: conventional laboratory diagnosis. Clin Microbiol Infect 2009; 15(Suppl 5): 60-65. 18. Spellberg B, Walsh TJ, Kontoyiannis DP, Edwards J Jr, Ibrahim AS. Recent advances in the management of mucormycosis: from bench to bedside. Clin Infect Dis 2009; 48: 1743-1751. 19. Reed C, Bryant R, Ibrahim AS, Edwards J Jr, Filler SG, Goldberg R, Spellberg B. Combination polyene-caspofungin treatment of rhino-orbital-cerebral mucormycosis. Clin Infect Dis 2008; 47: 364-371. 20. Scheckenbach K, Cornely O, Hoffmann TK, Engers R, Bier H, Chaker A, Greve J, Schipper J, Wagenmann M. Emerging therapeutic options in fulminant invasive rhinocerebral mucormycosis. Auris Nasus Larynx 2009; 37: 322-328. 21. Munir N, Jones NS. Rhinocerebral mucormycosis with orbital and intracranial extension: a case report and review of optimum management. J Laryngol Otol 2007; 121: 192-195. 22. Jung SH, Kim SW, Park CS, Song CE, Cho JH, Lee JH, Kim NS, Kang JM. Rhinocerebral Mucormycosis: consideration of prognostic factors and treatment modality. Auris Nasus Larynx 2009; 36: 274-279. Abstract Rhinocerebral mucormycosis. A case report. Mallis A., Alexopoulou M., Stathas Th., Staurou S., Mastronikolis N., Naxakis S., Dimaka K., Gkoumas P. ENT University Department, Patras Hospital, Patras, Greece Introduction: Mucormycoses comprise a group of primarily aggressive infections, caused by fungi of the Mucoraceae family. Rhinocerebral mucormycosis is considered the most common form of the disease accounting for 30% to 50% of the cases. Case report: A 70 year old female patient was referred to the outpatient clinic of our department due to left sided parietal cellulitis, with eyelid involvement. The infection initially considered as a result of prior molar removal. Further examination revealed an ulcer located on the hard palate and inflamed appearance of left turbinate. Her medical record revealed diabetes mellitus for 10 years. The patient was admitted to the ENT clinic for further investigation, wherefore left maxillary sinus fullness was demonstrated on CT scan. Rhinocerebral mucormycosis was regarded as the primary diagnosis with histopathologic examination of biopsy material from the hard palate ulceration and left lower turbinate confirming the clinical suspicion. The patient further developed paresis of the left facial nerve. The patient was set on iv amphotericin B course, as well as rapid insulin analogs to restore glucose levels to normal limits. Left side hemimaxillectomy was performed and a deficit repair is planned at a later stage. Surgery was followed by rapid resolution of the symptoms, including the facial nerve paresis by the fifteenth postoperative day. The patient was discharged one month later on a prophylactic posaconazole course. Conclusion: Rhinocerebral mucormycosis still presents a disease with high mortality rates. Timely pharmaceutical and surgical intervention are of paramount importance in proper management of the disease. Key words: Rhinocerebral mucormycosis, fungal infections, diabetes, amphotericin 49 ΙΣΤΟΡΙΑ ΤΗΣ ΩΡΛ Σταύρος ΠολυζωΙδης Ο αρχαιότερος εν ζωή Ωτορινολαρυγγολόγος Η Θεσσαλονίκη έχει ένα μοναδικό παγκόσμιο ρεκόρ. Συμπεριλαμβάνει στους κατοίκους της τον αρχαιότερο (έτσι θέλω να πιστεύω) Ωτορινολαρυγγολόγο του κόσμου. 102 χρονών!! Για τον Σ. Πολυζωίδη είχαμε γράψει και παλαιότερα στο 7ο τεύχος της Εφημερίδας μας το 2002, τότε ήταν μόλις 94 ετών. Σήμερα παρουσιάζουμε ένα σύντομο βιογραφικό του Ωτορινολαρυγγολόγου, που έζησε σχεδόν ολόκληρο τον 20ο και την πρώτη δεκαετία 21ου αιώνα. Σήμερα είναι 102 ετών. Γεννήθηκε στις 8 Σεπτεμβρίου του 1908 στην Βέροια της Οθωμανικής τότε αυτοκρατορίας. Έζησε σε ηλικία 4ων ετών την απελευθέρωση της πόλης του. Στην Γενέθλια πόλη έμαθε τα πρώτα του γράμματα και περάτωσε τις γυμνασιακές του σπουδές το 1927. Αμέσως μετά άρχισε τις σπουδές του στην Ιατρική Σχολή της Λυών και μετά το πρώτο έτος μετεγγράφηκε στην Ιατρική Σχολή του Πανεπιστημίου Αθηνών. Το 1934 αποφοίτησε και αφού υπηρέτησε στον στρατό ως έφεδρος ανθυπίατρος, στη συνέχεια ασκήθηκε ένα χρόνο στην Παθολογία και ένα χρόνο στην Χειρουργική. Στην Ωτορινολαρυγγολογία ειδικεύτηκε 1937και 1938, στην Ωτορινολαρυγγολογική κλινική του νεότευκτου τότε Νοσοκομείου του Ελληνικού Ερυθρού Σταυρού με Διευθυντή τον καθηγητή Θεόδωρο Δημητριάδη. Με προτροπή του καθηγητού του, πήγε για μετεκπαίδευση στην Πανεπιστημιακή Ωτορινολαρυγγολογική κλινική της Βιέννης. Το 1939 επέστρεψε και εγκαταστάθηκε στην Θεσσαλονίκη, όπου και άσκησε την ειδικότητα μέχρι το 1981! Στο διάστημα της μακρόχρονης καριέρας του παρουσίασε σημαντικό επιστημονικό και κοινωνικό έργο. Το 1946 παρουσίασε την διδακτορική του διατριβή με θέμα: «Αλλότρια σώματα εν τη Ωτορινολαρυγγολογία» Αυτή η διατριβή είναι η πρώτη, που υποβλήθηκε και παρουσιάστηκε στο Πανεπιστήμιο Θεσσαλονίκης, είναι δηλαδή ο πρώτος διδάκτορας του Αριστοτέλειου Πανεπιστήμιου Θεσσαλονίκης Το θέμα της Υφηγεσίας του ήταν: «Συμβολή εις τας παθήσεις του Οισοφάγου.» 1955. Ήταν ο πέμπτος υφηγητής του Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης και ο πρώτος υφηγητής Ωτορινολαρυγγολογίας του ιδίου Πανεπιστημίου. Υπήρξε εντεταλμένος Υφηγητής και τα έτη 1971 έως 1974 δίδαξε την Ωτορινολαρυγγολογία στους φοιτητές της Οδοντιατρικής σχολής. Διετέλεσε Γενικός Γραμματέας του Ιατρικού Συλλόγου Θεσσαλονίκης. Επί 20ετία ήταν πρόεδρος του Διοικητικού Συμβουλίου της Σχολής κωφών και δυσλάλων παιδιών στην Θεσσαλονίκη. Έγραψε και συμμετείχε σε πολλές επιστημονικές εργασίες. Μετά τον 2ο Παγκόσμιο πόλεμο παρακολούθησε σχεδόν όλα τα παγκόσμια Ωτορινολαρυγγολογικά Συνέδρια. Το αγαπημένο του είναι το Συνέδριο του Τόκιο το 1965 για δύο λόγους. Ο πρώτος, γιατί ως εκπρόσωπος της Ελλάδος συμμετείχε στο πενταμελές προεδρείο της έναρξης και ο δεύτερος, γιατί περπατώντας ανάμεσα στους Γιαπωνέζους ένοιωθε πραγματικά ψηλός. Στο ίδιο συνέδριο συμπεριλήφθηκε στα ιδρυτικά μέλη του Παγκόσμιου Οργανισμού IFOS. Έγραψε δύο επιστημονικά συγγράμματα. «Λαρυγγολογία και διαταραχαί του λόγου» 1970 «Ρινολογία και Φαρυγγολογία» 1973 Και στα δύο υπάρχουν πολλές φωτογραφίες προσωπικών σπάνιων περιστατικών, δυστυχώς ασπρόμαυρες. Μετά την αποχώρηση του από την ενεργό ιατρική έγραψε και εξέδωσε τα παρακάτω βιβλία. 1. Μισός αιώνας με τον Ιατρικό κόσμο της Θεσσαλονίκης. 1990 2. Το Γενεαλογικό μου Δένδρο. 1992 3. Στιγμιότυπα από προσωπικές αναμνήσεις. 1994 4. Η Ωτορινολαρυγγολογία στην Θεσσαλονίκη και την Βόρειο Ελλάδα. 1994 5. Νοσηλευτικά Ιδρύματα της Θεσσαλονίκης. 6. Ιατρική στην Βέροια. Αυτός είναι με λίγα λόγια ο Σταύρος Πολυζωίδης, ζει αειθαλέστατος και οξύνους ανάμεσα μας και καμιά φορά μας επισκέπτεται, στις συγκεντρώσεις της Εταιρείας μας και μας γεμίζει αισιοδοξία. Θ. Σφήκας 50
© Copyright 2024 Paperzz