οίνος < αρχαία ελληνική οἶνος κρασί < μεσαιωνική ελληνική κρασίν < αρχαία ελληνική κρᾶσις (οίνου) οινοποιία < ελληνιστική κοινή οἰνοποιία ------- » η παραγωγή κρασιού Το κρασί ( οίνος) είναι ένα αλκοολούχο ποτό προϊόν της ζύμωσης των σταφυλιών ή του χυμού τους (μούστος). Ποτά παρεμφερή του κρασιού παράγονται επίσης από άλλα φρούτα ή άνθη ή σπόρους, αλλά η λέξη κρασί από μόνη της σημαίνει πάντα κρασί από σταφύλια. Η οινοποιία είναι μία πραγματική μορφή τέχνης. Οι αμπελώνες είναι οι πηγές των κρασιών και οινοποιία είναι η παρασκευή τους. Το κρασί είναι ιδιαίτερου ενδιαφέροντος για διάφορους λόγους. Είναι αφενός ένα δημοφιλές ποτό που συνοδεύει και ενισχύει ένα ευρύ φάσμα ευρωπαϊκών και μεσογειακών γεύσεων, από τις πιο απλές και παραδοσιακές ως τις πιο σύνθετες και αφετέρου αποτελεί σημαντικό γεωργικό προϊόν που αντικατοπτρίζει την ποικιλία του εδάφους και το κλίμα ενός τόπου. Το κρασί χρησιμοποιείται επίσης σε θρησκευτικές τελετές σε πολλούς πολιτισμούς ενώ το εμπόριο κρασιού είναι ιστορικής σπουδαιότητας για πολλές περιοχές.Σύμφωνα με τους παλαιοντολόγους το κρασί ευδοκιμούσε πριν από την εποχή των παγετώνων στην πολική ζώνη: Ισλανδία, Βόρεια Ευρώπη, Βορειοδυτική Ασία, ακόμη – ακόμη και στην Αλάσκα. Οι παγετώνες περιόρισαν όμως την εξάπλωσή του, απομόνωσαν τη μία ποικιλία από την άλλη, Πρώτοι γνωστοί αμπελοκαλλιεργητές θεωρούνται οι αρχαίοι Πέρσες, οι Σημιτικοί λαοί και οι Ασσύριοι. Η τέχνη της καλλιέργειας του αμπελιού πέρασε κατόπιν στους Αιγύπτιους, τους λαούς της Φοινίκης και στους κατοίκους του Ελλαδικού χώρου. Δεν είναι μόνο η Μεσόγειος ο χώρος που καλλιεργήθηκε το αμπέλι την περίοδο αυτή. Την ίδια εποχή υπάρχουν αναφορές για το κρασί και στην αρχαία Κίνα. Οι Φοίνικες θεωρούνται από τους καλύτερους οινοποιούς της αρχαιότητας. Έχουν βρεθεί φοινικικοί αμφορείς αποθήκευσης κρασιού σε όλη σχεδόν την ανατολική και κεντρική Μεσόγειο. Η Τύρος ήταν από τα μεγαλύτερα κέντρα θαλάσσιου εμπορίου κρασιού Ελληνες: Δεν είναι βεβαιωμένο από που διδάχθηκαν την οινοποιία. Το πιο πιθανό όμως είναι ότι ασχολούνται με την αμπελοκαλλιέργεια πριν το 1700 π.Χ. Πιθανοί δάσκαλοί τους οι ανατολικοί λαοί (Φοίνικες, Αιγύπτιοι). Άλλες αναφορές φέρουν το κρασί να έρχεται από τη Θράκη (ας μην ξεχνάμε ότι η λατρεία του Διονύσου θεωρείται θρακικής – μκρασιατικής προέλευσης). Απ’ όπου και αν έμαθαν την τέχνη της αμπελοκαλλιέργειας, οι Έλληνες αγάπησαν το κρασί. Βασιλείς, άρχοντες και απλός λαός το εκτιμούσαν ιδιαίτερα. Οι ποιητές το ύμνησαν. Δεν συνήθιζαν όμως να μεθούν, ούτε και είχαν σε ιδιαίτερη εκτίμηση τους μέθυσους. Ο «συμποσίαρχης» στα επίσημα συμπόσια, επέβλεπε τόσο το νέρωμα του κρασιού, αλλά και την ποσότητα του κρασιού που έπιναν οι παρευρισκόμενοι. Η διατήρηση μιας ήρεμης ατμόσφαιρας, χωρίς παρεκτροπές λόγω υπερβολικής οινοποσίας, ήταν ιδιαίτερα σημαντική. Έπιναν το κρασί με πολλούς τρόπους, με επικρατέστερο αυτόν της ανάμειξης του κρασιού με νερό (ένα μέρος κρασιού, τρία μέρη νερού), ή ένα 1:2 ή 1:3. Υπήρχαν ειδικά σκεύη για την ανάμειξη (κρατήρες και κύαθοι, δηλ. μεγάλες, βαθιές κουτάλες), αλλά και για την ψύξη πριν την κατανάλωση. Η χρήση και πόση ανέρωτου κρασιού («άκρατος οίνος») εθεωρείτο βαρβαρική συνήθεια και συνηθιζόταν μόνο από αρρώστους ή κατά τη διάρκεια ταξιδιού για τόνωση. Πρόσθεταν επίσης διάφορα μυρωδικά και μπαχαρικά. Η προσθήκη αψίνθου (η παρασκευή δηλ. Βερμούτ) ονομαζόταν Ιπποκράτειος Οίνος, μιας και ο Ιπποκράτης θεωρείται ο πρώτος που την χρησιμοποίησε. καλλιεργούσαν συνήθως το αμπέλι απλωμένο στη γη χωρίς υποστηρίγματα, τεχνική που ακόμη και σήμερα είναι σε χρήση σε κάποιες περιοχές της Ελλάδας (π.χ. στη Σαντορίνη). Γνώριζαν την τεχνική της παλαίωσης, με θαμμένα πιθάρια στο έδαφος και σφραγισμένα με γύψο και ρετσίνι. Κάπως έτσι θα πρέπει να ανακάλυψαν και την επίδραση του ρετσινιού στο κρασί. Οι πήλινοι αμφορείς οι οποίοι χρησιμοποιούντο για τη μεταφορά του κρασιού ήταν αλειμμένοι με πίσσα για πλήρη στεγανοποίηση, και συχνά με σφραγίδα ή μπογιά σημείωναν την περιοχή προέλευσης, το έτος παραγωγής, τον οινοποιό, αλλά και τον εμφιαλωτή. Το εμπόριο του κρασιού υπήρξε μια από τις κύριες δραστηριότητες των αρχαίων Ελλήνων. Υπήρχαν νόμοι για την προστασία της ποιότητας του κρασιού, αλλά και νόμοι ενάντια στον ανταγωνισμό (στη Θάσο, υπήρχε σχετική νομοθεσία δήμευσης του κρασιού το οποίο μετέφεραν ξένα πλοία, όταν αυτά προσέγγιζαν το λιμάνι της). Τα πιο φημισμένα κρασιά ήταν αυτά του βορείου Αιγαίου: Λήμνος, Θάσος, Λέσβος, Χίος, Ικαρία και Σάμος. Μετά την κλασική εποχή απέκτησαν ιδιαίτερη φήμη τα κρασιά της Ρόδου, της Κω και των άλλων Δωδεκανήσων, της Θήρας, της Νάξου, της Κρήτης, αλλά και της Κύπρου. Οι Ρωμαίοι ήλθαν σε επαφή με τις τεχνικές της αμπελοκαλλιέργειας και την παραγωγή του κρασιού από τους Έλληνες και τους Ετρούσκους. Αγάπησαν το κρασί και ασχολήθηκαν συστηματικά με την αμπελοκαλλιέργεια. Ένα από τα ξακουστά κρασιά τους ήταν ο Φαλέρνιος του Μόντε Κασσίνο και τα κρασιά από τις νότιες Άλπεις. Διέπρεψαν στην παραγωγή και κυρίως στο εμπόριο του κρασιού, εκτοπίζοντας την Ελλάδα που παρήκμαζε και επικρατώντας στοΠαρά την εγκατάλειψη της διονυσιακής λατρείας, η χρήση του κρασιού από τους κληρικούς βοήθησε στη διατήρηση των γνώσεων και των τεχνικών της αμπελοκαλλιέργειας. Οι μεγάλες μοναστηριακές εκτάσεις βοήθησαν τους μοναχούς να κατασκευάσουν μεγάλα και σύγχρονα για τα μέτρα της εποχής, οινοποιία να βελτιώσουν τις τεχνικές παραγωγής και την ποιότητα του κρασιού. Η τεχνική ανάμειξης του κρασιού με νερό εγκαταλείφθηκε. Τα πιο γνωστά κρασιά παραμένουν τα κρασιά των περιοχών της αρχαίας εποχής, με ανερχόμενο αστέρι τον «Μαλβαζία», ο οποίος αν και οφείλει μάλλον το όνομά του στη Μονεμβασιά, παραγόταν κυρίως στην Κρήτη. Η περίοδος της τουρκοκρατίας δεν περιόρισε – παρά τις δυσκολίες που δημιούργησε – την παραγωγή κρασιού. Και εδώ οι μεγάλες μοναστηριακές εκτάσεις και η χαλαρή τουρκική κυριαρχία στα νησιά υπήρξαν οι χώροι στους οποίους διατηρήθηκαν οι γνώσεις και οι τεχνικές. Οινοποιία Οι ρώγες του σταφυλιού, που αποτελεί και την πρώτη ύλη του κρασιού, περιέχουν σάκχαρα, οργανικά οξέα και νερό (πάνω από 70%). Η περιεκτικότητα σε αυτές τις ουσίες εξαρτάται κάθε φορά από την ποικιλία, το υπέδαφος, τις κλιματικές συνθήκες, αλλά και από την χρονική στιγμή της ωρίμανσης του σταφυλιού. Μετά την διαδικασία του τρύγου (συγκομιδής), ακολουθεί η γλευκοποίηση, η διαδικασία δηλαδή κατά την οποία εξάγεται το γλεύκος (ή συνήθως μούστος) από το σταφύλι. Για την έκθλιψη του μούστου χρησιμοποιούνται διάφορες μέθοδοι, συνηθέστερα με χρήση ειδικών μηχανημάτων που λειτουργούν συνθλίβοντας το σταφύλι ανάμεσα σε περιστρεφόμενους κυλίνδρους. Κατά τη γλευκοποίηση, επιβάλλεται η αφαίρεση των κοτσανιών (αποβοστρύχωση) του σταφυλιού, καθώς είναι επιζήμια τόσο για την γεύση του τελικού κρασιού, όσο και για την υγεία του καταναλωτή. Στη συνέχεια ακολουθεί η τελική διαδικασία της ζύμωσης. Το οινόπνευμα που περιέχει το κρασί παράγεται από τα σάκχαρα του μούστου με την αντίδραση της αλκοολικής ζύμωσης, που επιτελείται από ειδικά ένζυμα, τις ζυμάσες των ζυμομυκήτων. Οι ζυμομύκητες υπάρχουν αδρανοποιημένοι στο φλοιό των σταφυλιών και καθώς έρχονται σε επαφή με το μούστο, πολλαπλασιάζονται και επιτελούν τη ζύμωση. Εκτός από αιθυλική αλκοόλη παράγεται και διοξείδιο του άνθρακα αλλά και μια σειρά δευτερευόντων προϊόντων και ενώσεων με καθοριστική σημασία πολλές φορές για την ποιότητα του οίνου. Η διαδικασία της ζύμωσης διαρκεί συνήθως 8-25 ημέρες. Είναι σύνηθες, να παρατείνεται ή να διακόπτεται η ζύμωση με τεχνητά μέσα, κυρίως μέσω της διατήρησης της θερμοκρασίας σε χαμηλά ή υψηλά επίπεδα αντίστοιχα. Ο χρόνος της ζύμωσης είναι καθοριστικός για το κρασί που θα παραχθεί τελικά. Επιπλέον γίνεται συνήθως λόγος για λευκή και ερυθρή οινοποίηση, ανάλογα με το χρώμα του παραγόμενου κρασιού. Ιδιαίτερη αξία έχει τέλος και η διαδικασία ωρίμανσης του κρασιού. Θεωρείται γενικά πως ένα κρασί γίνεται καλύτερο όσο παλιώνει, ωστόσο διαφορετικά είδη κρασιού χαρακτηρίζονται και από διαφορετική διάρκεια ζωής. Επιπλέον ένα κρασί μπορεί να υποστεί και γήρανση, οπότε και δεν πρέπει να καταναλώνεται. Κύρια επιδίωξη αποτελεί στην πράξη η αργή και ελεγχόμενη οξείδωση του κρασιού. Η διάρκεια της ωρίμανσης του ποικίλλει και συνήθως κυμαίνεται από μερικούς μήνες έως λίγα χρόνια. Γενικά ελάχιστα κρασιά έχουν διάρκεια ζωής άνω των 50 ή 100 ετών, ενώ τα περισσότερα φθάνουν στην ποιοτική τους κορύφωση εντός μερικών χρόνων. Ονοματοδοσία και ταξινόμηση Τα κρασιά είτε ονομάζονται από την ποικιλία σταφυλιών τους είτε από τον τόπο παραγωγής τους. Ιστορικά, τα κρασιά από την Αυστραλία, τις Ηνωμένες Πολιτείες Αμερικής και τη Γερμανία ονομάστηκαν αποκλειστικά από την ποικιλία σταφυλιών τους, ενώ κρασιά από τηΓαλλία, την Ισπανία, την Ιταλία ή την Ελλάδαπροσδιορίστηκαν κυρίως από το γεωγραφικό τόπο παραγωγής τους. Σημαντικό διακριτικό κάθε κρασιού είναι και το χρώμα του. Τα κρασιά διακρίνονται γενικά σε λευκά, κόκκινακαι ροζέ. Είναι λανθασμένη η γενικευμένη άποψη πως το χρώμα του σταφυλιού καθορίζει και το χρώμα του κρασιού. Στην πραγματικότητα οι χρωστικές ουσίες του σταφυλιού περιέχονται στα στερεά μέρη του (στέμφυλα) και επομένως το χρώμα του σταφυλιού παρέχει το χρώμα του κρασιού μόνο αν και τα στερεά του μέρη συμμετέχουν στην διαδικασία της ζύμωσης. Ο μούστος τόσο των κόκκινων όσο και των ανοιχτόχρωμων ποικιλιών διαθέτει το ίδιο ανοιχτό χρώμα. Έτσι, κόκκινο κρασί παράγεται από ποικιλίες κόκκινων (ή μαύρων) σταφυλιών με την προϋπόθεση ότι τα στερεά τους μέρη συμμετέχουν στη ζύμωση, ενώ λευκά κρασιά μπορούν να παραχθούν από οποιαδήποτε ποικιλία εφόσον τα στερεά μέρη των σταφυλιών διαχωριστούν στη διαδικασία της ζύμωσης. Τα ροζέ κρασιά, παράγονται όπως και τα κόκκινα, με τη διαφορά ότι τα στερεά μέρη των σταφυλιών παραμένουν στη ζύμωση για ένα πολύ σύντομο χρονικό διάστημα, συνήθως μικρότερο από μία ημέρα. Τα κρασιά ταξινομούνται ακόμα με το έτος της συγκομιδής σταφυλιών (τρύγος). Συνήθως παράγονται από σταφύλια της συγκομιδής ενός έτους και χρονολογούνται με βάση το έτος αυτό. Επιπλέον υπάρχουν κάποιες ειδικές κατηγορίες κρασιών όπως είναι ο αφρώδης οίνος, ο οποίος περιέχει και το διοξείδιο του άνθρακα ("ανθρακικό") που παράγεται κατά τη διάρκεια της ζύμωσης. Το διοξείδιο αυτό δεν εισάγεται επιπρόσθετα στο μπουκάλι εμφιάλωσης, όπως γίνεται στα αναψυκτικά καθώς αυτή η μέθοδος απαγορεύεται. Για τον εγκλωβισμό του διοξειδίου στη φιάλη χρησιμοποιούνται διάφορες μέθοδοι, είτε μέσω της εμφιάλωσης του κρασιού πριν ολοκληρωθεί η ζύμωση, είτε μέσω της ολοκλήρωσης της ζύμωσης σε αεροστεγείς δεξαμενές. Εκλεκτότερο παράδειγμα αφρώδους οίνου είναι η γαλλική Σαμπάνια. Τα κρασιά μπορούν να ταξινομηθούν επίσης ως ξηρά, γλυκά ή ημίγλυκα. Η γλυκύτητα των κρασιών μπορεί να μετρηθεί κατά τη διαδικασία της συγκομιδής αν και στην πράξη καθορίζεται από το ποσό της ζάχαρης που παραμένει στο κρασί μετά από τη ζύμωση. Έτσι, το ξηρό κρασί δεν περιέχει υπόλοιπο ζάχαρης. ν τομέα αυτό μέχρι το τέλος της αρχαί Ποικιλίες που καλλιεργούνται στην Ελλάδα: Από κόκκινα σταφύλια Αγιαννιώτικο Αγιωργίτικο Αηδάνι μαύρο Αυγουστιάτης Βερτζαμί Βοϊδόματο Γαλανό Δημινίτης Ζαλοβίτικο Θειακό Θράψα Κολλινιάτικο Κολινδρινό Κοτσιφάλι Κρασάτο Λαδικινό Λιάτικο Λημνιό Μαντηλαριά Μαυράθηρο Μαυράκι Μαυροδάφνη Μαύρο Μεσενικόλα Μοσχάτο Αμβούργου Μοσχοφίλερο (δίνει λευκό κρασί) Νεγκόσκα Ξινόμαυρο* Σταυρωτό Παμίτι Πατρινό Πετροκόριθο Πρεκνιάρικο Ρωμέικο Σμυρνέικο Σταυροχιώτικο Συκιώτης Τσαρδάνα Φειδιά Φωκιανό Χαραμπραΐμι Αρωματικά κρασιά To βερμούτ, ένα αρωματικό προϊόν κρασιού, που προήρθε πιθανώς από το Τορίνο τον 18ο αιώνα, είναι γλυκό κρασί επιδορπίου με προστιθέμενα διάφορα μεσογειακά και άλλα βότανα και φυτικούς ιστούς. Ένα παρόμοιο προϊόν, με μικρότερη περιεκτικότητα σε ζάχαρη, παρήχθη στο νότο της Γαλλίας. Αν και το γλυκό βερμούτ θεωρείται συχνά ιταλικός τύπος και το ξηρό βερμούτ αναφέρεται συνήθως στο γαλλικό τύπο, αυτές οι δύο χώρες παράγουν τώρα και τους δύο τύπους. Οι διάφοροι παραγωγοί έχουν τους τύπους τους, και τα βότανα και τα καρυκεύματα που χρησιμοποιούνται ως αρωματικές ουσίες περιλαμβάνουν την πικρή φλούδα του πορτοκαλιού, την κανέλα, το γαρίφαλο, το κορίανδρο, τη μαντζουράνα, το μοσχοκάρυδο, το σαφράν, και την αγριαψιθιά. βερμούτ Τα κρασιά απεριτίφ, που καταναλώνονται συνήθως πριν από τα γεύματα, γίνονται με την προσθήκη κινίνης και άλλων συστατικών στα γλυκά, βαριά κρασιά. Στη Γαλλία πωλούνται με εμπορικά σήματα όπως Byrrh, Dubonnet, Lillet, και Άγιο Ραφαήλ. Στην Ιταλία περιλαμβάνουν το Καμπάρι και το Punt e Mes. Υπάρχουν διάφορα αρωματικά ποτά κρασιού, που αναμιγνύονται συχνά από τον καταναλωτή και που μερικές φορές εμφιαλώνονται από έναν κατασκευαστή, στα οποία οι αρωματικές ουσίες προστίθενται μετά από την παρασκευή του κρασιού. Το κρασί Μάιος, γερμανικής προέλευσης, είναι ένας τύπος παντς που γίνεται με το κρασί του Ρήνου ή άλλα ελαφριά, ξηρά, λευκά κρασιά, αρωματίζεται με βότανα του γένους asperula , σερβίρεται παγωμένο και γαρνίρεται με φράουλες ή άλλα φρούτα. Η σαγκριά, ένα δημοφιλές παντς σε πολλές ισπανόφωνες χώρες, γίνεται με κόκκινο ή λευκό κρασί που αναμιγνύεται με ζάχαρη και με φυσικό ή ανθρακούχο νερό, αρωματίζεται με εσπεριδοειδή φρούτα και σερβίρεται παγωμένη. σαγκριά Το ζεστό κρασί γίνεται συνήθως με κόκκινο κρασί που αραιώνεται με νερό, που γλυκαίνεται με ζάχαρη, αρωματίζεται με καρυκεύματα όπως τα γαρίφαλα και η κανέλα και σερβίρεται καυτό. ζεστό κρασί Το Γκλογγ, ένα ζεστό παντς σουηδικής προέλευσης, γίνεται συχνά με κόκκινο κρασί και περιέχει καρυκεύματα, αμύγδαλα, και σταφίδες. Γκλογγ Τα αναψυκτικά κρασιού, δημοφιλή στις Ηνωμένες Πολιτείες, είναι κρασιά με λίγο αλκοόλ αρωματισμένα με χυμούς φρούτων. Φρουτώδη Κρασία Tα κρασιά φρούτων, που προέρχονται από φρούτα εκτός από τα σταφύλια, περιλαμβάνουν το μηλίτη, που γίνεται από τα μήλα, τον απιδίτη, που παράγεται από τα αχλάδια, κρασί δαμάσκηνων και κρασί κερασιών, και κρασιά που γίνονται από διάφορα μούρα. Γίνονται συχνά από οινοπαραγωγούς που παράγουν κρασί στο σπίτι και έχουν κάποια εμπορική σημασία στα κρύα κλίματα όπου τα σταφύλια κρασιού δεν παράγονται. Τα κρασιά φρούτων έχουν συνήθως γλυκές γεύσεις και πρέπει να διατηρήσουν ένα μεγάλο μέρος της γεύσης και του χρώματος των αρχικών φρούτων. Οι μούστοι έχουν υψηλό όξινο περιεχόμενο και απαιτούν διάλυση με νερό και προσθήκη ζάχαρης πριν από τη ζύμωση. Πολλά εμπορικά κρασιά φρούτων περιέχουν περίπου 12% αλκοόλ. Όταν εμπλουτίζονται με κονιάκ, που προέρχεται από τα ίδια φρούτα, η περιεκτικότητα σε αλκοόλ είναι περίπου 20%, Ενισχυμένα κρασία Η προσθήκη οινοπνεύματος κατά τη διάρκεια ή μετά από την αλκοολική ζύμωση παράγει τα ενισχυμένα κρασιά με περιεκτικότητα σε οινόπνευμα άνω του 14%, συνήθως τα κρασιά αυτά ονομάζονται επιδόρπιοι οίνοι. Στις περισσότερες χώρες, αυτά τα κρασιά φορολογούνται σε υψηλότερα ποσοστά από εκείνα με οινόπνευμα κάτω του 14%ς. Η ενίσχυση των κρασιών αυτών πραγματοποιείται για δύο λόγους: (1) για να αυξήσει η περιεκτικότητα σε οινόπνευμα αρκετά (συνήθως μεταξύ 17% και 21%) και να αποτρέψει τη ζύμωση όλης της ζάχαρης και (2) για να παραγάγει ειδικούς τύπους κρασίου. Η κατασταλτική επίδραση του οινοπνεύματος στην αλκοολική ζύμωση αυξάνεται απότομα καθώς η περιεκτικότητα σε οινόπνευμα αυξάνεται πάνω από 14%, ιδιαίτερα παρουσία της ζάχαρης. Για να εξασφαλίσει τη γρήγορη διακοπή της ζύμωσης, το προστιθέμενο οινόπνευμα πρέπει να αναμιχθεί γρήγορα και ομοιόμορφα με το μίγμα της ζύμωσης, αυτό επιτυγχάνεται με την ανάδευση και ανάμιξη με συμπιεσμένο αέρα. Όταν κάποιο λευκό κρασί πρέπει να ενισχυθεί κατά τη διάρκεια της ζύμωσης, το κρασί που προκύπτει είναι γλυκό, ο βαθμός γλυκύτητας εξαρτάται από την αρχική περιεκτικότητα σε ζάχαρη του μίγματος ζύμωσης και το χρόνο ενίσχυσης. Μερικοί τύποι, που ενισχύονται νωρίς, παράγουν τα πολύ γλυκά κρασιά. Τα γλυκά κόκκινα κρασιά όπως το πόρτο είναι πιο δύσκολο να παραχθούν. Τα σταφύλια πρέπει να ζυμωθούν με τη φλούδα τους ώστε να εξαχθεί το χρώμα, η ζύμωση όμως δεν μπορεί να συνεχιστεί για μεγάλο χρονικό διάστημα αν πρέπει η απαραίτητη ζάχαρη να παραμείνει στο τελικό προϊόν. Μία μέθοδος που εξασφαλίζει αρκετή χρώμα είναι η χρήση ποικιλιών σταφυλιού οι οποίες περιέχουν μεγάλες ποσότητες χρωστικών υλών στη φλούδα τους. Η φλούδα και η χυμός ορισμένες φορές θερμαίνεται περίπου στους 65° C ώστε να εξαχθεί το χρώμα. Αφρώδη κρασιά Τα κρασιά που περιέχουν μεγάλη ποσότητα διοξειδίου του άνθρακα καλούνται αφρώδη κρασιά. Είναι πάντα επιτραπέζια κρασιά, περιέχοντας συνήθως λιγότερο από 4% ζάχαρη. Μπορούν να παραχθούν χρησιμοποιώντας δύο βασικές τεχνικές, δηλαδή μέσω μιας δεύτερης ζύμωσης της ζάχαρης, που προκαλείται συχνά τεχνητά, ή με άμεση διοχέτευση διοξειδίου του άνθρακα. Τα αφρώδη κρασιά παράγονται όταν αποτρέπεται η διαφυγή του διοξειδίου του άνθρακα από το ζυμώμενο υγρό. Το βασικό υλικό είναι συνήθως ένα ξηρό λευκό, ροζέ, ή ένα κόκκινο επιτραπέζιο κρασί. Τα μπουκάλια ή οι δεξαμενές που χρησιμοποιούνται για αυτόν τον τύπο ζύμωσης πρέπει να είναι ικανά να αντέξουν πιέσεις τόσο υψηλές όπως 10 ατμόσφαιρες. Η χρήση των δεξαμενών που εξοπλίζονται με τους μετρητές πίεσης επιτρέπει στην υπερβολική πίεση να εκτονωθεί όπως απαιτείται. Τα ειδικά μπουκάλια που χρησιμοποιούνται για τα αφρώδη κρασιά είναι παχύτερα από τα κανονικά προκειμένου να αντισταθούν σε πιέσεις από επτά έως εννέα ατμόσφαιρες. ΟΡΟΛΟΓΙΑ ΓΕΥΣΙΓΝΩΣΙΑΣ ΑΓΟΥΡΟ ~ Κρασί πολύ νεαρό,μεγάλη περιεκτικότητα οξέων. ΣΩΜΑ ~ Κρασί πλούσιο σε συστατικά που αφήνουν το στόμα γεμάτο από γευστικές εντυπώσεις. ΑΔΕΙΟ ~ Ενα κρασί χωρίς Σώμα. ΑΡΩΜΑ ~ Περιγραφή των οσμών που είναι χαρακτηριστικές του σταφυλιού από το οποίο παράγεται το κρασί. ΚΟΙΝΟ ΑΡΩΜΑ ~ Κρασί χωρίς ιδιαίτερα χαρακτηριστικά. Χρησιμοποιείται περισσότερο στα επιτραπέζια κρασιά. ΦΙΝΟ ΑΡΩΜΑ ~ Ποικιλία με λεπτό ευγενικό άρωμα λουλουδιών και φρούτων. ΑΡΩΜΑ ΡΑΤΣΑΣ ~ Η ποικιλία του σταφυλιού , συνήθως προσδίδει στο κρασί ιδιαί τερο άρωμα το οποίο αναγνωρίζεται εύκολα. ΜΠΟΥΚΕΤΟ ~ Το χαρακτηριστικό άρωμα παλαίωσης του κρασιού. Πρόκειται δηλαδή για το σύνολο των ουσιών που απέκτησε το κρασί ωριμάζοντας,και παλαιώνοντας. ΕΠΙΓΕΥΣΗ ~ Η εντύπωση από το κρασί που μένει στο στόμα αφού το έχουμε πιεί ΒΕΛΟΥΔΙΝΟ ~ Μαλακό κρασί ευχάριστο στον ουρανίσκο. BOUCHONNE ~ Η οσμή και η γεύση αυτού του κρασιού θυμίζουν έντονα φελλό και το ελλάτωμα αυτό οφείλεται ακριβώς στο πώμα του ΓΕΝΝΑΙΟΔΩΡΟ~ Είναι ένα κρασί με υψηλά γράδα (βαθμούς), πλούσιο σε γεύση και άρωμα. ΕΛΑΦΡΥ ~ Αντιθέτως λέγεται ένα ευκολόπιοτο κρασί με χαμηλά γράδα. ΖΩΗΡΟ ~ Το κρασί που έχει ευχάριστη οξύτητα και φρεσκάδα. ΙΣΟΡΡΟΠΗΜΕΝΟ ~ Το κρασί που παρουσιάζει αρμονία ανάμεσα στις επιμέρους γεύσεις του. ΛΙΠΑΡΟ ~ Το κρασί που διαθέτει πλούσια υφή και γεμίζει το στόμα χωρίς να είναι "επιθετικό". ΜΑΛΑΚΟ ~ Κρασί που δεν έχει ενοχλητική όξινη και στυφή γεύση. ΣΚΛΗΡΟ και ΤΑΝΝΙΚΟ ~ Κρασί με έκδηλη οξύτητα. ΣΤΡΟΓΓΥΛΟ ~ Κρασί με ισορροπία ανάμεσα στη βελούδινη γεύση και στο στόμα. Από λευκά σταφύλια Αγούμαστος Αθήρι Αηδάνι Αρακλινό Ασπρούδα Ασπροχιώτικο Ασύρτικο Αυγουλάτο Βαρδέα Βηλάνα Βιδιανό Βολίτσα Γαϊδουριά Γουστολίδι Δαφνί Ζουμιάτικο Κακοτρύγης Κατσανό Κοντοκλάδι Μαλαγουζιά Μαλουκάτο Μονεμβασιά Μοσχάτο Σάμου Μοσχάτο Λευκό Μοσχάτο Αλεξανδρείας Μπατίκι Ντεμπίνα Παύλος Πετρουλιανός Πλυτό Ροδίτης Ροκανιάρης Ρομπόλα Σαββατιανό Τσαούσι Το κρασί της Σάμου στην αρχαιότητα Κατά την αρχαιότητα η Σάμος δεν φημιζόταν για τα κρασιά της. Ο Στράβωνας και ο Απούλιος ισχυρίζονται ότι η Σάμος ήταν πίσω σε κρασιά. Ο Πλίνιος, ο Αθήναιος και ο Αιολιανός απαριθμώντας ένα σωρό γνωστά κρασιά της αρχαιότητας, δεν κάνουν λόγο για Σαμιώτικο. Ο Στράβωνας, προχωρώντας παραπέρα αναφέρει ότι τα γύρω νησιά, όπως η Χίος, η Λέσβος και η Κως ήταν "κρασότοποι", ενώ η παραγωγή της Σάμου ήταν φτωχή. Ο Αισχύλος ονομάζει την Σάμο ελαιόφυτον και ο Αντισθένης επαινεί το Σαμιώτικο λάδι,, τίποτα όμως δεν αναφέρουν για κρασί. Κατά την αρχαιότητα ονομαστά ήταν τα κρασιά της Λέσβου της Χίου της Θάσου της Ικαρίας της Κω της Ρόδου της Νάξου και άλλα. 10ος αιώνας πρώτες αναφορές για το Σαμιώτικο κρασί Η πρώτη αναφορά που γίνεται για Σαμιώτικο κρασί, είναι απ τον Θεόδωρο τον Πτωχοπρόδρομο ( 1143—1180) που σε ποίημά του, κατά των ηγουμένων, γράφει « Κρασίν γλυκύν Γανίτικον και Κρητικόν και εκ’ Σάμου, ίνα χυμούς εκβάλωσιν τους της ξηροφαγίας» δεν αναφέρει όμως αν το κρασί ήταν μοσχάτο, αφού γλυκά κρασιά γίνονται και από άλλες ποικιλίες σταφυλιών. Για πρώτη φορά το Σαμιώτικο μοσχάτο κρασί αναφέρεται σε ένα κάνονα απο τον Καισάριο Δαπόντε ( 1714—1784) που ψέλνεται σε ήχο τέταρτο και γράφει. "Κρασί σκοπελίτικο, κουμανταριά κυπριώτικη, μοσχάτο σαμιώτικο και μερικά της Φραγκιάς, δαντζκας, βούτκαις δε και βλαχομπογδανίας, ροσόλια κορφιάτικα, εκλεκτά πράγματα". O Καισάριος Δαπόντες ήταν λόγιος ιερωμένος απ’ την Σκόπελο και επισκέφθηκε την Σάμο το 1754. Στο ποίημα του Λόρδου Βύρωνα "Τα ελληνικά νησιά" υπάρχει σχετική αναφορά στον στίχο "γεμίστε ξέχειλη την κούπα σαμιώτικο κρασί!" (Fill high the bowl with Samian wine!). Η εμφάνιση του μοσχάτο στην Σάμου (16ος αιώνας) Όπως αναφέρεται από διάφορους συγγραφείς, η ποικιλία μοσχάτο Σάμου, έχει Μικρασιατική προέλευση και είναι προϊόν μεταλλαγής. Εμφανίστηκε στη Σάμο κατά τα τέλη του 16ου αιώνα, όπου λόγω περιβάλλοντος απέδωσε πλήρως τα χαρακτηριστικά της. Είναι ταυτόσημη ποικιλία με την Muscat de frontignan που καλλιεργείται στη μεσημβρινή Γαλλία και δεν υπάρχει αμφιβολία, ότι οι Γάλλοι, κατά την εποχή της φυλλοξήρας, πήραν μοσχεύματα απ’ την Σάμο και τα φύτεψαν στη Γαλλία δημιουργώντας αυτή την ποικιλία (muscat de frontignan). Οι Ευρωπαίοι τότε έπαιρναν απ’ την Ελλάδα, δεν έφερναν. Η φυλλοξήρα στην Ευρώπη & η εξάπλωση του Σαμιώτικου κρασιού Τ ο κρασί της Σάμου άρχισε να γίνεται γνωστό στην Ευρώπη και από εκεί σε όλο τον κόσμο, από τα μέσα του 19 ου αιώνα, όταν η φυλλοξήρα κατέστρεφε τα αμπέλια της Ευρώπης. Οι Ευρωπαίοι και κυρίως Γάλλοι και Ιταλοί για να εξασφαλίσουν κρασί και άλλα αμπελοκομικά προϊόντα,, όπως την σταφίδα, (από την οποία κατασκεύαζαν και κρασί), στράφηκαν προς τις ανατολικές χώρες που ήταν αμόλυντες, μεταξύ των οποίων ήταν και η Σάμος. Η μεγάλη ζήτηση τέτοιων προϊόντων έφερε την αύξηση των τιμών και αυτές ήταν το κίνητρο για την επέκταση των αμπελιών, έτσι η Σάμος έγινε ένας τεράστιος αμπελώνας, αναβαθμιδώθηκαν και φυτεύτηκαν με αμπέλια και οι πιο άγονες περιοχές. Η έκταση τους έφτασε τα 47.000 στρέμματα, όπως αναφέρουν πηγές της εποχής εκείνης. Τ Την εποχή αυτή, ήρθαν στη Σάμο Γάλλοι οινολόγοι φέρνοντας τα πιο σύγχρονα για την εποχή μηχανήματα. Ίδρυσαν οινοποιία και κατασκεύαζαν γλυκά κρασιά, από σταφύλια που αγόραζαν από τους αμπελουργούς, τα όποια έστελναν στη Γαλλία. Αυτοί είναι οι πρώτοι που εφάρμοσαν την μέθοδο "κοφτά κρασιά" ή "μιστέλια", δηλαδή να κόβουν την ζύμωση του μούστου, με προσθήκη οινοπνεύματος. Την ίδια μέθοδο εφαρμόζει και σήμερα η Ένωση Οινοποιητικών Συνεταιρισμών Σάμου ( Ε.Ο.Σ.Σ. ) για κατασκευή μερικών τύπων κρασιών της. Έτσι το μοσχάτο κρασί της Σάμου έγινε παγκόσμια γνωστό και πήρε πολλά τιμητικά μετάλλια σε διάφορες εκθέσεις από πολύ παλιά, όπως του Λονδίνου το 1862 του Παρισιού το 1867 και πολλά άλλα ακόμα που κοσμούν τις προθήκες των γραφείων της Ένωσης. Η δημιουργία του Οινοποιητικού Συνεταιρισμού Σάμου Ε.Ο.Σ.Σ. Όπως γίνεται συνήθως, η αδίστακτη εκμετάλλευση των αμπελουργών από τους εμπόρους, δημιούργησε πρόσφορο κλίμα για την ανάπτυξη του συνεταιρικού κινήματος. Κατά τις αρχές της δεκαετίας του 1930 έγινε προσπάθεια ομαδικής οινοποίησης στο Καρλόβασι, η προσπάθεια όμως απέτυχε, το ίδιο έγινε και στους Βουρλιώτες το 1933, με μεγάλη επιτυχία. Με την ψήφιση του Ν 6085 στις 25-2-1934 και του 602 περί συνεταιρισμών, άρχισε η διαδικασία ίδρυσης της Ενώσεως Οινοποιητικών Συνεταιρισμών Σάμου (Ε.Ο.Σ.Σ.) Βάση του άρθρου 1 του παραπόνου νόμου, σε κάθε Δήμο ή Κοινότητα της Σάμου συνιστάτε ένας συνεταιρισμός του οποίου μέλη είναι υποχρεωτικά όλοι οι αμπελουργοί. Αρχικά ιδρύθηκαν 34 συνεταιρισμοί,δημιουργήθηκαν δυο οινοποιεία, ένα στηΣάμο και ένα στο Καρλόβασι και το 1936 έγινε η πρώτη οινοποίηση της παραγωγής. Μέχρι το 1939 ολοκληρώθηκε η εξαγορά των αποθεμάτων των εμπόρων και όσες από τις εγκαταστάσεις τους κρίθηκαν κατάλληλες. Έτσι η οινοποίηση και το εμπόριο του κρασιού της Σάμου, περιήλθε ολοκληρωτικά στα χέρια της Ε.Ο.Σ.Σ. Σήμερα η Ε.Ο.Σ.Σ αποτελείται από 25 συνεταιρισμούς με 4000 μέλη, που καλλιεργούν 15.000 στρέμματα αμπελιών με μέση ετήσια παραγωγή 9.000 τόνους μοσχάτου σταφυλιού. Έχει δυο πλήρως εξοπλισμένα οινοποιεία και απασχολεί μονίμως 130 άτομα. Εκτός από την οινοποίηση, ασχολείται και με πολλές άλλες δραστηριότητες προς όφελος των μελών της. Είναι, ίσως, ο μοναδικός στην Ελλάδα, εύρωστος οικονομικά, συνεταιριστικός οργανισμός, με ετήσιο τζίρο πολλών δισεκατομμυρίων και με μεγάλη εξαγωγική δραστηριότητα, αυτό όμως, δεν οφείλεται μόνο στο σπάνιο και περιζήτητο προϊόν που διαχειρίζεται, αλλά και στα ικανά άτομα που τον διοίκησαν, όλα αυτά τα χρόνια. Οι αμπελουργοί απολαμβάνουν μεγάλες τιμές για τα σταφύλια, ίσως να είναι και οι μεγαλύτερες της Ελλάδας. Για παράδειγμα, με την εκκαθάριση της εσοδείας του 1998, πήραν καθαρά 15 δραχμές κατά κιλοβαθμό για τα κοινά σταφύλια και με 14 βαθμούς που έχουν κατά μέσο όρο, αντιστοιχεί με 210 δραχμές κατά κιλό. Η τιμή αυτή αυξάνεται μέχρι και 70% για υψηλόβαθμα σταφύλια, ή όταν πληρούν ορισμένες άλλες προϋποθέσεις. ΑΜΠΕΛΩΝΕΣ Oι αμπελώνες της Σάμου είναι μοναδικοί στον κόσμο: 16.000 στρέμματα, σχεδόν όλα διαμορφωμένα σε πεζούλες, σε συνδυασμό με την πυκνή βλάστηση του νησιού, δημιουργούν ένα αξέχαστο σκηνικό που εξασφαλίζει την ιδιαιτερότητα των κρασιών μας. Oκτακόσια μέτρα πάνω από το Aιγαίο, οι πλαγιές του όρους Άμπελος σχηματίζουν ένα τεράστιο αμφιθέατρο με τις κερκίδες ξέχειλες από αμπέλια. H σιγή είναι απόλυτη, το φως εκτυφλωτικό, μετά βίας διακρίνονται στο βάθος μερικοί χωρικοί που πάνε στις δουλειές τους: να τα «grand crus», τα επιλεγμένα αμπελοτόπια και, κατ’ επέκταση, κρασιά που παράγει η Σάμος. Aπό τα 25 αμπελοχώρια της Σάμου τα περισσότερα βρίσκονται στο βόρειο και λιγότερο τουριστικό τμήμα του νησιού. Oι περισσότεροι αμπελώνες είναι ορεινοί και ημιορεινοί εξασφαλίζοντας στα σταφύλια αργή και σταθερή ωρίμαση, μέχρι να αγγίξουν εντυπωσιακά υψηλούς βαθμούς, απαραίτητοι για τη δημιουργία των θεϊκών γλυκών μοσχάτων. Tα εδάφη είναι βαθιά και με τέλεια αποστράγγιση, αναγκάζοντας τις ρίζες να πάνε βαθιά μέσα στη γη για αναζήτηση τροφής. Tα σταφύλια ωριμάζουν τέλεια και είναι πλούσια σε ουσίες. Η ΠΟΙΚΙΛΙΑ H ποικιλία-βασιλιάς της Σάμου είναι το μοσχάτο λευκό (muscat blanc à petits grains) ή μοσχούδι ή Muscat de Frontignan. Πρόκειται για μια ευγενή ποικιλία αμπέλου, αρκετά διαδεδομένη σε ολόκληρη τη Mεσόγειο. Aν και απαντάται και σε άλλα μέρη της Eλλάδος, όπου επίσης παράγει γλυκούς οίνους, μόνο στη Σάμο δίνει το συγκεκριμένο κρασί που όλοι γνωρίζουμε. Tο μοσχάτο καλύπτει το 97% του αμπελώνα της Σάμου, το υπόλοιπο 3% μοιράζονται μερικές επιτραπέζιες ποικιλίες (μεταξύ των οποίων το εκπληκτικό κολοκυθάτο) και δύο ερυθρές, το ρητινό και το φωκιανό, που χρησιμοποιούνται για την παραγωγή των ερυθρωπών οίνων της Ένωσης ΠΡΟΪΟΝΤΑ Το μοσχάτο κρασί SAMOS παράγεται από το ομώνυμο σταφύλι, την περίφημη ποικιλία Μικρόρωγο Μοσχάτο Λευκό Σάμου, που καλλιεργείται στις πλαγιές του όρους Άμπελος, σε παραδοσιακές αναβαθμίδες (πεζούλες) μέχρι του ύψους των 900 μέτρων και με ελεγχόμενη, χαμηλή, στρεμματική απόδοση. Το άρωμα του Μοσχάτου Σάμου είναι ταυτόχρονα πλούσιο και μοναδικό, τόσο που δύσκολα περιγράφεται! Γλυκά κρασιά Νέκταρ εσοδείας 1975 Η Ένωση έχει αρκετό γλυκό κρασί παλαιότερων εσοδειών για να γεμίσει λίγες σχετικά φιάλες. Το Nectar 1975 είναι ένα από αυτά και αποτελεί «υγρό» κομμάτι της ελληνικής οινικής ιστορίας. Κυκλοφόρησε στην αγορά και παρά τις δεκαετίες του είναι εξαιρετικά καθαρό και ζωντανό, δείχνοντας το φοβερό δυναμικό παλαίωσης των μοσχάτων του νησιού. Αρκετά σκουρόχρωμο, με την πατίνα του χρόνου, είναι εξαιρετικά πολύπλοκο αρωματικά, θυμίζει σταφίδα, βερίκοκο, δαμάσκηνο, πορτοκάλι, καθώς και κανέλα, καραμέλα βουτύρου και νότες καφέ. Η οξύτητα του κρασιού παραμένει αισθητή στο γλυκό και έτσι ισορροπημένο στόμα, που κατορθώνει να παραμένει φινετσάτο, παρά τα χρόνια του. Διακρίνονται αρώματα φρούτων και ξηρών καρπών, ενώ η μακρά επίγευση βεβαιώνει για την ποιότητα αυτού του... «ελιξιρίου». Οι οινόφιλοι δύσκολα θα το θυσίαζαν με κάτι φαγώσιμο, πίνοντάς το σκέτο. Συνδυάζεται όμως θαυμάσια με κρεμώδη επιδόρπια, επιδόρπια με άρωμα πορτοκαλιού κ.ά. Anthemis Σιγά-σιγά, το Anthemis έχει εξελιχθεί σε ένα από τα πιο σπουδαία κρασιά της Ένωσης. Στην όψη έχουμε ένα εντυπωσιακό κρασί με βαθύ πορτοκαλί χρώμα και ανταύγειες σε απόχρωση χαλκού, που μαρτυρούν τη βαθιά παλαίωσή του. Αρώματα μελιού, κερήθρας μελιού, καραμέλας βουτύρου, γλυκών κουταλιού, κερασιών σε αλκοόλ κ.ά., σε φόντο κακάο και σοκολάτας, συνθέτουν ένα ιδιαίτερα πολύπλοκο και πυκνό αρωματικό προφίλ, χτισμένο σε πολλά επίπεδα. Στο στόμα, η θαυμάσια ισορροπία του Anthemis κατορθώνει να διατηρεί σχεδόν ανέπαφη την πρωτογενή φρεσκάδα του με τα τριτογενή αρώματα της παλαίωσης να παίζουν πρώτο βιολί. Τα ευγενή αρώματα του μοσχάτου συνδυάζονται μοναδικά με εκείνα των αποξηραμένων φρούτων και των γοητευτικών αρωμάτων καπνού και της σοκολάτας, για να δώσουν ένα πραγματικά ανεπανάληπτο κρασί. Απαιτεί συντρόφους από το χώρο της υψηλής ζαχαροπλαστικής, ενώ σκέτο, μετά από το τέλος ενός δείπνου, θα συνόδευε με άνεση ένα ελαφρύ πούρο. Nectar Το Nectar είναι, ίσως το πιο ιστορικό κρασί της Ένωσης και ένα κρασί το οποίο πολλοί έχουν μιμηθεί, αλλά κανείς δεν έχει κατορθώσει να αναπαράξει! Το χρώμα του είναι βαθύ κεχριμπαρένιο, με όμορφες πορτοκαλί ανταύγειες. Στη μύτη επικρατούν αρώματα εξέλιξης (παλαίωσης), με τις σταφίδες και τα παλιά κερωμένα έπιπλα σε πρώτο πλάνο.. Ξηρά κρασιά Golden Samena Το κρασί αυτό έχει μια ιδιαίτερα ελκυστική όψη, με λαμπερό και ανοιχτόχρωμο καναρινί χρώμα και πρασινωπές ανταύγειες. Αρωματικά είναι πλούσιο και γεμάτο, θυμίζοντας την οσμή ώριμων, λευκόσαρκων φρούτων, όπως ροδάκινο, βερίκοκο και πεπόνι, που απλώνονται σε ένα εξαιρετικό φόντο διακριτικής έκφρασης του μοσχάτου. Εξαιρετικά φρουτώδες παρουσιάζεται στο στόμα και ισορροπεί υπέροχα μεταξύ ξηρού και γλυκού, σε ένα παιχνίδισμα που θα σαγηνέψει κάθε φίλο του κρασιού. Αν και στην επίγευση αφήνει μια ανεπαίσθητη γλύκα, η φυσιολογική φρεσκάδα του σταφυλιού υπερτερεί και δημιουργεί, τελικά, ένα αρμονικό σύνολο. Πρόκειται για ένα κρασί που συνοδεύει έξοχα κουζίνες Άπω Ανατολής, αλλά και πιάτα της διεθνούς ή και της ελληνικής δημιουργικής κουζίνας. Ψηλές Κορφές Ιδιαίτερα ανοιχτόχρωμο, πρασινοκίτρινο και λαμπερό, το χρώμα τής πιο πρόσφατης δημιουργίας της Ένωσης σηματοδοτεί ένα κρασί υπερσύγχρονο για τον απαιτητικό οινόφιλο που αναζητά το ξεχωριστό. Το σταφύλι παραγωγής του προέρχεται αποκλειστικά από τους καλύτερους ορεινούς αμπελώνες του νησιού, σε παλιές χτιστές πεζούλες και υψόμετρο μέχρι 800 μέτρα! Έχει έτσι φινετσάτο χαρακτήρα, όπου τα τυπικά, ανθώδη και φρουτώδη αρώματα του μοσχάτου εκφράζονται εκλεπτυσμένα. Στο στόμα συναντάμε τον χαρακτήρα του μοσχάτου, αλλά και πάλι κομψά, ενώ η γεύση του έχει δροσιστική οξύτητα και ικανοποιητική διάρκεια. Οι Ψηλές Κορφές είναι ένα αρωματικό, αλλά όχι κραυγαλαίο, κρασί, που πίνεται κάλλιστα μόνο του και ως απεριτίφ, αλλά μπορεί να συνοδεύσει και διακριτικά αρωματικά πρώτα πιάτα, εξίσου εκλεπτυσμένα με αυτό. Samena Το γνωστό Samena είναι ένα κρασί με ανοιχτόχρωμο κίτρινο, λαμπερό χρώμα και διακριτικά ανθώδη αρώματα, που δεν επισκιάζονται από εκείνα του μοσχάτου. Στο στόμα, είναι ένα κλασικά μεσογειακό κρασί, που εκφράζεται με πάχος και λιπαρότητα. Ο σχετικά ισχυρός γευστικός χαρακτήρας του είναι που το κάνει καλό συνοδό για διάφορα μαγειρευτά φαγητά, ή φαγητά φούρνου (π.χ. παστίτσιο, γιουβαρλάκια αυγολέμονο, χορτόπιτες κ.ά.), από το παραδοσιακό ρεπερτόριο της ελληνικής κουζίνας. Αγέρι του Αιγαίου Με όμορφο, κιτρινοπράσινο χρώμα και έντονες πρασινωπές ανταύγειες, το κρασί αυτό είναι ιδιαίτερα λαμπερό και ελκυστικό. Τα χαρακτηριστικά αρώματα του μοσχάτου επικρατούν στη μύτη, αλλά έχουν ως φόντο τους αρώματα εξωτικών φρούτων και λουλουδιών. Είναι ένα φρέσκο, ελαφρύ και ευχάριστο κρασί, με φρουτώδη χαρακτήρα και ζωντανή οξύτητα, που το καθιστά ιδανικό, ακόμα και για απεριτίφ ή για ψαρομεζέδες. Δρυούσα Η Δρυούσα είναι ένα ανοιχτόχρωμο κιτρινοπράσινο κρασί, που εκφράζει με ελαφρύ και κομψό τρόπο τα τόσο χαρακτηριστικά αρώματα της ποικιλίας Μοσχάτο. Στο στόμα είναι ευκολόπιοτο και ισορροπημένο, παίζοντας ανάμεσα στο αλκοόλ και στην οξύτητα, εκφράζοντας απλώς το χαρακτήρα της ποικιλίας. Είναι ένα κρασί–συνοδός του καθημερινού τραπεζιού, όσων πιάτων ταιριάζουν με λευκά κρασιά. Αποτελεί, για τους πολυπληθείς οπαδούς των λευκών κρασιών, μια ελαφρά αρωματική και ευχάριστη γευστικά πρόταση, που δίνει λύση στο καθημερινό ερώτημα «τι θα πιω;»! ΜΟΥΣΕΙΟ ΣΑΜΙΑΚΟΥ ΟΙΝΟΥ Δεν πρόκειται για ένα «νεκρό», κουραστικό χώρο παλιομοδίτικης αισθητικής και λειτουργίας. Το Μουσείο Σαμιακού Οίνου, που εγκαινιάστηκε το καλοκαίρι του 2005, είναι ένας «ζωντανός» χώρος εικονικής ιστορικής πραγματικότητας για το σαμιακό κρασί και την Ένωση Ονοποιητικών Συνεταιρισμών Σάμου. Αρχικά ιδιωτικό οινοποιείο και αργότερα αποθήκη και βαρελοποιείο της Ένωσης, το κτήριο του μουσείου αποτελεί «ζωντανό» έκθεμα, όντας «μπολιασμένο» με το σαμιακό Μοσχάτο και τα κρασιά του. Ακόμα και οι μεγάλες ξύλινες δεξαμενές, εκθέματα σήμερα του μουσείου, ήταν κάποτε χρηστικές. Η διαρρύθμισή του, αποτέλεσμα σύγχρονης μουσειακής επιστήμης, ταξιδεύει γλαφυρά στο χρόνο, κερδίζοντας, αλλά αφήνοντας ξεκούραστο τον επισκέπτη. Η παραδοσιακή οινοποίηση, τα εργαλεία, οι δεξαμενές της και τα όργανα χημείου, αλλά και η κατασκευή βαρελιών, ζωντανεύουν, μέσω εκθεμάτων που φτάνουν σε βάθος χρόνου τον αιώνα. Έγγραφα, βραβεία, φιάλες οίνου, φωτογραφίες και αντικείμενα γραφείου συμπληρώνουν το ιστορικό παζλ. Κορυφαίας έμπνευσης είναι η αναπαράσταση της καλλιέργειας των αμπελιών σε πεζούλες (όπως συνηθίζεται στο νησί), που απεικονίζει πως φυτρώνει και αναπτύσσεται το αμπέλι μέχρι την στιγμή του τρύγου. Δεν λείπουν και οι κάβες, μια βαρελιών και μία φιαλών και μάλιστα εν χρήσει, προσθέτοντας ακόμα μεγαλύτερη ζωντάνια στο χώρο, συνδέοντάς τον με το παρόν. Στο Μουσείο Οίνου λειτουργεί εξοπλισμένος συνεδριακός χώρος, για χρήση από την Ένωση Ονοποιητικών Συνεταιρισμών Σάμου ή άλλους φορείς.
© Copyright 2024 Paperzz